Language of document : ECLI:EU:C:2024:219

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΝΙΚΟΛΑ ΑΙΜΙΛΙΟΥ

της 7ης Μαρτίου 2024 (1)

Υπόθεση C774/22

JX

κατά

FTI Touristik GmbH

[αίτηση του Amtsgericht Nürnberg (ειρηνοδικείου Νυρεμβέργης, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία – Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 – Πεδίο εφαρμογής – Δίκη που περιλαμβάνει στοιχείο αλλοδαπότητας – Έννοια – Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές – Κεφάλαιο II, τμήμα 4 – Σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού μεταξύ καταναλωτή και διοργανωτή ταξιδιών – Συμβαλλόμενοι που έχουν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος μέλος – Σύναψη σύμβασης με σκοπό ταξίδι στο εξωτερικό»






I.      Εισαγωγή

1.        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Amtsgericht Nürnberg (ειρηνοδικείο Νυρεμβέργης, Γερμανία), αφορά την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (2) (στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες Ια).

2.        Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο αγωγής καταναλωτή ο οποίος έχει την κατοικία του στη Γερμανία κατά διοργανωτή ταξιδιών εγκατεστημένου στο ίδιο κράτος σχετικά με σύμβαση με αντικείμενο πακέτο διακοπών αποτελούμενο από επιμέρους ταξιδιωτικές υπηρεσίες την οποία συνήψε ο εν λόγω καταναλωτής με σκοπό την πραγματοποίηση ταξιδιού στην αλλοδαπή. Στο πλαίσιο αυτό, ο καταναλωτής αντιμετώπισε πρόβλημα, λόγω της φερόμενης αθέτησης εκ μέρους του διοργανωτή ταξιδιών των νομίμων υποχρεώσεών του. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν ο κανονισμός Βρυξέλλες Ια έχει εφαρμογή στην εν λόγω διαφορά, ώστε να μπορεί ο καταναλωτής να επικαλεστεί τους προστατευτικούς κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό.

3.        Η υπό κρίση προδικαστική παραπομπή είναι σημαντική για δύο λόγους. Αφενός, θα δώσει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να παράσχει πολύτιμες διευκρινίσεις σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες Ια και τη λειτουργία των εν λόγω ειδικών κανόνων. Αφετέρου, η απάντηση του Δικαστηρίου θα είναι σημαντική για τους ταξιδιώτες και τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του τουρισμού, στο πλαίσιο του οποίου ανακύπτουν συχνά τέτοιες διαφορές.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Ο κανονισμός Βρυξέλλες Ια

4.        Κατά το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, «[α]γωγή του καταναλωτή κατά του αντισυμβαλλομένου ασκείται είτε ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο αντισυμβαλλόμενος είτε, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία του αντισυμβαλλομένου, ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου κατοικίας του καταναλωτή».

Β.      Το γερμανικό δίκαιο

5.        Το άρθρο 12 του Zivilprozessordnung (γερμανικού κώδικα πολιτικής δικονομίας) (στο εξής: ZPO), το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενική δωσιδικία· έννοια», ορίζει ότι «τα δικαστήρια της γενικής δωσιδικίας του εναγομένου είναι αρμόδια για την εκδίκαση όλων των αγωγών που ασκούνται κατά αυτού, εκτός αν για την υπόθεση προβλέπεται αποκλειστική δωσιδικία».

6.        Το άρθρο 17 του ZPO, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενική δωσιδικία νομικών προσώπων», ορίζει, στην πρώτη παράγραφο, ότι «η γενική δωσιδικία των […] εταιριών […] καθορίζεται από τον τόπο όπου διατηρούν την έδρα τους. Ως έδρα λογίζεται, εφόσον δεν προκύπτει άλλως, ο τόπος όπου ασκείται η διοίκηση».

III. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου και το προδικαστικό ερώτημα

7.        Ο JX είναι ιδιώτης κάτοικος Νυρεμβέργης (Γερμανία). Στις 15 Δεκεμβρίου 2021 συνήψε σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού με την FTI Touristik GmbH (στο εξής: FTI), διοργανωτή ταξιδιών με έδρα το Μόναχο (Γερμανία), μέσω ταξιδιωτικού πράκτορα εδρεύοντος στη Νυρεμβέργη, με σκοπό την πραγματοποίηση ταξιδιού στο εξωτερικό.

8.        Στη συνέχεια, ο JX άσκησε ενώπιον του Amtsgericht Nürnberg (ειρηνοδικείου Νυρεμβέργης) αγωγή κατά της FTI. Ο JX ισχυρίζεται ότι δεν είχε ενημερωθεί επαρκώς όσον αφορά τις προϋποθέσεις σχετικά με την είσοδο και την υποχρέωση θεώρησης στην εν λόγω χώρα ζητώντας να του καταβληθεί αποζημίωση ύψους 1 499,86 ευρώ.

9.        Ο JX υποστήριξε ότι το επιληφθέν δικαστήριο, ως δικαστήριο του τόπου κατοικίας του, έχει τόσο διεθνή δικαιοδοσία όσο και κατά τόπον αρμοδιότητα για την εκδίκαση της αγωγής του βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Απαντώντας, η FTI προέβαλε ένσταση κατά τόπον αναρμοδιότητας του δικαστηρίου και ζήτησε από το δικαστήριο να απορρίψει την αγωγή για τον λόγο αυτόν. Οι κανόνες του εν λόγω κανονισμού δεν τυγχάνουν εφαρμογής σε αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις. Η επίμαχη διαφορά αποτελεί τέτοια περίπτωση, δεδομένου ότι αμφότεροι οι διάδικοι έχουν την κατοικία ή την έδρα τους στο ίδιο κράτος μέλος. Κατά την FTI τυγχάνουν αντιθέτως εφαρμογής οι κανόνες του ZPO, κατά τους οποίους κατά τόπον αρμόδια είναι άλλα δικαστήρια.

10.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Amtsgericht Nürnberg (ειρηνοδικείο Νυρεμβέργης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 18, παράγραφος 1, του [κανονισμού Βρυξέλλες Ια] την έννοια ότι η εν λόγω διάταξη δεν ρυθμίζει μόνο τη διεθνή δικαιοδοσία, αλλά συγκαταλέγεται επίσης και στις ρυθμίσεις που πρέπει να λαμβάνει υπόψη το επιληφθέν δικαστήριο για τον καθορισμό της κατά τόπον αρμοδιότητας των εθνικών δικαστηρίων σε διαφορές από σύμβαση ταξιδίου στις οποίες τόσο ο καταναλωτής ως ταξιδιώτης όσο και ο αντισυμβαλλόμενός του, ήτοι ο διοργανωτής ταξιδίων, έχουν μεν κατοικία ή έδρα στο ίδιο κράτος μέλος, πλην όμως ο προορισμός του ταξιδιού δεν βρίσκεται εντός του εν λόγω κράτους μέλους, αλλά στην αλλοδαπή (καλούμενες “μη αμιγώς εσωτερικές διαφορές”), με συνέπεια ο καταναλωτής να έχει τη δυνατότητα, πέραν των όσων ορίζουν οι εθνικές διατάξεις περί αρμοδιότητας, να εναγάγει ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου της κατοικίας του τον διοργανωτή ταξιδίων για αξιώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση;»

11.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η FTI, η Τσεχική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στην υπό κρίση υπόθεση δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

IV.    Ανάλυση

12.      Η υπό κρίση υπόθεση ανέκυψε λόγω των προβλημάτων που αντιμετώπισε καταναλωτής σε σχέση με ταξίδι το οποίο του πωλήθηκε ως «πακέτο διακοπών» (3) από διοργανωτή ταξιδιών. Δυστυχώς η περίπτωση αυτή δεν είναι καθόλου σπάνια. Τις τελευταίες τρεις περίπου δεκαετίες ο τουρισμός έχει αποκτήσει μαζικό χαρακτήρα, τα δε εν λόγω «πακέτα» καταλαμβάνουν ένα σημαντικό μέρος της αγοράς ταξιδιών. Μολονότι πολλοί καταναλωτές προσελκύονται από την ευκολία που προσφέρει ένα τέτοιο «πακέτο» όσον αφορά την οργάνωση του ταξιδιού, εντούτοις οι υποσχέσεις που δίνονται στο πλαίσιο αυτό δεν τηρούνται σε όλες τις περιπτώσεις. Πολύ συχνά, οι ταξιδιώτες έρχονται αντιμέτωποι με προβλήματα (όπως, καθώς φαίνεται, συνέβη στον JX (4)) κατά τη μετάβασή τους στον προορισμό των διακοπών τους ή διαπιστώνουν, κατά την άφιξή τους στον εν λόγω προορισμό, ότι το ξενοδοχείο δεν ανταποκρίνεται στις συμφωνηθείσες προδιαγραφές ή, ακόμη χειρότερα, υφίστανται εκεί σοβαρά ατυχήματα οφειλόμενα στην αμέλεια των επιλεγέντων με προχειρότητα τοπικών παρόχων υπηρεσιών (5).

13.      Προκειμένου να προστατεύσει τους ταξιδιώτες από τέτοιου είδους προβλήματα, ο νομοθέτης της Ένωσης εξέδωσε την οδηγία για τα οργανωμένα ταξίδια. Η εν λόγω πράξη προβλέπει σημαντικά δικαιώματα για τους καταναλωτές και αντίστοιχες υποχρεώσεις των διοργανωτών ταξιδιών όσον αφορά τα εν λόγω πακέτα. Μεταξύ άλλων, επιβάλλει στους τελευταίους την υποχρέωση να παρέχουν στους ταξιδιώτες, πριν από τη σύναψη οποιασδήποτε συμβάσεως, πληροφορίες, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τις απαιτήσεις για τα διαβατήρια και τις θεωρήσεις που ισχύουν στη χώρα στην οποία σκοπεύουν να ταξιδέψουν (6). Στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο JX θεωρεί ότι η FTI δεν ανταποκρίθηκε στην εν λόγω υποχρέωση ενημέρωσης, με αποτέλεσμα να υποστεί ζημία, την αποκατάσταση της οποίας ζητεί. Προς τούτο, άσκησε αγωγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο είναι το δικαστήριο του τόπου της κατοικίας του στη Νυρεμβέργη.

14.      Στο παρόν, προκαταρκτικό στάδιο της υποθέσεως της κύριας δίκης, το εν λόγω δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί περί του αν έχει πράγματι διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσει την ως άνω αγωγή. Διερωτάται σχετικά με το αν το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια τυγχάνει εφαρμογής συναφώς. Η εν λόγω διάταξη, η οποία εντάσσεται σε τμήμα του ως άνω κανονισμού που αφορά διαδικασίες σχετικές με ορισμένες συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές, ήτοι στο τμήμα 4 του κεφαλαίου II (στο εξής: τμήμα 4), περιέχει δύο κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας ευνοϊκούς για τον καταναλωτή, όταν αυτός ενεργεί ως ενάγων. Ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 1, ο καταναλωτής μπορεί να στραφεί κατά «του αντισυμβαλλομένου» (ήτοι του προμηθευτή) είτε i) «ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο αντισυμβαλλόμενος» (forum rei), είτε ii) «ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου κατοικίας του καταναλωτή» (forum actoris).

15.      Το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου επικεντρώνεται στον κανόνα του forum actoris του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια και εγείρει δύο ζητήματα στο πλαίσιο αυτό. Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν ο εν λόγω κανόνας έχει εφαρμογή σε ένδικη διαδικασία όπως αυτή που κίνησε ο JX κατά της FTI. Δεύτερον, εφόσον ισχύει κάτι τέτοιο, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν ο εν λόγω κανόνας απονέμει μόνο (διεθνή) δικαιοδοσία στα δικαστήρια του κράτους μέλους της κατοικίας του καταναλωτή, ενώ οι δικονομικοί κανόνες του κράτους αυτού καθορίζουν ποιο δικαστήριο στο έδαφός του είναι (κατά τόπον) αρμόδιο να επιληφθεί της εν λόγω υποθέσεως ή αν απονέμει απευθείας στο δικαστήριο του τόπου αυτού κατοικίας τόσο (διεθνή) δικαιοδοσία όσο και (κατά τόπον) αρμοδιότητα.

