Language of document : ECLI:EU:T:2007:37

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 7ης Φεβρουαρίου 2007

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-118/04 και T-134/04

Giuseppe Caló

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι – Επανατοποθέτηση διευθυντή σε θέση κυρίου συμβούλου – Συμφέρον της υπηρεσίας – Ισοτιμία των θέσεων απασχολήσεως – Αναδιοργάνωση της Eurostat – Διορισμός σε θέση διευθυντή – Προκήρυξη κενής θέσεως – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων – Προσφυγή ακυρώσεως – Αγωγή αποζημιώσεως»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή με αντικείμενο, αφενός, αίτημα ακυρώσεως της από 9 Ιουλίου 2003 αποφάσεως της Επιτροπής περί επανατοποθετήσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος από θέση διευθυντή σε θέση κυρίου συμβούλου, της από 1ης Οκτωβρίου 2003 αποφάσεως της Επιτροπής περί αναδιοργανώσεως της Eurostat, στο μέτρο που επιβεβαιώνει την επανατοποθέτηση του προσφεύγοντος-ενάγοντος, καθώς και αίτημα χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη που ο προσφεύγων-ενάγων ισχυρίζεται ότι υπέστη και, αφετέρου, αίτημα ακυρώσεως της από 30 Μαρτίου 2004 αποφάσεως της Επιτροπής περί διορισμού του N. στη θέση του διευθυντή στη Διεύθυνση «Στατιστικές στον τομέα της γεωργίας, της αλιείας, των διαρθρωτικών ταμείων και του περιβάλλοντος» της Eurostat και περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος-ενάγοντος για τη θέση αυτή.

Απόφαση: Στην υπόθεση T-118/04, η Επιτροπή υποχρεούται να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα το ποσό ενός ευρώ ως αποζημίωση για υπηρεσιακό πταίσμα. Στην υπόθεση T-134/04, η Επιτροπή υποχρεούται να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα το ποσό των 5 000 ευρώ ως αποζημίωση για υπηρεσιακό πταίσμα. Οι προσφυγές-αγωγές απορρίπτονται κατά τα λοιπά. Στην υπόθεση T‑118/04, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της, περιλαμβανομένων των εξόδων που αφορούν την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, καθώς και το ένα πέμπτο των δικαστικών εξόδων του προσφεύγοντος-ενάγοντος, περιλαμβανομένων των εξόδων που αφορούν την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων. Στην υπόθεση T‑118/04, ο προσφεύγων-ενάγων φέρει τα τέσσερα πέμπτα των δικαστικών εξόδων του, περιλαμβανομένων των εξόδων που αφορούν την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων. Στην υπόθεση T-134/04, η Επιτροπή φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων, περιλαμβανομένων των εξόδων που αφορούν την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Μετάθεση – Επανατοποθέτηση – Κριτήριο διακρίσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 4, 7 § 1, και 29)

2.      Υπάλληλοι – Αρμόδια για τους διορισμούς αρχή – Άσκηση των εξουσιών

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 2 § 1)

3.      Υπάλληλοι – Οργάνωση των υπηρεσιών – Υπηρεσιακή τοποθέτηση των υπαλλήλων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 7 § 1)

4.      Υπάλληλοι – Οργάνωση των υπηρεσιών – Υπηρεσιακή τοποθέτηση των υπαλλήλων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 7 § 1)

5.      Υπάλληλοι – Οργάνωση των υπηρεσιών – Υπηρεσιακή τοποθέτηση των υπαλλήλων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 7 § 1)

6.      Υπάλληλοι – Εξωσυμβατική ευθύνη των θεσμικών οργάνων – Υπηρεσιακό πταίσμα

7.      Υπάλληλοι – Προκήρυξη κενής θέσεως – Αντικείμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 29 § 1)

8.      Υπάλληλοι – Κενή θέση – Συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 29 § 1)

9.      Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Θέση απασχολήσεως που εμπίπτει στην αφορώσα τους διορισμούς αρμοδιότητα του σώματος των Μελών της Επιτροπής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 14)

