Language of document : ECLI:EU:C:2019:1128

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 19ης Δεκεμβρίου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη – Οδηγία 2008/94/ΕΚ – Άρθρο 8 – Συστήματα επαγγελματικής επικουρικής πρόνοιας – Προστασία των δικαιωμάτων σε παροχές γήρατος – Ελάχιστο εγγυημένο επίπεδο προστασίας – Υποχρέωση του πρώην εργοδότη να αντισταθμίσει τη μείωση της επαγγελματικής σύνταξης – Ανεξάρτητος οργανισμός επαγγελματικής επικουρικής πρόνοιας – Άμεσο αποτέλεσμα»

Στην υπόθεση C‑168/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, Γερμανία) με απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 5 Μαρτίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Pensions-Sicherungs-Verein VVaG

κατά

Günther Bauer,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, I. Jarukaitis, E. Juhász (εισηγητή), M. Ilešič και Κ. Λυκούργο, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Hogan

γραμματέας: D. Dittert, προϊστάμενος μονάδας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Φεβρουαρίου 2019,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο Pensions-Sicherungs-Verein VVaG, εκπροσωπούμενος από τον F. Wortmann, Rechtsanwalt,

–        ο G. Bauer, εκπροσωπούμενος από την I. Axler, Rechtsanwältin,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη αρχικά από τους T. Henze και R. Kanitz και στη συνέχεια από τον R. Kanitz,

–        η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την D. Holderer και τον T. Uri, επικουρούμενους από τον P. Kinsch, avocat,

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τη Z. Lavery, επικουρούμενη από τον J. Coppel, QC,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Kellerbauer και B.‑R. Killmann,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Μαΐου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη (ΕΕ 2008, L 283, σ. 36).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Pensions-Sicherungs-Verein VVaG (οργανισμού εγγύησης των επαγγελματικών συντάξεων, στο εξής: PSV) και του Günther Bauer, σχετικά με την αντιστάθμιση των μειώσεων του ποσού των παροχών που καταβάλλονται από ταμείο συντάξεων.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2008/94 έχει ως εξής:

«Είναι αναγκαία η θέσπιση διατάξεων για την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, ιδίως για τη διασφάλιση της πληρωμής των ανεξόφλητων απαιτήσεών τους και για την εξασφάλιση της κατ’ ελάχιστον προστασίας, λαμβανομένης υπόψη της αναγκαιότητας ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης στην [Ευρωπαϊκή Ένωση]. Προς τούτο, τα κράτη μέλη πρέπει να συστήσουν οργανισμό που θα εγγυάται στους οικείους μισθωτούς την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεών τους.»

4        Η οδηγία αυτή, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, εφαρμόζεται στις απαιτήσεις μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας κατά εργοδοτών σε κατάσταση αφερεγγυότητας, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

5        Το άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη θέσπιση των αναγκαίων μέτρων για την προστασία των συμφερόντων των μισθωτών και των προσώπων που έχουν ήδη αποχωρήσει από την επιχείρηση ή από την εγκατάσταση του εργοδότη την ημέρα επελεύσεως της αφερεγγυότητάς του, σε ό,τι αφορά τα κεκτημένα δικαιώματά τους ή τα δικαιώματα προσδοκίας για παροχές γήρατος συμπεριλαμβανόμενων και των παροχών επιζώντων, στο πλαίσιο των υφισταμένων συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής επικουρικής προνοίας, εκτός των εθνικών συστημάτων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης.»

6        Κατά το άρθρο 11, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/94, η οδηγία αυτή δεν περιορίζει την ευχέρεια των κρατών μελών να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν ευνοϊκότερες νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις για τους μισθωτούς.

 Το γερμανικό δίκαιο

7        Ο Gesetz zur Verbesserung der betrieblichen Altersversorgung (Betriebsrentengesetz) (νόμος περί βελτίωσης των συστημάτων επαγγελματικής επικουρικής πρόνοιας), της 19ης Δεκεμβρίου 1974 (BGBl. 1974 I, σ. 3610), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 17ης Αυγούστου 2017 (BGBl. 2017 I, σ. 3214) (στο εξής: νόμος περί επαγγελματικών συντάξεων), ορίζει στο άρθρο 1, το οποίο φέρει τον τίτλο «Χορήγηση επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών από τον εργοδότη», τα εξής:

«(1)      Η ανάληψη από τον εργοδότη της υποχρέωσης επαγγελματικής ασφάλισης των μισθωτών για παροχές γήρατος, αναπηρίας και επιζώντων στο πλαίσιο σχέσης εργασίας (επαγγελματική σύνταξη) διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Η διαχείριση των επαγγελματικών συντάξεων γίνεται είτε άμεσα από τον εργοδότη είτε μέσω ενός εκ των μνημονευόμενων στο άρθρο 1b, παράγραφοι 2 έως 4, φορέων ασφάλισης. Ο εργοδότης φέρει εγγυητική ευθύνη για την εκπλήρωση των παροχών ακόμη και όταν η διαχείριση δεν γίνεται άμεσα από τον ίδιο.

