Language of document : ECLI:EU:T:2019:252

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

της 12ης Απριλίου 2019 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Μέτρα που εφάρμοσε η Γερμανία υπέρ του αερολιμένα Frankfurt-Hahn και των αεροπορικών εταιριών που χρησιμοποιούν τον αερολιμένα – Απόφαση η οποία χαρακτηρίζει τα μέτρα υπέρ του αερολιμένα Frankfurt-Hahn κρατικές ενισχύσεις συμβατές με την εσωτερική αγορά και διαπιστώνει ότι δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση υπέρ των αεροπορικών εταιριών που χρησιμοποιούν τον αερολιμένα – Πράξη που δεν αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα – Πράξη που δεν αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑492/15,

Deutsche Lufthansa AG, με έδρα την Κολωνία (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον A. Martin-Ehlers, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την K. Herrmann, και τους T. Maxian Rusche και S. Noë,

καθής,

υποστηριζόμενης από το

Land Rheinland-Pfalz (Γερμανία), εκπροσωπούμενο από τον C. Koenig, καθηγητή,

και από τη

Ryanair DAC, πρώην Ryanair Ltd, με έδρα το Δουβλίνο (Ιρλανδία), εκπροσωπούμενη από τον G. Berrisch, δικηγόρο, και τον B. Byrne, solicitor,

παρεμβαίνοντες,

με αντικείμενο προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της απόφασης (ΕΕ) 2016/789 της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.21121 (C 29/2008) (πρώην NN 54/07) την οποία χορήγησε η Γερμανία στο πλαίσιο της χρηματοδότησης του αερολιμένα Frankfurt-Hahn και των χρηματοοικονομικών σχέσεων μεταξύ του αερολιμένα και της Ryanair (ΕΕ 2016, L 134, σ. 46),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, J. Schwarcz, Κ. Ηλιόπουλο, L. Calvo-Sotelo Ibáñez-Martín (εισηγητή) και I. Reine, δικαστές,

γραμματέας: S. Bukšek Tomac, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Ιουλίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Deutsche Lufthansa AG, είναι αεροπορική εταιρία η οποία εδρεύει στη Γερμανία και έχει ως κύρια δραστηριότητα τη μεταφορά επιβατών. Ο σημαντικότερος αερολιμένας στον οποίο έχει τη βάση η εταιρία είναι ο αερολιμένας Frankfurt am Main (Γερμανία).

2        Ο αερολιμένας Frankfurt-Hahn βρίσκεται στη Γερμανία, στο έδαφος του Land Rheinland-Pfalz (ομόσπονδου κράτους Ρηνανίας-Παλατινάτου, στο εξής: ομόσπονδο κράτος), σε απόσταση περίπου 120 km δυτικά της Φρανκφούρτης επί του Μάιν και σε απόσταση 115 km από τον αερολιμένα Frankfurt am Main. Έως το 1992 στον χώρο στον οποίο εγκαταστάθηκε ο αερολιμένας Frankfurt-Hahn βρισκόταν στρατιωτική βάση. Η βάση αυτή μετατράπηκε στη συνέχεια σε πολιτικό αερολιμένα. Την 1η Απριλίου 1995 η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μεταβίβασε την κυριότητα της υποδομής στη Holding Unternehmen Hahn GmbH & Co. KG  (στο εξής: Holding Hahn), σύμπραξη δημοσίου και ιδιωτικού τομέα στην οποία συμμετείχε το ομόσπονδο κράτος.

3        Την 1η Ιανουαρίου 1998 η Flughafen Frankfurt/Main GmbH  (στο εξής: Fraport), η οποία είχε την εκμετάλλευση και τη διαχείριση του διεθνούς αερολιμένα Frankfurt am Main, απέκτησε το 64,90 % των μετοχών της Flughafen Hahn GmbH & Co. KG Lautzenhausen (στο εξής: Flughafen Hahn), που ήταν η εταιρία η οποία εκμεταλλευόταν τον αερολιμένα Frankfurt-Hahn.

4        Το 1999 ο αερολιμένας Frankfurt-Hahn προσέλκυσε τον πρώτο μεταφορέα χαμηλού κόστους, τη Ryanair Ltd (νυν Ryanair DAC, στο εξής: Ryanair). Η πρώτη συμφωνία της Flughafen Hahn με τη Ryanair τέθηκε σε ισχύ την 1η Απριλίου 1999 (εφεξής: συμφωνία του 1999 με τη Ryanair). Η συμφωνία του 1999 με τη Ryanair είχε διάρκεια πέντε ετών και το αντικείμενό της αποτελούσαν τα αερολιμενικά τέλη που όφειλε να καταβάλλει η Ryanair.

5        Τον Αύγουστο του 1999 η Fraport απέκτησε το 73,37 % των μετοχών της Holding Hahn και το 74,90 % των μετοχών του ομόρρυθμου εταίρου της, Holding Unternehmen Hahn Verwaltungs GmbH.

6        Στις 31 Αυγούστου 1999 το ομόσπονδο κράτος και η Fraport συνήψαν συμφωνία με την οποία η Fraport αναλάμβανε την υποχρέωση να συνάψει συμφωνία μεταφοράς αποτελεσμάτων χρήσης. Η συμφωνία αυτή εγκρίθηκε αυθημερόν, κυρώθηκε με συμβολαιογραφική πράξη στις 24 Νοεμβρίου 2000 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2001. Βάσει της εν λόγω συμφωνίας, η Fraport δικαιούνταν το σύνολο των κερδών του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα Frankfurt-Hahn και, σε αντάλλαγμα, ήταν υποχρεωμένη να καλύψει όλες τις ζημίες του φορέα αυτού (στο εξής: συμφωνία του 2001 περί μεταφοράς αποτελεσμάτων χρήσης).

7        Η Holding Hahn και η Flughafen Hahn συγχωνεύθηκαν και συγκρότησαν τη Flughafen Hahn GmbH, εν συνεχεία Flughafen Frankfurt-Hahn GmbH (στο εξής: FFHG ή Frankfurt-Hahn), της οποίας το κεφάλαιο ανήκε κατά 26,93 % στο ομόσπονδο κράτος και κατά 73,07 % στη Fraport.

8        Έως την 11η Ιουνίου 2001 το 100 % των μετοχών της Fraport ανήκε σε μετόχους του δημοσίου τομέα. Την 11η Ιουνίου 2001 η Fraport εισήχθη στο χρηματιστήριο και το 29,71 % των μετοχών της πωλήθηκε σε μετόχους του ιδιωτικού τομέα, ενώ το 70,29 % παρέμεινε στην κατοχή των μετόχων του δημοσίου τομέα.

9        Στις 16 Οκτωβρίου 2001 το ομόσπονδο κράτος ενέκρινε την κλίμακα αερολιμενικών τελών του αερολιμένα Frankfurt-Hahn, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή με αναδρομική ισχύ από την 1η Οκτωβρίου 2001 (στο εξής: κλίμακα τελών του 2001).

10      Στις 14 Δεκεμβρίου 2001 και στις 9 Ιανουαρίου 2002, αντίστοιχα, η Fraport και οι μέτοχοι της FFHG αποφάσισαν αύξηση κεφαλαίου της FFHG για τη χρηματοδότηση του πλέον επείγοντος τμήματος ενός προγράμματος βελτίωσης των αερολιμενικών υποδομών (στο εξής: αύξηση κεφαλαίου του 2001). Η αύξηση κεφαλαίου του 2001, ύψους 27 εκατομμυρίων ευρώ, εγκρίθηκε από τη Fraport και από το ομόσπονδο κράτος, οι οποίοι στις 9 Ιανουαρίου 2002 συνεισέφεραν 19,7 εκατομμύρια ευρώ και 7,3 εκατομμύρια ευρώ αντιστοίχως.

11      Στις 14 Φεβρουαρίου 2002 συνήφθη δεύτερη συμφωνία μεταξύ FFHG και Ryanair (στο εξής: συμφωνία του 2002 με τη Ryanair). Η συμφωνία αυτή αντικατέστησε τη συμφωνία του 1999.

12      Στις 27 Νοεμβρίου 2002 το Land Hessen (ομόσπονδο κράτος της Έσης, Γερμανία), η Fraport και η FFHG συνήψαν συμφωνία για την περαιτέρω ανάπτυξη του αερολιμένα Frankfurt-Hahn. Η συμφωνία αυτή προέβλεπε δεύτερη αύξηση κεφαλαίου της FFHG, κατόπιν της οποίας το ομόσπονδο κράτος της Έσης θα γινόταν ο τρίτος μέτοχος της FFHG.

13      Στις 22 Μαρτίου 2004 συντάχθηκε συμφωνία μετόχων σχετικά με τη συμμετοχή της Fraport, του ομόσπονδου κράτους και του ομόσπονδου κράτους της Έσης στο κεφάλαιο της FFHG (στο εξής: συμφωνία των μετόχων). Η Fraport, το ομόσπονδο κράτος και το ομόσπονδο κράτος της Έσης υπέγραψαν τη συμφωνία αυτή στις 30 Μαρτίου 2005.

14      Για την εκτέλεση της συμφωνίας των μετόχων συμφωνήθηκε αύξηση του κεφαλαίου της FFHG κατά 19,5 εκατομμύρια ευρώ, προκειμένου να συνεχιστεί το επενδυτικό πρόγραμμα που μνημονεύθηκε στη σκέψη 10 ανωτέρω. Μεταξύ 2004 και 2009 η Fraport, το ομόσπονδο κράτος και το ομόσπονδο κράτος της Έσης εισέφεραν στην FFHG 10,21 εκατομμύρια ευρώ, 540 000 ευρώ και 8,75 εκατομμύρια ευρώ, αντιστοίχως, σε περισσότερες δόσεις. Επιπλέον, το ομόσπονδο κράτος και το ομόσπονδο κράτος της Έσης δεσμεύτηκαν να εισφέρουν το καθένα ακόμη 11,25 εκατομμύρια ευρώ υπό τη μορφή αποθεματικού κεφαλαίου, σύμφωνα με χρονοδιάγραμμα πληρωμών έως το 2009.

15      Μετά από τη μνημονευόμενη στη σκέψη 14 ανωτέρω αύξηση κεφαλαίου (στο εξής: αύξηση κεφαλαίου του 2004), συνολικού ύψους 42 εκατομμυρίων ευρώ, η Fraport κατείχε το 65 % των μετοχών της FFHG, έναντι 17,5 % που κατείχαν έκαστο το ομόσπονδο κράτος της Έσης και το ομόσπονδο κράτος.

16      Η συμφωνία των μετόχων προέβλεπε επίσης ότι για κάθε περαιτέρω χρέος που θα προέκυπτε για την FFHG θα καλυπτόταν από τη Fraport, το ομόσπονδο κράτος και το ομόσπονδο κράτος της Έσης, κατ’ αναλογία προς τη συμμετοχή τους στο κεφάλαιο της FFHG, και ότι η διάρκεια ισχύος της συμφωνίας μεταφοράς αποτελεσμάτων χρήσης του 2001 θα παρατεινόταν έως το 2014. Προκειμένου να συμμορφωθούν προς τις υποχρεώσεις τους, η Fraport και η FFHG συνήψαν νέα συμφωνία μεταφοράς των αποτελεσμάτων χρήσης στις 5 Απριλίου 2004 (στο εξής: συμφωνία του 2004 περί μεταφοράς αποτελεσμάτων χρήσης). Η συμφωνία του 2004 περί μεταφοράς αποτελεσμάτων χρήσης τέθηκε σε ισχύ στις 2 Ιουνίου 2004, αφού εγκρίθηκε από τη γενική συνέλευση των μετόχων της Fraport με την απαιτούμενη από τη συμφωνία των μετόχων πλειοψηφία των τριών τετάρτων. Με τη συμφωνία μεταφοράς αποτελεσμάτων χρήσης του 2004 η Fraport δεσμεύτηκε να καλύψει όλες τις ζημίες της FFHG μεταξύ 2004 και 2009.

17      Μεταξύ 1997 και 2004 το ομόσπονδο κράτος κατέβαλε στον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα Frankfurt-Hahn άμεσες επιχορηγήσεις (στο εξής: άμεσες επιχορηγήσεις από το ομόσπονδο κράτος). Οι άμεσες επιχορηγήσεις από το ομόσπονδο κράτος που καταβλήθηκαν έως το 2000 είχαν στόχο τη χρηματοδότηση επενδύσεων για αερολιμενικές υποδομές, ενώ αυτές που καταβλήθηκαν από το 2001 και μετά σκοπούσαν στη χρηματοδότηση των δαπανών προσωπικού για τους ελέγχους ασφαλείας. Το ομόσπονδο κράτος εισπράττει φόρο ασφαλείας αερολιμένα από όλους τους επιβάτες που αναχωρούν από τον αερολιμένα Frankfurt-Hahn με τις αεροπορικές εταιρίες που χρησιμοποιούν τον εν λόγω αερολιμένα και μεταφέρει το σύνολο των εσόδων από τον φόρο αυτό καθώς και πόρους του γενικού προϋπολογισμού του στον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα Frankfurt-Hahn ως αντιστάθμιση για τη διεξαγωγή των ελέγχων ασφαλείας (στο εξής: αντιστάθμιση για τους ελέγχους ασφαλείας).

18      Στις 4 Νοεμβρίου 2005 προστέθηκε τροποποίηση στη συμφωνία του 2002 με τη Ryanair (στο εξής: συμφωνία του 2005 με τη Ryanair).

19      Μεταξύ 2003 και 2006 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έλαβε καταγγελίες σχετικά με κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν, κατά τους καταγγέλλοντες, από τη Fraport, το ομόσπονδο κράτος και το ομόσπονδο κράτος της Έσης στη Ryanair και την FFHG. Στις 22 Σεπτεμβρίου 2003 και την 1η Ιουνίου 2006 ένας από τους καταγγέλλοντες υπέβαλε συμπληρωματικές πληροφορίες στην Επιτροπή.

20      Στις 26 Απριλίου 2006 εγκρίθηκε από το ομόσπονδο κράτος νέα κλίμακα αερολιμενικών τελών για τον αερολιμένα Frankfurt-Hahn (στο εξής: κλίμακα τελών του 2006). Αυτή η κλίμακα αερολιμενικών τελών τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουνίου 2006.

21      Με επιστολές της 25ης Σεπτεμβρίου 2006 και της 9ης Φεβρουαρίου 2007, η Επιτροπή ζήτησε πληροφορίες από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η οποία ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό με επιστολές της 20ής Δεκεμβρίου 2006 και της 29ης Ιουνίου 2007.

22      Με επιστολή της 17ης Ιουνίου 2008, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 88, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ), για τις κρατικές ενισχύσεις που αφορούσαν τη χρηματοδότηση του αερολιμένα Frankfurt Hahn και τις σχέσεις του τελευταίου με τη Ryanair (στο εξής: απόφαση του 2008 για την κίνηση της διαδικασίας). Η απόφαση με την οποία κλήθηκαν οι ενδιαφερόμενοι να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 17 Ιανουαρίου 2009 (ΕΕ 2009, C 12, σ. 6).

23      Στις 31 Δεκεμβρίου 2008 η Fraport πώλησε στο ομόσπονδο κράτος ολόκληρο το μερίδιο που κατείχε στην FFHG. Μετά από αυτή την πώληση, αφενός, το ομόσπονδο κράτος κατείχε πλειοψηφικό μερίδιο 82,5 % στην FFHG και το υπόλοιπο 17,5 % παρέμενε στην κατοχή του ομόσπονδου κράτους της Έσης και, αφετέρου, καταγγέλθηκε η συμφωνία του 2004 για τη μεταφορά των αποτελεσμάτων χρήσης.

24      Στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις, μεταξύ άλλων, από την προσφεύγουσα και τη Ryanair, οι οποίες κοινοποιήθηκαν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

25      Την 1η Ιουλίου 2009 η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διαβίβασε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της καθώς και περαιτέρω πληροφορίες.

26      Στις 13 Ιουλίου 2011 η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει δεύτερη επίσημη διαδικασία εξέτασης σχετικά με τα μέτρα χρηματοδότησης της FFHG που είχαν ληφθεί μεταξύ 2009 και 2011. Η απόφαση με την οποία κλήθηκαν οι ενδιαφερόμενοι να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 21 Ιουλίου 2012 (ΕΕ 2012, C 216, σ. 1). Έκτοτε, διεξάγονταν παράλληλα δύο διαδικασίες.

27      Με επιστολή της 20ής Φεβρουαρίου 2012, η Επιτροπή ζήτησε από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με την απόφαση του 2008 για την κίνηση της διαδικασίας. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό με επιστολή της 16ης Απριλίου 2012.

28      Με επιστολή της 27ης Ιουλίου 2012, η Επιτροπή απέστειλε νέα αίτηση παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η οποία ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό με έγγραφο της 4ης Σεπτεμβρίου 2012.

29      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεσμεύθηκε να εισφέρει κεφάλαια στην FFHG για την αναχρηματοδότηση των δανείων της FFHG τα οποία προορίζονταν για τη χρηματοδότηση των μέτρων υποδομής που είχαν αποφασισθεί από τις δημόσιες αρχές μεταξύ 1997 και 2012, αλλά δεν καλύφθηκαν από τις συμφωνίες μεταφοράς αποτελεσμάτων χρήσης, τις αυξήσεις κεφαλαίου ή άλλες επιχορηγήσεις (στο εξής: τελευταία αύξηση κεφαλαίου).

