Language of document : ECLI:EU:T:2008:605

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τμήμα αναιρέσεων)

της 18ης Δεκεμβρίου 2008 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλικές υποθέσεις – Υπάλληλοι – Συντάξεις – Μεταφορά εθνικών συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων – Απόφαση με την οποία δεν επιτράπηκε σε υπάλληλο να αποσύρει αίτηση και να υποβάλει νέα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης – Τροποποίηση του αντικειμένου της διαφοράς – Απαράδεκτο της προσφυγής που ασκήθηκε στον πρώτο βαθμό»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑90/07 P και T‑99/07 P,

με αντικείμενο δύο αιτήσεις αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 16ης Ιανουαρίου 2007, F‑92/05, Genette κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή),

Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από τις L. Van den Broeck και C. Pochet, επικουρούμενες από τον L. Markey, δικηγόρο,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους V. Joris και D. Martin,

αναιρεσείοντες,

όπου ο έτερος διάδικος είναι

ο Emmanuel Genette, υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Gorze (Γαλλία), εκπροσωπούμενος από τον M.-A. Lucas, δικηγόρο,

προσφεύγων πρωτοδίκως,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τμήμα αναιρέσεων),

συγκείμενο από τους M. Jaeger, Πρόεδρο, V. Tiili, E. Martins Ribeiro, O. Czúcz και I. Pelikánová (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Σεπτεμβρίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Το Βασίλειο του Βελγίου και η Επιτροπή άσκησαν, δυνάμει του άρθρου 9 του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου, αιτήσεις αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 16ης Ιανουαρίου 2007, F–92/05, Genette κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ή απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ), περί ακυρώσεως της από 25 Ιανουαρίου 2005 αποφάσεως της Επιτροπής, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση που είχε υποβάλει ο Ε. Genette στις 31 Οκτωβρίου 2004.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), όπως είχε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο Λοιπό Προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών (ΕΕ L 124, σ. 1) (στο εξής: παλαιός ΚΥΚ), όριζε τα ακόλουθα:

«Ο υπάλληλος που εισέρχεται στην υπηρεσία των Κοινοτήτων:

–        μετά τη λήξη των καθηκόντων του σε διοίκηση, σε εθνικό ή διεθνή οργανισμό

ή

–        μετά την άσκηση μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας,

έχει την ευχέρεια, κατά τον χρόνο της μονιμοποίησής του, να ενεργήσει ώστε να καταβληθεί στις Κοινότητες είτε το ασφαλιστικό στατιστικό ισοδύναμο είτε το κατά αποκοπήν ποσό της εξαγοράς των δικαιωμάτων σύνταξης αρχαιότητας που έχει αποκτήσει βάσει των προαναφερόμενων δραστηριοτήτων.

Σε παρόμοια περίπτωση, το όργανο στο οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος καθορίζει, λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό μονιμοποίησης, τον αριθμό των συνταξίμων ετών που συνυπολογίζει σύμφωνα με το καθεστώς που τον διέπει, δυνάμει του χρόνου προϋπηρεσίας βάσει του ποσού του στατιστικού ισοδυνάμου ή του κατ’ αποκοπή ποσού της εξαγοράς.»

3        Το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 723/2004 (στο εξής: νέος ΚΥΚ), ο οποίος, δυνάμει του άρθρου του 2, τέθηκε σε ισχύ από 1ης Μαΐου 2004, ορίζει τα εξής:

«Ο υπάλληλος που εισέρχεται στην υπηρεσία των Κοινοτήτων:

–        μετά τη λήξη των καθηκόντων του σε διοίκηση, σε εθνικό ή διεθνή οργανισμό

ή

–        μετά την άσκηση μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας,

δικαιούται, από της μονιμοποιήσεώς του και μέχρι τη στιγμή που θεμελιώνει το δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας κατά την έννοια του άρθρου 77 του [ΚΥΚ], να ενεργήσει ώστε να καταβληθεί στις Κοινότητες το κεφάλαιο, με αναγωγή του σχετικού ποσού στον χρόνο της πραγματικής μεταφοράς του, που αντιπροσωπεύει τα δικαιώματα σύνταξης τα οποία έχει αποκτήσει βάσει των προαναφερομένων υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων.

Σε παρόμοια περίπτωση, το όργανο στο οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος καθορίζει, μέσω γενικών εκτελεστικών διατάξεων, λαμβάνοντας υπόψη τον βασικό μισθό του υπαλλήλου, την ηλικία του και τη συναλλαγματική ισοτιμία κατά την ημερομηνία της αίτησης, τον αριθμό των συνταξίμων ετών που συνυπολογίζει σύμφωνα με το κοινοτικό συνταξιοδοτικό καθεστώς δυνάμει του χρόνου προϋπηρεσίας, βάσει του μεταφερθέντος κεφαλαίου, αφαιρουμένου του ποσού που αντιπροσωπεύει η ανατίμηση του κεφαλαίου μεταξύ της ημερομηνίας της αίτησης και της πραγματικής ημερομηνίας που διενεργήθηκε η μεταφορά.

Ο υπάλληλος μπορεί να κάνει χρήση της ευχέρειας αυτής μία μόνον φορά ανά κράτος μέλος και ανά ταμείο συντάξεων.»

4        Σύμφωνα με το άρθρο 107α του νέου ΚΥΚ, το παράρτημα XIII του κανονισμού αυτού περιέχει «μεταβατικές διατάξεις». Το άρθρο 26, παράγραφος 3, του εν λόγω παραρτήματος έχει ως εξής:

«Υπάλληλοι οι οποίοι είχαν υποβάλει αίτηση [εμπροθέσμως], αλλά είχαν απορρίψει την πρόταση που τους είχε γίνει, οι οποίοι δεν είχαν υποβάλει αίτηση εντός των προθεσμιών που προβλέπονταν προηγουμένως ή των οποίων η αίτηση είχε απορριφθεί λόγω εκπρόθεσμης υποβολής, μπορούν να υποβάλουν ακόμη ή να υποβάλουν εκ νέου σχετική αίτηση το αργότερο έως τις 31 Οκτωβρίου 2004.»

5        Το άρθρο 3 του βελγικού νόμου της 21ης Μαΐου 1991, περί ρυθμίσεως ορισμένων σχέσεων μεταξύ των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων και των συνταξιοδοτικών συστημάτων θεσμικών οργάνων του δημοσίου διεθνούς δικαίου, ο οποίος δημοσιεύθηκε στο Moniteur belge της 20ής Ιουνίου 1991, σ. 13871 (στο εξής: νόμος του 1991), προβλέπει ότι «κάθε υπάλληλος δύναται, με τη σύμφωνη γνώμη του θεσμικού οργάνου, να ζητήσει να καταβληθεί στο όργανο το ποσό της σύνταξης αρχαιότητας για υπηρεσίες και περιόδους προγενέστερες της εισόδου του στην υπηρεσία του οργάνου». Με τον νόμο αυτό καθιερώθηκε ένα ειδικό σύστημα μεταφοράς στηριζόμενο στον μηχανισμό της υποκατάστασης, ο οποίος έλκει την καταγωγή του από τον μηχανισμό μεταφοράς του στατιστικού ισοδυνάμου που προέβλεπε το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του παλαιού ΚΥΚ.

6        Το άρθρο 9 του νόμου του 1991 ορίζει:

«Εφόσον δεν έχει πράγματι επέλθει η υποκατάσταση, κατά την έννοια του άρθρου 11 [του παρόντος νόμου], ο υπάλληλος μπορεί, με τη σύμφωνη γνώμη του οργάνου, να αποσύρει την αίτηση. Η απόσυρση αυτή είναι οριστική.»

7        Ο βελγικός νόμος της 10ης Φεβρουαρίου 2003, για τη ρύθμιση της μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων μεταξύ των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων και των συνταξιοδοτικών συστημάτων θεσμικών οργάνων δημοσίου διεθνούς δικαίου, ο οποίος δημοσιεύθηκε στο Moniteur belge της 27ης Μαρτίου 2003, σ. 14747 (στο εξής: νόμος του 2003), τροποποίησε τη βελγική νομοθεσία σχετικά με τη μεταφορά προς τις Κοινότητες συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων. Ο νόμος αυτός, ο οποίος, δυνάμει του άρθρου του 29, εφαρμόζεται στις αιτήσεις που υποβλήθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2002, θεσπίζει ένα σύστημα κατ’ αποκοπήν εξαγοράς των εισφορών που έχουν καταβληθεί σε βελγικό ασφαλιστικό φορέα, προσαυξανομένων με σύνθετους τόκους. Σύμφωνα με τη νέα βελγική νομοθεσία, η μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο βελγικών συστημάτων συνεπάγεται την άμεση καταβολή ενός κεφαλαίου στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα.

8        Το άρθρο 4 του νόμου του 2003 προβλέπει:

«Ο μόνιμος ή έκτακτος υπάλληλος ο οποίος, αφού έχει θεμελιώσει δικαιώματα επί μιας ή περισσοτέρων από τις συντάξεις στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 3, [παράγραφος] 1, [πρώτο έως τέταρτο εδάφιο], εισήλθε στην υπηρεσία θεσμικού οργάνου δύναται, με τη σύμφωνη γνώμη του οργάνου, να ζητήσει, δυνάμει της ασφαλίσεώς του στα συνταξιοδοτικά αυτά συστήματα για το προ της εισόδου του στην υπηρεσία του οργάνου χρονικό διάστημα, τη μεταφορά προς το όργανο αυτό ή προς το ταμείο συντάξεών του των ποσών που καθορίζονται βάσει του άρθρου 7 […]».

9        Το άρθρο 9, παράγραφος 1, του νόμου του 2003 ορίζει:

«Η αίτηση καθίσταται αμετάκλητη από την ημερομηνία κατά την οποία ο [εθνικός φορέας συντάξεων] λαμβάνει από το θεσμικό όργανο την οριστική επιβεβαίωση της αίτησης που έχει υποβάλει ο μόνιμος ή έκτακτος υπάλληλος.»

10      Το άρθρο 194 του βελγικού νόμου της 20ης Ιουλίου 2006, ο οποίος περιέχει διατάξεις περί διαφόρων θεμάτων και δημοσιεύθηκε στο Moniteur belge της 28ης Ιουλίου 2006, σ. 36940 (στο εξής: νόμος του 2006), τροποποίησε το άρθρο 9 του νόμου του 1991, που έχει πλέον ως εξής:

«Εφόσον δεν έχει πράγματι επέλθει η υποκατάσταση, κατά την έννοια του άρθρου 11 [του παρόντος νόμου], ο υπάλληλος που εγκαταλείπει το όργανο χωρίς να έχει θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας μπορεί, με τη σύμφωνη γνώμη του οργάνου, να αποσύρει την αίτηση. Η απόσυρση αυτή είναι οριστική.»

11      Σύμφωνα με το άρθρο 195 του νόμου του 2006, το τροποποιηθέν άρθρο 9 του νόμου του 1991 ισχύει αναδρομικώς από 1ης Μαΐου 2004.

 Το ιστορικό της διαφοράς

12      Το ιστορικό της διαφοράς εκτέθηκε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως εξής:

«8      Προτού εισέλθει στην υπηρεσία της Επιτροπής, την 1η Απριλίου 2000, οπότε κατατάχθηκε στον βαθμό Β 5, κλιμάκιο 3, ο [Ε. Genette], γεννηθείς το 1968, εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα στο Βέλγιο ως ελεύθερος επαγγελματίας από το 1992 έως το 1996 και κατόπιν ως μισθωτός από το 1996 έως το 2000.

