Language of document : ECLI:EU:T:2010:70

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 4ης Μαρτίου 2010 (*)

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές υποδημάτων με δερμάτινο επάνω μέρος καταγωγής Κίνας και Βιετνάμ – Υπολογισμός της κατασκευασμένης κανονικής αξίας – Τιμή εξαγωγής – Δικαιώματα άμυνας – Ζημία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑410/06,

Foshan City Nanhai Golden Step Industrial Co., Ltd, με έδρα το Lishui (Κίνα), εκπροσωπούμενη από τους I. MacVay, solicitor, R. Thompson, QC, και K. Beal, barrister,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενου από τον J.-P. Hix, επικουρούμενο από τον G. Berrisch, δικηγόρο,

καθού,

υποστηριζόμενου από

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους H. van Vliet και T. Scharf,

και

την Confédération européenne de l’industrie de la chaussure (CEC), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους P. Vlaemminck, G. Zonnekeyn και S. Verhulst, στη συνέχεια από τους Ρ. Vlaemminck και A. Hubert, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο αίτημα περί μερικής ακυρώσεως, ως προς την προσφεύγουσα, του κανονισμού (ΕΚ) 1472/2006 του Συμβουλίου, της 5ης Οκτωβρίου 2006, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Βιετνάμ (ΕΕ L 275, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Martins Ribeiro, πρόεδρο, Σ. Παπασάββα (εισηγητή) και A. Dittrich, δικαστές,

γραμματέας: Κ. Καντζά, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Φεβρουαρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96, του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής: βασικός κανονισμός) ορίζει:

«1.      Δασμός αντιντάμπινγκ είναι δυνατό να επιβάλλεται σε κάθε προϊόν που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, όταν η θέση του σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας προκαλεί ζημία.

2.      Ένα προϊόν θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ όταν η τιμή εξαγωγής του στην Κοινότητα είναι χαμηλότερη από μια συγκρίσιμη τιμή του ομοειδούς προϊόντος, όπως έχει καθοριστεί για τη χώρα εξαγωγής κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις.»

2        Σχετικά με τη διαπίστωση της υπάρξεως ντάμπινγκ, το άρθρο 2 του βασικού κανονισμού ορίζει τους κανόνες που εφαρμόζονται στη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας του υπό εξέταση προϊόντος και της τιμής εξαγωγής, το δε ποσό κατά το οποίο η πρώτη υπερβαίνει τη δεύτερη αποτελεί, σύμφωνα με την παράγραφο 12 του άρθρου αυτού, το περιθώριο ντάμπινγκ.

3        Το άρθρο 2, παράγραφοι 1, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, 3 και 6, του βασικού κανονισμού έχει ως εξής:

«1.      Η κανονική αξία βασίζεται κατ’ αρχήν στις πληρωθείσες ή πληρωτέες τιμές, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, από ανεξάρτητους πελάτες στη χώρα εξαγωγής.

Ωστόσο, στην περίπτωση που ο εξαγωγέας στη χώρα εξαγωγής δεν παράγει ή δεν πωλεί το ομοειδές προϊόν, η κανονική αξία είναι δυνατό να καθορίζεται με βάση τις τιμές που εφαρμόζουν άλλοι πωλητές ή παραγωγοί.

[…]

3.      Οι πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στην εγχώρια αγορά της χώρας εξαγωγής ή οι εξαγωγικές πωλήσεις προς μια τρίτη χώρα, σε τιμές χαμηλότερες από το (πάγιο και μεταβλητό) κόστος παραγωγής ανά μονάδα, προσαυξημένο κατά τα έξοδα πώλησης και τα γενικά και διοικητικά έξοδα, είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι δεν πραγματοποιούνται στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων εξαιτίας της τιμής τους και να μη ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό της κανονικής αξίας μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι οι πωλήσεις αυτές έχουν πραγματοποιηθεί επί παρατεταμένο χρονικό διάστημα και σε σημαντικές ποσότητες και ότι οι τιμές τους δεν επιτρέπουν την ολοσχερή κάλυψη του κόστους μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.

[…]

6.      Τα ποσά που αντιστοιχούν στα έξοδα πώλησης, στα γενικά και διοικητικά έξοδα και στα κέρδη υπολογίζονται με βάση πραγματικά στοιχεία για την παραγωγή και τις πωλήσεις, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, του ομοειδούς προϊόντος, που έχει πραγματοποιήσει ο εξαγωγέας ή ο παραγωγός τον οποίο αφορά η έρευνα. Όταν τα παραπάνω ποσά δεν είναι δυνατό να υπολογισθούν με αυτή τη βάση, επιτρέπεται ο υπολογισμός τους με βάση: 

α)      το σταθμισμένο μέσο όρο των πραγματικών ποσών που έχουν καθορισθεί για άλλους εξαγωγείς ή παραγωγούς ως προς τους οποίους γίνεται η έρευνα όσον αφορά την παραγωγή και τις πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής,

β)      τα πραγματικά ποσά που εφαρμόζονται από τον εκάστοτε εξαγωγέα ή παραγωγό στην παραγωγή και τις πωλήσεις, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, της ίδιας γενικής κατηγορίας προϊόντων στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής,

γ)      οποιαδήποτε άλλη εύλογη μέθοδο, υπό την προϋπόθεση ότι το προκύπτον βάσει αυτής ποσό κέρδους δεν υπερβαίνει το κέρδος που πραγματοποιούν υπό κανονικές συνθήκες άλλοι εξαγωγείς ή παραγωγοί σε σχέση με τις πωλήσεις προϊόντων της ιδίας γενικής κατηγορίας στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής.»

4        Όσον αφορά τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν ώστε να αναγνωριστεί ότι μια επιχείρηση ασκεί τις δραστηριότητές της υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς (στο εξής: ΚΟΑ), το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού προβλέπει:

«Στις έρευνες αντιντάμπινγκ για εισαγωγές από […] τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας […], η κανονική αξία καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 6, εάν αποδεικνύεται, με βάση δεόντως αιτιολογημένους ισχυρισμούς που θα υποβάλουν ένας ή περισσότεροι παραγωγοί που υπόκεινται στην έρευνα […], ότι υπόκεινται σε καθεστώς οικονομίας της αγοράς όσον αφορά την κατασκευή και την πώληση του οικείου ομοειδούς προϊόντος. Άλλως εφαρμόζονται οι κανόνες που καθορίζονται στο στοιχείο α΄.»

5        Το άρθρο 2, παράγραφοι 8 και 9, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού ορίζει:

«8.      Ως τιμή εξαγωγής θεωρείται η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή του προϊόντος κατά την πώλησή του προς εξαγωγή από τη χώρα εξαγωγής στην Κοινότητα.

9.      Όταν δεν υπάρχει τιμή εξαγωγής […], η τιμή εξαγωγής είναι δυνατό να κατασκευάζεται με βάση την τιμή στην οποία το εισαγόμενο προϊόν μεταπωλείται για πρώτη φορά σε ανεξάρτητο αγοραστή ή, αν το προϊόν δεν μεταπωλείται σε ανεξάρτητο αγοραστή ή δεν μεταπωλείται στην κατάσταση στην οποία εισήχθη, με οποιαδήποτε εύλογη βάση.»

6        Όσον αφορά τον προσδιορισμό της ζημίας, το άρθρο 3, παράγραφοι 2, 3 και 6, του βασικού κανονισμού προβλέπει:

«2.      Ο προσδιορισμός της ζημίας γίνεται με βάση θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση τόσο α) του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της επίδρασής τους στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Κοινότητας, όσο και β) των συνεπειών των εισαγωγών αυτών για την κοινοτική βιομηχανία.

3.      Προκειμένου περί του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, εξετάζεται κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση των εισαγωγών αυτών, είτε σε απόλυτα μεγέθη, είτε σε συνάρτηση με την παραγωγή ή την κατανάλωση στην Κοινότητα Προκειμένου περί της επίδρασης των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ επί των τιμών, εξετάζεται κατά πόσον έχουν πραγματοποιηθεί εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ σε τιμές αισθητά κατώτερες από τις τιμές που εφαρμόζει για τα ομοειδή προϊόντα η κοινοτική βιομηχανία ή κατά πόσον εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν με οποιονδήποτε τρόπο τη συμπίεση των τιμών σε σημαντικό βαθμό ή τη σε σημαντικό βαθμό παρακώλυση της αύξησης των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση. Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποφασιστική σημασία.

[…]

6.      Πρέπει να αποδεικνύεται, με βάση το σύνολο των συναφών αποδεικτικών στοιχείων που έχουν υποβληθεί σε σχέση με την παράγραφο 2, ότι οι εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ προκαλούν ζημία κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, είναι απαραίτητο να αποδεικνύεται ότι ο όγκος ή/και το επίπεδο των τιμών, όπως αυτά έχουν καθοριστεί βάσει της παραγράφου 3, ευθύνονται για τις συνέπειες επί της κοινοτικής βιομηχανίας, κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5, όπως επίσης ότι οι συνέπειες αυτές είναι τέτοιας έκτασης, ώστε να είναι δυνατό να θεωρηθούν σημαντικές.»

7        Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 4, τελευταία περίοδος, του βασικού κανονισμού, το «ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το περιθώριο ντάμπινγκ που έχει διαπιστωθεί, αλλά θα πρέπει να είναι κατώτερο του εν λόγω περιθωρίου, αν η επιβολή δασμού χαμηλότερου ύψους κρίνεται επαρκής για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται η κοινοτική βιομηχανία».

8        Το άρθρο 20, παράγραφοι 1, 2, 4 και 5, του βασικού κανονισμού ορίζει:

«1.      Οι καταγγέλλοντες, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς, οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις και οι εκπρόσωποι της χώρας εξαγωγής δύνανται να ζητούν την αποκάλυψη αναλυτικών πληροφοριών για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και για το σκεπτικό επί τη βάσει των οποίων έχουν επιβληθεί προσωρινά μέτρα. Οι σχετικές αιτήσεις πρέπει να υποβάλλονται γραπτώς αμέσως μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων, ενώ οι πληροφορίες πρέπει να κοινοποιούνται γραπτώς το συντομότερο δυνατό μετά την υποβολή της αίτησης.

2.      Τα μέρη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δύνανται να ζητούν την τελική αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού επί τη βάσει των οποίων πρόκειται να διατυπωθεί εισήγηση για την επιβολή οριστικών μέτρων ή για την περάτωση της έρευνας ή της διαδικασίας άνευ επιβολής μέτρων· εν προκειμένω, λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα για τη γνωστοποίηση εκείνων των πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού που ενδεχομένως διαφέρουν από εκείνα που αποτέλεσαν τη βάση για την επιβολή των προσωρινών μέτρων.

[…]

4.      Η τελική αποκάλυψη στοιχείων γίνεται γραπτώς• λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάγκης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, η τελική αποκάλυψη στοιχείων πρέπει να πραγματοποιείται το συντομότερο δυνατόν και, καταρχήν, το αργότερο ένα μήνα πριν από την οριστική απόφαση ή την υποβολή εκ μέρους της Επιτροπής οποιασδήποτε πρότασης για τη λήψη οριστικών μέτρων βάσει του άρθρου 9. Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αποκαλύψει ορισμένα πραγματικά περιστατικά ή το σκεπτικό τη δεδομένη στιγμή, αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν σε μεταγενέστερο στάδιο. Η αποκάλυψη αυτή δεν θίγει οποιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση την οποία ενδεχομένως λαμβάνει η Επιτροπή ή το Συμβούλιο, αλλά αν η απόφαση αυτή στηρίζεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και σε διαφορετικό σκεπτικό, αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν.

5.      Τυχόν παραστάσεις των ενδιαφερομένων μετά την τελική αποκάλυψη στοιχείων λαμβάνονται υπόψη εφόσον παραληφθούν εντός προθεσμίας που ορίζει η Επιτροπή κατά περίπτωση, η οποία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των δέκα ημερών, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του επείγοντος του θέματος.»

 Το ιστορικό της διαφοράς και ο προσβαλλόμενος κανονισμός

9        Η προσφεύγουσα, Foshan City Nanhai Golden Step Industrial Co., Ltd, είναι κινεζική εταιρία παραγωγής υποδημάτων.

10      Για τις εισαγωγές υποδημάτων καταγωγής Κίνας που εμπίπτουν σε ορισμένες κλάσεις της Συνδυασμένης Ονοματολογίας ίσχυε έως την 1η Ιανουαρίου 2005 σύστημα ποσοτικών ποσοστώσεων.

11      Κατόπιν καταγγελίας που υποβλήθηκε στις 30 Μαΐου 2005 από την Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία της Βιομηχανίας Υποδημάτων (CEC), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κίνησε διαδικασία αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων με δερμάτινο επάνω μέρος, καταγωγής Κίνας και Βιετνάμ. Η σχετική ανακοίνωση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Ιουλίου 2005 (ΕΕ C 166, σ. 14, στο εξής: ανακοίνωση περί κινήσεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ).

12      Στις 23 Μαρτίου 2006, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 553/2006 της Επιτροπής, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Βιετνάμ (ΕΕ L 98, σ. 3, στο εξής: προσωρινός κανονισμός).

13      Κατά την αιτιολογική σκέψη 9 του προσωρινού κανονισμού, η έρευνα για την πρακτική ντάμπινγκ και τη ζημία κάλυψε το χρονικό διάστημα από την 1η Απριλίου 2004 έως τις 31 Μαρτίου 2005 (στο εξής: ερευνηθέν διάστημα). Η εξέταση των σχετικών με τη ζημία στοιχείων κάλυψε το διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2001 έως τις 31 Μαρτίου 2005 (στο εξής: εξετασθέν διάστημα).