30      Με επιστολή της 25ης Φεβρουαρίου 2014, η Επιτροπή ενημέρωσε την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για την έκδοση, στις 20 Φεβρουαρίου 2014, των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις σε αερολιμένες και αεροπορικές εταιρίες (ΕΕ 2014, C 99, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2014).

31      Με επιστολές της 23ης Μαρτίου και της 4ης Απριλίου 2014, η Επιτροπή ζήτησε περαιτέρω διευκρινίσεις από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Με επιστολές της 17ης και 24ης Απριλίου και της 9ης Μαΐου 2014, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας συμμορφώθηκε προς το αίτημα αυτό.

32      Στις 15 Απριλίου 2014 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοίνωση με την οποία τα κράτη μέλη και τα ενδιαφερόμενα μέρη καλούνταν να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 στην παρούσα υπόθεση. Η προσφεύγουσα υπέβαλε παρατηρήσεις, οι οποίες διαβιβάστηκαν από την Επιτροπή στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας με έγγραφο της 26ης Αυγούστου 2014. Με επιστολή της 3ης Σεπτεμβρίου 2014, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας πληροφόρησε την Επιτροπή ότι δεν επιθυμούσε να υποβάλει παρατηρήσεις.

33      Την 1η Οκτωβρίου 2014 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση (ΕΕ) 2016/789, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.21121 (C 29/2008) (πρώην NN 54/07) την οποία χορήγησε η Γερμανία στο πλαίσιο της χρηματοδότησης του αερολιμένα Frankfurt-Hahn και των χρηματοοικονομικών σχέσεων μεταξύ του αερολιμένα και της Ryanair (ΕΕ 2016, L 134, σ. 46, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

II.    Η προσβαλλόμενη απόφαση

34      Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή εξέτασε, αφενός, την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όσον αφορά, πρώτον, τα μέτρα υπέρ του αερολιμένα Frankfurt-Hahn (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 292 έως 420 της προσβαλλόμενης απόφασης), δεύτερον, τα μέτρα υπέρ της Ryanair (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 421 έως 456, 464 έως 484 και 580 της προσβαλλόμενης απόφασης) και, τρίτον, τα μέτρα υπέρ των αεροπορικών εταιριών που χρησιμοποιούσαν τον αερολιμένα Frankfurt-Hahn, ήτοι την κλίμακα τελών του 2001 και την κλίμακα τελών του 2006 (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 457 έως 463, 485 έως 494 και 581 της προσβαλλόμενης απόφασης). Αφετέρου, αφού έκρινε ότι ορισμένα από τα μέτρα υπέρ του αερολιμένα Frankfurt-Hahn αποτελούσαν κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή εξέτασε αν τα εν λόγω μέτρα ήταν συμβατά με την εσωτερική αγορά (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 497 έως 579 της προσβαλλόμενης απόφασης).

1.      Τα μέτρα υπέρ της Frankfurt-Hahn

35      Πρώτον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η συμφωνία του 2001 περί μεταφοράς αποτελεσμάτων χρήσης δεν αποτελούσε κρατική ενίσχυση. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η εν λόγω συμφωνία είχε συναφθεί οριστικά πριν από την έκδοση της απόφασης της 12ης Δεκεμβρίου 2000, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής (T‑128/98, EU:T:2000:290), ήτοι σε χρόνο κατά τον οποίο οι δημόσιες αρχές μπορούσαν εύλογα να θεωρήσουν ότι χρηματοδοτικά μέτρα σχετικά με τον αερολιμένα Frankfurt-Hahn δεν αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις.

36      Δεύτερον, η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον η αύξηση κεφαλαίου του 2001 αποτελούσε κρατική ενίσχυση. Ως προς το ζήτημα αυτό η Επιτροπή έκρινε, κατ’ αρχάς, ότι η αύξηση κεφαλαίου του 2001, αφενός, είχε χρηματοδοτηθεί από τον γενικό προϋπολογισμό του ομόσπονδου κράτους και, ως εκ τούτου, από κρατικούς πόρους και, αφετέρου, καταλογιζόταν στο κράτος. Επιπλέον, η Επιτροπή θεώρησε ότι η συμμετοχή της Fraport στην εν λόγω αύξηση κεφαλαίου, αφενός, είχε πραγματοποιηθεί με κρατικούς πόρους, δεδομένου ότι η Fraport αποτελούσε εταιρία που ανήκε κατά πλειοψηφία στο Δημόσιο και στης οποίας τους πόρους το κράτος ασκούσε άμεσο ή έμμεσο έλεγχο και, αφετέρου, ήταν καταλογιστέα στο κράτος, δεδομένου ότι η Fraport θεωρούσε ότι αποτελεί «ανεξάρτητη επιχείρηση του δημοσίου τομέα» και ότι η διοίκηση της FFHG είχε πραγματοποιήσει απευθείας διαπραγματεύσεις με το ομόσπονδο κράτος και το ομόσπονδο κράτος της Έσης, το δε ομόσπονδο κράτος προέτρεψε ευθέως τη Fraport να μετάσχει στην αύξηση κεφαλαίου του 2001.  Περαιτέρω, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η αύξηση κεφαλαίου του 2001 είχε προσπορίσει επιλεκτικό πλεονέκτημα στην FFHG, δεδομένου ότι η απόφαση ανακεφαλαιοποίησης δεν ήταν σύμφωνη με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς. Τέλος, η Επιτροπή έκρινε ότι, δεδομένου, ιδίως, του μεγέθους του αερολιμένα Frankfurt-Hahn και της εγγύτητάς του με άλλους αερολιμένες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αύξηση κεφαλαίου του 2001 ήταν ικανή να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

37      Τρίτον, η Επιτροπή εξέτασε από κοινού, σε ό,τι αφορά τη Fraport, την αύξηση κεφαλαίου του 2004 και τη συμφωνία του 2004 περί μεταφοράς των αποτελεσμάτων χρήσης, δεδομένου ότι η σύναψη της συμφωνίας αυτής, η οποία θα διαρκούσε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2014, αποτελούσε προϋπόθεση για την αύξηση κεφαλαίου του 2004. Η Επιτροπή επισήμανε ότι για τη συμφωνία του 2004 περί μεταφοράς αποτελεσμάτων χρήσης χρειαζόταν η έγκριση της Fraport με πλειοψηφία τουλάχιστον τριών τετάρτων των ψήφων της γενικής συνέλευσης των μετόχων, πλειοψηφία η οποία δεν μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς τη συμμετοχή των ιδιωτών μετόχων της εν λόγω εταιρίας, δεδομένου ότι οι μέτοχοι του δημοσίου τομέα κατείχαν μόνο το 70 % περίπου των μετοχών της εταιρίας. Η Επιτροπή συνήγαγε εξ αυτού ότι οι μέτοχοι του δημοσίου τομέα δεν μπορούσαν να ελέγξουν την απόφαση για την έγκριση, από τη Fraport, της συμφωνίας του 2004 περί μεταφοράς των αποτελεσμάτων χρήσης και, κατά συνέπεια, ούτε τη συμφωνία του 2004 περί αυξήσεως κεφαλαίου οι οποίες, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να καταλογιστούν στο κράτος.

38      Συνεπώς, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η συμφωνία του 2004 περί μεταφοράς των αποτελεσμάτων χρήσης και η συμμετοχή της Fraport στην αύξηση κεφαλαίου του 2004 δεν αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις.

39      Όσον αφορά τη συμμετοχή του ομόσπονδου κράτους και του ομόσπονδου κράτους της Έσης στην αύξηση κεφαλαίου του 2004, η Επιτροπή επισήμανε, κατ’ αρχάς, ότι η συμμετοχή και των δύο είχε χρηματοδοτηθεί από τους αντίστοιχους γενικούς προϋπολογισμούς, ήτοι με κρατικούς πόρους, και ότι ήταν καταλογιστέα στο κράτος. Στη συνέχεια, η Επιτροπή θεώρησε ότι οι εν λόγω συμμετοχές δεν ήταν σύμφωνες με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς και, ως εκ τούτου, είχαν προσπορίσει επιλεκτικό πλεονέκτημα στην FFHG. Τέλος, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι οποιοδήποτε επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο χορηγήθηκε στην FFHG ήταν ικανό να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

40      Συνεπώς, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι συμμετοχές του ομόσπονδου κράτους και του ομόσπονδου κράτους της Έσης στην αύξηση κεφαλαίου του 2004 συνιστούσαν κρατική ενίσχυση.

41      Τέταρτον, η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον αποτελούσε κρατική ενίσχυση η αντιστάθμιση για τους ελέγχους ασφαλείας.

42      Επ’ αυτού η Επιτροπή επισήμανε, κατ’ αρχάς, ότι, σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία, μπορούσαν να επιστραφούν από το ομόσπονδο κράτος στον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα Frankfurt-Hahn μόνον οι δαπάνες που σχετίζονταν με τη διάθεση και συντήρηση χώρων και εγκαταστάσεων αναγκαίων για την εκτέλεση των ελέγχων ασφαλείας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι η ανάληψη του κόστους των ελέγχων ασφαλείας από το ομόσπονδο κράτος, δεδομένου ότι υπερέβαινε τις επιστρεπτέες δαπάνες, απάλλαξε τον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα Frankfurt-Hahn από μια επιβάρυνση την οποία θα έπρεπε κανονικά να επωμιστεί και, επομένως, του είχε προσπορίσει επιλεκτικό πλεονέκτημα.

43      Εν συνεχεία, η Επιτροπή έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το ύψος της αντιστάθμισης για τους ελέγχους ασφαλείας που κατέβαλε το ομόσπονδο κράτος στον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα Frankfurt-Hahn δεν περιλάμβανε μόνο τα έσοδα από τον φόρο ασφαλείας αερολιμένα που καταβαλλόταν από τις αεροπορικές εταιρίες αλλά και πόρους από τον γενικό προϋπολογισμό του ομόσπονδου κράτους. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω αντιστάθμιση χρηματοδοτούνταν από κρατικούς πόρους και ήταν καταλογιστέα στο κράτος.

44      Περαιτέρω, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι οποιοδήποτε επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα χορηγήθηκε στον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα Frankfurt-Hahn ήταν ικανό να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

45      Τέλος, η Επιτροπή έκρινε ότι, κατά το μέτρο που τα ποσά που καταβάλλονταν στον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα Frankfurt-Hahn από το ομόσπονδο κράτος για τους ελέγχους ασφαλείας υπερέβαιναν τα έσοδα από τον φόρο ασφαλείας αερολιμένα που καταβαλλόταν από τις αεροπορικές εταιρίες, η δημόσια χρηματοδότηση που χορηγήθηκε στον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα Frankfurt-Hahn ως αντιστάθμιση για τους ελέγχους ασφαλείας συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

46      Πέμπτον, όσον αφορά τις άμεσες επιχορηγήσεις από το ομόσπονδο κράτος, αφενός, η Επιτροπή έκρινε ότι οι χορηγηθείσες από το 1997 έως το 2000, για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων σε υποδομές αερολιμένων, δεν συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις, καθόσον είχαν αποφασισθεί πριν από την έκδοση της απόφασης της 12ης Δεκεμβρίου 2000, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής (T‑128/98, EU:T:2000:290). Αφετέρου, η Επιτροπή δέχθηκε ότι οι άμεσες επιχορηγήσεις από το ομόσπονδο κράτος που είχαν χρηματοδοτήσει, μεταξύ 2001 και 2004, τις δαπάνες προσωπικού για την εκτέλεση ελέγχων ασφαλείας έπρεπε να εξεταστούν ως ενδεχόμενες κρατικές ενισχύσεις, δεδομένου ότι είχαν χρηματοδοτήσει δαπάνες που θα έπρεπε να είχαν βαρύνει τον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα Frankfurt-Hahn.

47      Ως προς το ζήτημα αυτό, η Επιτροπή επισήμανε, κατ’ αρχάς, ότι οι άμεσες επιχορηγήσεις που καταβλήθηκαν από το ομόσπονδο κράτος μεταξύ 2001 και 2004, συνολικού ποσού 1,93 εκατομμύρια ευρώ, είχαν χρηματοδοτηθεί μέσω κρατικών πόρων και ήταν, συνεπώς, καταλογιστέες στο κράτος.  Δεδομένου ότι οι εν λόγω επιχορηγήσεις κάλυψαν δαπάνες που θα έπρεπε να είχαν βαρύνει τον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα Frankfurt-Hahn και ότι είχαν χορηγηθεί μόνο στον συγκεκριμένο φορέα, η Επιτροπή έκρινε ότι οι επιχορηγήσεις αυτές είχαν προσπορίσει επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα στον εν λόγω φορέα. Τέλος, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι οποιοδήποτε επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα χορηγήθηκε στον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα Frankfurt-Hahn ήταν ικανό να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών. Συνεπώς, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω επιχορηγήσεις συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις.

48      Έκτον και τελευταίον, η Επιτροπή έκρινε ότι η τελευταία αύξηση κεφαλαίου, η οποία στόχευε στην αναχρηματοδότηση των δανείων που είχε λάβει η FFHG προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι βελτιώσεις στις υποδομές του αερολιμένα Frankfurt-Hahn, μεταξύ 1997 και 2012, συνιστούσε κρατική ενίσχυση και παρέπεμψε, επ’ αυτού, στις παρατηρήσεις που είχε διατυπώσει σχετικά με τη συμμετοχή του ομόσπονδου κράτους και του ομόσπονδου κράτους της Έσης στην αύξηση κεφαλαίου του 2004 και στην αντιστάθμιση για τους ελέγχους ασφαλείας.

49      Στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή θεώρησε, αφενός, ότι οι επενδυτικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν παρανόμως στην FFHG, ήτοι η αύξηση κεφαλαίου του 2001, οι εισφορές του ομόσπονδου κράτους και του ομόσπονδου κράτους της Έσης στην αύξηση κεφαλαίου του 2004 και η τελευταία αύξηση κεφαλαίου, ήταν συμβατές με την εσωτερική αγορά, δεδομένου ότι πληρούσαν τα κριτήρια της παραγράφου 61 των κοινοτικών κατευθύνσεων για τη χρηματοδότηση των αερολιμένων και τις κρατικές ενισχύσεις σε αεροπορικές εταιρίες για την έναρξη νέων γραμμών με αναχώρηση από περιφερειακούς αερολιμένες (ΕΕ 2005, C 312, σ. 1). Αφετέρου, έκρινε ότι οι λειτουργικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν παράνομα στον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα Frankfurt-Hahn πριν από τις 4 Απριλίου 2014, δηλαδή η αντιστάθμιση για τους ελέγχους ασφαλείας και οι άμεσες επιχορηγήσεις από το ομόσπονδο κράτος, ήταν συμβατές με την εσωτερική αγορά, δεδομένου ότι πληρούσαν τα κριτήρια της παραγράφου 137 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014.

2.      Τα μέτρα υπέρ της Ryanair

50      Κατ’ αρχάς, για να εκτιμήσει αν υφίσταται κρατική ενίσχυση υπέρ της Ryanair, η Επιτροπή έκρινε ότι έπρεπε να εξακριβώσει αν η συμφωνία του 1999 με τη Ryanair, η συμφωνία του 2002 με τη Ryanair και η συμφωνία του 2005 με τη Ryanair ήταν, κατά τον χρόνο της σύναψής τους, σύμφωνες με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς. Η Επιτροπή επισήμανε ως προς το ζήτημα αυτό ότι, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014, για τους σκοπούς της εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς, έπρεπε να εκτιμηθεί εκ των προτέρων η πρόσθετη αποδοτικότητα καθεμίας από τις συμφωνίες που συνήφθησαν μεταξύ της Ryanair και του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα Frankfurt-Hahn, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών πρόσθετων εσόδων και πρόσθετων δαπανών που συνδέονται με κάθε συμφωνία.

51      Η Επιτροπή έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η συμφωνία του 1999 με τη Ryanair, η συμφωνία του 2002 με τη Ryanair και η συμφωνία του 2005 με τη Ryanair ήταν σύμφωνες προς την αρχή του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς, στο μέτρο που μπορούσαν να συμβάλουν στην αποδοτικότητα του αερολιμένα Frankfurt-Hahn, υπό την έννοια ότι τα αναμενόμενα πρόσθετα έσοδα ήταν υψηλότερα από τις αναμενόμενες πρόσθετες δαπάνες. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι τρεις επίμαχες συμφωνίες δεν είχαν προσπορίσει κανένα πλεονέκτημα στη Ryanair και, ως εκ τούτου, δεν ενείχαν στοιχεία ενίσχυσης.

3.      Οι κλίμακες αερολιμενικών τελών

52      Η Επιτροπή εκτίμησε ότι η κλίμακα τελών του 2001 και η κλίμακα τελών του 2006 ήταν σύμφωνες προς την αρχή του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς, καθόσον είχαν συνεισφέρει αυξητικά, υπό μια εκ των προτέρων θεώρηση, στην αποδοτικότητα του αερολιμένα Frankfurt-Hahn.

53      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι η κλίμακα τελών του 2001 και η κλίμακα τελών του 2006 δεν προσπόριζαν στις αεροπορικές εταιρίες που χρησιμοποιούσαν τον αερολιμένα Frankfurt-Hahn κανένα οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο δεν θα είχαν αποκομίσει οι εταιρίες αυτές υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς και ότι, ως εκ τούτου, δεν συνιστούσαν κρατική ενίσχυση.