16.      Οι ως άνω προβληματισμοί απηχούν πρακτικούς λόγους. Εάν, αφενός, ο επίμαχος κανόνας έχει εφαρμογή στην ένδικη διαδικασία που κίνησε ο JX κατά της FTI και καθορίζει τόσο τη διεθνή δικαιοδοσία όσο και την κατά τόπον αρμοδιότητα, τότε το αιτούν δικαστήριο είναι αρμόδιο, βάσει του εν λόγω κανόνα, να αποφανθεί επί της αγωγής (δεδομένου ότι, υπενθυμίζω, είναι το δικαστήριο του τόπου της κατοικίας του εν λόγω καταναλωτή). Αν, αντιθέτως, ο κανόνας αυτός δεν έχει εφαρμογή στην εν λόγω ένδικη διαδικασία ή περιορίζεται μόνον στην απονομή διεθνούς δικαιοδοσίας στα γερμανικά δικαστήρια, τότε το αιτούν δικαστήριο είναι αναρμόδιο. Σε κάθε περίπτωση, οι γερμανικοί δικονομικοί κανόνες προβλέπουν την κατά τόπον αρμοδιότητα του δικαστηρίου της έδρας της εναγομένης στο Μόναχο (7).

17.      Όπως θα διευκρινίσω στα επόμενα σημεία των παρουσών προτάσεων, είναι σαφές ότι ο κανόνας του forum actoris υπέρ των καταναλωτών που θεσπίζεται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα απονέμει απευθείας τόσο διεθνή δικαιοδοσία όσο και κατά τόπον αρμοδιότητα στο δικαστήριο του τόπου της κατοικίας του καταναλωτή (ενότητα Α). Ωστόσο, ο εν λόγω κανόνας εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις οι οποίες ενέχουν στοιχείο αλλοδαπότητας (ενότητα Β). Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται η ουσία της υπό κρίση υποθέσεως. Πράγματι, υφίσταται αβεβαιότητα ως προς το κατά πόσον πληρούται η ως άνω προϋπόθεση όταν αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι (καταναλωτής και προμηθευτής) έχουν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος μέλος, και το μοναδικό στοιχείο αλλοδαπότητας είναι ο προορισμός του ταξιδιού για το οποίο συνήφθη η επίμαχη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού (ενότητα Γ).

Α.      Ο κανόνας του forum actoris υπέρ των καταναλωτών καθορίζει τόσο τη διεθνή δικαιοδοσία όσο και την κατά τόπον αρμοδιότητα

18.      Οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου σχετικά με τη λειτουργία του κανόνα του forum actoris υπέρ των καταναλωτών χρήζουν ταχείας απαντήσεως. Η απάντηση αυτή προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Η σύγκριση των δύο διατάξεων που περιέχει είναι διαφωτιστική ως προς το εν λόγω ζήτημα. Ο κανόνας του forum rei αναφέρεται στα «δικαστήρια του κράτους μέλους» στο έδαφος του οποίου ο επαγγελματίας έχει την κατοικία του. Αντιθέτως, ο κανόνας του forum actoris αναφέρεται στα «δικαστήρι[α] του τόπου» κατοικίας του καταναλωτή. Η εν λόγω ορολογική διαφορά δεν είναι τυχαία. Σκοπεί ακριβώς να υποδείξει ότι, ενώ ο πρώτος κανόνας απονέμει μόνο διεθνή δικαιοδοσία στο δικαιοδοτικό σύστημα, στο σύνολό του, του καθορισθέντος κράτους, αντιθέτως, ο δεύτερος κανόνας απονέμει τόσο διεθνή δικαιοδοσία όσο και κατά τόπον αρμοδιότητα στο δικαστήριο του τόπου κατοικίας του καταναλωτή, ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο ρυθμίζεται η κατά τόπον αρμοδιότητα από τους δικονομικούς κανόνες του εν λόγω κράτους (8).

19.      Σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η FTI, η ως άνω ερμηνεία απηχεί ακριβώς τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης. Ο τελευταίος επιδίωξε, με τον επίμαχο κανόνα, να παράσχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα να ενάγει «όσο το δυνατό εγγύτερα στην κατοικία του» (9). Αν οι δικονομικοί κανόνες του κράτους μέλους στο οποίο έχει την κατοικία του ο καταναλωτής καθόριζαν ποιο δικαστήριο εντός του εν λόγω κράτους είναι αρμόδιο να αποφανθεί σχετικά με τις αξιώσεις του καταναλωτή, τότε σε πολλές περιπτώσεις το ως άνω αποτέλεσμα θα μπορούσε να μην επιτυγχάνεται, ακριβώς επειδή, σε κράτη μέλη όπως η Γερμανία, οι εν λόγω κανόνες θα όριζαν ως κατά τόπον αρμόδιο το δικαστήριο της έδρας του προμηθευτή, το οποίο μπορεί να βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από την κατοικία του καταναλωτή (επί του ζητήματος αυτού θα επανέλθω αργότερα) (10).

Β.      Ο κανόνας του forum actoris υπέρ των καταναλωτών εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις ενέχουσες στοιχείο αλλοδαπότητας

20.      Για την εφαρμογή του κανόνα του forum actoris που θεσπίζεται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια και τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας επί ορισμένου συνόλου δικών, πρέπει να συντρέχουν δύο σωρευτικές προϋποθέσεις. Πρώτον, όπως είναι λογικό, η οικεία δίκη πρέπει να εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του συστήματος διεθνούς δικαιοδοσίας (στο εξής: καθεστώς των Βρυξελλών) στο οποίο ο εν λόγω κανόνας εντάσσεται. Δεύτερον, πρέπει να πληρούνται ορισμένες απαιτήσεις που αφορούν συγκεκριμένα τον εν λόγω κανόνα.

21.      Η συνδρομή της δεύτερης προϋπόθεσης δεν αμφισβητείται εν προκειμένω. Οι επίμαχες απαιτήσεις, οι οποίες απορρέουν από την ερμηνεία του άρθρου 17, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, πληρούνται σαφώς: ο μεν ενάγων χαρακτηρίζεται ως «καταναλωτής», δεδομένου ότι η αξίωσή του «αφορά σύμβαση» (11) «ο σκοπός [της οποίας] μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική [του] δραστηριότητα» την οποία συνήψε με προμηθευτή· η εν λόγω σύμβαση εμπίπτει στις κατηγορίες που διαλαμβάνονται στο άρθρο 17, παράγραφος 1 (πτυχή την οποία θα εξετάσω λεπτομερέστερα στη συνέχεια των παρουσών προτάσεων) (12)· και ο εναγόμενος κατά του οποίου προβάλλεται η αξίωση είναι «ο αντισυμβαλλόμενος» στην εν λόγω σύμβαση.

22.      Ωστόσο, από την πρώτη προϋπόθεση προκύπτει μια πρόσθετη απαίτηση η οποία πρέπει να πληρούται για την εφαρμογή του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Συγκεκριμένα, μολονότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο καθορίζει το πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος των Βρυξελλών ουδεμία πρόβλεψη περιέχει επί του εν λόγω ζητήματος (13), εντούτοις, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει, αρχής γενομένης από την απόφαση Owusu (14), ότι το εν λόγω καθεστώς εφαρμόζεται μόνο στις έννομες σχέσεις που έχουν «διεθνή χαρακτήρα», ήτοι στις σχέσεις στις οποίες εμπλέκονται περισσότερες από μία χώρες (15).

23.      Η εν λόγω σιωπηρή προϋπόθεση περί «αλλοδαπότητας» απορρέει (και επιβάλλεται) από τη νομική βάση του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, ήτοι από το άρθρο 81, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Η εν λόγω διάταξη παρέχει στην Ένωση τη δυνατότητα να θεσπίζει μέτρα για την υλοποίηση των σκοπών του άρθρου 81, παράγραφος 1, της εν λόγω Συνθήκης, το οποίο αφορά τη δικαστική συνεργασία σε «αστικές υποθέσεις που έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις». Αντιθέτως, η Ένωση δεν έχει αρμοδιότητα να ρυθμίζει τη δικαιοδοσία σε αστικές υποθέσεις που δεν έχουν τέτοιες «επιπτώσεις». Ως εκ τούτου, ο εν λόγω κανονισμός πρέπει να ερμηνευθεί αντιστοίχως.

24.      Η ως άνω απαίτηση συνάδει επίσης με τον ίδιο τον σκοπό του κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Ως πράξη του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (της Ένωσης), ο εν λόγω κανονισμός σκοπεί στην αντιμετώπιση των περιπτώσεων στις οποίες εθνικό δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί υποθέσεως που παρουσιάζει συνδετικά στοιχεία με μία ή περισσότερες χώρες πλην της δικής του. Πράγματι, τα εν λόγω συνδετικά στοιχεία θεμελιώνουν τη δυνατότητα των δικαστηρίων της εν λόγω άλλης χώρας (ή των εν λόγω άλλων χωρών) να εκδικάσουν την υπόθεση, όπερ εγείρει το ερώτημα αν η υπόθεση πρέπει να εκδικασθεί από το επιληφθέν δικαστήριο. Ο πρωταρχικός σκοπός του καθεστώτος των Βρυξελλών είναι η αντιμετώπιση τέτοιων διεθνών συγκρούσεων δικαιοδοσίας. Μολονότι ορισμένοι από τους κανόνες του, συμπεριλαμβανομένου του κανόνα του forum actoris υπέρ των καταναλωτών, καθορίζουν τόσο τη διεθνή δικαιοδοσία όσο και την κατά τόπον αρμοδιότητα (βλ. σημείο 18 των παρουσών προτάσεων), εντούτοις, ρυθμίζουν το δεύτερο αυτό ζήτημα παρεμπιπτόντως, μόνον όσον αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες θα μπορούσε να ανακύψει το πρώτο ζήτημα. Η λειτουργία που επιτελούν δεν είναι η επίλυση των εσωτερικών συγκρούσεων αρμοδιότητας σε αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις (16).

25.      Από τις ανωτέρω σκέψεις συνάγεται ότι ο κανόνας του forum actoris υπέρ των καταναλωτών, όπως και όλοι οι λοιποί κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που θεσπίζει ο κανονισμός Βρυξέλλες Ια, εφαρμόζεται μόνον όταν δικαστήριο κράτους μέλους καλείται να αποφανθεί επί υποθέσεως ενέχουσας «στοιχείο αλλοδαπότητας» (ήτοι, κρίσιμο συνδετικό στοιχείο με άλλη χώρα). Στην περίπτωση αυτή, ο εν λόγω κανόνας καθορίζει τόσο τη διεθνή δικαιοδοσία όσο και την κατά τόπον αρμοδιότητα. Αντιθέτως, δεν επηρεάζει τον καθορισμό της κατά τόπον αρμοδιότητας σε αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις.

Γ.      Επί της υπάρξεως εν προκειμένω επαρκούς στοιχείου αλλοδαπότητας

26.      Κατόπιν των ανωτέρω διευκρινίσεων, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, στη Γερμανία αποτελεί αντικείμενο έντονης αντιπαράθεσης (17) το αν υφίσταται το «στοιχείο αλλοδαπότητας» που απαιτείται για την εφαρμογή του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια στην περίπτωση κατά την οποία δικαστήριο κράτους μέλους καλείται να αποφανθεί επί διαφοράς μεταξύ καταναλωτή, ο οποίος έχει την κατοικία του στο εν λόγω κράτος, και τοπικού διοργανωτή ταξιδιών σχετικά με την εκτέλεση σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού που έχει συναφθεί όσον αφορά ταξίδι στην αλλοδαπή (περίπτωση η οποία φαίνεται αρκετά συνήθης) (18). Πέραν του τεχνικού χαρακτήρα του ως άνω ερωτήματος, το πρακτικό ζήτημα που ανακύπτει είναι αν ο καταναλωτής μπορεί, και στην περίπτωση αυτή, να προσφύγει στο δικαστήριο του τόπου της κατοικίας του δυνάμει του κανόνα του forum actoris που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη.

