Language of document : ECLI:EU:T:2011:330

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 6ης Ιουλίου 2011 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Αίτηση καταχωρίσεως λεκτικού κοινοτικού σήματος TDI – Απόλυτος λόγος απαραδέκτου – Περιγραφικός χαρακτήρας – Έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα αποκτηθέντος με τη χρήση – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) 207/2009 – Άρθρα 75 και 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009»

Στην υπόθεση T‑318/09,

Audi AG, με έδρα το Ingolstadt (Γερμανία),

Volkswagen AG, με έδρα το Wolfsburg (Γερμανία),

εκπροσωπούμενες από τον P. Kather, δικηγόρο,

προσφεύγουσες,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον G. Schneider,

καθού,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, της 14ης Μαΐου 2009 (Υπόθεση R 226/2007‑1), σχετικά με αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού σημείου TDI ως κοινοτικού σήματος,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Czúcz (εισηγητή), πρόεδρο, I. Labucka και K. O’Higgins, δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 14 Αυγούστου 2009,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 27 Νοεμβρίου 2009,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα απαντήσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Φεβρουαρίου 2010,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 22 Μαΐου 2003 η Audi AG και η Volkswagen AG υπέβαλαν αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [που αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σημείο TDI.

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στην κλάση 12 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Οχήματα και τα κατασκευαστικά μέρη τους».

4        Με απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, ο εξεταστής απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως για όλα τα επίμαχα προϊόντα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και γ΄, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και γ΄, του κανονισμού 207/2009). Έκρινε επίσης ότι το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009) δεν είχε εφαρμογή, διότι δεν είχε αποδειχθεί αρκούντως ότι το σημείο του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είχε καθιερωθεί στο κοινό ως σήμα.

5        Οι προσφεύγουσες άσκησαν προσφυγή κατά της αποφάσεως του εξεταστή στις 5 Φεβρουαρίου 2007.

6        Με απόφαση της 14ης Μαΐου 2009 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το πρώτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή αυτή κρίνοντας ότι το σημείο TDI είχε περιγραφικό χαρακτήρα για όλα τα προϊόντα που εμπίπτουν στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 207/2009, όπως είχε κρίνει το Πρωτοδικείο με την απόφασή του της 3ης Δεκεμβρίου 2003, T‑16/02, Audi κατά ΓΕΕΑ (TDI) (Συλλογή 2003, σ. II‑5167). Επιπλέον, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως έπρεπε να αποδειχθεί στο εσωτερικό ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πρώτο τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι οι προσφεύγουσες δεν είχαν αποδείξει το στοιχείο αυτό ως προς το σήμα TDI. Όσον αφορά τη Δανία, τις Κάτω Χώρες και την Ιρλανδία, το πρώτο τμήμα προσφυγών έκρινε ανεπαρκή τα έγγραφα που είχαν περιληφθεί στη δικογραφία. Για τα λοιπά κράτη μέλη επισήμανε ότι τα προσκομισθέντα στοιχεία δεν ήταν ικανά να αποδείξουν την καθιέρωση του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση, στο μέτρο που δεν πιστοποιούσαν ότι το εν λόγω σήμα παρείχε στους καταναλωτές των χωρών αυτών τη δυνατότητα να προσδιορίσουν την εμπορική προέλευση των επίμαχων προϊόντων.

 Αιτήματα των διαδίκων

7        Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

8        Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

9        Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τέσσερις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και γ΄, του εν λόγω κανονισμού. Ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αντλούνται από παράβαση των άρθρων 76, παράγραφος 1, και 75 του κανονισμού 207/2009, αντιστοίχως.

10      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει, καταρχάς, τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, ακολούθως, τον πρώτο και, τέλος, τον τρίτο και τον τέταρτο.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και γ΄, του κανονισμού 207/2009

 Επιχειρήματα των διαδίκων

11      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, πρώτον, ότι το σημείο TDI αποτέλεσε αντικείμενο πολλών εθνικών καταχωρίσεων και μίας διεθνούς καταχωρίσεως. Τούτο αποδεικνύει ότι το σημείο αυτό δεν είναι περιγραφικό και δεν στερείται διακριτικού χαρακτήρα.

