Language of document : ECLI:EU:T:2022:404

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο πενταμελές τμήμα)

της 29ης Ιουνίου 2022 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας – Εικονιστικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης La Irlandesa 1943 – Απόλυτοι λόγοι ακυρότητας – Κήρυξη ακυρότητας από το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως του EUIPO – Αποδεικτικά στοιχεία προσκομιζόμενα το πρώτον ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου – Κρίσιμη ημερομηνία για την εξέταση λόγου απόλυτης ακυρότητας – Σήμα που θα μπορούσε να παραπλανήσει το κοινό – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 [νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001] – Κακή πίστη – Άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 [νυν άρθρο 59, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001]»

Στην υπόθεση T‑306/20,

Hijos de Moisés Rodríguez González, SA, με έδρα τη Las Palmas de Grande Canarie (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τον J. García Domínguez, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τους A. Folliard-Monguiral, D. Hanf και Ε. Μαρκάκη,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών μείζονος συνθέσεως του EUIPO:

Ιρλανδία,

και

αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών μείζονος συνθέσεως του EUIPO και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Ornua Co-operative Ltd, με έδρα το Δουβλίνο (Ιρλανδία), εκπροσωπούμενη από τους E. Armijo Chávarri και A. Sanz Cerralbo, δικηγόρους,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Μαρκουλλή, πρόεδρο, S. Frimodt Nielsen, J. Schwarcz (εισηγητή), Κ. Ηλιόπουλο και R. Norkus, δικαστές,

γραμματέας: A. Juhász-Tóth, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 3ης Φεβρουαρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή που άσκησε δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα Hijos de Motés Rodríguez González, SA ζητεί την ακύρωση της απόφασης του τμήματος προσφυγών μείζονος συνθέσεως του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) της 2ας Μαρτίου 2020 (υπόθεση R 1499/2016-G) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Στις 6 Αυγούστου 2013 η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση καταχώρισης σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο EUIPO, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)].

3        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το εξής εικονιστικό σημείο:

Image not found

4        Στις 3 Ιανουαρίου 2014 το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση καταχωρίστηκε για τα προϊόντα της κλάσης 29 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί: «Κρέατα, ψάρια, πουλερικά και κυνήγι· εκχυλίσματα κρέατος· φρούτα και λαχανικά διατηρημένα (κονσέρβες), κατεψυγμένα, αποξηραμένα και μαγειρεμένα· ζελέ, μαρμελάδες, κομπόστες· αβγά· γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα· έλαια και λίπη βρώσιμα».

5        Στις 7 Ιανουαρίου 2015 η Ιρλανδία και η παρεμβαίνουσα Ornua Co‑operative (η επωνυμία της οποίας ήταν προηγουμένως Irish Dairy Board Co-operative Ltd) υπέβαλαν αίτηση προκειμένου να κηρυχθεί άκυρο το αμφισβητούμενο σήμα για όλα τα προϊόντα που αναφέρονται στη σκέψη 4 ανωτέρω.

6        Με την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας η Ιρλανδία και η παρεμβαίνουσα Ornua Co‑operative ισχυρίζονταν ότι το σήμα είχε παραπλανητικό χαρακτήρα βάσει των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 59, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 2017/1001) και ότι η καταχώρισή του είχε ζητηθεί κακόπιστα κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού (νυν άρθρου 59, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001).

7        Με απόφαση της 15ης Ιουνίου 2016, το τμήμα ακυρώσεων απέρριψε την αίτηση κήρυξης ακυρότητας στο σύνολό της. Έκρινε ότι δεν είχε εφαρμογή το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 207/2009, καθόσον ο παραπλανητικός χαρακτήρας του αμφισβητούμενου σήματος έπρεπε να αποδεικνύεται κατά την ημερομηνία της κατάθεσής του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οποιαδήποτε τυχόν παραπλάνηση προέκυπτε από τη χρήση του σήματος αυτού μετά τη λήξη της εμπορικής συμφωνίας μεταξύ της προσφεύγουσας και της παρεμβαίνουσας, η οποία ίσχυσε από το 1967 έως το 2011. Μια τέτοια περίπτωση, όμως, θα ενέπιπτε ειδικά στις περιπτώσεις εκπτώσεως για τον λόγο που προβλέπεται από το άρθρο 51, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 58, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001). Το τμήμα ακυρώσεων απέρριψε επίσης το επιχείρημα που προβλήθηκε βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού, κρίνοντας ότι κανένα συμπέρασμα σχετικό με την κακή πίστη δεν μπορούσε να συναχθεί από το γεγονός ότι το αμφισβητούμενο σήμα είχε κατατεθεί μετά τη λήξη της εμπορικής σχέσης με την παρεμβαίνουσα.

8        Στις 12 Αυγούστου 2016 η Ιρλανδία και η παρεμβαίνουσα άσκησαν προσφυγή ενώπιον του EUIPO κατά της απόφασης του τμήματος ακυρώσεων.

9        Με απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2017, το προεδρείο των τμημάτων προσφυγών παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του τμήματος προσφυγών μείζονος συνθέσεως.

10      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα μείζονος συνθέσεως του EUIPO έκρινε ότι, κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης, το αμφισβητούμενο σήμα χρησιμοποιούνταν κατά τρόπο παραπλανητικό. Διαπίστωσε επίσης ότι η καταχώριση του σήματος είχε ζητηθεί κακόπιστα. Κατά συνέπεια, ακύρωσε την απόφαση του τμήματος ακυρώσεων και κήρυξε άκυρο το αμφισβητούμενο σήμα.

 Αιτήματα των διαδίκων

11      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το EUIPO και την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα.

12      Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

13      Η Ιρλανδία δεν κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως και, ως εκ τούτου, δεν διατύπωσε κανένα αίτημα στην υπό κρίση υπόθεση.

 Σκεπτικό

14      Λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας υποβολής της αίτησης για καταχώριση του αμφισβητούμενου σήματος, δηλαδή της 6ης Αυγούστου 2013, η οποία είναι κρίσιμη για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, η υπό κρίση διαφορά διέπεται από τις ουσιαστικές διατάξεις του κανονισμού 207/2009 [πρβλ. απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2021, Univers Agro κατά EUIPO – Shandong Hengfeng Rubber & Plastic (AGATE), T‑592/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:633, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Εξάλλου, στο μέτρο που, κατά πάγια νομολογία, οι δικονομικοί κανόνες αρχίζουν γενικά να εφαρμόζονται την ημερομηνία κατά την οποία τίθενται σε ισχύ [πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2021, Qx World κατά EUIPO – Mandelay (EDUCTOR), T‑84/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:555, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία], η κρινόμενη διαφορά διέπεται από τις δικονομικές διατάξεις του κανονισμού 2017/1001.

15      Επομένως, όσον αφορά τους ουσιαστικούς κανόνες στην προκειμένη περίπτωση, οι παραπομπές στο άρθρο 59, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, και στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 2017/1001, στις οποίες προέβησαν το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως στην προσβαλλόμενη απόφαση και οι διάδικοι της δίκης, πρέπει να θεωρηθεί ότι αναφέρονται στο άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, και στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 207/2009, τα οποία έχουν το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο.

 Επί των εγγράφων που υποβάλλονται το πρώτον ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

16      Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα προβάλλουν το απαράδεκτο των παραρτημάτων A.6, A.7 και A.8 του δικογράφου της προσφυγής. Υποστηρίζουν ότι τα παραρτήματα αυτά περιέχουν έγγραφα τα οποία ουδέποτε προσκομίστηκαν στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον του EUIPO και τα οποία πρέπει, επομένως, κατά πάγια νομολογία, να κριθούν απαράδεκτα.

17      Διαπιστώνεται ότι, όπως υποστηρίζουν το EUIPO και η παρεμβαίνουσα, τα παραρτήματα A.6, A.7 και A.8 του δικογράφου της προσφυγής προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Τα παραρτήματα A.6 και A.7 περιέχουν έγγραφα σχετικά με διαφημιστικές δαπάνες, καθώς και ορισμένα τιμολόγια και στοιχεία σχετικά με τις ετήσιες πωλήσεις υπό το αμφισβητούμενο σήμα. Προσκομίζονται με σκοπό να αποδείξουν το μέγεθος του μεριδίου αγοράς και τη φήμη του σήματος αυτού στις Καναρίους Νήσους (Ισπανία), καθώς και τον διακριτικό χαρακτήρα που αυτό απέκτησε. Το παράρτημα A.8 συνίσταται σε ένορκη βεβαίωση ενός από τους εκπροσώπους της προσφεύγουσας με ημερομηνία 15 Μαΐου 2020, ήτοι μεταγενέστερη της προσβαλλόμενης απόφασης η οποία εκδόθηκε στις 2 Μαρτίου 2020.

