Language of document : ECLI:EU:C:2009:415

Υπόθεση C-343/07

Bavaria NV και Bavaria Italia Srl

κατά

Bayerischer Brauerbund eV

(αίτηση του Corte d’appello di Torino για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως – Εκτίμηση του κύρους – Παραδεκτό – Κανονισμοί (ΕΟΚ) 2081/92 και (ΕΚ) 1347/2001 – Κύρος – Κοινή ονομασία – Συνύπαρξη εμπορικού σήματος και προστατευομένης γεωγραφικής ενδείξεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Παρεμπίπτων χαρακτήρας – Αμφισβήτηση ενώπιον εθνικού δικαστηρίου της νομιμότητας κανονισμού περί καταχωρίσεως ορισμένων γεωγραφικών ενδείξεων

(Άρθρa 230 ΕΚ και 241 ΕΚ· κανονισμός 1347/2001 του Συμβουλίου)

2.        Γεωργία – Ενιαίες νομοθεσίες – Προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προελεύσεως των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων – Κανονισμός 2081/92

(Άρθρa 32 ΕΚ, 33 ΕΚ, 37 ΕΚ και παράρτημα I ΕΚ· κανονισμός 2081/92 του Συμβουλίου)

3.        Γεωργία – Ενιαίες νομοθεσίες – Προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προελεύσεως των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων – Κανονισμός 2081/92

(Κανονισμός 2081/92 του Συμβουλίου, άρθρα 7 και 17)

4.        Γεωργία – Ενιαίες νομοθεσίες – Προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προελεύσεως των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων – Κανονισμός 2081/92

(Κανονισμός 2081/92 του Συμβουλίου)

5.        Γεωργία – Ενιαίες νομοθεσίες – Προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προελεύσεως των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων – Κανονισμός 2081/92

(Κανονισμός 2081/92 του Συμβουλίου, άρθρο 17)

6.        Γεωργία – Ενιαίες νομοθεσίες – Προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προελεύσεως των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων – Κανονισμός 2081/92

(Κανονισμός 2081/92 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1)

7.        Γεωργία – Ενιαίες νομοθεσίες – Προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προελεύσεως των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων – Κανονισμός 2081/92

(Κανονισμός 2081/92 του Συμβουλίου, άρθρο 14 §§ 2 και 3)

1.        Συνιστά γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου το δικαίωμα του αιτούντος, στο πλαίσιο προσφυγής ασκούμενης κατά το εθνικό δίκαιο κατά της απορρίψεως του αιτήματός του, να προβάλει την έλλειψη νομιμότητας της κοινοτικής πράξεως, η οποία αποτελεί το έρεισμα της εθνικής αποφάσεως που ελήφθη εις βάρος του, με συνέπεια να μπορεί το θέμα του κύρους της κοινοτικής πράξεως να παραπεμφθεί στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

Πάντως, αυτή η γενική αρχή, σκοπός της οποίας είναι να διασφαλισθεί ότι κάθε πρόσωπο έχει ή είχε τη δυνατότητα να προσβάλει την κοινοτική πράξη βάσει της οποίας εκδόθηκε απόφαση που του αντιτάσσεται, ουδόλως αποτελεί εμπόδιο για να καταστεί ένας κανονισμός απρόσβλητος σε σχέση με τον ιδιώτη, έναντι του οποίου πρέπει να θεωρηθεί ατομική απόφαση και ο οποίος αναμφιβόλως θα μπορούσε να ζητήσει την ακύρωσή του δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, γεγονός το οποίο εμποδίζει τον εν λόγω ιδιώτη να προβάλει ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου την έλλειψη νομιμότητας του κανονισμού αυτού.

Αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση των εμπορικών εταιριών Bavaria και Bavaria Italia που είναι δικαιούχοι διαφόρων εικονιστικών σημάτων και στοιχείων που περιέχουν τη λέξη Bavaria για τις οποίες δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι χωρίς αμφιβολία ο κανονισμός 1347/2001 που συμπληρώνει το παράρτημα του κανονισμού 1107/96 για την καταχώριση των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προελεύσεως βάσει της διαδικασίας του άρθρου 17 του κανονισμού 2081/92 τις «αφορά άμεσα και ατομικά» κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο ΕΚ. Συγκεκριμένα ο κανονισμός 1347/2001 παρέχει στο προϊόν «Bayerisches Bier» την προστασία των προστατευομένων γεωγραφικών ενδείξεων (ΠΓΕ) που προβλέπει ο κανονισμός 2081/92 και επιτρέπει τη συνέχιση της χρήσεως του προϋπάρχοντος σήματος Bavaria παρά την καταχώριση της ΠΓΕ Bayerisches Bier τηρουμένων των προϋποθέσεων του άρθρου 14, παράγραφος 2 του κανονισμού 2081/92. Κατά συνέπεια ακόμα και αν ο κανονισμός 1347/2001 μπορούσε να επηρεάσει την έννομη κατάσταση των εταιριών Bavaria και Bavaria Italia ο επηρεασμός αυτός δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απορρέει αυτομάτως από τον κανονισμό αυτόν.

