Language of document : ECLI:EU:T:2014:585

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 26ης Ιουνίου 2014 (*)

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού κοινοτικού σήματος basic — Προγενέστερο εικονιστικό κοινοτικό σήμα BASIC — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Ομοιότητα μεταξύ των υπηρεσιών — Κίνδυνος συγχύσεως — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009»

Στην υπόθεση T‑372/11,

Basic AG Lebensmittelhandel, με έδρα το Μόναχο (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τις D. Altenburg και H. Bickel, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενο από τον G. Schneider,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Repsol YPF, SA, με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τον J.‑B. Devaureix, avocat,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, της 31ης Μαρτίου 2011 (υπόθεση R 1440/2010‑1), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Repsol YPF, SA και της Basic AG Lebensmittelhandel,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen, πρόεδρο, F. Dehousse και A. M. Collins (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Ιουλίου 2011,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Νοεμβρίου 2011,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Νοεμβρίου 2011,

έχοντας υπόψη την τροποποίηση της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Φεβρουαρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 14 Μαρτίου 2008, η προσφεύγουσα Basic AG Lebensmittelhandel υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος ενώπιον του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [ακολούθως αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση συνίσταται στο ακόλουθο εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        Οι υπηρεσίες και τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος εμπίπτουν, ιδίως, στις κλάσεις 35 και 39 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 35: «δικαιόχρηση, συγκεκριμένα δε μεσιτεία οικονομικής και οργανωτικής τεχνογνωσίας με σκοπό τη διάθεση ειδών στο εμπόριο και την παροχή υπηρεσιών· διοίκηση επιχειρήσεων, εμπορική ανάδειξη προϊόντων (προώθηση πωλήσεων), εμπορία (μάρκετινγκ) διαλόγου, παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις και διοίκηση επιχειρήσεων κατά τον σχεδιασμό, την οργάνωση και τη διαχείριση συστημάτων προσέλκυσης και διατήρησης πελατείας, ειδικότερα στον τομέα των προγραμμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, των εκπτωτικών προγραμμάτων, των προγραμμάτων έκδοσης κουπονιών και των προγραμμάτων επιβράβευσης· υπηρεσίες δημιουργίας υποθεμάτων πληροφοριών και δεδομένων για λογαριασμό τρίτων (περιλαμβανόμενες στην κλάση 35), κατάλληλων για την καταχώριση εκπτώσεων, χορηγήσεως κουπονιών και επιβραβεύσεων, ειδικότερα σχετικά με βιβλιάρια δωροεπιταγών, πιστωτικές και τραπεζικές κάρτες, οι οποίες περιέχουν οπτικώς ή μηχανικώς αναγνωρίσιμα δεδομένα ταυτότητας και/ή πληροφορίες, ειδικότερα δε μαγνητικές κάρτες και κάρτες με πλινθίο, όπως οι επονομαζόμενες έξυπνες κάρτες (περιλαμβανόμενες στην κλάση 35)· δράσεις προωθήσεως, οργάνωση διαγωνισμών και διεξαγωγή κληρώσεων λαχνών ως διαφημιστικές δράσεις, περιλαμβανόμενες στην κλάση 35· υπηρεσίες λιανικής και χονδρικής πώλησης σε σχέση με απορρυπαντικά και λευκαντικά προϊόντα, προϊόντα καθαρισμού, προϊόντα για στίλβωση, αφαίρεση λίπους και απόξεση, σαπούνια, είδη αρωματοποιίας, αιθέρια έλαια, καλλυντικά, λοσιόν για τα μαλλιά, οδοντόπαστες, φωτιστικές ουσίες, κεριά και φιτίλια φωτισμού, φαρμακευτικά και κτηνιατρικά σκευάσματα, προϊόντα υγιεινής για ιατρική χρήση, διαιτητικές ουσίες για ιατρική χρήση, βρεφικές τροφές, έμπλαστρα, υλικά επιδέσμων, απολυμαντικά, παρασκευάσματα για την καταπολέμηση επιβλαβών ζώων και ζωυφίων, μυκητοκτόνα, πρόσθετα λουτρού για ιατρική χρήση, συμπληρώματα διατροφής για ιατρική και μη ιατρική χρήση, χαρτί, χαρτόνι και είδη από αυτά τα υλικά, έντυπο υλικό, φωτογραφίες, είδη γραφείου, υλικό διδασκαλίας και εκπαίδευσης, πλαστικά υλικά συσκευασίας, δέρμα και απομιμήσεις δέρματος, καθώς και είδη από αυτά τα υλικά, δέρματα και γούνες, κιβώτια και βαλίτσες ταξιδίου, τσάντες, σακίδια πλάτης, ομπρέλες, αλεξήλια και ράβδους περιπάτου, μαστίγια, ιπποσκευές και είδη σελοποιίας, μικρά σκεύη και δοχεία οικιακής και μαγειρικής χρήσης, χτένια και σφουγγάρια, βούρτσες, υλικά ψηκτροποιίας, είδη καθαρισμού, ακατέργαστο ή ημικατεργασμένο γυαλί, είδη υαλουργίας, πορσελάνη και φαγεντιανά, ενδύματα, υποδήματα, είδη πιλοποιίας, παιχνίδια, αθύρματα, είδη γυμναστικής και αθλητισμού, στολίδια για χριστουγεννιάτικα δέντρα, τρόφιμα, γεωργικά, κηπουρικά και δασοκομικά προϊόντα, καθώς και σπόρους, ζώντα ζώα, νωπά φρούτα και λαχανικά, σπόρους για σπορά, φυσικά φυτά και άνθη, ζωοτροφές, βύνη, οινοπνευματώδη και μη οινοπνευματώδη ποτά καθώς και σιρόπια, αναβράζοντα δισκία και άλλα προϊόντα για την παρασκευή ποτών, υπηρεσίες πώλησης δι’ αλληλογραφίας (εκτός της μεταφοράς) ή υπηρεσίες πώλησης μέσω του Διαδικτύου σε σχέση με φαρμακευτικά και καθαριστικά είδη, χρώματα και συναφή προϊόντα, καλλυντικά, είδη αρωματοποιίας, χαρτικά, υφάσματα, ποτά και τρόφιμα»·

