Language of document : ECLI:EU:T:2010:70

Υπόθεση T-410/06

Foshan City Nanhai Golden Step Industrial Co., Ltd

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές υποδημάτων με δερμάτινο επάνω μέρος καταγωγής Κίνας και Βιετνάμ – Υπολογισμός της κατασκευασμένης κανονικής αξίας – Τιμή εξαγωγής – Δικαιώματα άμυνας – Ζημία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Περιθώριο ντάμπινγκ – Καθορισμός της κανονικής αξίας – Χρησιμοποίηση της κατασκευασμένης αξίας – Διακριτική ευχέρεια των κοινοτικών οργάνων όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού

(Κανονισμό 384/96 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 6, στοιχείο γ΄)

2.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Καθορισμός των δασμών αντιντάμπινγκ – Μέθοδος υπολογισμού

(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρο 9 § 4)

3.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Διαδικασία αντιντάμπινγκ – Δικαιώματα άμυνας – Κοινοποίηση, από την Επιτροπή στις επιχειρήσεις, του εγγράφου τελικής ενημερώσεως

(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρο 20 §§ 2 και 4)

4.      Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο διοικητικών διαδικασιών – Αντιντάμπινγκ – Υποχρέωση των θεσμικών οργάνων να ενημερώνουν τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις – Συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημερώσεως

(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρο 20 § 5)

5.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Ζημία – Χρονικό διάστημα που λαμβάνεται υπόψη

(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 2)

1.      Το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 παρέχει στα θεσμικά όργανα ευρεία διακριτική ευχέρεια, όσον αφορά την επιλογή της μεθόδου υπολογισμού των εξόδων πωλήσεως, των διοικητικών δαπανών και των λοιπών γενικών εξόδων, καθώς και του περιθωρίου κέρδους στο πλαίσιο του υπολογισμού της κατασκευασμένης κανονικής αξίας.

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο κοινοτικός δικαστής ελέγχει αν τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες, αν τα πραγματικά περιστατικά που ελήφθησαν υπόψη για την πραγματοποίηση της αμφισβητούμενης επιλογής είναι αληθή στην ουσία τους, αν συντρέχει πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή αν συντρέχει κατάχρηση εξουσίας.

Εξάλλου, το εν λόγω άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο γ΄, προβλέπει ότι η μέθοδος αυτή πρέπει να είναι εύλογη. Επομένως, ο κοινοτικός δικαστής μπορεί να διαπιστώσει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά την επιλεγείσα μέθοδο μόνον αν αυτή δεν είναι εύλογη. Επομένως, η ύπαρξη άλλων εύλογων μεθόδων, οι οποίες θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στο πλαίσιο αυτό, δεν θίγει τη νομιμότητα της επιλογής της μεθόδου που όντως χρησιμοποιήθηκε, δεδομένου ότι ο δικαστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εκτίμηση των θεσμικών οργάνων.

Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο αυτό, τα θεσμικά όργανα μπορούν να κρίνουν πλέον εύλογο να χρησιμοποιηθούν πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τα κέρδη που πραγματοποίησαν στην εγχώρια επιχειρήσεις με μέγεθος συγκρίσιμο προς το μέγεθος της επιχειρήσεως ως προς την οποία διεξάγεται η έρευνα, οι οποίες δεν επιβαρύνονται με ιδιαίτερα υψηλά έξοδα πωλήσεως και γενικά έξοδα και έχουν επίσης χαρακτηριστεί ως επιχειρήσεις δραστηριοποιούμενες υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς, στο πλαίσιο πρόσφατων ερευνών με αντικείμενο άλλα προϊόντα, εκτός των υποδημάτων, και ως προς τις οποίες τα θεσμικά όργανα διαθέτουν αξιόπιστα στοιχεία, αντί να χρησιμοποιηθούν πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με πωλήσεις υποδημάτων σε αγορές εντελώς διαφορετικές.

Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, οσάκις τα θεσμικά όργανα εφαρμόζουν τη διάταξη αυτή για τον υπολογισμό ευλόγου περιθωρίου κέρδους, δεν είναι υποχρεωμένα να χρησιμοποιούν στοιχεία σχετικά με προϊόντα της ίδιας γενικής κατηγορίας, αλλά πρέπει να μεριμνούν ώστε το περιθώριο κέρδους που καθορίστηκε με εύλογη μέθοδο να μην υπερβαίνει το περιθώριο κέρδους από την πώληση προϊόντων της ίδιας γενικής κατηγορίας. Εξάλλου, η διάταξη αυτή δεν πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι τα κοινοτικά όργανα δεν δύνανται να καθορίσουν περιθώριο κέρδους εφόσον δεν διαθέτουν αξιόπιστη βάση υπολογισμού του περιθωρίου κέρδους που πραγματοποιείται από τις πωλήσεις προϊόντων της ίδιας γενικής κατηγορίας.

(βλ. σκέψεις 64-67, 71, 74)

2.      Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 4, τελευταία περίοδος, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96, το «ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το περιθώριο ντάμπινγκ που έχει διαπιστωθεί, αλλά θα πρέπει να είναι κατώτερο του εν λόγω περιθωρίου, αν η επιβολή δασμού χαμηλότερου ύψους κρίνεται επαρκής για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται η κοινοτική βιομηχανία». Κατά συνέπεια, ο παραγωγός σε βάρος του οποίου έχουν επιβληθεί δασμοί αντιντάμπινγκ δεν μπορεί να αμφισβητήσει τους δασμούς αυτούς, με το επιχείρημα ότι η έρευνα κατέληξε σε υπερτιμημένο περιθώριο ζημίας, στην περίπτωση που ο συντελεστής του δασμού αντιστοιχεί στο περιθώριο ντάμπινγκ, οσάκις αυτό είναι χαμηλότερο τόσο από το εσφαλμένως διαπιστωμένο περιθώριο της ζημίας όσο και από το πραγματικό περιθώριο της ζημίας.