10.    Υπάλληλοι – Βλαπτική απόφαση – Απόρριψη υποψηφιότητας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 § 2, και 91 §§ 2 και 4)

1.      Από το σύστημα του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) προκύπτει ότι μετάθεση, κατά την έννοια του όρου αυτή καθαυτή, υπάρχει μόνο σε περίπτωση μετακινήσεως υπαλλήλου σε κενή θέση. Εξ αυτού απορρέει ότι κάθε μετάθεση, αυτή καθαυτή, υπόκειται στις διατυπώσεις που προβλέπουν τα άρθρα 4 και 29 του ΚΥΚ. Αντιθέτως, οι διατυπώσεις αυτές δεν τυγχάνουν εφαρμογής σε περίπτωση επανατοποθετήσεως του υπαλλήλου, λόγω του ότι μια τέτοια μετακίνηση δεν δίδει λαβή για τη δημιουργία κενής θέσεως.

Ωστόσο, οι αποφάσεις περί επανατοποθετήσεως υπόκεινται, όπως και οι μεταθέσεις, όσον αφορά την προάσπιση των δικαιωμάτων και των εννόμων συμφερόντων των ενδιαφερομένων υπαλλήλων, στους κανόνες του άρθρου 7, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, ιδίως υπό την έννοια ότι η επανατοποθέτηση των υπαλλήλων μπορεί να γίνει μόνο προς το συμφέρον της υπηρεσίας και τηρουμένης της ισοτιμίας των θέσεων απασχολήσεως.

(βλ. σκέψεις 49, 53 και 99)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 24 Φεβρουαρίου 1981, 161/80 και 162/80, Carbognani και Coda Zabetta κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 543, σκέψη 21· ΔΕΚ, 23 Μαρτίου 1988, 19/87, Hecq κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 1681, σκέψη 6· ΔΕΚ, 7 Μαρτίου 1990, C‑116/88 και C‑149/88, Hecq κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑599, σκέψη 11· ΔΕΚ, 9 Αυγούστου 1994, C‑398/93 P, Rasmussen κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑4043, σκέψη 11· ΠΕΚ, 22 Ιανουαρίου 1998, T‑98/96, Costacurta κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑21 και II‑49, σκέψη 36· ΠΕΚ, 15 Σεπτεμβρίου 1998, T‑23/96, De Persio κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑483 και II‑1413, σκέψη 79· ΠΕΚ, 6 Μαρτίου 2001, T‑100/00, Campoli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑71 και II‑347, σκέψη 29· ΠΕΚ, 26 Νοεμβρίου 2002, Τ-103/01, Cwik κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑229 και II‑1137, σκέψη 30

2.      Μια εκ νέου μεταβίβαση αρμοδιοτήτων ή μια παρέκκλιση από τα κριτήρια κατανομής των αρμοδιοτήτων που απονέμει ο ΚΥΚ στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια την ακυρότητα μιας πράξεως που τέλεσε η διοίκηση παρά μόνον αν μια τέτοια εκ νέου μεταβίβαση αρμοδιοτήτων ή παρέκκλιση ενείχε τον κίνδυνο να θιγεί μία από τις εγγυήσεις που παρέχονται στους υπαλλήλους από τον ΚΥΚ ή από τους κανόνες περί χρηστής διοικήσεως στον τομέα της διαχειρίσεως του ανθρώπινου δυναμικού.