14      Επειδή ήταν αναγκαίο να καθοριστεί η κανονική αξία όσον αφορά τους παραγωγούς-εξαγωγείς της Κίνας και του Βιετνάμ οι οποίοι ενδεχομένως δεν θα χαρακτηρίζονταν ως επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται υπό ΚΟΑ, διενεργήθηκε, με σκοπό τη συγκέντρωση συναφών στοιχείων προερχόμενων από χώρα όπου επικρατούν ανάλογες συνθήκες και, συγκεκριμένα, από την Ομόσπονδη Δημοκρατία της Βραζιλίας, επιτόπιος έλεγχος στις εγκαταστάσεις των τριών εταιριών της χώρας αυτής (αιτιολογική σκέψη 8 του προσωρινού κανονισμού).

15      Από την αιτιολογική σκέψη 57 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι, για τον προσδιορισμό του ντάμπινγκ, η Επιτροπή χρησιμοποίησε την προβλεπόμενη από το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού μέθοδο της δειγματοληψίας. Προς τούτο κατάρτισε δείγμα από δεκατρείς Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν πλέον του 20 % των κινεζικών εξαγωγών προς την Κοινότητα. Κατά την αιτιολογική σκέψη 8, στοιχείο γ΄, του προσωρινού κανονισμού, η προσφεύγουσα είναι η πέμπτη εταιρία στον κατάλογο των Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων που περιλαμβάνονται στο δείγμα

16      Όσον αφορά την τιμή εξαγωγής, η Επιτροπή αναφέρει, στην αιτιολογική σκέψη 130 του προσωρινού κανονισμού, ότι, στις περιπτώσεις που οι εξαγωγικές πωλήσεις στην Κοινότητα πραγματοποιήθηκαν μέσω μη συνδεδεμένων εμπορικών εταιριών, οι τιμές εξαγωγής υπολογίστηκαν με βάση την τιμή πωλήσεως του προϊόντος από τους εν λόγω παραγωγούς στις εμπορικές εταιρίες με σκοπό την εξαγωγή, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω).

17      Κατά την αιτιολογική σκέψη 131 του προσωρινού κανονισμού, η σύγκριση μεταξύ κανονικής αξίας και τιμής εξαγωγής πραγματοποιήθηκε σε επίπεδο εργοστασιακής τιμής. Για να είναι δίκαιη η σύγκριση, ελήφθησαν δεόντως υπόψη, υπό μορφή προσαρμογών, οι διαφορές που επηρεάζουν τόσο τις τιμές όσο και τη συγκρισιμότητά τους, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού (αιτιολογική σκέψη 132 του προσωρινού κανονισμού)

18      Όσον αφορά τη ζημία, η Επιτροπή εξέτασε, μεταξύ άλλων, τη μείωση, λόγω ντάμπινγκ, των τιμών εισαγωγής. Προς τούτο, οι τιμές cif στα σύνορα, επαυξημένες κατά το ποσό των δασμών, αναπροσαρμόστηκαν ώστε να ληφθούν υπόψη τα έξοδα των εισαγωγέων της Κοινότητας, σχετικά με τα σχέδια, την επιλογή της πρώτης ύλης κ.λπ., και συγκρίθηκαν προς τις τιμές της κοινοτικής βιομηχανίας, σε επίπεδο εργοστασιακής τιμής και στο ίδιο στάδιο εμπορίου. Από τη σύγκριση αυτή προέκυψε ότι οι τιμές των υποδημάτων καταγωγής Κίνας ήταν κατά 12,8 % χαμηλότερες (αιτιολογικές σκέψεις 167 και 168 του προσωρινού κανονισμού).

19      Με έγγραφο της 7ης Απριλίου, η Επιτροπή διαβίβασε στην προσφεύγουσα, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 14, παράγραφος 2, και 20, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, αντιστοίχως, αντίγραφο του προσωρινού κανονισμού και έγγραφο με λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό βάσει των οποίων επιβλήθηκαν προσωρινοί δασμοί αντιντάμπινγκ (στο εξής: έγγραφο ενδιάμεσης ενημέρωσης). Η Επιτροπή κάλεσε την προσφεύγουσα να της υποβάλει τυχόν παρατηρήσεις επί των εγγράφων αυτών έως τις 8 Μαΐου 2006.

20      Με ηλεκτρονική επιστολή της 27ης Απριλίου 2006, η προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο έγγραφο ενδιάμεσης ενημέρωσης είναι ελλιπή, αναφερόμενη κυρίως στα στοιχεία σχετικά με τις προσαρμογές των τιμών για τον υπολογισμό ντάμπινγκ και της μειώσεως των τιμών λόγω ντάμπινγκ. Η προσφεύγουσα επανέλαβε τις αιτιάσεις αυτές με τις έγγραφες παρατηρήσεις της της 8ης Μαΐου 2006

21      Με ηλεκτρονική επιστολή της 16ης Μαΐου 2006, η προσφεύγουσα τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι η προσαρμογή της τιμής εξαγωγής των προϊόντων της κατά 15 %, ώστε να συνυπολογιστούν τα έξοδα έρευνας και ανάπτυξης, ήταν μικρότερη από τα πραγματικά σχετικά έξοδα, καθώς δεν ελήφθησαν υπόψη τα έξοδα και τα σημαντικά περιθώρια κέρδους των εμπορικών εταιριών μέσω των οποίων ορισμένοι Κινέζοι παραγωγοί διοχετεύουν την παραγωγή τους στην κοινοτική αγορά.

22      Με έγγραφο της 7ης Ιουλίου 2006, η Επιτροπή διαβίβασε στις προσφεύγουσες, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20, παράγραφοι 2 έως 4, του βασικού κανονισμού, έγγραφο τελικής ενημέρωσης σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό βάσει των οποίων πρότεινε την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ.

23      Υπό τον τίτλο H του εγγράφου αυτού, η Επιτροπή εκθέτει τις εκτιμήσεις της σχετικά με τα οριστικά μέτρα αντιντάµπινγκ που πρότεινε στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Όσον αφορά το είδος των μέτρων, η Επιτροπή επισήμανε, πρώτον, ότι η δέσμευση ορισμένων παραγωγών να διαμορφώσουν τις τιμές πωλήσεως σε επίπεδο που να μην προκαλείται σημαντική ζημία στην κοινοτική βιομηχανία δεν αποτελεί κατάλληλο μέτρο και, δεύτερον, ότι πρέπει να εφαρμοστεί σύστημα εκ των υστέρων επιβολής δασμών (σημεία 278 έως 291 του εγγράφου τελικής ενημέρωσης).

24      Όσον αφορά το σύστημα της εκ των υστέρων επιβολής δασμών, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι εισαγωγές προκάλεσαν σημαντική ζημία στην κοινοτική βιομηχανία μετά την κατάργηση των ποσοστώσεων την 1η Ιανουαρίου 2005 (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω). Συγκεκριμένα, κατά τους τρεις πρώτους μήνες του 2005, οι οποίοι περιλαμβάνονται στο ερευνηθέν διάστημα (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω), η κοινοτική βιομηχανία γνώρισε τη σημαντικότερη αναλογικά ύφεση κατά τη διάρκεια του εξεταζόμενου διαστήματος, με βάση πολλές οικονομικές παραμέτρους, όπως η κερδοφορία, οι τιμές πωλήσεως, τα μερίδια αγοράς, οι πωλήσεις, η απασχόληση και η παραγωγή. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο ποσοτικό στοιχείο της πρακτικής ντάμπινγκ όσον αφορά τον προσδιορισμό της ζημίας. Στο πλαίσιο αυτό, έκρινε ότι μόνον οι εισαγωγές που υπερέβαιναν ορισμένη ποσότητα ήταν ζημιογόνες και ότι, ως εκ τούτου, δεν ήταν απαραίτητη η επιβολή δασμών ad valorem για την αποκατάσταση των συνθηκών θεμιτού ανταγωνισμού. Επομένως, δασμοί αντιντάµπινγκ έπρεπε να επιβληθούν μόνον επί των προϊόντων που εισάγονταν καθ’ υπέρβαση συγκεκριμένης ποσότητας κατ’ έτος. Εν προκειμένω, ένα τέτοιο σύστημα εκ των υστέρων επιβολής δασμών θα ήταν κατάλληλο για την εξάλειψη της ζημίας, στον βαθμό που θα λαμβάνονταν υπόψη οι συνέπειες των ποσοστώσεων και θα εξισορροπούνταν τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων. Επομένως, οι προτεινόμενοι δασμοί έπρεπε να εφαρμοστούν στις εισαγόμενες ποσότητες πέραν του ορίου των 140 εκατομμυρίων ζευγών υποδημάτων καταγωγής Κίνας κατ’ έτος. Η ποσότητα αυτή αποτελεί απόρροια της εκτιμήσεως της Επιτροπής σχετικά με τις εισαγωγές καταγωγής Κίνας το 2005, λαμβανομένων υπόψη των εισαγωγών του 2004 (σημεία 285 έως 287 και 291 του εγγράφου τελικής ενημέρωσης).

25      Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή πρότεινε την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάµπινγκ, ίσου προς το περιθώριο εξαλείψεως της ζημίας, επί των εισαγωγών πέραν του ορίου των 140 εκατομμυρίων ζευγών υποδημάτων καταγωγής Κίνας κατ’ έτος. Το περιθώριο προσδιορίστηκε στο ύψος της αποκλίσεως από την τιμή αναφοράς, ήτοι 23 % (σημείο 293 του εγγράφου τελικής ενημέρωσης).

26      Με έγγραφο της 10ης Ιουλίου 2006, η Επιτροπή προσέθεσε στο έγγραφο τελικής ενημέρωσης εκτιμήσεις σχετικά με την κατάσταση της προσφεύγουσας, όσον αφορά την αναγνώριση της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ, καθώς και τον υπολογισμό της ζημίας. Σχετικά με τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, η Επιτροπή ανέφερε ότι χρησιμοποίησε στοιχεία από τα λογιστικά βιβλία της προσφεύγουσας, προκειμένου να προσδιορίσει το κόστος παραγωγής. Για να προσδιορίσει, όμως, το ύψος των εξόδων πωλήσεως, των διοικητικών δαπανών, των λοιπών γενικών εξόδων και του περιθωρίου κέρδους, η Επιτροπή χρησιμοποίησε στοιχεία προερχόμενα από δύο άλλες κινεζικές επιχειρήσεις που πραγματοποιούσαν εγχώριες αντιπροσωπευτικές πωλήσεις και οι οποίες είχαν χαρακτηριστεί επιχειρήσεις δραστηριοποιούμενες υπό ΚΟΑ στο πλαίσιο πρόσφατων ερευνών. Από τους σχετικούς υπολογισμούς προέκυψε ότι το περιθώριο ντάμπινγκ ανέρχεται σε 9,7 %.

27      Όσον αφορά τον υπολογισμό της ζημίας, με το έγγραφο της 10ης Ιουλίου 2006, η Επιτροπή επισήμανε ότι δεν μπορούσε να λάβει υπόψη της την τιμή cif, στα σύνορα της Κοινότητας, ούτε, ως εκ τούτου, το ποσοστό μειώσεως της τιμής λόγω ντάμπινγκ, το περιθώριο κέρδους της εμπορικής εταιρίας που διοχετεύει την παραγωγή της προσφεύγουσας στην κοινοτική αγορά, διότι η εταιρία αυτή δεν συνεργάστηκε κατά την έρευνα. Εξάλλου, δεν ήταν απαραίτητο να ληφθεί υπόψη το εν λόγω περιθώριο κέρδους, διότι η Επιτροπή είχε μειώσει την καθορισθείσα κανονική αξία βάσει στοιχείων προερχόμενων από τη Βραζιλία, αφαιρώντας το κόστος με το οποίο επιβαρύνεται η εν λόγω εμπορική εταιρία (μάρκετινγκ, έρευνα και ανάπτυξη κ.λπ.). Η Επιτροπή ζήτησε από την προσφεύγουσα να της υποβάλει τις παρατηρήσεις της έως τις 18 Ιουλίου 2006.

28      Η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της με το έγγραφο της 18ης Ιουλίου 2006, αμφισβητώντας τόσο την κατασκευή της κανονικής αξίας όσο και τον προσδιορισμό της τιμής εισαγωγής cif, στα σύνορα της Κοινότητας, η οποία, κατά την προσφεύγουσα, έπρεπε να προσαυξηθεί κατά το περιθώριο κέρδους της εμπορικής εταιρίας που διοχετεύει την παραγωγή της στην κοινοτική αγορά. Εξάλλου, η προσφεύγουσα παραπονέθηκε για το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν της γνωστοποίησε ούτε τα αριθμητικά στοιχεία βάσει των οποίων υπολογίστηκαν τα έξοδα πωλήσεως, τα διοικητικά έξοδα και τα λοιπά έξοδα, καθώς και το περιθώριο κέρδους, ούτε τους τομείς της δραστηριότητας των επιχειρήσεων τους οποίους αφορούν τα στοιχεία αυτά.

