Language of document : ECLI:EU:T:2022:723

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

της 23ης Νοεμβρίου 2022 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως και αγωγή αποζημιώσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ευρωπαϊκή αγορά του προεντεταμένου χάλυβα – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ – Αναστολή εκτελέσεως της υποχρεώσεως συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως – Τμηματικές πληρωμές πραγματοποιούμενες προσωρινώς – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία ακυρώνεται εν μέρει η απόφαση της Επιτροπής και καθορίζεται πρόστιμο ίσο με το αρχικώς επιβληθέν – Συμψηφισμός των προσωρινώς πραγματοποιηθεισών πληρωμών – Τόκοι υπερημερίας – Άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Αδικαιολόγητος πλουτισμός – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες – Αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών – Έλλειψη νομικής βάσεως – Παρανομία»

Στην υπόθεση T‑275/20,

Westfälische Drahtindustrie GmbH, με έδρα το Hamm (Γερμανία),

Westfälische Drahtindustrie Verwaltungsgesellschaft mbH & Co. KG, με έδρα το Hamm,

Pampus Industriebeteiligungen GmbH & Co. KG, με έδρα το Iserlohn (Γερμανία),

εκπροσωπούμενες από τους O. Duys και N. Tkatchenko, δικηγόρους,

προσφεύγουσες-ενάγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους  P. Rossi και L. Mantl,

καθής-εναγομένης,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους R. da Silva Passos, πρόεδρο, V. Valančius, I. Reine, L. Truchot και M. Sampol Pucurull (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία, και ιδίως:

–        το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Μαΐου 2020,

–        την ένσταση απαραδέκτου και αναρμοδιότητας που προέβαλε η Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 130 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, με χωριστό δικόγραφο το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Αυγούστου 2020,

–        τη διάταξη της 1ης Φεβρουαρίου 2021 περί συνεκδικάσεως της ενστάσεως με την ουσία της υποθέσεως,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτηση για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της προθεσμίας των τριών εβδομάδων από την επίδοση του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιήθηκε η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας και αποφασίζοντας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί χωρίς τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή-αγωγή τους, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες, Westfälische Drahtindustrie GmbH (στο εξής: WDI), Westfälische Drahtindustrie Verwaltungsgesellschaft mbH & Co. KG (στο εξής: WDV) και Pampus Industriebeteiligungen GmbH & Co. KG (στο εξής: Pampus), ζητούν, πρώτον, την ακύρωση, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, του εγγράφου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 2ας Μαρτίου 2020 με το οποίο τις όχλησε καλώντας τες να της καταβάλουν το ποσό των 12 236 931,69 ευρώ το οποίο αντιστοιχεί, κατά το θεσμικό αυτό όργανο, στο οφειλόμενο υπόλοιπο του προστίμου που τους είχε επιβάλει στις 30 Σεπτεμβρίου 2010· δεύτερον, να διαπιστωθεί ότι το πρόστιμο εξοφλήθηκε πλήρως στις 17 Οκτωβρίου 2019 διά της καταβολής του ποσού των 18 149 636,24 ευρώ και, τρίτον, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει στην WDI το ποσό των 1 633 085,17 ευρώ, πλέον τόκων από την τελευταία αυτή ημερομηνία, λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού του εν λόγω θεσμικού οργάνου. Οι προσφεύγουσες-ενάγουσες ζητούν, επικουρικώς, βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να τους καταβάλει το ποσό των 12 236 931,69 ευρώ, το οποίο είχε αξιώσει η Επιτροπή από την WDI, καθώς και το αχρεωστήτως καταβληθέν στο θεσμικό αυτό όργανο ποσό, ύψους 1 633 085,17 ευρώ, πλέον τόκων από τις 17 Οκτωβρίου 2019 έως την πλήρη εξόφληση του οφειλόμενου ποσού.

I.      Ιστορικό της διαφοράς

2        Οι προσφεύγουσες-ενάγουσες είναι προμηθευτές προεντεταμένου χάλυβα.

3        Με την απόφαση C(2010) 4387 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2010, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38344 – προεντεταμένος χάλυβας) (στο εξής: απόφαση για τον προεντεταμένο χάλυβα), η Επιτροπή επέβαλε κυρώσεις σε πολλές επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και οι προσφεύγουσες-ενάγουσες, για τη συμμετοχή τους σε σύμπραξη στην αγορά του προεντεταμένου χάλυβα. Η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο 56 050 000 ευρώ στην WDI. Η WDV και η Pampus κρίθηκαν εις ολόκληρον υπεύθυνες για ποσά ύψους, αντιστοίχως, 45 600 000 ευρώ και 15 485 000 ευρώ.

4        Η κύρωση αυτή επιβλήθηκε με το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 8, της αποφάσεως για τον προεντεταμένο χάλυβα.

5        Κατά τη διοικητική διαδικασία, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες ζήτησαν τη μείωση του προστίμου λόγω αδυναμίας πληρωμής του, βάσει του σημείου 35 των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23 παράγραφος 2 σημείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2) (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006). Το σημείο αυτό προβλέπει τα εξής:

«Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η Επιτροπή δύναται, εφόσον αυτό της ζητηθεί, να συνεκτιμήσει την αδυναμία της επιχείρησης να πληρώσει το πρόστιμο σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο. Η Επιτροπή δεν θα βασίζει καμμία μείωση του προστίμου που χορηγείται για αυτό το λόγο στην απλή διαπίστωση μιας προβληματικής ή ελλειμματικής οικονομικής κατάστασης. Μία τέτοια μείωση θα μπορεί να χορηγείται μόνο βάσει αντικειμενικών αποδείξεων ότι η επιβολή του προστίμου, σύμφωνα με τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές, θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα της εμπλεκόμενης επιχείρησης και θα οδηγούσε στην απώλεια της αξίας στοιχείων του ενεργητικού της.»

6        Με την απόφαση για τον προεντεταμένο χάλυβα, η Επιτροπή δεν έκανε δεκτό το αίτημα των προσφευγουσών-εναγουσών για κατ’ εξαίρεση μείωση του προστίμου λόγω αδυναμίας πληρωμής.

7        Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Σεπτεμβρίου 2010, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες, άσκησαν προσφυγή με αίτημα την ακύρωση και τη μεταρρύθμιση της αποφάσεως για τον προεντεταμένο χάλυβα. Η υπόθεση πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T‑393/10.

8        Με την απόφαση C(2010) 6676 τελικό, της 30ής Σεπτεμβρίου 2010 (στο εξής: απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2010), η Επιτροπή τροποποίησε την απόφαση για τον προεντεταμένο χάλυβα, ιδίως το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 8, προκειμένου να μειωθεί το ποσό των επιβληθέντων προστίμων όσον αφορά ορισμένες επιχειρήσεις (στο εξής, από κοινού: επίδικη απόφαση). Το επιβληθέν στην WDI πρόστιμο ορίστηκε επομένως σε 46 550 000 ευρώ. Η WDV και η Pampus κρίθηκαν εις ολόκληρον υπεύθυνες για ποσά ύψους, αντιστοίχως 38 855 000 ευρώ και 15 485 000 ευρώ.

9        Με την απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2010 ορίστηκε ότι, κατά παρέκκλιση του άρθρου 2, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως για τον προεντεταμένο χάλυβα, η καταβολή των προστίμων που επιβλήθηκαν με το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 8, της επίδικης αποφάσεως έπρεπε να πραγματοποιηθεί εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της αποφάσεως της 30ής Σεπτεμβρίου 2010 και ότι, μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, θα οφείλονταν αυτοδικαίως τόκοι με το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως κατά την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο εκδόθηκε η απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, προσαυξημένο κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες. Προβλεπόταν επίσης ότι, σε περίπτωση προσφυγής από επιχείρηση στην οποία επιβλήθηκε πρόστιμο, η επιχείρηση αυτή μπορούσε να καλύψει το πρόστιμο εμπροθέσμως είτε παρέχοντας τραπεζική εγγύηση είτε καταβάλλοντας προσωρινώς το πρόστιμο σύμφωνα με το άρθρο 85α, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2002, L 357, σ. 1).

10      Στις 3 Δεκεμβρίου 2010, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στο πλαίσιο της υποθέσεως Τ-393/10 με αίτημα, κατ’ ουσίαν, την αναστολή εκτελέσεως της επίδικης αποφάσεως μέχρι την έκδοση της αποφάσεως επί της κύριας προσφυγής.

11      Με επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2011, ο γενικός διευθυντής της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Ανταγωνισμός» της Επιτροπής απέρριψε νέο αίτημα των προσφευγουσών-εναγουσών για μείωση του προστίμου λόγω αδυναμίας πληρωμής του (στο εξής: επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2011).

12      Με τη διάταξη της 13ης Απριλίου 2011, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑393/10 R, στο εξής: διάταξη ασφαλιστικών μέτρων, EU:T:2011:178), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες, διατάσσοντας την αναστολή εκτελέσεως της υποχρεώσεως που τους είχε επιβληθεί να συστήσουν τραπεζική εγγύηση υπέρ της Επιτροπής προκειμένου να εμποδίσουν την άμεση είσπραξη των προστίμων, υπό την προϋπόθεση της καταβολής στο θεσμικό αυτό όργανο, προσωρινώς, αφενός, του ποσού των 2 000 000 ευρώ έως τις 30 Ιουνίου 2011 και, αφετέρου, μηναίων δόσεων ύψους 300 000 ευρώ τη δέκατη πέμπτη ημέρα κάθε μήνα από τις 15 Ιουλίου 2011 μέχρι νεωτέρας αποφάσεως, αλλά το αργότερο έως την έκδοση της αποφάσεως επί της κύριας προσφυγής.

13      Με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑393/10, στο εξής: απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, EU:T:2015:515), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη διαπιστώνοντας με την επίδικη απόφαση, όσον αφορά τις προσφεύγουσες-ενάγουσες, την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

14      Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση καθόσον επέβαλε πρόστιμο στις προσφεύγουσες-ενάγουσες καθώς και την επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2011, με το σκεπτικό ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση της ικανότητας τους προς καταβολή προστίμου.

15      Στο πλαίσιο ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, το Γενικό Δικαστήριο καταδίκασε τις προσφεύγουσες-ενάγουσες στην καταβολή προστίμου ισόποσου με εκείνο που τους είχε επιβληθεί με την επίδικη απόφαση, γεγονός που αποτυπώνεται στο διατακτικό της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015.

