Language of document : ECLI:EU:C:2014:2001

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PEDRO CRUZ VILLALÓN

της 18ης Ιουνίου 2014 (1)

Υπόθεση C‑463/12

Copydan Båndkopi

κατά

Nokia Danmark A/S

[αίτηση του Østre Landsret (Δανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Πνευματική ιδιοκτησία — Δικαιώματα του δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα — Οδηγία 2001/29/EΚ — Εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας — Αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής — Άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄ — Άρθρο 5, παράγραφος 5 — Εξαιρέσεις και περιορισμοί — Εξαίρεση της αντιγραφής για ιδιωτική χρήση — Δίκαιη αποζημίωση — Πεδίο εφαρμογής — Εθνική νομοθεσία προβλέπουσα την είσπραξη του προοριζόμενου για τη χρηματοδότηση της δίκαιης αποζημιώσεως τέλους ιδιωτικής αντιγραφής επί των αφαιρούμενων υλικών φορέων αναπαραγωγής — Εφαρμογή επί των καρτών μνήμης των κινητών τηλεφώνων — Αποκλεισμός των μη αφαιρούμενων υλικών φορέων αναπαραγωγής — Αρχή της συνοχής — Σημασία της πρωτεύουσας λειτουργίας των καρτών μνήμης — Σημασία του αμελητέου χαρακτήρα της ζημίας — Σημασία της υπάρξεως αδείας αναπαραγωγής έναντι ή άνευ αμοιβής — Σημασία της εφαρμογής αποτελεσματικών τεχνολογικών μέτρων προστασίας — Σημασία του παράνομου χαρακτήρα της πηγής αναπαραγωγής — Υπόχρεος του προοριζόμενου για τη χρηματοδότηση της αποζημιώσεως τέλους»





1.        Στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί σειράς προδικαστικών ερωτημάτων σχετικών με την ερμηνεία της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (2), τα οποία αφορούν πτυχές πολύ διαφορετικές, παρέχοντας, ως εκ τούτου, στο Δικαστήριο τη δυνατότητα, στην περίπτωση κατά την οποία θεωρηθούν παραδεκτά, να εμπλουτίσει και να συγκεκριμενοποιήσει τη νομολογία του.

2.        Το κύριο ζήτημα που ανακύπτει στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης είναι αν το προβλεπόμενο από την οικεία εθνική κανονιστική ρύθμιση τέλος αντιγραφής για ιδιωτική χρήση (στο εξής: τέλος ιδιωτικής αντιγραφής), το οποίο προορίζεται για τη χρηματοδότηση της δίκαιης αποζημιώσεως που επιβάλλεται από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 ως αντιστάθμισμα για την εξαίρεση από το αποκλειστικό δικαίωμα των δικαιούχων για αναπαραγωγή των προστατευόμενων έργων, δύναται να εισπράττεται επί των καρτών μνήμης των κινητών τηλεφώνων. Εντούτοις, το πρόβλημα δεν συνδέεται τόσο με την είσπραξη του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής αυτού καθ’ εαυτό όσο με το γεγονός ότι, ενώ το εν λόγω τέλος δύναται να εισπράττεται επί των καρτών μνήμης των κινητών τηλεφώνων, δεν εισπράττεται επί άλλων υλικών φορέων, όπως οι συσκευές αναγνώσεως MP3 ή τα iPods, καθώς και με τον «ανακόλουθο», αν όχι «αυθαίρετο», χαρακτήρα του εν λόγω τέλους υπό το πρίσμα των σκοπών της οδηγίας 2001/29.

3.        Τα ερωτήματα του Østre Landsret (Εφετείου Περιφέρειας Est, Δανία) βαίνουν, ωστόσο, πέραν του κεντρικού αυτού προβλήματος και άπτονται, με όρους πολύ γενικούς, ορισμένων εκ των πλέον ακανθωδών, ενίοτε δε αμφιλεγόμενων, πτυχών της εφαρμογής της προβλεπόμενης από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής, θίγοντας ορισμένες γενικές πτυχές του συστήματος ή των όρων που διέπουν την είσπραξη του εν λόγω τέλους.

4.        Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο καλείται ιδίως να εξετάσει αν το τέλος ιδιωτικής αντιγραφής δύναται να εισπράττεται επί αναπαραγωγών οι οποίες έχουν επιτραπεί από τους δικαιούχους έναντι αμοιβής, αν αυτό δύναται να εισπράττεται επί αναπαραγωγών για ιδιωτική χρήση πραγματοποιούμενων από πηγές που ανήκουν σε τρίτους ή από παράνομες πηγές, αν η ύπαρξη και/ή η χρήση αποτελεσματικών τεχνολογικών μέτρων προστασίας ασκεί συναφώς επιρροή ή ακόμη αν τα κράτη μέλη δύνανται να εισπράττουν το τέλος ιδιωτικής αντιγραφής στην περίπτωση κατά την οποία η προκαλούμενη στους δικαιούχους ζημία είναι ασήμαντη.

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Α —       Το δίκαιο της Ένωσης

5.        Οι διατάξεις που χρήζουν ερμηνείας στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως είναι κυρίως αυτές του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29. Οι εν λόγω διατάξεις ορίζουν:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν εξαιρέσεις ή περιορισμούς από το δικαίωμα αναπαραγωγής που προβλέπεται στο άρθρο 2 στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[…]

β)      αναπαραγωγές σε οποιοδήποτε μέσο που πραγματοποιούνται από φυσικό πρόσωπο για ιδιωτική χρήση και για μη άμεσους ή έμμεσους εμπορικούς σκοπούς, υπό τον όρο ότι οι δικαιούχοι λαμβάνουν δίκαιη αποζημίωση που συνεκτιμά την εφαρμογή ή όχι των τεχνολογικών μέτρων του άρθρου 6 στο συγκεκριμένο έργο ή άλλο υλικό,

[…]».

6.        Οι κύριες αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 2001/29 που κρίνονται σημαντικές για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης θα παρατεθούν, εφόσον παραστεί ανάγκη, στο πλαίσιο της συλλογιστικής που αναπτύσσεται κατωτέρω.

 Β —       Το δανικό δίκαιο

7.        Το σύστημα του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής, το οποίο εισήχθη στη δανική έννομη τάξη το 1992, διέπεται από τα άρθρα 12 και 39 του νόμου 202 της 27ης Φεβρουαρίου 2010, περί του δικαιώματος του δημιουργού (ophavsretsloven) (στο εξής: νόμος 202).

8.        Το άρθρο 12 του νόμου 202 ορίζει:

«1.      Οιοσδήποτε δύναται, προσωπικώς ή μέσω τρίτου, να δημιουργεί για προσωπική χρήση μεμονωμένα αντίγραφα έργων που έχουν καταστεί προσιτά στο κοινό. Δεν επιτρέπεται η χρήση των εν λόγω αντιγράφων για άλλους σκοπούς.

2.      Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν παρέχουν το δικαίωμα:

[…]

4°)      δημιουργίας αντιγράφων άλλων έργων σε ψηφιακή μορφή, αν η αναπαραγωγή πραγματοποιείται από έργο παραχθέν σε ψηφιακή μορφή, ή

5°)      αναπαραγωγής σε μεμονωμένο αντίγραφο ψηφιακής μορφής έργων άλλων πλην υπολογιστικών προγραμμάτων και έργων ψηφιακής μορφής, εκτός εάν η αναπαραγωγή γίνεται για αυστηρώς προσωπική χρήση του προσώπου που δημιουργεί το αντίγραφο ή των συνοικούντων με αυτόν προσώπων.

3.      Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της παραγράφου 2, 5°, η δημιουργία περαιτέρω αντιγραφών σε ψηφιακή μορφή από δανεισμένο ή μισθωμένο αντίγραφο δεν επιτρέπεται άνευ της συναινέσεως του δημιουργού.

4.      Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν παρέχουν το δικαίωμα προσφυγής στις υπηρεσίες τρίτου προσώπου για τη δημιουργία αντιγράφων:

1°)      μουσικών έργων·

2°)      κινηματογραφικών έργων·

[…]».

9.        Το άρθρο 39 του νόμου 202, με τίτλο «Αμοιβή για την αναπαραγωγή για ιδιωτική χρήση», ορίζει:

«1.      Όποιος παράγει ή εισάγει για εμπορικούς σκοπούς ταινίες ήχου, βιντεοταινίες ή άλλους υλικούς φορείς επί των οποίων είναι δυνατή η εγγραφή ήχου ή εικόνων καταβάλλει αμοιβή στους δημιουργούς των μνημονευόμενων στην παράγραφο 2 έργων.

2.      Η αμοιβή καταβάλλεται για τις ταινίες κ.λπ. που προσφέρονται για τη δημιουργία αντιγραφών για ιδιωτική χρήση και μόνο για τα έργα που μεταδίδονται από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση ή εκδίδονται σε φωνογράφημα, ταινία, βιντεογράφημα κ.ο.κ.

[…]»

10.      Το άρθρο 40 του νόμου 202 ορίζει:

«1.      Για το έτος 2006 η αμοιβή ανά λεπτό εγγραφής ορίζεται σε 0,0603 [δανικές κορώνες (DKK)] για τις αναλογικές ταινίες ήχου και σε 0,0839 DKK για τις αναλογικές βιντεοταινίες.

2.      Για το έτος 2006 η αμοιβή ανά μονάδα ορίζεται σε 1,88 DKK για τα ψηφιακά υποθέματα ήχου, σε 3,00 DKK για τα ψηφιακά υποθέματα εικόνας και σε 4,28 DKK για τις κάρτες μνήμες.

[…]»

II – Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης

11.      Η Copydan Båndkopi είναι οργανισμός που εκπροσωπεί τους κατόχους δικαιωμάτων επί μουσικών και οπτικοακουστικών έργων, εξουσιοδοτημένος από το δανικό υπουργείο πολιτισμού να εισπράττει, να διαχειρίζεται και να διανέμει το προβλεπόμενο από το άρθρο 39 του νόμου 202 τέλος ιδιωτικής αντιγραφής.

12.      Η Nokia Danmark A/S (στο εξής: Nokia Danmark) πωλεί εντός της Δανίας κινητά τηλέφωνα και κάρτες μνήμης κινητών τηλεφώνων σε επαγγελματίες οι οποίοι τα μεταπωλούν σε άλλους επαγγελματίες ή σε ιδιώτες.

13.      Εκτιμώντας ότι οι κάρτες μνήμης των κινητών τηλεφώνων, ανεξαρτήτως τύπου, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του συστήματος του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής, την 9η Απριλίου 2010 η Copydan Båndkopi άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αγωγή κατά της Nokia Danmark, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί αυτή να της καταβάλει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 39 του νόμου 202, το ποσό των 14 826 828,99 DKK ως τέλος ιδιωτικής αντιγραφής το οποίο όφειλε για τις κάρτες μνήμης κινητών τηλεφώνων που αυτή είχε εισαγάγει και εμπορευθεί στη Δανία κατά τα έτη 2004-2009.

III – Τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

14.      Το Østre Landsret αποφάσισε να κάνει δεκτό το αίτημα της Nokia Danmark περί υποβολής στο Δικαστήριο αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως και, με διάταξη της 10ης Οκτωβρίου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Οκτωβρίου 2012, ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Είναι συμβατός με την οδηγία [2001/29] εθνικός νόμος ο οποίος προβλέπει την αποζημίωση των δικαιούχων σε περίπτωση αναπαραγωγής έργου από τις ακόλουθες πηγές:

α)      αρχεία των οποίων η χρήση έχει επιτραπεί από τους δικαιούχους και για τα οποία ο πελάτης έχει καταβάλει τέλος (περιεχόμενο το οποίο καλύπτεται από άδεια και προέρχεται, επί παραδείγματι, από διαδικτυακά καταστήματα)·

β)      αρχεία των οποίων η χρήση έχει επιτραπεί από τους δικαιούχους και για τα οποία ο πελάτης δεν έχει καταβάλει τέλος (περιεχόμενο το οποίο καλύπτεται από άδεια, επί παραδείγματι στο πλαίσιο εμπορικών προσφορών)·

γ)      DVD, CD-ROM, συσκευή ανάγνωσης MP3, ηλεκτρονικό υπολογιστή κ.λπ. του χρήστη, επί των οποίων δεν έχουν εφαρμοσθεί αποτελεσματικά τεχνολογικά μέτρα·

δ)      DVD, CD-ROM, συσκευή ανάγνωσης MP3, ηλεκτρονικό υπολογιστή κ.λπ. του χρήστη, επί των οποίων έχουν εφαρμοσθεί αποτελεσματικά τεχνολογικά μέτρα·

ε)      DVD, CD-ROM, συσκευή ανάγνωσης MP3, ηλεκτρονικό υπολογιστή ή άλλη παρόμοια συσκευή τρίτου·

στ)      έργα που έχουν αντιγραφεί παρανόμως από το διαδίκτυο ή από άλλες πηγές·

ζ)      αρχεία που έχουν αντιγραφεί νομίμως με άλλο τρόπο, επί παραδείγματι, από το διαδίκτυο (νόμιμες πηγές, άνευ αδείας).