29      Με έγγραφο της 28ης Ιουλίου 2006, η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης. Σύμφωνα με τα δύο πρώτα εδάφιά του, σκοπός του εγγράφου αυτού ήταν να ενημερωθούν οι ενδιαφερόμενοι σχετικά με μία τροποποίηση όσον αφορά τη διαμόρφωση των προτεινόμενων οριστικών δασμών αντιντάµπινγκ. Η Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Εμπόριο» της Επιτροπής εξέτασε τις υποβληθείσες από ορισμένους ενδιαφερόμενους παρατηρήσεις σχετικά με το αρχικώς σχεδιαζόμενο σύστημα της εκ των υστέρων επιβολής δασμών (βλ. σκέψεις 23 έως 25 ανωτέρω). Με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή εγκατέλειψε την ιδέα εφαρμογής του συστήματος αυτού. Στο πλαίσιο της νέας εκτιμήσεώς της, η Επιτροπή τόνισε ότι η πραγματικά ζημιογόνος αύξηση των εισαγωγών πραγματοποιήθηκε το 2004, και έως το τέλος του εξεταζόμενου διαστήματος, και ότι το 2005 ήταν το πρώτο έτος κατά το οποίο οι εισαγωγές υποδημάτων καταγωγής Κίνας δεν υπέκειντο πλέον σε ποσοστώσεις. Επιπλέον, η Επιτροπή έκρινε, βάσει των εισαγωγών προϊόντων καταγωγής Κίνας και Βιετνάμ του 2003, ότι η εισαγωγή έως 109 εκατομμυρίων ζευγών υποδημάτων δεν είναι ζημιογόνα. Σύμφωνα με τη νέα αυτή εκτίμηση, η οικονομική επίπτωση της εν λόγω ποσότητας έπρεπε να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό του ορίου εξαλείψεως της ζημίας. Επομένως, αφενός, το όριο εξαλείψεως της ζημίας μειώθηκε, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ποσότητα εισαγωγών που δεν προκαλεί ζημία, και, αφετέρου, οι οριστικοί δασμοί επιβλήθηκαν από το πρώτο εισαχθέν ζεύγος. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, η οποία περιλαμβάνει τέσσερα στάδια που περιγράφονται στο προαναφερθέν έγγραφο, η Επιτροπή κατέληξε, βάσει του «κανόνα του μικρότερου δασμού», στην επιβολή στις εισαγωγές καταγωγής Κίνας οριστικού δασμού αντιντάµπινγκ στο απαιτούμενο για την εξάλειψη της ζημίας ύψος, ήτοι, εν προκειμένω, 16,5 %. Ωστόσο, όσον αφορά τις εισαγωγές υποδημάτων παραγωγής της προσφεύγουσας, η Επιτροπή πρότεινε, σύμφωνα πάντα με τον «κανόνα του χαμηλότερου δασμού», την επιβολή δασμού 9,7 %, ίσου προς το περιθώριο ντάμπινγκ της προσφεύγουσας.

30      Από τυπικής απόψεως, η νέα αυτή πρόταση στηρίζεται στα σημεία που επισύναψε η Επιτροπή στο έγγραφο της 28ης Ιουλίου 2006, υπό τον νέο τίτλο H του εγγράφου τελικής ενημέρωσης, προς αντικατάσταση των σημείων του αντίστοιχου τίτλου του εγγράφου αυτού (βλ. σκέψη 23 ανωτέρω). Στα σημεία 278 και 279 του νέου τίτλου H του εγγράφου τελικής ενημέρωσης, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι μόνον οι εισαγωγές που υπερέβαιναν ορισμένη ποσότητα πριν την κατάργηση των ποσοστώσεων μπορούσαν να προκαλέσουν σημαντική ζημία, οπότε, στο πλαίσιο του καθορισμού του επιπέδου εξαλείψεως της ζημίας βάσει των αποτελεσμάτων του εξεταζόμενου διαστήματος, έπρεπε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ορισμένες εισαχθείσες ποσότητες δεν προκάλεσαν ζημία. Επομένως, οι ποσότητες που δεν προκάλεσαν σημαντική ζημία έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό του επιπέδου εξαλείψεως της ζημίας. Στο σημείο 280 του ίδιου εγγράφου, η Επιτροπή εξηγεί τη μέθοδο που εφάρμοσε.

31      Με ηλεκτρονική επιστολή της 2ας Αυγούστου 2006, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης, επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι ούτε η προθεσμία που της έταξε η Επιτροπή ούτε τα πληροφοριακά στοιχεία που της γνωστοποίησε ήταν επαρκή.

32      Με έγγραφο της 22ας Αυγούστου 2006, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι οι επιχειρήσεις από τις οποίες προέρχονται τα στοιχεία σχετικά με τα έξοδα πωλήσεως, τις διοικητικές δαπάνες και τα λοιπά γενικά έξοδα, καθώς και το περιθώριο κέρδους αφορούσαν τους τομείς των χημικών προϊόντων και της μηχανολογίας. Με το έγγραφο αυτό η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι, παρά τις διαφορές των τομέων αυτών, τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν ήταν «εύλογα» και «συγκρίσιμα προς τα έξοδα» που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα.

33      Στις 5 Οκτωβρίου 2006, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 1472/2006, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Βιετνάμ (ΕΕ L 275, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός). Δυνάμει του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάµπινγκ στις εισαγωγές υποδημάτων που έχουν το επάνω μέρος από φυσικό ή ανασχηματισμένο δέρμα, εξαιρουμένων των αθλητικών υποδημάτων, των STAF, παντοφλών και άλλων υποδημάτων δωματίου, των υποδημάτων με προστατευτικό κάλυμμα των δακτύλων καταγωγής Κίνας, τα οποία υπάγονται σε διάφορες κλάσεις της Συνδυασμένης Ονοματολογίας (άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Ο προσβαλλόμενος κανονισμός παραμένει σε ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 3 αυτού, επί δύο έτη.

34      Σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 71 και 72 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η προσφεύγουσα, η οποία περιλαμβάνεται στο δείγμα των Κινέζων παραγωγών που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας, χαρακτηρίστηκε ως επιχείρηση που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ. Ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είχε γίνει δεκτός με τον προσωρινό κανονισμό, με το σκεπτικό ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν ελεύθερη να καθορίζει τις ποσότητες των πωλήσεών της χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση. Ωστόσο, η προσφεύγουσα υπέβαλε εν συνεχεία αποδεικτικά στοιχεία που ανέτρεπαν τη διαπίστωση αυτή.

35      Κατά την αιτιολογική σκέψη 98 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ο υπολογισμός της κανονικής αξίας, όσον αφορά την προσφεύγουσα, έπρεπε να γίνει με βάση τα στοιχεία που αυτή υπέβαλε σχετικά με τις εγχώριες πωλήσεις και το κόστος παραγωγής. Ωστόσο, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 99 του προσβαλλόμενου κανονισμού, εφόσον κατά το ερευνηθέν διάστημα δεν πραγματοποιήθηκαν πωλήσεις στην εγχώρια κινεζική αγορά, η κανονική αξία δεν ήταν δυνατόν να καθοριστεί βάσει των εγχώριων τιμών της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού. Επιπλέον, λόγω του ότι ουδείς άλλος Κινέζος παραγωγός του δείγματος χαρακτηρίστηκε ως επιχείρηση που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ, με συνέπεια να μην είναι δυνατή η εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, τα κοινοτικά όργανα έπρεπε να κατασκευάσουν την κανονική αξία βάσει του κόστους παραγωγής της προσφεύγουσας, προσαυξημένο με εύλογο ποσό για έξοδα πωλήσεων, διοικητικές δαπάνες και λοιπά έξοδα, καθώς και εύλογο περιθώριο κέρδους, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού (αιτιολογικές σκέψεις 100 και 101 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

36      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν πραγματοποίησε εγχώριες πωλήσεις και ουδείς άλλος Κινέζος παραγωγός χαρακτηρίστηκε ως επιχείρηση που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ, τα έξοδα πωλήσεων, οι διοικητικές δαπάνες και τα λοιπά έξοδα, καθώς και το περιθώριο κέρδους έπρεπε να καθοριστούν με κάποια εύλογη μέθοδο, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω). Προς τούτο, η Επιτροπή χρησιμοποίησε στοιχεία από άλλους Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς, οι οποίοι, στο πλαίσιο άλλων ερευνών, χαρακτηρίστηκαν ως επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται υπό ΚΟΑ και πραγματοποίησαν εγχώριες πωλήσεις στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών συναλλαγών, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού (αιτιολογικές σκέψεις 102 και 103 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

37      Όσον αφορά την τιμή εξαγωγής και τη σύγκρισή της με την κανονική αξία, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 123 και 138 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τις εκτιμήσεις που διατύπωσε η Επιτροπή με τις αιτιολογικές σκέψεις 128 έως 133 του προσωρινού κανονισμού (βλ. σκέψεις 16 και 17 ανωτέρω).

38      Κατά την αιτιολογική σκέψη 146 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το περιθώριο ντάμπινγκ, εκφραζόμενο ως ποσοστό επί της τιμής εισαγωγής cif, στα κοινοτικά σύνορα, ορίστηκε ως προς την προσφεύγουσα σε 9,7 %.

39      Όσον αφορά τη μείωση της τιμής λόγω ντάμπινγκ, το Συμβούλιο υποχρεώθηκε να περιορίσει την προσαρμογή των τιμών εισαγωγής (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω), ιδίως λόγω του ότι οι περισσότεροι εισαγωγείς δεν μπόρεσαν να αποδείξουν τον ισχυρισμό τους ότι το κόστος έρευνας και ανάπτυξης με το οποίο επιβαρύνονται ανήλθε στο ύψος της προσαρμογής που προέβλεπε ο προσωρινός κανονισμός. Για τον λόγο αυτόν, το Συμβούλιο προέβη σε νέο υπολογισμό, που είχε ως αποτέλεσμα να καθοριστεί το περιθώριο μειώσεως της τιμής λόγω ντάμπινγκ σε 13,5 % όσον αφορά τα υποδήματα καταγωγής Κίνας (αιτιολογικές σκέψεις 180 έως 182 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

40      Όσον αφορά το αναγκαίο ύψος των δασμών, προκειμένου να εξαλειφθεί η προκληθείσα από τις εισαγωγές από την Κίνα ζημία, στις αιτιολογικές σκέψεις 296 έως 301 του προσβαλλόμενου κανονισμού, οι οποίες έχουν ταυτόσημο περιεχόμενο με τα σημεία 275 έως 280 του νέου τίτλου H του εγγράφου τελικής ενημέρωσης και είναι συνημμένα ως παράρτημα στο συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης, το Συμβούλιο αναφέρει ότι έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης διαδικασίας και, ιδίως, η ύπαρξη συστήματος ποσοστώσεων έως την 1η Ιανουαρίου 2005. Δεδομένου ότι, υπό το σύστημα των ποσοστώσεων, η κοινοτική βιομηχανία δεν υπέστη σημαντική ζημία, ενώ η αύξηση των εισαγωγών μετά την κατάργηση του συστήματος αυτού είχε ιδιαίτερα σημαντικές επιπτώσεις, το Συμβούλιο εκτίμησε ότι μόνον οι εισαγωγές που υπερέβαιναν ορισμένο όριο πριν την κατάργηση των ποσοστώσεων μπορούσαν να προκαλέσουν σημαντική ζημία. Κατά συνέπεια, για τον καθορισμό του ορίου της ζημίας, βάσει των αποτελεσμάτων του εξετασθέντος διαστήματος, έπρεπε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ορισμένες εισαγωγές δεν προκάλεσαν σημαντική ζημία. Απόρροια της εκτιμήσεως αυτής, η οποία στηρίχθηκε στην αξία των εισαγωγών του 2003, ήταν ο καθορισμός του ορίου της ζημίας, για τις εισαγωγές καταγωγής Κίνας, στο 16,5 % αντί του 23 %, το οποίο θα εφαρμοζόταν, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 295 του προσβαλλόμενου κανονισμού, αν το Συμβούλιο δεν λάμβανε υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υπό κρίση υποθέσεως.

41      Πάντως, σύμφωνα με τον «κανόνα του χαμηλότερου δασμού» (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω), ο οριστικός δασμός ορίστηκε, ως προς την προσφεύγουσα, βάσει του περιθωρίου της ντάμπινγκ, το οποίο ήταν χαμηλότερο από τον απαραίτητο για την εξάλειψη της ζημίας δασμό. Κατά συνέπεια, ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ, που εφαρμόζεται επί της καθαρής τιμής «ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας», καθορίστηκε, όσον αφορά τα υποδήματα παραγωγής της προσφεύγουσας, σε 9,7 % (αιτιολογικές σκέψεις 302, 323 και 324 και άρθρο 1, παράγραφος 3, του προσβαλλόμενου κανονισμού).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

42      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 21 Δεκεμβρίου 2006, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

43      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 2 Απριλίου 2007, η Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει υπέρ του Συμβουλίου.

44      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5 Απριλίου 2007, η CEC ζήτησε να παρέμβει υπέρ του Συμβουλίου.

45      Με διάταξη της 2ας Αυγούστου 2007, ο πρόεδρος του δεύτερου τμήματος του Πρωτοδικείου δέχθηκε τις αιτήσεις παρεμβάσεως της Επιτροπής και της CEC.

46      Η CEC υπέβαλε υπόμνημα παρεμβάσεως στις 17 Αυγούστου 2007.

47      Κατόπιν τροποποιήσεως της συνθέσεως των τμημάτων του Πρωτοδικείου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο όγδοο τμήμα, στο οποίο κατά συνέπεια ανατέθηκαν οι υπό κρίση υποθέσεις.

48      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, η προσφεύγουσα και το Συμβούλιο απάντησαν εγγράφως σε δύο ερωτήσεις.

49      Με έγγραφα που περιήλθαν στο Πρωτοδικείο στις 2 Φεβρουαρίου 2009, οι εν λόγω διάδικοι ανταποκρίθηκαν στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας.

