Language of document : ECLI:EU:T:2013:9

Υπόθεση T‑182/10

Associazione italiana delle società concessionarie per la costruzione e l’esercizio di autostrade e trafori stradali (Aiscat)

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις — Απευθείας ανάθεση συμβάσεως παραχωρήσεως για την κατασκευή και τη μεταγενέστερη διαχείριση τμήματος αυτοκινητοδρόμου — Απόφαση να τεθεί η καταγγελία στο αρχείο — Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξη δεκτική προσφυγής — Νομιμοποίηση — Άμεσος επηρεασμός της προσφεύγουσας — Παραδεκτό — Έννοια της ενισχύσεως — Κρατικοί πόροι»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)
της 15ης Ιανουαρίου 2013

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξεις κατά των οποίων χωρεί προσφυγή — Πράξεις που μπορούν να προσβληθούν από τον καταγγέλλοντα κρατική ενίσχυση — Έγγραφο της Επιτροπής με το οποίο πληροφορεί τον καταγγέλλοντα ότι δεν υπάρχουν επαρκείς λόγοι για να αποφανθεί επί της συγκεκριμένης περιπτώσεως — Απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 4, του κανονισμού 659/1999 — Πράξη που μπορεί να προσβληθεί

(Άρθρα 108 §§ 2 και 3 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρα 4, 13 και 20 § 2)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Απόφαση της Επιτροπής με την οποία απορρίπτει τον χαρακτηρισμό εθνικού μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως — Προσφυγή των ενδιαφερομένων κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ — Παραδεκτό — Προϋποθέσεις — Διάκριση μεταξύ των προσφυγών με τις επιδιώκεται η προστασία διαδικαστικών δικαιωμάτων και των προσφυγών με τις οποίες αμφισβητείται το βάσιμο της αποφάσεως της Επιτροπής

(Άρθρα 108 §§ 2 και 3 ΣΛΕΕ και 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Απόφαση στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων — Προσφυγή ενώσεως επιφορτισμένης με την προάσπιση των συλλογικών συμφερόντων επιχειρήσεων — Παραδεκτό — Προϋποθέσεις

(Άρθρα 108 §§ 2 και 3 ΣΛΕΕ και 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

4.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Απόφαση στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων — Προσφυγή ενώσεως επιφορτισμένης με την προάσπιση των συλλογικών συμφερόντων επιχειρήσεων — Παραδεκτό — Υποχρέωση παροχής ειδικής εντολής από τις επιχειρήσεις μέλη — Δεν υφίσταται

(Άρθρα 108 §§ 2 και 3 ΣΛΕΕ και 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

5.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Απόφαση στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων —Επιχείρηση ανταγωνίστρια της επιχειρήσεως που έλαβε την ενίσχυση — Δικαίωμα προσφυγής — Προϋποθέσεις — Προσφυγή ενώσεως που ενεργεί προς το συλλογικό συμφέρον των μελών της — Ατομικός επηρεασμός των μελών της ενώσεως — Δικαστικός έλεγχος — Περιεχόμενο

(Άρθρα 108 §§ 2 και 3 ΣΛΕΕ και 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

6.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Απόφαση στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων — Επιχείρηση ανταγωνίστρια της επιχειρήσεως που έλαβε την ενίσχυση — Δικαίωμα προσφυγής — Προϋποθέσεις — Προσφυγή ενώσεως που ενεργεί προς το συλλογικό συμφέρον των μελών της — Απόδειξη του ουσιώδους επηρεασμού της ανταγωνιστικής θέσεως των μελών αυτών — Εκτίμηση

(Άρθρα 108 §§ 2 και 3 ΣΛΕΕ και 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

7.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Έννοια — Ενισχύσεις προερχόμενες από κρατικούς πόρους — Χρηματοδότηση της κατασκευής τμήματος αυτοκινητοδρόμου μέσω της αυξήσεως των διοδίων σε άλλα τμήματα του αυτοκινητοδρόμου — Ποσά που διέρχονται απευθείας και αποκλειστικά από τις ιδιωτικές εταιρίες που εκμεταλλεύονται τα τμήματα αυτά — Δεν εμπίπτουν