27.      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι στη γερμανική νομολογία και βιβλιογραφία απαντούν διιστάμενες απόψεις επί των εν λόγω «μη αμιγώς εσωτερικών διαφορών» (unechte Inlandsfälle, για να χρησιμοποιήσω τη διατύπωση του αιτούντος δικαστηρίου). Η κρατούσα άποψη, υπέρ της οποίας τάσσονται η FTI και η Τσεχική Κυβέρνηση ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι ότι στις εν λόγω υποθέσεις δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Η επίμαχη συμβατική σχέση δεν παρουσιάζει τον απαιτούμενο «διεθνή χαρακτήρα» όταν οι συμβαλλόμενοι (ήτοι, ο καταναλωτής και ο διοργανωτής ταξιδιών) έχουν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος μέλος. Το γεγονός ότι ο προορισμός του ταξιδιού για το οποίο συνήφθη η σύμβαση είναι χώρα της αλλοδαπής δεν ασκεί συναφώς επιρροή. Κατά τη μειοψηφούσα άποψη, την οποία, εν προκειμένω, υποστηρίζει η Επιτροπή, ο εν λόγω κανόνας τυγχάνει εφαρμογής ακόμη και αν οι διάδικοι έχουν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος. Ο προορισμός του ταξιδιού στην αλλοδαπή προσδίδει στην σχέση τους διεθνή χαρακτήρα.

28.      Κατά τη γνώμη μου, στην πραγματικότητα, ορθή είναι η μειοψηφούσα άποψη. Πράγματι, για τους σκοπούς του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, θα πρέπει να υιοθετηθεί ευρεία αντίληψη της έννοιας του «στοιχείο αλλοδαπότητας» (υπό 1). Όσον αφορά τις περιπτώσεις που αφορούν την εκτέλεση συμβάσεως οργανωμένου ταξιδιού, ο προορισμός του ταξιδιού στην αλλοδαπή αποτελεί κρίσιμο «στοιχείο αλλοδαπότητας» από την άποψη αυτή (υπό 2). Τέλος, ούτε το γράμμα ούτε ο σκοπός του τμήματος 4 επιτάσσουν να δοθεί διαφορετική ερμηνεία (υπό 3).

1.      Επί της ευρείας ερμηνείας του «στοιχείο αλλοδαπότητας»

29.      Κατ’ αρχάς, είναι σαφές ότι, μολονότι ο κανονισμός Βρυξέλλες Ια δεν περιέχει ορισμό του «στοιχείου αλλοδαπότητας» που απαιτείται για την εφαρμογή των κανόνων του, εντούτοις η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς, με γνώμονα το πνεύμα και τον σκοπό του εν λόγω κανονισμού, και τούτο προς διασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής του εντός όλων των κρατών μελών (19).

30.      Το Δικαστήριο, στη νομολογία του από την απόφαση Owusu και εντεύθεν, υιοθετεί συναφώς ρεαλιστική, γενικώς, προσέγγιση. Κατά το Δικαστήριο, και σύμφωνα με την εξήγηση που παρατίθεται στο σημείο 24 των παρουσών προτάσεων, υπόθεση η οποία άγεται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους περιέχει κρίσιμο «στοιχείο αλλοδαπότητας» όταν η παρουσία του εν λόγω στοιχείου «είναι ικαν[ή] να θέσει ζητήματα σχετικά με τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου αυτού» (20). Με άλλα λόγια, το καθεστώς των Βρυξελλών ενεργοποιείται όταν η εν λόγω υπόθεση παρουσιάζει ένα συνδετικό στοιχείο με χώρα της αλλοδαπής –είτε πρόκειται για άλλο κράτος μέλος είτε για τρίτο κράτος– ικανό να θεμελιώσει τη δυνατότητα των δικαστηρίων της εν λόγω χώρας να εκδικάσουν την υπόθεση (21), γεγονός το οποίο εγείρει το ερώτημα κατά πόσον το επιληφθέν δικαστήριο κράτους μέλους πρέπει (ή όχι) να προβεί στην εν λόγω εκδίκαση. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση το εν λόγω καθεστώς αποτελεί απαραίτητο εργαλείο για την αντιμετώπιση της ενδεχόμενη σύγκρουσης δικαιοδοσίας.

31.      Το εν λόγω κριτήριο πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να τυγχάνει ευρείας εφαρμογής. Προκειμένου ο κανονισμός Βρυξέλλες Ια να εκπληρώσει τον σκοπό του, θα πρέπει να εφαρμόζεται κάθε φορά (22) που ενδέχεται να ανακύψουν ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας, μεταξύ άλλων, για την αποφυγή της μετατροπής των δυνητικών συγκρούσεων δικαιοδοσίας σε πραγματικές. Περαιτέρω, δεδομένου ότι οι επιδιωκόμενοι από την εν λόγω πράξη σκοποί της ασφάλειας δικαίου και της προβλεψιμότητας (23) προϋποθέτουν ότι οι διάδικοι μπορούν να προβλέπουν με ευκολία ποιο σύστημα διεθνούς δικαιοδοσίας θα έχει εφαρμογή στη διαφορά τους και ότι το επιληφθέν δικαστήριο του κράτους μέλους θα μπορεί ευχερώς να αποφαίνεται επί της αρμοδιότητάς του (24), δεν υπάρχει λόγος να περιπλέκεται υπέρμετρα το εν λόγω ζήτημα. Το ζήτημα δεν είναι να εξακριβωθεί αν τα αλλοδαπά δικαστήρια έχουν πράγματι διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσουν τη συγκεκριμένη υπόθεση (25). Αρκεί ο παράγοντας που συνδέει την υπόθεση με την εν λόγω αλλοδαπή χώρα να αποτελεί εύλογο λόγο για την εκδίκαση της υποθέσεως αυτής από τα δικαστήριά της.

32.      Ο διεθνής χαρακτήρας μιας υποθέσεως απορρέει συχνά από το γεγονός ότι ο ενάγων και ο εναγόμενος έχουν την κατοικία τους σε διαφορετικά κράτη. Πράγματι, το γεγονός ότι ένας διάδικος έχει την κατοικία του στην αντίστοιχη επικράτεια συνιστά εύλογο λόγο για να επιληφούν και εκδικάσουν την υπόθεση τα δικαστήρια εκάστου κράτους (όπως προκύπτει από διάφορες διατάξεις του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, μεταξύ των οποίων το άρθρο 18, παράγραφος 1). Ωστόσο, αυτό δεν είναι το μοναδικό πιθανό σενάριο. Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, όταν οι διάδικοι έχουν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος, ο διεθνής χαρακτήρας μιας υποθέσεως μπορεί να προκύπτει από διάφορους παράγοντες οι οποίοι αφορούν, μεταξύ άλλων, το αντικείμενο της διαφοράς (26).

33.      Μολονότι σκοπεύω να προβώ στην εξέταση της εφαρμογής του ως άνω κριτηρίου στην υπό κρίση υπόθεση στην επόμενη ενότητα, εντούτοις θα δώσω ήδη ορισμένα παραδείγματα. Επί παραδείγματι, όταν δικαστήριο κράτους μέλους καλείται να αποφανθεί επί υποθέσεως στην οποία, αφενός, εμπλέκονται δύο διάδικοι που έχουν την κατοικία τους στο εν λόγω κράτος, αλλά, αφετέρου, αφορά αδικοπραξία η οποία έλαβε χώρα στην αλλοδαπή ή τη μίσθωση ακινήτου το οποίο ευρίσκεται σε άλλη χώρα, τότε ο κανονισμός Βρυξέλλες Ια τυγχάνει εφαρμογής (27). Σε αμφότερα τα παραδείγματα, το συνδετικό στοιχείο της υποθέσεως με χώρα της αλλοδαπής είναι «ικανό να θέσει ζητήματα σχετικά με τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου αυτού». Πράγματι, το γεγονός ότι η αδικοπραξία έλαβε χώρα στο έδαφος της αλλοδαπής χώρας ή ότι το επίμαχο ακίνητο βρίσκεται στο εν λόγω έδαφος συνιστά εύλογο λόγο για την εκ μέρους των δικαστηρίων του εκδίκαση της υποθέσεως (28). Τούτο επιβεβαιώνεται από τον κανονισμό Βρυξέλλες Ια, δεδομένου ότι τα εν λόγω στοιχεία αποτελούν ρητές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας σύμφωνα, αντιστοίχως, με το άρθρο 7, παράγραφος 2, και το άρθρο 24, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού (29). Ομοίως, το Δικαστήριο, με την απόφαση IRnova (30), έκρινε ορθώς ότι η αγωγή στο πλαίσιο της οποίας αμφότεροι οι διάδικοι είχαν την κατοικία τους εντός του ίδιου κράτους μέλους, σχετικά με δικαιώματα επί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας καταχωρισμένων σε τρίτες χώρες, είχε «διεθνή» χαρακτήρα. Όταν μια χώρα έχει χορηγήσει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, είναι εύλογο τα δικαστήριά της να επιθυμούν ενδεχομένως να αποφαίνονται επί των διαφορών που αφορούν το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας (31).

34.      Ασφαλώς, το Δικαστήριο υιοθέτησε μια ελαφρώς διαφορετική προσέγγιση του «στοιχείου αλλοδαπότητας» που απαιτείται για τους σκοπούς του κανονισμού Βρυξέλλες Ια στις υποθέσεις Parking και Interplastics (32), Generalno konsulstvo na Republika Bulgaria (33) και Inkreal (34) .

35.      Σε μία από τις συνεκδικασθείσες υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η πρώτη από τις ανωτέρω αποφάσεις, είχε ασκηθεί ενώπιον των δικαστηρίων κράτους μέλους αγωγή κατά εναγομένου ο οποίος είχε την κατοικία του στο εν λόγω κράτος από ενάγοντα ο οποίος είχε την κατοικία του σε άλλο κράτος. Η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες όσον αφορά την ύπαρξη του «στοιχείου αλλοδαπότητας» το οποίο απαιτείται για την εφαρμογή του καθεστώτος των Βρυξελλών. Μολονότι τούτο ήταν προφανές μετά την έκδοση της αποφάσεως Owusu, και το Δικαστήριο παρέπεμψε στην εν λόγω απόφαση, εντούτοις, προσέθεσε επαλλήλως ένα επιχείρημα. Κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο αναφέρθηκε σε άλλη πράξη της Ένωσης, ήτοι στον κανονισμό (ΕΚ) 1896/2006 για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής (35), ο οποίος εφαρμόζεται μόνο σε «διασυνοριακές υποθέσεις», και ορίζει την έννοια αυτή ως «[υπόθεση] κατά την οποία τουλάχιστον ένας εκ των διαδίκων έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου». Κατά το Δικαστήριο, ο εν λόγω ορισμός θα μπορούσε «κατ’ αρχήν» να χρησιμεύσει για τη διαπίστωση του διεθνούς χαρακτήρα της υποθέσεως για τους σκοπούς του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, για τον λόγο ότι θα πρέπει να διασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ των ισοδύναμων εννοιών των δύο αυτών πράξεων. Κατά σύμπτωση, το Δικαστήριο είχε αποφανθεί, λίγους μήνες νωρίτερα, ότι η περίπτωση κατά την οποία ο ενάγων έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο του επιληφθέντος δικαστηρίου ανταποκρίνεται στον εν λόγω ορισμό (36).

36.      Στη δεύτερη απόφαση, το Δικαστήριο ακολούθησε χωρίς παρεκκλίσεις την προηγούμενη απόφαση και, χωρίς να κάνει καμία αναφορά στην κύρια νομολογιακή γραμμή του, εφάρμοσε τον ορισμό της έννοιας της «διασυνοριακής υποθέσεως» που προβλέπεται στον κανονισμό 1896/2006, προκειμένου να αναγνωρίσει ότι αγωγή ασκηθείσα από πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος κατά του προξενείου του εν λόγω κράτους σε άλλη χώρα, σχετικά με τις υπηρεσίες που παρείχε το πρόσωπο αυτό στο προξενείο στην εν λόγω χώρα, είχε (προφανώς) «διεθνή χαρακτήρα» για τους σκοπούς του κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Τέλος, στην τρίτη απόφαση, το Δικαστήριο αναφέρθηκε, αφενός, στον εν λόγω ορισμό και, αφετέρου, στο κριτήριο που παρατίθεται στο σημείο 30 των παρουσών προτάσεων, για να αποφανθεί ότι η σύναψη, από διαδίκους που έχουν την κατοικία τους σε κράτος μέλος, συμφωνίας παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους συνιστά «στοιχείο αλλοδαπότητας» ικανό να ενεργοποιήσει την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού (37).

