Language of document : ECLI:EU:C:2017:612

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MICHAL BOBEK

της 26ης Ιουλίου 2017 (1)

Υπόθεση C271/17 PPU

Openbaar Ministerie

κατά

Sławomir Andrzej Zdziaszek

[αίτηση του Rechtbank Amsterdam (πλημμελειοδικείου Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως – Λόγοι προαιρετικής μη εκτελέσεως – Ένταλμα εκδοθέν για την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής – Έννοια της “δίκης που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης” – Διαδικασία αφορώσα συνολική ποινή – Κατ’ έφεση δίκη»






I.      Εισαγωγή

1.        Η πολωνική δικαστική αρχή εξέδωσε εις βάρος του Sławomir Andrzej Zdziaszek, Πολωνού υπηκόου, ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως (στο εξής: ΕΕΣ). Η εν λόγω αρχή ζητεί την παράδοση του S. A. Zdziaszek, ο οποίος τελεί επί του παρόντος υπό κράτηση στις Κάτω Χώρες, προκειμένου να εκτίσει δύο στερητικές της ελευθερίας ποινές, ενός έτους και έξι μηνών και τριών ετών και έξι μηνών, αντίστοιχα.

2.        Οι εν λόγω ποινές επιβλήθηκαν με «απόφαση επιβάλλουσα συνολική ποινή», στην οποία βασίζεται το επίμαχο ΕΕΣ (στο εξής: απόφαση επιβάλλουσα συνολική ποινή). Η εν λόγω επιβάλλουσα συνολική ποινή απόφαση δεν αφορά την ενοχή του ενδιαφερομένου, αλλά έχει μόνο ως αντικείμενο τη σώρευση και την προσαρμογή τριών προηγουμένως επιβληθεισών ποινών. Συγκεκριμένα, η ποινή του ενός έτους και έξι μηνών σωρεύει δύο ποινές στις οποίες είχε καταδικαστεί ο S. A. Zdziaszek στο πλαίσιο δύο διαφορετικών διαδικασιών. Η δε ποινή των τριών ετών και έξι μηνών συνιστά μείωση ποινής τεσσάρων ετών επιβληθείσας στον S. A. Zdziaszek βάσει προηγούμενης αποφάσεως (στο εξής: αρχική απόφαση). Η μείωση της ποινής είναι αποτέλεσμα ευνοϊκής για τον ενδιαφερόμενο τροποποιήσεως της νομοθεσίας.

3.        Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το έντυπο του ΕΕΣ περιέχει πληροφορίες μόνο σχετικά με την επιβάλλουσα συνολική ποινή απόφαση. Από τις συμπληρωματικές πληροφορίες που εξασφάλισε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι ο S. A. Zdziaszek εκπροσωπήθηκε δεόντως κατά την κατ’ έφεση δίκη που οδήγησε στην έκδοση της αρχικής αποφάσεως, της οποίας έλαβε γνώση. Αντιθέτως, κατά το αιτούν δικαστήριο, τα δικαιώματα άμυνας του S. A. Zdziaszek δεν έγιναν σεβαστά στην πρωτοβάθμια δίκη.

4.        Δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας με την οποία μεταφέρθηκε στην εθνική έννομη τάξη το άρθρο 4α της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (στο εξής: απόφαση-πλαίσιο) (2), η ολλανδική αρμόδια αρχή οφείλει να αρνηθεί την εκτέλεση ΕΕΣ, εάν το εκζητούμενο πρόσωπο δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης (3), εκτός εάν συντρέχει οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που απαριθμούνται στη νομοθεσία αυτή.

5.        Υπό τις περιστάσεις αυτές, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν η έννοια της «δίκης που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης» περιλαμβάνει τη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της επιβάλλουσας συνολική ποινή αποφάσεως, ακόμη και αν το ζήτημα της ενοχής δεν εξετάστηκε σε αυτήν. Επομένως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να καθοριστεί εάν ο σεβασμός των δικονομικών δικαιωμάτων του ενδιαφερομένου πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένης υπόψη της συγκεκριμένης διαδικασίας ή εάν πρέπει μάλλον να ληφθεί υπόψη η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της αρχικής αποφάσεως.

6.        Εάν πρέπει να ληφθεί υπόψη η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της αρχικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστούν οι συνέπειες της μη πραγματικής εκπροσωπήσεως του S. A. Zdziaszek στην πρωτοβάθμια δίκη.

7.        Το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης να διευκρινιστεί αν μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει το ΕΕΣ με την αιτιολογία ότι ούτε από το έντυπο που το συνοδεύει ούτε από τις προσκομισθείσες συμπληρωματικές πληροφορίες συνάγεται ότι η υπό κρίση υπόθεση εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 4α, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως δʹ, της αποφάσεως-πλαισίου περιπτώσεις.

8.        Τα ερωτήματα αυτά εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο της συγκεκριμένας μεταφοράς της προμνησθείσας διατάξεως στο ολλανδικό δίκαιο. Το άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου προβλέπει τη δυνατότητα αρνήσεως παραδόσεως ερήμην καταδικασθέντος προσώπου, εκτός εάν η δικαστική αρχή εκτελέσεως ήταν σε θέση να βεβαιωθεί ότι τα δικονομικά δικαιώματα αυτού έγιναν σεβαστά. Εντούτοις, εάν συντρέχει οποιαδήποτε από τις τέσσερις περιπτώσεις που προβλέπονται στην εν λόγω διάταξη, η δικαστική αρχή εκτελέσεως υποχρεούται να εκτελέσει το ΕΕΣ. Από την άλλη πλευρά, η εθνική νομοθεσία αντιστρέφει την προαιρετική αυτή λογική απαγορεύοντας στο εθνικό δικαστήριο να διατάξει την παράδοση του ενδιαφερομένου όταν δεν συντρέχει καμία από τις ως άνω περιπτώσεις

II.    Το νομικό πλαίσιο

1.      Η ΕΣΔΑ

9.        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (4) (στο εξής: ΕΣΔΑ) ορίζει τα εξής:

«Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθεί δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. […]»

2.      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Ο Χάρτης

10.      Κατά το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης):

«Κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως. Κάθε πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την υπεράσπιση και εκπροσώπησή του.

[…]»

11.      Βάσει του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Χάρτη, «[δ]ιασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης σε κάθε κατηγορούμενο».

2.      Η απόφαση-πλαίσιο

12.      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου ορίζει το ΕΕΣ ως «δικαστική απόφαση η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς το σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας».

13.      Στην παράγραφο 2 προβλέπεται ότι «[τ]α κράτη μέλη εκτελούν κάθε [ΕΕΣ], βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο».

14.      Η παράγραφος 3 προβλέπει ότι η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο «δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 [ΣΕΕ]».

15.      Το άρθρο 4α της αποφάσεως-πλαισίου προστέθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299, προκειμένου να διευκρινιστούν οι λόγοι προαιρετικής αρνήσεως εκτελέσεως ΕΕΣ όταν ο ενδιαφερόμενος δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη του:

«1.      Η εκτελούσα δικαστική αρχή δύναται επίσης να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που έχει εκδοθεί με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας, εάν το πρόσωπο δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, εκτός εάν στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αναφέρεται ότι το πρόσωπο, βάσει δικονομικών απαιτήσεων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης:

α)      εν ευθέτω χρόνω,

i)      είτε είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως και με την κλήτευση είχε ενημερωθεί σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως, είτε είχε δι’ άλλων μέσων ενημερωθεί πραγματικά και επισήμως για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης αυτής, κατά τρόπον ώστε να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης·

και

ii)      είχε ενημερωθεί ότι μπορεί να εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση που το πρόσωπο δεν εμφανιστεί στη δίκη·

ή

β)      το πρόσωπο τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, είχε δώσει δε εντολή σε δικηγόρο, τον οποίον διόρισε είτε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είτε το κράτος, να τον ή την εκπροσωπήσει στη δίκη, και εκπροσωπήθηκε όντως από αυτόν τον δικηγόρο στη δίκη·

ή

γ)      αφού του επεδόθη η απόφαση και ενημερώθηκε ρητά για το δικαίωμά του να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, όπου το πρόσωπο δικαιούται να παρίσταται, η δε ουσία της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, θα επανεξεταστεί, και η δίκη μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης:

i)      έχει δηλώσει ρητώς ότι δεν αμφισβητεί την απόφαση·

ή

ii)      δεν έχει ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο εντός της ισχύουσας προθεσμίας·

ή

δ)      η απόφαση δεν του επιδόθηκε αυτοπροσώπως αλλά:

i)      θα του επιδοθεί αυτοπροσώπως και αμελλητί μετά την παράδοσή του και θα ενημερωθεί ρητά για το δικαίωμά του να δικασθεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, όπου το πρόσωπο δικαιούται να παρίσταται, η δε ουσία της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, θα επανεξετασθεί, και η δίκη μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης·

και

ii)      θα ενημερωθεί σχετικά με την προθεσμία εντός της οποίας οφείλει να ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, όπως προβλέπεται στο σχετικό ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

2.      Σε περίπτωση που το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται […] υπό τους όρους της παραγράφου 1 στοιχείο δ), και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν έχει λάβει προηγουμένως επίσημη ενημέρωση για την ύπαρξη δικαστικής διαδικασίας εναντίον του, μπορεί, κατά την ενημέρωσή του για το περιεχόμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, να ζητήσει να λάβει αντίγραφο της απόφασης προτού παραδοθεί. […] Η διαβίβαση της απόφασης στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο […] δεν θεωρείται ως επίσημη επίδοση της απόφασης ούτε κινεί τις όποιες προθεσμίες ενδέχεται να ισχύουν για αίτηση επανεκδίκασης της υπόθεσης ή άσκηση ενδίκου μέσου.

