Language of document : ECLI:EU:T:2018:718

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
(ένατο πενταμελές τμήμα)

της 25ης Οκτωβρίου 2018 (*)

«Προσφυγή ακύρωσης και αγωγή αποζημίωσης – Προσωπικό του SATCEN – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης – Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Άρθρο 24 ΣΕΕ – Άρθρα 263, 268, 270 και 275 ΣΛΕΕ – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – Ίση μεταχείριση – Αποφάσεις 2014/401/ΚΕΠΠΑ και 2009/747/ΚΕΠΠΑ – Επιτροπή προσφυγών του SATCEN – Ένσταση έλλειψης νομιμότητας – Αίτηση αρωγής – Τρόπος διενέργειας της διοικητικής έρευνας – Αναστολή της άσκησης καθηκόντων – Πειθαρχική διαδικασία – Παύση των καθηκόντων – Αρχή της χρηστής διοίκησης – Απαίτηση αμεροληψίας – Δικαίωμα ακρόασης – Πρόσβαση στον φάκελο – Εξωσυμβατική ευθύνη – Πρόωρο αίτημα αποζημίωσης – Ηθική βλάβη»

Στην υπόθεση T‑286/15,

KF, εκπροσωπούμενη από τον A. Kunst, δικηγόρο, και τον N. Macaulay, barrister,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Δορυφορικού Κέντρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (SATCEN), εκπροσωπουμένου από τους L. Defalque και A. Guillerme, δικηγόρους,

καθού-εναγομένου,

υποστηριζομένου από

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τους F. Naert και M. Bauer,

παρεμβαίνον,

με αντικείμενο, αφενός, αίτημα βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση των αποφάσεων του διευθυντή του SATCEN, της 5ης Ιουλίου 2013, περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας κατά της προσφεύγουσας-ενάγουσας, περί αναστολής της άσκησης των καθηκόντων της προσφεύγουσας-ενάγουσας και απόρριψης της αίτησης αρωγής της και της απόφασης της 28ης Φεβρουαρίου 2014 περί παύσης των καθηκόντων της προσφεύγουσας-ενάγουσας, καθώς και της απόφασης της επιτροπής προσφυγών του SATCEN, της 26ης Ιανουαρίου 2015, που επικύρωσε τις αποφάσεις αυτές, και, αφετέρου, αίτημα βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ για την αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται ότι υπέστη η προσφεύγουσα-ενάγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni, πρόεδρο, L. Madise, R. da Silva Passos (εισηγητή), K. Kowalik-Bańczyk και C. Mac Eochaidh, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 26ης Οκτωβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Ιστορικό της διαφοράς

1.      Επί του Δορυφορικού Κέντρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1        Η ίδρυση του Δορυφορικού Κέντρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: SATCEN) ανάγεται στην απόφαση του Συμβουλίου Υπουργών της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΔΕ) της 27ης Ιουνίου 1991 για την ίδρυση κέντρου εκμετάλλευσης δορυφορικών δεδομένων που εξεδόθη βάσει της απόφασης του εν λόγω συμβουλίου της 10ης Δεκεμβρίου 1990, σχετικά με τη διαστημική συνεργασία στα πλαίσια της ΔΕ. Σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου Υπουργών της ΔΕ της 27ης Ιουνίου 1991, το δορυφορικό κέντρο της ΔΕ δημιουργήθηκε ως επικουρικό όργανο της ΔΕ και δεν διέθετε νομική προσωπικότητα διακριτή από αυτήν.

2        Το Συμβούλιο Υπουργών της ΔΕ, με τη δήλωσή του στη Μασσαλία (Γαλλία) στις 13 Νοεμβρίου 2000, αναφέρθηκε στην καταρχήν συμφωνία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 10ης Νοεμβρίου 2000, για τη δημιουργία, με τη μορφή οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δορυφορικού κέντρου στο οποίο ενσωματώνονται τα σχετικά στοιχεία του κέντρου που είχε συσταθεί στο πλαίσιο της ΔΕ.

3        Κατ’ αυτόν τον τρόπο, με την κοινή δράση 2001/555/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 2001 (ΕΕ 2001, L 200, σ. 5), ιδρύθηκε το SATCEN και άρχισε να λειτουργεί από την 1η Ιανουαρίου 2002. Η τέταρτη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω κοινής δράσης αναφέρει ότι το «Δορυφορικό Κέντρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να έχει νομική προσωπικότητα, διατηρώντας, παράλληλα, στενούς δεσμούς με το Συμβούλιο και λαμβανομένης δεόντως υπόψη της γενικής πολιτικής ευθύνης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των οργάνων της».

4        Στις 30 Μαρτίου 2010 τα κράτη μέλη της ΔΕ ανακοίνωσαν, με κοινή δήλωση, τη διάλυση του οργανισμού αυτού από τις 30 Ιουνίου 2011, ιδίως λόγω του ότι «[η] θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας σηματοδοτ[ούσε] την έναρξη ενός νέου σταδίου για την ευρωπαϊκή ασφάλεια και άμυνα».

5        Στη συνέχεια, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2014/401/ΚΕΠΠΑ, της 26ης Ιουνίου 2014, σχετικά με το Δορυφορικό Κέντρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την κατάργηση της κοινής δράσης 2001/555/ΚΕΠΠΑ για τη σύσταση Δορυφορικού Κέντρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2014, L 188, σ. 73), η οποία αποτελεί πλέον το νομικό πλαίσιο που διέπει το SATCEN.

6        Όπως προκύπτει από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη και από το άρθρο 5 της απόφασης αυτής, το SATCEN λειτουργεί διαθέτοντας «ευρωπαϊκή αυτόνομη ικανότητα» και έχει τη νομική προσωπικότητα που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων του και την επίτευξη των στόχων του.

7        Κατά το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 3, της εν λόγω απόφασης, τα βασικά καθήκοντα του SATCEN συνίστανται στο να υποστηρίζει τη λήψη αποφάσεων και τις δράσεις της Ένωσης στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ), ιδίως της κοινής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας (ΚΠΑΑ), συμπεριλαμβανομένων των αποστολών και επιχειρήσεων διαχείρισης κρίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρέχοντας, κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου ή του Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, υλικό και υπηρεσίες που προκύπτουν από την εκμετάλλευση των σχετικών διαστημικών πόρων και συναφών δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων δορυφορικών εικόνων και αεροφωτογραφιών, και των συναφών υπηρεσιών.

8        Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της απόφασης 2014/401 διευκρινίζει ότι η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας (ΕΠΑ) ασκεί, υπό την ευθύνη του Συμβουλίου, πολιτική εποπτεία στις δραστηριότητες του SATCEN και καθοδηγεί πολιτικά τις προτεραιότητές του, ενώ ο Ύπατος Εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας παρέχει επιχειρησιακές οδηγίες.

9        Το SATCEN αποτελείται από τρία επιχειρησιακά τμήματα, ήτοι τμήμα επιχειρήσεων, τμήμα ανάπτυξης δυνατοτήτων και τμήμα τεχνολογίας της πληροφορίας. Επιπλέον, το SATCEN περιλαμβάνει διοικητικό τμήμα καθώς και μονάδα οικονομικής διαχείρισης.

10      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, της απόφασης 2014/401, ο διευθυντής του SATCEN είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος του οργανισμού αυτού. Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4, και παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της απόφασης 2014/401, ο ως άνω διευθυντής είναι, αφενός, αρμόδιος για την πρόσληψη όλου του λοιπού προσωπικού του SATCEN και, αφετέρου, υπεύθυνος για όλα τα θέματα προσωπικού.

11      Όσον αφορά το προσωπικό του SATCEN, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 3, της απόφασης 2014/401, αυτό αποτελείται από συμβασιούχους υπαλλήλους που διορίζονται από τον διευθυντή του SATCEN, καθώς και από αποσπασμένους εμπειρογνώμονες. Το άρθρο 8, παράγραφος 5, της απόφασης αυτής παρέχει στο διοικητικό συμβούλιο την αρμοδιότητα να καθορίζει, κατόπιν πρότασης του διευθυντή, τους κανόνες που αφορούν το προσωπικό του SATCEN, οι οποίοι θεσπίζονται από το Συμβούλιο. Με βάση πανομοιότυπη διάταξη, το Συμβούλιο, στο πλαίσιο της κοινής δράσης 2001/555, εξέδωσε την απόφαση 2009/747/ΚΕΠΠΑ, της 14ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης του Δορυφορικού Κέντρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 276, σ. 1, στο εξής: κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN).

12      Όσον αφορά τις διαφορές μεταξύ του SATCEN και των υπαλλήλων του για ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN, το άρθρο 28, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Αφού εξαντληθεί η πρώτη δυνατότητα προσφυγής (χαριστική), ο υπάλληλος είναι ελεύθερος να απευθύνει ιεραρχική προσφυγή στην επιτροπή προσφυγών του [SATCEN].

Η σύνθεση, η λειτουργία και οι ειδικές διαδικασίες αυτού του οργάνου ορίζονται στο παράρτημα Χ.»

13      Κατά το άρθρο 28, παράγραφος 6, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN:

«Οι αποφάσεις της επιτροπής προσφυγών είναι δεσμευτικές και για τα δύο μέρη. Δεν επιδέχονται άλλη προσφυγή. Η επιτροπή προσφυγών δύναται:

α)      να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση ή να την επιβεβαιώσει·

β)      να καταδικάσει το [SATCEN] παρεμπιπτόντως να επανορθώσει τις υλικές ζημίες που υπέστη ο υπάλληλος από την ημέρα κατά την οποία άρχισε να παράγει αποτελέσματα η ακυρωθείσα απόφαση·

γ)      να αποφασίσει, περαιτέρω, ότι το [SATCEN] επιστρέφει, εντός ορίου που καθορίζει η επιτροπή προσφυγών, τα αιτιολογημένα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο προσφεύγων […]».

14      Το παράρτημα X, σημείο 1, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN ορίζει:

«Η επιτροπή προσφυγών είναι αρμόδια για την επίλυση των διαφορών που ενδέχεται να προκύψουν λόγω παραβάσεως του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή των συμβάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 7 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Προς τούτο, λαμβάνει γνώση των προσφυγών κατά αποφάσεων του διευθυντή τις οποίες υποβάλλουν υπάλληλοι ή πρώην υπάλληλοι ή οι έλκοντες εξ αυτών δικαιώματα και/ή εκπρόσωποί τους.»

15      Το παράρτημα X, σημείο 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN προβλέπει επίσης ότι ο προσφεύγων ενώπιον της επιτροπής προσφυγών του SATCEN (στο εξής: επιτροπή προσφυγών) «διαθέτει προθεσμία είκοσι ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία του γνωστοποιήθηκε η απόφαση που θεωρεί ότι τον αδικεί […] προκειμένου να υποβάλει γραπτή αίτηση ζητώντας την ανάκληση ή την τροποποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης από την επιτροπή προσφυγών [· η] αίτηση αυτή υποβάλλεται στον προϊστάμενο Διοίκησης και Προσωπικού του [SATCEN], ο οποίος βεβαιώνει στον υπάλληλο την παραλαβή της και θέτει σε κίνηση τη διαδικασία σύγκλησης της επιτροπής προσφυγών».

16      Τέλος, όσον αφορά τη σύνθεση της επιτροπής προσφυγών του SATCEN, από το παράρτημα X, σημείο 2, στοιχεία αʹ, βʹ και εʹ, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN προκύπτει ότι η επιτροπή αυτή απαρτίζεται από έναν πρόεδρο και δύο μέλη, που ορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο του SATCEN, για δύο έτη, χωρίς να ανήκουν στο προσωπικό του SATCEN, και ότι οι αμοιβές του προέδρου και των μελών της καθορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο του SATCEN.

2.      Ιστορικό της διαφοράς και προσβαλλόμενες αποφάσεις

17      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα (στο εξής: προσφεύγουσα), KF, προσελήφθη από το SATCEN ως συμβασιούχος υπάλληλος από την 1η Αυγούστου 2009, για περίοδο τριών ετών, προκειμένου να ασκήσει τα καθήκοντα της προϊσταμένης του διοικητικού τμήματος. Κατά το πέρας της δοκιμαστικής περιόδου, στις 31 Ιανουαρίου 2010, επικυρώθηκε η ανάληψη των καθηκόντων της προσφεύγουσας από τον διευθυντή του SATCEN, που ανέφερε συναφώς ότι η εργασία της προσφεύγουσας χαρακτηριζόταν από «διακριτικότητα και λεπτούς χειρισμούς, αλλά και από επίδειξη αποφασιστικότητας κατά την κοινοποίηση των αποφάσεών της».

18      Στο πλαίσιο της ετήσιας αξιολόγησης για το έτος 2010, ο αναπληρωτής διευθυντής του SATCEN υπέβαλε έκθεση αξιολόγησης για την προσφεύγουσα, στις 28 Μαρτίου 2011, κατά την οποία η συνολική της απόδοση κρίθηκε ανεπαρκής και της δόθηκε η χαμηλότερη βαθμολογία. Ο αναπληρωτής διευθυντής έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι, «λαμβανομένου υπόψη του ευρέος φάσματος των διοικητικών υποθέσεων, [ήταν] απολύτως απαραίτητο να επιδεικνύει η [KF] […] εμπιστοσύνη προς το προσωπικό του τμήματός της όσον αφορά την εκτέλεση των εργασιών για τις οποίες το προσωπικό αυτό [ήταν] πλήρως αρμόδιο και ότι έπρεπε «ιδίως να ληφθούν υπόψη οι ανθρώπινες σχέσεις κυρίως εντός ενός πολύ ευαίσθητου πολυεθνικού περιβάλλοντος και προκειμένου να αποφεύγονται περιττές εντάσεις». Η προσφεύγουσα αμφισβήτησε την ορθότητα των συμπερασμάτων αυτών και τον τρόπο με τον οποίο διεξήχθη η αξιολόγηση.

19      Στις 27 Μαρτίου 2012, στο πλαίσιο της ετήσιας αξιολόγησης για το έτος 2011, ο αναπληρωτής διευθυντής του SATCEN σημείωσε θετική εξέλιξη της προσφεύγουσας σε σχέση με το προηγούμενο έτος και έκρινε ότι η συνολική απόδοσή της ήταν θετική, λαμβάνοντας υπόψη τις προσπάθειες που είχε καταβάλει. Διευκρίνισε επίσης ότι οι προσπάθειες αυτές «για να διευθύνει καλύτερα την ομάδα εργαζομένων του διοικητικού τμήματος [έπρεπε] οπωσδήποτε να συνεχιστούν», και ότι «ο τρόπος με τον οποίο διηύθυνε συνέχιζε να έχει ως αποτέλεσμα, επανειλημμένως, την υποβολή καταγγελιών οι οποίες ερμηνεύονταν, σε ορισμένες περιπτώσεις, ως μόνιμη επαγγελματική πίεση». Όσον αφορά το μέρος της έκθεσης αξιολόγησης που αφορούσε την ευπρέπεια και τις ανθρώπινες σχέσεις, ο αναπληρωτής διευθυντής έκρινε ότι η προσφεύγουσα όφειλε να καταβάλει πραγματικές προσπάθειες όσον αφορά τη διαχείριση της ομάδας της, αποφεύγοντας την αδικαιολόγητη πίεση και επιδεικνύοντας περισσότερη εμπιστοσύνη προς τους συναδέλφους της. Η προσφεύγουσα υπέβαλε επίσης παρατηρήσεις στο περιθώριο αυτής της έκθεσης αξιολόγησης, αναφέροντας ότι οι ανθρώπινες σχέσεις εντός του τμήματός της ήταν πολύ καλές, ενώ η επικοινωνία με τους προϊσταμένους των άλλων τμημάτων ήταν συχνά «προβληματική, λόγω παρανοήσεων, και ενίοτε επιδεινωνόταν λόγω ασαφών μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που κατέληγαν σε υποψίες και κατηγορίες και δηλητηρίαζαν κατ’ αυτόν τον τρόπο τις σχέσεις τους».

20      Στις 24 Μαΐου 2012 η σύμβαση της προσφεύγουσας παρατάθηκε για περίοδο τεσσάρων ετών, έως τις 31 Ιουλίου 2016.

21      Στο πλαίσιο της ετήσιας αξιολόγησης για το έτος 2012, ο διευθυντής του SATCEN ανέθεσε, με εσωτερικό σημείωμα της 17ης Οκτωβρίου 2012, στον αναπληρωτή διευθυντή να συλλέξει πληροφορίες από το προσωπικό σχετικά με την ευπρέπεια και τις ανθρώπινες σχέσεις εντός του SATCEN. Σε αυτό το εσωτερικό σημείωμα, ο διευθυντής του SATCEN διευκρίνιζε ότι θα έπρεπε να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην περίπτωση των υπαλλήλων με αρμοδιότητες διαχείρισης, όπως είναι, μεταξύ άλλων, οι προϊστάμενοι τμήματος, και να εντοπιστούν, ενδεχομένως, πιθανές περιπτώσεις άσκησης ψυχολογικής πίεσης ή παρενόχλησης, που μπορεί να προκαλέσουν στους υφισταμένους τους ανησυχία, απώλεια αυτοεκτίμησης, απώλεια κινήτρων ή ακόμη και κλάμα.

22      Στις 14 Νοεμβρίου 2012 δώδεκα υπάλληλοι του SATCEN υπέβαλαν καταγγελία στον διευθυντή και στον αναπληρωτή διευθυντή, προκειμένου να γνωστοποιήσουν «τη δύσκολη κατάσταση την οποία αντιμετώπιζαν εδώ και περισσότερα από τρία έτη προκειμένου να εκτελέσουν κανονικά την εργασία [τους]», διευκρινίζοντας ότι αυτό «προ[έκυπτε] από τη στάση και τη συμπεριφορά της προϊσταμένης του διοικητικού τμήματος, [KF]».

23      Στις αρχές του 2013 ο αναπληρωτής διευθυντής του SATCEN έδωσε συνέχεια στο προαναφερθέν εσωτερικό σημείωμα της 17ης Οκτωβρίου 2012 σχετικά με την ευπρέπεια και τις ανθρώπινες σχέσεις, απευθύνοντας σε 40 υπαλλήλους του SATCEN που εργάζονταν σε διάφορα τμήματα ερωτηματολόγιο, καλώντας τους, μέσω ερωτήσεων πολλαπλής επιλογής, να αξιολογήσουν τις ανθρώπινες σχέσεις με τον προϊστάμενο του τμήματός τους. Με εσωτερικό σημείωμα της 7ης Μαρτίου 2013, ο αναπληρωτής διευθυντής του SATCEN ενημέρωσε τον διευθυντή του SATCEN ότι, βάσει των απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο, «φα[ινόταν] σαφώς ότι υφίστατ[ο] πραγματικό πρόβλημα σε επίπεδο ανθρώπινων σχέσεων με την προϊσταμένη του διοικητικού τμήματος, [KF], λαμβανομένων υπόψη των γενικών αρνητικών απαντήσεων του προσωπικού του διοικητικού τμήματος».

24      Με εσωτερικό σημείωμα της 8ης Μαρτίου 2013, ο διευθυντής του SATCEN ζήτησε από τον αναπληρωτή διευθυντή του SATCEN, βάσει του άρθρου 27 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN, να κινήσει διαδικασία διοικητικής έρευνας κατά της προσφεύγουσας.

25      Η διοικητική έρευνα συνίστατο στην αποστολή, στις 12 Ιουνίου 2013, ερωτηματολογίου πολλαπλών επιλογών σε 24 υπαλλήλους του SATCEN, προκειμένου να προσδιοριστεί αν είχαν αντιμετωπίσει ορισμένους τύπους συμπεριφορών από την προσφεύγουσα (με αναφορά του ονόματός της) και αν είχαν διαπιστώσει ορισμένες συνέπειες στους ίδιους ή άλλους υπαλλήλους, λόγω της επίμαχης συμπεριφοράς. Τα ερωτηματολόγια καλούσαν επίσης τους υπαλλήλους να καταθέσουν οποιαδήποτε μαρτυρία ή αποδεικτικό στοιχείο προς επίρρωση των απαντήσεών τους. Οι υπάλληλοι έπρεπε να απαντήσουν πριν από τις 20 Ιουνίου 2013 και, από τους 24 ερωτηθέντες, οι 6 δεν απάντησαν καθόλου.

26      Εν τω μεταξύ, προς απάντηση στην ετήσια αξιολόγησή της για το έτος 2012, σύμφωνα με την οποία η συνολική της επίδοση κρίθηκε εκ νέου ανεπαρκής, η προσφεύγουσα, με επιστολή της 20ής Μαρτίου 2013, αφενός, αμφισβήτησε την ορθότητα της εν λόγω αξιολόγησης και, αφετέρου, ζήτησε από τον διευθυντή του SATCEN να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε να παύσει η εις βάρος της παρενόχληση.

27      Στις 2 Ιουλίου 2013 ο αναπληρωτής διευθυντής του SATCEN ολοκλήρωσε την έρευνά του, κρίνοντας ότι είχαν αποδειχθεί οι πράξεις που προσάπτονταν στην προσφεύγουσα. Σύμφωνα με την αναφορά για την έρευνα, η προσφεύγουσα επιδείκνυε «εκ προθέσεως, κατ’ επανάληψη, διαρκώς ή συστηματικώς συμπεριφορά […] που κατέτεινε στην απαξίωση ή τη μείωση των θιγομένων προσώπων», «η δε εν λόγω συμπεριφορά που αποδιδόταν στην [KF] [είχε] επιβεβαιωθεί και, λαμβανομένων υπόψη της φύσης της, της συχνότητάς της και της επίδρασής της σε ορισμένα μέλη του προσωπικού, παρουσίαζε τα χαρακτηριστικά της ηθικής παρενόχλησης».

28      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του διευθυντή του SATCEN, της 3ης Ιουλίου 2013, στο οποίο επισυναπτόταν η αναφορά για την έρευνα, η προσφεύγουσα έλαβε γνώση των πορισμάτων της αναφοράς για τη διοικητική έρευνα. Με το ίδιο μήνυμα, ο διευθυντής του SATCEN κάλεσε την προσφεύγουσα σε συνέντευξη στις 5 Ιουλίου 2013, προκειμένου να συνεχίσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 2 του παραρτήματος IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN.