–        κλάση 39: «Μεταφορές· συσκευασία και αποθήκευση εμπορευμάτων· οργάνωση ταξιδίων».

4        Η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 23/2008, της 9ης Ιουνίου 2008.

5        Στις 8 Σεπτεμβρίου 2008, η παρεμβαίνουσα Repsol YPF, SA άσκησε ανακοπή, βάσει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009), κατά της καταχωρίσεως σήματος η οποία είχε ζητηθεί όσον αφορά τις υπηρεσίες που διαλαμβάνονται στη σκέψη 3 ανωτέρω.

6        Η ανακοπή στηριζόταν στο προγενέστερο εικονιστικό κοινοτικό σήμα το οποίο απεικονίζεται κατωτέρω:

Image not found

7        Το προγενέστερο σήμα επί του οποίου στηριζόταν η ανακοπή αφορά υπηρεσίες που εμπίπτουν στις κλάσεις 35, 37 και 39 και αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 35: «Λιανική πώληση καπνού, Τύπου, μπαταριών, παιδικών παιχνιδιών, ειδών αυτοκινήτου, εξαρτημάτων και ανταλλακτικών αυτοκινήτων, λιπαντικών και καυσίμων αυτοκινήτων· διαφήμιση· εργασίες γραφείου»·

–        κλάση 37: «Οικοδομικές εργασίες· επισκευές· υπηρεσίες εγκαταστάσεων, πρατήρια βενζίνης (αντλίες καυσίμων)· επισκευή οχημάτων· συντήρηση, λίπανση και πλύσιμο οχημάτων· επιδιόρθωση ελαστικών»·

–        κλάση 39: «Υπηρεσίες διανομής, οι οποίες αφορούν βασικά είδη διατροφής, γλυκά και είδη ζαχαροπλαστικής, παγωτά, έτοιμα γεύματα, προϊόντα καπνού, εφημερίδες και περιοδικά, μπαταρίες, παιχνίδια, είδη αυτοκινήτου, εξαρτήματα και ανταλλακτικά αυτοκινήτων, λιπαντικά και καύσιμα για αυτοκίνητα, υπηρεσίες μεταφοράς· υπηρεσίες συσκευασίας, αποθήκευσης και προμήθειας πάσης φύσεως προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των καυσίμων κινητήρα· οργάνωση ταξιδίων».

8        Προς στήριξη της ανακοπής προβλήθηκε ο λόγος που διαλαμβάνεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009).

9        Στις 28 Μαΐου 2010 το τμήμα ανακοπών του ΓΕΕΑ δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή όσον αφορά μέρος των υπηρεσιών της κλάσεως 35 και το σύνολο αυτών της κλάσεως 39.

10      Στις 28 Ιουλίου 2010, η νυν παρεμβαίνουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ, βάσει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009, κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

11      Με απόφαση της 31ης Μαρτίου 2011 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το πρώτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ δέχθηκε εν μέρει την προσφυγή. Ειδικότερα, έκρινε ότι οι «υπηρεσίες λιανικής και χονδρικής πώλησης σε σχέση με τρόφιμα, νωπά φρούτα και λαχανικά, οινοπνευματώδη και μη οινοπνευματώδη ποτά, καθώς και σιρόπια, αναβράζοντα δισκία και άλλα προϊόντα για την παρασκευή ποτών, υπηρεσίες πώλησης δι’ αλληλογραφίας (εκτός της μεταφοράς) ή υπηρεσίες πώλησης μέσω του Διαδικτύου σε σχέση με ποτά και τρόφιμα» τις οποίες αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και εμπίπτουν στην κλάση 35 ήταν παρόμοιες εκείνων τις οποίες αφορά το προγενέστερο σήμα και οι οποίες εμπίπτουν στην κλάση 39. Αντιθέτως, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι οι λοιπές υπηρεσίες της κλάσεως 35 που προσδιορίζονται με το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ήταν διαφορετικές από τις υπηρεσίες τις οποίες προσδιορίζει το προγενέστερο σήμα. Το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι τα αντιπαρατιθέμενα σήματα εμφάνιζαν σε μικρό βαθμό οπτική ομοιότητα, πλην όμως ήταν πανομοιότυπα από φωνητικής και εννοιολογικής απόψεως. Επιπλέον, ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος ήταν συνολικά αρκετά αδύναμος.