Συνεπώς οι εταιρίες Bavaria και Bavaria Italia δικαιούνται να επικαλεστούν, στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας κατά το εθνικό δίκαιο, την έλλειψη νομιμότητας του κανονισμού 1347/2001, ακόμη και αν δεν έχουν ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά του κανονισμού ενώπιον του κοινοτικού δικαστή εντός της προθεσμίας του άρθρου 230 ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 38-39, 41-44, 46)

2.        Στο επιχείρημα ότι τα άρθρα 32 ΕΚ και 37 ΕΚ δεν συνιστούν την ορθή νομική βάση για την έκδοση του κανονισμού 2081/92, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων, για τον λόγο ότι η μπίρα δεν περιλαμβάνεται στα «γεωργικά προϊόντα» κατά την έννοια του παραρτήματος I της Συνθήκης, αρμόζει η απάντηση ότι μια ρύθμιση που συμβάλλει στην επίτευξη ενός ή περισσοτέρων από τους στόχους του άρθρου 33 ΕΚ πρέπει να εκδίδεται βάσει του άρθρου 37 ΕΚ ακόμη και αν, εφαρμοζόμενη βασικά σε προϊόντα του παραρτήματος 1 της Συνθήκης καλύπτει παράλληλα δευτερευόντως ορισμένα προϊόντα που δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα αυτό. Ο κανονισμός δε αυτός, αφενός, έχει ως κύριο στόχο, όπως προκύπτει από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη, την επίτευξη των στόχων του άρθρου 33 ΕΚ και αφετέρου αφορά βασικά προϊόντα του παραρτήματος I της Συνθήκης. Επιπλέον, ναι μεν η μπίρα δεν μνημονεύεται ρητά στο παράρτημα αυτό, πλην όμως μνημονεύονται τα περισσότερα συστατικά από τα οποία αποτελείται, η δε υπαγωγή της στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 2081/92 ανταποκρίνεται στον σκοπό του κανονισμού αυτού και ειδικότερα στην επίτευξη των στόχων του άρθρου 33 ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 50-51)

3.        Καίτοι το άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 2081/92, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων, προβλέπει ρητά ότι το άρθρο 7 του κανονισμού αυτού δεν έχει εφαρμογή στο πλαίσιο της απλουστευμένης διαδικασίας καταχωρίσεως και, συνεπώς, αποκλείει, στο πλαίσιο αυτό, το δικαίωμα ενστάσεως των εχόντων έννομο συμφέρον τρίτων που προβλέπει η παράγραφος 3 της τελευταίας αυτής διάταξης, η καταχώριση με τη διαδικασία αυτή προϋποθέτει και αυτή ότι οι ονομασίες ανταποκρίνονται στους ουσιαστικούς κανόνες του κανονισμού αυτού.

Εν πάση περιπτώσει η ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στο άρθρο 17 του κανονισμού 2081/92 ουδόλως σημαίνει ότι οι τρίτοι ενδιαφερόμενοι, οι οποίοι θεωρούν ότι θίγονται τα νόμιμα συμφέροντά τους εξαιτίας της καταχωρίσεως, ορισμένης ονομασίας στερούνται της δυνατότητας να προβάλουν την άποψή τους και να υποβάλουν την ένστασή τους ενώπιον του κράτους μέλους που ζητεί την καταχώριση, ιδίως σύμφωνα με τις αρχές της δικαστικής προστασίας, όπως αυτή απορρέει από το σύστημα του εν λόγω κανονισμού. Συνεπώς οι τρίτοι ενδιαφερόμενοι έχουν τη δυνατότητα και στο πλαίσιο της απλουστευμένης διαδικασίας του άρθρου 17 του κανονισμού αυτού να υποβάλουν την ένστασή τους έναντι της οικείας αιτήσεως καταχωρίσεως. Στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται να αποφαίνονται επί της νομιμότητας αιτήσεως καταχωρίσεως μιας ονομασίας, βάσει του άρθρου 17, υπό τις αυτές προϋποθέσεις ελέγχου που ισχύουν για κάθε οριστική πράξη η οποία, εκδιδόμενη από την ίδια εθνική αρχή, μπορεί να θίξει δικαιώματα τρίτων στηριζόμενα στο κοινοτικό δίκαιο και, συνεπώς, να θεωρούν παραδεκτή την προσφυγή που ασκείται προς τούτο, έστω και αν οι εσωτερικοί δικονομικοί κανόνες δεν προβλέπουν τέτοια προσφυγή σε παρόμοιες περιπτώσεις.