4.      Το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης

54      Το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

1. Η κρατική ενίσχυση, η οποία τέθηκε παράνομα σε εφαρμογή από τη Γερμανία κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 [ΣΛΕΕ] υπέρ της [FFHG] μεταξύ 2001 και 2012 μέσω των αυξήσεων κεφαλαίου του 2001 που ανήλθαν σε 27 εκατ. ευρώ, των αυξήσεων κεφαλαίου του 2004 που ανήλθαν σε 22 εκατ. ευρώ και των άμεσων επιχορηγήσεων από το [ομόσπονδο κράτος] […] συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά.

2. Η αύξηση κεφαλαίου του 2004 από τη Fraport […] και η συμφωνία μεταφοράς αποτελεσμάτων χρήσης του 2004 δεν συνιστούν ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 [ΣΛΕΕ].

Άρθρο 2

1. Η συμφωνία μεταξύ της Ryanair και της [FFHG], που τέθηκε σε ισχύ την 1η Απριλίου 1999, δεν συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 [ΣΛΕΕ].

2. Η συμφωνία μεταξύ της Ryanair και της [FFHG] με ημερομηνία 14 Φεβρουαρίου 2002 δεν συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 [ΣΛΕΕ].

3. Η “Συμφωνία Ryanair/[FFHG] σχετικά με την παράδοση αριθμού αεροσκαφών από 6 έως 18 — από το έτος 2005 έως το έτος 2012” της 4ης Νοεμβρίου 2005 δεν αποτελεί ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 [ΣΛΕΕ].

Άρθρο 3

Οι κλίμακες αερολιμενικών τελών, οι οποίες τέθηκαν σε ισχύ την 1η Οκτωβρίου 2001 και την 1η Ιουνίου 2006, δεν συνιστούν ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 [ΣΛΕΕ].

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.»

III. Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

55      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Αυγούστου 2015, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

56      Η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα αντικρούσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Νοεμβρίου 2015.

57      Το υπόμνημα απαντήσεως και το υπόμνημα ανταπαντήσεως κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Φεβρουαρίου και στις 31 Μαρτίου 2016, αντιστοίχως.

58      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Οκτωβρίου 2015, η Ryanair plc ζήτησε να της επιτραπεί να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής. Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Οκτωβρίου 2015, η Ryanair plc ενημέρωσε το Γενικό Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 144, παράγραφος 8, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ότι παραιτείται από την αίτηση παρεμβάσεως.

59      Με διάταξη της 18ης Νοεμβρίου 2015, ο πρόεδρος του έκτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, αφενός, διέταξε τη διαγραφή της Ryanair plc, ως παρεμβαίνουσας, από την υπόθεση T‑492/15 και, αφετέρου, έκρινε ότι η εταιρία αυτή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

60      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Οκτωβρίου και στις 17 Νοεμβρίου 2015, αντιστοίχως, η Ryanair και το ομόσπονδο κράτος ζήτησαν να τους επιτραπεί να παρέμβουν υπέρ της Επιτροπής. Με διατάξεις της 26ης Φεβρουαρίου 2016, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής (T‑492/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:126), και της 17ης Μαρτίου 2016, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής (T‑492/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:193), ο πρόεδρος του έκτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την παρέμβαση του ομόσπονδου κράτους και της Ryanair, αντιστοίχως.

61      Οι παρεμβαίνοντες, το ομόσπονδο κράτος και η Ryanair, κατέθεσαν τα υπομνήματα παρεμβάσεώς τους στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Μαρτίου και στις 20 Μαΐου 2016, αντιστοίχως.

62      Οι παρατηρήσεις της προσφεύγουσας επί των υπομνημάτων παρεμβάσεως του ομόσπονδου κράτους και της Ryanair κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Μαΐου και στις 18 Ιουλίου 2016, αντιστοίχως.

63      Με έγγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Απριλίου και στις 15 Ιουλίου 2016, η Επιτροπή δήλωσε ότι δεν είχε παρατηρήσεις επί των υπομνημάτων παρεμβάσεως του ομόσπονδου κράτους και της Ryanair.

64      Κατόπιν μεταβολής της σύνθεσης του Γενικού Δικαστηρίου, προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, ανέθεσε την υπόθεση σε νέο εισηγητή δικαστή, ο οποίος τοποθετήθηκε στο πρώτο τμήμα.

65      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Απριλίου 2016, η προσφεύγουσα εξέθεσε ορισμένες συμπληρωματικές επισημάνσεις τις οποίες παρουσίασε ως νέους λόγους ακυρώσεως. Το ομόσπονδο κράτος, η Ryanair και η Επιτροπή υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί των εν λόγω εκτιμήσεων στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19, 26 και 29 Αυγούστου 2016, αντιστοίχως.

66      Στις 6 Ιουνίου 2016, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) υπέβαλε στην προσφεύγουσα γραπτή ερώτηση. Η προσφεύγουσα απάντησε στην ερώτηση αυτή εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

67      Κατόπιν μεταβολής της σύνθεσης των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τέταρτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, ως εκ τούτου, η παρούσα υπόθεση.

68      Στις 6 Οκτωβρίου 2016 η προσφεύγουσα κατέθεσε πρόταση νέων αποδεικτικών μέσων στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου.

69      Οι παρατηρήσεις της Επιτροπής, του ομόσπονδου κράτους και της Ryanair επί της πρότασης νέων αποδεικτικών μέσων υποβλήθηκαν στο Γενικό Δικαστήριο στις 28 Οκτωβρίου και στις 4 και 14 Νοεμβρίου 2016, αντιστοίχως.

70      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Απριλίου 2017, η προσφεύγουσα εξέθεσε εκ νέου ορισμένες συμπληρωματικές επισημάνσεις, τις οποίες παρουσίασε ως νέους λόγους ακυρώσεως. Στις 12 Μαΐου 2017 το ομόσπονδο κράτος κατέθεσε τις παρατηρήσεις του επί των επισημάνσεων αυτών στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου. Η Επιτροπή και η Ryanair κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί των εν λόγω επισημάνσεων στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Ιουνίου 2017.

71      Στις 26 Μαΐου 2017 η προσφεύγουσα κατέθεσε πρόταση νέων αποδεικτικών μέσων στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου.

72      Στις 23 Ιουνίου 2017 το ομόσπονδο κράτος και η Ryanair κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου τις παρατηρήσεις τους επί της πρότασης νέων αποδεικτικών μέσων της προσφεύγουσας. Η Επιτροπή κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου τις παρατηρήσεις της επί της εν λόγω πρότασης νέων αποδεικτικών μέσων στις 28 Ιουνίου 2017.

73      Στις 15 Μαρτίου 2018, κατόπιν πρότασης του τέταρτου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει την παρούσα υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος.

74      Στις 22 Μαΐου 2018, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο πενταμελές τμήμα) έθεσε γραπτές ερωτήσεις στην προσφεύγουσα και στην Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα υπέρ της Frankfurt-Hahn και ερωτήσεις σε όλους τους ενδιαφερομένους σχετικά με τα μέτρα υπέρ της Ryanair. Με έγγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 και 21 Ιουνίου 2018, οι διάδικοι απάντησαν στις εν λόγω γραπτές ερωτήσεις.

75      Στις 5 Ιουνίου 2018 η Ryanair ζήτησε να επιτραπεί στην R., κύρια συντάκτρια της έκθεσης της εταιρίας συμβούλων Oxera, η οποία είχε καταρτισθεί κατόπιν δικού της αιτήματος και της οποίας γίνεται μνεία τόσο στην προσβαλλόμενη απόφαση όσο και στα δικόγραφα των διαδίκων, να λάβει τον λόγο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκειμένου να απαντήσει σε τυχόν ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου και να εκφραστεί στην αγγλική γλώσσα.

76      Στις 15 και 22 Ιουνίου 2018 η προσφεύγουσα, η Επιτροπή και το ομόσπονδο κράτος κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου τις παρατηρήσεις τους επί του αιτήματος της Ryanair που εκτέθηκε στη σκέψη 75 ανωτέρω. Το ομόσπονδο κράτος δήλωσε ότι συμφωνεί με το αίτημα αυτό, ενώ οι λοιποί διάδικοι διατύπωσαν αντιρρήσεις, ιδίως σχετικά με τη χρήση της αγγλικής γλώσσας από την R. Ο πρόεδρος του τέταρτου τμήματος υπέβαλε το ζήτημα αυτό στο τμήμα.

77      Με διάταξη της 6ης Ιουλίου 2018, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής (T‑492/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:434), επετράπη στην R. να λάβει τον λόγο στην αγγλική γλώσσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, παρουσία και υπό τον έλεγχο των εκπροσώπων της Ryanair.

78      Στις 7 Ιουλίου 2018 η Επιτροπή κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου διορθωτικό της γραπτής απάντησης που είχε δώσει στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στις 22 Μαΐου 2018.

79      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Ιουλίου 2018 οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου. Η R. δεν έλαβε τον λόγο.

80      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

81      Η Επιτροπή και το ομόσπονδο κράτος ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

82      Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως η Επιτροπή ζήτησε, επίσης, να απαλειφθούν από το υπόμνημα απαντήσεως οι αναφορές που γίνονταν στο υπόμνημα αντικρούσεως που είχε καταθέσει η Επιτροπή στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, Germanwings κατά Επιτροπής (T‑375/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:289).

83      Η Ryanair ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

IV.    Σκεπτικό

84      Προς στήριξη της προσφυγής η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, επτά λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος στηρίζεται σε διαδικαστική πλημμέλεια, ο δεύτερος και ο τρίτος σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, ο τέταρτος σε πρόδηλες αντιφάσεις της προσβαλλόμενης απόφασης και ο πέμπτος, ο έκτος και ο έβδομος σε παραβάσεις του άρθρου 107 ΣΛΕΕ. Με δύο χωριστά υπομνήματα η προσφεύγουσα εκθέτει πρόσθετες επισημάνσεις τις οποίες παρουσιάζει ως νέους λόγους ακυρώσεως.

85      Χωρίς να εγείρει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου, η Επιτροπή προβάλλει τρεις λόγους απαραδέκτου. Ως κύριο λόγο προβάλλει έλλειψη συνοχής του δικογράφου της προσφυγής. Δεύτερον, η Επιτροπή προβάλλει, επικουρικώς, ότι η προσφεύγουσα δεν έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το μέρος που η απόφαση αυτή αφορά τα μέτρα υπέρ της Frankfurt-Hahn. Τρίτον, επίσης επικουρικώς, προβάλλει έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της προσφεύγουσας.

86      Το ομόσπονδο κράτος προβάλλει πρόσθετη ένσταση απαραδέκτου, η οποία στηρίζεται στο εκπρόθεσμο της προσφυγής.

87      Η Επιτροπή και οι παρεμβαίνοντες υποστηρίζουν επίσης ότι η προσφυγή είναι, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμη.

88      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή και βάσιμη. Προσθέτει, αφενός, ότι το ομόσπονδο κράτος δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον για την επίλυση της διαφοράς και, ως εκ τούτου, έχει απολέσει την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος, και, αφετέρου, ότι το υπόμνημα αντικρούσεως είναι απαράδεκτο.

89      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να εξεταστεί, αρχικά, το παραδεκτό του υπομνήματος αντικρούσεως, σε δεύτερο στάδιο, αν το ομόσπονδο κράτος διατηρεί την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος και, σε τρίτο στάδιο, το παραδεκτό της προσφυγής. Μόνον εφόσον η προσφυγή είναι παραδεκτή το Δικαστήριο θα εξετάσει, σε τέταρτο στάδιο, τη βασιμότητά της.

1.      Επί του παραδεκτού του υπομνήματος αντικρούσεως

90      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το υπόμνημα αντικρούσεως της Επιτροπής είναι απαράδεκτο στο σύνολό του, για τον λόγο ότι περιέχει εκτιμήσεις οι οποίες είναι ασυνάρτητες και, ως εκ τούτου, ακατάληπτες. Συγκεκριμένα, στο εν λόγω υπόμνημα η Επιτροπή αφίσταται χωρίς προφανή λόγο από τη δομή της προσβαλλόμενης απόφασης, μεταβάλλει τη σειρά των στοιχείων που πρέπει να εξετασθούν, αποκλίνει αυθαίρετα από τα στοιχεία εκτίμησης ορισμένων μέτρων και αμφισβητεί αποδεδειγμένα πραγματικά περιστατικά. Περαιτέρω, ο τίτλος που προηγείται του σημείου 2.2.2.1 δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο του σημείου αυτού.

91      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη της υπό κρίση ενστάσεως απαραδέκτου.

92      Κατά το άρθρο 81, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το υπόμνημα αντικρούσεως περιέχει τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς και τα προβαλλόμενα επιχειρήματα. Συνεπώς, για τη διαφύλαξη της ασφάλειας δικαίου και για τη διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης είναι αναγκαίο, προκειμένου το υπόμνημα αντικρούσεως να κριθεί παραδεκτό, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτό στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, αλλά κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το κείμενο του υπομνήματος αυτού [απόφαση της 5ης Μαρτίου 2014, HP Health Clubs Iberia κατά ΓΕΕΑ – Shiseido (ZENSATIONS), T‑416/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:104, σκέψη 18].

93      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα που προβάλλονται από την Επιτροπή προκύπτουν από το κείμενο του υπομνήματος αντικρούσεως με επαρκή σαφήνεια και ακρίβεια. Συγκεκριμένα, προκύπτει σαφώς από το εν λόγω υπόμνημα ότι η Επιτροπή, αφενός, αμφισβητεί το παραδεκτό της προσφυγής, λόγω έλλειψης συνοχής του δικογράφου και έλλειψης εννόμου συμφέροντος και ενεργητικής νομιμοποίησης της προσφεύγουσας (σημείο 1), και, αφετέρου, υποστηρίζει το βάσιμο  της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το μέρος που αυτή αφορά τα μέτρα υπέρ της Ryanair (σημείο 2), τα μέτρα υπέρ της Frankfurt-Hahn (σημείο 3) και τις κλίμακες τελών (σημείο 4). Ακόμη και αν θεωρηθούν αποδεδειγμένες, οι αιτιάσεις ότι η Επιτροπή δεν υιοθέτησε τη δομή της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν αναφέρθηκε στο σύνολο των πραγματικών περιστατικών που θεωρούνται κρίσιμα από την προσφεύγουσα, αμφισβήτησε αποδεδειγμένα πραγματικά περιστατικά και δεν μερίμνησε για την ύπαρξη αντιστοιχίας μεταξύ του περιεχομένου ενός σημείου και του τίτλου του σημείου αυτού, τα ανωτέρω δεν μειώνουν τη σαφήνεια και τη συνοχή όσων εκθέτει στο υπόμνημα αντικρούσεως. Εξάλλου, επισημαίνεται ότι, στο υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να εντοπίσει τα επιχειρήματα που είχαν προβληθεί με το υπόμνημα αντικρούσεως και να απαντήσει σε αυτά.

94      Συνεπώς, η ένσταση απαραδέκτου που αφορά το ότι το υπόμνημα αντικρούσεως στερείται συνοχής πρέπει να απορριφθεί.

2.      Επί της παρεμβάσεως του ομόσπονδου κράτους

95      Απαντώντας στις γραπτές ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας και στις προφορικές ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι το ομόσπονδο κράτος δεν είχε πλέον άμεσο και ενεστώς συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς, καθόσον είχε πωλήσει τη συμμετοχή του στην FFHG το καλοκαίρι του 2017, μετά την έκδοση της διάταξης της 26ης Φεβρουαρίου 2016, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής (T‑492/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:126), με την οποία ο πρόεδρος του έκτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της είχε επιτρέψει να παρέμβει στη δίκη υπέρ της Επιτροπής. Συνεπώς, το ομόσπονδο κράτος απώλεσε την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος.

96      Η Επιτροπή και οι παρεμβαίνοντες αμφισβητούν την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

97      Κατά το άρθρο 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχει εφαρμογή στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού, δικαίωμα παρεμβάσεως έχει κάθε πρόσωπο το οποίο έχει συμφέρον στην επίλυση διαφοράς, με την εξαίρεση των διαφορών μεταξύ κρατών μελών, μεταξύ θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ή μεταξύ κρατών μελών, αφενός, και θεσμικών οργάνων της Ένωσης, αφετέρου. Το συμφέρον προς  επίλυση της διαφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 40 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, νοείται ως το άμεσο και ενεστώς συμφέρον για την ευδοκίμηση των αιτημάτων υπέρ των οποίων έχει γίνει η παρέμβαση (διάταξη της 10ης Ιανουαρίου 2006, Diputación Foral de Álava και Gobierno Vasco κατά Επιτροπής, T‑227/01, EU:T:2006:3, σκέψεις 4 και 15). Το εν λόγω ενεστώς συμφέρον πρέπει να υφίσταται μέχρι την επίλυση της διαφοράς (πρβλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, Ελλάδα κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑415/05, T‑416/05 και T‑423/05, EU:T:2010:386, σκέψεις 64 και 65).

98      Συνεπώς, το γεγονός ότι με τη διάταξη της 26ης Φεβρουαρίου 2016, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής (T‑492/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:126), επετράπη στο ομόσπονδο κράτος να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής δεν εμποδίζει να εξετασθεί εκ νέου κατά το στάδιο της έκδοσης αποφάσεως το παραδεκτό της παρεμβάσεως (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, Hüls κατά Επιτροπής, C‑199/92 P, EU:C:1999:358, σκέψη 52).

99      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι στη σκέψη 13 της διάταξης της 26ης Φεβρουαρίου 2016, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής (T‑492/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:126), ο πρόεδρος του έκτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου πράγματι ανέφερε ότι το ομόσπονδο κράτος περιλαμβανόταν στους «βασικούς μετόχους» της FFHG.

