Language of document : ECLI:EU:T:2010:69

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 4ης Μαρτίου 2010 (*)

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές υποδημάτων με δερμάτινο επάνω μέρος καταγωγής Κίνας και Βιετνάμ – Εταιρία που ασκεί τις δραστηριότητές της υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς – Δειγματοληψία – Άρνηση συνεργασίας – Δικαιώματα άμυνας – Ζημία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑409/06,

Sun Sang Kong Yuen Shoes Factory (Hui Yang) Corp. Ltd, με έδρα το Hui Yang City (Κίνα), εκπροσωπούμενη από τους I. MacVay, solicitor, R. Thompson, QC, και K. Beal, barrister,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενoυ από τον J.‑P. Hix, επικουρούμενο από τον G. Berrisch, δικηγόρο,

καθού,

υποστηριζόμενου από

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους H. van Vliet και T. Scharf,

την Confédération européenne de l’industrie de la chaussure (CEC), με έδρα τις Βρυξέλλες, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους P. Vlaemminck, G. Zonnekeyn και S. Verhulst, στη συνέχεια, από τους Ρ. Vlaemminck και A. Hubert, δικηγόρους,

και

την BA.LA. di Lanciotti Vittorio & C. Sas, με έδρα το Monte Urano (Ιταλία), και δεκαέξι άλλες παρεμβαίνουσες, των οποίων οι επωνυμίες απαριθμούνται στο παράρτημα, εκπροσωπούμενες από τους G. Celona, P. Tabellini και C. Cavaliere, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο αιτήματα περί μερικής ακυρώσεως, ως προς την προσφεύγουσα, του κανονισμού (ΕΚ) 1472/2006 του Συμβουλίου, της 5ης Οκτωβρίου 2006, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Βιετνάμ (ΕΕ L 275, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Martins Ribeiro, πρόεδρο, Σ. Παπασάββα (εισηγητή) και A. Dittrich, δικαστές,

γραμματέας: K. Καντζά, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Φεβρουαρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Το άρθρο 1, παράγραφοι 1, 2 και 4, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96, του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής: βασικός κανονισμός) ορίζει:

«1.      Δασμός αντιντάμπινγκ είναι δυνατό να επιβάλλεται σε κάθε προϊόν που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, όταν η θέση του σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας προκαλεί ζημία.

2.      Ένα προϊόν θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ όταν η τιμή εξαγωγής του στην Κοινότητα είναι χαμηλότερη από μια συγκρίσιμη τιμή του ομοειδούς προϊόντος, όπως έχει καθοριστεί για τη χώρα εξαγωγής κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις.

[…]

4.      Για τους σκοπούς της εφαρμογής τους παρόντος κανονισμού, με τον όρο «ομοειδές προϊόν» νοείται ένα πανομοιότυπο προϊόν, δηλαδή όμοιο από κάθε άποψη με το εξετασθέν προϊόν ή, ελλείψει τούτου, ένα άλλο προϊόν το οποίο, αν και όχι όμοιο από κάθε άποψη, έχει χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν σημαντική ομοιότητα προς εκείνα του υπό εξέταση προϊόντος.»

2        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, «[η] κανονική αξία βασίζεται κατ’ αρχήν στις πληρωθείσες ή πληρωτέες τιμές, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, από ανεξάρτητους πελάτες στη χώρα εξαγωγής».

3        Όσον αφορά τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν ώστε να αναγνωριστεί ότι μια επιχείρηση ασκεί τις δραστηριότητές της υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς (στο εξής: ΚΟΑ), το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού προβλέπει:

«Στις έρευνες αντιντάμπινγκ για εισαγωγές από […] τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας […], η κανονική αξία καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 6, εάν αποδεικνύεται, με βάση δεόντως αιτιολογημένους ισχυρισμούς που θα υποβάλουν ένας ή περισσότεροι παραγωγοί που υπόκεινται στην έρευνα […], ότι υπόκεινται σε καθεστώς οικονομίας της αγοράς όσον αφορά την κατασκευή και την πώληση του οικείου ομοειδούς προϊόντος. Άλλως εφαρμόζονται οι κανόνες που καθορίζονται στο στοιχείο α΄.»

4        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού:

«Ένας ισχυρισμός [που υποβάλλεται κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄], γίνεται γραπτώς και πρέπει να δίδει επαρκείς αποδείξεις ότι ο παραγωγός λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, ήτοι:

–        οι επιχειρηματικές αποφάσεις για τιμές, κόστος και εισροές, π.χ. πρώτες ύλες, τεχνολογία, εργατικό δυναμικό, εκροές, πωλήσεις και επενδύσεις, λαμβάνονται βάσει στοιχείων από την αγορά, όσον αφορά την προσφορά και τη ζήτηση, χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση, ενώ το κόστος των σημαντικότερων εισροών πρέπει να εκφράζει σε μεγάλο βαθμό τις τιμές στην αγορά,

[…]

Η απόφαση ότι ο παραγωγός πληροί τα ανωτέρω κριτήρια θα ληφθεί εντός τριμήνου από την έναρξη της έρευνας, αφού ζητηθεί συγκεκριμένα η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής και αφού δοθεί στην κοινοτική βιομηχανία η δυνατότης να λάβει θέση. Η απόφαση θα παραμείνει σε ισχύ καθόλη τη διάρκεια της έρευνας.»

5        Σύμφωνα με τις παραγράφους 5 και 6 του άρθρου 9 του βασικού κανονισμού:

«5.      […]

Στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο α΄, ωστόσο, ορίζεται ο ατομικός δασμός για τους εξαγωγείς που μπορούν να αποδείξουν, με βάση δεόντως αιτιολογημένους ισχυρισμούς, ότι:

α)      σε περίπτωση εταιριών που ελέγχονται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από αλλοδαπούς ή από κοινές επιχειρήσεις, οι εξαγωγείς είναι ελεύθεροι να επαναπατρίζουν κεφάλαια και κέρδη,

β)      οι τιμές εξαγωγής και οι ποσότητες των εξαγόμενων προϊόντων, καθώς και οι όροι και προϋποθέσεις πώλησης καθορίζονται ελεύθερα,

γ)      η πλειοψηφία των μετοχών ανήκει σε ιδιώτες. Οι κρατικοί υπάλληλοι που έχουν καθήκοντα στο διοικητικό συμβούλιο ή κατέχουν βασικές διευθυντικές θέσεις πρέπει να αποτελούν μειονότητα, ή διαφορετικά πρέπει να αποδειχθεί ότι η εταιρία είναι παρόλα αυτά επαρκώς ανεξάρτητη από κρατική παρέμβαση,

δ)      οι πράξεις μετατροπής του συναλλάγματος πραγματοποιούνται σε τιμές της αγοράς και

ε)      η κρατική παρέμβαση δεν πρέπει να είναι τέτοια ώστε να επιτρέπει την καταστρατήγηση των μέτρων σε περίπτωση που καθορισθούν διαφορετικοί δασμολογικοί συντελεστές για τους μεμονωμένους εξαγωγείς.

6)      Όταν η Επιτροπή έχει περιστείλει το αντικείμενο της εξέτασης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 17, οποιοσδήποτε δασμός αντιντάμπινγκ, ο οποίος επιβάλλεται στις εισαγωγές που προέρχονται από εξαγωγείς ή παραγωγούς οι οποίοι έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 17 αλλά δεν έχουν συμπεριληφθεί στην έρευνα, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ που έχει καθοριστεί για τις επιχειρήσεις που επελέγησαν για τη δειγματοληψία. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη οποιαδήποτε περιθώρια είναι είτε μηδενικά, είτε ασήμαντα, είτε έχουν καθοριστεί υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 18. Μεμονωμένοι δασμοί επιβάλλονται για τις εισαγωγές που προέρχονται από οποιονδήποτε εξαγωγέα ή παραγωγό στον οποίο επιφυλάσσεται ιδιαίτερη μεταχείριση, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17.»

6        Το άρθρο 2, παράγραφοι 8 και 9, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού ορίζει:

«8.      Ως τιμή εξαγωγής θεωρείται η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή του προϊόντος κατά την πώλησή του προς εξαγωγή από τη χώρα εξαγωγής στην Κοινότητα.

9.      Όταν δεν υπάρχει τιμή εξαγωγής […], η τιμή εξαγωγής είναι δυνατό να κατασκευάζεται με βάση την τιμή στην οποία το εισαγόμενο προϊόν μεταπωλείται για πρώτη φορά σε ανεξάρτητο αγοραστή ή, αν το προϊόν δεν μεταπωλείται σε ανεξάρτητο αγοραστή ή δεν μεταπωλείται στην κατάσταση στην οποία εισήχθη, με οποιαδήποτε εύλογη βάση.»

7        Το άρθρο 2, παράγραφος 10, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού ορίζει:

«10.      Μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας διεξάγεται δίκαιη σύγκριση. Η σύγκριση αυτή αφορά το ίδιο στάδιο εμπορίας και πωλήσεις πραγματοποιηθείσες σε ημερομηνίες όσο το δυνατόν εγγύτερες, λαμβάνονται δε δεόντως υπόψη άλλες διαφορές που επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών. Όταν η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής που διαμορφώνεται δεν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις σύγκρισης, πραγματοποιούνται προσαρμογές για κάθε περίπτωση, με βάση τα ατομικά της στοιχεία προκειμένου να ληφθούν δεόντως υπόψη διαφορές των παραγόντων για τους οποίους προβάλλεται ο ισχυρός και αποδεικνύεται ότι επηρεάζουν τις τιμές και, κατ’ επέκταση, τη συγκρισιμότητα των τιμών […].»

8        Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 11, του βασικού κανονισμού:

«Με την επιφύλαξη των συναφών διατάξεων που διέπουν το θέμα της δίκαιης σύγκρισης, η ύπαρξη περιθωρίων ντάμπινγκ κατά την περίοδο έρευνας προσδιορίζεται κατά κανόνα με βάση τη σύγκριση μιας μέσης σταθμισμένης κανονικής αξίας με το σταθμισμένο μέσο όρο των τιμών όλων των συναλλαγών με αντικείμενο εξαγωγές στην Κοινότητα ή με βάση τη σύγκριση επιμέρους κανονικών αξιών και επιμέρους τιμών εξαγωγής στην Κοινότητα για κάθε συναλλαγή ξεχωριστά. Παρόλα αυτά, όταν για τον καθορισμό της κανονικής αξίας έχει ληφθεί ως βάση ο σταθμισμένος μέσος όρος, η κανονική αυτή αξία είναι δυνατό να συγκρίνεται με τις τιμές όλων των επιμέρους συναλλαγών με αντικείμενο εξαγωγές στην Κοινότητα, υπό την προϋπόθεση ότι εφαρμόζονται συστηματικά τιμές εξαγωγής οι οποίες διαφέρουν σημαντικά ανάλογα με τον αγοραστή, την περιοχή ή τη χρονική περίοδο, ενώ η εφαρμογή των μεθόδων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν θα οδηγούσε στη διαπίστωση των εφαρμοζόμενων πρακτικών ντάμπινγκ σε όλη τους την έκταση. Η παρούσα παράγραφος δεν αποκλείει τη χρήση δειγματοληψιών σύμφωνα με το άρθρο 17.»

9        Όσον αφορά τον προσδιορισμό της ζημίας, το άρθρο 3, παράγραφοι 2, 3 και 6, του βασικού κανονισμού προβλέπει:

«2.      Ο προσδιορισμός της ζημίας γίνεται με βάση θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση τόσο α) του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της επίδρασής τους στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Κοινότητας, όσο και β) των συνεπειών των εισαγωγών αυτών για την κοινοτική βιομηχανία.

3.      […] Προκειμένου περί της επίδρασης των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ επί των τιμών, εξετάζεται κατά πόσον έχουν πραγματοποιηθεί εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ σε τιμές αισθητά κατώτερες από τις τιμές που εφαρμόζει για τα ομοειδή προϊόντα η κοινοτική βιομηχανία ή κατά πόσον εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν με οποιονδήποτε τρόπο τη συμπίεση των τιμών σε σημαντικό βαθμό ή τη σε σημαντικό βαθμό παρακώλυση της αύξησης των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση. Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποφασιστική σημασία.

[…]

6.      Πρέπει να αποδεικνύεται, με βάση το σύνολο των συναφών αποδεικτικών στοιχείων που έχουν υποβληθεί σε σχέση με την παράγραφο 2, ότι οι εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ προκαλούν ζημία κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, είναι απαραίτητο να αποδεικνύεται ότι ο όγκος ή/και το επίπεδο των τιμών, όπως αυτά έχουν καθοριστεί βάσει της παραγράφου 3, ευθύνονται για τις συνέπειες επί της κοινοτικής βιομηχανίας, κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5, όπως επίσης ότι οι συνέπειες αυτές είναι τέτοιας έκτασης, ώστε να είναι δυνατό να θεωρηθούν σημαντικές.»

10      Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 4, τελευταίο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, το «ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το περιθώριο ντάμπινγκ που έχει διαπιστωθεί, αλλά θα πρέπει να είναι κατώτερο του εν λόγω περιθωρίου, αν η επιβολή δασμού χαμηλότερου ύψους κρίνεται επαρκής για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται η κοινοτική βιομηχανία».

11      Όσον αφορά την τεχνική που βασίζεται στη δειγματοληψία, το άρθρο 17, παράγραφοι 1 και 3, του βασικού κανονισμού ορίζει:

«1.      Όταν είναι μεγάλος ο αριθμός των καταγγελλόντων, των εξαγωγέων ή των εισαγωγέων, των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών, η έρευνα είναι δυνατό να περιορίζεται σε εύλογο αριθμό ενδιαφερομένων μερών, προϊόντων ή συναλλαγών, με τη χρήση δειγματοληψιών που να ανταποκρίνονται στις αρχές της στατιστικής και λαμβάνοντας ως βάση τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα κατά το χρόνο της επιλογής· εναλλακτικά η έρευνα είναι δυνατό να περιορίζεται στον μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο παραγωγής, πωλήσεων ή εξαγωγών, για τον οποίο μπορεί λογικά να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου.

[…]

3.      Ακόμη και σε περιπτώσεις περιστολής του αντικειμένου της εξέτασης κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου, είναι υποχρεωτικό να υπολογίζεται ξεχωριστό περιθώριο ντάμπινγκ για κάθε εξαγωγέα ή παραγωγό ο οποίος δεν συμπεριελήφθη στην αρχική επιλογή, αλλά ο οποίος υποβάλλει τις απαιτούμενες πληροφορίες εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός, εκτός αν ο αριθμός των εξαγωγέων ή των παραγωγών είναι τόσο μεγάλος, ώστε να καθίσταται υπερβολικά επαχθής η ατομική εξέταση των δεδομένων καθενός και να παρεμποδίζεται η έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας.»

12      Κατά το άρθρο 18, παράγραφοι 1, 3, 4 και 6, του βασικού κανονισμού:

«1.      Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται την πρόσβαση σε απαραίτητες πληροφορίες ή γενικότερα δεν τις παρέχει εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός ή παρεμποδίζει σημαντικά την έρευνα, επιτρέπεται να συνάγονται προσωρινά ή τελικά συμπεράσματα, είτε καταφατικά είτε αποφατικά, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία. Όταν διαπιστώνεται ότι ένα ενδιαφερόμενο μέρος έχει προσκομίσει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, τα εν λόγω στοιχεία δεν λαμβάνονται υπόψη και είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν τα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία. Τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με τις συνέπειες που επισύρει τυχόν άρνηση συνεργασίας.

[…]

3.      Αν οι πληροφορίες που προσκομίζει ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν είναι ενδεχομένως άρτιες από κάθε άποψη, λαμβάνονται οπωσδήποτε υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδεχόμενες ελλείψεις δεν είναι τέτοιες, ώστε να δυσχεραίνουν υπέρμετρα τη συναγωγή συμπεράσματος με ικανοποιητική ακρίβεια και υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πληροφορίες υποβάλλονται με τον δέοντα τρόπο και εγκαίρως, ότι είναι επαληθεύσιμες και ότι το οικείο μέρος έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια.

4.      Όταν δεν γίνονται δεκτά ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία ή ορισμένες πληροφορίες, το μέρος που τα έχει προσκομίσει πρέπει να ενημερώνεται πάραυτα σχετικά με τους λόγους της μη αποδοχής· επίσης πρέπει να του δίδεται η δυνατότητα να παράσχει πρόσθετες εξηγήσεις εντός της προκαθορισμένης προθεσμίας. Σε περίπτωση που οι εξηγήσεις αυτές δεν κριθούν ικανοποιητικές, πρέπει να καθίστανται γνωστοί οι λόγοι της απόρριψης των συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων ή πληροφοριών και να αναπτύσσονται στα δημοσιευόμενα πορίσματα.

[…]

6.      Αν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται να συνεργασθεί ή συνεργάζεται μεν, αλλά μόνον εν μέρει και με τον τρόπο αυτό εμποδίζεται η πρόσβαση σε χρήσιμες πληροφορίες, το τελικό αποτέλεσμα ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκό για το εν λόγω μέρος από ό,τι θα ήταν αν είχε δεχθεί να συνεργασθεί.»

13      Κατά το παράρτημα II, σημείο 3, της Συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (GATT) (ΕΕ L 336, σ. 103, στο εξής: κώδικας αντιντάµπινγκ του 1994), η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 A της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) (ΕΕ 1994, L 336, σ. 3):

«3.      Κατά τη διατύπωση των συμπερασμάτων λαμβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία τα οποία είναι δυνατό να επαληθευτούν, τα οποία πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, ώστε να είναι δυνατή η χρησιμοποίησή τους στο πλαίσιο της έρευνας χωρίς υπερβολικές δυσχέρειες, τα οποία προσκομίστηκαν εγκαίρως και τα οποία, κατά περίπτωση, υποβάλλονται με τη μορφή ή στη γλώσσα ηλεκτρονικού υπολογιστή που καθόρισαν οι αρχές […]».

14      Το άρθρο 20, παράγραφοι 1, 2, 4 και 5, του βασικού κανονισμού ορίζει:

«1.      Οι καταγγέλλοντες, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς, οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις και οι εκπρόσωποι της χώρας εξαγωγής δύνανται να ζητούν την αποκάλυψη αναλυτικών πληροφοριών για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και για το σκεπτικό επί τη βάσει των οποίων έχουν επιβληθεί προσωρινά μέτρα. Οι σχετικές αιτήσεις πρέπει να υποβάλλονται γραπτώς αμέσως μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων, ενώ οι πληροφορίες πρέπει να κοινοποιούνται γραπτώς το συντομότερο δυνατό μετά την υποβολή της αίτησης.