[…]»

8        Το άρθρο 1b του νόμου αυτού, τιτλοφορούμενο «Ισχύς και διαχείριση του συστήματος επαγγελματικής ασφάλισης γήρατος», το οποίο απαριθμεί στις παραγράφους 2 έως 4 τις δυνατότητες που έχει ο εργοδότης αναφορικά με την επαγγελματική ασφάλιση γήρατος, προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι ο εργοδότης, όσον αφορά τις επαγγελματικές συντάξεις, μπορεί να συνάψει υπέρ του μισθωτού ασφάλιση ζωής (παράγραφος 2) ή ότι η διαχείριση των συντάξεων μπορεί να ανατίθεται σε ταμείο συντάξεων ή φορέα συνταξιοδοτικής ασφάλισης (παράγραφος 3) ή σε ταμείο επαγγελματικής πρόνοιας (παράγραφος 4).

9        Το άρθρο 7 του εν λόγω νόμου, με τίτλο «Έκταση της ασφαλιστικής κάλυψης», ορίζει τα ακόλουθα:

«(1)      Οι δικαιούχοι συνταξιοδοτικών παροχών επαγγελματικής ασφάλισης έναντι του εργοδότη των οποίων οι αξιώσεις δεν μπορούν να ικανοποιηθούν διότι έχει κινηθεί διαδικασία αφερεγγυότητας κατά των περιουσιακών στοιχείων ή της κληρονομίας του, όπως και οι διάδοχοί τους, έχουν κατά του φορέα ασφάλισης κατά του κινδύνου αφερεγγυότητας αξίωση στο ύψος της παροχής που θα όφειλε να χορηγήσει ο εργοδότης, στο πλαίσιο της επαγγελματικής ασφάλισης, εάν δεν είχε κινηθεί η διαδικασία αφερεγγυότητας. […]

[…]»

10      Το άρθρο 10 του ίδιου νόμου, το οποίο επιγράφεται «Υποχρέωση καταβολής εισφορών και υπολογισμός των εισφορών», ορίζει τα ακόλουθα:

«(1)      Οι πόροι για τη διαχείριση του συστήματος ασφάλισης κατά του κινδύνου αφερεγγυότητας προέρχονται από τις καταβαλλόμενες, βάσει υποχρέωσης δημοσίου δικαίου, εισφορές όλων των εργοδοτών οι οποίοι έχουν αναλάβει ευθέως την υποχρέωση παροχής επαγγελματικών συντάξεων ή διαχειρίζονται το σύστημα συντάξεων δυνάμει ασφαλιστικής σύμβασης […] ή μέσω ταμείου επαγγελματικής πρόνοιας ή φορέα συνταξιοδοτικής ασφάλισης.

[…]

(4)      Βάσει των πράξεων επιβολής εισφορών του οργανισμού ασφάλισης κατά του κινδύνου αφερεγγυότητας χωρεί αναγκαστική εκτέλεση κατ’ ανάλογη εφαρμογή του Zivilprozessordnung (κώδικα πολιτικής δικονομίας). Το απόγραφο εκδίδεται από τον οργανισμό ασφάλισης κατά του κινδύνου αφερεγγυότητας.

[…]»

11      Το άρθρο 14 του νόμου περί επαγγελματικών συντάξεων, με τίτλο «Οργανισμός ασφάλισης κατά του κινδύνου αφερεγγυότητας», προβλέπει τα εξής:

«(1)      Ως οργανισμός ασφάλισης κατά του κινδύνου αφερεγγυότητας ορίζεται ο [PSV]. Συγχρόνως είναι και οργανισμός ασφάλισης κατά του κινδύνου αφερεγγυότητας των επιχειρήσεων του Λουξεμβούργου όσον αφορά τις χορηγούμενες από αυτές επαγγελματικές συνταξιοδοτικές παροχές βάσει της συμφωνίας της 22ας Σεπτεμβρίου 2000 μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου περί συνεργασίας στον τομέα της εγγύησης των επαγγελματικών συντάξεων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη.

(2) [Ο PSV] υπόκειται στην προληπτική εποπτεία της Bundesanstalt für Finanzdienstleistungsaufsicht [ομοσπονδιακή αρχή εποπτείας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών] […]»

12      Το άρθρο 3 του Verwaltungs-Vollstreckungsgesetz (νόμου περί διοικητικής εκτέλεσης), της 27ης Απριλίου 1953 (BGBl. 1953 I, σ. 157), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 30ής Ιουνίου 2017 (BGBl. 2017 I, σ. 2094), προβλέπει τα ακόλουθα:

«(1)      Η εκτέλεση κατά του καθού επισπεύδεται με επιταγή προς εκτέλεση· δεν απαιτείται εκτελεστός τίτλος.

(2)      Προϋποθέσεις για την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης είναι:

α)      χρεωστικό σημείωμα με το οποίο ο οφειλέτης καλείται να καταβάλει την παροχή·

b)      ληξιπρόθεσμο της παροχής·

c)      παρέλευση προθεσμίας μίας εβδομάδας από την κοινοποίηση του εκκαθαριστικού σημειώματος ή, εάν η παροχή καταστεί ληξιπρόθεσμη αργότερα, παρέλευση προθεσμίας μίας εβδομάδας από τότε που κατέστη ληξιπρόθεσμη.

(3)      Πριν από την έκδοση επιταγής προς εκτέλεση πρέπει να γίνεται ειδική όχληση στον οφειλέτη και να του χορηγείται περαιτέρω προθεσμία πληρωμής μίας ακόμη εβδομάδας.