100    Ωστόσο, υπενθυμίζεται ότι στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή αποφαίνεται ότι μέτρα που έχουν θεσπισθεί από περιφερειακή αρχή δεν αποτελούν κρατικές ενισχύσεις ή αποτελούν κρατικές ενισχύσεις συμβατές με την εσωτερική αγορά, η περιφερειακή αρχή που έχει θεσπίσει τα μέτρα αυτά έχει συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς κατά την έννοια του άρθρου 40 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, η απόφαση με την οποία το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται σε μια τέτοια διαφορά μπορεί να οδηγήσει στην αμφισβήτηση του χαρακτηρισμού των μέτρων αυτών και, ως εκ τούτου, να αναπτύξει έννομες συνέπειες ικανές να επηρεάσουν τα συμφέροντα της ίδιας της περιφερειακής αρχής που έχει θεσπίσει τα μέτρα αυτά, θέτοντας υπό αμφισβήτηση ιδίως την ικανότητά της να ασκεί  με όποιον τρόπο κρίνει σκόπιμο  τις αρμοδιότητές της (διάταξη της 4ης Φεβρουαρίου 2015, Grandi Navi Veloci κατά Επιτροπής, T‑506/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:102, σκέψεις 12 έως 15).

101    Στη σκέψη 13 της διάταξης της 26ης Φεβρουαρίου 2016, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής (T‑492/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:126), ο πρόεδρος του έκτου τμήματος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ομόσπονδο κράτος απέδειξε ότι είχε συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς, μεταξύ άλλων, λόγω του συμφέροντος το οποίο έχει περιφερειακή αρχή όπως το ομόσπονδο κράτος να παρέμβει σε ένδικη διαφορά που αφορά τη νομιμότητα απόφασης με την οποία κρίθηκαν συμβατά με την εσωτερική αγορά διάφορα μέτρα στα οποία συνέβαλε όχι μόνον ως μέτοχος της FFHG αλλά και με τη χορήγηση επιδοτήσεων.

102    Επιπλέον, στη σκέψη 14 της διάταξης της 26ης Φεβρουαρίου 2016, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής (T‑492/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:126), προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το ομόσπονδο κράτος είχε συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς, ο πρόεδρος του έκτου τμήματος δέχθηκε επίσης ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τυχόν ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης θα μπορούσε να υπονομεύσει τις προσπάθειες που έχει καταβάλει το ομόσπονδο κράτος από τη δεκαετία του 1990 για τη δημιουργία ενός αερολιμένα με σκοπό την ελάφρυνση του φόρτου του αερολιμένα Frankfurt am Main και την ανάπτυξη της περιοχής του Hunsrück στη Γερμανία.

103    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ομόσπονδο κράτος εξακολουθεί να έχει συμφέρον για την επίλυση της διαφοράς και ότι, ως εκ τούτου, δεν απώλεσε την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος λόγω της πώλησης των μετοχών της FFHG.

3.      Επί του παραδεκτού της προσφυγής

1.      Επί της έλλειψης συνοχής του δικογράφου της προσφυγής

104    Στο υπόμνημα αντικρούσεως η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Ryanair, προβάλλει ότι η προσφυγή δεν πληροί τις τυπικές  προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, από το δικόγραφο της προσφυγής δεν προκύπτουν κατά τρόπο συνεκτικό οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως. Αφενός, το τμήμα του δικογράφου της προσφυγής στο οποίο περιγράφονται οι λόγοι ακυρώσεως αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή και καλύπτει, επομένως, τμήμα μόνο των πλημμελειών που ενείχε, κατά την προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση και οι οποίες ε περιγράφονται στα προηγούμενα μέρη του εν λόγω δικογράφου. Συνεπώς, αυτοί οι λόγοι ακυρώσεως αφορούσαν αποκλειστικά και μόνο το άρθρο 2 της προσβαλλόμενης απόφασης, με το οποίο η Επιτροπή, κατ’ εφαρμογήν του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, έκρινε ότι δεν υπήρξαν κρατικές ενισχύσεις υπέρ της Ryanair.

105    Αφετέρου, το τμήμα του δικογράφου της προσφυγής στο οποίο περιγράφονται οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως στερείται συνοχής και είναι ακατάληπτο, στο μέτρο που στηρίζεται σε ανακριβή διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών και σε εσφαλμένη εκτίμηση αυτών στο πλαίσιο της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή. Συγκεκριμένα, το τμήμα αυτό του δικογράφου εξαντλείται σε ένα απλό γενικό επιχείρημα χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις, πέρα από μια γενική παραπομπή στο υπόλοιπο δικόγραφο.

106    Η προσφεύγουσα ζητεί την απόρριψη της υπό κρίση ενστάσεως απαραδέκτου.

107    Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς, καθώς και τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβάλλονται και να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση των εν λόγω ισχυρισμών. Ανεξαρτήτως οποιουδήποτε ζητήματος ορολογίας, η παράθεση των ανωτέρω στοιχείων πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να προετοιμάσει την άμυνά του και στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής, ενδεχομένως και χωρίς άλλα στοιχεία. Για τη διαφύλαξη ασφάλειας δικαίου και για τη διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης είναι αναγκαίο, προκειμένου μια προσφυγή να κριθεί παραδεκτή βάσει του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά περιστατικά επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν τουλάχιστον συνοπτικά, αλλά κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό από το ίδιο το δικόγραφο της προσφυγής [βλ. αποφάσεις της 12ης Μαΐου 2016, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑384/14, EU:T:2016:298, σκέψη 38 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 27ης Απριλίου 2017, Germanwings κατά Επιτροπής, T‑375/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:289, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

108    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι το δικόγραφο της προσφυγής δεν ακολουθεί τη συνήθη δομή. Συγκεκριμένα, στο εν λόγω δικόγραφο εκτίθεται το ιστορικό της διαφοράς και το αντικείμενο της προσφυγής (σημείο 1), περίληψη ορισμένων εκ των προβαλλόμενων αιτιάσεων (σημείο 2), λεπτομερής έκθεση όλων των προβαλλόμενων αιτιάσεων (σκέψεις 3 έως 9), ένα σημείο που αφορά το παραδεκτό της προσφυγής (σημείο 10), καθώς και σύντομες επισημάνσεις σχετικά με το «βάσιμο της προσφυγής» (σημείο 11).

109    Ωστόσο, από το δικόγραφο της προσφυγής προκύπτει με επαρκή σαφήνεια ότι η προσφεύγουσα ζητεί τη συνολική ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι προβάλλει προς στήριξη του αιτήματος αυτού επτά χωριστούς λόγους ακυρώσεως. Αντίθετα προς ό,τι θα μπορούσε να υπονοεί ο τίτλος του, το τμήμα του δικογράφου που επιγράφεται «Βάσιμο της προσφυγής» δεν έχει ως αντικείμενο την εξαντλητική και περιοριστική παράθεση όλων των λόγων ακυρώσεως. Αντιθέτως, το τμήμα αυτό περιορίζεται, κατ’ ουσίαν, στην υπόμνηση ότι ορισμένες από τις προβαλλόμενες αιτιάσεις υπόκεινται στον δικαστικό έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου.

110    Πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι, όπως παρατηρεί η προσφεύγουσα, στο υπόμνημα αντικρούσεως η Επιτροπή εντόπισε τους λόγους ακυρώσεως που είχαν προβληθεί εν προκειμένω και επιχειρηματολόγησε αναλυτικά προς αντίκρουση καθενός εξ εαυτών.

111    Επομένως, οι λόγοι ακυρώσεως και οι αιτιάσεις της προσφυγής προκύπτουν από το δικόγραφο της προσφυγής με επαρκή σαφήνεια, ακρίβεια και συνοχή ώστε να έχει τη δυνατότητα η Επιτροπή να προετοιμάσει την άμυνά της και το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής.

112    Υπό τις συνθήκες αυτές, η ένσταση απαραδέκτου που στηρίζεται στην προβαλλόμενη έλλειψη συνοχής του δικογράφου της προσφυγής πρέπει να απορριφθεί.

2.      Επί της έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της προσφεύγουσας

113    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τους παρεμβαίνοντες, προβάλλει, επικουρικώς, ότι η προσφεύγουσα δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς βάσει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή προβάλλει δύο επιχειρήματα προς στήριξη της εν λόγω ενστάσεως απαραδέκτου, κατά τα οποία, πρώτον, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά την προσφεύγουσα άμεσα και ατομικά και, δεύτερον, από η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει κανονιστικό χαρακτήρα.

114    Κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου της διάταξης αυτής, να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή οι οποίες το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων οι οποίες το αφορούν άμεσα και για την εφαρμογή των οποίων δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα.

115    Το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ διακρίνει, συνεπώς, τρεις περιπτώσεις στις οποίες προσφυγή ακυρώσεως που ασκείται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να κριθεί παραδεκτή, και, προκειμένου να το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προταθείσας ένστασης απαραδέκτου, επιβάλλεται να εξετασθεί αν εν προκειμένω συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές.

116    Επιβάλλεται κατ’ αρχάς η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 4 της προσβαλλόμενης απόφασης, η απόφαση αυτή έχει ως μοναδικό αποδέκτη την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και όχι την προσφεύγουσα. Τούτο συμβαίνει διότι η διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, δεδομένης της γενικής της οικονομίας, είναι διαδικασία που κινείται κατά του κράτους μέλους το οποίο ευθύνεται για τη χορήγηση της ενίσχυσης (αποφάσεις της 24ης Μαρτίου 2011, Freistaat Sachsen και Land Sachsen-Anhalt κατά Επιτροπής, T‑443/08 και T‑455/08, EU:T:2011:117, σκέψη 50, και της 12ης Νοεμβρίου 2015, HSH Investment Holdings Coinvest-C και HSH Investment Holdings FSO κατά Επιτροπής, T‑499/12, EU:T:2015:840, σκέψη 28). Συνεπώς, η υπό κρίση προσφυγή δεν θα μπορούσε να κριθεί παραδεκτή βάσει της πρώτης περίπτωσης του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

117    Υπό τις συνθήκες αυτές, η υπό κρίση προσφυγή θα μπορούσε να κριθεί παραδεκτή δυνάμει της δεύτερης και της τρίτης περίπτωσης του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, μόνον εφόσον, αφενός, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα και ατομικά την προσφεύγουσα ή, αφετέρου, η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορά άμεσα και συνιστά κανονιστική πράξη για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Telefónica κατά Επιτροπής, C‑274/12 P, EU:C:2013:852, σκέψη 19· της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Stichting Woonpunt κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑132/12 P, EU:C:2014:100, σκέψη 44, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 59).

118    Εν προκειμένω, επιβάλλεται να εξεταστεί, υπό το πρίσμα του δεύτερου και του τρίτου λόγου του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η ενεργητική νομιμοποίηση της προσφεύγουσας για την άσκηση προσφυγής κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το μέρος που η απόφαση αυτή αφορά, αφενός, τα μέτρα υπέρ της Frankfurt-Hahn και της Ryanair (βλ. σκέψεις 119 έως 187 κατωτέρω) και, αφετέρου, τις κλίμακες αερολιμενικών τελών (βλ σκέψεις 188 έως 212 κατωτέρω).

1)      Επί της ενεργητικής νομιμοποίησης της προσφεύγουσας για την άσκηση προσφυγής κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το μέρος που η απόφαση αυτή αφορά τα μέτρα υπέρ της Frankfurt-Hahn και της Ryanair

119    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς για την άσκηση προσφυγής κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το μέρος που η απόφαση αυτή αφορά τα μέτρα υπέρ της Frankfurt-Hahn και υπέρ της Ryanair, ούτε βάσει της δεύτερης περίπτωσης του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ούτε βάσει της τρίτης περίπτωσης της εν λόγω διάταξης.

120    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να εξεταστούν διαδοχικά οι δύο περιπτώσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 119 ανωτέρω.

1)      Επί της δεύτερης περίπτωσης του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ

121    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι την αφορούν άμεσα και ατομικά, κατά πρώτον, τα μέτρα υπέρ της Frankfurt-Hahn και, κατά δεύτερον, τα μέτρα υπέρ της Ryanair.

122    Κατά πρώτον, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης απόφασης αφορά τη λήψη μέτρων υπέρ της Frankfurt-Hahn. Η προσφεύγουσα, όμως, η οποία δεν εκμεταλλεύεται κάποιον αερολιμένα, δεν εξήγησε με ποιο τρόπο τέτοια μέτρα μπορούσαν να αφορούν την ίδια ως αεροπορική εταιρία.

123    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ανταγωνίστριά της, Ryanair, επωφελήθηκε από τη μεταβίβαση μεγάλου μέρους των μέτρων υπέρ του αερολιμένα Frankfurt-Hahn, κάτι που αμφισβητείται όμως από την Επιτροπή και τους παρεμβαίνοντες. Με τα δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Απριλίου 2016, η προσφεύγουσα προέβαλε ως προς το ζήτημα αυτό δύο πρόσθετες επισημάνσεις, τις οποίες παρουσίασε ως νέους λόγους ακυρώσεως, των οποίων το απαράδεκτο προβάλλουν η Επιτροπή και οι παρεμβαίνοντες.

124    Κατά δεύτερον, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τους παρεμβαίνοντες, διατείνεται ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορούσε άμεσα και ατομικά κατά το μέρος που η απόφαση αυτή αφορούσε τα μέτρα υπέρ της Ryanair. Ειδικότερα, αφενός, η ύπαρξη ανταγωνιστικής σχέσης με τον δικαιούχο της ενίσχυσης δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα την προσφεύγουσα. Αφετέρου, προκειμένου να αποδείξει ότι η απόφαση την αφορά ατομικά, η προσφεύγουσα επικαλέσθηκε απλώς, στο δικόγραφο της προσφυγής, ότι είχε καταθέσει στην Επιτροπή καταγγελία σχετική με κρατική ενίσχυση, χωρίς το γεγονός αυτό να επαρκεί για να αποδειχθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά ατομικά την προσφεύγουσα.

125    Το ομόσπονδο κράτος προσθέτει ότι για να αποδειχθεί ότι η απόφαση αφορά την προσφεύγουσα ατομικά δεν αρκεί αυτή να επικαλεσθεί απλώς ότι τελεί σε σχέση ανταγωνισμού με τον δικαιούχο της ενίσχυσης. Η προσφεύγουσα οφείλει να αποδείξει ότι υφίσταται συγκεκριμένη σχέση ανταγωνισμού, η οποία την ξεχωρίζει σε σχέση με απλούς ανταγωνιστές του δικαιούχου της ενίσχυσης. Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα θα μπορούσε, μεταξύ άλλων, να αποδείξει κατά τρόπο συγκεκριμένο ότι οι εικαζόμενες ενισχύσεις χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά από τη Ryanair προκειμένου να μπορεί να προσφέρει, σε συγκεκριμένες αεροπορικές γραμμές στις οποίες μέχρι τότε δραστηριοποιούνταν επιτυχώς η προσφεύγουσα, επιθετικές τιμές που είχαν ως αποτέλεσμα, σε μεσοπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη βάση, τη μείωση του περιθωρίου κέρδους της προσφεύγουσας σε σημείο τέτοιο που να απειληθεί η ίδια η ύπαρξή της. Η προσφεύγουσα δεν ανταποκρίθηκε όμως σε αυτό το βάρος απόδειξης. Δεν προέβη καν σε προσδιορισμό των σχετικών αγορών. Εξάλλου, οι επίμαχες αεροπορικές γραμμές εξυπηρετούνταν από πολλούς ανταγωνιστές, στοιχείο που, κατά τη νομολογία, αποδυναμώνει τα αποτελέσματα των επίμαχων μέτρων σε σημείο τέτοιο ώστε κατ’ αρχήν να είναι αδύνατον να επηρεάστηκε ουσιωδώς η θέση της προσφεύγουσας στην αγορά.

126    Η προσφεύγουσα διαφωνεί με την επιχειρηματολογία της Επιτροπής και του ομόσπονδου κράτους. Επικαλείται, πρώτον, την ιδιότητά της ως καταγγέλλουσας και, συνεπώς, ως ενδιαφερόμενου μέρους, κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), η οποία έχει κατ’ αυτήν θεμελιώδη σημασία, δεύτερον, το ότι η ενεργητική της νομιμοποίηση ουδέποτε αμφισβητήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων στην οποία μετείχε από το 2006 και η οποία αφορούσε κρατικές ενισχύσεις που είχαν χορηγηθεί προς τη Ryanair και, τρίτον, ότι η άμεση και έμμεση χρηματοδότηση της Ryanair από την FFHG έχει σημαντικές συνέπειες για τον ανταγωνισμό και, συνεπώς, μεταξύ άλλων, και για την ίδια την προσφεύγουσα. Προς στήριξη του τελευταίου ως άνω επιχειρήματος, η προσφεύγουσα προσκόμισε, μεταξύ άλλων, δύο νέα στοιχεία, ήτοι αποσπάσματα της απόφασης (ΕΕ) 2016/2069 της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με τα μέτρα SA.14093 (C 76/2002) που εφάρμοσε το Βέλγιο υπέρ της Brussels South Charleroi Airport και της Ryanair (ΕΕ 2016, L 325, σ. 63) (παράρτημα K 83) και ένα ανακοινωθέν Τύπου της Ryanair του Μαρτίου του 2017 (παράρτημα K 84). Τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το επιχείρημα του ομόσπονδου κράτους περί του ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη ειδικής σχέσης ανταγωνισμού μεταξύ αυτής και της Ryanair είναι απαράδεκτο για τον λόγο ότι δεν προβλήθηκε από την Επιτροπή.