Επομένως, το γεγονός ότι, σε ένα ιδιαίτερο πλαίσιο προβαλλομένων σοβαρών παρατυπιών εκ μέρους της διοικήσεως, μια απόφαση περί επανατοποθετήσεως υπαλλήλου εκδόθηκε από το σώμα των Μελών της Επιτροπής, ενώ το εν λόγω θεσμικό όργανο είχε μεταβιβάσει τη σχετική αρμοδιότητα στον γενικό διευθυντή του ενδιαφερομένου δυνάμει του άρθρου 2 του ΚΥΚ, δεν είναι ικανό να έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της αποφάσεως αυτής. Συγκεκριμένα, η έκδοση της εν λόγω αποφάσεως από τη μεταβιβάζουσα αρχή, η οποία διέθετε αρχικώς την αρμοδιότητα αυτή, πρέπει να θεωρηθεί, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ως αποτελούσα ηυξημένη προστασία των συμφερόντων του επανατοποθετούμενου υπαλλήλου. Επιπλέον, συνάδει προς την αρχή της χρηστής διοικήσεως το ότι μία και μόνη αρχή θεσπίζει τόσο τα αναγκαία διοικητικά μέτρα ενόψει αντιμετωπίσεως της σοβαρότητας της καταστάσεως όσο και τις αποφάσεις στον τομέα της διαχειρίσεως ανθρώπινου δυναμικού οι οποίες, κατ’ αυτήν, ήσαν επιβεβλημένες. Τέλος, ιδιαίτερες περιστάσεις, όπως ένα πλαίσιο προβαλλομένων παρατυπιών ως προς τη διαχείριση, δικαιολογούν πλήρως την κατ’ εξαίρεση παρέκκλιση από τον στόχο της χρηστής διοικητικής διαχειρίσεως και του εξορθολογισμού της χρησιμοποιήσεως του ανθρώπινου δυναμικού, τον οποίο επιδιώκει η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων που χορηγήθηκε δυνάμει του άρθρου 2 του ΚΥΚ και ο οποίος συνίσταται στο να ευνοηθεί η προσέγγιση με τα επίπεδα ευθυνών τα οποία αφορά αμεσότερα η διαχείριση των υπηρεσιακών αναγκών.

(βλ. σκέψεις 66 έως 68, 70 και 71)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 30 Μαΐου 1973, 46/72, De Greef κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 547, σκέψεις 18 και 21· ΔΕΚ, 30 Μαΐου 1973, 49/72, Drescig κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 551, σκέψεις 10 και 13· De Persio κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 110 έως 112

3.      Όταν αποδεικνύεται ότι έχουν διαπραχθεί παρατυπίες στο πλαίσιο μιας γενικής διευθύνσεως, η διοίκηση δεν διαπράττει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως εκ του ότι εκτιμά ότι το συμφέρον της υπηρεσίας δικαιολογεί την απαλλαγή όλων των διευθυντών από τα διοικητά καθήκοντα που ασκούσαν και την επανατοποθέτησή τους σε θέσεις κυρίων συμβούλων ενόψει διασφαλίσεως της νηφαλιότητας και της εύρυθμης διεξαγωγής των ερευνών σχετικά με τις εν λόγω παρατυπίες, και ιδίως των ερευνών που προορίζονται για την αξιολόγηση του ενδεχόμενου ρόλου που αυτοί διαδραμάτισαν ως προς τις παρατυπίες αυτές. Συναφώς, δεν ασκεί επιρροή, λαμβανομένου υπόψη ενός τέτοιου στόχου με τον οποίο δεν επιδιώκεται η επιβολή κυρώσεων στους διευθυντές ή η αποφυγή συνεχίσεως των παρατυπιών, η περίσταση ότι οι έρευνες κατέδειξαν ότι καμία παράβαση δεν μπορούσε να καταλογισθεί σε ένα διευθυντή, δεδομένου ότι το γεγονός αυτό δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να προβληθεί λυσιτελώς από τον ίδιο κατά της αποφάσεως περί επανατοποθετήσεως, η οποία πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τα υφιστάμενα κατά την ημερομηνία εκδόσεώς της πραγματικά και νομικά στοιχεία.