9      Λόγω αυτών των δραστηριοτήτων του, ήταν ασφαλισμένος αρχικά στο Institut national d’assurance sociale des travailleurs indépendants (στο εξής: Inasti) και κατόπιν στο Office national des pensions (στο εξής: ONP), στα συνταξιοδοτικά συστήματα των οποίων κατέβαλε εισφορές και απέκτησε συνεπώς, στους οργανισμού αυτούς, συνταξιοδοτικά δικαιώματα.

10      Αφού μονιμοποιήθηκε ως κοινοτικός υπάλληλος την 1η Ιανουαρίου 2001, ο [Ε. Genette] ζήτησε, με επιστολή που απηύθυνε στην Επιτροπή στις 13 Ιουλίου 2001, τη μεταφορά των δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει στα βελγικά συνταξιοδοτικά συστήματα ελευθέρων επαγγελματιών και μισθωτών προς το κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του [παλαιού] ΚΥΚ […], καθώς και βάσει του […] άρθρου 3 του νόμου του 1991.

11      Στις 11 Ιουνίου 2002, η διοικητική μονάδα “Συντάξεις και σχέσεις με τους πρώην υπαλλήλους” της Διεύθυνσης Β της Γενικής Διεύθυνσης (ΓΔ) Διοίκησης και Προσωπικού της Επιτροπής απηύθυνε στον [Ε. Genette] υπηρεσιακό σημείωμα το οποίο ανέφερε τον αριθμό των επιπλέον συνταξίμων ετών που θα λαμβάνονταν υπόψη στο πλαίσιο του κοινοτικού συστήματος, βάσει του στατιστικού ισοδύναμου –που είχε υπολογίσει η Επιτροπή– της εθνικής σύνταξης που είχε αποκτηθεί στο πλαίσιο του βελγικού συστήματος ελεύθερων επαγγελματιών. Αν ο [Ε. Genette] συνταξιοδοτούνταν στην ηλικία των 65 ετών, το στατιστικό ισοδύναμο της ετήσιας σύνταξης ύψους 1 431,29 ευρώ που είχε υπολογίσει το Inasti θα ανερχόταν σε 8 139,33 ευρώ και ο επιπλέον συντάξιμος χρόνος που θα λαμβανόταν υπόψη στο κοινοτικό σύστημα θα ήταν ένα έτος και δεκαεννέα ημέρες. Εξάλλου, η Επιτροπή τον πληροφόρησε ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11 του νόμου του 1991, θα τον υποκαθιστούσε στα αποκτηθέντα στο Βέλγιο συνταξιοδοτικά δικαιώματά του από τον χρόνο της εκκαθάρισης των κοινοτικών συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων.

12      Στις 26 Αυγούστου 2002, η ίδια υπηρεσία απηύθυνε στον [Ε. Genette] παρόμοιο σημείωμα όσον αφορά τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που είχε αποκτήσει ως μισθωτός, πληροφορώντας τον ότι, στο εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του, το στατιστικό ισοδύναμο της ετήσιας σύνταξης ύψους 1 952,48 ευρώ που είχε υπολογίσει το ONP θα ανερχόταν σε 11 102,79 ευρώ και ότι ο αντίστοιχος συντάξιμος χρόνος στο κοινοτικό σύστημα θα ήταν ένα έτος, πέντε μήνες και πέντε ημέρες.

13      Τα υπηρεσιακά αυτά σημειώματα επισήμαιναν στον [Ε. Genette] ότι, από την παραλαβή της εκ μέρους του αποδοχής των προτάσεων που περιείχαν τα σημειώματα, η αίτησή του [της 13ης Ιουλίου 2001] δεν θα μπορούσε πλέον να αποσυρθεί. Τα εν λόγω σημειώματα διευκρίνιζαν ωστόσο ότι μπορούσε κατ’ εξαίρεση να ανακαλέσει την αίτησή του σε περίπτωση που θα αποχωρούσε από την υπηρεσία της Επιτροπής χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις ώστε να λάβει κοινοτική σύνταξη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 77 του ΚΥΚ.

14      Στις 17 Ιουλίου και στις 29 Αυγούστου 2002, ο [Ε. Genette] δήλωσε ότι αποδέχεται τις από 11 Ιουνίου και 26 Αυγούστου 2002 προτάσεις της Επιτροπής.

15      […]

16      Ο [Ε. Genette] πληροφορήθηκε, λίγο πριν από τον Οκτώβριο του 2004, ότι στην περίπτωση ενός γνωστού του, ο οποίος εισήλθε στην υπηρεσία της Επιτροπής το 2003 και είχε, όπως [και ο ίδιος], ζητήσει [υπό τον παλαιό ΚΥΚ] τη μεταφορά στο κοινοτικό σύστημα των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει στο πλαίσιο του βελγικού συνταξιοδοτικού συστήματος των μισθωτών, το Βέλγιο είχε προβεί στη μεταφορά κεφαλαίου, αντιστοιχούντος σε έτη ασφάλισης και αποδοχές συγκρίσιμες με τις δικές του, βάσει της οποίας του αναγνωρίστηκαν στο κοινοτικό σύστημα πολύ περισσότερα επιπλέον συντάξιμα έτη από αυτά που είχαν αναγνωριστεί στον προσφεύγοντα.

17      Στις 31 Οκτωβρίου 2004, ο [Ε. Genette] υπέβαλε στην Επιτροπή, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, αίτηση με την οποία της ζητούσε:

–      να του επιτρέψει, όπως προβλέπει το άρθρο 9 του νόμου του 1991, να αποσύρει την αίτηση, που είχε υποβάλει στις 13 Ιουλίου 2001 βάσει του νόμου αυτού, για τη μεταφορά στο κοινοτικό σύστημα των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει στο πλαίσιο των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων των ελεύθερων επαγγελματιών και των μισθωτών·

–      να του επιτρέψει, όπως προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, του νόμου του 2003, να ζητήσει τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του βάσει του νόμου αυτού.

18      Στις 2 Φεβρουαρίου 2005 κοινοποιήθηκε στον [Ε. Genette] απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2005, με την οποία ο προϊστάμενος της διοικητικής μονάδας «Συντάξεις» απέρριπτε την από 31 Οκτωβρίου 2004 αίτησή του […] ως εξής:

19      ‘‘[…] Επιθυμείτε […] να σας επιτραπεί, πρώτον, να αποσύρετε την υποβληθείσα βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII [του ΚΥΚ] αίτησή σας για μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχετε αποκτήσει στο πλαίσιο των βελγικών συστημάτων Inasti και ONP, η οποία ήδη ικανοποιήθηκε από τα συνταξιοδοτικά συστήματα σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου του 1991 και, δεύτερον, να υποβάλετε νέα αίτηση την οποία τα εν λόγω συνταξιοδοτικά συστήματα θα πρέπει να ικανοποιήσουν σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου του 2003.

20      Όμως, οι προτάσεις που σας απηύθυνε η διοίκηση της Επιτροπής στις 11 Ιουνίου 2002 και στις 26 Αυγούστου 2002, κατόπιν της εκ μέρους των Inasti και ONP ανακοίνωσης του ποσού της δυνάμενης να μεταφερθεί σύνταξης, ανέφεραν ρητώς ότι η μεταφορά θα καθίστατο οριστική μόλις η αρμόδια υπηρεσία θα ελάμβανε την εκ μέρους σας αποδοχή των εν λόγω προτάσεων. Κατόπιν της αποδοχής σας, η μεταφορά των δικαιωμάτων σας εκτελέστηκε και η [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή] έκλεισε οριστικά τους φακέλους ONP και Inasti.

21      Καίτοι ο νόμος του 1991 προβλέπει τη δυνατότητα ‘απόσυρσης της αίτησης με τη σύμφωνη γνώμη του οργάνου’ (άρθρο 9 του νόμου του 1991), στην πράξη η δυνατότητα αυτή προβλεπόταν, σε επίπεδο θεσμικών οργάνων, μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οποίες μνημονεύονταν εξάλλου στην έγγραφη πρόταση προς τον ενδιαφερόμενο: ‘ο ενδιαφερόμενος μπορεί κατ’ εξαίρεση να ανακαλέσει την αίτηση σε περίπτωση που αποχωρήσει από την υπηρεσία της Επιτροπής χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις ώστε να λάβει κοινοτική σύνταξη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 77 του ΚΥΚ’. Πουθενά δεν γίνεται εδώ λόγος για [δυνατότητα] απόσυρση[ς] της αίτησης, αλλά για ανάκληση της διενεργηθείσας πράξης σε μια όλως ιδιαίτερη περίπτωση.

22      Εξάλλου, με την απόφασή του της 9ης Νοεμβρίου 1989 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 75/88, 146/88 και 147/88, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διέκρινε σαφώς μεταξύ δύο διαφορετικών εννόμων τάξεων στις οποίες εντάσσονται, αντίστοιχα, οι αποφάσεις που αφορούν, αφενός, τον υπολογισμό του ασφαλιστικού ισοδυνάμου και, αφετέρου, τη μετατροπή του κεφαλαίου αυτού σε συντάξιμα έτη, και οι οποίες [υπόκεινται] στους δικαστικούς ελέγχους που προσιδιάζουν σε κάθε έννομη τάξη. Από αυτό συνάγεται ότι η θεωρητική δυνατότητα της απόσυρσης της αίτησης την οποία προβλέπει η βελγική νομοθεσία είναι ανενεργή εφόσον δεν την προβλέπει η κοινοτική νομοθεσία. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση.

23      Υπό τις συνθήκες αυτές, μου είναι αδύνατο να σας επιτρέψω να αποσύρετε την ήδη διεκπεραιωθείσα αίτηση και να υποβάλετε νέα αίτηση για μεταφορά η οποία έχει ήδη δεόντως ολοκληρωθεί.’’

24      Στις 22 Απριλίου 2005, ο [Ε. Genette], μέσω του δικηγόρου του, υπέβαλε στην Επιτροπή διοικητική ένσταση βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ κατά της επίδικης απόφασης.

25      Στις 10 Ιουνίου 2005, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ Διοίκησης και Προσωπικού έλαβε, υπό την ιδιότητα της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής […], απόφαση «σε απάντηση στις αιτήσεις και διοικητικές ενστάσεις πλειόνων υπαλλήλων σχετικά με τη μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από το βελγικό συνταξιοδοτικό σύστημα στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα», που κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και με τηλεομοιοτυπία στις 14 Ιουνίου 2005 […]».

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

13      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 26 Σεπτεμβρίου 2005, ο Ε. Genette άσκησε προσφυγή, με αίτημα την ακύρωση τόσο της από 25 Ιανουαρίου 2005 αποφάσεως του προϊσταμένου της μονάδας «Συντάξεις» του Γραφείου Διαχείρισης και Εκκαθάρισης Ατομικών Δικαιωμάτων (ΓΔΕΑΔ) (στο εξής: απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2005) όσο και της από 10 Ιουνίου 2005 αποφάσεως του γενικού διευθυντή της γενικής διευθύνσεως (ΓΔ) Διοίκησης και Προσωπικού (στο εξής: απόφαση της 10ης Ιουνίου 2005). Η προσφυγή αυτή πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου με αριθμό υπόθεσης Τ-361/05.

14      Με διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 2005, το Πρωτοδικείο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 3, της απόφασης 2004/752/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 2ας Νοεμβρίου 2004, για την ίδρυση Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 333, σ. 7), παρέπεμψε την υπό κρίση υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ). Κατόπιν αυτού, η προσφυγή πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του με αριθμό υπόθεσης F‑92/05.

15      Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 8 Μαΐου 2006, το Βασίλειο του Βελγίου ζήτησε να παρέμβει στη διαδικασία προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής. Κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 115, παράγραφος 1, και 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, που έχει εφαρμογή mutatis mutandis στο Δικαστήριο ΔΔ, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 4, της απόφασης 2004/752, έως την έναρξη της ισχύος του δικού του Κανονισμού Διαδικασίας, ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Δικαστηρίου ΔΔ δέχθηκε την παρέμβαση αυτή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, με διάταξη της 29ης Ιουνίου 2006.

