Language of document : ECLI:EU:T:2021:640

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο πενταμελές τμήμα)

της 29ης Σεπτεμβρίου 2021 (*)

«Εξωτερικές σχέσεις – Διεθνείς συμφωνίες – Ευρωμεσογειακή συμφωνία σύνδεσης ΕΚ-Μαρόκου – Συμφωνία σύμπραξης στον τομέα της βιώσιμης αλιείας μεταξύ της Ένωσης και του Μαρόκου – Πρωτόκολλο εφαρμογής της συμφωνίας σύμπραξης – Ανταλλαγή επιστολών που συνοδεύουν τη συμφωνία σύμπραξης – Απόφαση περί σύναψης – Κανονισμός για την κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων μεταξύ των κρατών μελών – Προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό – Ικανότητα διαδίκου – Άμεσος επηρεασμός – Ατομικός επηρεασμός – Εδαφικό πεδίο εφαρμογής – Αρμοδιότητα – Ερμηνεία του διεθνούς δικαίου στην οποία προέβη το Δικαστήριο – Αρχή της αυτοδιάθεσης – Αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών – Δυνατότητα επίκλησης – Έννοια της συναίνεσης – Εφαρμογή – Εξουσία εκτίμησης – Όρια – Διατήρηση των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑344/19 και T‑356/19,

Front populaire pour la libération de la Saguia el-Hamra et du Rio de oro (Front Polisario), εκπροσωπούμενο από τον G. Devers, δικηγόρο,

προσφεύγον,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τον F. Naert, την P. Plaza García και τον V. Piessevaux,

καθού,

υποστηριζόμενου από

το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από την S. Centeno Huerta,

παρεμβαίνον στις υποθέσεις T‑344/19 και T‑356/19,

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τις A.‑L. Desjonquères και C. Mosser και τους J.‑L. Carré και T. Stéhelin,

παρεμβαίνουσα στις υποθέσεις T‑344/19 και T‑356/19,

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους F. Castillo de la Torre, A. Bouquet και την A. Stobiecka-Kuik,

παρεμβαίνουσα στις υποθέσεις T‑344/19 και T‑356/19,

και τα

Chambre des pêches maritimes de la Méditerranée, με έδρα στην Ταγγέρη (Μαρόκο),

Chambre des pêches maritimes de l’Atlantique Nord, με έδρα στην Καζαμπλάνκα (Μαρόκο),

Chambre des pêches maritimes de l’Atlantique Centre, με έδρα στο Αγαδίρ (Μαρόκο),

Chambre des pêches maritimes de l’Atlantique Sud, με έδρα στην Dakhla (Δυτική Σαχάρα),

εκπροσωπούμενα από την G. Forwood, την N. Colin και τον A. Hublet, δικηγόρους,

παρεμβαίνοντα στην υπόθεση T‑344/19,

με αντικείμενο, στην υπόθεση T‑344/19, προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της απόφασης (ΕΕ) 2019/441 του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 2019, για τη σύναψη της συμφωνίας σύμπραξης στον τομέα της βιώσιμης αλιείας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, του πρωτοκόλλου εφαρμογής της, καθώς και της ανταλλαγής επιστολών που συνοδεύουν τη συμφωνία (ΕΕ 2019, L 77, σ. 4), και, στην υπόθεση T‑356/19, προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2019/440 του Συμβουλίου, της 29ης Νοεμβρίου 2018, για την κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων βάσει της συμφωνίας σύμπραξης στον τομέα της βιώσιμης αλιείας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου και του πρωτοκόλλου εφαρμογής της (ΕΕ 2019, L 77, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους M. J. Costeira, πρόεδρο, Δ. Γρατσία (εισηγητή), M. Kancheva, B. Berke και T. Perišin, δικαστές,

γραμματέας: M. Marescaux, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Μαρτίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Ιστορικό της διαφοράς

Α.      Διεθνές πλαίσιο

1        Οι εξελίξεις του διεθνούς πλαισίου σχετικά με τη Δυτική Σαχάρα συνοψίζονται ως ακολούθως.

2        Στις 14 Δεκεμβρίου 1960 η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (στο εξής: ΟΗΕ) εξέδωσε το ψήφισμα 1514 (XV) που επιγράφεται «Διακήρυξη περί παραχωρήσεως ανεξαρτησίας στις αποικιοκρατούμενες χώρες και λαούς», όπου υπογραμμίζεται μεταξύ άλλων ότι «[ό]λοι οι λαοί έχουν το δικαίωμα ελεύθερης αυτοδιαθέσεως[,] δυνάμει [του οποίου] καθορίζουν ελεύθερα το πολιτικό καθεστώς τους και επιδιώκουν ελεύθερα την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξή τους», ότι «θα ληφθούν άμεσα μέτρα στις υπό κηδεμονία περιοχές, στις μη αυτόνομες περιοχές και σε όλες τις άλλες περιοχές που δεν έχουν εισέτι αποκτήσει την ανεξαρτησία τους, για να μεταβιβαστούν πάραυτα όλες οι εξουσίες στους λαούς των περιοχών αυτών άνευ ουδεμίας προϋποθέσεως ή επιφυλάξεως συμφώνως προς τη βούλησή τους και τις ελευθέρως εκπεφρασθείσες επιθυμίες τους», και ότι «[ό]λα τα κράτη υποχρεούνται να τηρούν κατά κεραίαν και με προσήλωση τις διατάξεις του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών [...] επί τη βάσει της ισότητας, της μη επεμβάσεως στις εσωτερικές υποθέσεις των κρατών και του σεβασμού των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της εδαφικής ακεραιότητας όλων των λαών».

3        Η Δυτική Σαχάρα είναι περιοχή της βορειοδυτικής Αφρικής, η οποία αποικίστηκε από το Βασίλειο της Ισπανίας στο τέλος του 19ου αιώνα και είχε καταστεί, κατά την ημερομηνία του ψηφίσματος 1514 (XV), ισπανική επαρχία. Το 1963 ενεγράφη από τον ΟΗΕ στον «προκαταρκτικό κατάλογο των περιοχών στις οποίες εφαρμόζεται η Διακήρυξη περί παραχωρήσεως ανεξαρτησίας στις αποικιοκρατούμενες χώρες και λαούς [ψήφισμα 1514 (XV) της Γενικής Συνέλευσης]», ως μη αυτόνομη περιοχή η οποία διοικείται από το Βασίλειο του Μαρόκου, κατά την έννοια του άρθρου 73 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος υπεγράφη στο Σαν Φρανσίσκο στις 26 Ιουνίου 1945, περιλαμβάνεται δε ακόμη στον κατάλογο των μη αυτόνομων περιοχών που καταρτίζει ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ βάσει των πληροφοριών που του κοινοποιούνται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 73, στοιχείο εʹ, του εν λόγω Χάρτη.

4        Στις 20 Δεκεμβρίου 1966 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ εξέδωσε το ψήφισμα 2229 (XXI) επί του ζητήματος του Ifni και της ισπανικής Σαχάρας, με το οποίο «[διακήρυξε] εκ νέου το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα περί αυτοδιαθέσεως τ[ου] λα[ού] [...] της ισπανικής Σαχάρας σύμφωνα με το ψήφισμα 1514 (XV) της Γενικής Συνέλευσης» και κάλεσε το Βασίλειο της Ισπανίας, ως διοικούσα αρχή, «να ρυθμίσει με πράξη του το ταχύτερο δυνατόν […] τις λεπτομέρειες της διοργανώσεως δημοψηφίσματος το οποίο θα πραγματοποι[είτο] υπό την αιγίδα του [ΟΗΕ] προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στον αυτόχθονα πληθυσμό να ασκήσει ελεύθερα το δικαίωμά του περί αυτοδιαθέσεως».

5        Στις 24 Οκτωβρίου 1970 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ εξέδωσε το ψήφισμα 2625 (XXV), με το οποίο ενέκρινε τη «Διακήρυξη σχετικά με τις αρχές του διεθνούς δικαίου για τις φιλικές σχέσεις και τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών σύμφωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών», της οποίας το κείμενο προσαρτάται στο εν λόγω ψήφισμα. Το εν λόγω κείμενο «διακηρύσσει πανηγυρικά», μεταξύ άλλων, «την αρχή των ίσων δικαιωμάτων και της αυτοδιαθέσεως των λαών». Όσον αφορά την εν λόγω αρχή, η Διακήρυξη διαλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Δυνάμει της αρχής των ίσων δικαιωμάτων και της αυτοδιάθεσης των λαών, η οποία κατοχυρώνεται στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, όλοι οι λαοί έχουν το δικαίωμα να καθορίζουν το πολιτικό καθεστώς τους, ελεύθερα και χωρίς εξωτερική επέμβαση, και να επιδιώκουν την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξή τους, και κάθε κράτος οφείλει να σέβεται το εν λόγω δικαίωμα συμφώνως προς τις διατάξεις του Χάρτη.

[…]

Η δημιουργία κυρίαρχου και ανεξάρτητου κράτους, η ελεύθερη σύνδεση ή η ενοποίηση με ανεξάρτητο κράτος ή η απόκτηση οποιουδήποτε άλλου πολιτικού καθεστώτος το οποίο αποφασίζει ελεύθερα ένας λαός συνιστούν για τον εν λόγω λαό μέσα άσκησης του δικαιώματός του αυτοδιάθεσης.

[…]

Το έδαφος αποικίας ή άλλης μη αυτόνομης περιοχής έχει, δυνάμει του Χάρτη, χωριστό και διακριτό καθεστώς από αυτό του εδάφους της χώρας η οποία ασκεί τη διοίκηση επ’ αυτού· αυτό το χωριστό και διακριτό καθεστώς δυνάμει του Χάρτη υφίσταται για όσο χρονικό διάστημα ο λαός της αποικίας ή της μη αυτόνομης περιοχής δεν ασκεί το δικαίωμά του αυτοδιαθέσεως συμφώνως προς τον Χάρτη και, ειδικότερα, συμφώνως προς τις αρχές και τους σκοπούς του.»

6        Το Front populaire pour la libération de la Saguia el-Hamra et du Rio de oro (Front Polisario) είναι οργάνωση η οποία ιδρύθηκε στις 10 Μαΐου 1973 στη Δυτική Σαχάρα. Αυτοπροσδιορίζεται στο άρθρο 1 του καταστατικού του ως «εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα» του οποίου τα μέλη «αγωνίζονται για την πλήρη ανεξαρτησία και για την ανάκτηση της κυριαρχίας του λαού των Σαχράουι στο σύνολο του εδάφους της Λαϊκής Αραβικής Δημοκρατίας της Σαχάρας».

7        Στις 20 Αυγούστου 1974 το Βασίλειο της Ισπανίας ενημέρωσε τον ΟΗΕ για την πρόθεσή του να διοργανώσει, υπό την αιγίδα του τελευταίου, δημοψήφισμα στη Δυτική Σαχάρα.

8        Στις 13 Δεκεμβρίου 1974 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ εξέδωσε το ψήφισμα 3292 (XXIX), με το οποίο αποφάσισε, ειδικότερα, να ζητήσει από το Διεθνές Δικαστήριο γνωμοδότηση επί των ακόλουθων ερωτημάτων:

«I.      Αποτελούσε η Δυτική Σαχάρα (Rio de Oro και Sakiet El Hamra), κατά το χρόνο εποικισμού της από το Βασίλειο της Ισπανίας, γη άνευ κυρίου (terra nullius);

Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα:

II.      Ποιοι ήταν οι νομικοί δεσμοί του εν λόγω εδάφους με το Βασίλειο του Μαρόκου και το σύνολο της Μαυριτανίας;»

9        Στις 16 Οκτωβρίου 1975 το Διεθνές Δικαστήριο εξέδωσε τη γνωμοδότησή του (βλ. Δυτική Σαχάρα, γνωμοδότηση, CIJ, Recueil 1975, σ. 12, στο εξής: γνωμοδότηση για τη Δυτική Σαχάρα). Στο σημείο 162 της εν λόγω γνωμοδότησης, το Διεθνές Δικαστήριο διέλαβε τα εξής:

«Τα στοιχεία και οι πληροφορίες που τέθηκαν σε γνώση του [παρόντος] Δικαστηρίου τεκμηριώνουν την ύπαρξη, κατά τον χρόνο του ισπανικού εποικισμού, νομικών δεσμών πίστεως μεταξύ του Σουλτάνου του Μαρόκου και ορισμένων από τις φυλές που κατοικούν στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας. Τεκμηριώνουν, επίσης, την ύπαρξη δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων δικαιωμάτων σχετικά με το έδαφος, τα οποία συνιστούσαν νομικούς δεσμούς μεταξύ του συνόλου της Μαυριτανίας, όπως το αντιλαμβάνεται το [παρόν] Δικαστήριο, και του εδάφους της Δυτικής Σαχάρας. Αντιθέτως, το [παρόν] Δικαστήριο καταλήγει ότι τα στοιχεία και οι πληροφορίες που είχαν τεθεί σε γνώση του δεν τεκμηριώνουν την ύπαρξη κανενός δεσμού κυριαρχίας μεταξύ της Δυτικής Σαχάρας, αφενός, και του Βασιλείου του Μαρόκου ή του συνόλου της Μαυριτανίας, αφετέρου. Επομένως, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε την ύπαρξη νομικών δεσμών δυνάμενων να τροποποιήσουν την εφαρμογή του ψηφίσματος 1514 (XV) [της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ] ως προς την αποαποικιοποίηση της Δυτικής Σαχάρας και, ιδίως, την εφαρμογή της αρχής της αυτοδιαθέσεως μέσω της ελεύθερης και αυθεντικής εκφράσεως της βουλήσεως των πληθυσμών της περιοχής.»

10      Στο σημείο 163 της γνωμοδότησης για τη Δυτική Σαχάρα, το Διεθνές Δικαστήριο ανέφερε, ειδικότερα, τα εξής:

«[Το Δικαστήριο εκτιμά], [ό]σον αφορά το ερώτημα υπό I, […] ότι η Δυτική Σαχάρα (Rio de Oro και Sakiet El Hamra) δεν αποτελούσε γη άνευ κυρίου (terra nullius) κατά τον χρόνο εποικισμού της από το Βασίλειο της Ισπανίας· […] όσον αφορά το ερώτημα υπό II, […] ότι το έδαφος είχε, με το Βασίλειο του Μαρόκου, νομικούς δεσμούς με τα χαρακτηριστικά που επισημαίνονται στο σημείο 162 της παρούσας γνωμοδότησης [και] ότι το έδαφος είχε, με το σύνολο της Μαυριτανίας, νομικούς δεσμούς με τα χαρακτηριστικά που επισημαίνονται στο σημείο 162 της παρούσας γνωμοδότησης.»

11      Σε λόγο που εκφώνησε την ημέρα της δημοσίευσης της γνωμοδότησης για τη Δυτική Σαχάρα, ο Βασιλεύς του Μαρόκου δήλωσε ότι «σύμπας ο κόσμος [είχε] αναγνωρίσει ότι η [Δυτική] Σαχάρα ανήκε» στο Βασίλειο του Μαρόκου και ότι «δεν απέμεν[ε] άλλο παρά να καταλάβουν ειρηνικά το έδαφος αυτό», καλώντας τον λαό σε πορεία.

12      Στις 22 Οκτωβρίου 1975, κατόπιν προσφυγής του Βασιλείου της Ισπανίας, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εξέδωσε το ψήφισμα 377 (1975), με το οποίο «ζήτησε από τον Γενικό Γραμματέα [του ΟΗΕ] να ξεκινήσει άμεσες διαπραγματεύσεις με τα εμπλεκόμενα και ενδιαφερόμενα μέρη» και «[κ]άλεσε [τα εν λόγω μέρη] να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση και μετριοπάθεια». Στις 2 Νοεμβρίου 1975 το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε το ψήφισμα 379 (1975), με το οποίο «[ζήτησε] επιτακτικά από όλα τα εμπλεκόμενα και ενδιαφερόμενα μέρη να αποφύγουν κάθε μονομερή ή άλλη ενέργεια η οποία θα μπορούσε να επιδεινώσει περαιτέρω την ένταση στην περιοχή» και «[ζήτησε] από τον Γενικό Γραμματέα να συνεχίσει και να εντατικοποιήσει τις διαβουλεύσεις του». Στις 6 Νοεμβρίου 1975, μετά την πραγματοποίηση της πορείας που είχε εξαγγείλει ο Βασιλεύς του Μαρόκου, στην οποία συμμετείχαν 350 000 άτομα, και τη διέλευση των συνόρων μεταξύ Βασιλείου του Μαρόκου και Δυτικής Σαχάρας από τα εν λόγω άτομα, το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε το ψήφισμα 380 (1975), με το οποίο, ειδικότερα, «[εξέφρασε] τη λύπη του για τη διοργάνωση της [εν λόγω] πορείας» και «[ζήτησε] από το [Βασίλειο του] Μαρόκο[υ] την άμεση απόσυρση από το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας όλων όσοι είχαν μετάσχει στην [εν λόγω] πορεία».

13      Στις 26 Φεβρουαρίου 1976 το Βασίλειο της Ισπανίας ενημέρωσε τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ ότι, από της ημερομηνίας αυτής, έπαυε η παρουσία του στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και ότι θεωρούσε εαυτό απαλλαγμένο πλέον οποιασδήποτε ευθύνης διεθνούς χαρακτήρα ως προς τη διοίκησή της. Ο κατάλογος των μη αυτόνομων περιοχών που μνημονεύθηκε στη σκέψη 3 ανωτέρω παραπέμπει, όσον αφορά τη Δυτική Σαχάρα, στην εν λόγω δήλωση, η οποία παρατίθεται σε υποσημείωση.

14      Εν τω μεταξύ, ξέσπασε ένοπλη σύρραξη μεταξύ του Βασιλείου του Μαρόκου, της Ισλαμικής Δημοκρατίας της Μαυριτανίας και του Front Polisario στην εν λόγω περιοχή. Μέρος του πληθυσμού της Δυτικής Σαχάρας διέφυγε από την εν λόγω σύρραξη και βρήκε καταφύγιο στους καταυλισμούς που βρίσκονταν στο έδαφος της Αλγερίας, πλησίον της συνόρων με τη Δυτική Σαχάρα.

15      Στις 14 Απριλίου 1976 το Βασίλειο του Μαρόκου συνήψε με την Ισλαμική Δημοκρατία της Μαυριτανίας συνθήκη διανομής του εδάφους της Δυτικής Σαχάρας και προσάρτησε μέρος του εδάφους αυτού που του παραχωρήθηκε δυνάμει της εν λόγω συνθήκης. Στις 10 Αυγούστου 1979 η Ισλαμική Δημοκρατία της Μαυριτανίας συνήψε ειρηνευτική συμφωνία με το Front Polisario, δυνάμει της οποίας παραιτήθηκε από κάθε εδαφική διεκδίκηση στη Δυτική Σαχάρα. Το Βασίλειο του Μαρόκου ανέλαβε τον έλεγχο του εδάφους που είχαν εκκενώσει οι μαυριτανικές δυνάμεις και προέβη στην προσάρτησή του.

16      Την 21η Νοεμβρίου 1979 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ εξέδωσε το ψήφισμα 34/37 επί του ζητήματος της Δυτικής Σαχάρας, με το οποίο «[διακήρυξε] εκ νέου το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα περί αυτοδιαθέσεως και ανεξαρτησίας του λαού της Δυτικής Σαχάρας, σύμφωνα με τον Χάρτη του [ΟΗΕ] [...] και τους σκοπούς του ψηφίσματός [του] 1514 (XV)», «[εξέφρασε] τη ζωηρή λύπη της για την επιδείνωση της καταστάσεως λόγω της εξακολουθούμενης κατοχής της Δυτικής Σαχάρας από το Μαρόκο», «[ζήτησε] επιτακτικά από το Μαρόκο να δεσμευτεί και αυτό ότι θα συμβάλει ενεργητικά στην επίτευξη ειρήνης και θα τερματίσει την κατοχή του εδάφους της Δυτικής Σαχάρας» και «[πρότεινε] προς τούτο την πλήρη συμμετοχή του [Front Polisario], εκπροσώπου του λαού της Δυτικής Σαχάρας, σε οποιαδήποτε προσπάθεια εξευρέσεως δίκαιης, βιώσιμης και οριστικής πολιτικής λύσεως του ζητήματος της Δυτικής Σαχάρας, σύμφωνα με τα ψηφίσματα και τις διακηρύξεις του [ΟΗΕ]». Μετά το ως άνω ψήφισμα εκδόθηκε το ψήφισμα 35/19, της 11ης Νοεμβρίου 1980, στο σημείο 10 του οποίου η Γενική Συνέλευση «[ζήτησε] επιτακτικά […] από το Μαρόκο και το [Front Polisario], εκπρόσωπο του λαού της Δυτικής Σαχάρας, να ξεκινήσουν άμεσες διαπραγματεύσεις με σκοπό να καταλήξουν σε οριστική επίλυση του ζητήματος της Δυτικής Σαχάρας».

17      Η ένοπλη σύρραξη εξακολούθησε να μαίνεται μεταξύ του Front Polisario και του Βασιλείου του Μαρόκου μέχρις ότου, στις 30 Αυγούστου 1988, οι δύο πλευρές δέχθηκαν, κατ’ αρχήν, ορισμένες προτάσεις διευθετήσεως οι οποίες διατυπώθηκαν, πιο συγκεκριμένα, από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ και προέβλεπαν, ειδικότερα, την κατάπαυση του πυρός καθώς και τη διοργάνωση δημοψηφίσματος περί αυτοδιαθέσεως υπό τον έλεγχο του ΟΗΕ.

18      Στις 27 Ιουνίου 1990 το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εξέδωσε το ψήφισμα 658 (1990), με το οποίο «[ενέκρινε] την έκθεση του Γενικού Γραμματέα [του ΟΗΕ] η οποία περιέχει […] τις προτάσεις επίλυσης [που μνημονεύονται στη σκέψη 17 ανωτέρω] καθώς και έκθεση του σχεδίου [εφαρμογής των εν λόγω προτάσεων]» και «[ζήτησε] από τα δύο μέρη να συνεργαστούν πλήρως με τον Γενικό Γραμματέα [του ΟΗΕ] και τον εκάστοτε πρόεδρο της Διάσκεψης των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων του Οργανισμού Αφρικανικής Ενότητας στο πλαίσιο των προσπαθειών που κατ[έβαλαν] προκειμένου να καταλήξουν σε ταχεία επίλυση του ζητήματος της Δυτικής Σαχάρας». Στις 29 Απριλίου 1991 το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε το ψήφισμα 690 (1991) για τη θέσπιση της αποστολής των Ηνωμένων Εθνών για τη διοργάνωση δημοψηφίσματος στη Δυτική Σαχάρα (Minurso).

19      Στις 6 Δεκεμβρίου 1995 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ εξέδωσε το ψήφισμα 50/33, το οποίο επιγράφεται «Δραστηριότητες των αλλοδαπών, οικονομικών και άλλων συμφερόντων που εμποδίζουν την εφαρμογή της Διακήρυξης περί παραχωρήσεως ανεξαρτησίας στις αποικιοκρατούμενες χώρες και λαούς», με το οποίο, μεταξύ άλλων, «[διακήρυξε] εκ νέου το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα των λαών των αποικιοκρατούμενων ή μη αυτόνομων περιοχών περί αυτοδιαθέσεως, ανεξαρτησίας και χρησιμοποίησης των φυσικών πόρων των περιοχών τους, καθώς και το δικαίωμά τους να διαθέτουν τους εν λόγω πόρους κατά το βέλτιστο συμφέρον τους», «[υπογράμμισε] την αξία των αλλοδαπών οικονομικών επενδύσεων που έχουν ξεκινήσει σε συνεργασία με τους λαούς των μη αυτόνομων περιοχών και σύμφωνα με τις επιθυμίες τους προκειμένου να υπάρξει χρήσιμη συνεισφορά στην κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη των περιοχών», «[διακήρυξε] εκ νέου ότι η αρνητική εκμετάλλευση και η λεηλασία των θαλάσσιων πόρων και άλλων φυσικών πόρων των αποικιοκρατούμενων ή μη αυτόνομων περιοχών από αλλοδαπά οικονομικά συμφέροντα, κατά παράβαση των σχετικών ψηφισμάτων του [ΟΗΕ], υπονομεύει την ακεραιότητα και την ευημερία των εν λόγω περιοχών» και «[κάλεσε] όλες τις κυβερνήσεις και όλους τους οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών να διασφαλίσουν ότι η μόνιμη κυριαρχία των πληθυσμών των αποικιοκρατούμενων ή μη αυτόνομων περιοχών επί των φυσικών πόρων τους είναι πλήρως σεβαστή και διαφυλάσσεται».

20      Μέχρι σήμερα, παρά τις επαφές και τις διαβουλεύσεις που οργανώθηκαν υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, τα μέρη δεν επέτυχαν την επίλυση της κατάστασης στη Δυτική Σαχάρα. Το Βασίλειο του Μαρόκου ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους της Δυτικής Σαχάρας, ενώ το Front Polisario ελέγχει το υπόλοιπο μέρος, και οι δύο περιοχές χωρίζονται από ένα τείχος από άμμο που κατασκευάστηκε και φυλάσσεται από τον μαροκινό στρατό. Σημαντικός αριθμός προσφύγων προερχόμενων από το εν λόγω έδαφος εξακολουθεί να διαβιοί στους διοικούμενους από το Front Polisario καταυλισμούς, οι οποίοι βρίσκονται στο έδαφος της Αλγερίας.

Β.      Συμφωνία σύνδεσης και αλιευτική συμφωνία του 2006

1.      Η συμφωνία σύνδεσης 

21      Την 1η Μαρτίου 2000 άρχισε να ισχύει η ευρωμεσογειακή συμφωνία συνδέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και του Βασιλείου του Μαρόκου, αφετέρου, η οποία υπεγράφη στις Βρυξέλλες στις 26 Φεβρουαρίου 1996 (ΕΕ 2000, L 70, σ. 2, στο εξής: συμφωνία σύνδεσης).

22      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της συμφωνίας σύνδεσης ορίζει τα εξής:

«Εγκαθιδρύεται σύνδεση μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και του Μαρόκου, αφετέρου.»

23      Το άρθρο 94 της συμφωνίας σύνδεσης ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται αφενός, στα εδάφη στα οποία εφαρμόζονται οι συνθήκες για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και η συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, υπό τους όρους που προβλέπονται στις συνθήκες αυτές, και, αφετέρου, στο έδαφος του Βασιλείου του Μαρόκου.»

24      Στο πλαίσιο της συμφωνίας σύνδεσης και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου της 16, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Βασίλειο του Μαρόκου υπέγραψαν, στις 13 Δεκεμβρίου 2010, στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) τη συμφωνία υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών σχετικά με αμοιβαία μέτρα ελευθέρωσης για τα γεωργικά προϊόντα, τα μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα, τα ψάρια και τα αλιευτικά προϊόντα, με την αντικατάσταση των πρωτοκόλλων αριθ. 1, 2 και 3 και των παραρτημάτων τους και με τις τροποποιήσεις της ευρωμεσογειακής συμφωνίας συνδέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και του Βασιλείου του Μαρόκου, αφετέρου (EE 2012, L 241, σ. 4, στο εξής: συμφωνία περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης). Στις 8 Μαρτίου 2012 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε την απόφαση 2012/497/ΕΕ, για τη σύναψη της συμφωνίας περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης (ΕΕ 2012, L 241, σ. 2).

2.      Η αλιευτική συμφωνία του 2006 

25      Στις 22 Μαΐου 2006 το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 764/2006 σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας αλιευτικής σύμπραξης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Βασιλείου του Μαρόκου (ΕΕ 2006, L 141, σ. 1). Το άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής: «Εγκρίνεται εξ ονόματος της Κοινότητας η συμφωνία αλιευτικής σύμπραξης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Βασιλείου του Μαρόκου».

26      Όπως προέκυπτε από το προοίμιό της και από τα άρθρα της 1 και 3, η συμφωνία σύμπραξης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Βασιλείου του Μαρόκου (στο εξής: αλιευτική συμφωνία του 2006) σκοπούσε στην ενίσχυση των σχέσεων συνεργασίας μεταξύ της Κοινότητας και του Βασιλείου του Μαρόκου, ιδίως στο πλαίσιο της συμφωνίας σύνδεσης, μέσω της σύναψης αλιευτικής σύμπραξης αποσκοπούσας στην προώθηση της υπεύθυνης αλιείας στις μαροκινές αλιευτικές ζώνες και στην αποτελεσματική εφαρμογή της μαροκινής αλιευτικής πολιτικής. Προς τούτο, η εν λόγω συμφωνία θέσπιζε, μεταξύ άλλων, κανόνες σχετικούς με την οικονομική, χρηματοοικονομική, τεχνική και επιστημονική συνεργασία μεταξύ των μερών, τους όρους πρόσβασης των σκαφών που φέρουν σημαία κράτους μέλους στις μαροκινές αλιευτικές ζώνες, καθώς και τις ρυθμίσεις για την αστυνόμευση της αλιείας στις ζώνες αυτές.

27      Το άρθρο 11 της αλιευτικής συμφωνίας του 2006 όριζε ότι αυτή εφαρμοζόταν, όσον αφορά το Βασίλειο του Μαρόκου, «στο έδαφος του Μαρόκου και στα ύδατα υπό μαροκινή δικαιοδοσία». Εξάλλου, το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της εν λόγω συμφωνίας διευκρίνιζε ότι ως «μαροκινή αλιευτική ζώνη», για τους σκοπούς της συμφωνίας αυτής, του συνημμένου πρωτοκόλλου και του παραρτήματός της, νοούνταν «τα ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία του Βασιλείου του Μαρόκου».

28      Βάσει του άρθρου της 17, η αλιευτική συμφωνία του 2006 άρχισε να ισχύει στις 28 Φεβρουαρίου 2007 (ΕΕ 2007, L 78, σ. 31).

29      Το πρωτόκολλο που συνόδευε αρχικά την αλιευτική συμφωνία του 2006 αντικαταστάθηκε από άλλο πρωτόκολλο το οποίο διαδέχθηκε, με τη σειρά του, το 2013, νέο πρωτόκολλο, που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 18 Νοεμβρίου 2013, το οποίο εγκρίθηκε, εξ ονόματος της Ένωσης, με την απόφαση 2013/785/ΕΕ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2013, για τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου σχετικά με τον καθορισμό των αλιευτικών δυνατοτήτων και της χρηματικής αντιπαροχής που προβλέπονται στη συμφωνία αλιευτικής σύμπραξης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου (ΕΕ 2013, L 349, σ. 1), και το οποίο άρχισε να ισχύει στις 15 Ιουλίου 2014 (ΕΕ 2014, L 228, σ. 1, στο εξής: πρωτόκολλο του 2013).

30      Κατά το άρθρο του 1, το πρωτόκολλο του 2013, «[σ]υμβάλλει στην επίτευξη των γενικών στόχων της συμφωνίας σύνδεσης και αποσκοπεί στη διασφάλιση της βιωσιμότητας των αλιευτικών πόρων από οικολογική, οικονομική και κοινωνική άποψη».

Γ.      Διαφορές σχετικές με τη συμφωνία σύνδεσης

1.      Υποθέσεις T512/12 και C104/16 P

31      Με δικόγραφο το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Νοεμβρίου 2012 και το οποίο πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υπόθεσης T‑512/12, το προσφεύγον, Front Polisario, άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της απόφασης 2012/497 (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Συμβούλιο κατά Front Polisario, C‑104/16 P, EU:C:2016:973, σκέψη 38, στο εξής: απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario).

32      Προς στήριξη της προσφυγής του στην ως άνω υπόθεση, το προσφεύγον είχε προβάλει, μεταξύ άλλων, ορισμένες παραβάσεις, εκ μέρους του Συμβουλίου, των υποχρεώσεών του υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου, καθότι είχε εγκρίνει, με την απόφαση 2012/497, την εφαρμογή της συμφωνίας περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας (απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, σκέψη 44).

33      Με απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2015, Front Polisario κατά Συμβουλίου (T‑512/12, EU:T:2015:953), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση 2012/497 καθόσον ενέκρινε την εφαρμογή της συμφωνίας περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης στη Δυτική Σαχάρα, με την αιτιολογία ότι το Συμβούλιο είχε παραβεί την υποχρέωσή του να εξετάσει, πριν από την έκδοση της απόφασης 2012/497, όλα τα στοιχεία της συγκεκριμένης περίπτωσης, καθόσον δεν έλεγξε αν η εκμετάλλευση των προερχόμενων από το εν λόγω έδαφος προϊόντων που εξάγονταν στην Ένωση είναι εις βάρος του λαού της εν λόγω περιοχής και έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του (απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, σκέψεις 47 και 48).

34      Στις 19 Φεβρουαρίου 2016 το Συμβούλιο άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης της 10ης Δεκεμβρίου 2015, Front Polisario κατά Συμβουλίου (T‑512/12, EU:T:2015:953).

35      Με την απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, αποφαινόμενο επί της αιτήσεως αναιρέσεως του Συμβουλίου, το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2015, Front Polisario κατά Συμβουλίου (T‑512/12, EU:T:2015:953), και απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή του προσφεύγοντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

36      Συναφώς, αφενός, το Δικαστήριο έκανε δεκτό τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αφορούσε πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την ανάλυση της ενεργητικής νομιμοποίησης του προσφεύγοντος, και, ειδικότερα, την αιτίαση που αφορούσε το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο θεώρησε, εσφαλμένως, ότι η συμφωνία περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης εφαρμοζόταν στη Δυτική Σαχάρα (απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, σκέψη 126).

37      Συγκεκριμένα, κατά πρώτον, το Δικαστήριο έκρινε ότι, βάσει της αρχής της αυτοδιάθεσης, η οποία έχει εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, η Δυτική Σαχάρα, μη αυτόνομη περιοχή κατά την έννοια του άρθρου 73 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, είχε χωριστό και διακριτό καθεστώς σε σχέση προς το καθεστώς οποιουδήποτε κράτους, περιλαμβανομένου του Βασιλείου του Μαρόκου. Το Δικαστήριο κατέληξε, επομένως, στο συμπέρασμα ότι η φράση «έδαφος του Βασιλείου του Μαρόκου» στο άρθρο 94 της συμφωνίας σύνδεσης δεν μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η Δυτική Σαχάρα περιλαμβάνεται στο εδαφικό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας (απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, σκέψεις 86 έως 93).

38      Κατά δεύτερον, το Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε επίσης να ληφθεί υπόψη ο εθιμικός κανόνας που έχει κωδικοποιηθεί στο άρθρο 29 της Σύμβασης της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών, της 23ης Μαΐου 1969 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1155, σ. 331, στο εξής: Σύμβαση της Βιέννης), κατά τον οποίο πλην της περιπτώσεως κατά την οποία υφίσταται διαφορετική πρόθεση, προκύπτουσα εκ της ίδιας της συνθήκης ή άλλως πως, η εκάστοτε συνθήκη δεσμεύει το καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη ως προς το σύνολο του εδάφους του. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εν λόγω εθιμικός κανόνας δεν επέτρεπε να θεωρηθεί ότι η Δυτική Σαχάρα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας σύνδεσης. Διαπίστωσε, εντούτοις, ότι από τον ίδιο εθιμικό κανόνα συνάγεται επίσης ότι μια συνθήκη μπορεί, κατά παρέκκλιση, να δεσμεύει ένα κράτος σε σχέση με κάποιο άλλο έδαφος εάν μια τέτοια πρόθεση απορρέει από τη συνθήκη αυτή ή εάν προκύπτει άλλως πως (απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, σκέψεις 94 έως 98).

39      Κατά τρίτον, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή του γενικού διεθνούς δικαίου περί του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών έπρεπε επίσης να ληφθεί υπόψη, δεδομένου ότι, ως «τρίτος» στη σύμβαση σύνδεσης, κατά την έννοια της εν λόγω αρχής, ο λαός της Δυτικής Σαχάρας μπορούσε να επηρεαστεί από την εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας στην περίπτωση που το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας περιλαμβάνεται στο πεδίο εφαρμογής της και έπρεπε να συναινέσει στην εν λόγω εφαρμογή. Ελλείψει, όμως, εκδήλωσης τέτοιας συναίνεσης, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παραδοχή ότι το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας σύνδεσης αντιβαίνει στην αρχή του διεθνούς δικαίου περί του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών (απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, σκέψεις 100 έως 107).

40      Κατά τέταρτον, διαπιστώνοντας ότι η συμφωνία περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης έπρεπε να θεωρηθεί συνθήκη υποκείμενη στη συμφωνία σύνδεσης, το Δικαστήριο συμπέρανε ότι η συμφωνία περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης δεν μπορούσε να ερμηνευθεί ως έχουσα εφαρμογή στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και ότι, επομένως, δεν ήταν αναγκαίο να περιληφθεί σε αυτήν ρήτρα που να αποκλείει την εν λόγω εφαρμογή. Κατά το Δικαστήριο, η μεταγενέστερη της σύναψης της συμφωνίας σύνδεσης πρακτική του Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν μπορούσε να αναιρέσει την εν λόγω ανάλυση, δεδομένου ότι αυτό θα σήμαινε ότι πρόθεση της Ένωσης ήταν να εκτελέσει τη συμφωνία σύνδεσης και τη συμφωνία περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης κατά παραβίαση τόσο της αρχής της αυτοδιάθεσης όσο και της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών και, επομένως, κατά τρόπο μη συμβατό προς την αρχή της καλόπιστης εκτέλεσης των συνθηκών (απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, σκέψεις 110 έως 125).

41      Αφετέρου, το Δικαστήριο αποφάνθηκε το ίδιο οριστικώς επί της διαφοράς. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι, δεδομένου ότι η συμφωνία περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης πρέπει να ερμηνευθεί, συμφώνως προς τους εφαρμοστέους κανόνες του διεθνούς δικαίου που ισχύουν στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, υπό την έννοια ότι δεν έχει εφαρμογή στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας, έπρεπε να γίνει δεκτό ότι το προσφεύγον δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί, λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων που προέβαλε, ότι νομιμοποιείται ενεργητικώς να ζητήσει την ακύρωση της απόφασης 2012/497, και τούτο χωρίς να απαιτείται να εξεταστούν οι λοιπές ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή (απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, σκέψεις 128 έως 134).

2.      Υπόθεση C266/16

42      Με απόφαση της 27ης Απριλίου 2016, το High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court) [ανώτερο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα αστικών, εμπορικών και διοικητικών διαφορών (διοικητικές διαφορές), Ηνωμένο Βασίλειο], υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα τα οποία αφορούσαν το κύρος της αλιευτικής συμφωνίας του 2006, όπως εγκρίθηκε και τέθηκε σε εφαρμογή με τον κανονισμό 764/2006, την απόφαση 2013/785 και τον κανονισμό (ΕΕ) 1270/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Νοεμβρίου 2013, σχετικά με την κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων βάσει του πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου σχετικά με τον καθορισμό των αλιευτικών δυνατοτήτων και της χρηματικής αντιπαροχής που προβλέπονται στη συμφωνία αλιευτικής σύμπραξης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου (ΕΕ 2013, L 328, σ. 40) (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Western Sahara Campaign UK, C‑266/16, EU:C:2018:118, σκέψη 1, στο εξής: απόφαση Western Sahara Campaign UK).

43      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το γεγονός ότι η εκμετάλλευση των πόρων που προέρχονται από τα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας επιτρέπεται από την αλιευτική συμφωνία του 2006 και το πρωτόκολλο του 2013 θίγει το κύρος του κανονισμού 764/2006, της απόφασης 2013/785 και του κανονισμού 1270/2013, υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ. Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημά του, το ίδιο αιτούν δικαστήριο ζήτησε, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν ιδιώτης που έχει ενεργητική νομιμοποίηση κατά το εθνικό δίκαιο, όπως η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, δικαιούται να αμφισβητήσει το κύρος των πράξεων περί εγκρίσεως της σύναψης και εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας και του εν λόγω πρωτοκόλλου, λόγω του ότι η Ένωση παραβίασε το διεθνές δίκαιο (απόφαση Western Sahara Campaign UK, σκέψεις 41, 54 και 86).

44      Συναφώς, κατά πρώτον, στη σκέψη 59 της απόφασης Western Sahara Campaign UK, το Δικαστήριο επισήμανε ότι από το πρώτο εδάφιο του προοιμίου της αλιευτικής συμφωνίας του 2006 προκύπτει ότι η συμφωνία υλοποιεί την κοινή επιθυμία της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου να εντείνουν τις στενές σχέσεις συνεργασίας τους, ιδίως, στο πλαίσιο της συμφωνίας σύνδεσης και ότι, ως εκ τούτου, η αλιευτική συμφωνία του 2006 εντάσσεται σε ένα σύνολο συμβάσεων, εντός του πλαισίου της συμφωνίας σύνδεσης. Λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης του εν λόγω συνόλου συμβατικών κειμένων, το Δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια του «εδάφους του Μαρόκου», κατά το άρθρο 11 της αλιευτικής συμφωνίας του 2006, πρέπει να ερμηνεύεται κατά τον ίδιο τρόπο με την έννοια του «εδάφους του Βασιλείου του Μαρόκου», κατά το άρθρο 94 της συμφωνίας σύνδεσης (απόφαση Western Sahara Campaign UK, σκέψη 61).

45      Το Δικαστήριο υπενθύμισε, όμως, ότι, όπως είχε επισημάνει στην απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, η έννοια του «εδάφους του Βασιλείου του Μαρόκου» πρέπει να νοείται ως αφορώσα τον γεωγραφικό χώρο επί του οποίου το Βασίλειο του Μαρόκου ασκεί το σύνολο των εξουσιών που αναγνωρίζονται στις κυρίαρχες οντότητες από το διεθνές δίκαιο, αποκλειομένου οποιουδήποτε άλλου εδάφους, όπως είναι το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας, και ότι η υπαγωγή του εδάφους αυτού στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας σύνδεσης θα προσέκρουε στην αρχή της αυτοδιάθεσης και στην αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, οι οποίες έχουν εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας δεν εμπίπτει στην έννοια του «εδάφους του Μαρόκου», κατά το άρθρο 11 της αλιευτικής συμφωνίας του 2006 (απόφαση Western Sahara Campaign UK, σκέψεις 62 έως 64).

46      Κατά δεύτερον, για την ερμηνεία της φράσης «ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία του Βασιλείου του Μαρόκου», το Δικαστήριο επισήμανε ότι από το άρθρο 2, παράγραφος 1, και τα άρθρα 55 και 56 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας, η οποία συνήφθη στο Montego Bay στις 10 Δεκεμβρίου 1982 (στο εξής: Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας), προκύπτει ότι τα ύδατα επί των οποίων το παράκτιο κράτος δικαιούται να ασκεί κυριαρχία ή δικαιοδοσία περιορίζονται μόνον στα παρακείμενα στο έδαφός του ύδατα τα οποία αποτελούν την αιγιαλίτιδα ζώνη του ή την αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ) του. Κατά συνέπεια, και λαμβανομένου υπόψη ότι το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας δεν αποτελεί μέρος του εδάφους του Βασιλείου του Μαρόκου, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας δεν εμπίπτουν στη μαροκινή αλιευτική ζώνη την οποία αφορά το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της αλιευτικής συμφωνίας του 2006 (απόφαση Western Sahara Campaign UK, σκέψεις 65 έως 69).