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

1.      Η εξέταση καταγγελίας στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων συνεπάγεται την υποχρέωση κινήσεως της προκαταρκτικής εξετάσεως την οποία η Επιτροπή οφείλει να περατώσει με την έκδοση αποφάσεως βάσει του άρθρου 4 του κανονισμού 659/1999, περί των λεπτομερειών εφαρμογής του άρθρου 88 ΕΚ. Σε περίπτωση που η Επιτροπή, κατόπιν της εξετάσεως της καταγγελίας, διαπιστώσει ότι από την έρευνα δεν μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως, αρνείται σιωπηρώς να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, μέτρο το οποίο είναι αδύνατο να χαρακτηριστεί απλώς ως προσωρινό μέτρο. Επομένως, αφού ο καταγγέλλων υποβάλει συμπληρωματικές παρατηρήσεις μετά την παραλαβή του πρώτου εγγράφου της Επιτροπής με το οποίο αυτή τον πληροφορεί, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 659/1999, για την εκτίμησή της ότι δεν υπάρχουν επαρκείς λόγοι για να αποφανθεί επί της συγκεκριμένης περιπτώσεως, η Επιτροπή υποχρεούται, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, είτε να κηρύξει το πέρας του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως εκδίδοντας απόφαση δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφοι 2, 3 ή 4, του κανονισμού αυτού, δηλαδή απόφαση με την οποία να διαπιστώνει ότι δεν υφίσταται ενίσχυση, είτε να μην διατυπώσει αντιρρήσεις, είτε να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως. Επιπροσθέτως, προκειμένου να προσδιοριστεί αν μια πράξη της Επιτροπής αποτελεί τέτοια απόφαση, πρέπει να ληφθεί υπόψη αποκλειστικά η ουσία της πράξεως και όχι το αν η πράξη αυτή πληροί ή όχι ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις, ειδάλλως η Επιτροπή θα μπορούσε να διαφύγει τον δικαστικό έλεγχο απλώς και μόνο διά της μη τηρήσεως των εν λόγω τυπικών προϋποθέσεων.

Η υποχρέωση της Επιτροπής να εκδώσει απόφαση μετά το προκαταρκτικό στάδιο εξετάσεως ή ο νομικός χαρακτηρισμός του μέτρου που αυτή λαμβάνει σε σχέση με καταγγελία δεν είναι συνάρτηση της ποιότητας των στοιχείων που υπέβαλε ο καταγγέλλων, δηλαδή συνάρτηση του αν τα στοιχεία αυτά είναι σχετικά με την οικεία περίπτωση ή αν είναι λεπτομερή. Κατά συνέπεια, η χαμηλή ποιότητα των στοιχείων που έχουν κατατεθεί προς στήριξη της καταγγελίας δεν απαλλάσσει την Επιτροπή από την υποχρέωσή της να κινήσει την προκαταρκτική εξέταση ή να περατώσει την εξέταση αυτή εκδίδοντας απόφαση βάσει του άρθρου 4 του κανονισμού 659/1999. Η ερμηνεία αυτή δεν επιβάλλει στην Επιτροπή υπέρμετρη υποχρέωση εξετάσεως στις περιπτώσεις που τα στοιχεία που έχει προσκομίσει ο καταγγέλλων είναι ασαφή ή αφορούν έναν πολύ ευρύ τομέα.

Από τα ανωτέρω έπεται ότι, στην περίπτωση που η Επιτροπή έχει λάβει σαφώς θέση, υπό την έννοια ότι, κατ’ αυτήν, τα καταγγελλόμενα από την προσφεύγουσα μέτρα, δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση, η απόφαση αυτή πρέπει να χαρακτηριστεί ως απόφαση εκδοθείσα βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999, κατά το οποίο, «[ε]φόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δεν αποτελεί ενίσχυση, σημειώνει τη διαπίστωση αυτή με σχετική απόφαση». Κατά της αποφάσεως αυτής χωρεί προσφυγή.