50      Οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και απάντησαν στις ερωτήσεις που τους έθεσε το Πρωτοδικείο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 20ής Φεβρουαρίου 2009.

51      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό καθόσον την αφορά,

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

52      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή ως αβάσιμη,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

53      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.

54      Η CEC ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα έξοδα της παρεμβάσεώς της.

 Σκεπτικό

55      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως σχετικά με:

–        παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 6, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού, καθώς και προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας, όσον αφορά τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ ως προς αυτή,

–        παράβαση του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού και ελλιπή αιτιολογία,

–        προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας, καθώς και ελλιπή αιτιολογία όσον αφορά το εφαρμοστέο είδος των οριστικών δασμών,

–        νομική πλάνη και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως σχετικά με τη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 6, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού, καθώς και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, όσον αφορά τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

56      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή, βασιζόμενη στα περιθώρια κέρδους δύο Κινέζων εξαγωγέων των οποίων οι δραστηριότητες είναι εντελώς διαφορετικές σε σχέση με τις δικές της, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παρέβη το άρθρο 2 του βασικού κανονισμού.

57      Συναφώς, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ 9,7 % που εφαρμόστηκε στα προϊόντα της καθορίστηκε βάσει του ατομικού περιθωρίου της ντάμπινγκ, δυνάμει του «κανόνα του χαμηλότερου δασμού» (βλ. σκέψεις 7 και 41 ανωτέρω).

58      Εν προκειμένω, η Επιτροπή προσδιόρισε το κέρδος της προσφεύγουσας βάσει του μέσου κέρδους που προσδιορίστηκε στο πλαίσιο δύο προγενέστερων διαδικασιών αντιντάμπινγκ στους τομείς των χημικών προϊόντων και της μηχανολογίας (βλ. σκέψη 26 ανωτέρω). Πάντως, τα υποδήματα με δερμάτινο επάνω μέρος προφανέστατα δεν εμπίπτουν στην ίδια γενική κατηγορία με τα χημικά προϊόντα ή τη μηχανολογία, πράγμα που το Συμβούλιο δεν αμφισβητεί. Η Επιτροπή δέχθηκε, με την αλληλογραφία της, ότι πρόκειται για τομείς διαφορετικούς από τον τομέα των υποδημάτων.

59      Τα κοινοτικά όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθώς στηρίχθηκαν στα περιθώρια κέρδους που καθορίστηκαν στους δύο προαναφερθέντες τομείς. Συγκεκριμένα, μπορούσαν να λάβουν υπόψη τους είτε το περιθώριο κέρδους της προσφεύγουσας από τις εξαγωγικές πωλήσεις της (6,7 %) είτε το περιθώριο κέρδους 6 % της κοινοτικής βιομηχανίας είτε το περιθώριο κέρδος τουλάχιστον ενός άλλου παραγωγού του δείγματος που πραγματοποιούσε σημαντικές πωλήσεις στην κινεζική αγορά, αλλά δεν χαρακτηρίστηκε ως επιχείρηση που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ «μόνο και μόνο λόγω συγχύσεως όσον αφορά το καταστατικό του». Η Επιτροπή έπρεπε να εξηγήσει τον λόγο για τον οποίον οι διαπιστώσεις της σχετικά με το καταστατικό της εταιρίας αυτής καθιστούν αναξιόπιστα τα σχετικά με αυτή λογιστικά στοιχεία, όσον αφορά το περιθώριο κέρδους που πραγματοποιεί στην κινεζική αγορά. Εξάλλου, τα κοινοτικά όργανα μπορούσαν να λάβουν υπόψη τους το περιθώριο κέρδους των παραγωγών που δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα, σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο κρίνει, στο πλαίσιο των προσφυγών που ασκήθηκαν από τους παραγωγούς αυτούς, ότι η Επιτροπή έπρεπε να εξετάσει τις αιτήσεις τους αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ ή τις αιτήσεις τους ιδιαίτερης μεταχειρίσεως (στο εξής: ΙΜ). Το επιχείρημα ότι τα κοινοτικά όργανα έπρεπε να δώσουν μεγαλύτερη βαρύτητα στον γεωγραφικό προσδιορισμό της αγοράς και, ως εκ τούτου, να στηριχθούν σε πωλήσεις ομοειδών προϊόντων στην αλλοδαπή είναι, εξάλλου, αβάσιμο. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο δεν απέδειξε ότι το περιθώριο κέρδους διαφοροποιείται ουσιωδώς ανάλογα με τον προορισμό των προϊόντων. Επομένως, τα κοινοτικά όργανα δεν έλαβαν υπόψη τους όλες τις κρίσιμες περιστάσεις ούτε αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως με όλη την επιμέλεια που απαιτείται ώστε να προσδιοριστεί η κανονική αξία κατά τρόπο εύλογο.

60      Περαιτέρω, η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας, καθώς παρέλειψε να την ενημερώσει, εντός ευλόγου χρόνου, για την πρόθεσή της να χρησιμοποιήσει για τους υπολογισμούς της στοιχεία σχετικά με τα έξοδα πωλήσεων, τις διοικητικές δαπάνες, τα λοιπά γενικά έξοδα και το περιθώριο κέρδους επιχειρήσεων που ανήκουν σε διαφορετικούς τομείς, χωρίς, μάλιστα, να αιτιολογήσει επαρκώς την απόφασή της να απορρίψει την εύλογη μέθοδο που πρότεινε η προσφεύγουσα. Η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα, σχετικά με την επιλογή της να χρησιμοποιήσει στοιχεία από επιχειρήσεις δραστηριοποιούμενες στους τομείς των χημικών προϊόντων και της μηχανολογίας, μόλις στις 22 Αυγούστου 2006, ήτοι μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής παρατηρήσεων επί του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης. Η μη γνωστοποίηση λεπτομερών στοιχείων σχετικά με τα έξοδα πωλήσεως, τις διοικητικές δαπάνες, τα λοιπά γενικά έξοδα και το περιθώριο κέρδους, στα οποία η Επιτροπή στήριξε τους υπολογισμούς της, παρά τα αιτήματα τις προσφεύγουσας, συνιστά επίσης προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας. Επομένως, η Επιτροπή δεν παρέσχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να προβάλει λυσιτελώς την άποψή της σχετικά το υποστατό, τη λυσιτέλεια και τον εύλογο χαρακτήρα των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων, καθώς και επί των αποδεικτικών στοιχείων που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή σχετικά με την ύπαρξη ντάμπινγκ και τη ζημία. Η Επιτροπή θα μπορούσε να γνωστοποιήσει τα στοιχεία αυτά, παραλείποντας την επωνυμία των εταιριών που τα είχαν προσκομίσει. Τέλος, η Επιτροπή δεν γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα την άποψή της ότι τα περιθώρια κέρδους από τις εγχώριες πωλήσεις ενδέχεται να διαφέρουν από τα αντίστοιχα των εξαγωγικών πωλήσεων, δεδομένου ότι, κατά την Επιτροπή, ο προορισμός των προϊόντων έχει συναφώς καθοριστική σημασία, ούτε έθεσε υπόψη της τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη τέτοιας διαφοράς.

61      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, από τις 152 αιτήσεων αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ, η Επιτροπή εξέτασε μόνον τις 12, με συνέπεια να μη λάβει υπόψη της πρόσφορα στοιχεία, δυνάμενα να χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό του περιθωρίου εκτιμήσεως της προσφεύγουσας.

62      Όσον αφορά το επικουρικό επιχείρημα του Συμβουλίου σχετικά με το περιθώριο ντάμπινγκ, εφόσον αυτό γίνει δεκτό (βλ. σκέψη 75 κατωτέρω), η προσφεύγουσα τονίζει ότι το καθού κοινοτικό όργανο δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο δυνάμενο να στηρίξει το προτεινόμενο περιθώριο 2,6 %. Ωστόσο, η προσφεύγουσα δηλώνει ότι είναι διατεθειμένη να εκφέρει άποψη σχετικά με το ποιο είναι το εύλογο ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ υπό την προϋπόθεση ότι το Συμβούλιο θα προσκομίσει συναφώς λεπτομερή πληροφοριακά στοιχεία.

63      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή και τη CEC, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–       Επί της προβαλλομένης παραβάσεως του άρθρου 2, παράγραφος 6, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού

64      Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού παρέχει στα κοινοτικά όργανα ευρεία διακριτική ευχέρεια, όσον αφορά την επιλογή της μεθόδου υπολογισμού των εξόδων πωλήσεως, των διοικητικών δαπανών και των λοιπών γενικών εξόδων, καθώς και του περιθωρίου κέρδους στο πλαίσιο του υπολογισμού της κατασκευασμένης κανονικής αξίας.

65      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο κοινοτικός δικαστής ελέγχει αν τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες, αν τα πραγματικά περιστατικά που ελήφθησαν υπόψη για την πραγματοποίηση της αμφισβητούμενης επιλογής είναι αληθή στην ουσία τους, αν συντρέχει πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή αν συντρέχει κατάχρηση εξουσίας (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Οκτωβρίου 1991, C‑16/90, Nölle, Συλλογή 1991, σ. I‑5163, σκέψη 12, και της 29ης Μαΐου 1997, C‑26/96, Rotexchemie, Συλλογή 1997, σ. I‑2817, σκέψη 11· απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουλίου 2006, T‑413/03, Shandong Reipu Biochemicals κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. II‑2243, σκέψη 62).

66      Εξάλλου, το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι η μέθοδος αυτή πρέπει να είναι εύλογη. Επομένως, ο κοινοτικός δικαστής μπορεί να διαπιστώσει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά την επιλεγείσα μέθοδο μόνον αν αυτή δεν είναι εύλογη. Επομένως, η ύπαρξη άλλων εύλογων μεθόδων, οι οποίες θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στο πλαίσιο αυτό, δεν θίγει τη νομιμότητα της επιλογής της μεθόδου που όντως χρησιμοποιήθηκε, δεδομένου ότι ο δικαστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εκτίμηση των κοινοτικών οργάνων.

67      Εξάλλου, από το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι, οσάκις τα κοινοτικά όργανα εφαρμόζουν τη διάταξη αυτή για τον υπολογισμό ευλόγου περιθωρίου κέρδους, δεν είναι υποχρεωμένα να χρησιμοποιούν στοιχεία σχετικά με προϊόντα της ίδιας γενικής κατηγορίας, αλλά πρέπει να μεριμνούν ώστε το περιθώριο κέρδους που καθορίστηκε με εύλογη μέθοδο να μην υπερβαίνει το περιθώριο κέρδους από την πώληση προϊόντων της ίδιας γενικής κατηγορίας.

68      Επομένως, κακώς ισχυρίζεται η προσφεύγουσα ότι η χρησιμοποίηση στοιχείων σχετικών με τους τομείς των χημικών προϊόντων και της μηχανολογίας συνιστά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 6, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού, επειδή τα αντίστοιχα προϊόντα δεν ανήκουν στην ίδια γενική κατηγορία όπως τα υποδήματα.

69      Όσον αφορά τη χρησιμοποιηθείσα μέθοδο, τονίζεται ότι, όπως προβάλλει το Συμβούλιο, η μέθοδος αυτή επιλέχθηκε λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης καθορισμού των περιθωρίου κέρδους που πραγματοποιούνται στην εγχώρια αγορά. Πάντως, δεδομένου ότι τα κέρδη της προσφεύγουσας προέρχονται από εξαγωγικές πωλήσεις, ενώ οι λοιπές επιχειρήσεις του δείγματος δεν χαρακτηρίστηκαν ως επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται υπό ΚΟΑ, τα κοινοτικά όργανα καλώς έκριναν ότι τα στοιχεία σχετικά με περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων αυτών δεν αποτελούν αξιόπιστη βάση υπολογισμού. Συνεπώς, τα κοινοτικά όργανα δεν διέθεταν κανένα επαληθευμένο στοιχείο σχετικά με τις εγχώριες πωλήσεις υποδημάτων υπό συνθήκες ελεύθερης αγοράς στην Κίνα. Εξάλλου, τα κοινοτικά όργανα καλώς έκριναν επίσης ότι η προταθείσα από την προσφεύγουσα χρήση του περιθωρίου κέρδους 6 % της κοινοτικής βιομηχανίας στην ενδοκοινοτική αγορά δεν αντικατοπτρίζει το περιθώριο κέρδους των Κινέζων παραγωγών στην εγχώρια αγορά και δεν τονίζει τη σημασία του τόπου πωλήσεως του προϊόντος στη διαμόρφωση του εν λόγω περιθωρίου.

70      Υπό τις συνθήκες αυτές, τα κοινοτικά όργανα, ασκώντας την ευρεία διακριτική ευχέρειά τους και λαμβάνοντας υπόψη όλα τα αξιόπιστα και επαληθεύσιμα στοιχεία που θα μπορούσαν να έχουν στη διάθεσή τους, πρέπει να επιλέξουν μέθοδο που καθιστά δυνατό τον υπολογισμό εύλογου περιθωρίου κέρδους.