3.      Σε περίπτωση που το πρόσωπο παραδίδεται υπό τους όρους της παραγράφου 1 στοιχείο δ) και έχει ζητήσει επανεκδίκαση της υπόθεσης ή ασκήσει ένδικο μέσο, το μέτρο στέρησης της ελευθερίας του προσώπου που αναμένει την επανεκδίκαση της υπόθεσης ή το ένδικο μέσο επανεξετάζεται, έως ότου ολοκληρωθεί η εν λόγω δικαστική διαδικασία, βάσει του δικαίου του κράτους μέλους έκδοσης, είτε ανά τακτικά διαστήματα είτε κατόπιν αίτησης του ενδιαφερομένου προσώπου. […]»

16.      Το άρθρο 8, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου προβλέπει ότι το ΕΕΣ πρέπει να περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία:

«[…]

γ)      ένδειξη ότι υπάρχει εκτελεστή απόφαση, ένταλμα σύλληψης ή οιαδήποτε άλλη εκτελεστή δικαστική απόφαση της αυτής ισχύος που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 1 και 2·

δ)      φύση και νομικός χαρακτηρισμός του αδικήματος […]

[…]

στ)      την επιβληθείσα ποινή, εάν πρόκειται για τελεσίδικη απόφαση, ή την κλίμακα ποινών που προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη από τη νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος·

[…]».

17.      Το άρθρο 15 της αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο επιγράφεται «Απόφαση για την παράδοση», έχει ως εξής:

«1.      Η δικαστική αρχή εκτέλεσης αποφασίζει, εντός των προθεσμιών και υπό τους όρους που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο, για την παράδοση του προσώπου.

2.      Εάν η δικαστική αρχή εκτέλεσης κρίνει ότι οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν αρκούν ώστε να της επιτρέψουν να αποφασίσει για την παράδοση, ζητεί την κατεπείγουσα προσκόμιση των απαραίτητων συμπληρωματικών πληροφοριών […]

[...]».

18.      Μετά την τροποποίηση με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299, το στοιχείο δʹ του παραρτήματος («Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης») της αποφάσεως-πλαισίου έχει ως εξής:

Image not found

3.      Το ολλανδικό δίκαιο

19.      Ο Overleveringswet (νόμος περί παραδόσεως εκζητουμένων προσώπων), της 29ης Απριλίου 2004 (Stb. 2004, αριθ. 195, στο εξής: OLW), μεταφέρει την απόφαση-πλαίσιο στο ολλανδικό δίκαιο. Το άρθρο 12 αυτού προβλέπει ότι «[η] παράδοση δεν επιτρέπεται εφόσον το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως έχει εκδοθεί με σκοπό την εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως, ενώ ο εκζητούμενος δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως, εκτός εάν στο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως αναγράφεται ότι […] σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις του κράτους μέλους εκδόσεως» συντρέχει οποιαδήποτε από τις τέσσερις περιπτώσεις που εκτίθενται στην ίδια διάταξη. Οι περιπτώσεις αυτές εκτίθενται στα στοιχεία a έως d του άρθρου 12 του OLW και αντιστοιχούν στα στοιχεία αʹ έως δʹ του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου.

20.      Το σημείο D του παραρτήματος 2 του OLW, το οποίο επιγράφεται «Έντυπο ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, του OLW», αντιστοιχεί στο στοιχείο δʹ του παραρτήματος της αποφάσεως-πλαισίου.

III. Τα πραγματικά περιστατικά, η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα

21.      Στις 17 Ιανουαρίου 2017, το αιτούν δικαστήριο επιλήφθηκε αιτήσεως εκτελέσεως ΕΕΣ εκδοθέντος στις 12 Ιουνίου 2014 από το Sąd Okręgowy w Gdańsku (περιφερειακό δικαστήριο του Gdańsk, Πολωνία).

22.      Το ΕΕΣ σκοπεί στη σύλληψη και στην παράδοση του S. A. Zdziaszek, Πολωνού υπηκόου, προκειμένου να εκτίσει στην Πολωνία δύο στερητικές της ελευθερίας ποινές, ενός έτους και έξι μηνών (για τις πράξεις1 και 2) (5) και τριών ετών και έξι μηνών (για τις πράξεις 3 έως 5) (6).

23.      Το ΕΕΣ αφορά την επιβάλλουσα συνολική ποινή απόφαση, αφορώσα τις δύο ως άνω ποινές, την οποία εξέδωσε στις 25 Μαρτίου 2014 το Sąd Rejonowy w Wejherowie (επαρχιακό δικαστήριο του Wejherowo, Πολωνία) (απόφαση επιβάλλουσα συνολική ποινή). Με την εν λόγω απόφαση, αφενός, συγχωνεύτηκαν σε μία στερητική της ελευθερίας ποινή ενός έτους και έξι μηνών οι δύο ποινές που επιβλήθηκαν στον S. A. Zdziaszek για τις πράξεις 1 και 2 με τις τελεσίδικες αποφάσεις που εξέδωσαν στις 21 Απριλίου 2005 το Sąd Rejonowy w Wejherowie (επαρχιακό δικαστήριο του Wejherowo) και στις 16 Ιουνίου 2006 το Sąd Rejonowy w Gdyni (επαρχιακό δικαστήριο της Γδύνιας, Πολωνία). Αφετέρου, με την ίδια απόφαση μειώθηκε σε τρία έτη και έξι μήνες αρχική στερητική της ελευθερίας ποινή τεσσάρων ετών επιβληθείσα στον S. A. Zdziaszek για τις πράξεις 3 έως 5 με την τελεσίδικη απόφαση που εξέδωσε στις 10 Απριλίου 2012 το Sąd Rejonowy w Wejherowie (επαρχιακό δικαστήριο του Wejherowo). Η μείωση ήταν αποτέλεσμα ευνοϊκής για τον ενδιαφερόμενο τροποποιήσεως της νομοθεσίας.

24.      Με απόφαση της 11ης Απριλίου 2017, το αιτούν δικαστήριο αρνήθηκε να διατάξει την παράδοση του S. A. Zdziaszek όσον αφορά τη στερητική της ελευθερίας ποινή για την πράξη 1, στο μέτρο που η εν λόγω πράξη δεν είναι αξιόποινη στο ολλανδικό δίκαιο. Το αιτούν δικαστήριο ανέστειλε τη διαδικασία όσον αφορά την πράξη 2 προκειμένου να υποβάλει συμπληρωματικά ερωτήματα στη δικαστική αρχή εκδόσεως.

25.      Επομένως, η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά μόνο το μέρος της επιβάλλουσας συνολική ποινή αποφάσεως που σχετίζεται με τη μείωση της ποινής για τις πράξεις 3 έως 5.

26.      Ο S. A. Zdziaszek δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της επιβάλλουσας συνολική ποινή αποφάσεως. Εντούτοις, στο ΕΕΣ επισημαίνεται ότι τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης και έδωσε εντολή σε δικηγόρο, ο οποίος τον εκπροσώπησε.

27.      Ειδικότερα, από την απόφαση περί παραπομπής συνάγεται ότι ο S. A. Zdziaszek κλητεύθηκε στην ακροαματική διαδικασία της 28ης Ιανουαρίου 2014 στη δηλωθείσα από αυτόν διεύθυνση. Δεν παρέλαβε την κλήση και δεν παρέστη στην ακροαματική διαδικασία. Το Sąd Rejonowy w Wejherowie (επαρχιακό δικαστήριο του Wejherowo) όρισε αυτεπαγγέλτως δικηγόρο και στη συνέχεια ανέστειλε τη διαδικασία. Ο S. A. Zdziaszek κλητεύθηκε κατά τον ίδιο τρόπο στην ακροαματική διαδικασία της 25ης Μαρτίου 2014. Ο S. A. Zdziaszek δεν παρέστη αυτοπροσώπως στην εν λόγω ακροαματική, αλλά παρέστη σε αυτήν ο δικηγόρος του. Η επιβάλλουσα συνολική ποινή απόφαση εκδόθηκε κατά το πέρας της εν λόγω ακροαματικής διαδικασίας.

28.      Ανεξάρτητα από τα ως άνω εξακριβωθέντα πραγματικά περιστατικά, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 4α, παράγραφος 1, εισαγωγική φράση και στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου δεν συντρέχει, δεδομένου ότι δεν διαπιστώθηκε ότι ο εκζητούμενος «τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης» ούτε ότι «είχε δώσει […] εντολή σε δικηγόρο, τον οποίον διόρισε είτε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είτε το κράτος, να [τον] εκπροσωπήσει στη δίκη».

29.      Το πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου επιβάλλει να καθοριστεί αν η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της επιβάλλουσας συνολική ποινή αποφάσεως συνιστά «δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης» κατά το άρθρο 4α, παράγραφος 1, εισαγωγική φράση, της αποφάσεως-πλαισίου. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο θα αρνηθεί να εκτελέσει το ΕΕΣ.

30.      Εάν, αντιθέτως, η επιβάλλουσα συνολική ποινή απόφαση δεν λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να εξετάσει αν ο S. A. Zdziaszek παρέστη αυτοπροσώπως στο προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας και, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, αν συντρέχει οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 4α, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως δʹ, της αποφάσεως-πλαισίου περιπτώσεις.

31.      Εντούτοις, κατά το αιτούν δικαστήριο, οι πληροφορίες που περιέχονται στο ΕΕΣ δεν αφορούν την αρχική απόφαση.

32.      Με το δεύτερο ερώτημα ζητείται να διευκρινιστεί αν, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, το αιτούν δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει το ΕΕΣ.

33.      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να καθορίσει, βάσει της αρχικής αποφάσεως, εάν η υπό κρίση υπόθεση εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 4α, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως δʹ, της αποφάσεως-πλαισίου περιπτώσεις.

34.      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ο S. A. Zdziaszek δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως και ότι καμία από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 4α, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως δʹ, της αποφάσεως-πλαισίου περιπτώσεις δεν συντρέχει στην πρωτοβάθμια δίκη.