18      Επομένως, τα έγγραφα αυτά, τα οποία προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη. Πράγματι, η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αφορά τον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών του EUIPO κατά την έννοια του άρθρου 72 του κανονισμού 2017/1001 και, επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να επανεξετάσει τα πραγματικά περιστατικά υπό το πρίσμα των εγγράφων που υποβάλλονται το πρώτον ενώπιόν του. Συνεπώς, η συνεκτίμηση των ως άνω εγγράφων αποκλείεται, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί η αποδεικτική τους ισχύς [πρβλ. αποφάσεις της 24ης Νοεμβρίου 2005, Sadas κατά ΓΕΕΑ – LTJ Diffusion (ARTHUR ET FELICIE), T‑346/04, EU:T:2005:420, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 18ης Μαρτίου 2016, Karl‑May‑Verlag κατά ΓΕΕΑ – Constantin Film Produktion (WINNETOU), T‑501/13, EU:T:2016:161, σκέψη 17].

 Επί της ουσίας

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί των λόγων ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα και επί της δομής της προσβαλλόμενης απόφασης

19      Η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν, ο πρώτος, παράβαση των διατάξεων του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 207/2009, σχετικά με τα σήματα που μπορούν να παραπλανήσουν το κοινό, και, ο δεύτερος, παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού, το οποίο αφορά τις αιτήσεις καταχώρισης σημάτων που έχουν κατατεθεί κακόπιστα.

20      Η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζει τη συλλογιστική της σε δύο άξονες, στους οποίους αναφέρονται αντίστοιχα ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως.

21      Εφόσον το διατακτικό μιας απόφασης στηρίζεται σε περισσότερους άξονες συλλογισμού, καθένας από τους οποίους θα αρκούσε αφ’ εαυτού για να στηρίξει το διατακτικό αυτό, η πράξη πρέπει να ακυρώνεται καταρχήν μόνον εάν πάσχουν έλλειψη νομιμότητας και οι δύο αυτοί άξονες. Στην περίπτωση αυτή, ενδεχόμενο σφάλμα ή άλλη παρανομία που επηρεάζει έναν μόνον άξονα της συλλογιστικής δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την ακύρωση της επίδικης απόφασης, εάν το σφάλμα αυτό δεν άσκησε καθοριστική επιρροή στο διατακτικό στο οποίο κατέληξε το όργανο που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση [απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Jareš Procházková και Jareš κατά EUIPO – Elton Hodinářská (MANUFACTURE PRIM 1949), T‑656/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:17, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· βλ. επίσης συναφώς απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2020, Vinos de Arganza κατά EUIPO – Nordbrand Nordhausen (ENCANTO), T‑239/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:12, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

22      Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση μπορεί να ακυρωθεί μόνον εφόσον είναι παράνομοι και οι δύο άξονες της συλλογιστικής του τμήματος προσφυγών μείζονος συνθέσεως.

23      Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι, προτού εξακριβώσει αν το αμφισβητούμενο σήμα ήταν παραπλανητικό και είχε κατατεθεί κακόπιστα, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως εξέτασε τα εγγενή χαρακτηριστικά του σήματος, τα οποία αποτέλεσαν τη βάση της συλλογιστικής που εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, πρέπει να διερευνηθεί καταρχάς αν η εξέταση αυτή διεξήχθη ορθώς, προτού κριθούν οι δύο λόγοι ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα.

 Επί των εγγενών ιδιοτήτων του αμφισβητούμενου σήματος και επί των προϊόντων που καλύπτονται από αυτό

24      Το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως διαπίστωσε ότι το αμφισβητούμενο σήμα ήταν εικονιστικό σημείο το οποίο αποτελείται από τις λέξεις «la» και «irlandesa» με λευκούς χαρακτήρες σε πράσινη ετικέτα με κίτρινο περίγραμμα και περιλαμβάνει, κάτω από τις λέξεις αυτές, σχέδιο επίσης κίτρινου χρώματος και την ένδειξη «1943» με μικρούς χαρακτήρες.

25      Εν συνεχεία, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως συνήγαγε από το γεγονός ότι οι περιεχόμενες στο σήμα λέξεις ήταν ισπανικές ότι το ενδιαφερόμενο κοινό είναι ο μέσος ισπανόφωνος καταναλωτής στον οποίον απευθύνονταν τα επίμαχα προϊόντα, ήτοι προϊόντα διατροφής της κλάσης 29. Κατά το ίδιο, το λεκτικό στοιχείο του αμφισβητούμενου σήματος ήταν το κυρίαρχο στοιχείο και δήλωνε σαφώς, για τον καταναλωτή αυτόν, ότι κάποιος (μια γυναίκα) ή κάτι ήταν ιρλανδικής προελεύσεως.

26      Το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως προσέθεσε ότι ήταν παγκοίνως γνωστό ότι το πράσινο χρησιμοποιείται ως χρώμα που αντιπροσωπεύει την Ιρλανδία, επί παραδείγματι σε διεθνείς εορταστικές εκδηλώσεις όπως η ημέρα του Αγίου Πατρικίου. Επισήμανε ότι η Ιρλανδία ήταν γνωστή ως «σμαραγδένια νήσος» λόγω του πράσινου των τοπίων της. Κατέληξε δε στο συμπέρασμα ότι το χρώμα αυτό επιβεβαιώνει την αντίληψη του κοινού ότι τα προϊόντα που φέρουν το αμφισβητούμενο σήμα είναι ιρλανδικής προελεύσεως, πολλώ δε μάλλον επειδή πρόκειται για τρόφιμα τα οποία μπορούσαν να παράγονται στην Ιρλανδία και ορισμένα από τα οποία, όπως το κρέας, το ψάρι και το βούτυρο, όταν είναι ιρλανδικής προελεύσεως, είναι γνωστά για την ποιότητά τους.

27      Από κανένα στοιχείο δεν αμφισβητείται η ανάλυση του τμήματος προσφυγών μείζονος συνθέσεως όσον αφορά τα εγγενή χαρακτηριστικά του αμφισβητούμενου σήματος και τη σημασία του για το ενδιαφερόμενο κοινό.

28      Ειδικότερα, λόγω του σχετικού μεγέθους και της κεντρικής θέσης του, το λεκτικό στοιχείο κυριαρχεί στο αμφισβητούμενο σήμα, ιδίως σε σχέση με την ένδειξη «1943» η οποία εμφανίζεται με μικρούς χαρακτήρες. Κυριαρχεί επίσης σε σχέση με το κίτρινο σχέδιο που βρίσκεται ακριβώς κάτω από αυτό. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, στις περιπτώσεις που το σήμα απαρτίζεται τόσο από λεκτικά όσο και από εικονιστικά στοιχεία, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, τα λεκτικά στοιχεία έχουν καταρχήν εντονότερο διακριτικό χαρακτήρα σε σχέση με τα εικονιστικά, διότι ο μέσος καταναλωτής αναφέρεται πολύ ευκολότερα στο σχετικό προϊόν χρησιμοποιώντας την ονομασία του παρά περιγράφοντας το εικονιστικό στοιχείο του σήματος [βλ. αποφάσεις της 7ης Μαΐου 2015, Cosmowell κατά ΓΕΕΑ – Haw Par (GELENKGOLD), T‑599/13, EU:T:2015:262, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 5ης Μαΐου 2021, Grangé και Van Strydonck κατά EUIPO – Nema (âme), T‑442/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:237, σκέψη 38].

29      Η προσφεύγουσα παραδέχθηκε στο δικόγραφο της προσφυγής της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι συμφωνούσε με τους αιτούντες την κήρυξη της ακυρότητας τουλάχιστον επί των εξής εννοιών του λεκτικού στοιχείου «la irlandesa» του αμφισβητούμενου σήματος: «πρόσωπο καταγόμενο από την Ιρλανδία, από τη χώρα της Ιρλανδίας» ή «Ιρλανδή γυναίκα», δεδομένου ότι στις λέξεις αυτές περιλαμβανόταν το θηλυκό οριστικό άρθρο «la». Επισημαίνει δε ότι το λεξικό της ισπανικής γλώσσας της ισπανικής βασιλικής ακαδημίας και το λεξικό Collins της αγγλικής γλώσσας περιλαμβάνουν αμφότερα τις σημασίες αυτές, οι οποίες, κατά την άποψή της, είναι και οι κρίσιμες στην υπό κρίση υπόθεση.

30      Επομένως, διαπιστώνεται ότι το κυρίαρχο λεκτικό στοιχείο του αμφισβητούμενου σήματος έχει αυτή τη σημασία στην ισπανική γλώσσα, γεγονός που στηρίζει το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών μείζονος συνθέσεως ότι το στοιχείο αυτό καταδεικνύει σαφώς, για τον μέσο ισπανόφωνο καταναλωτή, την ιρλανδική προέλευση.