16      Το Δικαστήριο ΔΔ ακύρωσε την απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2005 με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του.

17      Το Δικαστήριο ΔΔ απέρριψε, κατ’ αρχάς, την προβληθείσα ένσταση απαραδέκτου με την οποία η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι η προσφυγή είχε ασκηθεί μετά την εκπνοή της προθεσμίας του άρθρου 91, παράγραφος 3, του ΚΥΚ.

18      Ακολούθως, έκρινε ότι τα αιτήματα περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 10ης Ιουνίου 2005, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση που είχε υποβάλει, στις 22 Απριλίου 2005, ο Ε. Genette κατά της αποφάσεως της 25ης Ιανουαρίου 2005, δεν είχαν αυτοτελές περιεχόμενο σε σχέση με τα αιτήματα περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 25ης Ιανουαρίου 2005 και, επομένως, είχαν ως μοναδικό αντικείμενο την ακύρωση της τελευταίας αυτής αποφάσεως.

19      Το Δικαστήριο ΔΔ εξέτασε, πρώτον, τα αιτήματα περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 25ης Ιανουαρίου 2005, στο μέτρο που αφορούσαν την άρνηση της Επιτροπής να επιτρέψει στον Ε. Genette να αποσύρει την αίτηση στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα των δικαιωμάτων που απέκτησε στο πλαίσιο των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων. Με τις σκέψεις 42 έως 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο ΔΔ ερμήνευσε κατ’ αρχάς τα αιτήματα που υπέβαλε συναφώς ο Ε. Genette. Κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ, η μεταφορά στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα των δικαιωμάτων που αποκτούνται στο πλαίσιο εθνικών συνταξιοδοτικών συστημάτων συνιστά πράξη η οποία περιλαμβάνει δύο διαδοχικές μονομερείς αποφάσεις λαμβανόμενες, μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου και στο πλαίσιο δέσμιας αρμοδιότητας, αφενός, από τον οργανισμό ή τους οργανισμούς διαχειρίσεως των οικείων εθνικών συνταξιοδοτικών συστημάτων και, αφετέρου, από το κοινοτικό όργανο. Δεδομένου ότι, δυνάμει του άρθρου 9 του νόμου του 1991, η ανάκληση των αποφάσεων που λαμβάνουν οι οργανισμοί διαχειρίσεως των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων επέρχεται αυτοδικαίως μετά από σχετική αίτηση του ενδιαφερομένου, εφόσον δεν έχει πραγματοποιηθεί υποκατάσταση κατά την έννοια του άρθρου 11 του νόμου αυτού, το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε ότι η μεταφορά των δικαιωμάτων ματαιώνεται, εφόσον ανακληθεί και η απόφαση του οργάνου περί καθορισμού των συνταξίμων ετών που αντιστοιχούν στο κοινοτικό σύστημα και, επομένως, η σύμφωνη γνώμη του οργάνου, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 9 του νόμου του 1991, δεν μπορεί να αφορά παρά την ανάκληση της απόφασης που λαμβάνει το όργανο κατά τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο ΔΔ αποφάνθηκε ότι τα αιτήματα του Ε. Genette που αφορούσαν την άρνηση της Επιτροπής να του επιτρέψει να αποσύρει την από 13 Ιουλίου 2001 αίτησή του έπρεπε να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι Ε. Genette ζήτησε να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής να μην ανακαλέσει τις αποφάσεις που εξέδωσε στις 11 Ιουνίου και στις 26 Αυγούστου 2002.

20      Στη συνέχεια, το Δικαστήριο ΔΔ εξέτασε, στις σκέψεις 55 έως 93 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ζήτημα του παραδεκτού των αιτημάτων περί ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής να μην ανακαλέσει τις αποφάσεις που εξέδωσε στις 11 Ιουνίου και στις 26 Αυγούστου 2002. Το Δικαστήριο ΔΔ τόνισε, κατ’ αρχάς, ότι η υποβολή της αιτήσεως ανακλήσεως των εν λόγω αποφάσεων, μολονότι πραγματοποιήθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, μπορούσε να δικαιολογηθεί από την επέλευση νέου και ουσιώδους πραγματικού περιστατικού και, συγκεκριμένα, της διαδοχικής θέσεως σε ισχύ του νόμου του 2003 και του άρθρου 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του νέου ΚΥΚ. Οι νέες αυτές διατάξεις μετέβαλαν τη νομική κατάσταση του Ε. Genette, όσον αφορά τη μεταφορά στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα των δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει στο πλαίσιο των βελγικών συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, και δικαιολογούσαν την επανεξέταση των αποφάσεων της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002. Πράγματι, η ερμηνεία κατά την οποία ο Ε. Genette δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των νέων αυτών διατάξεων θα είχε ως συνέπεια την αδικαιολόγητη, υπό το πρίσμα του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII τόσο του παλαιού όσο και του νέου ΚΥΚ, διαφορετική μεταχείριση των υπαλλήλων που έχουν μεταφέρει στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα τα αποκτηθέντα στο πλαίσιο των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων δικαιώματά τους σε σχέση με τους υπαλλήλους εκείνους που δεν τα έχουν μεταφέρει. Επιπλέον, η αναδρομική εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων σε ορισμένες πολύ συγκεκριμένες κατηγορίες υπαλλήλων, και όχι στον Ε. Genette, θα έθετε υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της διαφορετικής αυτής μεταχειρίσεως, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

21      Το Δικαστήριο ΔΔ εκτίμησε, ακολούθως, ότι η από 31 Οκτωβρίου 2004 αίτηση, με την οποία ζητήθηκε η επανεξέταση των αποφάσεων της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002, υποβλήθηκε σε εύλογο χρόνο από την ημερομηνία κατά την οποία ο Ε. Genette έλαβε επακριβώς γνώση του νέου και ουσιώδους πραγματικού περιστατικού που τη δικαιολογούσε. Συνεπώς, έκρινε παραδεκτά τα αιτήματα περί ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής να μην ανακαλέσει τις από 11 Ιουνίου και 26 Αυγούστου 2002 αποφάσεις της.

22      Τέλος, το Δικαστήριο ΔΔ δέχθηκε τον πρώτο και τον τρίτο από τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε ο Ε. Genette, περί νομικής πλάνης κατά την αιτιολόγηση της αποφάσεως της 25ης Ιανουαρίου 2005, στο μέτρο που η Επιτροπή θεώρησε, αφενός, ότι η μεταφορά στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα των δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει ο Ε. Genette στο πλαίσιο των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων κατέστη αμετάκλητη από της εκ μέρους του ενδιαφερομένου αποδοχής των προγενεστέρων αποφάσεών της και, αφετέρου, ότι η μεταφορά αυτή δεν μπορούσε πλέον να ανακληθεί ελλείψει ρητής διατάξεως του κοινοτικού δικαίου που να το επιτρέπει.

23      Όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε, με τις σκέψεις 103 έως 110 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομική πλάνη κατά την αιτιολόγηση της από 25 Ιανουαρίου 2005 αποφάσεώς της, καθόσον στήριξε την άρνησή της να ανακαλέσει τις αποφάσεις της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 στην εκτίμηση ότι η ρητή αποδοχή τους από τον Ε. Genette τις είχε καταστήσει οριστικές. Πράγματι, κατά το Δικαστήριο ΔΔ, η αποδοχή εκ μέρους του ενδιαφερομένου μπορεί μεν να επέτρεψε να τεθούν σε ισχύ οι δύο αυτές αποφάσεις, πλην όμως μόνον η λήξη των προθεσμιών των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ θα είχε ως συνέπεια να καταστούν οι εν λόγω αποφάσεις απρόσβλητες.

24      Όσον αφορά τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε, με τις σκέψεις 118 έως 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή εκτίμησε εσφαλμένως την έκταση της αρμοδιότητας που της απονέμει το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII τόσο του παλαιού όσο και του νέου ΚΥΚ και, ως εκ τούτου, υπέπεσε σε νομική πλάνη κατά την αιτιολόγηση της αποφάσεως της 25ης Ιανουαρίου 2005. Ελλείψει ειδικής διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ανάκληση οποιασδήποτε ατομικής πράξεως που γεννά δικαιώματα πρέπει να εφαρμοστεί και στην περίπτωση της ανακλήσεως αποφάσεως περί μεταφοράς στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο εθνικών συνταξιοδοτικών συστημάτων. Αφού έκρινε ότι η ανάκληση των αποφάσεων της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 δεν μπορούσε, αυτή καθαυτή, να θίξει τα δικαιώματα των βελγικών ασφαλιστικών φορέων, το Δικαστήριο ΔΔ κατέληξε ότι τίποτε δεν εμπόδιζε, εν προκειμένω, την Επιτροπή να προχωρήσει σε αυτή την ανάκληση, όπως είχε ζητήσει ο Ε. Genette.

25      Με τις σκέψεις 137 και 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο ΔΔ εξέτασε, δεύτερον, τα αιτήματα περί ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής να μην επιτρέψει στον Ε. Genette να υποβάλει νέα αίτηση στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα των δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει στο πλαίσιο των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων. Το Δικαστήριο ΔΔ αποφάνθηκε ότι έπρεπε να ακυρωθεί και αυτή, καθόσον στηριζόταν στους ίδιους λόγους που περιείχε η βαρυνόμενη με νομική πλάνη αιτιολογία της αποφάσεώς της να μην ανακαλέσει τις αποφάσεις της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002.

 Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

 Η διαδικασία

26      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 26 και στις 29 Μαρτίου 2007, το Βασίλειο του Βελγίου και η Επιτροπή άσκησαν τις υπό κρίση αναιρέσεις στις υποθέσεις T‑90/07 P και T‑99/07 P αντιστοίχως.

27      Ο Ε. Genette κατέθεσε τα υπομνήματά του αντικρούσεως, για τη μεν υπόθεση T‑90/07 P στις 30 Ιουνίου 2007, για τη δε υπόθεση T‑99/07 P στις 3 Ιουλίου 2007. Το Βασίλειο του Βελγίου και η Επιτροπή παραιτήθηκαν, με επιστολές τους προς το Πρωτοδικείο, του δικαιώματός τους να υποβάλουν υπόμνημα αντικρούσεως, το μεν στις 3 Μαΐου 2007 όσον αφορά την υπόθεση T‑90/07 P, η δε στις 8 Μαΐου 2007 όσον αφορά την υπόθεση T‑99/07 P.

28      Με έγγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, η μεν Επιτροπή στις 13 Ιουλίου 2007 για την υπόθεση T‑99/07 P, το δε Βασίλειο του Βελγίου στις 17 Ιουλίου 2007 για την υπόθεση T‑90/07 P, ζήτησαν να τους επιτραπεί να υποβάλουν υπόμνημα απαντήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 143 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Με αποφάσεις της 25ης και της 30ής Ιουλίου αντιστοίχως, ο πρόεδρος του τμήματος αναιρέσεων δέχθηκε τις αιτήσεις αυτές, διευκρινίζοντας εντούτοις ότι τα οικεία υπομνήματα θα έπρεπε να αφορούν αποκλειστικώς και μόνο ζητήματα του παραδεκτού. Τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως υποβλήθηκαν εμπροθέσμως.

29      Η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2007 για την υπόθεση T‑99/07 P και στις 28 Ιανουαρίου 2008 για την υπόθεση T‑90/07 P.