(βλ. σκέψεις 54-57)

4.        Στο πλαίσιο του συστήματος που θεσπίζει ο κανονισμός 2081/92, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων, υφίσταται επιμερισμός αρμοδιοτήτων μεταξύ του ενδιαφερομένου κράτους μέλους και της Επιτροπής.

Στο σύστημα αυτό εναπόκειται στην Επιτροπή να εξακριβώνει ιδίως, πριν από την καταχώριση ονομασίας στη ζητούμενη κατηγορία, αφενός, ότι τα σχετικά στοιχεία που συνοδεύουν την αίτηση είναι σύμφωνα προς το άρθρο 4 του κανονισμού 2081/92, δηλαδή ότι περιλαμβάνουν όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες και ότι δεν προδίδουν τη διάπραξη πρόδηλου σφάλματος και, αφετέρου, ότι, βάσει των στοιχείων αυτών, η ονομασία πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο α΄ ή β΄, του κανονισμού 2081/92.Το ίδιο ισχύει και οσάκις, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ίδιου κανονισμού, τα μέτρα που μελετά η Επιτροπή δεν συμβιβάζονται με τη γνώμη της επιτροπής που προβλέπει το άρθρο αυτό ή οσάκις δεν διατυπώνεται τέτοια γνώμη, η δε απόφαση καταχωρίσεως λαμβάνεται από το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής.

(βλ. σκέψεις 64, 67-68)

5.        Σε αντίθεση προς το άρθρο 5 του κανονισμού 2081/92, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων, που προβλέπει ρητά ότι στη συνήθη διαδικασία η αίτηση καταχωρίσεως συνοδεύεται από τα απαιτούμενα στοιχεία, το άρθρο 17 του ίδιου κανονισμού απλώς επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να ανακοινώσουν στην Επιτροπή ποιες από τις νομίμως προστατευόμενες ονομασίες τους ή, στα κράτη μέλη όπου δεν υπάρχει σύστημα προστασίας, ποιες από τις ονομασίες που έχουν καθιερωθεί με τη χρήση επιθυμούν να καταχωρίσουν. Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 17 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι υποχρεώνει τα κράτη μέλη να ανακοινώσουν εντός έξι μηνών τα οριστικά στοιχεία και κάθε σχετικό έγγραφο, οπότε κάθε τροποποίηση των αρχικώς υποβληθέντων στοιχείων συνεπάγεται την εφαρμογή της συνήθους διαδικασίας.

(βλ. σκέψη 76)

6.        Στο πλαίσιο της εξέτασης του ζητήματος αν μια ονομασία έχει καταστεί κοινή πρέπει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2081/92, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων, να λαμβάνονται υπόψη οι περιοχές παραγωγής του συγκεκριμένου προϊόντος τόσο εντός όσο και εκτός του κράτους μέλους που πέτυχε την καταχώριση της επίμαχης ονομασίας, η κατανάλωση του προϊόντος αυτού, ο τρόπος με τον οποίο η ονομασία γίνεται αντιληπτή από τους καταναλωτές τόσο εντός όσο και εκτός του οικείου κράτους μέλους, η ύπαρξη τυχόν ειδικών εθνικών ρυθμίσεων σχετικών με αυτό το προϊόν, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο η επίμαχη ονομασία έχει χρησιμοποιηθεί στο κοινοτικό δίκαιο.