(4)      Η επιταγή προς εκτέλεση εκδίδεται από την αρχή που νομιμοποιείται να εγείρει την αξίωση.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

13      Τον Δεκέμβριο του 2000, ο πρώην εργοδότης του G. Bauer χορήγησε σε αυτόν επαγγελματική σύνταξη, κατά την έννοια του νόμου περί επαγγελματικών συντάξεων.

14      Η επαγγελματική αυτή σύνταξη περιλάμβανε μηνιαία συμπληρωματική σύνταξη και ετήσιο δώρο Χριστουγέννων που καταβάλλονταν απευθείας από τον πρώην εργοδότη, καθώς και σύνταξη, χορηγούμενη από ταμείο συντάξεων βάσει των εισφορών του πρώην εργοδότη, την οποία καταβάλλει το «Pensionskasse für die Deutsche Wirtschaft» (Ταμείο συντάξεων για τη γερμανική οικονομία, στο εξής: Pensionskasse), διεπαγγελματικός οργανισμός στου οποίου τις παροχές έχουν άμεσο δικαίωμα οι ασφαλισμένοι μισθωτοί.

15      Το 2003, το Pensionskasse αντιμετώπισε οικονομικές δυσχέρειες και, με την έγκριση της ομοσπονδιακής αρχής εποπτείας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, μείωσε το ποσό των χορηγούμενων συνταξιοδοτικών παροχών. Ως εκ τούτου, το μέρος της καταβλητέας σύνταξης στον G. Bauer το οποίο υπολογιζόταν βάσει των εισφορών του πρώην εργοδότη του και ανερχόταν σε 599,49 ευρώ μικτά τον Ιούνιο του 2003 μειωνόταν από το Pensionskasse κάθε έτος από το 2003 μέχρι το 2013, οι δε έντεκα μειώσεις κυμαίνονταν μεταξύ 1,40 % και 1,25 %.

16      Συνολικά, μεταξύ των ετών 2003 και 2013, το ποσό της μηνιαίας σύνταξης που κατέβαλε στον G. Bauer το Pensionskasse μειώθηκε κατά 13,8 %, γεγονός που αντιπροσωπεύει απώλεια, για τον ενδιαφερόμενο, 82,74 ευρώ μηνιαίως και μείωση κατά 7,4 % του συνολικού ποσού της επαγγελματικής σύνταξης που λαμβάνει στο πλαίσιο του συστήματος επαγγελματικής επικουρικής πρόνοιας.

17      Σύμφωνα με την εγγυητική υποχρέωση που απορρέει από την εθνική νομοθεσία, ο πρώην εργοδότης του G. Bauer αντιστάθμιζε αρχικώς τις μειώσεις των παροχών που χορηγούνταν από το Pensionskasse, δεδομένου ότι η ρύθμιση αυτή δεν προβλέπει άλλη υποχρέωση εγγύησης των παροχών που χορηγούν τα ταμεία συντάξεων.

18      Τον Ιανουάριο του 2012 κινήθηκε διαδικασία αφερεγγυότητας κατά του εν λόγω πρώην εργοδότη.

19      Ο PSV, ο οποίος διασφαλίζει την καταβολή των επαγγελματικών συντάξεων σε περίπτωση αφερεγγυότητας εργοδότη στη Γερμανία και στο Λουξεμβούργο, ενημέρωσε τον G. Bauer, με απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2012, ότι αναλάμβανε τη μηνιαία καταβολή συμπληρωματικής σύνταξης ύψους 398,90 ευρώ, καθώς και την ετήσια καταβολή δώρου Χριστουγέννων ύψους 1 451,05 ευρώ.

20      Εντούτοις, δεδομένου ότι ο PSV αρνήθηκε να αντισταθμίσει τις μειώσεις της επαγγελματικής σύνταξης που χορηγεί το Pensionskasse, αυτό εξακολουθεί να καταβάλλει στον ενδιαφερόμενο μειωμένη σύνταξη.

21      Με αγωγή που άσκησε ενώπιον του αρμόδιου πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ο G. Bauer υποστήριξε ότι, λόγω της διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά του πρώην εργοδότη του, η εγγύηση του PSV έπρεπε να καλύπτει τις μειώσεις των παροχών που χορηγούνται από το Pensionskasse. Ο PSV υποστήριξε ότι δεν υπείχε καμία υποχρέωση να εγγυηθεί παροχές που καταβάλλονται από ταμείο συντάξεων, σε περίπτωση που ο εργοδότης, συνεπεία δικής του αφερεγγυότητας, δεν μπορεί να εκπληρώσει τη διά νόμου προβλεπόμενη εγγυητική υποχρέωσή του.

22      Κατόπιν απόρριψης της αγωγής του από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ο G. Bauer άσκησε έφεση η οποία και έγινε δεκτή.

23      Το Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, Γερμανία), ενώπιον του οποίου άσκησε αναίρεση ο PSV, επισημαίνει ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης καλείται να απαντήσει στο ερώτημα αν ο PSV έχει εγγυητική υποχρέωση ως προς την απαίτηση του G. Bauer έναντι του πρώην εργοδότη του, με την αιτιολογία ότι ο εν λόγω εργοδότης είναι αφερέγγυος και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να εκπληρώσει τη δική του εγγυητική υποχρέωση ως προς τις παροχές που χορηγούνται από το Pensionskasse.