Η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από την προβαλλομένη ύπαρξη ιδίου συμφέροντος της Επιτροπής και, ειδικότερα, ορισμένων από τα μέλη της, τα οποία φέρονται ως ένοχα λόγω του ότι δεν θέσπισαν, εγκαίρως, τα επιβεβλημένα μέτρα αφού ενημερώθηκαν για σοβαρές υποψίες περί παρατυπιών με τις οποίες εβαρύνετο η διαχείριση της οικείας γενικής διευθύνσεως, στο μέτρο που, εφόσον μια απόφαση δεν κρίθηκε αντίθετη προς το συμφέρον της υπηρεσίας, δεν είναι δυνατό να τεθεί ζήτημα καταχρήσεως εξουσίας.

(βλ. σκέψεις 108, 110, 111, 114 και 115)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 10 Ιουλίου 1992, T‑59/91 και T‑79/91, Eppe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑2061, σκέψη 57· ΠΕΚ, 19 Ιουνίου 1997, T‑73/96, Forcat Icardo κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑159 και II‑485, σκέψη 39· Campoli κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 63· ΠΕΚ, 4 Ιουνίου 2003, T‑124/01 και T‑320/01, Del Vaglio κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑157 και II‑767, σκέψη 77

4.      Η νομιμότητα αποφάσεως περί επανατοποθετήσεως που εκδόθηκε συμφώνως προς το συμφέρον της υπηρεσίας δεν μπορεί, αυτή καθαυτή, να επηρεάζεται από το γεγονός ότι η γνωστοποίησή της προς το κοινό από τη διοίκηση δημιούργησε ενδεχομένως, κατά εσφαλμένο τρόπο, την αντίληψη ότι ο επανατοποθετούμενος υπάλληλος θα μπορούσε να είναι ένοχος ή, τουλάχιστον, ύποπτος για συμμετοχή σε παρατυπίες. Εντούτοις, το γεγονός αυτό μπορεί να συνιστά κρίσιμο στοιχείο στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήματος αποζημιώσεως υποβληθέντος από τον ενδιαφερόμενο.

(βλ. σκέψεις 120 και 121)

5.      Εφόσον ένα απλό μέτρο εσωτερικής οργανώσεως, το οποίο ελήφθη προς το συμφέρον της υπηρεσίας, όπως ένα μέτρο επανατοποθετήσεως υπαλλήλου, δεν θίγει τη θέση του υπαλλήλου, από απόψεως του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, ή δεν προσβάλλει την αρχή της αντιστοιχίας μεταξύ βαθμού και θέσεως, το μέτρο αυτό δεν χρειάζεται να ληφθεί κατόπιν ακροάσεως του ενδιαφερομένου ούτε να συνοδευθεί από παράθεση αιτιολογίας.

(βλ. σκέψεις 122, 126 και 142)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 7 Μαρτίου 1990, Hecq κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 14· Cwik κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 62

6.      Η διοίκηση διαπράττει υπηρεσιακό πταίσμα ικανό να στοιχειοθετήσει την ευθύνη της όταν δίδει την εντύπωση, μέσω ανακοινωθέντος τύπου στο οποίο το κοινό έχει ελεύθερη πρόσβαση, ότι ένας υπάλληλος που αποτελεί αντικείμενο επανατοποθετήσεως προς το συμφέρον της υπηρεσίας είχε αναμιχθεί σε ορισμένες παρατυπίες, τούτο δε ακόμη και αν η απόφαση περί επανατοποθετήσεως δεν βαρύνεται, αυτή καθαυτή, με έλλειψη νομιμότητας. Ένα τέτοιο πταίσμα προξενεί ηθική βλάβη στον εν λόγω υπάλληλο, εφόσον αυτός περιέρχεται σε κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας οφείλει διαρκώς να δικαιολογείται τόσο έναντι των συναδέλφων του όσο και έναντι προσώπων εκτός της υπηρεσίας.