31      Όσον αφορά το πράσινο χρώμα στο αμφισβητούμενο σήμα, υπενθυμίζεται ότι τα παγκοίνως γνωστά πραγματικά περιστατικά ορίζονται ως περιστατικά τα οποία μπορεί να γνωρίζει οποιοσδήποτε ή μπορούν να γίνουν γνωστά από γενικώς προσιτές πηγές [αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Monolith Frost κατά EUIPO – Dovgan (PLOMBIR), T‑830/16, EU:T:2018:941, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 10ης Ιουνίου 2020, Louis Vuitton Malletier κατά EUIPO – Wisniewski (Αναπαράσταση σχεδίου σκακιέρας), T‑105/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:258, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

32      Το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως ορθώς διαπίστωσε ότι ήταν παγκοίνως γνωστό ότι το πράσινο χρώμα χρησιμοποιείται ως χρώμα που αντιπροσωπεύει την Ιρλανδία. Εξήγησε πειστικά ότι το πράσινο χρώμα είχε αυτόν τον ρόλο κατά τον εορτασμό της ιρλανδικής γιορτής του Αγίου Πατρικίου και ότι η Ιρλανδία ήταν γνωστή με την ονομασία «Σμαραγδένια νήσος» λόγω του πράσινου των τοπίων της.

33      Το γεγονός ότι το πράσινο χρώμα αντιπροσωπεύει την Ιρλανδία, καίτοι δεν μπορεί κατ’ ανάγκη να είναι γνωστό σε όλους, μπορεί εντούτοις να γίνει γνωστό από πηγές προσιτές σε όλους.

34      Συναφώς, με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα παραπέμπει σε επιχείρημα που προέβαλε ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων, σύμφωνα με το οποίο το πράσινο χρώμα ήταν απλώς στοιχείο ενός «παιχνιδιού μέσα από το οποίο το [αμφισβητούμενο] σημείο παρέπεμπε στη φρεσκάδα (πράσινα λιβάδια) και στον ήλιο (κίτρινο)». Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, διότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το πράσινο χρώμα παίζει έναν τέτοιο ρόλο, δεν αναιρεί το παγκοίνως γνωστό γεγονός που διαπίστωσε το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως, ότι το χρώμα αυτό αντιπροσωπεύει την Ιρλανδία. Κατά τα λοιπά, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου να αμφισβητήσει την ακρίβεια του παγκοίνως γνωστού αυτού γεγονότος.

35      Εξάλλου, καίτοι δεν απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του ζητήματος της γενικής ποιότητας των προϊόντων που προέρχονται από την Ιρλανδία, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε ούτε ότι η χώρα αυτή παράγει κρέας, ψάρια και γαλακτοκομικά, τρία είδη προϊόντων που καλύπτονται από το αμφισβητούμενο σήμα.

36      Κατά συνέπεια, λαμβάνοντας υπόψη το κυρίαρχο λεκτικό στοιχείο «la irlandesa» και τη σημασία του για το ενδιαφερόμενο κοινό, η οποία επιβεβαιώνεται από το πράσινο χρώμα που το περιβάλλει, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ισπανόφωνοι καταναλωτές, βλέποντας το αμφισβητούμενο σήμα στα προϊόντα τα οποία αφορούσε, χωρίς άλλη ένδειξη, σχημάτιζαν εκ πρώτης όψεως και χωρίς περαιτέρω σκέψη την εντύπωση ότι αυτό το λεκτικό στοιχείο συνδεόταν άμεσα με ορισμένη ποιότητα των προϊόντων αυτών, ήτοι με τη γεωγραφική τους προέλευση, και επομένως, όταν έβλεπαν σε αυτά το συγκεκριμένο σήμα, πίστευαν ότι τα εν λόγω προϊόντα προέρχονται από την Ιρλανδία.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται παράβαση των διατάξεων του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 207/2009

37      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως υποδιαιρείται σε τρία σκέλη. Με το πρώτο σκέλος η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως ότι εφάρμοσε σε διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας τις προϋποθέσεις που ισχύουν για τους λόγους εκπτώσεως. Εν συνεχεία, με το δεύτερο σκέλος, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 207/2009. Τέλος, με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ισχυρίζεται ότι το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως όφειλε να λάβει υπόψη τον διακριτικό χαρακτήρα που είχε αποκτήσει το αμφισβητούμενο σήμα.

38      Πρέπει να εξεταστεί καταρχάς το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και στη συνέχεια να εξεταστούν από κοινού το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού.

–       Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται ότι το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως όφειλε να λάβει υπόψη τον διακριτικό χαρακτήρα που είχε αποκτήσει το αμφισβητούμενο σήμα

39      Η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως ότι δεν έλαβε υπόψη ορισμένα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι το αμφισβητούμενο σήμα είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα με την πάροδο του χρόνου. Επικαλείται συναφώς τη διάρκεια της αδιάλειπτης χρήσης του σήματος από το 1967, το γεγονός ότι η ίδια η προσφεύγουσα είναι η μόνη που χρησιμοποίησε το σήμα αυτό στην Ισπανία, καθώς και το σημαντικό μερίδιο της αγοράς βουτύρου που η ίδια κατείχε από μακρού χρόνου στις Καναρίους Νήσους με το ίδιο σήμα.

40      Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν την ορθότητα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

41      Διαπιστώνεται, όπως ορθώς επισημαίνει το EUIPO, ότι οι διατάξεις του κανονισμού 207/2009 που αφορούν τον διακριτικό χαρακτήρα που έχει αποκτήσει ένα σήμα λόγω της χρήσης του, ως εξαίρεση από ορισμένους απόλυτους λόγους απαραδέκτου ή ακυρότητας, δεν εφαρμόζονται στα σήματα που θεωρούνται παραπλανητικά. Πράγματι, ούτε το άρθρο 7, παράγραφος 3, ούτε το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 7, παράγραφος 3, και άρθρο 59, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001) παραπέμπουν στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του ίδιου κανονισμού. Οι δύο αυτές διατάξεις αναφέρονται μόνον στους λόγους που προβλέπονται από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ, γʹ και δʹ, του κανονισμού αυτού (νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ, γʹ και δʹ, του κανονισμού 2017/1001).

42      Ως εκ τούτου, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

–       Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται ότι το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως δεν έπρεπε να εφαρμόσει σε διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας τις προϋποθέσεις που ισχύουν για τους λόγους εκπτώσεως, και επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 207/2009

43      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί σημάτων διακρίνει μεταξύ των λόγων ακυρότητας και των λόγων εκπτώσεως. Ισχυρίζεται δε ότι, εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως κακώς εφάρμοσε σε διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας τους κανόνες περί εκπτώσεως και ότι το γεγονός αυτό δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου.

44      Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας απαιτεί εξέταση κατά την ημερομηνία κατάθεσης του σήματος, η οποία αφορά ιδίως τη φύση του, τα στοιχεία που το συνθέτουν και τα προϊόντα που προσδιορίζει, ενώ κατά τη διαδικασία κηρύξεως εκπτώσεως εξετάζεται η χρήση του σήματος από τον δικαιούχο του μετά την καταχώρισή του. Το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως υπέπεσε σε πλάνη, καθώς δικαιολόγησε την κήρυξη της ακυρότητας του αμφισβητούμενου σήματος υπό το πρίσμα της χρήσης που ακολούθησε την κατάθεση, αντί να αναχθεί στην ημερομηνία της κατάθεσης.

45      Κατά την προσφεύγουσα, το τμήμα ακυρώσεων ορθώς έκρινε ότι οι αιτούντες την κήρυξη της ακυρότητας είχαν επιχειρήσει να αποδείξουν τον παραπλανητικό χαρακτήρα του αμφισβητούμενου σήματος στηριζόμενοι σε πράξεις πολύ μεταγενέστερες της κατάθεσής του ενώπιον του EUIPO, ότι οι πράξεις αυτές θα μπορούσαν να είναι κρίσιμες στο πλαίσιο μιας διαδικασίας για την κήρυξη εκπτώσεως, όχι όμως και στο πλαίσιο διαδικασίας για την κήρυξη ακυρότητας, και ότι, κατά την κρίσιμη ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης, δεν υφίστατο πρόδηλη αντίφαση μεταξύ του αμφισβητούμενου σήματος και των προϊόντων που αυτό προσδιόριζε, γεγονός που απέκλειε κάθε παραπλανητικό χαρακτήρα.

46      Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η καλόπιστη χρήση του αμφισβητούμενου σήματος πρέπει να τεκμαίρεται μέχρις αποδείξεως του εναντίου, η οποία πρέπει να ανάγεται στην ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης του σήματος και όχι μόνο στη μεταγενέστερη χρήση του από τον δικαιούχο.