30      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 29 Ιανουαρίου 2008, η Επιτροπή ενημέρωσε ότι επιθυμούσε να αναπτύξει προφορικώς τις παρατηρήσεις της επί της υποθέσεως T‑99/07 P, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει το άρθρο 146 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Με έγγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, το Βασίλειο του Βελγίου διατύπωσε παρόμοιο αίτημα σε σχέση με αμφότερες τις υποθέσεις T‑99/07 P και T‑90/07 P. Με τα ίδια έγγραφα, το Βασίλειο του Βελγίου ζήτησε επίσης να συνεκδικασθούν οι υποθέσεις T‑99/07 P και T‑90/07 P προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 50 και 144 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Η Επιτροπή και ο Ε. Genette υπέβαλαν τις παρατηρήσεις επί της εν λόγω αιτήσεως συνεκδικάσεως, με έγγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 29 Φεβρουαρίου και στις 11 Μαρτίου 2008 αντιστοίχως.

31      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τμήμα αναιρέσεων) αποφάσισε να διεξαγάγει προφορική διαδικασία σε αμφότερες τις υποθέσεις T‑99/07 P και T‑90/07 P. Με διάταξη του προέδρου του τμήματος αναιρέσεων της 4ης Ιουλίου 2008, οι δύο υποθέσεις συνενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

32      Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπουν τα άρθρα 64 και 144 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το Πρωτοδικείο κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν σε διάφορες γραπτές ερωτήσεις. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

 Αιτήματα των διαδίκων

33      Το Βασίλειο του Βελγίου ζητεί από το Πρωτοδικείο να αναιρέσει την απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ.

34      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–       να αναιρέσει την απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ·

–      να κρίνει απαράδεκτη την προσφυγή που άσκησε ο Ε. Genette ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ·

–      επικουρικώς, να κρίνει την προσφυγή αυτή αβάσιμη και

–      να αποφανθεί ότι κάθε διάδικος –δηλαδή, αφενός, η ίδια και, αφετέρου, ο Ε. Genette– φέρει τα δικαστικά του έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

35      Ο Ε. Genette ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–      να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως·

–      επικουρικώς, να δεχθεί τα αιτήματα που υπέβαλε πρωτοδίκως και

–      να καταδικάσει το Βασίλειο του Βελγίου και την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

36      Ο Ε. Genette ζητεί, κυρίως, να κριθούν απαράδεκτες αμφότερες οι αιτήσεις αναιρέσεως, καθόσον το Βασίλειο του Βελγίου και η Επιτροπή δεν ζήτησαν, ή τουλάχιστον δεν ζήτησαν προσηκόντως, την ολική ή μερική αποδοχή των αιτημάτων που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, όπως απαιτεί το άρθρο 139, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

37      Όσον αφορά την υπόθεση T‑90/07 P, ο Ε. Genette ισχυρίζεται ότι το Βασίλειο του Βελγίου ζήτησε απλώς και μόνο την αναίρεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου ΔΔ. Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως στερείται πρακτικής αποτελεσματικότητας, καθόσον, αν γίνει δεκτή, το Δικαστήριο ΔΔ ή το Πρωτοδικείο δεν θα είναι σε θέση, ελλείψει σχετικού αιτήματος, να δεχθεί τα αιτήματα που υπέβαλε το Βασίλειο του Βελγίου πρωτοδίκως, όπως αυτά προκύπτουν από τη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, κατά τον Ε. Genette, το κενό αυτό δεν μπορεί να καλυφθεί με παραπομπή στα αιτήματα που υποβάλλει η Επιτροπή στην υπόθεση T‑99/07 P, όπως προτείνει το Βασίλειο του Βελγίου.

38      Όσον αφορά την υπόθεση T‑99/07 P, ο Ε. Genette ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν διατύπωσε προσηκόντως τα αιτήματά της σχετικά με τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στη διαφορά σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου ΔΔ από το Πρωτοδικείο. Συγκεκριμένα, ο Ε. Genette υποστηρίζει ότι τα αιτήματα της Επιτροπής που έχουν ως αντικείμενο να κριθεί απαράδεκτη ή, επικουρικώς, αβάσιμη η προσφυγή που αυτός άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ είναι απορριπτέα ως απαράδεκτα, καθόσον πρόκειται για νέα αιτήματα που τροποποιούν το αντικείμενο της ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ διαφοράς. Κατά τον Ε. Genette, ελλείψει παραδεκτών αιτημάτων της Επιτροπής με αντικείμενο την αποδοχή των αιτημάτων που είχε υποβάλει πρωτοδίκως, η έκδοση αποφάσεως του Πρωτοδικείου επί του αιτήματος περί αναιρέσεως που υποβάλλει ενώπιόν του το κοινοτικό αυτό όργανο θα εστερείτο σημασίας και θα αντέβαινε στην αρχή της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, οπότε η ασκηθείσα αναίρεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

39      Το Βασίλειο του Βελγίου και η Επιτροπή ζητούν την απόρριψη της ενστάσεως απαραδέκτου που προβάλλει ο Ε. Genette κατά των αιτήσεών τους αναιρέσεως.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

40      Το γεγονός ότι οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως δεν περιέχουν αιτήματα με αντικείμενο την ολική ή μερική αποδοχή αιτημάτων που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, κατά την έννοια του άρθρου 139, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, δεν σημαίνει ότι είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, δεδομένου ότι περιέχουν αίτημα περί αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου ΔΔ, σύμφωνα με το άρθρο 139, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού αυτού.

41      Πράγματι, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως διατηρεί και υπ’ αυτές τις συνθήκες την πρακτική της αποτελεσματικότητα, στο μέτρο που, αν το Πρωτοδικείο δεχθεί το αίτημα αυτό των αναιρεσειουσών, δεν θα περατώσει τη δίκη, αλλά θα επαναφέρει τους διαδίκους στην προ της εκδόσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κατάστασή τους. Το δικαστήριο που θα κληθεί να αποφανθεί οριστικώς επί της διαφοράς, είτε πρόκειται για το Δικαστήριο ΔΔ είτε για το ίδιο το Πρωτοδικείο, ανάλογα με τον τρόπο που αυτό θα κάνει χρήση της ευχέρειας που του παρέχει το άρθρο 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου, θα πρέπει να λάβει υπόψη τα αιτήματα που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως είτε για να τα δεχθεί εν όλω ή εν μέρει είτε για να τα απορρίψει, χωρίς όμως η τυχόν απόρριψή τους να μπορεί να στηριχθεί στο γεγονός ότι δεν διατυπώθηκαν εκ νέου ενώπιόν του (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, C‑12/05 P, Meister κατά ΓΕΕΑ, δεν δημοσιεύθηκε στη Συλλογή, σκέψη 107).

42      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το Βασίλειο του Βελγίου ζήτησε την αναίρεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου ΔΔ. Αν το Πρωτοδικείο δεχθεί το αίτημα και αναιρέσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση αυτή, το δικαστήριο που θα κληθεί να αποφανθεί οριστικώς επί της διαφοράς θα πρέπει να λάβει υπόψη του τα αιτήματα που το Βασίλειο του Βελγίου υπέβαλε πρωτοδίκως προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

43      Δεν αμφισβητείται επίσης ότι η Επιτροπή υπέβαλε εγκύρως αίτημα περί αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου ΔΔ, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν, όπως ισχυρίζεται ο Ε. Genette, η αίτησή της αναιρέσεως δεν περιείχε τα ίδια αιτήματα με εκείνα που υπέβαλε πρωτοδίκως. Επομένως, αν το Πρωτοδικείο δεχθεί το αίτημα και αναιρέσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση αυτή, το δικαστήριο που θα κληθεί να αποφανθεί οριστικώς επί της διαφοράς θα πρέπει να λάβει υπόψη του τα αιτήματα που υπέβαλε πρωτοδίκως η Επιτροπή, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς που προβάλλονται το πρώτον κατ’ αναίρεση προς στήριξη των αιτημάτων αυτών (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουνίου 1994, C‑136/92 P, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ., C‑136/92 P, Συλλογή 1994, σ. I‑1981, σκέψη 59).

44      Συνεπώς, οι εντάσεις απαραδέκτου που προβάλλει ο Ε. Genette κατά των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως είναι απορριπτέες.

 Επί της ουσίας

45      Στην υπόθεση T‑90/07 P, το Βασίλειο του Βελγίου προβάλλει τέσσερις λόγους προς στήριξη του αιτήματός του περί αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου ΔΔ. Ο πρώτος λόγος αντλείται, κυρίως, από αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου ΔΔ να εκτιμήσει το παραδεκτό της υποβληθείσας στις 31 Οκτωβρίου 2004 αιτήσεως βάσει του βελγικού δικαίου και, επικουρικώς, από νομική πλάνη κατά την ερμηνεία που δόθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στις διατάξεις του βελγικού δικαίου. Ο δεύτερος λόγος αφορά νομικά σφάλματα τα οποία, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, βαρύνουν την εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ ότι ήταν ακυρωτέα η απόφαση της Επιτροπής να μην επιτρέψει στον Ε. Genette να υποβάλει νέα αίτηση. Ο τρίτος λόγος αντλείται από νομικά σφάλματα στα οποία υπέπεσε το Δικαστήριο ΔΔ, καθόσον έκρινε παραδεκτά τα αιτήματα περί ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής να μην ανακαλέσει τις αποφάσεις της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002. Τέλος, ο τέταρτος λόγος αφορά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

46      Στην υπόθεση T‑99/07 P, η Επιτροπή στηρίζει το αίτημά της περί αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου ΔΔ σε τέσσερις λόγους. Η Επιτροπή ισχυρίζεται, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ότι το Δικαστήριο ΔΔ αποφάνθηκε ultra petita, καθόσον τροποποίησε το αντικείμενο της διαφοράς. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου ΔΔ και από προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας. Ο τρίτος λόγος αφορά, κατ’ ουσίαν, νομικά σφάλματα στα οποία υπέπεσε το Δικαστήριο ΔΔ κατά την εκτίμηση των συνεπειών που είχε η εκ μέρους του Ε. Genette αποδοχή των προτάσεων που διατύπωσε η Επιτροπή με τις αποφάσεις της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002. Τέλος, ο τέταρτος λόγος αντλείται, κυρίως, από παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του παλαιού ΚΥΚ, επικουρικώς, από παράβαση των κανόνων που διέπουν την ανάκληση των ατομικών αποφάσεων που γεννούν δικαιώματα, από αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου ΔΔ, από παραβίαση της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και από πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά και, έτι επικουρικότερον, από νομική πλάνη στην οποία υπέπεσε το Δικαστήριο ΔΔ, καθόσον ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής να μην ανακαλέσει τις από 11 Ιουνίου και 26 Αυγούστου 2002 αποφάσεις της.

47      Το Πρωτοδικείο εκτιμά εν προκειμένω ότι χάριν της ορθής απονομής της δικαιοσύνης πρέπει να εξετάσει, κατ’ αρχάς, τον πρώτο λόγο αναιρέσεως που προβάλλει το Βασίλειο του Βελγίου στην υπόθεση T‑90/07 P, ο οποίος αντλείται, κυρίως, από αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου ΔΔ να ελέγξει, βάσει του βελγικού δικαίου, το παραδεκτό της υποβληθείσας στις 31 Οκτωβρίου 2004 αιτήσεως και, επικουρικώς, από νομική πλάνη κατά την ερμηνεία που δόθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στις διατάξεις του βελγικού δικαίου, καθώς και τον πρώτο λόγο αναιρέσεως που προβάλλει η Επιτροπή στην υπόθεση T‑99/07 P, με τον οποίο η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο ΔΔ αποφάνθηκε ultra petita, καθόσον τροποποίησε το αντικείμενο της διαφοράς.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως που προβάλλει το Βασίλειο του Βελγίου στην υπόθεση T‑90/07 P, ο οποίος αντλείται, κυρίως, από αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου ΔΔ να εκτιμήσει βάσει του βελγικού δικαίου το παραδεκτό της υποβληθείσας στις 31 Οκτωβρίου 2004 αιτήσεως και, επικουρικώς, από νομική πλάνη κατά την ερμηνεία που δόθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στις διατάξεις του βελγικού δικαίου

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

48      Το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι το Δικαστήριο ΔΔ υπερέβη τα όρια της αρμοδιότητάς του, καθόσον εκτίμησε το παραδεκτό της υποβληθείσας στις 31 Οκτωβρίου 2004 αιτήσεως και, επομένως, της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιόν του, βάσει του άρθρου 9 του νόμου του 1991 και του άρθρου 194 του νόμου του 2006. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ερμήνευσε εσφαλμένως τους κανόνες περί της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ της κοινοτικής και της βελγικής έννομης τάξεως.