71      Τα κοινοτικά όργανα εκτίμησαν έτσι, στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που τους παρέχει το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού, ότι ήταν πλέον εύλογο να χρησιμοποιηθούν πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τα κέρδη που πραγματοποίησαν στην κινεζική αγορά επιχειρήσεις με συγκρίσιμο προς την προσφεύγουσα μέγεθος, οι οποίες δεν επιβαρύνονται με ιδιαίτερα υψηλά έξοδα πωλήσεως και γενικά έξοδα και έχουν επίσης χαρακτηριστεί ως επιχειρήσεις δραστηριοποιούμενες υπό ΚΟΑ στο πλαίσιο πρόσφατων ερευνών με αντικείμενο άλλα προϊόντα, εκτός των υποδημάτων, και ως προς τις οποίες τα κοινοτικά όργανα διέθεταν αξιόπιστα στοιχεία, αντί να χρησιμοποιηθούν πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με πωλήσεις υποδημάτων σε αγορές εντελώς διαφορετικές. Η προσφεύγουσα, πάντως, δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η εκτίμηση αυτή πάσχει πρόδηλη πλάνη. Εξάλλου, η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε ήταν η πλέον κατάλληλη για τον καθορισμό ευλόγου περιθωρίου κέρδους, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν είχε στη διάθεσή της άλλα πληροφοριακά στοιχεία.

72      Όσον αφορά την πρόταση της προσφεύγουσας να χρησιμοποιηθούν στοιχεία σχετικά με την κοινοτική βιομηχανία, διαπιστώνεται ότι, όπως προβάλλει το Συμβούλιο, η κοινοτική αγορά υποδήματος δεν είναι συγκρίσιμη προς την κοινοτική και, επιπλέον, έχει διαταραχθεί λόγω των εισαγωγών ντάμπινγκ από την Κίνα και το Βιετνάμ.

73      Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να λάβει υπόψη της στοιχεία υποβληθέντα από εταιρίες μη περιλαμβανόμενες στο δείγμα και των οποίων οι αιτήσεις αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ δεν έπρεπε, ως εκ τούτου, να εξεταστούν, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό, διότι η προσφεύγουσα δεν αναφέρει σε τι συνίσταται ο παράνομος χαρακτήρας της αποφάσεως περί μη εξετάσεως των αιτήσεων αυτών. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο, με απόφασή του που δημοσιεύεται σήμερα στην υπόθεση T‑401/06, Brosmann Footwear (HK) κ.λπ. κατά Συμβουλίου (που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 83 έως 105), κρίνει την απόφαση αυτή σύμφωνη με τον βασικό κανονισμό.

74      Καίτοι, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού, το ποσό που αντιστοιχεί στο καθορισθέν με άλλη εύλογη μέθοδο κέρδος δεν μπορεί να υπερβαίνει το κέρδος που πραγματοποιείται υπό κανονικές συνθήκες από την πώληση προϊόντων της ιδίας γενικής κατηγορίας στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής, η διάταξη αυτή δεν πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι τα κοινοτικά όργανα δεν δύνανται να καθορίσουν περιθώριο κέρδους εφόσον δεν διαθέτουν αξιόπιστη βάση υπολογισμού του περιθωρίου κέρδους που πραγματοποιείται από τις πωλήσεις προϊόντων της ίδιας γενικής κατηγορίας.

75      Επομένως, το σκέλος αυτό του πρώτου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο.

–       Επί της προβαλλόμενης προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας

76      Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι, με το παράρτημα II του εγγράφου της της 10ης Ιουλίου 2006, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα τον μέσο όρο των εξόδων πωλήσεως, των διοικητικών δαπανών και των λοιπών γενικών εξόδων, καθώς και το περιθώριο κέρδους, αναφέροντας επιπλέον ότι τα στοιχεία αυτά προέρχονται από κινεζικές επιχειρήσεις που πραγματοποίησαν αντιπροσωπευτικές εγχώριες πωλήσεις και χαρακτηρίστηκαν ως επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται υπό ΚΟΑ. Περαιτέρω, με το έγγραφο της 22ας Αυγούστου 2006, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα τους τομείς από τους οποίους προέρχονται τα στοιχεία σχετικά με τα έξοδα πωλήσεως, τις διοικητικές δαπάνες και τα λοιπά γενικά έξοδα, καθώς και το περιθώριο κέρδους. Στο εν λόγω έγγραφο, η Επιτροπή ανέφερε ακόμη ότι η χρήση των στοιχείων αυτών δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι οικείες επιχειρήσεις έχουν συγκρίσιμο προς την προσφεύγουσα μέγεθος, δεν επιβαρύνονται με ιδιαίτερα υψηλά έξοδα πωλήσεως και γενικά έξοδα, έχουν επίσης χαρακτηριστεί ως επιχειρήσεις δραστηριοποιούμενες υπό ΚΟΑ στο πλαίσιο πρόσφατων ερευνών, πραγματοποιούν παρόμοια περιθώρια κέρδους και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με τις εγχώριες πωλήσεις της κινεζικής βιομηχανίας υποδήματος.

77      Επομένως, διαπιστώνεται ότι, με το έγγραφο της 22ας Αυγούστου 2006, η Επιτροπή απάντησε στα συμπληρωματικά αιτήματα που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα για την παροχή στοιχείων σχετικά με τα γενικά έξοδα και το περιθώριο κέρδους. Από την άποψη αυτή, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προσάπτει στην Επιτροπή ότι της γνωστοποίησε τους τομείς δραστηριότητας των επιχειρήσεων από τις οποίες προέρχονται τα χρησιμοποιηθέντα στοιχεία μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής παρατηρήσεων επί του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης. Συγκεκριμένα, από το άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να παρέχει στους ενδιαφερομένους προθεσμία τουλάχιστον δέκα ημερών, προκειμένου να υποβάλουν παρατηρήσεις επί εγγράφου το οποίο αποστέλλει η Επιτροπή για να απαντήσει στις παρατηρήσεις τους επί της αρχικής ενημερώσεως. Τούτο θα συνέβαινε μόνον αν το έγγραφο της 22ας Αυγούστου 2006 περιείχε «ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό επί τη βάσει των οποίων πρόκειται να διατυπωθεί εισήγηση για την επιβολή οριστικών μέτρων» κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού.

78      Επισημαίνεται, πάντως, ότι τα ουσιώδη περιστατικά και το σκεπτικό βάσει των οποίων η Επιτροπή σκόπευε να προτείνει την επιβολή οριστικών μέτρων γνωστοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα με το έγγραφο τελικής ενημέρωσης και με το συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης. Αντιθέτως, το έγγραφο της 22ας Αυγούστου 2006 περιλαμβάνει συμπληρωματικές μόνο διευκρινίσεις. Συγκεκριμένα, το έγγραφο της 22ας Αυγούστου 2006 δεν περιλαμβάνει καμία τροποποίηση, ούτε καν ελάχιστη, της μεθόδου που ακολούθησε η Επιτροπή.

79      Επιπλέον, με το έγγραφο της 18ης Ιουλίου 2006, η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι το περιθώριο κέρδους που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή για τον καθορισμό της κανονικής αξίας ήταν υπερβολικά υψηλό, βάσει των στοιχείων που θα ήταν, κατ’ αυτήν, εύλογο να ληφθούν υπόψη όσον αφορά τη βιομηχανία υποδήματος, πράγμα που επιβεβαιώνει ότι η προσφεύγουσα γνώριζε ότι τα επίμαχα στοιχεία προέρχονται από άλλους τομείς, εκτός του υποδήματος.

80      Εξάλλου, από τις σκέψεις 68 έως 74 ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να χρησιμοποιήσει στοιχεία σχετικά με προϊόντα της ίδιας γενικής κατηγορίας. Επομένως, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το κύριο επιχείρημα της προσφεύγουσας, το οποίο αυτή διατύπωσε με το έγγραφό της της 18ης Ιουλίου 2006 και επανέλαβε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι, αν είχε πρόσβαση στα επίμαχα στοιχεία, θα μπορούσε να εκτιμήσει αν αυτά όντως αφορούν προϊόντα της ίδιας γενικής κατηγορίας.

81      Εξάλλου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η παράλειψη γνωστοποιήσεως των στοιχείων στα οποία στηρίζονται οι υπολογισμοί της Επιτροπής συνιστούν προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας. Χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί ο προβαλλόμενος από το Συμβούλιο εμπιστευτικός χαρακτήρας των εν λόγω στοιχείων, διαπιστώνεται ότι τα στοιχεία αυτά δεν ήταν απαραίτητα για να ασκήσει η προσφεύγουσα τα δικαιώματά της άμυνας. Συγκεκριμένα, η ίδια η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του δικού της εναλλακτικού υπολογισμού της κανονικής αξίας βάσει στοιχείων που κατ’ αυτήν ήταν εύλογα και πρόσφατα, υπέβαλε στην Επιτροπή, με το έγγραφο της 18ης Ιουλίου 2006, πρόταση σχετικά με τον μέσο όρο των εξόδων πωλήσεως, των διοικητικών δαπανών και λοιπών γενικών εξόδων, καθώς και το περιθώριο κέρδους, από την οποία προκύπτει ότι δεν έπρεπε να καθοριστεί περιθώριο ντάμπινγκ ως προς αυτή.

82      Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα μπορούσε κάλλιστα, κατόπιν του εγγράφου της 22ας Αυγούστου 2006, να υποβάλει παρατηρήσεις στην Επιτροπή. Συναφώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, αν γνώριζε σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας τους τομείς που ελήφθησαν υπόψη, θα επιδίωκε να συγκεντρώσει στοιχεία που να εξηγούν τους λόγους για τους οποίους τα καταγεγραμμένα στους τομείς αυτούς περιθώρια κέρδους ήταν υψηλότερα από τα αντίστοιχα της βιομηχανίας υποδήματος. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα δεν έθεσε υπόψη του Γενικού Δικαστηρίου κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι, αφού έλαβε το έγγραφο της Επιτροπής της 22ας Αυγούστου 2006, προέβη σε ενέργειες με σκοπό τη συγκέντρωση των απαιτούμενων στοιχείων.

83      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι δεν προσβλήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας.

84      Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

85      Η προσφεύγουσα τονίζει ότι η Επιτροπή υπολόγισε το περιθώριο ζημίας ως προς αυτή με βάση τις εξαγωγές της προς την κοινοτική αγορά. Όσον αφορά τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής, ενόψει του υπολογισμού της ζημίας, το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη του, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα πωλούσε τα προϊόντα της σε μη συνδεδεμένες εμπορικές εταιρίες που ενεργούσαν ως ενδιάμεσοι μεταξύ των Κινέζων παραγωγών και των επιχειρήσεων διανομής στην ευρωπαϊκή αγορά. Λόγω της παραλείψεως αυτής, η τιμή εξαγωγής που προέκυψε από τον υπολογισμό ήταν χαμηλότερη από την πραγματική τιμή, με συνέπεια την τεχνητή αύξηση του ποσοστού μειώσεως των τιμών λόγω ντάμπινγκ (και, επομένως, της ζημίας).

86      Κατά την προσφεύγουσα, οι μη συνδεδεμένες εμπορικές εταιρίες, όπως η εταιρία Pagoda, η οποία μεσολάβησε σε σημαντικό αριθμό πωλήσεων προς την κοινοτική αγορά για λογαριασμό άλλων παραγωγών υποδημάτων της Κίνας και του Βιετνάμ και συνεργαζόταν με την προσφεύγουσα για τις πωλήσεις της σε άλλες αγορές, επωμίζονται σημαντικό μέρος του κόστους παραγωγής και εμπορίας, ιδίως όσον αφορά το μάρκετινγκ, την οργάνωση των εξαγωγών, καθώς και την έρευνα και ανάπτυξη. Το κόστος αυτό, καθώς και το περιθώριο κέρδους των εμπορικών εταιριών έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό των τιμών cif, στα σύνορα της Κοινότητας, και, επομένως για τον υπολογισμό της μειώσεως των τιμών λόγω ντάμπινγκ και της ζημίας που οφείλεται στις εισαγωγές της προσφεύγουσας.

87      Η Επιτροπή, μολονότι γνώριζε, βάσει αριθμητικών στοιχείων των οποίων δεν αμφισβητήθηκε η αξιοπιστία, την αποστολή και το περιθώριο κέρδους των εμπορικών εταιριών, εντούτοις δεν τήρησε την υποχρέωσή της να εξετάσει αντικειμενικά όλα τα σχετικά στοιχεία, ενόψει του προσδιορισμού της ζημίας, σύμφωνα με το άρθρο 3 του βασικού κανονισμού και το άρθρο 3 της Συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (GATT) (ΕΕ L 336, σ. 103), η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 A της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) (ΕΕ 1994, L 336, σ. 3). Συγκεκριμένα, όπως ισχυρίστηκε η προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία, θα ήταν σφάλμα να χρησιμοποιηθεί, για τον υπολογισμό της ζημίας, τιμή εξαγωγής με βάση την τιμή fob (ελεύθερο επί του καταστρώματος) στο Hong Kong, χωρίς να προστεθούν σε αυτήν τα έξοδα που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό της τιμής cif, στα σύνορα της Κοινότητας. Επομένως, η προσθήκη στην τιμή fob στο Hong Kong μόνον των εξόδων ασφαλίσεως και μεταφοράς είχε ως συνέπεια η τιμή εξαγωγής να είναι χαμηλότερη από την πραγματική τιμή, με συνέπεια την τεχνητή αύξηση του ποσοστού μειώσεως της τιμής λόγω ντάμπινγκ.