37.      Συμμερίζομαι τις επικρίσεις που έχουν διατυπωθεί από μερίδα της θεωρίας σχετικά με τη νέα αυτή προσέγγιση της αλλοδαπότητας (38). Ασφαλώς, η βούληση να διασφαλιστεί η συνοχή του δικαίου της Ένωσης είναι θεμιτή. Προς τούτο, οι ορισμοί και η ερμηνεία που δίνονται όσον αφορά μια πράξη της Ένωσης μπορούν ενίοτε να μεταφερθούν ώστε να ισχύουν και σε άλλη. Ωστόσο, τούτο δεν συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις. Θα πρέπει να επιδεικνύεται ιδιαίτερη προσοχή συναφώς, διότι παρόμοιες έννοιες μπορούν, σε διαφορετικά πλαίσια, να προσλαμβάνουν (πολύ) διαφορετικές σημασίες. Η ως άνω προσέγγιση δικαιολογείται μόνον στις περιπτώσεις στις οποίες υφίσταται επαρκής εγγύτητα μεταξύ του γενικότερου πνεύματος και των σκοπών των εν λόγω πράξεων. Τούτο ωστόσο δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Μολονότι ο κανονισμός Βρυξέλλες Ια και ο κανονισμός 1896/2006 εμπίπτουν, όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις που έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις, η εγγύτητα σταματά εκεί.

38.      Αφενός, ο κανονισμός 1896/2006 εκδόθηκε για την άρση των δυσχερειών που αντιμετωπίζουν οι πιστωτές που επιδιώκουν την είσπραξη μη αμφισβητούμενων αξιώσεων οφειλετών σε άλλα κράτη μέλη. Αποσκοπεί στην απλούστευση και την επιτάχυνση της είσπραξης των εν λόγω αξιώσεων, με τη θέσπιση ενιαίας διαδικασίας παρέχουσας στον πιστωτή τη δυνατότητα να επιτύχει την έκδοση δικαστικής αποφάσεως από δικαστήριο κράτους μέλους σχετικά με την εν λόγω αξίωση, η οποία μπορεί εύκολα να ικανοποιηθεί στο κράτος μέλος όπου βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, εξασφαλίζοντας παράλληλα την ύπαρξη ισότιμων όρων όσον αφορά τα δικαιώματα υπεράσπισης σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση (39). Ο ορισμός της «διασυνοριακής υποθέσεως» που περιλαμβάνεται στον εν λόγω κανονισμό, ο οποίος βασίζεται στις κατοικίες εκάστου των διαδίκων και στην έδρα του επιληφθέντος δικαστηρίου, έχει κάποια λογική στο πλαίσιο αυτό. Όταν οι διάδικοι έχουν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος, τα μέσα ένδικης προστασίας που εκδικάζονται από τα δικαστήρια του εν λόγω κράτους, βάσει του δικονομικού του δικαίου, είναι γενικώς επαρκή για τη διασφάλιση της ταχείας είσπραξης της απαίτησης του δανειστή. Ως εκ τούτου, η διαδικασία που προβλέπει ο ως άνω κανονισμός δεν είναι απαραίτητη.

39.      Αφετέρου, ο κανονισμός Βρυξέλλες Ια αποσκοπεί στην ενοποίηση των κανόνων σύγκρουσης διεθνούς δικαιοδοσίας στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Ο εν λόγω ορισμός είναι ιδιαιτέρως στενός και, ως εκ τούτου, ακατάλληλος για τον σκοπό αυτόν. Όπως διευκρινίστηκε στα σημεία 32 και 33 των παρουσών προτάσεων, ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας ενδέχεται να ανακύψουν ακόμη και όταν οι διάδικοι έχουν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος μέλος και τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν επιληφθεί της υποθέσεως (40). Επιπλέον, η εν λόγω πράξη περιέχει επίσης κανόνες σχετικά με την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων που εκδίδονται από τα δικαστήρια των κρατών μελών. Προκειμένου να μπορούν να επιτελέσουν τη λειτουργία τους, οι εν λόγω κανόνες πρέπει να τυγχάνουν εφαρμογής κάθε φορά που ζητείται από τις αρχές κράτους μέλους να αναγνωρίσουν ή να εκτελέσουν απόφαση που εκδόθηκε από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, ακόμη και όταν πρόκειται για εσωτερική διαφορά μεταξύ δύο προσώπων που έχουν την κατοικία τους στο τελευταίο αυτό κράτος (41). Ο ως άνω ορισμός δεν μπορεί να ανταποκριθεί ούτε στην περίπτωση αυτή.

40.      Τούτων λεχθέντων, οι αποφάσεις Parking και Interplastics (42), Generalno konsulstvo na Republika Bulgaria (43)και Inkreal (44) μπορούν να συμβιβαστούν με την κύρια νομολογιακή γραμμή, εφόσον ερμηνευθούν υπό την ακόλουθη έννοια. Δεδομένου ότι η έννοια της «διασυνοριακής υποθέσεως», όπως ορίζεται στον κανονισμό 1896/2006, είναι στενότερη από την έννοια του «στοιχείου αλλοδαπότητας» που χρησιμοποιείται για τους σκοπούς του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, αν μια υπόθεση είναι «διασυνοριακή», κατά την έννοια του πρώτου κανονισμού, τότε, κατά μείζονα λόγο, έχει «διεθνή» χαρακτήρα, κατά την έννοια του δεύτερου κανονισμού. Ωστόσο, μια διαφορά μπορεί κάλλιστα να έχει «διεθνή» χαρακτήρα, μολονότι δεν ανταποκρίνεται στον ορισμό της «διασυνοριακής υποθέσεως».

41.      Ωστόσο, προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω αβεβαιότητα όσον αφορά το «διεθνές» πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος των Βρυξελλών, προτρέπω το Δικαστήριο να παύσει, στο μέλλον, να παραπέμπει στον κανονισμό 1896/2006 σε αυτό το πλαίσιο. Αν το Δικαστήριο επιθυμεί να εμπνευστεί από άλλες πράξεις και να διασφαλίσει τη συνοχή με αυτές σε σχέση με το εν λόγω ζήτημα, ο κανονισμός (ΕΚ) 593/2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (στο εξής: κανονισμός Ρώμη Ι) (45) και ο κανονισμός (ΕΚ) 864/2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (στο εξής: κανονισμός Ρώμη ΙΙ) (46) φαίνονται περισσότερο κατάλληλοι για τον σκοπό αυτόν, όπως εκτίθεται στη συνέχεια των παρουσών προτάσεων. Οι εν λόγω πράξεις αποτελούν τις αντίστοιχες του κανονισμού Βρυξέλλες Ια όσον αφορά τη σύγκρουση νόμων, ενώ ο ίδιος ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να πραγματοποιείται ομοιόμορφη ερμηνεία του ουσιαστικού πεδίου εφαρμογής των εν λόγω τριών κανονισμών (47).

2.      Ο προορισμός του ταξιδιού αποτελεί κρίσιμο «στοιχείο αλλοδαπότητας»

42.      Λαμβανομένων υπόψη των διευκρινίσεων που παρασχέθηκαν στην προηγούμενη ενότητα, δεν χωρεί αμφιβολία, κατά τη γνώμη μου, ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, όταν δικαστήριο κράτους μέλους έχει επιληφθεί υποθέσεως η οποία, αφενός, αφορά ιδιώτες που έχουν την κατοικία τους στο εν λόγω κράτος, αλλά, αφετέρου, αφορά την εκτέλεση συμβάσεως οργανωμένου ταξιδιού συναφθείσας με σκοπό ταξίδι με προορισμό χώρα της αλλοδαπής, ο προορισμός του ταξιδιού συνιστά κρίσιμο «στοιχείο αλλοδαπότητας», το οποίο ενεργοποιεί τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στον κανονισμό Βρυξέλλες Ια (48).

43.      Ο τόπος προορισμού του ταξιδιού αποτελεί επίσης τον τόπο όπου, βάσει της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, παρασχέθηκαν ή έπρεπε να έχουν παρασχεθεί οι (περισσότερες από τις) υπηρεσίες στον ταξιδιώτη (η πτήση θα προσγειωνόταν κοντά, το ξενοδοχείο θα βρισκόταν εκεί κ.ο.κ.). Με άλλα λόγια, η εκτέλεση της οικείας σύμβασης πραγματοποιήθηκε ή θα έπρεπε να έχει πραγματοποιηθεί κατ’ ουσίαν εκεί. Φρονώ ότι, όταν δικαστήριο κράτους μέλους καλείται να αποφανθεί επί διαφοράς σχετικής με την εκτέλεση σύμβασης και ο τόπος εκτέλεσης βρίσκεται σε χώρα της αλλοδαπής, το στοιχείο αυτό «είναι ικαν[ό] να θέσει ζητήματα σχετικά με τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου αυτού» (49). Ένα τέτοιο συνδετικό στοιχείο θεμελιώνει τη δυνατότητα των δικαστηρίων της εν λόγω χώρας να εκδικάσουν την υπόθεση. Συναφώς, με προβληματίζει η ένσταση που προέβαλε η FTI σύμφωνα με την οποία το εν λόγω συνδετικό στοιχείο είναι «απλώς πραγματικού» και όχι «κανονιστικού» χαρακτήρα (όποια και αν είναι η ακριβής έννοια του τελευταίου αυτού όρου) (50). Πράγματι, το εν λόγω «πραγματικό» συνδετικό στοιχείο αποτελεί ακριβώς τον λόγο για τον οποίο τα δικαστήρια της χώρας αυτής είναι πιθανό να αποφανθούν επί της επίμαχης υποθέσεως (δεδομένου ότι η γεωγραφική τους εγγύτητα με τον τόπο της εκτέλεσης θα μπορούσε να αποδειχθεί βολική από πρακτικής απόψεως για την εκδίκαση της εν λόγω υποθέσεως, ιδίως όσον αφορά τη συγκέντρωση των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων). Τούτο επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ο τόπος εκτέλεσης αποτελεί, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, βάση διεθνούς δικαιοδοσίας επί συμβατικών διαφορών, στο πλαίσιο της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια (51), καθώς και σε πολλά κράτη (52).

44.      Η ως άνω ερμηνεία επιρρωννύεται άμεσα από την απόφαση Owusu. Υπενθυμίζω ότι στην εν λόγω υπόθεση ο Α. Owusu, ο οποίος είχε την κατοικία του στο Ηνωμένο Βασίλειο (το οποίο κατά το χρονικό εκείνο σημείο ήταν κράτος μέλος), είχε συνάψει σύμβαση μισθώσεως κατοικίας διακοπών με τον N. Jackson, ο οποίος είχε επίσης την κατοικία του στο Ηνωμένο Βασίλειο, σχετικά με έπαυλη στην Ιαμαϊκή. Ο Α. Owusu υπέστη ένα τραγικό ατύχημα, το οποίο φέρεται να οφειλόταν στην επικίνδυνη κατάσταση των εγκαταστάσεων, και άσκησε κατά του N. Jackson αγωγή αποζημιώσεως λόγω συμβατικής ευθύνης. Το Δικαστήριο δέχθηκε χωρίς δυσκολία ότι η υπόθεση παρουσίαζε κρίσιμο «στοιχείο αλλοδαπότητας» για τους σκοπούς του καθεστώτος των Βρυξελλών (53). Το γεγονός ότι αφορούσε την (πλημμελή) εκτέλεση συμβάσεως στην Ιαμαϊκή ήταν αρκετό συναφώς, διότι θεμελίωσε με τρόπο σαφή τη δυνατότητα των δικαστηρίων της εν λόγω χώρας να εκδικάσουν την υπόθεση. Η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση κατάσταση είναι παρόμοια.