49      Κατά το Βασίλειο του Βελγίου, το Δικαστήριο ΔΔ υπέπεσε επίσης σε νομική πλάνη κατά την ερμηνεία τόσο του άρθρου 9 του νόμου του 1991, ως είχε πριν την έναρξη της ισχύος του νόμου του 2006, όσο και του άρθρου 194 του τροποποιητικού αυτού νόμου, καθόσον, στηριζόμενο στις εν λόγω διατάξεις, έκρινε παραδεκτή την υποβληθείσα στις 31 Οκτωβρίου 2004 αίτηση και, ως εκ τούτου, την προσφυγή που ασκήθηκε ενώπιόν του. Το Βασίλειο του Βελγίου ισχυρίζεται ότι η αίτηση αυτή έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να εξεταστεί βάσει του άρθρου 9 του νόμου του 1991, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον νόμο του 2006, από το οποίο προκύπτει ρητώς ότι ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος έχει το δικαίωμα να αποσύρει την αίτησή του μόνο σε περίπτωση πρόωρης αποχωρήσεώς του από την υπηρεσία, όπως προβλέπει το άρθρο 77 του ΚΥΚ.

50      Τέλος, το Βασίλειο του Βελγίου ζητεί την απόρριψη της ενστάσεως απαραδέκτου που προβάλλει ο Ε. Genette κατά του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως.

51      Ο Ε. Genette ζητεί, κυρίως, να απορριφθεί αυτός ο λόγος ως αβάσιμος κατά το μέτρο που προβάλλεται αιτίαση περί αναρμοδιότητας και ως απαράδεκτος ή, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμος κατά το μέτρο που προβάλλεται αιτίαση περί νομικής πλάνης.

52      Κατά τον Ε. Genette, η αιτίαση περί αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου ΔΔ να ερμηνεύσει το βελγικό δίκαιο είναι αβάσιμη, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, ο κοινοτικός δικαστής είναι αρμόδιος να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο, οσάκις από την ερμηνεία αυτή εξαρτάται η εφαρμογή ενός κανόνα του ΚΥΚ και, επομένως, η νομιμότητα αποφάσεως που λαμβάνει η Επιτροπή.

53      Όσον αφορά την αιτίαση περί εσφαλμένης ερμηνείας του βελγικού δικαίου, ο Ε. Genette υποστηρίζει ότι είναι αβάσιμη, στο μέτρο που επαναλαμβάνεται ένας ισχυρισμός ο οποίος προβλήθηκε και απορρίφθηκε πρωτοδίκως. Επικουρικώς, υποστηρίζει ότι η αιτίαση αυτή είναι απορριπτέα ως αβάσιμη ή, εν πάση περιπτώσει, ως αλυσιτελής. Συγκεκριμένα, η αιτίαση είναι αβάσιμη, καθόσον το Δικαστήριο ΔΔ ερμήνευσε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το άρθρο 9 του νόμου του 1991 σύμφωνα με τις εφαρμοστέες αρχές του κοινοτικού δικαίου και λαμβανομένης υπόψη της προθέσεως του Βέλγου νομοθέτη. Εν πάση περιπτώσει, η αιτίαση αυτή είναι αλυσιτελής διότι αφορά σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως τις οποίες το Δικαστήριο ΔΔ εξέθεσε ως εκ περισσού, και όχι το κυρίως σκεπτικό της αποφάσεως αυτής.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

54      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, το Βασίλειο του Βελγίου βάλλει κατ’ ουσίαν κατά των σκέψεων 49 και 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τις οποίες το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε, βάσει του άρθρου 9 του νόμου του 1991, ότι, μέχρις ότου πραγματοποιηθεί η υποκατάσταση, η ανάκληση των αποφάσεων των οργανισμών διαχειρίσεως των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων επέρχεται αυτοδικαίως κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου και, συνεπώς, κατέληξε ότι, εν προκειμένω, η μεταφορά στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα των δικαιωμάτων που απέκτησε ο Ε. Genette στο πλαίσιο των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων θα ματαιωνόταν αν ανακαλούνταν οι αποφάσεις της Επιτροπής της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002. Όπως τονίζει το Βασίλειο του Βελγίου, η διαπίστωση αυτή ήταν αποφασιστικής σημασίας για την εκ μέρους του Δικαστηρίου ΔΔ εκτίμηση του αντικειμένου και, εν τέλει, του παραδεκτού της προσφυγής που άσκησε ενώπιόν του ο Ε. Genette, η οποία είχε ως κύριο αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής να μην του επιτρέψει να αποσύρει την υποβληθείσα στις 13 Ιουλίου 2001 αίτησή του, καθόσον η ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής να μην του επιτρέψει να υποβάλει νέα αίτηση αποτελούσε απλώς και μόνο συνέπεια της ακυρώσεως της αποφάσεώς της να μην του επιτρέψει να αποσύρει την προηγούμενη αίτησή του, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σημείου 1 του διατακτικού και της σκέψεως 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, το Δικαστήριο ΔΔ, στηριζόμενο σε αυτήν ακριβώς τη διαπίστωση, έκρινε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του ότι το κύριο αντικείμενο της προσφυγής ακυρώσεως της από 25 Ιανουαρίου 2005 αποφάσεως ήταν η ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής να μην ανακαλέσει τις αποφάσεις της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002.

55      Από τη διαπίστωση κατά της οποίας στρέφεται αυτός ο λόγος αναιρέσεως προκύπτει ότι, κατά την εκτίμηση του αντικειμένου και, ως εκ τούτου, του παραδεκτού των αιτημάτων του Ε. Genette περί ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής να μην του επιτρέψει να αποσύρει την αίτηση που είχε υποβάλει στις 13 Ιουλίου 2001, το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε εμμέσως πλην σαφώς ότι οι αποφάσεις του Inasti και του ONP περί καθορισμού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία απέκτησε ο Ε. Genette έναντι των βελγικών ασφαλιστικών φορέων θα μπορούσαν να ανακληθούν αυτοδικαίως, στη βελγική έννομη τάξη, αν η Επιτροπή είχε λάβει [διαφορετική] απόφαση επί της υποβληθείσας στις 31 Οκτωβρίου 2004 αιτήσεως.

56      Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του παλαιού ΚΥΚ, το όργανο στο οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος καθορίζει τον αριθμό των συνταξίμων ετών που συνυπολογίζονται για το κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα, βάσει των δικαιωμάτων που αυτός απέκτησε στο πλαίσιο των εθνικών συνταξιοδοτικών συστημάτων, πριν αναλάβει υπηρεσία στο εν λόγω όργανο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η μοναδική υποχρέωση του κοινοτικού οργάνου συνίσταται στο να μετατρέπει σε συντάξιμα έτη, για το δικό του συνταξιοδοτικό σύστημα, τα καθοριζόμενα από τους οργανισμούς διαχειρίσεως των εθνικών συνταξιοδοτικών συστημάτων δικαιώματα που απέκτησε έναντί τους ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος πριν αναλάβει υπηρεσία στις Κοινότητες. Αντιθέτως, ο καθορισμός των αποκτηθέντων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που πρόκειται να μεταφερθούν εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των οργανισμών διαχειρίσεως εθνικών συνταξιοδοτικών συστημάτων, τους οποίους αφορά η μεταφορά (απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Νοεμβρίου 1989, 75/88, 146/88 και 147/88, Bonazzi-Bertottilli κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 3599, σκέψη 17). Επιπλέον, απόκειται σε κάθε κράτος μέλος να επιλέξει και να εφαρμόσει συγκεκριμένα μέτρα που θα καταστήσουν δυνατή την άσκηση της ευχέρειας που παρέχεται στους υπαλλήλους να μεταφέρουν στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα τα δικαιώματα που απέκτησαν στο πλαίσιο των εθνικών συνταξιοδοτικών συστημάτων (απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Οκτωβρίου 1981, 137/80, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1981, σ. 2393, σκέψη 18).

57      Οι αποφάσεις που αφορούν, αφενός, τον καθορισμό των αποκτηθέντων δικαιωμάτων και, αφετέρου, τη μετατροπή των δικαιωμάτων αυτών σε συντάξιμα έτη που λαμβάνονται υπόψη για το κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα εντάσσονται σε διαφορετικές έννομες τάξεις και η καθεμία από αυτές υπόκειται στον δικαστικό έλεγχο που προσιδιάζει στην αντίστοιχη έννομη τάξη (προπαρατεθείσα στη σκέψη 56 απόφαση Bonazzi-Bertottilli κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 19· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Δεκεμβρίου 1998, T‑233/97, Bang-Hansen κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑625 και II‑1889, σκέψη 39, και της 18ης Μαρτίου 2004, T‑67/02, Radauer κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑89 και II‑395, σκέψη 31). Μόνον οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια είναι αρμόδια να επιλαμβάνονται αιτήσεων ή διαφορών που αφορούν τις αποφάσεις περί καθορισμού των δικαιωμάτων που είχαν αποκτήσει οι κοινοτικοί υπάλληλοι στο πλαίσιο εθνικών συνταξιοδοτικών συστημάτων, οπότε οι ενδιαφερόμενοι κοινοτικοί υπάλληλοι οφείλουν να υποβάλλουν τέτοιες αιτήσεις ή διαφορές ενώπιον των εθνικών αρχών και δικαστηρίων, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

58      Εν προκειμένω, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι κατόπιν της υποβληθείσας στις 13 Ιουλίου 2001 αιτήσεως, οι οργανισμοί διαχειρίσεως των οικείων βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων, ήτοι τα Inasti και ONP, στηρίχθηκαν στις διατάξεις του τότε ισχύοντος νόμου του 1991 για να εκδώσουν τις αποφάσεις περί καθορισμού των δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει έναντί τους ο Ε. Genette. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο ΔΔ με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η από 31 Οκτωβρίου 2004 αίτηση είχε ως αντικείμενο, μεταξύ άλλων, την κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9 του νόμου του 1991 ανάκληση των αποφάσεων των Inasti και ONP περί καθορισμού των αποκτηθέντων στο πλαίσιο των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων δικαιωμάτων του Ε. Genette, πρόκειται για ζήτημα που άπτεται της βελγικής έννομης τάξεως και εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των βελγικών αρχών ή δικαστηρίων.

59      Επομένως, το Δικαστήριο ΔΔ υπερέβη τα όρια της αρμοδιότητάς του, καθόσον διαπίστωσε ότι οι αποφάσεις των Inasti και ONP περί καθορισμού των δικαιωμάτων που απέκτησε ο Ε. Genette στο πλαίσιο των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων θα ανακαλούνταν αυτοδικαίως στη βελγική έννομη τάξη δυνάμει του άρθρου 9 του νόμου του 1991, αν η Επιτροπή είχε λάβει [διαφορετική] απόφαση επί της αιτήσεως της 31ης Οκτωβρίου 2004.