29      Με απόφαση της 5ης Ιουλίου 2013, ο διευθυντής του SATCEN έλαβε υπό σημείωση ότι, κατά το πέρας της έρευνάς του, ο αναπληρωτής διευθυντής του SATCEN είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η προσαπτόμενη στην προσφεύγουσα συμπεριφορά είχε επιβεβαιωθεί και συνιστούσε ηθική παρενόχληση, λαμβανομένης υπόψη της φύσης, της συχνότητας και της επίδρασής της στους υπαλλήλους του SATCEN. Για τους λόγους αυτούς και κατόπιν ακρόασης της προσφεύγουσας την ίδια ημέρα, αποφάσισε, αφενός, να κινήσει πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου κατά της προσφεύγουσας (στο εξής: απόφαση περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας) και, αφετέρου, να αναστείλει την άσκηση των καθηκόντων της, με συνέχιση της καταβολής των αποδοχών της (στο εξής: απόφαση περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων).

30      Στις 23 Αυγούστου 2013 ο διευθυντής του SATCEN αποφάσισε τη σύνθεση του πειθαρχικού συμβουλίου και ενημέρωσε σχετικά την προσφεύγουσα.

31      Η προσφεύγουσα υπέβαλε, στις 28 Αυγούστου 2013, στον διευθυντή του SATCEN διοικητική ένσταση κατά των αποφάσεων περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας και περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων της 5ης Ιουλίου 2013, κατά της απόφασης περί της σύνθεσης του πειθαρχικού συμβουλίου της 23ης Αυγούστου 2013, καθώς και κατά της απόφασης με την οποία ο διευθυντής του SATCEN απέρριψε σιωπηρώς την αίτηση αρωγής που υπέβαλε για φερόμενη ηθική παρενόχληση.

32      Στις 11 Σεπτεμβρίου 2013 καθορίστηκε οριστικά η σύνθεση του πειθαρχικού συμβουλίου, καθότι διαπιστώθηκε ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε αντιρρήσεις σχετικά με κανένα από τα μέλη που ορίστηκαν αρχικά.

33      Με έγγραφο της 4ης Οκτωβρίου 2013, ο διευθυντής του SATCEN απέρριψε τη διοικητική ένσταση που υπέβαλε η προσφεύγουσα στις 28 Αυγούστου 2013. Έκρινε ότι οι αποφάσεις περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας και περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων δικαιολογούνταν με βάση τις πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στην αναφορά για τη διοικητική έρευνα. Όσον αφορά την αίτηση αρωγής για φερόμενη παρενόχληση, ο διευθυντής του SATCEN έκρινε ότι, κατά το πέρας προκαταρκτικής έρευνας που διεξήχθη προς διερεύνηση της αίτησης αυτής, καμία συμπεριφορά των υπαλλήλων του SATCEN δεν μπορούσε να συνιστά παρενόχληση εις βάρος της προσφεύγουσας.

34      Στις 25 Οκτωβρίου 2013 ο διευθυντής του SATCEN υπέβαλε στο πειθαρχικό συμβούλιο αναφορά την οποία διαβίβασε επίσης στην προσφεύγουσα, σύμφωνα με το άρθρο 10 του παραρτήματος ΙΧ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN.

35      Την 1η Νοεμβρίου 2013 η προσφεύγουσα διαβίβασε έγγραφο στον πρόεδρο του πειθαρχικού συμβουλίου, ζητώντας συμπληρωματική προθεσμία τουλάχιστον 45 ημερών για να προετοιμάσει την άμυνά της. Ζήτησε επίσης αντίγραφο όλων των εγγράφων που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της διοικητικής έρευνας, την κλήση ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου των 12 υπαλλήλων που υπέγραψαν την καταγγελία εναντίον της στις 14 Νοεμβρίου 2012 και των 18 υπαλλήλων που συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο πολλαπλής επιλογής στο πλαίσιο της διοικητικής έρευνας και, τέλος, τα ονόματα των 6 υπαλλήλων που αρνήθηκαν να συμπληρώσουν το ερωτηματολόγιο αυτό.

36      Με έγγραφο της 21ης Νοεμβρίου 2013, ο προϊστάμενος διοίκησης του SATCEN απέκλεισε την πρόσβαση της προσφεύγουσας στα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της και σε άλλα έγγραφα του υπολογιστή της καθώς και στο επαγγελματικό της κινητό τηλέφωνο.

37      Με επιστολή της 28ης Νοεμβρίου 2013, ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου ενημέρωσε την προσφεύγουσα για τη διεξαγωγή ακρόασης ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου στις 13 ή στις 14 Ιανουαρίου 2014. Στην ίδια επιστολή, της ζήτησε να διαβιβάσει τις γραπτές παρατηρήσεις της στο πειθαρχικό συμβούλιο τουλάχιστον μία εβδομάδα πριν από τη διεξαγωγή της ακρόασης. Η προσφεύγουσα υπέβαλε τις γραπτές παρατηρήσεις της στις 21 Δεκεμβρίου 2013.

38      Στις 2 Δεκεμβρίου 2013 η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον της επιτροπής προσφυγών, αφενός, κατά της απόφασης του διευθυντή του SATCEN, της 4ης Οκτωβρίου 2013, περί απόρριψης της ένστασής της κατά των αποφάσεων περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων, περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας και απόρριψης της αίτησης αρωγής και, αφετέρου, κατά της απόφασης της 21ης Νοεμβρίου 2013 που αναφέρεται στη σκέψη 36 ανωτέρω.

39      Με έγγραφο της 9ης Δεκεμβρίου 2013, η προσφεύγουσα ζήτησε από τον πρόεδρο του πειθαρχικού συμβουλίου την αναβολή της ακρόασης. Παρέθεσε επίσης τα ονόματα δεκατριών μαρτύρων των οποίων την κλήση ζητούσε στην εν λόγω ακρόαση.

40      Με έγγραφο της 16ης Δεκεμβρίου 2013, ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου αποφάσισε να μην αναβληθεί η προσδιορισθείσα για τις 13 ή τις 14 Ιανουαρίου 2014 διεξαγωγή της ακρόασης και ενημέρωσε την προσφεύγουσα για την απόφασή του να ακουστούν κατά την ακρόαση δύο από τους μάρτυρες που ζήτησε η προσφεύγουσα.

41      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 17ης Δεκεμβρίου 2013, η προσφεύγουσα ζήτησε από τον πρόεδρο του πειθαρχικού συμβουλίου να απόσχει από την άσκηση των καθηκόντων του ως μέλος του εν λόγω συμβουλίου, λόγω της εμπλοκής του στην έναντι αυτής διαδικασία. Η προσφεύγουσα επανέλαβε επίσης το αίτημά της περί ακρόασης μαρτύρων και τόνισε ότι δεν έλαβε καμία εξήγηση σχετικά με τα κριτήρια που εφαρμόστηκαν για την απόρριψη του αιτήματος αυτού.

42      Την ίδια ημέρα, η προσφεύγουσα υπέβαλε στον διευθυντή του SATCEN ένσταση κατά της απόφασης του πειθαρχικού συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2013 που αναφέρθηκε στη σκέψη 40 ανωτέρω.

43      Κατόπιν της ακρόασης, η οποία διεξήχθη στις 13 Ιανουαρίου 2014, το πειθαρχικό συμβούλιο εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη στις 4 Φεβρουαρίου 2014, κατά την οποία, αφενός, έκρινε ομόφωνα ότι η προσφεύγουσα δεν είχε τηρήσει τις επαγγελματικές της υποχρεώσεις και, αφετέρου, πρότεινε να υποβιβαστεί κατά τουλάχιστον δύο βαθμούς, προκειμένου να μην κατέχει πλέον θέση με αρμοδιότητες διαχείρισης.

44      Αφού άκουσε την προσφεύγουσα στις 25 Φεβρουαρίου 2014, ο διευθυντής του SATCEN, στις 28 Φεβρουαρίου 2014, αποφάσισε την παύση των καθηκόντων της για πειθαρχικούς λόγους (στο εξής: απόφαση περί παύσης των καθηκόντων), η δε απόφαση αυτή άρχισε να ισχύει εντός μηνός από την ημερομηνία αυτή. Στην απόφαση αυτή, ο διευθυντής του SATCEN έκρινε ως εξής:

«Δεδομένης της σοβαρότητας της παράβασης των υποχρεώσεών σας, όπως προκύπτει από την αναφορά του διευθυντή προς το πειθαρχικό συμβούλιο που επιβεβαιώθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου, της αδυναμίας επανατοποθέτησής σας σε βαθμίδα και θέση που προτάθηκαν με τη γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου και της άρνησής σας να αναγνωρίσετε ότι η συμπεριφορά σας ήταν ακατάλληλη, αποφασίζω, σύμφωνα με το άρθρο 7 του παραρτήματος IX [του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN], να σας επιβάλω την ακόλουθη ποινή:

–        παύση των καθηκόντων σας, που συνεπάγεται λύση της σύμβασής σας με το SATCEN.

Η σύμβασή [σας] θα λυθεί, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, σημείο vii, [του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN], εντός μηνός από την κοινοποίηση της απόφασης αυτής.»

45      Στις 17 Απριλίου 2014 η προσφεύγουσα άσκησε κατά της απόφασης περί παύσης των καθηκόντων διοικητική ένσταση, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση του διευθυντή του SATCEN της 4ης Ιουνίου 2014. Στις 12 Ιουνίου 2014 η προσφεύγουσα προσέβαλε την απόφαση περί παύσης των καθηκόντων ενώπιον της επιτροπής προσφυγών.

46      Με απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2015 (στο εξής: απόφαση της επιτροπής προσφυγών), η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 23 Μαρτίου 2015, η επιτροπή προσφυγών απέρριψε τα αιτήματα της προσφεύγουσας για ακύρωση της απόφασης περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας και της απόφασης περί αναστολής της άσκησης των καθηκόντων. Επιπλέον, αφού απέρριψε το σύνολο των λόγων ακύρωσης που προέβαλε η προσφεύγουσα κατά της απόφασης περί παύσης των καθηκόντων, η επιτροπή προσφυγών ακύρωσε εν μέρει την εν λόγω απόφαση, μόνον ως προς το ότι ως ημερομηνία έναρξης ισχύος της είχε καθοριστεί η 31η Μαρτίου και όχι η 4η Απριλίου 2014.

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

47      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Μαΐου 2015, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

48      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στις 4 Ιουνίου 2015, η προσφεύγουσα ζήτησε την τήρηση ανωνυμίας, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό με απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Ιουλίου 2015.

49      Με απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2016, η οποία εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 69, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, και αφού δόθηκε στους διαδίκους η δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, το Γενικό Δικαστήριο ανέστειλε την εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης έως την έκδοση της απόφασης που θα περάτωνε τη δίκη στην υπόθεση C‑455/14 P, H κατά Συμβουλίου και Επιτροπής. Μετά τη δημοσίευση της απόφασης της 19ης Ιουλίου 2016, H κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑455/14 P, EU:C:2016:569), συνεχίστηκε η διαδικασία.

50      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Απριλίου 2016, το Συμβούλιο ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ του SATCEN.

51      Κατόπιν της αποχώρησης του εισηγητή δικαστή που είχε οριστεί αρχικώς, την υπό κρίση υπόθεση ανέλαβε νέος εισηγητής δικαστής, τοποθετημένος στο ένατο τμήμα, στο οποίο, κατά συνέπεια, ανατέθηκε η υπόθεση.

52      Με διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 2016, ο πρόεδρος του ενάτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτή την παρέμβαση του Συμβουλίου.

53      Στις 17 Ιουλίου 2017 το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση στο ένατο πενταμελές τμήμα.

54      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση περί απόρριψης της αίτησης αρωγής, την απόφαση περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας, την απόφαση περί αναστολής της άσκησης των καθηκόντων, την απόφαση περί παύσης των καθηκόντων και την απόφαση της επιτροπής προσφυγών (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες αποφάσεις)·

–        εφόσον είναι αναγκαίο, να ακυρώσει, αφενός, την απόφαση του διευθυντή του SATCEN, της 4ης Οκτωβρίου 2013, περί απόρριψης της ένστασής της κατά της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αίτησης αρωγής, κατά της απόφασης περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας και κατά της απόφασης περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων, καθώς και, αφετέρου, την απόφαση του διευθυντή του SATCEN, της 4ης Ιουνίου 2014, με την οποία απορρίφθηκε η ένστασή της κατά της απόφασης περί παύσης των καθηκόντων της·

–        να καταδικάσει το SATCEN να της καταβάλει το ποσό που αντιστοιχεί στους μη καταβληθέντες μισθούς της προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας και το ποσό των 500 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη·

–        να καταδικάσει το SATCEN στα δικαστικά έξοδα, πλέον τόκων υπολογιζομένων με επιτόκιο 8 %.

55      Το SATCEN ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ακύρωσης και την αγωγή αποζημίωσης που άσκησε η προσφεύγουσα, «λόγω αναρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ να αποφανθεί επ’ αυτών»·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

56      Το Συμβούλιο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, το πρώτο αίτημα του SATCEN.

III. Σκεπτικό

57      Η υπό κρίση προσφυγή-αγωγή περιλαμβάνει αίτημα ακύρωσης και αίτημα καταβολής αποζημίωσης.

58      Χωρίς να προβάλει τυπικώς ένσταση κατά την έννοια του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το SATCEN προβάλλει, αφενός, ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αναρμόδιο και, αφετέρου, ότι κατ’ ουσίαν η προσφυγή-αγωγή είναι απαράδεκτη.

1.      Επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου

59      Με το δικόγραφο προσφυγής-αγωγής, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της προσφυγής-αγωγής της, τονίζοντας ότι μολονότι, ασφαλώς, το SATCEN έχει συσταθεί με κοινή δράση του Συμβουλίου, οι ένδικες διαφορές που αφορούν τον οργανισμό αυτόν δεν εμπίπτουν στην εξαίρεση από την αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Ένωσης όσον αφορά τις σχετικές με την ΚΕΠΠΑ διατάξεις, που προβλέπεται στο άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και στο άρθρο 275 ΣΛΕΕ.

60      Συναφώς, η προσφεύγουσα επισημαίνει, καταρχάς, ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι αμιγώς διοικητικές ή πειθαρχικές και αφορούν τη διαχείριση του προσωπικού. Ως εκ τούτου, οι αποφάσεις αυτές διακρίνονται σαφώς από τα μέτρα πολιτικής ή στρατηγικής σημασίας που λαμβάνονται στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ, τα οποία είναι τα μόνα που εμπίπτουν στην εξαίρεση από την αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Ένωσης.

61      Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης που αναπτύσσουν δράση στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ πρέπει να σέβονται τις συνταγματικές αρχές και τα θεμελιώδη δικαιώματα, αποστολή δε του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η εξασφάλιση της τήρησης των ως άνω αρχών και δικαιωμάτων. Καθόσον η υπό κρίση διαφορά αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα της προσφεύγουσας, τα δικαστήρια της Ένωσης έχουν συναφώς αρμοδιότητα.

62      Για τον σκοπό αυτόν, η αρμοδιότητα που αντλεί το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, για τον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων που προβλέπουν περιοριστικά μέτρα, πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι αφορά κάθε απόφαση ως προς την οποία προβάλλεται ότι προσβάλλει τα θεμελιώδη δικαιώματα φυσικού προσώπου και, ως εκ τούτου, ισχύει για την περίπτωση της προσφεύγουσας.

63      Τέλος, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι δεν μπορούσε να ασκήσει κανένα ένδικο βοήθημα ενώπιον εθνικού δικαστηρίου και ότι, καθόσον οι συνθήκες έχουν θεσπίσει ένα πλήρες σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και διαδικασιών, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι αποφάσεις όπως οι επίμαχες στην υπό κρίση υπόθεση εκφεύγουν παντός δικαστικού ελέγχου.

64      Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η δυνατότητα προσφυγής ενώπιον της επιτροπής προσφυγών που είναι αρμόδια να εξετάσει τα αιτήματά της βάσει του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN δεν μπορεί να εξομοιωθεί με δικαστική προσφυγή, κατά την έννοια των σχετικών διατάξεων της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

65      Το SATCEN υποστηρίζει από την πλευρά του ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλει, ως θεσμικό όργανο της Ένωσης, να τηρεί την αρχή της δοτής αρμοδιότητας. Επομένως, στο μέτρο που καμία διάταξη των Συνθηκών δεν παρέχει αρμοδιότητα στο Γενικό Δικαστήριο να αποφαίνεται επί των διαφορών μεταξύ του SATCEN και των υπαλλήλων του, το Γενικό Δικαστήριο θα πρέπει να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο, άλλως παραβιάζει την αρχή της δοτής αρμοδιότητας διευρύνοντας την αρμοδιότητά του πέραν των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από τις Συνθήκες.

66      Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας του, το SATCEN τονίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 263, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, θεσμικό όργανο της Ένωσης, όταν δημιουργεί ένα όργανο ή έναν οργανισμό, έχει τη δυνατότητα να αναθέσει τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων που εκδίδονται από το εν λόγω όργανο ή οργανισμό σε δικαιοδοτικό όργανο διαφορετικό από τον δικαστή της Ένωσης.

67      Ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή του πρωτογενούς δικαίου παρέχει στο Συμβούλιο τη δυνατότητα να προβλέπει, στο άρθρο 28, παράγραφος 6, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN, την αρμοδιότητα της επιτροπής προσφυγών να αποφαίνεται επί των διαφορών μεταξύ του SATCEN και των μελών του προσωπικού του.

68      Ως προς αυτό, η επιτροπή προσφυγών αποτελεί ειδικό δικαιοδοτικό όργανο του οποίου η αποκλειστική αρμοδιότητα, επιτρεπόμενη από το άρθρο 263, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αποκλείει την αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης να αποφανθούν επί της υπό κρίση διαφοράς.

69      Η έλλειψη αρμοδιότητας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποφαίνεται επί των διαφορών μεταξύ του SATCEN και των υπαλλήλων του ενισχύεται από την απόφαση των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνελθόντων στο πλαίσιο του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2001, σχετικά με τα προνόμια και τις ασυλίες που χορηγούνται στο Ινστιτούτο μελετών για θέματα ασφαλείας και στο SATCEN, καθώς και στα όργανα και το προσωπικό τους, της οποίας το άρθρο 6 προβλέπει ότι τα μέλη του προσωπικού του SATCEN απολαύουν ασυλίας όσον αφορά τις πράξεις που εκδίδονται στο πλαίσιο των καθηκόντων τους.

70      Η απόφαση αυτή απηχεί τη σαφή βούληση των κρατών μελών να μην υπαχθούν στην αρμοδιότητα τόσο των εθνικών δικαστηρίων όσο και αυτών της Ένωσης οι διαφορές που σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων των υπαλλήλων του SATCEN. Το SATCEN τονίζει ότι, σε αντίθεση με το πρωτόκολλο αριθ. 7 περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2010, C 83, σ. 266), το οποίο προβλέπει την ασυλία των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ένωσης ενώ υπόκεινται στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου οι διαφορές των ως άνω υπαλλήλων και προσωπικού με τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, η απόφαση που αναφέρεται στη σκέψη 69 ανωτέρω δεν προβλέπει παρόμοια αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά το SATCEN.

71      Το SATCEN προσθέτει, στηριζόμενο στην απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2015, Elitaliana κατά Eulex Κοσσυφοπέδιο (C‑439/13 P, EU:C:2015:753), ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται στον τομέα της ΚΕΠΠΑ, αλλά συνδέονται με διοικητικές δαπάνες, εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόνον εφόσον αφορούν αποφάσεις σχετικά με τον προϋπολογισμό της Ένωσης. Ειδικότερα, εν προκειμένω, καθόσον οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν σχετίζονται με τον προϋπολογισμό της Ένωσης, αλλά με τις συνεισφορές των κρατών μελών, πλην της Δανίας, η αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να αποκλειστεί.

72      Το SATCEN επισημαίνει επίσης, με το υπόμνημα ανταπάντησης, ότι τα δικαστήρια της Ένωσης είναι καταρχήν αναρμόδια όσον αφορά τον έλεγχο των πράξεων που εκδίδουν τα θεσμικά ή λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ. Το αντίθετο θα ίσχυε μόνον σε περίπτωση που η απόφαση για τη σύσταση ενός οργάνου ή οργανισμού στον τομέα της ΚΕΠΠΑ ή ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασής του προβλέπει ρητώς την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επίλυση των διαφορών μεταξύ του εν λόγω οργάνου ή οργανισμού και των υπαλλήλων του.

73      Όμως, στο πλαίσιο του SATCEN, ούτε η συστατική του πράξη ούτε ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων του παρέχουν στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης την αρμοδιότητα ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων που εκδίδονται σχετικά με τους υπαλλήλους του.

74      Με το υπόμνημα απάντησης, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η επιχειρηματολογία του SATCEN τίθεται εν αμφιβόλω από την απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, H κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑455/14 P, EU:C:2016:569).

75      Κατά την προσφεύγουσα, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αναρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 24 ΣΕΕ και του άρθρου 275 ΣΛΕΕ δεν μπορούσε να επεκταθεί στις αποφάσεις που λαμβάνονται επί εργασιακών διαφορών. Ως εκ τούτου, πράξεις διαχείρισης προσωπικού, μολονότι εκδόθηκαν στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ, δεν εκφεύγουν της αρμοδιότητας των δικαστηρίων της Ένωσης.

76      Η προσφεύγουσα προσθέτει, ερειδόμενη στη σκέψη 55 της απόφασης της 19ης Ιουλίου 2016, H κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑455/14 P, EU:C:2016:569), ότι η αναρμοδιότητα των δικαστηρίων της Ένωσης εν προκειμένω θα οδηγούσε, κατά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, σε διαφορετική μεταχείριση μεταξύ του προσωπικού του SATCEN και του προσωπικού άλλων οργανισμών που υπάγονται στην ΚΕΠΠΑ, όπως ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ). Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι το προσωπικό που απασχολείται στους οργανισμούς αυτούς έχει τη δυνατότητα να προσφύγει στο Δικαστήριο.