(βλ. σκέψεις 155 έως 157)

7.      Καίτοι μια προκήρυξη κενής θέσεως οφείλει να ενημερώνει τους ενδιαφερομένους, κατά τρόπο όσο το δυνατόν ακριβέστερο, σχετικά με τη φύση των απαιτούμενων προϋποθέσεων για την πλήρωση της περί ης πρόκειται θέσεως, η προκήρυξη κενής θέσεως που αφορά θέση του βαθμού Α2 μπορεί, καθορίζοντας τις προϋποθέσεις αυτές, να αφήνει ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, λαμβανομένης υπόψη της σπουδαιότητας των προς ανάληψη καθηκόντων. Συνεπώς, εφόσον μια προκήρυξη κενής θέσεως διευθυντή στον βαθμό Α2 θέτει αρκούντως ακριβείς απαιτήσεις ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να διενεργεί συγκριτική εξέταση των προσόντων των διαφόρων υποψηφίων, το γεγονός ότι αυτή συντάχθηκε με πανομοιότυπη διατύπωση προς εκείνη άλλων προκηρύξεων που δημοσιεύθηκαν την ίδια ημέρα για άλλες θέσεις του ιδίου βαθμού, αλλά αφορώσες διαφορετικές ικανότητες των υποψηφίων, δεν συνιστά στοιχείο ικανό να έχει ως συνέπεια την έλλειψη νομιμότητας της εν λόγω προκηρύξεως κενής θέσεως.

(βλ. σκέψεις 180, 181 και 183)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 18 Μαρτίου 1997, T‑178/95 και T‑179/95, Picciolo και Caló κατά Επιτροπής των Περιφερειών, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑51 και II‑155, σκέψη 87· ΠΕΚ, 20 Σεπτεμβρίου 2001, T‑95/01, Coget κ.λπ. κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑191 και II‑879, σκέψη 67

8.      Όσον αφορά την εκτίμηση ενδεχόμενου σφάλματος κατά την επιλογή υπαλλήλου για θέση του βαθμού Α2, που εμπεριέχει σημαντικές ευθύνες, ένα τέτοιο σφάλμα πρέπει να είναι πρόδηλο και να υπερβαίνει την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κατά τη σύγκριση των προσόντων των υποψηφίων και κατά την αξιολόγηση του συμφέροντος της υπηρεσίας. Ο έλεγχος του Πρωτοδικείου περιορίζεται στο ζήτημα αν, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων επί των οποίων στηρίχθηκε η εν λόγω αρχή για τη διενέργεια της εκτιμήσεώς της, αυτή παρέμεινε εντός ευλόγων ορίων και δεν χρησιμοποίησε την εξουσία της κατά προδήλως εσφαλμένο τρόπο ή για σκοπούς άλλους από αυτούς για τους οποίους της είχε ανατεθεί. Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή στην εκτίμησή της σχετικά με τις δεξιότητες και τα προσόντα των υποψηφίων, όταν κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν παρέχει τη δυνατότητα να υποστηριχθεί ότι η εν λόγω αρχή, εκτιμώντας τις δεξιότητες και τα προσόντα των υποψηφίων, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη.

Οι αρχές αυτές τυγχάνουν εφαρμογής ιδίως όταν το Πρωτοδικείο καλείται να εξακριβώσει αν ο υποψήφιος που επελέγη για την πλήρωση της κενής θέσεως όντως ανταποκρίνεται στις απαιτούμενες από την προκήρυξη κενής θέσεως προϋποθέσεις και, ειδικότερα, αν διαθέτει επαγγελματική πείρα που να αντιστοιχεί στο απαιτούμενο από την προκήρυξη κενής θέσεως επίπεδο. Συναφώς, το γεγονός ότι ο προσφεύγων ανταποκρινόταν στις εν λόγω απαιτήσεις δεν αποδεικνύει, αυτό καθαυτό, ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως εκ του ότι διόρισε άλλο υποψήφιο στη σχετική θέση. Δεν συνιστά απόδειξη περί αυτού ούτε η περίσταση ότι η επαγγελματική πείρα του προσφεύγοντος ήταν ανώτερη από εκείνη του υποψηφίου που επελέγη.