60      Συνεπώς, το Δικαστήριο ΔΔ έθιξε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του τις αποκλειστικές αρμοδιότητες του Βασιλείου του Βελγίου, καθόσον, προκειμένου να αναπροσδιορίσει το κύριο αντικείμενο του υποβληθέντος ενώπιόν του αιτήματος περί ακυρώσεως, υπό την έννοια ότι αφορούσε την άρνηση της Επιτροπής να ανακαλέσει τις από 11 Ιουνίου και 26 Αυγούστου 2002 αποφάσεις της, διαπίστωσε ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9 του νόμου του 1991, οι αποφάσεις των Inasti και ONP περί καθορισμού των δικαιωμάτων που απέκτησε ο Ε. Genette στο πλαίσιο των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων θα ανακαλούνταν αυτοδικαίως σε περίπτωση που και η Επιτροπή ανακαλούσε τις δύο αυτές αποφάσεις της.

61      Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως που προβάλλει το Βασίλειο του Βελγίου στην υπόθεση T‑90/07 P πρέπει να γίνει δεκτός.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση T‑99/07 P, με τον οποίο η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο ΔΔ αποφάνθηκε ultra petita, καθόσον τροποποίησε το αντικείμενο της διαφοράς

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

62      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο ΔΔ αποφάνθηκε ultra petita, κατά το μέτρο που ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής να μην ανακαλέσει τις από 11 Ιουνίου και 26 Αυγούστου 2002 αποφάσεις της. Κατά την Επιτροπή, τόσο από την προσφυγή που άσκησε στις 26 Σεπτεμβρίου 2005 ο Ε. Genette όσο και από την αίτηση και τη διοικητική ένσταση, τις οποίες είχε υποβάλει στις 31 Οκτωβρίου 2004 και στις 22 Απριλίου 2005 αντιστοίχως, προκύπτει σαφώς ότι η ανάκληση των αποφάσεων της Επιτροπής της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 δεν συνιστούσε το κύριο αντικείμενο της προσφυγής του ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ.

63      Ο Ε. Genette ζητεί να απορριφθεί ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως, κυρίως, ως απαράδεκτος και, επικουρικώς, ως αβάσιμος.

64      Ο Ε. Genette ισχυρίζεται, κυρίως, ότι αυτός ο λόγος είναι απαράδεκτος βάσει του άρθρου 139, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, διότι τροποποιεί το αντικείμενο της ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ διαφοράς. Εξάλλου, η ίδια η Επιτροπή ισχυρίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ ότι η προσφυγή είχε ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεώς της να μην ανακαλέσει τις αποφάσεις της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002.

65      Ο Ε. Genette υποστηρίζει, επικουρικώς, ότι ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως στερείται τόσο νομικού όσο και πραγματικού ερείσματος. Δεδομένου ότι το Δικαστήριο ΔΔ, ακυρώνοντας την απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2005, δέχθηκε τα αιτήματα που υποβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερέβη τα αντικειμενικά όρια της διαφοράς. Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο οριοθέτησε ο ίδιος το αντικείμενο της προσφυγής που άσκησε στον πρώτο βαθμό δεν ασκεί επιρροή, διότι μοναδικό μέλημά του ήταν να μην απορριφθεί η προσφυγή του ως απαράδεκτη. Επιπλέον, στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας, ανέπτυξε και μια επικουρική επιχειρηματολογία, στηριζόμενη στην υπόθεση ότι με την προσφυγή του έβαλλε κατά της αρνήσεως της Επιτροπής να ανακαλέσει τις από 11 Ιουνίου και 26 Αυγούστου 2002 αποφάσεις της. Τέλος, ο Ε. Genette διατείνεται ότι απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του κοινοτικού δικαστή να προσδιορίζει το αντικείμενο της προσφυγής βάσει μιας αντικειμενικής αναλύσεως του περιεχομένου του δικογράφου της, όπως έπραξε εν προκειμένω το Δικαστήριο ΔΔ.

66      Εν πάση περιπτώσει, ο Ε. Genette επισημαίνει ότι το Δικαστήριο ΔΔ όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως και αντικειμενικώς τα –δημοσίας τάξεως– ζητήματα παραδεκτού που έθετε η προσφυγή και ότι δεν δεσμευόταν, συναφώς, από τα επιχειρήματα των διαδίκων. Γι’ αυτόν τον λόγο εκτίμησε αυτοτελώς, εν προκειμένω, το αντικείμενο της προσφυγής.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

67      Κατ’ αρχάς, πρέπει να εξεταστεί η ένσταση απαραδέκτου, με την οποία ο Ε. Genette ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή, προβάλλοντας τον υπό κρίση λόγο αναιρέσεως, επιχειρεί να υποβάλει στην κρίση του Πρωτοδικείου μια διαφορά με ευρύτερο αντικείμενο από εκείνη που εκδίκασε το Δικαστήριο ΔΔ.

68      Όπως προκύπτει από τα άρθρα 225 Α ΕΚ, 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 138, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, στην αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παρατίθενται επακριβώς τα επίμαχα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν με συγκεκριμένο τρόπο το αίτημα περί αναιρέσεως (διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 2008, T‑233/07 P, Lebedef-Caponi κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 24 και 25, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Μαρτίου 2008, T‑107/07 P, Rossi Ferreras κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 26 και 27).

69      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η εκ μέρους του Δικαστηρίου ΔΔ ακύρωση της αποφάσεώς της βαίνει πέραν του ακυρωτικού αιτήματος που υπέβαλε ο Ε. Genette με το δικόγραφο της προσφυγής του. Μολονότι η Επιτροπή τροποποίησε τη θέση της σχετικά με το αντικείμενο της διαφοράς, ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο τίθεται κατ’ ουσίαν υπό αμφισβήτηση ο εκ μέρους του Δικαστηρίου ΔΔ προσδιορισμός του κυρίου αντικειμένου της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιόν του, δεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η Επιτροπή επιχειρεί να υποβάλει στην κρίση του Πρωτοδικείου μια διαφορά με ευρύτερο αντικείμενο από εκείνη που εκδίκασε το Δικαστήριο ΔΔ. Επιπλέον, ο λόγος αναιρέσεως πληροί τις προϋποθέσεις του παραδεκτού του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου και, ως εκ τούτου, πρέπει να κριθεί παραδεκτός.

70      Κατά συνέπεια, η προβληθείσα από τον Ε. Genette ένσταση απαραδέκτου είναι απορριπτέα.

71      Όσον αφορά τη βασιμότητα του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι, βάσει, αφενός, του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται και στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού αυτού, και, αφετέρου, του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων λόγων. Συγκεκριμένα, το δικόγραφο αποτελεί το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, με το οποίο ο προσφεύγων υποχρεούται να καθορίσει το αντικείμενο της διαφοράς (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 25ης Σεπτεμβρίου 1979, 232/78, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 323, και της 6ης Απριλίου 2000, C‑256/98, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2000, σ. I‑2487, σκέψη 31, και διάταξη του Δικαστηρίου της 8ης Νοεμβρίου 2007, C‑242/07 P, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑9757, σκέψη 41).

72      Εξάλλου, ο κοινοτικός δικαστής, δεδομένου ότι δεν μπορεί, οσάκις επιλαμβάνεται προσφυγής ακυρώσεως, να αποφανθεί ultra petita, δεν δύναται να εκδώσει απόφαση περί ακυρώσεως βαίνουσα πέραν του ακυρωτικού αιτήματος που υπέβαλε ο προσφεύγων (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, C‑310/97 P, Επιτροπή κατά AssiDomän Kraft Products κ.λπ., Συλλογή 1999, σ. I‑5363, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

73      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 40 και 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο Ε. Genette ισχυρίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ ότι «το αντικείμενο του αιτήματός του δεν [ήταν] η ανάκληση των αποφάσεων της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002, αλλά το να του επιτρέψει η Επιτροπή να αποσύρει την αίτηση που υπέβαλε [στις 13 Ιουλίου] 2001 για μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει στο πλαίσιο των βελγικών συστημάτων» και ότι «οι αποφάσεις της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 θα εξακολουθούσαν να ισχύουν ως [είχαν] έστω και αν η Επιτροπή δεχόταν το αίτημά του». Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο ίδιος ο Ε. Genette παραδέχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ ότι η ανάκληση των αποφάσεων της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 ήταν αδύνατη σε εκείνο το στάδιο και ότι, εν πάση περιπτώσει, θα μπορούσε να επέλθει μόνον υπό μια προϋπόθεση που δεν συνέτρεχε τότε, ότι δηλαδή οι βελγικές αρχές, ενδεχομένως κατόπιν προσφυγής ενώπιον των βελγικών δικαστηρίων, θα εξέδιδαν βάσει του νόμου του 2003 νέες αποφάσεις περί καθορισμού των δικαιωμάτων που θα μεταφέρονταν στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα. Συνεπώς, ο Ε. Genette υποστήριξε ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ ότι τα αιτήματά του περί ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής να μην του επιτρέψει να αποσύρει την από 13 Ιουλίου 2001 αίτησή του δεν μπορούσαν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι ζητούσε την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής να μην ανακαλέσει τις αποφάσεις της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002.

74      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Δικαστήριο ΔΔ, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε με τη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορούσε να αναπροσδιορίσει το κύριο αντικείμενο της προσφυγής ακυρώσεως που ασκήθηκε ενώπιόν του, υπό την έννοια ότι αφορούσε την άρνηση της Επιτροπής να ανακαλέσει τις από 11 Ιουνίου και 26 Αυγούστου 2002 αποφάσεις της (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου 29 Νοεμβρίου 2007, C‑176/06 P, Stadtwerke Schwäbisch Hall κ.λπ. κατά Επιτροπής, δεν δημοσιεύθηκε στη Συλλογή, σκέψη 25).

75      Επομένως, ορθώς ισχυρίστηκε η Επιτροπή ότι το Δικαστήριο ΔΔ αποφάνθηκε ultra petita, καθόσον, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό του σημείου 1 του διατακτικού και της σκέψεως 136 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ακύρωσε την από 25 Ιανουαρίου 2005 απόφαση της Επιτροπής, ως απορριπτική αιτήσεως ανακλήσεως των από 11 Ιουνίου και 26 Αυγούστου 2002 αποφάσεών της.

76      Κατόπιν αυτού, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η Επιτροπή στην υπόθεση T‑99/07 P πρέπει να γίνει δεκτός.

77      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το Δικαστήριο ΔΔ έθιξε τις αποκλειστικές αρμοδιότητες του Βασιλείου του Βελγίου και αποφάνθηκε ultra petita, στο μέτρο που αναπροσδιόρισε το κύριο αντικείμενο της προσφυγής ακυρώσεως που άσκησε ο Ε. Genette υπό την έννοια ότι αφορούσε την άρνηση της Επιτροπής να ανακαλέσει τις από 11 Ιουνίου και 26 Αυγούστου 2002 αποφάσεις της. Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, καθόσον το Δικαστήριο ΔΔ προχώρησε στον αναπροσδιορισμό αυτό.

78      Επιπλέον, δεδομένου ότι το Δικαστήριο ΔΔ αποφάνθηκε ultra petita, καθόσον τροποποίησε το αντικείμενο της ενώπιόν του διαφοράς, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί στο μέτρο που το Δικαστήριο ΔΔ ακύρωσε την από 25 Ιανουαρίου 2005 απόφαση της Επιτροπής, ως απορριπτική αιτήσεως ανακλήσεως των από 11 Ιουνίου και 26 Αυγούστου 2002 αποφάσεών της. Τέλος, δεδομένου ότι η ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής να μην επιτρέψει στον Ε. Genette να υποβάλει νέα αίτηση υπήρξε απλώς και μόνο συνέπεια της ακυρώσεως της αποφάσεώς της να μην ανακαλέσει τις προγενέστερες αποφάσεις της (βλ. ανωτέρω σκέψη 54), η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί και στο μέτρο που το Δικαστήριο ΔΔ ακύρωσε την από 25 Ιανουαρίου 2005 απόφαση της Επιτροπής, ως απορριπτική του αιτήματος του Ε. Genette να του επιτραπεί να υποβάλει νέα αίτηση.