2.      Τα μέρη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δύνανται να ζητούν την τελική αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού επί τη βάσει των οποίων πρόκειται να διατυπωθεί εισήγηση για την επιβολή οριστικών μέτρων ή για την περάτωση της έρευνας ή της διαδικασίας άνευ επιβολής μέτρων· εν προκειμένω, λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα για τη γνωστοποίηση εκείνων των πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού που ενδεχομένως διαφέρουν από εκείνα που αποτέλεσαν τη βάση για την επιβολή των προσωρινών μέτρων.

[…]

4.      Η τελική αποκάλυψη στοιχείων γίνεται γραπτώς· λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάγκης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, η τελική αποκάλυψη στοιχείων πρέπει να πραγματοποιείται το συντομότερο δυνατόν και, καταρχήν, το αργότερο ένα μήνα πριν από την οριστική απόφαση ή την υποβολή εκ μέρους της Επιτροπής οποιασδήποτε πρότασης για τη λήψη οριστικών μέτρων βάσει του άρθρου 9. Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αποκαλύψει ορισμένα πραγματικά περιστατικά ή το σκεπτικό τη δεδομένη στιγμή, αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν σε μεταγενέστερο στάδιο. Η αποκάλυψη αυτή δεν θίγει οποιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση την οποία ενδεχομένως λαμβάνει η Επιτροπή ή το Συμβούλιο, αλλά αν η απόφαση αυτή στηρίζεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και σε διαφορετικό σκεπτικό, αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν.

5.      Τυχόν παραστάσεις των ενδιαφερομένων μετά την τελική αποκάλυψη στοιχείων λαμβάνονται υπόψη εφόσον παραληφθούν εντός προθεσμίας που ορίζει η Επιτροπή κατά περίπτωση, η οποία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των δέκα ημερών, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του επείγοντος του θέματος.»

 Ιστορικό της διαφοράς και ο προσβαλλόμενος κανονισμός

15      Η προσφεύγουσα, Sun Sang Kong Yuen Shoes Factory (Hui Yang) Corp. Ltd, είναι κινεζική εταιρία παραγωγής και εξαγωγής υποδημάτων.

16      Για τις εισαγωγές υποδημάτων καταγωγής Κίνας που εμπίπτουν σε ορισμένες κλάσεις της Συνδυασμένης Ονοματολογίας ίσχυε έως την 1η Ιανουαρίου 2005 σύστημα ποσοτικών ποσοστώσεων.

17      Κατόπιν καταγγελίας που υποβλήθηκε στις 30 Μαΐου 2005 από την Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία της Βιομηχανίας Υποδημάτων (CEC), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κίνησε διαδικασία αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων με δερμάτινο επάνω μέρος, καταγωγής Κίνας και Βιετνάμ. Η σχετική ανακοίνωση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Ιουλίου 2005 (ΕΕ C 166, σ. 14, στο εξής: ανακοίνωση περί κινήσεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ).

18      Λόγω του μεγάλου αριθμού των εμπλεκομένων, προκρίθηκε, σύμφωνα με το σημείο 5.1, στοιχείο α΄, της ανακοινώσεως περί κινήσεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, η τεχνική της δειγματοληψίας σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού. Επιπλέον, με το σημείο 5.1, στοιχείο β΄, της ανακοινώσεως περί κινήσεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, προκειμένου να συλλέξει τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την έρευνά της, επρόκειτο να αποστείλει ερωτηματολόγια, μεταξύ άλλων, στους παραγωγούς-εξαγωγείς της Κίνας και του Βιετνάμ που περιλαμβάνονται στα δείγματα, καθώς και στις αρχές των οικείων εξαγωγικών χωρών.

19      Η προσφεύγουσα απευθύνθηκε στην Επιτροπή, υποβάλλοντας, στις 23 και 25 Ιουλίου 2005, τα στοιχεία που απαιτούνταν, σύμφωνα με το σημείο 5.1, στοιχείο ε΄, της ανακοινώσεως περί κινήσεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, προκειμένου, αφενός, να συμπεριληφθεί στο δείγμα των παραγωγών-εξαγωγέων που το εν λόγω κοινοτικό όργανο πρότεινε να καταρτιστεί, σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού, και, αφετέρου, να αναγνωριστεί ότι πρόκειται για εταιρία που δραστηριοποιείται υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς (στο εξής: ΚΟΑ) ή, τουλάχιστον, να τύχει ιδιαίτερης μεταχειρίσεως (στο εξής: ΙΜ).

20      Αφού συμπεριλήφθηκε στο δείγμα των Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων, η προσφεύγουσα κλήθηκε να απαντήσει στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής το αργότερο έως τις 12 Σεπτεμβρίου 2005, ημερομηνία κατά την οποία η προσφεύγουσα υπέβαλε την απάντησή της.

21      Η Επιτροπή διενήργησε επιτόπιο έλεγχο στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας από τις 4 έως τις 7 Οκτωβρίου 2005. Με ηλεκτρονική επιστολή της 21ης Οκτωβρίου 2005, η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή τον τελικό αναλυτικό κατάλογο των πωλήσεών της στην κοινοτική αγορά.

22      Με τηλεομοιοτυπία της 12ης Δεκεμβρίου 2005, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα τις προκαταρκτικές διαπιστώσεις της επί της αιτήσεως αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα. Όσον αφορά το σχετικό με τις αποφάσεις των επιχειρήσεων κριτήριο (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω), η Επιτροπή επισήμανε ότι, όσον αφορά τις πωλήσεις, η προσφεύγουσα ήταν υποχρεωμένη, βάσει του καταστατικού της και της άδειάς της ασκήσεως εμπορικής δραστηριότητας, να εξάγει το σύνολο της παραγωγής της και ότι η προσφεύγουσα δεν προέβη σε καμία ενέργεια προς μεταβολή της καταστάσεως αυτής. Επομένως, η προσφεύγουσα λειτουργούσε υπό έντονη παρέμβαση του κράτους, το οποίο την υποχρέωνε, δια της αδείας ασκήσεως εμπορικής δραστηριότητας, να περιορίζει τη δραστηριότητά της μόνο στις εξαγωγές. Επιπλέον, σχετικά με το κριτήριο αυτό, η Επιτροπή επισήμανε ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να προβεί σε επαναπατρισμό των κερδών χωρίς προηγούμενη διοικητική άδεια. Υπό τις συνθήκες αυτές, και ανεξαρτήτως του αν η προσφεύγουσα πληροί τα λοιπά κριτήρια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή πρότεινε να απορριφθεί η εν λόγω αίτηση αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ.

23      Η Επιτροπή ζήτησε από την προσφεύγουσα να της υποβάλει τυχόν παρατηρήσεις της επί του εγγράφου αυτού έως τις 19 Δεκεμβρίου 2005, ημερομηνία κατά την οποία η προσφεύγουσα όντως υπέβαλε τις παρατηρήσεις της. Όσον αφορά την εξαγωγή του συνόλου της παραγωγής της, η προσφεύγουσα τόνισε ότι κατέληξε στην επιλογή αυτή για λόγους «διοικητικής διευκολύνσεως, σχετικούς με την υπαγωγή της στον ΦΠΑ, καθώς και με το γεγονός ότι τα προϊόντα της προορίζονται αποκλειστικά για τις αγορές της Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Εξάλλου, η προσφεύγουσα προσκόμισε βεβαίωση του γραφείου εξωτερικού εμπορίου και οικονομικής συνεργασίας της περιοχής Hui Yang της πόλεως Hui Zhou (επαρχία Guangdong, Κίνα), σύμφωνα με την οποία μπορούσε να τροποποιήσει το καταστατικό της όσον αφορά τη διάθεση της παραγωγής της, χωρίς περιορισμούς από την πλευρά των κινεζικών αρχών. Όσον αφορά τον επαναπατρισμό των κερδών, η προσφεύγουσα τόνισε ότι η διαδικασία διοικητικής άδειας είχε αποκλειστικά τυπικό χαρακτήρα, καθώς ως αποκλειστικό σκοπό είχε τον έλεγχο του κύρους των σχετικών στοιχείων και εγγράφων και, συγκεκριμένα, τη διαπίστωση της υπάρξεως κερδών, την καταβολή των αναλογούντων φόρων, τον έλεγχο της αποφάσεως της διοικήσεως της εταιρίας για διανομή των κερδών κ.λπ. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της, η προσφεύγουσα προσκόμισε εγκύκλιο της κινεζικής διοικήσεως, καθώς και νομική γνωμοδότηση η οποία περιείχε διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή της εγκυκλίου αυτής.

24      Η Επιτροπή απάντησε, με τηλεομοιοτυπία της 23ης Φεβρουαρίου 2006, ότι δεν πρόκειται να μεταβάλει την αρχική εκτίμησή της. Σχετικά με τη διάθεση της παραγωγής της προσφεύγουσας, η Επιτροπή τόνισε ότι οι υποβληθείσες παρατηρήσεις δεν αναιρούν τη διαπίστωση ότι, κατά το ερευνηθέν διάστημα, απαγορευόταν στην εταιρία να πωλεί στην κινεζική αγορά και ότι οποιαδήποτε μεταβολή της καταστάσεως αυτής προϋπέθετε κρατική άδεια. Όσον αφορά τον επαναπατρισμό των κερδών, η Επιτροπή δέχθηκε, υπό το φως των συναφών διευκρινίσεων της προσφεύγουσας, ότι η σχετική με τον επαναπατρισμό διοικητική διαδικασία δεν συνεπάγεται σημαντική κρατική παρέμβαση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού. Πάντως, βάσει των διαπιστώσεων σχετικά με τη διάθεση της παραγωγής της προσφεύγουσας, η Επιτροπή έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν πληροί το συγκεκριμένο κριτήριο. Επομένως, δεν χαρακτηρίστηκε ως επιχείρηση που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ.

25      Με τηλεομοιοτυπία της 24 Φεβρουαρίου 2006, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι δεν ήταν δυνατόν να καταρτίσει αντιπροσωπευτικό δείγμα των σχετικών με τις πωλήσεις στην κοινοτική αγορά συναλλαγών, προκειμένου να υπολογίσει τις τιμές εξαγωγής, καθώς και τις τιμές cif, στα σύνορα της Κοινότητας. Τούτο οφείλεται στο ότι τα αριθμητικά στοιχεία από τον αναλυτικό κατάλογο των πωλήσεων της προσφεύγουσας στην κοινοτική αγορά ήταν κατά πολύ υπερεκτιμημένα σε σχέση με τα συνολικά αριθμητικά στοιχεία, πράγμα που η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα περιθώρια ντάμπινγκ υπολογίστηκαν βάσει των διαθέσιμων στοιχείων σύμφωνα με το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού.

26      Η Επιτροπή ζήτησε από την προσφεύγουσα να της υποβάλει τυχόν παρατηρήσεις της επί του εγγράφου αυτού έως τις 6 Μαρτίου 2005, ημερομηνία κατά την οποία η προσφεύγουσα όντως υπέβαλε τις παρατηρήσεις της. Συναφώς, η προσφεύγουσα τόνισε ότι η Επιτροπή έχει διατυπώσει τις αιτιάσεις της με τέτοια αοριστία, ώστε δεν ήταν δυνατόν να κατανοήσει σε τι συνίσταται η προαναφερθείσα υπερεκτίμηση. Επιπλέον, η προσφεύγουσα ουδέποτε επιβεβαίωσε την υπερεκτίμηση αριθμητικών στοιχείων και διευκρίνισε επανειλημμένως ότι πραγματοποιούσε τις εξαγωγές της μέσω μη συνδεδεμένων εμπορικών εταιριών και ότι, ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζει σε όλες τις περιπτώσεις τον τελικό προορισμό των προϊόντων της. Επιπλέον, η προσφεύγουσα πραγματοποιούσε όλες τις πωλήσεις της ελεύθερες επί του πλοίου, οπότε δεν είχε στη διάθεσή της στοιχεία σχετικά με τις τιμές cif, στα σύνορα της Κοινότητας. Η Επιτροπή δεν έκανε λόγο για ανακρίβειες κατά τον επιτόπιο έλεγχο ούτε αμφισβήτησε την ακρίβεια των προσκομισθέντων στοιχείων. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα αντιτάχθηκε στην εφαρμογή του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού για τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής ή του περιθωρίου ντάμπινγκ.

27      Στις 23 Μαρτίου 2006, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 553/2006 της Επιτροπής, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Βιετνάμ (ΕΕ L 98, σ. 3, στο εξής: προσωρινός κανονισμός).

28      Κατά την αιτιολογική σκέψη 9 του προσωρινού κανονισμού, η έρευνα για την πρακτική ντάμπινγκ και τη ζημία κάλυψε το χρονικό διάστημα από την 1η Απριλίου 2004 έως τις 31 Μαρτίου 2005 (στο εξής: ερευνηθέν διάστημα). Η εξέταση των σχετικών με τη ζημία στοιχείων κάλυψε το διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2001 έως τις 31 Μαρτίου 2005 (στο εξής: εξετασθέν διάστημα).

29      Επειδή ήταν αναγκαίο να καθοριστεί η κανονική αξία όσον αφορά τους παραγωγούς-εξαγωγείς της Κίνας και του Βιετνάμ οι οποίοι ενδεχομένως δεν θα χαρακτηρίζονταν ως επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται υπό ΚΟΑ, πραγματοποιήθηκε επιτόπιος έλεγχος για τον καθορισμό της κανονικής αξίας με βάση στοιχεία προερχόμενα από χώρα όπου επικρατούν ανάλογες συνθήκες και, συγκεκριμένα, από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας, στις εγκαταστάσεις των τριών εταιριών (αιτιολογική σκέψη 8 του προσωρινού κανονισμού).

30      Ο προσωρινός κανονισμός αφορά, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 10, 11, 40 και 41 αυτού, σανδάλια, μπότες και υποδήματα πόλης, των οποίων το επάνω μέρος είναι κατασκευασμένο από φυσικό ή ανασχηματισμένο δέρμα. Επιπλέον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 12 έως 31 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν συμπεριέλαβε στα επίμαχα προϊόντα τα αθλητικά υποδήματα ειδικής τεχνολογίας (Special Technology Athletic Footwear, στο εξής: STAF) και ότι συμπεριέλαβε τα παιδικά υποδήματα.

31      Σχετικά με το ομοειδές προϊόν, η Επιτροπή διαπίστωσε, με την αιτιολογική σκέψη 46 του προσωρινού κανονισμού, ότι το υπό εξέταση προϊόν και τα υποδήματα με δερμάτινο επάνω μέρος που κατασκευάζονται και πωλούνται εντός της Κίνας και του Βιετνάμ, καθώς και τα υποδήματα με δερμάτινο επάνω μέρος που παράγονται και πωλούνται στην Κοινότητα από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, είναι όμοια σε ό,τι αφορά τα βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά τους και τις χρήσεις τους και ότι οι χρήστες τα θεωρούν εναλλάξιμα. Επομένως, κατά την αιτιολογική σκέψη 52 του προσωρινού κανονισμού, όλοι οι τύποι υποδημάτων που έχουν το επάνω μέρος από δέρμα ή ανασχηματισμένο δέρμα και που παράγονται και πωλούνται στις εν λόγω χώρες και στη Βραζιλία, καθώς και των υποδημάτων που παράγονται και πωλούνται από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής στην αγορά της Κοινότητας είναι ομοειδείς με τους τύπους που εξάγονται από τις εν λόγω χώρες στην Κοινότητα.

32      Για τον προσδιορισμό του ντάμπινγκ, η Επιτροπή χρησιμοποίησε τη μέθοδο της δειγματοληψίας. Προς τούτο κατάρτισε δείγμα από δεκατρείς Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν πλέον του 20 % των κινεζικών εξαγωγών προς την Κοινότητα. Κατά την αιτιολογική σκέψη 8, στοιχείο γ΄, του προσωρινού κανονισμού, η προσφεύγουσα είναι η ενδέκατη εταιρία στον κατάλογο των Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων που περιλαμβάνονται στο δείγμα.

33      Κατά την αιτιολογική σκέψη 69 του προσωρινού κανονισμού, η προσφεύγουσα δεν αναγνωρίστηκε ως επιχείρηση που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ, διότι δεν πληρούσε το πρώτο κριτήριο σχετικά με τη λήψη αποφάσεων χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση (βλ. σκέψεις 22 έως 24 ανωτέρω).

34      Όσον αφορά την αίτηση ΙΜ, η Επιτροπή επισήμανε, με την αιτιολογική σκέψη 94 του προσωρινού κανονισμού, ότι η υποχρέωση της επιχειρήσεως να εξάγει το σύνολο ή σημαντικό μέρος της παραγωγής της συνεπάγεται, επίσης, ότι η προσφεύγουσα δεν πληροί το κριτήριο του άρθρου 9, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω).

35      Όσον αφορά την τιμή εξαγωγής, η Επιτροπή αναφέρει, στην αιτιολογική σκέψη 130 του προσωρινού κανονισμού, ότι, στις περιπτώσεις που οι εξαγωγικές πωλήσεις στην Κοινότητα πραγματοποιήθηκαν μέσω μη συνδεδεμένων εμπορικών εταιριών, οι τιμές εξαγωγής υπολογίστηκαν με βάση τις τιμές του προϊόντος που πωλήθηκε για εξαγωγή στις εμπορικές εταιρίες από τους εν λόγω παραγωγούς, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω).

36      Κατά την αιτιολογική σκέψη 131 του προσωρινού κανονισμού, η σύγκριση μεταξύ κανονικής αξίας και τιμής εξαγωγής πραγματοποιήθηκε σε επίπεδο εργοστασιακής τιμής. Για να είναι δίκαιη η σύγκριση, ελήφθησαν προσηκόντως υπόψη, υπό μορφή προσαρμογών, οι διαφορές που επηρεάζουν τόσο τις τιμές όσο και τη συγκρισιμότητά τους, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού (αιτιολογική σκέψη 132 του προσωρινού κανονισμού).