16      Το διατακτικό αυτό έχει ως εξής:

«1)      Καταργεί τη δίκη επί της παρούσας προσφυγής όσον αφορά τη μείωση του προστίμου που παρασχέθηκε στη [WDI] και στη [WDV] με την απόφαση […] 30ής Σεπτεμβρίου 2010.

2)      Ακυρώνει το άρθρο 2, [πρώτο εδάφιο,] σημείο 8, της [επίδικης] αποφάσεως […].

3)      Ακυρώνει την επιστολή […] της 14ης Φεβρουαρίου 2011.

4)      Καταδικάζει εις ολόκληρον τις [WDI], [WDV] και Pampus […] στην καταβολή προστίμου ύψους 15 485 000 ευρώ.

5)      Καταδικάζει εις ολόκληρον τις [WDI] και [WDV] στην καταβολή προστίμου ύψους 23 370 000 ευρώ.

6)      Καταδικάζει τη [WDI] στην καταβολή προστίμου ύψους 7 695 000 ευρώ.

7)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

8)      Οι [WDI], [WDV] και Pampus […] φέρουν το ήμισυ των δικαστικών τους εξόδων περιλαμβανομένων εκείνων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων. Η Επιτροπή φέρει τα δικά της έξοδα και το ήμισυ των εξόδων της [WDI], της [WDV] και της Pampus […], περιλαμβανομένων εκείνων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.»

17      Σε εκτέλεση της διατάξεως ασφαλιστικών μέτρων, η WDI είχε καταβάλει προσωρινώς στην Επιτροπή συνολικό ποσό 16 400 000 ευρώ κατά την περίοδο από τις 29 Ιουνίου 2011 έως και τις 16 Ιουνίου 2015.

18      Κατόπιν της δημοσιεύσεως της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, οι δικηγόροι των προσφευγουσών-εναγουσών επικοινώνησαν με τη ΓΔ «Προϋπολογισμός» της Επιτροπής, για να συμφωνήσουν, στο πλαίσιο φιλικού διακανονισμού, ένα χρονοδιάγραμμα πληρωμής των προστίμων που καθορίστηκαν στα σημεία 4 έως 6 του διατακτικού της εν λόγω αποφάσεως. Στο πλαίσιο αυτό, υπήρξε διάσταση απόψεων όσον αφορά την ημερομηνία από την οποία έπρεπε να οφείλονται τόκοι επί των προστίμων αυτών. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες θεωρούσαν ότι οι τόκοι έπρεπε να αρχίσουν να υπολογίζονται από την ημέρα δημοσιεύσεως της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, ενώ κατά τη ΓΔ «Προϋπολογισμός», οι τόκοι οφείλονταν από την ημερομηνία που προκύπτει από το άρθρο 2, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, της επίδικης αποφάσεως, ήτοι, όσον αφορά τις προσφεύγουσες-ενάγουσες, τόκοι οφείλονταν μετά από την παρέλευση τριών μηνών από την κοινοποίηση της αποφάσεως της 30ής Σεπτεμβρίου 2010. Η θέση αυτή αποτυπώθηκε σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της ΓΔ «Προϋπολογισμός» της 12ης Αυγούστου 2015, προς απάντηση μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του εκπροσώπου των προσφευγουσών-εναγουσών της 5ης Αυγούστου 2015, και επαναδιατυπώθηκε κατά τη διάρκεια συναντήσεως που πραγματοποιήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 2015 μεταξύ της Επιτροπής και της WDI.

19      Στις 17 Νοεμβρίου 2015 η WDI απηύθυνε στην Επιτροπή πρόταση σχεδίου τμηματικής αποπληρωμής του προστίμου, έως τις 15 Δεκεμβρίου 2029, με την καταβολή μηνιαίων δόσεων ύψους 300 000 ευρώ και βάσει τόκων υπερημερίας οφειλόμενων από τις 15 Ιανουαρίου 2011 και υπολογιζομένων με επιτόκιο 4,5 %.

20      Στις 27 Νοεμβρίου 2015 η Επιτροπή κοινοποίησε στην WDI ένα σχέδιο τμηματικής αποπληρωμής του προστίμου έως τις 15 Μαρτίου 2030. Το εν λόγω σχέδιο προέβλεπε επίσης μηνιαίες δόσεις ύψους 300 000 ευρώ και είχε καταρτιστεί βάσει των παραδοχών ότι η οφειλή ήταν απαιτητή από τις 4 Ιανουαρίου 2011 και ότι έπρεπε να προσαυξηθεί με τόκους υπερημερίας υπολογιζόμενους με επιτόκιο 4,5 %.

21      Κατά της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015 ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως από τις προσφεύγουσες-ενάγουσες, οι οποίες αμφισβήτησαν μεταξύ άλλων τη συνεκτίμηση από το Γενικό Δικαστήριο, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, της ικανότητας τους προς καταβολή προστίμου το 2015 και όχι το 2010. Η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως απορρίφθηκε με τη διάταξη της 7ης Ιουλίου 2016, Westfälische Drahtindustrie και Pampus Industriebeteiligungen κατά Επιτροπής (C‑523/15 P, EU:C:2016:541).

22      Μετά την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο να ερμηνεύσει την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 υπό την έννοια ότι οι τόκοι επί του ποσού του επιβληθέντος με την απόφαση αυτή προστίμου οφείλονταν από τη δημοσίευση της αποφάσεως αυτής. Επικουρικώς, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο να διορθώσει ή να συμπληρώσει την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 διευκρινίζοντας την ημερομηνία από την οποία οφείλονταν οι τόκοι.

23      Με τη διάταξη της 17ης Μαΐου 2018, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑393/10 INTP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:293), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις αιτήσεις αυτές ως απαράδεκτες. Όσον αφορά την αίτηση ερμηνείας, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, για να κριθεί παραδεκτή, η αίτηση αυτή έπρεπε να αφορά ζήτημα που κρίθηκε με την προς ερμηνεία απόφαση. Ωστόσο, το ζήτημα του χρονικού σημείου από το οποίο αρχίζουν να οφείλονται οι τόκοι υπερημερίας σε περίπτωση ετεροχρονισμένης πληρωμής του ποσού των επιβληθέντων στις προσφεύγουσες-ενάγουσες προστίμων δεν είχε εξεταστεί με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, με την αίτηση αυτή οι προσφεύγουσες-ενάγουσες ζητούσαν γνωμοδότηση επί των συνεπειών της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, πράγμα που δεν εντάσσεται στο πλαίσιο αιτήσεως ερμηνείας που υποβάλλεται βάσει του άρθρου 168, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Οι δύο άλλες αιτήσεις κρίθηκαν εκπρόθεσμες.

24      Στις 16 Οκτωβρίου 2019 η WDI ενημέρωσε την Επιτροπή, αφενός, ότι είχε ήδη καταβάλει 31 700 000 ευρώ και, αφετέρου, ότι σκόπευε να καταβάλει το υπόλοιπο του οφειλόμενου προστίμου, κεφάλαιο και τόκους, το οποίο υπολόγιζε σε 18 149 636,24 ευρώ. Για τον υπολογισμό αυτόν, η WDI έλαβε υπόψη ότι η τοκοφορία άρχισε την 15η Οκτωβρίου 2015, ήτοι μετά την παρέλευση τριών μηνών από τη δημοσίευση της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, και εφάρμοσε επιτόκιο 3,48 %.

25      Στις 17 Οκτωβρίου 2019 η WDI κατέβαλε το εν λόγω ποσό των 18 149 636,24 ευρώ στον τραπεζικό λογαριασμό της Επιτροπής, με αποτέλεσμα το συνολικό ποσό των πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν από τις 29 Ιουνίου 2011, για την αποπληρωμή του προστίμου, να ανέρχεται σε 49 849 636,24 ευρώ.

26      Με έγγραφο της 2ας Μαρτίου 2020 (στο εξής: προσβαλλόμενη πράξη), η Επιτροπή γνωστοποίησε τη διαφωνία της με την άποψη που διατύπωσε η WDI στην επιστολή της 16ης Οκτωβρίου 2019. Η Επιτροπή επισήμανε ότι, σύμφωνα με τα κριτήρια τα οποία διατυπώθηκαν στην απόφαση της 14ης Ιουλίου 1995, CB κατά Επιτροπής (T‑275/94, EU:T:1995:141), οι τόκοι είχαν αρχίσει να τρέχουν όχι από τη δημοσίευση της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, αλλά από την ημερομηνία που προβλεπόταν στην επίδικη απόφαση, ήτοι από τις 4 Ιανουαρίου 2011, και με επιτόκιο 4,5 %. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή όχλησε την WDI καλώντας την να της καταβάλει το ποσό των 12 236 931,69 ευρώ που αντιστοιχούσε στο οφειλόμενο υπόλοιπο, με ημερομηνία αξίας την 31η Μαρτίου 2020.

II.    Αιτήματα των διαδίκων

27      Με το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη·

–        κατά συνέπεια, να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή οφείλει να συμψηφίσει τα ποσά που κατέβαλε η WDI κατά το χρονικό διάστημα από τις 29 Ιουνίου 2011 έως τις 16 Ιουνίου 2015 (16 400 000 ευρώ), πλέον τόκων για το χρονικό διάστημα αυτό (1 420 610 ευρώ), ήτοι συνολικό ποσό ύψους 17 820 610 ευρώ, με το πρόστιμο που επέβαλε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, το οποίο είναι καταβλητέο από την ημερομηνία αυτή, και ότι, ως εκ τούτου, το ως άνω πρόστιμο εξοφλήθηκε πλήρως διά καταβολής από την WDI στις 17 Οκτωβρίου 2019 του ποσού των 18 149 636,24 ευρώ·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει στην WDI το ποσό των 1 633 085,17 ευρώ, πλέον τόκων από τις 17 Οκτωβρίου 2019 και μέχρι της ολοσχερούς εξοφλήσεως του οφειλόμενου ποσού·

–        επικουρικώς, σε περίπτωση απόρριψης των τριών πρώτων αιτημάτων, να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, εκπροσωπούμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αφενός, να καταβάλει στις προσφεύγουσες-ενάγουσες αποζημίωση ίση με το ποσό που αναζητείται με την προσβαλλόμενη πράξη, ήτοι 12 236 931,69 ευρώ, και, αφετέρου, να καταβάλει στην WDI το ποσό των 1 633 085,17 ευρώ πλέον τόκων από τις 17 Οκτωβρίου 2019 και μέχρι της ολοσχερούς εξοφλήσεως του οφειλόμενου ποσού·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

28      Με τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου και αναρμοδιότητας, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κάνει δεκτά τα αιτήματα που διατυπώνουν στο δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής με την έκδοση ερήμην αποφάσεως κατά την έννοια του άρθρου 123 του Κανονισμού Διαδικασίας·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου και αναρμοδιότητας·

–        όλως επικουρικώς, να συνεξετάσει την ένσταση αυτή με την ουσία της υποθέσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

29      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες-ενάγουσες στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

Α.      Επί του αιτήματος των προσφευγουσών-εναγουσών περί επιδικάσεως των αιτημάτων τους από το Γενικό Δικαστήριο με ερήμην απόφαση

30      Με τις γραπτές παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου και αναρμοδιότητας, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να τους επιδικαστούν τα αιτήματά τους με ερήμην απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 123 του Κανονισμού Διαδικασίας, διότι η Επιτροπή κατέθεσε την ένσταση εκπροθέσμως.