12      Υπό τις συνθήκες αυτές, το τμήμα προσφυγών αποφάνθηκε ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως όσον αφορά τις, διαλαμβανόμενες στη σκέψη 11 ανωτέρω, υπηρεσίες που κρίθηκαν παρόμοιες. Κατά συνέπεια, δέχθηκε την ανακοπή όσον αφορά τις υπηρεσίες αυτές, απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος καθόσον τις αφορά και απέρριψε την προσφυγή καθόσον αφορά τις λοιπές υπηρεσίες που εμπίπτουν στην κλάση 35.

 Αιτήματα των διαδίκων

13      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να απορρίψει την προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

14      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

15      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα τροποποίησε τα αιτήματά της, καθόσον ζητεί πλέον από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη απόφαση, απορρίπτοντας την προσφυγή [κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών] στο σύνολό της·

–        άλλως, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον δέχθηκε την προσφυγή της νυν παρεμβαίνουσας·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

16      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα επανέφερε/ υπέβαλε εκ νέου την αίτησή της αναστολής της διαδικασίας, βάσει της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων του ΓΕΕΑ της 8ης Οκτωβρίου 2013 (5863 C), με την οποία το τμήμα αυτό κήρυξε την ακυρότητα του προγενέστερου σήματος όσον αφορά μέρος των επίμαχων υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτό, η παρεμβαίνουσα ζήτησε να λάβει υπόψη το Γενικό Δικαστήριο την προσφυγή της κατά της αποφάσεως αυτής. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναστολής της διαδικασίας.

 Σκεπτικό

17      Η προσφεύγουσα προβάλλει έναν μόνο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009.

18      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι οι υπηρεσίες της κλάσεως 35 που προσδιορίζονται με το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση δεν είναι παρεμφερείς των υπηρεσιών της κλάσεως 39 τις οποίες προσδιορίζει το προγενέστερο σήμα και ότι, ως εκ τούτου, ουδόλως υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων.

19      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

20      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, απορρίπτεται το αίτημα καταχωρίσεως σήματος εάν, λόγω του ότι αυτό είναι πανομοιότυπο ή παρόμοιο με το προγενέστερο σήμα και λόγω του ότι είναι πανομοιότυπα ή παρόμοια τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως για το κοινό της περιοχής εντός της οποίας απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος συγχύσεως περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχετίσεως με το προγενέστερο σήμα.

21      Κατά πάγια νομολογία, κίνδυνος συγχύσεως υφίσταται όταν το κοινό ενδέχεται να σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα επίμαχα προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικά συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Κατά την ιδία αυτή νομολογία, η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικά, αναλόγως του τρόπου με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται τα επίμαχα σημεία, καθώς και τα σχετικά προϊόντα ή υπηρεσίες, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση, ιδίως δε της αμφίδρομης σχέσεως μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που αυτά προσδιορίζουν [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑162/01, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ — Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), Συλλογή 2003, σ. II‑2821, σκέψεις 30 έως 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

22      Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, ο κίνδυνος συγχύσεως προϋποθέτει ότι τόσο τα αντιπαρατιθέμενα σήματα όσο και τα προσδιοριζόμενα από αυτά προϊόντα ή υπηρεσίες είναι πανομοιότυπα ή παρόμοια. Πρόκειται για προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Ιανουαρίου 2009, T‑316/07, Commercy κατά ΓΕΕΑ — easyGroup IP Licensing (easyHotel), Συλλογή 2009, σ. II‑43, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

23      Με γνώμονα τις ανωτέρω σκέψεις θα πρέπει να εξετασθεί αν ορθώς εκτίμησε το τμήμα προσφυγών ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων όσον αφορά μέρος των υπηρεσιών της κλάσεως 35 που προσδιορίζονται με το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και τις υπηρεσίες της κλάσεως 39 που προσδιορίζονται με το προγενέστερο σήμα.

 Επί του ενδιαφερομένου κοινού

24      Κατά τη νομολογία, στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο μέσος καταναλωτής της οικείας κατηγορίας προϊόντων, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ο βαθμός προσοχής του μέσου καταναλωτή ποικίλλει αναλόγως της κατηγορίας των σχετικών προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 2007, T‑256/04, Mundipharma κατά ΓΕΕΑ — Altana Pharma (RESPICUR), Συλλογή 2007, σ. II‑449, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

25      Πρώτον, σε περίπτωση κατά την οποία το προγενέστερο σήμα χαίρει προστασίας στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται τα αντιπαρατιθέμενα σήματα ο καταναλωτής των οικείων υπηρεσιών εντός της εδαφικής περιοχής αυτής. Η διαπίστωση αυτή δεν αμφισβητείται εν προκειμένω.