79      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί στο σύνολό της.

 Επί της προσφυγής που ασκήθηκε στον πρώτο βαθμό

80      Σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη, το Πρωτοδικείο μπορεί, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, να αποφανθεί οριστικώς επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη να εκδικαστεί.

81      Αυτή ακριβώς η περίπτωση συντρέχει εν προκειμένω. Πράγματι, το Πρωτοδικείο έχει στη διάθεσή του όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να αποφανθεί επί της προσφυγής που ασκήθηκε στον πρώτο βαθμό.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

82      Στην υπόθεση T‑99/07 P, η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο, σε περίπτωση που αναιρέσει την απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ και εκτιμήσει ότι πρέπει να αποφανθεί επί της διαφοράς, να κρίνει την προσφυγή απαράδεκτη, καθόσον η από 31 Οκτωβρίου 2004 αίτηση, στο μέτρο που αφορά τη χορήγηση στον Ε. Genette αδείας για να αποσύρει την υποβληθείσα στις 31 Ιουλίου 2001 αίτησή του, στερείται αντικειμένου, δεδομένου ότι ο ΚΥΚ δεν παρέχει καμία νομική βάση για τη χορήγηση τέτοιας αδείας. Ούτε το άρθρο 9 του νόμου του 1991 μπορεί να αποτελέσει νομική βάση για τη χορήγηση τέτοιας αδείας, εφόσον ο ΚΥΚ δεν προβλέπει τίποτε σχετικό με αυτήν. Το περιεχόμενο των διατάξεων του ΚΥΚ δεν μπορεί να εξαρτάται από εκείνο των εθνικών ρυθμίσεων. Επομένως, κατά την Επιτροπή, η απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2005 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως βλαπτική για τον Ε. Genette πράξη, που θα δικαιολογούσε την αναγνώριση, υπέρ του, δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής. Επικουρικώς, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

83      Στον πρώτο βαθμό, η Επιτροπή, υπέρ της οποίας παρενέβη το Βασίλειο του Βελγίου, είχε επίσης ζητήσει να απορριφθεί η προσφυγή ως απαράδεκτη και, επικουρικώς, ως αβάσιμη. Οι ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ προς στήριξη των αιτημάτων αυτών αφορούσαν εκπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής, λόγω καταθέσεως του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου μετά την παρέλευση της προθεσμίας του άρθρου 91, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, απαράδεκτο της από 31 Οκτωβρίου 2004 αιτήσεως λόγω του αμετάκλητου χαρακτήρα των αποφάσεων της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002, έλλειψη νέου πραγματικού περιστατικού που να δικαιολογεί την υποβολή της και εκπρόθεσμη υποβολή της αιτήσεως αυτής, λαμβανομένης υπόψη της απαίτησης τηρήσεως εύλογης προθεσμίας.

84      Ο Ε. Genette υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, όχι μόνο δεν ζητεί την αποδοχή των αιτημάτων που υπέβαλε πρωτοδίκως, αλλά διατυπώνει νέα αιτήματα ενώπιον του Πρωτοδικείου. Προβάλλει, μεταξύ άλλων, έναν νέο λόγο, περί αναρμοδιότητάς της να επιληφθεί της αιτήσεως της 31ης Οκτωβρίου 2004. Κατά τον Ε. Genette, ο λόγος αυτός στηρίζεται σε εκ νέου προσδιορισμό του αντικειμένου της διαφοράς, που δεν συνίσταται πλέον, όπως ισχυρίστηκε η Επιτροπή στον πρώτο βαθμό, στην ανάκληση των από 11 Ιουνίου και 26 Αυγούστου 2002 αποφάσεών της, αλλά στην απόσυρση της υποβληθείσας στις 13 Ιουλίου 2001 αιτήσεως. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι δεν πρόκειται για νέο λόγο, ο Ε. Genette διατείνεται ότι είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, λόγω της ασαφούς διατυπώσεώς του στην αίτηση αναιρέσεως.

85      Επιπλέον, στον πρώτο βαθμό, ο Ε. Genette είχε ζητήσει να κριθεί παραδεκτή η προσφυγή και, επομένως, να απορριφθούν οι ενστάσεις απαραδέκτου που είχε προβάλει η Επιτροπή.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

86      Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής που ορίζουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ είναι δημοσίας τάξεως, ο κοινοτικός δικαστής οφείλει να τις εξετάζει αυτεπαγγέλτως, εφόσον παρίσταται ανάγκη (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 1996, T‑587/93, Ortega Urretavizcaya κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑349 και II‑1027, σκέψη 25, και της 29ης Ιανουαρίου 1998, T‑157/96, Affatato κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑41 και II‑97, σκέψη 21· διατάξεις του Πρωτοδικείου της 20ής Αυγούστου 1998, T‑132/97, Collins κατά Επιτροπής των Περιφερειών, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑469 και II‑1379, σκέψη 12, και της 15ης Δεκεμβρίου 1998, T‑25/98, de Compte κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑629 και II‑1903, σκέψη 38). Ο δικαστικός αυτός έλεγχος δεν περιορίζεται μόνο στην εκτίμηση των ενστάσεων απαραδέκτου που προβάλλουν οι διάδικοι (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 1996, T‑99/95, Stott κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑2227, σκέψη 22, και της 8ης Ιανουαρίου 2003, T‑94/01, T‑152/01 και T‑286/01, Hirsch κατά Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεως, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑1 και II‑27, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

87      Τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ εξαρτούν το παραδεκτό της προσφυγής από την προϋπόθεση ότι αυτή ασκείται κατά βλαπτικής πράξεως. Ως βλαπτικές πράξεις νοούνται μόνον εκείνες που θίγουν απευθείας και αμέσως τη νομική κατάσταση των ενδιαφερομένων (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Ιανουαρίου 1987, 204/85, Στρογγύλη κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1987, σ. 389, σκέψη 6 , και προπαρατεθείσα στη σκέψη 86 απόφαση Affatato κατά Επιτροπής, σκέψη 21). Εξάλλου, από τη νομολογία προκύπτει ότι η απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής : ΑΔΑ) να μη δώσει συνέχεια σε αίτηση την οποία υπέβαλε υπάλληλος δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ δεν συνιστά βλαπτική πράξη, εφόσον η ΑΔΑ δεν είναι αρμόδια να λάβει τα μέτρα που ζητεί ο ενδιαφερόμενος (απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Φεβρουαρίου 1999, T‑35/98, Hecq και SFIE κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑11 και II‑41, σκέψη 30).

88      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η από 31 Οκτωβρίου 2004 αίτηση υποβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι πρέπει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν οι προσβαλλόμενες με την προσφυγή ακυρώσεως αποφάσεις, ήτοι οι αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου και της 10ης Ιουνίου 2005, μπορούν να θεωρηθούν ως βλαπτικές για τον Ε. Genette, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

89      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του παλαιού ΚΥΚ είχε ως σκοπό, εκτός από το να καταστήσει δυνατό τον συντονισμό μεταξύ κοινοτικού και εθνικών συνταξιοδοτικών συστημάτων, να διασφαλίσει ότι ο κοινοτικός υπάλληλος θα μπορεί να διατηρεί υπέρ του τα δικαιώματα που έχει αποκτήσει σε κράτος μέλος, παρά τον ενδεχομένως περιορισμένο ή ακόμη και αβέβαιο ή μελλοντικό χαρακτήρα τους, ή την ανεπάρκειά τους να θεμελιώσουν άμεσο δικαίωμα συντάξεως, και ότι αυτά θα μπορούν να ληφθούν υπόψη για το συνταξιοδοτικό σύστημα στο οποίο θα υπάγεται ο υπάλληλος κατά το τέλος της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση το κοινοτικό σύστημα (προπαρατεθείσα στη σκέψη 56 απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου, σκέψη 12)

90      Από τις σκέψεις αυτές προκύπτει σαφώς ότι η «ευχέρεια», κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του παλαιού ΚΥΚ, είχε ως σκοπό την παροχή στον κοινοτικό υπάλληλο ενός δικαιώματος του οποίου η άσκηση επαφίεται στην ελεύθερη εκτίμησή του (προπαρατεθείσα στη σκέψη 56 απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου, σκέψη 13).

91      Εν προκειμένω, ο Ε. Genette έκανε χρήση της ευχέρειας που του παρέχει το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του παλαιού ΚΥΚ, στο μέτρο που υπέβαλε την από 13 Ιουλίου 2001 αίτηση βάσει του νόμου του 1991. Κατόπιν τούτου, οι οργανισμοί διαχειρίσεως των οικείων βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων, ήτοι τα Inasti και ONP, αφενός, και η Επιτροπή, αφετέρου, ενήργησαν συντονισμένα, ώστε τα μεν να εκδώσουν, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει σχετικώς ο νόμος του 1991, τις αποφάσεις περί καθορισμού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει ο Ε. Genette έναντί τους, η δε να εκδώσει, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του παλαιού ΚΥΚ και με τις γενικές εκτελεστικές διατάξεις του άρθρου αυτού, τις αποφάσεις της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 περί μετατροπής των δικαιωμάτων αυτών σε συντάξιμα έτη που έπρεπε να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος, σε συνάρτηση με την ηλικία κατά την οποία θα συνταξιοδοτηθεί ο Ε. Genette και υπό την επιφύλαξη της συνδρομής ορισμένων πρόσθετων προϋποθέσεων. Οι αποφάσεις αυτές είχαν ως διπλό αποτέλεσμα να διατηρηθούν υπέρ του Ε. Genette, στη βελγική έννομη τάξη, τα δικαιώματα που αυτός είχε αποκτήσει στο πλαίσιο των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων και να διασφαλιστεί, στην κοινοτική έννομη τάξη και υπό την επιφύλαξη της συνδρομής ορισμένων πρόσθετων προϋποθέσεων, ότι θα ληφθούν υπόψη τα εν λόγω δικαιώματα για το κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα, σε συνάρτηση με την ηλικία κατά την οποία αυτός θα συνταξιοδοτηθεί.

92      Από το κείμενο της αιτήσεως της 31ης Οκτωβρίου 2004 προκύπτει ότι ο Ε. Genette στηρίχθηκε, αφενός, στην προβαλλόμενη έλλειψη νομιμότητας των διατάξεων του νόμου του 1991, καθόσον «[κατά την άποψή του,] το σύστημα της υποκατάστασης που προβλέπει ο νόμος αυτός εισάγει διακρίσεις και αντιβαίνει στο άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του [παλαιού] ΚΥΚ» και, αφετέρου, στο συμπέρασμα ότι «εφόσον το σύστημα της υποκατάστασης που προβλέπει ο νόμος του 1991 είναι αντίθετο τόσο προς το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του [παλαιού] ΚΥΚ όσο και προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, ούτε τα “προς μεταφορά δικαιώματα” του Ε. Genette, όπως καθορίστηκαν από το μεν Inasti στις 3 Ιανουαρίου 2002, από το δε ONP στις 13 Φεβρουαρίου 2002, ούτε οι αποφάσεις της Επιτροπής της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002, περί των πρόσθετων συνταξίμων ετών που θα λαμβάνονταν υπόψη, στηρίζονταν σε ορθή νομική βάση». «Υπ’ αυτές [ακριβώς] τις συνθήκες», υποστήριξε ο Ε. Genette με την από 31 Οκτωβρίου 2004 αίτησή του ότι «η Επιτροπή [όφειλε] να δώσει τη σύμφωνη γνώμη της, προκειμένου [αυτός] να ζητήσει από τις βελγικές διοικητικές αρχές, δυνάμει του άρθρου 9 του νόμου του 1991, να αποσύρει την αίτηση [μεταφοράς] που υπέβαλε στις 13 Ιουλίου 2001 βάσει του νόμου αυτού, και να υποβάλει νέα αίτηση βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, του νόμου του 2003».