24      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στη Γερμανία, οι επαγγελματικές συνταξιοδοτικές παροχές μπορούν να χορηγούνται με διάφορους τρόπους. Ο εργοδότης μπορεί, πρώτον, να χορηγεί απευθείας τις παροχές τις οποίες υποχρεούται να καταβάλλει δυνάμει του συστήματος επαγγελματικών συντάξεων της επιχείρησής του. Δεύτερον, μπορεί να αναθέσει τη χορήγηση των παροχών αυτών σε ανεξάρτητους φορείς. Στην περίπτωση αυτή, ο εργοδότης δεν χορηγεί καμία παροχή, αλλά μεριμνά έμμεσα για την καταβολή τους, είτε μέσω ασφάλειας ζωής την οποία συνάπτει υπέρ του εργαζομένου, είτε μέσω ταμείου επαγγελματικής πρόνοιας, είτε μέσω ταμείου συντάξεων στο οποίο ο εργοδότης αναθέτει τη διαχείριση του συστήματος επαγγελματικών συντάξεων της επιχείρησής του.

25      Όταν ο εργοδότης χορηγεί στον εργαζόμενο επαγγελματικές συνταξιοδοτικές παροχές, οι οποίες καταβάλλονται από ανεξάρτητο οργανισμό επαγγελματικής πρόνοιας, και οι παροχές αυτές δεν αρκούν για την εκπλήρωση της υποχρέωσης του εργοδότη έναντι του μισθωτού δυνάμει της σύμβασης εργασίας, το εθνικό δίκαιο επιβάλλει στον εργοδότη εγγυητική υποχρέωση, για την οποία είναι υπέγγυος με τα δικά του περιουσιακά στοιχεία. Στην περίπτωση αυτή, αν ο εργοδότης βρίσκεται σε κατάσταση αφερεγγυότητας, το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει υποχρέωση του PSV να εγγυάται τις παροχές που ο εργοδότης οφείλει να χορηγεί στον μισθωτό λόγω της μείωσης του ποσού των παροχών που καταβάλλονται από ταμείο συντάξεων.

26      Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94 στην περίπτωση που ταμείο συντάξεων, χωρίς να βρίσκεται το ίδιο σε κατάσταση αφερεγγυότητας, μειώνει το ποσό των καταβαλλόμενων παροχών, αλλά ο πρώην εργοδότης, παρά την προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο εγγυητική υποχρέωση, δεν είναι σε θέση, λόγω της αφερεγγυότητάς του, να αντισταθμίσει τις πραγματοποιηθείσες μειώσεις. Κατά το ως άνω δικαστήριο, στην περίπτωση αυτή, υφίσταται απαίτηση του μισθωτού έναντι του πρώην εργοδότη του, η οποία προκύπτει από τη σχέση εργασίας, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/94, καθόσον η απαίτηση αυτή στηρίζεται στη χορήγηση συνταξιοδοτικών παροχών από τον πρώην εργοδότη.

27      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο, το οποίο διευκρινίζει ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι απώλειες που υπέστη ο μισθωτός αντιστοιχούν μόνο στο 13,8 % της μηνιαίας επαγγελματικής σύνταξης και στο 7,4 % των συνολικών επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών που απορρέουν από τα κεκτημένα δικαιώματά του στο πλαίσιο του συστήματος επαγγελματικής επικουρικής πρόνοιας, ζητεί να μάθει, λαμβανομένης υπόψη της υποχρέωσης προστασίας των συμφερόντων των μισθωτών που προβλέπει το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, υπό ποιες περιστάσεις οι απώλειες που υφίσταται ο πρώην μισθωτός λόγω της αφερεγγυότητας του πρώην εργοδότη του μπορούν να θεωρηθούν προδήλως δυσανάλογες. Εκτιμά ότι απαιτούνται διευκρινίσεις όσον αφορά τις συνθήκες που εκτίθενται στη σκέψη 35 της απόφασης της 24ης Νοεμβρίου 2016, Webb-Sämann (C‑454/15, EU:C:2016:891), προκειμένου να μπορέσει να εκτιμήσει αν η ελάχιστη προστασία που προβλέπει το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 έχει παρασχεθεί στην υπόθεση της κύριας δίκης.

28      Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, σε περίπτωση που το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 έχει την έννοια ότι απαιτείται από το οικείο κράτος μέλος να εγγυάται τα δικαιώματα που επικαλείται ο G. Bauer, αδυνατεί να προβεί σε ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του νόμου περί των επαγγελματικών συντάξεων κατά τρόπο σύμφωνο προς την οδηγία. Ως εκ τούτου, το δικαστήριο αυτό διερωτάται ως προς το άμεσο αποτέλεσμα που θα μπορούσε να έχει το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, το οποίο θα παρείχε στον G. Bauer τη δυνατότητα να επικαλεστεί ευθέως τη διάταξη αυτή.

29      Τέταρτον, σε περίπτωση που το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 παράγει άμεσα αποτελέσματα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν είναι δυνατή η επίκληση της διάταξης αυτής έναντι οργανισμού εγγύησης επαγγελματικών συντάξεων, όπως ο PSV.