77      Το SATCEN υποστηρίζει αντιθέτως ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, H κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑455/14 P, EU:C:2016:569), ελλείψει ρητής αρμοδιότητας των δικαστηρίων της Ένωσης, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 72 ανωτέρω, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αποκλειστικά αρμόδιο, στον τομέα της ΚΕΠΠΑ, να ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων διαχείρισης του προσωπικού που αφορούν προσωπικό αποσπασμένο από τα κράτη μέλη, προκειμένου να αποφεύγεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης σε σχέση με τους εμπειρογνώμονες που αποσπώνται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, ως προς τους οποίους το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένει αρμόδιο δυνάμει του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ).

78      Κατά συνέπεια, η λύση που δόθηκε με την απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, H κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑455/14 P, EU:C:2016:569), δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση της προσφεύγουσας, η οποία είναι συμβασιούχος υπάλληλος του SATCEN και όχι εθνικός εμπειρογνώμονας αποσπασμένος από κράτος μέλος ή θεσμικό όργανο της Ένωσης.

79      Το SATCEN προσθέτει ότι, εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει αρμοδιότητα ούτε σε περίπτωση αποσπασμένου εθνικού εμπειρογνώμονα στο SATCEN, στο μέτρο που μια τέτοια αρμοδιότητα δεν προβλέπεται από την απόφαση του διοικητικού του συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2007, σχετικά με τους αποσπασμένους εθνικούς εμπειρογνώμονες.

80      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 24, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, τελευταία περίοδος, ΣΕΕ και του άρθρου 275, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, τα δικαστήρια της Ένωσης δεν έχουν καταρχήν αρμοδιότητα όσον αφορά τις σχετικές με την ΚΕΠΠΑ διατάξεις και τις πράξεις που εκδίδονται βάσει των διατάξεων αυτών (βλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, H κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑455/14 P, EU:C:2016:569, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

81      Συναφώς, σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 24, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ, η ΚΕΠΠΑ καλύπτει όλους τους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και το σύνολο των ζητημάτων που αφορούν την ασφάλεια της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του προοδευτικού καθορισμού κοινής αμυντικής πολιτικής, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε κοινή άμυνα.

82      Εν προκειμένω, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εξεδόθησαν από τον διευθυντή και την επιτροπή προσφυγών του SATCEN, οργανισμού που διέπεται από την απόφαση 2014/401, η οποία εξεδόθη βάσει, μεταξύ άλλων, του άρθρου 28 ΣΕΕ, το οποίο αφορά τις επιχειρησιακές δράσεις της Ένωσης και υπάγεται στο κεφάλαιο 2 του τίτλου V της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με την ΚΕΠΠΑ. Συναφώς, όπως προκύπτει από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη και από το άρθρο 2 της απόφασης αυτής, η αποστολή του SATCEN συνίσταται, κατ’ ουσίαν, στην παροχή προς τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης των προϊόντων και υπηρεσιών που προκύπτουν από την εκμετάλλευση των μέσων διαστημικής και από αέρος παρατήρησης, για την υποστήριξη της διαδικασίας λήψης αποφάσεων και της αναλήψεως δράσεων της Ένωσης στον τομέα της ΚΕΠΠΑ.

83      Ωστόσο, το γεγονός ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εντάσσονται στο πλαίσιο της λειτουργίας ενός οργανισμού που ενεργεί στον τομέα της ΚΕΠΠΑ δεν μπορεί, καθεαυτό, να συνεπάγεται ότι τα δικαστήρια της Ένωσης είναι αναρμόδια να αποφανθούν επί της υπό κρίση διαφοράς (βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, H κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑455/14 P, EU:C:2016:569, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

84      Ειδικότερα, το άρθρο 24, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, τελευταία περίοδος, ΣΕΕ, και το άρθρο 275, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ εισάγουν παρέκκλιση από τον κανόνα της γενικής αρμοδιότητας την οποία απονέμει το άρθρο 19 ΣΕΕ στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να διασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία των Συνθηκών και, ως εκ τούτου, πρέπει να ερμηνεύονται στενά (βλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, H κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑455/14 P, EU:C:2016:569, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

85      Επιπλέον, μολονότι το άρθρο 47 του Χάρτη δεν μπορεί να απονείμει αρμοδιότητα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οσάκις οι Συνθήκες το αποκλείουν, εντούτοις η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας συνεπάγεται ότι ο αποκλεισμός της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου στον τομέα της ΚΕΠΠΑ πρέπει να ερμηνεύεται στενά (απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 74).

86      Εξάλλου, όπως προκύπτει τόσο από το άρθρο 2 ΣΕΕ, που περιλαμβάνεται στις κοινές διατάξεις της συνθήκης αυτής, όσο και από το άρθρο 21 ΣΕΕ, περί της εξωτερικής δράσης της Ένωσης, στο οποίο παραπέμπει το σχετικό με την ΚΕΠΠΑ άρθρο 23 ΣΕΕ, η Ένωση βασίζεται, ιδίως, στις αξίες της ισότητας και του κράτους δικαίου. Η ύπαρξη αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου προς διασφάλιση της τήρησης των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την ύπαρξη κράτους δικαίου (βλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, H κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑455/14 P, EU:C:2016:569, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

87      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα, βάσει της σύμβασης εργασίας της, προσελήφθη για να ασκήσει τα καθήκοντα προϊσταμένης του διοικητικού τμήματος του SATCEN.

88      Με την υπό κρίση προσφυγή η προσφεύγουσα επιδιώκει, καταρχάς, την ακύρωση των αποφάσεων περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων, περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας και περί παύσης των καθηκόντων, με τις οποίες ο διευθυντής του SATCEN, αντιστοίχως, ανέστειλε την άσκηση των καθηκόντων της, κίνησε πειθαρχική διαδικασία εις βάρος της και έλυσε τη σύμβαση εργασίας για πειθαρχικούς λόγους. Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της απόφασης της επιτροπής προσφυγών, η οποία επικύρωσε, κατ’ ουσίαν, τις τρεις προαναφερθείσες αποφάσεις. Επιπλέον, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο την ακύρωση της απόφασης με την οποία ο διευθυντής του SATCEN απέρριψε σιωπηρώς την αίτηση αρωγής που υπέβαλε λόγω της φερόμενης ηθικής παρενόχλησης εις βάρος της. Τέλος, η προσφεύγουσα ζητεί την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω της έκδοσης των προσβαλλομένων αποφάσεων.

89      Οι αποφάσεις περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων και περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας ήταν αποτέλεσμα διοικητικής έρευνας, κατόπιν καταγγελίας δώδεκα υπαλλήλων του SATCEN, οι οποίοι κατήγγειλαν το επιδεινούμενο κλίμα εντός του διοικητικού τμήματος και της οικονομικής μονάδας που οφειλόταν, κατά τους καταγγέλλοντες, στην προσφεύγουσα και στο γεγονός ότι ερχόταν καθημερινώς σε σύγκρουση με τους συναδέλφους της επικρίνοντάς τους διαρκώς, σε σημείο που ορισμένοι από αυτούς υπήρξαν θύματα ηθικής παρενόχλησης εκ μέρους της. Στο πλαίσιο της έρευνας και, στη συνέχεια, στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου, διάφοροι υπάλληλοι που εργάζονταν στο διοικητικό τμήμα και την οικονομική μονάδα του SATCEN απάντησαν σε ερωτηματολόγιο και κατέθεσαν τις μαρτυρίες τους προς επίρρωση αυτών των επικρίσεων. Στο ίδιο πνεύμα, οι ιεραρχικώς ανώτεροι της προσφεύγουσας, στις εκθέσεις αξιολόγησης αυτής, για τα έτη 2010 έως 2012, αμφισβήτησαν τις διοικητικές της ικανότητες και τον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόταν τις ανθρώπινες σχέσεις στην εργασία, που αποτελούσε συχνά πηγή συγκρούσεων.

90      Όσον αφορά την απόφαση περί παύσης των καθηκόντων της προσφεύγουσας, η απόφαση αυτή αιτιολογήθηκε, όπως προκύπτει από τη γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου στην οποία παραπέμπει η απόφαση αυτή, από την αιτίαση ότι η προσφεύγουσα επιδείκνυε, κατ’ ουσίαν, επανειλημμένως ανάρμοστη συμπεριφορά, φωνασκώντας, διατυπώνοντας υποτιμητικά και κακόβουλα σχόλια, καθώς και παρατηρήσεις που προκαλούσαν φόβο στους λοιπούς εργαζομένους του διοικητικού τμήματος και της οικονομικής μονάδας του SATCEN.

91      Κατά συνέπεια, οι προαναφερθείσες αποφάσεις περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων, περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας και περί παύσης των καθηκόντων αποτελούν απλώς πράξεις διαχείρισης του προσωπικού που, υπό το πρίσμα της αιτιολογίας και των σκοπών τους, καθώς και του πλαισίου της έκδοσής τους, δεν αποσκοπούσαν στο να συμβάλουν στην άσκηση, τον καθορισμό ή την εφαρμογή της ΚΕΠΠΑ κατά την έννοια του άρθρου 24, παράγραφος 2, ΣΕΕ ούτε, ειδικότερα, να συνεισφέρουν στην αποστολή του SATCEN που εμπίπτει στην ΚΕΠΠΑ, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 7 και 82 ανωτέρω. Το ίδιο συμπέρασμα ισχύει και όσον αφορά την απόφαση της επιτροπής προσφυγών που εξέδωσε νομικά δεσμευτική απόφαση επιβεβαιώνοντας, κατ’ ουσίαν, τις τρεις προαναφερθείσες αποφάσεις, σύμφωνα με τις εξουσίες που της παρείχε ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN (βλ. σκέψεις 13 και 14 ανωτέρω).

92      Το ίδιο ισχύει όσον αφορά την απόφαση περί σιωπηρής απόρριψης της αίτησης αρωγής. Συγκεκριμένα, αυτή η αίτηση αρωγής εντασσόταν στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας κατά της προσφεύγουσας, καθόσον αυτή υποστήριζε, κατ’ ουσίαν, ότι οι κατηγορίες ως προς τη συμπεριφορά της συνιστούσαν περίπτωση ηθικής παρενόχλησης εις βάρος της, για την οποία ζήτησε την αρωγή του SATCEN.

93      Επιπλέον, αφενός, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN προβλέπει, στο κεφάλαιο VII και στο παράρτημα ΙΧ, πειθαρχικό καθεστώς παρεμφερές προς εκείνο που προβλέπεται στον τίτλο VI και το παράρτημα IX του ΚΥΚ, όσον αφορά τόσο τη διεξαγωγή διοικητικής έρευνας και τη διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου όσο και τους τύπους κυρώσεων και τα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να καθοριστεί η κατάλληλη κύρωση. Ομοίως, το τμήμα 6 του παραρτήματος ΙΧ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN προβλέπει, με διατύπωση ουσιαστικά πανομοιότυπη προς εκείνη του τμήματος 6 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, τη δυνατότητα αναστολής της άσκησης καθηκόντων υπαλλήλου στον οποίο αποδίδεται η τέλεση σοβαρού παραπτώματος.

94      Αφετέρου, το άρθρο 28, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN προβλέπει διαδικασία διοικητικής ένστασης ενώπιον του διευθυντή του SATCEN, η οποία πρέπει να γίνει δεκτό ότι επιδιώκει σκοπό συγκρίσιμο με την προ της άσκησης της προσφυγής διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 90 του ΚΥΚ, ήτοι να παρέχεται στα ενδιαφερόμενα μέρη η δυνατότητα να επιλύουν με φιλικό διακανονισμό τη μεταξύ τους διαφορά.

95      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η υπό κρίση διαφορά ομοιάζει με τις διαφορές μεταξύ θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης που δεν υπάγονται στην ΚΕΠΠΑ και των μονίμων υπαλλήλων ή των μελών του λοιπού προσωπικού τους, οι οποίες μπορούν να αχθούν ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Μαρτίου 2001, Dunnett κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, T‑192/99, EU:T:2001:72, σκέψη 54).

96      Εντούτοις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η εξαίρεση από την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προβλέπεται στο άρθρο 24, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, τελευταία περίοδος, ΣΕΕ και στο άρθρο 275, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται στενά, εκτείνεται μέχρι το σημείο αποκλεισμού της αρμοδιότητας του δικαστή της Ένωσης να ελέγχει τη νομιμότητα πράξεων όπως οι επίμαχες στην υπό κρίση υπόθεση, ενός οργανισμού της Ένωσης, μολονότι ο δικαστής της Ένωσης είναι αρμόδιος να ελέγχει τη νομιμότητα πράξεων παρόμοιων ως προς το περιεχόμενό τους, τους σκοπούς που επιδιώκουν, τη διαδικασία που οδηγεί στην έκδοσή τους και το πλαίσιο που διέπει την εν λόγω έκδοση, όταν οι πράξεις αυτές αφορούν ένα θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης του οποίου η αποστολή δεν αφορά την ΚΕΠΠΑ (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, H κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑455/14 P, EU:C:2016:569, σκέψη 55).

97      Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα κατέληγε να αποκλείσει την πρόσβαση υπαλλήλου οργανισμού της Ένωσης που υπάγεται στην ΚΕΠΠΑ στο σύστημα δικαστικής προστασίας που παρέχεται στους υπαλλήλους της Ένωσης, κατά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2001, X κατά ΕΚΤ, T‑333/99, EU:T:2001:25, σκέψεις 38 έως 40).

98      Η ερμηνεία που έγινε δεκτή στη σκέψη 96 ανωτέρω ενισχύεται, αφενός, από τη δυνατότητα του SATCEN, που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 3, της απόφασης 2014/401, να απασχολεί αποσπασμένους υπαλλήλους των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, οι οποίοι, όπως και το SATCEN παραδέχθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, μπορούν, κατά την περίοδο της απόσπασής τους, να προσφύγουν ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ. Αφετέρου, η ερμηνεία αυτή ενισχύεται επίσης από την αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης να αποφαίνεται, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 6, της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2015/1835 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2015, για τον καθορισμό του καταστατικού, της έδρας και των κανόνων λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας (ΕΕ 2015, L 266, σ. 55), επί των προσφυγών που ασκούν οι συμβασιούχοι υπάλληλοι του οργανισμού αυτού, και να αποφαίνεται, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, της απόφασης 2010/427/ΕΕ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για τον καθορισμό της οργάνωσης και της λειτουργίας της [ΕΥΕΔ] (ΕΕ 2010, L 201, σ. 30), επί των προσφυγών που ασκούν οι συμβασιούχοι υπάλληλοι της ΕΥΕΔ (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, H κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑455/14 P, EU:C:2016:569, σκέψη 56).

99      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της παρούσας διαφοράς. Η αρμοδιότητα αυτή απορρέει, αντιστοίχως, όσον αφορά τον έλεγχο της νομιμότητας των προσβαλλομένων πράξεων, από το άρθρο 263 ΣΛΕΕ και, όσον αφορά αιτήματα για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, από το άρθρο 268 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, H κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑455/14 P, EU:C:2016:569, σκέψη 58).

100    Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλει το SATCEN.

101    Πρώτον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα του SATCEN που αντλείται από τις διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN που προβλέπουν αρμοδιότητα της επιτροπής προσφυγών να εκδίδει επί των διαφορών μεταξύ του SATCEN και των υπαλλήλων του αποφάσεις μη επιδεχόμενες άλλη προσφυγή.

102    Βεβαίως, όπως υπογράμμισε το Συμβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο μηχανισμός της επιτροπής προσφυγών ως οργάνου επίλυσης των διαφορών μεταξύ του SATCEN και του προσωπικού του εξηγείται από την ιδιαιτερότητα του SATCEN, το οποίο αρχικώς υπαγόταν στη ΔΕ, διεθνή διακυβερνητικό οργανισμό, στη συνέχεια δε, από την 1η Ιανουαρίου 2002, στην Ένωση, όπως ιδρύθηκε πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας (βλ. σκέψεις 1 έως 3 ανωτέρω). Υπό τις συνθήκες αυτές, η κατάσταση του προσωπικού του SATCEN δεν μπορούσε να εξομοιωθεί με εκείνη των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, οι οποίοι ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να προσφύγουν στο Γενικό Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 236 ΕΚ (νυν άρθρο 270 ΣΛΕΕ), γεγονός που μπορούσε να δικαιολογήσει την εντός του SATCEN σύσταση φορέα όπως η επιτροπή προσφυγών, αρμόδιου για την επίλυση των εργασιακών διαφορών. Εντούτοις, μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση δεν φαίνεται πλέον δικαιολογημένη κατόπιν της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, την 1η Δεκεμβρίου 2009, από την οποία προκύπτει ότι η Ένωση αντικαθιστά και διαδέχεται την Κοινότητα (άρθρο 1 ΣΕΕ) και ότι, ως εκ τούτου, όλοι οι υπάλληλοι της Ένωσης, οι οποίοι υπάγονταν στην πρώην Κοινότητα ή την Ένωση όπως ιδρύθηκε πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, μπορούν να τελούν σε παρόμοια κατάσταση. Οι διαφορές μεταξύ του SATCEN και των υπαλλήλων του, επομένως, μπορούν πλέον να εξομοιωθούν με τις διαφορές μεταξύ οιουδήποτε υπαλλήλου της Ένωσης και του εργοδότη του (βλ. σκέψεις 91 έως 99 ανωτέρω).

103    Συναφώς, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε το Συμβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, υπενθυμίζεται ότι το Συμβούλιο, κατά την έκδοση της απόφασης 2011/411/ΚΕΠΠΑ, της 12ης Ιουλίου 2011, για τον καθορισμό του καταστατικού, της έδρας και των κανόνων λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας και την κατάργηση της κοινής δράσης 2004/551/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ 2011, L 183, σ. 16), επέλεξε να καταργήσει την αρμοδιότητα «επιτροπής προσφυγών» να αποφαίνεται επί των διαφορών μεταξύ του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας και των συμβασιούχων υπαλλήλων του, η οποία προβλεπόταν προηγουμένως στον τίτλο VII της απόφασης 2004/676/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2004, σχετικά με τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας (ΕΕ 2004, L 310, σ. 9). Ειδικότερα, η απόφαση 2011/411, της οποίας η τέταρτη αιτιολογική σκέψη διευκρίνιζε ότι επιδίωκε να «λαμβάνει υπ’ όψιν τις τροποποιήσεις οι οποίες επήλθαν στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) διά της συνθήκης της Λισαβόνας», καθιέρωσε, στο άρθρο 11, παράγραφος 4, την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τέτοιες διαφορές.

104    Δεύτερον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα του SATCEN ότι το άρθρο 263, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ νομιμοποιεί τη δυνατότητα του Συμβουλίου να παράσχει στην επιτροπή προσφυγών αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί των διαφορών μεταξύ του SATCEN και των υπαλλήλων του, αποκλείοντας την αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου.

105    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 19 ΣΕΕ, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών. Επιπλέον, κατά το άρθρο 256, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό επί των προσφυγών που αναφέρονται στα άρθρα 263, 265, 268, 270 και 272 ΣΛΕΕ, με εξαίρεση αυτές που έχουν ανατεθεί σε ειδικευμένο δικαστήριο που συστήνεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 257 ΣΛΕΕ και αυτές που ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιφυλάσσει στο Δικαστήριο. Εν προκειμένω, τα άρθρα 263 και 268 ΣΛΕΕ θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της υπό κρίση διαφοράς (βλ. σκέψη 99 ανωτέρω).

106    Ασφαλώς, κατά το άρθρο 263, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι πράξεις για τη δημιουργία λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης μπορούν να προβλέπουν ειδικές προϋποθέσεις και πρακτικές ρυθμίσεις όσον αφορά τις προσφυγές που ασκούνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα κατά πράξεων αυτών των λοιπών οργάνων ή οργανισμών που προορίζονται να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι των εν λόγω προσώπων.

107    Εντούτοις, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το SATCEN, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει στο Συμβούλιο, στο πλαίσιο της απόφασής του σχετικά με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN, τη δυνατότητα να εξαιρεί από τον δικαστικό έλεγχο που ασκούν τα δικαστήρια της Ένωσης τις πράξεις που εκδίδονται από τον διευθυντή του SATCEN και προορίζονται να παράγουν έννομα αποτελέσματα στο πλαίσιο της εσωτερικής του λειτουργίας, αναθέτοντας στην επιτροπή προσφυγών την αποκλειστική αρμοδιότητα να εκδίδει αποφάσεις που «δεν επιδέχονται άλλη προσφυγή» επί των διαφορών μεταξύ του SATCEN και του προσωπικού του, όπως αναφέρεται στο άρθρο 28, παράγραφος 6, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN. Η παραδοχή μιας τέτοιας ερμηνείας θα έθιγε την αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης να εξασφαλίζει «την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών», όπως απαιτείται από το άρθρο 19, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, ΣΕΕ. Όπως παραδέχθηκε το Συμβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι «ειδικές προϋποθέσεις και πρακτικές ρυθμίσεις» κατά το άρθρο 263, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αποσκοπούν στη θέσπιση, από όργανο ή οργανισμό της Ένωσης, αμιγώς εσωτερικών προϋποθέσεων και λεπτομερειών εφαρμογής, πριν από την άσκηση ένδικης προσφυγής, που διέπουν, μεταξύ άλλων, τη λειτουργία ενός μηχανισμού αυτοελέγχου ή τη διεξαγωγή διαδικασίας συμβιβασμού για να αποφευχθεί η επίλυση των διαφορών ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης (βλ., συναφώς, διάταξη της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, European Dynamics Luxembourg κ.λπ. κατά ΓΕΕΑ, T‑556/11, EU:T:2013:514, σκέψεις 59 και 60).

108    Πλην όμως, όπως προκύπτει από το άρθρο 28, παράγραφος 6, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN, η επιτροπή προσφυγών ασκεί, υποχρεωτικώς και κατ’ αποκλειστικότητα, τον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων του διευθυντή του SATCEN και μπορεί επίσης να αποφανθεί επί των αιτημάτων αποζημίωσης που υποβλήθηκαν από τους υπαλλήλους του SATCEN.