12      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι το Γραφείο εκτίμησε διαφορετικά τη δική τους αίτηση καταχωρίσεως του σημείου TDI σε σχέση με τις υποβληθείσες από δύο άλλους κατασκευαστές αυτοκινήτων αιτήσεις καταχωρίσεως οι οποίες αφορούν παρόμοια σημεία, ήτοι τα σημεία CDI και HDI, στο μέτρο που δεν απαίτησε για την καταχώρισή τους να αποδειχθεί η απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως. Παραπέμποντας στη διάταξη του Δικαστηρίου της 12ης Φεβρουαρίου 2009, C‑39/08 και C‑43/08, Bild digital (πρώην Bild.T-Online.de) (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 17), υποστηρίζουν ότι το Γραφείο οφείλει να λάβει υπόψη τις ήδη ληφθείσες επί παρεμφερών αιτήσεων αποφάσεις και να διερωτηθεί με ιδιαίτερη προσοχή αν πρέπει να αποφασίσει κατά τον ίδιο τρόπο, μολονότι σε καμία περίπτωση δεν δεσμεύεται από τις αποφάσεις αυτές. Από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών έλαβε υπόψη τις αποφάσεις περί καταχωρίσεως των σημείων CDI και HDI ως κοινοτικών σημάτων.

13      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

14      Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι το τμήμα προσφυγών εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση στηριζόμενο αποκλειστικώς στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 207/2009. Συνεπώς, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009 δεν ασκούν επιρροή.

15      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 207/2009, «δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση τα σήματα που αποτελούνται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στο εμπόριο, προς δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προέλευσης ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών του προϊόντος ή της υπηρεσίας». Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, «[η] παράγραφος 1 εφαρμόζεται ακόμη και αν οι λόγοι απαραδέκτου υφίστανται μόνο σε τμήμα της Κοινότητας».

16      Τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 207/2009 σημεία και ενδείξεις είναι εκείνα τα οποία δύνανται να χρησιμοποιηθούν, στο πλαίσιο της συνήθους χρήσεως από το ενδιαφερόμενο κοινό, για να προσδιορίσουν, είτε άμεσα είτε με μνεία ενός ουσιώδους χαρακτηριστικού τους, υπηρεσία ή προϊόν για το οποίο ζητήθηκε η καταχώριση [αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 2005, T‑19/04, Metso Paper Automation κατά ΓΕΕΑ (PAPERLAB), Συλλογή 2005, σ. II‑2383, σκέψη 24, και της 9ης Ιουνίου 2010, T‑315/09, Hoelzer κατά ΓΕΕΑ (SAFELOAD), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 15].

17      Συνεπώς, για να εμπίπτει ένα σημείο στην προβλεπόμενη από την εν λόγω διάταξη απαγόρευση, πρέπει να συνδέεται με τα οικεία προϊόντα ή τις υπηρεσίες κατά τρόπο τόσο άμεσο και συγκεκριμένο, ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό να το αντιλαμβάνεται αμέσως και χωρίς περαιτέρω σκέψη, υπό την έννοια ότι περιγράφει είτε τα οικεία προϊόντα ή τις υπηρεσίες είτε κάποιο από τα χαρακτηριστικά τους (βλ. προαναφερθείσες στη σκέψη 16 αποφάσεις PAPERLAB, σκέψη 25, και SAFELOAD, σκέψη 16).

18      Όσον αφορά το λεκτικό σημείο TDI, το Πρωτοδικείο έκρινε, με την προαναφερθείσα στην ανωτέρω σκέψη 6 απόφασή του TDI (σκέψη 31), ότι αποτελούσε σύντμηση της φράσεως «turbo diesel injection» ή «turbo direct injection». Έκρινε επίσης ότι, όσον αφορά τα οχήματα, το εν λόγω λεκτικό σημείο προσδιόριζε την ποιότητά τους, δεδομένου ότι η ύπαρξη κινητήρα «turbo diesel injection» ή «turbo direct injection» συνιστά ουσιώδες χαρακτηριστικό του οχήματος. Όσον αφορά τα κατασκευαστικά μέρη των οχημάτων, το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι το λεκτικό σημείο TDI προσδιόριζε το είδος τους (προαναφερθείσα στη σκέψη 6 απόφαση TDI, σκέψη 34).