2)      Πώς πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα αποτελεσματικά τεχνολογικά μέτρα (άρθρο 6 της οδηγίας 2001/29) στη νομοθεσία κράτους μέλους για τη δίκαιη αποζημίωση (βλ. άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της εν λόγω οδηγίας);

3)      Κατά τον υπολογισμό της αποζημιώσεως για την αντιγραφή προς ιδιωτική χρήση (βλ. άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29), ποιες δύνανται να θεωρούνται ως «περιπτώσεις όπου η ζημία του δικαιούχου θα ήταν ασήμαντη», κατά την έννοια της τριακοστής πέμπτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας, οπότε θα ήταν ασύμβατη προς την εν λόγω οδηγία ρύθμιση κράτους μέλους προβλέπουσα ομοίως στις εν λόγω περιπτώσεις αποζημίωση των δικαιούχων για τέτοια αντίγραφα προς ιδιωτική χρήση (βλ. τα αποτελέσματα της έρευνας που παρατίθενται στο κεφάλαιο 2 [της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως]);

4)      α)     Στην περίπτωση κατά την οποία γίνει δεκτό ότι η πρωτεύουσα ή κύρια λειτουργία των καρτών μνήμης των κινητών τηλεφώνων δεν είναι αυτή του υλικού φορέα για την αντιγραφή προς ιδιωτική χρήση, είναι συμβατή με την εν λόγω οδηγία νομοθεσία κράτους μέλους προβλέπουσα αποζημίωση υπέρ των δικαιούχων για αντιγραφή επί των καρτών μνήμης κινητών τηλεφώνων;

β)      Στην περίπτωση κατά την οποία γίνει δεκτό ότι η αντιγραφή προς ιδιωτική χρήση αποτελεί μία εκ των πρωτευουσών ή κύριων λειτουργιών των καρτών μνήμης των κινητών τηλεφώνων, είναι συμβατή με την οδηγία [2001/29] νομοθεσία κράτους μέλους προβλέπουσα αποζημίωση υπέρ των δικαιούχων για αντιγραφή επί των καρτών μνήμης κινητών τηλεφώνων;

5)      Είναι συμβατή με την έννοια “[δέουσα] ισορροπία” της τριακοστής πρώτης αιτιολογικής σκέψεως της εν λόγω οδηγίας και με την ομοιόμορφη ερμηνεία του κατ’ άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας όρου “δίκαιη αποζημίωση”, η οποία πρέπει να βασίζεται στη “ζημία”, νομοθεσία κράτους μέλους προβλέπουσα τέλος για τις κάρτες μνήμης, αλλά όχι για εσωτερικές μνήμες όπως οι συσκευές αναπαραγωγής MP3 ή τα iPods που έχουν σχεδιασθεί και χρησιμοποιούνται πρωτίστως για την αποθήκευση αντιγράφων για ιδιωτική χρήση;

6)      α)     Προσκρούει στην οδηγία [2001/29] νομοθεσία κράτους μέλους επιβάλλουσα στον παραγωγό και/ή εισαγωγέα που πωλεί κάρτες μνήμης σε επαγγελματίες οι οποίοι τις μεταπωλούν τόσο ιδιώτες όσο και σε επαγγελματίες, χωρίς ο εν λόγω παραγωγός ή εισαγωγέας να γνωρίζει αν οι κάρτες μνήμης έχουν πωληθεί σε ιδιώτες ή επαγγελματίες, την υποχρέωση καταβολής τέλους αντιγραφής προς ιδιωτική χρήση;

β)      Διαφοροποιείται η απάντηση επί του πρώτου υποερωτήματος του έκτου ερωτήματος στην περίπτωση κατά την οποία η νομοθεσία του κράτους μέλους περιλαμβάνει διατάξεις συνεπαγόμενες την απαλλαγή του παραγωγού, του εισαγωγέως και/ή του διανομέα από την υποχρέωση καταβολής τέλους επί των καρτών μνήμης που χρησιμοποιούνται για επαγγελματικούς σκοπούς, ότι αν, παρά ταύτα, το τέλος έχει καταβληθεί, το τέλος επί των καρτών μνήμης που χρησιμοποιούνται για επαγγελματικούς σκοπούς δύναται να επιστραφεί και ότι ο παραγωγός, ο εισαγωγέας και/ή ο διανομέας δύνανται να πωλούν κάρτες μνήμης σε άλλες επιχειρήσεις καταχωρισμένες στον οργανισμό που είναι επιφορτισμένος με τη διαχείριση του συστήματος τελών, χωρίς να υποχρεούνται στην καταβολή τέλους;

γ)      Διαφοροποιείται η απάντηση επί του πρώτου ή του δευτέρου υποερωτήματος του έκτου ερωτήματος:

1)      στην περίπτωση κατά την οποία η νομοθεσία του κράτους μέλους περιλαμβάνει διατάξεις συνεπαγόμενες την απαλλαγή του παραγωγού, του εισαγωγέα και/ή του διανομέα από την υποχρέωση καταβολής τέλους επί των καρτών μνήμης που χρησιμοποιούνται για επαγγελματικούς σκοπούς, πλην όμως ο όρος “χρήση για επαγγελματικούς σκοπούς” ερμηνεύεται ως δυνατότητα εκπτώσεως η οποία τυγχάνει εφαρμογής μόνον επί επιχειρήσεων συμβεβλημένων με την Copydan Båndkopi, ενώ, αντιθέτως, για τις κάρτες μνήμης οι οποίες χρησιμοποιούνται για επαγγελματικούς σκοπούς από πελάτες επιτηδευματίες, μη συμβεβλημένους με την Copydan Båndkopi, πρέπει να καταβάλλεται αμοιβή·

2)      στην περίπτωση κατά την οποία η νομοθεσία του κράτους μέλους περιλαμβάνει διατάξεις εξασφαλίζουσες ότι, εάν ο παραγωγός, ο εισαγωγέας και/ή ο διανομέας έχουν καταβάλει το τέλος, αυτό δύναται να επιστραφεί προκειμένου για τις κάρτες μνήμης που χρησιμοποιούνται για επαγγελματικούς σκοπούς, πλην όμως:

–        στην πράξη, την επιστροφή του τέλους δύναται να αξιώσει μόνον ο αγοραστή της κάρτας μνήμης και

–        ο αγοραστής της κάρτας μνήμης οφείλει να απευθύνει στην Copydan αίτηση επιστροφής του τέλους·

3)      στην περίπτωση κατά την οποία η νομοθεσία του κράτους μέλους περιλαμβάνει διατάξεις συνεπαγόμενες τη δυνατότητα του παραγωγού, του εισαγωγέως και/ή του διανομέα να πωλεί, χωρίς να καταβάλλει τέλος, κάρτες μνήμης σε άλλες επιχειρήσεις που έχουν δηλωθεί στον οργανισμό ο οποίος διαχειρίζεται το τέλος ιδιωτικής αντιγραφής, πλην όμως:

–        η Copydan είναι ο οργανισμός που διαχειρίζεται το σύστημα του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής και

–        οι δηλωθείσες επιχειρήσεις δεν γνωρίζουν αν οι κάρτες μνήμης πωλούνται σε ιδιώτες ή σε επαγγελματίες;»

15.      Η Copydan Båndkopi, η Nokia Danmark, η Γαλλική, η Ιταλική, η Ολλανδική, η Αυστριακή, η Φινλανδική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις.

16.      Η Copydan Båndkopi, η Nokia Danmark, η Γαλλική Κυβέρνηση, η Ολλανδική Κυβέρνηση, η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Επιτροπή υπέβαλαν προφορικές παρατηρήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η οποία διεξήχθη στις 16 Ιανουαρίου 2014. Κατόπιν προσκλήσεως του Δικαστηρίου, οι υποβαλόντες γραπτές παρατηρήσεις είχαν την ευκαιρία να τοποθετηθούν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση επί της σημασίας, για τις απαντήσεις που πρόκειται να δοθούν στα προδικαστικά ερωτήματα, των αποφάσεων VG Wort κ.λπ. (3) και Amazon.com International Sales κ.λπ. (4).

IV – Εισαγωγικές παρατηρήσεις

17.      Τα διάφορα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου εγείρουν τρεις βασικές ομάδες ερωτημάτων που χρήζουν ιεραρχήσεως και εκ νέου οργανώσεως, ήτοι, ως ένα βαθμό, απλουστεύσεως.

18.      Με την πρώτη ομάδα ερωτημάτων (ήτοι με το τέταρτο και το πέμπτο ερώτημα), τα οποία αφορούν ειδικώς τις κάρτες μνήμης των κινητών τηλεφώνων σε άμεση σχέση με τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και τα οποία θα εξετασθούν πρώτα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν το Δικαστήριο περί του κατ’ αρχήν επιτρεπτού της εισπράξεως τέλους ιδιωτικής αντιγραφής επί των καρτών μνήμης των κινητών τηλεφώνων.

19.      Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, η Copydan Båndkopi αξιώνει από τη Nokia Danmark την καταβολή καθυστερούμενων τελών ιδιωτικής αντιγραφής επί των καρτών μνήμης κινητών τηλεφώνων που αυτή εισήγαγε κατά το διάστημα 2004-2009, αξίωση την οποία η Nokia αμφισβητεί για διαφόρους λόγους. Το κύριο ζήτημα που εγείρεται στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης είναι, επομένως, αν το τέλος ιδιωτικής αντιγραφής δύναται να εισπράττεται επί εξοπλισμού πολλαπλών λειτουργιών, όπως οι κάρτες μνήμης των κινητών τηλεφώνων, διευκρινιζομένου ότι, δυνάμει του δανικού νόμου, το τέλος αυτό εισπράττεται κανονικά για αφαιρούμενους υλικούς φορείς εγγραφής (CD-ROM, DVD), αλλά όχι για εξοπλισμό με ενσωματωμένες (μη αφαιρούμενες) μονάδες αποθηκεύσεως, στον οποίον καταλέγονται πρωτίστως οι συσκευές αναγνώσεως MP3 και άλλα iPods.

20.      Με τη δεύτερη ομάδα ερωτημάτων (ήτοι με το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα), τα οποία δεν αναφέρονται ειδικώς στις κάρτες μνήμης των κινητών τηλεφώνων και τα οποία θα εξετασθούν σε δεύτερο χρόνο, το αιτούν δικαστήριο έρωτα το Δικαστήριο, με όρους πολύ γενικότερους, περί της σημασίας, για το σύστημα του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής, διαφόρων παραμέτρων που απαριθμεί, οι οποίες αφορούν την πηγή των πραγματοποιούμενων για ιδιωτική χρήση αντιγράφων, την ύπαρξη και/ή τη χρήση τεχνολογικών μέτρων προστασίας ή ακόμη τη σοβαρότητα της προκαλούμενης στους δικαιούχους ζημίας.

21.      Τέλος, με την τρίτη ομάδα ερωτημάτων, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να του παράσχει ορισμένες υποδείξεις περί των επιμέρους όρων που διέπουν την είσπραξη του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής (έκτο ερώτημα).

V –    Επί της αρχής της εισπράξεως του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής επί των καρτών μνήμης των κινητών τηλεφώνων (τέταρτο και πέμπτο ερώτημα)

22.      Με το τέταρτο και το πέμπτο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν, κατ’ ορθή ερμηνεία, η οδηγία 2001/29 αντιτίθεται στην εκ μέρους κράτους μέλους καθιέρωση της εισπράξεως του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής επί των καρτών μνήμης των κινητών τηλεφώνων, τούτο δε όταν η είσπραξη αυτή δεν προβλέπεται για ορισμένους υλικούς φορείς αποθηκεύσεως όπως οι συσκευές αναγνώσεως MP3 και τα iPods. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν πρέπει να ληφθεί υπόψη η πρωτεύουσα ή κύρια λειτουργία των εν λόγω καρτών μνήμης.

 Α —       Επί των διαμορφωθεισών από τη νομολογία του Δικαστηρίου αρχών

23.      Επιβάλλεται εκ προοιμίου η υπόμνηση ότι, κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 2001/29, τα κράτη μέλη απονέμουν στους δικαιούχους που ορίζονται στην εν λόγω διάταξη το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη, αναπαραγωγή, με οιοδήποτε μέσο και σε οιαδήποτε μορφή, εν όλω ή εν μέρει, μεταξύ άλλων, των έργων τους.

24.      Μολοντούτο, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να εισάγουν εξαίρεση ή περιορισμό του εν λόγω αποκλειστικού δικαιώματος αναπαραγωγής, οσάκις πρόκειται για αναπαραγωγή σε οιονδήποτε υλικό φορέα πραγματοποιούμενη από φυσικό πρόσωπο για ιδιωτική χρήση και για μη άμεσα ή έμμεσα εμπορικούς σκοπούς· πρόκειται για την αποκαλούμενη εξαίρεση «της ιδιωτικής αντιγραφής».

25.      Το άρθρο 5, παράγραφος 5, της εν λόγω οδηγίας εξαρτά εντούτοις την καθιέρωση της εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής από τρεις προϋποθέσεις, ήτοι, κατ’ αρχάς, από την εφαρμογή αυτής επί ορισμένων μόνον ειδικών περιπτώσεων, εν συνεχεία, τη μη παρακώλυση της κανονικής εκμεταλλεύσεως του έργου και, τέλος, τη μη πρόκληση αδικαιολόγητης ζημίας στα έννομα συμφέροντα του δικαιούχου (5).

26.      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, οσάκις τα κράτη μέλη αποφασίζουν να εισαγάγουν στο εθνικό τους δίκαιο την εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής, υποχρεούνται όχι μόνο να καθιερώσουν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29, την καταβολή «δίκαιης αποζημιώσεως» υπέρ των κατόχων του αποκλειστικού δικαιώματος αναπαραγωγής (6), αλλά και να εξασφαλίζουν την επίτευξη αποτελέσματος, προκειμένου να μην απολλύει η εν λόγω διάταξη την πρακτική αποτελεσματικότητά της, ήτοι να εξασφαλίζουν, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, την πραγματική είσπραξη της δίκαιης αποζημιώσεως η οποία προορίζεται για την επανόρθωση της ζημίας που υφίστανται οι δημιουργοί (7).