26      Δεύτερον, το τμήμα προσφυγών έκρινε, στη σκέψη 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται από επαγγελματίες όσον αφορά τις υπηρεσίες της κλάσεως 39 τις οποίες προσδιορίζει το προγενέστερο σήμα. Η εκτίμηση αυτή δεν τίθεται εν αμφιβόλω από την προσφεύγουσα. Η προσφεύγουσα διατείνεται απλώς ότι οι υπηρεσίες λιανικής πωλήσεως της κλάσεως 35 τις οποίες προσδιορίζει το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση δεν έχουν ως στόχο τους επαγγελματίες, αλλά τον τελικό καταναλωτή.

27      Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι για τη σύγκριση μεταξύ των εν λόγω υπηρεσιών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον το ενδιαφερόμενο για όλες τις επίμαχες υπηρεσίες κοινό. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται από τους καταναλωτές που ενδέχεται να κάνουν χρήση τόσο των προϊόντων ή των υπηρεσιών του προγενέστερου σήματος όσο και εκείνων του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, T‑270/09, PVS κατά ΓΕΕΑ — MeDiTA Medizinische Kurierdienst (medidata), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

28      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι οι υπηρεσίες της κλάσεως 39 οι οποίες προσδιορίζονται με το προγενέστερο σήμα είναι υπηρεσίες διανομής. Οι υπηρεσίες αυτές, όμως, απευθύνονται σε κοινό αποτελούμενο από επαγγελματίες.

29      Όσον αφορά τις υπηρεσίες πωλήσεως λιανικής που εμπίπτουν στην κλάση 35 και προσδιορίζονται με το επίμαχο εν προκειμένω σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, δεν είναι ορθή η άποψη που πεπλανημένα επιχειρεί να υποστηρίξει η προσφεύγουσα, με τα επιχειρήματα που εκτέθηκαν στη σκέψη 26 ανωτέρω, ότι δεν είναι δυνατό οι υπηρεσίες αυτές να αφορούν κοινό αποτελούμενο από επαγγελματίες. Μολονότι οι υπηρεσίες αυτές απευθύνονται στον τελικό καταναλωτή, εντούτοις απευθύνονται και στον κατασκευαστή του προϊόντος, καθώς και στους ενδεχόμενους εμπορικούς μεσάζοντες οι οποίοι παρεμβαίνουν πριν την τελική πώληση λιανικής, ως υπηρεσίες που διασφαλίζουν στις επιχειρήσεις το τελικό στάδιο της διαθέσεως στο εμπόριο του εν λόγω προϊόντος.

30      Ορθώς, επομένως, έκρινε, κατ’ ουσίαν, το τμήμα προσφυγών ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται από επαγγελματίες, οι οποίοι είναι οι μόνοι που ενδέχεται να κάνουν χρήση τόσο των υπηρεσιών της κλάσεως 35 που προσδιορίζονται με το επίμαχο εν προκειμένω σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση όσο και των υπηρεσιών της κλάσεως 39 που προσδιορίζονται με το επίσης επίμαχο εν προκειμένω προγενέστερο σήμα.

31      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο καθορισμός του ενδιαφερομένου κοινού στον οποίο προέβη το τμήμα προσφυγών, στη σκέψη 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά τις υπηρεσίες των κλάσεων 35 και 39, πρέπει να επικυρωθεί.

 Επί της συγκρίσεως των υπηρεσιών

32      Κατά πάγια νομολογία, για την εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι ασκούντες επιρροή παράγοντες οι οποίοι χαρακτηρίζουν τη σχέση μεταξύ των προϊόντων ή των υπηρεσιών. Στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνονται, ειδικότερα, η φύση τους, ο προορισμός τους, η χρήση τους, καθώς και ο ανταγωνιστικός ή συμπληρωματικός χαρακτήρας τους. Μπορούν επίσης να λαμβάνονται υπόψη και άλλοι παράγοντες, όπως τα δίκτυα διανομής των οικείων προϊόντων [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 2007, T‑443/05, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ — Bolaños Sabri (PiraÑAM diseño original Juan Bolaños), Συλλογή 2007, σ. II‑2579, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