37      Όσον αφορά τη ζημία, η Επιτροπή εξέτασε, μεταξύ άλλων, τη συμπίεση των τιμών εισαγωγής. Προς τούτο, οι τιμές cif στα σύνορα, επαυξημένες κατά το ποσό των δασμών, αναπροσαρμόστηκαν ώστε να ληφθούν υπόψη τα έξοδα των εισαγωγέων της Κοινότητας, σχετικά με τα σχέδια, την επιλογή της πρώτης ύλης κ.λπ., και συγκρίθηκαν προς τις τιμές της κοινοτικής βιομηχανίας, σε επίπεδο εργοστασιακής τιμής και στο ίδιο στάδιο εμπορίου. Από τη σύγκριση αυτή προέκυψε ότι το ποσοστό μειώσεως των τιμών των υποδημάτων καταγωγής Κίνας λόγω της πρακτικής ντάμπινγκ ήταν 12,8 % (αιτιολογικές σκέψεις 167 και 168 του προσωρινού κανονισμού).

38      Με έγγραφο της 7ης Απριλίου, η Επιτροπή διαβίβασε στην προσφεύγουσα, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 14, παράγραφος 2, και 20, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, αντιστοίχως, αντίγραφο του προσωρινού κανονισμού και έγγραφο με λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό βάσει των οποίων επιβλήθηκαν προσωρινοί δασμοί αντιντάμπινγκ (στο εξής: έγγραφο ενδιάμεσης ενημέρωσης). Η Επιτροπή ζήτησε από την προσφεύγουσα να της υποβάλει τυχόν παρατηρήσεις της επί των εγγράφων αυτών έως τις 8 Μαΐου 2006.

39      Με ηλεκτρονική επιστολή της 27ης Απριλίου 2006, η προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο έγγραφο ενδιάμεσης ενημέρωσης είναι ελλιπή, αναφερόμενη κυρίως στα στοιχεία σχετικά με τις προσαρμογές των τιμών για τον υπολογισμό του ντάμπινγκ και της οφειλόμενης στο ντάμπινγκ μειώσεως των τιμών. Η προσφεύγουσα επανέλαβε τις αιτιάσεις αυτές με τις έγγραφες παρατηρήσεις της της 8ης Μαΐου 2006.

40      Με ηλεκτρονική επιστολή της 16ης Μαΐου 2006, η προσφεύγουσα τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι η προσαρμογή της τιμής εξαγωγής των προϊόντων της κατά 15 %, ώστε να συνυπολογιστούν τα έξοδα έρευνας και ανάπτυξης, ήταν μικρότερη από τα πραγματικά σχετικά έξοδα, καθώς δεν ελήφθησαν υπόψη τα έξοδα και τα σημαντικά περιθώρια κέρδους των εμπορικών εταιριών μέσω των οποίων ορισμένοι Κινέζοι παραγωγοί διοχετεύουν την παραγωγή τους στην κοινοτική αγορά.

41      Με τηλεομοιοτυπία της 7ης Ιουλίου 2006, η Επιτροπή διαβίβασε στις προσφεύγουσες, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20, παράγραφοι 2 έως 4, του βασικού κανονισμού, έγγραφο τελικής ενημέρωσης σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και εκτιμήσεις επί των οποίων στηρίχθηκε η πρόταση επιβολής οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ.

42      Υπό τον τίτλο H του εγγράφου αυτού, η Επιτροπή εκθέτει τις εκτιμήσεις της σχετικά με τα οριστικά μέτρα αντιντάµπινγκ που σκοπεύει να προτείνει στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Όσον αφορά το είδος των μέτρων, η Επιτροπή επισήμανε, πρώτον, ότι η δέσμευση ορισμένων παραγωγών να διαμορφώσουν τις τιμές πωλήσεως σε επίπεδο που να μην προκαλείται σημαντική ζημία στην κοινοτική βιομηχανία δεν αποτελεί κατάλληλο μέτρο και, δεύτερον, ότι πρέπει να εφαρμοστεί σύστημα εκ των υστέρων επιβολής δασμών (σημεία 278 έως 291 του εγγράφου τελικής ενημέρωσης).

43      Όσον αφορά το σύστημα της εκ των υστέρων επιβολής δασμών, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι εισαγωγές προκάλεσαν σημαντική ζημία στην κοινοτική βιομηχανία μετά την κατάργηση των ποσοστώσεων την 1η Ιανουαρίου 2005 (βλ. σκέψη 16 ανωτέρω). Συγκεκριμένα, κατά τους τρεις πρώτους μήνες του 2005, οι οποίοι περιλαμβάνονται στο ερευνηθέν διάστημα (βλ. σκέψη 28 ανωτέρω), η κοινοτική βιομηχανία γνώρισε τη σημαντικότερη αναλογικά ύφεση κατά τη διάρκεια του εξετασθέντος διαστήματος, με βάση πολλές οικονομικές παραμέτρους, όπως η κερδοφορία, οι τιμές πωλήσεως, τα μερίδια αγοράς, οι πωλήσεις, η απασχόληση και η παραγωγή. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο ποσοτικό στοιχείο της πρακτικής ντάμπινγκ όσον αφορά τον προσδιορισμό της ζημίας. Στο πλαίσιο αυτό, έκρινε ότι μόνον οι εισαγωγές που υπερέβαιναν ορισμένη ποσότητα ήταν ζημιογόνες και ότι, ως εκ τούτου, δεν ήταν απαραίτητη η επιβολή δασμών ad valorem για την αποκατάσταση των συνθηκών θεμιτού ανταγωνισμού. Επομένως, δασμοί αντιντάµπινγκ έπρεπε να επιβληθούν μόνον επί των προϊόντων που εισάγονταν καθ’ υπέρβαση συγκεκριμένης ποσότητας κατ’ έτος. Εν προκειμένω, ένα τέτοιο σύστημα εκ των υστέρων επιβολής δασμών θα ήταν κατάλληλο για την εξάλειψη της ζημίας, στον βαθμό που θα λαμβάνονταν υπόψη οι συνέπειες των ποσοστώσεων και θα εξισορροπούνταν τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων. Επομένως, οι προτεινόμενοι δασμοί έπρεπε να εφαρμοστούν στις εισαγόμενες ποσότητες πέραν του ορίου των 140 εκατομμυρίων ζευγών υποδημάτων καταγωγής Κίνας κατ’ έτος. Η ποσότητα αυτή αποτελεί απόρροια της εκτιμήσεως της Επιτροπής σχετικά με τις εισαγωγές καταγωγής Κίνας το 2005, λαμβανομένων υπόψη των εισαγωγών του 2004 (σημεία 285 έως 287 και 291 του εγγράφου τελικής ενημέρωσης).

44      Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή πρότεινε την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάµπινγκ, ίσου προς το περιθώριο εξαλείψεως της ζημίας, επί των εισαγωγών πέραν του ορίου των 140 εκατομμυρίων ζευγών υποδημάτων καταγωγής Κίνας κατ’ έτος. Το περιθώριο προσδιορίστηκε στο ποσοστό μειώσεως της τιμής αναφοράς, λόγω ντάμπινγκ, ήτοι σε 23 % (σημείο 293 του εγγράφου τελικής ενημέρωσης).

45      Η Επιτροπή ζήτησε από τις προσφεύγουσες να υποβάλουν τα σχόλιά τους επί του εγγράφου τελικής ενημέρωσης έως τις 17 Ιουλίου 2006.

46      Με έγγραφο της 13ης Ιουλίου 2006, η προσφεύγουσα προσκόμισε στην Επιτροπή αντίγραφο της άδειάς της ασκήσεως εμπορικής δραστηριότητας, καθώς και αντίγραφο της αποφάσεως τροποποιήσεως του καταστατικού, όσον αφορά τον εταιρικό σκοπό, σύμφωνα με το οποίο τα προϊόντα της προορίζονται, πλέον, τόσο για εξαγωγή όσο και για την κινεζική αγορά. Με έγγραφο της 22ας Αυγούστου 2006, η Επιτροπή αρνήθηκε να επανεξετάσει το ζήτημα της αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ, με το αιτιολογικό ότι η σχετική προθεσμία είχε παρέλθει.

47      Με έγγραφο της 28ης Ιουλίου 2006, η Επιτροπή κοινοποίησε στις προσφεύγουσες συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης. Σύμφωνα με τα δύο πρώτα εδάφιά του, σκοπός του εγγράφου αυτού ήταν να ενημερωθούν οι ενδιαφερόμενοι σχετικά με μία τροποποίηση όσον αφορά τη διαμόρφωση των προτεινόμενων οριστικών δασμών αντιντάµπινγκ. Η Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Εμπόριο» της Επιτροπής εξέτασε τις υποβληθείσες από ορισμένους ενδιαφερόμενους παρατηρήσεις σχετικά με το αρχικώς σχεδιαζόμενο σύστημα της εκ των υστέρων επιβολής δασμών (βλ. σκέψεις 42 έως 45 ανωτέρω). Με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή εγκατέλειψε την ιδέα εφαρμογής του συστήματος αυτού. Στο πλαίσιο της νέας εκτιμήσεώς της, η Επιτροπή τόνισε ότι η πραγματικά ζημιογόνος αύξηση των εισαγωγών πραγματοποιήθηκε το 2004, και έως το τέλος του εξετασθέντος διαστήματος, και ότι το 2005 ήταν το πρώτο έτος κατά το οποίο οι εισαγωγές υποδημάτων καταγωγής Κίνας δεν υπέκειντο πλέον σε ποσοστώσεις. Επιπλέον, η Επιτροπή έκρινε, βάσει των εισαγωγών προϊόντων καταγωγής Κίνας και Βιετνάμ του 2003, ότι η εισαγωγή έως 109 εκατομμυρίων ζευγών υποδημάτων δεν είναι ζημιογόνα. Σύμφωνα με τη νέα αυτή εκτίμηση, η οικονομική επίπτωση της εν λόγω ποσότητας έπρεπε να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό του ορίου εξαλείψεως της ζημίας. Επομένως, αφενός, το όριο εξαλείψεως της ζημίας μειώθηκε, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ποσότητα εισαγωγών που δεν προκαλεί ζημία, και, αφετέρου, οι οριστικοί δασμοί επιβλήθηκαν από το πρώτο εισαχθέν ζεύγος. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, η οποία περιλαμβάνει τέσσερα στάδια που περιγράφονται στο προαναφερθέν έγγραφο, η Επιτροπή κατέληξε, βάσει του «κανόνα του μικρότερου δασμού», στην επιβολή στις εισαγωγές καταγωγής Κίνας οριστικού δασμού αντιντάµπινγκ στο απαιτούμενο για την εξάλειψη της ζημίας ύψος, ήτοι, εν προκειμένω, 16,5 %.

48      Για τη διασφάλιση του τυπικού κύρους της νέας αυτής προτάσεως, η Επιτροπή επισύναψε ως παράρτημα στο έγγραφο της 28ης Ιουλίου 2006 τα σημεία τα οποία επρόκειτο να περιληφθούν στον νέο τίτλο H του εγγράφου τελικής ενημέρωσης, αντικαθιστώντας τα σημεία του αντίστοιχου τίτλου του εγγράφου αυτού (βλ. σκέψη 42 ανωτέρω). Στα σημεία 278 και 279 του νέου τίτλου H του εγγράφου τελικής ενημέρωσης, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι μόνον οι εισαγωγές που υπερέβαιναν ορισμένη ποσότητα πριν την κατάργηση των ποσοστώσεων μπορούσαν να προκαλέσουν σημαντική ζημία, οπότε, στο πλαίσιο του καθορισμού του επιπέδου εξαλείψεως της ζημίας βάσει των αποτελεσμάτων του εξετασθέντος διαστήματος, έπρεπε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ορισμένες εισαχθείσες ποσότητες δεν προκάλεσαν ζημία. Επομένως, οι ποσότητες που δεν προκάλεσαν σημαντική ζημία έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό του επιπέδου εξαλείψεως της ζημίας. Στο σημείο 280 του ίδιου εγγράφου, η Επιτροπή εξηγεί τη μέθοδο που εφάρμοσε.

49      Η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης στις 2 Αυγούστου 2006.

50      Στις 5 Οκτωβρίου 2006, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 1472/2006, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Βιετνάμ (ΕΕ L 275, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός). Δυνάμει του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάµπινγκ στις εισαγωγές υποδημάτων που έχουν το επάνω μέρος από φυσικό ή ανασχηματισμένο δέρμα, εξαιρουμένων των αθλητικών υποδημάτων, των STAF, παντοφλών και άλλων υποδημάτων δωματίου, των υποδημάτων με προστατευτικό κάλυμμα των δακτύλων καταγωγής Κίνας, τα οποία υπάγονται σε διάφορες κλάσεις της Συνδυασμένης Ονοματολογίας (άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Ο συντελεστής του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που εφαρμόζεται επί της καθαρής τιμής «ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας» καθορίστηκε, ως προς τα παραγόμενα από τις προσφεύγουσες υποδήματα, σε 16,5 %. Ο προσβαλλόμενος κανονισμός παραμένει σε ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 3 αυτού, επί δύο έτη.

51      Όσον αφορά τον ορισμό του ομοειδούς προϊόντος, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 40 και 41 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τις εκτιμήσεις που διατύπωσε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 52 του προσωρινού κανονισμού (βλ. σκέψη 31 ανωτέρω).

52      Κατά την αιτιολογική σκέψη 77 του προσβαλλόμενου κανονισμού, οι δύο Κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς προσκόμισαν εκπρόθεσμα τις τροποποιήσεις των εταιρικών καταστατικών τους, τα οποία δεν προέβλεπαν πλέον περιορισμούς στις πωλήσεις, και, επομένως, οι τροποποιήσεις αυτές δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη. Ειδικότερα, ο χρόνος δεν επαρκούσε πλέον για επαλήθευση σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι περιορισμοί αυτοί δεν ήταν ο μόνος λόγος απορρίψεως των αιτήσεων αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ ως προς τις εταιρίες αυτές.

53      Επομένως, το απορριπτικό συμπέρασμα που διατυπώνεται στον προσωρινό κανονισμό σχετικά με την αναγνώριση, υπέρ της προσφεύγουσας, της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ επιβεβαιώθηκε με την αιτιολογική σκέψη 78 του προσβαλλόμενου κανονισμού.

54      Όσον αφορά την αίτηση ιδιαίτερης μεταχειρίσεως, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε, με την αιτιολογική σκέψη 83 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το απορριπτικό συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 94 του προσωρινού κανονισμού (βλ. σκέψη 34 ανωτέρω).

55      Όσον αφορά την τιμή εξαγωγής και τη σύγκρισή της με την κανονική αξία, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 123 και 138 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τις εκτιμήσεις που διατυπώνει η Επιτροπή με τις αιτιολογικές σκέψεις 128 έως 133 του προσωρινού κανονισμού (βλ. σκέψεις 35 και 36 ανωτέρω).

56      Όσον αφορά το αναγκαίο ύψος των δασμών, προκειμένου να εξαλειφθεί η προκληθείσα από τις εισαγωγές από την Κίνα ζημία, στις αιτιολογικές σκέψεις 296 έως 301 του προσβαλλόμενου κανονισμού, οι οποίες έχουν ταυτόσημο περιεχόμενο με τα σημεία 275 έως 280 του νέου τίτλου H του εγγράφου τελικής ενημέρωσης και είναι συνημμένα ως παράρτημα στο συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης (βλ. σκέψη 47 ανωτέρω), το Συμβούλιο αναφέρει ότι έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης διαδικασίας και, ιδίως, η ύπαρξη συστήματος ποσοστώσεων έως την 1η Ιανουαρίου 2005. Δεδομένου ότι, υπό το σύστημα των ποσοστώσεων, η κοινοτική βιομηχανία δεν υπέστη σημαντική ζημία, ενώ η αύξηση των εισαγωγών μετά την κατάργηση του συστήματος αυτού είχε ιδιαίτερα σημαντικές επιπτώσεις, το Συμβούλιο εκτίμησε ότι μόνον οι εισαγωγές που υπερέβαιναν ορισμένο όριο πριν την κατάργηση των ποσοστώσεων μπορούσαν να προκαλέσουν σημαντική ζημία. Κατά συνέπεια, για τον καθορισμό του ορίου της ζημίας, βάσει των αποτελεσμάτων του εξετασθέντος διαστήματος, έπρεπε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ορισμένες εισαγωγές δεν προκάλεσαν σημαντική ζημία. Απόρροια της εκτιμήσεως αυτής, η οποία στηρίχθηκε στην αξία των εισαγωγών του 2003, ήταν ο καθορισμός του ορίου της ζημίας, για τις εισαγωγές καταγωγής Κίνας, στο 16,5 % αντί του 23 %, το οποίο θα εφαρμοζόταν, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 295 του προσβαλλόμενου κανονισμού, αν το Συμβούλιο δεν λάμβανε υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υπό κρίση υποθέσεως.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

57      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 21 Δεκεμβρίου 2006, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

58      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 2 Απριλίου 2007, η Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει υπέρ του Συμβουλίου. Με έγγραφο της 4ης Οκτωβρίου 2007, η Επιτροπή γνωστοποίησε στο Πρωτοδικείο ότι παραιτείται από το δικαίωμα καταθέσεως υπομνήματος παρεμβάσεως, αλλά θα μετάσχει στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

59      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5 Απριλίου 2007, η CEC ζήτησε να παρέμβει υπέρ του Συμβουλίου.

60      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 13 Απριλίου 2007, η Provincia di Ascoli Piceno (Ιταλία), η Comune di Monte Urano (Ιταλία), η BA.LA. di Lanciotti Vittorio & C. Sas και δεκαέξι άλλες ιταλικές εταιρίες παραγωγής υποδημάτων, των οποίων οι επωνυμίες περιλαμβάνονται στο παράρτημα της παρούσας (στο εξής: Ιταλοί παραγωγοί), ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ του Συμβουλίου.

61      Με διάταξη της 4ης Σεπτεμβρίου 2007, ο πρόεδρος του δεύτερου τμήματος του Πρωτοδικείου δέχθηκε τις αιτήσεις παρεμβάσεως της Επιτροπής, της CEC και των Ιταλών παραγωγών. Αντιθέτως, απορρίφθηκαν τα αιτήματα της Provincia di Ascoli Piceno και της Comune di Monte Urano.

62      Κατόπιν τροποποίησης της σύνθεσης των τμημάτων του Πρωτοδικείου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο όγδοο τμήμα, στο οποίο κατά συνέπεια ανατέθηκαν οι υπό κρίση υποθέσεις.