47      Κατά τρίτον, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι θα προσέκρουε στην αρχή της αυτοδιάθεσης και στην αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών η υπαγωγή, βάσει της φράσης «ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία […] του Βασιλείου του Μαρόκου» του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, της αλιευτικής συμφωνίας του 2006, των παρακείμενων υδάτων της Δυτικής Σαχάρας στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας (απόφαση Western Sahara Campaign UK, σκέψη 71).

48      Κατά τέταρτον, όσον αφορά τη φράση «ύδατα που υπάγονται στη [...] δικαιοδοσία του Βασιλείου του Μαρόκου» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της αλιευτικής συμφωνίας του 2006, το Δικαστήριο επισήμανε ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή είχαν εξετάσει, μεταξύ άλλων ενδεχομένων, το ότι το Βασίλειο του Μαρόκου μπορούσε να θεωρηθεί ως «de facto διοικούσα αρχή» ή ως αρχή κατοχής του εδάφους της Δυτικής Σαχάρας και ότι ο χαρακτηρισμός αυτός μπορούσε να αποβεί κρίσιμος για τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής της αλιευτικής συμφωνίας του 2006. Το Δικαστήριο παρατήρησε, όμως, ότι, χωρίς καν να απαιτείται να εξετασθεί αν συνάδει με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου που δεσμεύουν την Ένωση η τυχόν κοινή πρόθεση των συμβαλλομένων στην αλιευτική συμφωνία του 2006 μερών να δοθεί ειδική έννοια στη φράση αυτή, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι προαναφερθείσες περιστάσεις, εν πάση περιπτώσει, η κοινή αυτή πρόθεση δεν διαπιστώνεται εν προκειμένω, δεδομένου ότι το Βασίλειο του Μαρόκου απέκλεισε ρητώς το ότι είναι αρχή κατοχής ή διοικούσα αρχή του εδάφους της Δυτικής Σαχάρας (απόφαση Western Sahara Campaign UK, σκέψη 72).

49      Κατά πέμπτον, όσον αφορά το εδαφικό πεδίο εφαρμογής του πρωτοκόλλου του 2013, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η φράση «μαροκινή αλιευτική ζώνη» χρησιμοποιούνταν τόσο στην αλιευτική συμφωνία του 2006 όσο και στο πρωτόκολλο του 2013 και καθόριζε το εδαφικό πεδίο εφαρμογής τους. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω φράση έπρεπε να νοηθεί ως αφορώσα τα ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία του Βασιλείου του Μαρόκου και ότι, ως εκ τούτου, δεν περιελάμβανε τα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας (απόφαση Western Sahara Campaign UK, σκέψεις 75 έως 79).

50      Κατά έκτον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η κοινοποίηση των γεωγραφικών συντεταγμένων των γραμμών βάσης και της αλιευτικής ζώνης του Βασιλείου του Μαρόκου, που μνημονεύονται στις διατάξεις του πρωτοκόλλου του 2013, πραγματοποιήθηκε μόλις στις 16 Ιουλίου 2014. Δεδομένου ότι το πρωτόκολλο του 2013 άρχισε να ισχύει στις 15 Ιουλίου 2014, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι γεωγραφικές αυτές συντεταγμένες δεν αποτελούσαν μέρος του κειμένου του εν λόγω πρωτοκόλλου, όπως αυτό συμφωνήθηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη. Εν πάση περιπτώσει, κατά το Δικαστήριο, ακόμη και αν οι εν λόγω γεωγραφικές συντεταγμένες είχαν κοινοποιηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του πρωτοκόλλου του 2013, ουδαμώς θα είχαν θέσει υπό αμφισβήτηση την ερμηνεία της φράσης «μαροκινή αλιευτική ζώνη» που περιλαμβάνεται στη σκέψη 79 της απόφασης του Δικαστηρίου ούτε θα είχαν επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του πρωτοκόλλου αυτού, συμπεριλαμβάνοντας τα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας (απόφαση Western Sahara Campaign UK, σκέψεις 80 έως 82).

51      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο έδωσε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα την απάντηση ότι, δεδομένου ότι ούτε η αλιευτική συμφωνία του 2006 ούτε το πρωτόκολλο του 2013 έχουν εφαρμογή στα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας, από την εξέταση του ερωτήματος αυτού δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος των πράξεων σύναψης των εν λόγω συμφωνιών, υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ. Λαμβανομένης υπόψη της ως άνω απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το Δικαστήριο έκρινε ότι παρείλκε η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα (απόφαση Western Sahara Campaign UK, σκέψεις 85 και 87).

3.      Διατάξεις εκδοθείσες στις υποθέσεις T180/14, T275/18, T376/18

52      Με τις διατάξεις της 19ης Ιουλίου 2018, Front Polisario κατά Συμβουλίου (T‑180/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:496), της 30ής Νοεμβρίου 2018, Front Polisario κατά Συμβουλίου (T‑275/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:869), και της 8ης Φεβρουαρίου 2019, Front Polisario κατά Συμβουλίου (T‑376/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:77), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτες τις προσφυγές με τις οποίες το προσφεύγον έβαλε κατά πράξεων του Συμβουλίου σχετικών με τη σύναψη ή την τροποποίηση διαφόρων διεθνών συμφωνιών μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου.

53      Συγκεκριμένα, με τις δύο πρώτες διατάξεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 52 ανωτέρω, το Δικαστήριο στηρίχθηκε στις αποφάσεις Συμβούλιο κατά Front Polisario και Western Sahara Campaign UK για να διαπιστώσει την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης του προσφεύγοντος, καθότι οι επίμαχες συμφωνίες δεν έχουν εφαρμογή στη Δυτική Σαχάρα ή στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα (διατάξεις της 19ης Ιουλίου 2018, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑180/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:496, σκέψεις 69 έως 71, και της 30ής Νοεμβρίου 2018, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑275/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:869, σκέψεις 41 και 42).

54      Με την τρίτη εκ των διατάξεων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 52 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, βάσει του άρθρου 218, παράγραφοι 3 και 4, ΣΛΕΕ, η απόφαση του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2018, που επιτρέπει την έναρξη διαπραγματεύσεων με το Βασίλειο του Μαρόκου για την τροποποίηση της συμφωνίας αλιευτικής σύμπραξης και τη σύναψη πρωτοκόλλου εφαρμογής της μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του Βασιλείου του Μαρόκου, είχε ως αντικείμενο μόνον τον ορισμό διαπραγματευτή ή επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας της Ένωσης και την παροχή οδηγιών στα εν λόγω πρόσωπα. Επρόκειτο, επομένως, για πράξη παράγουσα έννομα αποτελέσματα μόνον στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της καθώς και μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Εξ αυτού το Γενικό Δικαστήριο συμπέρανε ότι η εν λόγω απόφαση δεν παρήγαγε αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης του προσφεύγοντος και ότι, επομένως, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι η εν λόγω απόφαση αφορούσε άμεσα το προσφεύγον (διάταξη της 8ης Φεβρουαρίου 2019, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑376/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:77, σκέψεις 28 και 29).

Δ.      Προσβαλλόμενη απόφαση και επίμαχη συμφωνία

55      Μετά την απόφαση Western Sahara Campaign UK, το Συμβούλιο, με απόφαση της 16ης Απριλίου 2018, εξουσιοδότησε την Επιτροπή να αρχίσει διαπραγματεύσεις με το Βασίλειο του Μαρόκου, εν όψει τροποποίησης της αλιευτικής συμφωνίας του 2006 και, ιδίως, υπαγωγής στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας των παρά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας υδάτων.

56      Στις 24 Ιουλίου 2018, μετά το πέρας των ως άνω διαπραγματεύσεων, μονογραφήθηκαν μια νέα συμφωνία σύμπραξης στον τομέα της βιώσιμης αλιείας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, ένα νέο πρωτόκολλο εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας, το οποίο περιλαμβάνει το παράρτημα και τα προσαρτήματα του εν λόγω πρωτοκόλλου, και η ανταλλαγή επιστολών που συνοδεύουν την επίμαχη συμφωνία.

57      Στις 14 Ιανουαρίου 2019 η Ένωση και το Βασίλειο του Μαρόκου υπέγραψαν, στις Βρυξέλλες, τη συμφωνία σύμπραξης στον τομέα της βιώσιμης αλιείας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου (στο εξής: αλιευτική συμφωνία), το πρωτόκολλο εφαρμογής της (στο εξής: πρωτόκολλο εφαρμογής) και την ανταλλαγή επιστολών που συνοδεύουν την εν λόγω συμφωνία (στο εξής: ανταλλαγή επιστολών) (στο εξής, από κοινού: επίμαχη συμφωνία).

58      Στις 4 Μαρτίου 2019 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΕΕ) 2019/441 για τη σύναψη της συμφωνίας σύμπραξης στον τομέα της βιώσιμης αλιείας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, του πρωτοκόλλου εφαρμογής της, καθώς και της ανταλλαγής επιστολών που συνοδεύουν τη συμφωνία (ΕΕ 2019, L 77, σ. 4, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω απόφασης ορίζει τα εξής: «Εγκρίνονται, εξ ονόματος της Ένωσης, η [αλιευτική συμφωνία], το πρωτόκολλο εφαρμογής της, καθώς και η ανταλλαγή επιστολών […].»

59      Σύμφωνα με το άρθρο 17 της αλιευτικής συμφωνίας, η εν λόγω συμφωνία, το πρωτόκολλο εφαρμογής και η ανταλλαγή επιστολών άρχισαν να ισχύουν στις 18 Ιουλίου 2019 (ΕΕ 2019, L 195, σ. 1).

60      Με τις αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 5 και 7 έως 12 της προσβαλλόμενης απόφασης, το Συμβούλιο εκθέτει τα εξής:

«(3)      Στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση C‑266/16 σε απάντηση προδικαστικού ερωτήματος σχετικά με το κύρος και την ερμηνεία της συμφωνίας και του πρωτοκόλλου εφαρμογής της, το Δικαστήριο έκρινε ότι ούτε η συμφωνία ούτε το πρωτόκολλο εφαρμογής εφαρμόζονται στα παρά [το] έδαφος της Δυτικής Σαχάρας ύδατα.

(4)      Η Ένωση δεν προδικάζει την έκβαση της πολιτικής διαδικασίας για το οριστικό καθεστώς της Δυτικής Σαχάρας, η οποία διεξάγεται υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, έχει δε επανειλημμένως επιβεβαιώσει την προσήλωσή της στη διευθέτηση της διαφοράς στη Δυτική Σαχάρα, η οποία επί του παρόντος είναι εγγεγραμμένη από τα Ηνωμένα Έθνη στον κατάλογο των μη αυτόνομων εδαφών και διοικείται σε μεγάλο βαθμό από το Βασίλειο του Μαρόκου. Υποστηρίζει πλήρως τις προσπάθειες που καταβάλλουν ο γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών και ο προσωπικός απεσταλμένος του, προκειμένου να βοηθήσουν τα μέρη να εξεύρουν δίκαιη, βιώσιμη και αμοιβαίως αποδεκτή λύση, η οποία θα επιτρέπει την αυτοδιάθεση του λαού της Δυτικής Σαχάρας στο πλαίσιο ρυθμίσεων που συμβαδίζουν με τους στόχους και τις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, όπως ορίζονται στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών […].

(5)      Θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στα σκάφη της 'Ένωσης να συνεχίσουν τις αλιευτικές δραστηριότητες που ασκούσαν από την έναρξη ισχύος της συμφωνίας και το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας θα πρέπει να ορίζεται κατά τρόπον ώστε να περιλαμβάνει τα παρά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας ύδατα. Η συνέχιση της αλιευτικής σύμπραξης είναι εξάλλου απαραίτητη, προκειμένου το εν λόγω έδαφος να συνεχίσει να λαμβάνει την τομεακή στήριξη που προσφέρεται δυνάμει της συμφωνίας, σε συμμόρφωση με το ενωσιακό και διεθνές δίκαιο, περιλαμβανομένου του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και προς όφελος του ενδιαφερόμενου λαού.

[…]

(7)      Στόχος της αλιευτικής συμφωνίας είναι να επιτρέψει στην Ένωση και στο Βασίλειο του Μαρόκου να συνεργαστούν πιο στενά με σκοπό την προώθηση βιώσιμης αλιευτικής πολιτικής, της υπεύθυνης εκμετάλλευσης των αλιευτικών πόρων στην αλιευτική ζώνη που ορίζει η αλιευτική συμφωνία, και τη στήριξη των προσπαθειών του Βασιλείου του Μαρόκου με στόχο την ανάπτυξη του τομέα της αλιείας καθώς και μιας γαλάζιας οικονομίας. Η συμφωνία συμβάλλει με τον τρόπο αυτόν στην επίτευξη των στόχων που επιδιώκει η Ένωση στο πλαίσιο του άρθρου 21 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

(8)      Η Επιτροπή αξιολόγησε τις ενδεχόμενες επιπτώσεις της αλιευτικής συμφωνίας στη βιώσιμη ανάπτυξη, ιδίως όσον αφορά τα οφέλη για τον ενδιαφερόμενο λαό και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων των σχετικών εδαφών.

(9)      Σύμφωνα με αυτήν την αξιολόγηση, εκτιμήθηκε ότι η αλιευτική συμφωνία αναμένεται να ωφελήσει σημαντικά τον ενδιαφερόμενο λαό, λόγω των θετικών κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων για τον λαό αυτόν, ιδίως όσον αφορά την απασχόληση και τις επενδύσεις, και λόγω του αντικτύπου της στην ανάπτυξη των τομέων της αλιείας και της μεταποίησης αλιευτικών προϊόντων.

(10)      Ομοίως, εκτιμάται ότι η εν λόγω αλιευτική συμφωνία αποτελεί την καλύτερη εγγύηση για τη βιώσιμη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων στα παρά τη Δυτική Σαχάρα ύδατα, δεδομένου ότι η αλιευτική δραστηριότητα βασίζεται στην τήρηση των βέλτιστων επιστημονικών γνωμοδοτήσεων και συστάσεων και πλαισιώνεται από τα κατάλληλα μέτρα παρακολούθησης και ελέγχου.

(11)      Λαμβάνοντας υπόψη τα εκτιθέμενα στην απόφαση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης, έλαβε όλα τα εύλογα και δυνατά μέτρα στο παρόν πλαίσιο για να επιτύχει την κατάλληλη συμμετοχή του ενδιαφερόμενου λαού, προκειμένου να εξακριβωθεί η συγκατάθεσή του. Στη Δυτική Σαχάρα και στο Βασίλειο του Μαρόκου διεξήχθησαν ευρείες διαβουλεύσεις, οι δε κοινωνικοοικονομικοί και πολιτικοί φορείς που συμμετείχαν στις διαβουλεύσεις τάχθηκαν σαφώς υπέρ της σύναψης της αλιευτικής συμφωνίας. Εντούτοις, το [Front] Polisario και μερικοί άλλοι φορείς δεν δέχθηκαν να λάβουν μέρος στη διαδικασία διαβούλευσης.

(12)      Όσοι δεν δέχθηκαν να συμμετάσχουν στη διαδικασία απέρριψαν την εφαρμογή της αλιευτικής συμφωνίας και του πρωτοκόλλου εφαρμογής της στα παρά τη Δυτική Σαχάρα ύδατα, διότι θεωρούσαν κατ’ ουσίαν ότι οι εν λόγω πράξεις θα επικύρωναν τη θέση του Βασιλείου του Μαρόκου επί του εδάφους της Δυτικής Σαχάρας. Ωστόσο, καμία διάταξη της αλιευτικής συμφωνίας ή του πρωτοκόλλου εφαρμογής της δεν συνεπάγεται ότι αναγνωρίζει την κυριαρχία ή κυριαρχικά δικαιώματα του Βασιλείου του Μαρόκου στη Δυτική Σαχάρα και στα παρακείμενα ύδατα. Η ΕΕ θα συνεχίσει εξάλλου να εντείνει τις προσπάθειές της υπέρ της διαδικασίας για την ειρηνική επίλυση της διαφοράς, διαδικασία που άρχισε και συνεχίστηκε υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών.»

61      Κατά το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, της αλιευτικής συμφωνίας, για τους σκοπούς της εν λόγω συμφωνίας, ως «αλιευτική ζώνη» νοούνται «τα ύδατα του Κεντροανατολικού Ατλαντικού που βρίσκονται μεταξύ των παραλλήλων 35°47′18″Β και 20°46′13″Β, συμπεριλαμβανομένων των χωρικών υδάτων της Δυτικής Σαχάρας, που καλύπτουν το σύνολο των περιοχών διαχείρισης». Διευκρινίζεται επίσης ότι «[ο] ορισμός αυτός δεν θίγει τις ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις σχετικά με την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών των παράκτιων κρατών που συνορεύουν με την αλιευτική ζώνη και γενικότερα τα δικαιώματα τρίτων χωρών».

62      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αλιευτικής συμφωνίας ορίζει τα εξής: «Προκειμένου να διασφαλιστεί ένα κανονιστικό πλαίσιο για τη βιώσιμη αλιεία, τα σκάφη της Ένωσης που δραστηριοποιούνται στην αλιευτική ζώνη τηρούν τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις που διέπουν τις αλιευτικές δραστηριότητες του Μαρόκου στην εν λόγω ζώνη, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στην παρούσα συμφωνία. […]».

63      Το άρθρο 12, παράγραφοι 1 έως 4, της αλιευτικής συμφωνίας ορίζει τα εξής:

«1.      Η χρηματική αντιπαροχή ορίζεται στο πρωτόκολλο.

2.      Η χρηματική αντιπαροχή, που αναφέρεται στην παράγραφο 1, περιλαμβάνει τα εξής:

α)      χρηματική αποζημίωση που χορηγείται από την Ένωση για την πρόσβαση των σκαφών της Ένωσης στην αλιευτική ζώνη·

β)      τα τέλη που καταβάλλουν οι πλοιοκτήτες σκαφών της Ένωσης·

γ)      τομεακή στήριξη από την ΕΕ για την εφαρμογή πολιτικής βιώσιμης αλιείας και για τη διακυβέρνηση των ωκεανών, σύμφωνα με ετήσιο και πολυετή προγραμματισμό.

3.      Η χρηματοδοτική αντιπαροχή που χορηγείται από την Ένωση καταβάλλεται ετησίως, σύμφωνα με το πρωτόκολλο.

4.      Τα Μέρη εξετάζουν τη δίκαιη κοινωνική και γεωγραφική κατανομή των κοινωνικοοικονομικών οφελών που απορρέουν από την παρούσα συμφωνία, ειδικότερα όσον αφορά τις υποδομές, τις βασικές κοινωνικές υπηρεσίες, τη δημιουργία επιχειρήσεων, την επαγγελματική κατάρτιση και τα αναπτυξιακά σχέδια και τον εκσυγχρονισμό του τομέα της αλιείας, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η κατανομή αυτή ωφελεί τους ενδιαφερόμενους πληθυσμούς κατά τρόπο αναλογικό προς τις αλιευτικές δραστηριότητες.»

64      Το άρθρο 13, παράγραφος 1, της αλιευτικής συμφωνίας ορίζει τα εξής: «Συγκροτείται μεικτή επιτροπή αποτελούμενη από εκπροσώπους των μερών. Θα είναι αρμόδια για την παρακολούθηση της εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας και δύναται να εγκρίνει τροποποιήσεις του πρωτοκόλλου».

65      Το άρθρο 14 της αλιευτικής συμφωνίας ορίζει τα εξής: «Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται στα εδάφη στα οποία εφαρμόζονται, αφενός, η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, αφετέρου, οι νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 της παρούσας συμφωνίας».

66      Το άρθρο 16 της αλιευτικής συμφωνίας ορίζει τα εξής: «Το πρωτόκολλο [εφαρμογής] και η [ανταλλαγή επιστολών] αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της [παρούσας συμφωνίας […]».

67      Το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, του πρωτοκόλλου εφαρμογής προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κοινωνικοοικονομικά οφέλη που απορρέουν από τη χρηματική αποζημίωση που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο α) της αλιευτικής συμφωνίας και τα τέλη που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο β) της αλιευτικής συμφωνίας γίνονται αντικείμενο δίκαιης κοινωνικής και γεωγραφικής κατανομής, ώστε να διασφαλίζεται ότι ωφελούνται δεόντως οι ενδιαφερόμενοι πληθυσμοί σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 4 της αλιευτικής συμφωνίας.

2.      Το αργότερο τρεις μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του παρόντος πρωτοκόλλου, οι αρχές του Βασιλείου του Μαρόκου παρουσιάζουν τη μέθοδο για την κοινωνική και γεωγραφική κατανομή που αναφέρεται στην παράγραφο 1, καθώς και την κλείδα κατανομής των χορηγούμενων ποσών, η οποία πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της μεικτής επιτροπής.»

68      Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, του πρωτοκόλλου εφαρμογής προβλέπει τα εξής:

«1.      Η τομεακή στήριξη που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο γ) της αλιευτικής συμφωνίας συμβάλλει στην ανάπτυξη και την εφαρμογή της τομεακής αλιευτικής πολιτικής στο πλαίσιο της εθνικής στρατηγικής για την ανάπτυξη του τομέα της αλιείας.

2.      Το αργότερο τρεις μήνες από την ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής του παρόντος πρωτοκόλλου, η μεικτή επιτροπή εγκρίνει πολυετές τομεακό πρόγραμμα και λεπτομερείς κανόνες για τη θέση του σε εφαρμογή, που καλύπτουν ειδικότερα:

α)      τις ετήσιες και πολυετείς κατευθύνσεις όσον αφορά τη χρήση του ειδικού ποσού της τομεακής στήριξης σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 4 της αλιευτικής συμφωνίας·

[…]».

69      Τα τεχνικά δελτία αλιείας αριθ. 3 έως 6 που περιέχονται στο προσάρτημα 2 του πρωτοκόλλου εφαρμογής μνημονεύουν, ως νότιο όριο της αντίστοιχης ζώνης διαχείρισης, τον παράλληλο 20°46′13″. Το τεχνικό δελτίο αλιείας αριθ. 6, το οποίο αφορά τη βιομηχανική πελαγική αλιεία με πελαγική ή ημιπελαγική τράτα και γρι-γρι, μνημονεύει τα σκάφη χωρίς ψυκτικές εγκαταστάσεις (μηχανότρατες και γρι-γρι) που εκφορτώνουν στον λιμένα της Dakhla.

70      Στο δεύτερο εδάφιο της ανταλλαγής επιστολών διαλαμβάνονται τα εξής:

«Στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Βασίλειο του Μαρόκου συμφώνησαν τα εξής:

1.      Όσον αφορά το ζήτημα της Δυτικής Σαχάρας, τα Μέρη επιβεβαιώνουν την υποστήριξή τους στη διαδικασία των Ηνωμένων Εθνών και στις προσπάθειες του γενικού γραμματέα για την επίτευξη οριστικής πολιτικής λύσης, σύμφωνα με τις αρχές και τους στόχους του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και βάσει των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας.

2.      Η αλιευτική συμφωνία συνάπτεται με την επιφύλαξη των αντίστοιχων θέσεων των μερών:

–        για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η αναφορά των νόμων και των κανονισμών του Μαρόκου στην αλιευτική συμφωνία δεν προδικάζει τη θέση της σχετικά με το καθεστώς του μη αυτόνομου εδάφους της Δυτικής Σαχάρας, τα χωρικά ύδατα του οποίου καλύπτονται από την αλιευτική ζώνη που ορίζεται στο άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, της αλιευτικής συμφωνίας και από το δικαίωμά του στην αυτοδιάθεση·

–        για το Βασίλειο του Μαρόκου, η περιοχή της Σαχάρας αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του εθνικού εδάφους επί του οποίου το εν λόγω Βασίλειο ασκεί πλήρως τα κυριαρχικά του δικαιώματα όπως και επί της υπόλοιπης εθνικής επικράτειας. Το Μαρόκο θεωρεί ότι οποιαδήποτε λύση σ’ αυτό το περιφερειακό ζήτημα θα πρέπει να δοθεί βάσει της πρωτοβουλίας αυτονομίας.»

Ε.      Ο προσβαλλόμενος κανονισμός

71      Στις 29 Νοεμβρίου 2018 το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/440 για την κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων βάσει της συμφωνίας σύμπραξης στον τομέα της βιώσιμης αλιείας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου και του πρωτοκόλλου εφαρμογής της (ΕΕ 2019, L 77, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός). Κατά το άρθρο του 2, ο εν λόγω κανονισμός άρχισε να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία πραγματοποιήθηκε συγχρόνως με τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, στις 20 Μαρτίου 2019.

72      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού κατανέμει τις αλιευτικές δυνατότητες που έχουν καθοριστεί βάσει του πρωτοκόλλου εφαρμογής ως εξής:

Κατηγορία αλιείας

Τύπος σκάφους

Κράτος μέλος

Άδειες ή ποσόστωση

Μη βιομηχανική αλιεία στον Βορρά, πελαγικά είδη

Γρι-γρι < 150 ολική χωρητικότητα (GT)

Ισπανία

22

Μη βιομηχανική αλιεία στον Βορρά

Παραγαδιάρικα βυθού < 40 GT

Ισπανία

25



Πορτογαλία

7


Παραγαδιάρικα βυθού ≥ 40 GT < 150 GT

Πορτογαλία

3

Μη βιομηχανική αλιεία στον Νότο

Πετονιά και καλάμι < 150 GT ανά σκάφος

Σύνολο ≤ 800 GT

Ισπανία

10

Βενθοπελαγική αλιεία

Παραγαδιάρικα βυθού ≤ 150 GT

Ισπανία

7



Πορτογαλία

4


Μηχανότρατες ≤ 750 GT

Σύνολο ≤ 3 000 GT

Ισπανία

5



Ιταλία

0

Αλιεία τόνου

Θυνναλιευτικά με καλάμι

Ισπανία

23



Γαλλία

4

Βιομηχανική πελαγική αλιεία

85 000 τόνοι (t) το πρώτο έτος

90 000 t το δεύτερο έτος

100 000 t το τρίτο και το τέταρτο έτος

Κατανομή σκαφών στα οποία επιτρέπεται η αλιεία:

10 σκάφη ≥ 3 000 GT και < 7 765 GT

4 σκάφη ≥ 150 και < 3 000 GT

4 σκάφη < 150 GT

Πρώτο έτος: 85 000 t




Γερμανία

6 871,2 t



Λιθουανία

21 986,3 t



Λετονία

12 367,5 t



Κάτω Χώρες

26 102,4 t



Ιρλανδία

3 099,3 t



Πολωνία

4 807,8 t



Ηνωμένο Βασίλειο

4 807,8 t



Ισπανία

496,2 t



Πορτογαλία

1 652,2 t



Γαλλία

2 809,3 t



Δεύτερο έτος: 90 000 t




Γερμανία

7 275,4 t



Λιθουανία

23 279,6 t



Λετονία

13 095,0 t



Κάτω Χώρες

27 637,9 t



Ιρλανδία

3 281,6 t



Πολωνία

5 090,6 t



Ηνωμένο Βασίλειο

5 090,6 t



Ισπανία

525,4 t



Πορτογαλία

1 749,4 t



Γαλλία

2 974,5 t



Τρίτο και τέταρτο έτος: 100 000 t κάθε έτος




Γερμανία

8 083,8 t



Λιθουανία

25 866,3 t



Λετονία

14 550,0 t



Κάτω Χώρες

30 708,8 t



Ιρλανδία

3 646,3 t



Πολωνία

5 656,3 t



Ηνωμένο Βασίλειο

5 656,3 t



Ισπανία

583,8 t



Πορτογαλία

1 943,8 t



Γαλλία

3 305,0 t

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

73      Με δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 και 12 Ιουνίου 2019, αντιστοίχως, το προσφεύγον άσκησε τις υπό κρίση προσφυγές, οι οποίες πρωτοκολλήθηκαν με αριθμούς υπόθεσης, αφενός, T‑344/19 και, αφετέρου, T‑356/19.

74      Το Συμβούλιο κατέθεσε υπομνήματα αντικρούσεως στις 19 Σεπτεμβρίου (υπόθεση T‑344/19) και στις 20 Σεπτεμβρίου 2019 (υπόθεση T‑356/19), αντιστοίχως.

75      Με απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2019, κατόπιν μεταβολής της σύνθεσης των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο ένατο τμήμα, στο οποίο και ανατέθηκαν, κατά συνέπεια, οι υπό κρίση υποθέσεις.

76      Στις 8 Νοεμβρίου 2019 το προσφεύγον κατέθεσε το υπόμνημα απαντήσεως στην υπόθεση T‑344/19. Δεν κατέθεσε υπόμνημα απαντήσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας στην υπόθεση T‑356/19.

77      Με αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 2019, η πρόεδρος του ένατου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτές τις αιτήσεις παρεμβάσεως υπέρ του Συμβουλίου που κατέθεσαν το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία και η Επιτροπή σε αμφότερες τις υποθέσεις.

78      Με διάταξη της 10ης Δεκεμβρίου 2019, Front Polisario κατά Συμβουλίου (T‑344/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:862), η πρόεδρος του ένατου τμήματος έκανε δεκτή την αίτηση παρεμβάσεως υπέρ του Συμβουλίου που κατέθεσαν στην υπόθεση T‑344/19 τα μαροκινά επιμελητήρια θαλάσσιας αλιείας, ήτοι τα Chambre des pêches maritimes de la Méditerranée, Chambre des pêches maritimes de l’Atlantique Nord, Chambre des pêches maritimes de l’Atlantique Centre και Chambre des pêches maritimes de l’Atlantique Sud (στο εξής, από κοινού: CPMM).

79      Στις 8 Ιανουαρίου 2020 η Επιτροπή κατέθεσε τα υπομνήματα παρεμβάσεως. Στις 9 Ιανουαρίου 2020 το Βασίλειο της Ισπανίας και η Γαλλική Δημοκρατία κατέθεσαν τα δικά τους υπομνήματα παρεμβάσεως.

80      Στις 9 Ιανουαρίου 2020 το Συμβούλιο κατέθεσε το υπόμνημα ανταπαντήσεως στην υπόθεση T‑344/19.

81      Στις 4 Μαρτίου 2020 τα CPMM κατέθεσαν το υπόμνημα παρεμβάσεως στην υπόθεση T‑344/19.

82      Στις 9 Μαρτίου 2020 το προσφεύγον κατέθεσε παρατηρήσεις, αφενός, επί των υπομνημάτων παρεμβάσεως του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας και της Επιτροπής στην υπόθεση T‑344/19 και, αφετέρου, επί των υπομνημάτων παρεμβάσεως του Βασιλείου της Ισπανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας στην υπόθεση T‑356/19. Στις 20 Ιουνίου 2020 το προσφεύγον κατέθεσε παρατηρήσεις επί του υπομνήματος παρεμβάσεως των CPMM στην υπόθεση T‑344/19.

83      Δεν υποβλήθηκε κανένα αίτημα διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός των ταχθεισών προθεσμιών στην υπόθεση T‑356/19. Στις 22 Σεπτεμβρίου 2020 το προσφεύγον ζήτησε τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως στην υπόθεση T‑344/19.

84      Στις 23 Νοεμβρίου 2020, κατόπιν προτάσεως του ένατου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει τις υποθέσεις ενώπιον πενταμελούς τμήματος.

85      Στις 9 Δεκεμβρίου 2020 το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε βάσει του άρθρου 106, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Επιπλέον, κάλεσε τους διαδίκους να εκφράσουν την άποψή τους επί της συνεκδικάσεως των υποθέσεων προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

86      Με δύο μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας στην υπόθεση T‑344/19, τα οποία λήφθηκαν στις 18 Δεκεμβρίου 2020, το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, έθεσε ερωτήσεις προς γραπτή απάντηση στους διαδίκους και κάλεσε το προσφεύγον, το Συμβούλιο και την Επιτροπή να προσκομίσουν συμπληρωματικές πληροφορίες και, αφετέρου, κάλεσε τους διαδίκους να διευκρινίσουν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, την άποψή τους επί ορισμένων κρίσιμων στην υπό κρίση διαφορά ζητημάτων αρχής.

87      Στις 25 Ιανουαρίου 2021 το προσφεύγον, το Συμβούλιο και η Επιτροπή κατέθεσαν τις γραπτές απαντήσεις τους στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου και προσκόμισαν τις ζητηθείσες πληροφορίες. Στις 25 Ιανουαρίου 2021 οι κύριοι διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της συνεκδικάσεως των υποθέσεων.

88      Με απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2021, η πρόεδρος του ένατου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

89      Στις 25 Φεβρουαρίου 2021, βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το προσφεύγον πρότεινε νέα αποδεικτικά μέσα. Η Επιτροπή κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επ’ αυτών στις 12 Μαρτίου 2021, το δε Συμβούλιο και τα CPMM κατέθεσαν τις δικές τους παρατηρήσεις στις 15 Μαρτίου 2021.

90      Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση διεξήχθη στις 3 Μαρτίου 2021. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε το Βασίλειο της Ισπανίας και την Επιτροπή να παράσχουν γραπτώς ορισμένες διευκρινίσεις ως προς τα πραγματικά περιστατικά.

91      Στις 9 Μαρτίου 2021 η Επιτροπή ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο, βάσει του άρθρου 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης απόφασης, σε περίπτωση ακύρωσής της, έως μεταγενέστερη ημερομηνία ή, σε περίπτωση άσκησης αναιρέσεως, έως την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου επί της εν λόγω αναιρέσεως.

92      Το Βασίλειο της Ισπανίας και η Επιτροπή απάντησαν, στις 10 και στις 12 Μαρτίου 2021, αντιστοίχως, στα αιτήματα του Δικαστηρίου περί παροχής διευκρινίσεων επί πραγματικών περιστατικών. Εξάλλου, στις 12 Μαρτίου 2021 το προσφεύγον κατέθεσε αυτοβούλως νέα στοιχεία απαντώντας στο αίτημα αυτό. Το Βασίλειο της Ισπανίας και η Επιτροπή κατέθεσαν παρατηρήσεις επί των εν λόγω στοιχείων στις 25 Μαρτίου 2021, το δε Συμβούλιο και τα CPMM κατέθεσαν τις δικές τους παρατηρήσεις επ’ αυτών στις 29 Μαρτίου και στις 2 Απριλίου 2021, αντιστοίχως. Επιπλέον, το Βασίλειο της Ισπανίας και το Συμβούλιο κατέθεσαν, στις 25 και στις 29 Μαρτίου 2021 αντιστοίχως, παρατηρήσεις επί του προμνησθέντος στη σκέψη 91 αιτήματος της Επιτροπής, το δε προσφεύγον και η Γαλλική Δημοκρατία κατέθεσαν τις δικές τους παρατηρήσεις επί του ίδιου αιτήματος στις 2 Απριλίου 2021. Η προφορική διαδικασία περατώθηκε στις 9 Απριλίου 2021 και άρχισε η διάσκεψη για την έκδοση απόφασης.

93      Κατόπιν του θανάτου του δικαστή Β. Berke την 1η Αυγούστου 2021, οι τρεις δικαστές που υπογράφουν την παρούσα απόφαση συνέχισαν τη διάσκεψη, σύμφωνα με το άρθρο 22 και το άρθρο 24, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

94      Το προσφεύγον ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        στην υπόθεση T‑344/19, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        στην υπόθεση T‑356/19, για την περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός συνιστά παρεμβαλλόμενο μέτρο που εμποδίζει τον άμεσο επηρεασμό του από την προσβαλλόμενη απόφαση, να ακυρώσει τον εν λόγω κανονισμό·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο και τους παρεμβαίνοντες στα δικαστικά έξοδα.

95      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις προσφυγές·

–        να καταδικάσει το προσφεύγον στα δικαστικά έξοδα.

96      Το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις προσφυγές·

–        να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

97      Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει τις προσφυγές.

98      Η Επιτροπή στηρίζει τα αιτήματα του Συμβουλίου. Επιπλέον, στην υπόθεση T‑344/19, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης απόφασης, σε περίπτωση ακύρωσής της, έως μεταγενέστερη ημερομηνία ή, σε περίπτωση άσκησης αναιρέσεως, έως την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου επί της εν λόγω αναιρέσεως.

99      Στην υπόθεση T‑344/19, τα CPMM ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει το προσφεύγον στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

Α.      Επί της προσφυγής στην υπόθεση T344/19

100    Με την προσφυγή του στην υπόθεση T‑344/19, το προσφεύγον, το οποίο ισχυρίζεται ότι ενεργεί «εξ ονόματος του λαού των Σαχράουι», ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατ’ ουσίαν, διότι, εγκρίνοντας την επίμαχη συμφωνία χωρίς τη συναίνεση του εν λόγω λαού, το Συμβούλιο παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει η Ένωση βάσει του δικαίου της Ένωσης και του διεθνούς δικαίου, στο πλαίσιο των σχέσεών της με το Βασίλειο του Μαρόκου. Συγκεκριμένα, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η εν λόγω συμφωνία εφαρμόζεται στη Δυτική Σαχάρα και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα, προβλέπει την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της από τα αλιευτικά σκάφη της Ένωσης και διευκολύνει την πολιτική προσάρτησης του εν λόγω εδάφους από το ως άνω τρίτο κράτος. Ειδικότερα, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η σύναψη της εν λόγω συμφωνίας είναι αντίθετη προς τη νομολογία του Δικαστηρίου η οποία διατυπώθηκε στις αποφάσεις Συμβούλιο κατά Front Polisario και Western Sahara Campaign UK και η οποία απέκλεισε μια τέτοια εδαφική εφαρμογή.

101    Χωρίς να καταθέσει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από το Βασίλειο της Ισπανίας, τη Γαλλική Δημοκρατία, την Επιτροπή και τα CPMM, προβάλλει, κυρίως, δύο λόγους απαραδέκτου της υπό κρίση προσφυγής, οι οποίοι αφορούν, πρώτον, έλλειψη ικανότητας διαδίκου του προσφεύγοντος ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης και, δεύτερον, έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης του προσφεύγοντος όσον αφορά την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης. Ειδικότερα, στο πλαίσιο των λόγων απαραδέκτου, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τη Γαλλική Δημοκρατία, την Επιτροπή και τα CPMM, αμφισβητεί την έκταση και την αποκλειστικότητα του ρόλου που διεκδικεί το προσφεύγον ως προς τον λαό της Δυτικής Σαχάρας. Επιπλέον, τα CPMM αμφισβητούν το κύρος της εντολής που χορήγησε το προσφεύγον στον δικηγόρο του. Επικουρικώς, το Συμβούλιο, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή και τα CPMM ζητούν να απορριφθεί η επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος επί της ουσίας. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από το Βασίλειο της Ισπανίας και τη Γαλλική Δημοκρατία, υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι εγκρίνοντας την αλιευτική συμφωνία, ενήργησε σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου. Εξάλλου, παρότι συμφωνούν με την εν λόγω επιχειρηματολογία, η Επιτροπή και τα CPMM θεωρούν ότι, εν πάση περιπτώσει, η σχετική νομολογία δεν ασκεί επιρροή στην εξέταση της προσφυγής, μεταξύ άλλων, καθότι αφορά, κατά την άποψή τους, την ερμηνεία των συμφωνιών που συνήψε η Ένωση με το Βασίλειο του Μαρόκου και όχι το κύρος τους. Επιπλέον, το Συμβούλιο, η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή και τα CPMM θεωρούν ότι δεν είναι δυνατή η επίκληση των αρχών του διεθνούς δικαίου επί των οποίων το προσφεύγον στηρίζει την επιχειρηματολογία του.

102    Προκαταρκτικώς, αφενός, επισημαίνεται ότι αίτημα της υπό κρίση προσφυγής είναι η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, καθόσον δι’ αυτής συνήφθησαν η αλιευτική συμφωνία, το πρωτόκολλο εφαρμογής της και η ανταλλαγή επιστολών, εκ των οποίων οι δύο τελευταίες πράξεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της εν λόγω αλιευτικής συμφωνίας, κατά το άρθρο της 16.

103    Αφετέρου, με σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου (T‑279/19), το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται επί προσφυγής του προσφεύγοντος με αίτημα την ακύρωση της απόφασης (ΕΕ) 2019/217 του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2019, σχετικά με τη σύναψη συμφωνίας, υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, για την τροποποίηση των πρωτοκόλλων αριθ. 1 και αριθ. 4 της ευρωμεσογειακής συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και του Βασιλείου του Μαρόκου, αφετέρου (ΕΕ 2019, L 34, σ. 1). Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της εν λόγω απόφασης, στην υπόθεση T‑279/19, οι λόγοι ακυρώσεως και οι λόγοι απαραδέκτου που προέβαλε το καθού Συμβούλιο, υποστηριζόμενο, μεταξύ άλλων, από τη Γαλλική Δημοκρατία και την Επιτροπή, βασίζονται, σε μεγάλο βαθμό, στις ίδιες νομικές βάσεις και στην ίδια επιχειρηματολογία με τους λόγους ακυρώσεως και τους λόγους απαραδέκτου που προβλήθηκαν στην υπό κρίση υπόθεση. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο θα τους εξετάσει, εφόσον απαιτείται, υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων που διατυπώθηκαν στην ως άνω απόφαση.

1.      Επί του παραδεκτού ορισμένων παραρτημάτων του υπομνήματος απαντήσεως

104    Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, το Συμβούλιο αμφισβητεί, βάσει του άρθρου 85 του Κανονισμού Διαδικασίας, το παραδεκτό των παραρτημάτων C.1 έως C.3, C.5, C.6, C.8, C.9, C.12, C.14, C.15, C.17, C.21, C.22, C.24 έως C.40 και C.42 έως C.53, με την αιτιολογία ότι η καθυστερημένη κατάθεση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων δεν δικαιολογείται. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 85, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας τους, οι κύριοι διάδικοι μπορούν να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία ή να προτείνουν αποδεικτικά μέσα και με τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως, εφόσον δικαιολογήσουν την καθυστέρηση αυτή. Εντούτοις, οι ως άνω διατάξεις πρέπει να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα του άρθρου 92, παράγραφος 7, του εν λόγω Κανονισμού, το οποίο προβλέπει ρητώς ότι είναι δυνατή ανταπόδειξη και συμπλήρωση των αποδείξεων. Ως εκ τούτου, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, ο κανόνας περί προθεσμιών που προβλέπεται στο προμνησθέν άρθρο 85, παράγραφος 2, δεν αφορά την ανταπόδειξη και την περαιτέρω επίκληση αποδεικτικών μέσων κατόπιν της ανταπόδειξης εκ μέρους του αντιδίκου (βλ. απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2017, Uganda Commercial Impex κατά Συμβουλίου, T‑107/15 και T‑347/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:628, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

105    Εν προκειμένω, αρκεί να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τα μέρη του υπομνήματος απαντήσεως που παραπέμπουν σε αυτά, τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονται στα αμφισβητούμενα από το Συμβούλιο παραρτήματα καθιστούν δυνατή την απάντηση στα επιχειρήματα με τα οποία το Συμβούλιο υποστηρίζει, στο υπόμνημα αντικρούσεως, αφενός, ότι οι διαβουλεύσεις που διεξήγαγαν η Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ) για την εξασφάλιση της συγκατάθεσης του λαού της Δυτικής Σαχάρας ήταν έγκυρες και, αφετέρου, ότι το προσφεύγον στερείται ικανότητας διαδίκου και ενεργητικής νομιμοποίησης. Ως εκ τούτου, ο κανόνας περί προθεσμιών του άρθρου 85, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας δεν έχει εφαρμογή στα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία τα οποία είναι, επομένως, παραδεκτά. Συνεπώς, ο λόγος απαραδέκτου που προέβαλε συναφώς το Συμβούλιο πρέπει να απορριφθεί.