31      Συναφώς, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες επισημαίνουν ότι, με επιστολή της 26ης Μαΐου 2020, το Γενικό Δικαστήριο τις ενημέρωσε ότι η προσφυγή-αγωγή είχε κοινοποιηθεί στην Επιτροπή. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προθεσμία για την κατάθεση του δικογράφου της ενστάσεως απαραδέκτου και αναρμοδιότητας έληγε στις 5 Αυγούστου 2020. Η ένσταση αυτή όμως κατατέθηκε μόλις στις 13 Αυγούστου 2020.

32      Το άρθρο 123, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι, όταν το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο καθού, που κλητεύθηκε προσηκόντως, δεν απάντησε στην προσφυγή κατά τον τύπο ή εντός της προθεσμίας του άρθρου 81 του Κανονισμού Διαδικασίας, ο προσφεύγων μπορεί, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 45, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο να του επιδικάσει τα αιτήματά του.

33      Από τον συνδυασμό του άρθρου 81 και του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι ένσταση απαραδέκτου ή αναρμοδιότητας που προβάλλει ο καθού με χωριστό δικόγραφο πρέπει να υποβάλλεται εντός δύο μηνών από την επίδοση του δικογράφου της προσφυγής. Σύμφωνα με το άρθρο 60 του Κανονισμού Διαδικασίας, η προθεσμία αυτή παρεκτείνεται λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες κατ’ αποκοπήν.

34      Το άρθρο 6, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 2018 σχετικά με την κατάθεση και την επίδοση διαδικαστικών εγγράφων μέσω της εφαρμογής e‑Curia (ΕΕ 2018, L 240, σ. 72) προβλέπει ότι οι αποδέκτες των επιδόσεων περί των οποίων γίνεται λόγος στην απόφαση αυτή ειδοποιούνται, με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, για κάθε επίδοση που διενεργείται προς αυτούς μέσω e‑Curia. Το τρίτο εδάφιο του άρθρου 6 διευκρινίζει ότι το οικείο διαδικαστικό έγγραφο επιδίδεται κατά τον χρόνο που ο αποδέκτης (εκπρόσωπος ή βοηθός) ζητεί πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο εντός του e‑Curia. Εξάλλου, αν δεν ζητηθεί τέτοια πρόσβαση, το έγγραφο λογίζεται επιδοθέν μετά το πέρας της εβδόμης ημέρας που έπεται της αποστολής μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που ειδοποιεί τον αποδέκτη για τη διενέργεια επίδοσης.

35      Εν προκειμένω, καθόσον το δικόγραφο της ενστάσεως απαραδέκτου και αναρμοδιότητας κατατέθηκε από την Επιτροπή εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, το Γενικό Δικαστήριο δεν κάλεσε τις προσφεύγουσες-ενάγουσες να υποβάλουν παρατηρήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 123, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, επί του ενδεχομένου να τους επιδικαστούν τα αιτήματά τους με ερήμην απόφαση.

36      Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την αναφορά του e‑Curia, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 2ας Ιουνίου 2020, η Γραμματεία ενημέρωσε τις προσφεύγουσες-ενάγουσες για την επίδοση μέσω της εφαρμογής αυτής της επιστολής της 26ης Μαΐου 2020, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 31 ανωτέρω. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 2ας Ιουνίου 2020, η Γραμματεία ενημέρωσε επίσης την Επιτροπή σχετικά με τη διαβίβαση μέσω της εφαρμογής e‑Curia επιστολής, με ημερομηνία επίσης 26 Μαΐου 2020, με την οποία επιδόθηκε το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής και τα συνημμένα σε αυτό παραρτήματα. Η Επιτροπή ζήτησε πρόσβαση στα έγγραφα αυτά μέσω του συστήματος e‑Curia στις 3 Ιουνίου 2020. Σύμφωνα με το άρθρο 6, τρίτο εδάφιο, της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 2018 σχετικά με την κατάθεση και την επίδοση διαδικαστικών εγγράφων μέσω της εφαρμογής e‑Curia, το οποίο υπομνήσθηκε στη σκέψη 34 ανωτέρω, η 3η Ιουνίου 2020 αποτελεί την ημερομηνία ενάρξεως της προθεσμίας των δύο μηνών και δέκα ημερών εντός της οποίας το θεσμικό αυτό όργανο μπορούσε να υποβάλει την ένσταση απαραδέκτου και αναρμοδιότητας. Δεδομένου ότι το δικόγραφο της ενστάσεως αυτής κατατέθηκε στις 13 Αυγούστου 2020, η εν λόγω προθεσμία τηρήθηκε.

37      Κατά συνέπεια, το αίτημα των προσφευγουσών-εναγουσών περί επιδικάσεως των αιτημάτων τους από το Γενικό Δικαστήριο με ερήμην απόφαση πρέπει να απορριφθεί.

Β.      Επί του αντικειμένου της προσφυγής-αγωγής

38      Η προσφυγή-αγωγή έχει ως αντικείμενο ένα ακυρωτικό αίτημα, ένα διαπιστωτικό αίτημα και ένα καταψηφιστικό αίτημα ποσού που συνδέεται με αδικαιολόγητο πλουτισμό, καθώς και, επικουρικώς, ένα αποζημιωτικό αίτημα που αφορά αποκατάσταση της ζημίας που προξενήθηκε λόγω του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς της Επιτροπής. Πρόκειται για τα τέσσερα πρώτα αιτήματα των προσφευγουσών-εναγουσών που διαλαμβάνονται στη σκέψη 27 ανωτέρω.

39      Τα τέσσερα αυτά αιτήματα των προσφευγουσών-εναγουσών στηρίζονται στο επιχείρημα ότι το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, πρώτον, ακύρωσε ex tunc το πρόστιμο που επέβαλε η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση. Η ακύρωση αυτή δημιούργησε απαίτηση των προσφευγουσών-εναγουσών, η οποία αντιστοιχούσε στο ποσό που κατέβαλαν, προσωρινώς, κατά το χρονικό διάστημα από 29 Ιουνίου 2011 έως τις 16 Ιουνίου 2015, σε εκτέλεση της διατάξεως ασφαλιστικών μέτρων (16 400 000 ευρώ), πλέον τόκων (1 420 610 ευρώ). Κατά τις προσφεύγουσες-ενάγουσες, οι τόκοι αυτοί οφείλονται σύμφωνα με την απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2019, Printeos κατά Επιτροπής (T‑201/17, EU:T:2019:81). Το Γενικό Δικαστήριο, δεύτερον, καθόρισε νέο χωριστό πρόστιμο, με ισχύ από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015. Οι προσφεύγουσες-ενάγουσες χαρακτηρίζουν το πρόστιμο αυτό «δικαστικό πρόστιμο», σε αντιδιαστολή με το «ακυρωθέν πρόστιμο» του 2010.

40      Με το πρώτο αίτημα ζητείται η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως, με την οποία η Επιτροπή όχλησε τις προσφεύγουσες-ενάγουσες καλώντας τες να της καταβάλουν το ποσό των 12 236 931,69 ευρώ το οποίο αντιστοιχεί, κατά την άποψή της, στο οφειλόμενο υπόλοιπο του προστίμου, αν ως ημερομηνία αξίας ληφθεί υπόψη η 31η Μαρτίου 2020.

41      Με το δεύτερο κατά σειρά «διαπιστωτικό» αίτημα οι προσφεύγουσες-ενάγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί ότι, σε εκτέλεση της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, η Επιτροπή έπρεπε να συμψηφίσει τις πληρωμές που είχε πραγματοποιήσει η WDI κατά το χρονικό διάστημα από τις 29 Ιουνίου 2011 έως τις 16 Ιουνίου 2015 (συνολικού ποσού 16 400 000 ευρώ), πλέον τόκων (ποσού 1 420 610 ευρώ), με το ορισθέν από το Γενικό Δικαστήριο πρόστιμο και ότι, ως εκ τούτου, το πρόστιμο είχε εξοφληθεί ολοσχερώς στις 17 Οκτωβρίου 2019 με την καταβολή του ποσού των 18 149 636,24 ευρώ από την WDI.

42      Με το τρίτο αίτημα των προσφευγουσών-εναγουσών, που βασίζεται σε αδικαιολόγητο πλουτισμό, ζητείται να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει στην WDI το ποσό των 1 633 085,17 ευρώ, πλέον τόκων από τις 17 Οκτωβρίου 2019.

43      Το τελευταίο αυτό αίτημα εξηγείται βάσει εσφαλμένου υπολογισμού στον οποίο οι προσφεύγουσες-ενάγουσες δηλώνουν ότι προέβησαν στις προγενέστερες αιτήσεις τους προς την Επιτροπή.