127    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο φρονεί ότι, προτού εξεταστεί αν η προσφεύγουσα απέδειξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορούσε άμεσα και ατομικά κατά το μέρος που αφορούσε τα μέτρα υπέρ της Frankfurt-Hahn και της Ryanair, πρέπει να κριθεί το παραδεκτό, αφενός, των παραρτημάτων K 83 και K 84 και, αφετέρου, της επιχειρηματολογίας του ομόσπονδου κράτους ως προς το ότι η θέση της προσφεύγουσας στην αγορά δεν επηρεάστηκε ουσιωδώς.

i)      Επί του παραδεκτού των παραρτημάτων K 83 και K 84

128    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τους παρεμβαίνοντες, υπενθυμίζει, κατ’ ουσίαν, ότι νέα αποδεικτικά στοιχεία μπορούν να προσκομισθούν μετά την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας αλλά πριν από την περάτωση της προφορικής διαδικασίας, εφόσον δικαιολογηθεί η καθυστέρηση αυτή. Η προσφεύγουσα δεν δικαιολόγησε, όμως, την προσκόμιση των εν λόγω νέων αποδεικτικών στοιχείων μετά τις δύο ανταλλαγές υπομνημάτων.

129    Κατά το άρθρο 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, μόνο «κατ’ εξαίρεση οι κύριοι διάδικοι μπορούν επίσης να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία ή να προτείνουν αποδεικτικά μέσα πριν από την περάτωση της προφορικής διαδικασίας ή πριν από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της διαφοράς χωρίς διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας, εφόσον δικαιολογήσουν την καθυστέρηση αυτή».

130    Εντούτοις, αφενός, επισημαίνεται ότι έγγραφα όπως τα αποσπάσματα της απόφασης 2016/2069, στα οποία αναφέρεται η προσφεύγουσα, αφορούν την πρακτική που ακολουθεί η Επιτροπή με τις αποφάσεις της και, ως εκ τούτου, δεν αποτελούν κατά κυριολεξία αποδείξεις, υπό την έννοια του άρθρου 85 του Κανονισμού Διαδικασίας. Ο διάδικος έχει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου το δικαίωμα να αναφερθεί σε αυτή την πρακτική, ακόμη και όταν, όπως εν προκειμένω, αυτή είναι μεταγενέστερη της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής [πρβλ. αποφάσεις της 9ης Φεβρουαρίου 2017, International Gaming Projects κατά EUIPO – adp Gauselmann (TRIPLE EVOLUTION), T‑82/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:66, σκέψεις 17 και 19, και της 26ης Οκτωβρίου 2017, Alpirsbacher Klosterbräu Glauner κατά EUIPO (Klosterstoff), T‑844/16, EU:T:2017:759, σκέψη 57].

131    Αφετέρου, επισημαίνεται ότι η εκπρόθεσμη, κατ’ άρθρο 85 του Κανονισμού Διαδικασίας, κατάθεση πρότασης αποδεικτικών μέσων δικαιολογείται κατ’ εξαίρεση όταν πρόκειται για στοιχεία που αποκτήθηκαν από τον διάδικο που την καταθέτει μετά την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας.

132    Διαπιστώνεται ότι το ανακοινωθέν Τύπου της Ryanair, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα Κ 84, είναι μεταγενέστερο της κατάθεσης του υπομνήματος απαντήσεως, η οποία έγινε στις 5 Φεβρουαρίου 2016. Συνεπώς, η εκπρόθεσμη προσκόμισή του, ως νέου αποδεικτικού στοιχείου, με το δικόγραφο της 26ης Μαΐου 2017,  είναι κατ’ εξαίρεση δικαιολογημένη.

133    Ως εκ τούτου, τα παραρτήματα K 83 και K 84 πρέπει να κριθούν παραδεκτά.

ii)    Επί του παραδεκτού της επιχειρηματολογίας του ομόσπονδου κράτους σχετικά με το ότι η θέση της προσφεύγουσας στην αγορά δεν επηρεάστηκε ουσιωδώς

134    Κατά το άρθρο 40, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 142 του Κανονισμού Διαδικασίας, η παρέμβαση έχει ως αντικείμενο αποκλειστικά την υποστήριξη, εν όλω ή εν μέρει, των αιτημάτων του ενός των κύριων διαδίκων. Ωστόσο, κατά τη νομολογία, ο παρεμβαίνων μπορεί να προβάλει επιχειρήματα διαφορετικά από αυτά του υπέρ ου η παρέμβαση διαδίκου, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι τα επιχειρήματά του δεν τροποποιούν το πλαίσιο της διαφοράς και ότι η παρέμβαση εξακολουθεί να έχει ως αντικείμενο την υποστήριξη των αιτημάτων του εν λόγω διαδίκου (αποφάσεις της 8ης Ιουνίου 1995, Siemens κατά Επιτροπής, T‑459/93, EU:T:1995:100, σκέψη 21, και της 13ης Απριλίου 2005, Verein für Konsumenteninformation κατά Επιτροπής, T‑2/03, EU:T:2005:125, σκέψη 52).

135    Υπενθυμίζεται, επ’ αυτού, ότι η κατ’ άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ απαίτηση περί ατομικού επηρεασμού  πληρούται, μεταξύ άλλων, όταν ο προσφεύγων αποδεικνύει ότι η ενίσχυση που αποτελεί αντικείμενο της επίμαχης απόφασης επηρεάζει ουσιωδώς τη θέση του στην αγορά (αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2005, Επιτροπή κατά Aktionsgemeinschaft Recht und Eigentum, C‑78/03 P, EU:C:2005:761, σκέψη 37, και της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής, C‑487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψη 30). Εν προκειμένω, ήδη από το υπόμνημα αντικρούσεως η Επιτροπή είχε υποστηρίξει, στο πλαίσιο της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της προσφεύγουσας, ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορούσε ατομικά.

136    Επομένως, το επιχείρημα του ομόσπονδου κράτους περί του ότι η θέση της προσφεύγουσας στην αγορά δεν επηρεάζεται ουσιωδώς συνδέεται στενά με τα επιχειρήματα που είχε προβάλει η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως σχετικά με το ότι η απόφαση δεν αφορά την προσφεύγουσα ατομικά και, συνεπώς, με την ένσταση απαραδέκτου που είχε προβάλει η Επιτροπή λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της προσφεύγουσας. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η επιχειρηματολογία αυτή μεταβάλλει το πλαίσιο της διαφοράς και ότι η παρέμβαση δεν αποσκοπεί πλέον στην υποστήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

137    Κατά συνέπεια, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η επιχειρηματολογία του ομόσπονδου κράτους σχετικά με το ότι η θέση της προσφεύγουσας στην αγορά δεν επηρεάστηκε ουσιωδώς είναι παραδεκτή.

iii) Επί του ζητήματος αν η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά την προσφεύγουσα άμεσα και ατομικά

138    Προσφυγή ακυρώσεως είναι παραδεκτή δυνάμει της δεύτερης περίπτωσης του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, μόνον αν την προσβαλλόμενη απόφαση αφορά τον προσφεύγοντα άμεσα και ατομικά. Οι προϋποθέσεις περί άμεσου επηρεασμού και περί ατομικού επηρεασμού από την προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά (πρβλ. διάταξη της 11ης Νοεμβρίου 2014, Nguyen κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑20/14, EU:T:2014:955, σκέψη 55, και απόφαση της 16ης Μαΐου 2018, Netflix International και Netflix κατά Επιτροπής, T‑818/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:274, σκέψη 70). Συνεπώς, αρκεί να ελλείπει μία από τις προϋποθέσεις αυτές για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η προσφυγή δεν μπορεί να κριθεί παραδεκτή δυνάμει της δεύτερης περίπτωσης του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

139    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να εξετάσει πρώτη την προϋπόθεση ότι η απόφαση πρέπει να αφορά την προσφεύγουσα ατομικά.

140    Ως προς το ζήτημα αυτό υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, όσοι δεν είναι αποδέκτες μιας αποφάσεως μπορούν να ισχυριστούν ότι η απόφαση αυτή τους αφορά ατομικά μόνον εάν τους θίγει λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων ιδιοτήτων τους ή λόγω συγκεκριμένης πραγματικής κατάστασης η οποία τους χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, τους εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη της απόφασης (αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, EU:C:1963:17, σ. 223· της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 93, και της 12ης Μαΐου 2016, Hamr – Sport κατά Επιτροπής, T‑693/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:292, σκέψη 32).

141    Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων έχει γίνει δεκτό ότι απόφαση της Επιτροπής που περατώνει διαδικασία κινηθείσα βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, αφορά ατομικά, εκτός από την αποδέκτρια επιχείρηση, και τις ανταγωνίστριές της που είχαν ενεργό ρόλο στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, εφόσον η θέση τους στην αγορά επηρεάστηκε ουσιωδώς από το μέτρο ενίσχυσης που αποτελεί το αντικείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης (αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 1986, Cofaz κ.λπ. κατά Επιτροπής, 169/84, EU:C:1986:42, σκέψη 25· της 22ας Νοεμβρίου 2007, Sniace κατά Επιτροπής, C‑260/05 P, EU:C:2007:700, σκέψη 55, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 98).

142    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν είναι ο ωφελούμενος από τα μέτρα που ελήφθησαν υπέρ της Frankfurt-Hahn και της Ryanair. Ωστόσο, κατέθεσε καταγγελία στην Επιτροπή και υπέβαλε παρατηρήσεις στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι η προσφεύγουσα προσκόμισε στην Επιτροπή λεπτομερείς πληροφορίες και σχόλια σχετικά με την απόφαση του 2008 περί κίνησης της διαδικασίας, καθώς και παρατηρήσεις σχετικά με την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 στην παρούσα υπόθεση. Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα είχε ενεργό ρόλο κατά τη διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας, πράγμα που δεν αμφισβητείται εξάλλου από την Επιτροπή.

143    Ωστόσο, επισημαίνεται ότι, όπως παρατήρησε η Επιτροπή, δεν μπορεί να συναχθεί εκ μόνης της συμμετοχής του προσφεύγοντος στη διοικητική διαδικασία ότι η απόφαση τον αφορά ατομικά (πρβλ. απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2007, Sniace κατά Επιτροπής, C‑260/05 P, EU:C:2007:700, σκέψη 60, και διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2016, Greenpeace Energy κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑382/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:589, σκέψη 39), ακόμη και αν, όπως εν προκειμένω, αυτός έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διοικητική διαδικασία, καταθέτοντας παραδείγματος χάριν την καταγγελία που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2009, 3F κατά Επιτροπής, C‑319/07 P, EU:C:2009:435, σκέψεις 94 και 95). Ο προσφεύγων οφείλει, εν πάση περιπτώσει, να αποδείξει ότι το μέτρο που αποτελεί το αντικείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης μπορούσε να επηρεάσει ουσιωδώς τη θέση του στην αγορά (πρβλ. απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2007, Sniace κατά Επιτροπής, C‑260/05 P, EU:C:2007:700, σκέψη 60, και διάταξη της 26ης Ιανουαρίου 2012, Mojo Concerts και Amsterdam Music Dome Exploitatie κατά Επιτροπής, T‑90/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:30, σκέψη 33).

144    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστεί αν τα μέτρα υπέρ της Frankfurt-Hahn και της Ryanair μπορούσαν να επηρεάσουν ουσιωδώς την ανταγωνιστική θέση της προσφεύγουσας στη σχετική αγορά ή στις σχετικές αγορές.

145    Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι απλώς και μόνον το γεγονός ότι μια πράξη είναι δυνατόν να ασκήσει ορισμένη επιρροή στις σχέσεις ανταγωνισμού εντός της οικείας αγοράς και ότι η ενδιαφερόμενη επιχείρηση τελεί σε οποιαδήποτε σχέση ανταγωνισμού με την ωφεληθείσα από την ως άνω πράξη δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι η εν λόγω πράξη αφορά ατομικά τη συγκεκριμένη επιχείρηση. Συνεπώς, μια επιχείρηση δεν μπορεί να επικαλεστεί αποκλειστικά και μόνον την ιδιότητά της ως ανταγωνίστριας της επιχείρησης που ωφελείται (αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψεις 99 και 100, και της 26ης Σεπτεμβρίου 2014, Dansk Automat Brancheforening κατά Επιτροπής, T‑601/11, EU:T:2014:839, σκέψη 41).

146    Κατά πάγια νομολογία, ο προσφεύγων, ο οποίος φέρει το βάρος απόδειξης (πρβλ. διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2016, Greenpeace Energy κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑382/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:589, σκέψη 68), οφείλει να προσκομίσει στοιχεία ικανά να αποδείξουν την ιδιαιτερότητα της ανταγωνιστικής του θέσης (πρβλ. διάταξη της 27ης Μαΐου 2004, Deutsche Post και DHL κατά Επιτροπής, T‑358/02, EU:T:2004:159, σκέψη 38, και απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2009, Deutsche Post και DHL International κατά Επιτροπής, T‑388/03, EU:T:2009:30, σκέψεις 49 και 51).

147    Βεβαίως, λαμβανομένης υπόψη της έκτασης του δικαστικού ελέγχου που πρέπει να ασκεί ο δικαστής της Ένωσης, δεν εναπόκειται σε αυτόν, στο στάδιο της εξέτασης του παραδεκτού, να αποφανθεί οριστικώς επί της ύπαρξης ανταγωνιστικής σχέσης μεταξύ του προσφεύγοντος και της επιχείρησης που φέρεται να είναι δικαιούχος της επίμαχης ενίσχυσης. Ο προσφεύγων οφείλει, ωστόσο, να εκθέσει δεόντως τους λόγους για τους οποίους η επίμαχη ενίσχυση είναι ικανή να βλάψει τα νόμιμα συμφέροντά του, επηρεάζοντας ουσιωδώς τη θέση του στη συγκεκριμένη αγορά (πρβλ. απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1986, Cofaz κ.λπ. κατά Επιτροπής, 169/84, EU:C:1986:42, σκέψη 28, και διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2016, Greenpeace Energy κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑382/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:589, σκέψη 44). Για να το πράξει αυτό ο προσφεύγων πρέπει να αποδείξει ότι επηρεάστηκε σημαντικά η θέση του στην αγορά αυτή (διάταξη της 27ης Μαΐου 2004, Deutsche Post και DHL κατά Επιτροπής, T‑358/02, EU:T:2004:159, σκέψη 37).

148    Μια τέτοια προσβολή της ανταγωνιστικής θέσης δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκη να συναχθεί από στοιχεία όπως η μεγάλη πτώση του κύκλου εργασιών, οι σημαντικές οικονομικές απώλειες ή η αισθητή μείωση των μεριδίων αγοράς κατόπιν της χορήγησης της επίμαχης ενίσχυσης. Η χορήγηση κρατικής ενίσχυσης μπορεί να θίγει την ανταγωνιστική θέση ενός επιχειρηματία και με άλλους τρόπους, ιδίως προκαλώντας διαφυγόν κέρδος ή λιγότερο ευνοϊκή εξέλιξη από εκείνη που θα υπήρχε αν δεν είχε μεσολαβήσει μια τέτοια ενίσχυση. Ομοίως, ο βαθμός κατά τον οποίο θίγεται η ανταγωνιστική θέση δύναται να ποικίλλει με γνώμονα μεγάλο αριθμό παραγόντων όπως, ιδίως, η δομή της επίδικης αγοράς ή η φύση της επίμαχης ενίσχυσης. Επομένως, για να καταδειχθεί ότι επηρεάζεται ουσιωδώς η θέση ενός ανταγωνιστή στην αγορά, δεν είναι οπωσδήποτε αναγκαίο να αποδεικνύεται η ύπαρξη ορισμένων στοιχείων σχετικών με την επιδείνωση των εμπορικών ή οικονομικών επιδόσεών του (αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2007, Ισπανία κατά Lenzing, C‑525/04 P, EU:C:2007:698, σκέψεις 34 και 35· της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής, C‑487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψη 53, και της 26ης Σεπτεμβρίου 2014, Dansk Automat Brancheforening κατά Επιτροπής, T‑601/11, EU:T:2014:839, σκέψη 42).

149    Η απόδειξη της προσβολής της ανταγωνιστικής θέσης δεν εξαρτάται ευθέως ούτε από το ύψος της ενίσχυσης. Εξαρτάται από τη βαρύτητα του πλήγματος τον οποίο η εξεταζόμενη ενίσχυση είναι επιφέρει στη θέση του προσφεύγοντος στην επίμαχη αγορά και ενδέχεται, συνεπώς, να διαφέρει για ενισχύσεις παρόμοιου ύψους, βάσει κριτηρίων όπως το μέγεθος της συγκεκριμένης αγοράς, η ιδιαίτερη φύση της ενίσχυσης, η διάρκεια της περιόδου για την οποία χορηγήθηκε, ο κύριος ή δευτερεύων χαρακτήρας της επηρεαζόμενης δραστηριότητας για τον προσφεύγοντα και οι δυνατότητες που αυτός έχει προκειμένου να αποφύγει τις αρνητικές συνέπειες της ενίσχυσης αγοράς. Συνεπώς, για να αξιολογηθεί ο βαθμός στον οποίο επηρεάζεται η θέση του προσφεύγοντος στην αγορά, απαιτείται αυτός να ορίσει τη σχετική αγορά και να προσκομίσει στο Γενικό Δικαστήριο τα βασικά στοιχεία που αφορούν τη δομή της αγοράς αυτής. Τα στοιχεία αυτά μπορούν να συνίστανται, μεταξύ άλλων, σε πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό των ανταγωνιστών που δραστηριοποιούνται στην εν λόγω αγορά, τα μερίδιά τους στην αγορά και την πιθανή εξέλιξη των μεριδίων αυτών μετά τη λήψη των επίμαχων μέτρων (πρβλ. απόφαση της 12ης Ιουνίου 2014, Sarc κατά Επιτροπής, T‑488/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:497, σκέψεις 36, 37 και 43).