Ειδικότερα, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν υπερβαίνει την ευρεία εξουσία εκτιμήσεώς της όταν κρίνει ότι ένας υποψήφιος που διετέλεσε προϊστάμενος του γραφείου ενός Μέλους της Επιτροπής εκπληρώνει, λόγω της εμπειρίας αυτής και λαμβανομένου υπόψη ότι ένα τέτοιο γραφείο αποτελεί διοικητική οντότητα που περιλαμβάνει περίπου δέκα άτομα, την προϋπόθεση που αφορά την αναγνωρισμένη ικανότητα διοικήσεως μιας σημαντικής διοικητικής οντότητας, δεδομένου ότι η προϋπόθεση αυτή δεν αναφέρεται στην πραγματική διοίκηση μιας τέτοιας οντότητας, αλλά στην αναγνωρισμένη ικανότητα διοικήσεώς της, η οποία μπορεί να προκύπτει από εμπειρίες και από στοιχεία που δεν συνίστανται κατ’ ανάγκην στο ότι ο υποψήφιος έχει διοικήσει σημαντικό αριθμό υπαλλήλων.

(βλ. σκέψεις 205, 209, 212 και 213)

Παραπομπή: Picciolo και Caló κατά Επιτροπής των Περιφερειών, προπαρατεθείσα, σκέψη 85· ΠΕΚ, 29 Μαΐου 1997, T‑6/96, Κονταργύρης κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑119 και II‑357, σκέψη 120· Coget κ.λπ. κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, προπαρατεθείσα, σκέψεις 92 και 124· ΠΕΚ, 9 Ιουλίου 2002, T‑158/01, Tilgenkamp κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑111 και II‑595, σκέψη 59· ΠΕΚ, 5 Νοεμβρίου 2003, T‑240/01, Cougnon κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑263 και II‑1283, σκέψη 97

9.      Δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 14 του ΚΥΚ η συμπεριφορά του προϊσταμένου του γραφείου ενός Μέλους της Επιτροπής ο οποίος, όντας υποψήφιος για την πλήρωση θέσεως για τον διορισμό στην οποία αρμόδιο είναι το σώμα των Μελών του εν λόγω θεσμικού οργάνου, δεν συμμετέχει στη σύσκεψη της ομάδας των προϊσταμένων γραφείων που οφείλει να προετοιμάσει την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, στη δε σύσκεψη αυτή τον αντικαθιστά ένα άλλο μέλος του ιδίου γραφείου. Συγκεκριμένα, ούτε το άρθρο 14 του ΚΥΚ ούτε άλλος κανόνας δικαίου επιβάλλουν ότι, όταν ένας υπάλληλος δεν εκφέρει γνώμη επί υποθέσεως στον χειρισμό ή στην επίλυση της οποίας έχει προσωπικό συμφέρον, όλοι οι υπάλληλοι που βρίσκονται υπό την ιεραρχική εξουσία του θα πρέπει επίσης να μην εκφέρουν γνώμη επ’ αυτού. Επιπλέον, το γεγονός και μόνον ότι ο υπάλληλος αυτός αποτελούσε μέρος ενός φορέα που συμμετείχε στην προετοιμασία της αποφάσεως περί διορισμού δεν ασκεί επιρροή και δεν παρέχει τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι αυτός «αναγκάστηκε», κατά την έννοια του άρθρου 14 του ΚΥΚ, να εκφέρει γνώμη επί του θέματος της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, ενώ δεν συμμετείχε στην προετοιμασία της και ενώ, εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε οριστικά από την Επιτροπή εν σώματι.