2.      Επί του παραδεκτού της προσφυγής

106    Προτού εξεταστούν οι λόγοι απαραδέκτου που προέβαλε το Συμβούλιο και οι αμφιβολίες που διατύπωσαν τα CPMM, επισημαίνεται ότι το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής εγείρει άλλα ζητήματα παραδεκτού, επί των οποίων το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί αυτεπαγγέλτως. Τα εν λόγω ζητήματα αφορούν, αφενός, την παραδοχή επί της οποίας το προσφεύγον στηρίζει την ενεργητική νομιμοποίησή του, ήτοι ότι το εδαφικό πεδίο εφαρμογής της επίμαχης συμφωνίας περιλαμβάνει τη Δυτική Σαχάρα και τα παρά το έδαφος αυτής ύδατα και, αφετέρου, την εμβέλεια του αιτήματος ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

α)      Επί του εδαφικού πεδίου εφαρμογής της επίμαχης συμφωνίας 

107    Από τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβάλλονται με το δικόγραφο της προσφυγής προκύπτει ότι η υπό κρίση προσφυγή στηρίζεται στην παραδοχή ότι η επίμαχη συμφωνία εφαρμόζεται στη Δυτική Σαχάρα και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα. Ειδικότερα, όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής, το προσφεύγον βασίζεται στον ισχυρισμό ότι, υπό την ιδιότητα του εκπροσώπου του λαού της Δυτικής Σαχάρας, η προσβαλλόμενη απόφαση το αφορά άμεσα και ατομικά λόγω του εδαφικού πεδίου εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας.

108    Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί προκαταρκτικώς αν η παραδοχή επί της οποίας το προσφεύγον στηρίζει την ενεργητική νομιμοποίησή του ως προς την προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή.

109    Συναφώς, κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι, κατά το γράμμα του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, της αλιευτικής συμφωνίας, για τους σκοπούς της εν λόγω συμφωνίας, η αλιευτική ζώνη αφορά τα «ύδατα του Κεντροανατολικού Ατλαντικού που βρίσκονται μεταξύ των παραλλήλων 35°47′18″Β και 20°46′13″Β, συμπεριλαμβανομένων των χωρικών υδάτων της Δυτικής Σαχάρας», με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων των τρίτων κρατών, ιδίως των παράκτιων κρατών που συνορεύουν με την εν λόγω αλιευτική ζώνη (βλ. σκέψη 61 ανωτέρω).

110    Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 69 ανωτέρω, τα τεχνικά δελτία αλιείας αριθ. 3 έως 6, που περιέχονται στο προσάρτημα 2 του πρωτοκόλλου εφαρμογής, μνημονεύουν, ως νότιο όριο της ζώνης διαχείρισης που καλύπτεται από τα εν λόγω δελτία, τον παράλληλο 20°46′13″, το δε τεχνικό δελτίο αλιείας αριθ. 6 κάνει λόγο για τα σκάφη που εκφορτώνουν στον λιμένα της Dakhla, ο οποίος βρίσκεται στη Δυτική Σαχάρα.

111    Από το γράμμα των ως άνω ρητρών προκύπτει ότι οι γεωγραφικές συντεταγμένες που μνημονεύονται σε αυτές περιλαμβάνουν τόσο τα ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία του Βασιλείου του Μαρόκου όσο και τα παρά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας ύδατα, όπως άλλωστε απεικονίζεται στους χάρτες που παρατίθενται στο σημείο 66 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση Western Sahara Campaign UK (C‑266/16, EU:C:2018:1) καθώς και στα σημεία 66 έως 69 των εν λόγω προτάσεων. Στο πλαίσιο γραπτής απάντησης σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι η οριοθέτηση των αλιευτικών ζωνών που απεικονίζονται στους εν λόγω χάρτες αντιστοιχεί, ως επί το πλείστον, στα όρια των ζωνών διαχείρισης που εκτίθενται στα τεχνικά δελτία που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 110 ανωτέρω.

112    Κατά δεύτερον, επισημαίνεται ότι το άρθρο 12 της αλιευτικής συμφωνίας, αφενός, προβλέπει ότι καταβάλλεται «χρηματική αντιπαροχή», η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, «τομεακή στήριξη από την Ένωση», και, αφετέρου, επιβάλλει στα μέρη της συμφωνίας, δυνάμει της παραγράφου του 4, να εξετάσουν «τη δίκαιη κοινωνική και γεωγραφική κατανομή των κοινωνικοοικονομικών οφελών που απορρέουν από την [εν λόγω] συμφωνία» «προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η κατανομή αυτή ωφελεί τους ενδιαφερόμενους πληθυσμούς κατά τρόπο αναλογικό προς τις αλιευτικές δραστηριότητες» (βλ. σκέψη 63 ανωτέρω).

113    Οι ρήτρες που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 112 ανωτέρω εξειδικεύονται, ειδικότερα, από τα άρθρα 6 και 7 του πρωτοκόλλου εφαρμογής. Το άρθρο 6, παράγραφος 2, του εν λόγω πρωτοκόλλου προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι οι αρχές του Βασιλείου του Μαρόκου παρουσιάζουν τη μέθοδο για την κοινωνική και γεωγραφική κατανομή των επίμαχων κοινωνικοοικονομικών οφελών καθώς και την κλείδα κατανομής των χορηγούμενων ποσών, η οποία πρέπει να εξεταστεί από τη μεικτή επιτροπή που συγκροτείται βάσει του άρθρου 13 της αλιευτικής συμφωνίας. Εξάλλου, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου προβλέπει ότι, το αργότερο τρεις μήνες από την ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής του παρόντος πρωτοκόλλου, η εν λόγω μεικτή επιτροπή εγκρίνει πολυετές τομεακό πρόγραμμα και λεπτομερείς κανόνες για τη θέση του σε εφαρμογή.

114    Κατά τρίτον, κατά το άρθρο 14 της αλιευτικής συμφωνίας το οποίο επιγράφεται «Ζώνη εφαρμογής», η αλιευτική συμφωνία εφαρμόζεται στα εδάφη στα οποία εφαρμόζονται, αφενός, η Συνθήκη ΕΕ και η Συνθήκη ΛΕΕ και, αφετέρου, «οι νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της [εν λόγω] συμφωνίας», ήτοι, κατά το άρθρο αυτό, οι νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις που διέπουν τις αλιευτικές δραστηριότητες του Μαρόκου (βλ. σκέψεις 62 και 65 ανωτέρω).

115    Κατά τέταρτον, στο δεύτερο εδάφιο, σημείο 1, της ανταλλαγής επιστολών διευκρινίζεται ότι, «[ό]σον αφορά το ζήτημα της Δυτικής Σαχάρας», η Ένωση και το Βασίλειο του Μαρόκου «επιβεβαιώνουν την υποστήριξή τους στη διαδικασία των Ηνωμένων Εθνών». Στο δεύτερο εδάφιο, σημείο 2, της ανταλλαγής επιστολών διευκρινίζεται ότι «[η] αλιευτική συμφωνία συνάπτεται με την επιφύλαξη των αντίστοιχων θέσεων των μερών», «για την Ευρωπαϊκή Ένωση […], σχετικά με το καθεστώς του μη αυτόνομου εδάφους της Δυτικής Σαχάρας» και, «για το Βασίλειο του Μαρόκου, [σχετικά με την] περιοχή της Σαχάρας [ως] αναπόσπαστο τμήμα του εθνικού εδάφους επί του οποίου το εν λόγω Βασίλειο ασκεί πλήρως τα κυριαρχικά του δικαιώματα» (βλ. σκέψη 70 ανωτέρω).

116    Κατά πέμπτον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 3 και 5 της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σκέψη 60 ανωτέρω) προκύπτει σαφώς ότι, μετά την έκδοση της απόφασης Western Sahara Campaign UK, με την οποία «το Δικαστήριο έκρινε ότι ούτε η [αλιευτική συμφωνία του 2006] ούτε το πρωτόκολλο [του 2013] εφαρμόζονται στα παρά [το] έδαφος της Δυτικής Σαχάρας ύδατα», σκοπός της σύναψης της επίμαχης συμφωνίας είναι να μπορέσουν τα «σκάφη της Ένωσης να συνεχίσουν τις αλιευτικές δραστηριότητες που ασκούσαν», να «περιλ[ηφθούν] [στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας]» τα εν λόγω ύδατα και να μπορέσει το «εν λόγω έδαφος» με τη «συνέχιση της αλιευτικής σύμπραξης» να «συνεχίσει να λαμβάνει την τομεακή στήριξη που προσφέρεται δυνάμει της συμφωνίας, σε συμμόρφωση με το ενωσιακό και διεθνές δίκαιο, περιλαμβανομένου του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και προς όφελος του ενδιαφερόμενου λαού».

117    Ως εκ τούτου, αφενός, από τις ρήτρες της επίμαχης συμφωνίας στο σύνολό της, καθώς και από τις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ρητώς ότι αντικείμενο της εν λόγω συμφωνίας, επιβεβαιωμένο από τη βούληση των μερών της, είναι να μπορέσουν τα σκάφη της Ένωσης να ασκήσουν τις αλιευτικές δραστηριότητές τους σε περίμετρο που περιλαμβάνει τόσο τα ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία του Βασιλείου του Μαρόκου όσο και τα παρά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας ύδατα. Αφετέρου, προκύπτει επίσης ότι η εν λόγω συμφωνία εφαρμόζεται τόσο στο έδαφος του Βασιλείου του Μαρόκου όσο και στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας, τουλάχιστον το μέρος του εν λόγω εδάφους που ελέγχει το ως άνω τρίτο κράτος, επί του οποίου, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αλιευτικής συμφωνίας, εφαρμόζονται οι «νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις που διέπουν τις αλιευτικές δραστηριότητες του Μαρόκου». Ειδικότερα αυτό συμβαίνει με τις ρήτρες της αλιευτικής συμφωνίας που αφορούν τη χρηματική αντιπαροχή, η οποία περιλαμβάνει την τομεακή στήριξη και την οποία οι «πληθυσμοί» του εν λόγω εδάφους μπορούν να λάβουν αναλογικά προς τις αλιευτικές δραστηριότητες που ασκούνται στα παρά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας ύδατα.

118    Η ανάλυση αυτή δεν αναιρείται από την ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο στο πεδίο εφαρμογής, αφενός, της συμφωνίας σύνδεσης και της συμφωνίας περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης στις σκέψεις 86 έως 126 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario και, αφετέρου, της αλιευτικής συμφωνίας του 2006 και του πρωτοκόλλου του 2013 στις σκέψεις 59 έως 82 της απόφασης Western Sahara Campaign UK (βλ. σκέψεις 36 έως 40 και 44 έως 51 ανωτέρω).

119    Συγκεκριμένα, από τις σκέψεις 86 έως 126 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario και τις σκέψεις 59 έως 82 της απόφασης Western Sahara Campaign UK προκύπτει ότι συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου συναφθείσα στο πλαίσιο του συνόλου συμβατικών κειμένων που συνθέτει η συμφωνία σύνδεσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει, εμμέσως, στο εδαφικό πεδίο εφαρμογής της, όπως ορίζεται στο άρθρο 94 της συμφωνίας σύνδεσης, το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 187). Εξάλλου, από τις σκέψεις 73 και 79 της απόφασης Western Sahara Campaign UK προκύπτει ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η αλιευτική συμφωνία μεταξύ των δύο ως άνω μερών και το πρωτόκολλο εφαρμογής της που συνήφθη στο πλαίσιο αυτό, αμφότερες πράξεις που παραπέμπουν στη «μαροκινή αλιευτική ζώνη», η οποία νοείται ως αφορώσα τα ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία του Βασιλείου του Μαρόκου, υπάγουν στην εν λόγω μαροκινή αλιευτική ζώνη τα παρά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας ύδατα.

120    Αντιθέτως, με τις αποφάσεις Συμβούλιο κατά Front Polisario και Western Sahara Campaign UK, το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί των συνεπειών που πρέπει να αντληθούν από ρήτρα συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου προβλέπουσα ρητώς ότι το πεδίο εφαρμογής της εκτείνεται στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα. Ειδικότερα, όπως επισημαίνουν η Επιτροπή και η Γαλλική Δημοκρατία, το Δικαστήριο δεν απέκλεισε, κατ’ αρχήν, να είναι έγκυρη μια τέτοια ρητή υπαγωγή του εν λόγω εδάφους και των υδάτων του στο εν λόγω πεδίο εφαρμογής (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 187 και 188).

121    Εξάλλου, η απαίτηση που προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 31, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της Σύμβασης της Βιέννης, κατά την οποία οι ρήτρες συνθήκης πρέπει να ερμηνεύονται λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών κανόνων του διεθνούς δικαίου οι οποίοι εφαρμόζονται στις σχέσεις μεταξύ των μερών, δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για ερμηνεία των εν λόγω ρητρών αντίθετη προς το γράμμα τους, όταν το νόημά τους είναι σαφές και αποδεικνύεται εξάλλου ότι το εν λόγω νόημα αντιστοιχεί σε εκείνο που ήθελαν να τους δώσουν οι συμβαλλόμενοι στη συνθήκη. Συγκεκριμένα, πέραν του ότι η εφαρμογή της εν λόγω απαίτησης πρέπει να είναι συμβατή με την αρχή που κατοχυρώνεται στο άρθρο 31, παράγραφος 1, της εν λόγω Σύμβασης, κατά το οποίο η συνθήκη πρέπει να ερμηνεύεται καλή τη πίστει, συμφώνως προς τη συνήθη έννοια που δίδεται στους όρους της συνθήκης, στο σύνολό τους και υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού της, η εφαρμογή αυτή δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την αλλοίωση της ουσίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων επί των οποίων συμφώνησαν αμοιβαίως η Ένωση και το Βασίλειο του Μαρόκου στο πλαίσιο της επίμαχης συμφωνίας (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 190 έως 192).

122    Στο μέτρο, όμως, που η επίμαχη συμφωνία έχει, ειδικότερα, ως αντικείμενο την παροχή νομικού πλαισίου για την υπαγωγή των παρά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας υδάτων στην αλιευτική ζώνη στην οποία επιτρέπεται να αλιεύουν τα σκάφη της Ένωσης και, κατά συνέπεια, την εφαρμογή στο εν λόγω έδαφος της χρηματικής αντιπαροχής που χορηγεί η Ένωση αναλογικά προς τις δραστηριότητες των σκαφών της, συνάγεται κατ’ ανάγκην ότι, με την εν λόγω συμφωνία, τα μέρη θέλησαν να παρεκκλίνουν από το άρθρο 94 της συμφωνίας σύνδεσης όσον αφορά το εδαφικό πεδίο εφαρμογής του νομικού καθεστώτος που εφαρμόζεται στις εν λόγω δραστηριότητες και στην εν λόγω αντιπαροχή. Συγκεκριμένα, το εν λόγω άρθρο περιορίζει, όσον αφορά το Βασίλειο του Μαρόκου, το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας σύνδεσης στο έδαφός του (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 189).

123    Επομένως, η παραδοχή επί της οποίας το προσφεύγον στηρίζει την ενεργητική νομιμοποίησή του ως προς την προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι ότι η εν λόγω απόφαση εγκρίνει συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου η οποία εφαρμόζεται ρητώς στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα, είναι ορθή.

β)      Επί της εμβέλειας του αιτήματος ακυρώσεως 

124    Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, το προσφεύγον αμφισβητεί, με τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβάλλει, τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης μόνον για τον λόγο ότι με αυτήν εγκρίνεται η εφαρμογή της επίμαχης συμφωνίας στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα, όπως επιβεβαίωσε, κατ’ ουσίαν, το προσφεύγον κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου. Επομένως, με τους εν λόγω ισχυρισμούς και τα εν λόγω επιχειρήματα, το προσφεύγον δεν επιδιώκει να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της εφαρμογής των ως άνω πράξεων στο έδαφος του Βασιλείου του Μαρόκου ή στα ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία του τρίτου αυτού κράτους και, συνεπώς, η εφαρμογή αυτή δεν αμφισβητείται στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς.

125    Εντούτοις, από το δικόγραφο της προσφυγής, και ιδίως από το εισαγωγικό και το τελικό μέρος του, προκύπτει ότι, με τα αιτήματά του, το προσφεύγον ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να περιορίζει ρητώς την εμβέλεια της εν λόγω ακύρωσης στην έγκριση, με την εν ως άνω απόφαση, της εφαρμογής της επίμαχης συμφωνίας στη Δυτική Σαχάρα και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα.

126    Ερωτηθέν, όμως, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με την εμβέλεια των αιτημάτων του, το προσφεύγον επισήμανε ότι κύριο αίτημα της προσφυγής του είναι η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης καθόσον εγκρίνει την εφαρμογή της επίμαχης συμφωνίας στη Δυτική Σαχάρα και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα και, επικουρικώς, εάν το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η εν λόγω εδαφική εφαρμογή δεν μπορεί να διαχωρισθεί από το σύνολο της επίμαχης συμφωνίας, η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης στο σύνολό της.

127    Επ’ αυτού, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η μερική ακύρωση πράξης της Ένωσης είναι δυνατή μόνον εφόσον τα στοιχεία των οποίων ζητείται η ακύρωση μπορούν να διαχωριστούν από την υπόλοιπη πράξη. Συναφώς, έχει κριθεί κατ’ επανάληψη ότι η απαίτηση αυτή δεν πληρούται όταν η μερική ακύρωση πράξης θα είχε ως αποτέλεσμα να μεταβληθεί η ουσία της. Επίσης, η εξακρίβωση της δυνατότητας διαχωρισμού στοιχείων πράξης της Ένωσης προϋποθέτει την εξέταση του περιεχομένου τους, προκειμένου να εκτιμηθεί αν η ακύρωση των στοιχείων αυτών θα μετέβαλλε το πνεύμα και την ουσία της συγκεκριμένης πράξης (βλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, SolarWorld κατά Συμβουλίου, C‑204/16 P, EU:C:2017:838, σκέψεις 36 και 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

128    Όπως, όμως, προκύπτει από τις σκέψεις 109 έως 117 ανωτέρω, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Συμβούλιο, ενεργώντας εξ ονόματος της Ένωσης, εξέφρασε τη συγκατάθεση της Ένωσης σε συμφωνία με το Βασίλειο του Μαρόκου της οποίας οι όροι εφαρμόζονται αδιακρίτως, αφενός, στο έδαφος της τρίτης αυτής χώρας και στα ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή στη δικαιοδοσία της και, αφετέρου, στη Δυτική Σαχάρα και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα. Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι, καίτοι η αλιευτική συμφωνία περιλαμβάνει ρητώς στην αλιευτική ζώνη τα παρά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας ύδατα, ο ορισμός της αλιευτικής ζώνης καθώς και οι ορισμοί των ζωνών διαχείρισης στα τεχνικά δελτία που περιέχονται στο προσάρτημα 2 του πρωτοκόλλου εφαρμογής δεν συνεπάγονται οριοθέτηση των αλιευτικών δραστηριοτήτων ανάλογα με τον αν ασκούνται στα ύδατα αυτά ή στα μαροκινά ύδατα. Ομοίως, οι ρήτρες της εν λόγω συμφωνίας και του πρωτοκόλλου εφαρμογής που αφορούν τη χρηματική αντιπαροχή, και ιδίως την τομεακή στήριξη, δεν προβλέπουν καμία διαφοροποίηση μεταξύ του μέρους της που καταβάλλεται προς όφελος δραστηριοτήτων που ασκούνται στο έδαφος του Βασιλείου και του μέρους που καταβάλλεται προς όφελος δραστηριοτήτων που ασκούνται στο ως άνω μη αυτόνομο έδαφος.

129    Ως εκ τούτου, συνάγεται ότι η συγκατάθεση που δόθηκε, εξ ονόματος της Ένωσης, με την προσβαλλόμενη απόφαση για την εφαρμογή της επίμαχης συμφωνίας στη Δυτική Σαχάρα και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα δεν μπορεί να διαχωρισθεί από τη συγκατάθεση που δόθηκε, με την εν λόγω απόφαση, στην επίμαχη συμφωνία στο σύνολό της. Επομένως, ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης μόνον καθ’ όσον ενέκρινε την εφαρμογή της επίμαχης συμφωνίας στο εν λόγω μη αυτόνομο έδαφος και στα παρά το έδαφος αυτό ύδατα θα μετέβαλλε το πνεύμα και την ουσία της συγκεκριμένης πράξης.

130    Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι το προσφεύγον δεν δικαιούται, κατ’ αρχήν, να μεταβάλει το αρχικό αντικείμενο της προσφυγής αντικαθιστώντας τα αιτήματα που υπέβαλε με το δικόγραφο της προσφυγής με αιτήματα που διατυπώνονται το πρώτον κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση [πρβλ. και κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 27ης Ιανουαρίου 2000, Mulder κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑104/89 και C‑37/90, EU:C:2000:38, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 21ης Απριλίου 2005, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, T‑28/03, EU:T:2005:139, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Εν προκειμένω, όμως, επισημαίνεται ότι μόνον το αίτημα που υπέβαλε το προσφεύγον επικουρικώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση περί ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης στο σύνολό της αντιστοιχεί στη διατύπωση των αιτημάτων στο δικόγραφο της προσφυγής.

131    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο το κύριο αίτημα που υπέβαλε το προσφεύγον κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση περί μερικής ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης καθόσον με αυτήν εγκρίνεται η εφαρμογή της επίμαχης συμφωνίας στη Δυτική Σαχάρα και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα. Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί μόνον το αίτημα του προσφεύγοντος, όπως διατυπώθηκε στο δικόγραφο της προσφυγής και επαναλήφθηκε, επικουρικώς, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, περί ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης στο σύνολό της.

γ)      Επί του πρώτου λόγου απαραδέκτου που προέβαλε το Συμβούλιο, ο οποίος στηρίζεται σε έλλειψη ικανότητας διαδίκου του προσφεύγοντος

132    Προς στήριξη του πρώτου λόγου απαραδέκτου, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το προσφεύγον δεν είναι νομικό πρόσωπο, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το οποίο διαθέτει ικανότητα διαδίκου ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης. Πρώτον, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το προσφεύγον δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα δυνάμει του εσωτερικού δικαίου κράτους μέλους. Δεύτερον, κατά το Συμβούλιο, το προσφεύγον δεν είναι υποκείμενο διεθνούς δικαίου. Τρίτον, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το προσφεύγον δεν πληροί τα κριτήρια που έχουν θέσει τα δικαστήρια της Ένωσης βάσει των οποίων μπορεί να αναγνωριστεί η ικανότητα διαδίκου σε οντότητα στερούμενη νομικής προσωπικότητας και, ειδικότερα, την προϋπόθεση να αντιμετωπίζει η Ένωση την εν λόγω οντότητα ως διακριτό υποκείμενο με δικαιώματα και υποχρεώσεις.

133    Η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή και τα CPMM αναπτύσσουν, κατ’ ουσίαν, την ίδια επιχειρηματολογία με εκείνη του Συμβουλίου. Τα CPMM υποστηρίζουν, επιπλέον, ότι το προσφεύγον δεν διαθέτει την αναγκαία αυτονομία προκειμένου να δρα ως υπεύθυνη οντότητα στις έννομες σχέσεις, υπό το πρίσμα των σχέσεών του με τη Λαϊκή Αραβική Δημοκρατία της Σαχάρας (ΛΑΔΣ), η οποία δεν αναγνωρίζεται από τον ΟΗΕ και από την Ένωση.

134    Προς απόδειξη της ικανότητας διαδίκου, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι είναι εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, το οποίο αντλεί άμεσα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του από το διεθνές δίκαιο, λόγω του χωριστού και διακριτού καθεστώτος της Δυτικής Σαχάρας και του δικαιώματος αυτοδιάθεσης του λαού των Σαχράουι. Κατά το προσφεύγον, το εν λόγω καθεστώς επιβεβαιώνεται, μεταξύ άλλων, από την ικανότητά του να συνάπτει συμφωνίες και από την αναγνώρισή του, από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, ως μόνου εκπροσώπου του εν λόγω λαού. Ως υποκείμενο διεθνούς δικαίου, πληροί, κατά μείζονα λόγο, τα κριτήρια που έχει θέσει η νομολογία βάσει των οποίων εξακριβώνεται αν οντότητα στερούμενη νομικής προσωπικότητας μπορεί να θεωρηθεί νομικό πρόσωπο, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

135    Εισαγωγικώς, πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου του άρθρου αυτού, να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα και για την εφαρμογή των οποίων δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα.

136    Εν συνεχεία, κατά τη νομολογία, παρότι η έννοια του νομικού προσώπου του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προϋποθέτει, κατ’ αρχήν, την ύπαρξη νομικής προσωπικότητας, η οποία πρέπει να εξακριβώνεται υπό το πρίσμα του εθνικού δικαίου βάσει του οποίου έχει συσταθεί το σχετικό νομικό πρόσωπο, δεν συμπίπτει κατ’ ανάγκην με τις αντίστοιχες έννοιες που απαντούν στις διάφορες έννομες τάξεις των κρατών μελών. Συγκεκριμένα, η νομολογία έχει αναγνωρίσει σε οντότητες την ικανότητα διαδίκου ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης ανεξαρτήτως της σύστασής τους ως νομικών προσώπων του εσωτερικού δικαίου (βλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 83 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

137    Τούτο συνέβη, μεταξύ άλλων, όταν, αφενός, η σχετική οντότητα διέθετε επαρκή εξουσία εκπροσώπησης των προσώπων των οποίων τα αντλούμενα από το δίκαιο της Ένωσης δικαιώματα ισχυριζόταν ότι προασπίζεται καθώς και την αυτονομία και την ευθύνη που είναι αναγκαίες για να ενεργεί στο πλαίσιο εννόμων σχέσεων που καθορίζονται από το δίκαιο της Ένωσης και, αφετέρου, τα θεσμικά όργανα την είχαν αναγνωρίσει ως συνομιλητή κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων σχετικά με τα εν λόγω δικαιώματα (βλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 84 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

138    Τούτο συνέβη επίσης όταν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης είχαν αντιμετωπίσει την εν λόγω οντότητα ως διακριτό υποκείμενο με δικά του δικαιώματα και δικές του υποχρεώσεις. Συγκεκριμένα, η συνέπεια και η δικαιοσύνη επιβάλλουν να αναγνωριστεί η ικανότητα διαδίκου της εν λόγω οντότητας προκειμένου να προσβάλει τα μέτρα που περιορίζουν τα δικαιώματά της ή τις δυσμενείς αποφάσεις που έλαβαν έναντι αυτής τα θεσμικά όργανα (βλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

139    Επιπλέον, η νομολογία δεν αποκλείει, σε συνθήκες διαφορετικές από εκείνες των αποφάσεων που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 137 και 138 ανωτέρω, την αναγνώριση σε μια οντότητα της ικανότητας διαδίκου ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, ανεξαρτήτως της νομικής προσωπικότητάς της κατά το εσωτερικό δίκαιο, ιδίως αν το επιβάλλουν οι απαιτήσεις της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, καθόσον η έννοια του νομικού προσώπου δεν πρέπει να ερμηνεύεται στενά (βλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 86 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

140    Τέλος, από τη νομολογία συνάγεται επίσης ότι υποκείμενα δημόσιου διεθνούς δικαίου, όπως τρίτα κράτη, συνιστούν νομικά πρόσωπα κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης (βλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

141    Εν προκειμένω, όπως και στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου (T‑279/19), οι διάδικοι, παρότι συμφωνούν ότι το προσφεύγον δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα βάσει εσωτερικού δικαίου, διαφωνούν όσον αφορά την ύπαρξη νομικής προσωπικότητας του προσφεύγοντος κατά το δημόσιο διεθνές δίκαιο και, ειδικότερα, όσον αφορά τις συνέπειες που έχει για την εν λόγω νομική προσωπικότητα ο ρόλος του προσφεύγοντος στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτοδιάθεσης της Δυτικής Σαχάρας καθώς και όσον αφορά τον περιορισμένο ή μη χαρακτήρα της εξουσίας εκπροσώπησης του λαού του εν λόγω εδάφους την οποία διαθέτει (σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 88 και 89).

142    Πρέπει, επομένως, να εξακριβωθεί, υπό το πρίσμα της νομολογίας σχετικά με την έννοια του νομικού προσώπου, η οποία υπομνήσθηκε στις σκέψεις 136 έως 140 ανωτέρω, αν ο ρόλος και η εξουσία εκπροσώπησης του προσφεύγοντος είναι ικανοί να του προσδώσουν την ικανότητα διαδίκου ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 90).

143    Επ’ αυτού, κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, στη σκέψη 89 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, στην οποία στηρίζεται το προσφεύγον στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η εθιμική αρχή της αυτοδιάθεσης εντάσσεται στους κανόνες του διεθνούς δικαίου που ισχύουν στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, και έπρεπε να ληφθούν υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο. Ειδικότερα, στη σκέψη 105 της εν λόγω απόφασης, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το Διεθνές Δικαστήριο είχε υπογραμμίσει, στη γνωμοδότησή του για τη Δυτική Σαχάρα, ότι ο λαός του εδάφους αυτού είχε, δυνάμει του γενικού διεθνούς δικαίου, το δικαίωμα αυτοδιάθεσης, όπως τούτο εκτίθεται στις σκέψεις 90 και 91 της ίδιας απόφασης. Επιπλέον, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, από την πλευρά της, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ συνέστησε, στο σημείο 7 του ψηφίσματός της 34/37 για το ζήτημα της Δυτικής Σαχάρας, την πλήρη συμμετοχή του προσφεύγοντος, «εκπροσώπου του λαού της Δυτικής Σαχάρας […] στην οποιαδήποτε αναζήτηση δίκαιης, βιώσιμης και οριστικής πολιτικής λύσεως του ζητήματος της Δυτικής Σαχάρας».

144    Από τις ως άνω παρατηρήσεις προκύπτει, επομένως, ότι το διεθνές δίκαιο αναγνωρίζει δικαίωμα αυτοδιάθεσης του λαού της Δυτικής Σαχάρας, το οποίο τα δικαστήρια της Ένωσης οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη, και ότι, βάσει του εν λόγω δικαιώματος, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αναγνώρισε στο προσφεύγον, ως εκπρόσωπο του εν λόγω λαού, το δικαίωμα να συμμετέχει «πλήρως» στην αναζήτηση πολιτικής λύσης στο ζήτημα του οριστικού καθεστώτος του εν λόγω εδάφους. Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι το εν λόγω δικαίωμα επιβεβαιώθηκε με το ψήφισμα 35/19 (βλ. σκέψη 16 ανωτέρω) και ότι το προσφεύγον το άσκησε στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που διεξήχθησαν υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, στις οποίες συμμετέχουν από το 1988 το Βασίλειο του Μαρόκου και το προσφεύγον (βλ. σκέψεις 17, 18 και 20 ανωτέρω) (σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 92).

145    Στο πλαίσιο, όμως, του υπό κρίση λόγου απαραδέκτου, το Συμβούλιο, η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή και τα CPMM δεν αμφισβητούν την άσκηση, από το προσφεύγον, του δικαιώματός του, ως εκπροσώπου του λαού του εν λόγω εδάφους, να συμμετάσχει στη διαδικασία αυτοδιάθεσης της Δυτικής Σαχάρας, το οποίο του αναγνωρίζουν τα όργανα του ΟΗΕ (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 93).

146    Εξάλλου, όπως εκθέτει το προσφεύγον, έχει αναλάβει ορισμένες δεσμεύσεις βάσει του διεθνούς δικαίου υπό την ιδιότητα του εκπροσώπου του λαού της Δυτικής Σαχάρας, ειδικότερα δυνάμει της ειρηνευτικής συμφωνίας που συνήψε με την Ισλαμική Δημοκρατία της Μαυριτανίας (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω), των συμφωνιών στις οποίες κατέληξαν το Βασίλειο του Μαρόκου και το ίδιο σε διάφορα ζητήματα σχετικά με την εφαρμογή των προτάσεων επίλυσης του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ και των τεσσάρων συμβάσεων της Γενεύης της 12ης Αυγούστου 1949 και του πρόσθετου πρωτοκόλλου των συμβάσεων της Γενεύης της 12ης Αυγούστου 1949 για την προστασία των θυμάτων των διεθνών ενόπλων συρράξεων (πρωτόκολλο I), που υπεγράφη στις 8 Ιουνίου 1977, πράξεις στις οποίες προσχώρησε στις 23 Ιουνίου 2015 (πρβλ. σημερινή απόφαση Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 94).

147    Επιπλέον, το Συμβούλιο, η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή και τα CPMM δεν αμφισβητούν ότι, όπως ισχυρίστηκε το προσφεύγον, αυτό συμμετέχει στις εργασίες της ειδικής επιτροπής που είναι επιφορτισμένη να εξετάσει την κατάσταση όσον αφορά την εφαρμογή της Διακήρυξης περί παραχωρήσεως ανεξαρτησίας στις αποικιοκρατούμενες χώρες και λαούς, την οποία συνέστησε η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, σχετικά με το ζήτημα της Δυτικής Σαχάρας καθώς και στις κοινές εργασίες της Οικονομικής Επιτροπής για την Αφρική (ECA), η οποία συστάθηκε στο πλαίσιο του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου των Ηνωμένων Εθνών, και της ειδικής τεχνικής επιτροπής της Αφρικανικής Ένωσης για τα χρηματοοικονομικά και νομισματικά ζητήματα, τον οικονομικό προγραμματισμό και την ολοκλήρωση (πρβλ. σημερινή απόφαση Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 95).

148    Επομένως, το προσφεύγον αναγνωρίζεται σε διεθνές επίπεδο ως εκπρόσωπος του λαού της Δυτικής Σαχάρας, ακόμη και αν θεωρηθεί, όπως υποστηρίζουν το Συμβούλιο, η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή και τα CPMM, ότι η εν λόγω αναγνώριση εντάσσεται στο περιορισμένο πλαίσιο της διαδικασίας αυτοδιάθεσης του εν λόγω εδάφους. Επιπλέον, η συμμετοχή του στη διαδικασία αυτή προϋποθέτει ότι διαθέτει την αυτονομία και την ευθύνη που είναι αναγκαίες για να ενεργεί στο πλαίσιο αυτό, όπως επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από το καταστατικό του που κατατέθηκε στη δικογραφία. Το γεγονός ότι, όπως υποστηρίζουν το Συμβούλιο, η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή και τα CPMM, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του προσφεύγοντος δεν είναι ισοδύναμα των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των κρατών ή των διεθνών οργανισμών, κάτι το οποίο, άλλωστε, δεν αμφισβητείται, δεν είναι καθοριστικό συναφώς (πρβλ. σημερινή απόφαση Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 96 και 97).

149    Κατά δεύτερον, ορθώς το προσφεύγον υποστηρίζει ότι τα θεσμικά όργανα έλαβαν γνώση του ρόλου του και της εξουσίας εκπροσώπησης που διαθέτει. Αφενός, στη σκέψη 105 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, το ίδιο το Δικαστήριο έλαβε γνώση της αναγνώρισης της εν λόγω εξουσίας εκπροσώπησης από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ (βλ. σκέψη 143 ανωτέρω). Αφετέρου, το προσφεύγον προσκομίζει στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι έχει τακτικές επαφές με την Επιτροπή σχετικά με τα ζητήματα που αφορούν την κατάσταση της Δυτικής Σαχάρας. Εξάλλου, στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων που μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 11 της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σκέψη 60 ανωτέρω), η ΕΥΕΔ πρότεινε στο προσφεύγον την ανταλλαγή απόψεων σχετικά με την επίμαχη συμφωνία, όπως προκύπτει από την έκθεση αξιολόγησης της Επιτροπής σχετικά με τα οφέλη για τον πληθυσμό της Δυτικής Σαχάρας από τη συμφωνία βιώσιμης αλιείας μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου και το πρωτόκολλο εφαρμογής της καθώς και σχετικά με τη διαβούλευση της Επιτροπής με τον εν λόγω πληθυσμό, που συνοδεύει την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου 2018, σχετικά με την υπογραφή, εξ ονόματος της Ένωσης, της συμφωνίας σύμπραξης στον τομέα της βιώσιμης αλιείας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, του πρωτοκόλλου εφαρμογής της, καθώς και της ανταλλαγής επιστολών που συνοδεύουν τη συμφωνία [SWD(2018) 433 final, στο εξής: έκθεση της 8ης Οκτωβρίου 2018]. Επομένως, το προσφεύγον βασίμως υποστηρίζει ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης το θεωρούν νόμιμο συνομιλητή όσον αφορά τα ζητήματα που ενδέχεται να αφορούν το εν λόγω έδαφος, μεταξύ άλλων, για να εκφράσει τη θέση του σχετικά με τη σύναψη της επίμαχης συμφωνίας (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 98).

150    Κατά τρίτον, υπενθυμίζεται ότι, στη σκέψη 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, το Δικαστήριο έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 105 της ίδιας απόφασης (βλ. σκέψη 143 ανωτέρω), ο λαός της Δυτικής Σαχάρας έπρεπε να θεωρηθεί «τρίτος» κατά την έννοια της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, ο οποίος, ως τέτοιος, μπορούσε να επηρεαστεί από την εφαρμογή της συμφωνίας σύνδεσης στην περίπτωση που το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας περιλαμβάνεται στο πεδίο εφαρμογής της και, επομένως, η εν λόγω εφαρμογή έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να έχει τη συναίνεσή του (σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 99).

151    Επιπλέον, στις σκέψεις 63 και 64 της απόφασης Western Sahara Campaign UK, το Δικαστήριο στηρίχθηκε στις εκτιμήσεις της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, και ιδίως σε εκείνες των σκέψεων 105 και 106 της απόφασης αυτής, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η υπαγωγή του εδάφους της Δυτικής Σαχάρας στο πεδίο εφαρμογής της αλιευτικής συμφωνίας του 2006 θα προσέκρουε στην αρχή της αυτοδιάθεσης και στην αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών. Ομοίως, στις σκέψεις 69 έως 73 της ίδιας απόφασης, βασιζόμενο στις ρήτρες της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας, το Δικαστήριο συνήγαγε από το ως άνω συμπέρασμα ότι θα συνιστούσε παραβίαση των ίδιων αρχών να θεωρηθεί ότι τα παρακείμενα στο μη αυτόνομο αυτό έδαφος ύδατα υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία του Βασιλείου του Μαρόκου κατά την έννοια της εν λόγω αλιευτικής συμφωνίας.

152    Με την υπό κρίση προσφυγή, όμως, το προσφεύγον επιδιώκει να υπερασπιστεί το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του λαού της Δυτικής Σαχάρας υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση προσβάλλει το εν λόγω δικαίωμα, μέσω της έγκρισης της σύναψης συμφωνίας με το Βασίλειο του Μαρόκου η οποία εφαρμόζεται στο εν λόγω έδαφος και στα παρά το έδαφος αυτό ύδατα, χωρίς τη συναίνεσή του, εν αντιθέσει προς την κρίση του Δικαστηρίου (βλ. σκέψη 100 ανωτέρω). Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι, στην ιδιαίτερη αυτή κατάσταση, οι απαιτήσεις της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας επιβάλλουν, εν πάση περιπτώσει, να αναγνωριστεί στο προσφεύγον η ικανότητα άσκησης προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου να υπερασπιστεί το εν λόγω δικαίωμα (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 100).

153    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ως άνω περιστάσεων, το προσφεύγον πρέπει να χαρακτηριστεί νομικό πρόσωπο, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το οποίο έχει ικανότητα διαδίκου ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης για την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, με την επιφύλαξη της υποχρέωσής του να αποδείξει ότι η υπό κρίση προσφυγή πληροί τις λοιπές προϋποθέσεις παραδεκτού και, ειδικότερα, ότι το ίδιο διαθέτει ενεργητική νομιμοποίηση (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 101).

154    Τα επιχειρήματα του Συμβουλίου, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Επιτροπής και των CPMM δεν αναιρούν το ως άνω συμπέρασμα.

155    Πρώτον, οι προβαλλόμενες περιστάσεις ότι το προσφεύγον δεν είναι ο μόνος εκπρόσωπος του λαού της Δυτικής Σαχάρας και ότι η εξουσία εκπροσώπησής του περιορίζεται στη διαδικασία αυτοδιάθεσης δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, καθοριστικές λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 143 έως 149 ανωτέρω. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά το γεγονός ότι τα όργανα του ΟΗΕ δεν όρισαν ρητώς το προσφεύγον ως εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα και δεν του απέδωσαν το καθεστώς παρατηρητή καθώς και όσον αφορά το επιχείρημα ότι η νομική προσωπικότητά του είναι, στην καλύτερη περίπτωση, «λειτουργική» ή «μεταβατική» (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 103).

156    Δεύτερον, το επιχείρημα των CPMM που αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη ανεξαρτησίας του προσφεύγοντος σε σχέση με τη ΛΑΔΣ πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι το προσφεύγον συμμετέχει στη διαδικασία αυτοδιάθεσης ως αυτόνομη πολιτική οργάνωση και όχι για να εκπροσωπήσει τη ΛΑΔΣ και ότι, εν πάση περιπτώσει, το κείμενο στο οποίο παρέπεμψαν τα CPMM προς στήριξη του επιχειρήματός τους αναγνωρίζει στο προσφεύγον την εν λόγω αυτονομία (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 104).