45.      Κατά τη γνώμη μου, μπορεί επίσης να θεωρηθεί ότι υφίσταται αντιστοιχία με τον κανονισμό Ρώμη Ι και τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου. Όπως συμβαίνει με τον κανονισμό Βρυξέλλες Ια όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία, έτσι και η εν λόγω πράξη καθορίζει το εφαρμοστέο σε σύμβαση δίκαιο όταν η κατάσταση «εμπεριέχ[ει] σύγκρουση νόμων» (54). Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι κανόνες του κανονισμού Ρώμη Ι εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική σχέση ενέχουσα «στοιχείο αλλοδαπότητας». Πράγματι, μόνον όταν η εν λόγω σύμβαση παρουσιάζει συνδετικά στοιχεία με χώρα (ή χώρες) διαφορετική από εκείνη του επιληφθέντος δικαστηρίου θα μπορούσε ενδεχομένως η εν λόγω σύμβαση να διέπεται από διαφορετικά και αντικρουόμενα εθνικά δίκαια και το δικαστήριο θα διερωτάτο ποιο δίκαιο να εφαρμόσει για την επίλυση της διαφοράς. Σύμφωνα με την ίδια νομολογία, η εν λόγω έννοια του «στοιχείου αλλοδαπότητας» δεν περιορίζεται στον τόπο κατοικίας των οικείων συμβαλλομένων. Το γεγονός ότι η σύμβαση πρέπει να εκτελεστεί σε άλλη χώρα αποτελεί τέτοιο «στοιχείο» (55). Ένα τέτοιο συνδετικό στοιχείο προδήλως «εμπεριέχ[ει] σύγκρουση νόμων». Το επιληφθέν δικαστήριο μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο εφαρμογής του δικαίου της χώρας εκτέλεσης αντί του δικού του (56). Επομένως, οι κανόνες του εν λόγω κανονισμού είναι αναγκαίοι για την επίλυση της εν λόγω συγκρούσεως (57).

46.      Αντιθέτως προς ό,τι προβάλλει η FTI, η εν λόγω ερμηνεία δεν αναιρείται, κατά τη γνώμη μου, από την απόφαση Maletic (58)του Δικαστηρίου, μολονότι δέχομαι ότι η απόφαση αυτή δημιούργησε κάποια αβεβαιότητα συναφώς.

47.      Στην εν λόγω υπόθεση, ζεύγος καταναλωτών που είχε την κατοικία του στην Αυστρία προέβη σε κράτηση, σε διοργανώτρια ταξιδιών εταιρία εγκατεστημένη στο ίδιο κράτος, οργανωμένου ταξιδιού στην Αίγυπτο, μέσω ιστοσελίδας πρακτορείου ταξιδιών εγκατεστημένου στη Γερμανία. Κατόπιν ανακύψαντος ζητήματος το οποίο αφορούσε το ξενοδοχείο τους στην Αίγυπτο, οι ταξιδιώτες άσκησαν αγωγή τόσο στο πρακτορείο ταξιδιών όσο και στη διοργανώτρια ταξιδιών για αθέτηση της σύμβασης ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου κατοικίας τους, δυνάμει του κανόνα του forum actoris ο οποίος (τότε) προβλεπόταν στο άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να διευκρινιστεί αν ο εν λόγω κανόνας είχε εφαρμογή στη διοργανώτρια ταξιδιών εταιρία, δεδομένου ότι είχε την έδρα της στο ίδιο κράτος με τους καταναλωτές.

48.      Το Δικαστήριο απάντησε ότι η επίμαχη ρύθμιση είχε εφαρμογή έναντι αμφοτέρων των εναγομένων, αλλά το βασικό είναι ότι υιοθέτησε συναφώς μια κάπως περίπλοκη συλλογιστική. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, «ακόμη και αν υποτεθεί ότι μια ενιαία πράξη, όπως αυτή με την οποία [οι καταναλωτές] προέβησαν στην κράτηση και στην πληρωμή του οργανωμένου ταξιδιού τους στην ιστοσελίδα [του πρακτορείου ταξιδίων], είναι δυνατό να χωριστεί σε δύο αυτοτελείς συμβατικές σχέσεις, αφενός, με το διαδικτυακό πρακτορείο ταξιδίων […] και, αφετέρου, με τη διοργανώτρια ταξιδίων […], η τελευταία αυτή συμβατική σχέση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως “αμιγώς εσωτερική”, δεδομένου ότι ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την πρώτη συμβατική σχέση, διότι συνήφθη μέσω του εν λόγω πρακτορείου ταξιδίων εγκατεστημένου εντός άλλου κράτους μέλους» (59).

49.      Μεγάλο μέρος της θεωρίας επισήμανε τον περίπλοκο χαρακτήρα του ως άνω συλλογισμού και εξέφρασε προβληματισμό για τον λόγο ότι το Δικαστήριο δεν μνημόνευσε τον προορισμό του ταξιδιού στην αλλοδαπή, δεδομένου ότι το στοιχείο αυτό θα είχε καταδείξει με σαφήνεια, τον «διεθνή χαρακτήρα» της υποθέσεως (60). Εντούτοις, κατά τη γνώμη μου, η σιωπή του Δικαστηρίου επί του σημείου αυτού δεν πρέπει να νοηθεί υπό την έννοια ότι το εν λόγω στοιχείο δεν συνιστά, κατά το Δικαστήριο, κρίσιμο «στοιχείο αλλοδαπότητας». Η εξήγηση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο επικεντρώθηκε, αντιθέτως, στο «άρρηκτο» των συνδέσμων μεταξύ των καταναλωτών, του πρακτορείου ταξιδιών και της διοργανώτριας ταξιδιών εταιρίας είναι απλή. Πράγματι, σχετικά με την εφαρμογή του κανόνα του forum actoris υπέρ των καταναλωτών στην εν λόγω υπόθεση προέκυψαν δύο διακριτά ζητήματα, ήτοι: i) αν οι αξιώσεις κατά αμφοτέρων των εναγομένων είχαν «διεθνή» χαρακτήρα, και ii) κατά πόσον έκαστος εξ αυτών μπορούσε να θεωρηθεί ως «ο αντισυμβαλλόμενος» κατά την έννοια του εν λόγω κανόνα (61). Με το σκεπτικό του, το Δικαστήριο έδωσε μια ευρεία και γενικόλογη απάντηση σε αμφότερα τα ζητήματα: βάσει του εν λόγω κανόνα, υπήρχε μία μόνον συμβατική σχέση με διεθνή χαρακτήρα, το δε πρακτορείο ταξιδιών και η διοργανώτρια ταξιδιών εταιρία, ως «αντισυμβαλλόμενοι» στη σχέση αυτή, μπορούσαν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου κατοικίας των καταναλωτών. Αντιθέτως, η αναφορά στον προορισμό του ταξιδιού θα επέλυε μεν το πρώτο ζήτημα, αλλά όχι και το δεύτερο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο δεν «αξιοποίησε» το εν λόγω στοιχείο στην απόφασή του.

50.      Δεν με πείθουν ομοίως τα όσα προβάλλει η Τσεχική Κυβέρνηση περί του ότι η προτεινόμενη με τις παρούσες προτάσεις ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα να ενάγονται απροσδόκητα, οι διοργανωτές ταξιδιών ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου της κατοικίας των πελατών τους, όπερ έρχεται σε αντίθεση με τον σκοπό της προβλεψιμότητας που επιδιώκει ο κανονισμός Βρυξέλλες Iα. Είναι σαφές ότι μια επιχείρηση η οποία δραστηριοποιείται σε τομέα με διεθνή χαρακτήρα όπως είναι ο τουρισμός μπορεί «ευλόγως να προβλέψει» ότι ενδέχεται να υπόκειται σε σύστημα διεθνούς δικαιοδοσίας προοριζόμενο για την επίλυση διαφορών διεθνούς χαρακτήρα, όταν οργανώνει και πωλεί ταξίδια σε χώρες της αλλοδαπής (62).

51.      Εν κατακλείδι, θα ήθελα να διευκρινίσω ότι, κατά τη γνώμη μου, δεν χρειάζεται να γίνει διάκριση ανάλογα με το αν η αξίωση του ταξιδιώτη αφορά, συγκεκριμένα, ατύχημα που αυτός υπέστη στον προορισμό του ταξιδιού (σε πλήρη αντιστοιχία με την απόφαση Owusu), δωμάτια του ξενοδοχείου που δεν ανταποκρίνονται στις συμφωνηθείσες προδιαγραφές ή, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, το γεγονός ότι ο ταξιδιώτης ουδέποτε πραγματοποίησε το ταξίδι του διότι δεν είχε ενημερωθεί περί των προβλεπόμενων θεωρήσεων ή επειδή ουδέποτε παρέλαβε τα αεροπορικά του εισιτήρια (κ.ο.κ.). Μολονότι το συνδετικό στοιχείο μεταξύ της αξιώσεως και της χώρας της αλλοδαπής μπορεί να είναι ισχυρότερο σε ορισμένες περιπτώσεις απ’ ό,τι σε άλλες, υπενθυμίζω ότι η εκτίμηση του κατά πόσον η διαφορά ενέχει «στοιχείο αλλοδαπότητας» δεν θα πρέπει να περιπλέκεται σε υπερβολικό βαθμό (βλ. σημείο 31 των παρουσών προτάσεων). Το δικαστήριο του κράτους μέλους που έχει επιληφθεί της υποθέσεως δεν χρειάζεται να προβεί σε εμπεριστατωμένη ανάλυση της ουσίας της αξιώσεως προκειμένου να αποφανθεί επί του απλού αυτού ζητήματος. Κάθε υπόθεση που αφορά αξίωση ταξιδιώτη κατά διοργανωτή ταξιδιών σχετικά με προβλήματα, ανεξάρτητα από την ακριβή φύση τους, τα οποία αντιμετώπισε ο πρώτος στο πλαίσιο ταξιδιού στην αλλοδαπή, που οργανώνεται και πωλείται ως «πακέτο» από τον δεύτερο, πρέπει να θεωρείται ότι έχει διεθνή χαρακτήρα για τους σκοπούς του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, για τους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω. Ο προορισμός του ταξιδιού αποτελεί στοιχείο που εξετάζεται ευχερώς και καθιστά προβλέψιμο για τους διαδίκους το εφαρμοστέο σύστημα διεθνούς δικαιοδοσίας, όπως διευκρινίστηκε στο προηγούμενο σημείο.

3.      Ούτε από το γράμμα ούτε από τον σκοπό του τμήματος 4 προκύπτει ανάγκη διαφορετικής ερμηνείας

52.      Αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η FTI, η ερμηνεία που προτείνεται με τις παρούσες προτάσεις δεν τίθεται εν αμφιβόλω από το γεγονός ότι ο κανόνας του forum actoris που θεσπίζεται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, ως διάταξη που εισάγει εξαίρεση, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (63).

53.      Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζω ότι η (σιωπηρή) απαίτηση περί υπάρξεως «στοιχείου αλλοδαπότητας», η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο της υπό κρίση υποθέσεως, καθορίζει γενικά το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Ως εκ τούτου, με τη στενή έννοια του όρου, η εν λόγω απαίτηση αφορά μάλλον το άρθρο 1, παράγραφος 1 (βλ. σημείο 22 των παρουσών προτάσεων) και όχι το άρθρο 18, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Όπως είναι λογικό, πρέπει να εκτιμάται με βάση το ίδιο κριτήριο για όλους τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός, ανεξαρτήτως της φύσεως της επίμαχης ειδικής διατάξεως (64).

54.      Πέραν της ως άνω προκαταρκτικής παρατήρησης, είναι κατά την άποψή μου σαφές ότι η ερμηνεία της εν λόγω απαιτήσεως υπό την έννοια ότι ο κανόνας του forum actoris του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια τυγχάνει εφαρμογής σε υποθέσεις στις οποίες εμπλέκεται καταναλωτής και προμηθευτής που έχουν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος όσον αφορά σύμβαση που εκτελέστηκε ή έπρεπε να έχει εκτελεσθεί σε άλλο κράτος, δεν προσκρούει στους όρους του τμήματος 4.