150    Ωστόσο, στο δικόγραφο της προσφυγής και στο υπόμνημα απαντήσεως η προσφεύγουσα δεν όρισε την αγορά ή τις αγορές στις οποίες φρονούσε ότι επηρεάστηκε η ανταγωνιστική της θέση ούτε, κατά μείζονα λόγο, προσκόμισε κάποιο στοιχείο σχετικό με το μέγεθος και τη δομή της αγοράς ή των αγορών αυτών και τη θέση που είχε η ίδια, η Ryanair και τυχόν άλλοι ανταγωνιστές κατά τη διάρκεια του κρίσιμου χρονικού διαστήματος στην αγορά αυτή ή στις αγορές αυτές. Στις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως του ομόσπονδου κράτους η προσφεύγουσα ωσαύτως δεν καθορίζει τη σχετική αγορά ή τις σχετικές αγορές, αλλά αρκείται απλώς να επισημάνει ότι στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων δεν εφαρμόζεται η μέθοδος «Ο&D», στην οποία αναφέρεται το ομόσπονδο κράτος και η οποία συνίσταται στο να περιλαμβάνονται στη σχετική αγορά όλες οι επιχειρήσεις που μπορούν να υποκατασταθούν μεταξύ τους σε μια αεροπορική γραμμή. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, βεβαίως, ότι είναι απαραίτητο «να ληφθεί υπόψη η ενίσχυση της οικονομικής θέσης του συνόλου του διεθνούς δικτύου της Ryanair». Παραλείπει, ωστόσο, να οριοθετήσει την πιθανή αγορά στην οποία θα μπορούσαν να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις αυτής της ενίσχυσης στην ανταγωνιστική της θέση.

151    Η προσφεύγουσα προσθέτει, πάντως, ότι τα επίμαχα μέτρα θα την αφορούσαν ατομικά ακόμη και αν εφαρμοζόταν η μέθοδος «Ο&D». Ειδικότερα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα επίμαχα μέτρα επέτρεψαν στη Ryanair να μετακινεί ολοένα και περισσότερο τις δραστηριότητές της προς μεγάλους αερολιμένες, όπως οι αερολιμένες της Φρανκφούρτης επί του Μάιν, του Αμβούργου (Γερμανία), της Κολωνίας-Βόννης (Γερμανία) και της Νυρεμβέργης (Γερμανία). Σε αυτούς ακριβώς τους μεγάλου μεγέθους αερολιμένες αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός «υπό στενή έννοια» μεταξύ αεροπορικών συνδέσεων. Η Ryanair εξυπηρετεί δεκαέξι αεροπορικές συνδέσεις με αναχώρηση από τον αερολιμένα της Φρανκφούρτης επί του Μάιν, τις οποίες εξυπηρετεί και η προσφεύγουσα με αναχώρηση από τον ίδιο αερολιμένα. Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της, η προσφεύγουσα επικαλείται τα παραρτήματα K 83 και K 84, στα οποία περιλαμβάνονται, αντιστοίχως, αποσπάσματα της απόφασης 2016/2069 και ανακοινωθέν Τύπου της Ryanair που εκδόθηκε τον Μάρτιο του 2017 (βλ. σκέψεις 128 έως 133 ανωτέρω).

152    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα προέβαλε επίσης ότι υφίσταται αλληλεπικάλυψη στην αεροπορική σύνδεση μεταξύ του ζεύγους πόλεων Φρανκφούρτη-Μπολόνια, η οποία εξυπηρετείται από τον αερολιμένα Frankfurt am Main από την προσφεύγουσα και από τον αερολιμένα Frankfurt-Hahn από τη Ryanair.

153    Ως προς το ζήτημα αυτό, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι εναπόκειται, κατ’ αρχήν, στο πρόσωπο που επικαλείται πραγματικά περιστατικά προς στήριξη αιτήματός του να αποδείξει ότι αυτά είναι αληθή [διάταξη της 25ης Ιανουαρίου 2008, Provincia di Ascoli Piceno και Comune di Monte Urano και Apache Footwear κ.λπ., C‑464/07 P(I), μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:49, σκέψη 9· πρβλ., επίσης, απόφαση της 6ης Μαρτίου 2001, Connolly κατά Επιτροπής, C‑274/99 P, EU:C:2001:127, σκέψη 113]. Εν προκειμένω, όμως, η προσφεύγουσα δεν επικαλέστηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προκειμένου να αποδείξει ότι πράγματι υφίστανται οι αλληλεπικαλύψεις αεροπορικών συνδέσεων στις οποίες αναφέρθηκε. Η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε ούτε στοιχεία τα οποία θα επέτρεπαν να συναχθεί η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ, αφενός, της λήψης των μέτρων υπέρ της Frankfurt-Hahn και της Ryanair και, αφετέρου, της μεταφοράς των δραστηριοτήτων της Ryanair σε μεγάλου μεγέθους αερολιμένες.

154    Δεύτερον, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένη η ύπαρξη των αλληλεπικαλύψεων τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα και θεωρηθούν ως σχετικές αγορές οι αεροπορικές συνδέσεις στις οποίες εμφανίζονται οι αλληλεπικαλύψεις αυτές, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο σχετικό με τη δομή των αγορών αυτών και τις συνέπειες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν στις εν λόγω αγορές τα επίμαχα μέτρα. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο στοιχεία σχετικά με το μέγεθος των εν λόγω αγορών, το μερίδιο της προσφεύγουσας, της Ryanair και άλλων ανταγωνιστών στις αγορές αυτές και με τυχόν εξέλιξη των μεριδίων αυτών μετά τη λήψη  των μέτρων υπέρ της Ryanair και της Frankfurt-Hahn. Η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε ούτε άλλα στοιχεία προς απόδειξη του ότι στις αγορές αυτές σημείωσε διαφυγόν κέρδος ή εξέλιξη λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που θα υπήρχε αν δεν είχαν μεσολαβήσει τα μέτρα αυτά. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν αποδείχθηκε ότι η λήψη των εν λόγω μέτρων επηρέασε ουσιωδώς την ανταγωνιστική θέση της προσφεύγουσας σε τέτοιες αγορές.

155    Βεβαίως, η προσφεύγουσα παραπονείται επίσης για τις επιπτώσεις που είχαν τα μέτρα υπέρ της Ryanair και του αερολιμένα Frankfurt-Hahn στην ανταγωνιστική της θέση όχι στις αεροπορικές συνδέσεις που περιγράφονται στις σκέψεις 151 και 152 ανωτέρω, αλλά εν γένει στην αγορά επιβατικών αεροπορικών μεταφορών. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τελεί σε σχέση ανταγωνισμού με τη Ryanair στην αγορά αυτή, προβάλλει ότι η εν λόγω αγορά είναι πολύ ανταγωνιστική και ισχυρίζεται ότι η θέση της στη συγκεκριμένη αγορά επηρεάστηκε ουσιωδώς. Η Ryanair ανέπτυξε το διεθνές και το εθνικό της δίκτυο από τον αερολιμένα Frankfurt-Hahn. Το αεροδρόμιο αυτό αναπτύχθηκε ως η «βάση» της Ryanair, χωρίς την οικονομική συμμετοχή της ίδιας της Ryanair. Τούτο επέτρεψε στη Ryanair να σημειώσει αλματώδη ανάπτυξη και να αυξήσει το μερίδιό της στη σχετική αγορά.

156    Ωστόσο, η προσφεύγουσα δεν προσδιορίζει τη γεωγραφική έκταση μιας τέτοιας αγοράς και δεν παρέχει περισσότερα στοιχεία σχετικά με τη δομή της από όσα προσκόμισε σχετικά με τη δομή των υποθετικών αγορών που περιγράφονται στις σκέψεις 151 και 152 ανωτέρω. Από τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν από την προσφεύγουσα δεν μπορεί να συναχθεί τίποτε περισσότερο από το ότι μια υποθετική αγορά επιβατικών αεροπορικών μεταφορών είναι «πολύ ανταγωνιστική» και τη χαρακτηρίζει, όπως υπογραμμίζει το ομόσπονδο κράτος, η παρουσία μεγάλου αριθμού εταιριών, με αποτέλεσμα να μην μπορεί απλώς να υποτεθεί ότι υπήρξε διαφυγόν κέρδος για την προσφεύγουσα ή ότι η εξέλιξή της ήταν λιγότερο ευνοϊκή από αυτή που θα είχε σημειωθεί αν δεν είχαν μεσολαβήσει τα μέτρα υπέρ της Ryanair και της Frankfurt-Hahn (πρβλ. διάταξη της 11ης Ιανουαρίου 2012, Phoenix-Reisen και DRV κατά Επιτροπής, T‑58/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:3, σκέψη 50).

157    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί –όπως θα υποθέσει εν συνεχεία το Γενικό Δικαστήριο– ότι από τα μέτρα υπέρ της Frankfurt-Hahn μεταβιβάσθηκε ωφέλεια στη Ryanair και ότι η ωφέλεια αυτή δεν προέκυψε από άλλα μέτρα που αποτέλεσαν αντικείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν μπορεί να γίνει δεκτό κανένα από τα έξι επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα προκειμένου να αποδείξει ότι επηρεάστηκε ουσιωδώς η ανταγωνιστική της θέση σε μια υποθετική αγορά επιβατικών αεροπορικών μεταφορών λόγω των μέτρων υπέρ της Ryanair και της Frankfurt-Hahn. Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας εξαντλούνται, κατ’ ουσίαν, σε μια περιγραφή της γενικής ανταγωνιστικής πίεσης που ασκούν η Ryanair και οι άλλες αεροπορικές εταιρίες χαμηλού κόστους στις παραδοσιακές αεροπορικές εταιρίες.

158    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο αερολιμένας Frankfurt-Hahn βρίσκεται πλησίον του αερολιμένα Frankfurt am Main, ο οποίος αποτελεί την κύρια επιχειρησιακή της βάση, ότι τα αερολιμενικά τέλη που εφαρμόζονταν στη Ryanair ήταν υπερβολικά χαμηλά και ότι η εμπορική σχέση μεταξύ του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα Frankfurt-Hahn και της Ryanair ήταν ελλειμματική. Τούτο αποδεικνύει, κατά την προσφεύγουσα, αφενός, ότι οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στον αερολιμένα Frankfurt-Hahn μεταβιβάστηκαν στη Ryanair και, αφετέρου, ότι η ίδια επηρεάστηκε ουσιωδώς λόγω του μεγάλου μεγέθους της μεταβίβασης αυτής.

159    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, επιβάλλεται κατ’ αρχάς η επισήμανση ότι αυτό που θα μπορούσε, στην καλύτερη περίπτωση, να αποδειχθεί από τη γεωγραφική εγγύτητα μεταξύ του αερολιμένα Frankfurt-Hahn και του αερολιμένα Frankfurt am Main (115 km) και από το γεγονός ότι ο πρώτος βρίσκεται, ως εκ τούτου, στην περιοχή επιρροής του δεύτερου θα ήταν η ύπαρξη ανταγωνιστικής σχέσης μεταξύ των δύο αερολιμένων. Ακόμη και αν η ύπαρξη μιας τέτοιας σχέσης θεωρηθεί αποδεδειγμένη και ενδεικτική της ύπαρξης ανταγωνιστικής σχέσης μεταξύ της προσφεύγουσας και της Ryanair, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τη μνημονευόμενη στη σκέψη 145 ανωτέρω νομολογία, η προσφεύγουσα δεν αρκεί να επικαλεστεί την ιδιότητά της ως ανταγωνίστριας της εταιρίας που ωφελήθηκε από την ενίσχυση για να αποδείξει ότι επηρεάστηκε ουσιωδώς η ανταγωνιστική της θέση.

160    Περαιτέρω, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το υπερβολικά χαμηλό, κατά την προσφεύγουσα, ύψος των αερολιμενικών τελών που επιβλήθηκαν στη Ryanair και το η ελλειμματική εμπορική σχέση μεταξύ του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα Frankfurt-Hahn και της Ryanair συνεπάγονταν ότι υπήρξε μεταφορά ενισχύσεων προς τη Ryanair, δεν θα μπορούσε εξ αυτού να συναχθεί κανένα συμπέρασμα σχετικά με τον βαθμό στον οποίο επηρεάστηκε η ανταγωνιστική θέση της προσφεύγουσας. Οι περιστάσεις αυτές αφορούν γενικότερα τη φύση των πλεονεκτημάτων που αποκόμισε η Ryanair και δεν αφορούν ειδικά τις συνέπειες που θα μπορούσαν να έχουν προκαλέσει τα πλεονεκτήματα αυτά στην ανταγωνιστική θέση της προσφεύγουσας.

161    Τέλος, όσον αφορά το προβαλλόμενο μεγάλο μέγεθος των μεταφορών ενισχύσεων υπέρ της Ryanair, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 149 ανωτέρω, η απόδειξη ότι επηρεάστηκε ουσιωδώς η θέση της προσφεύγουσας στη σχετική αγορά δεν εξαρτάται άμεσα από το ύψος της χορηγηθείσας ενίσχυσης.

162    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο στόλος της Ryanair αυξήθηκε σημαντικά μεταξύ των ετών 2009 και 2011, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα η Ryanair να γίνει η σημαντικότερη αεροπορική εταιρία της Ευρώπης από απόψεως αριθμού θέσεων επιβατών.

163    Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να οφείλεται σε παράγοντες ανεξάρτητους από μέτρα υπέρ του αερολιμένα Frankfurt-Hahn και της Ryanair, όπως η αύξηση των επιβατών που χρησιμοποιούν τις αεροπορικές μεταφορές. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της επέκτασης του στόλου της Ryanair και των εν λόγω μέτρων. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν επικαλείται καμία ιδιαιτερότητα ως προς την κατάστασή της η οποία θα μπορούσε να αποδείξει ότι η ανταγωνιστική θέση της επηρεάστηκε ουσιωδώς από την εν λόγω επέκταση.

164    Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι υπέστη μεγάλες πιέσεις από την οφειλόμενη στις επιδοτήσεις ανάπτυξη της Ryanair. Συγκεκριμένα, υπέστη σημαντικές απώλειες μεριδίων της αγοράς, διαρκή πτώση της τιμής των εισιτηρίων της και μείωση των εσόδων. Επίσης, η προσφεύγουσα χρειάστηκε να λάβει αντίμετρα, δημιουργώντας τη δική της αεροπορική εταιρία χαμηλού κόστους, και υποχρεώθηκε να καταστρώσει πρόγραμμα αναδιάρθρωσης, το οποίο ονομάστηκε «Score».

165    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Όσον αφορά την πίεση που προκλήθηκε στην προσφεύγουσα, κατά τους ισχυρισμούς της, λόγω της μεγάλης ανάπτυξης της Ryanair, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς απόδειξη του ότι οι σημαντικές απώλειες μεριδίων αγοράς, η διαρκής πτώση της τιμής των εισιτηρίων και η μείωση των εσόδων που υποστηρίζει ότι υπέστη καθώς και η λήψη αντιμέτρων που ισχυρίζεται ότι έλαβε οφείλονται στα μέτρα υπέρ της Ryanair και της Frankfurt‑Hahn. Αντιθέτως, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να αποδοθεί σε άλλους παράγοντες. Συγκεκριμένα, στην έκθεση δραστηριοτήτων του 2012, η οποία προσκομίστηκε από την Επιτροπή, η προσφεύγουσα αποδίδει τα αποτελέσματα του έτους αυτού στο ότι είχαν διεξαχθεί απεργιακές κινητοποιήσεις. Αποδίδει επίσης τα αποτελέσματά της στον ανταγωνισμό για την ευρωπαϊκή εναέρια κυκλοφορία, στις δαπάνες για την κάλυψη των εκπομπών CO2, στους φόρους στη Γερμανία και την Αυστρία, στην απαγόρευση των νυχτερινών πτήσεων, καθώς και στην αυξημένη τιμή της κηροζίνης.

166    Όσον αφορά, ειδικότερα, το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης Score, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν το προσκομίζει και, συνεπώς, δεν τεκμηριώνει τον ισχυρισμό της ότι η αναδιάρθρωση αυτή οφείλεται στην ανταγωνιστική πίεση που ασκείται από τη Ryanair λόγω των μέτρων υπέρ του αερολιμένα Frankfurt-Hahn.

167    Η προσφεύγουσα αναφέρθηκε, βεβαίως, σε άρθρο που δημοσιεύθηκε στον Τύπο στις 15 Ιουνίου 2015, το οποίο αφορούσε το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης Score. Εντούτοις, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε ούτε το άρθρο αυτό.

