Language of document : ECLI:EU:T:2008:419

Υπόθεση T-411/06

Sogelma – Societá generale lavori manutenzioni appalti Srl

κατά

Agence européenne pour la reconstruction (AER)

«Συμβάσεις δημοσίων έργων – Πρόσκληση εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για την Ανασυγκρότηση για την υποβολή προσφορών – Απόφαση ακυρώσεως της προσκλήσεως υποβολής προσφορών και δημοσιεύσεως νέας προσκλήσεως – Προσφυγή ακυρώσεως – Αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου – Ανάγκη υποβολής προηγουμένως καταγγελίας ενώπιον διοικητικής αρχής – Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής – Εντολή – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Αίτημα αποζημιώσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Πράξεις που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα – Πράξεις εκδιδόμενες από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία για την Ανασυγκρότηση δυνάμει αρμοδιοτήτων που της ανέθεσε η Επιτροπή

(Άρθρο 230 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 2666/2000, άρθρο 1, και 2667/2000, άρθρα 1, 2 και 3)

3.      Διαδικασία – Παραδεκτό των προσφυγών ή αγωγών

(Κανονισμός 2667/2000 του Συμβουλίου, άρθρα 1, 2, 13 § 2 και 13α § 3)

4.      Προσφυγή ακυρώσεως – Προθεσμίες – Έναρξη

(Άρθρο 230, εδ. 5, ΕΚ)

5.      Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Πράξεις που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα

6.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Παράνομη συμπεριφορά – Ζημία – Αιτιώδης σύνδεσμος

(Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ)

7.      Διαδικασία – Μέτρα αποδείξεως – Αίτηση προσκομίσεως εγγράφων

1.      Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα συνιστά κοινότητα δικαίου, η δε Συνθήκη καθιέρωσε πλήρες σύστημα ενδίκων μέσων και διαδικασιών, το οποίο σκοπεί να αναθέσει στο Δικαστήριο τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων. Το σύστημα της Συνθήκης συνίσταται στη δυνατότητα ασκήσεως ευθείας προσφυγής κατά κάθε μέτρου ληφθέντος από τα θεσμικά όργανα και συνεπαγόμενου έννομα αποτελέσματα. Εξ αυτού μπορεί να συναχθεί η γενική αρχή ότι πρέπει να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο κάθε πράξη κοινοτικού οργανισμού παράγουσα έννομα αποτελέσματα έναντι των τρίτων.

Έτσι, είναι απαράδεκτο πράξεις προοριζόμενες να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων και εκδιδόμενες από οργανισμούς ιδρυόμενους δυνάμει του παράγωγου δικαίου, όπως η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία για την Ανασυγκρότηση, να μην υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο.

(βλ. σκέψεις 36-37)

2.      Η ακύρωση προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών είναι πράξη δυνάμενη, κατ’ αρχήν, να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής βάσει του άρθρου 230 ΕΚ. Πρόκειται, όντως, για πράξη θίγουσα τους υποβαλόντες προσφορά και τροποποιούσα σημαντικά τη νομική κατάστασή τους, καθόσον σημαίνει ότι είναι πλέον αδύνατη η ανάθεση στους ενδιαφερομένους της συμβάσεως για την οποία είχαν υποβάλει προσφορά.

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του κανονισμού 2667/2000, σχετικά με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία για την Ανασυγκρότηση (ΕΥΑ), όπως αυτός τροποποιήθηκε, η Επιτροπή δύναται να αναθέσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 1 του κανονισμού 2666/2000, για την παροχή βοήθειας προς την Αλβανία, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, την Κροατία, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας και την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, εκτέλεση της κοινοτικής αρωγής υπέρ της Σερβίας και του Μαυροβουνίου στην ΕΥΑ. Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 2667/2000, δύναται να επιφορτίσει η Επιτροπή την ΕΥΑ με όλες τις αναγκαίες για την εφαρμογή των προγραμμάτων ανασυγκροτήσεως της Σερβίας και του Μαυροβουνίου, ιδίως δε με την προετοιμασία και την αξιολόγηση των προσκλήσεων υποβολής προσφορών και της αναθέσεως των συμβάσεων.