55.      Ξεκινώντας με το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια υπενθυμίζω ότι ο εν λόγω κανονισμός απαιτεί, για την εφαρμογή του τμήματος 4, να συνάπτεται σύμβαση μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία και η σύμβαση αυτή να εμπίπτει σε μία από τις κατηγορίες των στοιχείων αʹ έως γʹ, της εν λόγω διατάξεως. Τα στοιχεία αʹ και βʹ αφορούν είδη συμβάσεων (συμβάσεις πωλήσεως αγαθών με τμηματική καταβολή του τιμήματος και συμβάσεις πίστωσης, αντιστοίχως), χωρίς να γίνεται αναφορά στον τόπο της κατοικίας των οικείων συμβαλλομένων. Το στοιχείο γʹ απαιτεί, για όλες τις άλλες συμβάσεις (συμπεριλαμβανομένων, ως εκ τούτου, των συμβάσεων οργανωμένου ταξιδιού), ο προμηθευτής να «ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή ή [να] κατευθύνει με οποιοδήποτε τρόπο τέτοιου είδους δραστηριότητες σε αυτό το κράτος μέλος ή σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένου αυτού του εν λόγω κράτους μέλους, και η σύμβαση [να] εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων». Από κανένα στοιχείο του γράμματος της εν λόγω διατάξεως δεν προκύπτει, ούτε καν υπονοείται, ότι ο καταναλωτής και ο προμηθευτής θα πρέπει κατ’ ανάγκην να έχουν την κατοικία τους σε διαφορετικά κράτη (65). Είναι προφανές ότι ένας προμηθευτής μπορεί «[να] ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή», ενώ έχει την έδρα του στη χώρα αυτή.

56.      Δεύτερον, οι όροι του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια δεν περιορίζουν τον κανόνα του forum actoris σε περιπτώσεις όπου ο καταναλωτής και ο επαγγελματίας έχουν την κατοικία τους σε διαφορετικά κράτη. Αντιθέτως, η εν λόγω διάταξη διευκρινίζει ότι ο επίμαχος κανόνας εφαρμόζεται «χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία του αντισυμβαλλομένου». Έχω πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι, όπως σημειώνει η FTI, η προσθήκη των εν λόγω όρων είχε ως σκοπό να παράσχει στους καταναλωτές τη δυνατότητα να επικαλούνται τον εν λόγω κανόνα έναντι προμηθευτών οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε τρίτα κράτη (66). Εντούτοις, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, οι εν λόγω όροι είναι επίσης αρκούντως ευρείς ώστε να καλύπτουν και την περίπτωση κατά την οποία ο προμηθευτής έχει την κατοικία του στο ίδιο κράτος μέλος με τον καταναλωτή.

57.      Τέλος, το άρθρο 19 του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, το οποίο επιβάλλει περιορισμούς στη χρήση των συμφωνιών παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας σε υποθέσεις καταναλωτών, επιτρέπει ρητώς τέτοιες συμφωνίες όταν συνάπτονται μεταξύ καταναλωτή και προμηθευτή «με κατοικία ή συνήθη διαμονή, κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, στο ίδιο κράτος μέλος», υπό ορισμένες προϋποθέσεις (βλ. την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου). Προφανώς, ο νομοθέτης της Ένωσης εξέτασε τη δυνατότητα εφαρμογής των κανόνων του τμήματος 4, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 18, παράγραφος 1, ακόμη και στην περίπτωση αυτή (υπό την προϋπόθεση ότι η υπόθεση περιέχει άλλο κρίσιμο στοιχείο αλλοδαπότητας).

58.      Η εφαρμογή του κανόνα του forum actoris του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια στις περιπτώσεις στις οποίες ο καταναλωτής και ο προμηθευτής έχουν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος, αλλά η επίμαχη σύμβαση εκτελέστηκε ή θα έπρεπε να έχει εκτελεσθεί σε άλλη χώρα δεν βαίνει επίσης πέραν αυτού που απαιτείται από τον ειδικό σκοπό του τμήματος 4.

59.      Υπενθυμίζω ότι οι κανόνες του τμήματος 4 αποσκοπούν στην προστασία του καταναλωτή, ο οποίος θεωρείται οικονομικά ασθενέστερος και λιγότερο έμπειρος από νομικής απόψεως από τον προμηθευτή (67). Ειδικότερα, ο επίμαχος κανόνας του forum actoris λειτουργεί προστατευτικά διευκολύνοντας (σε μεγάλο βαθμό) την πρόσβαση του καταναλωτή στη δικαιοσύνη, με αποτέλεσμα να μην αποθαρρύνεται όσον αφορά την επιδίωξη των δικαιωμάτων του ενώπιον δικαστηρίου (68).

60.      Συναφώς, η FTI υποστηρίζει, σύμφωνα με την προεκτεθείσα κρατούσα θέση, ότι η μόνη περίπτωση την οποία ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να αποτρέψει, με τον εν λόγω κανόνα, ήταν να είναι υποχρεωμένος ο καταναλωτής να ασκήσει την αγωγή του ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους. Ο νομοθέτης θέλησε να προστατεύσει τον καταναλωτή από το να πρέπει να υπαχθεί σε αλλοδαπό νομικό σύστημα και να ενεργήσει σε γλώσσα την οποία δεν γνωρίζει, καθώς και από την «επιβάρυνση της απόστασης» που ενδέχεται να χωρίζει τον εν λόγω καταναλωτή από τα οικεία αλλοδαπά δικαστήρια. Η εν λόγω ειδική προστασία ουδόλως δικαιολογείται όταν ο καταναλωτής και ο προμηθευτής έχουν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος. Στην περίπτωση αυτή, τα δικαστήρια του εν λόγω κράτους έχουν κατ’ ανάγκη διεθνή δικαιοδοσία.

61.      Κατά τη γνώμη μου, μολονότι η αποθάρρυνση του καταναλωτή από τη δικαστική επιδίωξη των δικαιωμάτων του λόγω των εγγενών δυσχερειών που παρουσιάζει η άσκηση αγωγής κατά προμηθευτή σε χώρα της αλλοδαπής αποτελεί σαφώς την κύρια περίπτωση που είχε κατά νου ο νομοθέτης (69), εντούτοις δεν αποτελεί και τη μοναδική. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο νομοθέτης θα είχε περιοριστεί στο να παράσχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα να προσφύγει στα δικαστήρια του κράτους μέλους της κατοικίας του. Το γεγονός ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια προχωρά ένα βήμα παραπέρα και επιτρέπει στον καταναλωτή να προσφύγει στο συγκεκριμένο δικαστήριο του τόπου της κατοικίας του, αποδεικνύει ότι οι συντάκτες του ανησυχούσαν ότι ο καταναλωτής θα μπορούσε να αποθαρρυνθεί να ασκήσει αγωγή και στην περίπτωση που το αρμόδιο δικαστήριο, μολονότι βρίσκεται εντός του κράτους μέλους στο οποίο ζει, εντούτοις δεν είναι το δικαστήριο του τόπου της κατοικίας του. Όπως έχει ήδη επισημάνει το Δικαστήριο σε διαφορετικό πλαίσιο (70), η απόσταση που χωρίζει τον καταναλωτή από το αρμόδιο δικαστήριο θα μπορούσε να αποτελεί «επιβάρυνση» ακόμη και εντός ενός και του αυτού κράτους μέλους –επί παραδείγματι, αν το δικαστήριο του τόπου κατοικίας του προμηθευτή βρισκόταν σε μια απομακρυσμένη πόλη–, ενίοτε δε σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι αν επρόκειτο για απόσταση μεταξύ δύο κρατών μελών (71), γεγονός το οποίο θα μπορούσε να καταστήσει δυσχερή την παράσταση του καταναλωτή στο εν λόγω δικαστήριο (72). Είναι σαφές ότι ο νομοθέτης θέλησε να αποτρέψει και μια τέτοια κατάσταση.

62.      Ο ισχυρισμός της FTI ότι οι δικονομικοί κανόνες των κρατών μελών δεν απαιτούν πάντοτε την αυτοπρόσωπη παράσταση του καταναλωτή ενώπιον του δικαστηρίου ή επιτρέπουν ενίοτε τη διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας εξ αποστάσεως, ώστε στην πράξη να μην προκαλείται η ως άνω ταλαιπωρία, δεν είναι πειστικός. Θα μπορούσε επίσης να προβληθεί ότι, σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες, το αρμόδιο δικαστήριο, ενίοτε τυχαίνει να βρίσκεται σχετικά κοντά στην κατοικία του καταναλωτή (73). Ωστόσο, σε άλλες περιπτώσεις, ο καταναλωτής μπορεί να πρέπει να παραστεί αυτοπροσώπως και το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να βρίσκεται πολύ μακριά. Ομοίως, ο καταναλωτής που θα έπρεπε να ασκήσει την αγωγή του σε άλλο κράτος μέλος μπορεί ενίοτε να γνωρίζει τη γλώσσα του εν λόγω κράτους και να είναι εξοικειωμένος με τη διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων του, τα οποία μπορεί επίσης να βρίσκονται σε τόπο κοντινό σε αυτόν. Αντιθέτως, σε άλλες περιπτώσεις, η όλη διαδικασία θα μπορούσε να του είναι εντελώς άγνωστη. Συνολικά, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η εφαρμογή του κανόνα του forum actoris του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια δεν μπορεί να εξαρτάται από μια τέτοια κατά περίπτωση εκτίμηση των πρακτικών δυσχερειών που πράγματι αντιμετωπίζει ο καταναλωτής στην εκάστοτε υπόθεση. Σε αντίθετη περίπτωση, το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανόνα θα ήταν απρόβλεπτο. Οι εν λόγω δυσκολίες θεωρείται ότι ανακύπτουν στην πλειονότητα των περιπτώσεων και αντιμετωπίζονται αναλόγως.

V.      Πρόταση

63.      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Amtsgericht Nürnberg (ειρηνοδικείο Νυρεμβέργης, Γερμανία) ως εξής:

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, και το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, σε συνδυασμό,

έχουν την έννοια ότι:

ο προβλεπόμενος στη δεύτερη από τις εν λόγω διατάξεις κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ των δικαστηρίων του τόπου της κατοικίας του καταναλωτή τυγχάνει εφαρμογής σε περίπτωση άσκησης αγωγής από καταναλωτή ο οποίος έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους κατά διοργανωτή ταξιδιών που έχει την έδρα του στο ίδιο κράτος, σχετικά με σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού συναφθείσα προς τον σκοπό πραγματοποίησης ταξιδιού με προορισμό χώρα της αλλοδαπής. Ο εν λόγω κανόνας απονέμει τόσο διεθνή δικαιοδοσία όσο και κατά τόπον αρμοδιότητα στα εν λόγω δικαστήρια, χωρίς να γίνεται παραπομπή στους ισχύοντες στο εν λόγω κράτος μέλος κανόνες της κατά τόπον αρμοδιότητας.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012 (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1).


3      Ως «οργανωμένο ταξίδι» νοείται ο συνδυασμός τουλάχιστον δύο τύπων ταξιδιωτικών υπηρεσιών (λ.χ. πτήση και διαμονή) στο πλαίσιο του ίδιου ταξιδιού, που αγοράζονται γενικά από ένα μόνο σημείο πώλησης και/ή πωλούνται σε τιμή όπου συνυπολογίζονται όλες οι εν λόγω υπηρεσίες ή διαφημίζονται ως πακέτο [βλ. άρθρο 3, αριθ. 2, της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2302 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς, η οποία τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και καταργεί την οδηγία 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2015, L 326, σ. 1) (στο εξής: οδηγία για τα οργανωμένα ταξίδια)].


4      Η διάταξη περί παραπομπής δεν διευκρινίζει τι ακριβώς συνέβη στον JX. Σαφώς, αν δεν διέθετε την απαιτούμενη θεώρηση, δεν αφίχθη στον προορισμό των διακοπών του.