30      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Εφαρμόζεται το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 […] όταν οι επαγγελματικές συνταξιοδοτικές παροχές χορηγούνται από έναν οργανισμό διεπαγγελματικής επικουρικής πρόνοιας υποκείμενο στην προληπτική εποπτεία που ασκείται από τη δημόσια αρχή εποπτείας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ο οποίος για οικονομικούς λόγους μειώνει νόμιμα τις παροχές του με τη συγκατάθεση της αρχής εποπτείας και, ενώ κατά το εθνικό δίκαιο ο εργοδότης υποχρεούνται να αντισταθμίζει τις μειώσεις των παροχών των πρώην μισθωτών, εντούτοις, δεν δύναται λόγω της αφερεγγυότητάς του να εκπληρώσει την υποχρέωσή του αυτή;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα:

Υπό ποιες συνθήκες μπορούν να θεωρηθούν προδήλως δυσανάλογες οι απώλειες που υφίσταται ο πρώην μισθωτός στις επαγγελματικές συνταξιοδοτικές παροχές λόγω της αφερεγγυότητας του εργοδότη, ώστε να οφείλουν τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ελάχιστο επίπεδο προστασίας, ακόμη και αν ο πρώην μισθωτός λαμβάνει τουλάχιστον το ήμισυ των παροχών που απορρέουν από τα κεκτημένα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα:

Παράγει το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 […] άμεσο αποτέλεσμα και απονέμει η εν λόγω διάταξη στους ιδιώτες δικαιώματα δυνάμενα να προβληθούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων έναντι κράτους μέλους, όταν το τελευταίο έχει παραλείψει να μεταφέρει την οδηγία αυτή στο εσωτερικό δίκαιο ή όταν έχει προβεί σε πλημμελή μεταφορά της;

4)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο τρίτο ερώτημα:

Αποτελεί δημόσιο φορέα κράτους μέλους ένας ιδιωτικού δικαίου οργανισμός, ο οποίος έχει ορισθεί από το κράτος μέλος ως –υποχρεωτικός για τους εργοδότες– οργανισμός εγγύησης των επαγγελματικών συντάξεων έναντι του κινδύνου αφερεγγυότητας και ο οποίος υπόκειται σε δημόσια χρηματοπιστωτική εποπτεία, εισπράττει δε επίσης από τους εργοδότες, βάσει δημοσίου δικαίου, τις αναγκαίες για την ασφάλιση κατά του κινδύνου αφερεγγυότητας εισφορές, και μπορεί να κινήσει, όπως μια δημόσια αρχή, διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης εκδίδοντας διοικητική πράξη;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

31      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται σε περίπτωση που εργοδότης, ο οποίος χορηγεί επαγγελματικές συνταξιοδοτικές παροχές μέσω διεπαγγελματικού οργανισμού, δεν μπορεί να εγγυηθεί, λόγω αφερεγγυότητας, την αντιστάθμιση των απωλειών λόγω της μείωσης των παροχών που χορηγεί ο διεπαγγελματικός αυτός οργανισμός, μείωση η οποία εγκρίθηκε από τη δημόσια αρχή εποπτείας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που ασκεί προληπτική εποπτεία στον εν λόγω οργανισμό.

32      Όσον αφορά το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/94, το άρθρο 1, παράγραφος 1, ορίζει ότι η οδηγία αυτή εφαρμόζεται στις απαιτήσεις μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας κατά εργοδοτών σε κατάσταση αφερεγγυότητας, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

33      Το άρθρο 8 της ως άνω οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη θέσπιση των αναγκαίων μέτρων για την προστασία των συμφερόντων των μισθωτών που έχουν ήδη αποχωρήσει από την επιχείρηση ή από την εγκατάσταση του εργοδότη την ημέρα επέλευσης της αφερεγγυότητάς του, σε ό,τι αφορά τα κεκτημένα δικαιώματά τους για παροχές γήρατος, στο πλαίσιο των υφισταμένων συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής επικουρικής πρόνοιας, εκτός των εθνικών συστημάτων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης.

34      Δεν αμφισβητείται ότι ο G. Bauer είναι πρώην μισθωτός, ότι ο πρώην εργοδότης του βρίσκεται σε κατάσταση αφερεγγυότητας και ότι, κατά τον χρόνο επέλευσης της αφερεγγυότητάς του και λόγω αυτής, προσεβλήθησαν τα κεκτημένα δικαιώματα για παροχές γήρατος, καθόσον ο πρώην εργοδότης δεν ήταν πλέον σε θέση να αντισταθμίσει τις μειώσεις της μηνιαίας επαγγελματικής σύνταξης που καταβάλλει ο διεπαγγελματικός οργανισμός, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο εργοδοτική εγγυητική υποχρέωση όσον αφορά την καταβολή των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών.

35      Επομένως, υφίστανται τα ουσιαστικά στοιχεία που διαλαμβάνονται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, πράγμα που συνεπάγεται ότι το άρθρο 8 εφαρμόζεται σε περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη (πρβλ. απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Hogan κ.λπ., C‑398/11, EU:C:2013:272, σκέψη 40).

36      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται σε περίπτωση που εργοδότης, ο οποίος χορηγεί επαγγελματικές συνταξιοδοτικές παροχές μέσω διεπαγγελματικού οργανισμού, δεν μπορεί να εγγυηθεί, λόγω της αφερεγγυότητάς του, την αντιστάθμιση των απωλειών λόγω της μείωσης των παροχών που χορηγεί ο διεπαγγελματικός αυτός οργανισμός, μείωση η οποία εγκρίθηκε από τη δημόσια αρχή εποπτείας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που ασκεί προληπτική εποπτεία στον εν λόγω οργανισμό.

 Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

37      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστούν οι ειδικές συνθήκες υπό τις οποίες πρέπει να γίνει δεκτό, για την εφαρμογή του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94, ότι η μείωση του ποσού των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών που χορηγούνται σε πρώην μισθωτό, λόγω αφερεγγυότητας του πρώην εργοδότη του, είναι προδήλως δυσανάλογη και συνεπάγεται την υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν ελάχιστη προστασία, ακόμη και αν ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει τουλάχιστον το ήμισυ του ποσού των παροχών που απορρέουν από τα κεκτημένα δικαιώματά του σε επαγγελματική σύνταξη.

38      Πρέπει να υπομνησθεί ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν, στο πλαίσιο της μεταφοράς του άρθρου 8 της οδηγίας αυτής, ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό τόσο του μηχανισμού όσο και του επιπέδου της προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων των εργαζομένων σε παροχές γήρατος βάσει συστημάτων επαγγελματικής επικουρικής πρόνοιας. Επομένως, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει πλήρη εγγύηση των επίμαχων δικαιωμάτων (πρβλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Hampshire, C‑17/17, EU:C:2018:674, σκέψη 41).

39      Συνεπώς, το άρθρο 8 δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να μειώνουν, επιδιώκοντας την επίτευξη θεμιτών οικονομικών και κοινωνικών στόχων, και ιδίως τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, τα κεκτημένα δικαιώματα των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη τους (πρβλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Hampshire, C‑17/17, EU:C:2018:674, σκέψη 42).

40      Επομένως, τα κράτη μέλη υποχρεούνται, σύμφωνα με τον σκοπό που επιδιώκει η οδηγία 2008/94, να εξασφαλίζουν στους εργαζομένους, εφόσον δεν υπάρχει εκ μέρους τους κατάχρηση δικαιώματος, κατά την έννοια του άρθρου 12 της οδηγίας αυτής, τον ελάχιστο βαθμό προστασίας που απαιτεί η διάταξη αυτή (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Νοεμβρίου 2016, Webb-Sämann, C‑454/15, EU:C:2016:891, σκέψη 35, και της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Hampshire, C‑17/17, EU:C:2018:674, σκέψη 47).

41      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ορθή μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη του άρθρου 8 της εν λόγω οδηγίας απαιτεί να λαμβάνει ένας πρώην μισθωτός, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη του, τουλάχιστον το ήμισυ των παροχών γήρατος που απορρέουν από συνταξιοδοτικά δικαιώματα που έχει θεμελιώσει στο πλαίσιο συστήματος επαγγελματικής επικουρικής πρόνοιας (πρβλ. αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου 2007, Robins κ.λπ., C‑278/05, EU:C:2007:56, σκέψη 57, της 25ης Απριλίου 2013, Hogan κ.λπ., C‑398/11, EU:C:2013:272, σκέψη 51, της 24ης Νοεμβρίου 2016, Webb-Sämann, C‑454/15, EU:C:2016:891, σκέψη 35, καθώς και της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Hampshire, C‑17/17, EU:C:2018:674, σκέψη 50).

42      Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, ακόμη και αν επιβάλλεται ελάχιστη εγγύηση μέχρι το ήμισυ των παροχών γήρατος δυνάμει του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94, τούτο δεν αποκλείει ότι, υπό ορισμένες συνθήκες, οι απώλειες που έχει υποστεί εργαζόμενος ή πρώην εργαζόμενος μπορούν επίσης να θεωρηθούν ως προδήλως δυσανάλογες υπό το πρίσμα της υποχρέωσης προστασίας των συμφερόντων των μισθωτών κατά τη διάταξη αυτή (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Νοεμβρίου 2016, Webb-Sämann, C‑454/15, EU:C:2016:891, σκέψη 35, καθώς και της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Hampshire, C‑17/17, EU:C:2018:674, σκέψη 50).

43      Όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση της πρότασης οδηγίας του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη, της 11ης Απριλίου 1978 [COM(78) 141 τελικό], ο σκοπός της οδηγίας αυτής συνίστατο στο να παράσχει προστασία υπό συνθήκες που απειλούν να στερήσουν από τον εργαζόμενο και την οικογένειά του τα μέσα διαβίωσής τους. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην ως άνω αιτιολογική έκθεση, οι διατάξεις που πλέον περιλαμβάνονται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 δικαιολογούνται από τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να αποτρέψει ιδιαιτέρως δυσμενείς για τον εργαζόμενο συνθήκες, λόγω απώλειας των δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει από σύστημα επαγγελματικής επικουρικής πρόνοιας.

44      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η μείωση των παροχών γήρατος που χορηγούνται σε πρώην μισθωτό πρέπει να θεωρείται προδήλως δυσανάλογη όταν από τη μείωση αυτή καθώς και, ενδεχομένως, από την αναμενόμενη εξέλιξή της προκύπτει ότι η δυνατότητα του ενδιαφερομένου να καλύψει τις ανάγκες του πλήττεται σε πολύ σημαντικό βαθμό. Τέτοια είναι η περίπτωση της μείωσης των παροχών γήρατος την οποία υφίσταται πρώην μισθωτός ο οποίος ζει ήδη –ή αναμένεται να ζήσει, λόγω της μείωσης αυτής– κάτω από το όριο του κινδύνου φτώχειας, όπως αυτό καθορίζεται για το οικείο κράτος μέλος από την Eurostat.