35.      Όσον αφορά την κατ’ έφεση δίκη, ο S. A. Zdziaszek δεν παρέστη στην ακροαματική διαδικασία. Εντούτοις, κλητεύθηκε δεόντως, στη δε ακροαματική διαδικασία παρέστη ο δικηγόρος του. Εξ αυτού το αιτούν δικαστήριο συνάγει ότι ο S. A. Zdziaszek «τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης» σε δεύτερο βαθμό και ότι «είχε δώσει […] εντολή σε δικηγόρο […] να [τον] εκπροσωπήσει στη δίκη».

36.      Επιπλέον, με το τρίτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η κατ’ έφεση δίκη συνιστά «δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης» κατά το άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου.

37.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Rechtbank Amsterdam (πλημμελειοδικείο Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Συνιστά “δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης” κατά την έννοια της εισαγωγικής φράσεως του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου [...] μια διαδικασία

–        στο πλαίσιο της οποίας ο δικαστής του κράτους μέλους εκδόσεως αποφαίνεται σχετικά με τη συγχώνευση χωριστών στερητικών της ελευθερίας ποινών, στις οποίες ο ενδιαφερόμενος είχε προηγουμένως καταδικαστεί τελεσιδίκως, σε μία στερητική της ελευθερίας ποινή και/ή σχετικά με την τροποποίηση μιας σωρευτικής στερητικής της ελευθερίας ποινής στην οποία ο ενδιαφερόμενος είχε προηγουμένως καταδικαστεί τελεσιδίκως και

–        στο πλαίσιο της οποίας ο δικαστής αυτός δεν εξετάζει πλέον το ζήτημα της ενοχής,

όπως η διαδικασία που οδήγησε στην “cumulative sentence” [επιβάλλουσας συνολική ποινή δικαστικής αποφάσεως] της 25ης Μαρτίου 2014;

2)      Δύναται η δικαστική αρχή εκτελέσεως

–        σε περίπτωση κατά την οποία ο εκζητούμενος δεν παρέστη στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως,

–        αλλά κατά την οποία, ούτε στο ΕΕΣ ούτε στις συμπληρωματικές πληροφορίες που ζητήθηκαν βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου [...] η δικαστική αρχή εκδόσεως προέβη στις ανακοινώσεις σχετικά με το αν συντρέχουν μια ή περισσότερες εκ των περιστάσεων τις οποίες αφορούν τα στοιχεία αʹ έως δʹ του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου [...], σύμφωνα με τη διατύπωση μιας ή περισσοτέρων εκ των περιπτώσεων που αναφέρει το στοιχείο δʹ, σημείο 3, του εντύπου ΕΕΣ,

να συναγάγει, έστω και για αυτόν τον λόγο, ότι δεν πληρούται καμία από τις προϋποθέσεις του άρθρου 4α, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως δʹ, της αποφάσεως-πλαισίου και να αρνηθεί, έστω και για αυτόν τον λόγο, την εκτέλεση του ΕΕΣ;

3)      Συνιστά “δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης” κατά την έννοια του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου [...] μια κατ’ έφεση δίκη

–        στο πλαίσιο της οποίας η υπόθεση εξετάστηκε επί της ουσίας και

–        η οποία οδήγησε σε (νέα) καταδίκη του ενδιαφερομένου και/ή στην επικύρωση της καταδίκης που είχε απαγγελθεί με την πρωτόδικη απόφαση,

–        όταν το ΕΕΣ αποσκοπεί στην εκτέλεση της καταδίκης αυτής;»

IV.    Επί της επείγουσας ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας

38.      Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εξεταστεί η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κατά την επείγουσα διαδικασία του άρθρου 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

39.      Προς στήριξη του αιτήματός του, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία αποφάσεως-πλαισίου που εμπίπτει στον τίτλο V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ. Επισήμανε επίσης ότι ο ενδιαφερόμενος τελεί υπό κράτηση στις Κάτω Χώρες, εν αναμονή της συνέχειας που θα δοθεί στο αίτημα παραδόσεως. Η ταχεία έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου θα έχει άμεση και αποφασιστική επιρροή στη διάρκεια της κρατήσεως του ενδιαφερομένου.

40.      Στις 8 Ιουνίου 2017, το πέμπτο τμήμα του Δικαστηρίου αποφάσισε να κάνει δεκτό το αίτημα αυτό του αιτούντος δικαστηρίου.

41.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν το Openbaar Ministerie (εισαγγελική αρχή, Κάτω Χώρες), διώκουσα αρχή στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο S. A. Zdziaszek, εκζητούμενος στην υπόθεση της κύριας δίκης, η Ολλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Πολωνική Κυβέρνηση απάντησε γραπτώς στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου σχετικά με το εφαρμοστέο πολωνικό νομικό πλαίσιο.

42.      Η εισαγγελική αρχή, ο S. A. Zdziaszek, η Ολλανδική, η Ιρλανδική και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η οποία διεξήχθη στις 11 Ιουλίου 2017.

V.      Ανάλυση

43.      Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της επιβάλλουσας συνολική ποινή αποφάσεως, η οποία δεν αφορά πλέον το ζήτημα της ενοχής, συνιστά «δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης» κατά το άρθρο 4α, παράγραφος 1, εισαγωγική φράση, της αποφάσεως-πλαισίου. Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, θα αναλύσω καταρχάς την έννοια της καταδικαστικής αποφάσεως, από την ύπαρξη της οποίας εξαρτάται η ύπαρξη «εκτελεστής αποφάσεως» και «δίκης που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης». Θα εξετάσω εν συνεχεία τον ειδικό χαρακτήρα της επιβάλλουσας συνολική ποινή αποφάσεως (A).

44.      Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να προσδιοριστούν οι συνέπειες, για τον σκοπό της εκτελέσεως ΕΕΣ, της ανεπάρκειας των διαβιβασθεισών από τη δικαστική αρχή εκδόσεως πληροφοριών. Το ερώτημα αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά, τυπικά, το πόσες φορές η δικαστική αρχή εκτελέσεως μπορεί να ζητήσει χρήσιμες πληροφορίες από τη δικαστική αρχή εκδόσεως ή το ποιά είναι μέγιστη διάρκεια των ανταλλαγών μεταξύ των δύο αυτών δικαστηρίων, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των ισχυουσών ως προς την εκτέλεση του ΕΕΣ προθεσμιών. Εμμέσως, το ερώτημα αυτό αφορά την προβληματική μεταφορά του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου στο ολλανδικό δίκαιο (B).

45.      Με το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η έννοια της «δίκης που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης», κατά το άρθρο 4α, παράγραφος 1, εισαγωγική φράση, της αποφάσεως-πλαισίου, παραπέμπει σε κατ’ έφεση δίκη στο πλαίσιο της οποίας η υπόθεση εξετάστηκε επί της ουσίας και επικυρώθηκε η πρωτοδίκως εκδοθείσα καταδικαστική απόφαση, στη δε εκτέλεση της οποίας σκοπεί το ΕΕΣ. Το ερώτημα αυτό επιβάλλει να καθοριστεί αν η αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου κατά την κατ’ έφεση δίκη μπορεί να θεραπεύσει ενδεχόμενα ελαττώματα της πρωτοβάθμιας δίκης (Γ).

1.      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

46.      Τα μέρη που κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις και συμμετείχαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση συμφωνούν, κατ’ ουσίαν, ότι διαδικασία η οποία οδηγεί μόνο σε προσαρμογή της ποινής χωρίς να εξετάζεται σε αυτήν το ζήτημα της ενοχής δεν συνιστά «δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης» κατά το άρθρο 4α,παράγραφος 1, εισαγωγική φράση, της αποφάσεως-πλαισίου.

47.      Τούτου λεχθέντος, από τις γραπτές παρατηρήσεις καθώς και από τις αγορεύσεις των μερών προκύπτει ότι δεν υπάρχει συμφωνία όσον αφορά το τι συνιστά την «ουσία» της υποθέσεως. Αναμφισβήτητα, διαδικασία η οποία αφορά την ενοχή και την ποινή συνιστά διαδικασία επί της ουσίας. Τι ισχύει, ωστόσο, σε περίπτωση διαδικασίας η οποία αφορά μόνο την ποινή, την προσαρμογή ή τη μείωση αυτής; Συνιστά η εξέταση της ενοχής απαραίτητη συνιστώσα της διαδικασίας προκειμένου να μπορεί αυτή να χαρακτηριστεί διαδικασία που αφορά την ουσία της υποθέσεως;

48.      Ο S. A. Zdziaszek υποστηρίζει ότι, όταν η προσαρμογή της ποινής δεν συνιστά απλή αριθμητική πράξη, η σχετική διαδικασία συνιστά «δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης». Πρέπει, επομένως, να πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη καθώς και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.

49.      Η εισαγγελική αρχή τονίζει ότι, για την καλύτερη διασφάλιση των δικαιωμάτων της άμυνας, ο έλεγχος πρέπει να αφορά απόφαση σχετική με την ενοχή. Αντίθετη προσέγγιση θα ενέχει τον κίνδυνο παραδόσεως του ενδιαφερομένου χωρίς να έχουν γίνει σεβαστά τα δικαιώματα της άμυνάς του στα προηγούμενα στάδια της διαδικασίας.

50.      Ομοίως, η Ολλανδική Κυβέρνηση προτείνει να δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα. Υποστηρίζει ότι ο έλεγχος πρέπει να αφορά διαδικασία επί της ουσίας η οποία οδήγησε στην έκδοση καταδικαστικής αποφάσεως. Αυτό προϋποθέτει ότι το δικαστήριο αποφάνθηκε επί της ενοχής. Επομένως, διαδικασία με την οποία συγχωνεύονται ή προσαρμόζονται στερητικές της ελευθερίας ποινές δεν θα εμπίπτει στην έννοια της «δίκης που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης».