19      Επιπλέον, το Πρωτοδικείο έκρινε επίσης, με την ίδια απόφαση, ότι το σημείο TDI ήταν περιγραφικό των οικείων προϊόντων σε ολόκληρη την Ένωση. Πράγματι, δεδομένου ότι τα οχήματα διατίθενται στο εμπόριο καταρχήν υπό τις ίδιες ονομασίες σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά, δεν υφίστατο διαφορά μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της Ένωσης ως προς την κατανόηση, εκ μέρους του ενδιαφερομένου κοινού, της σημασίας του εν λόγω σημείου και της σχέσεως που υπάρχει μεταξύ αυτού και των προϊόντων που αφορά η αίτηση καταχωρίσεως σήματος (προαναφερθείσα στη σκέψη 6 απόφαση TDI, σκέψη 38).

20      Καταρχάς, το επιχείρημα των προσφευγουσών που αντλείται από τις εθνικές καταχωρίσεις και τη διεθνή καταχώριση του σημείου TDI πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές. Συγκεκριμένα, αρκεί να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, αφενός, το κοινοτικό καθεστώς που διέπει τα σήματα είναι αυτοτελές και, αφετέρου, η νομιμότητα των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών εκτιμάται αποκλειστικώς βάσει του κανονισμού 207/2009 [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 3ης Ιουλίου 2003, T‑122/01, Best Buy Concepts κατά ΓΕΕΑ (BEST BUY), Συλλογή 2003, σ. II‑2235, σκέψη 41, της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, T‑320/03, Citicorp κατά ΓΕΕΑ (LIVE RICHLY), Συλλογή 2005, σ. II‑3411, σκέψη 95, και της 12ης Μαρτίου 2008, T‑128/07, Suez κατά ΓΕΕΑ (Delivering the essentials of life), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 32].

21      Ακολούθως, πρέπει να εξεταστεί η αιτίαση των προσφευγουσών που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

22      Επί του σημείου αυτού, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, κατά πάγια νομολογία, οι αποφάσεις που καλούνται να λάβουν τα τμήματα προσφυγών δυνάμει του κανονισμού 207/2009, όσον αφορά την καταχώριση σημείου ως κοινοτικού σήματος, εμπίπτουν στη σφαίρα της ασκήσεως δέσμιας αρμοδιότητας και όχι διακριτικής ευχέρειας. Επομένως, η νομιμότητα των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικώς βάσει του κανονισμού αυτού, όπως ερμηνεύεται από τον κοινοτικό δικαστή, και όχι βάσει της προγενέστερης πρακτικής λήψεως αποφάσεων των τμημάτων αυτών [απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, C‑37/03 P, BioID κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2005, σ. I‑7975, σκέψη 47, και αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 9ης Οκτωβρίου 2002, T‑36/01, Glaverbel κατά ΓΕΕΑ (Επιφάνεια επίπεδης υάλου), Συλλογή 2002, σ. II‑3887, σκέψη 35, και της 14ης Ιουνίου 2007, T‑207/06, Europig κατά ΓΕΕΑ (EUROPIG), Συλλογή 2007, σ. II‑1961, σκέψη 40].