(βλ. σκέψεις 246 έως 248)

10.    Στην περίπτωση προσφυγής ασκηθείσας βάσει του άρθρου 91, παράγραφος 4, του ΚΥΚ κατά αποφάσεως περί απορρίψεως υποψηφιότητας, η οποία δεν συνοδεύεται από αιτιολογία, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί, προκειμένου να εξαλείψει το ελάττωμα αυτό, να παραθέσει αιτιολογία για την απόφαση μετά την άσκηση της προσφυγής, επί όσο χρόνο οι συνέπειες της ασκήσεως της εν λόγω προσφυγής έχουν ανασταλεί εν αναμονή ρητής ή σιωπηρής αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως. Αντιθέτως, μετά τη λήξη της προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την υποβολή της προβλεπομένης από το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, διοικητικής ενστάσεως, που έχει ως συνέπεια την ύπαρξη σιωπηρής αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως και, ως εκ τούτου, την εκ νέου συνέχιση της διαδικασίας ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, η έλλειψη αιτιολογίας δεν μπορεί πλέον να καλυφθεί από διευκρινίσεις παρεχόμενες από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

Συγκεκριμένα, ο προσφεύγων βρίσκεται τότε, στην πραγματικότητα, μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, σε κατάσταση πανομοιότυπη με εκείνη στην οποία θα βρισκόταν εάν, χωρίς να έχει κάνει χρήση της προβλεπομένης από το άρθρο 91, παράγραφος 4 δυνατότητας, είχε προσβάλει την ίδια σιωπηρή απόφαση περί απορρίψεως, δυνάμει του άρθρου 91, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, την ημέρα κατά την οποία αυτή άρχισε να ισχύει, στη δε περίπτωση αυτή η απάντηση στη διοικητική ένσταση, η οποία δόθηκε μετά την άσκηση της προσφυγής, δεν θα μπορούσε να άρει την έλλειψη αιτιολογίας. Εάν ακολουθηθεί η ερμηνεία ότι, προκειμένου περί προσφυγής στηριζόμενης στο άρθρο 91, παράγραφος 4, του ΚΥΚ, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή θα μπορούσε να παραθέσει αιτιολογία για την απόφασή της όχι μόνο μετά την άσκηση της προσφυγής, αλλά ακόμη και μετά τη λήξη της προθεσμίας τεσσάρων μηνών μετά την υποβολή της διοικητικής ενστάσεως, η διοίκηση θα βρισκόταν σε ευνοϊκότερη κατάσταση απ’ ό,τι στο πλαίσιο προσφυγής στηριζόμενης στο άρθρο 91, παράγραφος 2. Πάντως, εκτός από το ότι το άρθρο 91, παράγραφος 4, ουδόλως προβλέπει τη δυνατότητα αυτή, κανένας αντικειμενικός λόγος δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη διαφορά αυτή. Αντιθέτως, όταν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ενημερώνεται σχετικά με το ότι ένας υπάλληλος έκανε χρήση της προβλεπομένης από το άρθρο 91, παράγραφος 4, δυνατότητας και ότι, ως εκ τούτου, εκκρεμεί η εκδίκαση προσφυγής ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, πρέπει να απαιτείται, κατά ιδιαιτέρως αυστηρό τρόπο, να παραθέσει η εν λόγω αρχή εγκαίρως αιτιολογία για την προσβαλλόμενη απόφαση.

(βλ. σκέψεις 272 έως 274)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 26 Νοεμβρίου 1981, 195/80, Michel κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1981, σ. 2861, σκέψη 22· ΔΕΚ, 9 Δεκεμβρίου 1993, C‑115/92 P, Κοινοβούλιο κατά Volger, Συλλογή 1993, σ. I‑6549, σκέψη 23· ΔΕΚ, 23 Σεπτεμβρίου 2004, C‑150/03 P, Hectors κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2004, σ. I‑8691, σκέψη 50· ΠΕΚ, 3 Μαρτίου 1993, T‑25/92, Vela Palacios κατά ΟΚΕ, Συλλογή 1993, σ. II‑201, σκέψη 25· ΠΕΚ, 20 Ιουλίου 2001, T‑351/99, Brumter κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑165 και II‑757, σκέψη 33· ΠΕΚ, 20 Φεβρουαρίου 2002, T‑117/01, Roman Parra κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. σ. I‑A‑27 και II‑121, σκέψη 26· ΠΕΚ, 6 Ιουλίου 2004, T‑281/01, Huygens κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑203 και II‑903, σκέψη 108