45      Το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 επιβάλλει, ως υποχρέωση ελάχιστης προστασίας, σε κράτος μέλος να εγγυάται σε πρώην εργαζομένους που είναι εκτεθειμένοι σε τέτοια μείωση των παροχών γήρατος αποζημίωση ανερχόμενη σε ύψος που, χωρίς να καλύπτει κατ’ ανάγκην το σύνολο των απωλειών που έχουν υποστεί, μπορεί να εξισορροπήσει τον προδήλως δυσανάλογο χαρακτήρα τους.

46      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 έχει την έννοια ότι η μείωση του ποσού των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών που χορηγούνται σε πρώην μισθωτό, η οποία οφείλεται στην αφερεγγυότητα του πρώην εργοδότη του, είναι προδήλως δυσανάλογη, ακόμη και αν ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει τουλάχιστον το ήμισυ του ποσού των παροχών που απορρέουν από τα κεκτημένα δικαιώματά του, όταν αυτός ο πρώην μισθωτός ζει ήδη –ή αναμένεται να ζήσει, λόγω της μείωσης αυτής– κάτω από το όριο του κινδύνου φτώχειας, όπως αυτό καθορίζεται για το οικείο κράτος μέλος από την Eurostat.

 Επί του τρίτου και του τέταρτου ερωτήματος

47      Με το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι έχει άμεσο αποτέλεσμα και, επομένως, δύναται να γίνει επίκλησή του έναντι οργανισμού ιδιωτικού δικαίου ο οποίος ορίζεται από το κράτος ως φορέας ασφάλισης κατά του κινδύνου αφερεγγυότητας των εργοδοτών στον τομέα των επαγγελματικών συντάξεων.

48      Όπως έχει κρίνει επανειλημμένως το Δικαστήριο, οι διοικούμενοι μπορούν να επικαλούνται απαλλαγμένες αιρέσεων και αρκούντως σαφείς διατάξεις οδηγιών έναντι του κράτους μέλους και του συνόλου των οργάνων της δημόσιας διοίκησης, καθώς και έναντι οργανισμών ή φορέων που υπόκεινται στην εποπτεία ή τον έλεγχο του κράτους ή που έχουν εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με εκείνες που απορρέουν από τους εφαρμοστέους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνες (απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Hampshire, C‑17/17, EU:C:2018:674, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Μπορούν επίσης να εξομοιώνονται με το κράτος οργανισμοί ή φορείς στους οποίους έχει ανατεθεί, από δημόσια αρχή, η εκτέλεση αποστολής δημοσίου συμφέροντος και, για τον λόγο αυτό, έχουν εξοπλιστεί με εξαιρετικές εξουσίες (αποφάσεις της 10ης Οκτωβρίου 2017, Farrell, C‑413/15, EU:C:2017:745, σκέψη 34, και της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Hampshire, C‑17/17, EU:C:2018:674, σκέψη 55).

49      Η εξέταση του ζητήματος κατά πόσον το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 είναι απαλλαγμένο αιρέσεων και αρκούντως σαφές πρέπει να επικεντρώνεται σε τρία στοιχεία, δηλαδή τον προσδιορισμό των δικαιούχων της προστασίας που προβλέπει η διάταξη αυτή, το περιεχόμενο της εν λόγω προστασίας και τα χαρακτηριστικά του φορέα που οφείλει να παράσχει την προστασία.

50      Όσον αφορά τους δικαιούχους της προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, από το γράμμα του άρθρου αυτού προκύπτει σαφώς ότι η οδηγία αποβλέπει στην προστασία των μισθωτών και των πρώην μισθωτών που πλήττονται από την αφερεγγυότητα του εργοδότη τους ή του πρώην εργοδότη τους. Επομένως, το εν λόγω άρθρο πληροί, ως προς τον προσδιορισμό των δικαιούχων της εγγύησης, τις προϋποθέσεις σαφήνειας και απουσίας αιρέσεων που απαιτούνται για την άμεση εφαρμογή μιας διάταξης οδηγίας (απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Hampshire, C‑17/17, EU:C:2018:674, σκέψη 57).

51      Όσον αφορά το περιεχόμενο της προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το εν λόγω άρθρο 8 αποβλέπει στο να εξασφαλίζει σε κάθε μισθωτό μια ελάχιστη προστασία (πρβλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Hampshire, C‑17/17, EU:C:2018:674, σκέψεις 46 και 47 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

52      Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το εν λόγω άρθρο 8, καθόσον επιβάλλει στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν, χωρίς εξαίρεση, σε κάθε μισθωτό αποζημίωση που αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 50 % της αξίας των κεκτημένων, βάσει συστήματος επαγγελματικής επικουρικής πρόνοιας, δικαιωμάτων του, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη του, περιέχει σαφή, ακριβή και απαλλαγμένη αιρέσεων υποχρέωση των κρατών μελών, η οποία έχει ως αντικείμενο την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες (πρβλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Hampshire, C‑17/17, EU:C:2018:674, σκέψη 60).

53      Κατόπιν των σκέψεων 44 και 45 της παρούσας απόφασης, το ίδιο ισχύει και για την απαίτηση βάσει της οποίας τα κράτη μέλη, δυνάμει του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94, υποχρεούνται επίσης να εξασφαλίζουν ελάχιστη προστασία στον πρώην εργαζόμενο που εκτίθεται σε προδήλως δυσανάλογη μείωση παροχών γήρατος και, επομένως, οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται άμεσα την απαίτηση αυτή ενώπιον εθνικού δικαστηρίου.