47      Απαντώντας στο πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα, το EUIPO υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως εξέτασε την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο, αναγόμενο στην ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης του αμφισβητούμενου σήματος. Κατά το EUIPO, το σήμα αυτό είναι εγγενώς παραπλανητικό, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των χρωμάτων του, των εικονιστικών του στοιχείων και της φήμης της Ιρλανδίας όσον αφορά τα γεωργικά προϊόντα που καλύπτονται από το αμφισβητούμενο σήμα. Δεδομένου ότι ο κατάλογος των προϊόντων αυτών δεν περιορίζεται ρητώς στα ιρλανδικά προϊόντα, το αμφισβητούμενο σήμα παραπλανά το ενδιαφερόμενο κοινό όσον αφορά τη γεωγραφική προέλευσή τους. Τα μεταγενέστερα της αίτησης καταχώρισης του σήματος αποδεικτικά στοιχεία, όπως και ο κατάλογος του 2014, επιβεβαιώνουν απλώς την εκτίμηση στην οποία κατέληξε το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως, το οποίο ανήχθη, ως όφειλε, στην ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης του αμφισβητούμενου σήματος.

48      Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, τα επιχειρήματα της παρεμβαίνουσας συμπίπτουν κατ’ ουσίαν με εκείνα του EUIPO.

49      Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η σύνδεση του αμφισβητούμενου σήματος με την Ιρλανδία δεν αρκεί αφ’ εαυτής για να παραπλανήσει τον καταναλωτή ως προς τη φύση των προϊόντων ή τη γεωγραφική τους προέλευση, καθόσον γίνεται αντιληπτό ότι το σημείο παραπέμπει σε κάτι άλλο, ιδίως επειδή περιέχει αριθμητικά και εικονιστικά στοιχεία. Επομένως, το σημείο γίνεται αντιληπτό ως σήμα και όχι ως ένδειξη γεωγραφικής προέλευσης.

50      Εξάλλου, η προσφεύγουσα επικρίνει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που αυτή στηρίζεται σε προγενέστερες αποφάσεις του Oficina Española de Patentes y Marcas (ισπανικού γραφείου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και σημάτων) με τις οποίες απορρίφθηκαν αιτήσεις της προσφεύγουσας για την καταχώριση παρόμοιων σημάτων που περιείχαν το στοιχείο «la irlandesa», καθώς και σε μια απόφαση του τμήματος ακυρώσεων του EUIPO με την οποία κηρύχθηκε άκυρο ένα τέτοιο σήμα. Κατά την προσφεύγουσα, οι αποφάσεις αυτές αφορούν διαφορετικά σήματα τα οποία προσδιόριζαν ακριβώς το βούτυρο, σε ορισμένες περιπτώσεις και γαλακτοκομικά προϊόντα, ενώ το αμφισβητούμενο στην υπό κρίση υπόθεση σήμα προσδιορίζει τα προϊόντα της κλάσης 29 στο σύνολό της.

51      Απαντώντας στο δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το EUIPO ισχυρίζεται ότι δεν είναι πειστικό το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι δήθεν το αμφισβητούμενο σήμα παραπέμπει σε κάτι άλλο. Όσον αφορά τις προγενέστερες αποφάσεις που μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, το EUIPO αντιτείνει στην προσφεύγουσα ότι ήταν κρίσιμες όσον αφορά την αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού και ότι το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως μπορούσε θεμιτώς να τις επικαλεστεί προκειμένου να επιβεβαιώσει τα δικά του συμπεράσματα.

52      Η παρεμβαίνουσα συμφωνεί κατ’ ουσίαν με τα επιχειρήματα του EUIPO επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

53      Υπενθυμίζεται ότι, βάσει των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 207/2009, το σήμα κηρύσσεται άκυρο εάν έχει καταχωριστεί ενώ θα μπορούσε να παραπλανήσει το κοινό, για παράδειγμα ως προς τη φύση, την ποιότητα ή τη γεωγραφική προέλευση του προϊόντος ή της υπηρεσίας.

54      Κατά πάγια νομολογία, η μόνη κρίσιμη ημερομηνία για την εξέταση μιας αίτησης κήρυξης ακυρότητας είναι η ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης του αμφισβητούμενου σήματος (διατάξεις της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, Bateau mouches κατά ΓΕΕΑ, C‑78/09 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:584, σκέψη 18, και της 23ης Απριλίου 2010, ΓΕΕΑ κατά Frosch Touristik, C‑332/09 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:225, σκέψη 41). Ωστόσο, η νομολογία δέχεται τη συνεκτίμηση μεταγενέστερων της ημερομηνίας αυτής στοιχείων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά αφορούν την κατάσταση κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης του σήματος [απόφαση της 3ης Ιουνίου 2009, Frosch Touristik κατά ΓΕΕΑ – DSR touristik (FLUGBÖRSE), T‑189/07, EU:T:2009:172, σκέψεις 19 και 28].

55      Οι περιπτώσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 207/2009 προϋποθέτουν ότι γίνεται δεκτή η ύπαρξη πραγματικής παραπλάνησης ή αρκούντως σοβαρού κινδύνου παραπλάνησης του καταναλωτή [βλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, Alpirsbacher Klosterbräu Glauner και ΓΕΕΑ (Klosterstoff), T‑844/16, EU:T:2017:759, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

56      Η εκτίμηση του λόγου στον οποίον αναφέρεται το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 207/2009 μπορεί να διεξαχθεί μόνον, αφενός, σε σχέση με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες πρόκειται και, αφετέρου, σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίον αντιλαμβάνεται το σήμα το ενδιαφερόμενο κοινό [βλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2018, Safe Skies κατά EUIPO – Travel Sentry (TSA LOCK), T‑60/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:164, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

57      Επιπλέον, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 207/2009 προϋποθέτει αρκούντως συγκεκριμένη περιγραφή των πιθανών χαρακτηριστικών των προϊόντων και των υπηρεσιών που καλύπτονται από το σήμα. Ο καταναλωτής στον οποίον απευθύνεται το σήμα έχει παραπλανηθεί από αυτό μόνον εφόσον του έχει δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες διαθέτουν ορισμένα χαρακτηριστικά τα οποία δεν διαθέτουν στην πραγματικότητα [βλ. απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2018, Khadi and Village Industries Commission κατά EUIPO – BNP Best Natural Products (Khadi Ayurveda), T‑683/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:860, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

58      Σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001), το άρθρο 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού εφαρμόζεται ακόμη και αν οι λόγοι απαραδέκτου υφίστανται μόνο σε τμήμα της Ένωσης.

59      Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως εξέτασε καταρχάς τα εγγενή χαρακτηριστικά του αμφισβητούμενου σήματος, προκειμένου να αποδείξει το νόημά του για το ενδιαφερόμενο κοινό, λαμβάνοντας υπόψη τα προϊόντα που προσδιορίζονται στην αίτηση καταχώρισης του σήματος. Έκρινε δε ότι, βλέποντας το αμφισβητούμενο σήμα στα επίμαχα προϊόντα, οι ισπανόφωνοι καταναλωτές θεωρούσαν ότι τα προϊόντα αυτά προέρχονταν από την Ιρλανδία.

60      Το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως συνήγαγε από την εξέταση αυτή του αμφισβητούμενου σήματος ότι, «ήδη κατά τον χρόνο της κατάθεσής του», το σήμα αυτό ήταν παραπλανητικό για το ενδιαφερόμενο κοινό. Προκειμένου να «επιβεβαιώσει» το συμπέρασμα αυτό, έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι αιτούντες την κήρυξη της ακυρότητας και ιδίως μια απόφαση του τμήματος ακυρώσεων του EUIPO της 25ης Σεπτεμβρίου 2002, με την οποία είχε κηρυχθεί η ακυρότητα σήματος που περιείχε το στοιχείο «la irlandesa», όπως το αμφισβητούμενο σήμα. Οι αποδείξεις συνίσταντο επίσης στα ακόλουθα στοιχεία, τα οποία είναι μεταγενέστερα της ημερομηνίας κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης σήματος:

–        στον διαδικτυακό κατάλογο της προσφεύγουσας, ο οποίος χρονολογείται από το 2014·

–        σε φωτογραφίες προϊόντων διατροφής με το αμφισβητούμενο σήμα, τα οποία παρασκευάστηκαν το 2016 και αγοράστηκαν στην Ισπανία το ίδιο έτος.

61      Κατά το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως, από αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία, και ειδικότερα από πληροφορίες οι οποίες αναγράφονται στις συσκευασίες των προϊόντων και στις ετικέτες τους με πολύ μικρούς χαρακτήρες ή με τη μορφή κωδικών χώρας ή αριθμών που συνδέονται με το πόσο υγιεινά είναι, προέκυπτε ότι τα προϊόντα αυτά είχαν παραχθεί σε άλλες χώρες και όχι στην Ιρλανδία. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δέχθηκε με τις παρατηρήσεις της ενώπιον του τμήματος προσφυγών μείζονος συνθέσεως ότι το αμφισβητούμενο σήμα «δεν περιορ[ιζόταν] μόνον στα προϊόντα που προέρχονται από την Ιρλανδία».