23      Δεύτερον, όσον αφορά τα επιχειρήματα που οι προσφεύγουσες αντλούν από την προαναφερθείσα στη σκέψη 12 διάταξη Bild digital (πρώην Bild.T-Online.de), πρέπει να τονιστεί ότι το Δικαστήριο επισήμανε, με τη σκέψη 17 της εν λόγω διατάξεως, επί της ερμηνείας του άρθρου 3 της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1), ότι μια αρμόδια για θέματα καταχωρίσεων εθνική αρχή όφειλε, στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, να λάβει υπόψη τις αποφάσεις που έχουν ήδη ληφθεί επί παρόμοιων αιτήσεων και να διερωτηθεί με ιδιαίτερη προσοχή για το αν πρέπει να αποφασίσει κατά τον ίδιο τρόπο. Ωστόσο, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η εκτίμηση αυτή ισχύει, κατ’ αναλογία, και για την εξέταση που πραγματοποιούν τα τμήματα του ΓΕΕΑ στο πλαίσιο του κανονισμού 207/2009, το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι η επίμαχη αρχή σε καμία περίπτωση δεν δεσμεύεται από τις αποφάσεις που έχουν ήδη ληφθεί επί των εν λόγω παρόμοιων αιτήσεων. Εξάλλου, το Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης, με τη σκέψη 18 της διατάξεως αυτής, ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να συμβιβάζεται με την τήρηση της νομιμότητας, οπότε μια επιχείρηση δεν μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον της αρμόδιας αρχής μια πρακτική λήψεως αποφάσεων της εν λόγω αρχής η οποία αντίκειται στην ισχύουσα νομοθεσία ή συνεπάγεται λήψη παράνομης αποφάσεως εκ μέρους της εν λόγω αρχής.

24      Συνεπώς, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν βασίμως να στηριχθούν στην καταχώριση των άλλων σημείων ως κοινοτικών σημάτων, προκειμένου να αποδείξουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νομιμότητας.

25      Περαιτέρω, πρέπει να προστεθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι το επίμαχο σημείο συνδέεται με τα οικεία προϊόντα κατά τρόπο τόσο άμεσο και συγκεκριμένο, ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό να αντιλαμβάνεται αμέσως και χωρίς περαιτέρω σκέψη τα αρκτικόλεξα HDI και CDI υπό την έννοια ότι περιγράφουν είτε τα αυτοκίνητα ή τα συστατικά τους, είτε κάποιο από τα χαρακτηριστικά τους. Αντιθέτως, όπως επισημάνθηκε με την ανωτέρω σκέψη 18, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, για το ενδιαφερόμενο κοινό, το αρκτικόλεξο TDI αποτελεί σύντμηση της φράσεως «turbo diesel injection» ή «turbo direct injection» και, ως εκ τούτου, προσδιορίζει την ποιότητα ή το είδος των οικείων προϊόντων. Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η κατάστασή τους ήταν παρόμοια με εκείνη των αιτούντων την καταχώριση των σημάτων HDI και CDI. Εξάλλου, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως παραβιάζεται μόνον όταν παρόμοιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο ή όταν διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται με πανομοιότυπο τρόπο (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 1984, 106/83, Sermide, Συλλογή 1984, σ. 4209, σκέψη 28, και του Πρωτοδικείου της 4ης Ιουλίου 2006, T‑304/02, Hoek Loos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1887, σκέψη 96).

26      Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009

 Επιχειρήματα των διαδίκων

27      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, πρώτον, ότι η καθιέρωση του σήματος δεν πρέπει να αποδεικνύεται σε όλα τα κράτη μέλη. Κατά την άποψή τους, οι αρχές που ισχύουν για τη φήμη σήματος κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 207/2009 πρέπει να ισχύουν και για την εκτίμηση της αποκτήσεως διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως του σήματος. Επομένως, αρκεί να αποδειχθεί η καθιέρωση του σήματος σε σημαντικό μέρος του εδάφους της Ένωσης. Συναφώς, οι προσφεύγουσες επικαλούνται επίσης την απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Δεκεμβρίου 2005, T‑262/04, BIC κατά ΓΕΕΑ (Μορφή αναπτήρα με πέτρα) (Συλλογή 2005, σ. II‑5959, σκέψη 69), και την απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Οκτωβρίου 2009, C‑301/07, PAGO International (Συλλογή 2009, σ. I‑9429).