51.      Η Ιρλανδική και η Πολωνική Κυβέρνηση προτείνουν επίσης να δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο ερώτημα. Στο μέτρο που η ενοχή του ενδιαφερομένου δεν εξετάστηκε κατά τη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της επιβάλλουσας συνολική ποινή αποφάσεως, η εν λόγω διαδικασία δεν μπορεί να συνιστά «δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης» κατά το άρθρο 4α, παράγραφος 1, εισαγωγική φράση, της αποφάσεως-πλαισίου. Κατά την Ιρλανδική Κυβέρνηση, διεξοδική ανάλυση της διαδικασίας σωρεύσεως των ποινών θα αντιβαίνει στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Κατά την Πολωνική Κυβέρνηση, η αν θεωρηθεί ότι η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της επιβάλλουσας συνολική ποινή αποφάσεως εμπίπτει στην προμνησθείσα έννοια, τούτο θα ισοδυναμεί με διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου. Κατά την Πολωνική Κυβέρνηση, η έννοια της «ουσίας της υποθέσεως» περιλαμβάνει την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών και την εξέταση της ενοχής, στοιχεία τα οποία κρίθηκαν για τελευταία φορά στην κατ’ έφεση δίκη που οδήγησε στην έκδοση της αρχικής αποφάσεως.

52.      Από την πλευρά της, η Επιτροπή εκτιμά ότι δύσκολα μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο έλεγχος βάσει του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου μπορεί να αφορά διαδικασία περιοριζόμενη στην προσαρμογή της ποινής, ενώ η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της καταδικαστικής αποφάσεως δεν θα υπόκειται στον εν λόγω έλεγχο. Αντιθέτως, διαδικασία η οποία οδηγεί στην προσαρμογή της αρχικής ποινής, παρέχοντας ταυτόχρονα στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να προβάλει τα επιχειρήματά του, θα εμπίπτει στην έννοια της «δίκης που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης».

53.      Δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι μόνο το ζήτημα της ενοχής ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της εξετάσεως της «ουσίας της υποθέσεως», μη λαμβανομένου υπόψη του ζητήματος του καθορισμού της ποινής. Συγκεκριμένα, η έννοια της καταδικαστικής αποφάσεως,η οποία είναι κρίσιμη τόσο για την έννοια της «εκτελεστής αποφάσεως» όσο και για την έννοια της «δίκης που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης» (οι οποίες χρησιμοποιούνται, αντίστοιχα, στο άρθρο 4α, παράγραφος 1, εισαγωγική φράση, και στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου) έχει δύο σκέλη: την ενοχή και την ποινή (1). Στο μέτρο που η επιβάλλουσα συνολική ποινή απόφαση καθορίζει την ποινή, εμπίπτει στην έννοια της καταδικαστικής αποφάσεως (2). Εντούτοις, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου, πρέπει να ελεγχθεί αν η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της εν λόγω αποφάσεως παρέχει στον δικαστή εξουσία εκτιμήσεως προκειμένου να αποφασίσει τον συγκεκριμένο τρόπο προσαρμογής της ποινής (3). Στο μέτρο που, εν προκειμένω, υφίσταται τέτοια εξουσία εκτιμήσεως, η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της επιβάλλουσας συνολική ποινή αποφάσεως συνιστά «δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης» κατά την έννοια του άρθρου 4α, παράγραφος 1, εισαγωγική φράση, της αποφάσεως-πλαισίου (4).

1.      Συστατικά στοιχεία της καταδικαστικής αποφάσεως

54.      Όταν σκοπεί στην εκτέλεση ποινής, το ΕΕΣ προϋποθέτει την ύπαρξη καταδικαστικής αποφάσεως. Η καταδικαστική απόφαση περιέχει συνήθως δύο στοιχεία, ήτοι τη διαπίστωση της ενοχής και, ως εκ τούτου, την επιβολή ποινής (7). Επομένως, τα δύο αυτά στοιχεία συνθέτουν την «ουσία» της υποθέσεως, είτε συνδυαστικά (την ουσία στο σύνολό της) είτε μεμονωμένα (μέρος της ουσίας).

55.      Τα δύο ως άνω στοιχεία πρέπει να προκύπτουν από το ΕΕΣ. Συγκεκριμένα, οι δικαστικές αρχές εκδόσεως οφείλουν να διαβιβάζουν πληροφορίες όχι μόνο σχετικά με τα διαπραχθέντα αδικήματα, αλλά και σχετικά με τις συγκεκριμένα επιβληθείσες ποινές. Αυτό είναι απαραίτητο προκειμένου να ελεγχθεί η δυνατότητα εφαρμογής του ΕΕΣ σε συγκεκριμένη περίπτωση από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως, λαμβανομένων υπόψη του διαπραχθέντος αδικήματος (8) και της επιβληθείσας ποινής (9). Οι εν λόγω πληροφορίες είναι επίσης σημαντικές για την εκτίμηση της υπάρξεως λόγου υποχρεωτικής μη εκτελέσεως του ΕΕΣ (10).

56.      Όσον αφορά την έννοια της εκτελεστής αποφάσεως για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου, πρόκειται για απόφαση η οποία παρέχει τη δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές, δυνάμει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, να προβούν στην εκτέλεση της επιβληθείσας στον ενδιαφερόμενο στερητικής της ελευθερίας ποινής. Το τι συνιστά τέτοια απόφαση σε συγκεκριμένη υπόθεση θα εξαρτάται από δύο παραμέτρους, ήτοι το δικονομικό πλαίσιο του κράτους μέλους και τη συγκεκριμένη χρήση αυτού από τον ενδιαφερόμενο (ή σε σχέση με αυτόν) (11).

57.      Απόφαση η οποία συνιστά τον τίτλο που επιτρέπει να καταστεί εκτελεστή η στερητική της ελευθερίας ποινή πρέπει εξ ορισμού να αφορά την ποινή. Το ερώτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι αν απόφαση που αφορά μόνο την ποινή μπορεί να συνιστά «εκτελεστή απόφαση» κατά την έννοια της αποφάσεως-πλαισίου. Αυτό θα εξετάσω στη συνέχεια.

2.      Ειδικός χαρακτήρας της επιβάλλουσας συνολική ποινή αποφάσεως

58.      Η επιβάλλουσα συνολική ποινή απόφαση στην οποία βασίζεται το ΕΕΣ στην υπό κρίση υπόθεση έχει διττώς ειδικό χαρακτήρα.

59.      Πρώτον, συνδυάζει δύο επί της ουσίας αποφάσεις σε μία και μόνη πράξη. Συναφώς, i) σωρεύει τις προηγουμένως (και χωριστά) επιβληθείσες ποινές για τις πράξεις 1 και 2, και ii) μειώνει τη διάρκεια της προηγουμένως και σωρευτικώς επιβληθείσας ποινής για τις πράξεις 3 έως 5.

60.      Δεύτερον, όσον αφορά τις πράξεις 3 έως 5, η επιβάλλουσα συνολική ποινή απόφαση περιορίζεται στη μείωση της επιβληθείσας ποινής χωρίς να εξετάζει το ζήτημα της ενοχής, το οποίο κρίθηκε προηγουμένως με την αρχική απόφαση.

61.      Από την απόφαση περί παραπομπής και από τις εξηγήσεις που παρέσχε η Πολωνική Κυβέρνηση συνάγεται ότι η εν λόγω μείωση έλαβε υπόψη ευνοϊκή για τον ενδιαφερόμενο τροποποίηση της νομοθεσίας, η οποία επήλθε στο διάστημα μεταξύ της εκδόσεως της αρχικής αποφάσεως και της εκδόσεως της επιβάλλουσας συνολική ποινή αποφάσεως.

62.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Πολωνική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε ότι η επιβάλλουσα συνολική ποινή απόφαση αντικαθιστά την αρχική απόφαση.

63.      Επομένως, με την επιφύλαξη της επαληθεύσεως από το αιτούν δικαστήριο, διαπιστώνεται ότι η σχετική με την κύρωση απόφαση, όπως προκύπτει από την επιβάλλουσα συνολική ποινή απόφαση, συνιστά τον μόνο νομικό τίτλο βάσει του οποίου ο S. A. Zdziaszek μπορεί να στερηθεί την ελευθερία του για το προβλεπόμενο σε αυτήν χρονικό διάστημα. Ως εκ τούτου, τα δύο σκέλη της καταδικαστικής αποφάσεως που αφορά τον S. A. Zdziaszek εξετάστηκαν τελευταία επ’ ευκαιρία δύο διαφορετικών διαδικασιών: της διαδικασίας η οποία οδήγησε στην έκδοση της αρχικής αποφάσεως, όσον αφορά την ενοχή, και της διαδικασίας η οποία οδήγησε στην έκδοση της επιβάλλουσας συνολική ποινή αποφάσεως, όσον αφορά την τελικώς επιβληθείσα ποινή.

64.      Ακολούθως πρέπει να εξεταστεί ο χαρακτήρας της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της επιβάλλουσας συνολική ποινή αποφάσεως.

3.      Χαρακτηριστικά της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της επιβάλλουσας συνολική ποινή αποφάσεως

65.      Είναι χρήσιμο να υπομνησθεί, όπως έπραξαν ο S. A. Zdziaszek και η Επιτροπή, ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διακρίνει δύο είδη διαδικασιών που οδηγούν στην επιβολή συνολικών ποινών: i) τις διαδικασίες που δεν αναγνωρίζουν στον δικαστή καμία εξουσία εκτιμήσεως, στο πλαίσιο των οποίων ο εν λόγω δικαστής προβαίνει απλώς σε αριθμητικό υπολογισμό, και ii) τις διαδικασίες στις οποίες ο δικαστής ασκεί εξουσία εκτιμήσεως. Το πρώτο είδος διαδικασίας δεν εμπίπτει στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για το δεύτερο είδος διαδικασίας (12).

66.      Για τον καθορισμό του χαρακτήρα της επίμαχης διαδικασίας θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ακόλουθες πτυχές.