168    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε τις σχετικές σελίδες του προγράμματος Score ή έστω περίληψη που θα αποδείκνυε το περιεχόμενό του, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο, όπως υποστήριξε η Επιτροπή, τα μέτρα μείωσης του κόστους των καυσίμων να υπαγορεύθηκαν από την ηλικία του στόλου της προσφεύγουσας, η εξοικονόμηση κόστους μέσω ομαδοποιημένων εφοδιασμών να αποσκοπούσε στην πραγματικότητα στην αντιμετώπιση της πλημμελούς ενσωμάτωσης των συμπληρωματικών αγορών και η εξοικονόμηση κόστους με τη διαίρεση των ενδοευρωπαϊκών πτήσεων σε πτήσεις «hub‑and‑spoke» και πτήσεις «point‑to‑point» (σύστημα τύπου ακτινωτού τροχού ή πτήσεις με ανταπόκριση) να αποσκοπούσε στην άρση της πολυπλοκότητας της προσφοράς ενδοευρωπαϊκών πτήσεων εκ μέρους της προσφεύγουσας. Τέλος, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μέρος των δυσχερειών που δικαιολόγησαν το πρόγραμμα Score να οφειλόταν, όπως επίσης υποστήριξε η Επιτροπή, στις δυσχέρειες που περιγράφονται στην έκθεση δραστηριοτήτων της προσφεύγουσας για το 2012 (βλ. σκέψη 165 ανωτέρω). Κατά τα λοιπά, η εν λόγω έκθεση δραστηριοτήτων παρουσιάζει το πρόγραμμα Score ως συνέχεια των μέτρων που υπαγορεύθηκαν από τη διαρθρωτική κρίση του κλάδου των αερομεταφορών στην Ευρώπη, χωρίς να αναφέρεται καθόλου στον ανταγωνισμό εκ μέρους της Ryanair λόγω της θέσεώς της στον αερολιμένα Frankfurt-Hahn.

169    Τέταρτον, κατά την προσφεύγουσα, στο έγγραφο εργασίας της Επιτροπής σχετικά με τη στρατηγική για τις αερομεταφορές στην Ευρώπη, χρονολογούμενο από τον Δεκέμβριο του 2015, αποτυπώνεται το γεγονός ότι ο αριθμός των ευρωπαϊκών αεροπορικών εταιριών που περιλαμβάνονται στις μεγαλύτερες του κόσμου, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, μειώνεται διαρκώς από το 2001.

170    Το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο. Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι το έγγραφο εργασίας σχετικά με τη στρατηγική για τις αερομεταφορές στην Ευρώπη πραγματεύεται τις βασικές τάσεις της εναέριας κυκλοφορίας και δεν εξετάζει ειδικότερα ούτε την κατάσταση των αερολιμένων Frankfurt-Hahn και Frankfurt am Main ούτε τις σχέσεις μεταξύ της προσφεύγουσας και της Ryanair. Συνεπώς, το γεγονός ότι σύμφωνα με το έγγραφο αυτό το 2015 οι εταιρίες χαμηλού κόστους αντιπροσώπευαν μεταφορική ικανότητα ύψους 48 %, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο των παραδοσιακών εταιριών μειώθηκε, το ίδιο έτος, στο 38 %, δεν επιτρέπει να συναχθεί κανένα συμπέρασμα σχετικά με την εξέλιξη των ανταγωνιστικών θέσεων της προσφεύγουσας και της Ryanair, αντιστοίχως, πολλώ δε μάλλον να θεωρηθεί ότι τα μέτρα υπέρ της Ryanair και του αερολιμένα Frankfurt-Hahn επηρέασαν ουσιωδώς την εξέλιξη αυτή. Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, από το διάγραμμα 5 του εν λόγω εγγράφου εργασίας προκύπτει ότι τα ποσοστά αυτά εξηγούνται από το γεγονός ότι οι αεροπορικές εταιρίες χαμηλού κόστους κατάφεραν να αποκτήσουν νέα πελατεία, μετά το άνοιγμα της αγοράς αερομεταφορών κατά τη δεκαετία του 1990, ενώ η θέση των παραδοσιακών αεροπορικών εταιριών, όπως η προσφεύγουσα, στην αγορά αυτή παρέμεινε σταθερή και δεν έχει υποστεί σημαντικές απώλειες. Από κανένα στοιχείο του εγγράφου αυτού δεν προκύπτει, όμως, ότι οι παραδοσιακές αεροπορικές εταιρίες θα μπορούσαν να αποκτήσουν μεγαλύτερο μερίδιο από αυτή τη νέα πελατεία αν δεν είχαν μεσολαβήσει τυχόν κρατικές ενισχύσεις υπέρ των αεροπορικών εταιριών χαμηλού κόστους ούτε, κατά μείζονα λόγο, ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να έχει συμβεί στην προσφεύγουσα αν δεν είχαν μεσολαβήσει τα μέτρα υπέρ της Ryanair και του αερολιμένα Frankfurt-Hahn.

171    Ο πίνακας 2 του εγγράφου εργασίας σχετικά με μια στρατηγική αερομεταφορών για την Ευρώπη παρέχει, πράγματι, εξατομικευμένη επισκόπηση των χρηματοοικονομικών αποτελεσμάτων των κυριότερων αεροπορικών ομίλων της Ένωσης το 2014 και, μεταξύ άλλων, προβαίνει σε σύγκριση μεταξύ του ομίλου Lufthansa και της Ryanair. Από τη σύγκριση αυτή προκύπτει ότι, μολονότι το 2014 η Ryanair κατέγραψε θετικά αποτελέσματα, η συνολική κατάσταση του ομίλου Lufthansa παρέμεινε σταθερή. Συγκεκριμένα, τα ετήσια έσοδα της Ryanair αυξήθηκαν κατά 12,3 %, ενώ αυτά του ομίλου Lufthansa είχαν πτώση ύψους μόλις 0,1 %. Από τον πίνακα αυτόν προκύπτει επίσης ότι για το ίδιο έτος το λειτουργικό περιθώριο του ομίλου Lufthansa παρέμεινε θετικό.

172    Τα στοιχεία αυτά δεν επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι αν δεν είχαν μεσολαβήσει μέτρα υπέρ της Ryanair και του αερολιμένα Frankfurt-Hahn, τα οικονομικά αποτελέσματα της προσφεύγουσας θα μπορούσαν να είναι ουσιωδώς καλύτερα. Eν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι ο πίνακας 2 του εγγράφου εργασίας σχετικά με τη στρατηγική για τις αερομεταφορές στην Ευρώπη αφορά την εξέλιξη των χρηματοοικονομικών αποτελεσμάτων των κυριότερων αεροπορικών εταιριών της Ένωσης από το 2013 έως το 2014, ενώ τα μέτρα υπέρ της Ryanair και του αερολιμένα Frankfurt-Hahn υιοθετήθηκαν μεταξύ 1999 και 2012. Συνεπώς, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο πίνακας αυτός επιτρέπει να συναχθεί κάποιο σχετικό συμπέρασμα, εκτός αν γινόταν δεκτό ότι τα αποτελέσματα που προκλήθηκαν από τα μέτρα αυτά στην ανταγωνιστική θέση της προσφεύγουσας εκδηλώθηκαν μετά από καθυστέρηση πολλών ετών, κάτι που δεν προβλήθηκε εν προκειμένω από την προσφεύγουσα.

173    Εξάλλου, μολονότι, όπως παρατηρεί η προσφεύγουσα, στο έγγραφο εργασίας σχετικά με τη στρατηγική για τις αερομεταφορές στην Ευρώπη διαπιστώνεται ότι ο αριθμός των ευρωπαϊκών αεροπορικών εταιριών που περιλαμβάνονται στις μεγαλύτερες αεροπορικές εταιρίες παγκοσμίως έχει μειωθεί από το 2001, η προσφεύγουσα δεν αρνείται την εξήγηση της Επιτροπής ότι η εξέλιξη αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι στην ευρωπαϊκή αγορά πραγματοποιήθηκαν πολλές εξαγορές.

174    Πέμπτον, η προσφεύγουσα επικαλείται την αιτιολογική σκέψη 249 της απόφασης 2004/393/ΕΚ της Επιτροπής, της 12ης Φεβρουαρίου 2004, για τα πλεονεκτήματα που εκχωρήθηκαν από την περιφέρεια της Βαλλονίας και την Brussels South Charleroi Airport στην αεροπορική εταιρία Ryanair κατά την εγκατάστασή της στο Charleroi (ΕΕ 2004, L 137, σ. 1), από την οποία προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι το πλεονέκτημα που χορηγείται όταν το κράτος αναλαμβάνει λειτουργικά έξοδα που κανονικά βαρύνουν μια αεροπορική εταιρία δεν νοθεύει μόνον τον ανταγωνισμό σε ένα ή περισσότερα δρομολόγια και σε ένα καθορισμένο τμήμα της αγοράς, αλλά επιτρέπει στην αεροπορική εταιρία να ενισχύσει την οικονομική θέση της στο σύνολο του δικτύου της σε σχέση με τις ανταγωνίστριες εταιρίες.

175    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Ως προς το ζήτημα αυτό, αφενός, επισημαίνεται ότι τα κριτήρια που χρησιμοποιεί η Επιτροπή για να αποδείξει τα στοιχεία που συνιστούν στρέβλωση του ανταγωνισμού ή επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, στο πλαίσιο του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, δεν πληρούν τις ίδιες λειτουργίες και δεν έχουν τον ίδιο σκοπό με εκείνα τα οποία απαιτούνται για την εκτίμηση του παραδεκτού της προσφυγής και τα οποία καθορίζονται στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Επομένως, το παραδεκτό της προσφυγής που ασκείται από ιδιώτη μπορεί να εξετασθεί μόνον υπό το πρίσμα του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (πρβλ. διάταξη της 21ης Φεβρουαρίου 2006, Deutsche Post και DHL Express κατά Επιτροπής, C‑367/04 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2006:126, σκέψη 47). Η αιτιολογική σκέψη 249 της απόφασης 2004/393 αφορά αποκλειστικά και μόνο τα κριτήρια για την επίλυση του ζητήματος αν επηρεάζονται ο ανταγωνισμός και οι συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν θα μπορούσε να στηρίξει κάποιο επιχείρημα σε αυτή την αιτιολογική σκέψη προκειμένου να αποδείξει ότι επηρεάστηκε ουσιωδώς η θέση της στη σχετική αγορά.

176    Αφετέρου, παρατηρείται ότι η αιτιολογική σκέψη 249 της απόφασης 2004/393 αναφέρεται, εν γένει, τις επιπτώσεις που έχουν οι λειτουργικές ενισχύσεις στον ανταγωνισμό μεταξύ των αεροπορικών εταιριών. Αυτή η αιτιολογική σκέψη δεν αφορά ειδικά τα αποτελέσματα των ενισχύσεων αυτών επί της ανταγωνιστικής θέσης της προσφεύγουσας ούτε τα μέτρα υπέρ της Frankfurt-Hahn και της Ryanair. Δεν θα μπορούσε, συνεπώς, να επιτρέψει στην προσφεύγουσα να αποδείξει την ιδιαιτερότητα της ανταγωνιστικής της θέσης και να καταδείξει ότι η ανταγωνιστική της θέση επηρεάστηκε ουσιωδώς.

177    Έκτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, ως μέτοχος της Fraport, εξαναγκάστηκε να συμμετάσχει στη χρηματοδότηση της ανάπτυξης του αερολιμένα Frankfurt‑Hahn και στην επιδότηση της Ryanair. Συγκεκριμένα, έως τα τέλη του 2008 η Fraport αποτελούσε τον πλειοψηφικό μέτοχο της FFHG και μετέσχε, υπό την ιδιότητά της αυτή, στην αντιστάθμιση των ζημιών της και στις δύο αυξήσεις του κεφαλαίου της.

178    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Η προσφεύγουσα δεν διευκρίνισε μέχρι ποιου ποσού είχε συμβάλει στη χρηματοδότηση αυτή υπό την ιδιότητα του μετόχου της Fraport, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ο βαθμός στον οποίο επηρεάστηκε εξ αυτού η ανταγωνιστική θέση της.

179    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι υπέστη μεγάλη μείωση του κύκλου εργασιών, σημαντικές οικονομικές απώλειες ή αισθητή μείωση των μεριδίων αγοράς στη σχετική αγορά ή στις σχετικές αγορές λόγω της υιοθέτησης των μέτρων υπέρ της Ryanair και των μέτρων υπέρ του αερολιμένα Frankfurt-Hahn, ακόμη και αν τα τελευταία μεταφέρθηκαν στη Ryanair. Η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ούτε ότι υπήρξε διαφυγόν κέρδος ούτε ότι η εξέλιξή της ήταν λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που θα μπορούσε να έχει σημειωθεί αν δεν είχαν μεσολαβήσει τα μέτρα αυτά.

180    Κατά συνέπεια, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ωφέλεια από τα μέτρα υπέρ του αερολιμένα Frankfurt-Hahn είχε μεταβιβασθεί στη Ryanair και ότι τούτο δεν συνέβη, εν όλω ή εν μέρει, με άλλα μέτρα που αποτέλεσαν το αντικείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν θα μπορούσε πάντως να αποδειχθεί ότι η θέση της προσφεύγουσας στη σχετική αγορά επηρεάστηκε ουσιωδώς από τα μέτρα αυτά και από τα μέτρα υπέρ της Ryanair.

181    Κατά συνέπεια, χωρίς να χρειάζεται να κριθεί αν η ωφέλεια από τα μέτρα υπέρ της Frankfurt-Hahn μεταβιβάστηκε στη Ryanair και αν τούτο συνέβη, ενδεχομένως, μέσω της λήψης άλλων μέτρων που αποτέλεσαν το αντικείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης και συνεπώς χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί ούτε το παραδεκτό των δύο επισημάνσεων που παρουσιάστηκαν ως νέοι λόγοι ακυρώσεως με το δικόγραφο της 29ης Απριλίου 2016 και προβλήθηκαν σχετικά με τη συγκεκριμένη μεταβίβαση, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν εξέθεσε δεόντως τους λόγους για τους οποίους τα μέτρα υπέρ της Frankfurt-Hahn και της Ryanair, που αποτελούν αντικείμενο των άρθρων 1 και 2 της προσβαλλόμενης απόφασης, θα μπορούσαν να θίξουν τα νόμιμα συμφέροντά της επηρεάζοντας ουσιωδώς τη θέση της στην επίμαχη ή τις επίμαχες αγορές.

182    Συνεπώς, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι τα μέτρα που αποτελούν το αντικείμενο των άρθρων 1 και 2 της προσβαλλόμενης απόφασης την αφορούν ατομικά, επιβάλλεται το συμπέρασμα, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθεί το κριτήριο που έγκειται στο ζήτημα αν τα μέτρα αυτά την αφορούν άμεσα, ότι η υπό κρίση προσφυγή, κατά το μέρος που αφορά τα ανωτέρω άρθρα, δεν μπορεί να κριθεί παραδεκτή δυνάμει της δεύτερης περίπτωσης του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον η προσφυγή αυτή, κατά το μέρος που αφορά τα εν λόγω άρθρα, μπορεί να κριθεί παραδεκτή δυνάμει της τρίτης περίπτωσης του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

2)      Επί της τρίτης περίπτωσης του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ

183    Η Επιτροπή αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, την ενεργητική νομιμοποίηση της προσφεύγουσας να προσβάλει τα άρθρα 1 και 2 της προσβαλλόμενης απόφασης, βάσει της τρίτης περίπτωσης του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η προσφεύγουσα δεν ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι κανονιστική πράξη και ότι, εν πάση περιπτώσει, απόφαση που εκδίδεται στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων δεν μπορεί, κατά τη νομολογία, να έχει κανονιστικό χαρακτήρα. Προσθέτει δε ότι το Γενικό Δικαστήριο δύναται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το ζήτημα αυτό.

184    Η προσφεύγουσα δεν έλαβε ρητώς θέση επί του ζητήματος αυτού.

185    Προσφυγή ακυρώσεως είναι παραδεκτή δυνάμει της τρίτης περίπτωσης του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, μόνο καθόσον στρέφεται κατά κανονιστικής πράξης η οποία αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα και για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα.

186    Υπενθυμίζεται, επ’ αυτού, ότι η έννοια της «κανονιστικής πράξης» καταλαμβάνει τις πράξεις γενικής ισχύος με εξαίρεση τις νομοθετικές πράξεις (πρβλ. διάταξη της 14ης Ιανουαρίου 2015, SolarWorld κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑507/13, EU:T:2015:23, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Κατά τη νομολογία, μια πράξη έχει γενική ισχύ αν εφαρμόζεται σε αντικειμενικώς προσδιοριζόμενες καταστάσεις και αν παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων που καθορίζονται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο (βλ. απόφαση της 17ης Μαρτίου 2011, AJD Tuna, C‑221/09, EU:C:2011:153, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση απόφασης με την οποία η Επιτροπή διαπιστώνει τη συμβατότητα ενός συγκεκριμένου μέτρου κρατικής ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά (πρβλ. διάταξη της 3ης Απριλίου 2014, CFE-CGC France Télécom-Orange κατά Επιτροπής, T‑2/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:226, σκέψη 28, και απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2014, Castelnou Energía κατά Επιτροπής, T‑57/11, EU:T:2014:1021, σκέψη 23).