157    Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι δεν υφίσταται μεταξύ του προσφεύγοντος και της Ένωσης ή μεταξύ του προσφεύγοντος και των κρατών μελών κανενός είδους έννομη σχέση, από την οποία να προκύπτουν, για το προσφεύγον, δικαιώματα και υποχρεώσεις και η οποία να συνιστά μορφή «διεθνούς αναγνώρισης», αρκεί να επισημανθεί ότι, εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο έχει επιληφθεί προσφυγής με αίτημα την ακύρωση πράξης της Ένωσης, επί της οποίας είναι αρμόδιο να αποφανθεί, ότι το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η εν λόγω πράξη το αφορά άμεσα και ατομικά ως εκπρόσωπο του λαού της Δυτικής Σαχάρας και ότι, με την υπό κρίση προσφυγή, επιδιώκει να υπερασπιστεί το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του εν λόγω λαού, το οποίο τα θεσμικά όργανα οφείλουν να σεβαστούν. Ως εκ τούτου, στο παρόν στάδιο, δεν μπορεί να αποκλειστεί η ύπαρξη έννομης σχέσης μεταξύ της Ένωσης και του προσφεύγοντος, η οποία η πρέπει να εξακριβωθεί στο πλαίσιο της εξέτασης του άμεσου και ατομικού επηρεασμού του. Εν πάση περιπτώσει, στο μέτρο που τα θεσμικά όργανα έλαβαν γνώση της εξουσίας εκπροσώπησης του προσφεύγοντος και το αντιμετωπίζουν ως νόμιμο συνομιλητή όσον αφορά το ζήτημα της Δυτικής Σαχάρας, το γεγονός ότι δεν είναι αποδέκτης καμίας πράξης της Ένωσης παράγουσας έννομα αποτελέσματα δεν έχει καθοριστική σημασία (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 105 έως 108 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

158    Τέταρτον, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η αναγνώριση της ικανότητας διαδίκου του προσφεύγοντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν μετατρέπει αυτό σε «οιονεί διεθνές» δικαστήριο. Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, η υπό κρίση διαφορά δεν αφορά τη διεθνή «διαφορά» στην οποία το προσφεύγον είναι μέρος, αλλά προσφυγή με αίτημα την ακύρωση πράξης της Ένωσης. Εν συνεχεία, στο μέτρο που στο Γενικό Δικαστήριο απόκειται μόνον να εξακριβώσει αν το προσφεύγον πληροί τις προϋποθέσεις παραδεκτού του δικαίου της Ένωσης, και ιδίως εκείνες που απορρέουν από την έννοια του νομικού προσώπου, η αποδοχή της προσφυγής του πραγματοποιείται στο αυστηρό πλαίσιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων που έχουν ανατεθεί στο Γενικό Δικαστήριο από το δίκαιο της Ένωσης. Τέλος, δεδομένου ότι η άσκηση των αρμοδιοτήτων που έχουν εκχωρηθεί στα θεσμικά όργανα της Ένωσης στο πεδίο των διεθνών σχέσεων δεν μπορεί να εξαιρεθεί από τον δικαστικό έλεγχο, η αναγνώριση της ικανότητας διαδίκου του προσφεύγοντος δεν μπορεί να συνεπάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υποκαθιστά τα θεσμικά όργανα που διαχειρίζονται τις εξωτερικές σχέσεις της Ένωσης και εκδίδει «πολιτική» απόφαση. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα σε παράγοντες διεθνούς πολιτικής και σκοπιμότητας από ό,τι στους κανόνες παραδεκτού του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (πρβλ. σημερινή απόφαση Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 109 έως 113 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

159    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο λόγος απαραδέκτου που προέβαλε το Συμβούλιο ο οποίος αφορά έλλειψη ικανότητας διαδίκου του προσφεύγοντος πρέπει να απορριφθεί.

δ)      Επί του κύρους της εντολής του προσφεύγοντος προς τον δικηγόρο του

160    Τα CPMM διατηρούν αμφιβολίες όσον αφορά το κύρος της εντολής του προσφεύγοντος προς τον δικηγόρο του. Συγκεκριμένα, ζητούν να διευκρινιστεί αν η εν λόγω εντολή μπορεί να υπογραφεί εγκύρως από τον «πολιτικό γραμματέα» του προσφεύγοντος, όπως συνέβη εν προκειμένω. Τα CPMM ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να εξακριβώσει το νομότυπο της εν λόγω εντολής. Υποστηρίζουν ότι, εάν η εντολή δεν είναι νομότυπη, η προσφυγή πρέπει να κριθεί απαράδεκτη βάσει του άρθρου 51, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

161    Το προσφεύγον, ερωτηθέν επί του ζητήματος αυτού, στο πλαίσιο του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης Δεκεμβρίου 2020, πρώτον, επισημαίνει ότι δεν είναι «νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου» κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας. Δεύτερον, υποστηρίζει ότι, από το 2012, άσκησε κάθε προσφυγή βάσει εντολών υπογεγραμμένων από τον «πολιτικό γραμματέα» του, χωρίς το κύρος των εν λόγω εντολών να τεθεί ποτέ υπό αμφισβήτηση. Τρίτον, η «γραμματεία της πολιτικής οργάνωσης», επικεφαλής της οποίας είναι ο υπογράφων την εντολή, συγκαταλέγεται στις «βασικές δομές του Front» και προβλέπεται στα άρθρα 119 έως 130 του καταστατικού του. Τέταρτον, ο εν λόγω υπογράφων και τα καθήκοντά του προσδιορίζονται σαφώς σε έγγραφα τα οποία είναι διαθέσιμα στο διαδίκτυο. Από όλα τα ως άνω στοιχεία προκύπτει ότι, κατά τη νομολογία, ουδεμία χωρεί αμφιβολία όσον αφορά την πρόθεση του προσφεύγοντος να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή. Προς στήριξη των ως άνω επιχειρημάτων, το προσφεύγον προσκομίζει το πλήρες κείμενο του καταστατικού του, το οποίο εγκρίθηκε κατά το δέκατο τέταρτο συνέδριό του, που διεξήχθη από τις 16 έως τις 23 Δεκεμβρίου 2015, καθώς και τα διαθέσιμα στο διαδίκτυο έγγραφα, στα οποία παραπέμπει.

162    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, όπως και η εντολή προς τον δικηγόρο την οποία προσκόμισε το προσφεύγον στο πλαίσιο της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου (T‑279/19), το έγγραφο της 20ής Μαΐου 2019 που προσκόμισε εν προκειμένω, στο οποίο παραπέμπουν τα CPMM, έχει τη μορφή εντολής προς τον δικηγόρο του προκειμένου να ασκήσει, εξ ονόματός του, προσφυγή ακυρώσεως, χορηγήθηκε εξ ονόματος του προσφεύγοντος και υπογράφηκε από τον A, ο οποίος προσδιορίζεται ως «πολιτικός γραμματέας» της εν λόγω οργάνωσης. Εξάλλου, τα CPMM διατηρούν αμφιβολίες όσον αφορά το κύρος της εν λόγω εντολής, όπως και η Confédération marocaine de l’agriculture et du développement rural (Comader), παρεμβαίνουσα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση, το δε προσφεύγον κατέθεσε, συναφώς, παρατηρήσεις με το ίδιο περιεχόμενο με εκείνες που κατέθεσε στην εν λόγω υπόθεση (σημερινή απόφαση Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 115, 116 και 123).

163    Συναφώς, κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι, ανεξαρτήτως των προβλεπόμενων στο άρθρο 51, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας προϋποθέσεων, κάθε οντότητα πρέπει να αποδεικνύει όχι μόνον ότι έχει ικανότητα διαδίκου, αλλά επίσης ότι έλαβε πράγματι την απόφαση να ασκήσει την προσφυγή και ότι οι δικηγόροι που ισχυρίζονται ότι την εκπροσωπούν είναι όντως εξουσιοδοτημένοι προς τούτο (πρβλ. σημερινή απόφαση Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 120 έως 122 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

164    Εν προκειμένω, από τις σκέψεις 143 έως 159 ανωτέρω προκύπτει ότι το προσφεύγον έχει ικανότητα διαδίκου ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης. Εντούτοις, πρέπει να εξακριβωθεί ότι δεν υπάρχουν αμφιβολίες όσον αφορά το γεγονός ότι αποφάσισε όντως να ασκήσει την προσφυγή, ζήτημα το οποίο το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως (πρβλ. σημερινή απόφαση Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 117 και 119).

165    Αφενός, όπως προκύπτει από τις επεξηγήσεις του προσφεύγοντος και τα έγγραφα που κατέθεσε συναφώς, των οποίων το περιεχόμενο δεν αμφισβητείται, η φράση «πολιτικός γραμματέας» πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά τον επικεφαλής του οργάνου που ονομάζεται, στο καταστατικό του, «γραμματεία της πολιτικής οργάνωσης». Εξάλλου, από τα εν λόγω έγγραφα προκύπτει ρητώς ότι το πρόσωπο που υπέγραψε την εντολή που έδωσε το προσφεύγον προς τον δικηγόρο ασκούσε όντως καθήκοντα «πολιτικού γραμματέα» του προσφεύγοντος κατά την ημερομηνία άσκησης της προσφυγής, κάτι το οποίο επίσης δεν αμφισβητείται (πρβλ. σημερινή απόφαση Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 125).

166    Αφετέρου, κατά το άρθρο 92, σημείο 7, του καταστατικού του προσφεύγοντος, καθήκον της εθνικής γραμματείας, η οποία είναι, κατά το άρθρο 76 του ίδιου καταστατικού, το «ανώτατο όργανο» του προσφεύγοντος «κατά το διάστημα μεταξύ των δύο συνεδρίων», είναι, μεταξύ άλλων, να «[ε]κπροσωπεί το Front στις σχέσεις του με τα πολιτικά κόμματα, τις κυβερνήσεις, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και τους άλλους οργανισμούς». Κατά το άρθρο 120 του ίδιου καταστατικού, «η γραμματεία της πολιτικής οργάνωσης διασφαλίζει την εφαρμογή και την παρακολούθηση των αποφάσεων και των προγραμμάτων της εθνικής γραμματείας και του προεδρείου της που σχετίζονται με τη φύση και τα καθήκοντα της πολιτικής οργάνωσης» (σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 126).

167    Επομένως, από τα ως άνω άρθρα του καταστατικού του προσφεύγοντος μπορεί να συναχθεί, όπως επιβεβαίωσε το προσφεύγον κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η εφαρμογή των αποφάσεων της εθνικής γραμματείας στις σχέσεις της με τις κυβερνήσεις και τους άλλους οργανισμούς, μεταξύ άλλων με την Ένωση, μπορεί να εμπίπτει στην αρμοδιότητα της γραμματείας της πολιτικής οργάνωσης και ότι, ως εκ τούτου, ο A ήταν εξουσιοδοτημένος να υπογράψει την εντολή του δικηγόρου του προσφεύγοντος (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 127).

168    Επισημαίνεται, επιπροσθέτως, ότι, καίτοι ο ρόλος εκπροσώπησης του «πολιτικού γραμματέα» σε διεθνείς οργανισμούς, όπως η Ένωση, ή σε δικαστήρια, όπως το Γενικό Δικαστήριο, δεν προκύπτει από την απαρίθμηση των αποστολών της γραμματείας της πολιτικής οργάνωσης, στα άρθρα 122 και 131 του καταστατικού του προσφεύγοντος, το άρθρο 120 του καταστατικού αναθέτει στο εν λόγω όργανο την αρμοδιότητα εφαρμογής και παρακολούθησης των αποφάσεων και των προγραμμάτων της εθνικής γραμματείας, από τα δε ως άνω άρθρα 122 και 131 δεν προκύπτει ότι η απαρίθμηση των αποστολών της είναι περιοριστική (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 128 και 129 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

169    Επομένως, από τις ως άνω παρατηρήσεις συνάγεται ότι, εν προκειμένω, ο A, «πολιτικός γραμματέας» του προσφεύγοντος, ήταν εξουσιοδοτημένος να εφαρμόσει την απόφαση του «ανώτατου οργάνου» του προσφεύγοντος, ήτοι της εθνικής γραμματείας, περί άσκησης της υπό κρίση προσφυγής. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, απαντώντας στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 2021, ο δικηγόρος του προσφεύγοντος, μέλος του δικηγορικού συλλόγου κράτους μέλους και υποκείμενος, υπό την ιδιότητα αυτή, σε κώδικα επαγγελματικής δεοντολογίας, δήλωσε, ότι το προσφεύγον είχε «όντως την πρόθεση να ασκήσει την [προσφυγή]» και ότι ήταν «απολύτως αποφασισμένο να εξασφαλίσει τον πραγματικό σεβασμό των αποφάσεων του Δικαστηρίου» (πρβλ. σημερινή απόφαση Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 130 και 131 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

170    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι οι αμφιβολίες των CPMM όσον αφορά το κύρος της εντολής που έδωσε το προσφεύγον στον δικηγόρο του δεν ευσταθούν.

ε)      Επί του δεύτερου λόγου απαραδέκτου που προέβαλε το Συμβούλιο, ο οποίος στηρίζεται σε έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης του προσφεύγοντος 

171    Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου απαραδέκτου, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από το Βασίλειο της Ισπανίας, τη Γαλλική Δημοκρατία, την Επιτροπή και τα CPMM, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά άμεσα και ατομικά το προσφεύγον, το οποίο δεν είναι αποδέκτης της.

172    Από την πλευρά του, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση το αφορά άμεσα και ατομικά, καθόσον η επίμαχη συμφωνία εφαρμόζεται στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα και, συνεπώς, αφορά τον λαό του εν λόγω εδάφους.

173    Προκαταρκτικώς, αφενός, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, πράξη όπως η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία αφορά έγκριση διεθνούς συμφωνίας που συνήψε η Ένωση, είναι δεκτική προσφυγής. Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 263 ΣΛΕΕ προβαίνει σε σαφή διάκριση μεταξύ του δικαιώματος προσφυγής των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και των κρατών μελών και εκείνου των φυσικών και νομικών προσώπων, το δε τέταρτο εδάφιο του ίδιου άρθρου ορίζει ότι τα φυσικά και τα νομικά πρόσωπα μπορούν να ασκούν προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτες ή που τα αφορούν άμεσα και ατομικά καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που τα αφορούν άμεσα και για την εφαρμογή των οποίων δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα (σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 135 και 136 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

174    Εν προκειμένω, το προσφεύγον δεν είναι αποδέκτης ούτε της προσβαλλόμενης απόφασης ούτε της επίμαχης συμφωνίας. Λαμβανομένων, όμως, υπόψη της ιδιαίτερης θέσης που κατέχουν οι διεθνείς συμφωνίες στην έννομη τάξη της Ένωσης και της νομικής βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ήτοι του άρθρου 218, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, σημείο i, ΣΛΕΕ, το οποίο απαιτεί, για την έκδοση τέτοιας απόφασης, την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η προσφυγή του προσφεύγοντος κατά της προσβαλλόμενης απόφασης δεν μπορεί να υπόκειται σε λιγότερο αυστηρές προϋποθέσεις παραδεκτού από εκείνες που εφαρμόζονται σε προσφυγή κατά των νομοθετικών πράξεων. Απόκειται, επομένως, στο προσφεύγον να αποδείξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση το αφορά άμεσα και ατομικά, κάτι το οποίο, άλλωστε, δεν αμφισβητεί (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 137 έως 140 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

175    Προκειμένου να ληφθεί απόφαση επί του υπό κρίση λόγου απαραδέκτου επιβάλλεται να εξεταστεί πρώτα ο άμεσος επηρεασμός του προσφεύγοντος.

1)      Επί του ζητήματος του άμεσου επηρεασμού του προσφεύγοντος

176    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το προσφεύγον δεν πληροί τα κριτήρια που έχει θέσει η νομολογία προκειμένου να εξακριβώνεται αν η προσβαλλόμενη πράξη αφορά άμεσα το φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Συναφώς, αφενός, όσον αφορά το πρώτο από τα ως άνω κριτήρια, υποστηρίζει ότι το προσφεύγον δεν είναι αποδέκτης της προσβαλλόμενης πράξης και ότι η εν λόγω πράξη δεν παράγει, έναντι αυτού, έννομα αποτελέσματα. Συγκεκριμένα, κατά πρώτον, κατά το Συμβούλιο, η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει έννομα αποτελέσματα μόνον έναντι της Ένωσης ή των θεσμικών οργάνων της και όχι έναντι τρίτων. Κατά δεύτερον, το Συμβούλιο θεωρεί ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν παράγει τα αποτελέσματά της εκτός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών. Κατά τρίτον, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, βασιζόμενο στα αποτελέσματα της επίμαχης συμφωνίας σε έδαφος εκτός της Ένωσης προκειμένου να εξακριβώσει τον άμεσο επηρεασμό του προσφεύγοντος, το Γενικό Δικαστήριο θα αποφανθεί τελικώς επί της νομιμότητας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του Βασιλείου του Μαρόκου που απορρέουν από την εν λόγω συμφωνία, στην οποία η τρίτη αυτή χώρα συναίνεσε ελευθέρως και κυριαρχικώς, κάτι το οποίο βαίνει πέραν των αρμοδιοτήτων του. Αφενός, όσον αφορά το δεύτερο από τα ως άνω κριτήρια, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η επίμαχη συμφωνία και η ανταλλαγή επιστολών δεν παράγουν καθεαυτές έννομα αποτελέσματα έναντι των τρίτων και πρέπει να εφαρμοστούν με το πρωτόκολλο εφαρμογής το οποίο απαιτεί το ίδιο τη λήψη πρόσθετων μέτρων εφαρμογής. Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, το Συμβούλιο επισημαίνει, επιπλέον, ότι, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει αποτελέσματα εκτός του εδάφους της Ένωσης, η επίμαχη συμφωνία μπορεί να επηρεάζει μόνον τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους σχετικούς οικονομικούς τομείς.

177    Το προσφεύγον, από την πλευρά του, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση το αφορά άμεσα. Υποστηρίζει ότι πληροί τα δύο κριτήρια των οποίων η συνδρομή απαιτείται για την ύπαρξη άμεσου επηρεασμού. Συγκεκριμένα, αφενός, από την απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario το προσφεύγον συνάγει ότι, στο μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά σύναψη συμφωνίας που περιλαμβάνει ρητώς στο πεδίο εφαρμογής της το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και τα παρά το έδαφος αυτής ύδατα καθώς και τους φυσικούς πόρους τους χωρίς τη συναίνεση του λαού του εν λόγω εδάφους, η εν λόγω συμφωνία αφορά άμεσα τον λαό αυτό, ως τρίτο στη συμφωνία. Εκ του γεγονότος αυτού και μόνον, η εν λόγω συμφωνία παράγει αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης του προσφεύγοντος, ως αποκλειστικού και μόνου εκπροσώπου του ως άνω λαού. Αφετέρου, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός, ο οποίος εκδόθηκε πριν από την προσβαλλόμενη απόφαση και περιορίζεται στην κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του πρωτοκόλλου εφαρμογής, δεν μπορεί να θεωρηθεί παρεμβαλλόμενο μέτρο που εμποδίζει τον άμεσο επηρεασμό του.

178    Το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή και τα CPMM αναπτύσσουν, κατ’ ουσίαν, την ίδια επιχειρηματολογία με εκείνη του Συμβουλίου.

179    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η προϋπόθεση του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κατά την οποία η απόφαση που προσβάλλεται με προσφυγή πρέπει να αφορά άμεσα ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, απαιτεί τη συνδρομή δύο σωρευτικών κριτηρίων. Κατά πρώτον, το προσβαλλόμενο μέτρο της Ένωσης πρέπει να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης του ιδιώτη. Κατά δεύτερον, δεν πρέπει να καταλείπει εξουσία εκτίμησης στους αποδέκτες του οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, δεδομένου ότι αυτή έχει καθαρώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων (βλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 144 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

180    Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί χωριστά κατά πόσον το προσφεύγον πληροί καθένα εκ των δύο αυτών κριτηρίων.

i)      Επί της πλήρωσης από το προσφεύγον του πρώτου κριτηρίου του άμεσου επηρεασμού, κατά το οποίο το προσβαλλόμενο μέτρο πρέπει να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασής του

181    Όσον αφορά την πλήρωση του πρώτου εκ των κριτηρίων του άμεσου επηρεασμού, από την επιχειρηματολογία του Συμβουλίου, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Επιτροπής και των CPMM συνάγεται ότι η αμφισβήτηση εκ μέρους τους της ύπαρξης άμεσων αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης επί της νομικής κατάστασης του προσφεύγοντος περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τρία σκέλη. Το πρώτο σκέλος βασίζεται στα εγγενή έννομα αποτελέσματα απόφασης σύναψης διεθνούς συμφωνίας εξ ονόματος της Ένωσης. Το δεύτερο σκέλος αφορά τα ειδικά έννομα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης απόφασης, λαμβανομένης υπόψη της εδαφικής εφαρμογής της. Το τρίτο σκέλος αφορά τη μη μεταβολή της νομικής κατάστασης του προσφεύγοντος, λαμβανομένου υπόψη του περιορισμού του ρόλου του στη συμμετοχή στη διαδικασία αυτοδιάθεσης της Δυτικής Σαχάρας (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 146).

–       Επί του πρώτου σκέλους της επιχειρηματολογίας του Συμβουλίου που βασίζεται στα εγγενή έννομα αποτελέσματα απόφασης σύναψης διεθνούς συμφωνίας εξ ονόματος της Ένωσης

182    Αφενός, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τη Γαλλική Δημοκρατία, υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι απόφαση σύναψης διεθνούς συμφωνίας εξ ονόματος της Ένωσης δεν παράγει αποτελέσματα έναντι των τρίτων και ότι δεν είναι δυνατή η επίκληση των ενδεχόμενων αποτελεσμάτων της επίμαχης συμφωνίας επί του προσφεύγοντος προκειμένου να αποδειχθεί ότι η εν λόγω απόφαση επηρεάζει τη νομική κατάστασή του. Αφετέρου, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο, κατ’ ουσίαν, από τη Γαλλική Δημοκρατία και την Επιτροπή, υποστηρίζει ότι απόφαση της συγκεκριμένης φύσης μπορεί να παράγει έννομα αποτελέσματα μόνον εντός της Ένωσης.

183    Από την πλευρά του, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον αφορά τη σύναψη της επίμαχης συμφωνίας, συνδέεται άρρηκτα με αυτήν, διότι, άλλως, η εν λόγω πράξη, η οποία είναι δεκτική προσφυγής, δεν θα υπόκειται στον έλεγχο νομιμότητας του δικαστή. Εξάλλου, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν αμφισβητείται ότι το εδαφικό πεδίο εφαρμογής της επίμαχης συμφωνίας, η οποία εγκρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, περιλαμβάνει το έδαφος του λαού της Δυτικής Σαχάρας και τα παρά το έδαφος αυτό ύδατα καθώς και τους φυσικούς πόρους τους. Κατά το προσφεύγον, η παραπομπή του Συμβουλίου στην ελεύθερη και κυρίαρχη συγκατάθεση του Βασιλείου του Μαρόκου θέτει υπό αμφισβήτηση την αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης να ελέγξει την προσβαλλόμενη απόφαση.

184    Κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι απόφαση σύναψης διεθνούς συμφωνίας, η οποία βασίζεται στο άρθρο 218, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ, δεν πρέπει να συγχέεται με τις αποφάσεις που εκδίδονται βάσει του άρθρου 218, παράγραφοι 3 και 4, ΣΛΕΕ, οι οποίες αφορούν τη διεξαγωγή διεθνών διαπραγματεύσεων και, επομένως, παράγουν, κατ’ αρχήν, έννομα αποτελέσματα μόνον στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της καθώς και μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Αντιθέτως, η εν λόγω απόφαση συγκεκριμενοποιεί τη συναίνεση της Ένωσης να δεσμεύεται από την εν λόγω συμφωνία. Αποτελεί, επομένως, συστατικό στοιχείο της εν λόγω συμφωνίας και παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι των άλλων μερών της συμφωνίας, καθόσον επισημοποιεί την αποδοχή από την Ένωση των δεσμεύσεων που ανέλαβε έναντι αυτών (βλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 149 και 150 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

185    Επιπλέον, εάν η διεθνής συμφωνία που συνάπτεται με τέτοια απόφαση δεσμεύει τα μέρη σε σχέση με έδαφος διαφορετικό από το δικό τους υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζει το διεθνές δίκαιο, η εν λόγω συμφωνία μπορεί να επηρεάζει τρίτο, κατά την έννοια της αρχής του γενικού διεθνούς δικαίου περί του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών. Ως εκ τούτου, τα αποτελέσματα της εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας επί της νομικής κατάστασης του τρίτου έχουν σημασία προκειμένου να εκτιμηθεί ο άμεσος επηρεασμός του τρίτου από την απόφαση σύναψης της εν λόγω συμφωνίας, η οποία εκδόθηκε εξ ονόματος της Ένωσης (βλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 151 και 152 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

186    Συνεπώς, κακώς το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, λόγω της φύσης της, η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει αποτελέσματα μόνον έναντι της Ένωσης και των θεσμικών οργάνων της. Για τους ίδιους λόγους, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Γαλλικής Δημοκρατίας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παράγει, αφ’ εαυτής, έννομα αποτελέσματα έναντι του προσφεύγοντος, δεδομένου ότι δεν αρκεί αφ’ εαυτής για να θέσει σε ισχύ την επίμαχη συμφωνία (βλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 153 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

187    Κατά δεύτερον, επισημαίνεται ότι διεθνής συμφωνία συναφθείσα από την Ένωση δεσμεύει όχι μόνον τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, αλλά και τα τρίτα κράτη που είναι συμβαλλόμενα στις συμφωνίες αυτές. Επομένως, όπως υπενθυμίζει η ίδια η Γαλλική Δημοκρατία, προσφυγή με αίτημα την ακύρωση διεθνούς συμφωνίας πρέπει να νοηθεί ως στρεφόμενη κατά της απόφασης με την οποία η συμφωνία συνήφθη εξ ονόματος της Ένωσης. Ομοίως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι θεωρείται ότι αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορώσα το κύρος διεθνούς συμφωνίας συναφθείσας από την Ένωση πρέπει να νοείται ως αφορώσα την πράξη με την οποία η Ένωση συνήψε την εν λόγω διεθνή συμφωνία (βλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 154 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

188    Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, τόσο στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως όσο και στο πλαίσιο αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, να εκτιμά αν διεθνής συμφωνία συναφθείσα από την Ένωση συνάδει με τις Συνθήκες και με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου οι οποίοι δεσμεύουν την Ένωση, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο έλεγχος, από το ίδιο, του κύρους απόφασης σύναψης διεθνούς συμφωνίας, στο πλαίσιο αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, είναι δυνατόν να αφορά τη νομιμότητα της εν λόγω πράξης λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της επίμαχης διεθνούς συμφωνίας (βλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 155 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

189    Οι ως άνω παρατηρήσεις ισχύουν στην περίπτωση προσφυγής ακυρώσεως απόφασης τέτοιας φύσης η οποία ασκείται, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, από νομικό πρόσωπο, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, όπως η υπό κρίση προσφυγή. Όπως επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, το προσφεύγον, κάθε άλλη ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα, σε μεγάλο βαθμό, να μην υπόκειται η προσβαλλόμενη απόφαση στον έλεγχο της νομιμότητάς της επί της ουσίας, κάτι το οποίο δεν θα ήταν συμβατό με την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (βλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 156 και 157 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

190    Ως εκ τούτου, η εξέταση του κατά πόσον μια τέτοια απόφαση αφορά άμεσα και ατομικά το εν λόγω νομικό πρόσωπο πρέπει να λαμβάνει υπόψη, ενδεχομένως, τα αποτελέσματα που παράγει επί της νομικής κατάστασης του προσώπου η διεθνής συμφωνία που συνήφθη δυνάμει της απόφασης αυτής (βλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 158 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

191    Εν προκειμένω, διαπιστώθηκε ότι το προσφεύγον διαθέτει, λαμβανομένου υπόψη του ρόλου του ως εκπροσώπου του λαού της Δυτικής Σαχάρας, ικανότητα διαδίκου προκειμένου να ασκήσει προσφυγή κατά της προσβαλλόμενης απόφασης ώστε να μπορεί να υπερασπιστεί τα δικαιώματα που ο εν λόγω λαός αντλεί από τους κανόνες διεθνούς δικαίου που δεσμεύουν την Ένωση (βλ. σκέψη 152 ανωτέρω). Ως εκ τούτου, το προσφεύγον, όπως κατ’ ουσίαν υποστηρίζει, πρέπει να μπορεί να επικαλεστεί, προκειμένου να αποδείξει τον άμεσο και ατομικό επηρεασμό του, τα αποτελέσματα της επίμαχης συμφωνίας επί των εν λόγω δικαιωμάτων, άλλως η αποτελεσματική δικαστική προστασία των εν λόγω δικαιωμάτων θα απολέσει μεγάλο μέρος της πρακτικής αποτελεσματικότητάς της (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 160 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

192    Κατά τρίτον, όσον αφορά το εδαφικό πεδίο εφαρμογής της προσβαλλόμενης απόφασης, επισημαίνεται, αφενός, ότι η απόφαση προορίζεται να παράγει έννομα αποτελέσματα στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, ως συστατικό στοιχείο της έκφρασης σύμπτωσης βουλήσεων των δύο αυτών υποκειμένων διεθνούς δικαίου, και, επομένως, παράγει κατ’ ανάγκην αποτελέσματα στη διεθνή έννομη τάξη. Αφετέρου, όπως συνάγεται από τη νομολογία, τα έννομα αποτελέσματα της εν λόγω συμφωνίας στο έδαφος του άλλου μέρους στη συμφωνία ή σε τρίτο έδαφος μπορούν να έχουν σημασία προκειμένου να αποδειχθεί ο άμεσος και ατομικός επηρεασμός φυσικού ή νομικού προσώπου από την προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι αυτή εκφράζει τη συναίνεση της Ένωσης στην παραγωγή τέτοιων αποτελεσμάτων από τη συμφωνία (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 161 έως 165 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

193    Εν προκειμένω, όμως, επικαλούμενο τις αποφάσεις Συμβούλιο κατά Front Polisario και Western Sahara Campaign UK, το προσφεύγον στηρίζεται στην εφαρμογή της επίμαχης συμφωνίας στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα και στην ιδιότητα του λαού του εν λόγω εδάφους ως τρίτου προς τη συμφωνία, κατά την έννοια του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, προκειμένου να υποστηρίξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση το αφορά άμεσα, ως εκπρόσωπο του εν λόγω λαού (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 166).

194    Το γεγονός ότι, όπως υπογραμμίζουν το Συμβούλιο και η Γαλλική Δημοκρατία, τα αποτελέσματα της συμφωνίας και η εφαρμογή της στο έδαφος του Βασιλείου του Μαρόκου υπάγονται στην κυρίαρχη αρμοδιότητα του τρίτου αυτού κράτους δεν ασκεί επιρροή.

195    Συγκεκριμένα, αφενός, εν προκειμένω, το προσφεύγον δεν επικαλείται τα αποτελέσματα της επίμαχης συμφωνίας στο έδαφος του Βασιλείου του Μαρόκου ή στα ύδατα στα οποία το Βασίλειο του Μαρόκου ασκεί την κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία του, κατά την έννοια της απόφασης Western Sahara Campaign UK (βλ. σκέψεις 44 έως 50 ανωτέρω), αλλά τα αποτελέσματα που παράγει η συμφωνία σε τρίτο έδαφος και στα παρά το έδαφος αυτό ύδατα. Εξάλλου, κατά τη νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της νομιμότητας της συναίνεσης του Βασιλείου του Μαρόκου στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εν λόγω συμφωνία, αλλά μόνον επί της νομιμότητας της συναίνεσης της Ένωσης στα εν λόγω δικαιώματα και τις εν λόγω υποχρεώσεις (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 168 έως 169 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

196    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, λαμβανομένων υπόψη της φύσης της απόφασης σύναψης διεθνούς συμφωνίας και των εννόμων αποτελεσμάτων της, η ύπαρξη άμεσων αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης επί της νομικής κατάστασης του προσφεύγοντος, λόγω του περιεχομένου της επίμαχης απόφασης, δεν μπορεί να αποκλειστεί εξαρχής. Συνεπώς, το πρώτο σκέλος της επιχειρηματολογίας του Συμβουλίου πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του δεύτερου σκέλους της επιχειρηματολογίας του Συμβουλίου, το οποίο αφορά τα ειδικά έννομα αποτελέσματα της επίμαχης συμφωνίας, λαμβανομένης υπόψη της εδαφικής εφαρμογής της στη Δυτική Σαχάρα και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα

197    Το Συμβούλιο, η Επιτροπή και τα CPMM αμφισβητούν, κατ’ ουσίαν, το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση και η επίμαχη συμφωνία παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι του προσφεύγοντος, λόγω της εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα. Αφενός, για την παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων έναντι τρίτων από την αλιευτική συμφωνία, έπρεπε να εκδοθούν το πρωτόκολλο εφαρμογής της και άλλα πρόσθετα μέτρα. Αφετέρου, τα αποτελέσματα των εν λόγω πράξεων είναι αμιγώς οικονομικά και όχι έννομα. Ως εκ τούτου, οι πράξεις αυτές δεν δημιουργούν δικαιώματα ή υποχρεώσεις για τον λαό του εν λόγω εδάφους και δεν μπορούν να αντιταχθούν σε αυτόν.

198    Από την πλευρά του, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι, λόγω της ρητής υπαγωγής του εδάφους της Δυτικής Σαχάρας και των παρά το έδαφος αυτό υδάτων καθώς και των φυσικών πόρων τους στο πεδίο εφαρμογής της επίμαχης συμφωνίας, η εν λόγω συμφωνία και, επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση επηρεάζουν τον λαό του εν λόγω εδάφους, υπό το πρίσμα του δικαιώματός του αυτοδιάθεσης. Εξάλλου, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι τα μέτρα εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας δεν ασκούν επιρροή, δεδομένου ότι η εν λόγω υπαγωγή παραβιάζει καθεαυτήν την αρχή της αυτοδιάθεσης και την αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών και παράγει έννομα αποτελέσματα για τον εν λόγω λαό, γεγονός το οποίο επηρεάζει άμεσα το προσφεύγον, ως εκπρόσωπο του λαού αυτού.

199    Συναφώς, υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 109 έως 123 ανωτέρω, η παραδοχή στην οποία το προσφεύγον στηρίζει την ενεργητική νομιμοποίησή του, ήτοι ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση εγκρίνεται συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου η οποία εφαρμόζεται ρητώς στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα, είναι ορθή.

200    Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί μόνον αν, λόγω της εφαρμογής της επίμαχης απόφασης στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα, μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επηρεάζει τον λαό του εν λόγω εδάφους.

201    Επ’ αυτού, πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 150 ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, ότι ο λαός της Δυτικής Σαχάρας έπρεπε να θεωρηθεί «τρίτος», κατά την έννοια της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, ο οποίος μπορεί να επηρεαστεί από την εφαρμογή της συμφωνίας σύνδεσης σε περίπτωση υπαγωγής του εδάφους της Δυτικής Σαχάρας στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας. Δεύτερον, στην ίδια σκέψη της εν λόγω απόφασης, το Δικαστήριο συμπέρανε ότι η υπαγωγή αυτή έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να έχει τη συναίνεσή του, τόσο στην περίπτωση που η εφαρμογή της συμφωνίας θα μπορούσε να τον βλάψει όσο και στην περίπτωση που θα μπορούσε να τον ωφελήσει. Τρίτον, στη σκέψη 63 της απόφασης Western Sahara Campaign UK, το Δικαστήριο θεώρησε, παραπέμποντας, μεταξύ άλλων, στη σκέψη 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, ότι η εφαρμογή της αλιευτικής συμφωνίας του 2006 στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας θα προσέκρουε στην αρχή της αυτοδιάθεσης και στην αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών. Τέταρτον, στη σκέψη 69 της απόφασης Western Sahara Campaign UK, το Δικαστήριο συνήγαγε από την ερμηνεία της φράσης «ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία», στην εν λόγω αλιευτική συμφωνία, υπό το πρίσμα της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας, ότι, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας δεν αποτελεί μέρος του εδάφους του Βασιλείου του Μαρόκου, όπως είχε υπομνησθεί στις σκέψεις 62 έως 64 της ίδιας απόφασης, τα χωρικά ύδατα δεν εμπίπτουν στην αλιευτική ζώνη που ορίζεται από την ίδια συμφωνία.

202    Επομένως, από τη νομολογία συνάγεται ότι οι εκτιμήσεις στη σκέψη 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario έχουν σημασία σε σχέση με τις ρήτρες της επίμαχης συμφωνίας, η οποία εντάσσεται στο ίδιο σύνολο συμβατικών κειμένων με τη συμφωνία σύνδεσης, αλλά εφαρμόζεται ρητώς στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα. Ως εκ τούτου, η εν λόγω εδαφική εφαρμογή της επίμαχης συμφωνίας μπορεί να επηρεάσει τον λαό του εν λόγω εδάφους και να απαιτεί τη συναίνεσή του (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 194 και 195).

203    Η ως άνω ανάλυση δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα που προβάλλουν το Συμβούλιο, η Επιτροπή και τα CPMM.

204    Κατά πρώτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα σχετικά με την αναγκαιότητα μέτρων εφαρμογής προκειμένου η επίμαχη συμφωνία να παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι των τρίτων, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 125 και 131 ανωτέρω, το προσφεύγον ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης στο σύνολό της. Η εν λόγω απόφαση αφορά, όμως, τη σύναψη τόσο της αλιευτικής συμφωνίας όσο και του πρωτοκόλλου εφαρμογής και της ανταλλαγής επιστολών, οι δε δύο τελευταίες πράξεις αποτελούν, εξάλλου, αναπόσπαστο μέρος της εν λόγω συμφωνίας (βλ. σκέψη 102 ανωτέρω). Ως εκ τούτου, το γεγονός που επικαλείται το Συμβούλιο, ότι η παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων από την αλιευτική συμφωνία έναντι των τρίτων απαιτεί την παρεμβολή του πρωτοκόλλου εφαρμογής, δεν ασκεί επιρροή.

205    Εν συνεχεία, όπως υπογραμμίζει το προσφεύγον, η υπαγωγή, από την αλιευτική συμφωνία, της Δυτικής Σαχάρας και των παρά το έδαφος αυτής υδάτων στο εδαφικό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας και του πρωτοκόλλου εφαρμογής προκύπτει μόνον από τις διατάξεις της εν λόγω συμφωνίας και του εν λόγω πρωτοκόλλου σχετικά με το εν λόγω πεδίο εφαρμογής, ερμηνευόμενων υπό το πρίσμα της ανταλλαγής επιστολών (βλ. σκέψεις 109 έως 117 ανωτέρω).

206    Είναι αληθές ότι η πραγματική άσκηση από την Ένωση και από το Βασίλειο του Μαρόκου των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που αποδέχθηκαν με την αλιευτική συμφωνία και με το πρωτόκολλο εφαρμογής απαιτεί τη λήψη διαφόρων μέτρων εφαρμογής όσον αφορά τόσο τη χορήγηση των αλιευτικών δικαιωμάτων στα σκάφη της Ένωσης όσο και, αφενός, την καταβολή, υπό διάφορες μορφές, της χρηματικής αντιπαροχής του άρθρου 12 της εν λόγω συμφωνίας και, αφετέρου, τη διάθεση της εν λόγω αντιπαροχής, ιδίως, αυτή της τομεακής στήριξης.

207    Εντούτοις, αφενός, επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, το ίδιο το γεγονός ότι η επίμαχη συμφωνία θεσπίζει νομικό καθεστώς αλιευτικών δικαιωμάτων και χρηματικής αντιπαροχής εφαρμοστέο στη Δυτική Σαχάρα και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα επηρεάζει τον λαό του εν λόγω εδάφους, ως τρίτο στην εν λόγω συμφωνία, κατά την έννοια της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών και ανεξαρτήτως της πραγματικής εφαρμογής της. Ομοίως, ο λαός της Δυτικής Σαχάρας επηρεάζεται από το γεγονός και μόνον ότι η εν λόγω συμφωνία αναγνωρίζει στην Ένωση και στο Βασίλειο του Μαρόκου τα αμοιβαία δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που σχετίζονται με το εν λόγω νομικό καθεστώς στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα.

208    Αφετέρου, και εν πάση περιπτώσει, από το γράμμα του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, της αλιευτικής συμφωνίας προκύπτει ειδικότερα ότι η υπαγωγή της Δυτικής Σαχάρας και των παρά το έδαφος αυτής υδάτων στο εδαφικό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας και του πρωτοκόλλου εφαρμογής έχει ανεπιφύλακτο χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, η υπαγωγή των εν λόγω υδάτων στην αλιευτική ζώνη που ορίζεται με την εν λόγω συμφωνία δεν τελεί υπό κανέναν ιδιαίτερο περιορισμό.

209    Τέλος, είναι αληθές ότι, όπως προκύπτει από το κεφάλαιο II του παραρτήματος του πρωτοκόλλου εφαρμογής και τα τεχνικά δελτία αλιείας που περιέχονται στο προσάρτημα 2 του ίδιου πρωτοκόλλου, η Ένωση και το Βασίλειο του Μαρόκου διέκριναν, εντός της αλιευτικής ζώνης, ζώνες διαχείρισης οι οποίες υπόκεινται σε ιδιαίτερους περιορισμούς. Συγκεκριμένα, στο εν λόγω κεφάλαιο ανατίθεται στο Βασίλειο του Μαρόκου η μέριμνα να καθορίσει τις ακριβείς συντεταγμένες των ζωνών διαχείρισης καθώς και κάθε ζώνης εντός αυτών στην οποία απαγορεύεται η αλιεία, καθώς τα προμνησθέντα τεχνικά δελτία αλιείας καθορίζουν μόνον τα μέγιστα όρια των εν λόγω ζωνών διαχείρισης.

210    Εξάλλου, μόνον οι κατηγορίες αλιείας που μνημονεύονται στα τεχνικά δελτία αλιείας αριθ. 3 έως 6 σχετίζονται με ζώνες διαχείρισης των οποίων τα όρια περιλαμβάνουν τα παρά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας ύδατα (βλ. σκέψη 110 ανωτέρω).

211    Εντούτοις, από τις διατάξεις που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 208 και 209 ανωτέρω προκύπτει ότι η εξουσία εκτίμησης που διαθέτει το Βασίλειο του Μαρόκου αφορά την ακριβή οριοθέτηση των ζωνών διαχείρισης και των ζωνών στις οποίες απαγορεύεται ενδεχομένως η αλιεία, αλλά όχι της ίδιας της αλιευτικής ζώνης. Το γεγονός και μόνον, όμως, ότι οι εν λόγω διατάξεις επιτρέπουν στο Βασίλειο του Μαρόκου να αποφασίσει αν οι ζώνες διαχείρισης των κατηγοριών αλιείας που προαναφέρθηκαν μπορούν να περιλαμβάνουν τα παρά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας ύδατα επηρεάζει τον λαό του εν λόγω εδάφους.