62      Το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως επικαλέστηκε επίσης ισπανικές δικαστικές αποφάσεις και μια απόφαση του ισπανικού γραφείου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και σημάτων, όλες προγενέστερες της ημερομηνίας κατάθεσης του αμφισβητούμενου σήματος, προκειμένου να «επιβεβαιώσει» τον παραπλανητικό χαρακτήρα του σήματος αυτού.

63      Σημειώνεται ότι τα άρθρα 52 έως 54 του κανονισμού 207/2009 (από τα οποία τα άρθρα 53 και 54 είναι σήμερα τα άρθρα 60 και 61 του κανονισμού 2017/1001) διέπουν τους λόγους ακυρότητας σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ χωριστή διάταξη, το άρθρο 51 του ίδιου κανονισμού, αφορά τους λόγους εκπτώσεως.

64      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι ο παραπλανητικός χαρακτήρας ενός σήματος συνιστά απόλυτο λόγο ακυρότητας του σήματος δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 207/2009 και, εξάλλου, λόγο εκπτώσεως βάσει του άρθρου 51, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού αυτού.

65      Το άρθρο 51, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 ορίζει ρητώς ότι ο παραπλανητικός χαρακτήρας καταχωρισμένου σήματος, ο οποίος δικαιολογεί την έκπτωση του δικαιούχου από τα δικαιώματά του, απορρέει από τη χρήση του σήματος, ενώ οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του εν λόγω κανονισμού, βάσει των οποίων κηρύσσεται άκυρο το σήμα που καταχωρίστηκε παρά τον παραπλανητικό χαρακτήρα του, δεν περιέχουν αναφορά σε τέτοια χρήση.

66      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατ’ αρχήν, για την εξέταση αίτησης εκπτώσεως κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική χρήση του σήματος, δηλαδή στοιχεία μεταγενέστερα της κατάθεσής του, ενώ τούτο δεν ισχύει για την εξέταση αίτησης κήρυξης ακυρότητας, η οποία υποβάλλεται δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 207/2009. Πράγματι, η εξέταση μιας τέτοιας αίτησης κήρυξης ακυρότητας επιβάλλει να αποδειχθεί ότι το σημείο που κατατέθηκε με σκοπό την καταχώρισή του ως σήματος μπορούσε αφ’ εαυτού να παραπλανήσει τον καταναλωτή κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης, ενώ η μεταγενέστερη διαχείριση του εν λόγω σημείου δεν ασκεί επιρροή (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουνίου 2017, W. F. Gözze Frottierweberei και Gözze, C‑689/15, EU:C:2017:434, σκέψεις 55 και 56).

67      Η αρχή αυτή επιβεβαιώνεται από τη νομολογία, σύμφωνα με την οποία η μόνη κρίσιμη ημερομηνία για την εξέταση μιας αίτησης κήρυξης ακυρότητας είναι η ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης του αμφισβητούμενου σήματος (διατάξεις της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, Bateaux mouches κατά ΓΕΕΑ, C‑78/09 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:584, σκέψη 18, και της 23ης Απριλίου 2010, ΓΕΕΑ κατά Frosch Touristik, C‑332/09 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:225, σκέψη 41) και σύμφωνα με την οποία στοιχεία μεταγενέστερα της ημερομηνίας της αίτησης καταχώρισης σήματος μπορούν να ληφθούν υπόψη μόνον υπό την προϋπόθεση ότι αφορούν την κατάσταση κατά την ημερομηνία αυτή (απόφαση της 3ης Ιουνίου 2009, FLUGBÖRSE, T‑189/07, EU:T:2009:172, σκέψεις 19 και 28).

68      Με άλλα λόγια, στις υποθέσεις κήρυξης ακυρότητας, το ερώτημα που τίθεται είναι αν το σήμα θα έπρεπε εξαρχής να μην έχει καταχωριστεί για λόγους που συνέτρεχαν ήδη κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης καταχώρισης, η δε συνεκτίμηση μεταγενέστερων στοιχείων μπορεί να χρησιμεύσει μόνον για την αποσαφήνιση των περιστάσεων ως είχαν κατά την ημερομηνία εκείνη.

69      Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των σκέψεων πρέπει να εξακριβωθεί αν το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως αποφάσισε ορθώς να κηρύξει άκυρο το αμφισβητούμενο σήμα για τον λόγο ότι μπορούσε να παραπλανήσει το κοινό ως προς τη γεωγραφική προέλευση των επίμαχων προϊόντων.

70      Όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 36 ανωτέρω, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως ορθώς έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται το αμφισβητούμενο σήμα ως δηλωτικό της ιρλανδικής προέλευσης των καλυπτόμενων από αυτό προϊόντων.

71      Αντιθέτως, όπως ορθώς επισημαίνει η προσφεύγουσα, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως όφειλε να εξακριβώσει αν, κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης, υπήρχε διάσταση μεταξύ της πληροφορίας που φέρει το αμφισβητούμενο σήμα και των χαρακτηριστικών των προϊόντων τα οποία αφορούσε η σχετική αίτηση [πρβλ. αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 2016, Caffè Nero Group κατά EUIPO (CAFFÈ NERO), T‑29/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:635, σκέψεις 45 έως 50, και της 13ης Μαΐου 2020, SolNova κατά EUIPO – Canina Pharma (BIO‑INSECT Shocker), T‑86/19, EU:T:2020:199, σκέψεις 70 έως 87]. Επισημαίνεται, όμως, ότι ο κατάλογος των προϊόντων που καλύπτονται από το αμφισβητούμενο σήμα δεν περιείχε καμία ένδειξη ως προς τη γεωγραφική προέλευσή τους και ότι, ως εκ τούτου, μπορούσε να καλύπτει προϊόντα προερχόμενα από την Ιρλανδία. Επομένως, σε αντίθεση με τις περιστάσεις επί των οποίων αποφάνθηκε το Γενικό Δικαστήριο στις προπαρατεθείσες υποθέσεις CAFFÈ NERO (T‑29/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:635) και BIO-INSECT Shocker (T‑86/19, EU:T:2020:199), εν προκειμένω, κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης του αμφισβητούμενου σήματος, δεν υφίστατο αντίφαση μεταξύ του σήματος αυτού και των προσδιοριζόμενων προϊόντων και, κατά συνέπεια, αποκλείεται η διαπίστωση ότι το σήμα αυτό είχε παραπλανητικό χαρακτήρα κατά την ημερομηνία αυτή.

72      Δεδομένου ότι, κατά την ημερομηνία της αίτησης καταχώρισης, δεν υπήρχε αντίφαση μεταξύ του αμφισβητούμενου σήματος και των προϊόντων που καλύπτονται από αυτό, εσφαλμένως το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως προσήψε στην προσφεύγουσα ότι δεν περιόρισε τον κατάλογο των προϊόντων αυτών στα προερχόμενα από την Ιρλανδία προϊόντα. Πράγματι, η προσθήκη ενός τέτοιου περιορισμού στον κατάλογο δεν επιβαλλόταν από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 207/2009, το οποίο σκοπό έχει να εμποδίζει την καταχώριση σημάτων που μπορούν να παραπλανήσουν το κοινό.

73      Επιπλέον, δεδομένου ότι το αμφισβητούμενο σήμα δεν μπορούσε να θεωρηθεί παραπλανητικό κατά την ημερομηνία της αίτησης καταχώρισης το 2013, τα μεταγενέστερα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία χρονολογούνταν από το 2014 και το 2016 και τα οποία έλαβε υπόψη το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως δεν μπορούσαν να επιβεβαιώσουν τέτοιον παραπλανητικό χαρακτήρα. Λαμβανομένης υπόψη της δικογραφίας της υπόθεσης, δεν αποδείχθηκε ότι αυτά τα μεταγενέστερα αποδεικτικά στοιχεία αφορούσαν την κατάσταση κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης του σήματος και, κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής εν προκειμένω η νομολογία που διαμορφώθηκε με την απόφαση της 3ης Ιουνίου 2009, FLUGBÖRSE (T‑189/07, EU:T:2009:172), η οποία θα μπορούσε να επιτρέψει τη συνεκτίμηση τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων.

74      Εξάλλου, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως επισήμανε ότι «αποδείχθηκε –και [η προσφεύγουσα] δεν το αρνήθηκε– ότι το σήμα χρησιμοποιούνταν ήδη πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης». Εντούτοις, δεν εξηγεί πώς «αποδείχθηκε» αυτή η προγενέστερη της κατάθεσης χρήση του αμφισβητούμενου σήματος και πώς μια τέτοια προγενέστερη χρήση θα αποδείκνυε τον παραπλανητικό χαρακτήρα του σήματος αυτού.