33      Ως συμπληρωματικά χαρακτηρίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που συνδέονται στενά μεταξύ τους, υπό την έννοια ότι το ένα είναι απαραίτητο ή σημαντικό για τη χρήση του άλλου, με συνέπεια οι καταναλωτές να μπορούν ευλόγως να θεωρήσουν ότι η ίδια επιχείρηση φέρει την ευθύνη κατασκευής αυτών των προϊόντων ή παροχής αυτών των υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υφίσταται σχέση συμπληρωματικότητας μεταξύ, αφενός, των υπηρεσιών ή των προϊόντων που είναι απαραίτητα για τη λειτουργία εμπορικής επιχειρήσεως και, αφετέρου, των προϊόντων που παράγει η επιχείρηση αυτή ή των υπηρεσιών που παρέχει. Συνεπώς, υπηρεσίες απευθυνόμενες σε διαφορετικό μεταξύ τους κοινό δεν μπορούν να έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα (βλ. προμνημονευθείσα στη σκέψη 22 απόφαση easyHotel, σκέψεις 57 και 58 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Όσον αφορά τις αποφάσεις του ΓΕΕΑ τις οποίες επικαλέσθηκαν οι διάδικοι, πρέπει να υπομνησθεί ότι το ΓΕΕΑ οφείλει να ασκεί τις αρμοδιότητές του σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Μολονότι, βάσει των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της χρηστής διοικήσεως, το ΓΕΕΑ πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις προγενέστερες αποφάσεις επί παρεμφερών αιτήσεων και να εξετάζει με ιδιαίτερη προσοχή αν πρέπει ή όχι να αποφασίσει κατά τον ίδιο τρόπο, εντούτοις η εφαρμογή των αρχών αυτών πρέπει να συμβιβάζεται με την αρχή της νομιμότητας. Κατά τα λοιπά, για λόγους ασφάλειας δικαίου και, ακριβώς, χρηστής διοικήσεως, η εξέταση κάθε αιτήσεως καταχωρίσεως πρέπει να είναι αυστηρή και πλήρης προκειμένου να αποτρέπεται η παράνομη καταχώριση σημάτων. Επομένως, η εξέταση αυτή πρέπει να διενεργείται κατά περίπτωση. Συγκεκριμένα, η καταχώριση σημείου ως σήματος εξαρτάται από ειδικά κριτήρια, τα οποία έχουν εφαρμογή στο πλαίσιο των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης περιπτώσεως και τα οποία χρησιμεύουν για να διακριβωθεί αν το επίμαχο σημείο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής κάποιου από τους λόγους απαραδέκτου (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 2011, C‑51/10 P, Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2011, σ. I‑1541, σκέψεις 73 έως 77).

35      Όσον αφορά τις εθνικές αποφάσεις που επικαλούνται οι διάδικοι, όπως προκύπτει κατά πάγια νομολογία, οι καταχωρίσεις που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί στα κράτη μέλη αποτελούν απλώς στοιχεία τα οποία, χωρίς να έχουν καθοριστική σημασία, μπορούν απλώς να ληφθούν υπόψη για την καταχώριση κοινοτικού σήματος [αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Φεβρουαρίου 2000, T‑122/99, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ (σχήμα σαπουνιού), Συλλογή 2000, σ. II‑265, σκέψη 61, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2001, T‑337/99, Henkel κατά ΓΕΕΑ (ερυθρόλευκο δισκίο), Συλλογή 2001, σ. II‑2597, σκέψη 58].

36      Οι «υπηρεσίες λιανικής και χονδρικής πώλησης σε σχέση με τρόφιμα, νωπά φρούτα και λαχανικά, οινοπνευματώδη και μη οινοπνευματώδη ποτά, καθώς και σιρόπια, αναβράζοντα δισκία και άλλα προϊόντα για την παρασκευή ποτών, υπηρεσίες πώλησης δι’ αλληλογραφίας (εκτός της μεταφοράς) ή υπηρεσίες πώλησης μέσω του Διαδικτύου σε σχέση, αντιστοίχως, με ποτά και τρόφιμα», που προσδιορίζονται με το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και εμπίπτουν στην κλάση 35 και οι «υπηρεσίες διανομής, οι οποίες αφορούν βασικά είδη διατροφής, γλυκά και είδη ζαχαροπλαστικής, παγωτά, έτοιμα γεύματα», που προσδιορίζονται με το προγενέστερο σήμα και εμπίπτουν στην κλάση 39 πρέπει να συγκριθούν με γνώμονα τις ανωτέρω σκέψεις.

 Επί της ομοιότητας των προϊόντων τα οποία αφορούν οι επίμαχες υπηρεσίες

37      Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι τα προϊόντα τα οποία αφορούν οι επίμαχες εν προκειμένω υπηρεσίες, δηλαδή τα ποτά και τα είδη διατροφής, δεν εμφανίζουν επαρκή ομοιότητα για να γίνει δεκτή η ύπαρξη ομοιότητας μεταξύ των υπηρεσιών χονδρικής και λιανικής πωλήσεως ποτών και των υπηρεσιών διανομής ειδών διατροφής. Κατά την προσφεύγουσα, τα προϊόντα και τα είδη διατροφής υπόκεινται, ως εκ της φύσεώς τους, σε διαφορετικούς τρόπους διανομής, διαθέσεως στο εμπόριο και καταναλώσεως.

38      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι διάδικοι δέχθηκαν την ερμηνεία κατά την οποία πρέπει να συγκριθούν τόσο τα προϊόντα τα οποία αφορούν οι επίμαχες υπηρεσίες όσο και οι ίδιες οι υπηρεσίες.