109    Επομένως, το άρθρο 28, παράγραφος 6, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN δεν είναι συμβατό προς τις συνθήκες, και ειδικότερα, προς το άρθρο 19 ΣΕΕ και το άρθρο 256 ΣΛΕΕ, καθόσον προβλέπει ότι η επιτροπή προσφυγών διαθέτει υποχρεωτική και αποκλειστική αρμοδιότητα για την επίλυση των διαφορών μεταξύ του SATCEN και των υπαλλήλων του, παρά το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό για αυτού του είδους τις προσφυγές-αγωγές.

110    Στο πλαίσιο αυτό, το επιχείρημα που προέβαλε το SATCEN ότι η επιτροπή προσφυγών πληροί τα κριτήρια ενός ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που διατύπωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν ασκεί καμία επιρροή. Πράγματι, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ελέγχει τη νομιμότητα αποφάσεων όπως εκείνες του διευθυντή του SATCEN και να αποφανθεί επί του αιτήματος αποζημίωσης της προσφεύγουσας, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ένα τέτοιο όργανο, ακόμη και αν είναι ανεξάρτητο και αμερόληπτο, μπορεί να ασκήσει τέτοια καθήκοντα και να αντικαταστήσει τον δικαστή της Ένωσης.

111    Τρίτον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα του SATCEN ότι, κατ’ ουσίαν, με την απόφασή τους της 15ης Οκτωβρίου 2001, για τα προνόμια και τις ασυλίες του SATCEN, οι αντιπρόσωποι των κυβερνήσεων των κρατών μελών της Ένωσης οι οποίοι συνήλθαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου θέλησαν να αποκλείσουν πλήρως την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

112    Συγκεκριμένα, η απόφαση αυτή αφορά μόνον τα προνόμια και τις ασυλίες που χορηγούνται στο SATCEN και στα μέλη του προσωπικού του από τα κράτη μέλη, στο πλαίσιο της εσωτερικής τους έννομης τάξης και, ως εκ τούτου, δεν έχει καμία σχέση με την αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Ένωσης. Επομένως, το ότι μια τέτοια απόφαση δεν προβλέπει την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επίλυση των διαφορών μεταξύ του SATCEN και των υπαλλήλων του, σε αντίθεση προς το άρθρο 11, στοιχείο αʹ, του πρωτοκόλλου αριθ. 7 περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά τις διαφορές μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της, δεν συνεπάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να επιληφθεί των διαφορών μεταξύ του SATCEN και των υπαλλήλων του.

113    Τέταρτον, το επιχείρημα του SATCEN που στηρίζεται στην απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2015, Elitaliana κατά Eulex Κοσσυφοπέδιο (C‑439/13 P, EU:C:2015:753), και αφορά την αδυναμία καταλογισμού των προσβαλλόμενων αποφάσεων στον προϋπολογισμό της Ένωσης πρέπει επίσης να απορριφθεί. Ειδικότερα, στην εν λόγω υπόθεση το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την αρμοδιότητά του σε μια ειδική κατάσταση, ήτοι σε κατάσταση όπου είχαν ληφθεί μέτρα στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ, τα οποία προκάλεσαν δαπάνες που βαρύνουν τον προϋπολογισμό της Ένωσης. Πάντως, η μη συνάφεια της υπό κρίση υπόθεσης προς την περίπτωση αυτή δεν καθιστά δυνατό να αποκλειστεί η αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου εν προκειμένω, καθότι η αρμοδιότητα αυτή απορρέει από τις εκτιμήσεις που αναπτύσσονται στις σκέψεις 88 έως 99 ανωτέρω.

114    Το Γενικό Δικαστήριο είναι επομένως αρμόδιο να αποφανθεί επί του συνόλου των αιτημάτων που υπέβαλε η προσφεύγουσα.

2.      Επί του παραδεκτού

115    Προκαταρκτικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι τα αιτήματα της προσφεύγουσας για την ακύρωση των αποφάσεων με τις οποίες ο διευθυντής του SATCEN απέρριψε τις ενστάσεις της κατά των αποφάσεων περί απόρριψης της αίτησης αρωγής, περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας, περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων και περί παύσης των καθηκόντων πρέπει να θεωρηθεί ότι στρέφονται κατά των εν λόγω τεσσάρων αποφάσεων. Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία σχετικά με την προ της άσκησης προσφυγής διαδικασία, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 90 του ΚΥΚ και επιδιώκει τον ίδιο σκοπό με το άρθρο 28, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN (βλ. σκέψη 94 ανωτέρω), η διοικητική ένσταση ενός υπαλλήλου και η απόρριψή της από την αρμόδια αρχή αποτελούν αναπόσπαστο μέρος μιας σύνθετης διοικητικής διαδικασίας, και επομένως, μολονότι η προσφυγή στρέφεται τυπικώς κατά της απόρριψης της διοικητικής ένστασης του υπαλλήλου, έχει ως αποτέλεσμα να επιληφθεί το Γενικό Δικαστήριο της βλαπτικής πράξης κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2000, De Palma κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑203/99, EU:T:2000:213, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

116    Εν συνεχεία, στο υπόμνημα αντίκρουσης, το SATCEN προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ένσταση απαραδέκτου όλων των αιτημάτων ακύρωσης και επιδίκασης αποζημίωσης, προβάλλοντας δύο λόγους απαραδέκτου, που αντλούνται, αντιστοίχως, από την εργασιακή σχέση μεταξύ της προσφεύγουσας και του SATCEN και από τον συμβατικό χαρακτήρα της διαφοράς.

117    Τέλος, επικουρικώς, το SATCEN προβάλλει ένσταση απαραδέκτου, πρώτον, των αιτημάτων που στρέφονται κατά της απόφασης περί απόρριψης της αίτησης αρωγής, δεύτερον, των αιτημάτων που στρέφονται κατά της απόφασης περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας και, τρίτον, των επιχειρημάτων που στρέφονται κατά της διαδικασίας ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου.

1.      Επί της ένστασης απαραδέκτου που αντλείται από την εργασιακή σχέση μεταξύ της προσφεύγουσας και του SATCEN

118    Το SATCEN υποστηρίζει ότι η εργασιακή σχέση που συνδέει την προσφεύγουσα με το SATCEN αποκλείει, αφενός, τον χαρακτηρισμό της ως τρίτου, κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, τη στοιχειοθέτηση εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης.

119    Κατά το SATCEN, θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των ενδίκων βοηθημάτων που παρέχονται σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, βάσει των άρθρων 263, 268 και 340 ΣΛΕΕ, και της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου να επιλαμβάνεται διαφορών μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της, που προβλέπεται στο άρθρο 270 ΣΛΕΕ καθώς και στο άρθρο 91 του ΚΥΚ. Η διάκριση αυτή δικαιολογείται από την εργασιακή σχέση που υφίσταται μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της και πρέπει επίσης να εφαρμοστεί, κατ’ αναλογίαν, στην περίπτωση της προσφεύγουσας. Η προσφεύγουσα δεν μπορεί επομένως να προσφύγει στο Δικαστήριο βάσει των άρθρων 263, 268 και 340 ΣΛΕΕ, τούτο δε ακόμη και αν δεν της παρέχεται ούτε το ένδικο βοήθημα που προβλέπεται στο άρθρο 270 ΣΛΕΕ, καθότι ο ΚΥΚ δεν εφαρμόζεται στους υπαλλήλους του SATCEN.

120    Εντούτοις, πρέπει καταρχάς να επισημανθεί ότι η επιχειρηματολογία του SATCEN βασίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή, δεδομένου ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 99 ανωτέρω, η αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της υπό κρίση διαφοράς θεμελιώνεται στα άρθρα 263 και 268 ΣΛΕΕ.

121    Ασφαλώς, όπως τονίζει το SATCEN, η εργασιακή σχέση μεταξύ της προσφεύγουσας και αυτού προσδίδει ιδιαίτερο χαρακτήρα στην υπό κρίση διαφορά. Καταρχήν, μια τέτοια σχέση θα συνεπαγόταν ότι η διαφορά μεταξύ του υπαλλήλου οργανισμού της Ένωσης και του εργοδότη του δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 263, 268 και 340 ΣΛΕΕ, αλλά του άρθρου 270 ΣΛΕΕ.

122    Εντούτοις, όπως έχουν υπογραμμίσει και οι διάδικοι, το άρθρο 270 ΣΛΕΕ δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, κατά τη διάταξη αυτή, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο επί οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της, εντός των ορίων και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζει ο ΚΥΚ και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ένωσης (στο εξής: ΚΛΠ). Συναφώς, όπως προκύπτει από τη συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 1 και του άρθρου 1α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ και του άρθρου 3α, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, οι ρυθμίσεις αυτές εφαρμόζονται στους συμβασιούχους υπαλλήλους ενός οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης μόνον αν η πράξη για τη σύσταση του εν λόγω οργάνου ή οργανισμού το προβλέπει. Πάντως, όσον αφορά τους συμβασιούχους υπαλλήλους του SATCEN, ούτε η απόφαση 2014/401 ούτε ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN προβλέπουν τη δυνατότητα εφαρμογής του ΚΥΚ και του ΚΛΠ.

123    Επομένως, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς του SATCEN, η προσφυγή ακύρωσης της προσφεύγουσας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 263 ΣΛΕΕ και το αίτημά της περί εφαρμογής των διατάξεων για την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 268 ΣΛΕΕ.

2.      Επί της ένστασης απαραδέκτου που αντλείται από τον συμβατικό χαρακτήρα της υπό κρίση διαφοράς

124    Το SATCEN υποστηρίζει ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι απαράδεκτη, καθόσον έχει αμιγώς συμβατικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας της προσφεύγουσας.

125    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, τα δικαστήρια της Ένωσης ελέγχουν τη νομιμότητα μόνον των πράξεων των θεσμικών οργάνων που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική τους κατάσταση, και ότι η αρμοδιότητα αυτή αφορά μόνον τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 288 ΣΛΕΕ, τις οποίες τα θεσμικά αυτά όργανα καλούνται να θεσπίσουν υπό τους όρους που προβλέπει η Συνθήκη, κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Αντιθέτως, οι εκδιδόμενες από τα θεσμικά όργανα πράξεις που εντάσσονται σε αμιγώς συμβατικό πλαίσιο με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες δεν περιλαμβάνονται, λόγω ακριβώς του χαρακτήρα τους, στις κατά το άρθρο 288 ΣΛΕΕ πράξεις, των οποίων η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2013, GRP Security κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, T‑87/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:161, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

126    Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, της απόφασης 2014/401, το προσωπικό του SATCEN αποτελείται κυρίως από συμβασιούχους υπαλλήλους. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα προσελήφθη με σύμβαση εργασίας, η οποία είναι το αποτέλεσμα της σύμπτωσης βούλησης μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Η εργασιακή σχέση μεταξύ της προσφεύγουσας και του SATCEN έχει, ως εκ τούτου, συμβατικό χαρακτήρα.

127    Ωστόσο, η σύμβαση εργασίας της προσφεύγουσας συνήφθη με οργανισμό της Ένωσης, επιφορτισμένο με αποστολή γενικού συμφέροντος και για τον οποίο το Συμβούλιο έχει εξουσιοδοτηθεί από το άρθρο 8, παράγραφος 5, της απόφασης 2014/401 να εκδώσει τους «κανόνες που αφορούν το προσωπικό». Βάσει πανομοιότυπης διάταξης, το Συμβούλιο, στο πλαίσιο της κοινής δράσης 2001/555, εξέδωσε με την απόφαση 2009/747 τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω). Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN εφαρμόζεται σε κάθε υπάλληλο που έχει προσληφθεί με σύμβαση από το SATCEN.

128    Επομένως, ακόμη και αν η εργασιακή σχέση μεταξύ του SATCEN και των υπαλλήλων του είναι συμβατικού χαρακτήρα, γεγονός παραμένει ότι η νομική κατάσταση των ως άνω υπαλλήλων καθορίζεται από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN.

129    Συνεπώς, οι γενικές διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN, που εξεδόθη μονομερώς από το Συμβούλιο, το οποίο δεν συμβαλλόταν στη σύμβαση εργασίας που συνήψε η προσφεύγουσα, εφαρμόζονται υποχρεωτικά σε αυτήν καθώς και σε κάθε άλλον συμβασιούχο υπάλληλο του SATCEN και ενσωματώνονται στη σύμβαση εργασίας τους (βλ. συναφώς, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2004, Pflugradt κατά ΕΚΤ, C‑409/02 P, EU:C:2004:625, σκέψεις 34 και 35). Συναφώς, πρέπει να τονιστεί, εν προκειμένω, ότι το σημείο 14 της πρότασης πρόσληψης που απευθύνθηκε στην προσφεύγουσα, την οποία αυτή συνυπέγραψε, διευκρίνιζε ότι «αυτή η πρόταση πρόσληψης καθώς και οι όροι απασχόλησης, [διέπονταν] από τον [κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN] […] και από κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή του, η οποία αποτελ[ούσε] αναπόσπαστο μέρος της πρότασης αυτής».

130    Εν προκειμένω, η υπό κρίση διαφορά ανάγεται στη φερόμενη παράβαση των επαγγελματικών υποχρεώσεων της προσφεύγουσας, όπως προβλέπονται οι υποχρεώσεις αυτές στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN. Επιπλέον, ακριβώς βάσει του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN άσκησε ο διευθυντής του SATCEN τις πειθαρχικές του εξουσίες έναντι της προσφεύγουσας. Οι εξουσίες αυτές εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του διευθυντή του SATCEN για όλα τα θέματα που αφορούν το προσωπικό, όπως προκύπτει από το άρθρο 7, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της απόφασης 2014/401.

131    Επομένως, εκδίδοντας την απόφαση περί απόρριψης της αίτησης αρωγής, την απόφαση περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας, την απόφαση περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων και την απόφαση περί παύσης των καθηκόντων, ο διευθυντής του SATCEN απλώς εφάρμοσε τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN, ο οποίος βαίνει πέραν της συμβατικής σχέσης της προσφεύγουσας με το SATCEN. Η παρούσα διαφορά αφορά ασφαλώς τη νομιμότητα των αποφάσεων αυτών του διευθυντή του SATCEN καθώς και την απόφαση της επιτροπής προσφυγών η οποία, κατ’ ουσίαν, απέρριψε την προσφυγή που άσκησε η προσφεύγουσα κατά της απόφασης περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας, της απόφασης περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων και της απόφασης περί παύσης των καθηκόντων.

132    Η ένσταση απαραδέκτου που αντλείται από τον συμβατικό χαρακτήρα της υπό κρίση διαφοράς πρέπει επομένως να απορριφθεί.

3.      Επί της ένστασης απαραδέκτου που προέβαλε το SATCEN κατά του αιτήματος ακύρωσης της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αρωγής

133    Το SATCEN θεωρεί ότι το αίτημα ακύρωσης της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αρωγής είναι απαράδεκτο, στο μέτρο που, κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα δεν τήρησε την προηγούμενη διοικητική διαδικασία που προβλέπεται από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN.

134    Κατά το άρθρο 28, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN, αν ο διευθυντής του SATCEN δεν απαντήσει σε αίτηση που τον καλεί να λάβει απόφαση για θέμα που καλύπτεται από τον ως άνω κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, εντός προθεσμίας δύο μηνών, θεωρείται ότι η αίτηση απορρίπτεται σιωπηρώς· κατά της σιωπηρής αυτής απόφασης μπορεί να ασκηθεί ένσταση εντός τριών μηνών από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας απάντησης.

135    Συγκεκριμένα, αν ο διευθυντής του SATCEN δεν παράσχει καμία απάντηση στην αίτηση αρωγής κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 6, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN εντός της δίμηνης προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 28, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτή η αίτηση αρωγής απορρίφθηκε σιωπηρά. Στην περίπτωση αυτή, τεκμαίρεται ότι ο διευθυντής του SATCEN έκρινε ότι τα στοιχεία που προσκομίστηκαν προς στήριξη της αίτησης αρωγής δεν συνιστούν επαρκή αρχή αποδείξεως του υποστατού των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών που να ενεργοποιεί την υποχρέωση αρωγής, η οποία μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την έναρξη διοικητικής έρευνας όταν τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά χαρακτηρίζονται ως ηθική παρενόχληση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2007, Lo Giudice κατά Επιτροπής, T‑154/05, EU:T:2007:322, σκέψη 41, και της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑570/16, EU:T:2017:283, σκέψεις 53 έως 57).

136    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα υπέβαλε στον διευθυντή του SATCEN αίτηση αρωγής στις 20 Μαρτίου 2013. Ο διευθυντής του SATCEN ζήτησε, στις 22 Μαρτίου 2013, από τον αναπληρωτή διευθυντή να ελέγξει τα στοιχεία που περιέχονταν στην αίτηση αυτή, στο περιθώριο της διοικητικής έρευνας που αφορούσε την προσφεύγουσα. Ο διευθυντής του SATCEN έκρινε ότι από αυτόν τον έλεγχο δεν προέκυψε αρχή απόδειξης του υποστατού των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών που να δικαιολογεί την κίνηση διοικητικής έρευνας, όπως επιβεβαιώνεται από την επιστολή που του απέστειλε ο αναπληρωτής διευθυντής του SATCEN στις 26 Αυγούστου 2013 και το γεγονός ότι απέρριψε τη διοικητική ένσταση της προσφεύγουσας στις 7 Οκτωβρίου 2013.

137    Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι η αίτηση αρωγής της προσφεύγουσας, η οποία κοινοποιήθηκε στις 21 Μαρτίου 2013, απορρίφθηκε σιωπηρά κατόπιν της παρέλευσης της προθεσμίας των δύο μηνών από την εν λόγω ημερομηνία, σύμφωνα με το άρθρο 28, παράγραφος 1, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN, ήτοι στις 21 Μαΐου 2013, και όχι, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, στις 5 Ιουλίου 2013. Όπως ορθώς υποστηρίζει το SATCEN, κατά της σιωπηρής αυτής απορριπτικής απόφασης έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρο 28, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN, να υποβληθεί διοικητική ένσταση εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημερομηνία παρέλευσης της προθεσμίας απάντησης, ήτοι το αργότερο έως τις 21 Αυγούστου 2013. Δεν προκύπτει όμως από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι η προσφεύγουσα υπέβαλε διοικητική ένσταση εντός της ανωτέρω προθεσμίας.

138    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, καθόσον αποβλέπει στην ακύρωση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αρωγής, το αίτημα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

4.      Επί της ένστασης απαραδέκτου που προέβαλε το SATCEN κατά του αιτήματος ακύρωσης της απόφασης περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας

139    Το SATCEN υποστηρίζει ότι η προσφυγή κατά απόφασης περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας δεν είναι δυνατόν να εξεταστεί αυτή καθεαυτήν, διότι η μόνη απόφαση που μπορεί να προσβληθεί είναι αυτή που εκδόθηκε κατά το πέρας της πειθαρχικής διαδικασίας. Επομένως, το αίτημα της προσφεύγουσας σχετικά με την ακύρωση της απόφασης περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

140    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ορθότητα της επιχειρηματολογίας αυτής και ζητεί, επικουρικώς, να εξεταστεί η νομιμότητα της απόφασης περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας για τους σκοπούς της εξέτασης της νομιμότητας της απόφασης περί παύσης των καθηκόντων.

141    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, όταν έχει επιβληθεί κύρωση σε υπάλληλο οργανισμού της Ένωσης, η απόφαση περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας εις βάρος του είναι απλώς προπαρασκευαστική πράξη η οποία δεν προδικάζει την τελική θέση της διοίκησης και δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να θεωρηθεί βλαπτική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Ιουλίου 2008, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, T‑48/05, EU:T:2008:257, σκέψη 340 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

142    Το αίτημα που αφορά την απόφασης περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας είναι, επομένως, καθεαυτό απαράδεκτο, καθόσον μόνον η τελική πειθαρχική απόφαση, ήτοι η απόφαση περί παύσης των καθηκόντων, συνιστά βλαπτική πράξη.

143    Εντούτοις, το απαράδεκτο αίτησης ακύρωσης κατά μη βλαπτικής πράξης δεν απαγορεύει την επίκληση, προς στήριξη αιτημάτων που βάλλουν κατά απόφασης δυνάμενης να προσβληθεί, ενδεχόμενης έλλειψης νομιμότητας της πράξης αυτής (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2003, Pessoa e Costa κατά Επιτροπής, T‑166/02, EU:T:2003:73, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, μολονότι το αίτημα ακύρωσης της απόφασης περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας είναι απαράδεκτο, οι λόγοι που προβλήθηκαν προς στήριξη του αιτήματος αυτού πρέπει να θεωρηθούν ότι στρέφονται κατά της απόφασης περί παύσης των καθηκόντων, που ελήφθη κατά το πέρας της διαδικασίας αυτής.

5.      Επί της ένστασης απαραδέκτου που προέβαλε το SATCEN προς αντίκρουση των επιχειρημάτων που βάλλουν κατά της διαδικασίας ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου

144    Προς στήριξη του πρώτου και του δεύτερου λόγου ακύρωσης της απόφασης περί παύσης των καθηκόντων, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τις συνθήκες υπό τις οποίες διεξήχθη η πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου.

145    Κατά το SATCEN, οι αιτιάσεις σχετικά με τη γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, στο μέτρο που πρέπει να θεωρηθεί ότι βάλλουν κατά της ίδιας της γνώμης του πειθαρχικού συμβουλίου, η οποία συνιστά βλαπτική πράξη και κατά της οποίας δεν υπεβλήθη προηγούμενη διοικητική ένσταση.

146    Συναφώς, πρέπει εντούτοις να επισημανθεί ότι η απόφαση της 11ης Ιουλίου 1968, Van Eick κατά Επιτροπής (35/67, EU:C:1968:39), στην οποία στηρίζεται το SATCEN, δεν ασκεί επιρροή στο μέτρο που, στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτα τα αιτήματα που απέβλεπαν στην ακύρωση «της διαδικασίας ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου», και έβαιναν πέραν της ακύρωσης της ίδιας της γνώμης του πειθαρχικού συμβουλίου.