5      Βλ. Latil, C., «L’exécution défectueuse du contrat de vente de voyages à forfait en droit international privé», Revue critique de droit international privé, 2017, σ. 199.


6      Βλ. άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της οδηγίας για τα οργανωμένα ταξίδια.


7      Βλ. σημεία 5, 6 και 9 των παρουσών προτάσεων.


8      Βλέπε, μεταξύ άλλων, Mankowski, P., Nielsen, P.A., «Article 18», σε Magnus, U. και Mankowski, P., Brussels Ibis Regulation – Commentary, Otto Schmidt, Κολωνία, 2016, σ. 512 έως 513, § 10, και Dickinson, A., Lein, E., The Brussels I Regulation Recast, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2015, § 6.67. Βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 3ης Μαΐου 2007, Color Drack (C‑386/05, EU:C:2007:262, σκέψη 30), της 15ης Ιουλίου 2021, Volvo κ.λπ. (C‑30/20, EU:C:2021:604, σκέψη 33), και της 30ής Ιουνίου 2022, Allianz Elementar Versicherung (C‑652/20, EU:C:2022:514, σκέψη 38).


9      Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Πρόταση κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις [COM(99) 348 τελικό] (ΕΕ 1999, C 376E, σ. 1), αιτιολογική έκθεση, σ. 17.


10      Βλ., μεταξύ άλλων, Mankowski, P., Nielsen, P. A., όπ.π., σ. 512 έως 513, § 10. Βλ. επίσης σημείο 61 των παρουσών προτάσεων.


11      Τούτο ισχύει ακόμη και όταν η αξίωση δεν στηρίζεται στην ίδια τη σύμβαση που συνάπτεται με καταναλωτή, αλλά στην παράβαση υποχρεώσεως εκ του νόμου (βλ. σημείο 13 των παρουσών προτάσεων). Πράγματι, αρκεί η εν λόγω αξίωση να έχει ανακύψει στο πλαίσιο μιας τέτοιας συμβάσεως (βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002, Gabriel, C‑96/00, EU:C:2002:436, σκέψη 58).


12      Βλ. σημείο 55 των παρουσών προτάσεων. Επιπλέον, μολονότι το άρθρο 17, παράγραφος 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια εξαιρεί τις συμβάσεις μεταφοράς από το πεδίο εφαρμογής του τμήματος 4, εντούτοις, ο εν λόγω αποκλεισμός δεν αφορά τις συμβάσεις οργανωμένων ταξιδιών.


13      Όσον αφορά το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του εν λόγω καθεστώτος, η ως άνω διάταξη διευκρινίζει απλώς ότι εφαρμόζεται στις «αστικές και εμπορικές υποθέσεις».


14      Απόφαση της 1ης Μαρτίου 2005 (C‑281/02, στο εξής: απόφαση Owusu, EU:C:2005:120). Η εν λόγω απόφαση αφορά τη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 27 Σεπτεμβρίου 1968 (ΕΕ 1978, L 304, σ. 36), η οποία στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1), ο οποίος με τη σειρά του αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό Βρυξέλλες Ια. Ωστόσο, πρέπει να διασφαλίζεται ερμηνευτική συνέχεια όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του συστήματος διεθνούς δικαιοδοσίας που θεσπίστηκε με τις εν λόγω πράξεις (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2022, IRnova, C‑399/21, EU:C:2022:648, σκέψη 29). Ως εκ τούτου, στις παρούσες προτάσεις, θα αναφέρομαι στις αποφάσεις που αφορούν τις διάφορες αυτές πράξεις χωρίς να διακρίνω μεταξύ τους.


15      Βλ., ιδίως, αποφάσεις Owusu (σκέψεις 25 και 26), της 19ης Ιουλίου 2012, Mahamdia (C‑154/11, EU:C:2012:491, σκέψη 39), και της 8ης Σεπτεμβρίου 2022, IRnova (C‑399/21, EU:C:2022:648, σκέψη 27). Βλ. επίσης, εμμέσως, αιτιολογικές σκέψεις 3 και 26 του κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Βλ. επίσης την επεξηγηματική έκθεση επί της Συμβάσεως των Βρυξελλών, την οποία συνέταξε ο P. Jenard (ΕΕ 1979, C 59, σ. 1) (στο εξής: έκθεση Jenard), σ. 8. Στην απόφαση Owusu, το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι η υπόθεση δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην να αφορά δύο κράτη μέλη. Ο διεθνής χαρακτήρας της επίμαχης σχέσεως ενδέχεται να απορρέει από την εμπλοκή τρίτης χώρας (βλέπε σκέψεις 24 έως 26 της εν λόγω αποφάσεως).


16      Θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι, αντιθέτως προς ό,τι υπαινίσσεται η Τσεχική Κυβέρνηση, όταν, όπως εν προκειμένω, οι διάδικοι αμφισβητούν μόνον το ποιο δικαστήριο εντός κράτους μέλους είναι αρμόδιο να εκδικάσει την υπόθεση, ο κανόνας του forum actoris υπέρ των καταναλωτών μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί για την επίλυση μιας τέτοιας συγκρούσεως κατά τόπον αρμοδιότητας, υπό την προϋπόθεση ότι η υπόθεση ενέχει «στοιχείο αλλοδαπότητας».


17      Το εν λόγω ζήτημα έχει αποτελέσει αντικείμενο τουλάχιστον πέντε προδικαστικών παραπομπών προερχομένων από γερμανικά δικαστήρια. Δύο υποθέσεις (οι C‑317/20 και C‑62/22) αποσύρθηκαν πριν από την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου. Δύο υποθέσεις (οι C‑108/23 και C‑648/23) εκκρεμούν και η εκδίκασή τους έχει ανασταλεί έως ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί της υπό κρίση υποθέσεως.


18      Οι καταναλωτές συνήθως αγοράζουν ταξίδια από τοπικούς διοργανωτές ταξιδιών (βλ. Latil, C., όπ.π.).


19      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2023, Club La Costa κ.λπ. (C‑821/21, EU:C:2023:672, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


20      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Owusu (σκέψη 26), της 17ης Νοεμβρίου 2011, Hypoteční banka (C‑327/10, EU:C:2011:745, σκέψεις 30 και 35), και της 8ης Σεπτεμβρίου 2022, IRnova (C‑399/21, EU:C:2022:648, σκέψη 28).


21      Πρβλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2011, Hypoteční banka (C‑327/10, EU:C:2011:745, σκέψεις 32 και 33). Βλ. επίσης Rogerson, P., «Article 1», σε Magnus, U. και Mankowski, P., όπ.π., σ. 59, § 6. Ως εκ τούτου, δεν αποτελεί σχετικό στοιχείο αλλοδαπότητας κάθε συνδετικό στοιχείο με χώρα της αλλοδαπής. Το επίμαχο στοιχείο πρέπει να είναι ικανό να θέσει τέτοιου είδους ζητήματα.


22      Εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις για την εφαρμογή της εν λόγω πράξεως.


23      Βλ. αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού Βρυξέλλες Ια.


24      Πρβλ. απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2015, Kolassa (C‑375/13, EU:C:2015:37, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


25      Αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί απαιτητικό και αμφιλεγόμενο εγχείρημα σε περίπτωση που η εν λόγω χώρα δεν αποτελεί κράτος μέλος και, ως εκ τούτου, ο κανονισμός Βρυξέλλες Ια δεν τυγχάνει εφαρμογής.


26      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Owusu (σκέψη 26) και της 8ης Σεπτεμβρίου 2022, IRnova (C‑399/21, EU:C:2022:648, σκέψη 28). Βλ. επίσης έκθεση Jenard, σ. 8, και Mankowski, P., Nielsen, P. A., «Introduction to Articles 17-19», σε Magnus, U. και Mankowski, P., όπ.π., σ. 448, § 23 και 24.


27      Βλ. αποφάσεις Owusu (σκέψη 26) και της 26ης Μαρτίου 1992, Reichert και Kockler (C‑261/90, EU:C:1992:149, σκέψη 3). Βλ. επίσης Hartley, T., όπ.π., § 2.05.


28      Δεδομένης της εγγύτητας των εν λόγω δικαστηρίων με τα σχετικά πραγματικά περιστατικά, του εννόμου συμφέροντος ενός κράτους να αποφαίνεται επί αδικημάτων που διαπράττονται στο έδαφός του, της παραδοσιακής κυριαρχίας των κρατών να ελέγχουν το έδαφος εντός των συνόρων τους κ.λπ.


29      Το άρθρο 24, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια αναφέρεται μάλιστα ρητώς στην περίπτωση κατά την οποία οι διάδικοι έχουν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος, ενώ το ακίνητο βρίσκεται σε άλλο κράτος.


30      Βλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2022 (C‑399/21, EU:C:2022:648, σκέψη 28).


31      Λαμβανομένου υπόψη ότι «η χορήγηση […] διπλώματος ευρεσιτεχνίας αποτελεί άσκηση εθνικής κυριαρχίας» (βλ. συναφώς τις προτάσεις μου στην υπόθεση BSH Hausgeräte, C‑339/22, EU:C:2024:159, σημεία 60 και 61 και τις εκεί παραπομπές). Επομένως, μόνον όταν οι διάδικοι έχουν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος, τα δικαστήρια του κράτους αυτού επιλαμβάνονται της υποθέσεως και όλα τα στοιχεία που είναι ευλόγως κρίσιμα για τους σκοπούς της διεθνούς δικαιοδοσίας βρίσκονται στο κράτος αυτό δεν τυγχάνει εφαρμογής το καθεστώς των Βρυξελλών, διότι στην περίπτωση αυτή είναι εντελώς αδύνατο να υπάρξει σύγκρουση σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου. Βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 2022, EPIC Financial Consulting (C‑274/21 και C‑275/21, EU:C:2022:565, σκέψεις 56 έως 59). Βλ. επίσης Briggs, A., Civil Jurisdiction and Judgments, Informa Law, Oxon, 2015, 6η έκδ., σ. 56 και Hartley, T., όπ.π., § 2.02. και 2.03.


32      Απόφαση της 7ης Μαΐου 2020 (C‑267/19 και C‑323/19, EU:C:2020:351).


33      Απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021 (C‑280/20, EU:C:2021:443).


34      Απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2024 (C‑566/22, EU:C:2024:123).


35      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006 (ΕΕ 2006, L 399, σ. 1), άρθρο 3, παράγραφος 1.


36      Βλ. απόφαση της 7ης Μαΐου 2020, Parking και Interplastics (C‑267/19 και C‑323/19, EU:C:2020:351, σκέψεις 27 έως 36).


37      Απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2024, Inkreal (C‑566/22, EU:C:2024:123, σκέψεις 19 έως 24).


38      Βλ., μεταξύ άλλων, Nuyts, A, «Chronique de DIP», Journal de droit européen, 2023, αριθ. 74, και Pailler, L., «Commentaire de CJUE, mai 2020, aff. C‑267/19 et C‑323/19», Journal du droit international (Clunet), 2021.


39      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 4 έως 10 καθώς και άρθρο 1, παράγραφος 1, και άρθρα 18 έως 22 του κανονισμού 1896/2006.


40      Αν ο κανονισμός Βρυξέλλες Ια δεν είχε εφαρμογή στην εν λόγω περίπτωση, τούτο θα στερούσε ορισμένους εκ των κανόνων του από την πρακτική αποτελεσματικότητά τους. Ειδικότερα, το άρθρο 24 απονέμει, ως προς ορισμένες υποθέσεις, αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία στα δικαστήρια ορισμένου κράτους μέλους, ακόμη και όταν οι διάδικοι έχουν την κατοικία τους σε άλλο κράτος μέλος. Όταν τα δικαστήρια του κράτους μέλους εντός του οποίου οι διάδικοι έχουν την κατοικία τους έχουν επιληφθεί υποθέσεως παρά τις προβλέψεις του άρθρου 24, ο εν λόγω κανόνας θα πρέπει προφανώς να τυγχάνει εφαρμογής και τα δικαστήρια αυτά να διαπιστώνουν την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας τους.