63      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 Οκτωβρίου 2007, η Provincia di Ascoli Piceno και η Comune di Monte Urano άσκησαν, δυνάμει του άρθρου 57, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, αναίρεση, ζητώντας την αναίρεση της διατάξεως της 4ης Σεπτεμβρίου 2007, κατά το μέρος που το Πρωτοδικείο απέρριψε της αιτήσεις τους παρεμβάσεως. Με δύο διατάξεις της 25ης Ιανουαρίου 2008, C-463/07 P(I) και C-462/07 P(I), Provincia di Ascoli Piceno και Comune di Monte Urano κατά Συμβουλίου (δεν έχουν δημοσιευθεί στη Συλλογή), ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε τις αιτήσεις αναιρέσεως.

64      Η CEC και οι Ιταλοί παραγωγοί κατέθεσαν υπομνήματα παρεμβάσεως στις 15 και 18 Οκτωβρίου 2007 αντιστοίχως.

65      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, ζητήθηκε από την προσφεύγουσα, το Συμβούλιο και την Επιτροπή να απαντήσουν εγγράφως σε διάφορα ερωτήματα.

66      Με έγγραφα που περιήλθαν στο Πρωτοδικείο στις 2 Φεβρουαρίου 2009, οι εν λόγω διάδικοι ανταποκρίθηκαν στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας.

67      Με έγγραφο της 17 Φεβρουαρίου 2009, το Συμβούλιο ζήτησε να αφαιρεθούν από τη δικογραφία ορισμένα τμήματα των απαντήσεων της προσφεύγουσας, σχετικά με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, καθώς και τα σχετικά έγγραφα, με το αιτιολογικό ότι οι απαντήσεις αυτές δεν έχουν σχέση με τα υποβληθέντα ερωτήματα, αλλά αποτελούν νέους ισχυρισμούς.

68      Οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και απάντησαν στις ερωτήσεις που τους έθεσε το Πρωτοδικείο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 18ης Φεβρουαρίου 2009.

69      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Πρωτοδικείο ζήτησε από την προσφεύγουσα να προσκομίσει έγγραφο και να υποβάλει εγγράφως συγκεκριμένο πληροφοριακό στοιχείο. Η προσφεύγουσα ανταποκρίθηκε στα αιτήματα αυτά με έγγραφο της 25ης Φεβρουαρίου 2009.

70      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό καθόσον την αφορά,

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

71      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή ως αβάσιμη,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

72      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.

73      Η CEC και οι Ιταλοί παραγωγοί ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

74      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει έξι λόγους ακυρώσεως, σχετικά με:

–        παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού,

–        παράβαση του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού,

–        παράβαση του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού,

–        παράβαση του άρθρου 20 του βασικού κανονισμού, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και ελλιπή αιτιολογία όσον αφορά τη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία,

–        νομική πλάνη εκτιμήσεως και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία,

–        παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ τιμής εξαγωγής και κανονικής αξίας.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

75      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την εκτίμηση της Επιτροπής ότι δεν πληρούται στην περίπτωσή της το πρώτο κριτήριο του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού. Τονίζει, συναφώς, ότι τα στοιχεία που προσκομίστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία αποδεικνύουν ότι μπορούσε ελεύθερα να επιλέξει είτε να διαθέσει τα προϊόντα της στην εσωτερική αγορά είτε να τα εξαγάγει. Συγκεκριμένα, η υποχρέωση υποβολής αιτήσεως για τη χορήγηση ή την τροποποίηση της άδειας ασκήσεως εμπορικής δραστηριότητας επιβάλλεται για λόγους καταγραφής και δεν στοιχειοθετεί σημαντική κρατική παρέμβαση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού. Εξάλλου, η προσφεύγουσα εξήγησε στην Επιτροπή ότι η εξαγωγή του συνόλου της παραγωγής της είναι απόρροια δικής της εμπορικής επιλογής (βλ. σκέψεις 22 και 23 ανωτέρω).

76      Εξάλλου, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθώς δέχθηκε ότι άλλη εταιρία του δείγματος, η Foshan City Nanhai Golden Step Industrial Co., Ltd (στο εξής: Golden Step), δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ, χωρίς η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση να είναι δικαιολογημένη.

77      Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι, στις 13 Ιουλίου 2006, ήτοι πριν τη λήξη της προθεσμίας υποβολής παρατηρήσεων επί του εγγράφου τελικής ενημέρωσης, προσκόμισε στην Επιτροπή τα αντίστοιχα με αυτά της Golden Step αποδεικτικά στοιχεία και συγκεκριμένα αντίγραφο της άδειάς της ασκήσεως εμπορικής δραστηριότητας και του τροποποιημένου καταστατικού της, από τα οποία προκύπτει ότι δεν υπέχει πλέον υποχρέωση εξαγωγής της παραγωγής της (βλ. σκέψη 46 ανωτέρω). Η άρνηση της Επιτροπής να εξετάσει τα αποδεικτικά στοιχεία αυτά συνιστά παράβαση του άρθρου 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, καθώς και των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της ίσης μεταχειρίσεως, δεδομένου ότι η Golden Step επίσης προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής παρατηρήσεων επί του εγγράφου ενδιάμεσης ενημέρωσης (βλ. σκέψη 38 ανωτέρω). Περαιτέρω, ο βασικός κανονισμός δεν θέτει προθεσμία για την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων σχετικών με μεταβολή των περιστάσεων. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν απάντησε εντός της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού στην αίτηση της προσφεύγουσας να αναγνωριστεί ως επιχείρηση που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ.

78      Είναι εσφαλμένη η εκτίμηση που διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 77 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι η παράλειψη εξετάσεως των εν λόγω στοιχείων οφείλεται σε αδυναμία διενέργειας επιτόπιου ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού (βλ. σκέψη 52 ανωτέρω). Συγκεκριμένα, πρώτον, από τις 13 Ιουλίου (ημερομηνία προσκομίσεως των πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων) έως τις 5 Οκτωβρίου 2006 (ημερομηνία εκδόσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού) παρήλθαν τρεις μήνες, δεύτερον, ουδείς έλεγχος διενεργήθηκε επί των στοιχείων που προσκόμισε η Golden Step, τρίτον, η προσφεύγουσα ενημερώθηκε ότι η Επιτροπή πρόκειται να δεχθεί πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία μόλις στις 7 Ιουλίου 2006 και, τέταρτον, η προσφεύγουσα προσκόμισε τα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία σε απάντηση των διαπιστώσεων του επιτόπιου ελέγχου. Από τη νομολογία προκύπτει, εξάλλου, ότι η Επιτροπή αποφασίζει κατά διακριτική ευχέρεια αν θα λάβει υπόψη της τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται μετά τη λήξη των σχετικών προθεσμιών.

79      Δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα ότι, ακόμη και αν η προσφεύγουσα έπρεπε να αναγνωριστεί ως επιχείρηση που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ, η ταχθείσα στην Επιτροπή προθεσμία δεν επαρκούσε για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας. Συγκεκριμένα, η εκτίμηση αυτή δεν αρκεί, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού, για να δικαιολογήσει την άρνηση αναγνωρίσεως της ιδιότητας αυτής στην προσφεύγουσα. Εξάλλου, τα στοιχεία σχετικά με το κόστος παραγωγής της προσφεύγουσας είχαν ήδη προσκομιστεί με το ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ και ελεγχθεί κατά τον επιτόπιο έλεγχο της Επιτροπής. Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 78 ανωτέρω, παρήλθαν τρεις μήνες από την υποβολή των τελευταίων στοιχείων σχετικά με τη διάθεση της παραγωγής της προσφεύγουσας έως την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

80      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι η απόρριψη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως συνεπάγεται την απόρριψη του πρώτου. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν κριθεί ότι η προσφεύγουσα δεν συνεργάστηκε για τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής, η κανονική αξία μπορούσε να υπολογιστεί βάσει στοιχείων που προκύπτουν από τα λογιστικά βιβλία της, ούτως ώστε να καθοριστεί ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ. Περαιτέρω, είναι βέβαιον ότι η προσφεύγουσα προσκόμισε όλα τα στοιχεία που της ζητήθηκαν, οπότε δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 18, παράγραφος 6. Αν εφαρμοζόταν η διάταξη αυτή, η επιχείρηση που έχει στη διάθεσή της κρίσιμα πληροφοριακά στοιχεία θα στερούνταν τη δυνατότητα να παραπονεθεί για το γεγονός ότι η παράλειψή της να συνεργαστεί είχε δυσμενείς γι’ αυτήν συνέπειες. Επομένως, καμία διάταξη ή πρακτική δεν είναι δυνατόν να στερήσει από την προσφεύγουσα την ιδιότητα της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις αναγνωρίσεως της ιδιότητας αυτής.

81      Επομένως, η απόφαση της Επιτροπής ότι η προσφεύγουσα δεν είναι επιχείρηση που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και, ως εκ τούτου, παραβιάζει το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού.

82      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

83      Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 125 του προσβαλλόμενου κανονισμού, «[για] τις εταιρίες του δείγματος που δεν πληρούσαν τα κριτήρια [αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ], υπολογίστηκε ένα σταθμισμένο μέσο περιθώριο ντάμπινγκ», το οποίο «εφαρμόζεται στις συνεργαζόμενες εταιρίες που δεν περιελήφθησαν στο δείγμα» και, «επειδή η συνεργασία ήταν αυξημένη, το ίδιο περιθώριο ντάμπινγκ εφαρμόστηκε και σε όλους τους άλλους παραγωγούς-εξαγωγείς της Κίνας». Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 146 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι «το επίπεδο της συνεργασίας ήταν υψηλό και συνεπώς, βάσει της παγίως ακολουθούμενης πρακτικής, κρίθηκε σκόπιμο να οριστεί το περιθώριο ντάμπινγκ για οποιονδήποτε μη συνεργαζόμενο εξαγωγέα-παραγωγό στο επίπεδο του σταθμισμένου μέσου περιθωρίου ντάμπινγκ που ορίστηκε για τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος από τις εξεταζόμενες χώρες». Επομένως, από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών, των οποίων η νομιμότητα δεν αμφισβητήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προκύπτει ότι, αν γινόταν δεκτό ότι η προσφεύγουσα είναι επιχείρηση που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ, αλλά δεν συνεργάστηκε στην έρευνα, τα κοινοτικά όργανα θα εφάρμοζαν σε κάθε περίπτωση ως προς αυτήν, λόγω της αρνήσεώς της να συνεργαστεί, το μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ που καθορίστηκε για τους παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος. Επομένως, ακόμη και αν ήταν σφάλμα των κοινοτικών οργάνων η μη αναγνώριση της προσφεύγουσας ως επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ, το σφάλμα αυτό δεν έχει καθοριστική σημασία, εφόσον το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαιώσει την εκτίμηση των κοινοτικών οργάνων ότι η προσφεύγουσα δεν συνεργάστηκε στην έρευνα. Κατά συνέπεια, αν το Γενικό Δικαστήριο απορρίψει τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίον αμφισβητείται η εκτίμηση αυτή των κοινοτικών οργάνων, το σφάλμα στο οποίο έχουν ενδεχομένως υποπέσει τα κοινοτικά όργανα όσον αφορά την αναγνώριση της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ δεν έχει καθοριστική σημασία για το εφαρμοσθέν ως προς την προσφεύγουσα περιθώριο ντάμπινγκ και, συνεπώς, δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 2002, T‑126/99, Graphischer Maschinenbau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑2427, σκέψη 49).

84      Επομένως, πρέπει να προηγηθεί η εξέταση του δεύτερου λόγου.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

85      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένως το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, σε συνδυασμό με το παράρτημα II, σημείο 3, του κώδικα αντιντάμπινγκ του 1994 (βλ. σκέψεις 12 και 13 ανωτέρω). Συγκεκριμένα, όπως εξήγησαν οι προσφεύγουσες με την επιστολή τους της 6ης Μαρτίου 2006 (βλ. σκέψη 26 ανωτέρω), η συλλογιστική που ακολούθησε η Επιτροπή στο έγγραφο της 24ης Φεβρουαρίου 2006 (βλ. σκέψη 25 ανωτέρω) δεν δικαιολογεί την εφαρμογή της διατάξεως αυτής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή έχει παραβεί και το άρθρο 18, παράγραφοι 3 και 4, του βασικού κανονισμού.

86      Όσον αφορά τις διατάξεις αυτές, η προσφεύγουσα τονίζει ότι η Επιτροπή δεν τήρησε τις υποχρεώσεις που υπέχει από αυτές, διότι της γνωστοποίησε, πλέον των τεσσάρων μηνών μετά τον επιτόπιο έλεγχο, ότι δεν είναι αξιόπιστοι οι αναλυτικοί κατάλογοι των πωλήσεων της στην κοινοτική αγορά, τους οποίους η προσφεύγουσα είχε προσκομίσει κατά τον εν λόγω έλεγχο.

87      Με την αρχική απάντησή της, της 12ης Σεπτεμβρίου 2005, στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ, η προσφεύγουσα ανέφερε ότι οι εξαγωγές της κατά το ερευνηθέν διάστημα προς την κοινοτική αγορά ανέρχονταν σε [εμπιστευτικό] (1) ζεύγη υποδημάτων. Πρόκειται για ακριβές αριθμητικό στοιχείο, το οποίο η Επιτροπή αποδέχθηκε κατά τον επιτόπιο έλεγχο. Η διαφορά μεταξύ αυτού του αριθμού και του αριθμού των [εμπιστευτικό] εξαχθέντων ζευγών υποδημάτων, που αναφέρεται στο έγγραφο που υπέβαλε η προσφεύγουσα στις 19 Σεπτεμβρίου 2005, οφείλεται, πρώτον, στο γεγονός ότι ο δεύτερος αριθμός περιλαμβάνει [εμπιστευτικό] ζεύγη υποδημάτων μη προοριζόμενα για την κοινοτική αγορά, δεύτερον, στο ότι η προσφεύγουσα δεν γνώριζε τον τελικό προορισμό του συνόλου της παραγωγής της, δεδομένου ότι πραγματοποιούσε τις εξαγωγές της μέσω μη συνδεδεμένων εμπορικών εταιριών, και, τρίτον, στο ότι ο προαναφερθείς κατάλογος περιλαμβάνει τις πωλήσεις υποδημάτων που δεν εμπίπτουν στον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος.

88      Μετά από πολλούς ελέγχους που διενεργήθηκαν προκειμένου να διαπιστωθεί ο τελικός προορισμός των επίμαχων εξαγωγών και να εξαιρεθούν οι πωλήσεις των λοιπών προϊόντων, εκτός του υπό εξέταση, η προσφεύγουσα υπέβαλε τον τελικό κατάλογο στις 21 Οκτωβρίου 2005, ήτοι πριν τη λήξη της προθεσμίας προσκομίσεως των διαμορφωθέντων μετά τον επιτόπιο έλεγχο στοιχείων.

89      Όσον αφορά την εξέλιξη του ελέγχου αυτού, οι εκπρόσωποι της Επιτροπής κατάρτισαν, την πρώτη ημέρα, δείγμα 21 συναλλαγών (εκ των οποίων οι 12 αφορούσαν το υπό εξέταση προϊόν) και την επομένη εξέτασαν τα σχετικά έγγραφα. Επιπλέον, επέλεξαν 13 συναλλαγές συναφείς με τις εξαγωγές προς την κοινοτική αγορά, προκειμένου να ελέγξουν την τιμή εξαγωγής βάσει των σχετικών εγγράφων. Οι ελεγχείσες τιμές εξαγωγής αποδείχθηκαν αξιόπιστες. Επομένως, δεν είναι ορθή η άποψη του Συμβουλίου ότι, κατά τον επιτόπιο έλεγχο, οι εκπρόσωποι της Επιτροπής δεν μπόρεσαν να καταρτίσουν και να ελέγξουν δείγμα των συναλλαγών. Επιπλέον, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ουδείς έλεγχος ήταν απαραίτητος μετά την υποβολή του τελικού καταλόγου στις 21 Οκτωβρίου 2005 (βλ. σκέψεις 21 και 88 ανωτέρω), δεδομένου ότι από το έγγραφο αυτό απλώς αφαιρέθηκαν οι εκτός της Κοινότητας πωλήσεις, καθώς και οι πωλήσεις προϊόντων εξαιρεθέντων από τον ορισμό υπό εξέταση προϊόντος, δηλαδή των μη λυσιτελών στοιχείων, χωρίς να προστεθεί κάτι. Επομένως, η διαδικασία του ελέγχου δεν πάσχει κανένα ελάττωμα.

90      Εν πάση περιπτώσει, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει το Συμβούλιο, η προσφεύγουσα δεν παρέβη καμία διάταξη του βασικού κανονισμού επειδή υπέβαλε τον τελικό κατάλογο στις 21 Οκτωβρίου 2005. Ακόμη και αν τα περιστατικά που επικαλείται το Συμβούλιο δικαιολογούν την εφαρμογή του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού (πράγμα που δεν συμβαίνει), δεν δικαιολογείται η μη χρησιμοποίηση, από την Επιτροπή, των τιμών εξαγωγής (που είναι τα μόνα χρήσιμα στοιχεία), οι οποίες ελέγχθηκαν επί τόπου και δεν αμφισβητήθηκαν, καθώς οι αιτιάσεις του Συμβουλίου αφορούσαν μόνον τις ποσότητες των εξαχθέντων υποδημάτων. Οι τιμές αυτές αποτελούν διαθέσιμα, για την Επιτροπή, στοιχεία, κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού.

91      Επιπλέον, η Επιτροπή δεν απάντησε στις παρατηρήσεις που υπέβαλε η προσφεύγουσα με την επιστολή της της 6ης Μαρτίου 2006 ούτε εξέθεσε την άποψή της σχετικά με τις διευκρινίσεις που δόθηκαν κατά τον επιτόπιο έλεγχο, ούτως ώστε να καταστούν σαφείς όλες οι διαφορές, να διαπιστωθεί το κύρος όλων των σχετικών με τις τιμές στοιχείων και να γίνουν αντιληπτές οι ιδιαιτερότητες της αλυσίδας παραγωγής της προσφεύγουσας. Επομένως, η εξέταση του καταλόγου αυτού από την Επιτροπή δεν ήταν ούτε επιμελής ούτε αμερόληπτη.

92      Η προσφεύγουσα δεν ενημερώθηκε, κατά τον επιτόπιο έλεγχο, ότι η Επιτροπή δεν επρόκειτο να δεχθεί νέες διορθώσεις, μολονότι της είχε εξηγήσει τη δυσχέρεια καταρτίσεως του τελικού καταλόγου. Αντιθέτως, από τη συμπεριφορά της Επιτροπής προκύπτει σαφώς ότι δεν είχε αποκλείσει το ενδεχόμενο εξετάσεως των διορθωμένων καταλόγων, όπως, άλλωστε, έπραξε και στις περιπτώσεις άλλων επιχειρήσεων για άλλα στοιχεία.