212    Εξάλλου, όπως υπενθυμίζει ο γενικός εισαγγελέας M. Wathelet στο σημείο 69 των προτάσεών του στην υπόθεση Western Sahara Campaign UK (C‑266/16, EU:C:2018:1), το σύνορο μεταξύ της Δυτικής Σαχάρας και του Βασιλείου του Μαρόκου βρίσκεται στον παράλληλο 27°42ʹN (Pointe Stafford). Λαμβανομένων υπόψη των συντεταγμένων σχετικά με τα όρια των ζωνών διαχείρισης που μνημονεύονται στα τεχνικά δελτία αλιείας αριθ. 4 και 6, συνάγεται, αφενός, ότι το μεγαλύτερο μέρος της ζώνης που περιλαμβάνεται εντός των ορίων της ζώνης διαχείρισης του πρώτου ως άνω δελτίου αντιστοιχεί στα παρά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας ύδατα και, αφετέρου, ότι η ζώνη που περιλαμβάνεται εντός των ορίων της ζώνης διαχείρισης που δεύτερου ως άνω δελτίου περιλαμβάνεται εξ ολοκλήρου εντός των εν λόγω υδάτων. Εξάλλου, τα ως άνω όρια καθορίζονται στο πλαίσιο των πράξεων που εγκρίθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση και, επομένως, δεν εξαρτώνται από μεταγενέστερα μέτρα εφαρμογής.

213    Ομοίως, δυνάμει της αρχής της αναλογικής κατανομής των οφελών που απορρέουν από τις αλιευτικές δραστηριότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 12, παράγραφος 4, της αλιευτικής συμφωνίας, τα μέρη δεσμεύονται να διασφαλίζουν ότι οι ενδιαφερόμενοι πληθυσμοί, περιλαμβανομένων εκείνων της Δυτικής Σαχάρας, επωφελούνται των εν λόγω οφελών κατά τρόπο αναλογικό προς τις αλιευτικές δραστηριότητες στη ζώνη που ορίζεται στην εν λόγω συμφωνία, οι οποίες ασκούνται και στα παρά το εν λόγω έδαφος ύδατα, χωρίς να προβλέπεται εξαίρεση από την ως άνω αρχή.

214    Συναφώς, όπως προκύπτει από τις επεξηγήσεις και τα στοιχεία που προέβαλε το προσφεύγον, υπάρχει μεγάλη αφθονία αλιευτικών πόρων στα παρά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας ύδατα. Εξάλλου, στην έκθεση της 8ης Οκτωβρίου 2018, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, το 2012, από το εν λόγω έδαφος προερχόταν το 78 % του συνολικού όγκου των αλιευμάτων στα μαροκινά ύδατα και στα παρά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας ύδατα. Ομοίως, από την ως άνω έκθεση προκύπτει επίσης ότι το 66 % του ποσού της τομεακής στήριξης για το διάστημα 2014-2018 καταβλήθηκε για το μέρος της Δυτικής Σαχάρας που ελέγχει το Βασίλειο του Μαρόκου. Συνάγεται, επομένως, ότι, κατ’ εφαρμογήν της αρχής που υπομνήσθηκε στη σκέψη 213 ανωτέρω, το μέρος του συνολικού όγκου των αλιευμάτων στην αλιευτική ζώνη που ορίζεται με την επίμαχη απόφαση το οποίο αντιπροσωπεύουν τα αλιεύματα στα παρά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας ύδατα μπορεί να δικαιολογεί την καταβολή σημαντικού μέρους του ποσού της τομεακής στήριξης στον τομέα της αλιείας του εν λόγω μη αυτόνομου εδάφους.

215    Όπως, όμως, προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 12, παράγραφος 4, της αλιευτικής συμφωνίας καθώς και από το άρθρο 6, παράγραφος 2, και το άρθρο 7, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου εφαρμογής, η εξέταση της δίκαιης κοινωνικής και γεωγραφικής κατανομής της χρηματικής αντιπαροχής, και ιδίως της τομεακής στήριξης, υπάγεται στην κοινή αρμοδιότητα των μερών της επίμαχης συμφωνίας. Ειδικότερα, από τα άρθρα 4 και 6 έως 8 του εν λόγω πρωτοκόλλου καθώς και από το κεφάλαιο 1, τμήμα E, του παραρτήματός του προκύπτει ότι, όπως επισήμανε το προσφεύγον, οι πληρωμές που αντιστοιχούν στην εν λόγω χρηματική αντιπαροχή καταβάλλονται στο Βασίλειο του Μαρόκου και ότι αυτό είναι υπεύθυνο για τη χρήση της υπό τον έλεγχο της μεικτής επιτροπής που θεσπίζεται με το άρθρο 13 της αλιευτικής συμφωνίας.

216    Ως εκ τούτου, όπως ορθώς υποστηρίζει το προσφεύγον, ο επηρεασμός του λαού της Δυτικής Σαχάρας και η υποχρέωση να ζητηθεί η συναίνεσή του απορρέουν από τις ίδιες τις διατάξεις της επίμαχης συμφωνίας και του πρωτοκόλλου εφαρμογής, ανεξαρτήτως της λήψης πρόσθετων μέτρων εφαρμογής. Ειδικότερα, υπογραμμίζεται ότι, όπως προκύπτει από το ψήφισμα 50/33 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ (βλ. σκέψη 19 ανωτέρω) και όπως εξέθεσε το προσφεύγον, το εν λόγω όργανο υπενθύμισε επανειλημμένως το δικαίωμα των λαών των μη αυτόνομων εδαφών να χρησιμοποιούν τους φυσικούς πόρους των περιοχών τους και να διαθέτουν τους εν λόγω πόρους κατά το βέλτιστο συμφέρον τους, και ιδίως τους θαλάσσιους πόρους τους, καθώς και την αναγκαιότητα να διασφαλιστεί ότι η μόνιμη κυριαρχία των πληθυσμών των εν λόγω εδαφών επί των εν λόγω πόρων είναι πλήρως σεβαστή και διαφυλάσσεται. Εξάλλου, στα σημεία 130 έως 134, 145 και 146 των προτάσεών του στην υπόθεση Western Sahara Campaign UK (C‑266/16, EU:C:2018:1), ο γενικός εισαγγελέας M. Wathelet διαπίστωσε ότι το εν λόγω δικαίωμα ασκεί επιρροή στο πλαίσιο συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου για την εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων της Δυτικής Σαχάρας και ότι η προσβολή του δικαιώματος του λαού της Δυτικής Σαχάρας να διαθέτει ελεύθερα τους εν λόγω φυσικούς πόρους συνιστά προσβολή του δικαιώματός του αυτοδιάθεσης.

217    Κατά δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από τον αμιγώς οικονομικό και μη νομικό χαρακτήρα των αποτελεσμάτων της επίμαχης συμφωνίας στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας, αρκεί να διαπιστωθεί ότι, από το γεγονός και μόνον της εφαρμογής της στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα, η αλιευτική συμφωνία και το πρωτόκολλο εφαρμογής, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της ανταλλαγής επιστολών, παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι του λαού του εν λόγω εδάφους, ως τρίτου στη συμφωνία, υπό την έννοια του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 201 έως 206 ανωτέρω. Επιπλέον, αφενός, επισημαίνεται ότι οι διατάξεις των ως άνω πράξεων και των παραρτημάτων τους περιέχουν ακριβείς και ανεπιφύλακτους κανόνες όσον αφορά την οριοθέτηση της αλιευτικής ζώνης και των ζωνών διαχείρισης καθώς και όσον αφορά τις υποχρεώσεις και τους περιορισμούς που πρέπει να τηρούνται στο πλαίσιο των αλιευτικών δραστηριοτήτων, οι οποίοι εφαρμόζονται στα παρά το εν λόγω έδαφος ύδατα. Το ίδιο ισχύει για τις διατάξεις των ως άνω πράξεων που αφορούν το ποσό της χρηματικής αντιπαροχής, τη σύνθεσή του και τη δίκαιη γεωγραφική και κοινωνική κατανομή των κοινωνικοοικονομικών οφελών της επίμαχης συμφωνίας, οι οποίες καθορίζουν το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου μέρος της εν λόγω χρηματικής αντιπαροχής θα διατεθεί προς όφελος οικονομικών δραστηριοτήτων στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας. Επομένως, οι ως άνω διατάξεις μπορούν να παράγουν έννομα αποτελέσματα επί των επιχειρήσεων που είναι δικαιούχοι των χρηματοδοτήσεων που απορρέουν από την εν λόγω αντιπαροχή, ιδίως της τομεακής στήριξης, περιλαμβανομένων εκείνων που ασκούν τις δραστηριότητές τους στο εν λόγω έδαφος (πρβλ. και κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 10ης Δεκεμβρίου 2019, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑344/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:862, σκέψεις 24 έως 35).

218    Κατά τρίτον, όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η επίμαχη συμφωνία δεν δημιουργεί δικαιώματα ή υποχρεώσεις για τον λαό της Δυτικής Σαχάρας, αρκεί να επισημανθεί, στο παρόν στάδιο, ότι, ανεξαρτήτως του αν τα μέρη στην εν λόγω συμφωνία είχαν την πρόθεση να του παράσχουν δικαιώματα, η εν λόγω συμφωνία εκφράζει τη βούληση των μερών, ήτοι της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, να θεσπίσουν και να εφαρμόσουν νομικό καθεστώς εκμετάλλευσης των αλιευτικών πόρων των παρά το εν λόγω έδαφος υδάτων και κατανομής της χρηματικής αντιπαροχής, ιδίως, προς όφελος των δραστηριοτήτων στο εν λόγω έδαφος. Επομένως, οι κανόνες που θεσπίζονται με το εν λόγω νομικό καθεστώς επιβάλλονται στον εν λόγω τρίτο ως προς την επίμαχη συμφωνία, καθόσον εφαρμόζονται στο εν λόγω έδαφος, τούτο δε ισχύει ιδίως ως προς τους κανόνες που αφορούν την αρμοδιότητα των μερών της συμφωνίας και των δημόσιων αρχών τους όσον αφορά την εφαρμογή της. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω κανόνες εμποδίζουν τον εν λόγω λαό να αποφασίσει ελεύθερα τις λεπτομέρειες της ως άνω εκμετάλλευσης και της κατανομής των οφελών που προκύπτουν από αυτήν. Επομένως, η επίμαχη συμφωνία έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία υποχρεώσεων για τον εν λόγω λαό (πρβλ. και κατ’ αναλογίαν, σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 322 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

219    Κατά τέταρτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η επίμαχη συμφωνία δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, αντιτάξιμη στον λαό της Δυτικής Σαχάρας, αφενός, αρκεί να επισημανθεί ότι το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως καθορίζεται μόνον από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, όπως έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία. Αφετέρου, όσον αφορά τη γνωμοδότηση του καθηγητή δημοσίου διεθνούς δικαίου την οποία επικαλούνται τα CPMM, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να στηριχθεί σε τέτοια έγγραφα προκειμένου να θέσει υπό αμφισβήτηση την ερμηνεία του διεθνούς δικαίου από το Δικαστήριο (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 198 και 199 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

220    Κατά πέμπτον, ο επηρεασμός του λαού της Δυτικής Σαχάρας από τις διατάξεις της επίμαχης συμφωνίας που εφαρμόζονται στα παρά το μη αυτόνομο έδαφος ύδατα και η αναγκαιότητα εξασφάλισης της συναίνεσής του δεν αναιρούνται από τις προκαταρκτικές παρατηρήσεις της Επιτροπής στο υπόμνημα παρεμβάσεως, κατά τις οποίες η «ακριβής» νομική σχέση μεταξύ μη αυτόνομου εδάφους και των υδάτων που βρίσκονται στα ανοικτά των ακτών του δεν ρυθμίζεται «σαφώς» από το διεθνές δίκαιο, και ειδικότερα από τη Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας.

221    Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι, όπως ορθώς υπογραμμίζει το προσφεύγον, η Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας αντανακλά το παρόν στάδιο εξέλιξης του εθιμικού διεθνούς δικαίου της θάλασσας, όπως προκύπτει, ειδικότερα, από τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της 12ης Οκτωβρίου 1984, Οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων στην περιοχή του Κόλπου του Maine, CIJ, Recueil 1984, σ. 246, σκέψη 94).

222    Συναφώς, από την παράγραφο 1, στοιχείο a, του ψηφίσματος III της τελικής πράξης της τρίτης συνδιάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας, της 30ής Απριλίου 1982, που επικαλείται η Επιτροπή, προκύπτει ότι, σε περίπτωση μη αυτόνομου εδάφους, «οι διατάξεις που αφορούν δικαιώματα ή συμφέροντα μνημονευόμενα στη Σύμβαση εφαρμόζονται προς όφελος του λαού της εν λόγω περιοχής με σκοπό την προαγωγή της ευημερίας και της ανάπτυξής του». Εξ αυτού συνάγεται, επομένως, ότι, οσάκις διατάξεις της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας αφορούν δικαιώματα ή συμφέροντα των συμβαλλόμενων στην εν λόγω Σύμβαση κρατών, οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν στα δικαιώματα και τα συμφέροντα των λαών των μη αυτόνομων εδαφών και πρέπει να εφαρμόζονται, εάν όχι από τους εν λόγω λαούς, τουλάχιστον προς όφελος των εν λόγω λαών. Όσον αφορά την παράγραφο 1, στοιχείο b, του ίδιου ψηφίσματος, την οποία επίσης επικαλείται η Επιτροπή, επισημαίνεται ότι, όπως παρατηρεί το προσφεύγον με τις παρατηρήσεις του επί του υπομνήματος παρεμβάσεως του θεσμικού οργάνου, η εν λόγω παράγραφος δεν έχει εφαρμογή στη Δυτική Σαχάρα, στο μέτρο που αφορά την «περίπτωση» «διαφοράς μεταξύ κρατών ως προς την κυριαρχία επί [μη αυτόνομου] εδάφους». Λαμβανομένου, όμως, υπόψη του καθεστώτος του προσφεύγοντος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι διαφωνίες σχετικά με το εν λόγω έδαφος μεταξύ του Βασιλείου του Μαρόκου και του προσφεύγοντος συνιστούν «διαφορά μεταξύ κρατών».

223    Εντούτοις, όσον αφορά τα δικαιώματα εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων που βρίσκονται στα παρά τα εν λόγω μη αυτόνομα εδάφη ύδατα, το ψήφισμα III της τελικής πράξης της τρίτης συνδιάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της αρχής της μόνιμης κυριαρχίας επί των εν λόγω πόρων και της αρχής της αυτοδιάθεσης από την οποία αυτή απορρέει (βλ. σκέψη 216 ανωτέρω), υπό την έννοια ότι η άσκηση των δικαιωμάτων αυτών προς όφελος των εν λόγω λαών από τρίτο, για παράδειγμα τη διοικούσα αρχή, δεν είναι δυνατή χωρίς να μπορέσουν οι εν λόγω λαοί να εκφράσουν συναφώς τη βούλησή τους.

224    Επισημαίνεται, ειδικότερα, ότι, όπως υπενθυμίζει το Δικαστήριο στις σκέψεις 6 έως 9 της απόφασης Western Sahara Campaign UK, η Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας καθορίζει, μεταξύ άλλων, τα δικαιώματα παράκτιου κράτους επί της χωρικής θάλασσας και της ΑΟΖ. Συναφώς, αφενός, το άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω Σύμβασης ορίζει ότι η κυριαρχία του παράκτιου κράτους εκτείνεται, πέραν από την ηπειρωτική του επικράτεια και τα εσωτερικά του ύδατα, στην παρακείμενη θαλάσσια ζώνη που ορίζεται ως «χωρική θάλασσα». Το άρθρο 2, παράγραφος 3, της ίδιας Σύμβασης ορίζει ότι η κυριαρχία επί της χωρικής θάλασσας ασκείται σύμφωνα με την εν λόγω Σύμβαση και τους άλλους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Αφετέρου, το άρθρο 55 της εν λόγω Σύμβασης ορίζει ότι «[ω]ς αποκλειστική οικονομική ζώνη ορίζεται η πέραν και παρακείμενη της χωρικής θάλασσας περιοχή, η υπαγόμενη στο ειδικό νομικό καθεστώς που καθιερώνεται στο παρόν μέρος, δυνάμει του οποίου τα δικαιώματα και οι δικαιοδοσίες του παράκτιου κράτους και τα δικαιώματα και οι ελευθερίες των άλλων κρατών διέπονται από τις σχετικές διατάξεις της παρούσας σύμβασης». Το άρθρο 56, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της ίδιας Σύμβασης ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι, «στην αποκλειστική οικονομική ζώνη το παράκτιο κράτος έχει κυριαρχικά δικαιώματα που αποσκοπούν στην εξερεύνηση, εκμετάλλευση, διατήρηση και διαχείριση των φυσικών πόρων, ζωντανών ή μη, των υπερκειμένων του βυθού της θάλασσας υδάτων, του βυθού της θάλασσας και του υπεδάφους αυτού».

225    Επομένως, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι είναι δυνατόν να αναγνωριστούν στα μη αυτόνομα εδάφη δικαιώματα, μεταξύ άλλων όσον αφορά την εξερεύνηση των φυσικών πόρων, στην παρακείμενη στο εν λόγω έδαφος θαλάσσια ζώνη, η οποία ορίζεται από τη Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας ως «χωρική θάλασσα», καθώς και στη θαλάσσια ζώνη πέραν της πρώτης αυτής ζώνης, εντός των ορίων των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η εν λόγω Σύμβαση στα παράκτια κράτη επί της ΑΟΖ και με την επιφύλαξη της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών των τρίτων κρατών που συνορεύουν με αυτές και των δικαιωμάτων τους.

226    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, της αλιευτικής συμφωνίας περιλαμβάνει στην αλιευτική ζώνη τα «χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας», χωρίς να διευκρινίζει αν η έννοια αυτή αντιστοιχεί μόνον στον ορισμό της χωρικής θάλασσας, κατά τη Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας, ή αν εκτείνεται στη θαλάσσια ζώνη πέραν αυτής, εντός των ορίων των δικαιωμάτων που η ίδια Σύμβαση αναγνωρίζει στα παράκτια κράτη επί της ΑΟΖ. Εν πάση περιπτώσει, στο μέτρο που το ίδιο άρθρο διευκρινίζει ότι ο ορισμός της αλιευτικής ζώνης δεν θίγει τις ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις σχετικά με την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών των παράκτιων κρατών που συνορεύουν με την αλιευτική ζώνη και γενικότερα τα δικαιώματα τρίτων χωρών, πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι δυνατόν να αναγνωριστούν στον λαό της Δυτικής Σαχάρας δικαιώματα επί της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων στα παρά το έδαφος αυτό ύδατα, κατά την έννοια της αλιευτικής συμφωνίας.

227    Εν συνεχεία, όπως υπενθυμίζει το προσφεύγον και όπως προκύπτει από τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου και του Μόνιμου Διαιτητικού Δικαστηρίου (ΜΔΔ), τα δικαιώματα επί της θάλασσας διέπονται από την αρχή του εθιμικού διεθνούς δικαίου «“la terre domine la mer” με βάση την προβολή των ακτών ή των ακτογραμμών», ήτοι, ακριβέστερα, τα δικαιώματα επί της θάλασσας απορρέουν από την κυριαρχία του παράκτιου κράτους επί του εδάφους, καθότι η θαλάσσια επικράτεια συνιστά στοιχείο άρρηκτα εξαρτημένο από τη χερσαία επικράτεια [πρβλ. απόφαση του ΜΔΔ της 23ης Οκτωβρίου 1909, υπόθεση Grisbådarna (Νορβηγία, Σουηδία), Recueil des sentences arbitrales, τόμος XI, σ. 159, CIJ, αποφάσεις της 8ης Οκτωβρίου 2007, Εδαφική και θαλάσσια διαφορά μεταξύ Νικαράγουας και Ονδούρας στη θάλασσα της Καραϊβικής (Νικαράγουα κατά Ονδούρας), CIJ, Recueil 2007, σ. 659, σκέψη 126, και της 3ης Φεβρουαρίου 2009, Θαλάσσια οριοθέτηση στη Μαύρη Θάλασσα (Ρουμανία κατά Ουκρανίας), CIJ, Recueil 2009, σ. 61, σκέψη 77].

228    Όπως προκύπτει από τις επεξηγήσεις του προσφεύγοντος, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών εφαρμόζει εμμέσως την ως άνω αρχή στα μη αυτόνομα εδάφη, μεταξύ άλλων, με το ψήφισμα 50/33, με το οποίο διακηρύσσει ότι «η αρνητική εκμετάλλευση και η λεηλασία των θαλάσσιων πόρων» των μη αυτόνομων εδαφών «υπονομεύει την ακεραιότητα και την ευημερία των εν λόγω περιοχών» και «καλεί όλες τις κυβερνήσεις και όλους τους οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών να διασφαλίσουν ότι η μόνιμη κυριαρχία των πληθυσμών [των μη αυτόνομων εδαφών] επί των φυσικών πόρων τους είναι πλήρως σεβαστή και διαφυλάσσεται» (βλ. σκέψη 19 ανωτέρω). Επομένως, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών λαμβάνει ως δεδομένο ότι οι φυσικοί πόροι που βρίσκονται στη θαλάσσια επικράτεια που συνιστά στοιχείο άρρηκτα εξαρτημένο από το χερσαίο μέρος των εν λόγω μη αυτόνομων εδαφών υπάγονται στη μόνιμη κυριαρχία των λαών των εν λόγω εδαφών.

229    Εξάλλου, όπως επισημαίνει το προσφεύγον, η εφαρμογή της ως άνω αρχής στα μη αυτόνομα εδάφη συνάγεται επίσης από τη διεθνή πρακτική της Ένωσης, όπως προκύπτει από την ευρωμεσογειακή ενδιάμεση συμφωνία σύνδεσης για το εμπόριο και τη συνεργασία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) εξ ονόματος της Παλαιστινιακής Αρχής της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας, η οποία υπεγράφη στις Βρυξέλλες στις 24 Φεβρουαρίου 1997 (ΕΕ 1997, L 187, σ. 3). Συγκεκριμένα, το άρθρο 1, στοιχείο μʹ, του πρωτοκόλλου αριθ. 3, της συμφωνίας αυτής, το οποίο αφορά τον ορισμό της εννοίας «καταγόμενα προϊόντα» ή «προϊόντα καταγωγής» και τις μεθόδους διοικητικής συνεργασίας, προβλέπει ότι ο όρος «εδάφη» των συμβαλλομένων μερών «περιλαμβάνει τα χωρικά ύδατα».

230    Επισημαίνεται, τέλος, ότι με την απόφαση Western Sahara Campaign UK, το Δικαστήριο εφάρμοσε εμμέσως τις εν λόγω αρχές στη Δυτική Σαχάρα και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα.

231    Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο επισήμανε, αφενός, ότι τα ύδατα επί των οποίων το παράκτιο κράτος δικαιούται να ασκεί κυριαρχία ή δικαιοδοσία, δυνάμει της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας, περιορίζονται μόνον στα παρακείμενα στο έδαφός του ύδατα τα οποία αποτελούν την αιγιαλίτιδα ζώνη του ή την ΑΟΖ του και, αφετέρου, ότι, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας δεν αποτελεί μέρος του εδάφους του Βασιλείου του Μαρόκου, τα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας δεν εμπίπτουν στη μαροκινή αλιευτική ζώνη (απόφαση Western Sahara Campaign UK, σκέψεις 68 και 69).

232    Εξ αυτού μπορεί, επομένως, να συναχθεί ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι τα δικαιώματα επί των παρά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας υδάτων έπρεπε να παρακολουθούν τα δικαιώματα επί του χερσαίου μέρους του εν λόγω μη αυτόνομου εδάφους και, ειδικότερα, τα δικαιώματα του λαού του.

233    Συνεπώς, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους που κατοχυρώνονται από τη Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας και, ιδίως, τα δικαιώματα που αφορούν την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων που βρίσκονται στις ζώνες που ορίζονται από την εν λόγω Σύμβαση, περιλαμβανομένων των αλιευτικών πόρων, μπορούν να ασκηθούν προς όφελος των λαών των μη αυτόνομων εδαφών που διαθέτουν ακτογραμμή, όπως η Δυτική Σαχάρα, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων των παράκτιων κρατών που συνορεύουν με αυτά.

234    Εν πάση περιπτώσει, στο μέτρο που η επίμαχη συμφωνία δεν εφαρμόζεται μόνον στα παρά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας ύδατα, αλλά και στο ίδιο το έδαφός της, ο λαός της επηρεάζεται από την εδαφική εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας, ανεξαρτήτως της σχέσης μεταξύ του εν λόγω εδάφους και των εν λόγω παρά το έδαφος αυτό υδάτων.

235    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, δεδομένου ότι το εδαφικό πεδίο εφαρμογής της επίμαχης συμφωνίας περιλαμβάνει το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και τα παρά το έδαφος αυτής ύδατα, η εν λόγω συμφωνία μπορεί να επηρεάζει τον λαό του εν λόγω εδάφους και, επομένως, να χρήζει της συναίνεσής του.

–       Επί του τρίτου σκέλους της επιχειρηματολογίας του Συμβουλίου, το οποίο αφορά τη μη μεταβολή της νομικής κατάστασης του προσφεύγοντος, λαμβανομένου υπόψη του περιορισμού του ρόλου του στη συμμετοχή στη διαδικασία αυτοδιάθεσης της Δυτικής Σαχάρας

236    Κατά το Συμβούλιο, το Βασίλειο της Ισπανίας, τη Γαλλική Δημοκρατία, την Επιτροπή και τα CPMM, ο ρόλος που έχει ανατεθεί στο προσφεύγον στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτοδιάθεσης της Δυτικής Σαχάρας δεν συνεπάγεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση και η επίμαχη συμφωνία παράγουν άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής του κατάστασης. Συγκεκριμένα, το προσφεύγον διαθέτει περιορισμένη και μη αποκλειστική εξουσία εκπροσώπησης και δεν είναι οικονομικός φορέας. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση και η επίμαχη συμφωνία δεν προδικάζουν την έκβαση της εν λόγω διαδικασίας. Επομένως, τα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης απόφασης επί του προσφεύγοντος είναι, στην καλύτερη περίπτωση, έμμεσα και πολιτικά.

237    Από την πλευρά του, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι, για τον λόγο και μόνον ότι επηρεάζει τον λαό της Δυτικής Σαχάρας, κατά την έννοια της σκέψης 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει άμεσα έννομα αποτελέσματα επί της κατάστασής του ως αποκλειστικού και μόνου εκπροσώπου του λαού της Δυτικής Σαχάρας. Επιπλέον, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η πολιτική διαδικασία αυτοδιάθεσης περιλαμβάνει «προφανώς» τα οικονομικά ζητήματα και τα ζητήματα που σχετίζονται με την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και ότι, εν πάση περιπτώσει, η επίμαχη συμφωνία εγείρει ένα «εδαφικό» ζήτημα και, επομένως, η διαφορά εντάσσεται πλήρως στο πλαίσιο εντός του οποίου ασκεί την αποστολή του.

238    Συναφώς, κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται η ιδιαίτερη κατάσταση της Δυτικής Σαχάρας, όπως προκύπτει από την εξέλιξη του διεθνούς πλαισίου που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 2 έως 20 ανωτέρω. Συγκεκριμένα, παρότι η διαδικασία αυτοδιάθεσης του εν λόγω μη αυτόνομου εδάφους είναι ακόμη σε εξέλιξη, η διοικούσα αρχή του, κατά την έννοια του άρθρου 73 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ήτοι το Βασίλειο της Ισπανίας, παραιτήθηκε, από τις 26 Φεβρουαρίου 1976, από την άσκηση οποιασδήποτε αρμοδιότητας διεθνούς χαρακτήρα ως προς τη διοίκηση του εν λόγω εδάφους, γεγονός του οποίου έλαβαν γνώση τα όργανα του ΟΗΕ (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω). Ως εκ τούτου, τα μέρη στην εν λόγω διαδικασία, η οποία διεξάγεται υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, είναι, αφενός, το Βασίλειο του Μαρόκου, το οποίο διεκδικεί την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων στο εν λόγω έδαφος, και, αφετέρου, το προσφεύγον, ως εκπρόσωπος του λαού του εν λόγω εδάφους. Επομένως, όπως εκθέτει, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή με το υπόμνημα παρεμβάσεως, το Βασίλειο του Μαρόκου και το προσφεύγον ερίζουν όσον αφορά τη «νομιμοποίηση» του ενός ή του ετέρου να «εκπροσωπεί» το εν λόγω έδαφος και τον πληθυσμό του (σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 203).

239    Εν συνεχεία, όσον αφορά την έκταση της εξουσίας του προσφεύγοντος να εκπροσωπεί τον λαό της Δυτικής Σαχάρας και την επίπτωσή της στον άμεσο επηρεασμό του από απόφαση σύναψης συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου εφαρμοστέας ρητώς στο εν λόγω έδαφος και στα παρά το έδαφος αυτό ύδατα, επισημαίνεται ότι τα δικαστήρια της Ένωσης δεν αποφάνθηκαν επί των ζητημάτων αυτών ούτε με τις αποφάσεις Συμβούλιο κατά Front Polisario και Western Sahara Campaign UK ούτε με τις διατάξεις που μνημονεύονται στη σκέψη 52 ανωτέρω (πρβλ. και κατ’ αναλογίαν, σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 204).

240    Το Συμβούλιο παραπέμπει, εντούτοις, στα σημεία 183 έως 194 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση Συμβούλιο κατά Front Polisario (C‑104/16 P, EU:C:2016:677), με τις οποίες ο γενικός εισαγγελέας επισήμανε ότι, κατ’ αυτόν, το προσφεύγον αναγνωρίζεται από τον ΟΗΕ ως εκπρόσωπος του λαού της Δυτικής Σαχάρας μόνον στο πλαίσιο της πολιτικής διαδικασίας που αποσκοπεί στην επίλυση του ζητήματος της αυτοδιάθεσης του λαού της οικείας περιοχής (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 205).

241    Εντούτοις, από το σημείο 7 του ψηφίσματος 34/37 και από το σημείο 10 του ψηφίσματος 35/19 (βλ. σκέψη 16 ανωτέρω) προκύπτει ότι η αναγνώριση, από τα όργανα του ΟΗΕ, της εξουσίας του προσφεύγοντος να εκπροσωπεί τον λαό της Δυτικής Σαχάρας προηγείται λογικά της αναγνώρισης του δικαιώματός του να συμμετέχει στη διαδικασία αυτοδιάθεσης του εν λόγω εδάφους και ότι ακριβώς λόγω της συγκεκριμένης εξουσίας εκπροσώπησης τα εν λόγω όργανα θεώρησαν ότι διέθετε το δικαίωμα αυτό. Ως εκ τούτου, παρότι είναι αληθές ότι η εν λόγω διαδικασία δεν περιλαμβάνει σκέλος σχετικά με τη διαχείριση των αλιευτικών πόρων του εδάφους και την κατανομή των οφελών που προκύπτουν από αυτήν, η συμμετοχή του προσφεύγοντος στη διαδικασία αυτή δεν σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε να εκπροσωπήσει τον εν λόγω λαό στο πλαίσιο αλιευτικής συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, δεδομένου ότι αυτή εφαρμόζεται στο εν λόγω έδαφος και στα παρά το έδαφος αυτό ύδατα και επηρεάζει, ως εκ τούτου, τον εν λόγω λαό (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 206 και 207).

242    Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ σχετικά με το ζήτημα αυτό και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση Western Sahara Campaign UK (C‑266/16, EU:C:2018:1) (βλ. σκέψη 216 ανωτέρω), το δικαίωμα των λαών των μη αυτόνομων εδαφών, και ειδικότερα του λαού της Δυτικής Σαχάρας, να διαθέτει ελεύθερα τους φυσικούς πόρους του αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του δικαιώματός τους αυτοδιάθεσης.

243    Τέλος, όσον αφορά την αποκλειστικότητα της εξουσίας του προσφεύγοντος να εκπροσωπεί τον λαό της Δυτικής Σαχάρας, αρκεί να επισημανθεί, στο παρόν στάδιο, ότι δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι τα όργανα του ΟΗΕ, όπως κατ’ ουσίαν επισημαίνει το προσφεύγον, έθεσαν υπό αμφισβήτηση τη θέση που διατυπώθηκε στα ψηφίσματα 34/37 και 35/19 και αναγνώρισαν άλλες οργανώσεις, πλην του προσφεύγοντος, ως εξουσιοδοτημένες να εκπροσωπούν τον εν λόγω λαό. Εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζουν η Επιτροπή και τα CPMM, το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της παρακολούθησης της διαδικασίας αυτοδιάθεσης, τα ως άνω όργανα έχουν, σύμφωνα με την εντολή που τους έχει ανατεθεί, σχέσεις και επαφές με άλλες οργανώσεις πλην του προσφεύγοντος, προερχόμενες μεταξύ άλλων από την κοινωνία των πολιτών, καθώς και με τις μαροκινές αρχές, δεν είναι συναφώς καθοριστικό. Ομοίως, η ιδιότητα διοικούσας αρχής, κατά την έννοια του άρθρου 73 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, της Δυτικής Σαχάρας που ενδεχομένως διατήρησε το Βασίλειο της Ισπανίας, παρά τη δήλωσή του της 26ης Φεβρουαρίου 1976, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να εμποδίσει την έκφραση της συναίνεσης του λαού του εν λόγω εδάφους από το προσφεύγον (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 208 και 209).

244    Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι η σύναψη, από την Ένωση, της επίμαχης συμφωνίας με ένα από τα μέρη της διαδικασίας αυτοδιάθεσης στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας, το οποίο διεκδικεί κυριαρχικά δικαιώματα επ’ αυτού και επί των παρά το έδαφος αυτό υδάτων και, όπως προκύπτει από την ανταλλαγή επιστολών (βλ. σκέψη 70 ανωτέρω), συνήψε το ίδιο την εν λόγω συμφωνία στη βάση αυτή, παράγει κατ’ ανάγκην έννομα αποτελέσματα ως προς το άλλο μέρος της διαδικασίας, δεδομένου ότι τα ως άνω μέρη ερίζουν όσον αφορά τη «νομιμοποίηση» του ενός ή του ετέρου να εκπροσωπεί το εν λόγω έδαφος (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 210).

245    Εξάλλου, από την αιτιολογική έκθεση της ανταλλαγής επιστολών και τις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι τα ίδια τα μέρη, και ειδικότερα η Ένωση, έχουν επίγνωση ότι η σύναψη της εν λόγω συμφωνίας συνδέεται με τη διαδικασία αυτοδιάθεσης που βρίσκεται σε εξέλιξη στη Δυτική Σαχάρα.

246    Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, στο δεύτερο εδάφιο, παράγραφος 1, της ανταλλαγής επιστολών, τα μέρη «επιβεβαιώνουν τη στήριξή τους στη διαδικασία των Ηνωμένων Εθνών» και, στην παράγραφο 2, διευκρινίζουν ότι η σύναψη της αλιευτικής συμφωνίας δεν προδικάζει τις αντίστοιχες θέσεις τους επί του καθεστώτος της Δυτικής Σαχάρας και των χωρικών της υδάτων, ήτοι, αφενός, για την Ένωση, ότι πρόκειται για μη αυτόνομο έδαφος το οποίο έχει δικαίωμα αυτοδιάθεσης και, αφετέρου, για το Βασίλειο του Μαρόκου, ότι πρόκειται για «αναπόσπαστο τμήμα» του εδάφους του. Επιπλέον, η Ένωση διευκρινίζει ότι, παρότι τα παρά το έδαφος αυτό ύδατα καλύπτονται από την αλιευτική ζώνη που ορίζεται στο άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, της αλιευτικής συμφωνίας, «η αναφορά των νόμων και των κανονισμών του Μαρόκου στην αλιευτική συμφωνία δεν προδικάζει τη θέση της». Ομοίως, το Βασίλειο του Μαρόκου διευκρινίζει ότι «οποιαδήποτε λύση σ’ αυτό το περιφερειακό ζήτημα θα πρέπει να δοθεί βάσει της πρωτοβουλίας αυτονομίας».

247    Επομένως, εξ αυτού συνάγεται ότι τα μέρη θεώρησαν ότι υπήρχε κίνδυνος να ερμηνευθεί η σύναψη της επίμαχης συμφωνίας ως έκφραση κοινής θέσης σχετικά με το καθεστώς της Δυτικής Σαχάρας η οποία θα έθιγε τη σχετική διαδικασία αυτοδιάθεσης και ότι ήταν αναγκαίο να δοθούν διευκρινίσεις για την εξάλειψη τέτοιου κινδύνου (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 212).

248    Οι ανησυχίες αυτές αντικατοπτρίζονται επίσης στις αιτιολογικές σκέψεις 4 και 12 της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σκέψη 60 ανωτέρω). Ειδικότερα, με την τελευταία ως άνω αιτιολογική σκέψη, το Συμβούλιο απαντά στο προσφεύγον και στους «άλλους φορείς» που «δεν δέχθηκαν να λάβουν μέρος στη διαδικασία διαβούλευσης» και απέρριψαν «την εφαρμογή της αλιευτικής συμφωνίας και του πρωτοκόλλου εφαρμογής της στα παρά τη Δυτική Σαχάρα ύδατα», διότι «θεωρούσαν κατ’ ουσίαν ότι οι εν λόγω πράξεις θα επικύρωναν τη θέση του Βασιλείου του Μαρόκου επί του εδάφους της Δυτικής Σαχάρας». Συναφώς, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι «καμία διάταξη της αλιευτικής συμφωνίας ή του πρωτοκόλλου εφαρμογής της δεν συνεπάγεται ότι αναγνωρίζει την κυριαρχία ή κυριαρχικά δικαιώματα του Βασιλείου του Μαρόκου στη Δυτική Σαχάρα και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα» και ότι «[η] ΕΕ θα συνεχίσει εξάλλου να εντείνει τις προσπάθειές της υπέρ της διαδικασίας για την ειρηνική επίλυση της διαφοράς, διαδικασία που άρχισε και συνεχίστηκε υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών».

249    Εξάλλου, παρότι, όπως επισημαίνει το Συμβούλιο στην αιτιολογική σκέψη 11 της προσβαλλόμενης απόφασης, το προσφεύγον δεν δέχθηκε να μετάσχει στις διαβουλεύσεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 248 ανωτέρω, από την έκθεση της 8ης Οκτωβρίου 2018 προκύπτει ότι «[του] εστάλη πρόσκληση συμμετοχής σε συνάντηση προκειμένου να γίνει γνωστή η άποψή του σχετικά με την επέκταση της [επίμαχης συμφωνίας] στα παρά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας ύδατα». Ως εκ τούτου, ακόμη και αν το προσφεύγον δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της εν λόγω συμφωνίας και δεν έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις εν όψει της σύναψής της, στις οποίες έλαβαν μέρος μόνον οι αρχές της Ένωσης και οι μαροκινές αρχές, τα θεσμικά όργανα το θεώρησαν νόμιμο συνομιλητή ώστε να εκφράσει την άποψή του σχετικά με την εν λόγω συμφωνία (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 214).

250    Κατά συνέπεια, στο μέτρο που η σύναψη της επίμαχης συμφωνίας επηρεάζει τον λαό της Δυτικής Σαχάρας και πρέπει να ληφθεί συναφώς η συναίνεσή του, η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης του προσφεύγοντος ως εκπροσώπου του εν λόγω λαού. Επιπλέον, στο μέτρο που η εν λόγω συμφωνία συνήφθη με το Βασίλειο του Μαρόκου, το αφορά άμεσα ως μέρος της διαδικασίας αυτοδιάθεσης του εν λόγω εδάφους. Συγκεκριμένα, αφενός, δεν αμφισβητείται ότι το προσφεύγον δεν συναίνεσε στη σύναψη της επίμαχης συμφωνίας και, αφετέρου, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, υποστηρίζει ότι η συναίνεση του λαού της Δυτικής Σαχάρας δεν λήφθηκε εγκύρως, μεταξύ άλλων, διότι δεν εκφράστηκε από το ίδιο το προσφεύγον (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 215).

251    Το γεγονός ότι το προσφεύγον δεν είναι οικονομικός φορέας δεν ασκεί επιρροή στο μέτρο που το προσφεύγον δεν διεκδικεί την εν λόγω ιδιότητα και δεν επιδιώκει να αντλήσει τον άμεσο επηρεασμό του από την εφαρμογή στο ίδιο των κανόνων που διατυπώνονται στην επίμαχη συμφωνία, αλλά από το ίδιο το εδαφικό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας. Ειδικότερα, όσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ της υπό κρίση υπόθεσης και της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Βενεζουέλα κατά Συμβουλίου (T‑65/18, EU:T:2019:649), την οποία επικαλέστηκαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, πέραν του γεγονότος ότι, με απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Βενεζουέλα κατά Συμβουλίου (Επηρεασμός τρίτου κράτους) (C‑872/19 P, EU:C:2021:507), το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου που επικαλέστηκε το Συμβούλιο, επισημαίνεται ότι η επίμαχη στην εν λόγω υπόθεση διαφορά μεταξύ του προμνησθέντος τρίτου κράτους και του Συμβουλίου αφορούσε μονομερείς πράξεις που εφαρμόζονταν μόνον στο έδαφος της Ένωσης και ότι δεν απαιτούνταν η συναίνεση τρίτου στις εν λόγω πράξεις. Επομένως, εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω σύγκριση είναι αλυσιτελής (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 217).

252    Εξάλλου, το προβαλλόμενο από το Συμβούλιο γεγονός ότι η επίμαχη συμφωνία και η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προδικάζουν την έκβαση της διαδικασίας αυτοδιάθεσης δεν σημαίνει ότι οι εν λόγω πράξεις δεν είναι ικανές να μεταβάλουν τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος, ως εκπροσώπου τρίτου στην εν λόγω συμφωνία και ως μέρους στην εν λόγω διαδικασία (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 218).

253    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι τα τρία σκέλη της επιχειρηματολογίας του Συμβουλίου, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Επιτροπής και των CPMM σχετικά με το πρώτο κριτήριο του άμεσου επηρεασμού πρέπει να απορριφθούν και ότι το προσφεύγον πληροί το εν λόγω κριτήριο.

ii)    Επί του δεύτερου κριτηρίου του άμεσου επηρεασμού, το οποίο αφορά τον καθαρώς αυτόματο χαρακτήρα και την απόρροια αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης της εφαρμογής του προσβαλλόμενου μέτρου

254    Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 176 ανωτέρω, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η επίμαχη συμφωνία απαιτεί τη λήψη μέτρων εφαρμογής για να παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι των τρίτων, ενώ το προσφεύγον υποστηρίζει ότι, λόγω του γεγονότος και μόνον ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά τη σύναψη συμφωνίας εφαρμοστέας στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα, η συμφωνία το επηρεάζει άμεσα, χωρίς να είναι αναγκαία η λήψη μέτρων εφαρμογής.