41      Ο δανειστής στο πλαίσιο της εν λόγω «εσωτερικής» διαφοράς μπορεί να ζητήσει την αναγνώριση και/ή την εκτέλεση σε άλλο κράτος μέλος της αποφάσεως που εκδόθηκε από τα δικαστήρια του τόπου του όταν, επί παραδείγματι, ο δανειστής έχει μεταφέρει τα περιουσιακά του στοιχεία στο εν λόγω άλλο κράτος.


42      Απόφαση της 7ης Μαΐου 2020 (C‑267/19 και C‑323/19, EU:C:2020:351).


43      Απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021 (C‑280/20, EU:C:2021:443).


44      Απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2024 (C‑566/22, EU:C:2024:123).


45      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008 (ΕΕ 2008, L 177, σ. 6) (στο εξής: κανονισμός Ρώμη Ι).


46      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007 (ΕΕ 2007, L 199, σ. 40) (στο εξής: κανονισμός Ρώμη ΙΙ).


47      Βλ. αιτιολογική σκέψη 7 των κανονισμών Ρώμη Ι και Ρώμη ΙΙ.


48      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Cour de cassation (Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Γαλλία) της 5ης Νοεμβρίου 2008, αριθ. 07‑18.064, FR:CCASS:2008:C101090· Mankowski, P., Nielsen, P. A., «Introduction to Articles 17-19», σε Magnus, U., και Mankowski, P., όπ.π., σ. 448, § 23 και 24· Latil, C., όπ.π.· Ancel, M.‑E., «Commerce électronique - Un an de droit international privé du commerce électronique», Communication Commerce électronique, 2014, αριθ. 1· Bogdanov, S., «Arrêt Maletic: un pas supplémentaire dans la protection des consommateurs face au commerce électronique des voyages à forfait», European Journal of Consumer Law, 2015, σ. 433 έως 442, ιδίως σ. 439· Chalas, C., «Compétence en matière de contrat conclu avec une agence de voyages», Revue critique de droit international privé, 2014, σ. 639.


49      Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Richard de la Tour στην υπόθεση Inkreal (C‑566/22, EU:C:2023:768, σημείο 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


50      Η FTI παραπέμπει στη συλλογιστική ορισμένων γερμανικών δικαστηρίων, σύμφωνα με την οποία κάθε παράβαση κατά την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση, ακόμη και σε χώρα της αλλοδαπής, παράγει αποτελέσματα μόνον στο πλαίσιο της προϋφιστάμενης, αμιγώς εσωτερικής, συμβατικής σχέσεως. Το γεγονός ότι ο τόπος εκτελέσεως βρίσκεται στην αλλοδαπή αποτελεί απλώς συνέπεια της εν λόγω σχέσεως και δεν επηρεάζει τη φύση της. Εν πάση περιπτώσει, κατά τη γνώμη μου, ο διεθνής χαρακτήρας μιας σχέσεως, για τους σκοπούς του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα το ευρύ και ρεαλιστικό κριτήριο που μνημονεύεται στο σημείο 30 των παρουσών προτάσεων, και όχι μια τέτοια περίπλοκη συλλογιστική.


51      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, Wikingerhof (C‑59/19, EU:C:2020:950, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Τσεχική Κυβέρνηση, το γεγονός ότι ο τόπος εκτελέσεως δεν αποτελεί, σύμφωνα με τον κανονισμό Βρυξέλλες Ια, βάση διεθνούς δικαιοδοσίας για τις ειδικές υποκατηγορίες συμβάσεων που εμπίπτουν στο τμήμα 4 δεν ασκεί επιρροή. Το ζήτημα αν μια υπόθεση είναι ικανή να θέσει ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας δεν πρέπει να συγχέεται με την απάντηση που δίδει ο κανονισμός στα εν λόγω ερωτήματα στην υπό κρίση υπόθεση (βλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2011, Hypoteční banka, C‑327/10, EU:C:2011:745, σκέψη 31). Όπως επισημαίνεται στο σημείο 33 των παρουσών προτάσεων, οι κανόνες του κανονισμού συμβάλλουν στον προσδιορισμό του διεθνούς χαρακτήρα μιας υποθέσεως μόνον στον βαθμό που επιβεβαιώνουν ότι συγκεκριμένα συνδετικά στοιχεία αποτελούν πιθανές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας και μπορούν, ως εκ τούτου, να θεμελιώσουν τη δυνατότητα των αλλοδαπών δικαστηρίων να εκδικάσουν μια υπόθεση. Ο τόπος εκτελέσεως εμπίπτει στην εν λόγω κατηγορία. Το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν επέλεξε την εν λόγω βάση για ορισμένες συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές δεν ασκεί συναφώς καμία επιρροή. Το επιχείρημα της Τσεχικής Κυβερνήσεως θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει στο παράδοξο αποτέλεσμα η ίδια σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού να θεωρείται «εσωτερικού» χαρακτήρα όταν συνάπτεται από καταναλωτή και, επομένως, να εμπίπτει στο τμήμα 4, αλλά «διεθνούς» χαρακτήρα, όταν συνάπτεται από ταξιδιώτη στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας και ως εκ τούτου να εμπίπτει στο άρθρο 7, παράγραφος 1.


52      Βλ. Hartley, T., όπ.π., § 7.06. Στον βαθμό που η ένσταση που προέβαλε η FTI αποσκοπεί στο να διασφαλιστεί ότι μια τέτοια περίπτωση συνδέεται στενότερα με το κράτος μέλος της κατοικίας των δύο αντισυμβαλλομένων, επισημαίνω ότι, μολονότι τούτο μπορεί να ισχύει, εντούτοις δεν ασκεί επιρροή στη διαπίστωση του ζητήματος της αλλοδαπότητας. Εκείνο που έχει σημασία, συναφώς, είναι η ύπαρξη συνδετικού στοιχείου με τη χώρα της αλλοδαπής που αποτελεί τον προορισμό, το οποίο είναι πιθανώς κρίσιμο από απόψεως διεθνούς δικαιοδοσίας, και όχι η σχετική ισχύς των δεσμών που παρουσιάζει η υπόθεση με διάφορες χώρες.


53      Βλ. απόφαση Owusu (σκέψη 26).


54      Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη I. Βλ., ομοίως, το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη ΙΙ.


55      Βλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2023, Diamond Resorts Europe κ.λπ. (C‑632/21, EU:C:2023:671, σκέψεις 51 έως 53).


56      Βλ. Calster (van), G., European Private International Law, Hart Publishing, Οξφόρδη, 2016, σ. 240.


57      Ο τόπος εκτελέσεως αποτελεί κρίσιμο συνδετικό στοιχείο δεδομένου ότι το κράτος μπορεί ευλόγως να επιθυμεί να ρυθμίζει τις συμβάσεις που εκτελούνται στο έδαφός του. Τούτο προβλέπεται ρητά σε διάφορες διατάξεις του κανονισμού Ρώμη Ι (βλ., μεταξύ άλλων, άρθρο 5, παράγραφος 1, άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχεία δʹ και εʹ, άρθρο 6, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, άρθρο 8, παράγραφος 2, άρθρο 9, παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού). Και πάλι, το γεγονός ότι μια τέτοια σύμβαση μπορεί να θεωρηθεί ότι συνδέεται στενότερα με τον τόπο της κοινής κατοικίας των συμβαλλομένων, για τους σκοπούς του καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου, δεν ασκεί επιρροή στη διαπίστωση, εκ των προτέρων, του διεθνούς χαρακτήρα της καταστάσεως. Αυτό που έχει σημασία, συναφώς, είναι η ύπαρξη συνδετικού στοιχείου με χώρα της αλλοδαπής, το οποίο μπορεί να είναι κρίσιμο για λόγους παρέκτασης της αρμοδιότητας, και όχι η σχετική ισχύς των δεσμών με διαφορετικές χώρες.


58      Απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013 (C‑478/12, EU:C:2013:735).


59      Απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, Maletic (C‑478/12, EU:C:2013:735, σκέψη 29).


60      Βλ. τη βιβλιογραφία που μνημονεύεται στην υποσημείωση 48 των παρουσών προτάσεων.


61      Πράγματι, οι καταναλωτές δεν μπορούν να επικαλεστούν τον κανόνα του forum actoris για να ασκήσουν αγωγή κατά τρίτου σε σχέση με τη σύμβαση που συνάπτεται με καταναλωτή (βλ. σημείο 21 των παρουσών προτάσεων).


62      Δεν αντιλαμβάνομαι ούτε για ποιον λόγο θα επρόκειτο για αδικαιολόγητη διαφορετική μεταχείριση αν ο ίδιος Γερμανός καταναλωτής μπορούσε να ασκήσει αγωγή κατά του ίδιου Γερμανού διοργανωτή ταξιδιών ενώπιον διαφορετικού δικαστηρίου στη Γερμανία, αναλόγως του αν η διαφορά αφορά σύμβαση ταξιδιού με προορισμό το Βερολίνο (Γερμανία) ή σύμβαση ταξιδιού με προορισμό το εξωτερικό, όπως υποστηρίζει η Τσεχική Κυβέρνηση. Είναι σαφές ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση οφείλεται στο διαφορετικό καθεστώς διεθνούς δικαιοδοσίας που εφαρμόζεται στις δύο αυτές συμβάσεις, το οποίο δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο διεθνής χαρακτήρας της δεύτερης συμβάσεως είναι ικανός να θέσει ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας, τα οποία δεν μπορούν ενδεχομένως να τεθούν από την πρώτη σύμβαση.


63      Πέραν τούτου, το καθεστώς των Βρυξελλών είναι «εχθρικό» έναντι του forum actoris (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, Gruber, C‑464/01, EU:C:2005:32, σκέψη 33).


64      Βλ., όσον αφορά την ίδια άποψη, Mankowski, P., Nielsen, P. A., «Introduction to Articles 17‑19», σε Magnus, U., και Mankowski, P., όπ.π., σ. 448, § 23.


65      Βλ. απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2021, Commerzbank (C‑296/20, EU:C:2021:784, σκέψεις 42 έως 44).


66      Βλ. Dickinson, A., και Lein, E., όπ.π., § 6.68, και Hartley, T., όπ.π., § 11.12.


67      Βλ. αιτιολογική σκέψη 18 του κανονισμού Βρυξέλλες Ια.


68      Βλ., μεταξύ άλλων, Dickinson, A., και Lein, E., όπ.π., § 6.56 και 6.64.


69      Πρβλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2023, Club La Costa κ.λπ. (C‑821/21, EU:C:2023:672, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


70      Βλ. απόφαση της 27ης Ιουνίου 2000, Océano Grupo Editorial και Salvat Editores (C‑240/98 έως C‑244/98, EU:C:2000:346, σκέψεις 22 και 23).


71      Η Επιτροπή δίνει το παράδειγμα καταναλωτή που κατοικεί στο Passau (Γερμανία) και ο οποίος πρέπει να κινήσει ένδικη διαδικασία στο Flensburg (Γερμανία) (περίπου 10 ώρες απόσταση οδικώς), ενώ αν έπρεπε να κινήσει διαδικασία στο Linz (Αυστρία), η απόσταση αυτή θα ήταν μόλις 2 ώρες.


72      Οπωσδήποτε, η εν λόγω προστασία αποσκοπούσε επίσης στο να ενισχύσει την τάση των καταναλωτών προς κατανάλωση εκτός των συνόρων του δικού τους κράτους, εντός της εσωτερικής αγοράς (βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez-Bordona στην υπόθεση Commerzbank, C‑296/20, EU:C:2021:733, σημείο 26). Ωστόσο, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως δεν μπορεί να περιοριστεί στην περίπτωση αυτή (όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι εφαρμόζεται στους προμηθευτές τρίτων κρατών). Αποσκοπεί, γενικά, στην προστασία των καταναλωτών στο πλαίσιο των διεθνών συμβάσεων.


73      Πράγματι, τούτο ισχύει στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεδομένου ότι η Νυρεμβέργη απέχει από το Μόναχο δύο ώρες οδικώς.