93      Όσον αφορά τα στοιχεία σχετικά με τις τιμές cif, στα σύνορα της Κοινότητας (βλ. σκέψεις 25 και 26 ανωτέρω), η προσφεύγουσα τονίζει ότι, κατά την έρευνα, διευκρίνισε ότι πωλούσε τα προϊόντα της σε τιμή «ελεύθερο επί του πλοίου» και όχι σε τιμές cif, στα σύνορα της Κοινότητας. Επομένως, δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει στοιχεία σχετικά με το κόστος από την έξοδο από το εργοστάσιο έως την άφιξή τους στα σύνορα της Κοινότητας, κόστος το οποίο περιλαμβάνει το σημαντικό περιθώριο κέρδους των μη συνδεδεμένων εμπορικών εταιριών, ούτε γνωρίζει το ύψος του. Η προσφεύγουσα, επειδή δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει τις τιμές cif, στα σύνορα της Κοινότητας, ζήτησε από την Επιτροπή να χρησιμοποιήσει τα δοθέντα από τις μη συνδεδεμένες εμπορικές εταιρίες αξιόπιστα στοιχεία σχετικά με το κόστος από την πώληση «ελεύθερο επί του πλοίου» και την άφιξη στα σύνορα της Κοινότητας. Επομένως, η προσφεύγουσα ενήργησε «κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο», προκειμένου να προσκομίσει τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της, στοιχεία τα οποία η Επιτροπή μπορούσε να συμπληρώσει, ώστε να καταλήξει σε κάποιο «εύλογο συμπέρασμα».

94      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

95      Επισημαίνεται ότι οι διάδικοι διαφωνούν επί των πραγματικών περιστατικών που σχετίζονται με τον συγκεκριμένο λόγο ακυρώσεως. Ειδικότερα, η μεν προσφεύγουσα προβάλλει ότι οι εκπρόσωποι της Επιτροπής κατάρτισαν δείγμα των εξαγωγικών πωλήσεων του υπό εξέταση προϊόντος στην κοινοτική αγορά, εξέτασαν τα σχετικά έγγραφα και, εν τέλει, έλεγξαν τις τιμές εξαγωγής, ενώ το Συμβούλιο αμφισβητεί ως επί το πλείστον τα προεκτεθέντα. Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι οι εκπρόσωποι της Επιτροπής δεν εξέτασαν κανένα έγγραφο σχετικό με τις εξαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος στην κοινοτική αγορά κατά τον επιτόπιο έλεγχο και, επομένως, δεν έλεγξαν τις τιμές εξαγωγής.

96      Σημειωτέον, συναφώς, ότι το Συμβούλιο δεν αμφισβητεί ότι οι εκπρόσωποι της Επιτροπής όντως κατάρτισαν, κατά την πρώτη ημέρα του επιτόπιου ελέγχου, δείγμα εξαγωγικών πωλήσεων του υπό εξέταση προϊόντος στην κοινοτική αγορά. Τούτο εξηγείται, κατά το Συμβούλιο, από το γεγονός ότι, κατά το στάδιο αυτό, οι εκπρόσωποι της Επιτροπής δεν είχαν ακόμη διαπιστώσει ποιος από τους δύο πίνακες που προσκόμισε η προσφεύγουσα στις 12 και στις 19 Σεπτεμβρίου 2005 αντιστοίχως ήταν ακριβής. Επομένως, αν ο υποβληθείς στις 19 Σεπτεμβρίου 2005 κατάλογος, βάσει του οποίου επρόκειτο να πραγματοποιηθεί ο έλεγχος, αποδεικνυόταν ακριβής, οι εκπρόσωποι της Επιτροπής θα διενεργούσαν, την επομένη, έλεγχο του δείγματος και η προσφεύγουσα θα συγκέντρωνε, στο μεταξύ, όλα τα σχετικά με τις συναλλαγές του δείγματος έγγραφα.

97      Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι, όπως προβάλλει το Συμβούλιο, ο έλεγχος δείγματος συναλλαγών, ενόψει του υπολογισμού της τιμής εξαγωγής βάσει όλων των συναλλαγών που περιλαμβάνονται στον αναλυτικό κατάλογο πωλήσεων στην κοινοτική αγορά, δεν είναι χρήσιμος, εφόσον αποδεικνύεται ότι ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει και εξαγωγικές πωλήσεις οι οποίες δεν έπρεπε να έχουν καταχωριστεί σε αυτόν. Συγκεκριμένα, αν αποδειχθεί ότι ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει πολλές μη προσδιοριζόμενες πωλήσεις, οι οποίες αφορούν είτε προϊόντα που δεν εμπίπτουν στον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος είτε εξαγωγές προς άλλες χώρες, εκτός της Κοινότητας, ο έλεγχος του δείγματος των πωλήσεων, ακόμη και αν καταλήγει σε πειστικά αποτελέσματα, δεν αναιρεί το γεγονός ότι, λόγω της αναξιοπιστίας του καταλόγου, δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν όλες οι συναλλαγές που περιλαμβάνονται σε αυτόν.

98      Εν προκειμένω, πρώτον, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι, κατά τον επιτόπιο έλεγχο, οι εκπρόσωποι της Επιτροπής συμφώνησαν με τους εκπροσώπους της προσφεύγουσας επί του συνολικού μεγέθους των εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος προς την κοινοτική αγορά ([εμπιστευτικό] ζεύγη υποδημάτων). Οι διάδικοι συμφωνούν, επίσης, σχετικά με το ότι το συγκεκριμένο μέγεθος προκύπτει από το γενικό καθολικό βιβλίο της προσφεύγουσας. Διαπιστώνεται, επομένως, ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν στην Επιτροπή στις 19 Σεπτεμβρίου 2005 ([εμπιστευτικό] ζεύγη υποδημάτων· βλ. σκέψη 87 ανωτέρω), οι εξαγωγές είναι αυξημένες κατά 60 % σε σχέση με τις πραγματικές εξαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος προς την κοινοτική αγορά, χωρίς να είναι δυνατόν να προσδιοριστούν, κατά τον επιτόπιο έλεγχο, οι εξαγωγές που δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη. Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι η προσφεύγουσα ανέφερε, στις 12 Σεπτεμβρίου 2005, τρίτο αριθμητικό στοιχείο, της τάξεως των [εμπιστευτικό] ζευγών υποδημάτων. Επομένως, παρά το γεγονός ότι οι προσφεύγουσα διέθετε στοιχεία σχετικά με τον συνολικό όγκο των εξαγωγών της προς την κοινοτική αγορά, οι κατάλογοι που προσκόμισε κατά τη διαδικασία περιείχαν αντιφατικές πληροφορίες, χωρίς να περιέχουν στοιχεία ικανά να εξαλείψουν τις αντιφάσεις που διαπιστώθηκαν. Τέλος, οι διευκρινίσεις που παρέσχε η προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία δεν εξηγούν κατά τρόπο πειστικό τις διαπιστωθείσες αποκλίσεις.

99      Δεύτερον, απαντώντας σε έγγραφη ερώτηση του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή επισήμανε ότι, αν ο αναλυτικός κατάλογος πωλήσεων στην κοινοτική αγορά, ο οποίος υποβλήθηκε από την προσφεύγουσα πριν ή κατά τον επιτόπιο έλεγχο, δεν περιείχε τις διαπιστωθείσες αποκλίσεις, η Επιτροπή θα προέβαινε σε υπολογισμό της τιμής εξαγωγής βάσει όλων των περιλαμβανομένων στον κατάλογο συναλλαγών. Ο κατάλογος αυτός θα μπορούσε να θεωρηθεί αξιόπιστος αν, πέραν της συμφωνίας με τον συνολικό όγκο εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος που προκύπτει από το γενικό καθολικό της προσφεύγουσας, ήταν επιτυχής ο έλεγχος του δείγματος των συναλλαγών.

100    Τρίτον, πρέπει να τονιστεί ότι η δικογραφία δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι εκπρόσωποι της Επιτροπής όντως έλεγξαν τα στοιχεία σχετικά με το δείγμα των πωλήσεων που καταρτίστηκε κατά τον επιτόπιο έλεγχο. Η προσφεύγουσα επικαλείται, ως στοιχείο, τις έγγραφες σημειώσεις των εκπροσώπων της Επιτροπής στο περιθώριο ορισμένων συναλλαγών που περιλαμβάνονται στον αναλυτικό κατάλογο των πωλήσεων της προσφεύγουσας στην κοινοτική αγορά, πλην όμως, οι σημειώσεις αυτές αποδεικνύουν, στην καλύτερη περίπτωση, ότι οι εκπρόσωποι της Επιτροπής περιέλαβαν τις συγκεκριμένες συναλλαγές στο δείγμα, αλλά δεν αποδεικνύει ότι έλεγξαν τα σχετικά με κάθε μία συναλλαγή έγγραφα.

101    Τέταρτον, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι, είτε κατά τον επιτόπιο έλεγχο είτε σε μεταγενέστερο στάδιο, η Επιτροπή είχε τη βούληση να δεχθεί και να ελέγξει αναλυτικό κατάλογο πωλήσεων στην κοινοτική αγορά, ο οποίος θα αντιστοιχούσε στο ακριβές σύνολο των εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος στην κοινοτική αγορά. Τονίζεται, συναφώς, ότι, προς στήριξη του ισχυρισμού της αυτού, η προσφεύγουσα επικαλείται ηλεκτρονική επιστολή της 13ης Οκτωβρίου 2005, την οποία απέστειλε ο νομικός σύμβουλός της σε έναν υπάλληλό της. Στην επιστολή αυτή αναφέρεται, πρώτον, ότι ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής δέχθηκε να παραταθεί έως τις 21 Οκτωβρίου 2005 η προθεσμία υποβολής ορισμένων στοιχείων σχετικών με τον υπολογισμό της κανονικής αξίας (κόστος παραγωγής) και, δεύτερον, ότι ο προαναφερθείς εκπρόσωπος ήθελε να γνωρίζει αν έχει δοθεί στην Επιτροπή ο οριστικός αναλυτικός κατάλογος των πωλήσεων στην κοινοτική αγορά.

102    Εκτός του ότι η επιστολή αυτή δεν προέρχεται από την Επιτροπή, αλλά από την προσφεύγουσα, διαπιστώνεται ότι δεν προκύπτει από αυτήν ότι η Επιτροπή έταξε προθεσμία έως τις 21 Οκτωβρίου 2005 για την προσκόμιση του διορθωμένου αναλυτικού καταλόγου πωλήσεων στην κοινοτική αγορά. Επιπλέον, το γεγονός ότι η Επιτροπή δέχθηκε τα σχετικά με την κανονική αξία διορθωμένα στοιχεία που υποβλήθηκαν μετά τον επιτόπιο έλεγχο και αφορούσαν το κόστος παραγωγής δεν σημαίνει ότι το εν λόγω κοινοτικό όργανο θα αποδεχόταν εν γένει οποιοδήποτε διορθωμένο στοιχείο προσκομίζεται μετά τον επιτόπιο έλεγχο. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις χειρόγραφες σημειώσεις που τέθηκαν κατά τον επιτόπιο έλεγχο επί του σχετικού με το κόστος παραγωγής πίνακα, τον οποίον η προσφεύγουσα υπέβαλε στο πλαίσιο της απαντήσεώς της στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ, οι εκπρόσωποι της Επιτροπής ζήτησαν από την προσφεύγουσα να προβεί σε μία, απολύτως συγκεκριμένη διόρθωση, ήτοι να συμπεριλάβει ποσό σχετικό με τα έξοδα της Sun Sang Kong Yuen (Hong Kong).

103    Πέμπτον, τονίζεται ότι το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού μεταφέρει στην κοινοτική νομοθεσία το περιεχόμενο του σημείου 6.8, καθώς και του παραρτήματος II του κώδικα αντιντάμπινγκ του 1994 και, επομένως, πρέπει να ερμηνεύεται, κατά το δυνατόν, υπό το πρίσμα των διατάξεων αυτών (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, T‑45/06, Reliance Industries κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 91). Συναφώς, επισημαίνεται ότι η χρήση διαθέσιμων πραγματικών στοιχείων δικαιολογείται σε περίπτωση που μια επιχείρηση αρνείται να συνεργαστεί ή προσκομίζει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, καθώς το άρθρο 18, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του βασικού κανονισμού δεν απαιτεί δόλο.

104    Συγκεκριμένα, το εύρος των προσπαθειών του ενδιαφερομένου να προσκομίσει ορισμένα στοιχεία δεν συσχετίζεται, οπωσδήποτε, με την ποιότητα των προσκομιζόμενων στοιχείων και, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί τη μόνη παράμετρο με καθοριστική σημασία. Επομένως, αν τελικά δεν δοθούν τα ζητούμενα στοιχεία, η Επιτροπή μπορεί κατά νόμο να χρησιμοποιήσει τα διαθέσιμα στοιχεία που αφορούν το ίδιο αντικείμενο με τα ζητούμενα (βλ., σχετικά με το σημείο 6.8 του κώδικα αντιντάμπινγκ του 1994, την έκθεση της ειδικής ομάδας που έχει συγκροτηθεί στο πλαίσιο του ΠΟΕ, της 1ης Οκτωβρίου 2002, με τίτλο «Αίγυπτος – Οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών χαλύβδινων δοκών οπλισμού από την Τουρκία» σημείο 7.242).

105    Η εκτίμηση αυτή στηρίζεται στο άρθρο 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, κατά το οποίο, ακόμη και αν οι πληροφορίες που προσκομίζει ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν είναι ενδεχομένως άρτιες από κάθε άποψη, εντούτοις λαμβάνονται υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι δεν δυσχεραίνουν υπέρμετρα τη συναγωγή συμπεράσματος με ικανοποιητική ακρίβεια, υποβάλλονται εγκαίρως, είναι επαληθεύσιμες και ο ενδιαφερόμενος έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια. Επομένως, το να έχει καταβάλει ο ενδιαφερόμενος την καλύτερη δυνατή προσπάθεια αποτελεί μια από τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν ώστε η Επιτροπή να υποχρεούται να λάβει υπόψη της μη άρτιες πληροφορίες. Πάντως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 98 ανωτέρω, μολονότι η προσφεύγουσα γνώριζε τον συνολικό όγκο των εξαγωγών της στην κοινοτική αγορά, εντούτοις τα στοιχεία που υπέβαλε στην Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία σχετικά με τις εξαγωγικές πωλήσεις της εξακολουθούσαν να περιέχουν αντιφάσεις, με συνέπεια να μην μπορεί να γίνει δεκτό ότι κατέβαλε την καλύτερη δυνατή προσπάθεια.

106    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη της, για τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής, τους αναλυτικούς καταλόγους πωλήσεων στην κοινοτική αγορά, τους οποίους υπέβαλε η προσφεύγουσα πριν τον επιτόπιο έλεγχο, διότι η χρησιμοποίηση όλων των στοιχείων που περιλαμβάνονται στους καταλόγους αυτούς θα οδηγούσε οπωσδήποτε σε εσφαλμένα πορίσματα (βλ. σκέψεις 97 έως 99 ανωτέρω).

107    Όσον αφορά τον υποβληθέντα στις 21 Οκτωβρίου 2005 κατάλογο, επισημαίνεται ότι τα κοινοτικά όργανα μπορούν μεν να λαμβάνουν υπόψη τους στοιχεία που τους προσκομίζονται εκτός των προθεσμιών που τα ίδια έχουν ορίσει (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουλίου 2006, T‑413/03, Shandong Reipu Biochemicals κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. II‑2243, σκέψη 67), πλην όμως η Επιτροπή καλώς αρνήθηκε να λάβει υπόψη της τον επίμαχο κατάλογο, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να τον ελέγξει χωρίς να πραγματοποιήσει δεύτερο επιτόπιο έλεγχο.

108    Συναφώς, πρέπει ακόμη να αναφερθεί ότι η Επιτροπή δεν υπερέβη τα όρια της διακριτικής ευχέρειάς της, επειδή εκτίμησε ότι ο υπολογισμός της τιμής εξαγωγής δεν μπορούσε να γίνει κατά τρόπο έγκυρο βάσει των διαθέσιμων κατά τον επιτόπιο έλεγχο στοιχείων (βλ. σκέψεις 97 έως 99 ανωτέρω). Η εκτίμηση αυτή προϋποθέτει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι ο κατάλογος που υποβλήθηκε μετά τον επιτόπιο έλεγχο δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής, διότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να ελέγξει επιτόπου τις συναλλαγές του δείγματος. Υπό τις συνθήκες αυτές, στερείται σημασίας το γεγονός ότι οι συναλλαγές του δείγματος περιλαμβάνονται και στον κατάλογο που υποβλήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 2005.

109    Λόγω των σημαντικών αντιφάσεων μεταξύ των αναλυτικών καταλόγων πωλήσεων στην κοινοτική αγορά, τους οποίους υπέβαλε η προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν συνεργάστηκε κατά τον υπολογισμό της τιμής των εξαγωγών της, κατά την έννοια του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού. Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

110    Υπό τις συνθήκες αυτές, κρίνεται ότι το σφάλμα που επικαλείται η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως δεν συνεπάγεται έλλειψη νομιμότητας του προσβαλλόμενου κανονισμού, δεδομένου ότι, ακόμη και αν η προσφεύγουσα χαρακτηριζόταν επιχείρηση που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ, τα κοινοτικά όργανα δεν θα εφάρμοζαν ως προς αυτήν το μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ του δείγματος. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι επίσης απορριπτέος.

111    Λόγω της απορρίψεως του δεύτερου λόγου, παρέλκει η απόφαση επί του αιτήματος του Συμβουλίου να αφαιρεθούν από τη δικογραφία ορισμένα στοιχεία της απαντήσεως της προσφεύγουσας στα έγγραφα ερωτήματα του Πρωτοδικείου (βλ. σκέψη 67 ανωτέρω).

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

112    Όσον αφορά τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής, η προσφεύγουσα φρονεί ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη του, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, το ότι πωλούσε τα προϊόντα της μέσω μη συνδεδεμένων εμπορικών εταιριών, οι οποίες μεσολαβούσαν μεταξύ των Κινέζων παραγωγών και των επιχειρήσεων διανομής στην κοινοτική αγορά.