28      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν επιπλέον ότι, στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι μια εκτίμηση στηριζόμενη σε ανά χώρα εξέταση δεν συνάδει προς το πνεύμα της κοινής αγοράς και της οικονομικής ενώσεως. Όπως επισημαίνουν, πρέπει μάλλον να αποδειχθεί αν, χάρη στο σήμα, σημαντικό μέρος του πληθυσμού της Ένωσης αναγνωρίζει ότι τα οικεία προϊόντα και οι οικείες υπηρεσίες προέρχονται από συγκεκριμένη επιχείρηση.

29      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν το επιχείρημα του ΓΕΕΑ ότι τα γεωγραφικά σύνορα ασκούν επιρροή, καθόσον πρόκειται περί γλωσσικών συνόρων. Όπως υποστηρίζουν, το αρκτικόλεξο TDI, που αποτελείται από τρία γράμματα, θα καταστεί αντιληπτό κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο σε όλες τις γλώσσες.

30      Όσον αφορά το επιχείρημα του ΓΕΕΑ ότι για τη Δανία, τις Κάτω Χώρες και την Ιρλανδία δεν προσκομίσθηκαν άλλα αποδεικτικά στοιχεία, πλην εκείνων που αφορούν τα μερίδια αγοράς, οι προσφεύγουσες παραπέμπουν στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Σεπτεμβρίου 2009, T‑152/07, Lange Uhren κατά ΓΕΕΑ (Γεωμετρικά σχήματα στον δίσκο ωρολογίου χειρός) (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 126). Όπως υποστηρίζουν, με την εν λόγω απόφαση, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το μερίδιο αγοράς που κατέχει το σήμα αποτελεί στοιχείο δυνητικώς κρίσιμο για την εκτίμηση της αποκτήσεως διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως του σήματος. Οι προσφεύγουσες συμμερίζονται την άποψη αυτή και εκτιμούν ότι από τα μερίδια αγοράς των προϊόντων που φέρουν το σημείο TDI μπορεί να συναχθεί το εύρος της φήμης του σημείου του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, στο μέτρο που το σημείο αυτό αναγράφεται συστηματικώς στο οπίσθιο κάλυμμα του οχήματος. Συνεπώς, από το εν λόγω μερίδιο αγοράς προκύπτει ευθέως η «διάδοση» του σημείου TDI.

31      Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι η καταχώριση του σήματος TDI σε ορισμένα κράτη μέλη ισοδυναμεί με απόδειξη της καθιερώσεως του σήματος αυτού στις εν λόγω χώρες. Η απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως του εν λόγω σήματος είναι αναγκαία μόνον αν το σήμα δεν είχε καταχωρισθεί κατά τρόπο σύμφωνο προς εθνικό δίκαιο εναρμονισμένο με το κοινοτικό καθεστώς. Εν προκειμένω, ο πληθυσμός των χωρών στις οποίες ήταν καταχωρισμένο το σήμα TDI αντιπροσώπευε τα δύο τρίτα περίπου του πληθυσμού της Ένωσης κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως καταχωρίσεως του σημείου TDI ως κοινοτικού σήματος.

32      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες συμφωνούν με την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών ότι ο βαθμός προσοχής του μέσου καταναλωτή είναι αυξημένος κατά την αγορά οχήματος. Αμφισβητούν ωστόσο την περιλαμβανόμενη στη σκέψη 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως διαπίστωση ότι ο βαθμός προσοχής του ενδιαφερόμενου κοινού διαφέρει όταν πρόκειται για τεχνικής φύσεως στοιχεία. Κατά την άποψή τους, όταν πρόκειται για ιδιαιτέρως ακριβά και προηγμένης τεχνολογίας προϊόντα, ο καταναλωτής μελετά όλες τις πληροφορίες, περιλαμβανομένης της μάρκας του οχήματος, με ιδιαίτερη προσοχή.