147    Επίσης, με την απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 1985, F. κατά Επιτροπής (228/83, EU:C:1985:28, σκέψη 16), την οποία ανέφερε το SATCEN, το Δικαστήριο έκρινε ότι θα αντέβαινε στην αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης και θα προσέβαλλε τα δικαιώματα άμυνας του προσώπου που εμπλέκεται σε πειθαρχική διαδικασία το να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό δεν δύναται να προσβάλει χωριστά τη γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου, και να επιτύχει την ακύρωσή της, προκειμένου να επαναληφθεί η πειθαρχική διαδικασία.

148    Επομένως, ουδόλως προκύπτει από τις αποφάσεις αυτές ότι ένας προσφεύγων δεν μπορεί, προς στήριξη του αιτήματος ακύρωσης πειθαρχικής κύρωσης επιβληθείσας κατόπιν γνώμης του πειθαρχικού συμβουλίου, να επικαλεστεί την παρατυπία της διαδικασίας ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου, δεδομένου ότι μια τέτοια διαδικασία αποτελεί, στην περίπτωση της προσφεύγουσας, προαπαιτούμενο για την επίμαχη ποινή παύσης των καθηκόντων, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των άρθρων 7, 9 και 10 του παραρτήματος IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN.

149    Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα που αντλούνται από τον μη σύννομο χαρακτήρα της ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου διαδικασίας είναι παραδεκτά.

150    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρώτον, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους οι ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλε το SATCEN έναντι των αιτημάτων ακύρωσης και αποζημίωσης. Δεύτερον, η υπό κρίση προσφυγή είναι απαράδεκτη κατά το μέτρο που στρέφεται κατά της απόφασης περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας και κατά της απόφασης περί απόρριψης της αίτησης αρωγής. Τρίτον, η εν λόγω προσφυγή είναι παραδεκτή καθόσον στρέφεται κατά της απόφασης περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων, της απόφασης περί παύσης καθηκόντων και της απόφασης της επιτροπής προσφυγών και, επομένως, πρέπει να εξεταστεί η νομιμότητα των τριών αυτών αποφάσεων, αρχής γενομένης από την απόφαση της επιτροπής προσφυγών.

3.      Επί της ουσίας

1.      Επί του ακυρωτικού αιτήματος

1)      Επί της νομιμότητας της απόφασης της επιτροπής προσφυγών

151    Η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της απόφασης της επιτροπής προσφυγών για δύο λόγους. Πρώτον, η επιτροπή προσφυγών προσέβαλε το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας της προσφεύγουσας, αφενός, λόγω της σύνθεσής της που δεν πληρούσε τα κριτήρια ενός ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαιοδοτικού οργάνου και, αφετέρου, στο μέτρο που δεν έλαβε υπόψη την πλειονότητα των πραγματικών και νομικών ισχυρισμών που προέβαλε η προσφεύγουσα. Δεύτερον, η επιτροπή προσφυγών υπέπεσε, κατ’ ουσίαν, σε πολλαπλή νομική πλάνη απορρίπτοντας την ασκηθείσα από την προσφεύγουσα προσφυγή.

152    Εξάλλου, η προσφεύγουσα προβάλλει, βάσει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, ένσταση έλλειψης νομιμότητας ως προς το άρθρο 28, παράγραφος 6, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN προβάλλοντας, κατ’ ουσίαν, ότι η διάταξη αυτή καθιστά την επιτροπή προσφυγών το μόνο όργανο ελέγχου της νομιμότητας των αποφάσεων του διευθυντή του SATCEN.

153    Το SATCEN ζητεί την απόρριψη των αιτημάτων ακύρωσης της απόφασης της επιτροπής προσφυγών, στο μέτρο που η εν λόγω επιτροπή διαθέτει επαρκή εχέγγυα που διασφαλίζουν την τήρηση του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας της προσφεύγουσας. Οι αποφάσεις της επιτροπής αυτής μπορούσαν επομένως να μην επιδέχονται άλλη προσφυγή και να είναι δεσμευτικές, όπως προβλέπει το άρθρο 28, παράγραφος 6, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN.

154    Καταρχάς, πρέπει να εξεταστεί η ένσταση έλλειψης νομιμότητας ως προς το άρθρο 28, παράγραφος 6, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN, που προβάλλει η προσφεύγουσα.

155    Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 277 ΣΛΕΕ εκφράζει γενική αρχή διασφαλίζουσα σε κάθε διάδικο το δικαίωμα να αμφισβητήσει παρεμπιπτόντως, για να επιτύχει την ακύρωση ατομικής απόφασης, το κύρος προγενέστερων πράξεων θεσμικού οργάνου που αποτελούν τη νομική βάση αυτής της ατομικής απόφασης (βλ. απόφαση της 19ης Ιουνίου 2015, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑358/11, EU:T:2015:394, σκέψη 180 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

156    Καθόσον το άρθρο 277 ΣΛΕΕ δεν έχει ως σκοπό να παράσχει στον διάδικο τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την εφαρμογή οποιασδήποτε πράξης γενικού χαρακτήρα προς στήριξη οιασδήποτε προσφυγής, το περιεχόμενο της ένστασης έλλειψης νομιμότητας πρέπει να περιορίζεται σε ό,τι είναι απαραίτητο για την επίλυση της διαφοράς. Συνεπώς, η πράξη γενικής ισχύος της οποίας προβάλλεται η έλλειψη νομιμότητας πρέπει να έχει εφαρμογή, άμεσα ή έμμεσα, στην υπόθεση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής και πρέπει να υφίσταται άμεσος νομικός δεσμός μεταξύ της προσβαλλόμενης ατομικής απόφασης και της εν λόγω πράξης γενικής ισχύος. Συναφώς, η ύπαρξη ενός τέτοιου δεσμού μπορεί να συναχθεί, μεταξύ άλλων, από τη διαπίστωση ότι η κυρίως προσβαλλόμενη πράξη στηρίζεται ουσιαστικά σε διάταξη της πράξης της οποίας αμφισβητείται η νομιμότητα (βλ. απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2016, ΕΚΤ κατά Cerafogli, T‑787/14 P, EU:T:2016:633, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

157    Η διαπίστωση περί έλλειψης νομιμότητας στην οποία προβαίνει ο δικαστής δεν παράγει αποτελέσματα erga omnes, αλλά οδηγεί σε έλλειψη νομιμότητας της προσβληθείσας ατομικής απόφασης, ενώ αφήνει να διατηρηθεί στην έννομη τάξη η πράξη γενικής ισχύος χωρίς να θίγει τη νομιμότητα των λοιπών πράξεων που εκδόθηκαν βάσει αυτής και οι οποίες δεν προσεβλήθησαν εντός της προθεσμίας άσκησης προσφυγής (βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1974, Kortner κ.λπ. κατά Συμβουλίου κ.λπ., 15/73 έως 33/73, 52/73, 53/73, 57/73 έως 109/73, 116/73, 117/73, 123/73, 132/73 και 135/73 έως 137/73, EU:C:1974:16, σκέψεις 37 και 38).

158    Εν προκειμένω, το άρθρο 28, παράγραφος 6, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN, του οποίου την έλλειψη νομιμότητας προβάλλει η προσφεύγουσα, προβλέπει μεταξύ άλλων ότι η επιτροπή προσφυγών είναι αρμόδια να ακυρώνει ή να επικυρώνει τις αποφάσεις του διευθυντή του SATCEN που εκδίδονται βάσει του ως άνω κανονισμού, καθώς και να επιδικάζει αποζημίωση για ορισμένες από τις ζημίες που υπέστη υπάλληλος κατόπιν μη σύννομης απόφασης του διευθυντή του SATCEN (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω). Η διάταξη αυτή διευκρινίζει επίσης ότι οι αποφάσεις της επιτροπής προσφυγών είναι «δεσμευτικές και για τα δύο μέρη» και ότι «δεν επιδέχονται άλλη προσφυγή».

159    Όμως, όπως προκύπτει από την εξέταση της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της παρούσας διαφοράς, το Συμβούλιο δεν είχε τη δυνατότητα, χωρίς να παραβεί τις διατάξεις του άρθρου 19 ΣΕΕ και του άρθρου 256 ΣΛΕΕ, να αναθέσει στην επιτροπή προσφυγών υποχρεωτική και αποκλειστική αρμοδιότητα να ελέγχει τη νομιμότητα των αποφάσεων του διευθυντή του SATCEN και να αποφαίνεται επί αιτημάτων αποζημίωσης των υπαλλήλων του, σε περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, αρμόδιο να εκδικάζει σε πρώτο βαθμό διαφορές αυτού του είδους είναι το Γενικό Δικαστήριο (βλ. σκέψεις 101 έως 110 ανωτέρω).

160    Ως εκ τούτου, θεσπίζοντας, με την απόφαση 2009/747, επιτροπή προσφυγών της οποίας η αρμοδιότητα είναι αποκλειστική και υποκαθιστά την αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, και διατηρώντας την ως άνω επιτροπή προσφυγών ακόμη και μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, το Συμβούλιο παρέβη τις Συνθήκες, και ιδίως το άρθρο 19 ΣΕΕ και το άρθρο 256 ΣΛΕΕ που προαναφέρθηκαν. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η ένσταση έλλειψης νομιμότητας και να κηρυχθεί ανεφάρμοστο εν προκειμένω το άρθρο 28, παράγραφος 6, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN.

161    Κατά συνέπεια, η απόφαση της επιτροπής προσφυγών, η οποία εξεδόθη βάσει των εξουσιών που της απονέμει η διάταξη αυτή, στερείται νομικής βάσης και, επομένως, πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι ακύρωσης που προέβαλε η προσφεύγουσα κατά της απόφασης της επιτροπής προσφυγών.

162    Το μη σύννομο της απόφασης της επιτροπής προσφυγών δεν ασκεί εξάλλου επιρροή όσον αφορά την τήρηση της προθεσμίας άσκησης προσφυγής από την προσφεύγουσα, σχετικά με τις αποφάσεις περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων και περί παύσης των καθηκόντων.

163    Βεβαίως, συνεπεία της παρούσας απόφασης, η απόφασης της επιτροπής προσφυγών εξοβελίζεται αναδρομικώς από την έννομη τάξη, με αποτέλεσμα το Γενικό Δικαστήριο να βρίσκεται ενώπιον προσφυγής που ασκήθηκε κατόπιν της παρέλευσης της προθεσμίας των δύο μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, παρεκτεινόμενης κατά δέκα ημέρες λόγω αποστάσεως σύμφωνα με το άρθρο 60 του Κανονισμού Διαδικασίας. Συγκεκριμένα, ενώ η απόφαση περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων και η απόφαση περί παύσης των καθηκόντων κοινοποιήθηκαν αντίστοιχα στην προσφεύγουσα στις 5 Ιουλίου 2013 και στις 4 Μαρτίου 2014, η υπό κρίση προσφυγή ασκήθηκε στις 28 Μαΐου 2015.

164    Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, το παραδεκτό προσφυγής εκτιμάται σε σχέση με την υφιστάμενη κατά τον χρόνο κατάθεσης του δικογράφου της προσφυγής κατάσταση (αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 1984, Bensider κ.λπ. κατά Επιτροπής, 50/84, EU:C:1984:365, σκέψη 8, και της 18ης Απριλίου 2002, Ισπανία κατά Συμβουλίου, C‑61/96, C‑132/97, C‑45/98, C‑27/99, C‑81/00 και C‑22/01, EU:C:2002:230, σκέψη 23).

165    Εν προκειμένω, κατά την ημερομηνία άσκησης της υπό κρίση προσφυγής, ο παράνομος χαρακτήρας του άρθρου 28, παράγραφος 6, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN δεν είχε διαπιστωθεί από το Γενικό Δικαστήριο. Επομένως, η υποβολή της υπόθεσης στην επιτροπή προσφυγών, η οποία αποφασίζει σύμφωνα με τις εξουσίες που της παρέχει η διάταξη αυτή, στηριζόταν σε νομική βάση και αποτελούσε ένδικο βοήθημα που παρείχε, καταρχήν, στην προσφεύγουσα, ένα μέσο για την επίλυση της υπόθεσής της, διότι δεν μπορούσε να αποκλειστεί a priori το ενδεχόμενο η επιτροπή προσφυγών να ακυρώσει τις επίμαχες αποφάσεις του διευθυντή του SATCEN. Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία, υπέρ των πράξεων των οργάνων της Ένωσης υφίσταται, καταρχήν, τεκμήριο νομιμότητας, οι δε πράξεις αυτές παράγουν έννομα αποτελέσματα, ενόσω δεν έχουν ανακληθεί, ακυρωθεί κατόπιν προσφυγής ακύρωσης ή κριθεί ανίσχυρες κατόπιν προδικαστικής παραπομπής ή κατόπιν ένστασης έλλειψης νομιμότητας (βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems, C‑362/14, EU:C:2015:650, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

166    Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, ιδίως υπό το πρίσμα του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, ότι η υποβολή της υπόθεσης στην επιτροπή προσφυγών όσον αφορά τις αποφάσεις περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων και περί παύσης των καθηκόντων μπορεί να οδηγήσει σε απόσβεση του δικαιώματος της προσφεύγουσας να προσβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τις ίδιες αποφάσεις, οι οποίες, κατ’ ουσίαν, επιβεβαιώθηκαν από την απόφαση της επιτροπής προσφυγών (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2018, LL κατά Κοινοβουλίου, C‑326/16 P, EU:C:2018:83, σκέψη 35).

167    Υπό τις συνθήκες αυτές, η προθεσμία άσκησης προσφυγής κατά των αποφάσεων περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων και περί παύσης των καθηκόντων άρχισε να τρέχει έναντι της προσφεύγουσας μόλις στις 23 Μαρτίου 2015, ημερομηνία κατά την οποία της κοινοποιήθηκε η απόφαση της επιτροπής προσφυγών. Ως εκ τούτου, με την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής κατά των αποφάσεων περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων και περί παύσης των καθηκόντων στις 28 Μαΐου 2015, η προσφεύγουσα τήρησε την προθεσμία των δύο μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η οποία παρεκτείνεται κατά δέκα ημέρες λόγω αποστάσεως σύμφωνα με το άρθρο 60 του Κανονισμού Διαδικασίας.

2)      Επί της νομιμότητας της απόφασης περί παύσης των καθηκόντων

168    Προς στήριξη του αιτήματός της ακύρωσης της απόφασης περί παύσης των καθηκόντων, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακύρωσης. Ο πρώτος λόγος αντλείται από παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και μη τήρηση της απαίτησης αμεροληψίας κατά τη διάρκεια της διοικητικής έρευνας (πρώτο σκέλος) και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου (δεύτερο σκέλος). Ο δεύτερος λόγος αντλείται από παράβαση των διαδικαστικών κανόνων και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κατά τη διάρκεια της διοικητικής έρευνας (πρώτο σκέλος) και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου (δεύτερο σκέλος). Ο τρίτος λόγος αντλείται από παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας. Ο τέταρτος λόγος αντλείται από μη απόδειξη του υποστατού των προσαπτόμενων πράξεων. Ο πέμπτος λόγος αντλείται από κατάχρηση εξουσίας.

169    Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακύρωσης και το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακύρωσης, η προσφεύγουσα επιδιώκει να αμφισβητήσει τη διαδικασία της διοικητικής έρευνας. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί σκόπιμο να εξετάσει από κοινού τα δύο αυτά σκέλη, που αφορούν, αντίστοιχα, παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και μη τήρηση της απαίτησης αμεροληψίας κατά τη διοικητική έρευνα, και παράβαση των διαδικαστικών κανόνων και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κατά τη διάρκεια της εν λόγω έρευνας.

1)      Επί της νομιμότητας της διοικητικής έρευνας

170    Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 27, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN, ο διευθυντής του SATCEN μπορεί να κινήσει διαδικασία διοικητικής έρευνας με σκοπό να εξακριβωθεί αν υπάλληλος παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του κανονισμού αυτού, εφόσον περιήλθαν σε γνώση του αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία θα μπορούσε να συναχθεί η ύπαρξη τέτοιας παράβασης.

171    Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN:

«Όταν εσωτερική έρευνα αποκαλύπτει το ενδεχόμενο προσωπικής εμπλοκής υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου ενός οργάνου, ο υπάλληλος αυτός ενημερώνεται ταχέως, εφόσον αυτό δεν βλάπτει την έρευνα. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούν να συντάσσονται πορίσματα αναφερόμενα ονομαστικά σε υπάλληλο κατά την περάτωση της έρευνας, χωρίς να έχει δοθεί η δυνατότητα στον εν λόγω υπάλληλο να διατυπώσει παρατηρήσεις για τα γεγονότα που τον αφορούν. Τα πορίσματα περιέχουν μνεία των εν λόγω παρατηρήσεων.»

172    Κατά το άρθρο 2 του παραρτήματος ΙΧ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN:

«Με βάση την αναφορά που συντάχθηκε για την έρευνα, αφού κοινοποιηθούν στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο όλα τα στοιχεία του φακέλου και έπειτα από ακρόαση του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, ο διευθυντής μπορεί: […] γ) σε περίπτωση παράβασης συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις, κατά την έννοια του άρθρου 27 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης: i) να αποφασίζει να κινήσει την πειθαρχική διαδικασία που προβλέπεται στο τμήμα 4 του παρόντος παραρτήματος, ή ii) να αποφασίζει να κινήσει πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου.»

173    Όταν η πειθαρχική διαδικασία κινείται ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου, ο διευθυντής του SATCEN υποβάλλει αναφορά στο εν λόγω συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 10 του παραρτήματος ΙΧ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN, στην οποία πρέπει να σημειώνονται με σαφήνεια οι προσαπτόμενες πράξεις και, εφόσον συντρέχει λόγος, οι περιστάσεις υπό τις οποίες έχουν συντελεστεί, περιλαμβανομένων όλων των επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων. Η αναφορά προς το πειθαρχικό συμβούλιο συντάσσεται κατόπιν της ακρόασης του οικείου υπαλλήλου κατά τη λήξη της έρευνας και αποσκοπεί απλώς στην εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών, ιδίως σε σχέση με τα αποτελέσματα αυτής της ακρόασης, καθώς και στη συσχέτιση των ως άνω πραγματικών περιστατικών με τις υποχρεώσεις ή τις καταστατικές διατάξεις των οποίων η παράβαση προσάπτεται στον υπάλληλο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Ιουνίου 2016, HI κατά Επιτροπής, F‑133/15, EU:F:2016:127, σκέψη 131).

174    Η διοικητική έρευνα αποσκοπεί, ως εκ τούτου, στο να προσδιορίσει τις πράξεις που προσάπτονται στο οικείο πρόσωπο και τις περιστάσεις που συνδέονται με αυτές, καθώς και στο να παράσχει στον διευθυντή του SATCEN τη δυνατότητα να εκτιμήσει, prima facie, το υποστατό και τη βαρύτητά τους, ώστε να διαμορφώσει άποψη ως προς τη σκοπιμότητα υποβολής της υπόθεσης στο πειθαρχικό συμβούλιο, προκειμένου να επιβληθεί, ενδεχομένως, πειθαρχική κύρωση.

175    Η αρχή που αναλαμβάνει τη διοικητική έρευνα διαθέτει, όπως προκύπτει από τη νομολογία, ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη διεξαγωγή της έρευνας (βλ. συναφώς, κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2012, Skareby κατά Επιτροπής, F‑42/10, EU:F:2012:64, σκέψη 38, της 11ης Ιουλίου 2013, Tzirani κατά Επιτροπής, F‑46/11, EU:F:2013:115, σκέψη 124, και της 18ης Σεπτεμβρίου 2014, CV κατά ΕΟΚΕ, F‑54/13, EU:F:2014:216, σκέψη 43).

176    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το δίκαιο της Ένωσης επιτάσσει τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών τηρουμένων των εγγυήσεων που παρέχει η αρχή της χρηστής διοίκησης, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 41 του Χάρτη. Μεταξύ των εγγυήσεων αυτών περιλαμβάνεται η υποχρέωση του αρμοδίου θεσμικού οργάνου να ερευνά με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περίπτωσης. Το δικαίωμα κάθε προσώπου στην αμερόληπτη εξέταση των υποθέσεών του καλύπτει, αφενός, την υποκειμενική αμεροληψία, κατά την οποία κανένας υπάλληλος του οικείου θεσμικού οργάνου δεν πρέπει να εκδηλώνει μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις, και, αφετέρου, την αντικειμενική αμεροληψία, κατά την οποία το θεσμικό όργανο πρέπει να παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης αμφιβολίας συναφώς (βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής, C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 155 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση της 11ης Μαΐου 2010, Νανόπουλος κατά Επιτροπής, F‑30/08, EU:F:2010:43, σκέψη 189).

177    Επιπλέον, το δικαίωμα χρηστής διοίκησης περιλαμβάνει, κατά το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του Χάρτη, το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν να ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του, καθώς και το δικαίωμα κάθε προσώπου να έχει πρόσβαση στον φάκελό του. Όσον αφορά τη διεξαγωγή διοικητικών ερευνών εντός του SATCEN, οι κανόνες αυτοί αποτυπώνονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, και στο άρθρο 2 του παραρτήματος IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN, που αντιστοίχως προαναφέρθηκαν στις σκέψεις 171 και 172 ανωτέρω.

178    Υπό το πρίσμα αυτών των εκτιμήσεων πρέπει να εξεταστούν από κοινού το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακύρωσης και το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακύρωσης, με τους οποίους η προσφεύγουσα βάλλει κατά i) της επιλογής του ιεραρχικώς ανωτέρου της ως αρμόδιου για τη διεξαγωγή της διοικητικής έρευνας που την αφορούσε, ii) της χρήσης ερωτηματολογίου πολλαπλών επιλογών, το οποίο την ανέφερε ονομαστικά, ως μέσου για τη διεξαγωγή της διοικητικής έρευνας, iii) του γεγονότος ότι δεν έλαβε μέρος στη διοικητική έρευνα και iv) της άρνησης παροχής έγκαιρης πρόσβασης στα στοιχεία του φακέλου της διοικητικής έρευνας.

i)      Επί της επιλογής του επικεφαλής της έρευνας

179    Η προσφεύγουσα βάλλει κατά του διορισμού του ιεραρχικώς ανωτέρου της, αναπληρωτή διευθυντή του SATCEN, ως αρμόδιου για τη διεξαγωγή της εις βάρος της διοικητικής έρευνας. Κατά την προσφεύγουσα, ο αναπληρωτής διευθυντής δεν πληρούσε τα κριτήρια της αντικειμενικής αμεροληψίας προκειμένου να επισπεύσει την έρευνα, καθόσον ήταν ανέκαθεν προκατειλημμένος και επιδείκνυε μεροληπτική και εχθρική στάση στις μεταξύ τους επαγγελματικές σχέσεις.