67.      Όταν ο δικαστής οφείλει να περιοριστεί σε μηχανική εφαρμογή διατάξεως του νόμου, η οποία δεν του παρέχει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τον τρόπο μειώσεως της ποινής, μια τέτοια διαδικασία δεν μπορεί να συνιστά δίκη κατά την έννοια του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου. Συγκεκριμένα, ο ενδιαφερόμενος δεν έχει καμία δυνατότητα να ασκήσει τα δικονομικά του δικαιώματα προκειμένου να επηρεάσει το αποτέλεσμα μιας τέτοιας μηχανικής εφαρμογής του νόμου.

68.      Δεν ισχύει το ίδιο σε περίπτωση διαδικασίας στην οποία ο δικαστής ασκεί εξουσία εκτιμήσεως. Συναφώς, πρέπει ειδικότερα να τίθενται τα ακόλουθα ερωτήματα: υπάρχουν νέα στοιχεία τα οποία ο δικαστής οφείλει να εντοπίσει και να λάβει υπόψη (για παράδειγμα, συμπεριφορά του ενδιαφερομένου μετά την αρχική καταδικαστική απόφαση, αξιολόγηση της εν λόγω συμπεριφοράς από τις σωφρονιστικές αρχές κ.λπ.); Πρέπει να διεξαχθεί ακροαματική διαδικασία κατά τη δίκη που οδηγεί στην προσαρμογή της ποινής; Μπορεί να ασκηθεί έφεση κατά νέας αποφάσεως περί προσαρμογής της ποινής; Κυρίως και πρωτίστως: διαθέτει ο δικαστής περιθώριο εκτιμήσεως καθ’ όλη τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας;

69.      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στα ως άνω ερωτήματα –και ιδίως στο τελευταίο–, εκτιμώ ότι πρόκειται για δίκη κατά το άρθρο 4α, παράγραφος 1, εισαγωγική φράση, της αποφάσεως-πλαισίου. Συγκεκριμένα, τα ως άνω δικονομικά στοιχεία παρέχουν τη δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο να επηρεάσει τον καθορισμό της ποινής. Συναφώς, η αποτελεσματικότητα με την οποία ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ασκήσει τα δικονομικά του δικαιώματα έχει κεφαλαιώδη σημασία.

70.      Απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει αν, εν προκειμένω, η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της επιβάλλουσας συνολική ποινή αποφάσεως αναγνώριζε εξουσία εκτιμήσεως στον εθνικό δικαστή. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που παρασχέθηκαν στο Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση, εκτιμώ ότι, σε διαδικασία που καταλήγει στην έκδοση επιβάλλουσας συνολική ποινή αποφάσεως, ο Πολωνός δικαστής διαθέτει σημαντική εξουσία εκτιμήσεως.

71.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Πολωνική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε ότι, καίτοι δεν εξετάζει πλέον το ζήτημα της ενοχής, ο δικαστής ο οποίος εκδίδει απόφαση επιβάλλουσα συνολική ποινή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως προκειμένου να καθορίσει (ή να προσαρμόσει) τη συνολική ποινή εντός των ορίων που προκύπτουν από τις ποινές που επιβλήθηκαν με τις προηγούμενες αποφάσεις στις οποίες στηρίζεται η απόφαση αυτή.

72.      Εντούτοις, η Πολωνική Κυβέρνηση αρνείται να χαρακτηρίσει τη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της επιβάλλουσας συνολική ποινή αποφάσεως ως «δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης», βάσει του άρθρου 4α, παράγραφος 1, εισαγωγική φράση, της αποφάσεως-πλαισίου, στο μέτρο που το αποτέλεσμα της εν λόγω διαδικασίας είναι πάντοτε ευνοϊκό για τον ενδιαφερόμενο. Κατά την Πολωνική Κυβέρνηση, η διάρκεια της τελικώς επιβληθησόμενης ποινής θα είναι κατ’ ανάγκη βραχύτερη από εκείνη που θα προέκυπτε από την πρόσθεση των δυνάμενων να σωρευθούν ποινών. Ομοίως, η ποινή κατόπιν της μειώσεως θα είναι κατ’ ανάγκη βραχύτερη από την προηγουμένως επιβληθείσα.

73.      Δεν συμμερίζομαι το συμπέρασμα ότι η διαδικασία που καταλήγει στην έκδοση της επιβάλλουσας συνολική ποινή αποφάσεως δεν εμπίπτει στο άρθρο 4α της αποφάσεως-πλαισίου.

74.      Καίτοι η προσαρμογή της ποινής θα συνεπάγεται πάντοτε μείωση της αρχικής ποινής, παραμένει θεμελιώδους σημασίας για τον ενδιαφερόμενο το να μπορεί να επιδιώξει τη μέγιστη μείωση.

75.      Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι ο εθνικός δικαστής καλείται να σωρεύσει τρεις προηγουμένως επιβληθείσες ποινές, πέντε, τεσσάρων και τριών ετών. Ας υποθέσουμε επίσης ότι η εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει ο δικαστής τού παρέχει τη δυνατότητα να καθορίσει τη συνολική ποινή τόσο σε πέντε έτη όσο και σε δώδεκα έτη φυλακίσεως. Δεν αμφισβητείται ότι το τελικό αποτέλεσμα θα είναι εξ ορισμού πιο ευνοϊκό για τον ενδιαφερόμενο, στο μέτρο που η απλή πρόσθεση των ποινών θα συνεπαγόταν συνολική ποινή δώδεκα ετών. Εντούτοις, η διαφορά μεταξύ της επιβολής συνολικής ποινής διάρκειας που προσεγγίζει το κατώτερο όριο του εύρους (έστω έξι έτη) ή το ανώτερο όριο αυτού (για παράδειγμα, ένδεκα έτη) είναι σημαντική.

76.      Εάν, με την παρουσία του, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να επηρεάσει τον καθορισμό της διάρκειας της ποινής, η εν λόγω δίκη να πρέπει να διεξαχθεί σύμφωνα με τις εγγυήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ καθώς και, επομένως, σύμφωνα με εκείνες του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου.

77.      Όπως επισήμανα ανωτέρω, το γεγονός ότι ο σεβασμός των δικονομικών δικαιωμάτων ελέγχθηκε σε σχέση με την αρχική απόφαση δεν ασκεί πλέον επιρροή όσον αφορά το σκέλος της «ποινής», στο μέτρο που, αφενός, ο δικαστής που αποφαίνεται σχετικά με τη νέα ποινή άσκησε εξουσία εκτιμήσεως και που, αφετέρου, η νέα απόφαση που αφορά τη νέα ποινή αντικατέστησε την προηγούμενη απόφαση. Επομένως, η επιβάλλουσα συνολική ποινή απόφαση κατέστη η μόνη εκτελεστή απόφαση στην οποία μπορεί να θεμελιωθεί ΕΕΣ.

78.      Για να βεβαιωθεί ότι τα δικονομικά δικαιώματα του ενδιαφερομένου έγιναν σεβαστά, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει in concreto ποια απόφαση συνιστά την εκτελεστή απόφαση στην οποία βασίζεται το ΕΕΣ. Το αιτούν δικαστήριο οφείλει να ζητήσει, ενδεχομένως, συμπληρωματικές πληροφορίες βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου προκειμένου να προσδιορίσει το στάδιο της διαδικασίας στο οποίο ο δικαστής άσκησε εξουσία εκτιμήσεως για τον τελευταίο καθορισμό της διάρκειας της ποινής. Στο πλαίσιο αυτό, η δικαστική αρχή εκτελέσεως πρέπει να μπορεί επίσης να εξετάσει τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου όσον αφορά το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας στο οποίο κρίθηκε η ενοχή.

79.      Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι η δικαστική αρχή εκδόσεως οφείλει να συμπληρώνει τα μέρη των στοιχείων γʹ και δʹ του εντύπου του ΕΕΣ, τα οποία αφορούν τη διαδικασία η οποία οδήγησε άμεσα στην έκδοση της εκτελεστής αποφάσεως.

80.      Εντούτοις, για την αποφυγή ενδεχόμενης ελλείψεως πληροφοριών και για τον περιορισμό της χρήσεως του εν λόγω άρθρου 15, παράγραφος 2, εκτιμώ ότι είναι ευκταίο να παρέχει η δικαστική αρχή εκδόσεως, κυρίως στο μέρος του στοιχείου βʹ του εντύπου, κάθε πρόσθετη πληροφορία η οποία μπορεί να είναι χρήσιμη ώστε η δικαστική αρχή εκτελέσεως να είναι σε θέση να βεβαιωθεί για τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου. Οι εν λόγω πληροφορίες μπορούν να αφορούν ιδίως το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας στο οποίο κρίθηκε το ζήτημα της ενοχής, όταν αυτό εξετάστηκε στο πλαίσιο διαδικασίας διαφορετικής από εκείνη στη διάρκεια της οποίας ο δικαστής απήγγειλε την ποινή ασκώντας την εξουσία του εκτιμήσεως.

81.      Εντούτοις, στο πλαίσιο αυτό, τονίζεται ότι δεν απόκειται στη δικαστική αρχή εκτελέσεως να ελέγξει στο σύνολό του κάθε προηγούμενο στάδιο της ποινικής διαδικασίας.

82.      Όπως ορθώς υποστηρίζουν η εισαγγελική αρχή και η Ολλανδική Κυβέρνηση, κάτι τέτοιο θα έθετε υπό αμφισβήτηση την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης –ακρογωνιαίο λίθο της δικαστικής συνεργασίας στον συγκεκριμένο τομέα (13) – και θα έθιγε τη λειτουργία του συστήματος της αποφάσεως-πλαισίου.

83.      Συγκεκριμένα, στο άρθρο 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου υπενθυμίζεται ότι αυτή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρεώσεως σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 ΣΕΕ και αντανακλώνται στον Χάρτη. Την υποχρέωση αυτή έχουν τόσο το κράτος μέλος εκδόσεως όσο και το κράτος μέλος εκτελέσεως (14).