27.      Από τις αιτιολογικές σκέψεις 35 και 38 της οδηγίας 2001/29, όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, προκύπτει ότι σκοπός της προβλεπόμενης από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της εν λόγω οδηγίας δίκαιης αποζημιώσεως είναι η «επαρκής» επανόρθωση της ζημίας που υφίστανται οι δημιουργοί των προστατευόμενων έργων από την αναπαραγωγή αυτών για ιδιωτική χρήση άνευ της αδείας τους (8). Η αποζημίωση αυτή αποτελεί το αντιστάθμισμα της ζημίας που υφίστανται οι δημιουργοί (9).

28.      Ομοίως, από την αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας 2001/29 και από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η «δέουσα ισορροπία» που πρέπει να τηρείται μεταξύ των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των διαφόρων κατηγοριών δικαιούχων και των χρηστών προστατευόμενου υλικού υπαγορεύει τον υπολογισμό της δίκαιης αποζημιώσεως βάσει του κριτηρίου της ζημίας που προξενείται στους δημιουργούς των προστατευόμενων έργων λόγω της εισαγωγής της εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής (10).

29.      Για τον καθορισμό του ύψους της δίκαιης αποζημιώσεως πρέπει, ειδικότερα, να λαμβάνεται υπόψη, ως λυσιτελές κριτήριο, η πιθανή ζημία των δικαιούχων από τις εν λόγω πράξεις αναπαραγωγής, ενώ ζημία ασήμαντης εκτάσεως ενδέχεται να μη γεννά υποχρέωση καταβολής τέλους (11).

30.      Το Δικαστήριο είχε επίσης στο παρελθόν την ευκαιρία να υπενθυμίσει ότι τα κράτη μέλη απολαύουν ευρείας διακριτικής ευχέρειας η οποία τους παρέχει τη δυνατότητα να καθορίζουν ποιος είναι υπόχρεος της δίκαιης αποζημιώσεως, καθώς και τη μορφή, τη διαδικασία καταβολής και το ενδεχόμενο ύψος αυτής (12), λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις εκάστης περιπτώσεως (13), υπό τον όρον ότι παραμένουν εντός των ορίων που επιβάλλει το δίκαιο της Ένωσης (14), ήτοι υπό τον όρον ότι τηρούν, πέραν των επιταγών του «τριπλού κριτηρίου» που προβλέπεται από το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/29 (15), τις επιταγές που απορρέουν από την κατοχυρούμενη με το άρθρο 20 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρχή της ισότητας (16) και εφόσον καθορίζουν τις παραμέτρους της δίκαιης αποζημιώσεως κατά τρόπο συνεπή (17).

31.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, η πραγμάτευση των διαφόρων ζητημάτων που το αιτούν δικαστήριο εγείρει με το τέταρτο και το πέμπτο ερώτημά του θα γίνει σε δύο στάδια.

32.      Σε πρώτο χρόνο θα εξετασθεί το ζήτημα αν η είσπραξη του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής επί των καρτών μνήμης είναι κατ’ αρχήν επιτρεπτή υπό το πρίσμα των διατάξεων της οδηγίας 2001/29. Σε δεύτερο χρόνο θα εξετασθεί το ζήτημα αν η δανική κανονιστική ρύθμιση δύναται, στον βαθμό κατά τον οποίο προβλέπει την είσπραξη του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής επί των καρτών μνήμης των κινητών τηλεφώνων, αλλά όχι επί ορισμένων υλικών φορέων αποθηκεύσεως όπως οι συσκευές αναγνώσεως MP3 και τα iPods, δύναται να θεωρηθεί σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης και με τους σκοπούς της οδηγίας 2001/29, ήτοι, ακριβέστερα, συνεπής και όχι αυθαίρετη.

 Β —       Επί του κατ’ αρχήν επιτρεπτού της εισπράξεως του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής επί των καρτών μνήμης των κινητών τηλεφώνων

33.      Από την προμνησθείσα νομολογία προκύπτει κατά τρόπο πολύ γενικό ότι τα κράτη μέλη που επέλεξαν να εισαγάγουν την προβλεπόμενη από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής απολαύουν ευρύτατης διακριτικής ευχέρειας ως προς τον καθορισμό και την οργάνωση του συστήματος χρηματοδοτήσεως της δίκαιης αποζημιώσεως το οποίο πρέπει να συνοδεύει την εν λόγω εξαίρεση, υπό τον όρον ότι το σύστημα αυτό καθιερώνει αποχρώσα συσχέτιση μεταξύ της ζημίας που προκαλείται στους δικαιούχους εξαιτίας της εφαρμογής της συγκεκριμένης εξαιρέσεως και της χρήσεως των προστατευόμενων έργων τους εκ μέρους των φυσικών προσώπων για ιδιωτική χρήση και εφόσον εξασφαλίζεται η πραγματική επανόρθωση της εν λόγω ζημίας.

34.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει συναφώς ότι ένα σύστημα χρηματοδοτήσεως της δίκαιης αποζημιώσεως το οποίο βασίζεται στην είσπραξη τέλους ιδιωτικής αντιγραφής επί εξοπλισμού, συσκευών και υλικών φορέων αναπαραγωγής συμβιβάζεται με τις επιταγές της «δέουσας ισορροπίας» μόνον αν τα εν λόγω μέσα αναπαραγωγής δύνανται να χρησιμοποιηθούν για ιδιωτική αντιγραφή και, ως εκ τούτου, να προξενήσουν ζημία στους κατόχους των δικαιωμάτων επί των προστατευόμενων έργων (18).

35.      Συνεπώς, η ικανότητα και μόνον εξοπλισμού ή συσκευής να παράγει αντίγραφα αρκεί κατ’ αρχήν για να δικαιολογήσει την εφαρμογή του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής, εφόσον ο εν λόγω εξοπλισμός ή οι εν λόγω συσκευές έχουν τεθεί στη διάθεση φυσικών προσώπων για ιδιωτικούς σκοπούς, χωρίς να απαιτείται να αποδειχθεί ότι τα πρόσωπα αυτά παρήγαγαν πράγματι δια των εν λόγω μέσων ιδιωτικά αντίγραφα, προξενώντας τω όντι ζημία στους δικαιούχους (19). Η θέση αυτή βασίζεται στην ιδέα ότι θεμιτώς τεκμαίρεται ότι τα φυσικά πρόσωπα επωφελούνται καθ’ ολοκληρίαν των συσκευών και του εξοπλισμού, αξιοποιώντας πλήρως τις λειτουργίες αναπαραγωγής που τα μέσα αυτά διαθέτουν (20). Το τεκμήριο αυτό τυγχάνει εφαρμογής τόσο επί των συσκευών και του εξοπλισμού αναπαραγωγής όσο και επί των υλικών φορέων αναπαραγωγής.

36.      Συνεπώς, εφόσον ουδόλως αμφισβητείται ότι οι κάρτες μνήμης των κινητών τηλεφώνων δύνανται να χρησιμοποιούνται από τα φυσικά πρόσωπα ως υλικοί φορείς αναπαραγωγής έργων ή άλλου προστατευόμενου υλικού, η είσπραξη του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής επί αυτών δεν δύναται να θεωρηθεί παράνομη, στον βαθμό κατά τον οποίο το τέλος αυτό επιβαρύνει πράγματι τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία είναι οι μόνοι υπόχρεοι, λόγω της χρήσεως των υλικών φορέων για ιδιωτικούς σκοπούς (21).

37.      Εξ αυτού συνάγεται ότι η πρωτεύουσα ή κύρια λειτουργία των καρτών μνήμης των κινητών τηλεφώνων δεν ασκεί, αυτή καθ’ εαυτήν, επιρροή. Πιο συγκεκριμένα, το στοιχείο ότι η αντιγραφή για ιδιωτική χρήση δεν αποτελεί μία εκ των πρωτευουσών ή κύριων λειτουργιών των καρτών μνήμης των κινητών τηλεφώνων, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, δεν εμποδίζει, αυτό καθ’ εαυτό, την είσπραξη της δίκαιης αποζημιώσεως επί των λόγω καρτών, στον βαθμό κατά τον οποίο οι κάρτες μνήμης δύνανται να χρησιμοποιηθούν για τους εν λόγω σκοπούς.

38.      Επισημαίνεται συναφώς ότι, μολονότι με την αιτιολογική σκέψη 38 της οδηγίας 2001/29 διευκρινίζεται ότι πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι διαφορές μεταξύ των ψηφιακών και των αναλογικών ιδιωτικών αντιγραφών, καθώς «η ψηφιακή ιδιωτική αντιγραφή αναμένεται να διαδοθεί περισσότερο και να έχει μεγαλύτερη οικονομική σημασία», η οδηγία δεν εισάγει καμία διάκριση με κριτήριο την πρωτεύουσα ή κύρια λειτουργία των υλικών φορέων αναπαραγωγής ή την αναλογική ή ψηφιακή μορφή τους. Το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 καταλαμβάνει, αντιθέτως, όλους ανεξαιρέτως τους υλικούς φορείς.

39.      Δύναται, επομένως, να συναχθεί ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία, το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 δεν αντιτίθεται, κατ’ αρχήν, σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους προβλέπουσα την είσπραξη του προοριζόμενου για τη χρηματοδότηση της δίκαιης αποζημιώσεως τέλους ιδιωτικής αντιγραφής επί των καρτών μνήμης των κινητών τηλεφώνων, στον βαθμό κατά τον οποίο εξασφαλίζεται η δέουσα ισορροπία μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών δικαιούχων και χρηστών του προστατευόμενου υλικού και καθόσον υφίσταται, ως εκ τούτου, σχέση μεταξύ της εν λόγω εισπράξεως και της τεκμαιρόμενης χρήσεως των εν λόγω καρτών για ιδιωτική αναπαραγωγή, στερούμενης συναφώς σημασίας της πρωτεύουσας ή κύριας λειτουργίας των εν λόγω καρτών.

 Γ       Επί του συνεπούς με τους σκοπούς της οδηγίας 2001/29 χαρακτήρα της δανικής κανονιστικής ρυθμίσεως

40.      Με την αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας 2001/29 επισημαίνεται κατ’ ουσίαν ότι οι διαφορές μεταξύ των κανονιστικών ρυθμίσεων των κρατών μελών ως προς τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς των δικαιωμάτων έχουν άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς· οι διαφορές δε αυτές ενδέχεται να επιταθούν με την ανάπτυξη της διασυνοριακής εκμεταλλεύσεως των έργων. Με την αιτιολογική σκέψη 32 της οδηγίας 2001/29 επισημαίνεται, εξάλλου, ότι ο περιλαμβανόμενος στην εν λόγω οδηγία εξαντλητικός κατάλογος των εξαιρέσεων και περιορισμών του δικαιώματος αναπαραγωγής λαμβάνει δεόντως υπόψη τις διαφορετικές νομικές παραδόσεις των κρατών μελών, σκοπώντας παράλληλα στην εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. Με την εν λόγω αιτιολογική σκέψη διευκρινίζεται επίσης ότι «είναι σκόπιμο τα κράτη μέλη να επιτύχουν εναρμονισμένη εφαρμογή των εν λόγω εξαιρέσεων και περιορισμών».

41.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει συναφώς ότι ο εν λόγω κατάλογος εξαιρέσεων «πρέπει να εξασφαλίζει την ισορροπία μεταξύ των διαφορετικών νομικών παραδόσεων των κρατών μελών και της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς». Τούτο σημαίνει μεταξύ άλλων ότι, μολονότι τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να εισαγάγουν ή μη τις εν λόγω εξαιρέσεις συμφώνως προς τις νομικές παραδόσεις τους, οφείλουν, στην περίπτωση κατά την οποία έχουν επιλέξει να εισαγάγουν συγκεκριμένη εξαίρεση, να την εφαρμόζουν με συνέπεια «ώστε να μη θιγούν οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει η οδηγία 2001/29 σχετικά με την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς» (22).

42.      Αποτελεί, επομένως, έργο του αιτούντος δικαστήριο να εξετάσει αν η επιλογή του Δανού νομοθέτη να καθιερώσει την είσπραξη του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής επί των καρτών μνήμης των κινητών τηλεφώνων αλλά όχι επί υλικών φορέων όπως οι συσκευές αναγνώσεως MP3 και τα iPods δύναται να θεωρηθεί συνεπής, ήτοι κυρίως μη δυνάμενη να διαταράξει την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Τούτου διευκρινισθέντος, κρίνεται σκόπιμη η παροχή στο αιτούν δικαστήριο ορισμένων στοιχείων σχετικών με τους όρους και την έκταση του ελέγχου στον οποίο αυτό οφείλει να προβεί συναφώς.

43.      Είναι, κατ’ αρχάς, απολύτως σαφές ότι τα κράτη μέλη που έχουν αποφασίσει να θέσουν σε εφαρμογή σύστημα δίκαιης αποζημιώσεως απολαύουν, ελλείψει οιασδήποτε συναφούς επιταγής της οδηγίας 2001/29, ευρείας διακριτικής ευχέρειας ως προς τον καθορισμό του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής που προορίζεται για τη χρηματοδότηση της εν λόγω αποζημιώσεως, το οποίο δύναται να εισπράττεται τόσο επί των συσκευών που καθιστούν δυνατή την αναπαραγωγή όσο και επί των υλικών φορέων που προορίζονται, επί παραδείγματι, για την αποθήκευση του αναπαραγόμενου υλικού.