255    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 179 ανωτέρω, το δεύτερο κριτήριο του άμεσου επηρεασμού απαιτεί το επίμαχο μέτρο να μην αφήνει καμία διακριτική ευχέρεια στους αποδέκτες του, δεδομένου του αυτόματου χαρακτήρα της εφαρμογής του που απορρέει αποκλειστικά από αυτή καθεαυτήν τη ρύθμιση της Ένωσης χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων.

256    Εν προκειμένω, στο πλαίσιο της εξέτασης του πρώτου κριτηρίου του άμεσου επηρεασμού, διαπιστώθηκε στις σκέψεις 204 έως 216 ανωτέρω ότι ο επηρεασμός του λαού της Δυτικής Σαχάρας και η υποχρέωση να ζητηθεί η συναίνεσή του απορρέουν από τις ίδιες τις διατάξεις της αλιευτικής συμφωνίας και του πρωτοκόλλου εφαρμογής, ερμηνευόμενων υπό το πρίσμα της ανταλλαγής επιστολών, πράξεων οι οποίες εγκρίθηκαν και οι τρεις με την προσβαλλόμενη απόφαση, ανεξαρτήτως της λήψης πρόσθετων μέτρων εφαρμογής. Ειδικότερα, όπως υποστηρίζει το προσφεύγον, ο προσβαλλόμενος στην υπόθεση T‑356/19 κανονισμός δεν εμποδίζει τον άμεσο επηρεασμό του από την προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που ο εν λόγω κανονισμός είναι τεχνικό μέτρο σχετικό με συγκεκριμένο ζήτημα του πρωτοκόλλου εφαρμογής, ήτοι την κατανομή μεταξύ των κρατών μελών των αλιευτικών δυνατοτήτων που χορηγήθηκαν βάσει του εν λόγω πρωτοκόλλου.

257    Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, το δεύτερο κριτήριο του άμεσου επηρεασμού πληρούται όταν η δυνατότητα των αποδεκτών να μην ενεργήσουν σύμφωνα με την πράξη της Ένωσης είναι καθαρά θεωρητική, δεδομένου ότι δεν υφίσταται αμφιβολία ως προς τη βούλησή τους να συναγάγουν συνέπειες σύμφωνες προς την πράξη αυτή (βλ. απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2019, PGNiG Supply & Trading κατά Επιτροπής, C‑117/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1042, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

258    Εν προκειμένω, όμως, στο μέτρο που η επίμαχη συμφωνία συνήφθη ακριβώς με σκοπό να παράσχει τη δυνατότητα στα μεν σκάφη της Ένωσης να ασκήσουν εκ νέου τις αλιευτικές δραστηριότητές τους στα παρά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας ύδατα, στους δε πληθυσμούς του εν λόγω εδάφους να τύχουν της αντίστοιχης χρηματικής αντιπαροχής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η βούληση των αρχών της Ένωσης και εκείνων του Βασιλείου του Μαρόκου να μην ενεργήσουν σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που απορρέουν από αυτήν είναι καθαρά θεωρητική.

259    Επομένως, συνάγεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα το προσφεύγον.

2)      Επί του ζητήματος του ατομικού επηρεασμού του προσφεύγοντος

260    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η συμμετοχή του προσφεύγοντος στις διαπραγματεύσεις σχετικά με το καθεστώς της Δυτικής Σαχάρας δεν μπορεί να το εξατομικεύσει σε σχέση με την προσβαλλόμενη απόφαση και ότι η επίμαχη συμφωνία δεν επηρεάζει τη θέση του στο πλαίσιο των εν λόγω διαπραγματεύσεων. Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, το Συμβούλιο επισημαίνει επιπλέον ότι, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι το προσφεύγον είναι αρμόδιο για τα οικονομικά ζητήματα της Δυτικής Σαχάρας, από τη σκέψη 69 της απόφασης της 10ης Απριλίου 2003, Επιτροπή κατά Nederlandse Antillen (C‑142/00 P, EU:C:2003:217), προκύπτει ειδικότερα ότι η εν λόγω αρμοδιότητα δεν θα επαρκούσε για να αποδείξει ότι η επίμαχη συμφωνία το αφορά ατομικά.

261    Η Επιτροπή, η Γαλλική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας και τα CPMM αναπτύσσουν, κατ’ ουσίαν, την ίδια επιχειρηματολογία.

262    Το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η επίμαχη συμφωνία το αφορά ατομικά, καθότι από τις σκέψεις 100 έως 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario προκύπτει, κατ’ αυτό, ότι ο λαός της Δυτικής Σαχάρας, του οποίου είναι εκπρόσωπος, θα πρέπει να συναινεί σε κάθε διεθνή συμφωνία που εφαρμόζεται στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας. Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του ρόλου του ως προς τον εν λόγω λαό, ιδίως στην έκφραση της συναίνεσής του να δεσμεύεται μέσω συνθήκης, το προσφεύγον εμφανίζει τις ιδιαίτερες ιδιότητες που μπορούν να το χαρακτηρίζουν σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση το αφορά ατομικά. Με το υπόμνημα απαντήσεως, το προσφεύγον διευκρινίζει επίσης ότι, διεξάγοντας τις διαβουλεύσεις που μνημονεύθηκαν στη αιτιολογική σκέψη 11 της προσβαλλομένης απόφασης, το Συμβούλιο το εμπόδισε να ασκήσει την αρμοδιότητά του για να εκφράσει τη συναίνεση του λαού των Σαχράουι και επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε με σκοπό να αποδείξει ότι η εν λόγω απόφαση το αφορά άμεσα.

263    Κατά πάγια νομολογία, τα υποκείμενα δικαίου που δεν είναι αποδέκτες μιας απόφασης μπορούν να επικαλεστούν ότι η εν λόγω απόφαση τα αφορά ατομικά μόνον αν η απόφαση αυτή τα θίγει λόγω ορισμένων χαρακτηριστικών ιδιοτήτων τους ή μιας πραγματικής κατάστασης που τα διακρίνει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπον ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη της απόφασης (βλ. σημερινή απόφαση Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 228 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

264    Εν προκειμένω, ως εκπρόσωπος του λαού μη αυτόνομου εδάφους, το προσφεύγον διαθέτει, δυνάμει του διεθνούς δικαίου, ίδιες αρμοδιότητες διακριτές από εκείνες των μερών της επίμαχης συμφωνίας. Επομένως, μπορεί να ισχυριστεί λυσιτελώς, με σκοπό να αποδείξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση το αφορά ατομικά, ότι η εν λόγω απόφαση το εμποδίζει να ασκήσει, όπως επιθυμεί, τις ως άνω αρμοδιότητες (πρβλ. σημερινή απόφαση Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 229).

265    Στο πλαίσιο, όμως, της εξέτασης του άμεσου επηρεασμού του προσφεύγοντος διαπιστώθηκε ότι, στο μέτρο που η σύναψη της επίμαχης συμφωνίας επηρέαζε τον λαό της Δυτικής Σαχάρας και συνεπαγόταν την εξασφάλιση της συναίνεσής του, η προσβαλλόμενη απόφαση παρήγε άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης του προσφεύγοντος ως εκπροσώπου του εν λόγω λαού και ως μέρους στη διαδικασία αυτοδιάθεσης του εν λόγω εδάφους (βλ. σκέψεις 241 έως 250 ανωτέρω). Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι το προσφεύγον επηρεάζεται από την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω χαρακτηριστικών ιδιοτήτων του οι οποίες το εξατομικεύουν όπως θα επηρεαζόταν ο αποδέκτης της εν λόγω απόφασης (πρβλ. σημερινή απόφαση Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 230 και 231).

266    Οι περιστάσεις της διαφοράς επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 10ης Απριλίου 2003, Επιτροπή κατά Nederlandse Antillen (C‑142/00 P, EU:C:2003:217), την οποία επικαλέστηκαν το Συμβούλιο, η Επιτροπή και τα CPMM, δεν είναι συγκρίσιμες με αυτές της υπό κρίση υπόθεσης. Συγκεκριμένα, αφενός, τα προσβαλλόμενα στο πλαίσιο της ως άνω διαφοράς μέτρα δεν αφορούσαν ειδικά το έδαφος των προσφευγουσών. Αφετέρου, και εν πάση περιπτώσει, η λήψη των εν λόγω μέτρων δεν απαιτούσε να ζητηθεί η συναίνεση του λαού του εν λόγω εδάφους (πρβλ. σημερινή απόφαση Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 233 έως 235).

267    Η νομολογία σχετικά με τον ατομικό επηρεασμό των ενώσεων (βλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2007, PKK και KNK κατά Συμβουλίου, C‑229/05 P, EU:C:2007:32, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και διάταξη της 3ης Απριλίου 2014, ADEAS κατά Επιτροπής, T‑7/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:221, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), στην οποία παρέπεμψαν η Επιτροπή και η Γαλλική Δημοκρατία, δεν είναι επίσης λυσιτελής, δεδομένου ότι ο ατομικός επηρεασμός ένωσης που εκπροσωπεί τα ιδιωτικά συμφέροντα των μελών της δεν μπορεί να συγκριθεί με τον ατομικό επηρεασμό οντότητας που εκπροσωπεί τον λαό μη αυτόνομου εδάφους. Επιπλέον, λαμβανομένου υπόψη του ρόλου του προσφεύγοντος και των περιστάσεων που εκτέθηκαν στις σκέψεις 241 έως 250 ανωτέρω, οι οποίες επαρκούν για την εξατομίκευσή του ως προς την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν είναι δυνατόν να αντιταχθεί στο προσφεύγον ότι δεν έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις εν όψει της σύναψης της επίμαχης συμφωνίας (πρβλ. σημερινή απόφαση Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 236 και 237).

268    Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά το προσφεύγον όχι μόνον άμεσα, αλλά και ατομικά. Ως εκ τούτου, ο λόγος απαραδέκτου που προέβαλε το Συμβούλιο και αφορά έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης του προσφεύγοντος πρέπει να απορριφθεί και η προσφυγή πρέπει να εξεταστεί επί της ουσίας.

3.      Επί του βασίμου της προσφυγής

269    Προς στήριξη της προσφυγής του, το προσφεύγουν προβάλλει ένδεκα λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αφορά αναρμοδιότητα του Συμβουλίου προς έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ο δεύτερος, παράβαση της υποχρέωσής του να ελέγχει τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, ο τρίτος, παράβαση της υποχρέωσης εκτελέσεως των αποφάσεων του Δικαστηρίου, ο τέταρτος, προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ως αρχών και αξιών που πρέπει να διέπουν την εξωτερική δράση της Ένωσης, ο πέμπτος, παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ο έκτος, εσφαλμένη εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, ο έβδομος, μη συμμόρφωση προς την πολιτική αλιείας, ο όγδοος, προσβολή του δικαιώματος αυτοδιάθεσης, ο ένατος, παραβίαση της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, ο δέκατος, παραβίαση του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και, ο ενδέκατος, παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει η Ένωση από το δίκαιο της διεθνούς ευθύνης.

α)      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά αναρμοδιότητα του Συμβουλίου προς έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης

270    Το προσφεύγον υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο, ως όργανο της Ένωσης, δεν ήταν αρμόδιο να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον αυτή αφορούσε τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας εφαρμοστέας σε έδαφος που υπάγεται στην κυριαρχία τρίτου λαού, σε σχέση με το οποίο ούτε η Ένωση ούτε ο αντισυμβαλλόμενός της είχαν οποιαδήποτε εξουσία.

271    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, το προσφεύγον αμφισβητεί, στην πραγματικότητα, την αρμοδιότητα της Ένωσης λόγω προσβολής του δικαιώματος αυτοδιάθεσης και παραβίασης της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών και παραπέμπει στην αντίκρουση του όγδοου και του ένατου λόγου ακυρώσεως. Επισημαίνει, εξάλλου, ότι η αρμοδιότητα σύναψης διεθνών συμφωνιών αναγνωρίζεται σε αυτό από το άρθρο 218, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ.

272    Η Επιτροπή, από την πλευρά της, υποστηρίζει ότι δεν αντιβαίνει στο διεθνές δίκαιο η σύναψη, από τη διοικούσα αρχή μη αυτόνομου εδάφους, διεθνούς συμφωνίας που εφαρμόζεται στο εν λόγω έδαφος. Εν προκειμένω, το Βασίλειο του Μαρόκου θα έπρεπε να θεωρηθεί, εν τοις πράγμασι, διοικούσα αρχή της Δυτικής Σαχάρας. Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ανάλογη άποψη. Τα CPMM συμφωνούν κατ’ ουσίαν με την αντίκρουση από το Συμβούλιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

273    Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι, εν προκειμένω, δεν προκύπτει από τα στοιχεία που προέβαλε το προσφεύγον ή από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι η σύναψη της επίμαχης συμφωνίας θα έπρεπε να αποκλειστεί λόγω του καθεστώτος διεθνούς οργανισμού της Ένωσης ή κανόνα του διεθνούς δικαίου που απαγορεύει ρητώς τη σύναψη της εν λόγω συμφωνίας, απορρέοντος, ιδίως, από ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας ή απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου. Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι, όπως συνάγεται από τη σκέψη 98 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario και τις σκέψεις 70 έως 72 της απόφασης Western Sahara Campaign UK, το Δικαστήριο δεν απέκλεισε, κατ’ αρχήν, να μπορούν η Ένωση και το Βασίλειο του Μαρόκου να συνάψουν διεθνή συμφωνία εφαρμοστέα στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας ή στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα (πρβλ. και κατ’ αναλογίαν, σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 247 και 248 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

274    Για τους λόγους αυτούς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

275    Η εξέταση του βασίμου της προσφυγής πρέπει να συνεχιστεί με την ανάλυση του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

β)      Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά, κατ’ ουσίαν, παράβαση από το Συμβούλιο της υποχρέωσης που υπέχει να συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που συνήγαγε η νομολογία από την αρχή της αυτοδιάθεσης και την αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών

276    Το προσφεύγον υποστηρίζει ότι, συνάπτοντας με το Βασίλειο του Μαρόκου συμφωνία ρητώς εφαρμοστέα στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα χωρίς τη συναίνεσή του, το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωσή του να εκτελεί τις αποφάσεις του Δικαστηρίου, η οποία απορρέει από το άρθρο 266 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, κατά το προσφεύγον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έμμεση υπαγωγή του εν λόγω εδάφους στο πεδίο εφαρμογής των συμφωνιών που συνάπτονται μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου είναι νομικώς αδύνατη, δυνάμει της αρχής της αυτοδιάθεσης και της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών. Εξ αυτού το προσφεύγον συνάγει ότι, για τους ίδιους λόγους, αποκλείεται κατά μείζονα λόγο ρητή εφαρμογή των ως άνω συμφωνιών στο εν λόγω έδαφος και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα. Εξάλλου, με το πρώτο μέρος του δικογράφου της προσφυγής καθώς και με τις προκαταρκτικές παρατηρήσεις του υπομνήματος απαντήσεως και τις παρατηρήσεις επί των υπομνημάτων παρεμβάσεως, το προσφεύγον υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι η σύναψη της επίμαχης συμφωνίας αντιβαίνει στη νομολογία καθόσον δεν σέβεται το χωριστό και διακριτό καθεστώς της Δυτικής Σαχάρας και η σχετική απόφαση εκδόθηκε χωρίς τη συναίνεση του λαού του εν λόγω εδάφους στην ως άνω συμφωνία.

277    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, συνάπτοντας συμφωνία που περιλαμβάνει ρητώς στο πεδίο εφαρμογής της τα παρά τη Δυτική Σαχάρα ύδατα, μετά την εξασφάλιση της συναίνεσης των πληθυσμών του εν λόγω εδάφους, συμμορφώθηκε με τις αποφάσεις Συμβούλιο κατά Front Polisario και Western Sahara Campaign UK.

278    Ειδικότερα, με τις προκαταρκτικές παρατηρήσεις του υπομνήματος αντικρούσεως, υπό τον τίτλο «Οριζόντια ζητήματα», κατά πρώτον, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι οι διαβουλεύσεις που διεξήγαγαν η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ, με σκοπό να διασφαλιστεί η ευρύτερη δυνατή συμμετοχή των αντιπροσωπευτικών οργάνων και οργανώσεων των ενδιαφερόμενων πληθυσμών, χωρίς να προδικάζεται η έκβαση της διαδικασίας αυτοδιάθεσης, κατέστησαν δυνατή την εξασφάλιση της συναίνεσής τους, σύμφωνα με την απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario και με σεβασμό των σχετικών αρχών του διεθνούς δικαίου. Κατά δεύτερον, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η επικρατούσα κατάσταση στη Δυτική Σαχάρα δεν καθιστά δυνατή τη διαβούλευση με τον ενδιαφερόμενο λαό απευθείας ή μέσω θεσμικού εκπροσώπου του λαού του εν λόγω εδάφους. Κατά τρίτον, τα θεσμικά όργανα μπόρεσαν να κάνουν χρήση της εξουσίας εκτίμησης που διαθέτουν για να προβούν σε διαβουλεύσεις βασισμένες σε αντικειμενικό κριτήριο, το οποίο αφορά τα οφέλη για τους πληθυσμούς του εν λόγω εδάφους, και συμμορφώθηκαν, επ’ αυτού, με τις εφαρμοστέες αρχές του διεθνούς δικαίου. Κατά τέταρτον, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι μόνον το Βασίλειο του Μαρόκου, το οποίο είναι η «de facto» διοικητική αρχή στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας, θα διέθετε την ικανότητα δικαίου και τα διοικητικά και τελωνειακά μέσα για να συνάψει αλιευτική συμφωνία με την Ένωση. Κατά πέμπτον, το προσφεύγον δεν πληροί τις προϋποθέσεις που έχουν διατυπωθεί στη νομολογία για την επίκληση κανόνων διεθνούς δικαίου.

279    Η Επιτροπή προβαίνει, κατ’ ουσίαν, στην ίδια ανάλυση με εκείνη του Συμβουλίου όσον αφορά τη διαδικασία που κατέληξε στη σύναψη της επίμαχης συμφωνίας και τη δυνατότητα επίκλησης των αρχών του διεθνούς δικαίου καθώς και τον δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων περί σύναψης των εν λόγω συμφωνιών. Στο πλαίσιο του όγδοου και του ένατου λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή θέτει επίσης υπό αμφισβήτηση, ειδικώς, τη δυνατότητα επίκλησης της αρχής της αυτοδιάθεσης και της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών. Στο σημείο 1.2 των προκαταρκτικών παρατηρήσεών της, επισημαίνει επίσης ότι η επίμαχη συμφωνία συνάδει προς τις αρχές του δημοσίου διεθνούς δικαίου που κατοχυρώνονται στο άρθρο 73 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και στο ψήφισμα III της τελικής πράξης της τρίτης συνδιάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας. Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι προμνησθείσες διατάξεις δεν εμποδίζουν τη διαχείριση των πόρων των παρά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας υδάτων από το Βασίλειο του Μαρόκου και από την Ένωση στο πλαίσιο διεθνούς συμφωνίας, εφόσον η εν λόγω διαχείριση λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα του πληθυσμού του εν λόγω εδάφους, και ότι οι απόψεις του προσφεύγοντος θα δημιουργούσαν νομικό κενό στη διακυβέρνηση των εν λόγω υδάτων. Επιπλέον, η Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας δεν χρησιμοποιεί την έννοια της συναίνεσης. Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το προσφεύγον σφάλλει όσον αφορά τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από τις αποφάσεις Συμβούλιο κατά Front Polisario και Western Sahara Campaign UK, οι οποίες περιορίστηκαν στην ερμηνεία των συμφωνιών που εφαρμόζονται στο έδαφος του Βασιλείου του Μαρόκου και στα ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία του υπό το πρίσμα των σχετικών αρχών του διεθνούς δικαίου, αλλά δεν αφορούσαν το κύρος των εν λόγω συμφωνιών.

280    Το Βασίλειο της Ισπανίας και η Γαλλική Δημοκρατία αναπτύσσουν, κατ’ ουσίαν, ανάλογη επιχειρηματολογία με εκείνη του Συμβουλίου και της Επιτροπής όσον αφορά την εφαρμογή των αρχών διεθνούς δικαίου, τον δικαστικό έλεγχο της προσβαλλόμενης απόφασης και το κύρος των διαβουλεύσεων που διεξήγαγαν η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ.

281    Τα CPMM συμμερίζονται, εν μέρει, την ανάλυση του Συμβουλίου σχετικά με τη διαδικασία διαβούλευσης που προηγήθηκε της σύναψης της επίμαχης συμφωνίας. Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι οι τοπικοί αιρετοί αντιπρόσωποι, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην εν λόγω διαβούλευση, είναι οι νομίμως εκπροσωπούντες τον πληθυσμό της Δυτικής Σαχάρας και απολαύουν δημοκρατικής νομιμότητας. Εξάλλου, όσον αφορά ειδικά τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, τα CPMM υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 266 ΣΛΕΕ δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω. Τέλος, στο πλαίσιο του ένατου λόγου ακυρώσεως, υποστηρίζουν ότι η αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών δεν έχει εφαρμογή και ότι, εν πάση περιπτώσει, η επίμαχη συμφωνία δεν είναι αντιτάξιμη στο προσφεύγον.

282    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι μέρος της επιχειρηματολογίας του Συμβουλίου, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Επιτροπής και των CPMM εγείρει, εν τέλει, το ζήτημα μήπως ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως είναι αλυσιτελής. Επομένως, το ζήτημα αυτό πρέπει να εξεταστεί προτού το Γενικό Δικαστήριο αποφανθεί, ενδεχομένως, επί του βασίμου του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

1)      Επί των επιχειρημάτων του Συμβουλίου, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Επιτροπής και των CPMM που αφορούν τον αλυσιτελή χαρακτήρα του τρίτου λόγου ακυρώσεως

283    Με τα επιχειρήματά τους, το Συμβούλιο και οι παρεμβαίνοντες θέτουν υπό αμφισβήτηση τις νομικές βάσεις του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως από τρεις απόψεις. Πρώτον, κατ’ αυτούς, το άρθρο 266 ΣΛΕΕ δεν έχει εφαρμογή. Δεύτερον, η επίκληση των αποφάσεων στις οποίες παραπέμπει το προσφεύγον δεν είναι λυσιτελώς δυνατή για τον σκοπό της αμφισβήτησης του κύρους των συμφωνιών που συνήφθησαν μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου. Τρίτον, το προσφεύγον δεν μπορεί να επικαλεστεί τις αρχές του εθιμικού διεθνούς δικαίου των οποίων την παραβίαση προβάλλει εν προκειμένω.

284    Κατά πρώτον, όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, επισημαίνεται ότι, με τη σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου (T‑279/19), το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηριζόταν στις ίδιες νομικές βάσεις στις οποίες στηρίζεται ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως, το προσφεύγον δεν μπορούσε να συναγάγει από το άρθρο 266 ΣΛΕΕ υποχρέωση των θεσμικών οργάνων να εκτελέσουν τις αποφάσεις Συμβούλιο κατά Front Polisario και Western Sahara Campaign UK ή τις διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 52 ανωτέρω, ιδίως διότι καμία από τις ως άνω αποφάσεις των δικαστηρίων της Ένωσης δεν ακύρωσε ούτε έκρινε ανίσχυρη πράξη της Ένωσης. Το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, καθόσον βασιζόταν στις διατάξεις του ως άνω άρθρου, ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως ήταν αλυσιτελής (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 262 έως 265 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

285    Εντούτοις, στο μέτρο που η επιχειρηματολογία που προβλήθηκε προς στήριξη του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως βασιζόταν σε αιτίαση που αφορούσε, κατ’ ουσίαν, την παράβαση από τα θεσμικά όργανα της υποχρέωσής τους να συμμορφωθούν με τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τους κανόνες διεθνούς δικαίου που εφαρμόζονταν στην επίμαχη στην εν λόγω υπόθεση συμφωνία, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το προσφεύγον μπορούσε λυσιτελώς να επικαλεστεί την εν λόγω παράβαση, δεδομένου ότι ο δικαστής της Ένωσης είναι αρμόδιος να ελέγξει, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, τη συμβατότητα της προσβαλλόμενης πράξης με τη νομολογία του Δικαστηρίου και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στην εν λόγω υπόθεση είχε εκδοθεί ακριβώς με σκοπό να αντληθούν οι συνέπειες από τη νομολογία αυτή και ειδικότερα από την απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, παρά την εσφαλμένη παραπομπή στο άρθρο 266 ΣΛΕΕ, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, καθόσον αφορά κατ’ ουσίαν την προμνησθείσα αιτίαση, δεν είναι αλυσιτελής (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 267 έως 272).

286    Στο μέτρο που, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, το προσφεύγον παραπέμπει στην εκτέλεση των ίδιων αποφάσεων των δικαστηρίων της Ένωσης με εκείνες που επικαλέστηκε στο πλαίσιο της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου (T‑279/19), ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, καθόσον βασίζεται στο άρθρο 266 ΣΛΕΕ, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτέθηκαν στη σκέψη 284 ανωτέρω.

287    Αντιθέτως, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 276 ανωτέρω, το προσφεύγον επικαλείται, κατ’ ουσίαν, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, την παράβαση, εκ μέρους των θεσμικών οργάνων, της υποχρέωσής τους να συμμορφωθούν με τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία των συμφωνιών μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου υπό το πρίσμα των εφαρμοστέων κανόνων διεθνούς δικαίου, οι οποίοι μνημονεύονται στις αποφάσεις Συμβούλιο κατά Front Polisario και Western Sahara Campaign UK. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 3 και 5 της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σκέψη 116 ανωτέρω), τα θεσμικά όργανα διαπραγματεύθηκαν και συνήψαν την επίμαχη συμφωνία με σκοπό να αντλήσουν τις συνέπειες της δεύτερης εκ των ως άνω αποφάσεων, με την οποία αποκλείστηκε η εφαρμογή της αλιευτικής συμφωνίας του 2006 και του πρωτοκόλλου του 2013 στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα, με την αιτιολογία ότι θα παραβίαζε την αρχή της αυτοδιάθεσης και την αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, όπως ερμηνεύθηκαν με την πρώτη από τις ως άνω αποφάσεις. Ως εκ τούτου, για λόγους ανάλογους με εκείνους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 267 έως 272 της σημερινής απόφασης, Front Polisario κατά Συμβουλίου (T‑279/19), ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως, καθόσον αντλείται από την εν λόγω παράβαση, δεν είναι αλυσιτελής.

288    Κατά δεύτερον, τα επιχειρήματα της Επιτροπής και των CPMM τα οποία αντλούνται από το γεγονός ότι, με τις αποφάσεις Συμβούλιο κατά Front Polisario και Western Sahara Campaign UK, το Δικαστήριο ερμήνευσε την αρχή της αυτοδιάθεσης και την αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών στο πλαίσιο της ερμηνείας των επίμαχων στις εν λόγω υποθέσεις συμφωνιών και όχι του ελέγχου του κύρους τους είναι απορριπτέα. Συγκεκριμένα, αφενός, τα θεσμικά όργανα οφείλουν να συμμορφώνονται όχι μόνον με την ερμηνεία των κανόνων του δικαίου της Ένωσης από το Δικαστήριο, αλλά επίσης με την ερμηνεία των κανόνων διεθνούς δικαίου που δεσμεύουν την Ένωση και ο δικαστής της Ένωσης είναι αρμόδιος να εκτιμήσει τη συμβατότητα συμφωνίας συναφθείσας εξ ονόματος της Ένωσης με την εν λόγω ερμηνεία. Αφετέρου, οι κανόνες διεθνούς δικαίου που ερμήνευσε εν προκειμένω το Δικαστήριο, οι οποίοι ήταν κρίσιμοι προκειμένου να αποφανθεί επί της έμμεσης εφαρμογής τέτοιας συμφωνίας, συναφθείσας με το Βασίλειο του Μαρόκου, στη Δυτική Σαχάρα είναι, κατά μείζονα λόγο, κρίσιμοι προκειμένου να εξεταστεί η νομιμότητα ρήτρας συμφωνίας μεταξύ των ίδιων μερών προβλέπουσας ρητώς τέτοια εδαφική εφαρμογή (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 273 έως 275).

289    Κατά τρίτον, όσον αφορά τη δυνατότητα επίκλησης της αρχής της αυτοδιάθεσης και της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο συμφωνίας στον τομέα της εμπορικής πολιτικής, συναφθείσας, εξ ονόματος της Ένωσης, με σκοπό τη συμμόρφωση με την ερμηνεία των εν λόγω αρχών από το Δικαστήριο στην απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, με την εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο είχε συναγάγει από την ερμηνεία της συμφωνίας σύνδεσης υπό το πρίσμα των εν λόγω αρχών, σαφείς, ακριβείς και ανεπιφύλακτες υποχρεώσεις οι οποίες επιβάλλονται στο πλαίσιο των σχέσεων της Ένωσης με το Βασίλειο του Μαρόκου, ήτοι, αφενός, την υποχρέωση σεβασμού του χωριστού και διακριτού καθεστώτος της Δυτικής Σαχάρας και, αφετέρου, την υποχρέωση εξασφάλισης της συναίνεσης του λαού της σε περίπτωση εφαρμογής της συμφωνίας σύνδεσης στο εν λόγω έδαφος (βλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 281 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

290    Από τη διαπίστωση αυτή το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε ότι, προκειμένου να υπερασπιστεί τα δικαιώματα που αντλεί ο λαός της Δυτικής Σαχάρας από την αρχή της αυτοδιάθεσης και την αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, το προσφεύγον έπρεπε να έχει τη δυνατότητα να επικαλεστεί την παράβαση αυτών των σαφών, ακριβών και ανεπιφύλακτων υποχρεώσεων σε σχέση με την προσβαλλόμενη απόφαση στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου (T‑279/19), στο μέτρο που η εν λόγω προβαλλόμενη παράβαση μπορεί να επηρεάζει τον εν λόγω λαό, ως τρίτο σε συμφωνία συναφθείσα μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το ως άνω συμπέρασμα δεν προσέκρουε στη νομολογία σχετικά με τη δυνατότητα επίκλησης των αρχών του εθιμικού διεθνούς δικαίου που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 107 έως 109 της απόφασης της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ. (C‑366/10, EU:C:2011:864). Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι κρίσεις που εκτίθενται στις εν λόγω σκέψεις στηρίζονταν σε εκτίμηση των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης εκείνης, οι οποίες αφορούσαν τη φύση των αρχών του διεθνούς δικαίου των οποίων έγινε επίκληση και της προσβαλλόμενης πράξης καθώς και τη νομική κατάσταση των προσφευγουσών της κύριας δίκης, περιστάσεις οι οποίες δεν ήταν συγκρίσιμες με αυτές της υπόθεσης T‑279/19 (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 282 έως 291 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

291    Ομοίως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το συμπέρασμα που εκτίθεται στη σκέψη 290 ανωτέρω δεν αναιρούνταν από τα επιχειρήματα της Επιτροπής και της Comader σχετικά με την ειδική δυνατότητα επίκλησης, αφενός, της αρχής της αυτοδιάθεσης και, αφετέρου, της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών. Συγκεκριμένα, κατά πρώτον, όσον αφορά την αρχή της αυτοδιάθεσης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι το δικαίωμα που κατοχυρώνεται με την αρχή αυτή είναι συλλογικό δικαίωμα και το γεγονός ότι οδηγεί σε διαδικασία της οποίας η έκβαση δεν είναι προκαθορισμένη δεν ασκούσαν επιρροή στην υπόθεση εκείνη, δεδομένου ότι ο τρίτος τον οποίο εκπροσωπούσε το προσφεύγον ήταν ακριβώς ο κάτοχος του εν λόγω δικαιώματος και το ασκούσε στην πράξη, ανεξαρτήτως της έκβασης της διαδικασίας που βρισκόταν σε εξέλιξη. Κατά δεύτερον, όσον αφορά την αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι το γεγονός ότι η συμφωνία για τις δασμολογικές προτιμήσεις ενδέχεται να μην είναι αντιτάξιμη στον λαό της Δυτικής Σαχάρας στη διεθνή έννομη τάξη δεν μπορούσε να εμποδίσει το προσφεύγον να επικαλεστεί την εν λόγω αρχή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 293 έως 296 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

292    Οι παρατηρήσεις που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 289 έως 291 ανωτέρω εφαρμόζονται στη δυνατότητα επίκλησης της αρχής της αυτοδιάθεσης και της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών σε σχέση με την προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβανομένης υπόψη της δυνατότητας εφαρμογής των εν λόγω αρχών στο πλαίσιο αλιευτικής συμφωνίας συναφθείσας μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, την οποία το Δικαστήριο διαπίστωσε στις σκέψεις 63 έως 72 της απόφασης Western Sahara Campaign UK.

293    Εν πάση περιπτώσει, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, το προσφεύγον προβάλλει αιτίαση η οποία αφορά, κατ’ ουσίαν, παράβαση, από τα θεσμικά όργανα, της υποχρέωσης που υπέχουν να συμμορφώνονται με τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία των συμφωνιών που έχουν συναφθεί μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου με γνώμονα τους εφαρμοστέους κανόνες διεθνούς δικαίου και, ειδικότερα, της υποχρέωσης που υπέχουν να συμμορφωθούν με την απόφαση Western Sahara Campaign UK, προς στήριξη προσφυγής βάλλουσας κατά απόφασης εκδοθείσας προκειμένου να αντληθούν οι συνέπειες της εν λόγω απόφασης. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι δυνατόν να μην αναγνωρισθεί στο προσφεύγον το δικαίωμα να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης επικαλούμενο, στο πλαίσιο της εν λόγω αιτίασης, τέτοιους θεμελιώδους φύσης κανόνες, ενώ η Ένωση δεσμεύεται από τους εν λόγω κανόνες και η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε με σκοπό τη συμμόρφωση προς την ερμηνεία τους από το Δικαστήριο (βλ. κατ’ αναλογίαν, σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 292 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

294    Συνεπώς, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, το προσφεύγον μπορεί λυσιτελώς να επικαλεστεί, προς στήριξη του λόγου αυτού, τις αποφάσεις Συμβούλιο κατά Front Polisario και Western Sahara Campaign UK και την ερμηνεία της αρχής της αυτοδιάθεσης και της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών που δόθηκε με αυτές. Επομένως, ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως δεν είναι αλυσιτελής.

2)      Επί του βασίμου των επιχειρημάτων που προέβαλε το προσφεύγον προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως

295    Η επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τρία σκέλη τα οποία αφορούν, πρώτον, την αδυναμία της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου να συνάψουν συμφωνία εφαρμοστέα στη Δυτική Σαχάρα και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα, δεύτερον, την παράβαση του χωριστού και διακριτού καθεστώτος του εν λόγω εδάφους, κατά παραβίαση της αρχής της αυτοδιάθεσης, και, τρίτον, την παράβαση της απαίτησης κατά την οποία ο λαός του εν λόγω εδάφους πρέπει να συναινεί στην επίμαχη συμφωνία, ως τρίτος σε αυτήν, κατά την έννοια της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών.

i)      Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την αδυναμία της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου να συνάψουν συμφωνία εφαρμοστέα στη Δυτική Σαχάρα και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα

296    Με το πρώτο σκέλος, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις Συμβούλιο κατά Front Polisario και Western Sahara Campaign UK, η εφαρμογή στη Δυτική Σαχάρα και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου είναι νομικώς αδύνατη λόγω, ειδικότερα, της παραβίασης της αρχής της αυτοδιάθεσης και της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών. Ειδικότερα, όσον αφορά την απόφαση Western Sahara Campaign UK, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο απέκλεισε, στη σκέψη 72 της εν λόγω απόφασης, μια τέτοια συμφωνία, με την αιτιολογία ότι, εν πάση περιπτώσει, το Βασίλειο του Μαρόκου αρνήθηκε ρητώς να θεωρήσει ότι έχει οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα πλην του ασκούντος κυριαρχία στο εν λόγω έδαφος. Στην πραγματικότητα, όμως, κατά το προσφεύγον, η επίμαχη συμφωνία σκοπεί στη «διαιώνιση» της εν τοις πράγμασι εφαρμογής της αλιευτικής συμφωνίας του 2006 και των πρωτοκόλλων της στο μέρος του εν λόγω εδάφους που ελέγχει η τρίτη αυτή χώρα και στα παρά το έδαφος αυτό ύδατα, η οποία είχε αποκλειστεί από την προμνησθείσα απόφαση.

297    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τη Γαλλική Δημοκρατία, την Επιτροπή και τα CPMM, υποστηρίζει ότι οι αποφάσεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 296 ανωτέρω δεν απέκλεισαν την εφαρμογή στη Δυτική Σαχάρα συμφωνιών που συνάπτονται μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου.

298    Συναφώς, αρκεί να επισημανθεί ότι, στο πλαίσιο της νομολογίας σχετικά με τις συμφωνίες που συνήφθησαν εξ ονόματος της Ένωσης με το Βασίλειο του Μαρόκου στο πλαίσιο της συμφωνίας σύνδεσης, τα δικαστήρια της Ένωσης δεν αποφάνθηκαν επί διαφορών σχετικών με συμφωνίες μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου οι οποίες περιελάμβαναν ρητή ρήτρα υπαγωγής της Δυτικής Σαχάρας στο εδαφικό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας. Επομένως, στο πλαίσιο της εν λόγω νομολογίας, το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο έκριναν απλώς και μόνον ότι αντιβαίνει στους εφαρμοστέους κανόνες διεθνούς δικαίου να θεωρηθεί ότι το εν λόγω μη αυτόνομο έδαφος υπάγεται εμμέσως στο εδαφικό πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, παρότι το εν λόγω πεδίο εφαρμογής περιοριζόταν ρητώς, όσον αφορά την τρίτη χώρα, στο έδαφός της ή στα ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή στη δικαιοδοσία της (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 300 έως 304 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

299    Εξάλλου, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 301 και 305 της σημερινής απόφασης, Front Polisario κατά Συμβουλίου (T‑279/19), το Δικαστήριο διαπίστωσε, στις σκέψεις 94 έως 98 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, ότι δεν αντιβαίνει στον κανόνα που έχει κωδικοποιηθεί στο άρθρο 29 της Σύμβασης της Βιέννης μια συνθήκη να δεσμεύει ένα κράτος σε σχέση με έδαφος διαφορετικό από το δικό του εάν μια τέτοια πρόθεση απορρέει από την εν λόγω συνθήκη.

300    Επομένως, συνάγεται, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει το προσφεύγον, ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η επίμαχη συμφωνία «επικυρώνει» πρακτική την οποία αποκλείει η νομολογία. Συγκεκριμένα, αφενός, η νομολογία δεν απέκλεισε παντελώς τη δυνατότητα νόμιμης εφαρμογής στη Δυτική Σαχάρα ή στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου. Αφετέρου, η εν λόγω εφαρμογή δεν προκύπτει, εν προκειμένω, από απλή «πρακτική», αλλά από τη ρητή διατύπωση της ίδιας της επίμαχης συμφωνίας, αντικατοπτρίζοντας την κοινή βούληση των μερών, και ιδίως της Ένωσης (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 305 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

301    Οι ως άνω παρατηρήσεις δεν αναιρούνται, εν προκειμένω, από τη σκέψη 72 της απόφασης Western Sahara Campaign UK (βλ. σκέψη 48 ανωτέρω). Συγκεκριμένα στην εν λόγω σκέψη, το Δικαστήριο απέκλεισε μόνον το ενδεχόμενο που προέβαλαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή να μπορεί να θεωρηθεί ότι τα παρά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας ύδατα υπάγονται στη δικαιοδοσία του Βασιλείου του Μαρόκου, ως «de facto» διοικούσας αρχής ή αρχής κατοχής του εν λόγω εδάφους, δεδομένου ότι το Βασίλειο του Μαρόκου είχε αποκλείσει «ρητώς» τους εν λόγω χαρακτηρισμούς. Αντιθέτως, στην ίδια σκέψη, το Δικαστήριο δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να μπορούν να υπαχθούν τα εν λόγω ύδατα σε αλιευτική συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου η οποία τα διακρίνει ρητώς από τα ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή στη δικαιοδοσία του εν λόγω τρίτου κράτους.

302    Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

303    Εν συνεχεία προσήκει η ανάλυση του τρίτου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

ii)    Επί του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά παράβαση της απαίτησης κατά την οποία ο λαός της Δυτικής Σαχάρας έπρεπε να συναινέσει στην επίμαχη συμφωνία, ως τρίτος σε αυτήν, κατά την έννοια της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών

304    Με το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το προσφεύγον αμφισβητεί, τόσο με το δικόγραφο της προσφυγής όσο και με το υπόμνημα απαντήσεως, το κύρος των διαβουλεύσεων που πραγματοποίησαν η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ και τη σημασία της έκθεσης της 8ης Οκτωβρίου 2018 στην οποία εκτίθενται, μεταξύ άλλων, οι εν λόγω διαβουλεύσεις. Συγκεκριμένα, οι διαβουλεύσεις και η έκθεση επικεντρώνονται, κατά το προσφεύγον, στα οφέλη της επίμαχης συμφωνίας, παρότι το μόνο κρίσιμο κριτήριο, το οποίο έθεσε το Δικαστήριο, είναι η συναίνεση του λαού της Δυτικής Σαχάρας. Επιπλέον, κατά το προσφεύγον, οι εν λόγω διαπραγματεύσεις, τις οποίες τα θεσμικά όργανα και το Βασίλειο του Μαρόκου δεν ήταν, κατά το προσφεύγον, αρμόδια να διεξαγάγουν, δεν είχαν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την εξασφάλιση της εν λόγω συναίνεσης, ειδικότερα καθότι, αφενός, η συναίνεση δεν μπορεί να προκύπτει από άτυπη διαδικασία διαβουλεύσεων και, αφετέρου, η εν λόγω διαδικασία αφορούσε οντότητες που θεσπίστηκαν βάσει του μαροκινού δικαίου και δεν περιελάμβαναν το μέρος του εν λόγω λαού που ζει εκτός της ζώνης που ελέγχει το Βασίλειο του Μαρόκου. Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 11 της προσβαλλόμενης απόφασης, το Συμβούλιο μετέβαλε τη φύση και το περιεχόμενο των εν λόγω διαβουλεύσεων καθιστώντας τες εκδήλωση της συγκατάθεσης του «ενδιαφερόμενου λαού». Κατά το προσφεύγον, οι ως άνω εκτιμήσεις του Συμβουλίου δεν συνάδουν με τις αποφάσεις Συμβούλιο κατά Front Polisario και Western Sahara Campaign UK, ιδίως με τη σκέψη 106 της πρώτης εξ αυτών.

305    Το Συμβούλιο, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή και τα CPMM υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι οι πραγματοποιηθείσες διαβουλεύσεις τηρούν τις εφαρμοστέες αρχές διεθνούς δικαίου, λαμβανομένων υπόψη της ιδιαίτερης κατάστασης της Δυτικής Σαχάρας, η οποία δεν καθιστούσε δυνατό να ληφθεί η συναίνεση του λαού της απευθείας, και της σημαντικής εξουσίας εκτίμησης που διαθέτουν τα θεσμικά όργανα (βλ. σκέψεις 277 έως 281 ανωτέρω).