Η καταχώριση μιας προστατευόμενης γεωγραφικής ενδείξεως (ΠΓΕ), σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό, σκοπεί, μεταξύ άλλων, να αποτρέψει την κατάχρηση μιας ονομασίας από τρίτους που επιθυμούν να επωφεληθούν της φήμης που έχει αποκτήσει και κατά τα λοιπά να αποτρέψει την εξαφάνισή της που ενδέχεται να επέλθει δια της κοινής και γενικής χρήσεώς της είτε εκτός της γεωγραφικής προελεύσεώς της είτε εκτός της συγκεκριμένης ποιότητας, φήμης ή άλλου χαρακτηριστικού που αποδίδεται στην εν λόγω προέλευση και δικαιολογεί την καταχώριση.

Συνεπώς, στην περίπτωση ΠΓΕ, μια ονομασία δεν καθίσταται κοινή παρά μόνον αν έχει εξαφανισθεί ο άμεσος σύνδεσμος μεταξύ, αφενός, της γεωγραφικής προέλευσης του προϊόντος και, αφετέρου, ορισμένης ποιότητας του προϊόντος αυτού, της φήμης ή άλλου χαρακτηριστικού του που αποδίδεται στην εν λόγω προέλευση, η δε ονομασία απλώς περιγράφει ένα είδος ή τύπο προϊόντων.

(βλ. σκέψεις 101, 106-107)

7.        Ο κανονισμός 1347/2001, για τη συμπλήρωση του παραρτήματος του κανονισμού (ΕΚ) 1107/96 της Επιτροπής σχετικά με την καταχώρηση των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2081/92, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων, έχει την έννοια ότι δεν θίγει το κύρος και τη δυνατότητα χρήσεως, που αντιστοιχεί σε μια από τις περιπτώσεις του άρθρου 13 του κανονισμού 2081/92, προϋπαρχόντων εμπορικών σημάτων τρίτων που περιλαμβάνουν τη λέξη «Bavaria» και έχουν καταχωριστεί καλόπιστα πριν την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως της προστατευομένης γεωγραφικής ενδείξεως (ΠΓΕ) «Bayerisches Bier» υπό τον όρον ότι τα σήματα αυτά δεν βαρύνονται από κάποιο λόγο ακυρότητας ή εκπτώσεως των εξ αυτών δικαιωμάτων που προβλέπουν τα άρθρα 3, παράγραφος 1, στοιχεία γ΄ και ζ΄, καθώς και 12, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της πρώτης οδηγίας 89/104, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων.

Πράγματι, οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 14, του κανονισμού 2081/92 έχουν κάθε μια διαφορετικούς στόχους και λειτουργίες και υπόκεινται σε διαφορετικές προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι με το άρθρο 1 του κανονισμού 1347/2001 καταχωρίστηκε η ονομασία «Bayerisches Bier» ως ΠΓΕ, στη δε τρίτη αιτιολογική σκέψη διαπιστώνεται ότι η εν λόγω ΠΓΕ και το εμπορικό σήμα «Bavaria» δεν βρίσκονται στην κατάσταση που προβλέπει το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 2081/92 δεν μπορεί να έχει επίπτωση στην εξέταση των προϋποθέσεων συνύπαρξης του εν λόγω σήματος με την εν λόγω ΠΓΕ, όπως προβλέπονται στο άρθρο 14, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού. Ειδικότερα, η έλλειψη κινδύνου συγχύσεως στην αντίληψη του καταναλωτή, κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 2081/92, μεταξύ της επίδικης ονομασίας και του προϋπάρχοντος σήματος δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η χρήση του σήματος να ανταποκρίνεται σε μια από τις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 13, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ή να βαρύνεται το εν λόγω σήμα από κάποιο λόγο ακυρότητας ή εκπτώσεως των εξ αυτού δικαιωμάτων που προβλέπουν αντιστοίχως τα άρθρα 3, παράγραφος 1, στοιχεία γ΄ και ζ΄, καθώς και 12, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, της πρώτης οδηγίας 89/104. Επιπλέον, η έλλειψη κινδύνου συγχύσεως δεν απαλλάσσει από την υποχρέωση εξακριβώσεως ότι το συγκεκριμένο σήμα καταχωρίστηκε καλόπιστα πριν την ημερομηνία καταθέσεως της αίτησης καταχωρίσεως της Προστατευόμενης Ονομασίας Προελεύσεως ή της ΠΓΕ. Η εξέταση των προϋποθέσεων του άρθρου 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 2081/92 απόκειται μόνο στον εθνικό δικαστή, βάσει των πραγματικών περιστατικών και του σχετικού εθνικού, κοινοτικού ή διεθνούς δικαίου και ενδεχομένως μέσω αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως κατά το άρθρο 234 ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 121-125, διατακτ. 2)