44      Συγκεκριμένα, στο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 5ης Αυγούστου 2015 και στην από 16 Οκτωβρίου 2019 επιστολή της, η WDI είχε ζητήσει από την Επιτροπή τον συμψηφισμό με το πρόστιμο μόνον του ποσού που είχε καταβάλει σε εκτέλεση της διατάξεως ασφαλιστικών μέτρων (16 400 000 ευρώ), χωρίς να συνυπολογίσει τους σχετικούς με το ποσό αυτό τόκους για την περίοδο από τις 29 Ιουνίου 2011 έως τις 16 Ιουνίου 2015 (1 420 610 ευρώ) και τους τόκους από τις 15 Ιουλίου 2015. Κατά τις προσφεύγουσες-ενάγουσες, σύμφωνα με νέο υπολογισμό της 7ης Μαΐου 2020 τον οποίο προσκόμισαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω τόκων, το ποσό που όφειλαν να καταβάλουν ακόμη στις 17 Οκτωβρίου 2019 για την αποπληρωμή του υπολοίπου του «δικαστικού προστίμου» ήταν μόνο 16 516 551,07 ευρώ και όχι 18 149 636,24 ευρώ, όπως είχε υπολογιστεί στις 16 Οκτωβρίου 2019, όπερ σημαίνει ότι είχαν καταβάλει αχρεωστήτως στην Επιτροπή το ποσό των 1 633 085,17 ευρώ.

45      Τέλος, με το τέταρτο κατά σειρά αποζημιωτικό αίτημα, το οποίο υποβλήθηκε επικουρικώς σε σχέση με τα τρία λοιπά αιτήματα, ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή να αποκαταστήσει τη ζημία που οι προσφεύγουσες-ενάγουσες διατείνονται ότι υπέστησαν στο πλαίσιο της εκτελέσεως της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, την οποία αποτιμούν στο ποσό που αναζητεί η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη πράξη (12 236 931,69 ευρώ) και στο αχρεωστήτως καταβληθέν στο θεσμικό αυτό όργανο ποσό στις 17 Οκτωβρίου 2019 (1 633 085,17 ευρώ), πλέον τόκων από την ημερομηνία αυτή. Κατά τις προσφεύγουσες-ενάγουσες, η εσφαλμένη εκτέλεση της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015 συνιστά κατάφωρη παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει η Επιτροπή από το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Η επελθούσα ζημία αντιστοιχεί στην απώλεια που προκύπτει από τη διεκδίκηση του αχρεωστήτως εισπραχθέντος ποσού σε εκτέλεση της αποφάσεως αυτής.

46      Κατά συνέπεια, το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο αίτημα που εκτίθενται στη σκέψη 27 ανωτέρω συνδέονται μεταξύ τους.

47      Συγκεκριμένα, η επιστροφή του ποσού των 1 633 085,17 ευρώ, πλέον τόκων από τις 17 Οκτωβρίου 2019, η οποία αποτελεί αντικείμενο του τρίτου αιτήματος στηρίζεται σε μία εκ των διαπιστώσεων που ζητούνται με το δεύτερο αίτημα, ήτοι ότι η Επιτροπή υποχρεούται, σε εκτέλεση της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, να συμψηφίσει με το οφειλόμενο υπόλοιπο του προστίμου όχι μόνον τα ποσά που κατέβαλε η WDI προσωρινώς από τις 29 Ιουνίου 2011 έως τις 16 Ιουνίου 2015, αλλά επίσης και τους σχετικούς τόκους.

48      Όσον αφορά το τρίτο αίτημα, υπενθυμίζεται ότι η αγωγή που στηρίζεται σε αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν εμπίπτει στο υπό στενή έννοια σύστημα της εξωσυμβατικής ευθύνης της οποίας η θεμελίωση εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων που αφορούν το παράνομο της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην Ένωση, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της προβαλλόμενης ζημίας. Η αγωγή βάσει αδικαιολόγητου πλουτισμού διακρίνεται από τις αγωγές που ασκούνται βάσει αυτού του συστήματος κατά το ότι δεν απαιτεί την απόδειξη παράνομης συμπεριφοράς του εναγομένου, ούτε καν οποιαδήποτε συμπεριφορά, αλλά μόνον την απόδειξη του άνευ νόμιμης αιτίας πλουτισμού του εναγομένου και ελάττωσης της περιουσίας του ενάγοντος συνδεόμενη με τον πλουτισμό αυτό [βλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Masdar (UK) κατά Επιτροπής, C‑47/07 P, EU:C:2008:726, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

49      Ωστόσο, παρά τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, η δυνατότητα του πολίτη να ασκήσει αγωγή στηριζόμενη στον αδικαιολόγητο πλουτισμό κατά της Ένωσης δεν μπορεί να αποκλειστεί με μόνη αιτιολογία ότι η Συνθήκη ΛΕΕ δεν προβλέπει ρητά ένδικο βοήθημα για την επιδίωξη τέτοιας αξίωσης. Ερμηνεία των άρθρων 268 και 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ η οποία θα απέκλειε τη δυνατότητα αυτή θα κατέληγε σε αποτέλεσμα αντίθετο προς την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C‑575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50      Εν προκειμένω, όπως αναγνωρίζει η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως, μπορεί να γίνει δεκτό ότι με το τρίτο και το τέταρτο αίτημα ζητείται αποζημίωση βάσει του άρθρου 268 και του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Το ποσό των 1 633 085,17 ευρώ, πλέον τόκων από τις 17 Οκτωβρίου 2019, ζητείται και με τα δύο αυτά αιτήματα, διαζευκτικώς.

51      Λαμβανομένων υπόψη της σχέσης μεταξύ του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου αιτήματος, η οποία διαπιστώθηκε στις σκέψεις 46 έως 50 ανωτέρω, και του γεγονότος ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 40 και 45 ανωτέρω, υφίσταται επίσης σχέση μεταξύ του, πρώτου κατά σειρά, ακυρωτικού αιτήματος και μέρους του, τέταρτου κατά σειρά, αποζημιωτικού αιτήματος, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, πρέπει να εξεταστούν, αρχικώς και από κοινού, το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο αίτημα που εκτίθενται στη σκέψη 27 ανωτέρω, τα οποία αφορούν τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015.

52      Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει το πρώτο αίτημα των προσφευγουσών-εναγουσών, με το οποίο ζητείται η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως.

Γ.      Επί του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου αιτήματος των προσφευγουσών-εναγουσών, τα οποία αφορούν τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015

1.      Επί του παραδεκτού και της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου

53      Η Επιτροπή προβάλλει ένσταση απαραδέκτου του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου αιτήματος των προσφευγουσών-εναγουσών και αναρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί του δεύτερου αιτήματος.

54      Όσον αφορά το δεύτερο αίτημα, η Επιτροπή προβάλλει ότι, πέραν του γεγονότος ότι δεν στηρίζεται σε καμία «ουσιαστική ή δικονομική διάταξη», κατά παράβαση του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, με αυτό ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να εκδώσει αναγνωριστική απόφαση βάσει της οποίας, κατόπιν της ακυρώσεως της προσβαλλομένης πράξεως, η Επιτροπή θα υποχρεούται να συμψηφίσει τα ποσά που καταβλήθηκαν πριν από την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, πλέον τόκων, με τα πρόστιμα που διαλαμβάνονται στο διατακτικό της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015.

55      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι δεν υφίσταται μέσο παροχής ενδίκου προστασίας της Ένωσης που να παρέχει στον δικαστή τη δυνατότητα να αποφαίνεται επί γενικού ζητήματος ή επί ζητήματος αρχής (βλ. απόφαση της 21ης Μαρτίου 2012, Fulmen και Mahmoudian κατά Συμβουλίου, T‑439/10 και T‑440/10, EU:T:2012:142, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εξάλλου, στο πλαίσιο του στηριζόμενου στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ ελέγχου νομιμότητας, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απευθύνει διαταγές στα θεσμικά όργανα, στα λοιπά όργανα και στους οργανισμούς της Ένωσης (βλ. διάταξη της 26ης Οκτωβρίου 1995, Pevasa και Inpesca κατά Επιτροπής, C‑199/94 P και C‑200/94 P, EU:C:1995:360, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ. επίσης, απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2018, Σουηδία κατά Επιτροπής, T‑260/16, EU:T:2018:597, σκέψη 104 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

56      Επομένως, το δεύτερο αίτημα πρέπει να απορριφθεί λόγω αναρμοδιότητας.

57      Όσον αφορά το τρίτο και το τέταρτο αίτημα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι είναι απαράδεκτα, δεδομένου ότι βάλλουν κατά πράξεως που έχει καταστεί απρόσβλητη, ήτοι κατά της επίδικης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, κατά την άποψή της, με τα αιτήματά τους οι προσφεύγουσες-ενάγουσες επιδιώκουν να επιτύχουν την επιστροφή των ποσών που οφείλονταν ήδη δυνάμει του επιβληθέντος με την επίδικη απόφαση προστίμου και των οποίων το ύψος στη συνέχεια επιβεβαιώθηκε με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015.

58      Με την απάντησή της σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή δεν υποστήριξε ότι το τρίτο και το τέταρτο αίτημα έβαλλαν κατά άλλων πράξεων που είχε εκδώσει και οι οποίες έχουν καταστεί απρόσβλητες λόγω μη ασκήσεως ένδικου βοηθήματος. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, όλα τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και οι επιστολές που απηύθυνε στις προσφεύγουσες-ενάγουσες αμέσως μετά την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 δεν συνιστούν πράξεις δεκτικές προσφυγής βάσει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι πρόκειται για εκτελεστικές πράξεις της επίδικης αποφάσεως.

59      Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το τέταρτο αίτημά τους, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες δεν βάλλουν κατά της επίδικης αποφάσεως, αλλά ζητούν την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από τη φερόμενη ως εσφαλμένη εκτέλεση της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015.

60      Επισημαίνεται ότι αγωγή αποζημιώσεως δυνάμει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ μπορεί να ασκηθεί εφόσον συντρέχει πταίσμα της Επιτροπής ή των υπαλλήλων της στο πλαίσιο της εκτελέσεως αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου (πρβλ. διάταξη της 17ης Μαΐου 2018, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑393/10 INTP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:293, σκέψη 21).

61      Εξάλλου, η ύπαρξη εν προκειμένω προηγούμενης αλληλογραφίας μεταξύ της Επιτροπής και των προσφευγουσών-εναγουσών σχετικά με την εκτέλεση της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015 δεν αποκλείει το δικαίωμα ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ και του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

62      Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 44 και 45 ανωτέρω, το, τέταρτο κατά σειρά, αποζημιωτικό αίτημα των προσφευγουσών-εναγουσών έχει ευρύτερο περιεχόμενο από εκείνο το οποίο η Επιτροπή απέρριψε με το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 12ης Αυγούστου 2015. Στο πλαίσιο του τελευταίου αυτού αιτήματος δεν λαμβάνονταν υπόψη οι τόκοι επί του ποσού των 16 400 000 ευρώ για το χρονικό διάστημα από τις 29 Ιουνίου 2011 έως τις 16 Ιουνίου 2015. Ως εκ τούτου, ακόμη και στην περίπτωση που ήταν δυνατή η άσκηση προσφυγής κατά του εν λόγω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου βάσει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, πράγμα που αμφισβητείται από την Επιτροπή, η ακύρωση της πράξεως αυτής δεν θα είχε το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα με το προσδοκώμενο με το υποβληθέν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αποζημιωτικό αίτημα (πρβλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Guardian Europe και Guardian Europe κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης, C‑447/17 P και C‑479/17 P, EU:C:2019:672, σκέψεις 49 έως 64).