84.      Υπενθυμίζεται ότι όλα τα κράτη μέλη δεσμεύονται από την ΕΣΔΑ, και ειδικότερα από το άρθρο 6, παράγραφος 1, αυτής. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος μέλος της δικαστικής αρχής εκδόσεως οφείλει να θεραπεύει, ενδεχομένως, τυχόν ελαττώματα προηγούμενων σταδίων της διαδικασίας.

85.      Εάν η απόφαση εκδόθηκε ερήμην, το κράτος μέλος της δικαστικής αρχής εκδόσεως πρέπει καταρχήν να εγγυάται τη διεξαγωγή νέας δίκης βάσει των διατάξεων του εθνικού δικαίου. Επομένως, απόκειται στο κράτος μέλος εκδόσεως, το οποίο δέχεται το πρόσωπο που παραδίδεται βάσει του ΕΕΣ, να διορθώσει τα τυχόν δικονομικά σφάλματα. Δεν απόκειται στη δικαστική αρχή εκτελέσεως να ελέγξει, κατά μείζονα δε λόγο να διορθώσει, κάθε ελάττωμα της διαδικασίας η οποία κατέληξε στην έκδοση αποφάσεως χωρίς ο ενδιαφερόμενος να παραστεί αυτοπροσώπως στη δίκη του.

86.      Η απάντηση θα είναι διαφορετική μόνον εάν η δικαστική αρχή εκτελέσεως διαπιστώσει ότι το ποινικό σύστημα του κράτους μέλους εκδόσεως του ΕΕΣ εμφανίζει τέτοιες ελλείψεις ώστε να μην ισχύει πλέον η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, για παράδειγμα λόγω της υπάρξεως σοβαρού και πραγματικού κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη (15) ή επειδή τα ποινικά δικαστήρια κράτους μέλους δεν μπορούν πλέον να διασφαλίσουν το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, με αποτέλεσμα να αποκλείεται η αυτόματη αμοιβαία αναγνώριση (16).

4.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

87.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθεισών παρατηρήσεων, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση αποφάσεως, όπως η επιβάλλουσα συνολική ποινή απόφαση της υποθέσεως της κύριας δίκης, μπορεί να συνιστά «δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης» κατά το άρθρο 4α, παράγραφος 1, εισαγωγική φράση, της αποφάσεως-πλαισίου, όταν i) η εν λόγω απόφαση, η οποία κατέστη εκτελεστή, επιβάλλει στερητική της ελευθερίας ποινή και όταν, ii) στη σχετική με τον καθορισμό της εν λόγω ποινής διαδικασία, ο εθνικός δικαστής διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως.

2.      Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

88.      Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει το ΕΕΣ, όταν διαπιστώνεται ότι ο σεβασμός των δικονομικών δικαιωμάτων του ενδιαφερομένου πρέπει να εκτιμηθεί σε σχέση με απόφαση διαφορετική από τη μνημονευόμενη στο ΕΕΣ και όταν οι συμπληρωματικές πληροφορίες που προσκομίζονται βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου δεν καθιστούν εφικτή την επαλήθευση του σεβασμού των δικονομικών δικαιωμάτων του ενδιαφερομένου.

89.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει το ΕΕΣ. Από την έκφραση «εκτός εάν στο [ΕΕΣ] αναφέρεται ότι», η οποία χρησιμοποιείται στην εισαγωγική φράση του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου, θα μπορούσε να συναχθεί ότι οι πληροφορίες σχετικά με τη συνδρομή οποιασδήποτε εκ των περιπτώσεων που προβλέπονται στα στοιχεία αʹ έως δʹ της εν λόγω διατάξεως πρέπει να αναγράφονται στο στοιχείο δʹ του εντύπου του ΕΕΣ ή τουλάχιστον σύμφωνα με τις διάφορες περιπτώσεις όπως έχουν διατυπωθεί στο στοιχείο αυτό.

90.      Ο S. A. Zdziaszek δεν εκφέρει άποψη επί του δεύτερου ερωτήματος, αλλά η εισαγγελική αρχή εκτιμά ότι δεν επιτρέπεται άρνηση εκτελέσεως του ΕΕΣ εάν η δικαστική αρχή εκδόσεως δεν χρησιμοποιεί μεν τη διατύπωση του στοιχείου δʹ του εντύπου, πλην όμως οι διαβιβαζόμενες πληροφορίες είναι χρήσιμες.

91.      Η Ολλανδική Κυβέρνηση εκτιμά ότι σκοπός του δεύτερου ερωτήματος είναι να διευκρινιστεί αν το αιτούν δικαστήριο οφείλει να ελέγξει την αρχική απόφαση βάσει του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου. Προτείνει να δοθεί αρνητική απάντηση στο ερώτημα, στο μέτρο που ο έλεγχος πρέπει να διενεργείται σε σχέση με την απόφαση που μνημονεύεται ως εκτελεστή στο ΕΕΣ.

92.      Κατά την Επιτροπή, η δικαστική αρχή εκτελέσεως οφείλει να ζητήσει τις πληροφορίες που αφορούν το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο εξετάστηκε η ουσία της υποθέσεως και το οποίο κατέληξε στην έκδοση της τελεσίδικης καταδικαστικής αποφάσεως. Εν προκειμένω, η αρχική απόφαση εκδόθηκε κατόπιν της κατ’ έφεση δίκης. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 4α της αποφάσεως-πλαισίου αφορά προαιρετικό λόγο αρνήσεως εκτελέσεως. Κατά την Επιτροπή, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες, πέραν των τεσσάρων περιπτώσεων υποχρεωτικής παραδόσεως, το ΕΕΣ μπορεί να εκτελεστεί χωρίς να θίγεται το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να παραστεί στη δίκη του. Συναφώς, η δικαστική αρχή εκτελέσεως μπορεί να λάβει υπόψη όλα τα διαθέσιμα δεδομένα.

93.      Για να δοθεί απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της εκ πρώτης όψεως εννοίας του, η οποία αφορά τον τρόπο επικοινωνίας των δικαστικών αρχών (1), και του πλαισίου στο οποίο αυτό εντάσσεται, στο οποίο παραπέμπει άλλωστε η προμνησθείσα απάντηση της Επιτροπής (2). Θα εξηγήσω εν συνεχεία για ποιον λόγο οι δικαστικές αρχές εκτελέσεως πρέπει να διατηρούν περιθώριο εκτιμήσεως όταν εξετάζουν τον σεβασμό των δικονομικών δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων βάσει του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου (3).

1.      Ο τρόπος επικοινωνίας των δικαστικών αρχών βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου

94.      Η επικοινωνία μεταξύ των δύο αρχών βάσει της ως άνω διατάξεως θα εξαρτάται πάντοτε από τις συγκεκριμένες ανάγκες κάθε υποθέσεως. Επομένως, είναι δύσκολο να απαντηθεί ένα τέτοιο ερώτημα in abstracto. Συγκεκριμένα, το είδος των απαιτούμενων πληροφοριών θα εξαρτάται συνήθως από τον σκοπό για τον οποίο ζητούνται οι εν λόγω πληροφορίες.

95.      Τούτου λεχθέντος, κατά την άποψή μου, η προσέγγιση που πρέπει να ακολουθείται στο πλαίσιο αυτό μπορεί να λαμβάνει υπόψη τις ακόλουθες σκέψεις.

96.      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει ΕΕΣ μόνο στις εξαντλητικώς απαριθμούμενες περιπτώσεις υποχρεωτικής μη εκτελέσεως, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 3 της αποφάσεως-πλαισίου, ή προαιρετικής μη εκτελέσεως, οι οποίες προβλέπονται στα άρθρα 4 και 4α της ίδιας αποφάσεως-πλαισίου (17).

97.      Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης τις προβλεπόμενες στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου απαιτήσεις νομιμότητας, των οποίων η τήρηση συνιστά προϋπόθεση του κύρους του ΕΕΣ, με αποτέλεσμα η μη τήρηση αυτών να συνεπάγεται καταρχήν άρνηση εκτελέσεως του ΕΕΣ. Επομένως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου, προτού αρνηθεί να εκτελέσει το ΕΕΣ (κάτι το οποίο πρέπει να συμβαίνει μόνο κατ’ εξαίρεση), η αρμόδια αρχή πρέπει να ζητεί από τη δικαστική αρχή εκδόσεως την κατεπείγουσα παροχή των απαραίτητων συμπληρωματικών πληροφοριών (18).

98.      Μόνο εάν η δικαστική αρχή εκτελέσεως καταλήξει στο συμπέρασμα, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που παρασχέθηκαν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου καθώς και κάθε άλλης πληροφορίας που ενδεχομλενως μπόρεσε να εξασφαλίσει από άλλη πηγή, ότι το ΕΕΣ εκδόθηκε παράτυπα (σε σχέση με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου προϋποθέσεις) οφείλει να αρνηθεί να το εκτελέσει.

99.      Ειδικότερα, όσον αφορά το άρθρο 15, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου, επισημαίνεται, πρώτον, ότι η επικοινωνία που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη έχει ως σκοπό να διασφαλίζει την ισορροπία μεταξύ της υποχρεώσεως εκτελέσεως (τηρουμένης της επείγουσας διαδικασίας εξετάσεως του ΕΕΣ, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στην απόφαση-πλαίσιο προθεσμίες) και της επιβεβλημένης προστασίας των δικονομικών δικαιωμάτων του ενδιαφερομένου (19). Πράγματι, η επικοινωνία μεταξύ των αρχών δεν μπορεί να διαρκέσει επ’ άπειρον. Πρέπει να καθιστά εφικτή την τήρηση της προθεσμίας των 60 ημερών (20) εντός της οποίας πρέπει, καταρχήν, να εκτελεστεί το ΕΕΣ (21).