75      Όσον αφορά την απόφαση του τμήματος ακυρώσεων του EUIPO της 25ης Σεπτεμβρίου 2002, καθώς και τις ισπανικές δικαστικές αποφάσεις και την απόφαση του ισπανικού γραφείου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και σημάτων, οι οποίες μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και είναι προγενέστερες της ημερομηνίας της αίτησης καταχώρισης του αμφισβητούμενου σήματος, υπενθυμίζεται ότι ούτε η πρακτική λήψης αποφάσεων του EUIPO ούτε οι αποφάσεις των εθνικών αρχών δεσμεύουν το Γενικό Δικαστήριο [πρβλ. αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 2012, Ella Valley Vineyards κατά ΓΕΕΑ – HFP (ELLA VALLEY VINEYARDS), T‑32/10, EU:T:2012:118, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 28ης Οκτωβρίου 2020, Electrolux Home Products κατά EUIPO – D. Consult (FRIGIDAIRE), T‑583/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:511, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Οι αποφάσεις αυτές δεν μπορούν να υπερβαίνουν το πλαίσιο ανάλυσης το οποίο προβλέπεται από τη νομοθεσία της Ένωσης και απαιτείται για την εξέταση αίτησης κήρυξης ακυρότητας όπως η επίμαχη εν προκειμένω, δεδομένου ότι το πλαίσιο αυτό δεν ταυτίζεται με εκείνο αυτό που εφαρμόζεται στην εξέταση αίτησης για την κήρυξη εκπτώσεως.

76      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως δεν είναι βάσιμος ως προς το τρίτο σκέλος του, είναι όμως βάσιμος ως προς το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του, τα οποία εξετάστηκαν από κοινού, καθώς και ότι το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως υπέπεσε σε πλάνη κατά την εφαρμογή των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 207/2009.

77      Η πλάνη αυτή θίγει τη νομιμότητα του πρώτου άξονα της προσβαλλόμενης απόφασης. Μπορεί, ωστόσο, να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης μόνον εφόσον είναι παράνομος και ο δεύτερος άξονας αυτής.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009

78      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως δεν απέδειξε ότι η ίδια ήταν κακόπιστη όταν κατέθεσε την αίτηση με την οποία ζήτησε την καταχώριση του αμφισβητούμενου σήματος. Επισημαίνει ότι επί 40 και πλέον έτη χρησιμοποίησε παρόμοια σήματα με το στοιχείο «la irlandesa», τα οποία εξακολουθούν να ισχύουν, και ότι η κακή πίστη της δεν μπορεί να συναχθεί από τη λήξη της εμπορικής σχέσης της με την παρεμβαίνουσα το 2011. Ισχυρίζεται δε ότι το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως επικεντρώθηκε αδικαιολόγητα σε παραδείγματα ένδικων διαφορών ή καταχωρίσεων που δεν έγιναν δεκτές όσον αφορά παρόμοια σήματα που περιλαμβάνουν το στοιχείο «la irlandesa» και εσφαλμένως θεώρησε ως ενδείξεις της κακής πίστης της προσφεύγουσας ορισμένα χαρακτηριστικά του αμφισβητούμενου σήματος, ιδίως τα εικονιστικά στοιχεία του, το χρώμα του και το γεγονός ότι παραπέμπει σε μια γεωγραφική προέλευση.

79      Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν την ορθότητα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

80      Σημειώνεται ότι, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, η ακυρότητα του σήματος κηρύσσεται όταν ο καταθέτης ενήργησε κακόπιστα κατά την κατάθεση της αίτησης καταχώρισης του σήματος.

81      Από την ίδια διάταξη προκύπτει ότι το κρίσιμο χρονικό σημείο για την εκτίμηση της ύπαρξης κακής πίστης του καταθέτη είναι το χρονικό σημείο της κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης από τον ενδιαφερόμενο (απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli, C‑529/07, EU:C:2009:361, σκέψη 35). Εντούτοις, η χρήση του αμφισβητούμενου σήματος μπορεί να αποτελέσει στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον χαρακτηρισμό της πρόθεσης που οδήγησε στην κατάθεση της αίτησης καταχώρισης και στη χρήση του μετά την ημερομηνία της αίτησης αυτής [πρβλ. αποφάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 2012, Carrols κατά ΓΕΕΑ – Gambettola (Pollo Tropical CHICKEN ON THE GRILL), T‑291/09, EU:T:2012:39, σκέψη 76, της 8ης Μαΐου 2014, Simca Europe κατά ΓΕΕΑ – PSA Peugeot Citroën (Simca), T‑327/12, EU:T:2014:240, σκέψη 48, και της 23ης Μαΐου 2019, Holzer y Cia κατά EUIPO – Annco (ANN TAYLOR και AT ANN TAYLOR), T‑3/18 και T‑4/18, EU:T:2019:357, σκέψη 126].

82      Η έννοια της κακής πίστης κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, δεν ορίζεται, δεν οριοθετείται και ούτε καν περιγράφεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο στη νομοθεσία της Ένωσης [πρβλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2013, SA.PAR. κατά ΓΕΕΑ – Salini Costruttori (GRUPPO SALINI), T‑321/10, EU:T:2013:372, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 8ης Μαρτίου 2017, Biernacka-Hoba κατά EUIPO – Formata Bogusław Hoba (Formata), T‑23/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:149, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Κατά τη νομολογία, η έννοια αυτή δεν μπορεί να περιστέλλεται σε μια περιορισμένη κατηγορία ειδικών περιστάσεων. Πράγματι, ο σκοπός γενικού συμφέροντος της διατάξεως αυτής, που συνίσταται στο να μη γίνονται δεκτές οι καταχωρίσεις σημάτων οι οποίες είναι καταχρηστικές ή αντίθετες προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη που ισχύουν στη βιομηχανία και το εμπόριο, θα διακυβευόταν εάν η κακή πίστη μπορούσε να αποδειχθεί μόνον από περιστάσεις που απαριθμούνται περιοριστικά [βλ. απόφαση της 21ης Απριλίου 2021, Hasbro κατά EUIPO – Kreativni Dogadaji (MONOPOLY), T‑663/19, EU:T:2021:211, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

83      Κάθε ισχυρισμός περί κακής πίστεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικά, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κρίσιμων πραγματικών περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης (απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, Koton Mağazacilik Tekstil Sanayi ve Ticaret κατά EUIPO, C‑104/18 P, EU:C:2019:724, σκέψη 47).

84      Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της σφαιρικής εξετάσεως βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, μπορούν επίσης να συνεκτιμηθούν η προέλευση του επίμαχου σημείου και η χρήση του από τον χρόνο δημιουργίας του, η εμπορική λογική στην οποία εντάσσεται η κατάθεση της αίτησης καταχώρισης του σημείου ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και η χρονολογική ακολουθία των γεγονότων που οδήγησαν στην εν λόγω κατάθεση (βλ. απόφαση της 21ης Απριλίου 2021, MONOPOLY, T‑663/19, EU:T:2021:211, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

85      Επιπλέον, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πρόθεση του αιτούντος την καταχώριση κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, η οποία αποτελεί υποκειμενικό στοιχείο που πρέπει να καθορίζεται σε συνάρτηση με τις αντικειμενικές περιστάσεις της κρινόμενης υπόθεσης (αποφάσεις της 11ης Ιουνίου 2009, Chocoladefabriken Lindt Lindt & Sprüngli, C‑529/07, EU:C:2009:361, σκέψεις 41 και 42, και της 8ης Μαρτίου 2017, Formata, T‑23/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:149, σκέψη 44). Συναφώς, πρέπει να εξετάζεται η πρόθεση του αιτούντος την καταχώριση σήματος, όπως αυτή μπορεί να συναχθεί από αντικειμενικές περιστάσεις, καθώς και από συγκεκριμένες ενέργειές του, από τον ρόλο ή τη θέση του, τη γνώση που διέθετε σχετικά με τη χρήση του προγενέστερου σήματος, από τη συμβατική, προσυμβατική ή μετασυμβατική σχέση που διατηρούσε με τον αιτούντα την κήρυξη της ακυρότητας, από την ύπαρξη αμοιβαίων καθηκόντων ή υποχρεώσεων και, γενικότερα, από κάθε αντικειμενική κατάσταση συγκρούσεως συμφερόντων στην οποία έχει βρεθεί ο αιτών την καταχώριση του σήματος (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, GRUPPO SALINI, T‑321/10, EU:T:2013:372, σκέψη 28).