54      Όσον αφορά τα χαρακτηριστικά του φορέα που οφείλει να παράσχει την προστασία που προβλέπει το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο PSV έχει οριστεί από το οικείο κράτος μέλος ως φορέας ασφάλισης κατά του κινδύνου αφερεγγυότητας των εργοδοτών στον τομέα των επαγγελματικών συντάξεων. Ο ιδιωτικού δικαίου οργανισμός αυτός υπόκειται στην προληπτική εποπτεία που ασκεί η δημόσια αρχή εποπτείας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Επιπλέον, εισπράττει από τους εργοδότες, με βάση κανόνες δημοσίου δικαίου, τις υποχρεωτικές εισφορές που απαιτούνται για την ασφάλιση κατά του κινδύνου αφερεγγυότητας και μπορεί, όπως μια δημόσια αρχή, να κινήσει διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης εκδίδοντας διοικητική πράξη.

55      Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στον PSV και των όρων υπό τους οποίους αυτός τα ασκεί, ο φορέας αυτός διακρίνεται από τους ιδιώτες και πρέπει να εξομοιωθεί προς το κράτος και, ως εκ τούτου, είναι κατ’ αρχήν δυνατή η έναντι του PSV επίκληση των απαλλαγμένων αιρέσεων και αρκούντως σαφών διατάξεων του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94.

56      Εντούτοις, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 96 των προτάσεών του, η ερμηνεία αυτή μπορεί να γίνει δεκτή μόνον αν το οικείο κράτος μέλος έχει αναθέσει στον PSV την υποχρέωση διασφάλισης της ελάχιστης προστασίας που απαιτεί το άρθρο 8 όσον αφορά τις παροχές γήρατος, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. Πράγματι, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τις παρατηρήσεις που υπέβαλε ο PSV καθώς και η Γερμανική Κυβέρνηση, η εγγύηση που πρέπει να εξασφαλίζει ο οργανισμός αυτός δεν εκτείνεται, κατά τα φαινόμενα, σε παροχές χορηγούμενες από ταμεία συντάξεων όπως τα επίμαχα στην κύρια δίκη.

57      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο τρίτο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 το οποίο προβλέπει υποχρέωση ελάχιστης προστασίας μπορεί να παράγει άμεσο αποτέλεσμα και, επομένως, δύναται να γίνει επίκλησή του έναντι οργανισμού ιδιωτικού δικαίου ο οποίος έχει οριστεί από το κράτος ως φορέας ασφάλισης κατά του κινδύνου αφερεγγυότητας των εργοδοτών στον τομέα των επαγγελματικών συντάξεων, καθόσον, λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στον οργανισμό αυτόν και των όρων υπό τους οποίους τα ασκεί, αυτός μπορεί να εξομοιωθεί προς το κράτος, υπό την προϋπόθεση ότι τα καθήκοντα εγγύησης που του έχουν ανατεθεί καλύπτουν πράγματι τα είδη παροχών γήρατος για τα οποία επιβάλλεται η ελάχιστη προστασία που προβλέπει το άρθρο 8.

 Επί των δικαστικών εξόδων

58      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται σε περίπτωση που εργοδότης, ο οποίος χορηγεί επαγγελματικές συνταξιοδοτικές παροχές μέσω διεπαγγελματικού οργανισμού, δεν μπορεί να εγγυηθεί, λόγω της αφερεγγυότητάς του, την αντιστάθμιση των απωλειών λόγω της μείωσης των παροχών που χορηγεί ο διεπαγγελματικός αυτός οργανισμός, μείωση η οποία εγκρίθηκε από τη δημόσια αρχή εποπτείας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που ασκεί προληπτική εποπτεία στον εν λόγω οργανισμό.

2)      Το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 έχει την έννοια ότι η μείωση του ποσού των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών που χορηγούνται σε πρώην μισθωτό, η οποία οφείλεται στην αφερεγγυότητα του πρώην εργοδότη του, είναι προδήλως δυσανάλογη, μολονότι ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει τουλάχιστον το ήμισυ του ποσού των παροχών που απορρέουν από τα κεκτημένα δικαιώματά του, όταν αυτός ο πρώην μισθωτός ζει ήδη –ή αναμένεται να ζήσει, λόγω της μείωσης αυτής– κάτω από το όριο του κινδύνου φτώχειας, όπως αυτό καθορίζεται για το οικείο κράτος μέλος από την Eurostat.

3)      Το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 το οποίο προβλέπει υποχρέωση ελάχιστης προστασίας μπορεί να παράγει άμεσο αποτέλεσμα και, επομένως, δύναται να γίνει επίκλησή του έναντι οργανισμού ιδιωτικού δικαίου ο οποίος έχει οριστεί από το κράτος ως φορέας ασφάλισης κατά του κινδύνου αφερεγγυότητας των εργοδοτών στον τομέα των επαγγελματικών συντάξεων, καθόσον, λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στον οργανισμό αυτόν και των όρων υπό τους οποίους τα ασκεί, αυτός μπορεί να εξομοιωθεί προς το κράτος, υπό την προϋπόθεση ότι τα καθήκοντα εγγύησης που του έχουν ανατεθεί καλύπτουν πράγματι τα είδη παροχών γήρατος για τα οποία επιβάλλεται η ελάχιστη προστασία που προβλέπει το άρθρο 8.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.