39      Συναφώς, ορθώς αποφάνθηκε το τμήμα προσφυγών, στις σκέψεις 26 και 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα προϊόντα τα οποία αφορούν οι «υπηρεσίες λιανικής και χονδρικής πώλησης σε σχέση με τρόφιμα, νωπά φρούτα και λαχανικά, οινοπνευματώδη και μη οινοπνευματώδη ποτά, καθώς και σιρόπια, αναβράζοντα δισκία και άλλα προϊόντα για την παρασκευή ποτών, υπηρεσίες πώλησης δι’ αλληλογραφίας (εκτός της μεταφοράς) ή υπηρεσίες πώλησης μέσω του Διαδικτύου σε σχέση, αντιστοίχως, με ποτά και τρόφιμα» που προσδιορίζονται με το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ήταν πανομοιότυπα ή κατά μεγάλο βαθμό παρόμοια με τα «βασικά είδη διατροφής» τα οποία αφορά το προγενέστερο σήμα. Συγκεκριμένα, τα ποτά και τα τρόφιμα έχουν την ίδια φύση και τον ίδιο σκοπό, υπό την έννοια ότι προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο. Εξάλλου, τα προϊόντα αυτά ενδέχεται να παρασκευάζονται από τις ίδιες επιχειρήσεις, διατίθενται εν γένει στα ίδια σημεία πωλήσεως και, επίσης, συχνά καταναλώνονται ταυτόχρονα.

40      Υπό τις συνθήκες αυτές, τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα με σκοπό να αμφισβητήσει την ύπαρξη ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων υπηρεσιών, λόγω ελλείψεως επαρκούς ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων που αφορούν οι υπηρεσίες αυτές, πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του ορισμού των υπηρεσιών διανομής και των υπηρεσιών χονδρικής πωλήσεως

41      Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι κακώς έκρινε το τμήμα προσφυγών ότι οι επίμαχες υπηρεσίες της κλάσεως 35 ήταν πανομοιότυπες ή παρόμοιες εκείνων της κλάσεως 39 οι οποίες προσδιορίζονται με το προγενέστερο σήμα. Το τμήμα προσφυγών στήριξε, κατά την προσφεύγουσα, το σκεπτικό του σε πεπλανημένη ερμηνεία της λέξεως «διανομή», το σημασιολογικό περιεχόμενο της οποίας έπρεπε να συναχθεί βάσει της ταξινομήσεως κατά τον Διακανονισμό της Νίκαιας. Η παρεμβαίνουσα ερμήνευσε τη λέξη «διανομή» επιλέγοντας σκοπίμως να καταχωρίσει το προγενέστερο σήμα για υπηρεσίες περιλαμβανόμενες ειδικώς στην κλάση 39. Ως εκ τούτου, ο όρος «διανομή» σχετίζεται αποκλειστικώς με τις υπηρεσίες φορτώσεως, παραδόσεως, αποθηκεύσεως και μεταφοράς.

42      Όσον αφορά, αφενός, τον ορισμό των υπηρεσιών διανομής και χονδρικής πωλήσεως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί κατανοήσεως της λέξεως «διανομή» και του όρου «χονδρική πώληση» βάσει της σημασίας που έχουν στην καθομιλουμένη πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους οι ορισμοί των εννοιών αυτών τους οποίους προβάλλει καθιστούν δυνατή την απόρριψη της ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων υπηρεσιών.

43      Όσον αφορά, αφετέρου, τον προβαλλόμενο καθοριστικό χαρακτήρα της ταξινομήσεως κατά τον Διακανονισμό της Νίκαιας για τον ορισμό των υπηρεσιών, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τον κανόνα 2, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 303, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί, η ταξινόμηση αυτή εξυπηρετεί αποκλειστικώς διοικητικούς σκοπούς. Επομένως, δεν δύναται να καθορίσει αφεαυτής τη φύση και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των επίμαχων εν προκειμένω υπηρεσιών.

44      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο ορισμός της έννοιας της διανομής που προβάλλει η προσφεύγουσα, βασιζόμενη στο γράμμα της κλάσεως 39, δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Εξάλλου, η επεξηγηματική σημείωση σχετικά με την κλάση 39 την οποία παραθέτει η προσφεύγουσα δεν συνιστά εξαντλητική απαρίθμηση των υπηρεσιών που περιλαμβάνει η κλάση αυτή.

 Επί της προβαλλομένης ελλείψεως ομοιότητας μεταξύ των υπηρεσιών διανομής και των υπηρεσιών χονδρικής πωλήσεως

45      Κατά την προσφεύγουσα, οι υπηρεσίες χονδρικής πωλήσεως διακρίνονται από τις υπηρεσίες διανομής. Λαμβανομένων υπόψη των αποφάσεων του ΓΕΕΑ και των επεξηγηματικών σημειώσεων για τις κλάσεις 35 και 39 της ταξινομήσεως κατά τον Διακανονισμό της Νίκαιας, οι δύο αυτές κατηγορίες δεν είναι παρόμοιες, τόσο λόγω της φύσεώς τους όσο και λόγω του σκοπού τους, και δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως συμπληρωματικές από απόψεως του ενδιαφερομένου κοινού. Επιπλέον, αντιθέτως προς τις υπηρεσίες διανομής, οι υπηρεσίες χονδρικής και λιανικής πωλήσεως δεν περιλαμβάνουν τη μεταφορά εμπορευμάτων.