180    Υπό την έννοια αυτή, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι είχε προβάλει αιτιάσεις κατά του αναπληρωτή διευθυντή του SATCEN στο πλαίσιο δύο αιτήσεων αρωγής για περιστατικά ηθικής παρενόχλησης με την ίδια ως θύμα. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι υπέστη προσβολές και επιθέσεις στο πλαίσιο συνεδριάσεων παρουσία του διευθυντή του SATCEN και του αναπληρωτή του, καθώς και στο πλαίσιο των τριών εκθέσεων ετήσιας αξιολόγησής της, τις οποίες συνέταξε ο αναπληρωτής διευθυντής. Η εχθρική στάση του αναπληρωτή διευθυντή του SATCEN έναντι της προσφεύγουσας αποδεικνύεται επίσης από το ότι αυτός, μαζί με τον διευθυντή του SATCEN, της αφαίρεσε αυθαίρετα αρμοδιότητες, «παρά τις αδιαμφισβήτητες επαγγελματικές της ικανότητες».

181    Συναφώς, επιβάλλεται καταρχάς η διαπίστωση ότι δεν προκύπτει από τη δικογραφία ότι ο αναπληρωτής διευθυντής του SATCEN αφαίρεσε αυθαίρετα αρμοδιότητες από την προσφεύγουσα, ούτε ότι διατυπώθηκαν προσβολές κατά της προσφεύγουσας ενώπιόν του, καθόσον τέτοιοι ισχυρισμοί τεκμηριώνονται μόνον από τα σημειώματα που συνέταξε η ίδια η προσφεύγουσα. Εξάλλου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι δηλώσεις αυτές έχουν αποδεικτική αξία, πρέπει να επισημανθεί ότι με αυτές δεν διατυπώνεται κατά του αναπληρωτή διευθυντή του SATCEN αιτίαση ούτε ως προς το ότι αφαίρεσε αρμοδιότητες από την προσφεύγουσα, ούτε ως προς το ότι ήταν μάρτυρας εις βάρος της προσβολών, τις οποίες ανέχθηκε.

182    Στη συνέχεια, όσον αφορά τις εκθέσεις ετήσιας αξιολόγησης, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει για ποιον λόγο αυτές βρίθουν προσβολών και μαρτυρούν τη μεροληπτική και εχθρική στάση του αναπληρωτή διευθυντή του SATCEN. Σε αντίθεση με όσα αναφέρει η προσφεύγουσα, η αξιολόγηση των επιδόσεων ενός υπαλλήλου που βαθμολογείται από ιεραρχικώς ανώτερό του, ακόμη και αν είναι επικριτική, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με προσβλητικά σχόλια και δεν αποδεικνύει, καθεαυτή, τη μεροληπτική στάση του εν λόγω ιεραρχικώς ανωτέρου.

183    Τέλος, στο μέτρο που η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν ήταν ορθό να διοριστεί ως επικεφαλής της έρευνας ο αναπληρωτής διευθυντής του SATCEN, στο μέτρο που δύο αιτήσεις αρωγής που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα αφορούσαν αυτόν, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία αυτή.

184    Συγκεκριμένα, αφενός, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα, με τις παρατηρήσεις της σχετικά με την ετήσια αξιολόγησή της, τις οποίες συνέταξε στις 30 Μαΐου 2011, δεν προέβαλε αιτιάσεις κατά του αναπληρωτή διευθυντή του SATCEN. Η προσφεύγουσα εξάλλου ανέφερε κατόπιν, στις 7 Μαρτίου 2013, ότι δεν είχε δοθεί συνέχεια στην καταγγελία της του 2012, με την οποία αυτή θεωρούσε ότι υπήρξε θύμα ηθικής παρενόχλησης από τον διευθυντή οικονομικών, και όχι από τον αναπληρωτή διευθυντή του SATCEN.

185    Αφετέρου, ο διευθυντής του SATCEN διόρισε ως πρόσωπο αρμόδιο για τη διεξαγωγή της διοικητικής έρευνας τον αναπληρωτή διευθυντή του SATCEN στις 8 Μαρτίου 2013, ήτοι πριν από την αποστολή, στις 20 Μαρτίου 2013, της δεύτερης αίτησης αρωγής της προσφεύγουσας, με την οποία αυτή έβαλε κατά της συμπεριφοράς του αναπληρωτή διευθυντή του SATCEN.

186    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπομνησθεί το περιεχόμενο της δεύτερης αίτησης αρωγής της προσφεύγουσας, στο πλαίσιο της οποίας αναφέρεται το όνομα του επικεφαλής της έρευνας:

«Με την παρούσα, σας ζητώ επισήμως να λάβετε μέτρα προκειμένου να παύσει η παρενόχληση εις βάρος εμού και της εργασίας μου […]

Ειδικότερα, σας ζητώ να ενεργήσετε τα δέοντα προκειμένου να παύσει [ο διευθυντής οικονομικών] να παρακολουθεί τους υπαλλήλους του τμήματός μου και να τους υποβάλλει ερωτήσεις σχετικά με εσωτερικά θέματα του τμήματος […] και να παύσει να εκφράζει τις μεροληπτικές του απόψεις. Μολονότι είχα αποδώσει μόνο σε αυτόν την ταπεινωτική κατάσταση που βίωσα τον Σεπτέμβριο του 2012, πλέον μπορώ να διακρίνω μια συμμαχία ορισμένων εργαζομένων που φαίνεται ότι επηρέασε άλλους συναδέλφους, μεταξύ των οποίων και τον αναπληρωτή διευθυντή, μέσω φημών και εις βάρος της υπόληψής μου.»

187    Αντίθετα με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, μια τέτοια διατύπωση δεν αποσκοπεί στο να στοχοποιήσει άμεσα τον αναπληρωτή διευθυντή του SATCEN στο πλαίσιο της κατάστασης της οποίας η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι είναι θύμα, αλλά τον διευθυντή οικονομικών. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τον αναπληρωτή διευθυντή του SATCEN, που ορίστηκε αρμόδιος για τη διεξαγωγή της έρευνας, η προσφεύγουσα περιορίστηκε να ισχυριστεί ότι ενδεχομένως επηρεάστηκε από την άποψη του διευθυντή οικονομικών. Επομένως, η αίτηση αρωγής της προσφεύγουσας δεν αρκεί για να διαπιστωθεί η μεροληπτική στάση του επικεφαλής της έρευνας.

188    Κατά συνέπεια, δεν προκύπτει επαρκώς από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι ο διορισμός του επικεφαλής της έρευνας μπορούσε να δημιουργήσει στην προσφεύγουσα εύλογες ανησυχίες όσον αφορά την αντικειμενική του αμεροληψία κατά τη διεξαγωγή της έρευνας.

ii)    Επί της χρήσης ερωτηματολογίου πολλαπλών επιλογών σχετικά με την προσφεύγουσα στο πλαίσιο της διοικητικής έρευνας

189    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ορθότητα του τρόπου διεξαγωγής της διοικητικής έρευνας και υποστηρίζει ότι, κατά τη διάρκεια της έρευνας αυτής, το SATCEN παραβίασε την αρχή της χρηστής διοίκησης και δεν τήρησε την απαίτηση αμεροληψίας που απορρέει από την εν λόγω αρχή.

190    Η προσφεύγουσα βάλλει κατά του ότι ο επικεφαλής της έρευνας ζήτησε από διάφορους υπαλλήλους του SATCEN να συμπληρώσουν ερωτηματολόγιο πολλαπλών επιλογών, του οποίου ο τίτλος την ανέφερε ονομαστικά, συνδέοντας την με την έννοια του εκφοβισμού. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι οι ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής που περιλαμβάνονταν στο ερωτηματολόγιο αυτό κατεύθυναν προς συγκεκριμένες απαντήσεις, τις οποίες σχεδόν υπέβαλλαν. Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, η αποστολή του ερωτηματολογίου αποτελούσε, καθεαυτή, ακατάλληλο μέσο για την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών.

191    Συναφώς, κατά την προσφεύγουσα, ο σκοπός διοικητικής έρευνας σχετικά με ενδεχόμενες πειθαρχικές παραβάσεις συνεπάγεται τη συλλογή όλων των συγκεκριμένων και κρίσιμων στοιχείων. Πλην όμως, εν προκειμένω, η αναφορά για τη διοικητική έρευνα δεν παραθέτει κανένα συγκεκριμένο περιστατικό και αποδεικνύει ότι ο επικεφαλής της έρευνας περιορίστηκε στη συγκέντρωση των απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο και στην επανάληψη των γενικών αιτιάσεων που περιέχονταν σε αυτό.

192    Επομένως, η διοικητική έρευνα διακρινόταν από μεροληψία και προκατάληψη και, ως εκ τούτου, παραβίαζε την αρχή της χρηστής διοίκησης και δεν τηρούσε την απαίτηση αμεροληψίας.

193    Το SATCEN αμφισβητεί την ορθότητα της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας και τονίζει ότι το ερωτηματολόγιο περιλάμβανε δύο ανοικτές ερωτήσεις, των οποίων οι απαντήσεις πρέπει να εξεταστούν σε συνδυασμό με τις απαντήσεις στις ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής.

194    Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στις 14 Νοεμβρίου 2012, στον διευθυντή του SATCEN υποβλήθηκε καταγγελία, υπογεγραμμένη από δώδεκα υπαλλήλους, η οποία είχε ως εξής:

«Διαπιστώσαμε όλοι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πόσο ακατάλληλη ήταν η συμπεριφορά της [KF], η οποία λάμβανε αποφάσεις ανάλογα με το πρόσωπο που υπέβαλλε το σχετικό αίτημα, εφαρμόζοντας τους κανόνες κατά το δοκούν· παρατηρήσαμε περιστατικά παρενοχλήσεων και κατάχρηση εις βάρος ορισμένων εργαζομένων. Υπήρξαν επίσης παρεμβάσεις στο επαγγελματικό μας έργο σε ζητήματα ως προς τα οποία η ίδια δεν ήταν ειδική. Η κατάσταση αυτή καθιστά δυσχερή και λιγότερο αποτελεσματική από ό,τι έπρεπε την εκτέλεση των καθημερινών μας καθηκόντων. Δεν είναι λογικό η υπάλληλος αυτή του SATCEN να επιδιώκει καθημερινά να έρχεται σε αντιπαράθεση με έναν από εμάς και να νιώθουμε χαρά κατά την απουσία της από την υπηρεσία. Οι επικρίσεις προς τους συναδέλφους μας είναι μόνιμες και το περιβάλλον εργασίας είναι εξαιρετικά δυσάρεστο, ή ακόμα και επιβλαβές. Γνωρίζουμε ότι και άλλοι εργαζόμενοι του SATCEN είναι ενήμεροι για την κατάσταση αυτή και θα μπορούσαν ενδεχομένως να παράσχουν περαιτέρω αποδείξεις προς στήριξη της καταγγελίας μας. Στόχος μας είναι, αφ’ ης στιγμής εξεταστούν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, να προβείτε στις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να διασφαλιστεί ότι αυτό το είδος συμπεριφοράς, που απέχει παρασάγγας από το πνεύμα της [Ένωσης], δεν θα επαναληφθεί ποτέ ξανά.»

195    Ο διευθυντής του SATCEN κίνησε κατόπιν αυτού διοικητική έρευνα στις 8 Μαρτίου 2013. Σύμφωνα με την αναφορά για την έρευνα, η έρευνα αυτή δικαιολογείται από «την εξαιρετική σοβαρότητα της κατάστασης που περιήλθε σε γνώση του διευθυντή του SATCEN, η οποία αποδεικνύει παράβαση [εκ μέρους της προσφεύγουσας] των υποχρεώσεων που προβλέπει ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN», και αποσκοπούσε στο «να συγκεντρώσει τα πραγματικά περιστατικά που αποδεικνύουν ενδεχόμενη κατάσταση ηθικής παρενόχλησης και εκφοβισμού [εκ μέρους της προσφεύγουσας] εις βάρος των εργαζομένων που εργάζονταν υπό την άμεση εποπτεία της».

196    Η διοικητική έρευνα έγκειτο στην αποστολή σε 24 υπαλλήλους του SATCEN, στις 12 Ιουνίου 2013, ενός ερωτηματολογίου πολλαπλών επιλογών, το οποίο έφερε τον τίτλο «Ερωτηματολόγιο σχετικά με την παρενόχληση» και ανέφερε: «[π]αρακαλώ απαντήστε στις ακόλουθες ερωτήσεις προκειμένου να διαπιστωθεί αν έχετε αντιμετωπίσει περιστατικά εκφοβισμού από την [KF]». Το ερωτηματολόγιο είχε τη μορφή του ακόλουθου πίνακα, ο οποίος περιείχε πλαίσια επιλογής που αντιστοιχούσαν σε κατηγορίες συμπεριφορών που φέρεται ότι είχε υιοθετήσει έναντι αυτών η προσφεύγουσα:


Ερώτηση

Απάντηση



Όχι

Μερικές φορές

Συχνά

1

Έλλειψη αναγνώρισης ή περιορισμένη αναγνώριση, έλλειψη εμπιστοσύνης έναντι των άλλων




2

Περιορισμένη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων




3

Περιορισμένη ή ελλιπής επικοινωνία/ενημέρωση




4

Ελλιπής επιστροφή πληροφοριών σχετικά με την απόδοση




5

Μειωτικά ή προσβλητικά σχόλια, πίεση, επιθετική συμπεριφορά, ανάρμοστες αντιδράσεις




6

Προσβολές που αφορούν το πρόσωπο ή την επαγγελματική ικανότητα




7

Προσβλητικές ή απειλητικές παρατηρήσεις (έγγραφες και προφορικές)




8

Εκφοβισμός, πίεση




9

Απειλές αντιποίνων




10

Υποτίμηση της συμβολής και επιτευγμάτων




11

Επιδείνωση των κοινωνικών σχέσεων




12

Αίσθημα απομόνωσης, διαχωρισμού, αποκλεισμού, απόρριψης, αγνόησης, μείωσης ή ταπείνωσης




13

Καθορισμός προδήλως ανέφικτων στόχων ή καθηκόντων




14

Μη ανάθεση εργασίας ή εργασία που δεν αντιστοιχεί στην κατηγορία της θέσης εργασίας





197    Οι αποδέκτες του ερωτηματολογίου ερωτήθηκαν επίσης σχετικά με το ζήτημα αν οι ανωτέρω συμπεριφορές με τις οποίες ενδεχομένως ήρθαν αντιμέτωποι είχαν ως αποτέλεσμα μία από τις ακόλουθες συνέπειες, οι οποίες επίσης παρουσιάζονταν υπό μορφή πίνακα που περιείχε πλαίσια επιλογής:


Ερώτηση

Απάντηση



Όχι

Εν μέρει

Ναι

15

Απομόνωση και τάση επιδείνωσης των κοινωνικών σχέσεων




16

Αυξανόμενος αριθμός σφαλμάτων, αδυναμία συγκέντρωσης, μείωση της παραγωγικότητας, απώλεια κινήτρων




17

Παρεμπόδιση της επαγγελματικής εξέλιξης και διακινδύνευση της σταδιοδρομίας




18

Προβλήματα ψυχικής και σωματικής υγείας όπως άγχος, ανησυχία, αίσθημα ντροπής και απώλεια των κινήτρων




19

Ταπείνωση, αποπροσανατολισμός, διαταραχές ύπνου, κατάθλιψη ή αύξηση σοβαρών σωματικών προβλημάτων




20

Αποδυνάμωση των κανόνων στον χώρο εργασίας




21

Αύξηση των προστριβών




22

Μεγέθυνση προβλημάτων ήσσονος σημασίας





198    Όπως προκύπτει από τις διατάξεις και τη νομολογία που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 170 έως 177 ανωτέρω, η διοικητική έρευνα που πραγματοποιείται κατόπιν της προβολής ισχυρισμών περί παράβασης των επαγγελματικών υποχρεώσεων που αφορούν υπάλληλο του SATCEN έχει ως αντικείμενο τη διαπίστωση του υποστατού των πράξεων που του προσάπτονται και πρέπει, ως εκ τούτου, να περιλαμβάνει την επιμελή και αμερόληπτη έρευνα όλων των συγκεκριμένων και ουσιωδών στοιχείων σχετικά με την εξεταζόμενη υπόθεση. Βάσει της καταγγελίας της οποίας επελήφθη ο διευθυντής του SATCEN, η οποία βάλλει κατά της γενικότερης στάσης της προσφεύγουσας, χαρακτηρίζοντάς την, μεταξύ άλλων, «παρενόχληση», στον επικεφαλής της έρευνας εναπέκειτο να καλέσει τους καταγγέλλοντες να τεκμηριώσουν τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά και να εκτιμήσει τον εμπεριστατωμένο και συγκλίνοντα χαρακτήρα τους, πριν προβεί ενδεχομένως σε νομικό χαρακτηρισμό αυτών.

199    Πλην όμως, ο επικεφαλής της έρευνας απεύθυνε στους καταγγέλλοντες, καθώς και σε άλλους υπαλλήλους του SATCEN, «ερωτηματολόγιο σχετικά με την παρενόχληση», συμπεριλαμβανομένων ερωτήσεων πολλαπλής επιλογής που αντιστοιχούν, κατ’ ουσίαν, σε γενικές κατηγορίες συμπεριφορών δυνάμενων να χαρακτηριστούν «ηθική παρενόχληση».

200    Μια τέτοια πρωτοβουλία δεν αποσκοπούσε στη διαπίστωση του υποστατού των προβαλλομένων συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, αλλά ζητούσε από τους αποδέκτες του ερωτηματολογίου να εκφράσουν, κατά τρόπο γενικό και αόριστο, τις αντιλήψεις τους για τύπους συμπεριφορών που θεωρούσαν ότι είχαν διαπιστώσει να επιδεικνύει η προσφεύγουσα.

201    Είναι αληθές ότι το SATCEN διέθετε ευρεία διακριτική ευχέρεια και ως προς την έναρξη έρευνας και ως προς τον καθορισμό των πρακτικών λεπτομερειών της. Εντούτοις, απευθύνοντας στα άτομα που εργάζονταν σε καθημερινή βάση με την προσφεύγουσα ερωτηματολόγιο πολλαπλών επιλογών, που την αφορούσε και την κατονόμαζε, το SATCEN δεν ενήργησε με τη σύνεση και επιμέλεια που απαιτούνται στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ οργανισμού της Ένωσης και υπαλλήλου του οργανισμού αυτού. Μια τέτοια πρωτοβουλία μπορούσε μόνον να επιδεινώσει τις εργασιακές σχέσεις μεταξύ της προσφεύγουσας και των συναδέλφων της, προϊσταμένων ή υφισταμένων, προτού ακόμη να διαπιστωθεί αντικειμενικά το υποστατό συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών. Υπήρχαν καταλληλότερα μέσα για να διασφαλιστεί ότι ο αναπληρωτής διευθυντής θα ήταν σε θέση να αξιολογήσει τη συμπεριφορά της προσφεύγουσας, ιδίως μέσω ιδιαίτερων συνομιλιών με τα πρόσωπα που είχαν υποβάλει καταγγελία, προκειμένου να ακούσει ήρεμα και αντικειμενικά τους λόγους που προέβαλαν, καθώς και μέσω απευθείας συζητήσεων με την προσφεύγουσα. Μόνο μετά την ολοκλήρωση των συνομιλιών αυτών θα εναπέκειτο, κατά περίπτωση, στον αναπληρωτή διευθυντή να προσδιορίσει αν επρόκειτο για ορισμένους τύπους συμπεριφορών που μπορούσαν, λαμβανομένου υπόψη του διαρκούς, επανειλημμένου ή συστηματικού χαρακτήρα τους και των επιπτώσεών τους, να στοιχειοθετήσουν ηθική παρενόχληση ή, τουλάχιστον, παράβαση από την προσφεύγουσα των επαγγελματικών της υποχρεώσεων.

202    Η χρήση ενός τέτοιου ερωτηματολογίου πολλαπλών επιλογών για να αποδειχθεί η βασιμότητα κατηγοριών περί παρενόχλησης, που απέστειλε ο επικεφαλής της έρευνας σε 24 υπαλλήλους του SATCEN, πρέπει συνεπώς να θεωρηθεί προδήλως ακατάλληλη και, συνεπώς, αντίθετη προς το καθήκον επιμέλειας που πρέπει να διέπει την διοικητική έρευνα.

203    Βεβαίως, όπως τονίζει το SATCEN, οι υπάλληλοι που ερωτήθηκαν είχαν επίσης κληθεί να απαντήσουν σε δύο ερωτήσεις ανοιχτού τύπου στο περιθώριο του ερωτηματολογίου πολλαπλών επιλογών. Εντούτοις, από την ίδια τη διατύπωση των δύο αυτών ερωτήσεων προκύπτει ότι δεν ήταν σε θέση να άρουν τον προδήλως ακατάλληλο χαρακτήρα του εν λόγω ερωτηματολογίου. Αφενός, με την πρώτη ερώτηση ανοιχτού τύπου, ζητήθηκε από τους ερωτηθέντες υπαλλήλους να αναφέρουν οποιοδήποτε γεγονός ή συμβάν σχετικά με τα πλαίσια επιλογής του ερωτηματολογίου που είχαν επιλέξει. Οι απαντήσεις που θα μπορούσαν να δοθούν στην ερώτηση αυτή ήταν, επομένως, άρρηκτα συνδεδεμένες με τους γενικούς τύπους επιλήψιμων συμπεριφορών που περιέχονταν στο ερωτηματολόγιο. Αφετέρου, με το δεύτερο ερώτημα, οι ερωτηθέντες υπάλληλοι κλήθηκαν να αναφέρουν αν ήταν μάρτυρες συμπεριφορών που συνιστούν ηθική παρενόχληση εκ μέρους της προσφεύγουσας έναντι άλλων υπαλλήλων του SATCEN. Υποβάλλοντας μια τέτοια ερώτηση, το SATCEN στηρίχθηκε, ως εκ τούτου, στην παραδοχή ότι οι συμπεριφορές που θα περιγράφονταν ως απάντηση στην εν λόγω ερώτηση θα μπορούσαν, πριν ακόμη εξεταστούν αντικειμενικά, να χαρακτηριστούν ηθική παρενόχληση από τους ίδιους τους ερωτηθέντες υπαλλήλους.