88      Εν προκειμένω, η Επιτροπή υποστήριξε, χωρίς να αιτιολογήσει την εκτίμησή της, ότι δεν ήταν απαραίτητο να ληφθούν υπόψη τα περιθώρια κέρδους των εμπορικών εταιριών, διότι τα προερχόμενα από τη Βραζιλία στοιχεία σχετικά με την κανονική αξία (βλ. σκέψη 14 ανωτέρω) αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω, προκειμένου να αφαιρεθεί το κόστος που καλύπτεται από το εν λόγω περιθώριο (έρευνα και ανάπτυξη, μάρκετινγκ, κ.λπ.). Πάντως, η Επιτροπή δεν παρέσχε καμία διευκρίνιση όσον αφορά τα στοιχεία που διαμορφώνουν το κόστος αυτό ούτε εξήγησε γιατί τα προερχόμενα από τη Βραζιλία στοιχεία είναι πρόσφορα για τον υπολογισμό της μειώσεως της τιμής λόγω ντάμπινγκ ως προς την προσφεύγουσα, η οποία χαρακτηρίστηκε ως επιχείρηση που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ και, ως εκ τούτου, τα προερχόμενα από τη χώρα αυτή στοιχεία δεν την αφορούν. Η κατά 9,3 % προσαρμογή της τιμής εξαγωγής, στην οποία προέβη το Συμβούλιο λαμβάνοντας υπόψη τα έξοδα έρευνας και ανάπτυξης, είναι, όπως προέβαλε η προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία, χαμηλότερη από το περιθώριο κέρδους 38 % της εμπορικής εταιρίας Novi, η οποία διοχέτευε την παραγωγή της προσφεύγουσας στην ευρωπαϊκή αγορά. Επιπλέον, σκοπός της προσαρμογής αυτής δεν ήταν η συνεκτίμηση της αποστολής των ενδιάμεσων εμπορικών εταιριών.

89      Παραλείποντας να λάβει υπόψη της, αφενός, το σύνολο των εξόδων που πραγματοποιούνται από το σημείο που ισχύει η τιμή fob της προσφεύγουσας έως την άφιξη στα κοινοτικά σύνορα, και, αφετέρου, το περιθώριο κέρδους μη συνδεδεμένων εμπορικών εταιριών, όπως η Pagoda, η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένο υπολογισμό της μειώσεως της τιμής λόγω ντάμπινγκ ως προς την προσφεύγουσα. Αν προέβαινε σε ορθό υπολογισμό, ο δασμός αντιντάμπινγκ θα ήταν μηδαμινός ή και μηδενικός. Το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι παραγωγοί δεν αναθέτουν σε άλλες εταιρίες τον σχεδιασμό προτύπων, τους ελέγχους ποιότητας, τη διαπραγμάτευση των τιμών, τις υπηρεσίες μεταφοράς, κ.λπ. δεν δικαιολογεί την παράλειψη συνεκτιμήσεως του αντίστοιχου κόστους με το οποίο επιβαρύνεται η προσφεύγουσα, ενόψει του υπολογισμού της τιμής cif, στα σύνορα της Κοινότητας, των προϊόντων της. Συγκεκριμένα, η μείωση της τιμής λόγω ντάμπινγκ έπρεπε να εκτιμηθεί βάσει της εν λόγω τιμής cif.

90      Η ένσταση απαραδέκτου του Συμβουλίου κατά του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψεις 91 και 92 κατωτέρω) δεν είναι βάσιμη, διότι στηρίζεται σε ισχυρισμούς που δεν είναι δυνατόν να επαληθευθούν ελλείψει νέου υπολογισμού εκ μέρους της Επιτροπής. Το κρίσιμο ζήτημα, συναφώς, έγκειται στο αν η προσαύξηση της τιμής cif, στα σύνορα της Κοινότητας, της προσφεύγουσας κατά το περιθώριο κέρδους 38 % των εμπορικών εταιριών είχε ως αποτέλεσμα να καθοριστεί περιθώριο ζημίας χαμηλότερο από το περιθώριο ντάμπινγκ της προσφεύγουσας, πράγμα που είναι απολύτως θεμιτό. Εξάλλου, αντιθέτως προς ό,τι προβάλλει το Συμβούλιο (βλ. σκέψη 92 κατωτέρω) σχετικά με τον συγκεκριμένο λόγο ακυρώσεως, η προσφυγή πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις του άρθρου 44 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

91      Το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τον «κανόνα του χαμηλότερου δασμού» (βλ. σκέψη 41 ανωτέρω), ο οριστικός δασμός καθορίστηκε, ως προς την προσφεύγουσα, βάσει του περιθωρίου της ντάμπινγκ (9,7 %), το οποίο ήταν χαμηλότερο από το απαιτούμενο για την εξάλειψη της ζημίας ύψος (16,5 %). Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως ασκεί επιρροή όσον αφορά το κύρος του προσβαλλόμενου κανονισμού μόνον αν αποδειχθεί ότι το απαιτούμενο για την εξάλειψη της ζημίας ύψος του δασμού έπρεπε να είναι χαμηλότερο από το περιθώριο ντάμπινγκ της προσφεύγουσας. Πάντως, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη το περιθώριο κέρδους της Novi, τα περιθώρια της τιμής λόγω ντάμπινγκ και τη ζημίας ανέρχονται, αντιστοίχως, σε 28 % και σε 20 % ως προς την προσφεύγουσα. Επομένως, ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως είναι «αλυσιτελής και απαράδεκτος».

92      Το Συμβούλιο προβάλλει, επίσης, ότι, όσον αφορά τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφυγή δεν πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις του άρθρου 44 του Κανονισμού Διαδικασίας. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα δεν εξέθεσε τα περιστατικά στα οποία στηρίζεται η επιχειρηματολογία της, ούτε εξήγησε σε τι συνίστανται οι παράνομες ενέργειες των κοινοτικών οργάνων, περιοριζόμενη στην προβολή μη τεκμηριωμένων ισχυρισμών. Επομένως, ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι απαράδεκτος.

93      Κατά τα λοιπά, το Συμβούλιο θεωρεί αβάσιμο τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

94      Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι ο «κανόνας του χαμηλότερου δασμού» συνεπάγεται ότι ο παραγωγός σε βάρος του οποίου έχουν επιβληθεί δασμοί αντιντάμπινγκ δεν μπορεί να αμφισβητήσει τους δασμούς αυτούς, με το επιχείρημα ότι η έρευνα κατέληξε σε υπερτιμημένο περιθώριο ζημίας, στην περίπτωση που ο συντελεστής του δασμού αντιστοιχεί στο περιθώριο ντάμπινγκ, οσάκις αυτό είναι χαμηλότερο τόσο από το εσφαλμένως διαπιστωμένο περιθώριο της ζημίας όσο και από το πραγματικό περιθώριο της ζημίας (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 1988, 250/85, Brother Industries κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 5683, σκέψη 24).

95      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το έγγραφο της Επιτροπής της 10ης Ιουλίου 2006 και, ιδίως, από το σχετικό με τον υπολογισμό της ζημίας παράρτημά του, η λόγω ντάμπινγκ μείωση της τιμής του μοντέλου υποδήματος που η προσφεύγουσα εξάγει στην κοινοτική αγορά ανέρχεται σε 32,3 %, ενώ η μείωση της τιμής αναφοράς λόγω ντάμπινγκ ανέρχεται σε 66 %. Η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε ούτε τη μέθοδο ούτε τα αριθμητικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό αυτόν.

96      Επιπλέον, από τα αναγραφόμενα υπό τον τίτλο III του εγγράφου της προσφεύγουσας της 18ης Ιουλίου 2006 προκύπτει ότι το περιθώριο κέρδους των εμπορικών εταιριών, μέσω των οποίων οι Κινέζοι παραγωγοί διοχετεύουν την παραγωγή τους προς την ευρωπαϊκή αγορά, κυμαίνεται μεταξύ 25 και 38 %. Κατά την προσφεύγουσα, στο περιθώριο αυτό έπρεπε να προστεθεί η τιμή cif, στα σύνορα της Κοινότητας, της προσφεύγουσας, προκειμένου να μειωθεί η διαφορά μεταξύ της τιμής αυτής και της τιμής της κοινοτικής βιομηχανίας και, συνεπώς, το περιθώριο μειώσεως της τιμής λόγω ντάμπινγκ.

97      Ωστόσο, από τους υπολογισμούς που παραθέτει το Συμβούλιο στο συνημμένο στο υπόμνημα ανταπαντήσεως έγγραφο προκύπτει ότι, ακόμη και αν είχε αυξήσει την τιμή cif, στα σύνορα της Κοινότητας, της προσφεύγουσας κατά το περιθώριο κέρδους 38 % που υποστηρίζεται ότι πραγματοποίησε η Novi, το ποσοστό μειώσεως, λόγω ντάμπινγκ, της τιμής αναφοράς θα καθοριζόταν, λαμβανομένων υπόψη των εισαγωγών που δεν προκαλούν σημαντική ζημία, σε 20,05 %, ποσοστό υψηλότερο από το περιθώριο ντάμπινγκ της προσφεύγουσας, βάσει του οποίου καθορίστηκε ο οριστικός δασμός (9,7 %, βλ. σκέψη 41 ανωτέρω). Συναφώς, επισημαίνεται, ακόμη, ότι, ακόμα και αν λαμβανόταν υπόψη ο εναλλακτικός υπολογισμός που παραθέτει η προσφεύγουσα με τις απαντήσεις της στις έγγραφες ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, σύμφωνα με τον οποίον η επιπλέον προσαρμογή 38 % πραγματοποιείται μετά την προσαρμογή 17,30 % που πραγματοποιήθηκε για δασμούς, έξοδα έρευνας και ανάπτυξης, κ.λπ., το ποσοστό μειώσεως της τιμής αναφοράς λόγω ντάμπινγκ ανέρχεται σε 15,32 % και είναι υψηλότερο από το απαιτούμενο για την εξάλειψη της ζημίας ύψος.

98      Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 20 του βασικού κανονισμού, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και ελλιπή αιτιολογία

 Επιχειρήματα των διαδίκων

99      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι τα κοινοτικά όργανα δεν της γνωστοποίησαν προσηκόντως τη νέα ανάλυσή τους των πραγματικών περιστατικών σχετικά με τη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία ούτε της παρέσχον τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί της νέας εκτιμήσεως των κοινοτικών οργάνων σχετικά με τον καθορισμό των οριστικών δασμών (βλ. σκέψεις 29 και 30 ανωτέρω). Εξάλλου, η Επιτροπή δεν εξήγησε επαρκώς τους λόγους που επέβαλαν την τροποποίηση της αναλύσεώς της και τη χρησιμοποίηση διαφορετικών στοιχείων σε σχέση με την αρχική πρότασή της.

100    Ενώ με το έγγραφο τελικής ενημέρωσης της 7ης Ιουλίου 2006 η Επιτροπή διατύπωνε την εκτίμηση ότι η εισαγωγή 140 εκατομμυρίων ζευγών υποδημάτων κατ’ έτος δεν ζημιώνει την κοινοτική βιομηχανία, αντιθέτως με το συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης της 28ης Ιουλίου 2006 μείωσε κατά πολύ τον αριθμό αυτόν, στα 41,5 εκατομμύρια ζεύγη, χωρίς να εξηγήσει τους λόγους αυτής της μεταβολής, με συνέπεια να αντιστραφεί, κατά «στρεβλό τρόπο», κατόπιν χειρισμού όσον αφορά τα έτη αναφοράς, η αξία των επιβληθέντων δασμών μεταξύ Κίνας και Βιετνάμ. Όσον αφορά την οικονομική ratio τους, οι επιβληθείσες με το σύστημα εκ των υστέρων επιβολής δασμών ποσοστώσεις αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση των πιέσεων από εισαγωγές οι οποίες, όμως, δεν θεωρούνταν απόρροια αθέμιτης πρακτικής, ενώ τα μέτρα αντιντάµπινγκ αποσκοπούν στην αντιμετώπιση αθέμιτης πρακτικής ντάμπινγκ. Λόγω των διαφορών αυτών, η πενθήμερη προθεσμία που έταξε η Επιτροπή στις προσφεύγουσες να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της νέας προτάσεως δεν ήταν επαρκής, πράγμα για το οποίο οι προσφεύγουσες παραπονέθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία.

101    Ο προσβαλλόμενος κανονισμός, του οποίου η αιτιολογική σκέψη 301 είναι σύμφωνη με την τελευταία πρόταση της Επιτροπής, δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένος όσον αφορά τη διαφοροποίηση αυτή και δεν περιλαμβάνει τους λόγους εφαρμογής της νέας μεθόδου. Αντιθέτως, στην αιτιολογική σκέψη 301 του προσβαλλόμενου κανονισμού απλώς επαναλαμβάνεται το περιεχόμενο του σημείου 280 του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης, από το οποίο δεν προκύπτουν περισσότερα στοιχεία. Εξάλλου, το συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης δεν περιέχει κανένα αριθμητικό στοιχείο ή υπολογισμό προς στήριξη της μεθόδου που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 301 του προσβαλλόμενου κανονισμού και δεν διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους ελήφθησαν υπόψη διαφορετικά έτη, αξίες και ποσότητες σε σχέση με αυτά που ελήφθησαν υπόψη στην αρχική πρόταση. Επιπλέον, τα κοινοτικά όργανα παρέβησαν το άρθρο 20 του βασικού κανονισμού, το οποίο επιτάσσει τη γνωστοποίηση αναλυτικών στοιχείων για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και για το σκεπτικό στα οποία στηρίζεται η πρόταση της Επιτροπής για τη λήψη οριστικών μέτρων. Συγκεκριμένα, δεν εξηγήθηκε ούτε αιτιολογήθηκε η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζεται η νέα προσέγγιση της Επιτροπής.