306    Η εξέταση του παρόντος σκέλους συνεπάγεται ότι πρέπει να εξεταστούν, πρώτον, η εφαρμογή της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών στην υπό κρίση υπόθεση, δεύτερον, ο τρόπος με τον οποίο τα θεσμικά όργανα επιδίωξαν, εν προκειμένω, να συμμορφωθούν, κατά τη διατύπωση της αιτιολογικής σκέψης 11 της προσβαλλόμενης απόφασης, με τα «εκτιθέμενα στην απόφαση [Western Sahara Campaign UK]» και, τρίτον, το βάσιμο της επιχειρηματολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 304 ανωτέρω.

–       Επί της εφαρμογής της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών στην υπό κρίση υπόθεση

307    Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζουν τα CPMM και όπως προκύπτει από τις σκέψεις 100 έως 107 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario και τις σκέψεις 63, 69, 71 και 72 της απόφασης Western Sahara Campaign UK, η αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών έχει εφαρμογή εν προκειμένω. Ειδικότερα, το γεγονός ότι, λαμβανομένης υπόψη της θέσης του επί του ζητήματος της Δυτικής Σαχάρας, το Βασίλειο του Μαρόκου δεν θα είχε ενδεχομένως την πρόθεση να αναγνωρίσει ούτε δικαιώματα ούτε υποχρεώσεις στον λαό του εν λόγω εδάφους ουδεμία ασκεί επιρροή στη δυνατότητα εφαρμογής της ως άνω αρχής στο πλαίσιο της ερμηνείας, από τα δικαστήρια της Ένωσης, υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου, συμφωνίας, όπως η επίμαχη, μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου εφαρμοστέας στη Δυτική Σαχάρα και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 310).

308    Η εφαρμογή, εν προκειμένω, της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών δεν αναιρείται επίσης από τις προκαταρκτικές παρατηρήσεις της Επιτροπής σχετικά με τον μη σαφή χαρακτήρα, στο διεθνές δίκαιο, της σχέσης μεταξύ μη αυτόνομου εδάφους και των παρά το έδαφος αυτό υδάτων και, ιδίως, από τις παρατηρήσεις της σχετικά με τη μη ύπαρξη παραπομπής στην έννοια της συναίνεσης στη Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας, και ειδικότερα στο ψήφισμα III της τελικής πράξης της τρίτης συνδιάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας.

309    Συγκεκριμένα, αρκεί να υπομνησθεί ότι, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 233 ανωτέρω, από την ανάλυση των αρχών του εθιμικού διεθνούς δικαίου που κατοχυρώνονται στη Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας και από τις ρήτρες της εν λόγω Σύμβασης, όπως έχουν ερμηνευθεί, μεταξύ άλλων από το Δικαστήριο (βλ. σκέψεις 221 έως 232 ανωτέρω), προκύπτει ότι τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους που κατοχυρώνονται στη Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας, και ιδίως τα δικαιώματα που αφορούν την εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων που βρίσκονται στις ζώνες που ορίζονται στην εν λόγω Σύμβαση, μπορούν να ασκηθούν προς όφελος των λαών των μη αυτόνομων εδαφών που διαθέτουν ακτογραμμή, όπως η Δυτική Σαχάρα. Εντούτοις, στην περίπτωση που τα δικαιώματα του ενδιαφερόμενου λαού ασκούνται προς όφελός του από τρίτα κράτη, ο εν λόγω λαός πρέπει, βάσει της αρχής της αυτοδιάθεσης και της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, να εκφράσει τη συναίνεσή του στην άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων από τρίτα κράτη. Εν πάση περιπτώσει, όπως διαπιστώθηκε επανειλημμένως στην παρούσα απόφαση, η επίμαχη συμφωνία εφαρμόζεται όχι μόνον στα παρά το εν λόγω έδαφος ύδατα, αλλά και στο χερσαίο μέρος του εν λόγω εδάφους.

310    Εν συνεχεία, ελλείψει ενδείξεων από το Δικαστήριο ή λήψης θέσης από τα όργανα του ΟΗΕ σχετικά με τα κριτήρια που αφορούν τον τρόπο εκδήλωσης της συναίνεσης του λαού της Δυτικής Σαχάρας, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει της αρχής του γενικού διεθνούς δικαίου περί του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, της οποίας το άρθρο 34 της Σύμβασης της Βιέννης αποτελεί ειδικότερη έκφανση, οι συνθήκες δεν πρέπει ούτε να βλάπτουν ούτε να ωφελούν τρίτους άνευ της συναινέσεώς τους (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 311 έως 313).

311    Συναφώς, από τις διατάξεις των άρθρων 35 και 36 της Σύμβασης της Βιέννης, προκύπτει ότι η συναίνεση του λαού της Δυτικής Σαχάρας στην επίμαχη συμφωνία μπορεί να τεκμαίρεται μόνον στην περίπτωση που τα μέρη της εν λόγω συμφωνίας επιδίωκαν να του αναγνωρίσουν δικαίωμα, εφόσον δεν υπάρχει ένδειξη περί του αντιθέτου, και ότι, αντιθέτως, η εν λόγω συναίνεση πρέπει να είναι ρητή όσον αφορά τις υποχρεώσεις που τα ως άνω μέρη επιδιώκουν να του επιβάλουν. Συγκεκριμένα, πέραν του γεγονότος ότι οι αρχές που κωδικοποιήθηκαν στη Σύμβαση της Βιέννης όσον αφορά τις συμβατικές σχέσεις μεταξύ κρατών μπορούν να εφαρμοστούν και σε άλλα υποκείμενα διεθνούς δικαίου, από τη σκέψη 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario δεν προκύπτει διαφορά περιεχομένου μεταξύ της έννοιας του «τρίτου» που εφάρμοσε το Δικαστήριο στον λαό της Δυτικής Σαχάρας και της έννοιας του «τρίτου κράτους» κατά την εν λόγω Σύμβαση (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 314 έως 317 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

312    Ανεξάρτητα, όμως, από το γεγονός ότι, εν προκειμένω, το προσφεύγον αρνήθηκε να μετάσχει στις διαβουλεύσεις που διεξήγαγαν η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ πριν από τη σύναψη της επίμαχης συμφωνίας, επισημαίνεται ότι η εν λόγω συμφωνία δεν παρέχει κανένα δικαίωμα στον λαό της Δυτικής Σαχάρας, ως τρίτο στην εν λόγω συμφωνία, και ότι, επομένως, η συναίνεσή του δεν μπορεί να τεκμαίρεται βάσει της αρχής που διατυπώνεται στο άρθρο 36, παράγραφος 1, της Σύμβασης της Βιέννης (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 318 και 323).

313    Συγκεκριμένα, αφενός, τα αλιευτικά δικαιώματα που παρέχονται δυνάμει της αλιευτικής συμφωνίας στα παρά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας ύδατα παρέχονται προς όφελος της Ένωσης και των κρατών μελών. Εξάλλου, η διαχείριση των αλιευτικών δραστηριοτήτων στα εν λόγω ύδατα, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο του καθορισμού των ζωνών διαχείρισης που εφαρμόζονται σε αυτά, ασκείται από τις μαροκινές αρχές στο πλαίσιο των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεών τους, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω συμφωνίας.

314    Αφενός, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 215 ανωτέρω, οι διάφορες συνιστώσες της χρηματικής αντιπαροχής καταβάλλονται στις μαροκινές αρχές, όπως προκύπτει από το άρθρο 4, παράγραφος 4, και το άρθρο 8, παράγραφος 3, του πρωτοκόλλου εφαρμογής καθώς και από το τμήμα E του κεφαλαίου I του παραρτήματος του εν λόγω πρωτοκόλλου. Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, και των άρθρων 6 έως 8 του πρωτοκόλλου εφαρμογής, η εν λόγω αντιπαροχή διατίθεται από τις αρχές του Βασιλείου του Μαρόκου, υπό τον έλεγχο της μεικτής επιτροπής που θεσπίζεται με το άρθρο 13 της αλιευτικής συμφωνίας, η οποία απαρτίζεται από εκπροσώπους του τρίτου κράτους και της Ένωσης, και βάσει της αρχής της δίκαιης γεωγραφικής και κοινωνικής κατανομής που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 4, της ίδιας συμφωνίας.

315    Όπως, όμως, προκύπτει από την ανταλλαγή επιστολών (βλ. σκέψη 70 ανωτέρω), το Βασίλειο του Μαρόκου ασκεί τις ως άνω αρμοδιότητες βάσει της θέσης του κατά την οποία «η περιοχή της Σαχάρας αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του εθνικού εδάφους επί του οποίου το εν λόγω Βασίλειο ασκεί πλήρως τα κυριαρχικά του δικαιώματα όπως και επί της υπόλοιπης εθνικής επικράτειας».

316    Συναφώς, επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι δεν προκύπτει από τις ρήτρες της αλιευτικής συμφωνίας ή του πρωτοκόλλου εφαρμογής και από τα παραρτήματα και τα προσαρτήματά του ότι η αρχή της δίκαιης γεωγραφικής και κοινωνικής κατανομής της χρηματικής αντιπαροχής εφαρμόζεται με διαφορετικό τρόπο στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και στο έδαφος του Βασιλείου του Μαρόκου, κατά την έννοια του άρθρου 94 της συμφωνίας σύνδεσης.

317    Επομένως, το Βασίλειο του Μαρόκου δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες και τις αρμοδιότητες που του ανήκουν δυνάμει της επίμαχης συμφωνίας, όσον αφορά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και τα παρά το έδαφος αυτής ύδατα, προκειμένου να ασκήσει τα δικαιώματα του λαού του εν λόγω εδάφους προς όφελος του εν λόγω λαού. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη θέση που εξέφρασε στην ανταλλαγή επιστολών και όπως, εξάλλου, υπενθυμίζουν τα CPMM (βλ. σκέψη 307 ανωτέρω), το Βασίλειο του Μαρόκου δεν έχει την πρόθεση να αναγνωρίσει στον εν λόγω λαό δικαιώματα όσον αφορά την εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στα εν λόγω ύδατα και την κατανομή των εξ αυτών προκυπτόντων οφελών. Επιπλέον, τα δικαιώματα που η εν λόγω συμφωνία μπορεί ενδεχομένως να δημιουργήσει για τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στο εν λόγω έδαφος αφορούν ιδιώτες και όχι τρίτο ο οποίος πρέπει να συναινέσει στη συμφωνία. Όσον αφορά τα οφέλη για τους πληθυσμούς του εν λόγω εδάφους που μπορεί να προκύψουν από τη συμφωνία, πρόκειται για αμιγώς κοινωνικοοικονομικά, και επιπλέον έμμεσα, αποτελέσματα, τα οποία δεν μπορούν να εξομοιωθούν με δικαιώματα (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 320 και 321).

318    Αντιθέτως, στο μέτρο που παρέχει σε ένα από τα μέρη αρμοδιότητα επί του εδάφους τρίτου, την οποία ο τρίτος δεν δικαιούται επομένως να ασκήσει ο ίδιος ή, ενδεχομένως, της οποίας την άσκηση δεν δικαιούται να αναθέσει σε άλλον, η επίμαχη συμφωνία επιβάλλει υποχρέωση στον ενδιαφερόμενο τρίτο, όπως υπογραμμίζει το προσφεύγον, ανεξαρτήτως της περίστασης, που προέβαλε το Συμβούλιο, ότι ο τρίτος δεν είναι, στο παρόν στάδιο, σε θέση να αναλάβει ο ίδιος ή μέσω του εκπροσώπου του τις εν λόγω αρμοδιότητες. Επομένως, η συναίνεση του τρίτου στην επίμαχη συμφωνία πρέπει να είναι ρητή (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 322 και 323).

319    Τέλος, όσον αφορά το περιεχόμενο και την εμβέλεια της έννοιας της συναίνεσης, όπως χρησιμοποιείται στα άρθρα 34 έως 36 της Σύμβασης της Βιέννης και μνημονεύεται στη σκέψη 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από το τρίτο εδάφιο του προοιμίου της εν λόγω Σύμβασης, η αρχή της ελεύθερης συναίνεσης συνιστά αρχή που «παγκοσμίως αναγνωρίζ[εται]» η οποία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στο δίκαιο των συνθηκών. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, όταν κανόνας διεθνούς δικαίου εφαρμόζει την αρχή της ελεύθερης συναίνεσης, ο εν λόγω κανόνας συνεπάγεται, πρώτον, ότι από την έκφραση της συναίνεσης συμβαλλόμενου μέρους ή τρίτου εξαρτάται το κύρος της πράξης για την οποία απαιτείται η συναίνεση, δεύτερον, ότι το κύρος της ίδιας της συναίνεσης εξαρτάται από τον «ελεύθερο και αυθεντικό» χαρακτήρα της και, τρίτον, ότι η εν λόγω πράξη είναι αντιτάξιμη στο συμβαλλόμενο μέρος ή στον τρίτο που συναίνεσε εγκύρως σε αυτήν (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 324 και 325 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

320    Επομένως, η συναίνεση του λαού της Δυτικής Σαχάρας, ως τρίτου στην επίμαχη συμφωνία, κατά την έννοια της σκέψης 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, πρέπει, κατ’ αρχήν, να πληροί τις ίδιες απαιτήσεις και να παράγει τα ίδια έννομα αποτελέσματα με τα προεκτεθέντα στη σκέψη 319 (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 326).

321    Αυτό είναι το πρίσμα υπό το οποίο πρέπει να εξεταστούν, εν συνεχεία, οι συγκεκριμένες ενέργειες στις οποίες προέβησαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή προκειμένου να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις που συνήγαγε το Δικαστήριο από την αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών.

–       Επί των διαβουλεύσεων που διεξήγαγαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή προκειμένου να συμμορφωθούν με την ερμηνεία της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών που έδωσε το Δικαστήριο στις αποφάσεις Συμβούλιο κατά Front Polisario και Western Sahara Campaign UK

322    Κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 11 της προσβαλλόμενης απόφασης, το Συμβούλιο επισήμανε ότι «η Επιτροπή, σε συνεργασία με την [ΕΥΕΔ], έλαβε όλα τα εύλογα και δυνατά μέτρα στο παρόν πλαίσιο για να επιτύχει την κατάλληλη συμμετοχή του ενδιαφερόμενου λαού, προκειμένου να εξακριβωθεί η συγκατάθεσή του». Επιπλέον, στην ίδια αιτιολογική σκέψη, το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι «[σ]τη Δυτική Σαχάρα και στο Βασίλειο του Μαρόκου διεξήχθησαν ευρείες διαβουλεύσεις, οι δε κοινωνικοοικονομικοί και πολιτικοί φορείς που συμμετείχαν στις διαβουλεύσεις τάχθηκαν σαφώς υπέρ της σύναψης της [επίμαχης] συμφωνίας» και ότι «[ε]ντούτοις, το [προσφεύγον] και μερικοί άλλοι φορείς δεν δέχθηκαν να λάβουν μέρος στη διαδικασία διαβούλευσης». Όπως προκύπτει από τα προμνησθέντα στοιχεία, η «διαδικασία διαβούλευσης» παρέσχε, κατά το Συμβούλιο, τη δυνατότητα συμμόρφωσης με τα «εκτιθέμενα» στις αποφάσεις Συμβούλιο κατά Front Polisario και Western Sahara Campaign UK, ιδίως δε τα εκτιθέμενα στη σκέψη 106 της πρώτης εκ των αποφάσεων αυτών.

323    Κατά δεύτερον, όπως προκύπτει από το υπόμνημα αντικρούσεως και από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν προς στήριξή του, το Συμβούλιο περιέλαβε οδηγίες διαπραγματεύσεων στην απόφαση, της 16ης Απριλίου 2018, που επιτρέπει την έναρξη διαπραγματεύσεων με το Βασίλειο του Μαρόκου για την τροποποίηση της συμφωνίας αλιευτικής σύμπραξης και τη σύναψη πρωτοκόλλου εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας. Οι εν λόγω οδηγίες προέβλεπαν, μεταξύ άλλων, αφενός, ότι «η Επιτροπή [αξιολόγησε τις ενδεχόμενες επιπτώσεις της επίμαχης συμφωνίας], ιδίως όσον αφορά τα οφέλη για τους ενδιαφερομένους και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων στα οικεία εδάφη», και, αφετέρου, ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο «[έπρεπε] να εξασφαλίσει ότι, σύμφωνα με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου, κατά τον χρόνο της πρότασής της για υπογραφή και σύναψη του πρωτοκόλλου, θα έχει δοθεί στους ενδιαφερομένους η δυνατότητα συμμετοχής».

324    Κατά τρίτον, στην έκθεση της 8ης Οκτωβρίου 2018, η Επιτροπή επισήμανε, όσον αφορά τη δεύτερη από τις οδηγίες διαπραγματεύσεων που μνημονεύθηκε στη σκέψη 323 ανωτέρω, τα εξής:

«Ελλείψει κάθε ενδεχόμενης εναλλακτικής δυνατότητας, η οποία θα καθιστούσε δυνατή την άμεση διαβούλευση με τον πληθυσμό της Δυτικής Σαχάρας, οι υπηρεσίες της [Επιτροπής] και η ΕΥΕΔ πραγματοποίησαν διαβουλεύσεις με ευρύ φάσμα αντιπροσωπευτικών οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών του λαού των Σαχράουι, βουλευτές, οικονομικούς φορείς και οργανώσεις […]

[Ο]ι εν λόγω διαβουλεύσεις επικεντρώθηκαν στον βασικό σκοπό της ανταλλαγής θέσεων και παρατηρήσεων σχετικά με το ενδεχόμενο ενδιαφέρον που παρουσιάζει, για τους πληθυσμούς της Δυτικής Σαχάρας και την οικονομία του εδάφους, η σύναψη [της επίμαχης συμφωνίας].

Παρότι το [προσφεύγον] προσκλήθηκε από την ΕΥΕΔ και την Επιτροπή για τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων στις Βρυξέλλες, δεν λήφθηκε καμία θετική απάντηση […] Ομοίως, οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που εκφράστηκαν κατά της επέκτασης της [επίμαχης συμφωνίας] στα παρά τη Δυτική Σαχάρα ύδατα προσκλήθηκαν στις Βρυξέλλες, αλλά καμία δεν αποδέχθηκε την πρόσκληση.

Εξάλλου, οι αρχές του Μαρόκου διεξήγαγαν τις δικές τους διαβουλεύσεις με εθνικούς, περιφερειακούς και επαγγελματικούς φορείς τους οποίους αφορά η [επίμαχη συμφωνία].»

325    Συγκεκριμένα, στην έκθεση της 8ης Οκτωβρίου 2018 η Επιτροπή επισήμανε τα εξής:

«[Σ]τόχος ήταν να είναι η εν λόγω τριμερής προσέγγιση όσο το δυνατόν πιο πολυσυλλεκτική, ουσιαστική και αξιόπιστη, σε ένα εξαιρετικά περίπλοκο πολιτικό και νομικό πλαίσιο.

Διευκρινίστηκε εξαρχής ότι σκοπός της διαδικασίας διαβούλευσης δεν ήταν να καθοριστεί το οριστικό πολιτικό και συνταγματικό καθεστώς του εδάφους της Δυτικής Σαχάρας, αλλά να διαπιστωθεί αν οι πληθυσμοί τους οποίους αφορά η συμφωνία τάσσονταν υπέρ της επέκτασης της [αλιευτικής συμφωνίας του 2006] στα παρά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας ύδατα.»

326    Κατά τέταρτον, στην έκθεση της 8ης Οκτωβρίου 2018, η Επιτροπή προβαίνει σε απολογισμό των εν λόγω διαβουλεύσεων καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «το πρώτο σκέλος [αυτών], το οποίο συνίστατο σε διαβουλεύσεις που διεξήγαγαν οι μαροκινές αρχές, κατέληξε στη διαπίστωση ευρείας συναίνεσης όσον αφορά τη στήριξη της νέας σύμπραξης στον τομέα της βιώσιμης αλιείας, περιλαμβανομένης της επέκτασής της στα παρά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας ύδατα» και ότι, «όσον αφορά τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων που διεξήγαγαν η ΕΥΕΔ και [η ίδια], διαπιστώθηκε επίσης πολύ ισχυρή στήριξη της επέκτασης της [επίμαχης συμφωνίας] στα παρά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας ύδατα». Εξάλλου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι «[το προσφεύγον] και πλείονες άλλοι παράγοντες που βλέπουν με συμπάθεια τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του αρνήθηκαν να λάβουν μέρος στη διαδικασία διαβούλευσης χωρίς να προβάλουν επιχειρήματα κατά της [επίμαχης συμφωνίας]», εκτιμώντας ότι «[η εν λόγω] άρνηση φαίνεται να συνδέεται με πολιτικής φύσεως επιφυλάξεις [σχετικές με] το ζήτημα του οριστικού καθεστώτος της Δυτικής Σαχάρας».

327    Επομένως, όπως εκθέτει η Επιτροπή με το υπόμνημα παρεμβάσεως, η ΕΥΕΔ και η ίδια θεώρησαν ότι, «δυνάμει της αρχής της πολιτικής ουδετερότητας και της μη παρέμβασης, έπρεπε να διεξαγάγουν διαβουλεύσεις με όσο το δυνατόν “λιγότερους αποκλεισμούς” χωρίς να λάβουν θέση» στη «διαφορά μεταξύ του [Βασιλείου του] Μαρόκου και του προσφεύγοντος όσον αφορά τη νομιμοποίηση του ενός ή του ετέρου να εκπροσωπεί το εν λόγω έδαφος». Επομένως, στο μέτρο που «καθένα από τα μέρη στη διαδικασία του ΟΗΕ (Βασίλειο του Μαρόκου και [προσφεύγον]) διεκδικούσε την αποκλειστική εξουσία εκπροσώπησης των πληθυσμών που αφορά η συμφωνία», η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ εκτίμησαν ότι «η προτίμηση της ερμηνείας [οποιουδήποτε εκ των εν λόγω μερών] θα οδηγούσε αναπόφευκτα την Ένωση να λάβει θέση στην πολιτική διαφορά» και ότι «η αναγνώριση του [προσφεύγοντος] ως μοναδικού συνομιλητή θα αντέβαινε στη γενική προσέγγιση της Ένωσης η οποία δεν είχε αναγνωρίσει ποτέ την εν λόγω οργάνωση ει μη μόνον ως ένα από τα “μέρη” στη διαδικασία του ΟΗΕ». Συνεπώς, εκκινώντας από την αρχή ότι «κανένα [από τα εν λόγω] μέρη δεν διαθέτει το προνόμιο της νομιμοποίησης», η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ επέλεξαν ως λύση «να διευρύνουν τη βάση της διαβούλευσης πέραν των συνομιλητών που πρότεινε καθένα από τα μέρη, επεκτείνοντάς την, κατά το δυνατόν, στην κοινωνία των πολιτών που αφορούν οι συμφωνίες και στους εκπροσώπους της».

328    Συναφώς, κατ’ αρχάς, από τις ως άνω παρατηρήσεις συνάγεται ότι τα θεσμικά όργανα εκτίμησαν ότι δεν ήταν δυνατό, στην πράξη, να εξασφαλίσουν, απευθείας ή αποκλειστικώς μέσω του προσφεύγοντος, τη συναίνεση του λαού της Δυτικής Σαχάρας, ως τρίτου στην επίμαχη συμφωνία, λόγω της ιδιαίτερης κατάστασης του εν λόγω εδάφους, αλλά, αντιθέτως, ότι η διαβούλευση με τους «ενδιαφερόμενους πληθυσμούς» προκειμένου να εξασφαλιστεί η «συγκατάθεσή» τους στην εν λόγω συμφωνία καθιστούσε, λαμβανομένης υπόψη της εν λόγω κατάστασης, δυνατή τη συμμόρφωση, στο μέτρο του δυνατού, με τις απαιτήσεις που συνάγονταν, ειδικότερα, από τη σκέψη 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 336).

329    Εν συνεχεία, συνάγεται ότι η έννοια των «ενδιαφερόμενων πληθυσμών» που μνημονεύουν τα θεσμικά όργανα περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο τους πληθυσμούς που βρίσκονται επί του παρόντος στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας, ανεξαρτήτως του αν ανήκουν ή όχι στον λαό του εν λόγω εδάφους, με την επιφύλαξη της «[εξασφάλισης της] άποψης των προσφύγων του λαού των Σαχράουι», την οποία θα καθιστούσε δυνατή, κατά την Επιτροπή, «η συμπερίληψη του προσφεύγοντος στα μέρη με τα οποία πραγματοποιήθηκε διαβούλευση». Επομένως, η έννοια αυτή διαφοροποιείται από εκείνη του «λαού της Δυτικής Σαχάρας», αφενός, καθόσον μπορεί να συμπεριλάβει το σύνολο των τοπικών πληθυσμών που επηρεάζονται, θετικά ή αρνητικά, από την εφαρμογή της επίμαχης συμφωνίας στο εν λόγω έδαφος και, αφετέρου, καθόσον δεν διαθέτει το πολιτικό περιεχόμενο της δεύτερης αυτής έννοιας, το οποίο απορρέει, μεταξύ άλλων, από το δικαίωμα αυτοδιάθεσης που αναγνωρίζεται στον εν λόγω λαό (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 337).

330    Τέλος, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν το προσφεύγον, οι διαβουλεύσεις που πραγματοποίησαν η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ στηρίζονται σε προσέγγιση συγκρίσιμη με εκείνη που απαιτείται από το άρθρο 11, παράγραφος 3, ΣΕΕ καθώς και από το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου (αριθ. 2) της ΣΛΕΕ σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, κατά τα οποία η Επιτροπή πρέπει να διεξάγει ευρείες διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη, ιδίως προτού υποβάλει πρόταση νομοθετικής πράξης. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα διάφορα αποσπάσματα προτάσεων σύναψης αλιευτικών συμφωνιών εξ ονόματος της Ένωσης, τα οποία προσκόμισε το προσφεύγον, η Ένωση συστηματοποίησε την εν λόγω πρακτική στο πλαίσιο τέτοιων προτάσεων (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 338).

331    Εντούτοις, η προσέγγιση αυτή συνεπάγεται, κατ’ αρχήν, μόνον τη συγκέντρωση και τη συνεκτίμηση της άποψης των διάφορων ενδιαφερόμενων μερών, ειδικότερα για την έκδοση της σχεδιαζόμενης πράξης, χωρίς η εν λόγω συνεκτίμηση να παράγει έννομα αποτελέσματα συγκρίσιμα με εκείνα της εκδήλωσης της συναίνεσης τρίτου, η οποία απαιτείται για την έκδοση τέτοιας πράξης. Ως εκ τούτου, η φράση «συγκατάθεση του ενδιαφερόμενου λαού» στην αιτιολογική σκέψη 11 της προσβαλλόμενης απόφασης δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως έχουσα το νομικό περιεχόμενο της έννοιας της συναίνεσης που επισημάνθηκε στη σκέψη 319 ανωτέρω. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα της έκθεσης της 8ης Οκτωβρίου 2018, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, η έννοια της συγκατάθεσης στην προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να θεωρηθεί ότι παραπέμπει μόνον στην κατά πλειοψηφία θετική άποψη των οργάνων και των οργανώσεων τα οποία η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ θεώρησαν αντιπροσωπευτικά των εν λόγω πληθυσμών και με τα οποία πραγματοποιήθηκαν διαβουλεύσεις τόσο από την Επιτροπή και την ΕΥΕΔ όσο και από το Βασίλειο του Μαρόκου. Πάντως, η άποψη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί, καθεαυτή, ως καθορίζουσα το κύρος της επίμαχης συμφωνίας και της προσβαλλόμενης απόφασης και ως δεσμεύουσα τα εν λόγω όργανα και τις εν λόγω οργανώσεις ή τους ίδιους τους «ενδιαφερόμενους πληθυσμούς» με αποτέλεσμα η εν λόγω συμφωνία να είναι αντιτάξιμη σε αυτούς (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 339 και 340).

332    Το αν η ιδιαίτερη έννοια που αποδίδει η προσβαλλόμενη απόφαση στη «συγκατάθεση», όπως ορίζεται στη σκέψη 331 ανωτέρω, συνάδει με την ερμηνεία της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών από το Δικαστήριο θα πρέπει να εξακριβωθεί στο πλαίσιο της εξέτασης του βασίμου του υπό κρίση σκέλους.

–       Επί του αν η ιδιαίτερη έννοια που αποδίδεται στη «συγκατάθεση» στην προσβαλλόμενη απόφαση συνάδει με την ερμηνεία της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών από το Δικαστήριο στις αποφάσεις Συμβούλιο κατά Front Polisario και Western Sahara Campaign UK

333    Με το παρόν σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως εγείρεται, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα του αν, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης κατάστασης της Δυτικής Σαχάρας, το Συμβούλιο μπόρεσε να κάνει χρήση της εξουσίας εκτίμησης που διαθέτει για να θεωρήσει ότι η απαίτηση συναίνεσης του λαού του εν λόγω εδάφους στην επίμαχη συμφωνία συνεπάγεται απλώς και μόνον την εξασφάλιση της κατά πλειοψηφία θετικής άποψης των «ενδιαφερόμενων πληθυσμών».

334    Συναφώς, κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, καίτοι η νομολογία αναγνωρίζει στα θεσμικά όργανα ευρεία εξουσία εκτίμησης στους τομείς που συνεπάγονται πολύπλοκες αξιολογήσεις, μεταξύ άλλων, πολιτικού και οικονομικού χαρακτήρα, όπως οι εξωτερικές σχέσεις και η πολιτική στον τομέα της αλιείας, ο δικαστικός έλεγχος της πρόδηλης πλάνης εκτίμησης επιβάλλει όπως τα όργανα της Ένωσης που εξέδωσαν την επίμαχη πράξη είναι σε θέση να αποδείξουν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης ότι η πράξη εκδόθηκε κατόπιν πραγματικής άσκησης της διακριτικής τους ευχέρειας, η οποία προϋποθέτει ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία και όλες οι σχετικές περιστάσεις της κατάστασης στη ρύθμιση της οποίας σκοπεί η πράξη αυτή. Επιπλέον, η εξουσία εκτίμησης των θεσμικών οργάνων μπορεί να περιορίζεται, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο των προμνησθέντων τομέων, από νομική έννοια η οποία θεσπίζει αντικειμενικά κριτήρια (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 342 έως 347 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

335    Εν προκειμένω, όμως, το περιθώριο εκτίμησης που διαθέτει το Συμβούλιο για τη σύναψη συμφωνίας με το Βασίλειο του Μαρόκου εφαρμοστέας ρητώς στη Δυτική Σαχάρα και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα καθορίζεται, από νομικής απόψεως, από τις σαφείς, ακριβείς και ανεπιφύλακτες υποχρεώσεις τις οποίες συνήγαγε το Δικαστήριο από την αρχή της αυτοδιάθεσης και από την αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών όσον αφορά τις εν λόγω συμφωνίες. Ειδικότερα, όσον αφορά την απαίτηση ότι ο λαός του εν λόγω εδάφους έπρεπε να συναινέσει σε μια τέτοια συμφωνία, είναι αληθές ότι το Συμβούλιο μπορούσε να εκτιμήσει αν η επικρατούσα κατάσταση στο εν λόγω έδαφος δικαιολογούσε την προσαρμογή του τρόπου εκδήλωσης της εν λόγω συναίνεσης και αν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για να θεωρηθεί ότι ο λαός εκδήλωσε την εν λόγω συναίνεση. Δεν μπορούσε, εντούτοις, να αποφασίσει ότι η εν λόγω συναίνεση δεν ήταν απαραίτητη χωρίς να παραβεί την ως άνω απαίτηση (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 348 και 349).

336    Κατά δεύτερον, στη σκέψη 238 ανωτέρω υπομνήσθηκαν η ιδιαίτερη κατάσταση της Δυτικής Σαχάρας και, ιδίως, η διαφωνία του Βασιλείου του Μαρόκου και του προσφεύγοντος όσον αφορά τη νομιμοποίηση του ενός ή του ετέρου να εκπροσωπεί το εν λόγω έδαφος. Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι δεν υφίσταται, έως σήμερα, συμφωνία των ως άνω μερών με την οποία οποιοδήποτε εξ αυτών να συναίνεσε ώστε το άλλο μέρος να ασκεί προς όφελος του μη αυτόνομου εδάφους τις αρμοδιότητες που απαιτεί μια διεθνής συμφωνία με την Ένωση η οποία τυγχάνει εφαρμογής στο έδαφος αυτό, μεταξύ άλλων στον τομέα της διαχείρισης των αλιευτικών πόρων στα παρά το έδαφος αυτό ύδατα (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 350 και 351).

337    Συναφώς, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 5 και 10 της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σκέψη 60 ανωτέρω), το Συμβούλιο θεώρησε ότι ο μόνος τρόπος, αφενός, για να έχουν τα σκάφη της Ένωσης τη δυνατότητα να συνεχίσουν τις αλιευτικές δραστηριότητες στα παρά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας ύδατα και, αφετέρου, για να μπορέσουν το εν λόγω έδαφος και οι πληθυσμοί του να συνεχίσουν να λαμβάνουν την τομεακή στήριξη που προσφέρεται δυνάμει της συμφωνίας και για να διασφαλιστεί βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων των εν λόγω υδάτων ήταν η σύναψη νέας αλιευτικής συμφωνίας με το Βασίλειο του Μαρόκου. Συγκεκριμένα, όπως συνάγεται από τα επιχειρήματα του Συμβουλίου και της Επιτροπής, τα θεσμικά όργανα θεωρούν ότι η εν λόγω τρίτη χώρα, εν αντιθέσει προς το προσφεύγον, είναι σε θέση να ασκήσει τις απαιτούμενες από την εν λόγω συμφωνία αρμοδιότητες (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 352).

338    Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη σκέψη 328 ανωτέρω, τα θεσμικά όργανα θεώρησαν επίσης ότι η ιδιαίτερη κατάσταση της Δυτικής Σαχάρας δεν καθιστούσε δυνατή, στην πράξη, την εξασφάλιση της συναίνεσης του λαού του εν λόγω εδάφους, ως τρίτου στην επίμαχη συμφωνία, απευθείας ή μέσω του προσφεύγοντος, και ότι έπρεπε να διεξαγάγουν διαβουλεύσεις με τους τοπικούς πληθυσμούς με όσο το δυνατόν λιγότερους αποκλεισμούς ώστε να μην παρέμβουν στη διαφωνία του προσφεύγοντος και του Βασιλείου του Μαρόκου όσον αφορά τη νομιμοποίηση του ενός ή του ετέρου να εκπροσωπεί το εν λόγω έδαφος (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 353).

339    Τούτου λεχθέντος, τα διάφορα στοιχεία σχετικά με την ιδιαίτερη κατάσταση της Δυτικής Σαχάρας που προέβαλαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή για να δικαιολογήσουν την απόφαση που μνημονεύθηκε στη σκέψη 338 ανωτέρω δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

340    Πρώτον, το επιχείρημα του Συμβουλίου και της Επιτροπής ότι η απαίτηση συναίνεσης δεν μπορεί να εφαρμοστεί με τον ίδιο τρόπο σε κράτος και σε μη αυτόνομο έδαφος, πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που εκτέθηκαν στη σκέψη 311 ανωτέρω.

341    Δεύτερον, το επιχείρημα των CPMM ότι οι ενδιαφερόμενοι πληθυσμοί συναίνεσαν σιωπηρώς στην παροχή των δικαιωμάτων στο πλαίσιο της επίμαχης συμφωνίας λαμβάνοντας τη χρηματική αντιπαροχή που διατίθεται εν τοις πράγμασι στη Δυτική Σαχάρα εδώ και πλείονα έτη πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 312 έως 317 ανωτέρω.

342    Τρίτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία της Επιτροπής και του Συμβουλίου σχετικά με τη δυσχέρεια προσδιορισμού των μελών του λαού της Δυτικής Σαχάρας, αφενός, επισημαίνεται, όπως επισήμανε το προσφεύγον, ότι το δικαίωμα αυτοδιάθεσης είναι συλλογικό δικαίωμα και ότι τα όργανα του ΟΗΕ αναγνώρισαν το εν λόγω δικαίωμα στον λαό αυτό και, επομένως, αναγνώρισαν την ύπαρξη του συγκεκριμένου λαού, ανεξαρτήτως των επιμέρους ατόμων που τον συνθέτουν και του πλήθους τους. Αφετέρου, από τη σκέψη 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario προκύπτει ότι το Δικαστήριο θεώρησε, εμμέσως, τον εν λόγω λαό ως αυτόνομο υποκείμενο δικαίου ικανό να εκφράσει τη συναίνεσή του σε διεθνή συμφωνία ανεξαρτήτως του ζητήματος του προσδιορισμού των μελών του. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να συναχθεί από την αρχή της αυτοδιάθεσης και από την αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, ότι η συναίνεση του εν λόγω λαού έπρεπε οπωσδήποτε να εξασφαλιστεί μέσω άμεσης διαβούλευσης με τα μέλη του. Επομένως, η δυσχέρεια που προέβαλαν τα θεσμικά όργανα δεν μπορεί να συνιστά, αφ’ εαυτής, εμπόδιο στην έκφραση της εν λόγω συναίνεσης (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 357).

343    Τέταρτον, όσον αφορά την αναγκαιότητα μη παρέμβασης στη διαφωνία του προσφεύγοντος και του Βασιλείου του Μαρόκου ως προς τη νομιμοποίηση του ενός ή του ετέρου να εκπροσωπεί τη Δυτική Σαχάρα, την οποία επικαλέστηκαν το Συμβούλιο, η Επιτροπή και η Γαλλική Δημοκρατία, αρκεί να επισημανθεί ότι, δεδομένου ότι, βάσει του διεθνούς δικαίου και της σχετικής ερμηνείας του Δικαστηρίου, η Ένωση δεν μπορεί να αναγνωρίσει τις διεκδικήσεις του Βασιλείου του Μαρόκου στο εν λόγω έδαφος, τα θεσμικά όργανα δεν μπορούν να μην προβούν στις κατάλληλες ενέργειες προκειμένου να βεβαιωθούν για τη συναίνεση του λαού του εν λόγω εδάφους, επικαλούμενα κίνδυνο παρέμβασης στη διαφορά μεταξύ του προσφεύγοντος και της εν λόγω τρίτης χώρας σχετικά με τις εν λόγω διεκδικήσεις (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 358).

344    Πέμπτον, το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι η Δυτική Σαχάρα είναι, στο παρόν στάδιο, μη αυτόνομο έδαφος και, επομένως, δεν διαθέτει την ικανότητα να εκφράσει τη συναίνεσή της όπως ένα ανεξάρτητο κράτος είναι απορριπτέο. Συγκεκριμένα, αφενός, η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται, εν τέλει, στην εσφαλμένη παραδοχή ότι ο λαός της Δυτικής Σαχάρας δεν απολαύει ήδη του δικαιώματος αυτοδιάθεσης διότι η διαδικασία σχετικά με το οριστικό καθεστώς του εν λόγω εδάφους δεν έχει περατωθεί, η οποία προσκρούει στην αναγνώριση του εν λόγω δικαιώματος από τα όργανα του ΟΗΕ, την οποία διαπίστωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario. Αφετέρου, όσον αφορά την προβαλλόμενη ανικανότητα του προσφεύγοντος και του λαού που εκπροσωπεί να συνάψουν συνθήκη στον τομέα της αλιείας ή να ασκήσουν τις αρμοδιότητες που αυτή συνεπάγεται, από την αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, δεν συνάγεται ότι η συναίνεση του εν λόγω λαού, ως τρίτου στην επίμαχη συμφωνία, πρέπει κατ’ ανάγκη να ληφθεί η ίδια μέσω συνθήκης (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 295 και 359 έως 361).

345    Έκτον, το γεγονός ότι τα θεσμικά όργανα θεωρούν το Βασίλειο του Μαρόκου ως «de facto διοικούσα αρχή» της Δυτικής Σαχάρας δεν φαίνεται να αποτελεί περίσταση ικανή να αποκλείσει την αναγκαιότητα συναίνεσης του λαού του εν λόγω εδάφους στην επίμαχη συμφωνία. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι το Βασίλειο του Μαρόκου αποκλείει την άσκηση τέτοιων αρμοδιοτήτων και διεκδικεί κυριαρχικά δικαιώματα επί του εν λόγω εδάφους, η θέση του δεν συνάδει με την ιδιότητα διοικούσας αρχής. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το Βασίλειο του Μαρόκου διαδραματίζει «de facto» τέτοιο ρόλο ως προς το εν λόγω έδαφος, η περίσταση αυτή δεν θα καθιστούσε μη αναγκαία τη συναίνεση του λαού του ως άνω εδάφους στην επίμαχη συμφωνία, λαμβανομένων υπόψη της αρχής της αυτοδιάθεσης και της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 362 και 363).

346    Έβδομον, στο πλαίσιο της εξέτασης της ενεργητικής νομιμοποίησης του προσφεύγοντος, διαπιστώθηκε, αφενός, ότι η συμμετοχή του στη διαδικασία αυτοδιάθεσης της Δυτικής Σαχάρας δεν σήμαινε ότι δεν μπορούσε να εκπροσωπήσει τον εν λόγω λαό στο πλαίσιο συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου και, αφετέρου, ότι δεν προέκυπτε από τα έγγραφα της δικογραφίας ότι τα όργανα του ΟΗΕ είχαν αναγνωρίσει άλλες οργανώσεις, πλην του προσφεύγοντος, ως εξουσιοδοτημένες να εκπροσωπούν τον εν λόγω λαό (βλ. σκέψεις 241 και 243 ανωτέρω). Επομένως, η εξασφάλιση της συναίνεσης του εν λόγω λαού μέσω του προσφεύγοντος δεν ήταν αδύνατη. Το επιχείρημα του Συμβουλίου και της Επιτροπής ότι το ενδεχόμενο αυτό θα παρείχε στην εν λόγω οργάνωση «δικαίωμα αρνησικυρίας» επί της εφαρμογής της επίμαχης συμφωνίας στο εν λόγω έδαφος και στα παρά το έδαφος αυτό ύδατα είναι απορριπτέο. Συγκεκριμένα, αρκεί να υπομνησθεί, συναφώς, ότι, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 335 ανωτέρω, το Συμβούλιο δεν μπορούσε να αποφασίσει ότι η συναίνεση του λαού της Δυτικής Σαχάρας δεν ήταν απαραίτητη για τη σύναψη της επίμαχης συμφωνίας. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα ότι η αρμοδιότητα του προσφεύγοντος να εκφράσει την εν λόγω συναίνεση θα του παρείχε «δικαίωμα αρνησικυρίας» συναφώς δεν μπορεί να δικαιολογήσει μια τέτοια απόφαση (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 364).

347    Επομένως, τα στοιχεία σχετικά με την ιδιαίτερη κατάσταση της Δυτικής Σαχάρας, που επικαλέστηκαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, δεν είναι ικανά να αποκλείσουν τη δυνατότητα του λαού της Δυτικής Σαχάρας να εκφράσει τη συναίνεσή του στη συμφωνία, ως τρίτος σε αυτήν.