Οι αποφάσεις που θα είχε λάβει η Επιτροπή δεν μπορούν να απολέσουν την ιδιότητά τους ως δυναμένων να προσβληθούν πράξεων αποκλειστικά και μόνο λόγω του ότι η Επιτροπή ανέθεσε αρμοδιότητες στην ΕΥΑ, χωρίς τον κίνδυνο δημιουργίας νομικού κενού. Εξ αυτού έπεται ότι οι αποφάσεις που έλαβε η ΕΥΑ στο πλαίσιο των διαδικασιών αναθέσεως συμβάσεων και που σκοπούν στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων έναντι των τρίτων συνιστούν πράξεις δυνάμενες να προσβληθούν ενώπιον του κοινοτικού δικαστή.

(βλ. σκέψεις 38-40, 43)

3.      Κατ’ αρχήν, οι προσφυγές πρέπει να βάλλουν κατά του συντάκτη της προσβαλλόμενης πράξεως ή κατά του θεσμικού οργάνου ή του κοινοτικού οργανισμού που εξέδωσε την απόφαση.

Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία για την Ανασυγκρότηση (ΕΥΑ) είναι κοινοτικός οργανισμός, ο οποίος διαθέτει νομική προσωπικότητα και ο οποίος συνεστήθη με κανονισμό προκειμένου να υλοποιηθεί η κοινοτική αρωγή υπέρ, ιδίως, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου. Προς τούτο, τα άρθρα 1 και 2 του κανονισμού 2667/2000 σχετικά με την ΕΥΑ παρέχουν ρητώς στην Επιτροπή την εξουσία να της αναθέτει την εκτέλεση της εν λόγω αρωγής και ιδίως την προετοιμασία και την αξιολόγηση των προσκλήσεων για την υποβολή προσφορών και την ανάθεση των συμβάσεων. Επομένως, η ΕΥΑ είναι αρμόδια, αφού προηγουμένως επιφορτίσθηκε προς τούτο από την Επιτροπή, να υλοποιήσει η ίδια τα προγράμματα κοινοτικής αρωγής.

Αφ’ ης στιγμής, η ίδια η ΕΥΑ εξέδωσε την απόφαση ακυρώσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών βάσει των αρμοδιοτήτων που της ανέθεσε η Επιτροπή, σύμφωνα με τον κανονισμό 2667/2000, η ΕΥΑ είναι ο συντάκτης της αμφισβητούμενης πράξεως. Επομένως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δύναται υπό την έννοια αυτή να την αμφισβητήσει ενώπιον του Πρωτοδικείου.

Επί πλέον, όπως προκύπτει από το άρθρο 13, παράγραφος 2, και το άρθρο 13α, παράγραφος 3, του κανονισμού 2667/2000, εναπόκειται στην ΕΥΑ να αμυνθεί ενώπιον της δικαιοσύνης στο πλαίσιο των διαφορών σχετικά με τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της καθώς και των διαφορών σχετικά με τις αποφάσεις που η ίδια έλαβε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 του κανονισμού 1049/2001. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να κριθεί ότι η ΕΥΑ δεν μπορεί να αμυνθεί ενώπιον της δικαιοσύνης η ίδια και για τις λοιπές αποφάσεις που έχει λάβει.

(βλ. σκέψεις 49-53)

4.      Όταν η ημερομηνία κοινοποιήσεως μιας αποφάσεως δεν μπορεί να προσδιοριστεί με βεβαιότητα, η εξ αυτού αμφιβολία ενεργεί υπέρ του προσφεύγοντος, η προσφυγή του οποίου λογίζεται ως ασκηθείσα εμπρόθεσμα, εφόσον, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών, δεν φαίνεται να αποκλείεται τελείως το ενδεχόμενο το κοινοποιούν την απόφαση έγγραφο να περιήλθε στην ίδια αρκετά όψιμα με αποτέλεσμα τη μη τήρηση της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής. Ομοίως, το πλεονέκτημα της αμφιβολίας ισχύει υπέρ του προσφεύγοντος εφόσον δεν πρόκειται για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας κοινοποιήσεως αλλά για την ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως. Εναπόκειται στον διάδικο ο οποίος επικαλείται την εκπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής να προσκομίσει την απόδειξη της ημερομηνίας επελεύσεως του συνεπαγομένου την έναρξη της προθεσμίας γεγονότος.

