Language of document : ECLI:EU:T:2005:68

Υπόθεση T-108/03

Elisabeth von Pezold

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«ΕΓΤΠΕ — Δασοκομία — Απόφαση περί εγκρίσεως προγραμματικού εγγράφου για την αγροτική ανάπτυξη — Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν ατομικώς — Έλλειψη αρμοδιότητας — Απαράδεκτο»

Περίληψη της διατάξεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Απόφαση εγκριτική εγγράφου προγραμματισμού για την ανάπτυξη αγροτικού χώρου — Διάταξη καθιερώνουσα περιορισμό των ενισχύσεων για τη δασοκομία — Προσφυγή δασοεκμεταλλευτικής επιχειρήσεως — Απαράδεκτο

(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ)

2.      Ευρωπαϊκές Κοινότητες — Δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων των οργάνων — Πράξεις γενικού περιεχομένου — Υποχρέωση των φυσικών ή νομικών πρόσωπων να επιλέγουν, για την εκτίμηση του κύρους μιας πράξεως, το ένδικο μέσο της ενστάσεως περί ελλείψεως νομιμότητας ή της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως — Υποχρέωση των κρατών μελών να έχουν προβλέψει ένα πλήρες σύστημα μέσων παροχής ενδίκου προστασίας δυναμένου να διασφαλίζει τον σεβασμό του δικαιώματος για αποτελεσματική ένδικη προστασία

(Άρθρα 230, εδ. 4, ΕΚ, 234 ΕΚ και 241 ΕΚ)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Ενδεχόμενη ανυπαρξία μέσων παροχής ενδίκου προστασίας — Ανυπαρξία επιπτώσεων στο σύστημα των μέσων παροχής ενδίκου προστασίας και στις προϋποθέσεις παραδεκτού των προσφυγών ακυρώσεως — Ερμηνεία contra legem της προϋποθέσεως σχετικά με την ανάγκη η προσβαλλόμενη πράξη να αφορά τον ενδιαφερόμενο ατομικώς — Δεν επιτρέπεται

(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ)

1.      Δεν αφορά ατομικώς τον εκμεταλλευόμενο δασική έκταση ιδιόκτητη απόφαση της Επιτροπής με την οποία εγκρίνεται, βάσει σχεδίου αγροτικής ανάπτυξης, έγγραφο προγραμματισμού το οποίο της υποβλήθηκε από κράτος μέλος και το οποίο έχει ως μόνο αποδέκτη αυτό το ίδιο το κράτος μέλος. Η καθιερώνουσα περιορισμούς των ενισχύσεων στη δασοκομία διάταξη που εμπεριέχεται στο εν λόγω έγγραφο προγραμματισμού, που έχει εγκριθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 2, του κανονισμού 1257/1999, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, αναλύεται ως μέτρο γενικού περιεχομένου το οποίο εφαρμόζεται επί αντικειμενικώς καθοριζομένων καταστάσεων και συνεπάγεται έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων λαμβανομένων υπόψη κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο. Πράγματι, δεν αρκεί ορισμένοι επιχειρηματίες να θίγονται οικονομικώς από μια πράξη περισσότερο απ’ ό,τι οι ανταγωνιστές τους ώστε να θεωρηθεί ότι η εν λόγω πράξη τούς αφορά ατομικώς. Η δυνατότητα προσδιορισμού, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ακρίβεια, του αριθμού ή ακόμα και της ταυτότητας των υποκειμένων δικαίου επί των οποίων εφαρμόζεται ένα μέτρο ουδόλως συνεπάγεται ότι το μέτρο αυτό πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά τα υποκείμενα αυτά ατομικώς, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι αυτή η εφαρμογή γίνεται βάσει μιας αντικειμενικής, νομικής ή πραγματικής καταστάσεως η οποία προσδιορίζεται από την επίδικη πράξη.

(βλ. σκέψεις 36, 43, 45-46, 49)

2.      Η Συνθήκη, αφενός, με τα άρθρα της 240 ΕΚ και 241 ΕΚ και, αφετέρου, με το άρθρο της 234 ΕΚ έχει θεσπίσει ένα πλήρες σύστημα τόσο μέσων ένδικης προστασίας όσο και διαδικασιών που σκοπούν στο να διασφαλίζεται ο έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων των κοινοτικών οργάνων, αναθέτοντας το έργο αυτό στον κοινοτικό δικαστή. Στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, δεδομένου ότι τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα δεν μπορούν, λόγω των σχετικών με το παραδεκτό προϋποθέσεων του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, να προσβάλλουν κατά τρόπο άμεσο γενικής εφαρμογής κοινοτικές διατάξεις, έχουν αυτά τη δυνατότητα, κατά περίπτωση, να επικαλούνται το ανίσχυρο τέτοιων πράξεων, είτε παρεμπιπτόντως, δυνάμει του άρθρου 241 ΕΚ, ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, είτε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, και να ωθούν τα τελευταία, που δεν είναι αρμόδια να αποφαίνονται τα ίδια επί του ανισχύρου των εν λόγω πράξεων στο να υποβάλλουν συναφώς στο Δικαστήριο σχετικά προδικαστικά ερωτήματα, στα κράτη μέλη εναπόκειται να προβλέπουν ένα πλήρες σύστημα μέσων ένδικης προστασίας και διαδικασιών το οποίο να επιτρέπει τη διασφάλιση του σεβασμού του δικαιώματος για αποτελεσματική ένδικη προστασία.

(βλ. σκέψεις 51-52)

3.      Το δικαίωμα για αποτελεσματική ένδικη προστασία δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα μια ερμηνεία του άρθρου 230 ΕΚ σύμφωνα με την οποία μια προσφυγή ακυρώσεως θα έπρεπε να κηρύσσεται παραδεκτή όταν καταδεικνύεται, ύστερα από συγκεκριμένη εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή εξέταση των εθνικών δικονομικών κανόνων, ότι οι τελευταίοι δεν παρέχουν σε έναν ιδιώτη τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή η οποία να του επιτρέπει να θέσει υπό αμφισβήτηση το κύρος της επικρινόμενης κοινοτικής πράξεως. Πράγματι, ένα τέτοιο σύστημα θα απαιτούσε, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, την εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή εξέταση και ερμηνεία του εθνικού δικονομικού δικαίου, πράγμα που θα υπερέβαινε την αρμοδιότητά του στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων. Μολονότι είναι αληθές ότι η απαιτούμενη από το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ προϋπόθεση του ατομικού συμφέροντος πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αρχής της παροχής αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων περιστάσεων που είναι δυνατό να εξατομικεύουν τον προσφεύγοντα, όμως, μια τέτοια ερμηνεία δεν είναι δυνατόν να καταλήγει στο να μη λαμβάνεται υπόψη η εν λόγω προϋπόθεση, η οποία ρητώς προβλέπεται στη Συνθήκη, χωρίς να υφίσταται υπέρβαση των αρμοδιοτήτων που η εν λόγω Συνθήκη αναγνωρίζει στα κοινοτικά δικαστήρια.

(βλ. σκέψεις 52-53)