46      Συναφώς, από τον κανόνα 2, παράγραφος 4, του κανονισμού 2868/95 (βλ. σκέψη 43 ανωτέρω) προκύπτει επίσης ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι υπηρεσίες αυτές είναι διαφορετικές απλώς και μόνον επειδή ταξινομούνται σε διαφορετικές κλάσεις του Διακανονισμού της Νίκαιας. Υπέρ του κανόνα αυτού συνηγορεί και η νομολογία κατά την οποία τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες δεν πρέπει οπωσδήποτε να εμπίπτουν στην ίδια κλάση, ενδεχομένως ούτε και στην ίδια κατηγορία εντός συγκεκριμένης κλάσεως, για να μπορούν βασίμως να συγκριθούν και να οδηγήσουν σε κρίση περί της υπάρξεως ή μη ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑392/04, Gagliardi κατά ΓΕΕΑ — Norma Lebensmittelfilialbetrieb (MANŪ MANU MANU), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 77 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί εσκεμμένης επιλογής της παρεμβαίνουσας να καταχωρίσει το προγενέστερο σήμα αποκλειστικώς για υπηρεσίες εμπίπτουσες στην κλάση 39.

47      Διαπιστώνεται εξάλλου ότι οι υπηρεσίες διανομής και οι υπηρεσίες χονδρικής πωλήσεως καθιστούν δυνατή τη διάθεση ενός προϊόντος στο εμπόριο και έχουν διαμεσολαβητική λειτουργία μεταξύ της παραγωγής και της τελικής καταναλώσεως προϊόντος. Αυτές οι δύο κατηγορίες υπηρεσιών τείνουν στην επίτευξη του ιδίου τελικού σκοπού, συγκεκριμένα δε της πωλήσεως στον τελικό καταναλωτή.

48      Λαμβανομένης υπόψη της προμνημονευθείσας στη σκέψη 33 νομολογίας, πρέπει επίσης να επισημανθεί η στενή σχέση μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών υπηρεσιών, δεδομένου ότι ένας έμπορος χονδρικής μπορεί να κάνει χρήση των υπηρεσιών διανομής και μια επιχείρηση διανομής μπορεί επίσης να κάνει χρήση των υπηρεσιών χονδρικής πωλήσεως. Επιπλέον, ένας έμπορος χονδρικής ενδέχεται να παρέχει υπηρεσίες διανομής, ακριβώς όπως και η χονδρική πώληση μπορεί να καταλέγεται μεταξύ των υπηρεσιών που παρέχει επιχείρηση διανομής.

49      Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η διανομή δεν αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα των υπηρεσιών χονδρικής πωλήσεως, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι είναι βάσιμο δεν δύναται αφεαυτού να αποκλείσει την ύπαρξη ομοιότητας μεταξύ των δύο κατηγοριών υπηρεσιών.

50      Τα υπόλοιπα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα ερείδονται επί της εσφαλμένης προκειμένης ότι υπηρεσίες διανομής είναι μόνον οι υπηρεσίες διανομής και παραδόσεως. Οι υπηρεσίες αυτές, όμως, αποτελούν μέρος μόνον των δραστηριοτήτων που περιλαμβάνουν οι υπηρεσίες διανομής.

51      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ορθώς έκρινε το τμήμα προσφυγών, στη σκέψη 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι υφίσταται ομοιότητα μεταξύ των υπηρεσιών χονδρικής πωλήσεως που προσδιορίζονται με το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και των υπηρεσιών διανομής που προσδιορίζονται με το προγενέστερο σήμα, δεδομένου ότι τα προϊόντα που αφορούν οι υπηρεσίες αυτές είναι πανομοιότυπα ή παρόμοια σε μεγάλο βαθμό.

 Επί της προβαλλομένης ελλείψεως ομοιότητας μεταξύ των υπηρεσιών διανομής και των υπηρεσιών λιανικής πωλήσεως

52      Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι το τμήμα προσφυγών κακώς συνέκρινε τις επίμαχες εν προκειμένω υπηρεσίες κρίνοντας με γνώμονα την άποψη του κατασκευαστή, μολονότι οι υπηρεσίες λιανικής πωλήσεως απευθύνονται στον τελικό καταναλωτή. Επισημαίνει επίσης ότι οι δύο αυτές κατηγορίες υπηρεσιών διαφέρουν, τόσο ως προς τη φύση όσο και ως προς τον σκοπό τους, και δεν είναι συμπληρωματικές από απόψεως του κατασκευαστή και του τελικού καταναλωτή. Επιπλέον, οι έμποροι λιανικής δεν παρέχουν υπηρεσίες παραδόσεως σε τρίτους.

53      Συναφώς, από την ανωτέρω σκέψη 21 προκύπτει ότι η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικά, αναλόγως του τρόπου με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται τις επίμαχες υπηρεσίες. Επιπλέον, στις ανωτέρω σκέψεις 26 έως 31 διαπιστώθηκε ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται από επαγγελματίες. Ως εκ τούτου, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως παραλείποντας να κρίνει με γνώμονα την άποψη του τελικού καταναλωτή.