63      Το τρίτο αίτημα έχει επίσης αποζημιωτικό χαρακτήρα (βλ. σκέψεις 49 και 50 ανωτέρω). Δεν βάλλει κατά πράξεως της Επιτροπής που έχει καταστεί απρόσβλητη, αλλά προβάλλει την έλλειψη νομικής βάσεως της εισπράξεως από το θεσμικό αυτό όργανο υπερβάλλοντος ποσού 1 633 085,17 ευρώ. Το εν λόγω αχρεωστήτως εισπραχθέν ποσό εξηγείται, κατά τις προσφεύγουσες-ενάγουσες, από σφάλμα στο οποίο υπέπεσε η WDI στις 17 Οκτωβρίου 2019, όταν υπολόγισε το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό του επίδικου προστίμου χωρίς να λάβει υπόψη τους τόκους επί του ποσού των 16 400 000 ευρώ για το χρονικό διάστημα από τις 29 Ιουνίου 2011 έως τις 16 Ιουνίου 2015.

64      Κατά συνέπεια, το τρίτο και το τέταρτο αίτημα είναι παραδεκτά.

65      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προβαλλόμενη από την Επιτροπή ένσταση είναι βάσιμη μόνον ως προς το δεύτερο αίτημα των προσφευγουσών-εναγουσών.

2.      Επί της ουσίας

66      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο, υπό το πρίσμα της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, να εξετάσει κατ’ αρχάς το τέταρτο αίτημα των προσφευγουσών-εναγουσών με το οποίο ζητείται αποζημίωση λόγω του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς της Επιτροπής, πριν εξετάσει το τρίτο αίτημα με το οποίο προβάλλεται αδικαιολόγητος πλουτισμός της Επιτροπής.

α)      Επί του αποζημιωτικού αιτήματος που στηρίζεται στον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς της Επιτροπής

67      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι για να στοιχειοθετηθεί η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης απαιτείται η σωρευτική συνδρομή τριών προϋποθέσεων, ήτοι ο παραβιασθείς κανόνας δικαίου να αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες και η παράβαση να είναι κατάφωρη, ότι το υποστατό της ζημίας αποδεικνύεται και, τέλος, ότι υφίσταται άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραβάσεως της υποχρεώσεως που υπέχει το όργανο που εξέδωσε την πράξη και της ζημίας που υπέστησαν οι ζημιωθέντες (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2000, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, C‑352/98 P, EU:C:2000:361, σκέψεις 39 έως 42, και της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Klein κατά Επιτροπής, C‑346/17 P, EU:C:2018:679, σκέψεις 60 και 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Όταν το περιθώριο εκτίμησης που διαθέτει το θεσμικό όργανο της Ένωσης είναι αισθητά μειωμένο ή και ανύπαρκτο, η απλή παραβίαση του δικαίου της Ένωσης μπορεί να αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης παραβιάσεως του δικαίου αυτού, δυνάμενης να στοιχειοθετήσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης (βλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos, C‑301/19 P, EU:C:2021:39, σκέψη 103 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68      Οι προσφεύγουσες-ενάγουσες προβάλλουν ότι η Επιτροπή δεν εκτέλεσε ορθά την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, πράγμα που συνιστά κατάφωρη παράβαση των υποχρεώσεων που αυτή υπέχει από το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Η επελθούσα ζημία της οποίας ζητούν την αποκατάσταση, αντιστοιχεί στο ποσό που αναζήτησε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη πράξη, ήτοι, 12 236 931,69 ευρώ και στο αχρεωστήτως καταβληθέν στο θεσμικό αυτό όργανο ποσό στις 17 Οκτωβρίου 2019, ήτοι 1 633 085,17 ευρώ, πλέον τόκων από την ημερομηνία αυτή.

69      Προς στήριξη του αποζημιωτικού αιτήματος που στηρίζεται σε παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς της Επιτροπής, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, τέσσερις ισχυρισμούς.

70      Στο πλαίσιο του πρώτου ισχυρισμού με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες υποστηρίζουν ότι το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε με την επίδικη απόφαση ακυρώθηκε ex tunc με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 και αντικαταστάθηκε από ένα «δικαστικό πρόστιμο», απαιτητό μόνον από την ημέρα δημοσιεύσεως της αποφάσεως αυτής του Γενικού Δικαστηρίου.

71      Με τον δεύτερο ισχυρισμό, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι, σε εκτέλεση της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015 και συνεπεία της ex tunc ακυρώσεως του αρχικώς επιβληθέντος προστίμου, τα καταβληθέντα προσωρινώς ποσά από τις 29 Ιουνίου 2011 έως τις 16 Ιουνίου 2015, σε εκτέλεση της διατάξεως ασφαλιστικών μέτρων, δεν οφείλονταν και ότι η WDI είχε δικαίωμα να της επιστραφούν τα ποσά αυτά, πλέον των τόκων που αντιστοιχούν στην περίοδο αυτή. Καθόσον το ακυρωθέν πρόστιμο αντικαταστάθηκε από το «δικαστικό πρόστιμο», τα ποσά αυτά έπρεπε να συμψηφισθούν με την πληρωμή του προστίμου το 2015. Οι προσφεύγουσες-ενάγουσες προβάλλουν στο πλαίσιο του ισχυρισμού αυτού παράβαση όχι μόνον του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ αλλά και του άρθρου 98, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ 2018, L 193, σ. 1).

72      Στο πλαίσιο του τρίτου ισχυρισμού, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες διατείνονται ότι η προβαλλόμενη από την Επιτροπή υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας από τις 4 Ιανουαρίου 2011 παραβαίνει το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καθώς και το άρθρο 99, παράγραφος 4 και το άρθρο 98, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2018/1046. Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι το πρόστιμο είναι απαιτητό μόλις από τις 15 Ιουλίου 2015.

73      Ο τέταρτος ισχυρισμός, που αντλείται επίσης από παράβαση του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και του άρθρου 99, παράγραφος 4, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2018/1046, αφορά το επιτόκιο που καθόρισε η Επιτροπή, το οποίο αντιστοιχεί στο ορισθέν με την απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2010. Κατά τις προσφεύγουσες-ενάγουσες, για το «δικαστικό πρόστιμο» έπρεπε να καθοριστεί ένα νέο και χαμηλότερο επιτόκιο, υπολογιζόμενο σε συνάρτηση με το μέσο επιτόκιο που καθορίστηκε από την ΕΚΤ τον Αύγουστο του 2015 για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως.

74      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι οι συνέπειες που επικαλούνται οι προσφεύγουσες-ενάγουσες στο πλαίσιο του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου ισχυρισμού μπορούν να συναχθούν από την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 μόνον αν η παραδοχή που διατυπώνεται στο πλαίσιο του πρώτου ισχυρισμού είναι ορθή.

75      Συγκεκριμένα, όλες οι καταγγελλόμενες από τις προσφεύγουσες-ενάγουσες πλημμέλειες εκκινούν από την παραδοχή κατά την οποία το επιβληθέν με την επίδικη απόφαση πρόστιμο δεν «διατηρήθηκε» ή «επιβεβαιώθηκε» από το Γενικό Δικαστήριο, αλλά ακυρώθηκε και αντικαταστάθηκε από «δικαστικό πρόστιμο».

76      Η παραδοχή αυτή προκύπτει από τον πρώτο ισχυρισμό, που αφορά τα αποτελέσματα της ακυρώσεως με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 του επιβληθέντος με την επίδικη απόφαση προστίμου, τα οποία δεν εξαλείφθηκαν εκ του γεγονότος ότι το Γενικό Δικαστήριο, ασκώντας την πλήρη δικαιοδοσία του, καθόρισε ισόποσο πρόστιμο.

77      Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, στο πλαίσιο του δεύτερου και του τρίτου ισχυρισμού, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες προέβαλαν ορισμένα επιχειρήματα προς στήριξη της παραδοχής που διατυπώθηκε στο πλαίσιο του πρώτου ισχυρισμού. Τα επιχειρήματα αυτά θα εξεταστούν επίσης στη συνέχεια από κοινού με τον πρώτο ισχυρισμό.

1)      Επί του πρώτου ισχυρισμού, με τον οποίο προβάλλεται ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα αποτελέσματα της ακυρώσεως με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 του επιβληθέντος με την επίδικη απόφαση προστίμου

78      Προς στήριξη του πρώτου ισχυρισμού, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες προβάλλουν ότι η Επιτροπή παρέβη τις υποχρεώσεις που υπείχε από το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ μετά την έκδοση της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015 με την οποία ακυρώθηκε το επιβληθέν με την επίδικη απόφαση πρόστιμο. Οι υποχρεώσεις αυτές απορρέουν τόσο από το διατακτικό της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015 όσο και από το σκεπτικό επί του οποίου αυτό στηρίζεται.

79      Όσον αφορά, πρώτον, το διατακτικό της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, το επιβληθέν με το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 8, της επίδικης αποφάσεως πρόστιμο ακυρώθηκε, χωρίς το Γενικό Δικαστήριο να αποφασίσει τον χρονικό περιορισμό των αποτελεσμάτων της ακυρώσεως. Κατά τις προσφεύγουσες-ενάγουσες, το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 8, της επίδικης αποφάσεως δεν μπορούσε επομένως να συνιστά πλέον τη βάση απαιτήσεως.

80      Οι προσφεύγουσες-ενάγουσες «καταδικάστηκαν», κατά τη διατύπωση της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, στην καταβολή νέου προστίμου, ισόποσου με το πρόστιμο που είχε επιβληθεί με το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 8, της επίδικης αποφάσεως. Πρόκειται, κατά την άποψή τους, για δεύτερη αυτοτελή απόφαση κατόπιν της ακυρώσεως του αρχικού προστίμου, η οποία δεν επηρεάζει την ακύρωση αυτή.