44.      Εν προκειμένω, ο Δανός νομοθέτης επέλεξε, κατά τρόπο απολύτως θεμιτό, να επιβαρύνει με το προοριζόμενο για τη χρηματοδότηση της δίκαιης αποζημιώσεως τέλος ιδιωτικής αντιγραφής επί ορισμένων υλικών φορέων ήχου ή εικόνων που προσφέρονται για την αντιγραφή προστατευόμενων έργων για ιδιωτική χρήση τους παραγωγούς και τους εισαγωγείς.

45.      Το όριο που τίθεται σε αυτήν την ευρεία διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών είναι, εντούτοις, η επιβαλλόμενη σε αυτά υποχρέωση να εξασφαλίζουν τον επαρκή χαρακτήρα της εν λόγω αποζημιώσεως, ήτοι τη συνεκτίμηση, κατά τον καθορισμό της μορφής, της διαδικασίας καταβολής και του ύψους της αποζημιώσεως, μεταξύ άλλων, της ενδεχόμενης ζημίας των δικαιούχων εξαιτίας της αναπαραγωγής των προστατευόμενων έργων ή αντικειμένων τους (23).

46.      Με την αιτιολογική σκέψη 38 της οδηγίας 2001/29, η οποία είναι αφιερωμένη ειδικώς στην εξαίρεση από το αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής ακουστικού, οπτικού και οπτικοακουστικού υλικού για ιδιωτική χρήση, παρέχονται ορισμένες υποδείξεις για στοιχεία τα οποία δύνανται να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της εξετάσεως που πρέπει να πραγματοποιείται συναφώς και, ειδικότερα, για την αναγκαιότητα διακρίσεως μεταξύ ιδιωτικής αντιγραφής επί αναλογικών υλικών φορέων και ιδιωτικής αντιγραφής επί ψηφιακών υλικών φορέων (24).

47.      Πλην όμως, από τη διάταξη περί παραπομπής καθώς και από τις διάφορες γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο προκύπτει ότι το εφαρμοζόμενο στη Δανία σύστημα δίκαιης αποζημιώσεως διακρίνει μεταξύ των διαφόρων υλικών φορέων με κριτήριο όχι την αναλογική ή ψηφιακή τους φύση, αλλά, προφανώς, αποκλειστικώς σε συνάρτηση με το αν αυτά είναι αφαιρούμενα (μαγνητοταινίες ήχου, CD-ROM, DVD, κάρτες μνήμης κινητών τηλεφώνων) ή ενσωματωμένα σε άλλο εξοπλισμό ή συσκευές (συσκευές αναγνώσεως MP3, iPods). Εξάλλου, ουδέποτε υποστηρίχθηκε ούτε άλλωστε προκύπτει από τη δικογραφία ότι η διάκριση αυτή βασίζεται στη σχετική σημασία, βάσει αντικειμενικών στατιστικών στοιχείων, της χρήσεως των διαφόρων υλικών φορέων για αναπαραγωγή έργων ή άλλου προστατευόμενου υλικού, καθώς σε εκείνη των αντίστοιχων οικονομικών επιπτώσεών τους επί των δικαιούχων.

48.      Δεν δύναται βεβαίως να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο, όπως επισημαίνει η Φινλανδική Κυβέρνηση, η διαφοροποιημένη αντιμετώπιση των καρτών μνήμης των κινητών τηλεφώνων να μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει αντικειμενικής διαφοράς αναγόμενης, μεταξύ άλλων, στις ιδιομορφίες αυτού καθ’ εαυτόν του υλικού φορέα, στις ιδιαιτερότητες της χρήσεώς του ή ακόμη στα κύρια χαρακτηριστικά του εφαρμοζόμενου συστήματος αποζημιώσεως.

49.      Ένα σύστημα αποζημιώσεως απoκλείον την είσπραξη του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής επί των ηλεκτρονικών υπολογιστών, οι οποίοι αποτελούν εξοπλισμό ή συσκευές ψηφιακής αναπαραγωγής, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί, όπως υποστηρίζει η Φινλανδική Κυβέρνηση, για δύο λόγους. Αφενός, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί βάσει του στοιχείου ότι οι υλικοί φορείς που δύνανται να χρησιμοποιηθούν από κοινού με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές για την αναπαραγωγή προς ιδιωτική χρήση υπόκεινται αυτοί καθ’ εαυτοί στο εν λόγω τέλος. Αφετέρου, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί βάσει του γεγονότος ότι η διάκριση μεταξύ ιδιωτικής και επαγγελματικής χρήσεως των υπολογιστών και, συνεπώς, η τήρηση των επιταγών που απορρέουν από τη διαμορφωθείσα με την απόφαση Padawan νομολογιακή θέση (25) κρίνεται δυσχερής, αν όχι αδύνατη.

50.      Εντούτοις, ένα σύστημα δίκαιης αποζημιώσεως προβλέπον την είσπραξη του προοριζόμενου για τη χρηματοδότηση της εν λόγω αποζημιώσεως τέλους ιδιωτικής αντιγραφής αποκλειστικώς επί των αφαιρούμενων υλικών φορέων αναπαραγωγής, αλλά αποκλείον την είσπραξη του εν λόγω τέλους επί των μη αφαιρούμενων υποθεμάτων που είναι ενσωματωμένα σε συσκευές ή εξοπλισμό, δεν δύναται να θεωρηθεί ούτε συμβατό με τους σκοπούς της οδηγίας 2001/29 ούτε ανταποκρινόμενο στην υποχρέωση αποτελέσματος που υπέχουν τα κράτη μέλη.

51.      Στην υπόθεση της κύριας δίκης το τέλος ιδιωτικής αντιγραφής εισπράττεται επί όλων των υλικών φορέων αναπαραγωγής, πλην των υποθεμάτων που είναι ενσωματωμένα σε άλλες συσκευές ή εξοπλισμό, όπως οι συσκευές αναγνώσεως MP3 και άλλα iPods, ήτοι σε μέσα τα οποία είναι ειδικώς σχεδιασμένα για την ανάγνωση ακουστικών ή οπτικών έργων και τα οποία, οσάκις αποκτώνται από ιδιώτες, δύνανται, κατά θεμιτό τεκμήριο, να λογίζονται χρησιμοποιούμενα κυρίως, αν όχι αποκλειστικώς, ως υλικοί φορείς αναπαραγωγής για ιδιωτική χρήση.

52.      Υπό το πρίσμα αυτό, εκ πρώτης όψεως, το προβλεπόμενο από τη δανική κανονιστική ρύθμιση τέλος ιδιωτικής αντιγραφής δυσχερώς δύναται να θεωρηθεί πρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην εξασφάλιση επαρκούς και πραγματικής δίκαιης αποζημιώσεως υπέρ των δικαιούχων για ενδεχόμενη ζημία που υφίστανται λόγω της αναπαραγωγής των προστατευόμενων έργων ή αντικειμένων τους και, παράλληλα, στον περιορισμό των εμποδίων στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και στην προώθηση της αναπτύξεως της κοινωνίας της πληροφορίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επισημαίνεται δε επικουρικώς ότι η μη συνεκτίμηση των αφαιρούμενων υλικών φορέων αναπαραγωγής δεν είναι σύμφωνη ούτε με την υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν δεόντως υπόψη την τεχνολογική εξέλιξη, ιδίως όσον αφορά την ψηφιακή ιδιωτική αντιγραφή (26).

53.      Εν συμπεράσματι, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία, η οδηγία 2001/29 αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, ενώ προβλέπει την είσπραξη του προοριζόμενου για τη χρηματοδότηση της δίκαιης αποζημιώσεως τέλους ιδιωτικής αντιγραφής επί των αφαιρούμενων υλικών φορέων αναπαραγωγής, όπως οι κάρτες μνήμης των κινητών τηλεφώνων, αποκλείει την είσπραξη του εν λόγω τέλους επί των μη αφαιρούμενων υποθεμάτων που είναι ενσωματωμένα σε συσκευές ή εξοπλισμό ειδικά σχεδιασμένους και πρωτίστως χρησιμοποιούμενους ως υλικούς φορείς αναπαραγωγής για ιδιωτική χρήση, χωρίς η εξαίρεση αυτή να δικαιολογείται αντικειμενικώς. Αποτελεί έργο του αιτούντος δικαστηρίου να αξιολογήσει τους ενδεχόμενους αντικειμενικούς λόγους αυτής της εξαιρέσεως και να αντλήσει τις αντίστοιχες συνέπειες.

VI – Επί των γενικών πτυχών του συστήματος του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής (πρώτο, δεύτερο και τρίτο ερώτημα)

54.      Τα τρία πρώτα προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου εγείρουν, όπως έχει ήδη τονισθεί, διάφορα προβλήματα πολύ γενικής φύσεως, τα οποία σχετίζονται με το σύστημα του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής που προορίζεται για τη χρηματοδότηση της δίκαιης αποζημιώσεως· με τα εν λόγω ερωτήματα το αιτούν δικαστήριο θίγει, ειδικότερα, το ζήτημα της σημασίας, για την είσπραξη του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής, της πηγής των αναπαραγωγών, διακρίνοντας διάφορες περιπτώσεις (πρώτο ερώτημα), το ζήτημα της υπάρξεως αποτελεσματικών τεχνολογικών μέτρων προστασίας (δεύτερο ερώτημα) και το ζήτημα της εκτάσεως της προκαλούμενης ζημίας (τρίτο ερώτημα).

55.      Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του πρώτου ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο διακρίνει τις περιπτώσεις των αναπαραγωγών που πραγματοποιούνται από αρχεία των οποίων η χρήση επιτρέπεται με κριτήριο την καταβολή ή μη αμοιβής για τη χορήγηση της αδείας (πρώτο και δεύτερο υποερώτημα του πρώτου ερωτήματος). Εν συνεχεία, το αιτούν δικαστήριο διακρίνει τις αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται από αρχεία αποθηκευμένα σε διαφόρους υλικούς φορείς (CD‑ROM, DVD, συσκευές αναγνώσεως MP3, ηλεκτρονικούς υπολογιστές), με κριτήριο την προστασία τους ή μη με αποτελεσματικά τεχνολογικά μέτρα (τρίτο και τέταρτο υποερώτημα του πρώτου ερωτήματος και δεύτερο ερώτημα). Τέλος, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται στις αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται από αρχεία αποθηκευμένα σε υλικούς φορείς τρίτων (πέμπτο υποερώτημα του πρώτου ερωτήματος), στις αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται από παράνομες πηγές προερχόμενες ιδίως από το διαδίκτυο (έκτο υποερώτημα του πρώτου ερωτήματος) και στις αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται με άλλον τρόπο από νόμιμες πηγές (έβδομο υποερώτημα του πρώτου ερωτήματος).

56.      Επιβάλλεται εκ προοιμίου η επισήμανση ότι το Δικαστήριο είχε στο παρελθόν την ευκαιρία να αποφανθεί επί των διαφόρων περιπτώσεων στις οποίες αναφέρονται το τρίτο και το τέταρτο (27), καθώς και το έκτο (28) υποερώτημα και, τουλάχιστον εν μέρει, το πρώτο και το δεύτερο υποερώτημα (29) του πρώτου ερωτήματος.

 Α —       Επί της σημασίας της άδειας αναπαραγωγής, έναντι ή άνευ αμοιβής (πρώτο και δεύτερο υποερώτημα του πρώτου ερωτήματος)

57.      Με το πρώτο και το δεύτερο υποερώτημα του πρώτου ερωτήματός του το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, κατ’ ορθή ερμηνεία, η οδηγία 2001/29 επιτρέπει κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους προβλέπουσα την είσπραξη του προοριζόμενου για τη χρηματοδότηση της δίκαιης αποζημιώσεως τέλους ιδιωτικής αντιγραφής επί των αναπαραγωγών για ιδιωτική χρήση που επιτρέπονται από τους δικαιούχους, ενδεχομένως έναντι αμοιβής.

58.      Με την απόφασή του VG Wort κ.λπ. (30) το Δικαστήριο έκρινε, με όρους γενικούς, ότι, στο πλαίσιο εξαιρέσεως ή περιορισμού προβλεπόμενων από το άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2001/29, ενδεχόμενη πράξη με την οποία ο δικαιούχος έχει παράσχει άδεια αναπαραγωγής του έργου ή άλλου προστατευόμενου υλικού ουδεμία επιρροή ασκεί επί της δίκαιης αποζημιώσεως.

59.      Εντούτοις, με την εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο απεφάνθη μόνον επί της σημασίας, για τη δίκαιη αποζημίωση, πράξεως παροχής αδείας και όχι επί της σημασίας πράξεως παροχής αδείας συνοδευόμενης, ενδεχομένως, από αμοιβή ή, ακριβέστερα, επί πράξεως παροχής αδείας χορηγούμενης έναντι αντιτίμου ή ενσωματώνουσας ρητώς δίκαιη αποζημίωση, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29, περιπτώσεως στην οποία αναφέρεται με σαφήνεια το αιτούν δικαστήριο με το πρώτο υποερώτημα του πρώτου ερωτήματός του. Το Δικαστήριο δεν είχε επίσης, εν γένει, την ευκαιρία να αποφανθεί επί της σημασίας, για την είσπραξη του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής που προορίζεται για τη χρηματοδότηση της δίκαιης αποζημιώσεως, των συμφωνιών αδειών χρήσεως που συνομολογούνται εξ επαχθούς αιτίας μεταξύ των δικαιούχων και των χρηστών και, ιδίως, των αδειών χρήσεως και αναπαραγωγής αρχείων έργων που έχουν αγορασθεί νομίμως στο εμπόριο, στις νόμιμες πλατφόρμες μεταφορτώσεως για τις οποίες γίνεται ειδικώς λόγος στη διάταξη περί παραπομπής.