113    Κατά την προσφεύγουσα, οι μη συνδεδεμένες εμπορικές εταιρίες, όπως η εταιρία Pagoda, η οποία μεσολαβούσε στις πωλήσεις της προσφεύγουσας στην κοινοτική αγορά, επωμίζονται σημαντικό μέρος του κόστους παραγωγής και εμπορίας, ιδίως όσον αφορά το μάρκετινγκ, την οργάνωση των εξαγωγών, καθώς και την έρευνα και ανάπτυξη. Το κόστος αυτό, καθώς και το περιθώριο κέρδους των εμπορικών εταιριών έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό των τιμών cif, στα σύνορα της Κοινότητας, και, επομένως, για τον υπολογισμό της μειώσεως των τιμών λόγω ντάμπινγκ και της ζημίας που οφείλεται στις εισαγωγές της προσφεύγουσας.

114    Η Επιτροπή, μολονότι γνώριζε, βάσει αριθμητικών στοιχείων, την αποστολή και το περιθώριο κέρδους των εμπορικών εταιριών, εντούτοις δεν τήρησε την υποχρέωσή της να εξετάσει αντικειμενικά όλα τα σχετικά στοιχεία, ενόψει του προσδιορισμού της ζημίας, σύμφωνα με το άρθρο 3 του βασικού κανονισμού και το άρθρο 3 του κώδικα αντιντάμπινγκ του 1994. Παραλείποντας να συνεκτιμήσει, αφενός, το σύνολο των εξόδων που πραγματοποιούνται από το σημείο κατά το οποίο ισχύει η τιμή fob της προσφεύγουσας έως το στάδιο που ισχύει η τιμή στα σύνορα της Κοινότητας και, αφετέρου, το περιθώριο κέρδους των μη συνδεδεμένων εμπορικών εταιριών, όπως η Pagoda, η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένο υπολογισμό του περιθωρίου μειώσεως των τιμών λόγω ντάμπινγκ ως προς την προσφεύγουσα. Αν προέβαινε σε ορθό υπολογισμό, ο δασμός αντιντάμπινγκ θα ήταν μηδαμινός ή και μηδενικός.

115    Επομένως, αν είχε γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα είναι επιχείρηση που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ, η συνεκτίμηση των προαναφερθέντων στοιχείων θα συνεπαγόταν περιθώριο ζημίας χαμηλότερο από το περιθώριο ντάμπινγκ της προσφεύγουσας.

116    Το Συμβούλιο αμφισβητεί, καταρχάς, το παραδεκτό του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως, προβάλλοντας ότι ο λόγος αυτός δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 44 του Κανονισμού Διαδικασίας, διότι τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται δεν εκτίθενται με σαφήνεια. Συγκεκριμένα, τα επιχειρήματα στα οποία στηρίζεται δεν παρουσιάζουν συνοχή, οι δε ισχυρισμοί που αναπτύσσονται συναφώς δεν αντικρούουν τα αποδεδειγμένα από τα κοινοτικά όργανα πραγματικά περιστατικά ούτε στοιχειοθετούν πλάνη των κοινοτικών οργάνων.

117    Εν συνεχεία, το Συμβούλιο προβάλλει ότι η προσφεύγουσα παρέλειψε να αναφέρει ότι ο λόγος για τον οποίον δεν προσδιορίστηκε τιμή εξαγωγής ως προς αυτήν ήταν ότι δεν υπήρχε αναλυτικός κατάλογος των πωλήσεών της στην κοινοτική αγορά. Επομένως, η τιμή εξαγωγής της προσφεύγουσας δεν χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό των περιθωρίων της μειώσεως των τιμών λόγω ντάμπινγκ ως προς τις κινεζικές εισαγωγές. Τα περιθώρια αυτά καθορίστηκαν βάσει της τιμής εξαγωγής των επιχειρήσεων του δείγματος οι οποίες είχαν πλήρως συνεργαστεί. Επομένως, ακόμη και αν τα κοινοτικά όργανα έπρεπε να αυξήσουν την τιμή εξαγωγής της προσφεύγουσας κατά το περιθώριο των ενδιάμεσων εμπορικών επιχειρήσεων, το τελικό αποτέλεσμα δεν θα ήταν διαφορετικό.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

118    Καταρχάς, είναι απορριπτέα η ένσταση απαραδέκτου την οποία προέβαλε το Συμβούλιο και η οποία συνοψίζεται στη σκέψη 116 ανωτέρω. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα προέβαλε σαφώς ότι, εφόσον δεν ελήφθησαν υπόψη η ύπαρξη εμπορικών εταιριών, όπως η Pagoda, και, επομένως, ούτε τα περιθώρια κέρδους των εταιριών αυτών κατά τον υπολογισμό του περιθωρίου της ζημίας, παραβιάστηκε το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, στον βαθμό που η διάταξη αυτή επιβάλλει αντικειμενική εξέταση της μειώσεως των τιμών λόγω ντάμπινγκ. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα επισήμανε ότι οι μη συνδεδεμένες εμπορικές εταιρίες πραγματοποιούν το περιθώριο κέρδους τους πριν την είσοδο των προϊόντων στο κοινοτικό έδαφος, εξηγώντας έτσι τον λόγο για τον οποίον τα κοινοτικά όργανα, στο πλαίσιο της υποχρεώσεώς τους αντικειμενικού υπολογισμού της μειώσεως των τιμών λόγω ντάμπινγκ, έπρεπε, κατ’ αυτήν, να λάβουν υπόψη τους το περιθώριο κέρδους των εταιριών αυτών κατά τον υπολογισμό των τιμών εξαγωγής της προσφεύγουσας. Επομένως, η προσφεύγουσα εξέθεσε τις αιτιάσεις της κατά τρόπον ώστε το μεν Συμβούλιο να κατανοήσει τις προσαπτόμενες σε αυτό παραλείψεις, καθώς και τη σημασία τους στο πλαίσιο του υπολογισμού της ζημίας, το δε Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει το βάσιμο των συγκεκριμένων ισχυρισμών.

119    Όσον αφορά το βάσιμο του λόγου ακυρώσεως, από τις σκέψεις 112 έως 115 ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφεύγουσα προσάπτει στο Συμβούλιο ότι δεν συνυπολόγισε τα περιθώρια κέρδους των εμπορικών εταιριών και, ειδικότερα, της εταιρίας Pagoda, κατά τον υπολογισμό των τιμών cif, στα σύνορα της Κοινότητας, των εξαγωγών της, ενόψει του υπολογισμού της μειώσεως των τιμών λόγω ντάμπινγκ.

120    Τονίζεται, συναφώς, ότι, όπως προκύπτει από την εξέταση του δεύτερου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψεις 95 έως 110 ανωτέρω), τα κοινοτικά όργανα δεν υπερέβησαν τα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας, επειδή έκριναν ότι ο αναλυτικός κατάλογος των πωλήσεων στην κοινοτική αγορά, τον οποίον προσκόμισε η προσφεύγουσα, δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής των προϊόντων της. Επομένως, ακόμη και αν τα κοινοτικά όργανα έπρεπε να υπολογίσουν το περιθώριο μειώσεως των τιμών λόγω ντάμπινγκ, λαμβάνοντας υπόψη τη μεσολάβηση της εμπορικής εταιρίας Pagoda κατά τον υπολογισμό των τιμών cif, στα σύνορα της Κοινότητας, ο υπολογισμός αυτός δεν θα είχε σημασία για τον υπολογισμό του περιθωρίου μειώσεως των τιμών λόγω ντάμπινγκ. Συγκεκριμένα, εφόσον η τιμή εξαγωγής των προϊόντων της προσφεύγουσας δεν χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό της μειώσεως των τιμών λόγω ντάμπινγκ, το να ληφθεί υπόψη το περιθώριο κέρδους της εταιρίας Pagoda από τη διοχέτευση των εν λόγω προϊόντων στην κοινοτική αγορά δεν έχει σημασία για τον υπολογισμό του περιθωρίου μειώσεως των τιμών λόγω ντάμπινγκ, βάσει των τιμών εξαγωγής των λοιπών εταιριών του δείγματος που συνεργάστηκαν πλήρως.

121    Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως σχετικά με παράβαση του άρθρου 20 του βασικού κανονισμού, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και ελλιπή αιτιολογία

 Επιχειρήματα των διαδίκων

122    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι τα κοινοτικά όργανα δεν της γνωστοποίησαν προσηκόντως τη νέα ανάλυσή τους των πραγματικών περιστατικών σχετικά με τη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία ούτε της παρέσχον τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί της νέας εκτιμήσεως των κοινοτικών οργάνων σχετικά με τον καθορισμό των οριστικών δασμών (βλ. σκέψεις 41 έως 48 ανωτέρω). Εξάλλου, η Επιτροπή δεν εξήγησε επαρκώς τους λόγους που επέβαλαν την τροποποίηση της αναλύσεώς της και τη χρησιμοποίηση διαφορετικών στοιχείων σε σχέση με την αρχική πρότασή της.

123    Ενώ με το έγγραφο τελικής ενημέρωσης η Επιτροπή διατύπωνε την εκτίμηση ότι η εισαγωγή 140 εκατομμυρίων ζευγών υποδημάτων κατ’ έτος δεν ζημιώνει την κοινοτική βιομηχανία, αντιθέτως με το συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης της 28ης Ιουλίου 2006, μείωσε κατά πολύ τον αριθμό αυτόν, στα 41,5 εκατομμύρια ζεύγη, χωρίς να εξηγήσει τους λόγους αυτής της μεταβολής, με συνέπεια να αντιστραφεί, κατά «στρεβλό τρόπο», κατόπιν χειρισμού όσον αφορά τα έτη αναφοράς, η αξία των επιβληθέντων δασμών μεταξύ Κίνας και Βιετνάμ. Όσον αφορά την οικονομική ratio τους, οι επιβληθείσες με το σύστημα εκ των υστέρων επιβολής δασμών ποσοστώσεις αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση των πιέσεων από εισαγωγές οι οποίες, όμως, δεν θεωρούνταν απόρροια αθέμιτης πρακτικής, ενώ τα μέτρα αντιντάµπινγκ αποσκοπούν στην αντιμετώπιση αθέμιτης πρακτικής ντάμπινγκ. Λόγω των διαφορών αυτών, η πενθήμερη προθεσμία που έταξε η Επιτροπή στις προσφεύγουσες να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της νέας προτάσεως δεν ήταν επαρκής, πράγμα για το οποίο οι προσφεύγουσες παραπονέθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία.

124    Ο προσβαλλόμενος κανονισμός, του οποίου η αιτιολογική σκέψη 301 είναι σύμφωνη με την τελευταία πρόταση της Επιτροπής, δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένος όσον αφορά τη διαφοροποίηση αυτή και δεν περιλαμβάνει τους λόγους εφαρμογής της νέας μεθόδου. Αντιθέτως, στην αιτιολογική σκέψη 301 του προσβαλλόμενου κανονισμού απλώς επαναλαμβάνεται το περιεχόμενο του σημείου 280 του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης, από το οποίο δεν προκύπτουν περισσότερα στοιχεία. Εξάλλου, το συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης δεν περιέχει κανένα αριθμητικό στοιχείο ή υπολογισμό, προς στήριξη της μεθόδου που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 301 του προσβαλλόμενου κανονισμού, και δεν διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους ελήφθησαν υπόψη διαφορετικά έτη, αξίες και ποσότητες σε σχέση με αυτά που ελήφθησαν υπόψη στην αρχική πρόταση. Επιπλέον, τα κοινοτικά όργανα παρέβησαν το άρθρο 20 του βασικού κανονισμού, το οποίο επιτάσσει τη γνωστοποίηση αναλυτικών στοιχείων για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και για το σκεπτικό στα οποία στηρίζεται η πρόταση της Επιτροπής για τη λήψη οριστικών μέτρων. Συγκεκριμένα, δεν εξηγήθηκε ούτε αιτιολογήθηκε η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζεται η νέα προσέγγιση της Επιτροπής.

125    Επιπροσθέτως, η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας, διότι δεν της επέτρεψε να προβάλει λυσιτελώς την άποψή της επί ορισμένων σημαντικών ζητημάτων, όπως ο εύλογος χαρακτήρας της νέας προτάσεως, η ακρίβεια και η συνάφεια των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων, οι υπολογισμοί και τα στοιχεία στα οποία η Επιτροπή στήριξε τα συμπεράσματά της σχετικά με το ντάμπινγκ και τη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία. Συγκεκριμένα, τα δύο συστήματα χαρακτηρίζονται από θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ τους όσον αφορά την ανάλυση των πραγματικών περιστατικών στην οποία στηρίζονται. Οι διαφορές αυτές έχουν εκ διαμέτρου αντίθετες συνέπειες για τους παραγωγούς της Κίνας και του Βιετνάμ, χωρίς ωστόσο η Επιτροπή να εξηγεί πώς κατέληξε στο αποτέλεσμα αυτό ή να δώσει στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να ασκήσουν τα δικαιώματά τους άμυνας τους.

126    Η προσπάθεια του Συμβουλίου να υποβαθμίσει τις διαφορές μεταξύ των δύο προτάσεων, με το επιχείρημα ότι το επιλεγέν σύστημα λαμβάνει υπόψη ότι μόνον οι εισαγωγές πάνω από ορισμένο όριο είναι ζημιογόνες, θα είχε ως συνέπεια την επιβολή δασμών αντιντάµπινγκ επί εισαγωγών που δεν προκαλούν ζημία, κατά παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού. Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα υπέβαλε ορισμένες παρατηρήσεις επί του συστήματος αυτού, εντός προθεσμίας μικρότερης από την κατώτατη προθεσμία των δέκα ημερών που προβλέπει το άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, δεν είναι αντιτάξιμο έναντι αυτής ούτε καλύπτει την ανεπάρκεια των στοιχείων που γνωστοποίησε η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, το αν η προθεσμία που έταξε η Επιτροπή ήταν επαρκής, στο πλαίσιο του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας, εκτιμάται με βάση το εύρος της τροποποιήσεως της μεθόδου από την Επιτροπή, καθώς και με βάση την έλλειψη στοιχείων ή διευκρινίσεων σχετικά με τη νέα εκτίμηση των νομικών και πραγματικών παραμέτρων. Η προσφεύγουσα επισημαίνει, συναφώς, ότι, αν τα κοινοτικά όργανα δεν παρέχουν προσήκουσες διευκρινίσεις σχετικά με τη μέθοδο εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών που έλαβαν υπόψη τους, το γεγονός ότι της δόθηκε η δυνατότητα να διατυπώσει ορισμένες παρατηρήσεις έχει περιορισμένη σημασία και δεν σημαίνει ότι τηρήθηκαν οι επιταγές του άρθρου 20 του βασικού κανονισμού, οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου ή η νομοθεσία του ΠΟΕ. Επιπλέον, το χρονοδιάγραμμα που κατάρτισε η Επιτροπή ήταν εξαιρετικά περιοριστικό, με συνέπεια να είναι αδύνατη η παράταση της προθεσμίας για την υποβολή παρατηρήσεων επί του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης. Εξάλλου, οι συζητήσεις διάρκεσαν πολλούς μήνες και αφορούσαν το σύστημα εκ των υστέρων επιβολής δασμών και όχι το εν τέλει επιλεγέν σύστημα.

127    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι, λόγω των ελλείψεων του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης και της ανεπάρκειας της ταχθείσας προθεσμίας, δεν είχε τη δυνατότητα να εκθέσει στην Επιτροπή τους λόγους για τους οποίους η προσέγγισή της δεν είναι προσήκουσα και εύλογη, ούτε να εκθέσει την άποψή της σχετικά με τη μέθοδο ή τα αριθμητικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται η περιλαμβανόμενη στο έγγραφο αυτό πρόταση.

128    Τέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει, επιπροσθέτως, ότι, αν της είχε δοθεί η δυνατότητα να υποβάλει προσηκόντως παρατηρήσεις επί του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης, θα επισήμαινε, πρώτον, ότι το προταθέν σύστημα παραβιάζει το άρθρο 1, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, στον βαθμό που καταλήγει στην επιβολή δασμών αντιντάµπινγκ σε μη ζημιογόνες εισαγωγές, δεύτερον, ότι έπρεπε να υπολογιστεί ως προς αυτή ατομικό περιθώριο ζημίας και, τρίτον, ότι η τελευταία πρόταση της Επιτροπής ήταν άτοπη και δυσανάλογη, διότι η αναθεωρημένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, η οποία δεν διευκρινίστηκε ούτε αιτιολογήθηκε, είχε «στρεβλό αποτέλεσμα», ήτοι την αντιστροφή των δασμών αντιντάµπινγκ μεταξύ Κίνας και Βιετνάμ.

129    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή και τη CEC, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

130    Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, πρώτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι τα κοινοτικά όργανα παρέβησαν το άρθρο 20 του βασικού κανονισμού, διότι η Επιτροπή, αφενός, δεν γνωστοποίησε τα στοιχεία στα οποία στηρίζονται οι υπολογισμοί που περιλαμβάνονται στο συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης και, αφετέρου, δεν της έταξε προθεσμία επαρκή και σύμφωνη με την παράγραφο 5 του άρθρου αυτού, ώστε να υποβάλει πλήρεις παρατηρήσεις επί της νέας προτάσεως της Επιτροπής.

131    Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι τα κοινοτικά όργανα δεν εξέθεσαν, ούτε με το αρχικό και το συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης ούτε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, τους λόγους για τους οποίους προκρίθηκε η εφαρμοσθείσα μέθοδος συνυπολογισμού των μη ζημιογόνων εισαγωγών, η οποία συνίσταται στη μείωση του περιθωρίου ζημίας, αντί της μη επιβολής δασμών αντιντάµπινγκ επί των μη ζημιογόνων εισαγωγών. Οι περιστάσεις αυτές στοιχειοθετούν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών, καθώς και ελλιπή αιτιολόγηση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

132    Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι το άρθρο 20 του βασικού κανονισμού ρυθμίζει τα της ασκήσεως του δικαιώματος ακροάσεως των ενδιαφερομένων μερών, όπως είναι οι εξαγωγείς, το οποίο καταλέγεται στα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζει το κοινοτικό δίκαιο και περιλαμβάνει το δικαίωμα πληροφόρησης περί των κύριων πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού βάσει των οποίων πρόκειται να διατυπωθεί εισήγηση για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ (απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Ιουνίου 1991, C‑49/88, Al-Jubail Fertilizer κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. I‑3187, σκέψη 15, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Νοεμβρίου 1998, T‑147/97, Champion Stationery κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II‑4137, σκέψη 55).