86      Ο αιτών την κήρυξη της ακυρότητας που προτίθεται να στηριχθεί στον συγκεκριμένο λόγο βαρύνεται με την απόδειξη των περιστάσεων που επιτρέπουν να συναχθεί ότι ο δικαιούχος του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν κακόπιστος κατά την κατάθεση της αίτησης καταχώρισης του σήματος αυτού [βλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Pangyrus κατά ΓΕΕΑ – RSVP Design (COLOURBLIND), T‑257/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:115, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

87      Η καλή πίστη τεκμαίρεται μέχρις αποδείξεως του εναντίου (βλ. απόφαση της 8ης Μαρτίου 2017, Formata, T‑23/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:149, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

88      Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως απαριθμεί διάφορα στοιχεία από τα οποία μπορεί, κατά το ίδιο, να συναχθεί ότι η προσφεύγουσα ενήργησε κακόπιστα όταν ζήτησε την καταχώριση του αμφισβητούμενου σήματος.

89      Πρώτον, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως επαναλαμβάνει τη διαπίστωσή του ότι το αμφισβητούμενο σήμα παραπλανά τον ισπανόφωνο καταναλωτή, δημιουργώντας σαφή γεωγραφική σύνδεση με την Ιρλανδία, ενώ τα επίμαχα προϊόντα δεν προέρχονται από τη χώρα αυτή.

90      Δεύτερον, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως επισημαίνει ότι, λόγω του παραπλανητικού αυτού χαρακτήρα, σήματα παρόμοια με το αμφισβητούμενο εν προκειμένω, τα οποία περιείχαν το στοιχείο «la irlandesa» και κάλυπταν πιο συγκεκριμένους καταλόγους προϊόντων, ακυρώθηκαν ή απορρίφθηκαν από το EUIPO και από τις ισπανικές δικαστικές και διοικητικές αρχές και ότι, δεδομένου ότι οι εν λόγω δυσμενείς για την προσφεύγουσα αποφάσεις εκδόθηκαν το 2000, το 2001 και το 2002, πολύ πριν την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης του αμφισβητούμενου σήματος το 2013, η προσφεύγουσα είχε οπωσδήποτε γνώση τους κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία. Η γνώση αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η προσφεύγουσα πέτυχε μεταγενέστερα την καταχώριση παρόμοιων σημάτων στην Ισπανία, περιλαμβάνοντας ρητώς στην περιγραφή των προϊόντων έναν γεωγραφικό περιορισμό σχετικό με την Ιρλανδία, κάτι που δεν έκανε στην περίπτωση του αμφισβητούμενου σήματος.

91      Τρίτον, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως διαπιστώνει ότι η προσφεύγουσα ήταν επί πολλά έτη η αποκλειστική αντιπρόσωπος της παρεμβαίνουσας και αγόραζε από την τελευταία χύμα ιρλανδικό βούτυρο, το συσκεύαζε και το πωλούσε στις Καναρίους Νήσους. Εκτιμά ότι το ισπανικό σήμα La Irlandesa που κατέθεσε το 1967 η προσφεύγουσα είχε ως σκοπό να προωθήσει στην Ισπανία την πώληση βουτύρου ιρλανδικής προέλευσης, καθώς και ότι το σήμα αυτό προέκυψε από τη συμβατική σχέση μεταξύ της προσφεύγουσας και της παρεμβαίνουσας και συνδεόταν με την ιρλανδική προέλευση των προϊόντων που η προσφεύγουσα είχε άδεια να πωλεί στο πλαίσιο της σχέσης αυτής. Κατά το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως, μετά τη λήξη αυτής της εμπορικής σχέσης το 2011, η προσφεύγουσα εξακολούθησε να πωλεί προϊόντα υπό σήματα που περιλαμβάνουν τις λέξεις «la» και «irlandesa», ενώ τα προϊόντα αυτά δεν ήταν πλέον ιρλανδικής προέλευσης. Η προσφεύγουσα δεν απέδειξε θεμιτή εμπορική λογική που να εξηγεί την κατάθεση του αμφισβητούμενου σήματος ή την οικονομική λογική της χρήσης του μετά τη λήξη της εμπορικής σχέσης με την παρεμβαίνουσα το 2011. Επομένως, η προσφεύγουσα επιδίωξε απλώς να αποκτήσει αδικαιολόγητο πλεονέκτημα από μια εμπορική σχέση που είχε λήξει, προκειμένου να συνεχίσει να επωφελείται από την εικόνα των ιρλανδικών προϊόντων.

92      Τέταρτον, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως έκρινε ότι, λαμβανομένης υπόψη της παραπλανητικής χρήσης του αμφισβητούμενου σήματος, των προγενέστερων αποφάσεων του EUIPO και των ισπανικών αρχών και της προγενέστερης εμπορικής σχέσης με την παρεμβαίνουσα που είχε πλέον λήξει, η προσφεύγουσα, κατά την κατάθεση της αίτησης καταχώρισης του αμφισβητούμενου σήματος, είχε την πρόθεση να συνεχίσει να παραπλανά το κοινό ως προς τη γεωγραφική προέλευση των προϊόντων της και να αντλεί όφελος από την καλή εικόνα των ιρλανδικών προϊόντων. Επομένως, η προσφεύγουσα είχε ανέντιμη πρόθεση και κατέθεσε σκοπίμως το αμφισβητούμενο σήμα προκειμένου να συσχετιστεί με την Ιρλανδία.

93      Λαμβανομένων υπόψη όλων αυτών των στοιχείων, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως συνήγαγε ότι η προσφεύγουσα ενήργησε κακόπιστα κατά την κατάθεση του αμφισβητούμενου σήματος. Έκρινε δε, ως εκ τούτου, ότι το σήμα αυτό ήταν άκυρο και για τον λόγο αυτόν.

94      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 81 ανωτέρω, προκειμένου να αποφανθεί επί του ζητήματος αν η προσφεύγουσα ενήργησε κακόπιστα όταν ζήτησε την καταχώριση του αμφισβητούμενου σήματος, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως μπορούσε βασίμως να στηριχθεί σε αποδεικτικά στοιχεία μεταγενέστερα της ημερομηνίας κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης του αμφισβητούμενου σήματος, ακόμη και στη χρήση του αμφισβητούμενου σήματος μετά την κατάθεση, καθόσον τα στοιχεία αυτά συνιστούσαν ενδείξεις που αφορούσαν την κατάσταση κατά την κρίσιμη ημερομηνία.

95      Εν προκειμένω, πρώτον, όσον αφορά την παραπλανητική χρήση του αμφισβητούμενου σήματος, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι η προσφεύγουσα πωλούσε επί δεκαετίες βούτυρο ιρλανδικής προέλευσης υπό το σήμα αυτό στο πλαίσιο της συμβατικής της σχέσης με την παρεμβαίνουσα, ότι, μετά τη λήξη της σχέσης αυτής, συνέχισε να πωλεί τρόφιμα υπό το εν λόγω σήμα και ότι ένα καθόλου αμελητέο μέρος αυτών, συμπεριλαμβανομένων των γαλακτοκομικών προϊόντων και των αλλαντικών, δεν ήταν ιρλανδικής προέλευσης. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν υποστήριξε ότι όλα τα προϊόντα που πωλούσε υπό το αμφισβητούμενο σήμα προέρχονταν από την Ιρλανδία.

96      Με άλλα λόγια, η προσφεύγουσα πώλησε προϊόντα υπό το αμφισβητούμενο σήμα, μολονότι ένα μη αμελητέο μέρος των προϊόντων αυτών δεν ήταν ιρλανδικής προέλευσης και, επομένως, δεν αντιστοιχούσε στην αντίληψη που έχει για τα προϊόντα αυτά το ενδιαφερόμενο κοινό.

97      Το γεγονός αυτό, καίτοι δεν ασκεί επιρροή για την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος στηρίζεται στις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 207/2009, ασκεί πάντως επιρροή για την εξέταση του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται κακή πίστη της προσφεύγουσας.

98      Ειδικότερα, αφ’ ης στιγμής η προσφεύγουσα επεξέτεινε τη χρήση του αμφισβητούμενου σήματος σε προϊόντα πέραν του βουτύρου ιρλανδικής προέλευσης, οι ισπανόφωνοι καταναλωτές, οι οποίοι αποτελούν το ενδιαφερόμενο κοινό, μπορούσαν να παραπλανηθούν ως προς τη γεωγραφική προέλευση των προϊόντων αυτών, δεδομένου ότι είχαν συνηθίσει επί δεκαετίες το αμφισβητούμενο σήμα σε βούτυρο προερχόμενο από την Ιρλανδία. Η συμπεριφορά αυτή αποτελεί ένδειξη κακής πίστης, καθόσον καταδεικνύει ότι, κατά την κατάθεση της αίτησης καταχώρισης του αμφισβητούμενου σήματος, η προσφεύγουσα θέλησε αδικαιολόγητα να χρησιμοποιήσει το πλεονέκτημα που είχε αντλήσει από τη σύνδεση με την Ιρλανδία για προϊόντα που δεν είχαν αυτή τη γεωγραφική προέλευση, ιδίως μετά τη λήξη της εμπορικής σχέσης της με την παρεμβαίνουσα, η οποία της προμήθευε ιρλανδικό βούτυρο.