93      Συνεπώς, η αίτηση της 31ης Οκτωβρίου 2004 στηρίχθηκε σε αμφισβήτηση της εκ μέρους των Inasti και ONP εφαρμογής του νόμου του 1991 κατά τον καθορισμό των δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει ο Ε. Genette στο πλαίσιο των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων. Όμως, σύμφωνα με την υπομνησθείσα στην ανωτέρω σκέψη 57 νομολογία, μια τέτοια αμφισβήτηση, η οποία αφορά την εφαρμογή του εθνικού δικαίου από τους οργανισμούς διαχειρίσεως των εθνικών συνταξιοδοτικών συστημάτων, άπτεται της εθνικής έννομης τάξεως, όπως προκύπτει από την απορρέουσα από το άρθρο 11, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του παλαιού ΚΥΚ αρχή της κατανομής των αρμοδιοτήτων και, συνεπώς, εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των εθνικών αρχών ή των δικαστηρίων, τα οποία και μόνον μπορούν, εφόσον κληθούν να επιληφθούν της σχετικής διαφοράς, να υποβάλουν στο Δικαστήριο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ.

94      Επομένως, το άρθρο 11, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παλαιού ΚΥΚ δεν απονέμει στην Επιτροπή καμία αρμοδιότητα να επιληφθεί μιας διαφοράς που αφορά κατ’ ουσίαν την εκ μέρους των Inasti και ONP εφαρμογή του νόμου του 1991 στην περίπτωση του Ε. Genette και, επ’ αυτής της βάσεως, να του παράσχει την άδεια να ζητήσει από τους εν λόγω οργανισμούς να ανακαλέσουν τις εκδοθείσες βάσει του νόμου του 1991 αποφάσεις τους και να εκδώσουν νέες, βάσει του νόμου του 2003.

95      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή, απορρίπτοντας με τις αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου και της 10ης Ιουνίου 2005 την αίτηση της 31ης Οκτωβρίου 2004, εξέδωσε μια πράξη που θίγει απευθείας και αμέσως τη νομική και την υπηρεσιακή κατάσταση του Ε. Genette.

96      Συνεπώς, η περιεχόμενη στις αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου και της 10ης Ιουνίου 2005 απόρριψη της από 31 Οκτωβρίου 2004 αιτήσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως βλαπτική για τον Ε. Genette, πράξη, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

97      Κατόπιν τούτου, χωρίς να χρειάζεται να αποφανθεί το Πρωτοδικείο ούτε επί του παραδεκτού των προεκτεθέντων στη σκέψη 82 ισχυρισμών της Επιτροπής ούτε επί της βασιμότητας των ενστάσεων απαραδέκτου στις οποίες αναφέρεται η ανωτέρω σκέψη 83, η προσφυγή πρέπει να κριθεί απαράδεκτη, καθόσον βάλλει κατά της απορρίψεως της από 31 Οκτωβρίου 2004 αιτήσεως με τις αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου και της 10ης Ιουνίου 2005.

98      Κατά το μέτρο που ο Ε. Genette ισχυρίστηκε, τόσο με τις απαντήσεις του στις γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η προσφυγή του στρεφόταν και κατά της απορρίψεως του προβληθέντος εμμέσως, με την αίτηση της 31ης Οκτωβρίου 2004, αιτήματός του προς την Επιτροπή για παροχή αρωγής, σύμφωνα με το άρθρο 24 του ΚΥΚ, τονίζεται ότι η αίτηση που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής, ώστε η Επιτροπή να είναι σε θέση να γνωρίζει επακριβώς το περιεχόμενο της αποφάσεως που της ζητείται να λάβει.

99      Εν προκειμένω, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η αίτηση της 31ης Οκτωβρίου 2004 δεν περιέχει κανένα σαφές και συγκεκριμένο στοιχείο που να καθιστά δυνατή την, έστω και διασταλτική, ερμηνεία της υπό την έννοια ότι ζητήθηκε από την Επιτροπή να παράσχει αρωγή, σύμφωνα με το άρθρο 24 του ΚΥΚ. Επομένως, ούτε η απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2005 μπορεί να ερμηνευθεί ως πράξη με την οποία απορρίφθηκε σιωπηρώς αίτηση αρωγής δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ.

100    Στο μέτρο που, κατά τον Ε. Genette, από τη διοικητική ένσταση που υπέβαλε στις 22 Απριλίου 2005 προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν ενήργησε όπως επιτάσσει ο ΚΥΚ, καθόσον δεν του παρέσχε αυτεπαγγέλτως αρωγή προκειμένου να προσφύγει ενώπιον των βελγικών διοικητικών αρχών ή των βελγικών δικαστηρίων, επισημαίνεται ότι η παράλειψη κοινοτικού οργάνου να παράσχει αρωγή στους μόνιμους ή στους έκτακτους υπαλλήλους του δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ συνιστά βλαπτική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ μόνον εφόσον το κοινοτικό όργανο υπέχει υποχρέωση αρωγής, ανεξαρτήτως της υποβολής αιτήσεως εκ μέρους των μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων του.

101    Πάντως, κατά πάγια νομολογία, απόκειται κατ’ αρχήν στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο να υποβάλει αίτηση αρωγής στο όργανο στο οποίο ασκεί τα καθήκοντά του και μόνον εξαιρετικές περιστάσεις μπορούν να θεμελιώσουν υποχρέωση του κοινοτικού οργάνου να προχωρήσει, με δική του πρωτοβουλία και χωρίς προηγούμενη αίτηση του ενδιαφερομένου, σε συγκεκριμένη ενέργεια αρωγής (απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουνίου 1986, 229/84, Sommerlatte κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 1805, σκέψη 20).

102    Εν προκειμένω, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις και, ειδικότερα, δεν υπάρχει προηγούμενο παροχής αρωγής σε ατομικές περιπτώσεις υπαλλήλων ευρισκομένων σε παρεμφερή κατάσταση με τον Ε. Genette, το οποίο θα δικαιολογούσε την ανάληψη, εκ μέρους της Επιτροπής, συγκεκριμένης πρωτοβουλίας για την παροχή αρωγής και στη δική του περίπτωση (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 101 απόφαση Sommerlatte κατά Επιτροπής, σκέψεις 21 και 22).

103    Επομένως, η αδράνεια της Επιτροπής δεν αποτελεί, εν προκειμένω, βλαπτική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

104    Εντούτοις, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο Ε. Genette υπέβαλε και ρητώς, ταυτόχρονα με τη διοικητική ένσταση της 22ας Απριλίου 2005, αίτηση αρωγής δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, ζητώντας από την Επιτροπή «να αποφασίσει να του παράσχει οικονομική και τεχνική συνδρομή για κάθε διοικητική ή ένδικη προσφυγή που θα ασκήσει σε εθνικό επίπεδο, με σκοπό να αμφισβητήσει τη συμβατότητα με το κοινοτικό δίκαιο των αποφάσεων που εξέδωσαν οι βελγικές αρχές βάσει του νόμου του 1991 και με αποδέκτη τον ίδιο». Η Επιτροπή απέρριψε ρητώς την αίτηση αυτή με την απόφαση της 10ης Ιουνίου 2005, η οποία συνιστά, απ’ αυτή την άποψη, βλαπτική πράξη.

105    Κατά πάγια νομολογία, πριν από την άσκηση προσφυγής κατά βλαπτικής πράξεως εκδοθείσας από την ΑΔΑ πρέπει, κατά γενικό κανόνα, να έχει οπωσδήποτε υποβληθεί διοικητική ένσταση που να έχει αποτελέσει αντικείμενο ρητής ή σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως. Προσφυγή που ασκείται προτού περατωθεί η προκαταρκτική αυτή διαδικασία είναι, λόγω του προώρου χαρακτήρα της, απαράδεκτη δυνάμει του άρθρου 91, παράγραφος 2, του ΚΥΚ (διάταξη του Δικαστηρίου της 23ης Σεπτεμβρίου 1986, 130/86, Du Besset κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1986, σ. 2619, σκέψη 7· απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Ιουνίου 1990, T‑47/89 και T‑82/89, Marcato κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II‑231, σκέψη 32, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 4ης Δεκεμβρίου 1991, T‑78/91, Moat και TAO/AFI κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑1387, σκέψη 3).

106    Εφόσον, όπως προκύπτει από την παρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 86 νομολογία, πρόκειται για ζήτημα δημοσίας τάξεως, ο κοινοτικός δικαστής οφείλει να το εξετάσει αυτεπαγγέλτως.

107    Εν προκειμένω, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσφυγή στρεφόταν και κατά της απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής την οποία ο Ε. Genette υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, ταυτόχρονα με τη διοικητική ένσταση της 22ας Απριλίου 2005, δεν προηγήθηκε της προσφυγής, κατά το μέτρο αυτό, η απαιτούμενη από το άρθρο 91, παράγραφος 2, του ΚΥΚ διοικητική ένσταση.

108    Επομένως, η προσφυγή είναι, εν πάση περιπτώσει, απορριπτέα ως απαράδεκτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

109    Σύμφωνα με το άρθρο 148, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη και το Πρωτοδικείο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται και επί των δικαστικών εξόδων.

110    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, το οποίο έχει εφαρμογή και κατ’ αναίρεση δυνάμει του άρθρου 144 του κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

111    Πάντως, σύμφωνα με το άρθρο 88 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το οποίο εφαρμόζεται στις αναιρέσεις που ασκούνται από τα θεσμικά όργανα δυνάμει των άρθρων 144 και 148, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού, στις διαφορές μεταξύ των Κοινοτήτων και των υπαλλήλων τους, τα όργανα φέρουν, κατ’ αρχήν, τα έξοδά τους.

112    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το οποίο έχει εφαρμογή εν προκειμένω, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη διαφορά φέρουν τα έξοδά τους.

113    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο Ε. Genette φέρει τα δικαστικά του έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. Η Επιτροπή φέρει επίσης τα δικαστικά της έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. Το Βασίλειο του Βελγίου, το οποίο παρενέβη στην ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ διαφορά και δεν ζήτησε να καταδικαστεί ο Ε. Genette στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας, φέρει τα δικαστικά του έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τμήμα αναιρέσεων)

αποφασίζει:

1)      Αναιρεί την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Ιανουαρίου 2007, F‑92/05, Genette κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).

2)      Απορρίπτει ως απαράδεκτη την προσφυγή που άσκησε ο Ε. Genette ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ στην υπόθεση F‑92/05.

3)      Ο Ε. Genette φέρει τα δικαστικά του έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

4)      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

5)      Το Βασίλειο του Βελγίου φέρει τα δικαστικά του έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Jaeger

Tiili

Martins Ribeiro

Czúcz

 

      Pelikánová

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Δεκεμβρίου 2008.

Πίνακας περιεχομένων


Το νομικό πλαίσιο

Το ιστορικό της διαφοράς

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

Η διαδικασία

Αιτήματα των διαδίκων

Επί του παραδεκτού

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της ουσίας

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως που προβάλλει το Βασίλειο του Βελγίου στην υπόθεση T‑90/07 P, ο οποίος αντλείται, κυρίως, από αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου ΔΔ να εκτιμήσει βάσει του βελγικού δικαίου το παραδεκτό της υποβληθείσας στις 31 Οκτωβρίου 2004 αιτήσεως και, επικουρικώς, από νομική πλάνη κατά την ερμηνεία που δόθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στις διατάξεις του βελγικού δικαίου

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση T‑99/07 P, με τον οποίο η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο ΔΔ αποφάνθηκε ultra petita, καθόσον τροποποίησε το αντικείμενο της διαφοράς

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της προσφυγής που ασκήθηκε στον πρώτο βαθμό

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.