Η αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος δεν εγγυάται την πραγματική παραλαβή του από τον αποδέκτη του. Πράγματι, ενδέχεται ένα ηλεκτρονικό μήνυμα να μην περιέλθει στον ίδιο για τεχνικούς λόγους. Ακόμη και αν, εν προκειμένω, ο αποστολέας δεν έλαβε μήνυμα περί «μη λήψεως» του μηνύματος, τούτο δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι το ηλεκτρονικό μήνυμα περιήλθε όντως στον αποδέκτη του. Επί πλέον, ακόμη και όταν ένα ηλεκτρονικό μήνυμα περιέρχεται όντως στον αποδέκτη του, ενδέχεται η παραλαβή του να μην χώρησε κατά την ημερομηνία της αποστολής του. Εφόσον ο αποστολέας ηλεκτρονικού μηνύματος ο οποίος δεν λαμβάνει καμία επιβεβαίωση περί της λήψεώς του δεν δίδει καμία συνέχεια, δεν είναι κατά κανόνα σε θέση να αποδείξει ότι το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα παρελήφθη και πότε ενδεχομένως.

(βλ. σκέψεις 75-78)

5.      Συνιστούν πράξεις ή αποφάσεις δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, μόνον τα μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα των προσφευγόντων, τροποποιώντας ουσιωδώς τη νομική κατάστασή τους. Κατά κανόνα, η απόφαση περί διοργανώσεως προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών δεν θίγει τους ενδιαφερομένους, καθόσον τους παρέχει απλώς τη δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία και υποβολής προσφοράς.

(βλ. σκέψεις 85-86)

6.      Η στοιχειοθέτηση της κατά το άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, ήτοι τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης στα θεσμικά όργανα συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της επικαλούμενης ζημίας.

Σε περίπτωση κατά την οποία συντρέχουν οι εν λόγω τρεις προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης σωρευτικώς, το γεγονός ότι η μία εξ αυτών δεν πληρούται αρκεί για την απόρριψη αγωγής αποζημιώσεως.

Συναφώς, αναφορικά με την απόφαση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για την Ανασυγκρότηση (ΕΥΑ) περί ακυρώσεως της προσκλήσεως υποβολής προσφορών για την ανάθεση συμβάσεως, το γεγονός απλώς και μόνον ότι παρήλθε χρονικό διάστημα πέραν των έξι μηνών μεταξύ της αποστολής του τελευταίου αιτήματος περί διευκρινίσεων προς τους υποβαλόντες προσφορά και της ανακοινώσεως της αποφάσεως περί ακυρώσεως της προσκλήσεως υποβολής προσφορών δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται ως παράνομη συμπεριφορά εκ μέρους της ΕΥΑ. Εξάλλου, ουδεμία μπορεί να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του χρόνου που χρειάστηκε η ΕΥΑ για να λάβει και να κοινοποιήσει την απόφαση περί ακυρώσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών και των εξόδων στα οποία εκτέθηκε συγκεκριμένος υποβαλών προσφορά για την επεξεργασία της προσφοράς του.

(βλ. σκέψεις 146-147, 149-150)

7.      Για να δοθεί η δυνατότητα στο Πρωτοδικείο να προσδιορίσει αν είναι χρήσιμο για την ομαλή εξέλιξη της διαδικασίας να διατάξει την προσκόμιση ορισμένων εγγράφων, ο διάδικος που υποβάλλει σχετικό αίτημα οφείλει να εξατομικεύει τα αιτούμενα έγγραφα και να παρέχει τουλάχιστον στο Πρωτοδικείο τα ελάχιστα πιστοποιούντα τη χρησιμότητα των εγγράφων αυτών για τις ανάγκες της δίκης στοιχεία.

Αίτημα περί προσκομίσεως όλων των εγγράφων των αφορώντων διαδικασία κατακυρώσεως ισοδυναμεί με αίτημα προσκομίσεως του εσωτερικού φακέλου. Η εξέταση από τον κοινοτικό δικαστή του εσωτερικού φακέλου ενός κοινοτικού οργανισμού προκειμένου να διαπιστωθεί αν η απόφασή του επηρεάστηκε από λόγους διαφορετικούς από εκείνους που παρατίθενται στην αιτιολογία συνιστά κατ’ εξαίρεση αποδεικτικό μέτρο. Προϋποθέτει ότι οι περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την επίδικη απόφαση δίδουν λαβή για σοβαρές αμφιβολίες ως προς τους αληθείς λόγους και ειδικότερα υποψίες ότι οι λόγοι αυτοί είναι ξένοι προς τους στόχους του κοινοτικού δικαίου και ως εκ τούτου στοιχειοθετούν κατάχρηση εξουσίας.

(βλ. σκέψεις 152, 157)