60.      Επιβάλλεται συναφώς η επισήμανση ότι με την αιτιολογική σκέψη 35 της οδηγίας 2001/29 διευκρινίζεται ότι, «όταν στους δικαιούχους έχει ήδη καταβληθεί αμοιβή σε κάποια άλλη μορφή, λ.χ. ως τμήμα των τελών εκδόσεως αδείας, πιθανόν να μην οφείλεται ειδική ή χωριστή πληρωμή».

61.      Εκ της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως θα μπορούσε να συναχθεί ότι η οδηγία 2001/29 επιφορτίζει τα κράτη μέλη με την ευθύνη να αποφασίσουν για τη σκοπιμότητα αποφυγής οιασδήποτε υπεραντισταθμίσεως, ήτοι με την υποχρέωση να μεριμνούν ώστε οι χρήστες να μην καλούνται να καταβάλλουν δύο φορές το τέλος ιδιωτικής αντιγραφής που προορίζεται για τη χρηματοδότηση της δίκαιης αποζημιώσεως, ήτοι μία φορά επ’ ευκαιρία της νόμιμης αγοράς των αρχείων στα οποία περιέχονται τα έργα και, εκ νέου, επ’ ευκαιρία της αγοράς των υλικών φορέων αναπαραγωγής, όπως ενδεχομένως συμβαίνει στην περίπτωση της υποθέσεως της κύριας δίκης.

62.      Θα μπορούσε, συγκεκριμένα, να υποστηριχθεί ότι η χρησιμοποιούμενη επιρρηματική έκφραση «πιθανόν να», δηλωτική πιθανολογικής τροπικότητας (31), και, κυρίως, η απουσία οιασδήποτε άλλης διευκρινίσεως ή οιασδήποτε ρητής διατάξεως από την οδηγία 2001/29 συνηγορούν, πράγματι, υπέρ της αναγνωρίσεως όχι μόνον της ευρύτατης ελευθερίας των κρατών μελών συναφώς, αλλά και απόλυτης διακριτικής ευχέρειας.

63.      Φρονώ, εντούτοις, ότι μια τέτοια ερμηνεία της οδηγίας 2001/29 δεν δύναται να γίνει δεκτή, καθόσον θα ήταν αντίθετη προς τους επιδιωκόμενους από την εν λόγω οδηγία σκοπούς. Ειδικότερα, η ερμηνεία αυτή θα υπονόμευε την ίδια την αρχή της δίκαιης αποζημιώσεως, η οποία σκοπεί στην επαρκή επανόρθωση της ζημίας που υφίστανται οι δικαιούχοι από την αναπαραγωγή για ιδιωτική χρήση. Μια τέτοια ερμηνεία θα προσέκρουε εν γένει στην επιταγή περί τηρήσεως δέουσας ισορροπίας μεταξύ των συγκρουόμενων δικαιωμάτων και συμφερόντων, κατά την οποία η δίκαιη αποζημίωση συνιστά το αντιστάθμισμα της εν λόγω ζημίας και υπολογίζεται και εισπράττεται σε συνάρτηση με αυτήν.

64.      Επιβάλλεται συναφώς η υπόμνηση ότι με την αιτιολογική σκέψη 45 της οδηγίας 2001/29 διευκρινίζεται ότι «[ο]ι εξαιρέσεις και περιορισμοί που προβλέπονται από το άρθρο 5, παράγραφοι 2, 3 και 4, [της οδηγίας 2001/29] δεν θα πρέπει [...] να εμποδίζουν τον καθορισμό συμβατικών σχέσεων που θα τείνουν στην εξασφάλιση μιας δίκαιης αποζημίωσης των δικαιούχων, εφόσον επιτρέπεται από την εθνική νομοθεσία».

65.      Συνεπώς, στην —κατά το μάλλον ή ήττον πιθανή— περίπτωση κατά την οποία θα απεδεικνύετο ότι η αναπαραγωγή προστατευόμενων έργων για ιδιωτική χρήση επιτρέπεται ειδικώς από τους δικαιούχους και ότι η παροχή της εν λόγω αδείας γεννά υποχρέωση καταβολής αμοιβής ή άλλης μορφής ισοδύναμης δίκαιης αποζημιώσεως, η είσπραξη πρόσθετης δίκαιης αποζημιώσεως θα έπρεπε να αποκλείεται (32).

66.      Ασφαλώς, η εφαρμογή συστήματος τέλους ιδιωτικής αντιγραφής, για τη χρηματοδότηση της προβλεπόμενης από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 δίκαιης αποζημιώσεως, το οποίο εγγυάται τη μη είσπραξη της εν λόγω αποζημιώσεως επί των αναπαραγωγών για ιδιωτική χρήση που πραγματοποιούνται από αρχεία των οποίων η ιδιωτική αντιγραφή επιτρέπεται έναντι αμοιβής ισοδύναμης προς εκείνην της δίκαιης αποζημιώσεως παρουσιάζει προδήλως ορισμένες σημαντικές και πολύ συγκεκριμένες δυσχέρειες πρακτικής φύσεως, κυρίως οσάκις το εν λόγω τέλος επί των υλικών φορέων αναπαραγωγής επιβαρύνει τους κατασκευαστές και τους εισαγωγείς αυτών, όπως στην περίπτωση της υποθέσεως της κυρίας δίκης, επί τη βάσει τεκμηρίου χρήσεως των εν λόγω υλικών φορέων εκ μέρους φυσικών προσώπων για ιδιωτικούς σκοπούς (33).

67.      Οι πρακτικές αυτές δυσχέρειες δεν δύνανται, εντούτοις, υπό τις συνθήκες που περιεγράφησαν ανωτέρω, με το σημείο 66 των προτάσεων, να δικαιολογήσουν την είσπραξη διπλής δίκαιης αποζημιώσεως (34). Αντιθέτως, τα κράτη μέλη οφείλουν να καθιερώσουν, στο πλαίσιο ιδίως της εδαφικής αρμοδιότητάς τους, τη δυνατότητα κάθε φυσικού προσώπου το οποίο καλείται να καταβάλει δύο φορές τη δίκαιη αποζημίωση που οφείλεται επί αναπαραγωγής προστατευόμενου έργου για ιδιωτική χρήση να αξιώσει και να επιτύχει την απόδοσή της.

68.      Από την προεκτεθείσα συλλογιστική προκύπτει ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία, η οδηγία 2001/29 αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους προβλέπουσα την είσπραξη του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής που προορίζεται για τη χρηματοδότηση της προβλεπόμενης από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, δίκαιης αποζημιώσεως επί των αναπαραγωγών για ιδιωτική χρήση οι οποίες έχουν επιτραπεί με ειδική άδεια των δικαιούχων και έχουν οδηγήσει, ως εκ τούτου, στην καταβολή αμοιβής ή οιασδήποτε άλλης μορφής δίκαιης αποζημιώσεως.

 Β —       Επί της σημασίας των τεχνολογικών μέτρων προστασίας (τρίτο και τέταρτο υποερώτημα του πρώτου ερωτήματος και δεύτερο ερώτημα)

69.      Με το τρίτο και το τέταρτο υποερώτημα του πρώτου ερωτήματός του το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, κατ’ ορθή ερμηνεία, η οδηγία 2001/29 αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση προβλέπουσα την είσπραξη του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής που προορίζεται για τη χρηματοδότηση της προβλεπόμενης από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της εν λόγω οδηγίας δίκαιης αποζημιώσεως επί των αναπαραγωγών για ιδιωτική χρήση από αρχεία προστατευόμενων έργων, με κριτήριο την προστασία τους ή μη με αποτελεσματικά τεχνολογικά μέτρα. Με το δεύτερο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης περί του τρόπου κατά τον οποίο πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τη νομοθεσία κράτους μέλους περί της προβλεπόμενης από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 δίκαιης αποζημιώσεως τα αποτελεσματικά τεχνολογικά μέτρα για τα οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας.

70.      Με την απόφασή του VG Wort κ.λπ. (35) το Δικαστήριο διευκρίνισε κατ’ αρχάς ότι τα τεχνολογικά μέτρα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 σκοπούν στον περιορισμό των μη επιτρεπόμενων από τους δικαιούχους πράξεων, ήτοι στην εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως και, συνεπώς, στην παρεμπόδιση των πράξεων που δεν πληρούν τις αυστηρές προϋποθέσεις που η εν λόγω διάταξη θέτει.

71.      Εν συνεχεία, το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος δεν έχει εξασφαλίσει την ορθή εφαρμογή της καθιερωθείσας από το ίδιο εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής, περιορίζοντας τις πράξεις για τις οποίες οι δικαιούχοι δεν έχουν παράσχει άδεια (36), ή το γεγονός ότι οι εν λόγω δικαιούχοι δεν έχουν εφαρμόσει τεχνολογικά μέτρα προστασίας στα οποία δύνανται οικειοθελώς να καταφύγουν (37) δεν δύνανται να καθιστούν ανίσχυρη την προβλεπόμενη από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της εν λόγω οδηγίας προϋπόθεση της δίκαιης αποζημιώσεως.

72.      Εκ της εν λόγω αποφάσεως προκύπτει, επομένως, ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία, η οδηγία 2001/29 επιτρέπει την είσπραξη του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής ανεξαρτήτως της λήψεως ή μη αποτελεσματικών τεχνολογικών μέτρων προστασίας εκ μέρους των δικαιούχων, στοιχείο που παρέχει απάντηση, τουλάχιστον, επί του τρίτου και του τετάρτου υποερωτήματος του πρώτου ερωτήματος του αιτούντος δικαστηρίου.

73.      Επομένως, πιο συγκεκριμένα, η προσφυγή ή μη των δικαιούχων στα διαθέσιμα αποτελεσματικά τεχνολογικά μέτρα προστασίας για την παρεμπόδιση οιασδήποτε μη επιτρεπόμενης χρήσεως των προστατευόμενων έργων τους δεν ασκεί επιρροή επί της υποχρεώσεως εξασφαλίσεως σε αυτούς, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29, δίκαιης αποζημιώσεως για τις αναπαραγωγές των έργων τους προς ιδιωτική χρήση. Συνεπώς, δίκαιη αποζημίωση και τεχνολογικά μέτρα προστασίας δύνανται ανεμπόδιστα να συνυπάρχουν, καθώς η χρήση τέτοιων μέτρων ασκεί ενδεχομένως επιρροή μόνον επί του ύψους της δίκαιης αποζημιώσεως, ήτοι επί του υπολογισμού και του ποσού της (38).

74.      Το δεύτερο ερώτημα του αιτούντος δικαστήριο αφορά, ωστόσο, αυτήν ακριβώς την επιρροή.

75.      Επιβάλλεται συναφώς η επισήμανση ότι η οδηγία 2001/29 επιβάλλει στα κράτη μέλη, προκειμένου για την εφαρμογή της εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής, την υποχρέωση να λαμβάνουν δεόντως υπόψη την τεχνολογική και οικονομική εξέλιξη, ιδίως όσον αφορά την ψηφιακή ιδιωτική αντιγραφή και τα σχετικά με αυτήν συστήματα αμοιβής, οσάκις προσφέρονται αποτελεσματικά τεχνολογικά μέτρα προστασίας (39).

76.      Εντούτοις, μολονότι η οδηγία 2001/29 αναφέρεται στην αναγκαιότητα συνεκτιμήσεως των τεχνολογικών μέτρων κατά την εφαρμογή της δίκαιης αποζημιώσεως (40) ή στην αναγκαιότητα συνεκτιμήσεως της δίκαιης αποζημιώσεως στο πλαίσιο της προσφυγής σε τεχνολογικά μέτρα (41), σε καμία εκ των δύο περιπτώσεων δεν διευκρινίζει σε τι ακριβώς συνίσταται η εν λόγω συνεκτίμηση.

77.      Εξ αυτού συνάγεται, όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας E. Sharpston με τις προτάσεις της στην υπόθεση VG Wort κ.λπ. (42), ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τον καθορισμό των λεπτομερών όρων καθώς και του βαθμού της εν λόγω συνεκτιμήσεως, υπό τον όρο σεβασμού των σκοπών της οδηγίας 2001/29 και τηρήσεως, εν γένει, του δικαίου της Ένωσης.

78.      Υπό το πρίσμα αυτό, δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου να υποδείξει στο αιτούν δικαστήριο, όπως προτείνεται εμμέσως με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, τον τρόπο κατά τον οποίο τα κράτη μέλη οφείλουν να ανταποκριθούν στην εν λόγω επιταγή. Το Δικαστήριο δύναται απλώς να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο ορισμένα στοιχεία τα οποία θα του επιτρέψουν ενδεχομένως να ελέγξει εάν οι όροι κατά τους οποίους η εν λόγω συνεκτίμηση επιτάσσεται από το εθνικό δίκαιο και τυγχάνει συγκεκριμένα εφαρμογής είναι συμβατοί με την οδηγία 2001/29, έλεγχο για τον οποίο αποκλειστικώς αρμόδιο είναι το αιτούν δικαστήριο.

79.      Εκτιμώ, ως εκ τούτου, ότι, πέραν του συμπεράσματος που διατυπώθηκε ανωτέρω, με το σημείο των 72 των προτάσεων, παρέλκει η παροχή ειδικής απαντήσεως επί του δευτέρου ερωτήματος του αιτούντος δικαστηρίου.