204    Εν πάση περιπτώσει, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, τα πορίσματα της αναφοράς για την έρευνα, βάσει των οποίων διαπιστώνεται το υποστατό των προσαπτόμενων στην προσφεύγουσα πράξεων, στηρίζονται αποκλειστικά σε γενικούς τύπους συμπεριφορών που καταλογίζονται σε αυτήν, χωρίς να παρατίθενται συγκεκριμένα στοιχεία που να προέκυψαν από τις απαντήσεις των υπαλλήλων στις δύο ερωτήσεις ανοιχτού τύπου.

205    Εξάλλου, όπως ορθώς ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, ο επικεφαλής για την έρευνα, ήτοι ο αναπληρωτής διευθυντής του SATCEN, δεν επέδειξε σύνεση καθόσον συνέδεσε το όνομα της προσφεύγουσας με «ερωτηματολόγιο σχετικά με την παρενόχληση». Μια διαδικασία αυτού του είδους ενδέχεται να θέσει υπό αμφισβήτηση την υποκειμενική αμεροληψία του αναπληρωτή διευθυντή του SATCEN, στο μέτρο που αυτός, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, αναφέρθηκε στην ευθύνη της προσφεύγουσας λόγω πειθαρχικών παραβάσεων που έχουν χαρακτηρισθεί νομικώς, μολονότι η προσφεύγουσα, στο στάδιο αυτό, δεν είχε τύχει ακρόασης και δεν είχε ακόμη αποφασιστεί η κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας.

206    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η διοικητική έρευνα όντως αποσκοπούσε στη διαπίστωση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών εξετάζοντας με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της επίμαχης υπόθεσης. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να συναχθεί ότι το SATCEN δεν ενήργησε με όλη την επιμέλεια που οφείλει να επιδεικνύει οργανισμός της Ένωσης προς τα μέλη του προσωπικού του λαμβάνοντας τα ανάλογα και πρόσφορα σε σχέση με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης μέτρα.

207    Κατόπιν των προεκτεθέντων, το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το SATCEN παραβίασε την αρχή της χρηστής διοίκησης, παρέβη το καθήκον επιμελείας και δεν τήρησε την απαίτηση αμεροληψίας κατά τη διεξαγωγή της διοικητικής έρευνας.

iii) Επί της μη συμμετοχής της προσφεύγουσας στη διοικητική έρευνα

208    Η προσφεύγουσα προσάπτει επίσης στο SATCEN ότι δεν της παρέσχε τη δυνατότητα να συμμετάσχει στη διοικητική έρευνα, κατά προσβολή του δικαιώματος ακρόασής της και κατά παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN.

209    Συναφώς, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι δεν είχε καμία ενημέρωση σχετικά με τη διοικητική έρευνα μεταξύ του Μαρτίου 2013, κατά τη διάρκεια του οποίου ξεκίνησε η εν λόγω έρευνα, και του Ιουλίου 2013, κατά τη διάρκεια του οποίου ενημερώθηκε, για πρώτη φορά, για τη λεπτομερή διαδικασία διεξαγωγής της εν λόγω έρευνας. Επιπλέον, μολονότι η προσφεύγουσα κλήθηκε για πρώτη φορά στις 2 Ιουλίου 2013 από τον επικεφαλής της έρευνας, υπογραμμίζει ότι, κατά την ημερομηνία αυτή, τα πορίσματα της έρευνας είχαν ήδη οριστικοποιηθεί.

210    Πλην όμως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι έπρεπε να τύχει ακρόασης, να λάβει λεπτομερή γνώση των συμβάντων που της προσάπτονταν και να της δοθεί επαρκής χρόνος για να τα εξετάσει.

211    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, ο διευθυντής του SATCEN ενημέρωσε την προσφεύγουσα για την κίνηση διοικητικής έρευνας ως προς το πρόσωπό της με σημείωμα της 4ης Απριλίου 2013, αναφέροντας το άρθρο 27 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN.

212    Ο διευθυντής του SATCEN κοινοποίησε στην προσφεύγουσα τα πορίσματα της αναφοράς για την έρευνα, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις 3 Ιουλίου 2013, ώρα 16:56. Με την ίδια επιστολή, ο διευθυντής του SATCEN κάλεσε την προσφεύγουσα σε ακρόαση στις 5 Ιουλίου 2013, ώρα 10:00, και της ζήτησε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της σχετικά με τα πορίσματα της αναφοράς για την έρευνα.

213    Κατά τα πορίσματα αυτά, ο αναπληρωτής διευθυντής του SATCEN έκρινε ότι οι υπάλληλοι που εργάζονταν στο άμεσο περιβάλλον της προσφεύγουσας είχαν «σαφώς επιβεβαιώσει διάφορα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ηθική παρενόχληση», καθότι αρκετοί εκ των εργαζομένων αυτών είχαν επιλέξει στο ερωτηματολόγιο το πλαίσιο επιλογής «συχνά» όσον αφορά ορισμένους γενικούς τύπους συμπεριφορών που παρετίθεντο στο εν λόγω ερωτηματολόγιο (ήτοι τους ακόλουθους τύπους συμπεριφορών: «έλλειψη αναγνώρισης ή περιορισμένη αναγνώριση και έλλειψη εμπιστοσύνης έναντι των άλλων», που επελέχθη έξι φορές, «μειωτικά ή προσβλητικά σχόλια, πίεση, επιθετική συμπεριφορά, ανάρμοστες αντιδράσεις», που επελέχθη επτά φορές, «προσβολές που αφορούν το πρόσωπο ή την επαγγελματική ικανότητα», που επελέχθη τρεις φορές, «προσβλητικές ή απειλητικές παρατηρήσεις», που επελέχθη τρεις φορές, «εκφοβισμός, πίεση», που επελέχθη επτά φορές, «υποτίμηση της συμβολής», που επελέχθη τρεις φορές, «αίσθημα ταπείνωσης», που επελέχθη τέσσερις φορές).

214    Επιπλέον, όσον αφορά τους υπαλλήλους που δεν εργάζονταν άμεσα με την προσφεύγουσα, ο αναπληρωτής διευθυντής του SATCEN ανέφερε, στην αναφορά για την έρευνα, ότι «[ε]ίχαν] γίνει οι ακόλουθες δηλώσεις: μόνιμη μικροδιαχείριση που δεν αρμόζει σε [υπάλληλο] βαθμού Α 4, έλλειψη εμπιστοσύνης που έχει ως αποτέλεσμα συνεχείς διασταυρούμενους ελέγχους, δημόσιες επικρίσεις των υπαλλήλων ανεξάρτητα από τα καθήκοντά τους, διασπορά φημών σχετικά με την αδράνεια ορισμένων εσωτερικών φορέων, μεγέθυνση προβλημάτων ήσσονος σημασίας, ανάρμοστες πρωτοβουλίες και ενίοτε μη τήρηση των αποφάσεων του διευθυντή και του αναπληρωτή διευθυντή».

215    Σύμφωνα με την αναφορά για την έρευνα, ο αναπληρωτής διευθυντής του SATCEN συνήγαγε από τα στοιχεία αυτά ότι είχε «αποδειχθεί ότι η συμπεριφορά της [KF] [ήταν] καταχρηστική, σκόπιμη, επαναλαμβανόμενη, διαρκής ή συστηματική, ότι αποσκοπούσε να απαξιώσει ή να μειώσει τα θιγόμενα πρόσωπα» και ότι «οι συμπεριφορές αυτές που αποδίδονταν στην [KF] είχαν επιβεβαιωθεί και, λαμβανομένων υπόψη του χαρακτήρα τους, της συχνότητάς τους και της επίδρασής τους σε ορισμένα μέλη του προσωπικού, αποτελού[σαν] ηθική παρενόχληση».

216    Πάντως, πρέπει να επισημανθεί, αφενός, ότι τα πορίσματα της αναφοράς για την έρευνα, βάσει των οποίων θεωρείται αποδειχθέν το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν ηθική παρενόχληση, είναι διατυπωμένα με ιδιαίτερα γενικούς και ασαφείς όρους και αναφέρονται μόνο σε γενικούς τύπους συμπεριφορών που καταλογίζονται στην προσφεύγουσα, χωρίς να παραθέτουν κανένα συγκεκριμένο συμβάν, πράγμα που δυσχέραινε την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας. Αφετέρου, η προσφεύγουσα έλαβε προθεσμία 48 ωρών για να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί της αναφοράς αυτής, που αφορούσε ιδιαίτερης βαρύτητας πράξεις που της προσάπτονταν και με την οποία περατωνόταν έρευνα που είχε αρχίσει αρκετούς μήνες νωρίτερα. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στην προσφεύγουσα δόθηκε η δυνατότητα δέουσας ακρόασης από το SATCEΝ προτού να συναχθούν συμπεράσματα από τον διευθυντή του SATCEN, βάσει της αναφοράς για την έρευνα.

217    Η προσφεύγουσα, ως εκ τούτου, βασίμως προβάλλει ότι το SATCEN παρέβη τον κανόνα ότι συμπεράσματα μπορούν να συναχθούν από διοικητική έρευνα μόνον κατόπιν της προηγούμενης και δέουσας ακρόασης του υπαλλήλου, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, και στο άρθρο 2 του παραρτήματος IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN (βλ. σκέψεις 171 και 172 ανωτέρω), κανόνα που αποτελεί ειδική εφαρμογή της γενικής αρχής της προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας, που κατοχυρώνεται, εξάλλου, στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη (βλ. σκέψη 177 ανωτέρω).

iv)    Επί της έγκαιρης πρόσβασης της προσφεύγουσας στα στοιχεία του φακέλου της διοικητικής έρευνας

218    Κατά την προσφεύγουσα, τα στοιχεία του φακέλου της έρευνας στα οποία στηρίχθηκε ο διευθυντής του SATCEN για να εκδώσει την απόφαση περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας της κοινοποιήθηκαν μόλις τον Οκτώβριο του 2013, ήτοι κατόπιν της έκδοσης της απόφασης αυτής στις 5 Ιουλίου 2013. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δεν διέθετε επαρκείς πληροφορίες για να προσδιορίσει τις εις βάρος της κατηγορίες, ούτε για να απαντήσει λυσιτελώς, και επομένως η απόφαση περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας συνιστά παράβαση του άρθρου 2 του παραρτήματος ΙΧ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN.

219    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίασης της 5ης Ιουλίου 2013 και όπως παραδέχθηκε το SATCEN κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι τα στοιχεία που μνημονεύει η αναφορά για τη διοικητική έρευνα δεν διαβιβάστηκαν στην προσφεύγουσα πριν από την έκδοση, την ίδια ημέρα, της απόφασης περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας με την οποία περατώθηκε το στάδιο της διοικητικής έρευνας.

220    Πράγματι, κατά τα ως άνω πρακτικά, ο διευθυντής του SATCEN έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε, στο στάδιο εκείνο, να έχει πρόσβαση στα ερωτηματολόγια που συμπλήρωσαν και υπέγραψαν οι υπάλληλοι του SATCEN λόγω των κανόνων σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και των φόβων για αντίποινα που μπορεί να στρέφονταν κατά υπαλλήλων που κατέθεσαν τη μαρτυρία τους.

221    Συναφώς, έχει βεβαίως κριθεί ότι η Διοίκηση υποχρεούνταν, στο πλαίσιο διοικητικής έρευνας που διεξήχθη κατόπιν καταγγελίας, να σταθμίσει δύο δικαιώματα που ενδεχομένως ήταν αντικρουόμενα μεταξύ τους, ήτοι το δικαίωμα του προσώπου κατά του οποίου υποβλήθηκε η καταγγελία να ασκεί τα δικαιώματά του άμυνας και το δικαίωμα του καταγγέλλοντος για ορθή εξέταση της καταγγελίας του, το δε δικαίωμα αυτό του καταγγέλλοντος αντιστοιχεί σε καθήκον εμπιστευτικότητας που υπέχει η Διοίκηση, δυνάμει του οποίου η Διοίκηση υποχρεούται να απέχει από κάθε ενέργεια ικανή να διακυβεύσει τα αποτελέσματα της έρευνας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Donati κατά ΕΚΤ, F‑63/09, EU:F:2012:193, σκέψη 171).

222    Εντούτοις, μια τέτοια στάθμιση αντικρουόμενων δικαιωμάτων δεν χρειαζόταν να πραγματοποιηθεί εν προκειμένω, στο μέτρο που τα αποτελέσματα της διοικητικής έρευνας είχαν ήδη ληφθεί, και, επομένως, η εύρυθμη διεξαγωγή της έρευνας αυτής δεν μπορούσε να διακυβευθεί από τη γνωστοποίηση των μαρτυριών στην προσφεύγουσα. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος για τον οποίο το άρθρο 2 του παραρτήματος ΙΧ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN ορίζει, κατά τρόπο σαφή και ανεπιφύλακτο, ότι ο διευθυντής του SATCEN έχει την υποχρέωση να κοινοποιεί σε κάθε πρόσωπο για το οποίο διεξάγεται έρευνα όλα τα στοιχεία του φακέλου στο διάστημα μεταξύ του πέρατος της έρευνας αυτής και της έκδοσης της απόφασης περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας (βλ. σκέψη 172 ανωτέρω).

223    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το καθήκον εμπιστευτικότητας της Διοίκησης μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμό των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας, ο διευθυντής του SATCEN δεν εξέτασε καν τη δυνατότητα να παράσχει στην προσφεύγουσα πρόσβαση στις επίμαχες μαρτυρίες, κατόπιν ανωνυμοποίησης αυτών. Όμως, μια τέτοια δυνατότητα είχε ρητά προβλεφθεί από τον αναπληρωτή διευθυντή του SATCEN, ο οποίος, απευθύνοντας το ερωτηματολόγιο στους υπαλλήλους του SATCEN οι οποίοι ήταν οι αποδέκτες του στο πλαίσιο της έρευνας, είχε φροντίσει να τους διευκρινίσει ότι: «η πρώτη σελίδα περιέχει το όνομά σας, την ημερομηνία και την υπογραφή (του επικεφαλής της έρευνας και του προσώπου που καταθέτει) και μπορεί να διαχωριστεί εντελώς από το ερωτηματολόγιο […] αν κριθεί αναγκαίο για την προστασία του προσώπου που καταθέτει».

224    Με βάση τα ανωτέρω, βάσιμα υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι ο διευθυντής του SATCEN, παραλείποντας να της κοινοποιήσει τα στοιχεία του φακέλου πριν εκδώσει την απόφαση περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας, προσέβαλε το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελό της, όπως προβλέπεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη, και επαναλαμβάνεται στο άρθρο 2 του παραρτήματος IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN (βλ. σκέψεις 172 και 177 ανωτέρω).

2)      Επί των συνεπειών της παράτυπης διεξαγωγής της διοικητικής έρευνας

225    Κατά πάγια νομολογία, μια διαδικαστική πλημμέλεια μπορεί να δικαιολογήσει την ακύρωση πράξης μόνο αν, ελλείψει της πλημμέλειας αυτής, η διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα (βλ. απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2015, Wahlström κατά Frontex, T‑653/13 P, EU:T:2015:652, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Στο πλαίσιο της εξέτασης αυτής, έχει κριθεί ότι έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υπόθεσης, ιδίως δε η φύση των αιτιάσεων και το εύρος των διαδικαστικών πλημμελειών που έχουν διαπραχθεί σε σχέση με τις εγγυήσεις που παρέχονται στον υπάλληλο (βλ. απόφαση της 15ης Απριλίου 2015, Πιπιλιάγκας κατά Επιτροπής, F‑96/13, EU:F:2015:29, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

226    Εν προκειμένω, διαπιστώθηκε, στο πλαίσιο της εξέτασης της βασιμότητας του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακύρωσης και του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακύρωσης, ότι, κατά τη διεξαγωγή της διοικητικής έρευνας που αφορούσε την προσφεύγουσα, το SATCEN, αφενός, είχε παραβεί την υποχρέωση διεξαγωγής της διοικητικής έρευνας με επιμέλεια και αμεροληψία και, αφετέρου, είχε προσβάλει το δικαίωμα ακρόασης της προσφεύγουσας και το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελό της.

227    Όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 171 έως 173 ανωτέρω, η πειθαρχική διαδικασία που καθορίζεται στο παράρτημα IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN προβλέπει δύο χωριστά στάδια. Το πρώτο στάδιο συνίσταται στη διεξαγωγή επιμελούς και αμερόληπτης διοικητικής έρευνας, που κινείται με απόφαση του διευθυντή του SATCEN, ακολουθείται από τη σύνταξη αναφοράς για την έρευνα και ολοκληρώνεται, κατόπιν ακρόασης του ενδιαφερομένου σχετικά με τις πράξεις που του προσάπτονται, με τα πορίσματα που συνάγονται από την εν λόγω αναφορά. Το δεύτερο στάδιο αποτελείται από την καθεαυτή πειθαρχική διαδικασία, που κινείται από τον διευθυντή με βάση την ως άνω αναφορά για την έρευνα, και συνίσταται είτε στην κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας χωρίς διαβούλευση με το πειθαρχικό συμβούλιο, είτε στην ενώπιον του εν λόγω συμβουλίου διαδικασία, με βάση αναφορά που συντάσσεται από τον διευθυντή του SATCEN, ανάλογα με τα πορίσματα της έρευνας και τις παρατηρήσεις που υπέβαλε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο σχετικά με αυτήν.

228    Επομένως, η διοικητική έρευνα συνιστά προϋπόθεση για να ασκήσει ο διευθυντής του SATCEN τη διακριτική του ευχέρεια ως προς τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί, η δε συνέχεια αυτή μπορεί να καταλήξει, εν τέλει, στην επιβολή πειθαρχικής κύρωσης. Ειδικότερα, βάσει της έρευνας αυτής και της ακρόασης του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, ο διευθυντής του SATCEN εκτιμά, πρώτον, αν πρέπει ή όχι να κινήσει πειθαρχική διαδικασία, δεύτερον, αν πρέπει, ενδεχομένως, η διαδικασία αυτή να πραγματοποιηθεί ή όχι ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου και, τρίτον, όταν κινείται η διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου, τα πραγματικά περιστατικά των οποίων επιλαμβάνεται το εν λόγω συμβούλιο.

229    Κατά συνέπεια, καθόσον η αρμοδιότητα του διευθυντή του SATCEN δεν είναι δέσμια, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, αν η έρευνα είχε διεξαχθεί με επιμέλεια και αμεροληψία, η εν λόγω έρευνα θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετική αρχική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και, ως εκ τούτου, να καταλήξει σε διαφορετικές συνέπειες, με αποτέλεσμα να είχε ενδεχομένως ληφθεί μια απόφαση λιγότερο αυστηρή από την απόφαση περί παύσης των καθηκόντων της προσφεύγουσας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2017, Kerstens κατά Επιτροπής, T‑270/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:74, σκέψη 82).

230    Επιπλέον, μην επιτρέποντας στην προσφεύγουσα να προβάλει λυσιτελώς την άποψή της κατά το πέρας της διοικητικής έρευνας, το SATCEN της στέρησε τη δυνατότητα να πείσει τον διευθυντή του SATCEN ότι ήταν δυνατή μια διαφορετική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, καθοριστική για τη συνέχεια της διαδικασίας. Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, ο διευθυντής του SATCEN θα εξέδιδε την απόφαση περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας, που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης περί παύσης των καθηκόντων, αν η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να προβάλει λυσιτελώς τις παρατηρήσεις της επί της αναφοράς για την έρευνα και των στοιχείων του φακέλου της έρευνας. Πράγματι, αν αυτό γινόταν δεκτό, θα καθίσταντο άνευ περιεχομένου το θεμελιώδες δικαίωμα ακρόασης και το θεμελιώδες δικαίωμα της πρόσβασης στον φάκελο, τα οποία κατοχυρώνονται αντίστοιχα στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του Χάρτη, δεδομένου ότι το ίδιο το περιεχόμενο των δικαιωμάτων αυτών προϋποθέτει ότι ο ενδιαφερόμενος έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει την επίμαχη διαδικασία λήψης απόφασης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2011, Marcuccio κατά Επιτροπής, T‑236/02, EU:T:2011:465, σκέψη 115).

231    Με βάση τα ανωτέρω, το αίτημα της προσφεύγουσας για την ακύρωση της απόφασης περί παύσης των καθηκόντων πρέπει να γίνει δεκτό, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι που προβλήθηκαν προς στήριξή του.

3)      Επί της νομιμότητας της απόφασης περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων

232    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων, επικαλούμενη, κατ’ ουσίαν, τρεις λόγους ακύρωσης που αντλούνται, αντιστοίχως, από παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και μη τήρηση της απαίτησης αμεροληψίας, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας.

233    Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει καταρχάς τον δεύτερο λόγο ακύρωσης, με τον οποίο η προσφεύγουσα βάλλει κατά του ότι η απόφαση περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων εκδόθηκε παρότι δεν της είχε κοινοποιηθεί το σύνολο των στοιχείων στα οποία βασίστηκαν τα πορίσματα της διοικητικής έρευνας. Αυτή η παράλειψη κοινοποίησης των στοιχείων του φακέλου πριν από την έκδοση της απόφασης περί αναστολής της άσκησης των καθηκόντων προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας και παραβιάζει το άρθρο 2 του παραρτήματος ΙΧ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN.

234    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 2 του παραρτήματος IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN, την παράβαση του οποίου επικαλείται η προσφεύγουσα, αφορά τα συμπεράσματα που ενδέχεται να αντλήσει ο διευθυντής του SATCEN από διοικητική έρευνα, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται η αναστολή της άσκησης των καθηκόντων υπαλλήλου, που προβλέπεται στο άρθρο 18 του ίδιου παραρτήματος. Επομένως, το επιχείρημα που αφορά τη μη κοινοποίηση των στοιχείων του φακέλου, κατά παράβαση του άρθρου 2 του παραρτήματος IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN πρέπει, στον βαθμό που βάλλει κατά της απόφασης περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων, να απορριφθεί.