81      Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο υποχρέωσε την Επιτροπή να φέρει, πέραν των δικαστικών της εξόδων, το ήμισυ των δικαστικών εξόδων των προσφευγουσών-εναγουσών, περιλαμβανομένων εκείνων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων. Κατά τις προσφεύγουσες-ενάγουσες, η καταδίκη της Επιτροπής στο ήμισυ των δικαστικών εξόδων των προσφευγουσών-εναγουσών καταδεικνύει ότι η προσφυγή τους είχε ευδοκιμήσει, δεδομένου ότι το ακυρωθέν πρόστιμο αντικαταστάθηκε κατ’ ανάγκην με το «δικαστικό πρόστιμο» λόγω της διαπιστωθείσας ελλείψεως νομιμότητας. Η προβαλλόμενη από την Επιτροπή άποψη θα είχε ως αποτέλεσμα να καταδικαστούν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες δύο φορές, κατά παραβίαση της αρχής ne bis in idem.

82      Όσον αφορά, δεύτερον, το σκεπτικό της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες προβάλλουν, κατά πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, με σαφή τρόπο, ότι η Επιτροπή δεν δικαιούνταν να τους επιβάλει πρόστιμο ούτε το 2010 ούτε το 2011.

83      Κατά δεύτερον, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες ισχυρίζονται ότι, στο πλαίσιο της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του και εν αντιθέσει προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 14ης Ιουλίου 1995, CB κατά Επιτροπής (T‑275/94, EU:T:1995:141), το Γενικό Δικαστήριο δεν είχε την πρόθεση να «διατάξει τη διατήρηση» του ακυρωθέντος προστίμου, το οποίο είχε επιβληθεί από την Επιτροπή.

84      Κατά την άποψή τους, η αναφορά στη σκέψη 335 της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015 «[σ]την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί κατά την ημερομηνία που εκδίδει την απόφασή του», τονίζει την ανεξαρτησία και την αυτοτέλεια του «δικαστικού προστίμου» που καθόρισε το Γενικό Δικαστήριο.

85      Εξάλλου, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες επισημαίνουν ότι, στη σκέψη 346 της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο, διαπίστωσε ότι, κατόπιν της προσωρινής καταβολής ποσού πλέον των 15 000 000 ευρώ, «το ζήτημα περί του αν η οικονομική τους κατάσταση τους επ[έτρεπε] να καταβάλουν το πρόστιμο δεν αφορ[ούσε] πλέον παρά ποσό το οποίο αντιστοιχ[ούσε] στα δύο τρίτα περίπου του αρχικού ποσού του προστίμου που είχε επιβληθεί στη WDI», ήτοι 46 550 000 ευρώ. Η διαπίστωση αυτή αποδεικνύει ότι το Γενικό Δικαστήριο ελάμβανε ως δεδομένο τον άμεσο συμψηφισμό των καταβληθέντων προσωρινώς ποσών με το «δικαστικό πρόστιμο» που επέβαλε, αποκλείοντας την αναδρομική έναρξη της τοκοφορίας από τις 4 Ιανουαρίου 2011.

86      Επίσης, από τη σκέψη 356 της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015 προκύπτει ότι το πρόστιμο δεν θεωρούνταν απαιτητό πριν τις 15 Ιουλίου 2015. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες επισημαίνουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε στην εν λόγω σκέψη ότι η εν μέρει αποδοχή της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων «είχε ως αποτέλεσμα την αναστολή του απαιτητού του επιβληθέντος σ’ αυτές προστίμου στο σύνολό του, μέχρι την έκδοση της [εν λόγω] αποφάσεως».

87      Επιπλέον, από τη διάταξη της 17ης Μαΐου 2018, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑393/10 INTP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:293), προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είχε εξετάσει το ζήτημα των τόκων με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι δεν οφείλονταν τόκοι, συνεπεία της ακυρώσεως του επιβληθέντος με την επίδικη απόφαση προστίμου.

88      Κατά τρίτον, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες προέβαλαν ότι, με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβη σε reformatio in pejus. Αντιθέτως, η μεταρρύθμιση του ποσού του προστίμου, που μνημονεύεται από το Δικαστήριο στη σκέψη 42 της διατάξεως της 7ης Ιουλίου 2016, Westfälische Drahtindustrie και Pampus Industriebeteiligungen κατά Επιτροπής (C‑523/15 P, EU:C:2016:541), ήταν κατ’ ανάγκην προς όφελός τους.

89      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών-εναγουσών.

90      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), εξουσία της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα συνεπάγεται και την εξουσία να απαιτεί τόκους σε περίπτωση μη πληρωμής του προστίμου εντός της ταχθείσας με την απόφαση προθεσμίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Ιουλίου 1995, CB κατά Επιτροπής, T‑275/94, EU:T:1995:141, σκέψη 81). Δυνάμει του άρθρου 299 ΣΛΕΕ, η απόφαση της Επιτροπής είναι εκτελεστή.

91      Το άρθρο 2, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, της επίδικης αποφάσεως προέβλεπε ότι η πληρωμή των προστίμων έπρεπε να πραγματοποιηθεί εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποιήσεως και ότι, μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, θα οφείλονταν αυτοδικαίως τόκοι, με το επιτόκιο που εφάρμοζε η ΕΚΤ στις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως κατά την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο είχε εκδοθεί η εν λόγω απόφαση προσαυξημένο κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες. Το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 2 της επίδικης αποφάσεως προέβλεπε ότι, σε περίπτωση προσφυγής από επιχείρηση στην οποία επιβλήθηκε πρόστιμο, η επιχείρηση αυτή μπορούσε να καλύψει το πρόστιμο εμπροθέσμως είτε παρέχοντας τραπεζική εγγύηση είτε καταβάλλοντας προσωρινώς το πρόστιμο.

92      Επικαλούμενες, ιδίως, αδυναμία καταβολής του επιβληθέντος με την επίδικη απόφαση προστίμου, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες υπέβαλαν αίτηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 278 ΣΛΕΕ.

93      Με τη διάταξη ασφαλιστικών μέτρων, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε μόνο εν μέρει δεκτή την αίτηση αυτή. Συγκεκριμένα, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου διέταξε μόνον την αναστολή εκτελέσεως της υποχρεώσεως που είχε επιβληθεί στις προσφεύγουσες-ενάγουσες να συστήσουν τραπεζική εγγύηση υπέρ της Επιτροπής προκειμένου να εμποδίσουν την άμεση είσπραξη των προστίμων, υπό την προϋπόθεση της καταβολής στην Επιτροπή, το αργότερο έως τις 30 Ιουνίου 2011, του ποσού των 2 000 000 ευρώ καθώς και μηνιαίων δόσεων ύψους 300 000 ευρώ, τη δέκατη πέμπτη ημέρα κάθε μήνα από τις 15 Ιουλίου 2011 μέχρι νεωτέρας αποφάσεως, αλλά το αργότερο έως την έκδοση της αποφάσεως επί της κύριας προσφυγής.

94      Η αναστολή της υποχρεώσεως συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως δεν συνεπαγόταν την αναστολή του απαιτητού της οφειλής, η οποία εξακολουθούσε να είναι τοκοφόρος (πρβλ. διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 1999, DSR-Senator Lines κατά Επιτροπής, T‑191/98 RII, EU:T:1999:332, σκέψη 46).

95      Με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε κατ’ αρχάς, στο σημείο 2 του διατακτικού της αποφάσεως αυτής, το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 8, της επίδικης αποφάσεως, με το οποίο είχε επιβληθεί στις προσφεύγουσες-ενάγουσες πρόστιμο ύψους 46 550 000 ευρώ, και «καταδίκασε» στη συνέχεια τις προσφεύγουσες-ενάγουσες, στα σημεία 4 έως 6 του διατακτικού, στην καταβολή ισόποσου προστίμου. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, βάσει των στοιχείων που είχαν προσκομίσει οι διάδικοι σχετικά με την οικονομική κατάσταση των προσφευγουσών-εναγουσών, όπως αυτή είχε εξελιχθεί μετά την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, ότι οι τελευταίες δεν μπορούσαν βασίμως να υποστηρίζουν ότι έπρεπε να τύχουν μειώσεως του προστίμου λόγω αδυναμίας πληρωμής του για λόγους ανάλογους προς εκείνους οι οποίοι διαλαμβάνονται στο σημείο 35 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006.

96      Όπως προκύπτει από τη διάταξη της 17ης Μαΐου 2018, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑393/10 INTP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:293, σκέψη 14), το ζήτημα του χρονικού σημείου από το οποίο αρχίζουν να οφείλονται οι τόκοι υπερημερίας επί του ποσού του προστίμου ουδόλως συζητήθηκε μεταξύ των διαδίκων κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας και δεν υπήρξε ρητή αναφορά σε αυτό ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015.

97      Καθόσον το ζήτημα των τόκων δεν εξετάστηκε ρητώς με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, πρέπει να ερευνηθεί αν μπορεί να συναχθεί από την απόφαση αυτή ότι το πρόστιμο που καθόρισε το Γενικό Δικαστήριο ήταν νομικώς διάφορο εκείνου που επιβλήθηκε από την Επιτροπή με την επίδικη απόφαση.

98      Επισημαίνεται ότι από το γράμμα του άρθρου 31 του κανονισμού 1/2003 προκύπτει ότι η εξουσία πλήρους δικαιοδοσίας που έχει απονεμηθεί στον δικαστή της Ένωσης στον τομέα του ανταγωνισμού, εξουσία που του επιτρέπει να αίρει, να μειώνει ή να αυξάνει το επιβαλλόμενο από την Επιτροπή πρόστιμο, αφορά και περιορίζεται στο αρχικώς επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο. Επομένως, το πρόστιμο που καθορίζει ο δικαστής της Ένωσης δεν συνιστά νέο πρόστιμο, νομικώς διάφορο εκείνου που επιβάλλει η Επιτροπή (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 1995, CB κατά Επιτροπής, T‑275/94, EU:T:1995:141, σκέψεις 58 και 60).