(βλ. σκέψεις 27-31, 33)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 40-43)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 48)

4.      Μια ένωση στους καταστατικούς σκοπούς της οποίας περιλαμβάνεται η προάσπιση των συμφερόντων των μελών της δεν υποχρεούται να διαθέτει επιπλέον ειδική εντολή ή ειδικό πληρεξούσιο, που να έχει παρασχεθεί από τα μέλη των οποίων τα συμφέροντα προασπίζεται η ένωση αυτή, προκειμένου να νομιμοποιείται ενεργητικώς να ασκήσει προσφυγή ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης. Ομοίως, εφόσον η άσκηση προσφυγής ενώπιον των δικαστηρίων καλύπτεται από τους καταστατικούς σκοπούς της ως αν ενώσεως, το γεγονός ότι ορισμένα εκ των μελών της μπορούν, εκ των υστέρων, να αποστούν από την άσκηση προσφυγής δεν μπορεί να ανατρέψει το έννομο συμφέρον της.

(βλ. σκέψεις 53, 54)

5.      Στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων που έχει ασκήσει ένωση η οποία ενεργεί προς το συλλογικό συμφέρον των μελών της, δεν εναπόκειται στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης, στο στάδιο της εξετάσεως του παραδεκτού, να αποφανθεί οριστικώς, όσον αφορά το ζήτημα του ατομικού επηρεασμού της ενώσεως, επί των σχέσεων ανταγωνισμού μεταξύ, αφενός, των μελών της εν λόγω ενώσεως και, αφετέρου, της επιχειρήσεως που έτυχε της ενισχύσεως. Στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειται μόνο στην ένωση να προσδιορίσει με τον αρμόζοντα τρόπο τους λόγους για τους οποίους η εικαζόμενη ενίσχυση ενδέχεται να θίγει τα έννομα συμφέροντα ενός ή πολλών εκ των μελών της επηρεάζοντας ουσιωδώς τη θέση τους στην οικεία αγορά.

(βλ. σκέψη 60)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 61, 64-66, 69, 78, 79)

7.      Μόνο τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται άμεσα ή έμμεσα μέσω κρατικών πόρων πρέπει να θεωρούνται ως ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Η διάταξη αυτή καλύπτει όλα τα χρηματικά μέσα που ενδεχομένως χρησιμοποιεί το Δημόσιο για τη στήριξη επιχειρήσεων, χωρίς να ασκεί επιρροή το κατά πόσον τα μέσα αυτά αποτελούν ή μη διαρκή περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου. Συνεπώς, ακόμη και αν οι δημόσιες αρχές δεν έχουν παγίως στην κατοχή τους τα ποσά που αντιστοιχούν στο επίμαχο μέτρο, το γεγονός ότι αυτά παραμένουν διαρκώς υπό δημόσιο έλεγχο και, συνεπώς, στη διάθεση των αρμόδιων εθνικών αρχών αρκεί για να χαρακτηριστούν ως κρατικοί πόροι.

Στην περίπτωση που τα επίμαχα ποσά διέρχονται απευθείας και αποκλειστικά από ιδιωτικές εταιρίες, κανένας δε δημόσιος οργανισμός δεν αποκτά, έστω και προσωρινά, την κατοχή ή τον έλεγχο των εν λόγω ποσών, δεν πρόκειται για κρατικούς πόρους. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση που, στο πλαίσιο της χρηματοδοτήσεως της κατασκευής τμήματος αυτοκινητοδρόμου μέσω της αυξήσεως των διοδίων σε άλλα τμήματα του αυτοκινητοδρόμου, τα ποσά που αντιστοιχούν στα έσοδα από την αύξηση της τιμής των διοδίων καταβάλλονται απευθείας στον παραχωρησιούχο του επίμαχου τμήματος από άλλες ιδιωτικές εταιρίες που είναι παραχωρησιούχοι.

(βλ. σκέψεις 103-105)