133    Υπό τις συνθήκες αυτές, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με παράβαση του άρθρου 20 του βασικού κανονισμού πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αφορούν προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας, όπως αυτά κατοχυρώνονται από την κοινοτική έννομη τάξη, περιλαμβανομένης της διατάξεως αυτής (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Νοεμβρίου 2002, T‑88/98, Kundan και Tata κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II‑4897, σκέψη 131).

134    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι οι επιχειρήσεις που αποτελούν αντικείμενο έρευνας ενόψει της εκδόσεως κανονισμού αντιντάμπινγκ πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να γνωστοποιήσουν λυσιτελώς, κατά τη διοικητική διαδικασία, την άποψή τους σχετικά με το υποστατό και τη βαρύτητα των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων, καθώς και με τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία η Επιτροπή στήριξε τη διαπίστωσή της σχετικά με την ύπαρξη ντάμπινγκ και την εντεύθεν προκληθείσα ζημία (απόφαση Al-Jubail Fertilizer κατά Συμβουλίου, σκέψη 132 ανωτέρω, σκέψη 17, και απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2000, C‑458/98 P, Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I‑8147, σκέψη 99· αποφάσεις Champion Stationery κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 132 ανωτέρω, σκέψη 55, και Kundan και Tata κατά Συμβουλίου, σκέψη 133 ανωτέρω, σκέψη 132).

135    Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ακόμη ότι ο ελλιπής χαρακτήρας της τελικής γνωστοποιήσεως των στοιχείων καθιστά παράνομο τον κανονισμό με τον οποίον επιβάλλονται οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ μόνο στην περίπτωση που τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν ήταν σε θέση, λόγω της παραλείψεως αυτής, να υπερασπισθούν λυσιτελώς τα συμφέροντά τους. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, στην περίπτωση που η παράλειψη αφορά περιστατικά και εκτιμήσεις διαφορετικές από εκείνες βάσει των οποίων επιβλήθηκαν τα προσωρινά μέτρα και στις οποίες πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα κατά την τελική ενημέρωση, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Για τους ίδιους λόγους, τούτο συμβαίνει επίσης στην περίπτωση που η παράλειψη αφορά περιστατικά ή εκτιμήσεις διαφορετικές σε σχέση με εκείνες στις οποίες στηρίχθηκε η απόφαση που εκδόθηκε από την Επιτροπή ή το Συμβούλιο μετά την κοινοποίηση του εγγράφου τελικής ενημέρωσης, όπως προκύπτει από το άρθρο 20, παράγραφος 4, τελευταίο εδάφιο, του βασικού κανονισμού.

136    Εν προκειμένω, όπως επισημάνθηκε με τις σκέψεις 42 έως 44 ανωτέρω, η Επιτροπή εισηγήθηκε, καταρχάς, με το έγγραφο τελικής ενημέρωσης, σύστημα εκ των υστέρων επιβολής δασμών, εκτιμώντας ότι μόνον οι εισαγωγές πέραν των 140 εκατομμυρίων ζευγών υποδημάτων κατ’ έτος ήταν ζημιογόνες κατά την έννοια του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού. Η εκτίμηση αυτή στηριζόταν στην ύπαρξη του συστήματος ποσοτικών ποσοστώσεων έως την 1η Ιανουαρίου 2005, λόγω της οποίας απετράπη η ζημία, καθώς και σε υπολογισμό της ποσότητας των εισαγωγών από την Κίνα το 2005. Σύμφωνα με την πρόταση αυτή, έπρεπε να επιβληθεί οριστικός δασμός αντιντάµπινγκ στις εισαγωγές από την Κίνα πέραν των 140 εκατομμυρίων ζευγών υποδημάτων κατ’ έτος. Ο δασμός αυτός ήταν ίσος προς την απόκλιση από την τιμή αναφοράς, εν προκειμένω 23 %.

137    Εντούτοις, όπως προαναφέρθηκε στις σκέψεις 47 και 48 ανωτέρω, η Επιτροπή τροποποίησε, με το συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης, την πρότασή της σχετικά με τη μορφή των απαιτούμενων για την εξάλειψη της ζημίας δασμών. Η νέα πρόταση της Επιτροπής στηριζόταν επίσης στην ύπαρξη μη ζημιογόνων εισαγωγών κατά την έννοια του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού. Πάντως, σύμφωνα με το συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης, τόσο η μέθοδος υπολογισμού της ποσότητας των μη ζημιογόνων εισαγωγών, όσο και οι συνέπειες της ποσότητας αυτής στη μορφή των προταθέντων οριστικών δασμών διέφεραν από τα αντίστοιχα του εγγράφου τελικής ενημέρωσης.

138    Ειδικότερα, με το συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης, πρώτον, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι η μείωση των τιμών αναφοράς λόγω ντάμπινγκ ανερχόταν σε 23 % όσον αφορά τις εισαγωγές από την Κίνα. Δεύτερον, διαπίστωσε ότι οι εισαγωγές από τη χώρα αυτή κατά το εξετασθέν διάστημα ανέρχονταν στο 38 % των συνολικών εισαγωγών από την Κίνα και το Βιετνάμ. Το ποσοστό αυτό, εφαρμοζόμενο στο σύνολο των εισαγωγών από τις δύο αυτές χώρες το 2003 (109 εκατομμύρια ζεύγη υποδημάτων), αντιστοιχούσε σε περίπου 41,5 εκατομμύρια ζεύγη υποδημάτων, ποσότητα που κρίθηκε μη ζημιογόνος για την κοινοτική βιομηχανία. Τρίτον, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η ποσότητα αυτή αντιστοιχεί στο 28,26 % των εισαγωγών από την Κίνα το 2005. Τέλος, τέταρτον, μείωσε το αρχικώς προσδιορισθέν περιθώριο ζημίας (23 %) κατά 28,26 %, καταλήγοντας στο «σταθμισμένο» περιθώριο ζημίας 16,5 %.

139    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι διαφορές μεταξύ της περιγραφόμενης στο έγγραφο τελικής ενημέρωσης μεθόδου και της περιγραφόμενης στο συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης είναι οι ακόλουθες. Πρώτον, αντί να προσδιορίσει την ετήσια μη ζημιογόνα ποσότητα που εισήχθη από την Κίνα το 2005, η Επιτροπή προσδιόρισε την εν λόγω ετήσια ποσότητα πολλαπλασιάζοντας τα 109 εκατομμύρια ζευγών υποδημάτων που εισήχθησαν το 2003 με 38 %. Πρόκειται για το ποσοστό των εισαγωγών από τη χώρα αυτή επί του συνόλου των εισαγωγών από την Κίνα και το Βιετνάμ κατά το εξετασθέν διάστημα. Δεύτερον, αντί να εξαιρέσει την εν λόγω ετήσια ποσότητα, η οποία χαρακτηρίστηκε μη ζημιογόνος με τα σημεία 278 έως 280 του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης, από τους δασμούς αντιντάµπινγκ, η Επιτροπή επέλεξε να συνεκτιμήσει την ποσότητα αυτή, μειώνοντας το επίπεδο εξαλείψεως της ζημίας και επιβάλλοντας δασμούς αντιντάµπινγκ από το πρώτο εισαγόμενο ζεύγος.

140    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η εκ μέρους της Επιτροπής τροποποίηση της αναλύσεώς της, κατόπιν των παρατηρήσεων των ενδιαφερομένων επί του εγγράφου τελικής ενημέρωσης, δεν συνιστά από μόνη της προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το άρθρο 20, παράγραφος 4, τελευταίο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, το έγγραφο τελικής ενημέρωσης δεν θίγει οποιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση της Επιτροπής ή του Συμβουλίου. Η διάταξη αυτή απλώς υποχρεώνει την Επιτροπή να γνωστοποιήσει, το συντομότερο δυνατόν, τα περιστατικά και τις εκτιμήσεις που διαφέρουν από εκείνα στα οποία στηρίχθηκε η περιγραφόμενη στο έγγραφο τελικής ενημέρωσης αρχική πρότασή της. Η περιγραφή αυτή όντως παρέχει στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να κατανοήσουν το σκεπτικό με το οποίο τα κοινοτικά όργανα μετέβαλαν την άποψή τους.

141    Κατά συνέπεια, για να διαπιστωθεί αν η Επιτροπή σεβάστηκε τα δικαιώματα που αντλεί η προσφεύγουσα από το άρθρο 20, παράγραφος 4, τελευταίο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, πρέπει επιπλέον να εξεταστεί αν η Επιτροπή τής γνωστοποίησε τα περιστατικά και τις εκτιμήσεις στις οποίες στηρίχθηκε η νέα ανάλυσή της σχετικά με τη ζημία και τη μορφή των μέτρων που απαιτούνται για την εξάλειψή της, στον βαθμό που αυτά διαφέρουν από τα ληφθέντα υπόψη με το έγγραφο τελικής ενημέρωσης (βλ. σκέψη 135 ανωτέρω).

142    Συναφώς, καταρχάς, η Επιτροπή εξέθεσε, με το συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης, ότι, με τη νέα πρότασή της, δεν είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών εισαγωγέων.

143    Όσον αφορά, περαιτέρω, τα στοιχεία βάσει των οποίων η Επιτροπή προσάρμοσε το περιθώριο ζημίας από 23 % σε 16,5 %, κακώς παραπονείται η προσφεύγουσα ότι δεν γνώρισε τα στοιχεία αυτά. Συγκεκριμένα, η περιγραφόμενη στη σκέψη 136 ανωτέρω μέθοδος προσαρμογής του περιθωρίου ζημίας, στο πλαίσιο της οποίας συνεκτιμώνται οι μη ζημιογόνες εισαγωγές, εκτίθεται στο συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης. Είναι αληθές ότι το έγγραφο αυτό δεν περιέχει πληροφορίες σχετικά με την ακριβή ποσότητα των εισαγωγών από την Κίνα το 2005, ούτως ώστε να διαπιστωθεί αν το ποσοστό 28,26 % είναι ακριβές. Ωστόσο, δεδομένου ότι, κατά την Επιτροπή, τα 41,5 εκατομμύρια ζεύγη υποδημάτων αντιστοιχούν στο 28,26 % του συνόλου των εισαγωγών από την Κίνα το 2005, συνάγεται ότι οι εισαγωγές αυτές ανέρχονται σε 146,85 εκατομμύρια ζεύγη υποδημάτων. Ο υπολογισμός αυτός περιλαμβάνεται, εξάλλου, στην ηλεκτρονική επιστολή που απέστειλε η προσφεύγουσα στις 2 Αυγούστου 2006 (βλ. σκέψη 49 ανωτέρω).

144    Από τις προηγηθείσες σκέψεις προκύπτει ότι η Επιτροπή γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα τον συλλογισμό που ακολούθησε για τον υπολογισμό του περιθωρίου ζημίας, λαμβάνοντας υπόψη τις μη ζημιογόνες εισαγωγές. Γνωστοποίησε επίσης όλα τα αριθμητικά στοιχεία που έκρινε συναφώς λυσιτελή, οπότε τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας δεν έχουν προσβληθεί από την άποψη αυτή.

145    Σημειωτέον, ακόμη, ότι, όπως επισήμανε το Συμβούλιο, ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως, όπως αναπτύσσεται με τα δικόγραφά τους, αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας και όχι παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού. Επομένως, το ζήτημα της συμβατότητας του συστήματος που επιλέχθηκε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, όσον αφορά την επιβολή δασμών αντιντάµπινγκ επί ποσότητας εισαγωγών μικρότερης από αυτή που θεωρήθηκε ζημιογόνος, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου.

146    Όσον αφορά την ταχθείσα προθεσμία, οι διάδικοι συμφωνούν ότι αυτή έληξε στις 2 Αυγούστου 2006.

147    Η Επιτροπή, τάσσοντας στην προσφεύγουσα προθεσμία μικρότερη των δέκα ημερών για να υποβάλει παρατηρήσεις επί του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης, παρέβη το άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού (βλ., συναφώς, απόφαση Champion Stationery κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 132 ανωτέρω, σκέψη 80). Πάντως, το γεγονός αυτό δεν συνεπάγεται, άνευ ετέρου, την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού. Συγκεκριμένα, πρέπει επιπλέον να αποδειχθεί ότι η χορήγηση προθεσμίας μικρότερης της νόμιμης προσέβαλε με συγκεκριμένο τρόπο τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της επίμαχης διαδικασίας (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Οκτωβρίου 2004, T‑35/01, Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2004, σ. II‑3663, σκέψη 331).

148    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με την ηλεκτρονική επιστολή της της 2ας Αυγούστου 2006, η προσφεύγουσα υπενθύμισε τους υπολογισμούς της Επιτροπής και πρότεινε διαφορετικό υπολογισμό, ο οποίος κατέληγε σε διαφορετικό και, κατ’ αυτή, δίκαιο αποτέλεσμα. Επομένως, η προσφεύγουσα κατανόησε τη συλλογιστική της Επιτροπής και είχε τη δυνατότητα να προτείνει άλλη μέθοδο. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν εξήγησε τον λόγο για τον οποίο δεν ήταν σε θέση να παραπονεθεί για παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού εντός της ταχθείσας από την Επιτροπή προθεσμίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να προβάλει λυσιτελώς την άποψή της.

149    Επομένως, δεν προσβλήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας.

150    Για τους ίδιους λόγους, είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας περί ελλιπούς αιτιολογήσεως της μεθόδου υπολογισμού του επιπέδου εξαλείψεως της ζημίας. Συγκεκριμένα, η αιτιολογία του προσβαλλόμενου κανονισμού πρέπει να εκτιμηθεί λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των στοιχείων που γνωστοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα και των παρατηρήσεων που αυτή υπέβαλε κατά τη διοικητική διαδικασία (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Δεκεμβρίου 1999, T‑33/98 και T‑34/98, Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. II‑3837, σκέψη 107).

151    Εν προκειμένω, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 56 ανωτέρω, οι αιτιολογικές σκέψεις 296 έως 301 του προσβαλλόμενου κανονισμού περιλαμβάνουν τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων το Συμβούλιο κατέληξε στο τελικώς επιλεγέν σύστημα. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η Επιτροπή γνωστοποίησε στις προσφεύγουσες τη συλλογιστική που ακολούθησε για τον υπολογισμό του περιθωρίου ζημίας, λαμβάνοντας υπόψη τις μη ζημιογόνες εισαγωγές, καθώς και όλα τα αριθμητικά στοιχεία που έκρινε λυσιτελή προς τούτο (βλ. σκέψεις 166 έως 168 ανωτέρω), διαπιστώνεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός είναι επαρκώς αιτιολογημένος κατά νόμο.

152    Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με νομική πλάνη και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία

 Επιχειρήματα των διαδίκων

153    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι το χρονικό διάστημα κανονικών εισαγωγών, στο οποίο στηρίχθηκε η σχετική με τη ζημία απόφαση, δεν ήταν αρκετά μεγάλο και, επομένως, η απόφαση αυτή δεν στηρίζεται σε αξιόπιστα και αντικειμενικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι το εξετασθέν διάστημα εκτείνεται από την 1η Απριλίου 2004 έως τις 31 Μαρτίου 2005, η Επιτροπή διαμόρφωσε την πεποίθηση ότι η αύξηση των εισαγωγών μετά την κατάργηση των ποσοστώσεων είχε ιδιαίτερα ζημιογόνο αποτέλεσμα για την κοινοτική βιομηχανία, καθώς έλαβε υπόψη της μόνον το πρώτο τρίμηνο του 2005. Από τις ενδείξεις περί υπάρξεως σημαντικής ζημίας το 2004, για τις οποίες κάνει λόγο η Επιτροπή στο σημείο 277 του νέου τίτλου H του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης, δεν προκύπτει ότι το 2004 όντως προκλήθηκε σημαντική ζημία. Το ότι δεν υπήρξε σημαντική ζημία το 2004 επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η αύξηση των εισαγωγών κατά το έτος αυτός ήταν μειωμένη σε σχέση με το 2003, καθώς και από το σημείο 285 του εγγράφου τελικής ενημέρωσης.

154    Πάντως, οι τρεις πρώτοι μήνες του 2005 αποτελούν το αρχικό διάστημα ανοίγματος μιας αγοράς στην οποία ίσχυε επί δώδεκα και πλέον έτη αυστηρό σύστημα ποσοτικών ποσοστώσεων. Όπως αναφέρει η Επιτροπή στο έγγραφο τελικής ενημέρωσης, τα στοιχεία σχετικά με το χρονικό διάστημα μετά την κατάργηση των ποσοστώσεων δεν είναι αξιόπιστα, λόγω των προσδοκιών που προκάλεσε το γεγονός αυτό. Επομένως, ο προσβαλλόμενος κανονισμός στηρίζεται σε στοιχεία τα οποία αφορούν σύντομο χρονικό διάστημα και, λόγω της καταργήσεως των ποσοστώσεων, δεν είναι αξιόπιστα. Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο παρέβη το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Εξάλλου, δεν αποδεικνύεται ότι η Επιτροπή εξέτασε τις σχετικές με τη ζημία παραμέτρους για όλο το εξετασθέν διάστημα.

155    Τέλος, οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι το σύστημα των ποσοστώσεων δεν αποσκοπούσε στην εξάλειψη των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

156    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή και τη CEC αμφισβητεί το βάσιμο των ισχυρισμών της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

157    Επισημαίνεται, πρώτον, ότι η επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ δεν συνιστά κύρωση για παλαιότερη συμπεριφορά, αλλά μέτρο άμυνας και προστασίας κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού ο οποίος προκύπτει από την πρακτική του ντάμπινγκ. Επομένως, για να είναι δυνατόν να καθορισθούν οι κατάλληλοι δασμοί αντιντάμπινγκ προς προστασία της κοινοτικής βιομηχανίας από την πρακτική του ντάμπινγκ, είναι απαραίτητο να διεξαχθεί η έρευνα με βάση τις κατά το δυνατόν πλέον πρόσφατες πληροφορίες (απόφαση Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου, σκέψη 134 ανωτέρω, σκέψεις 91 και 92, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Νοεμβρίου 2006, T‑138/02, Nanjing Metalink κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. II-4347, σκέψη 60).

158    Επομένως, τα κοινοτικά όργανα, εφόσον διαπιστώσουν ότι οι εισαγωγές προϊόντος υποκείμενου σε ποσοτικούς περιορισμούς αυξάνονται μετά την κατάργηση των περιορισμών αυτών, μπορούν να λάβουν υπόψη τους την αύξηση αυτή για την εκτίμηση της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία.