102    Επιπροσθέτως, η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας, διότι δεν της επέτρεψε να προβάλει λυσιτελώς την άποψή της επί ορισμένων σημαντικών ζητημάτων, όπως ο εύλογος χαρακτήρας της νέας προτάσεως, η ακρίβεια και η συνάφεια των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων, οι υπολογισμοί και τα στοιχεία στα οποία η Επιτροπή στήριξε τα συμπεράσματά της σχετικά με το ντάμπινγκ και τη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία. Συγκεκριμένα, τα δύο συστήματα χαρακτηρίζονται από θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ τους όσον αφορά την ανάλυση των πραγματικών περιστατικών στην οποία στηρίζονται. Οι διαφορές αυτές έχουν εκ διαμέτρου αντίθετες συνέπειες για τους παραγωγούς της Κίνας και του Βιετνάμ, χωρίς ωστόσο η Επιτροπή να εξηγεί πώς κατέληξε στο αποτέλεσμα αυτό ή να δίνει στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να ασκήσουν τα δικαιώματά τους άμυνας.

103    Η προσπάθεια του Συμβουλίου να υποβαθμίσει τις διαφορές μεταξύ των δύο προτάσεων, με το επιχείρημα ότι το επιλεγέν σύστημα λαμβάνει υπόψη ότι μόνον οι εισαγωγές πάνω από ορισμένο όριο είναι ζημιογόνες, θα είχε ως συνέπεια την επιβολή δασμών αντιντάµπινγκ επί εισαγωγών που δεν προκαλούν ζημία, κατά παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού. Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα υπέβαλε ορισμένες παρατηρήσεις επί του συστήματος αυτού, εντός προθεσμίας μικρότερης από την κατώτατη προθεσμία των δέκα ημερών που προβλέπει το άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, δεν είναι αντιτάξιμο έναντι αυτής ούτε καλύπτει την ανεπάρκεια των στοιχείων που γνωστοποίησε η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, το αν η προθεσμία που έταξε η Επιτροπή ήταν επαρκής, στο πλαίσιο του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας, εκτιμάται με βάση το εύρος της τροποποιήσεως της μεθόδου από την Επιτροπή, καθώς και με βάση την έλλειψη στοιχείων ή διευκρινίσεων σχετικά με τη νέα εκτίμηση των νομικών και πραγματικών παραμέτρων. Η προσφεύγουσα επισημαίνει, συναφώς, ότι, αν τα κοινοτικά όργανα δεν παρέχουν προσήκουσες διευκρινίσεις σχετικά με τη μέθοδο εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών που έλαβαν υπόψη τους, το γεγονός ότι τους δόθηκε η δυνατότητα να διατυπώσουν ορισμένες παρατηρήσεις έχει περιορισμένη σημασία και δεν σημαίνει ότι τηρήθηκαν οι επιταγές του άρθρου 20 του βασικού κανονισμού, οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου ή η νομοθεσία του ΠΟΕ. Επιπλέον, το χρονοδιάγραμμα που κατάρτισε η Επιτροπή ήταν εξαιρετικά περιοριστικό, με συνέπεια να είναι αδύνατη η παράταση της προθεσμίας για την υποβολή παρατηρήσεων επί του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης. Εξάλλου, οι συζητήσεις διάρκεσαν πολλούς μήνες και αφορούσαν το σύστημα εκ των υστέρων επιβολής δασμών και όχι το εν τέλει επιλεγέν σύστημα.

104    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι, λόγω των ελλείψεων του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης και της ανεπάρκειας της ταχθείσας προθεσμίας, δεν είχε τη δυνατότητα να εκθέσει στην Επιτροπή τους λόγους για τους οποίους η προσέγγισή της δεν είναι προσήκουσα και εύλογη, ούτε να εκθέσει την άποψή της σχετικά με τη μέθοδο ή τα αριθμητικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται η περιλαμβανόμενη στο έγγραφο αυτό πρόταση.

105    Τέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει, επιπροσθέτως, ότι, αν της είχε δοθεί η δυνατότητα να υποβάλει προσηκόντως παρατηρήσεις επί του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης, θα επισήμαινε, πρώτον, ότι το προταθέν σύστημα παραβιάζει το άρθρο 1, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, στον βαθμό που καταλήγει στην επιβολή δασμών αντιντάµπινγκ σε μη ζημιογόνες εισαγωγές, δεύτερον, ότι έπρεπε να υπολογιστεί ως προς αυτή ατομικό περιθώριο ζημίας και, τρίτον, ότι η τελευταία πρόταση της Επιτροπής ήταν άτοπη και δυσανάλογη, διότι η αναθεωρημένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, η οποία δεν διευκρινίστηκε ούτε αιτιολογήθηκε, είχε «στρεβλό αποτέλεσμα», ήτοι την αντιστροφή των δασμών αντιντάµπινγκ μεταξύ Κίνας και Βιετνάμ.

106    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή και τη CEC, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

107    Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, πρώτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι τα κοινοτικά όργανα παρέβησαν το άρθρο 20 του βασικού κανονισμού, διότι η Επιτροπή, αφενός, δεν γνωστοποίησε τα στοιχεία στα οποία στηρίζονται οι υπολογισμοί που περιλαμβάνονται στο συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης και, αφετέρου, δεν της έταξε προθεσμία επαρκή και σύμφωνη με την παράγραφο 5 του άρθρου αυτού, ώστε να υποβάλει πλήρεις παρατηρήσεις επί της νέας προτάσεως της Επιτροπής.

108    Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι τα κοινοτικά όργανα δεν εξέθεσαν, ούτε με το αρχικό και το συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης ούτε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, τους λόγους για τους οποίους προκρίθηκε η εφαρμοσθείσα μέθοδος συνυπολογισμού των μη ζημιογόνων εισαγωγών, η οποία συνίσταται στη μείωση του περιθωρίου ζημίας, αντί της μη επιβολής δασμών αντιντάµπινγκ επί των μη ζημιογόνων εισαγωγών. Οι περιστάσεις αυτές στοιχειοθετούν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών, καθώς και ελλιπή αιτιολόγηση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

109    Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι το άρθρο 20 του βασικού κανονισμού ρυθμίζει τα της ασκήσεως του δικαιώματος ακροάσεως των ενδιαφερομένων μερών, όπως είναι οι εξαγωγείς, το οποίο καταλέγεται στα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζει το κοινοτικό δίκαιο και περιλαμβάνει το δικαίωμα πληροφόρησης περί των κύριων πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού βάσει των οποίων πρόκειται να διατυπωθεί εισήγηση για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ (απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Ιουνίου 1991, C‑49/88, Al-Jubail Fertilizer κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. I‑3187, σκέψη 15, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Νοεμβρίου 1998, T‑147/97, Champion Stationery κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II‑4137, σκέψη 55).

110    Υπό τις συνθήκες αυτές, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με παράβαση του άρθρου 20 του βασικού κανονισμού πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αφορούν προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας, όπως αυτά κατοχυρώνονται από την κοινοτική έννομη τάξη, περιλαμβανομένης της διατάξεως αυτής (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Νοεμβρίου 2002, T‑88/98, Kundan και Tata κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II‑4897, σκέψη 131).

111    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι οι επιχειρήσεις που αποτελούν αντικείμενο έρευνας ενόψει της εκδόσεως κανονισμού αντιντάμπινγκ πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να γνωστοποιήσουν λυσιτελώς, κατά τη διοικητική διαδικασία, την άποψή τους σχετικά με το υποστατό και τη βαρύτητα των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων, καθώς και με τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία η Επιτροπή στήριξε τη διαπίστωσή της σχετικά με την ύπαρξη ντάμπινγκ και την εντεύθεν προκληθείσα ζημία (απόφαση Al-Jubail Fertilizer κατά Συμβουλίου, σκέψη 109 ανωτέρω, σκέψη 17, και απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2000, C‑458/98 P, Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I‑8147, σκέψη 99· αποφάσεις Champion Stationery κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 109 ανωτέρω, σκέψη 55, και Kundan και Tata κατά Συμβουλίου, σκέψη 110 ανωτέρω, σκέψη 132).

112    Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ακόμη ότι ο ελλιπής χαρακτήρας της τελικής γνωστοποιήσεως των στοιχείων καθιστά παράνομο τον κανονισμό με τον οποίον επιβάλλονται οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ μόνο στην περίπτωση που τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν ήταν σε θέση, λόγω της παραλείψεως αυτής, να υπερασπισθούν λυσιτελώς τα συμφέροντά τους. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, στην περίπτωση που η παράλειψη αφορά περιστατικά και εκτιμήσεις διαφορετικές από εκείνες βάσει των οποίων επιβλήθηκαν τα προσωρινά μέτρα και στις οποίες πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα κατά την τελική ενημέρωση, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Για τους ίδιους λόγους, τούτο συμβαίνει επίσης στην περίπτωση που η παράλειψη αφορά περιστατικά ή εκτιμήσεις διαφορετικές σε σχέση με εκείνες στις οποίες στηρίχθηκε η απόφαση που εκδόθηκε από την Επιτροπή ή το Συμβούλιο μετά την κοινοποίηση του εγγράφου τελικής ενημέρωσης, όπως προκύπτει από το άρθρο 20, παράγραφος 4, τελευταία περίοδος, του βασικού κανονισμού.

113    Εν προκειμένω, όπως επισημάνθηκε με τις σκέψεις 23 έως 25 ανωτέρω, η Επιτροπή εισηγήθηκε, καταρχάς, με το έγγραφο τελικής ενημέρωσης, σύστημα εκ των υστέρων επιβολής δασμών, εκτιμώντας ότι μόνον οι εισαγωγές πέραν των 140 εκατομμυρίων ζευγών υποδημάτων κατ’ έτος ήταν ζημιογόνες κατά την έννοια του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού. Η εκτίμηση αυτή στηριζόταν στην ύπαρξη του συστήματος ποσοτικών ποσοστώσεων έως την 1η Ιανουαρίου 2005, λόγω της οποίας απετράπη η ζημία, καθώς και σε υπολογισμό της ποσότητας των εισαγωγών από την Κίνα το 2005. Σύμφωνα με την πρόταση αυτή, έπρεπε να επιβληθεί οριστικός δασμός αντιντάµπινγκ στις εισαγωγές από την Κίνα πέραν των 140 εκατομμυρίων ζευγών υποδημάτων κατ’ έτος. Ο δασμός αυτός ήταν ίσος προς την απόκλιση από την τιμή αναφοράς, εν προκειμένω 23 %.

114    Εντούτοις, όπως προαναφέρθηκε στις σκέψεις 28 και 29 ανωτέρω, η Επιτροπή τροποποίησε, με το συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης, την πρότασή της σχετικά με τη μορφή των απαιτούμενων για την εξάλειψη της ζημίας δασμών. Η νέα πρόταση της Επιτροπής στηριζόταν επίσης στην ύπαρξη μη ζημιογόνων εισαγωγών κατά την έννοια του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού. Πάντως, σύμφωνα με το συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης, τόσο η μέθοδος υπολογισμού της ποσότητας των μη ζημιογόνων εισαγωγών, όσο και οι συνέπειες της ποσότητας αυτής στη μορφή των προταθέντων οριστικών δασμών διέφεραν από τα αντίστοιχα του εγγράφου τελικής ενημέρωσης.

115    Ειδικότερα, με το συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης, πρώτον, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι η μείωση των τιμών αναφοράς λόγω ντάμπινγκ ανερχόταν σε 23 % όσον αφορά τις εισαγωγές από την Κίνα. Δεύτερον, διαπίστωσε ότι οι εισαγωγές από τη χώρα αυτή κατά το εξετασθέν διάστημα ανέρχονταν στο 38 % των συνολικών εισαγωγών από την Κίνα και το Βιετνάμ. Το ποσοστό αυτό, εφαρμοζόμενο στο σύνολο των εισαγωγών από τις δύο αυτές χώρες το 2003 (109 εκατομμύρια ζεύγη υποδημάτων), αντιστοιχούσε σε περίπου 41,5 εκατομμύρια ζεύγη υποδημάτων, ποσότητα που κρίθηκε μη ζημιογόνος για την κοινοτική βιομηχανία. Τρίτον, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η ποσότητα αυτή αντιστοιχεί στο 28,26 % των εισαγωγών από την Κίνα το 2005. Τέλος, τέταρτον, μείωσε το αρχικώς προσδιορισθέν περιθώριο ζημίας (23 %) κατά 28,26 %, καταλήγοντας στο «σταθμισμένο» περιθώριο ζημίας 16,5 %.

116    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι διαφορές μεταξύ της περιγραφόμενης στο έγγραφο τελικής ενημέρωσης μεθόδου και της περιγραφόμενης στο συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης είναι οι ακόλουθες. Πρώτον, αντί να προσδιορίσει την ετήσια μη ζημιογόνα ποσότητα που εισήχθη από την Κίνα το 2005, η Επιτροπή προσδιόρισε την εν λόγω ετήσια ποσότητα πολλαπλασιάζοντας τα 109 εκατομμύρια ζευγών υποδημάτων που εισήχθησαν το 2003 με 38 %. Πρόκειται για το ποσοστό των εισαγωγών από τη χώρα αυτή επί του συνόλου των εισαγωγών από την Κίνα και το Βιετνάμ κατά το εξετασθέν διάστημα. Δεύτερον, αντί να εξαιρέσει την εν λόγω ετήσια ποσότητα, η οποία χαρακτηρίστηκε μη ζημιογόνος με τα σημεία 278 έως 280 του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης, από τους δασμούς αντιντάµπινγκ, η Επιτροπή επέλεξε να συνεκτιμήσει την ποσότητα αυτή, μειώνοντας το επίπεδο εξαλείψεως της ζημίας και επιβάλλοντας δασμούς αντιντάµπινγκ από το πρώτο εισαγόμενο ζεύγος.