99      Όταν ο δικαστής της Ένωσης υποκαθιστά την εκτίμηση της Επιτροπής με τη δική του και μειώνει το ύψος του προστίμου στο πλαίσιο της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, αντικαθιστά, στην απόφαση της Επιτροπής, το αρχικώς καθορισθέν με την απόφαση αυτή πρόστιμο με το πρόστιμο που προκύπτει από τη δική του εκτίμηση. Η απόφαση της Επιτροπής, λόγω του αποτελέσματος υποκατάστασης που έχει η απόφαση του δικαστή της Ένωσης, λογίζεται ότι εξ αρχής ήταν αυτή που προέκυψε από την εκτίμηση του δικαστή της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 1995, CB κατά Επιτροπής, T‑275/94, EU:T:1995:141, σκέψεις 60 έως 65 και 85 έως 87).

100    Με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε, κατ’ αρχάς, την επίδικη απόφαση καθόσον καθόριζε το ύψος του επιβληθέντος στις προσφεύγουσες-ενάγουσες προστίμου και, στη συνέχεια, στο πλαίσιο της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, καθόρισε το ποσό του προστίμου αυτού στο ίδιο ύψος.

101    Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι, μολονότι η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου άσκηση του ελέγχου νομιμότητας της επίδικης αποφάσεως είχε ως συνέπεια την ακύρωσή της κατά το μέρος που με αυτήν η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο στις προσφεύγουσες-ενάγουσες, τούτο ουδόλως συνεπάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε, εξ αυτού του λόγου, να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία του (διάταξη της 7ης Ιουλίου 2016, Westfälische Drahtindustrie και Pampus Industriebeteiligungen κατά Επιτροπής, C‑523/15 P, EU:C:2016:541, σκέψη 38). Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε τελικώς κρίνει ότι έπρεπε να διατηρήσει στη συγκεκριμένη περίπτωση το ίδιο πρόστιμο με εκείνο που είχε ορίσει η επίδικη απόφαση δεν ασκεί επιρροή στον σύννομο χαρακτήρα της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του (διάταξη της 7ης Ιουλίου 2016, Westfälische Drahtindustrie και Pampus Industriebeteiligungen κατά Επιτροπής, C‑523/15 P, EU:C:2016:541, σκέψη 40).

102    Συνεπώς, το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, άσκησε την πλήρη δικαιοδοσία του για να καθορίσει το ύψος του προστίμου στο ίδιο επίπεδο με εκείνο που όρισε η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση δεν αντιβαίνει στην εφαρμογή των αρχών που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 98 και 99 ανωτέρω. Επομένως, εν προκειμένω, η Επιτροπή βασίμως έκρινε ότι το πρόστιμο αυτό ήταν απαιτητό από τις 4 Ιανουαρίου 2011, καθόσον το πρόστιμο που όρισε το Γενικό Δικαστήριο δεν αποτελούσε νέο πρόστιμο.

103    Τα προβαλλόμενα από τις προσφεύγουσες-ενάγουσες επιχειρήματα δεν αναιρούν την εκτίμηση αυτή.

104    Πρώτον, στο σημείο 2 του διατακτικού της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015 το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε βεβαίως το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 8, της επίδικης αποφάσεως, με το οποίο είχε επιβληθεί πρόστιμο στις προσφεύγουσες-ενάγουσες, εν αντιθέσει προς το διατακτικό της αποφάσεως της 23ης Φεβρουαρίου 1994, CB και Europay κατά Επιτροπής (T‑39/92 και T‑40/92, EU:T:1994:20), το οποίο μείωσε απλώς το ύψος του προστίμου, χωρίς να ακυρώσει προηγουμένως το αρχικώς επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο.

105    Ωστόσο, αποτέλεσμα υποκατάστασης ανάλογο με εκείνο για το οποίο έγινε λόγος στη σκέψη 99 ανωτέρω έχει ήδη αναγνωριστεί στην περίπτωση διατακτικού με το οποίο το Γενικό Δικαστήριο είχε κατ’ αρχάς ακυρώσει το επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο ως προς το ποσό μέχρι το οποίο η μητρική εταιρία είχε κριθεί εις ολόκληρον υπεύθυνη για την καταβολή του και εν συνεχεία καθόρισε εκ νέου το ποσό αυτό ασκώντας την πλήρη δικαιοδοσία του (πρβλ. απόφαση της 12ης Μαΐου 2016, Trioplast Industrier κατά Επιτροπής, T‑669/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:285, σκέψεις 15 και 56 έως 62).

106    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες-ενάγουσες, η ακύρωση του επιβληθέντος με την επίδικη απόφαση προστίμου δεν αιτιολογήθηκε βάσει της εκτιμήσεως ότι η Επιτροπή δεν είχε δικαίωμα να επιβάλει πρόστιμο στις προσφεύγουσες-ενάγουσες ούτε το 2010 ούτε το 2011 λόγω αδυναμίας πληρωμής κατά το χρονικό εκείνο διάστημα.

107    Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε απλώς ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση της ικανότητας των προσφευγουσών-εναγουσών προς καταβολή προστίμου, αλλά χωρίς να αναφέρει ότι κανένα πρόστιμο δεν μπορούσε να τους επιβληθεί το 2010 και το 2011. Επιπλέον, οι μόνες συνέπειες που συνήγαγε από την εν λόγω παρανομία ήταν, αφενός, η ακύρωση του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 8, της επίδικης αποφάσεως και, αφετέρου, η δικαιολόγηση της ασκήσεως, κατόπιν αιτήματος των προσφευγουσών-εναγουσών, της πλήρους δικαιοδοσίας του. Αυτό προκύπτει σαφώς από τις σκέψεις 324 και 332 της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015.

108    Στο πλαίσιο της εξετάσεως της ικανότητας των προσφευγουσών-εναγουσών το 2015 προς καταβολή προστίμου, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, βάσει του σχεδίου προσωρινής πληρωμής που καθορίστηκε με τη διάταξη ασφαλιστικών μέτρων, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες είχαν μπορέσει να καταβάλουν ποσό άνω των 15 000 000 ευρώ από το 2011.

109    Συνεπώς, η ύπαρξη ορισμένης ικανότητας των προσφευγουσών-εναγουσών το 2010 και το 2011 προς καταβολή προστίμου είχε διαπιστωθεί από το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, αντιθέτως προς όσα διατείνονται οι προσφεύγουσες-ενάγουσες.

110    Ως εκ τούτου, οι συνέπειες που αντλούν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες από την ακύρωση, από το Γενικό Δικαστήριο, του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 8, της επίδικης αποφάσεως είναι αβάσιμες.

111    Δεύτερον, όσον αφορά τη χρήση του όρου «καταδικάζει» στα σημεία 4 έως 6 του διατακτικού της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το διατακτικό αποφάσεως πρέπει να νοείται υπό το φως του σκεπτικού βάσει του οποίου το δικαιοδοτικό όργανο κατέληξε στο διατακτικό αυτό και το οποίο αποτελεί το αναγκαίο του στήριγμα κατά το μέτρο που είναι απαραίτητο για τον προσδιορισμό της ακριβούς εννοίας αυτού που κρίθηκε με το διατακτικό (βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 1995, CB κατά Επιτροπής, T‑275/94, EU:T:1995:141, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

112    Εν προκειμένω, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, από το σκεπτικό της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015 προκύπτει επαρκώς κατά νόμον ότι το Γενικό Δικαστήριο άσκησε την πλήρη δικαιοδοσία του (πρβλ. διάταξη της 7ης Ιουλίου 2016, Westfälische Drahtindustrie και Pampus Industriebeteiligungen κατά Επιτροπής, C‑523/15 P, EU:C:2016:541, σκέψη 41).

113    Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 99 ανωτέρω, στο πλαίσιο της άσκησης της πλήρους δικαιοδοσίας του, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε αναδρομική τροποποίηση της επίδικης αποφάσεως.

114    Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αποδοθεί στον όρο «καταδικάζει» που περιλαμβάνεται στο διατακτικό της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015 το νόημα που του αποδίδουν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες.

115    Τρίτον, δεν μπορεί να συναχθεί από τις σκέψεις 335, 346 και 356 της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015 ότι το Γενικό Δικαστήριο περιόρισε το αναδρομικό αποτέλεσμα της τροποποιήσεως που επέφερε στην επίδικη απόφαση.

116    Κατά πρώτον, όσον αφορά την αναφορά, στη σκέψη 335 της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, στην ικανότητα των προσφευγουσών-εναγουσών προς καταβολή προστίμου κατά τον χρόνο που αποφάνθηκε το Γενικό Δικαστήριο, έχει ήδη κριθεί ότι η συνεκτίμηση στοιχείων μεταγενέστερων της αποφάσεως της Επιτροπής είναι δυνατή στο πλαίσιο της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του Γενικού Δικαστηρίου, χωρίς το γεγονός αυτό να προσδίδει στο ορισθέν από αυτό πρόστιμο χαρακτήρα νομικώς διάφορο του επιβληθέντος από την Επιτροπή προστίμου (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 1995, CB κατά Επιτροπής, T‑275/94, EU:T:1995:141, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

117    Κατά δεύτερον, όσον αφορά την εκτίμηση, που εκτίθεται στη σκέψη 346 της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, κατά την οποία το οφειλόμενο υπόλοιπο του προστίμου κατά την ημερομηνία αυτή αντιστοιχούσε «στα δύο τρίτα περίπου» του προστίμου που είχε επιβληθεί από την Επιτροπή, τα ποσά που έλαβε υπόψη το Γενικό Δικαστήριο κατά τον υπολογισμό στον οποίο προέβη αφορούσαν βεβαίως μόνον το κεφάλαιο των προστίμων.

118    Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η εκτίμηση αυτή δεν συνιστά διατύπωση θέσεως επί του χρονικού σημείου από το οποίο αρχίζουν να οφείλονται οι τόκοι από τις προσφεύγουσες-ενάγουσες (διάταξη της 17ης Μαΐου 2018, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑393/10 INTP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:293, σκέψη 17).

119    Εξάλλου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες, τέτοια εκτίμηση δεν αναιρεί το αναδρομικό αποτέλεσμα της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, το οποίο υπομνήσθηκε στη σκέψη 99 ανωτέρω.

120    Συγκεκριμένα, στη σκέψη 346 της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε απλώς ότι, σε εκτέλεση της διατάξεως ασφαλιστικών μέτρων, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες είχαν ήδη καταβάλει κατά την ημερομηνία αυτή ποσό πλέον των 15 000 000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στο ένα τρίτο περίπου του αρχικού ποσού του προστίμου που είχε επιβληθεί το 2010 (46 550 000 ευρώ).