100. Δεύτερον, ο τρόπος της προμνησθείσας επικοινωνίας πρέπει να διασφαλίζει τη λειτουργικότητα του συστήματος. Επομένως, τα ερωτήματα πρέπει να υποβάλλονται με όσο το δυνατόν πιο συγκεκριμένο και σαφή τρόπο. Ειδικότερα, φαίνεται εύλογο να υποβάλλεται το ερώτημα μία φορά και να ζητείται επαλήθευση μία ακόμη φορά, με έμφαση στις πτυχές που χρήζουν αποσαφηνίσεως. Εάν η επικοινωνία αυτή δεν αποδώσει το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, φρονώ ότι είναι εύλογο, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της επείγουσας διαδικασίας και της προστασίας των δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων, να σταματά στο σημείο αυτό η ενεργή αναζήτηση πληροφοριών.

101. Εντούτοις, αυτό δεν απαλλάσσει την αρμόδια αρχή από την υποχρέωση να εκτιμά κάθε υπόθεση μεμονωμένα, λαμβανομένης υπόψη της αναγκαιότητας να βεβαιωθεί ότι τα δικαιώματα άμυνας του ενδιαφερομένου έγιναν σεβαστά.

102. Εν προκειμένω, η δικαστική αρχή εκτελέσεως θέλησε να θέσει συμπληρωματικές ερωτήσεις σχετικά με τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της αρχικής αποφάσεως. Ειδικότερα, όπως επισημαίνει η Ολλανδική Κυβέρνηση, εξέφρασε αμφιβολίες για το επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας του S. A. Zdziaszek στη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της επιβάλλουσας συνολική ποινή αποφάσεως.

103. Τούτου λεχθέντος, επισημαίνω ότι από το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αναδεικνύεται πιο συγκεκριμένα η προβληματική μεταφορά του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου στο ολλανδικό δίκαιο. Θα εξετάσω εν συνεχεία τη συγκεκριμένη διάσταση του ερωτήματος.

2.      Το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η επικοινωνία βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου

104. Εν προκειμένω, οι συμπληρωματικές πληροφορίες ζητήθηκαν βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου προκειμένου να εκτιμηθεί η εφαρμογή των προβλεπόμενων στο άρθρο 4α της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου προϋποθέσεων. Όπως ήδη επισημάνθηκε, η εν λόγω διάταξη προβλέπει προαιρετικό λόγο αρνήσεως εκτελέσεως του ΕΕΣ (22).

105. Όπως είχα ήδη την ευκαιρία να επισημάνω (23), ο γενικός κανόνας που απορρέει από το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου είναι η υποχρέωση των κρατών μελών να εκτελούν το ΕΕΣ «βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο».

106. Το άρθρο 4α, παράγραφος 1, καθιέρωσε τη δυνατότητα αρνήσεως εκτελέσεως ΕΕΣ όταν ο ενδιαφερόμενος δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως. Η δυνατότητα μη εκτελέσεως ΕΕΣ πρέπει να θεμελιώνεται σε εξέταση, από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως, των περιστάσεων κάθε συγκεκριμένης υποθέσεως.

107. Η δυνατότητα μη εκτελέσεως παύει όταν η δικαστική αρχή εκτελέσεως διαπιστώνει ότι συγκεκριμένη υπόθεση εμπίπτει σε μια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 4α, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως δʹ, της αποφάσεως-πλαισίου περιπτώσεις. Σε μια τέτοια περίπτωση, αποκλείεται η άρνηση εκτελέσεως του ΕΕΣ και ο κανόνας είναι εκ νέου η υποχρέωση παραδόσεως του ενδιαφερομένου.

108. Επισημαίνω, όμως, ότι η εθνική νομοθεσία (ήτοι, το άρθρο 12 του OLW), όπως εκτίθεται στη απόφαση περί παραπομπής, αντιστρέφει τη λογική της αποφάσεως-πλαισίου μετατρέποντας τη «δυνατότητα μη εκτελέσεως εκτός εάν συντρέχουν οι περιπτώσεις υπό αʹ έως δʹ» σε «υποχρέωση μη εκτελέσεως εκτός εάν συντρέχουν οι περιπτώσεις υπό αʹ έως δʹ».

109. Ο συγκεκριμένος τρόπος μεταφοράς του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου στο εσωτερικό δίκαιο μετέτρεψε τον κατάλογο των τεσσάρων εξαιρέσεων από τη δυνατότητα μη εκτελέσεως του ΕΕΣ, όταν ο ενδιαφερόμενος δεν παρέστη στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως, σε εξαντλητικό κατάλογο των περιπτώσεων στις οποίες και μόνον η αρχή εκτελέσεως μπορεί να εκτελέσει το ΕΕΣ, όταν ο ενδιαφερόμενος δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη δίκη. Κατά την άποψή μου, η εν λόγω μεταφορά εμποδίζει τις δικαστικές αρχές εκτελέσεως να σταθμίσουν όλες τις πραγματικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως προκειμένου να ελέγξουν αν τα δικονομικά δικαιώματα των ενδιαφερομένων έγιναν σεβαστά. Μεταφέροντας κατ’ αναλογίαν το συμπέρασμα που έκανε δεκτό το Δικαστήριο σε σχέση με τον προαιρετικό λόγο αρνήσεως του άρθρου 4, παράγραφος 6, της αποφάσεως-πλαισίου, εκτιμώ ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως πρέπει να διαθέτει, και υπό τις παρούσες περιστάσεις, περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά το κατά πόσον πρέπει να αρνηθεί να εκτελέσει το ΕΕΣ ή όχι (24).

110. Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι το άρθρο 12 του OLW συνιστά εσφαλμένη μεταφορά του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου στο εσωτερικό δίκαιο.

111. Το ζήτημα του εξαντλητικού χαρακτήρα του άρθρου 4α τίθεται επίσης στην υπό κρίση υπόθεση (25): είναι οι προβλεπόμενες στα στοιχεία αʹ έως δʹ περιπτώσεις οι μόνες οι οποίες επιτρέπουν στην αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση να ελέγξει τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου; Ή μήπως η εν λόγω αρχή μπορεί να λάβει υπόψη και άλλες περιστάσεις για να μπορέσει να εκτελέσει το ΕΕΣ αφού βεβαιωθεί ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα του ενδιαφερομένου έγιναν σεβαστά;

112. Τέλος, υπενθυμίζω ότι η απόφαση-πλαίσιο βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως και στον υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των κρατών μελών (26). Εντούτοις, οι έννοιες της αμοιβαίας αναγνωρίσεως και της εμπιστοσύνης δεν θίγουν τη σπουδαιότητα που προσδίδει το δίκαιο της Ένωσης, εν γένει, και η απόφαση-πλαίσιο, ειδικότερα, στον σεβασμό των θεμελιωδών, εν προκειμένω δε των δικονομικών, δικαιωμάτων (27).

113. Το άρθρο 4α της αποφάσεως-πλαισίου επιβεβαιώνει την ισορροπία που πέτυχε ο νομοθέτης της Ένωσης μεταξύ, αφενός, της αποτελεσματικότητας της παραδόσεως των προσώπων στον ευρωπαϊκό νομικό χώρο και, αφετέρου, της εκτάσεως του ελέγχου που οφείλει να διενεργεί η δικαστική αρχή εκτελέσεως. Όταν η εν λόγω αρχή είναι πεπεισμένη ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα έγιναν σεβαστά, λαμβανομένης υπόψη, ενδεχομένως, της συμπεριφοράς του ενδιαφερομένου, δεν πρέπει να εμποδίζεται από την εθνική νομοθεσία να εκπληρώσει την υποχρέωση να εκτελέσει το ΕΕΣ την οποία υπέχει από το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου.

3.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

114. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθεισών σκέψεων, η δικαστική αρχή εκτελέσεως δύναται να αρνηθεί να εκτελέσει το ΕΕΣ στην περίπτωση που ούτε οι πληροφορίες που περιέχονται στο έντυπο του ΕΕΣ ούτε εκείνες που έλαβε από τη δικαστική αρχή εκδόσεως βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου τής παρέχουν τη δυνατότητα να ελέγξει τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου που δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη δίκη του. Απόκειται στη δικαστική αρχή εκτελέσεως να αποφασίσει εάν θα εφαρμόσει τον προαιρετικό λόγο αρνήσεως εκτελέσεως ΕΕΣ κατά το άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου, αφού αξιολογήσει, λαμβανομένων υπόψη όλων των πραγματικών περιστάσεων που έχει στη διάθεσή της, τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου.

3.      Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

115. Από τις προεκτεθείσες παρατηρήσεις προκύπτει ότι ο έλεγχος της δυνατότητας εφαρμογής του προαιρετικού λόγου αρνήσεως του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου πρέπει να αφορά διαδικασία όπως αυτή που οδήγησε στην έκδοση της επιβάλλουσας συνολική ποινή αποφάσεως στην υπόθεση της κύριας δίκης. Υπενθυμίζεται ότι αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι, αφενός, εν προκειμένω, με την επιβάλλουσα συνολική ποινή απόφαση, η επιβληθείσα στον S. A. Zdziaszek ποινή καθορίστηκε κατά τρόπο που καθιστά εκτελεστή τη στερητική της ελευθερίας ποινή και, αφετέρου, φαίνεται ότι η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της επιβάλλουσας συνολική ποινή αποφάσεως προέβλεπε εξουσία εκτιμήσεως του δικαστή, κάτι το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

116. Εντούτοις, από την απάντηση που προτείνω να δοθεί στο πρώτο ερώτημα προκύπτει ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως εξετάζει τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας σε σχέση με το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο εξετάστηκε η ουσία της υποθέσεως και το οποίο οδήγησε στην έκδοση της εκτελεστής αποφάσεως. Εν προκειμένω, φαίνεται ότι το τελευταίο αυτό στάδιο της διαδικασίας είναι εκείνο το οποίο οδήγησε στην έκδοση της επιβάλλουσας συνολική ποινή αποφάσεως. Αναμφισβήτητα, η εν λόγω διαδικασία αφορούσε μόνο τον τελικό καθορισμό της ποινής.

