Language of document :

Προσφυγή-αγωγή της 11ης Αυγούστου 2010 -Van Parys κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-324/10)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Léon Van Parys NV (Αμβέρσα, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: P. Vlaemminck και A. Hubert, advocaten)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 6ης Μαΐου 2010 στον φάκελο REC 07/07, με την οποία σχετικά με μια ειδική περίπτωση θεωρήθηκε δικαιολογημένο να βεβαιωθούν εκ των υστέρων εισαγωγικοί δασμοί και να διαγραφούν οι δασμοί αυτοί για έναν οφειλέτη, αλλά όχι για έναν άλλον·

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Η προσφεύγουσα και ο εκτελωνιστής της φέρεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από τις 22 Ιουνίου 1998 μέχρι τις 8 Νοεμβρίου 1999 προσκόμισαν στις τελωνειακές αρχές της Αμβέρσας πλαστά ισπανικά πιστοποιητικά AGRIM για την εισαγωγή μπανανών από τον Ισημερινό. Ως εκ τούτου, θεωρήθηκε ότι κακώς έγινε επίκληση του προτιμησιακού συντελεστή.

Όλα τα φερόμενα πλαστά ισπανικά πιστοποιητικά που οδηγούν στην εκ των υστέρων είσπραξη αποκτήθηκαν από την προσφεύγουσα μέσω του Πορτογάλου ενδιαμέσου της, τον οποίο, υπό την ιδιότητά του ως φορολογικού εκπροσώπου, η προσφεύγουσα χρησιμοποιούσε εδώ και χρόνια με την ιταλική θυγατρική της για την αγορά ισπανικών και πορτογαλικών αδειών.

Η βελγική διεύθυνση τελωνείων και φόρων καταναλώσεως υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή αίτηση για τη μη εκ των υστέρων είσπραξη και/ή για τη διαγραφή των σχετικών τελωνειακών δασμών. Όσον αφορά τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν το 1999 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε αρνητική απόφαση, κατά της οποίας η προσφεύγουσα στρέφει την τωρινή προσφυγή ακυρώσεως.

Η προσφεύγουσα διατυπώνει έξι λόγους ακυρώσεως της πιο πάνω αποφάσεως.

Πρώτον, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 239 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, των διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) 1442/93 και του κανονισμού (ΕΟΚ) 2362/98, καθώς και των αναγνωρισμένων εμπορικών πρακτικών όπως περιγράφονται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Η Επιτροπή, κρίνοντας εσφαλμένως ότι η προσφεύγουσα επέδειξε αμέλεια, παρέβη τις διατάξεις αυτές, οι οποίες επέτρεπαν την αγορά της χρήσεως αδειών εισαγωγής με την εμπορική μέθοδο που χρησιμοποίησε η προσφεύγουσα.

Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 239 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και της αρχής της αναλογικότητας. Η Επιτροπή έκρινε ότι οι διαπιστωθείσες πλαστογραφήσεις ισπανικών πιστοποιητικών εισαγωγής βαίνουν πέραν του συνήθους εμπορικού κινδύνου και πρέπει να θεωρηθεί ότι πρόκειται για ιδιαίτερη κατάσταση. Ωστόσο, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι δεν ενήργησε ως επιμελής έμπορος και ότι, επομένως, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 239 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα.

Τρίτον, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 239 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, το άρθρο 211 ΕΚ, την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και τη γενική αρχή του δικαίου patere legem quam ipse fecisti. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή εφάρμοσε για την προσφεύγουσα αυστηρότερα κριτήρια επιμέλειας από εκείνα που απαιτούσε η ισχύουσα ρύθμιση και από αυτό που συνηθίζεται στον σχετικό τομέα, ενώ η Επιτροπή και οι ισπανικές αρχές δεν τήρησαν τις δικές τους νομικές υποχρεώσεις.

Τέταρτον, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 239 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, επειδή η Επιτροπή κακώς μεταχειρίστηκε τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν το 1998 διαφορετικά απ' ό,τι μεταχειρίστηκε τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν το 1999.

Πέμπτον, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα. Κατά την προσφεύγουσα, δεν δύναται να διαπιστωθεί άνευ ετέρου έλλειψη λάθους των ισπανικών τελωνειακών αρχών υπό την έννοια του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄.

Έκτον, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση ουσιώδους τύπου και ειδικότερα προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς της.

____________