99      Συναφώς, οι πληροφορίες που ενδεχομένως αναγράφονται στις συσκευασίες και στις ετικέτες των προϊόντων που πωλεί η προσφεύγουσα δεν μπορούν καθεαυτές να εξαλείψουν τον κίνδυνο παραπλάνησης του καταναλωτή. Πράγματι, καθόσον αναγράφονται με πολύ μικρούς χαρακτήρες ή υπό τη μορφή κωδικών χώρας ή αριθμών που συνδέονται με το πόσο υγιεινά είναι τα προϊόντα, δεν είναι βέβαιο ότι οι πληροφορίες αυτές γίνονται συστηματικά αντιληπτές από το ενδιαφερόμενο κοινό.

100    Δεύτερον, όσον αφορά τις υποθέσεις στις οποίες σήματα παρόμοια με το αμφισβητούμενο εν προκειμένω, που περιέχουν το στοιχείο «la irlandesa», ακυρώθηκαν ή απορρίφθηκαν από το EUIPO και από τις ισπανικές δικαστικές και διοικητικές αρχές το 2000, 2001 και 2002, είναι αληθές ότι δεν μπορούν να δεσμεύσουν το Γενικό Δικαστήριο και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν παρέχουν τη δυνατότητα να εξακριβωθεί αν το αμφισβητούμενο σήμα είναι παραπλανητικό κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 207/2009, αλλά επιβεβαιώνουν ότι το αμφισβητούμενο σήμα μπορούσε να γίνει αντιληπτό από το ενδιαφερόμενο κοινό ως ένδειξη του ότι τα προϊόντα που το έφεραν ήταν ιρλανδικής προέλευσης. Δηλώνουν επίσης ότι η χρήση του αμφισβητούμενου σήματος για προϊόντα που δεν έχουν ιρλανδική προέλευση αποτελούσε αντικείμενο διχογνωμιών ως προς τον δυνητικώς παραπλανητικό χαρακτήρα του, γεγονός το οποίο γνώριζε οπωσδήποτε η προσφεύγουσα κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης καταχώρισης του σήματος αυτού και το οποίο, επομένως, μπορεί να επιβεβαιώσει την ύπαρξη της κακής της πίστης κατά την ημερομηνία αυτή.

101    Τρίτον, τέλος, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως ορθώς στηρίχθηκε στα αποδεικτικά στοιχεία που του προσκομίστηκαν, τα οποία επιτρέπουν την απόδειξη της χρονολογικής σειράς των γεγονότων κατά την κατάθεση της αίτησης καταχώρισης του αμφισβητούμενου σήματος, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα είχε αναπτύξει μια εμπορική στρατηγική συσχετισμού με τα σήματα τα οποία περιλάμβαναν το στοιχείο «la irlandesa» και συνδέονταν με την παλαιά εμπορική σχέση της προσφεύγουσας με την παρεμβαίνουσα (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2014, Simca, T‑327/12, EU:T:2014:240, σκέψη 63, και της 23ης Μαΐου 2019, ANN TAYLOR και AT ANN TAYLOR, T‑3/18 και T‑4/18, EU:T:2019:357, σκέψη 164), προκειμένου να εξακολουθήσει να αντλεί όφελος από την περατωθείσα αυτή σχέση και από τα σήματα που συνδέονταν με αυτήν [πρβλ. απόφαση της 14ης Μαΐου 2019, Moreira κατά EUIPO – Da Silva Santos Júnior (NEYMAR), T‑795/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:329, σκέψεις 49 έως 51 και 55].

102    Από τις ανωτέρω σκέψεις συνάγεται ότι η καταχώριση του αμφισβητούμενου σήματος ήταν αντίθετη προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη που ισχύουν στη βιομηχανία και το εμπόριο. Επομένως, ορθώς το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα ενήργησε κακόπιστα όταν ζήτησε την καταχώριση του αμφισβητούμενου σήματος.

103    Κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αναιρέσει το συμπέρασμα αυτό.

104    Όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σύμφωνα με τα οποία η ίδια χρησιμοποιούσε για περισσότερα από 40 έτη παρόμοια σήματα που έχουν καταχωριστεί σε ευρωπαϊκό ή εθνικό επίπεδο, περιέχουν το στοιχείο «la irlandesa» και εξακολουθούν να ισχύουν, επιχειρήματα σύμφωνα με τα οποία το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως δεν έπρεπε να επικεντρωθεί αποκλειστικά στις ένδικες διαφορές ή στις απορριφθείσες αιτήσεις καταχώρισης σήματος, αρκεί η εκ νέου υπενθύμιση ότι, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας που διενεργεί, το Γενικό Δικαστήριο δεν δεσμεύεται ούτε από την πρακτική λήψης αποφάσεων του EUIPO (πρβλ. απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2020, FRIGIDAIRE, T‑583/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:511, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) ούτε από απόφαση που ελήφθη σε επίπεδο κράτους μέλους και δέχεται ότι ένα σημείο μπορεί να καταχωριστεί ως εθνικό σήμα [πρβλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2021, Jakober κατά EUIPO (Σχήμα φλιτζανιού), T‑658/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:795, σκέψη 41]. Επομένως, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν.

105    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η κακή πίστη της δεν μπορεί να συναχθεί από τη λήξη της εμπορικής σχέσης της με την παρεμβαίνουσα το 2011, αυτό πρέπει να απορριφθεί για τον λόγο ότι τα σήματα που περιλαμβάνουν το στοιχείο «la irlandesa», όπως το αμφισβητούμενο σήμα, συνδέονταν με τη σχέση αυτή και ότι η λήξη της εμπορικής σχέσης αποτελούσε κρίσιμο στοιχείο για την εκτίμηση της πρόθεσης της προσφεύγουσας κατά την κατάθεση της αίτησης καταχώρισης του αμφισβητούμενου σήματος [πρβλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 2019, Kuota International κατά EUIPO – Sintema Sport (K), T‑136/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:265, σκέψη 45]. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα εξακολούθησε να χρησιμοποιεί το αμφισβητούμενο σήμα μετά τη λήξη της σχέσης αυτής για προϊόντα μη προερχόμενα από την Ιρλανδία, ενώ η ιρλανδική προέλευση των προϊόντων αποτελούσε θεμελιώδη πτυχή της εν λόγω σχέσης και της αρχικής χρήσης του σήματος.

106    Τέλος, όσον αφορά την αιτίαση ότι το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως έκρινε ως ενδείξεις κακής πίστης ορισμένα χαρακτηριστικά του αμφισβητούμενου σήματος, ιδίως τα εικονιστικά στοιχεία του, το χρώμα του και το γεγονός ότι παραπέμπει σε γεωγραφική προέλευση, αφενός, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 24 έως 36 ανωτέρω, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, βλέποντας το αμφισβητούμενο σήμα επί των συγκεκριμένων προϊόντων, οι ισπανόφωνοι καταναλωτές σχημάτιζαν την πεποίθηση ότι τα προϊόντα αυτά προέρχονταν από την Ιρλανδία, λαμβανομένων υπόψη των ίδιων των χαρακτηριστικών του σήματος. Αφετέρου, σύμφωνα με τη νομολογία που υπενθυμίζεται στη σκέψη 83 ανωτέρω, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως όφειλε να λάβει υπόψη όλες τις κρίσιμες πραγματικές περιστάσεις στο πλαίσιο σφαιρικής εκτίμησης της συγκεκριμένης περίπτωσης και μπορούσε, επομένως, να λάβει εγκύρως υπόψη, μεταξύ όλων αυτών των περιστάσεων, την αντίληψη την οποία σχηματίζει το ενδιαφερόμενο κοινό για το αμφισβητούμενο σήμα σε σχέση με τα επίμαχα προϊόντα.

107    Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

108    Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το γεγονός ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμος δεν ασκεί επιρροή επί της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που στρέφεται κατά του δεύτερου άξονα της απόφασης αυτής δεν είναι βάσιμος και ο δεύτερος αυτός άξονας μπορεί να δικαιολογήσει αφ' εαυτού το διατακτικό της απόφασης (βλ. αποφάσεις της 29ης Ιανουαρίου 2020, ENCANTO, T‑239/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:12, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 20ής Ιανουαρίου 2021, MANUFACTURE PRIM 1949, T‑656/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:17, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

109    Ως εκ τούτου, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

110    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

111    Επειδή η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με τα αιτήματα του EUIPO και της παρεμβαίνουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Hijos de Moisés Rodríguez González, SA στα δικαστικά έξοδα.

Μαρκουλλή

Frimodt Nielsen

Schwarcz

Ηλιόπουλος

 

Norkus

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 29 Ιουνίου 2022.

(υπογραφές)



*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.