80.      Συνεπώς, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία της οδηγίας 2001/29, η χρήση ή μη αποτελεσματικών τεχνολογικών μέτρων για την προστασία των αρχείων προστατευόμενων έργων δεν ασκεί επιρροή επί της εισπράξεως του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής που προορίζεται για τη χρηματοδότηση της προβλεπόμενης από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της εν λόγω οδηγίας δίκαιης αποζημιώσεως.

 Γ —       Επί της σημασίας της πηγής της ιδιωτικής αντιγραφής (πέμπτο, έκτο και έβδομο υποερώτημα του πρώτου ερωτήματος)

81.      Με το πέμπτο, το έκτο και το έβδομο υποερώτημα του πρώτου ερωτήματός του το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, κατ’ ορθή ερμηνεία, η οδηγία 2001/29 αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση προβλέπουσα την είσπραξη του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής επί των αναπαραγωγών για ιδιωτική χρήση που πραγματοποιούνται από πηγές που ανήκουν σε τρίτους (πέμπτο υποερώτημα του πρώτου ερωτήματος), από παράνομες πηγές (έκτο υποερώτημα του πρώτου ερωτήματος) και από νόμιμες πηγές (έβδομο υποερώτημα του πρώτου ερωτήματος).

82.      Με την απόφασή του ACI Adam κ.λπ. (43) το Δικαστήριο έκρινε ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία δεν διακρίνει μεταξύ της περιπτώσεως κατά την οποία η πηγή αναπαραγωγής για ιδιωτική χρήση είναι νόμιμη και εκείνης κατά την οποία η πηγή αναπαραγωγής είναι παράνομη προσκρούει στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29. Συνεπώς, προς απάντηση στο έκτο υποερώτημα του πρώτου ερωτήματος αρκεί η παραπομπή στην εν λόγω απόφαση και, ειδικότερα, στο σημείο 1 του διατακτικού της.

83.      Αντιθέτως, στον βαθμό κατά τον οποίο το αιτούν δικαστήριο δεν παρέχει κανένα στοιχείο για τις καταστάσεις στις οποίες αναφέρεται με το έβδομο υποερώτημα του πρώτου ερωτήματός του, καθίσταται δυσχερής η εκ μέρους του Δικαστηρίου παροχή λυσιτελούς και εμπεριστατωμένης απαντήσεως.

84.      Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο δεν παρέχει καμία διευκρίνιση περί της έννοιας «αρχεία που έχουν αντιγραφεί νομίμως» «από νόμιμες πηγές» και «άνευ αδείας». Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο δεν προσδιορίζει ούτε τις περιστάσεις ούτε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι δυνατή η απόκτηση, η χρήση και, ενδεχομένως, η αντιγραφή τέτοιων αρχείων. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί εάν η αναπαραγωγή τους για ιδιωτική χρήση δύναται να προκαλέσει ζημία στους δικαιούχους και, συνεπώς, να δικαιολογήσει την είσπραξη δίκαιης αποζημιώσεως κατά τις προμνησθείσες αρχές που διαμόρφωσε το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, με τις αποφάσεις του Padawan (44) και Stichting de Thuiskopie (45).

85.      Υπό τις συνθήκες αυτές και για τους ίδιους λόγους, δεν είναι δυνατή η παροχή απαντήσεως επί του εν λόγω ερωτήματος με μια a contrario ερμηνεία της αποφάσεως ACI Adam κ.λπ. (46). Το γεγονός και μόνον ότι τα αναπαραγόμενα για ιδιωτική χρήση αρχεία δεν είναι παράνομα, κατά την έννοια της εν λόγω αποφάσεως, δεν αρκεί για τη θεμελίωση της δυνατότητας εισπράξεως δίκαιης αποζημιώσεως.

86.      Απομένει η εξέταση του πέμπτου υποερωτήματος του πρώτου ερωτήματος, το οποίο αφορά τις αναπαραγωγές για ιδιωτική χρήση που πραγματοποιούνται από πηγές που ανήκουν σε τρίτους.

87.      Επιβάλλεται κατ’ αρχάς η επισήμανση ότι, εν αντιθέσει προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, το υποερώτημα αυτό δεν αφορά την κατάσταση κατά την οποία πρόσωπο αναθέτει με εξουσιοδότηση σε τρίτο την αναπαραγωγή, για ίδιο λογαριασμό, προστατευόμενων έργων για ιδιωτική χρήση (47). Αντιθέτως, από την ίδια τη διατύπωση του εν λόγου υποερωτήματος προκύπτει με σαφήνεια ότι αυτό αφορά τις καταστάσεις στο πλαίσιο των οποίων πρόσωπο αναπαράγει προστατευόμενα έργα ή υλικό από πηγές που «ανήκουν» σε τρίτους, ήτοι, κατά κύριο λόγο, από CD-ROM ή DVD που βρίσκονταν και παραμένουν στην κυριότητα τρίτου ή από αρχεία προστατευόμενων έργων των οποίων οι άδειες χρήσεως ανήκουν κατά κυριότητα σε πρόσωπο άλλο από εκείνο που προβαίνει στην αναπαραγωγή για ιδιωτική χρήση.

88.      Υπό το πρίσμα αυτό, θα μπορούσε να εξετασθεί η δυνατότητα παροχής επί του πέμπτου υποερωτήματος του πρώτου ερωτήματος απαντήσεως όμοιας με αυτήν που δόθηκε επί του έκτου υποερωτήματος, εάν και στον βαθμό κατά τον οποίο θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι τα ερωτήματα αυτά αφορούν αντιστοίχως όμοιες καταστάσεις.

89.      Συγκεκριμένα, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι οι αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται από αρχεία DVD, CD-ROM, από συσκευές αναγνώσεως MP3 ή ακόμη από ηλεκτρονικούς υπολογιστές που ανήκουν σε τρίτους, κατά την απαρίθμηση του αιτούντος δικαστηρίου, δύνανται, κατ’ αρχήν, να εξομοιωθούν απολύτως με τις αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται από έργα που έχουν παρανόμως τεθεί σε κυκλοφορία στο διαδίκτυο (48).

90.      Στις περιπτώσεις αυτές, τα πρόσωπα που προβαίνουν σε τέτοιες αναπαραγωγές δεν είναι κύριοι (προκειμένου για φυσικά αντικείμενα όπως τα CD-ROM και τα DVD) ή κάτοχοι των αδειών χρήσεως (προκειμένου για μη φυσικά αντικείμενα, όπως είναι τα αρχεία που μεταφορτώνονται νομίμως από ιστοτόπους διαδικτυακών πωλήσεων) των πηγών αυτών και, ως εκ τούτου, οι αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται υπό τέτοιες συνθήκες δεν εμπίπτουν επ’ ουδενί στην έννοια της αναπαραγωγής για ιδιωτική χρήση.

91.      Μια τέτοια εξομοίωση δεν είναι εντούτοις απολύτως αυτονόητη.

92.      Αφενός, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η θέση προστατευόμενων έργων σε κυκλοφορία στο διαδίκτυο («uploading») άνευ της αδείας των δικαιούχων, έργων τα οποία καθίστανται ελευθέρως προσβάσιμα σε απροσδιόριστο και απεριόριστο αριθμό προσώπων, δεν δύναται να εξομοιωθεί με τον δανεισμό ενός ή περισσότερων CD-ROM ή DVD σε έναν ιδιωτικό, οικογενειακό ή φιλικό, εν πάση δε περιπτώσει περιορισμένο, κύκλο προσώπων. Ομοίως, είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται από αρχεία τα οποία διατίθενται ελεύθερα στο διαδίκτυο («downloading») δεν δύνανται να εξομοιωθούν με τις αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται από ένα ή περισσότερα CD-ROM ή DVD που το πρόσωπο έχει δανεισθεί από συγγενή, φίλο ή απλό γνωστό.

93.      Αφετέρου, δεν δύναται να παροράται ότι ο δανεισμός συσκευής ή εξοπλισμού με ενσωματωμένη μνήμη μαζικής αποθηκεύσεως (ηλεκτρονικών υπολογιστών, σκληρών δίσκων, συσκευών αναγνώσεως MP3 ή άλλα iPods ή ακόμη καρτών μνήμης μεγάλης χωρητικότητας), η οποία περιέχει αρχεία προστατευόμενων έργων, και η αναπαραγωγή των εν λόγω αρχείων από τρίτους, ήτοι από πρόσωπα που δεν είναι κάτοχοι αδειών χρήσεως των εν λόγω αρχείων, συνιστούν ενδιάμεσες καταστάσεις οι οποίες δεν δύνανται να εξομοιωθούν ούτε με την πρώτη («uploading» ή «downloading» από το διαδίκτυο) ούτε με τη δεύτερη (δανεισμός και αντιγραφή φυσικών υλικών φορέων στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής) εκ των περιπτώσεων που εξετάσθηκαν ανωτέρω.

94.      Εν ολίγοις, η παροχή ενιαίας και ομοιόμορφης απαντήσεως επί του ερωτήματος του αιτούντος δικαστηρίου είναι μάλλον αδύνατη, ενώ απαιτούνται ορισμένες διακρίσεις και διευκρινίσεις σε συνάρτηση, ιδίως, με τις πηγές των αναπαραγωγών και τις καταστάσεις στο πλαίσιο των οποίων αυτές πραγματοποιούνται.

95.      Λαμβανομένης υπόψη της εν λόγω διευκρινίσεως, εκτιμώ ότι η δανική κανονιστική ρύθμιση παρέχει ορισμένα λυσιτελή για την απάντηση στοιχεία. Συγκεκριμένα, το άρθρο 12, παράγραφος 1, του νόμου 202 επιτρέπει μόνο «μεμονωμένα» αντίγραφα έργων για ιδιωτική χρήση, τα οποία δεν δύνανται να χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς. Αναφερόμενη αποκλειστικώς στα μεμονωμένα αντίγραφα, η δανική κανονιστική ρύθμιση φαίνεται να διακρίνει τις μεμονωμένες αντιγραφές περιορισμένου αριθμού έργων, οι οποίες εμπίπτουν στην έννοια της ιδιωτικής αντιγραφής, από τις μαζικές αναπαραγωγές πολλαπλών έργων, οι οποίες δεν εμπίπτουν στην εν λόγω έννοια. Εξάλλου, το άρθρο 12, παράγραφος 3, του νόμου 202 ορίζει ρητώς ότι «η δημιουργία περαιτέρω αντιγραφών σε ψηφιακή μορφή από δανεισμένο ή μισθωμένο αντίγραφο δεν επιτρέπεται άνευ της συναινέσεως του δημιουργού». Η δανική κανονιστική ρύθμιση φαίνεται, επομένως, να αποκλείει τις αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται από αντίγραφα που ανήκουν σε τρίτους, χωρίς εντούτοις να διευκρινίζει εάν πρόκειται για τρίτους που ενεργούν στο πλαίσιο επαγγελματικής και εμπορικής σχέσεως ή για οιονδήποτε τρίτο, συμπεριλαμβανομένων των συγγενών, των φίλων ή ακόμη και των γνωστών που ενεργούν ως ιδιώτες.

96.      Αποτελεί εν πάση περιπτώσει έργο του αιτούντος δικαστηρίου, του μόνου αρμόδιου να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο, να προσδιορίσει το εννοιολογικό περιεχόμενο των όρων «μεμονωμένα αντίγραφα» και «δανεισμένο αντίγραφο», με τη διευκρίνιση ότι αυτό οφείλει να ερμηνεύσει το εν λόγω εθνικό δίκαιο υπό το πρίσμα της οδηγίας 2001/29 και να εξετάσει τις διαφορετικές υποθετικές περιπτώσεις, οι οποίες απαριθμήθηκαν ανωτέρω, αφενός, επί τη βάσει των προμνησθεισών αρχών που διαμόρφωσε το Δικαστήριο με τις αποφάσεις του Padawan (49) και Stichting de Thuiskopie (50) και, αφετέρου, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/29.

 Δ —       Επί της σημασίας του αμελητέου χαρακτήρα της ζημίας (τρίτο ερώτημα)

97.      Με το τρίτο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατ’ ουσίαν αν, κατ’ ορθή ερμηνεία, η οδηγία 2001/29 αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους προβλέπουσα την είσπραξη του προοριζόμενου για τη χρηματοδότηση της δίκαιης αποζημιώσεως τέλους ιδιωτικής αντιγραφής επί των αναπαραγωγών για ιδιωτική χρήση οι οποίες προκαλούν ασήμαντη ζημία στους δικαιούχους. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται περί του εννοιολογικού περιεχομένου της μνείας που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 35 της οδηγίας 2001/29.

98.      Με την αιτιολογική σκέψη 35 της οδηγίας 2001/29 γίνεται αναφορά στη δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν, σε ορισμένες περιπτώσεις κατά τις οποίες η προκαλούμενη στους δικαιούχους ζημία είναι ασήμαντη, τη μη είσπραξη δίκαιης αποζημιώσεως, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζονται ούτε οι εμπίπτουσες στην εν λόγω έννοια περιπτώσεις ούτε τα κριτήρια προσδιορισμού του ασήμαντου χαρακτήρα της ζημίας (51).

99.      Εξ αυτού συνάγεται ότι τα κράτη μέλη που επέλεξαν να καθιερώσουν την εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής διαθέτουν την ευρύτατη διακριτική ευχέρεια να εκδίδουν διατάξεις παρεκκλίνουσες από την είσπραξη ειδικής αποζημιώσεως σε περίπτωση ασήμαντης ζημίας, διευκρινιζομένου ότι πρόκειται, εν πάση περιπτώσει, περί απλής ευχέρειας και όχι περί υποχρεώσεως. Υπό την έννοια αυτή, δεν δύναται να προσαφθεί σε κράτος μέλος παράλειψη εισαγωγής τέτοιας παρεκκλίσεως.