117    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η εκ μέρους της Επιτροπής τροποποίηση της αναλύσεώς της, κατόπιν των παρατηρήσεων των ενδιαφερομένων επί του εγγράφου τελικής ενημέρωσης, δεν συνιστά από μόνη της προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το άρθρο 20, παράγραφος 4, τελευταία περίοδος, του βασικού κανονισμού, το έγγραφο τελικής ενημέρωσης δεν θίγει οποιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση της Επιτροπής ή του Συμβουλίου. Η διάταξη αυτή απλώς υποχρεώνει την Επιτροπή να γνωστοποιήσει, το συντομότερο δυνατόν, τα περιστατικά και τις εκτιμήσεις που διαφέρουν από εκείνα στα οποία στηρίχθηκε η περιγραφόμενη στο έγγραφο τελικής ενημέρωσης αρχική πρότασή της. Η περιγραφή αυτή όντως παρέχει στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να κατανοήσουν το σκεπτικό με το οποίο τα κοινοτικά όργανα μετέβαλαν την άποψή τους.

118    Κατά συνέπεια, για να διαπιστωθεί αν η Επιτροπή σεβάστηκε τα δικαιώματα που αντλεί η προσφεύγουσα από το άρθρο 20, παράγραφος 4, τελευταία περίοδος, του βασικού κανονισμού, πρέπει επιπλέον να εξεταστεί αν η Επιτροπή τής γνωστοποίησε τα περιστατικά και τις εκτιμήσεις στις οποίες στηρίχθηκε η νέα ανάλυσή της σχετικά με τη ζημία και τη μορφή των μέτρων που απαιτούνται για την εξάλειψή της, στον βαθμό που αυτά διαφέρουν από τα ληφθέντα υπόψη με το έγγραφο τελικής ενημέρωσης (βλ. σκέψη 112 ανωτέρω).

119    Συναφώς, καταρχάς, η Επιτροπή εξέθεσε, με το συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης, ότι, με τη νέα πρότασή της, δεν είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών εισαγωγέων.

120    Όσον αφορά, περαιτέρω, τα στοιχεία βάσει των οποίων η Επιτροπή προσάρμοσε το περιθώριο ζημίας από 23 % σε 16,5 %, κακώς παραπονείται η προσφεύγουσα ότι δεν γνώρισε τα στοιχεία αυτά. Συγκεκριμένα, η περιγραφόμενη στη σκέψη 136 ανωτέρω μέθοδος προσαρμογής του περιθωρίου ζημίας, στο πλαίσιο της οποίας συνεκτιμώνται οι μη ζημιογόνες εισαγωγές, εκτίθεται στο συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης. Είναι αληθές ότι το έγγραφο αυτό δεν περιέχει πληροφορίες σχετικά με την ακριβή ποσότητα των εισαγωγών από την Κίνα το 2005, ούτως ώστε να διαπιστωθεί αν το ποσοστό 28,26 % είναι ακριβές. Ωστόσο, δεδομένου ότι, κατά την Επιτροπή, τα 41,5 εκατομμύρια ζεύγη υποδημάτων αντιστοιχούν στο 28,26 % του συνόλου των εισαγωγών από την Κίνα το 2005, συνάγεται ότι οι εισαγωγές αυτές ανέρχονται σε 146,85 εκατομμύρια ζεύγη υποδημάτων. Ο υπολογισμός αυτός περιλαμβάνεται, εξάλλου, στην ηλεκτρονική επιστολή που απέστειλε η προσφεύγουσα στις 2 Αυγούστου 2006 (βλ. σκέψη 31 ανωτέρω).

121    Από τις προηγηθείσες σκέψεις προκύπτει ότι η Επιτροπή γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα τον συλλογισμό που ακολούθησε για τον υπολογισμό του περιθωρίου ζημίας, λαμβάνοντας υπόψη τις μη ζημιογόνες εισαγωγές. Γνωστοποίησε επίσης όλα τα αριθμητικά στοιχεία που έκρινε συναφώς λυσιτελή, οπότε τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας δεν έχουν προσβληθεί από την άποψη αυτή.

122    Σημειωτέον, ακόμη, ότι, όπως επισήμανε το Συμβούλιο, ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως, όπως αναπτύσσεται με τα δικόγραφά τους, αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας και όχι παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού. Επομένως, το ζήτημα της συμβατότητας του συστήματος που επιλέχθηκε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, όσον αφορά την επιβολή δασμών αντιντάµπινγκ επί ποσότητας εισαγωγών μικρότερης από αυτή που θεωρήθηκε ζημιογόνος, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου.

123    Όσον αφορά την ταχθείσα προθεσμία, οι διάδικοι συμφωνούν ότι αυτή έληξε στις 2 Αυγούστου 2006.

124    Η Επιτροπή, τάσσοντας στην προσφεύγουσα προθεσμία μικρότερη των δέκα ημερών για να υποβάλει παρατηρήσεις επί του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης, παρέβη το άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού (βλ., συναφώς, απόφαση Champion Stationery κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 109 ανωτέρω, σκέψη 80). Πάντως, το γεγονός αυτό δεν συνεπάγεται, άνευ ετέρου, την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού. Συγκεκριμένα, πρέπει επιπλέον να αποδειχθεί ότι η χορήγηση προθεσμίας μικρότερης της νόμιμης προσέβαλε με συγκεκριμένο τρόπο τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της επίμαχης διαδικασίας (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Οκτωβρίου 2004, T‑35/01, Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2004, σ. II‑3663, σκέψη 331).

125    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με την ηλεκτρονική επιστολή της της 2ας Αυγούστου 2006, η προσφεύγουσα υπενθύμισε τους υπολογισμούς της Επιτροπής και πρότεινε διαφορετικό υπολογισμό, ο οποίος κατέληγε σε διαφορετικό και, κατ’ αυτή, δίκαιο αποτέλεσμα. Επομένως, η προσφεύγουσα κατανόησε τη συλλογιστική της Επιτροπής και είχε τη δυνατότητα να προτείνει άλλη μέθοδο. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν εξήγησε τον λόγο για τον οποίο δεν ήταν σε θέση να παραπονεθεί για παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού εντός της ταχθείσας από την Επιτροπή προθεσμίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να προβάλει λυσιτελώς την άποψή της.

126    Επομένως, δεν προσβλήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας.

127    Για τους ίδιους λόγους, είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας περί ελλιπούς αιτιολογήσεως της μεθόδου υπολογισμού του επιπέδου εξαλείψεως της ζημίας. Συγκεκριμένα, η αιτιολογία του προσβαλλόμενου κανονισμού πρέπει να εκτιμηθεί λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των στοιχείων που γνωστοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα και των παρατηρήσεων που αυτή υπέβαλε κατά τη διοικητική διαδικασία (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Δεκεμβρίου 1999, T‑33/98 και T‑34/98, Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. II‑3837, σκέψη 107).

128    Εν προκειμένω, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 40 ανωτέρω, οι αιτιολογικές σκέψεις 296 έως 301 του προσβαλλόμενου κανονισμού περιλαμβάνουν τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων το Συμβούλιο κατέληξε στο τελικώς επιλεγέν σύστημα. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η Επιτροπή γνωστοποίησε στις προσφεύγουσες τη συλλογιστική που ακολούθησε για τον υπολογισμό του περιθωρίου ζημίας, λαμβάνοντας υπόψη τις μη ζημιογόνες εισαγωγές, καθώς και όλα τα αριθμητικά στοιχεία που έκρινε λυσιτελή προς τούτο (βλ. σκέψεις 166 έως 168 ανωτέρω), διαπιστώνεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός είναι επαρκώς αιτιολογημένος κατά νόμο.

129    Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως σχετικά με νομική πλάνη και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία

 Επιχειρήματα των διαδίκων

130    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι το χρονικό διάστημα κανονικών εισαγωγών, στο οποίο στηρίχθηκε η σχετική με τη ζημία απόφαση, δεν ήταν αρκετά μεγάλο και, επομένως, η απόφαση αυτή δεν στηρίζεται σε αξιόπιστα και αντικειμενικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι το εξετασθέν διάστημα εκτείνεται από την 1η Απριλίου 2004 έως τις 31 Μαρτίου 2005, η Επιτροπή διαμόρφωσε την πεποίθηση ότι η αύξηση των εισαγωγών μετά την κατάργηση των ποσοστώσεων είχε ιδιαίτερα ζημιογόνο αποτέλεσμα για την κοινοτική βιομηχανία, καθώς έλαβε υπόψη της μόνον το πρώτο τρίμηνο του 2005. Από τις ενδείξεις περί υπάρξεως σημαντικής ζημίας το 2004, για τις οποίες κάνει λόγο η Επιτροπή στο σημείο 277 του νέου τίτλου H του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης, δεν προκύπτει ότι το 2004 όντως προκλήθηκε σημαντική ζημία. Το ότι δεν υπήρξε σημαντική ζημία το 2004 επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η αύξηση των εισαγωγών κατά το έτος αυτό ήταν μειωμένη σε σχέση με το 2003, καθώς και από το σημείο 285 του εγγράφου τελικής ενημέρωσης. Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει το Συμβούλιο, οι ποσοτικές ποσοστώσεις δεν αποσκοπούν στην προστασία από τις εισαγωγές ντάμπινγκ. Εξάλλου, δεν είναι λυσιτελής η ανάλυση των παραμέτρων της ζημίας για το 2003, διότι, όπως δέχεται η Επιτροπή, τότε δεν υφίστατο ντάμπινγκ.

131    Πάντως, οι τρεις πρώτοι μήνες του 2005 αποτελούν το αρχικό διάστημα ανοίγματος μιας αγοράς στην οποία ίσχυε επί δώδεκα και πλέον έτη αυστηρό σύστημα ποσοτικών ποσοστώσεων. Όπως αναφέρει η Επιτροπή στο έγγραφο τελικής ενημέρωσης, τα στοιχεία σχετικά με το χρονικό διάστημα μετά την κατάργηση των ποσοστώσεων δεν είναι αξιόπιστα, λόγω των προσδοκιών που προκάλεσε το γεγονός αυτό. Επομένως, ο προσβαλλόμενος κανονισμός στηρίζεται σε στοιχεία τα οποία αφορούν σύντομο χρονικό διάστημα και, λόγω της καταργήσεως των ποσοστώσεων, δεν είναι αξιόπιστα. Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο παρέβη το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού.

132    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή και τη CEC αμφισβητεί το βάσιμο των ισχυρισμών της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

133    Επισημαίνεται, πρώτον, ότι η επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ δεν συνιστά κύρωση για παλαιότερη συμπεριφορά, αλλά μέτρο άμυνας και προστασίας κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού ο οποίος προκύπτει από την πρακτική του ντάμπινγκ. Επομένως, για να είναι δυνατόν να καθορισθούν οι κατάλληλοι δασμοί αντιντάμπινγκ προς προστασία της κοινοτικής βιομηχανίας από την πρακτική του ντάμπινγκ, είναι απαραίτητο να διεξαχθεί η έρευνα με βάση τις κατά το δυνατόν πλέον πρόσφατες πληροφορίες (απόφαση Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου, σκέψη 111 ανωτέρω, σκέψεις 91 και 92, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Νοεμβρίου 2006, T‑138/02, Nanjing Metalink κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. II‑4347, σκέψη 60).

134    Επομένως, τα κοινοτικά όργανα, εφόσον διαπιστώσουν ότι οι εισαγωγές προϊόντος υποκείμενου σε ποσοτικούς περιορισμούς αυξάνονται μετά την κατάργηση των περιορισμών αυτών, μπορούν να λάβουν υπόψη τους την αύξηση αυτή για την εκτίμηση της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία.

135    Δεύτερον, η εκτίμηση που διατυπώνει η Επιτροπή στο σημείο 283 του εγγράφου τελικής ενημέρωσης, ότι η ποσότητα των εισαγόμενων προϊόντων αυξήθηκε μετά την κατάργηση των ποσοστώσεων, δεν αποδεικνύει ότι τα κοινοτικά όργανα στηρίχθηκαν μόνο σε αυτό το ποσοτικό στοιχείο για να διαπιστώσουν την ύπαρξη ζημίας.

136    Τέλος, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 162, 168 έως 170, 187 έως 206 και 216 έως 240 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τα κοινοτικά όργανα συνεκτίμησαν πολλές παραμέτρους σχετικά με τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια, οι οποίες αφορούσαν όχι μόνον το τελευταίο τρίμηνο του ερευνηθέντος διαστήματος, αλλά και το εξετασθέν διάστημα.

137    Επομένως, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

138    Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφυγή είναι απορριπτέα στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

139    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα του Συμβουλίου.

140    Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Επιτροπή και η CEC φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Foshan City Nanhai Golden Step Industrial Co., Ltd φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Confédération européenne de l’industrie de la chaussure (CEC) φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Martins Ribeiro

Παπασάββας

Dittrich

(υπογραφές)

Περιεχόμενα

Το νομικό πλαίσιο

Το ιστορικό της διαφοράς και ο προσβαλλόμενος κανονισμός

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 6, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού, καθώς και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, όσον αφορά τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

– Επί της προβαλλομένης παραβάσεως του άρθρου 2, παράγραφος 6, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού

– Επί της προβαλλόμενης προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 20 του βασικού κανονισμού, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και ελλιπή αιτιολογία

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως σχετικά με νομική πλάνη και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.