187    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα μέτρα υπέρ της Ryanair και της Frankfurt-Hahn δεν ελήφθησαν βάσει καθεστώτος ενισχύσεων και έχουν συνεπώς ατομικό χαρακτήρα. Κατά το μέρος που αφορά τα μέτρα αυτά, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εφαρμόζεται, συνεπώς, σε αντικειμενικώς καθοριζόμενες καταστάσεις και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων που καθορίζονται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο. Τα άρθρα 1 και 2 της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία αφορούν τα εν λόγω μέτρα, έχουν ατομικό χαρακτήρα και ως εκ τούτου δεν μπορούν να χαρακτηριστούν κανονιστικές πράξεις, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν βάλλει παραδεκτώς κατά των άρθρων 1 και 2 της προσβαλλόμενης απόφασης δυνάμει της τρίτης περίπτωσης του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

2)      Επί της ενεργητικής νομιμοποίησης της προσφεύγουσας για την άσκηση προσφυγής κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το μέρος που η απόφαση αυτή αφορά τις κλίμακες αερολιμενικών τελών

188    Η Επιτροπή αμφισβητεί την ενεργητική νομιμοποίηση της προσφεύγουσας για την άσκηση προσφυγής κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το μέρος που η απόφαση αφορά την κλίμακα τελών του 2001 και την κλίμακα τελών του 2006, επικαλούμενη τόσο τη δεύτερη όσο και την τρίτη περίπτωση του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

189    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να εξεταστούν διαδοχικά οι δύο περιπτώσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 188 ανωτέρω.

1)      Επί της δεύτερης περίπτωσης του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ

190    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι την αφορούσε άμεσα και ατομικά το άρθρο 3 της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο αφορά την κλίμακα τελών του 2001 και την κλίμακα τελών του 2006. Κατά την Επιτροπή, καμία από τις δύο αυτές κλίμακες δεν ισχύει για τη Ryanair. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία, τα αερολιμενικά τέλη που πρέπει να καταβάλλει η εν λόγω αεροπορική εταιρία καθορίζονταν με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενες μεταξύ αυτής και του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα Frankfurt-Hahn. Οι συμβάσεις αυτές αποτελούν, εν προκειμένω, το αντικείμενο του άρθρου 2 της προσβαλλόμενης απόφασης. Συνεπώς, η Ryanair δεν λαμβάνει καμία ενίσχυση βάσει της κλίμακας τελών του 2001 και της κλίμακας τελών του 2006. Η προσφυγή βάλλει, όμως, αποκλειστικά κατά των ενισχύσεων που έλαβε η Ryanair. Κατά συνέπεια, είναι απαράδεκτη, κατά το μέρος που αφορά το άρθρο 3 της προσβαλλόμενης απόφασης.

191    Οι παρεμβαίνοντες υποστηρίζουν, κατά γενικό τρόπο, ότι η προσφεύγουσα δεν νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν την αφορά άμεσα και ατομικά από.

192    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ούτε από την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας του 2008 ούτε από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι κλίμακες αερολιμενικών τελών δεν ισχύουν για τη Ryanair. Αντιθέτως, στην αιτιολογική σκέψη 458 της προσβαλλόμενης απόφασης εκτίθεται ότι «[η] κλίμακα αερολιμενικών τελών του 2001 ίσχυε για όλες τις αεροπορικές εταιρείες που χρησιμοποιούσαν τον αερολιμένα Frankfurt-Hahn». Η Ryanair περιλαμβάνεται στις εν λόγω αεροπορικές εταιρίες. Η προσφεύγουσα επισημαίνει, ωστόσο, ότι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 490 της προσβαλλόμενης απόφασης, η κλίμακα τελών του 2006 δεν φαίνεται να ισχύει για τη Ryanair.

193    Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι νομιμοποιείται ενεργητικά να προσβάλει το άρθρο 3 της προσβαλλόμενης απόφασης, έστω και αν οι εν λόγω κλίμακες τελών δεν ισχύουν, εν μέρει, για τη Ryanair. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι εν λόγω κλίμακες τελών θεσπίστηκαν μετά τη σύναψη των συμφωνιών ιδιωτικού δικαίου με τη Ryanair. Κατά την προσφεύγουσα, αυτό που επιδιωκόταν προδήλως με τη σύναψη των συμφωνιών αυτών ήταν να εξασφαλισθούν ειδικοί συμβατικοί όροι στη Ryanair και να τεθούν οι άλλες αεροπορικές εταιρίες σε μειονεκτική θέση έναντι αυτής.

194    Στο στάδιο του υπομνήματος ανταπαντήσεως, αφενός, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η αιτιολογική σκέψη 458 της προσβαλλόμενης απόφασης δημιουργεί την εντύπωση ότι η κλίμακα τελών του 2001 ισχύει για τη Ryanair, αλλά επισημαίνει ότι, όπως προκύπτει, κατ’ ουσίαν, από την αιτιολογική σκέψη 464 της ίδιας απόφασης, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αφετέρου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το επιχείρημα περί του ότι με τις επίμαχες κλίμακες τελών εισάγεται δυσμενής διάκριση προβλήθηκε το πρώτον κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

195    Υπενθυμίζεται επ’ αυτού ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 138 ανωτέρω, μια προσφυγή ακυρώσεως είναι παραδεκτή βάσει της δεύτερης περίπτωσης του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, μόνον αν ο προσφεύγων πληροί σωρευτικώς τις προϋποθέσεις που συνίστανται στο ότι η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να τον αφορά άμεσα και ατομικά.

196    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι είναι σκόπιμο να εξετάσει πρώτη την προϋπόθεση περί άμεσου επηρεασμού.

197    Κατά τη νομολογία, η προϋπόθεση ότι η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να αφορά τον προσφεύγοντα άμεσα κατ’ άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ απαιτεί να παράγει η πράξη αυτή άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης του προσφεύγοντος και να μην καταλείπει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες της, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή της, καθόσον αυτή έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από την ενωσιακή κανονιστική ρύθμιση, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλομένων κανόνων (πρβλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2008, Επιτροπή κατά Infront WM, C‑125/06 P, EU:C:2008:159, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· διάταξη της 23ης Νοεμβρίου 2015, Milchindustrie-Verband και Deutscher Raiffeisenverband κατά Επιτροπής, T‑670/14, EU:T:2015:906, σκέψη 20). Τα κριτήρια αυτά πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς (βλ. διάταξη της 8ης Οκτωβρίου 2015, Αγροτικός Συνεταιρισμός Προφήτης Ηλίας κατά Συμβουλίου, T‑731/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:821, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), με αποτέλεσμα η απουσία ενός εκ των δύο να επαρκεί ώστε να θεωρηθεί ότι η πράξη δεν αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα.

198    Όσον αφορά, ειδικότερα, τους κανόνες σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, επισημαίνεται ότι σκοπός των κανόνων αυτών είναι η προστασία του ανταγωνισμού (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουνίου 2006, Air Liquide Industries Belgium, C‑393/04 και C‑41/05, EU:C:2006:403, σκέψη 27). Συνεπώς, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, το γεγονός ότι μια απόφαση της Επιτροπής αφήνει ανέπαφα τα αποτελέσματα εθνικών μέτρων τα οποία ο προσφεύγων, στο πλαίσιο καταγγελίας προς το όργανο αυτό, υποστήριξε ότι δεν ήταν σύμφωνα με τον ως άνω σκοπό και τον έθεταν σε μειονεκτική θέση από απόψεως ανταγωνισμού επιτρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η απόφαση αυτή επηρεάζει άμεσα τη νομική του κατάσταση, ιδίως δε το δικαίωμα που έχει, βάσει των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, να μην υφίσταται τις συνέπειες της στρέβλωσης του ανταγωνισμού από τα επίμαχα εθνικά μέτρα (πρβλ. κατ’ αναλογία αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 1986, Cofaz κ.λπ. κατά Επιτροπής, 169/84, EU:C:1986:42, σκέψη 30· της 6ης Ιουλίου 1995, AITEC κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑447/93 έως T‑449/93, EU:T:1995:130, σκέψη 41, και της 22ας Οκτωβρίου 1996, Skibsværftsforeningen κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑266/94, EU:T:1996:153, σκέψη 49).

199    Εν προκειμένω η προσφεύγουσα, προκειμένου να αποδείξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορά άμεσα κατά το μέρος που η απόφαση αυτή αφορά την κλίμακα τελών του 2001 και την κλίμακα τελών του 2006 προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δύο επιχειρήματα. Πρώτον, επικαλείται την ιδιότητά της ως ανταγωνίστριας της Ryanair, η οποία επωφελήθηκε από την κλίμακα τελών του 2001 και την κλίμακα τελών του 2006.

200    Το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί. Ειδικότερα, δεν προκύπτει από τη δικογραφία ότι η κλίμακα τελών του 2001 και η κλίμακα τελών του 2006 ίσχυαν για τη Ryanair. Αφενός, όπως αναγνωρίζει η προσφεύγουσα, προκύπτει ρητώς από την αιτιολογική σκέψη 490 της προσβαλλόμενης απόφασης ότι η κλίμακα αερολιμενικών τελών του 2006 δεν ίσχυε για τη Ryanair λόγω της ατομικής συμφωνίας που είχε συνάψει με την FFHG.

201    Αφετέρου, είναι αληθές ότι η αιτιολογική σκέψη 458 της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρει ότι η κλίμακα αερολιμενικών τελών του 2001 ίσχυε για «όλες τις αεροπορικές εταιρείες που χρησιμοποιούσαν τον αερολιμένα Frankfurt-Hahn». Δεδομένου ότι η Ryanair περιλαμβάνεται στις εν λόγω αεροπορικές εταιρίες, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η εν λόγω αιτιολογική σκέψη αφήνει να εννοηθεί ότι η κλίμακα τελών του 2001 ίσχυε και για τη Ryanair. Από την προσβαλλόμενη απόφαση και από τα δικόγραφα της Επιτροπής προκύπτει, όμως, ότι κατά το κρίσιμο διάστημα τα τέλη που κατέβαλλε η Ryanair διέπονταν από ιδιωτικές συμφωνίες παρέκκλισης από αυτήν την κλίμακα.

202    Η προσφεύγουσα, μολονότι έφερε το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο του γερμανικού δικαίου από το οποίο να μπορεί να συναχθεί ότι η κλίμακα αερολιμενικών τελών του 2001 ίσχυε για τη Ryanair παρά τη σύναψη ιδιωτικών συμφωνιών μεταξύ της Ryanair και της Frankfurt-Hahn ή συμπληρωματικά προς αυτές (πρβλ. κατ’ αναλογία αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2012, Γαλλία κατά Επιτροπής, T‑154/10, EU:T:2012:452, σκέψη 65, και της 15ης Δεκεμβρίου 2016, Abertis Telecom Terrestre και Telecom Castilla‑La Mancha κατά Επιτροπής, T‑37/15 και T‑38/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:743, σκέψη 118). Αντιθέτως, περιορίστηκε στην επίκληση της αιτιολογικής σκέψης 458 της προσβαλλόμενης απόφασης και αναγνώρισε και η ίδια ότι «ορισμένα στοιχεία [φαίνονταν] να δείχνουν» ότι η κλίμακα τελών του 2001 «εν μέρει» δεν ίσχυε για τη Ryanair.

203    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η κλίμακα τελών του 2001 και η κλίμακα τελών του 2006 ίσχυαν για τη Ryanair. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε προσηκόντως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που αφορούσε τις εν λόγω κλίμακες, την αφορούσε ατομικά καθόσον ήταν ανταγωνίστρια της Ryanair.

204    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι κλίμακες τελών θεσπίστηκαν μετά τη σύναψη με τη Ryanair των συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου που μνημονεύονται ανωτέρω, στις σκέψεις 4, 11 και 18, με σκοπό να διασφαλιστούν ιδιαίτεροι συμβατικοί όροι για τη Ryanair και να περιέλθουν σε δυσμενέστερη θέση οι άλλες αεροπορικές εταιρίες που χρησιμοποιούσαν τον αερολιμένα Frankfurt‑Hahn σε σχέση με τη Ryanair. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα διακρίσεις εις βάρος των άλλων αεροπορικών εταιριών.

205    Ως προς το ζήτημα αυτό, αφενός, επισημαίνεται ότι, για να αποδειχθεί ότι θίγεται άμεσα η έννομη κατάσταση του προσφεύγοντος, κατά την έννοια της νομολογίας της σκέψης 197 ανωτέρω, ο προσφεύγων δεν μπορεί να προβάλει επιχειρήματα που δεν τον αφορούν. Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα επικαλείται, κατ’ ουσίαν, διάκριση η οποία έπληξε τις αεροπορικές εταιρίες πλην της Ryanair που χρησιμοποιούσαν τον αερολιμένα Frankfurt-Hahn. Ωστόσο η προσφεύγουσα δεν περιλαμβάνεται σε αυτές τις αεροπορικές εταιρίες. Επομένως, δεν μπορεί να επικαλεστεί μια τέτοια διάκριση προκειμένου να αποδείξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που αφορά την κλίμακα τελών του 2001 και την κλίμακα τελών του 2006, την αφορά άμεσα.

206    Αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν υποστήριξε και, κατά μείζονα λόγο, δεν απέδειξε ότι τελεί σε σχέση ανταγωνισμού με τις αεροπορικές εταιρίες που χρησιμοποιούσαν τον αερολιμένα Frankfurt-Hahn εκτός της Ryanair. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα περιορίζεται στο να υποστηρίξει ότι οι κλίμακες αυτές εισάγουν διακρίσεις εις βάρος των εν λόγω αεροπορικών εταιριών σε σχέση με τη Ryanair. Η προσφεύγουσα δεν κατόρθωσε, επομένως, να αποδείξει ότι η κλίμακα τελών του 2001 και η κλίμακα τελών του 2006, στον βαθμό που ίσχυαν για τις αεροπορικές αυτές εταιρίες, την έθεταν σε μειονεκτική θέση.

207    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί του ότι η κλίμακα τελών του 2001 και η κλίμακα τελών του 2006 εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, παρέλκει δε η εξέταση του ισχυρισμού της Επιτροπής περί εκπρόθεσμης προβολής του επιχειρήματος αυτού.

208    Κατά συνέπεια, χωρίς να χρειάζεται να κριθεί αν το άρθρο 3 της προσβαλλόμενης απόφασης καταλείπει διακριτική ευχέρεια στον αποδέκτη της, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 197 ανωτέρω, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν ότι την αφορούν άμεσα τα μέτρα που αποτελούν το αντικείμενο του άρθρου 3 της προσβαλλόμενης απόφασης. Ως εκ τούτου, η υπό κρίση προσφυγή, κατά το μέρος που αφορά το άρθρο 3 της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν μπορεί να κριθεί παραδεκτή βάσει της δεύτερης περίπτωσης του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

2)      Επί της τρίτης περίπτωσης του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ

209    Για λόγους παρόμοιους με αυτούς που εκτίθενται στη σκέψη 183 ανωτέρω, η Επιτροπή αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, την ενεργητική νομιμοποίηση της προσφεύγουσας να προσβάλει το άρθρο 3 της προσβαλλόμενης απόφασης, βάσει της τρίτης περίπτωσης του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

210    Η προσφεύγουσα δεν έλαβε ρητώς θέση επί του ζητήματος αυτού.

211    Υπενθυμίζεται επ’ αυτού ότι το κριτήριο του άμεσου επηρεασμού είναι ακριβώς το ίδιο στην περίπτωση της δεύτερης και της τρίτης περίπτωσης του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (διάταξη της 13ης Μαρτίου 2015, European Coalition to End Animal Experiments κατά ECHA, T‑673/13, EU:T:2015:167, σκέψη 67).

212    Με τις σκέψεις 195 έως 208 ανωτέρω, στο πλαίσιο της εξέτασης της δεύτερης περίπτωσης του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, όμως, ότι το άρθρο 3 της προσβαλλόμενης απόφασης δεν αφορούσε άμεσα την προσφεύγουσα. Επομένως, τούτο ισχύει και ως προς την τρίτη περίπτωση της εν λόγω διάταξης. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι νομιμοποιούνταν ενεργητικώς να προσβάλει το άρθρο 3 της προσβαλλόμενης απόφασης, βάσει της τρίτης περίπτωσης του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

213    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι νομιμοποιούνταν ενεργητικώς να προσβάλει τα άρθρα 1 έως 3 της προσβαλλόμενης απόφασης, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, χωρίς να απαιτείται να εξετασθούν η ένσταση απαραδέκτου που στηρίζεται στην έλλειψη εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας προς προσβολή του άρθρου 1 της εν λόγω απόφασης και η ένσταση περί εκπρόθεσμης άσκησης της προσφυγής και χωρίς να χρειάζεται να εξετασθεί το αίτημα της Επιτροπής να απαλειφθούν από το υπόμνημα ανταπαντήσεως οι αναφορές που γίνονται στο υπόμνημα απαντήσεως που κατατέθηκε στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, Germanwings κατά Επιτροπής (T‑375/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:289), οι οποίες αφορούν αποκλειστικά την ουσία της υπόθεσης. Δεδομένου ότι το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από την εφαρμογή κανόνων περί παραδεκτού που αφορούν το δικαιοδοτικό σύστημα της Ένωσης (βλ., ιδίως, σκέψεις 113 έως 117 ανωτέρω), το συμπέρασμα αυτό εξακολουθεί να ισχύει, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, έστω και αν η ενεργητική της νομιμοποίηση ουδέποτε αμφισβητήθηκε στο πλαίσιο δίκης ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων στην οποία μετέχει ως διάδικος από το 2006 και η οποία αφορά ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στη Ryanair.

V.      Επί των δικαστικών εξόδων

214    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

215    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής και των παρεμβαινόντων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Καταδικάζει την Deutsche Lufthansa AG στα δικαστικά έξοδα.

Kanninen

Schwarcz

Ηλιόπουλος

Calvo-Sotelo Ibáñez-Martín

 

Reine

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Απριλίου 2019.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα



*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.