54      Όσον αφορά την προβαλλόμενη διαφορά μεταξύ του σκοπού των υπηρεσιών λιανικής πωλήσεως και εκείνου των υπηρεσιών διανομής, πρέπει να επισημανθεί ότι και οι δεύτερες έχουν τον ίδιο τελικό σκοπό, δηλαδή την πώληση στον τελικό καταναλωτή. Όπως ορθώς επισήμανε το τμήμα προσφυγών στη σκέψη 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι δύο αυτές κατηγορίες υπηρεσιών σκοπούν να προωθήσουν τα προϊόντα στους τελικούς καταναλωτές. Η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται από τη νομολογία, κατά την οποία σκοπός του λιανικού εμπορίου είναι η πώληση των προϊόντων στους καταναλωτές, που περιλαμβάνει, εκτός από τη δικαιοπραξία της πωλήσεως, όλες τις ενέργειες στις οποίες προβαίνει ο επιχειρηματίας προκειμένου να προωθήσει τη σύναψη μιας τέτοιας πράξεως, οι δε ενέργειες αυτές συνίστανται, μεταξύ άλλων, στην επιλογή ποικιλίας προϊόντων με σκοπό την πώλησή τους και στην παροχή διαφόρων υπηρεσιών που αποβλέπουν στο να ωθήσουν τον καταναλωτή να συνάψει την εν λόγω πράξη με τον οικείο έμπορο και όχι με κάποιον ανταγωνιστή του [βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουλίου 2005, C‑418/02, Praktiker Bau- und Heimwerkermärkte, Συλλογή 2005, σ. I‑5873, σκέψη 34, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Φεβρουαρίου 2011, T‑213/09, Yorma’s κατά ΓΕΕΑ — Norma Lebensmittelfilialbetrieb (YORMA’S), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

55      Εν πάση περιπτώσει, όπως ορθώς επισήμανε η παρεμβαίνουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να στηρίξει τα επιχειρήματά της στη σκέψη 34 της προμνημονευθείσας στη σκέψη 54 αποφάσεως Praktiker Bau- und Heimwerkermärkte. Συγκεκριμένα, η νομολογία αυτή εντάσσεται στο σαφώς περιορισμένο πλαίσιο της αιτήσεως του Bundespatentgericht (Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το οποίο είχε υποβάλει στο Δικαστήριο το ερώτημα αν η λιανική πώληση εμπορευμάτων συνιστά υπηρεσία κατά την έννοια του άρθρου 2 της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ L 40, σ. 1). Η ερμηνεία την οποία έδωσε, όμως, το Δικαστήριο στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής δεν αποτελεί εξαντλητικό και γενικής ισχύος ορισμό της έννοιας των υπηρεσιών λιανικής πωλήσεως.

56      Λαμβανομένης υπόψη της προμνημονευθείσας στη σκέψη 33 νομολογίας, πρέπει να επικυρωθεί η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών ότι οι υπηρεσίες λιανικής πωλήσεως και οι υπηρεσίες διανομής είναι συμπληρωματικές. Συγκεκριμένα, οι παρέχοντες υπηρεσίες λιανικής πωλήσεως εξαρτώνται εν γένει από τις υπηρεσίες των επιχειρήσεων διανομής όσον αφορά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητάς τους, ιδίως δε διά της προωθήσεως των προϊόντων στα σημεία πωλήσεώς τους. Επιπλέον, καθόσον οι δραστηριότητες διανομής και λιανικής πωλήσεως τείνουν στην επίτευξη του ιδίου σκοπού και αφορούν σχετικώς προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας διαθέσεως στο εμπόριο, είναι πιθανό να προκληθεί στο ενδιαφερόμενο κοινό η εντύπωση ότι οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται από την ίδια επιχείρηση.

57      Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς έκρινε το τμήμα προσφυγών, στη σκέψη 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι υπηρεσίες διανομής είναι παρόμοιες των υπηρεσιών λιανικής πωλήσεως προκειμένου περί πανομοιότυπων ή σε μεγάλο βαθμό παρόμοιων προϊόντων.

 Επί της συγκρίσεως των σημείων

58      Ορθώς έκρινε το τμήμα προσφυγών ότι τα αντιπαρατιθέμενα σήματα εμφανίζουν οπτική ομοιότητα σε μικρό βαθμό, πλην όμως είναι πανομοιότυπα από φωνητικής και εννοιολογικής απόψεως, στοιχείο το οποίο άλλωστε δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους.

 Επί του κινδύνου συγχύσεως

59      Εν προκειμένω, πρέπει να επικυρωθεί η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών, το οποίο, στη σκέψη 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος ήταν συνολικά αρκετά αδύναμος, διαπίστωση την οποία, άλλωστε, δεν αμφισβητούν οι διάδικοι.

60      Στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως περί της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως, πρέπει επομένως να υπομνησθεί η ομοιότητα των επίμαχων υπηρεσιών, η μικρή ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων από οπτικής απόψεως και το γεγονός ότι είναι πανομοιότυπα από φωνητικής και εννοιολογικής απόψεως, καθώς και ο αδύναμος διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος. Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς αποφάνθηκε το τμήμα προσφυγών ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως για το ενδιαφερόμενο κοινό.

61      Από το σύνολο των ανωτέρω συνάγεται ότι ο μόνος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

62      Ως εκ τούτου, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

63      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του ΓΕΕΑ και της παρεμβαίνουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Basic AG Lebensmittelhandel στα δικαστικά έξοδα.

Frimodt Nielsen

Dehousse

Collins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 26 Ιουνίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.