159    Δεύτερον, η εκτίμηση που διατυπώνει η Επιτροπή στο σημείο 283 του εγγράφου τελικής ενημέρωσης, ότι η ποσότητα των εισαγόμενων προϊόντων αυξήθηκε μετά την κατάργηση των ποσοστώσεων, δεν αποδεικνύει ότι τα κοινοτικά όργανα στηρίχθηκαν μόνο σε αυτό το ποσοτικό στοιχείο για να διαπιστώσουν την ύπαρξη ζημίας.

160    Τέλος, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 162, 168 έως 170, 187 έως 206 και 216 έως 240 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τα κοινοτικά όργανα συνεκτίμησαν πολλές παραμέτρους σχετικά με τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια, οι οποίες αφορούσαν όχι μόνον το τελευταίο τρίμηνο του ερευνηθέντος διαστήματος, αλλά και το εξετασθέν διάστημα.

161    Κατά συνέπεια, ο έβδομος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ τιμής εξαγωγής και κανονικής αξίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

162    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το Συμβούλιο παρέβη το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, διότι η σύγκριση μεταξύ τιμής εξαγωγής και κανονικής αξίας δεν ήταν δίκαιη. Συγκεκριμένα, η μέθοδος με την οποία η Επιτροπή συνέκρινε τους διαφόρους τύπους υποδημάτων οδήγησε σε εσφαλμένα αποτελέσματα.

163    Ειδικότερα, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή κατέταξε, υπό το ίδιο κωδικό ελέγχου προϊόντος, διαφόρους τύπους υποδημάτων, των οποίων το κόστος παραγωγής και η εργοστασιακή τιμή διαφέρουν σημαντικά. Επομένως, από τη σύγκριση μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της τιμής στην εσωτερική αγορά προκύπτουν «περιθώρια ντάμπινγκ αλλοιωμένα σε μεγάλο βαθμό».

164    Κατά την έρευνα, η Επιτροπή παρέθεσε παραδείγματα ενός και μόνον κωδικού ελέγχου προϊόντος, ο οποίος κάλυπτε πολύ διαφορετικά στυλ υποδημάτων, όπως είναι τα «επίσημα υποδήματα», αφενός, και τα «μοκασίνια», αφετέρου. Είναι, όμως, προφανές ότι οι τύποι αυτοί υποδημάτων διαφέρουν μεταξύ τους όσον αφορά το δέρμα, τη διαδικασία κατασκευής και την ποιότητα, οπότε διαφέρουν και οι τιμές τους. Μια περιορισμένης εκτάσεως εξειδίκευση του χρησιμοποιηθέντος συστήματος θα κάλυπτε τις απαιτήσεις μιας δίκαιης συγκρίσεως, χωρίς να περιορίζει την αποτελεσματικότητα της μεθόδου. Κατά τη διοικητική διαδικασία, υποβλήθηκαν στην Επιτροπή πολλά αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει ότι πολλοί τύποι υποδημάτων, με τιμές πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, κατατάχθηκαν υπό τον ίδιο κωδικό ελέγχου προϊόντος. Υπό τις συνθήκες αυτές, μάλλον η Επιτροπή έπρεπε να εξειδικεύσει το σύστημά της, παρά η προσφεύγουσα να προτείνει διαφορετικό σύστημα.

165    Όσον αφορά την άποψη που υποστηρίζει το Συμβούλιο με την αιτιολογική σκέψη 143 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι το σημαντικό είναι η συνεπής εφαρμογή του συστήματος των κωδικών ελέγχου προϊόντος, η προσφεύγουσα απαντά ότι μια εσφαλμένη μέθοδος, ακόμη και αν εφαρμόζεται με συνέπεια, δεν παύει να είναι εσφαλμένη, όπως είναι ως εκ της φύσεώς της η σύγκριση μη συγκρίσιμων, από την άποψη του καταναλωτή, προϊόντων. Εξάλλου, εν προκειμένω, δεν εφαρμόστηκε καμία πρόσφορη διαδικασία ελέγχου.

166    Το επιχείρημα σχετικά με προσαρμογές που υποστηρίζεται ότι έχουν πραγματοποιηθεί είναι αλυσιτελές, διότι οι εν λόγω προσαρμογές δεν αναιρούν τις συνέπειες των πλημμελειών που προαναφέρθηκαν.

167    Επικουρικώς, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει το Συμβούλιο με την αιτιολογική σκέψη 143 του προσβαλλόμενου κανονισμού είναι ελλιπώς αιτιολογημένα, διότι οι διαπιστωθείσες αποκλίσεις τιμών δικαιολογούνται μόνο με εικασίες, χωρίς να στηρίζονται σε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία.

168    Επιπλέον, τα στοιχεία στα οποία στηρίζονται τα συμπεράσματα αυτά δεν γνωστοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα, πράγμα που συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας.

169    Η προσφεύγουσα προβάλλει, επιπλέον, ότι η Επιτροπή εφάρμοσε επίσης το σύστημα των κωδικών ελέγχου προϊόντος για τον υπολογισμό της μειώσεως των τιμών λόγω ντάμπινγκ και του κατάλληλου για την εξάλειψη της ζημίας συντελεστή του δασμού αντιντάμπινγκ. Επομένως, η μέθοδος της Επιτροπής είναι προδήλως εσφαλμένη στον βαθμό που καταλήγει, π.χ., σε σύγκριση μεταξύ της τιμής cif ενός κινεζικού υποδήματος τύπου «μοκασίνι» και της εργοστασιακής τιμής ενός ιταλικού «επίσημου υποδήματος». Η μέθοδος, όμως, αυτή δεν καθιστά δυνατή την «αντικειμενική και αιτιολογημένη αξιολόγηση» των κρίσιμων για τον προσδιορισμό της ζημίας πραγματικών περιστατικών.

170    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή και τη CEC, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας εν μέρει ως απαράδεκτα και εν μέρει ως αβάσιμα. Όσον αφορά το παραδεκτό των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας, προβάλλει ότι είναι απαράδεκτος ο λόγος ακυρώσεως ο οποίος παραπέμπει εν γένει στα παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής. Τούτο συμβαίνει όσον αφορά τα επιχειρήματα σχετικά με τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

171    Όσον αφορά την προβληθείσα από το Συμβούλιο ένσταση απαραδέκτου, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα εξέθεσε τις αιτιάσεις της κατά τρόπον αρκούντως σαφή ώστε το μεν Συμβούλιο να κατανοήσει τις διατυπωθείσες κατά του προσβαλλόμενου κανονισμού αιτιάσεις, καθώς και τη σημασία τους στο πλαίσιο του υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ και της ζημίας, το δε Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει το βάσιμο των εν λόγω ισχυρισμών. Εξάλλου, η παραπομπή σε παραρτήματα, κατά τον τρόπο που γίνεται εν προκειμένω, έχει ως σκοπό το να αποδειχθεί το βάσιμο των ισχυρισμών που διατυπώνονται με το δικόγραφο της προσφυγής, πράγμα που ουσιαστικά εξαρτάται από το περιεχόμενο των παραρτημάτων.

172    Εφόσον το υπό εξέταση προϊόν περιλαμβάνει ευρεία ποικιλία προϊόντων με σημαντικές διαφορές μεταξύ τους όσον αφορά τα χαρακτηριστικά τους και την τιμή τους, είναι απαραίτητη η κατάταξή τους σε κατηγορίες σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ομοιογενείς. Σκοπός της εν λόγω κατηγοριοποιήσεως είναι, όπως προβάλλουν οι διάδικοι, να καταστεί δυνατή η δίκαιη σύγκριση μεταξύ συγκρίσιμων προϊόντων και η αποφυγή εσφαλμένου υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ και της ζημίας λόγω απρόσφορων συγκρίσεων.

173    Εν προκειμένω, η Επιτροπή ζήτησε από Κινέζους, Βραζιλιάνους και κοινοτικούς παραγωγούς να ορίσουν κωδικούς ελέγχου προϊόντος βάσει των χαρακτηριστικών που περιλαμβάνονται στον ακόλουθο πίνακα:

Περιγραφή τομέων

Σημασία

 

Κατηγορία υποδημάτων

Αναφέρετε την κατηγορία υποδημάτων:

 
 

– υποδήματα πόλης

A

 

– σανδάλια

B

 

– σαγιονάρες

C

 

– ξύλινα υποδήματα (σαμπό)

D

 

– λοιπά: chaussures de famille, μοκασίνια, πλεχτά υποδήματα, κ.λπ..

E

Τύπος καταναλωτή

Αναφέρετε τον τύπο του καταναλωτή:

 
 

– άνδρες

A

 

– γυναίκες

B

 

– unisex

C

 

– παιδιά

D

Τύπος υποδήματος

Αναφέρετε τον τύπο του προϊόντος.

Επιλέξτε μεταξύ υποδημάτων που:

 
 

– δεν καλύπτουν τον αστράγαλο

A

 

– καλύπτουν τον αστράγαλο, αλλά όχι την κνήμη

B

 

– καλύπτουν τον αστράγαλο κα την κνήμη

C

Υλικό του εξωτερικού πέλματος

Αναφέρετε το υλικό κατασκευής του πέλματος:

 
 

– δέρμα ή δέρμα συνδυαζόμενο με άλλα υλικά

1

 

– καουτσούκ, κρεπ ή φελλός

2

 

– PU (πολυουρεθάνη) – PVC (Χλωριούχο πολυβινύλιο)

3

 

– ξύλο

4

 

– άλλο

5

Επένδυση του υποδήματος

Αναφέρετε αν το υπόδημα έχει επένδυση. Επιλέξτε μεταξύ:

 
 

– υποδημάτων με επένδυση

1

 

– υποδημάτων χωρίς επένδυση

2


174    Στο πλαίσιο αυτό, σε unisex υπόδημα πόλης που δεν καλύπτει τον αστράγαλο, με εξωτερικό πέλμα από καουτσούκ και φόδρα, δόθηκε ο κωδικός ελέγχου προϊόντος ACA21.

175    Όσον αφορά τον καθορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ, από τον συνημμένο στο έγγραφο τελικής ενημέρωσης πίνακα, που περιλαμβάνεται στη σελίδα 303 της δικογραφίας, προκύπτει ότι η Επιτροπή προέβη στον υπολογισμό της κανονικής αξίας για κάθε κωδικό ελέγχου προϊόντος βάσει των στοιχείων που προέρχονται από τη Βραζιλία. Επιπλέον, από τον πίνακα που περιλαμβάνεται στη σελίδα 302 της δικογραφίας προκύπτει ότι η Επιτροπή συνέκρινε, για κάθε κωδικό ελέγχου προϊόντος, την κανονική αξία με την τιμή εξαγωγής και υπολόγισε περιθώριο ντάμπινγκ 28,95 %.

176    Όσον αφορά τον υπολογισμό της ζημίας που προκλήθηκε από τις εξαγωγές από την Κίνα, από τον πίνακα που περιλαμβάνεται στη σελίδα 299 της δικογραφίας προκύπτει ότι η Επιτροπή υπολόγισε τη μέση τιμή ανά ζεύγος υποδημάτων από κάθε κωδικό ελέγχου προϊόντος προκειμένου να τη συγκρίνει με την τιμή αναφοράς που θα επιτύγχανε η κοινοτική βιομηχανία, πραγματοποιώντας περιθώριο κέρδους 6 % (βλ. αιτιολογική σκέψη 292 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Η θετική διαφορά μεταξύ των δύο τιμών εκφράζει τη μείωση της τιμής αναφοράς λόγω ντάμπινγκ και, επομένως, τη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία, η οποία υπολογίστηκε σε 23 % (βλ. σκέψη 56 ανωτέρω).

177    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι τα κριτήρια καταρτίσεως των επίμαχων κατηγοριών ήταν σε τέτοιο βαθμό ασαφή ώστε η εφαρμογή τους είχε ως συνέπεια να περιληφθούν υπό ένα και μόνον κωδικό ελέγχου προϊόντων υποδήματα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους ως προς τα χαρακτηριστικά τους και, επομένως, ως προς την τιμή τους. Κατά συνέπεια, κατέστη αναξιόπιστος ο υπολογισμός τόσο του περιθωρίου ντάμπινγκ όσο και της ζημίας. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της, η προσφεύγουσα προσκόμισε πίνακα σύμφωνα με τον οποίον πολλοί κωδικοί προϊόντος περιλαμβάνουν υποδήματα των οποίων οι τιμές διαφέρουν σε τέτοιο βαθμό μεταξύ τους, ώστε τα προϊόντα δεν είναι πλέον συγκρίσιμα. Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από πέντε κινεζικές επιχειρήσεις, τρεις εκ των οποίων περιλαμβάνονται στο δείγμα. Επί παραδείγματι, ο κωδικός ελέγχου προϊόντος AAB21 περιλαμβάνει, σύμφωνα με τα στοιχεία που προσκόμισε ο υπ’ αριθ. 4 παραγωγός, υποδήματα των οποίων η εργοστασιακή τιμή είναι 26,30 δολάρια ΗΠΑ (USD), καθώς και υποδήματα των οποίων η εργοστασιακή τιμή είναι 112,09 USD.

178    Επισημαίνεται, συναφώς, ότι οι κωδικοί ελέγχου προϊόντος καθορίζονται βάσει των χαρακτηριστικών κάθε υποκατηγορίας προϊόντων που εμπίπτουν στον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος και βάσει της τιμής καθενός εξ αυτών. Επομένως, το γεγονός ότι ένας κωδικός ελέγχου προϊόντος καλύπτει προϊόντα με μεγάλες διαφορές τιμών δεν αποδεικνύει, από μόνο του, ότι τα κριτήρια που επιλέγησαν για την εφαρμογή του συστήματος αυτού δεν είναι πρόσφορα.

179    Όπως τονίζει το Συμβούλιο, η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει ποιες ήταν οι φυσικές διαφορές μεταξύ των πωλούμενων σε υψηλή τιμή υποδημάτων και των πωλούμενων σε χαμηλή τιμή, ούτε πώς οι διαφορές αυτές θα λαμβάνονταν υπόψη αν εφαρμοζόταν διαφορετικό σύστημα. Εξάλλου, όπως επισήμανε το Συμβούλιο με τη σκέψη 143 του προσβαλλόμενου κανονισμού, οι διαφορές τιμών μπορεί να οφείλονται σε διάφορους παράγοντες, όπως οι τάσεις της μόδας και η ψυχολογία της αγοράς, οι οποίοι δεν θέτουν αναγκαστικά εν αμφιβόλω τη συγκρισιμότητα των προϊόντων στο πλαίσιο του ίδιου κωδικού ελέγχου προϊόντος. Η προσφεύγουσα δεν απέδειξε, επομένως, ότι το σύστημα που επέλεξε η Επιτροπή, βάσει πέντε χαρακτηριστικών, ήταν προδήλως απρόσφορο.

180    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας σχετικά με το γεγονός ότι στην κατηγορία υποδημάτων «E» (Λοιπά υποδήματα) περιλαμβάνονται τόσο τα «επίσημα υποδήματα» όσο και τα «μοκασίνια» (βλ. σκέψη 164 ανωτέρω), επισημαίνεται ότι, όπως τόνισε το Συμβούλιο, το συγκεκριμένο πεδίο αποτελεί ένα μόνον από τα πέντε κριτήρια στα οποία στηρίζεται το σύστημα των κωδικών ελέγχου προϊόντος και ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι οι διαφορές αυτές ήταν τόσο σημαντικές ώστε να δικαιολογούν τη δημιουργία περισσοτέρων κατηγοριών υποδημάτων, ώστε να εξασφαλιστεί δίκαιη σύγκριση.

181    Τέλος, σχετικά με τις αιτιάσεις περί ελλιπούς αιτιολογίας (βλ. σκέψη 167 ανωτέρω), επισημαίνεται ότι, εφόσον δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι οι αποκλίσεις των τιμών οφείλονται σε μορφολογικές διαφορές οι οποίες δεν ελήφθησαν αρκούντως υπόψη με το σύστημα των κωδικών ελέγχου προϊόντος, τα κοινοτικά όργανα δεν ήταν υποχρεωμένα να διευκρινίσουν περαιτέρω τις πιθανές αιτίες των αποκλίσεων αυτών.

182    Επομένως, είναι απορριπτέος ο έκτος λόγος, καθώς και η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

183    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα αν έχει διατυπωθεί σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα του Συμβουλίου.

184    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Επιτροπή, η CEC και οι Ιταλοί παραγωγοί φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Sun Sang Kong Yuen Shoes Factory (Hui Yang) Corp. Ltd φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Confédération européenne de l’industrie de la chaussure (CEC), η BA.LA. di Lanciotti Vittorio & C. Sas και οι δεκαέξι άλλες παρεμβαίνουσες, των οποίων οι επωνυμίες παρατίθενται στο παράρτημα, φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Martins Ribeiro

Παπασάββας

Dittrich

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 4 Μαρτίου 2010.

(υπογραφές)

Παράρτημα

Calzaturificio Elisabet Srl, με έδρα το Monte Urano (Ιταλία),

Calzaturificio Iacovelli di Iacovelli Giuseppe & C. Snc, με έδρα το Monte Urano,

Calzaturificio Leopamy Srl, με έδρα το Monte Urano,

Calzaturificio Lunella Srl, με έδρα το Monte Urano,

Calzaturificio Mia Shoe Snc di Gattafoni Carlo & C., με έδρα το Monte Urano,

Calzaturificio Primitempi di Monaldi Geri, με έδρα το Monte Urano,

Calzaturificio R.G. di Rossi & Galiè Srl, με έδρα το Monte Urano,

Calz. S.G. di Seghetta Giampiero e Sergio Snc, με έδρα το Monte Urano,

Carim Srl, με έδρα το Monte Urano,

Florens Shoes SpA, με έδρα το Monte Urano,

Gattafoni Shoe Snc di Gattafoni Giampaolo & C., με έδρα το Monte Urano,

Grif Srl, με έδρα το Monte Urano,

Missouri Srl, με έδρα το Monte Urano,

New Swing Srl, με έδρα το Monte Urano,

Viviane Sas, με έδρα το Monte Urano.

Περιεχόμενα

Το νομικό πλαίσιο

Ιστορικό της διαφοράς και ο προσβαλλόμενος κανονισμός

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως σχετικά με παράβαση του άρθρου 20 του βασικού κανονισμού, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και ελλιπή αιτιολογία

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με νομική πλάνη και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ τιμής εξαγωγής και κανονικής αξίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1 – Παραλειπόμενα εμπιστευτικά στοιχεία.