100. Συνεπώς, το στοιχείο ότι η ιδιωτική αντιγραφή επί των καρτών μνήμης των κινητών τηλεφώνων συνεπάγεται ασήμαντη μόνο ζημία για τους δικαιούχους, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, δεν δύναται κατ’ αρχήν, αυτό καθ’ εαυτό, να αποκλείσει την εκ μέρους κράτους μέλους είσπραξη του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής επί αυτών.

101. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία, η οδηγία 2001/29 δεν αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους προβλέπουσα την είσπραξη του προοριζόμενου για τη χρηματοδότηση της δίκαιης αποζημιώσεως τέλους ιδιωτικής αντιγραφής επί των αναπαραγωγών για ιδιωτική χρήση οι οποίες προκαλούν ασήμαντη μόνο ζημία στους δικαιούχους.

VII – Επί των λεπτομερών όρων εισπράξεως του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής (έκτο ερώτημα)

102. Το έκτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου περιλαμβάνει διάφορα στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους υποερωτήματα τα οποία αφορούν στο σύνολό τους τους όρους εισπράξεως του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής που προορίζεται για τη χρηματοδότηση της προβλεπόμενης από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 δίκαιης αποζημιώσεως.

103. Το αιτούν δικαστήριο θέτει κατ’ αρχάς το βασικό ερώτημα (πρώτο υποερώτημα του έκτου ερωτήματος) αν, κατ’ ουσίαν, η οδηγία 2001/29 αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους επιβάλλουσα στους κατασκευαστές και/ή στους εισαγωγείς καρτών μνήμης κινητών τηλεφώνων άνευ όρων υποχρέωση καταβολής του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής επί των εν λόγω καρτών, ήτοι χωρίς οι εν λόγω κατασκευαστές ή/και εισαγωγείς, οι οποίοι πωλούν τις εν λόγω κάρτες σε επαγγελματίες, να είναι σε θέση να γνωρίζουν αν οι κάρτες αυτές πρόκειται να μεταπωληθούν από τους εν λόγω επαγγελματίες σε ιδιώτες ή σε επαγγελματίες.

104. Εν συνέχεια, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατ’ ουσίαν εάν και σε ποιο βαθμό η απάντηση επί του βασικού αυτού ερωτήματος θα ήταν διαφορετική στην περίπτωση κατά την οποία η εν λόγω υποχρέωση επεβάλλετο, σε ορισμένες υποθετικές περιπτώσεις, υπό όρους (δεύτερο και τρίτο υποερώτημα του έκτου ερωτήματος). Το αιτούν δικαστήριο θέτει υπόψη του Δικαστηρίου διάφορες υποθετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κατασκευαστής, ο εισαγωγέας και/η ο διανομέας θα μπορούσαν είτε να μην υποχρεούνται να καταβάλουν το τέλος ιδιωτικής αντιγραφής, είτε να επιτύχουν την επιστροφή του καταβληθέντος τέλους ιδιωτικής αντιγραφής οσάκις οι κάρτες μνήμης πωλούνται για επαγγελματική χρήση, σε ορισμένες περιστάσεις, υπό ορισμένες προϋποθέσεις και σύμφωνα με τους όρους που το ίδιο απαριθμεί.

105. Από την προμνησθείσα με τα σημεία 22 έως 32 των προτάσεων νομολογία του Δικαστηρίου και, κυρίως, από την απόφαση Padawan (52) προκύπτει ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση προβλέπουσα την είσπραξη του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής, που προορίζεται για τη χρηματοδότηση της προβλεπόμενης από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 δίκαιης αποζημιώσεως, επί των υλικών φορέων αναπαραγωγής είναι συμβατή με τις επιταγές της δέουσας ισορροπίας μόνον αν οι εν λόγω υλικοί φορείς δύνανται να χρησιμοποιηθούν για ιδιωτική αντιγραφή και εφόσον υφίσταται αναγκαίος δεσμός μεταξύ της εφαρμογής του εν λόγω τέλους επί των υλικών αυτών φορέων και της χρήσεώς τους για ιδιωτική αντιγραφή.

106. Επομένως, ένα τέλος ιδιωτικής αντιγραφής το οποίο, όπως το επίμαχο στη διαφορά της κύριας δίκης, οφείλουν να καταβάλουν οι παραγωγοί και οι εισαγωγείς των υλικών φορέων αναπαραγωγής χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ούτε η ιδιότητα των προσώπων που αγοράζουν εν τέλει τους υλικούς φορείς ούτε η χρήση που γίνεται σε αυτούς, ειδικότερα δε χωρίς να διακρίνονται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι υλικοί φορείς αγοράζονται από φυσικά πρόσωπα για ιδιωτική αντιγραφή από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτά αγοράζονται από άλλα πρόσωπα για σκοπούς προδήλως ξένους προς την ιδιωτική αντιγραφή, προσκρούει στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29.

107. Με την ίδια απόφαση Padawan (53) το Δικαστήριο αναγνώρισε βεβαίως ότι τα κράτη μέλη δύνανται θεμιτώς, λαμβανομένων υπόψη των πρακτικών δυσχερειών εντοπισμού των ιδιωτών χρηστών και επιβολής σε αυτούς της υποχρεώσεως αποζημιώσεως των δικαιούχων για τη ζημία που αυτοί υφίστανται από την αναπαραγωγή για ιδιωτική χρήση, να καθιερώνουν, για τη χρηματοδότηση της δίκαιης αποζημιώσεως, τέλος ιδιωτικής αντιγραφής επιβαρύνον πρόσωπα άλλα από τους ιδιώτες χρήστες, εφόσον τα εν λόγω πρόσωπα έχουν τη δυνατότητα να μετακυλίουν την επιβάρυνση εκ του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής στους ιδιώτες χρήστες.

108. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν δύναται να αποκλεισθεί πλήρως το ενδεχόμενο εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης, η οποία ορίζει ως υπόχρεους του προοριζόμενου για τη χρηματοδότηση της δίκαιης αποζημιώσεως τέλους ιδιωτικής αντιγραφής επί των υλικών φορέων αναπαραγωγής τους παραγωγούς και τους εισαγωγείς, να είναι σύμφωνη με τη δέουσα ισορροπία που πρέπει να τηρείται μεταξύ των συμφερόντων των δικαιούχων και των χρηστών προστατευόμενου υλικού, εφόσον οι εν λόγω παραγωγοί και εισαγωγείς έχουν πράγματι τη δυνατότητα να μετακυλίσουν την επιβάρυνση στους χρήστες οι οποίοι αγοράζουν και χρησιμοποιούν τους εν λόγω υλικούς φορείς για ιδιωτική αντιγραφή ή εφόσον αυτοί δύνανται να επιτύχουν την επιστροφή του καταβληθέντος τέλους, στην περίπτωση κατά την οποία οι υλικοί αυτοί φορείς αγοράζονται για σκοπούς προδήλως ξένους προς την ιδιωτική αντιγραφή.

109. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο δεν παρέσχε στο Δικαστήριο κανένα στοιχείο παρέχον σε αυτό τη δυνατότητα να εξακριβώσει κατά τρόπο εμπεριστατωμένο εάν η εφαρμοστέα στη διαφορά της κύριας δίκης εθνική κανονιστική ρύθμιση εξασφαλίζει ότι το τέλος ιδιωτικής αντιγραφής που αυτή καθιερώνει καταβάλλεται εν τέλει πράγματι από τα πρόσωπα που πρέπει κατ’ αρχήν να επιβαρύνονται με τη χρηματοδότηση της επιβαλλόμενης από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας δίκαιης αποζημιώσεως, ήτοι εν προκειμένω από τα πρόσωπα που αγοράζουν υλικούς φορείς αναπαραγωγής προκειμένου να προβούν σε αναπαραγωγές προστατευόμενων έργων για ιδιωτική χρήση.

110. Το αιτούν δικαστήριο περιορίζεται, συγκεκριμένα, στην παράθεση της διατάξεως του άρθρου 39 του νόμου 202, το οποίο ορίζει ότι όποιος παράγει ή εισάγει για εμπορικούς σκοπούς ταινίες ήχου, βιντεοταινίες ή άλλους υλικούς φορείς επί των οποίων είναι δυνατή η εγγραφή ήχου ή εικόνων καταβάλλει αμοιβή. Πέραν των διαφόρων υποθετικών περιπτώσεων στις οποίες αναφέρεται αυτό καθ’ αυτό το έκτο ερώτημα, η διάταξη περί παραπομπής δεν περιέχει κανένα συγκεκριμένο και ακριβές στοιχείο ούτε ως προς τις περιστάσεις υπό τις οποίες είναι ενδεχομένως δυνατή η απαλλαγή των παραγωγών, των εισαγωγέων ή ακόμη και των διανομέων από την καταβολή του τέλους ούτε ως προς τους συγκεκριμένους όρους κατ’ εφαρμογήν των οποίων είναι ενδεχομένως δυνατή η εκ μέρους αυτών αναζήτηση καταβληθέντος τέλους.

111. Μολοντούτο, αποτελεί, εν πάση περιπτώσει, αποκλειστικώς έργο του αιτούντος δικαστηρίου να κρίνει, λαμβάνοντας υπόψη τα παρασχεθησόμενα από το Δικαστήριο στοιχεία ερμηνείας της οδηγίας 2001/29, εάν η εθνική κανονιστική ρύθμιση είναι σύμφωνη με τις επιταγές της οδηγίας 2001/29.

112. Συνεπώς, προτείνω στο Δικαστήριο να παράσχει επί του έκτου ερωτήματος του αιτούντος δικαστηρίου την απάντηση ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία, η οδηγία 2001/29 δεν αντιτίθεται, κατ’ αρχήν, σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης, η οποία επιβαρύνει με το προοριζόμενο για τη χρηματοδότηση της δίκαιης αποζημιώσεως τέλος ιδιωτικής αντιγραφής επί των υλικών φορέων αναπαραγωγής τους παραγωγούς και τους εισαγωγείς, εφόσον οι εν λόγω παραγωγοί και εισαγωγείς έχουν πράγματι τη δυνατότητα να μετακυλίσουν την επιβάρυνση στους χρήστες οι οποίοι αγοράζουν τους εν λόγω υλικούς φορείς για ιδιωτική αντιγραφή ή εφόσον αυτοί δύνανται να επιτύχουν την επιστροφή του καταβληθέντος τέλους, στην περίπτωση κατά την οποία οι υλικοί αυτοί φορείς αγοράζονται για σκοπούς προδήλως ξένους προς την ιδιωτική αντιγραφή. Αποτελεί έργο του αιτούντος δικαστηρίου να αξιολογήσει τις εν λόγω περιστάσεις και να αντλήσει τις αντίστοιχες συνέπειες.

VIII – Πρόταση

113. Λαμβανομένης υπόψη της προεκτεθείσας συλλογιστικής προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στα υποβληθέντα από το Østre Landsret ερωτήματα τις ακόλουθες απαντήσεις:

1)      Κατ’ ορθή ερμηνεία, το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, δεν αντιτίθεται, κατ’ αρχήν, σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους προβλέπουσα την είσπραξη του προοριζόμενου για τη χρηματοδότηση της δίκαιης αποζημιώσεως τέλους ιδιωτικής αντιγραφής επί των καρτών μνήμης των κινητών τηλεφώνων, στον βαθμό κατά τον οποίο εξασφαλίζεται η δέουσα ισορροπία μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών δικαιούχων και χρηστών του προστατευόμενου υλικού και καθόσον υφίσταται, ως εκ τούτου, σχέση μεταξύ της εν λόγω εισπράξεως και της τεκμαιρόμενης χρήσεως των εν λόγω καρτών για ιδιωτική αναπαραγωγή, στερούμενης συναφώς σημασίας της πρωτεύουσας ή κύριας λειτουργίας των εν λόγω καρτών.

Εντούτοις, κατ’ ορθή ερμηνεία, η οδηγία 2001/29 αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, ενώ προβλέπει την είσπραξη του προοριζόμενου για τη χρηματοδότηση της δίκαιης αποζημιώσεως τέλους ιδιωτικής αντιγραφής επί των αφαιρούμενων υλικών φορέων αναπαραγωγής, όπως οι κάρτες μνήμης των κινητών τηλεφώνων, αποκλείει την είσπραξη του εν λόγω τέλους επί των μη αφαιρούμενων υποθεμάτων που είναι ενσωματωμένα σε συσκευές ή εξοπλισμό ειδικά σχεδιασμένους και πρωτίστως χρησιμοποιούμενους ως υλικούς φορείς αναπαραγωγής για ιδιωτική χρήση, χωρίς η εξαίρεση αυτή να δικαιολογείται αντικειμενικώς.

Αποτελεί έργο του αιτούντος δικαστηρίου να αξιολογήσει τους ενδεχόμενους αντικειμενικούς λόγους αυτής της εξαιρέσεως και να αντλήσει τις αντίστοιχες συνέπειες.

2)      Κατ’ ορθή ερμηνεία, η οδηγία 2001/29 αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους προβλέπουσα την είσπραξη του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής, που προορίζεται για τη χρηματοδότηση της προβλεπόμενης από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, δίκαιης αποζημιώσεως, επί των αναπαραγωγών για ιδιωτική χρήση που πραγματοποιούνται από παράνομες πηγές, καθώς και επί των αναπαραγωγών για ιδιωτική χρήση οι οποίες έχουν επιτραπεί με ειδική άδεια των δικαιούχων και έχουν οδηγήσει, ως εκ τούτου, στην καταβολή αμοιβής ή οιασδήποτε άλλης μορφής δίκαιης αποζημιώσεως.