348    Κατά τρίτον, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 331 ανωτέρω, οι διαβουλεύσεις που πραγματοποίησαν η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ είχαν ως αντικείμενο μόνον την εξασφάλιση της άποψης των «ενδιαφερόμενων πληθυσμών» ως προς την επίμαχη συμφωνία και όχι της συναίνεσης του λαού της Δυτικής Σαχάρας σε αυτήν. Ως εκ τούτου, όπως ορθώς υποστηρίζει το προσφεύγον, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι εν λόγω διαβουλεύσεις συνάδουν με τις απαιτήσεις που συνήγαγε το Δικαστήριο από την αρχή της αυτοδιάθεσης και από την αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 366).

349    Η επιχειρηματολογία του Συμβουλίου, υποστηριζόμενου από το Βασίλειο της Ισπανίας, τη Γαλλική Δημοκρατία, την Επιτροπή και τα CPMM, κατά την οποία οι εν λόγω διαβουλεύσεις τηρούν τις σχετικές αρχές του διεθνούς δικαίου, δεν αναιρεί το ως άνω συμπέρασμα.

350    Συναφώς, το Συμβούλιο υποστηρίζει, αφενός, ότι οι διαβουλεύσεις που διεξήγαγε η Ένωση συνάδουν με τις σχετικές αρχές του διεθνούς δικαίου, δεδομένου ότι πραγματοποιήθηκαν με αντιπροσωπευτικά όργανα των ενδιαφερόμενων πληθυσμών και με σκοπό την εξασφάλιση της συναίνεσής τους. Το Συμβούλιο συνάγει, ειδικότερα, τα εν λόγω κριτήρια από τη Σύμβαση αριθ. 169 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ), για τους αυτόχθονες και νομαδικούς πληθυσμούς, η οποία εγκρίθηκε στη Γενεύη στις 27 Ιουνίου 1989, και από τη Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των αυτοχθόνων πληθυσμών, που ενέκρινε η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 13 Σεπτεμβρίου 2007. Επομένως, σκοπός της εν λόγω διαβούλευσης ήταν, κατά το Συμβούλιο, να διασφαλίσει την ευρύτερη δυνατή συμμετοχή των αντιπροσωπευτικών οργάνων και οργανώσεων των ενδιαφερόμενων πληθυσμών. Στο πλαίσιο αυτό, το Βασίλειο του Μαρόκου πραγματοποίησε, ειδικότερα, διαβουλεύσεις με τους τοπικούς αιρετούς αντιπροσώπους, οι οποίοι αναδείχθηκαν με άμεση καθολική ψηφοφορία το 2015 και σημαντικός αριθμός των οποίων προέρχεται από τοπικές φυλές. Η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ πραγματοποίησαν διαβουλεύσεις με ευρύ φάσμα τοπικών πολιτικών και κοινωνικοπολιτικών οργανώσεων και εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών καθώς και με το προσφεύγον.

351    Αφετέρου, κατά το Συμβούλιο, τα θεσμικά όργανα στηρίχθηκαν σε αντικειμενικό κριτήριο, ήτοι τον επωφελή ή μη χαρακτήρα της αλιευτικής συμφωνίας για τους πληθυσμούς της Δυτικής Σαχάρας, το οποίο συνάδει με τις αρχές που προκύπτουν από την επιστολή της 29ης Ιανουαρίου 2002 του νομικού συμβούλου του ΟΗΕ.

352    Όσον αφορά την επιχειρηματολογία του Συμβουλίου που εκτέθηκε στη σκέψη 350 ανωτέρω, αρκεί να επισημανθεί ότι τα κριτήρια που συνάγει το Συμβούλιο από την ως άνω Σύμβαση και την ως άνω Διακήρυξη, ήτοι ότι κάθε διαβούλευση πρέπει να διεξάγεται με τα αντιπροσωπευτικά όργανα των ενδιαφερόμενων πληθυσμών και πρέπει να σκοπεί στην εξασφάλιση της συναίνεσής τους, δεν αντιστοιχούν στις απαιτήσεις που συνήγαγε το Δικαστήριο από την αρχή της αυτοδιάθεσης και από την αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 370).

353    Συγκεκριμένα, αφενός, επισημαίνεται ότι, όπως επισημάνθηκε επανειλημμένως, το Συμβούλιο δεν αποδίδει στην έννοια της συναίνεσης τα έννομα αποτελέσματα που συνδέονται, κατ’ αρχήν, στο διεθνές δίκαιο, με την εν λόγω έννοια, δεδομένου ότι εν προκειμένω το Συμβούλιο δεν απέβλεπε στη συναίνεση τρίτου στην επίμαχη συμφωνία, κατά την έννοια του άρθρου 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, αλλά στην κατά πλειοψηφία θετική άποψη των τοπικών πληθυσμών (βλ. σκέψεις 328 έως 331 ανωτέρω). Εξάλλου, όπως υπογραμμίζει το προσφεύγον, στην έκθεση της 8ης Οκτωβρίου 2018, η Επιτροπή δεν παραπέμπει στην έννοια της συναίνεσης. Συγκεκριμένα, παραπέμπει μόνον στη «στήριξη» ή στην «υποστήριξη», των οντοτήτων με τις οποίες διαβουλεύτηκαν οι μαροκινές αρχές, στη σύναψη της επίμαχης συμφωνίας καθώς και στην «πολύ ισχυρή στήριξη» των «συνομιλητών» της και των συνομιλητών της ΕΥΕΔ ως προς την «υπαγωγή των παρά τη Δυτική Σαχάρα υδάτων» στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 371 και 372).

354    Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι, όπως υποστηρίζει το προσφεύγον, η έννοια «ενδιαφερόμενοι πληθυσμοί», στην οποία παραπέμπουν τα θεσμικά όργανα, δεν συμπίπτει με εκείνη του «λαού της Δυτικής Σαχάρας», της οποίας το περιεχόμενο συνεπάγεται το δικαίωμα αυτοδιάθεσης (βλ. σκέψη 329 ανωτέρω). Ειδικότερα, κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι οι διαβουλεύσεις που πραγματοποίησε με τις τοπικές και περιφερειακές αρχές το Βασίλειο του Μαρόκου, συμβαλλόμενο μέρος στην επίμαχη συμφωνία, δεν μπορούσαν να έχουν ως αντικείμενο να εξασφαλίσουν τη συναίνεση τρίτου στην εν λόγω συμφωνία, αλλά μόνον, στην καλύτερη περίπτωση, να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή, στη σύναψη της εν λόγω συμφωνίας, των ενδιαφερόμενων τοπικών φορέων και δημόσιων οργανισμών που υπάγονται στο εν λόγω κράτος. Κατά δεύτερον, παρατηρείται ότι οι οντότητες και οι οργανισμοί με τους οποίους διαβουλεύθηκε η Επιτροπή είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αντιπροσωπευτικοί διαφόρων κοινωνικοοικονομικών συμφερόντων και ανήκουν στην κοινωνία των πολιτών, χωρίς οι εν λόγω οντότητες ή οργανισμοί να θεωρούν ότι είναι αντιπροσωπευτικά όργανα του λαού της Δυτικής Σαχάρας εξουσιοδοτημένα να εκφράσουν τη συναίνεσή του και χωρίς να έπρεπε να θεωρηθούν ως τέτοια, όπως, εξάλλου, επιβεβαιώνεται από τα κριτήρια επιλογής των εν λόγω οντοτήτων ή οργανισμών, τα οποία εξέθεσε η Επιτροπή με τις γραπτές απαντήσεις της 25ης Ιανουαρίου 2021 σε ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 373 έως 379).

355    Επιπλέον, όσον αφορά τα επιχειρήματα που προσφεύγοντος σχετικά με τους δεσμούς με τις μαροκινές αρχές των οντοτήτων και των οργανισμών με τους οποίους διαβουλεύτηκαν η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ, από τις διευκρινίσεις που παρείχε η Επιτροπή στο πλαίσιο των γραπτών απαντήσεων της 25ης Ιανουαρίου 2021 σχετικά με το καθεστώς και τις δραστηριότητες των εν λόγω οντοτήτων και οργανισμών προκύπτει ότι η πλειονότητα αυτών είναι είτε δημόσιοι οργανισμοί μαροκινού δικαίου που ασκούν τις δραστηριότητές τους υπό την εποπτεία των εν λόγω αρχών είτε ανεξάρτητες μαροκινές αρχές και ότι σημαντικό μέρος των εν λόγω δημόσιων οργανισμών διαθέτει αρμοδιότητα σε εθνικό επίπεδο.

356    Επιπροσθέτως, όπως επισημαίνει η ίδια η Επιτροπή στην έκθεση της 8ης Οκτωβρίου 2018, το προσφεύγον και οι ενώσεις που συμμερίζονται τις απόψεις του αρνήθηκαν να μετάσχουν στις διαβουλεύσεις που οργάνωσε η Επιτροπή.

357    Εντούτοις, αφενός, επισημαίνεται ότι δεν αμφισβητείται ότι, όπως επισημαίνει με το υπόμνημα απαντήσεως, το προσφεύγον έκανε γνωστή την αντίθεσή του στη σύναψη της επίμαχης συμφωνίας. Ειδικότερα, με επιστολή της 7ης Ιουνίου 2018 προς την ΕΥΕΔ, το προσφεύγον επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι, λαμβανομένων υπόψη των αρχών που κατ’ αυτό κατοχύρωσε το Δικαστήριο, ήτοι, μεταξύ άλλων, τον χωριστό και διακριτό χαρακτήρα της Δυτικής Σαχάρας και τον σεβασμό, ως μόνο κριτήριο, της συναίνεσης του εν λόγω λαού, δεν μπορούσε να δεχθεί την πραγματοποίηση των εν λόγω επαφών με την προοπτική «ενδεχόμενης υπαγωγής της Δυτικής Σαχάρας στις συμφωνίες που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ της [Ένωσης] και του Βασιλείου του Μαρόκου» και στο πλαίσιο σχεδίου που κάνει λόγο για τις «νότιες επαρχίες» και λαμβάνει υπόψη την άποψη των «τοπικών πληθυσμών» μέσω της ΕΥΕΔ και των μαροκινών θεσμών. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν το προσφεύγον δεν δέχθηκε να μετάσχει στις διαβουλεύσεις που οργάνωσαν η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ, η Επιτροπή και το Συμβούλιο έπρεπε να λάβουν δεόντως υπόψη τη θέση του, κατά μείζονα λόγο διότι, εν αντιθέσει προς άλλες οντότητες με τις οποίες πραγματοποιήθηκαν διαβουλεύσεις, μπορούσε νομίμως να θεωρηθεί «αντιπροσωπευτικό όργανο» του εν λόγω λαού.

358    Αφετέρου, επισημαίνεται ότι, όπως επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, το προσφεύγον, στην έκθεση της 8ης Οκτωβρίου 2018 δεν λαμβάνεται υπόψη η δημόσια διακήρυξη της 28ης Νοεμβρίου 2018, την οποία εξέδωσαν 95 «μη κυβερνητικές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών του λαού των Σαχράουι» (The Saharawi civil society NGOs) και η οποία προσαρτήθηκε στο δικόγραφο της προσφυγής, με την οποία οι εν λόγω οργανώσεις ζήτησαν από το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο να μην εγκρίνουν την επίμαχη συμφωνία, στόχος της οποίας είναι, κατ’ αυτές, η «λεηλασία» των αλιευτικών πόρων του λαού της Δυτικής Σαχάρας και η «παράνομη υπαγωγή της Δυτικής Σαχάρας στο εδαφικό πεδίο εφαρμογής της».

359    Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι οι εν λόγω διαβουλεύσεις και τα αποτελέσματα που αντλήθηκαν από αυτές στην έκθεση της 8ης Οκτωβρίου 2018 αντικατοπτρίζουν μάλλον την άποψη μαροκινών οργάνων και δημόσιων οργανισμών παρά την άποψη οργανισμών της κοινωνίας των πολιτών της Δυτικής Σαχάρας. Επιπλέον, στην έκθεση της 8ης Οκτωβρίου 2018 δεν λαμβάνεται υπόψη η άποψη του προσφεύγοντος, παρότι αυτό είχε κάνει γνωστούς με ακρίβεια τους λόγους της αντίθεσής του στη σύναψη της επίμαχης συμφωνίας.

360    Εν πάση περιπτώσει, όπως υποστήριξε το προσφεύγον, οι εν λόγω διαβουλεύσεις διεξήχθησαν όχι με «αντιπροσωπευτικά όργανα» του λαού της Δυτικής Σαχάρας, αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, με «ενδιαφερόμενα μέρη» των οποίων τη συμμετοχή στη σύναψη της επίμαχης συμφωνίας μπορούσαν, εξάλλου, να επιδιώξουν τα θεσμικά όργανα, βάσει των Συνθηκών, ανεξαρτήτως των «εκτιθέμενων» στην απόφαση του Δικαστηρίου κατά την αιτιολογική σκέψη 11 της προσβαλλόμενης απόφασης (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 383).

361    Από τις σκέψεις 353 έως 360 ανωτέρω προκύπτει ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι διαβουλεύσεις που διεξήγαγαν η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου κατέστησαν δυνατή την εξασφάλιση της συναίνεσης του λαού της Δυτικής Σαχάρας στην επίμαχη συμφωνία, σύμφωνα με την αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 384).

362    Όσον αφορά, δε, την ερμηνεία του διεθνούς δικαίου που υποστηρίζει το Συμβούλιο, βάσει της επιστολής της 29ης Ιανουαρίου 2002 του νομικού συμβούλου του ΟΗΕ, υποστηριζόμενο επ’ αυτού από την Επιτροπή και τη Γαλλική Δημοκρατία, επισημαίνεται, πρώτον, ότι τα θεσμικά όργανα δεν μπορούν να απαλλαγούν από την υποχρέωση που υπέχουν να συμμορφώνονται με την ερμηνεία, από το Δικαστήριο, των εφαρμοστέων κανόνων διεθνούς δικαίου υποκαθιστώντας την εν λόγω ερμηνεία με διαφορετικά κριτήρια αντλούμενα από τέτοια επιστολή, η οποία, εξάλλου, δεν έχει ισχύ ισοδύναμη με εκείνη των γνωμοδοτήσεων του Διεθνούς Δικαστηρίου, δεύτερον, ότι η εν λόγω επιστολή αφορούσε το ζήτημα της νομιμότητας των συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου που συνήφθησαν μεταξύ μαροκινών δημόσιων οργανισμών και εταιριών πετρελαιοειδών και όχι τη νομιμότητα διεθνών συμφωνιών που συνήψε το Βασίλειο του Μαρόκου, τρίτον, ότι η εν λόγω επιστολή στηριζόταν σε αναλογίες με το ζήτημα της νομιμότητας των δραστηριοτήτων διοικούσας αρχής που αφορούν τους ορυκτούς πόρους μη αυτόνομου εδάφους, ενώ, εν προκειμένω, η οικεία τρίτη χώρα δεν μπορεί να θεωρηθεί τέτοια αρχή, και, τέταρτον, ότι, εν πάση περιπτώσει, από τα συμπεράσματα της εν λόγω επιστολής προκύπτει ρητώς ότι οι εφαρμοστέες αρχές του διεθνούς δικαίου απαιτούν η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων τέτοιου εδάφους να συνάδει όχι μόνον με τα συμφέροντα του λαού της Δυτικής Σαχάρας, αλλά και με τη βούλησή του (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 385 έως 389).

363    Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να στηριχθούν στην επιστολή της 29ης Ιανουαρίου 2002 του νομικού συμβούλου του ΟΗΕ για να δικαιολογήσουν τη συμφωνία των διαπραγματεύσεων που διενήργησαν προς τις εφαρμοστές αρχές του διεθνούς δικαίου. Επομένως, ορθώς το προσφεύγον υποστηρίζει ότι τα θεσμικά όργανα δεν μπορούσαν να υποκαταστήσουν την απαίτηση εκδήλωσης της εν λόγω συναίνεσης, την οποία διατύπωσε το Δικαστήριο στη σκέψη 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, με το κριτήριο των οφελών της επίμαχης συμφωνίας για τους ενδιαφερόμενους πληθυσμούς (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 390).

364    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, το Συμβούλιο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία σχετικά με την κατάσταση στη Δυτική Σαχάρα και ότι κακώς θεώρησε ότι διέθετε εξουσία εκτίμησης για να αποφασίσει αν έπρεπε να συμμορφωθεί με την απαίτηση κατά την οποία ο λαός του εν λόγω εδάφους έπρεπε να εκφράσει τη συναίνεσή του στην εφαρμογή της επίμαχης συμφωνίας σε αυτό, ως τρίτος σε σχέση με την εν λόγω συμφωνία, βάσει της ερμηνείας από το Δικαστήριο της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών σε συνδυασμό με την αρχή της αυτοδιάθεσης. Ειδικότερα, πρώτον, κακώς το Συμβούλιο θεώρησε ότι η επικρατούσα κατάσταση στο εν λόγω έδαφος δεν καθιστούσε δυνατή τη διασφάλιση της ύπαρξης της συναίνεσης του εν λόγω λαού, ιδίως, μέσω του προσφεύγοντος. Δεύτερον, θεωρώντας ότι οι διαβουλεύσεις που διεξήγαγαν η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ είχαν καταστήσει δυνατή τη συμμόρφωση με την αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο, ειδικότερα στη σκέψη 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, το Συμβούλιο έσφαλε όσον αφορά το περιεχόμενο τόσο των εν λόγω διαβουλεύσεων όσο και της απαίτησης που διατυπώνεται στην προμνησθείσα σκέψη. Τρίτον, κακώς το Συμβούλιο θεώρησε ότι μπορούσε να υποκαταστήσει την ως άνω απαίτηση με τα κριτήρια που ενδεχομένως διατυπώνονται στην επιστολή της 29ης Ιανουαρίου 2002 του νομικού συμβούλου του ΟΗΕ. Ως εκ τούτου, το παρόν σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως είναι βάσιμο και μπορεί να έχει ως συνέπεια την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψη 391).

365    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του παραδεκτού των νέων αποδεικτικών μέσων που πρότεινε το προσφεύγον και των στοιχείων που κατέθεσε αυτοβούλως μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (βλ. σκέψεις 89 και 92 ανωτέρω) και χωρίς να απαιτείται να εξετάσει το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως καθώς και τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως.

4.      Επί της διατήρησης των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης

366    Δυνάμει του άρθρου 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να προσδιορίσει, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, τα αποτελέσματα της ακυρωθείσας πράξης που θεωρούνται οριστικά.

367    Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι, για λόγους που άπτονται της ασφάλειας δικαίου, τα αποτελέσματα προσβαλλόμενης πράξης, και συγκεκριμένα της απόφασης περί σύναψης διεθνούς συμφωνίας, είναι δυνατόν να διατηρηθούν, ακόμη και αυτεπαγγέλτως σε περίπτωση που η ακύρωση θα συνεπαγόταν κατά τρόπο άμεσο σοβαρές αρνητικές συνέπειες (πρβλ. σημερινή απόφαση, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑279/19, σκέψεις 394 και 396 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

368    Εν προκειμένω, αρκεί να επισημανθεί ότι η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης με άμεση ισχύ μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες στην εξωτερική δράση της Ένωσης και να διακυβεύσει την ασφάλεια δικαίου σε σχέση με τις διεθνείς δεσμεύσεις που έχει αναλάβει, οι οποίες δεσμεύουν τα θεσμικά όργανα και τα κράτη μέλη. Οι παρατηρήσεις του προσφεύγοντος επί του αιτήματος της Επιτροπής περί εφαρμογής, από το Γενικό Δικαστήριο, του άρθρου 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεν αναιρούν την προμνησθείσα διαπίστωση.

369    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και να διατηρηθούν σε ισχύ τα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης απόφασης για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί την προθεσμία του άρθρου 56, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή, εάν ασκηθεί αναίρεση εντός της προθεσμίας αυτής, μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως.

Β.      Επί της προσφυγής στην υπόθεση T356/19

370    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 177, στο πλαίσιο της υπόθεσης T‑344/19, το προσφεύγον υποστήριξε, προς στήριξη του ισχυρισμού ότι η προσβαλλόμενη απόφαση το αφορά άμεσα, ότι δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός συνιστά παρεμβαλλόμενο μέτρο ικανό να εμποδίσει τον άμεσο επηρεασμό του από την προσβαλλόμενη απόφαση.

371    Εντούτοις, στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης, το προσφεύγον εκθέτει ότι υποβάλλει επικουρικώς την υπό κρίση προσφυγή, για την περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο θεωρήσει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός συνιστά τέτοιο παρεμβαλλόμενο μέτρο.

372    Ερωτηθέν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με το ζήτημα της επίπτωσης, για την υπό κρίση προσφυγή, του άμεσου επηρεασμού του από την προσβαλλόμενη στην υπόθεση T‑344/19 απόφαση, στην περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο θεωρήσει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν εμποδίζει τον εν λόγω άμεσο επηρεασμό, το προσφεύγον επισήμανε ότι, κατ’ αυτό, τούτο θα συνεπαγόταν ότι δεν θα μπορούσε να ασκήσει παραδεκτώς την υπό κρίση προσφυγή και ότι, εν πάση περιπτώσει, η υπό κρίση προσφυγή θα καθίστατο άνευ αντικειμένου. Τούτου λεχθέντος, επισημαίνεται ότι το προσφεύγον δεν ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η προσφυγή είχε καταστεί άνευ αντικειμένου.

373    Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι, παρότι η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, με την παρούσα απόφαση, μπορεί να εμποδίσει την ορθή εφαρμογή του προσβαλλόμενου κανονισμού [πρβλ. και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2018, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συμφωνία με το Καζαχστάν), C‑244/17, EU:C:2018:662, σκέψη 51], δεν συνεπάγεται, καθεαυτήν, την ακυρότητα του εν λόγω κανονισμού. Εξάλλου, νομική βάση του εν λόγω κανονισμού, ο οποίος εκδόθηκε πριν από την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν είναι η ίδια η απόφαση αυτή, αλλά το πρωτόκολλο εφαρμογής και ειδικότερα οι ρήτρες του άρθρου του 3 σχετικά με τις αλιευτικές δυνατότητες που κατανέμονται στα σκάφη που φέρουν σημαία κράτους μέλους, στην εφαρμογή του οποίου αποβλέπει (βλ. σκέψεις 71 και 72 ανωτέρω). Ως εκ τούτου, το αίτημα του προσφεύγοντος περί ακυρώσεως του εν λόγω κανονισμού δεν έχει καταστεί άνευ αντικειμένου και το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί επ’ αυτού.

374    Χωρίς να καταθέσει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου, το Συμβούλιο προβάλλει δύο λόγους απαραδέκτου της υπό κρίση προσφυγής, οι οποίοι αφορούν, πρώτον, έλλειψη ικανότητας διαδίκου του προσφεύγοντος και, δεύτερον, έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης του προσφεύγοντος όσον αφορά την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως της προσβαλλομένης πράξεως.

375    Πρέπει να εξεταστεί ο δεύτερος λόγος απαραδέκτου που προβάλλει το Συμβούλιο.

376    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αφορά άμεσα και ατομικά το προσφεύγον. Αφενός, υποστηρίζει ότι ο κανονισμός παράγει έννομα αποτελέσματα μόνον έναντι των κρατών μελών και όχι έναντι άλλων προσώπων. Εν πάση περιπτώσει, κατά το Συμβούλιο, το προσφεύγον δεν ασκεί καμία δραστηριότητα στον σχετικό οικονομικό τομέα ούτε επικαλείται τέτοια άσκηση. Τα αποτελέσματα του εν λόγω κανονισμού επί της κατάστασής του είναι μόνον έμμεσα και πολιτικά. Αφετέρου, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η εν λόγω πράξη απαιτεί τη λήψη παρεμβαλλόμενων μέτρων από τα κράτη μέλη, τα οποία έχουν τη δυνατότητα να μη χρησιμοποιήσουν το σύνολο των αλιευτικών δυνατοτήτων που κατανέμονται σε αυτά. Εξάλλου, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν επηρεάζει το προσφεύγον λόγω πραγματικής κατάστασης που το χαρακτηρίζει ή ιδιαίτερων ιδιοτήτων του, ειδικότερα, λόγω της συμμετοχής του στις διαπραγματεύσεις για το καθεστώς της Δυτικής Σαχάρας, οι οποίες ουδόλως σχετίζονται με το αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς.

377    Το προσφεύγον, από την πλευρά του, υποστηρίζει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός το αφορά άμεσα και ατομικά. Όσον αφορά, αφενός, τον άμεσο επηρεασμό του, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι, καθόσον αντικείμενο του εν λόγω κανονισμού είναι η κατανομή, μεταξύ των κρατών μελών, των αλιευτικών δυνατοτήτων που αφορούν άμεσα την εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων του λαού της Δυτικής Σαχάρας, ο κανονισμός επηρεάζει τον λαό αυτό και παράγει, επομένως, άμεσα αποτελέσματα στη δική του νομική κατάσταση, ως μοναδικού εκπροσώπου του εν λόγω λαού. Επιπλέον, η εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού έχει καθαρώς αυτόματο χαρακτήρα. Όσον αφορά, αφετέρου, τον ατομικό επηρεασμό του, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, μόνον ο λαός της Δυτικής Σαχάρας μπορεί να συναινέσει σε διεθνή συμφωνία εφαρμοστέα στο έδαφος και στους φυσικούς πόρους του. Κατά το προσφεύγον, η δυνατότητα αυτή περιλαμβάνει το δικαίωμα του εν λόγω λαού να αντιταχθεί στην, άνευ της συναινέσεώς του, κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων όσον αφορά τους αλιευτικούς πόρους του. Λαμβανομένου, όμως, υπόψη του ρόλου του στην εκδήλωση της εν λόγω συναίνεσης, το προσφεύγον έχει ιδιαίτερες ιδιότητες ικανές να το χαρακτηρίζουν σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και, επομένως, ο προσβαλλόμενος κανονισμός το αφορά ατομικά.

378    Το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία και η Επιτροπή υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, την επιχειρηματολογία του Συμβουλίου. Η Επιτροπή επισημαίνει, εντούτοις, ότι, κατ’ αυτήν, λαμβανομένων υπόψη των περιορισμένων αποτελεσμάτων του, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν παράγει καν έμμεσα ή πολιτικά αποτελέσματα επί της κατάστασης του προσφεύγοντος. Το Βασίλειο της Ισπανίας υπογραμμίζει, από την πλευρά του, ότι το προσφεύγον δεν στερείται του δικαιώματός του αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο θα μπορεί, ενδεχομένως, να ασκήσει σε σχέση με τις πράξεις εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

379    Προκαταρκτικώς, υπογραμμίζεται εξαρχής ότι οι προϋποθέσεις παραδεκτού της προσφυγής φυσικού ή νομικού προσώπου κατά του προσβαλλόμενου κανονισμού πρέπει να εξακριβωθούν υπό το πρίσμα του συγκεκριμένου χαρακτήρα της εν λόγω πράξης και όχι του χαρακτήρα της προσβαλλόμενης στην υπόθεση T‑344/19 απόφασης.

380    Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι, εν αντιθέσει προς απόφαση που αφορά τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας, όπως η προσβαλλόμενη απόφαση στην υπόθεση T‑344/19, ο προσβαλλόμενος κανονισμός, ο οποίος εκδόθηκε για την εφαρμογή της επίμαχης συμφωνίας στην Ένωση, δεν συνιστά συστατικό στοιχείο της έκφρασης σύμπτωσης βουλήσεων υποκειμένων διεθνούς δικαίου, αλλά πράξη γενικής ισχύος εκδοθείσα στο πλαίσιο των εσωτερικών αρμοδιοτήτων της Ένωσης, δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της, η οποία ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος, κατά τον ορισμό του όρου «κανονισμός» στο άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

381    Συγκεκριμένα, καθόσον κατανέμει ανά κράτος μέλος αλιευτικές δυνατότητες προβλεπόμενες στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου εφαρμογής, ο προσβαλλόμενος κανονισμός έχει εφαρμογή επί αντικειμενικώς καθοριζομένων περιπτώσεων και παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων οι οποίες προσδιορίζονται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο (πρβλ. και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2020, IFSUA κατά Συμβουλίου, T‑251/18, EU:T:2020:89, σκέψη 35).

382    Ο προσβαλλόμενος κανονισμός βασίζεται, όμως, στο άρθρο 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, το οποίο δεν παραπέμπει ούτε στη συνήθη νομοθετική διαδικασία ούτε στην ειδική νομοθετική διαδικασία και προβλέπει, εξάλλου, τη λήψη μέτρων από το Συμβούλιο χωρίς να μνημονεύει τη συμμετοχή του Κοινοβουλίου. Επομένως, τέτοιος κανονισμός δεν μπορεί να συνιστά νομοθετική πράξη (πρβλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Σλοβακία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου, C‑643/15 και C‑647/15, EU:C:2017:631, σκέψεις 58 έως 62). Ως εκ τούτου, τέτοια πράξη γενικής ισχύος, η οποία δεν είναι νομοθετική πράξη, είναι κανονιστική πράξη και τούτο συνεπάγεται απλώς ότι πρέπει να εξακριβωθεί, κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, ΣΛΕΕ, ότι αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα και για την εφαρμογή της δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψεις 22 και 28, και της 10ης Μαρτίου 2020, IFSUA κατά Συμβουλίου, T‑251/18, EU:T:2020:89, σκέψεις 32 έως 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

383    Συναφώς, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 179 ανωτέρω, η προϋπόθεση του άμεσου επηρεασμού πρέπει να εξεταστεί ως προς δύο κριτήρια, ήτοι, αφενός, το προσβαλλόμενο μέτρο της Ένωσης πρέπει να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης του προσφεύγοντος και, αφετέρου, δεν πρέπει να καταλείπει εξουσία εκτίμησης στους αποδέκτες του οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, δεδομένου ότι αυτή έχει καθαρώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων.

384    Όσον αφορά το πρώτο από τα προμνησθέντα κριτήρια, επισημαίνεται ότι αντικείμενο του προσβαλλόμενου κανονισμού είναι μόνον η κατανομή μεταξύ των κρατών μελών των αλιευτικών δυνατοτήτων που καθορίζονται στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου εφαρμογής.

385    Επομένως, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν μπορεί να παραγάγει, καθεαυτόν, αποτελέσματα επί του καθορισμού των εν λόγω αλιευτικών δυνατοτήτων, και κατά μείζονα λόγο επί του καθορισμού της αλιευτικής ζώνης που καλύπτει η αλιευτική συμφωνία στο σύνολό της ή των ζωνών διαχείρισης που καθορίζονται εντός της εν λόγω αλιευτικής ζώνης ανάλογα με τις διάφορες εφαρμοστέες κατηγορίες αλιείας.

386    Εξάλλου, η εν λόγω πράξη, εκδοθείσα στο πλαίσιο της άσκησης των εσωτερικών αρμοδιοτήτων της Ένωσης, αφορά μόνον τις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της και όχι τις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου ή τις σχέσεις της με τον λαό της Δυτικής Σαχάρας. Συγκεκριμένα, παρότι ο καθορισμός των αλιευτικών δυνατοτήτων των σκαφών που φέρουν σημαία κράτους μέλους στην αλιευτική ζώνη που καθορίζεται με την αλιευτική συμφωνία συνεπάγεται ανταλλαγή αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των μερών στην εν λόγω συμφωνία, η κατανομή των εν λόγω δυνατοτήτων μεταξύ των κρατών μελών συνιστά αμιγώς εσωτερικό ζήτημα της Ένωσης, το οποίο δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα του προμνησθέντος τρίτου κράτους και δεν μπορεί να επηρεάσει, καθεαυτό, τον εν λόγω λαό.

387    Είναι αληθές ότι, όπως υποστηρίζει το προσφεύγον, οι αλιευτικές δυνατότητες που κατανέμει ο προσβαλλόμενος κανονισμός μεταξύ των κρατών μελών ενδέχεται να αφορούν την εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων των παρά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας υδάτων, τουλάχιστον εκείνων που αφορούν τις κατηγορίες αλιείας 3 έως 6 που μνημονεύονται στα αντίστοιχα τεχνικά δελτία αλιείας.

388    Εντούτοις, η ως άνω εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων της Δυτικής Σαχάρας δεν προκύπτει, καθεαυτήν, από την κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων μεταξύ των κρατών μελών από τον προσβαλλόμενο κανονισμό, αλλά από τον καθορισμό της αλιευτικής ζώνης και των ορίων των ζωνών διαχείρισης εντός αυτής, ο οποίος πραγματοποιείται από την επίμαχη συμφωνία και περιλαμβάνει τα παρά το έδαφος αυτό ύδατα.

389    Ως εκ τούτου, παρότι το προσφεύγον ορθώς υποστηρίζει, αφενός, ότι η εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων της Δυτικής Σαχάρας επηρεάζει τον λαό του εν λόγω εδάφους και, αφετέρου, ότι η εν λόγω εκμετάλλευση επηρεάζει το ίδιο, υπό την ιδιότητα του νομίμως εκπροσωπούντος τον λαό αυτό, δεν μπορεί να συναχθεί εξ αυτού ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασής του για τον λόγο αυτό. Επομένως, το πρώτο κριτήριο του άμεσου επηρεασμού δεν πληρούται εν προκειμένω.

390    Επιπλέον, όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο, είναι αληθές ότι, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν απαιτεί, καθεαυτόν, τη λήψη οποιουδήποτε παρεμβαλλόμενου μέτρου, δεδομένου ότι η κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων μεταξύ των κρατών μελών έχει καθαρώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει άμεσα από το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

391    Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λόγω των άλλων μέτρων που είναι αναγκαία για την εκτέλεση της επίμαχης συμφωνίας, περιλαμβανομένου του πρωτοκόλλου εφαρμογής της, το αποτέλεσμα του προσβαλλόμενου κανονισμού επί της εκμετάλλευσης των αλιευτικών πόρων που καλύπτει η εν λόγω συμφωνία δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, παρά να είναι πολύ έμμεσο.

392    Συγκεκριμένα, όπως διευκρινίζει το Συμβούλιο, το δικαίωμα σκάφους που φέρει σημαία κράτους μέλους να εκμεταλλεύεται τους αλιευτικούς πόρους που καλύπτει η επίμαχη συμφωνία εξαρτάται, επιπλέον, από διαδικασία χορήγησης άδειας, η οποία διέπεται από τα άρθρα 10 και 11 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2403 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με τη βιώσιμη διαχείριση των εξωτερικών αλιευτικών στόλων και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1006/2008 του Συμβουλίου (ΕΕ 2017, L 347, σ. 81), διαδικασία η οποία απαιτεί τη λήψη μέτρων από τα κράτη μέλη, την Επιτροπή και το Βασίλειο του Μαρόκου. Εξάλλου, όπως επίσης επισημαίνει το Συμβούλιο, από το άρθρο 12 του ίδιου κανονισμού προκύπτει ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να μη χρησιμοποιήσουν το σύνολο των αλιευτικών δυνατοτήτων που κατανέμονται σε αυτά.

393    Εν πάση περιπτώσει, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 259 ανωτέρω, το προσφεύγον επηρεάζεται άμεσα από την προσβαλλόμενη στην υπόθεση T‑344/19 απόφαση, καθόσον αυτή αφορά τη σύναψη της επίμαχης συμφωνίας η οποία εφαρμόζεται στη Δυτική Σαχάρα και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα, ανεξαρτήτως των μέτρων που λαμβάνει η Ένωση για την εφαρμογή της. Επομένως, μέτρο εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας, όπως ο προσβαλλόμενος κανονισμός, δεν διαδραματίζει κανέναν ρόλο στην εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας στα παρά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας ύδατα και, επομένως, στους αλιευτικούς πόρους του, καθόσον η ως άνω εφαρμογή απορρέει αυτομάτως και χωρίς τη θέσπιση παρεμβαλλόμενων κανόνων από τις διατάξεις της εν λόγω συμφωνίας.

394    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αφορά άμεσα το προσφεύγον. Ως εκ τούτου, η υπό κρίση προσφυγή δεν είναι παραδεκτή και πρέπει για τον λόγο αυτό να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

395    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

396    Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ηττήθηκε στην υπόθεση T‑344/19, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα στην εν λόγω υπόθεση, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του προσφεύγοντος.

397    Δεδομένου ότι το προσφεύγον ηττήθηκε στην υπόθεση T‑356/19, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα στην εν λόγω υπόθεση, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του Συμβουλίου.

398    Σύμφωνα με το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία και η Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

399    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων ακόμη και όταν είναι άλλος από τους αναφερόμενους στις παραγράφους 1 και 2 θα φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

400    Εν προκειμένω, τα CPMM πρέπει να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους στην υπόθεση T‑344/19.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση (ΕΕ) 2019/441 του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 2019, για τη σύναψη της συμφωνίας σύμπραξης στον τομέα της βιώσιμης αλιείας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, του πρωτοκόλλου εφαρμογής της, καθώς και της ανταλλαγής επιστολών που συνοδεύουν τη συμφωνία.

2)      Διατηρεί σε ισχύ τα αποτελέσματα της απόφασης 2019/441 για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί την προθεσμία του άρθρου 56, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή, εάν ασκηθεί αναίρεση εντός της προθεσμίας αυτής, μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως.

3)      Απορρίπτει την προσφυγή στην υπόθεση T356/19.

4)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Front populaire pour la libération de la Saguia el-Hamra et du Rio de oro (Front Polisario) στην υπόθεση T344/19.

5)      Το Front Polisario φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο στην υπόθεση T356/19.

6)      Το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

7)      Το Chambre des pêches maritimes de la Méditerranée, το Chambre des pêches maritimes de l’Atlantique Nord, το Chambre des pêches maritimes de l’Atlantique Centre και το Chambre des pêches maritimes de l’Atlantique Sud φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους στην υπόθεση T344/19.

Costeira

Γρατσίας

Kancheva

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 29 Σεπτεμβρίου 2021.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα


I. Ιστορικό της διαφοράς

Α. Διεθνές πλαίσιο

Β. Συμφωνία σύνδεσης και αλιευτική συμφωνία του 2006

1. Η συμφωνία σύνδεσης

2. Η αλιευτική συμφωνία του 2006

Γ. Διαφορές σχετικές με τη συμφωνία σύνδεσης

1. Υποθέσεις T512/12 και C104/16 P

2. Υπόθεση C266/16

3. Διατάξεις εκδοθείσες στις υποθέσεις T180/14, T275/18, T376/18

Δ. Προσβαλλόμενη απόφαση και επίμαχη συμφωνία

Ε. Ο προσβαλλόμενος κανονισμός

II. Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

III. Σκεπτικό

Α. Επί της προσφυγής στην υπόθεση T344/19

1. Επί του παραδεκτού ορισμένων παραρτημάτων του υπομνήματος απαντήσεως

2. Επί του παραδεκτού της προσφυγής

α) Επί του εδαφικού πεδίου εφαρμογής της επίμαχης συμφωνίας

β) Επί της εμβέλειας του αιτήματος ακυρώσεως

γ) Επί του πρώτου λόγου απαραδέκτου που προέβαλε το Συμβούλιο, ο οποίος στηρίζεται σε έλλειψη ικανότητας διαδίκου του προσφεύγοντος

δ) Επί του κύρους της εντολής του προσφεύγοντος προς τον δικηγόρο του

ε) Επί του δεύτερου λόγου απαραδέκτου που προέβαλε το Συμβούλιο, ο οποίος στηρίζεται σε έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης του προσφεύγοντος

1) Επί του ζητήματος του άμεσου επηρεασμού του προσφεύγοντος

i) Επί της πλήρωσης από το προσφεύγον του πρώτου κριτηρίου του άμεσου επηρεασμού, κατά το οποίο το προσβαλλόμενο μέτρο πρέπει να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασής του

– Επί του πρώτου σκέλους της επιχειρηματολογίας του Συμβουλίου που βασίζεται στα εγγενή έννομα αποτελέσματα απόφασης σύναψης διεθνούς συμφωνίας εξ ονόματος της Ένωσης

– Επί του δεύτερου σκέλους της επιχειρηματολογίας του Συμβουλίου, το οποίο αφορά τα ειδικά έννομα αποτελέσματα της επίμαχης συμφωνίας, λαμβανομένης υπόψη της εδαφικής εφαρμογής της στη Δυτική Σαχάρα και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα

– Επί του τρίτου σκέλους της επιχειρηματολογίας του Συμβουλίου, το οποίο αφορά τη μη μεταβολή της νομικής κατάστασης του προσφεύγοντος, λαμβανομένου υπόψη του περιορισμού του ρόλου του στη συμμετοχή στη διαδικασία αυτοδιάθεσης της Δυτικής Σαχάρας

ii) Επί του δεύτερου κριτηρίου του άμεσου επηρεασμού, το οποίο αφορά τον καθαρώς αυτόματο χαρακτήρα και την απόρροια αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης της εφαρμογής του προσβαλλόμενου μέτρου

2) Επί του ζητήματος του ατομικού επηρεασμού του προσφεύγοντος

3. Επί του βασίμου της προσφυγής

α) Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά αναρμοδιότητα του Συμβουλίου προς έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης

β) Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά, κατ’ ουσίαν, παράβαση από το Συμβούλιο της υποχρέωσης που υπέχει να συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που συνήγαγε η νομολογία από την αρχή της αυτοδιάθεσης και την αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών

1) Επί των επιχειρημάτων του Συμβουλίου, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Επιτροπής και των CPMM που αφορούν τον αλυσιτελή χαρακτήρα του τρίτου λόγου ακυρώσεως

2) Επί του βασίμου των επιχειρημάτων που προέβαλε το προσφεύγον προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως

i) Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την αδυναμία της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου να συνάψουν συμφωνία εφαρμοστέα στη Δυτική Σαχάρα και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα

ii) Επί του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά παράβαση της απαίτησης κατά την οποία ο λαός της Δυτικής Σαχάρας έπρεπε να συναινέσει στην επίμαχη συμφωνία, ως τρίτος σε αυτήν, κατά την έννοια της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών

– Επί της εφαρμογής της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών στην υπό κρίση υπόθεση

– Επί των διαβουλεύσεων που διεξήγαγαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή προκειμένου να συμμορφωθούν με την ερμηνεία της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών που έδωσε το Δικαστήριο στις αποφάσεις Συμβούλιο κατά Front Polisario και Western Sahara Campaign UK

– Επί του αν η ιδιαίτερη έννοια που αποδίδεται στη «συγκατάθεση» στην προσβαλλόμενη απόφαση συνάδει με την ερμηνεία της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών από το Δικαστήριο στις αποφάσεις Συμβούλιο κατά Front Polisario και Western Sahara Campaign UK

4. Επί της διατήρησης των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης

Β. Επί της προσφυγής στην υπόθεση T356/19

Επί των δικαστικών εξόδων


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.