117. Πάντως, στο μέτρο που το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι δεν διασφαλίστηκε ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου κατά το συγκεκριμένο στάδιο της διαδικασίας, φρονώ ότι παρέλκει ο έλεγχος του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο του τελευταίου σταδίου της διαδικασίας κατά την οποία κρίθηκε το έτερο σκέλος της επίμαχης καταδικαστικής αποφάσεως, ήτοι το ζήτημα της ενοχής.

118. Εάν το Δικαστήριο ήθελε υιοθετήσει διαφορετική προσέγγιση και καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αρχική απόφαση παραμένει λυσιτελής για τον σκοπό του ελέγχου που διενεργεί η δικαστική αρχή εκτελέσεως βάσει του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου, παραπέμπω στην άποψη που εξέθεσα στις προτάσεις μου στην υπόθεση Tupikas (28).

119. Η μόνη διαφορά μεταξύ της υποθέσεως Tupikas και της υπό κρίση υποθέσεως έγκειται στο γεγονός ότι, όσον αφορά την αρχική απόφαση, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ο S. A. Zdziaszek εκπροσωπήθηκε δεόντως στη δευτεροβάθμια διαδικασία, ενώ δεν εκπροσωπήθηκε δεόντως στην πρωτοβάθμια διαδικασία. Δεδομένου ότι, βάσει των παρασχεθεισών πληροφοριών, στο πλαίσιο της κατ’ έφεση δίκης εξετάσθηκε η ουσία της υποθέσεως, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας στο συγκεκριμένο στάδιο της διαδικασίας θεραπεύει τυχόν ελαττώματα προηγούμενων σταδίων.

120. Τούτου λεχθέντος, η απόφαση σχετικά με την ποινή που περιεχόταν στην αρχική απόφαση αντικαταστάθηκε και, όπως υπενθυμίζεται ανωτέρω, η καταδικαστική απόφαση που εκδόθηκε εις βάρος του S. A. Zdziaszek είναι σήμερα αποτέλεσμα δύο διαφορετικών διαδικασιών. Επαναλαμβάνω ότι, στο μέτρο που διαπιστώνεται ότι τα δικαιώματα άμυνας του ενδιαφερομένου δεν διασφαλίστηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της επιβάλλουσας συνολική ποινή αποφάσεως, παρέλκει, κατά την άποψή μου, ο έλεγχος του σεβασμού των εν λόγω δικαιωμάτων σε σχέση με την αρχική απόφαση.

VI.    Πρόταση

121. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Rechtbank Amsterdam (πλημμελειοδικείο Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) ως εξής:

Η φράση «δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης», κατά το άρθρο 4α, παράγραφος 1, εισαγωγική φράση, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, έχει την έννοια ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σχέση με τη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση αποφάσεως, όπως η επιβάλλουσα συνολική ποινή απόφαση της υποθέσεως της κύριας δίκης, όταν η εν λόγω απόφαση, η οποία κατέστη εκτελεστή, επιβάλλει στερητική της ελευθερίας ποινή και όταν, στη σχετική με τον καθορισμό της εν λόγω ποινής διαδικασία, ο εθνικός δικαστής διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως.

Η δικαστική αρχή εκτελέσεως δύναται να αρνηθεί να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως στην περίπτωση που ούτε οι πληροφορίες που περιέχονται στο έντυπο ούτε εκείνες που έλαβε από τη δικαστική αρχή εκδόσεως βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299, ή από άλλη πηγή τής παρέχουν τη δυνατότητα να ελέγξει τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου που δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη δίκη του. Απόκειται στη δικαστική αρχή εκτελέσεως να αποφασίσει εάν θα εφαρμόσει τον προαιρετικό λόγο αρνήσεως εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως κατά το άρθρο 4α, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, αφού αξιολογήσει, λαμβανομένων υπόψη όλων των πραγματικών περιστάσεων που έχει στη διάθεσή της, τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      ΕΕ 2002, L 190, σ. 1. Η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24).


3      Η υπογράμμιση δική μου.


4      Υπογραφείσας στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950.


5      Η πράξη 1 συνίσταται σε εξύβριση αστυνομικών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και σε σχέση με αυτά, ενώ η πράξη 2 αφορά τη χρήση βίας με σκοπό την πρόκληση ορισμένης συμπεριφοράς.


6      Η πράξη 3 αφορά την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης καθ’ υποτροπή· η πράξη 4 αφορά σεξουαλική επίθεση και η πράξη 5 αφορά οδήγηση σε κατάσταση μέθης κατά παράβαση δικαστικής απαγορεύσεως οδηγήσεως.


7      Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διευκρίνισε ότι, ως «“καταδίκη” κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της ΕΣΔΑ, πρέπει να νοείται […] τόσο η κήρυξη της ενοχής, κατόπιν νόμιμης διαπιστώσεως αδικήματος […], όσο και η επιβολή ποινής ή άλλου στερητικού της ελευθερίας μέτρου […]» (απόφαση του ΕΔΔΑ, 21 Οκτωβρίου 2013, Del Rio Prada κατά Ισπανίας, CE:ECHR:2013:1021JUD004275009, σκέψη 123). Στην απόφαση Kremzow κατά Αυστρίας, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ο δίκαιος χαρακτήρας της δίκης επιβάλλει να έχει ο εκκαλών το δικαίωμα να παραστεί στην κατ’ έφεση δίκη, λόγω των σημαντικών συνεπειών που αυτή μπορεί να έχει στο ύψος της ποινής που πρόκειται να του επιβληθεί (απόφαση του ΕΔΔΑ, 21 Σεπτεμβρίου 1993, Kremzow κατά Αυστρίας, CE:ECHR:1993:0921JUD001235086, § 67).


8      Λαμβανομένης υπόψη, για παράδειγμα, της ενδεχόμενης εφαρμογής της προϋποθέσεως του διττού αξιοποίνου. Βλ., ιδίως, άρθρο 2, παράγραφος 4, της αποφάσεως-πλαισίου.


9      Βλ. άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου.


10      Βλ. άρθρο 3 της αποφάσεως-πλαισίου.


11      Βλ. σημεία 49 έως 54 των προτάσεών μου στην υπόθεση Tupikas (C‑270/17 PPU).


12      Απόφαση του ΕΔΔΑ, 15 Ιουλίου 1982, Eckle κατά Γερμανίας, CE:ECHR:1983:0621JUD000813078, § 77. Βλ. επίσης απόφαση του ΕΔΔΑ, 28 Νοεμβρίου 2013, Aleksandr Dementyev κατά Ρωσίας, CE:ECHR:2013:1128JUD004309505, § 25.


13      Βλ. αιτιολογική σκέψη 6 της αποφάσεως-πλαισίου.


14      Απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan (C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


15      Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 104).


16      Είναι πρόδηλο ότι, για να μπορούν να συμμετάσχουν στο ευρωπαϊκό σύστημα αμοιβαίας αναγνωρίσεως (σε οποιονδήποτε τομέα του δικαίου – ποινικό, αστικό, διοικητικό), τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να πληρούν όλα τα κριτήρια βάσει των κρίνεται αν πρόκειται για «δικαστηρίου» κατά το δίκαιο της Ένωσης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η ανεξαρτησία τους –βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προτάσεις μου στην υπόθεση Pula Parking (C‑551/15, EU:C:2016:825, σημεία 95 και 96 και 101 έως 107).


17      Αποφάσεις της 1ης Δεκεμβρίου 2008, Leymann και Pustovarov (C‑388/08 PPU, EU:C:2008:669, σκέψη 51)· της 30ής Μαΐου 2013, F (C‑168/13 PPU, EU:C:2013:358, σκέψη 36), και της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Melloni (C‑399/11, EU:C:2013:107, σκέψη 38).


18      Απόφαση της 1ης Ιουνίου 2016, Bob-Dogi (C‑241/15, EU:C:2016:385, σκέψεις 64 και 65).


19      Βλ. υπ’ αυτή την έννοια απόφαση της 24ης Μαΐου 2016, Dworzecki (C‑108/16 PPU, EU:C:2016:346, σκέψεις 34 έως 37).


20      Προθεσμία η οποία μπορεί να παραταθεί κατά 30 ημέρες δυνάμει του άρθρου 17 της αποφάσεως-πλαισίου.


21      Στην υπόθεση Lanigan, το Δικαστήριο τόνισε την υποχρέωση εκτελέσεως του ΕΕΣ, ανεξάρτητα από τη λήξη των προβλεπόμενων στο άρθρο 17 της αποφάσεως-πλαισίου προθεσμιών, περιλαμβανομένης, εφόσον απαιτείται, της συνεχίσεως της κρατήσεως του ενδιαφερομένου (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan, C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψεις 34 έως 42 και 62).


22      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 6 και 15 της αποφάσεως-πλαισίου 2009/299, στις οποίες τονίζεται ο «εναλλακτικός» και «προαιρετικός» χαρακτήρας των λόγων αρνήσεως εκτελέσεως δυνάμει του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου (με την επιφύλαξη του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ενδιαφερομένου).


23      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Tupikas (C‑270/17 PPU, σημεία 70 έως 78).


24      Απόφαση της 29ης Ιουνίου 2017, Popławski (C‑579/15, EU:C:2017:503, σκέψεις 21 έως 23). Βλ., επίσης, απόφαση της 24ης Μαΐου 2016, Dworzecki (C‑108/16 PPU, EU:C:2016:346, σκέψεις 50 έως 52).


25      Βλ. παρόμοιο σενάριο το οποίο εκτίθεται στις προτάσεις μου στην υπόθεση Tupikas (C‑270/17 PPU, σημεία 79 έως 80).


26      Απόφαση της 1ης Ιουνίου 2016, Bob-Dogi (C‑241/15, EU:C:2016:385, σκέψεις 31 έως 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


27      Βλ., ιδίως, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan (C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


28      Σημεία 55 έως 65 των προτάσεών μου στην υπόθεση Tupikas (C‑270/16 PPU).