(βλ. σκέψη 94)

3.      Οι επιχειρήσεις που αποτελούν αντικείμενο έρευνας ενόψει της εκδόσεως κανονισμού αντιντάμπινγκ πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να γνωστοποιήσουν λυσιτελώς, κατά τη διοικητική διαδικασία, την άποψή τους σχετικά με το υποστατό και τη βαρύτητα των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων, καθώς και με τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία η Επιτροπή στήριξε τη διαπίστωσή της σχετικά με την ύπαρξη ντάμπινγκ και την εντεύθεν προκληθείσα ζημία.

Στο πλαίσιο αυτό, ο ελλιπής χαρακτήρας της τελικής ενημερώσεως, την οποία έχουν ζητήσει οι ενδιαφερόμενοι δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 4, τελευταία περίοδος, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96, καθιστά παράνομο τον κανονισμό με τον οποίον επιβάλλονται οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ μόνο στην περίπτωση που τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν ήταν σε θέση, λόγω της παραλείψεως αυτής, να υπερασπισθούν λυσιτελώς τα συμφέροντά τους. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, στην περίπτωση που η παράλειψη αφορά περιστατικά και εκτιμήσεις διαφορετικές από εκείνες βάσει των οποίων επιβλήθηκαν τα προσωρινά μέτρα και στις οποίες πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα κατά την τελική ενημέρωση, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη. Για τους ίδιους λόγους, τούτο συμβαίνει επίσης στην περίπτωση που η παράλειψη αφορά περιστατικά ή εκτιμήσεις διαφορετικές σε σχέση με εκείνες στις οποίες στηρίχθηκε η απόφαση που εκδόθηκε από την Επιτροπή ή το Συμβούλιο μετά την κοινοποίηση του εγγράφου τελικής ενημέρωσης, όπως προκύπτει από το άρθρο 20, παράγραφος 4, τελευταία περίοδος, του βασικού κανονισμού.

Η εκ μέρους της Επιτροπής τροποποίηση της αναλύσεώς της, κατόπιν των παρατηρήσεων των ενδιαφερομένων επί του εγγράφου τελικής ενημέρωσης, δεν συνιστά αυτή καθαυτή προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το άρθρο 20, παράγραφος 4, τελευταία περίοδος, του βασικού κανονισμού, το έγγραφο τελικής ενημέρωσης δεν θίγει οποιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση της Επιτροπής ή του Συμβουλίου. Η διάταξη αυτή απλώς υποχρεώνει την Επιτροπή να γνωστοποιήσει, το συντομότερο δυνατόν, τα περιστατικά και τις εκτιμήσεις που διαφέρουν από εκείνα στα οποία στηρίχθηκε η περιγραφόμενη στο έγγραφο τελικής ενημέρωσης αρχική πρότασή της. Κατά συνέπεια, για να διαπιστωθεί αν η Επιτροπή σεβάστηκε τα δικαιώματα που αντλούν οι ενδιαφερόμενοι από το άρθρο 20, παράγραφος 4, τελευταία περίοδος, του βασικού κανονισμού, πρέπει επιπλέον να εξεταστεί αν η Επιτροπή τούς γνωστοποίησε τα περιστατικά και τις εκτιμήσεις στις οποίες στηρίχθηκε η νέα ανάλυσή της σχετικά με τη ζημία και τη μορφή των μέτρων που απαιτούνται για την εξάλειψή της, στον βαθμό που αυτά διαφέρουν από τα ληφθέντα υπόψη με το έγγραφο τελικής ενημέρωσης.

(βλ. σκέψεις 111-112, 117-118)

4.      Η Επιτροπή, τάσσοντας στον παραγωγό ως προς τον οποίο διεξάγεται έρευνα αντιντάμπινγκ προθεσμία μικρότερη των δέκα ημερών για να υποβάλει παρατηρήσεις επί του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης, παραβιάζει το άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού. Πάντως, το γεγονός αυτό δεν συνεπάγεται, άνευ ετέρου, την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού. Συγκεκριμένα, πρέπει επιπλέον να αποδειχθεί ότι η χορήγηση προθεσμίας μικρότερης της νόμιμης προσέβαλε με συγκεκριμένο τρόπο τα δικαιώματα άμυνας του εν λόγω παραγωγού στο πλαίσιο της επίμαχης διαδικασίας.

(βλ. σκέψη 124)

5.      Η επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ δεν συνιστά κύρωση για παλαιότερη συμπεριφορά, αλλά μέτρο άμυνας και προστασίας κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού ο οποίος προκύπτει από την πρακτική του ντάμπινγκ. Επομένως, για να είναι δυνατόν να καθορισθούν οι κατάλληλοι δασμοί αντιντάμπινγκ προς προστασία της κοινοτικής βιομηχανίας από την πρακτική του ντάμπινγκ, είναι απαραίτητο να διεξαχθεί η έρευνα με βάση τις κατά το δυνατόν πλέον πρόσφατες πληροφορίες.

Τα θεσμικά όργανα, εφόσον διαπιστώσουν ότι οι εισαγωγές προϊόντος υποκείμενου σε ποσοτικούς περιορισμούς αυξάνονται μετά την κατάργηση των περιορισμών αυτών, μπορούν να λάβουν υπόψη τους την αύξηση αυτή για την εκτίμηση της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία.

(βλ. σκέψεις 133-134)