121    Δεδομένου ότι εξέταζε την ικανότητα των προσφευγουσών-εναγουσών προς καταβολή προστίμου, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να μη λάβει υπόψη τη μερική προσωρινή καταβολή του προστίμου στο πλαίσιο της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του. Μόνη η εκτίμηση της τάξης μεγέθους του οφειλόμενου υπολοίπου, εκπεφρασμένου σε κεφάλαιο, κατά την ημερομηνία κατά την οποία αποφάνθηκε δεν συνεπάγεται ότι η Επιτροπή, σε εκτέλεση της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, έπρεπε να συμψηφίσει τα προσωρινώς καταβληθέντα ποσά, πλέον τόκων, με φερόμενο «δικαστικό πρόστιμο» που επιβλήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, νομικώς διάφορο εκείνου που επιβλήθηκε από την Επιτροπή.

122    Κατά τρίτον, ούτε η σκέψη 356 της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015 αναιρεί το απαιτητό, από τις 4 Ιανουαρίου 2011, των τόκων επί του ποσού του προστίμου που όρισε το Γενικό Δικαστήριο.

123    Πράγματι, στη σκέψη 356 της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο απλώς απάντησε στο επιχείρημα των προσφευγουσών-εναγουσών περί παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η εκ μέρους των προσφευγουσών-εναγουσών άσκηση προσφυγής κατά της επίδικης αποφάσεως και η εν μέρει αποδοχή της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων που υπέβαλαν είχε ως αποτέλεσμα την αναστολή του απαιτητού του επιβληθέντος σ’ αυτές προστίμου στο σύνολό του, μέχρι τη δημοσίευση της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, εν αντιθέσει προς άλλες επιχειρήσεις οι οποίες δεν άσκησαν προσφυγή.

124    Όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 92 και 93 ανωτέρω, με τη διάταξη ασφαλιστικών μέτρων, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου διέταξε μόνον την αναστολή εκτελέσεως της υποχρεώσεως των προσφευγουσών-εναγουσών να συστήσουν τραπεζική εγγύηση υπέρ της Επιτροπής προκειμένου να εμποδίσουν την άμεση είσπραξη των προστίμων, καθορίζοντας ο ίδιος σχέδιο προσωρινής πληρωμής προς όφελος των προσφευγουσών-εναγουσών έως, το αργότερο, τη δημοσίευση της αποφάσεως επί της κύριας προσφυγής. Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 94 ανωτέρω, η αναστολή της υποχρεώσεως συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως δεν συνεπαγόταν την αναστολή του απαιτητού της οφειλής, η οποία εξακολουθούσε να παράγει τόκους υπερημερίας κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας.

125    Τέλος, τέταρτον, η υποχρέωση της Επιτροπής προς καταβολή του ημίσεος των δικαστικών εξόδων των προσφευγουσών-εναγουσών, αποφασίστηκε βάσει του άρθρου 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας και εξηγείται από την ακύρωση του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 8, της επίδικης αποφάσεως.

126    Εντούτοις, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 104 έως 110 ανωτέρω, οι συνέπειες τις οποίες συνάγουν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες από την ακύρωση αυτή είναι αβάσιμες.

127    Εξάλλου, όπως έχει κριθεί, όταν το Γενικό Δικαστήριο διατηρεί μέρος του ποσού του προστίμου στο πλαίσιο της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, η υποχρέωση καταβολής των τόκων υπερημερίας ab initio δεν συνιστά κύρωση, πρόσθετη στο αρχικώς επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο, που θα αποτελούσε εμπόδιο στο δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής. Συγκεκριμένα, τόσο η μη αλλοίωση της νομικής φύσεως του προστίμου όταν τούτο αναθεωρείται από τον δικαστή της Ένωσης όσο και η αρχή του μη ανασταλτικού αποτελέσματος των προσφυγών εμποδίζουν την Επιτροπή να απαλλάξει μια επιχείρηση που δεν κατέβαλε αμέσως το πρόστιμό αυτό και της οποίας η προσφυγή έχει γίνει εν μέρει δεκτή από την υποχρέωση καταβολής τόκων, από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη απαιτητό το επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο, επί του ποσού του καθορισθέντος από τον δικαστή της Ένωσης προστίμου (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 1995, CB κατά Επιτροπής, T‑275/94, EU:T:1995:141, σκέψεις 86 και 87).

128    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο πρώτος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

2)      Επί του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου ισχυρισμού, οι οποίοι αφορούν τις συνέπειες της ακυρώσεως του επιβληθέντος με την επίδικη απόφαση προστίμου

129    Όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 74 και 75 ανωτέρω, ο δεύτερος, ο τρίτος και ο τέταρτος ισχυρισμός εκκινούν από την παραδοχή, που διατυπώθηκε στο πλαίσιο του πρώτου ισχυρισμού, κατά την οποία το επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο ακυρώθηκε και αντικαταστάθηκε από «δικαστικό πρόστιμο».

130    Καθόσον η παραδοχή αυτή ανατράπηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου ισχυρισμού, ο δεύτερος, ο τρίτος και ο τέταρτος ισχυρισμός είναι αβάσιμοι και πρέπει ως εκ τούτου να απορριφθούν.

3)      Συμπέρασμα

131    Δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί που προβάλλουν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες είναι αβάσιμοι, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται παρανομία και, κατά μείζονα λόγο, κατάφωρη παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει η Επιτροπή από το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και ότι το τέταρτο αίτημα των προσφευγουσών-εναγουσών πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση των λοιπών προϋποθέσεων θεμελιώσεως εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 67 ανωτέρω.

β)      Επί του αιτήματος με το οποίο προβάλλεται αδικαιολόγητος πλουτισμός

132    Με το τρίτο αίτημά τους, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει στην WDI ποσό ύψους 1 633 085,17 ευρώ, πλέον τόκων από τις 17 Οκτωβρίου 2019, λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού της Επιτροπής.

133    Οι προσφεύγουσες-ενάγουσες υποστηρίζουν ότι ο αδικαιολόγητος αυτός πλουτισμός οφείλεται σε εσφαλμένο υπολογισμό στον οποίο προέβησαν όταν η WDI κατέβαλε στην Επιτροπή το ποσό των 18 149 636,24 ευρώ στις 17 Οκτωβρίου 2019, χωρίς συνυπολογισμό του ποσού που προκύπτει από την τοκοφορία των 16 400 000 ευρώ κατά το χρονικό διάστημα από τις 29 Ιουνίου 2011 έως τις 16 Ιουνίου 2015.

134    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών-εναγουσών.

135    Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, με τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες για να ζητήσουν την καταδίκη της βάσει του αδικαιολόγητου πλουτισμού επαναλαμβάνουν απλώς τα επιχειρήματα που εκτέθηκαν προς στήριξη του τέταρτου αιτήματος, το οποίο εξετάστηκε και απορρίφθηκε στις σκέψεις 67 έως 131 ανωτέρω, και το οποίο στηρίζεται σε φερόμενη παράνομη συμπεριφορά εκ μέρους της.

136    Από το σκεπτικό βάσει του οποίου απορρίφθηκε το τέταρτο αίτημα προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν εισέπραξε αχρεωστήτως ποσό 1 633 085,17 ευρώ.

137    Κατά συνέπεια, το τρίτο αίτημα των προσφευγουσών-εναγουσών είναι αβάσιμο και ως εκ τούτου πρέπει επίσης να απορριφθεί.

Δ.      Επί του πρώτου αιτήματος των προσφευγουσών-εναγουσών, περί ακυρώσεως της προσβαλλόμενης πράξεως

138    Με το πρώτο αίτημά τους, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες ζητούν την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως, με την οποία η Επιτροπή όχλησε την WDI καλώντας την να της καταβάλει το ποσό των 12 236 931,69 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατά την άποψη του θεσμικού αυτού οργάνου, στο υπόλοιπο της οφειλής, με ημερομηνία αξίας την 31η Μαρτίου 2020.

139    Οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν προς στήριξη των αποζημιωτικών αιτημάτων και εξετάστηκαν στις σκέψεις 78 έως 130 ανωτέρω προβάλλονται από τις προσφεύγουσες-ενάγουσες και ως λόγοι ακυρώσεως προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματος, μαζί με έναν πέμπτο λόγο, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως. Στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως οι προσφεύγουσες-ενάγουσες επαναλαμβάνουν τα επιχειρήματα που έχουν ήδη προβάλει προς στήριξη των τεσσάρων πρώτων λόγων.

140    Η Επιτροπή προβάλλει ένσταση απαραδέκτου του πρώτου αιτήματος. Κατά την άποψή της, η προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί απλώς επικαιροποίηση του αρχικού χρεωστικού σημειώματος του 2010. Η πράξη αυτή δεν συνιστά τη βάση νέας απαιτήσεως έναντι των προσφευγουσών-εναγουσών, αλλά όχληση κατά την έννοια του άρθρου 103, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1046. Η απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 δεν επιβάλλει νέα πρόστιμα και δεν επηρεάζει το ζήτημα των τόκων υπερημερίας. Η απόφαση αυτή ακυρώνει απλώς το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 8, της επίδικης αποφάσεως. Αντιθέτως, το τρίτο εδάφιο του άρθρου 2 της επίδικης αποφάσεως σχετικά με την καταβολή των τόκων υπερημερίας παραμένει αμετάβλητο και επομένως πλήρως εφαρμοστέο. Η προσβαλλόμενη πράξη, ως προπαρασκευαστική και αμιγώς επιβεβαιωτική, δεν είναι δεκτική προσφυγής.

141    Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 128 και 130 ανωτέρω, οι τέσσερις λόγοι που προέβαλαν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Καθόσον ο πέμπτος λόγος στηρίζεται στα ίδια επιχειρήματα, πρέπει επίσης να απορριφθεί.

142    Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο αίτημα των προσφευγουσών-εναγουσών πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, ενώ παρέλκει η εξέταση της προβαλλόμενης από την Επιτροπή ενστάσεως απαραδέκτου.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

143    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες-ενάγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους καθώς και να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

2)      Καταδικάζει τις Westfälische Drahtindustrie GmbH, Westfälische Drahtindustrie Verwaltungsgesellschaft mbH & Co. KG και Pampus Industriebeteiligungen GmbH & Co. KG στα δικαστικά έξοδα.

da Silva Passos

Valančius

Reine

Truchot

 

      Sampol Pucurull

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 23 Νοεμβρίου 2022.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα





*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.