3)      Κατ’ ορθή ερμηνεία της οδηγίας 2001/29, η χρήση ή μη αποτελεσματικών τεχνολογικών μέτρων για την προστασία των αρχείων προστατευόμενων έργων δεν ασκεί επιρροή επί της εισπράξεως του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής που προορίζεται για τη χρηματοδότηση της προβλεπόμενης από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της εν λόγω οδηγίας δίκαιης αποζημιώσεως.

4)      Κατ’ ορθή ερμηνεία, η οδηγία 2001/29 δεν αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους προβλέπουσα την είσπραξη του προοριζόμενου για τη χρηματοδότηση της δίκαιης αποζημιώσεως τέλους ιδιωτικής αντιγραφής επί των αναπαραγωγών για ιδιωτική χρήση οι οποίες προκαλούν ασήμαντη μόνο ζημία στους δικαιούχους.

5)      Κατ’ ορθή ερμηνεία, η οδηγία 2001/29 δεν αντιτίθεται, κατ’ αρχήν, σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης, η οποία επιβαρύνει με το προοριζόμενο για τη χρηματοδότηση της δίκαιης αποζημιώσεως τέλος ιδιωτικής αντιγραφής επί των υλικών φορέων αναπαραγωγής τους παραγωγούς και τους εισαγωγείς, εφόσον οι εν λόγω παραγωγοί και οι εισαγωγείς έχουν πράγματι τη δυνατότητα να μετακυλίσουν την επιβάρυνση στους χρήστες οι οποίοι αγοράζουν τους εν λόγω υλικούς φορείς για ιδιωτική αντιγραφή ή εφόσον αυτοί δύνανται να επιτύχουν την επιστροφή του καταβληθέντος τέλους, στην περίπτωση κατά την οποία οι υλικοί αυτοί φορείς αγοράζονται για σκοπούς προδήλως ξένους προς την ιδιωτική αντιγραφή.

Αποτελεί έργο του αιτούντος δικαστηρίου να αξιολογήσει τις εν λόγω περιστάσεις και να αντλήσει τις αντίστοιχες συνέπειες.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – ΕΕ L 167, σ. 10.


3 – C‑457/11 έως C‑460/11, EU:C:2013:426.


4 – C‑521/11, EU:C:2013:515.


5 – Απόφαση Stichting de Thuiskopie (C‑462/09, EU:C:2011:397, σκέψη 21).


6 – Αποφάσεις Padawan (C‑467/08, EU:C:2010:620, σκέψη 30)· Stichting de Thuiskopie (EU:C:2011:397, σκέψη 22), καθώς και Amazon.com International Sales κ.λπ. (EU:C:2013:515, σκέψη 19).


7 – Βλ. αποφάσεις Stichting de Thuiskopie (EU:C:2011:397, σκέψη 34), καθώς και Amazon.com International Sales κ.λπ. (EU:C:2013:515, σκέψη 57).


8 – Απόφαση Padawan (EU:C:2010:620, σκέψεις 39 και 40).


9 – Αποφάσεις Padawan (EU:C:2010:620, σκέψη 40)· VG Wort κ.λπ. (EU:C:2013:426, σκέψεις 31, 49 και 75)· Amazon.com International Sales κ.λπ. (EU:C:2013:515, σκέψη 47), καθώς και ACI Adam κ.λπ. (C‑435/12, EU:C:2014:254, σκέψη 50).


10 – Απόφαση Padawan (EU:C:2010:620, σκέψεις 42 και 50)


11 – Αποφάσεις Padawan (EU:C:2010:620, σκέψη 39) και Amazon.com International Sales κ.λπ. (EU:C:2013:515, σκέψη 47).


12 –      Βλ. αιτιολογική σκέψη 35 της οδηγίας 2001/29, καθώς και αποφάσεις Stichting de Thuiskopie (EU:C:2011:397, σκέψη 23) και Amazon.com International Sales κ.λπ. (EU:C:2013:515, σκέψεις 20 και 40).


13 –      Βλ. απόφαση Amazon.com International Sales κ.λπ. (EU:C:2013:515, σκέψη 22).


14 –      Όπ.π. (σκέψη 21).


15 –      Βλ., συναφώς, απόφαση ACI Adam κ.λπ. (EU:C:2014:254, σκέψεις 38 έως 40), καθώς και τις προτάσεις μου στην εν λόγω υπόθεση (C‑435/12, EU:C:2014:1).


16 –      Βλ. απόφαση VG Wort κ.λπ. (EU:C:2013:426, σκέψεις 73 και 79).


17 –      Βλ. αιτιολογική σκέψη 32 της οδηγίας 2001/29, καθώς και αποφάσεις Padawan (EU:C:2010:620, σκέψη 36) και ACI Adam κ.λπ. (EU:C:2014:254, σκέψη 49).


18 –      Βλ. απόφαση Padawan (EU:C:2010:620, σκέψη 52).


19 –      Όπ.π. (σκέψεις 53 και 54).


20 –      Όπ.π. (σκέψεις 55 και 56).


21 –      Το έκτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο αφορά αυτήν ακριβώς την πτυχή, θα εξετασθεί κατωτέρω, στον τίτλο VI.


22 –      Βλ. απόφαση ACI Adam κ.λπ. (EU:C:2014:254, σκέψεις 33 και 34).


23 –      Συμφώνως προς την αιτιολογική σκέψη 35 της οδηγίας 2001/29, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.


24 –      Υπογραμμίζεται συναφώς ότι παρατηρείται τεχνολογική σύγκλιση στις μνήμες μαζικής αποθηκεύσεως που είναι ενσωματωμένες στους διαφόρους ψηφιακούς υλικούς φορείς, καθώς οι πιο πρόσφατοι σκληροί δίσκοι των ηλεκτρονικών υπολογιστών [οι αποκαλούμενοι δίσκοι «SSD» (Solid State Drive)] αποτελούνται, επί παραδείγματι, από περισσότερα κυκλώματα μνημών flash (EEPROM ή Electrically-erasable programmable read-only memory), όπως οι κάρτες μνήμης των κινητών τηλεφώνων και οι κύριες προσωπικές ψηφιακές συσκευές αναπαραγωγής μουσικής τύπου iPod.


25 –      EU:C:2010:620, σκέψη 52. Για τη συγκεκριμένη πτυχή του προβλήματος βλ. κατωτέρω, την πραγμάτευση στο πλαίσιο της εξετάσεως του έκτου ερωτήματος.


26 –      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 5 και 39 της οδηγίας 2001/29.


27 –      Απόφαση VG Wort κ.λπ. (EU:C:2013:426, σκέψεις 48 έως 58).


28 –      Απόφαση ACI Adam κ.λπ. (EU:C:2014:254, σκέψεις 20 έως 58).


29–      Απόφαση VG Wort κ.λπ. (EU:C:2013:426, σκέψεις 30 έως 40).


30 –      EU:C:2013:426, σημείο 2 του διατακτικού.


31 –      Αυτή είναι, τουλάχιστον, η δική μου ερμηνεία της αιτιολογικής σκέψεως 35 της οδηγίας 2001/29, παρά τις αποκλίσεις που ενδεχομένως παρατηρούνται μεταξύ των γλωσσικών αποδόσεων. Βλ., επί παραδείγματι, τη διατύπωση στην ισπανική («puede ocurrir que no haya que efectuar un pago específico o por separado»), τη γερμανική («kann gegebenenfalls keine spezifische oder getrennte Zahlung fällig sein») ή τη γαλλική γλώσσα («un paiement spécifique ou séparé pourrait ne pas être dû») και τη διατύπωση στην αγγλική («no specific or separate payment may be due») ή την ιταλική γλώσσα («ciò non può comportare un pagamento specifico o a parte»).


32 –      Επισημαίνεται ότι, κατόπιν της προσκλήσεως της Επιτροπής, η οποία με την ανακοίνωση της 24ης Μαΐου 2011, με τίτλο «Η ενιαία αγορά για τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας — Τόνωση της δημιουργικότητας και της καινοτομίας για τη δημιουργία οικονομικής ανάπτυξης, θέσεων απασχόλησης υψηλής ποιότητας και έξοχων προϊόντων και υπηρεσιών στην Ευρώπη» [COM(2011)287 τελικό, σημείο 3.3.4], είχε ανακοινώσει την πρόθεσή της να διορίσει ανεξάρτητο διαμεσολαβητή υψηλού επιπέδου στον οποίο θα ανέθετε την αποστολή να οδηγήσει τα εμπλεκόμενα μέρη σε συμφωνία επί ορισμένων πτυχών του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής, ο A. Vitorino εξέδωσε συστάσεις μέρος των οποίων αφορά ακριβώς το εν λόγω σημείο. Με την πρώτη εκ των εν λόγω συστάσεων προτείνεται, συγκεκριμένα, να αναγνωρισθεί με σαφήνεια ότι οι αναπαραγωγές για ιδιωτική χρήση έργων που έχουν αγορασθεί στο πλαίσιο διαδικτυακών υπηρεσιών και, συνεπώς, καλύπτονται από άδειες των δικαιούχων δεν προκαλούν καμία ζημία στους εν λόγω δικαιούχους και, κατά συνέπεια, δεν γεννούν υποχρέωση αποζημιώσεως υπό τη μορφή τέλους ιδιωτικής αντιγραφής (βλ., ειδικότερα, σ. 6 έως 8). Βλ. το έγγραφο με τίτλο «Recommendations resulting from the Mediation on Private Copying and Reprography Levies στην ιστοσελίδα http://ec.europa.eu/internal_market/copyright/docs/levy_reform/130131_levies-vitorino-recommendations_en.pdf


33 –      Το εν λόγω ζήτημα θα εξετασθεί λεπτομερέστερα κατωτέρω, στον τίτλο VI.


34 –      Επιβάλλεται η επισήμανση ότι το Δικαστήριο έχει ενυλώσει ήδη, μεταξύ άλλων, με την απόφασή του Amazon.com International Sales κ.λπ. (EU:C:2013:515, σκέψη 65), την ιδέα ότι η οδηγία 2001/29 αποκλείει οιαδήποτε διπλή καταβολή δίκαιης αποζημιώσεως και δύναται να επιβάλλει υποχρέωση αποδόσεως. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο έκρινε ότι πρόσωπο το οποίο καλείται να καταβάλει το τέλος ιδιωτικής αντιγραφής επί υλικού φορέα αναπαραγωγής χρησιμοποιούμενου εντός ενός κράτους μέλους αλλά αγορασθέντος από το Διαδίκτυο εντός άλλου κράτους μέλους πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αξιώσει και να επιτύχει την απόδοση του τέλους που ενδεχομένως καταβλήθηκε στο δεύτερο κράτος μέλος.


35 –      EU:C:2013:426, σκέψη 51. Βλ., ομοίως, απόφαση ACI Adam κ.λπ. (EU:C:2014:254, σκέψη 43).


36 –      Βλ. αποφάσεις VG Wort κ.λπ. (EU:C:2013:426, σκέψεις 52 έως 54) και ACI Adam κ.λπ. (EU:C:2014:254, σκέψη 44).


37 –      Βλ. απόφαση VG Wort κ.λπ. (EU:C:2013:426, σκέψεις 55 έως 57).


38 –      Συναφώς, βλ. επίσης προτάσεις της γενικής εισαγγελέως E. Sharpston στην υπόθεση VG Wort κ.λπ. (C‑457/11 έως C‑460/11, EU:C:2013:34, σκέψη 95).


39 –      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 5 και 39 της οδηγίας 2001/29.


40 –      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 35 και 39.


41 –      Βλ. αιτιολογική σκέψη 52.


42 –      EU:C:2013:34, σκέψη 104.


43 –      EU:C:2014:254.


44 –      EU:C:2010:620.


45 –      EU:C:2011:397.


46 –      EU:C:2014:254.


47 –      Επισημαίνεται ότι, μολονότι η παράγραφος 1 του άρθρου 12 του νόμου 202 επιτρέπει τη δημιουργία αντιγράφων «μέσω τρίτου», η παράγραφος 4 του ιδίου άρθρου περιορίζει σημαντικά την εν λόγω δυνατότητα, αποκλείοντας το δικαίωμα προσφυγής στις υπηρεσίες τρίτου για τη δημιουργία αντιγράφων, μεταξύ άλλων, μουσικών, κινηματογραφικών ή λογοτεχνικών έργων.


48 –      Κατά τη διατύπωση που χρησιμοποιεί το Δικαστήριο στην απόφαση του ACI Adam κ.λπ. (EU:C:2014:254, σκέψη [36]).


49 –      EU:C:2010:620.


50 –      EU:C:2011:397.


51 –      Οι προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 2001/29 δεν παρέχουν συναφώς περαιτέρω στοιχεία. Το Δικαστήριο δεν είχε μέχρι τούδε την ευκαιρία να αποφανθεί πράγματι συναφώς, έστω και αν με τις σκέψεις 39 και 46 της αποφάσεώς του Padawan (EU:C:2010:620) αναφέρεται στην ασήμαντη ζημία.


52 –      EU:C:2010:620, σκέψεις 52 και 53.


53 –      ΕU:C:2010:620, σκέψεις 46 έως 50. Βλ., ομοίως, απόφαση Stichting de Thuiskopie (EU:C:2011:397, σκέψεις 27 και 28)