235    Γεγονός παραμένει ότι η απόφαση περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων του υπαλλήλου βάσει του άρθρου 18 του παραρτήματος IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN, η οποία λαμβάνεται όταν αποδίδεται βαρύ παράπτωμα στον υπάλληλο, συνιστά βλαπτικό ατομικό μέτρο, το οποίο πρέπει, ως εκ τούτου, να λαμβάνεται με σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας, ιδίως του δικαιώματος ακρόασης. Συνεπώς, εκτός από την περίπτωση δεόντως αποδεδειγμένων ειδικών περιστάσεων, η απόφαση περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων μπορεί να ληφθεί μόνον αφού δοθεί στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο η δυνατότητα να εκθέσει λυσιτελώς την άποψή του σχετικά με τα στοιχεία που υπάρχουν εις βάρος του και επί των οποίων η αρμόδια αρχή σκοπεύει να στηρίξει την απόφαση αυτή (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2004, De Nicola κατά ΕΤΕπ, T‑120/01 και T‑300/01, EU:T:2004:367, σκέψη 123, και της 16ης Δεκεμβρίου 2015, DE κατά ΕΜΑ, F‑135/14, EU:F:2015:152, σκέψη 57).

236    Καταρχάς, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι από το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του Χάρτη προκύπτει ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να έχει πρόσβαση στον φάκελό του, τηρουμένων των νομίμων συμφερόντων της εμπιστευτικότητας και του επαγγελματικού και επιχειρηματικού απορρήτου. Εξ αυτού συνάγεται ότι υπάλληλος του SATCEN δικαιούται πρόσβαση στις πληροφορίες που διαθέτει ο εργοδότης του μέσω των οποίων μπορεί να αντιληφθεί το περιεχόμενο των ισχυρισμών που δικαιολογούν την αναστολή της άσκησης των καθηκόντων του, ούτως ώστε να είναι σε θέση να αποδείξει, μεταξύ άλλων, ότι οι σχετικές ενέργειες δεν εμπίπτουν στο πεδίο ευθύνης του, ότι δεν είναι τέτοιας σοβαρότητας ώστε να δικαιολογούν απόφαση περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων, ότι δεν έχουν αρκούντως αληθοφανή χαρακτήρα, ή ότι είναι προδήλως εντελώς αβάσιμες, με αποτέλεσμα να είναι παράνομη η επίμαχη αναστολή της άσκησης των καθηκόντων του (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, AX κατά ΕΚΤ, F‑7/11 και F‑60/11, EU:F:2012:195, σκέψη 101). Αφετέρου, για να διασφαλισθεί ο σεβασμός του δικαιώματος ακρόασης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη, είναι επίσης απαραίτητο η Διοίκηση να ενημερώσει τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο, με επαρκή ακρίβεια, για τις συνέπειες που μπορεί να αντλήσει από τις επίμαχες πληροφορίες, κατά το στάδιο που ζητείται από τον ενδιαφερόμενο να υποβάλει τις παρατηρήσεις του (απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2016, ECDC κατά CJ, T‑395/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:598, σκέψη 60).

237    Εν προκειμένω, αφενός, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 219 ανωτέρω, η διαβίβαση από τον διευθυντή του SATCEN στην προσφεύγουσα των σχετικών πληροφοριών που διέθετε, ήτοι των παραρτημάτων της αναφοράς για την έρευνα, δεν προηγήθηκε της απόφασης περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων που εκδόθηκε ταυτόχρονα με την απόφαση περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας, και για τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Σε αντίθεση με τις περιστάσεις της υπόθεσης επί της οποίας εξεδόθη η απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, AX κατά ΕΚΤ (F‑7/11 και F‑60/11, EU:F:2012:195), την οποία επικαλείται το SATCEN, η μη διαβίβαση των στοιχείων αυτών δεν μπορεί, εν προκειμένω, να δικαιολογηθεί από την ανάγκη να προστατευθεί η αποτελεσματικότητα της διοικητικής έρευνας, στο μέτρο που, κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων, ο αναπληρωτής διευθυντής του SATCEN είχε ολοκληρώσει τις έρευνές του και είχε υποβάλει την αναφορά για την έρευνα στον διευθυντή του SATCEN.

238    Αφετέρου, δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι ο διευθυντής γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα, πριν από την έκδοση της απόφασης περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων, την πρόθεσή του να λάβει τέτοια μέτρα έναντι αυτής. Συγκεκριμένα, το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 3ης Ιουλίου 2013, με το οποίο ο διευθυντής κάλεσε σε ακρόαση την προσφεύγουσα, αφορούσε αποκλειστικά το άρθρο 2 του παραρτήματος ΙΧ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN, σχετικά με τα πειθαρχικά μέτρα που λαμβάνονται κατόπιν του πέρατος διοικητικής έρευνας σχετικά με υπάλληλο, και όχι την αναστολή της άσκησης καθηκόντων.

239    Επομένως, παραλείποντας να ενημερώσει την προσφεύγουσα σχετικά με το εξεταζόμενο μέτρο της αναστολής της άσκησης καθηκόντων και να της κοινοποιήσει τα στοιχεία τα οποία μνημονεύει η αναφορά για την έρευνα, το SATCEN προσέβαλε το δικαίωμα ακρόασής της και το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο, που κατοχυρώνονται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του Χάρτη.

240    Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 230 ανωτέρω, το δικαίωμα ακρόασης και το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο, που κατοχυρώνονται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του Χάρτη, προϋποθέτουν ότι ο ενδιαφερόμενος έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει την επίμαχη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποκλειστεί, χωρίς να καταστούν άνευ περιεχομένου αυτά τα θεμελιώδη δικαιώματα, ότι, αν η προσφεύγουσα είχε πρόσβαση στα έγγραφα στα οποία στηριζόταν η απόφαση περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων και αν είχε ενημερωθεί έγκαιρα ότι ο διευθυντής του SATCEN εξέταζε την έκδοση μιας τέτοιας απόφασης, θα είχε τη δυνατότητα να επηρεάσει το περιεχόμενο της απόφασης του διευθυντή του SATCEN.

241    Κατά συνέπεια, ο λόγος ακύρωσης που αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της έκδοσης της απόφασης περί αναστολής της άσκησης των καθηκόντων πρέπει να γίνει δεκτός και να έχει ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 225 ανωτέρω, την ακύρωση της απόφασης περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων, χωρίς να απαιτείται να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι ακύρωσης που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα.

2.      Επί του αιτήματος επιδίκασης αποζημίωσης

242    Προς στήριξη του αιτήματός της επιδίκασης αποζημίωσης, η προσφεύγουσα επικαλείται τον παράνομο χαρακτήρα των προσβαλλόμενων αποφάσεων. Αφενός, οι αποφάσεις αυτές της προξένησαν υλική ζημία που αντιστοιχεί στην απώλεια των μισθών, απολαβών και δικαιωμάτων που θα είχε εισπράξει από την ημερομηνία παύσης των καθηκόντων της μέχρι τη λήξη της σύμβασής της. Αφετέρου, οι ίδιες αυτές αποφάσεις της προξένησαν ηθική βλάβη συνιστάμενη, κατ’ ουσίαν, σε ψυχολογικές διαταραχές και σε προσβολή της επαγγελματικής ακεραιότητας, την οποία αποτιμά στο συνολικό ποσό των 500 000 ευρώ.

243    Κατά πάγια νομολογία, εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, λόγω παράνομης ενέργειας των οργάνων της, μπορεί να θεμελιωθεί εφόσον συντρέχει ένα σύνολο προϋποθέσεων, ήτοι ο παράνομος χαρακτήρας της ενέργειας που προσάπτεται στα θεσμικά όργανα, το υποστατό της ζημίας και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της προσαπτόμενης ενέργειας και της προβαλλόμενης ζημίας (απόφαση της 28ης Απριλίου 1971, Lütticke κατά Επιτροπής, 4/69, EU:C:1971:40, σκέψη 10· βλ., επίσης, αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑120/06 P και C‑121/06 P, EU:C:2008:476, σκέψη 106 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 18ης Μαρτίου 2010, Trubowest Handel και Makarov κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑419/08 P, EU:C:2010:147, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

244    Πρέπει επομένως να εξακριβωθεί αν, εν προκειμένω, πληρούνται οι προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης.

1)      Επί του παράνομου χαρακτήρα της προσαπτόμενης στο SATCEN συμπεριφοράς

245    Όσον αφορά την προϋπόθεση του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται σε θεσμικό όργανο, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η Ένωση, όταν ενεργεί ως εργοδότης, υπέχει αυξημένη ευθύνη, εκδήλωση της οποίας αποτελεί η υποχρέωσή της να αποκαθιστά τις ζημίες που προκαλεί στο προσωπικό με οιαδήποτε παράνομη πράξη διαπράττει υπό την ιδιότητά της αυτή. Συγκεκριμένα, αντίθετα με τους άλλους ιδιώτες, ο υπάλληλος ή το μέλος του λοιπού προσωπικού της Ένωσης συνδέεται με το θεσμικό όργανο, το όργανο ή τον οργανισμό στον οποίο εργάζεται με νομική σχέση που βασίζεται σε ισορροπία συγκεκριμένων, αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, η οποία αποσκοπεί κυρίως στη διαφύλαξη της σχέσης εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ της διοίκησης και των υπαλλήλων ή του λοιπού προσωπικού της, προκειμένου να εξασφαλιστεί για τους πολίτες η ορθή εκπλήρωση των καθηκόντων γενικού συμφέροντος που έχουν ανατεθεί στα θεσμικά ή λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Petrilli, T‑143/09 P, EU:T:2010:531, σκέψη 46, και της 12ης Ιουλίου 2012, Επιτροπή κατά Νανόπουλου, T‑308/10 P, EU:T:2012:370, σκέψη 103).

246    Μολονότι η υπομνησθείσα στη σκέψη 245 ανωτέρω νομολογία διαμορφώθηκε στο πλαίσιο προσφυγών που ασκούνται βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, πρέπει να εφαρμοστεί, κατ’ αναλογίαν, εν προκειμένω. Πράγματι, όπως και στην περίπτωση του ΚΥΚ, οι διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN τηρούν ισορροπία μεταξύ συγκεκριμένων αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβασιούχων υπαλλήλων του SATCEN, η οποία αποσκοπεί στη διασφάλιση της ορθής εκπλήρωσης της αποστολής γενικού συμφέροντος που έχει ανατεθεί στο SATCEN.

247    Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, και μόνον η διαπίστωση ότι το SATCEN ενήργησε μη συννόμως αρκεί για να θεωρηθεί ότι πληρούται η πρώτη από τις τρεις αναγκαίες προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης της Ένωσης.

248    Συναφώς, όπως προκύπτει από την εξέταση των αιτημάτων ακύρωσης της προσφεύγουσας τα οποία αποτελούν τη βάση για τα αιτήματα αποζημίωσης, και οι τρεις αποφάσεις, ήτοι η απόφαση περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων, η απόφαση περί παύσης των καθηκόντων και η απόφαση της επιτροπής προσφυγών πάσχουν λόγω παρανομιών οι οποίες είναι σε θέση να οδηγήσουν στην ακύρωσή τους. Ως εκ τούτου, εκδίδοντας τις αποφάσεις αυτές, το SATCEN έσφαλε κατά τρόπο που δύναται να στοιχειοθετήσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, εφόσον αποδειχθούν η ύπαρξη πραγματικής και βεβαίας ζημίας καθώς και αρκούντως άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και του σφάλματος αυτού.

2)      Επί της ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας

1)      Επί της υλικής ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας

249    Η προσφεύγουσα ζητεί την αποκατάσταση της υλικής ζημίας που της προκάλεσαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, η οποία αντιστοιχεί στο ποσό των αποδοχών που θα μπορούσε να αξιώσει αν είχε παραμείνει στα καθήκοντά της στο SATCEN από την ημερομηνία παύσης των καθηκόντων της μέχρι τη λήξη της σύμβασης εργασίας της.

250    Συναφώς, είναι αληθές ότι το Γενικό Δικαστήριο, με την παρούσα απόφαση, ακυρώνει την απόφαση με την οποία λύθηκε η σύμβαση της προσφεύγουσας. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 266 ΣΛΕΕ, στο SATCEN εναπόκειται να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης της οποίας είναι αποδέκτης. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση, χωρίς να προδικάσει αυτά τα εκτελεστικά μέτρα, να αποφανθεί ότι η ακύρωση της απόφασης περί παύσης των καθηκόντων συνεπάγεται κατ’ ανάγκην το δικαίωμα της προσφεύγουσας στην καταβολή των ποσών που ζητεί και, επομένως, το αίτημα αποζημίωσής της πρέπει, ως προς το σημείο αυτό, να απορριφθεί ως πρόωρο (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 17ης Οκτωβρίου 2013, BF κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, F‑69/11, EU:F:2013:151, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 22ας Μαΐου 2014, CU κατά ΕΟΚΕ, F‑42/13, EU:F:2014:106, σκέψη 56).

251    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να συμμορφωθεί με την ακυρωτική δικαστική απόφαση και να την εκτελέσει πλήρως, το θεσμικό όργανο του οποίου η πράξη κηρύχθηκε άκυρη οφείλει να λάβει τα μέτρα που είναι απαραίτητα για την εξαφάνιση των αποτελεσμάτων της διαπιστωθείσας παρανομίας, πράγμα που συνεπάγεται, στην περίπτωση ήδη εκτελεσθείσας πράξης, την επαναφορά του προσφεύγοντος στη νομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν πριν από την έκδοση της εν λόγω πράξης (βλ., συναφώς, απόφαση της 31ης Μαρτίου 2004, Girardot κατά Επιτροπής, T‑10/02, EU:T:2004:94, σκέψη 84 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

252    Το άρθρο 266 ΣΛΕΕ επιβάλλει στο οικείο θεσμικό όργανο την υποχρέωση να μεριμνήσει ώστε η πράξη που θα αντικαταστήσει την ακυρωθείσα να μην εμφανίζει τις πλημμέλειες που εντοπίστηκαν με την ακυρωτική απόφαση (βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2005, Recalde Langarica κατά Επιτροπής, T‑283/03, EU:T:2005:315, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

253    Τέλος, μόνον όταν η εκτέλεση της ακυρωτικής απόφασης εμφανίζει ιδιαίτερες δυσχέρειες δύναται το οικείο θεσμικό όργανο να λάβει κάθε απόφαση που μπορεί να αντισταθμίσει με δίκαιο τρόπο το μειονέκτημα που προέκυψε για τους ενδιαφερομένους από την ακυρωθείσα απόφαση και, στο πλαίσιο αυτό, να διεξαγάγει διάλογο με αυτούς προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία που να τους προσφέρει δίκαιη αποζημίωση για την παρανομία της οποίας υπήρξαν θύματα (βλ. απόφαση της 24ης Ιουνίου 2008, Andres κ.λπ. κατά ΕΚΤ, F‑15/05, EU:F:2008:81, σκέψη 132 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

254    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να επιδικάσει αποζημίωση στην προσφεύγουσα, χωρίς να γνωρίζει τα μέτρα που έλαβε το SATCEN για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Ιουνίου 2006, Pérez-Díaz κατά Επιτροπής, T‑156/03, EU:T:2006:153, σκέψη 76 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 5ης Φεβρουαρίου 2016, GV κατά ΕΥΕΔ, F‑137/14, EU:F:2016:14, σκέψη 94 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

2)      Επί της ηθικής βλάβης και της αιτιώδους συνάφειας

255    Η προσφεύγουσα ζητεί την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω της έκδοσης των προσβαλλόμενων αποφάσεων, οι οποίες της προκάλεσαν ψυχολογικές διαταραχές και έπληξαν την επαγγελματική της ακεραιότητα και φήμη καθώς και τις προοπτικές επαγγελματικής σταδιοδρομίας της και την ικανότητά της προς εργασία.

256    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η ακύρωση παράνομης πράξης μπορεί να συνιστά, αυτή καθαυτήν, πρόσφορη και, καταρχήν, επαρκή ικανοποίηση κάθε ηθικής βλάβης που τυχόν προκάλεσε η πράξη αυτή, εκτός αν ο προσφεύγων-ενάγων αποδεικνύει ότι έχει υποστεί ηθική βλάβη η οποία μπορεί να διαχωριστεί από την παρανομία που δικαιολογεί την ακύρωση και δεν είναι δυνατό να ικανοποιηθεί πλήρως με την ακύρωση αυτή (βλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2017, DD κατά FRA, T‑742/15 P, EU:T:2017:528, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

257    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ακύρωση της απόφασης περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων και της απόφασης περί παύσης των καθηκόντων δεν είναι σε θέση να οδηγήσει σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη η προσφεύγουσα και που προκλήθηκε από τις παρανομίες των εν λόγω αποφάσεων.

258    Συγκεκριμένα, πρώτον, πραγματοποιήθηκε διοικητική έρευνα έναντι της προσφεύγουσας, της οποίας η έκβαση δικαιολόγησε τόσο την απόφαση περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων όσο και την απόφαση περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας, η δε απόφαση αυτή με την οποία κινήθηκε η πειθαρχική διαδικασία κατέληξε στην έκδοση της απόφασης περί παύσης των καθηκόντων. Όμως, αφενός, η αναφορά για τη διοικητική έρευνα αφορούσε τη συμπεριφορά της προσφεύγουσας κατά πολύ γενικό τρόπο. Αφετέρου, η προθεσμία που δόθηκε στην προσφεύγουσα για να υποβάλει τις παρατηρήσεις της σχετικά με την εν λόγω αναφορά ήταν υπερβολικά σύντομη και τα έγγραφα που αποτελούσαν τον πυρήνα αυτής της έρευνας της διαβιβάστηκαν πολλούς μήνες μετά την απόφαση περί κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα υπέφερε από ψυχολογικές διαταραχές συνδεόμενες με την κατάσταση αβεβαιότητας που της προκλήθηκε σε σχέση με τις συγκεκριμένες πράξεις που της προσάπτονταν, παρά την υποτιθέμενη σοβαρότητα αυτών, οι οποίες χαρακτηρίζονταν ρητά ως ηθική παρενόχληση.

259    Δεύτερον, το SATCEN, μοιράζοντας στους άλλους υπαλλήλους του SATCEN «ερωτηματολόγιο σχετικά με την ηθική παρενόχληση» το οποίο ανέφερε ονομαστικά την προσφεύγουσα και τη συνέδεε με τύπους συμπεριφοράς που στοιχειοθετούσαν ενδεχομένως ηθική παρενόχληση, ενώ δεν είχε τύχει ακρόασης κατόπιν της διοικητικής έρευνας και πριν ακόμη ο διευθυντής αποφασίσει την αναστολή της άσκησης των καθηκόντων της, προσέβαλε ουσιωδώς την τιμή και την επαγγελματική φήμη της προσφεύγουσας.

260    Αντιθέτως, το αίτημα της προσφεύγουσας για αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε λόγω ηθικής παρενόχλησης εις βάρος της πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι, με ένα τέτοιο αίτημα η προσφεύγουσα προσπαθεί να επιτύχει ίδιο αποτέλεσμα με εκείνο που θα επέφερε η ευδοκίμηση του αιτήματός της ακύρωσης της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε σιωπηρά η αίτηση αρωγής λόγω ηθικής παρενόχλησης εις βάρος της, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο (βλ. σκέψη 138 ανωτέρω). Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, τα αιτήματα περί αποκατάστασης ζημίας πρέπει να απορρίπτονται στον βαθμό που συνδέονται αναπόσπαστα με ακυρωτικά αιτήματα τα οποία έχουν απορριφθεί (βλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2010, Carpent Languages κατά Επιτροπής, T‑582/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2010:379, σκέψη 84 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

261    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφεύγουσα υπέστη ηθική βλάβη λόγω της κατάστασης αβεβαιότητας που της προκλήθηκε σε σχέση με τις συγκεκριμένες πράξεις που της προσάπτονταν και λόγω του πλήγματος στην τιμή και την επαγγελματική της φήμη. Πρέπει να γίνει δεκτό κατά δίκαιη και εύλογη κρίση ότι αποζημίωση ύψους 10 000 ευρώ συνιστά προσήκουσα ικανοποίηση της ηθικής βλάβης αυτής και, κατά συνέπεια, πρέπει να καταδικαστεί το SATCEN να καταβάλει το ποσό αυτό στην προσφεύγουσα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

262    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

263    Από το προεκτεθέν σκεπτικό προκύπτει ότι το SATCEN ηττήθηκε κατά τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του και πρέπει, ως εκ τούτου, να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

264    Αντιθέτως, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα της προσφεύγουσας με το οποίο ζητείται να συνοδευτεί η καταδίκη του SATCEN στα δικαστικά έξοδα από υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας. Ειδικότερα, ένα τέτοιο αίτημα υποβάλλεται πρόωρα και μπορεί να κριθεί, αν παραστεί ανάγκη, μόνο στο πλαίσιο της διαδικασίας καθορισμού των δικαστικών εξόδων.

265    Εξάλλου, κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Επομένως, ως παρεμβαίνον θεσμικό όργανο, το Συμβούλιο φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της επιτροπής προσφυγών του Δορυφορικού Κέντρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (SATCEN) της 26ης Ιανουαρίου 2015.

2)      Ακυρώνει την απόφαση του διευθυντή του SATCEN της 5ης Ιουλίου 2013 περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων της KF.

3)      Ακυρώνει την απόφαση του διευθυντή του SATCEN της 28ης Φεβρουαρίου 2014 περί παύσης των καθηκόντων της KF.

4)      Καταδικάζει το SATCEN να καταβάλει στην KF ποσό ύψους 10 000 ευρώ για ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη.

5)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή κατά τα λοιπά.

6)      Καταδικάζει το SATCEN να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η KF.

7)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Gervasoni

Madise

da Silva Passos

Kowalik-Bańczyk

 

      Mac Eochaidh

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 25 Οκτωβρίου 2018.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα



* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.