33      Τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, κατά την ενώπιον του εξεταστή διαδικασία, γνωστοποίησαν, αφενός, τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι τα οχήματά τους που φέρουν το σημείο TDI αντιπροσώπευαν σημαντικό μερίδιο αγοράς στην αγορά αυτοκινήτων της Ένωσης κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως καταχωρίσεως και, αφετέρου, τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε με την πώληση των εν λόγω οχημάτων. Επιπλέον, επισημαίνουν ότι το γεγονός ότι κάθε όχημα κυκλοφορεί με αναγραφόμενο στο οπίσθιο κάλυμμά του το σημείο TDI αποτελεί κινητή διαφήμιση, που συνεπάγεται ακόμη μεγαλύτερη αύξηση των γνωστοποιηθέντων αριθμητικών στοιχείων. Εξάλλου, κατά τις προσφεύγουσες, η φήμη του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση είναι ανάλογη προς τον κύκλο εργασιών και αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την εκτίμηση της καθιερώσεως του οικείου σήματος. Τέλος, οι προσφεύγουσες παραπέμπουν στις διαφημίσεις και στις δηλώσεις των αυτοκινητιστικών λεσχών τις οποίες προσκόμισαν στο πλαίσιο της ενώπιον του εξεταστή διαδικασίας.

34      Οι προσφεύγουσες επικαλούνται, επιπλέον, τις δηλώσεις των ανταγωνιστών ότι δεν χρησιμοποιούν το σημείο TDI και ότι το σημείο αυτό είναι συνδεδεμένο με τις προσφεύγουσες. Περαιτέρω, υποστηρίζουν ότι ορισμένοι κατασκευαστές αυτοκινήτων αγοράζουν κινητήρες από εκείνες, ότι έχουν επιτρέψει στους κατασκευαστές αυτούς να χρησιμοποιούν το σήμα TDI για την προώθηση των εν λόγω κινητήρων και ότι ένας από τους οικείους κατασκευαστές δεν διέθεσε στο εμπόριο κανένα πετρελαιοκίνητο όχημα πριν από το 2009.

35      Κατά τις προσφεύγουσες, η εκ μέρους των ανταγωνιστών χρήση χωριστών σημείων για τα πετρελαιοκίνητα οχήματά τους ενισχύει την πεποίθηση του καταναλωτή ότι το αρκτικόλεξο TDI είναι η ονομασία που οι προσφεύγουσες δίδουν στα πετρελαιοκίνητα οχήματά τους.

36      Τέταρτον, οι προσφεύγουσες επικρίνουν τη διαπίστωση του τμήματος προσφυγών ότι δεν χρησιμοποιούσαν στο εμπόριο το σημείο TDI ως σήμα, αλλά ως «περιγραφικό ακρωνύμιο». Υποστηρίζουν ότι, κατά τη νομολογία, η χρήση του οικείου σημείου ως σήματος δεν συνεπάγεται τη μεμονωμένη χρήση του. Eίναι επίσης θεμιτή η χρήση του εν λόγω σημείου σε συνδυασμό με άλλα σημεία. Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι απέδειξαν τη χρήση του σημείου TDI σε συνδυασμό με άλλα σήματα.

37      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τη διαπίστωση του τμήματος προσφυγών ότι πρέπει να αποδειχθεί ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται το επίμαχο σημείο ως σήμα. Όπως υποστηρίζουν, αρκεί να αποδειχθεί ότι οι ενδιαφερόμενοι κύκλοι αναγνωρίζουν πράγματι ότι το προϊόν ή η υπηρεσία που αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση προέρχεται από συγκεκριμένη επιχείρηση. Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στο τμήμα προσφυγών ότι στήριξε τη διαπίστωσή του ότι το σημείο TDI είχε περιγραφικό χαρακτήρα και ότι, ως εκ τούτου, οι ενδιαφερόμενοι κύκλοι δεν συσχετίζουν το εν λόγω σημείο με συγκεκριμένη επιχείρηση σε διάλληλο συλλογισμό. Βάσει του συλλογισμού αυτού, ένα εγγενώς περιγραφικό σημείο δεν θα μπορούσε ποτέ να αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως, καθόσον το ενδιαφερόμενο κοινό δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί το εν λόγω σημείο ως ένδειξη της εμπορικής προελεύσεως των προϊόντων ή υπηρεσιών που αφορά. Η εκτίμηση αυτή καθιστά το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 κενό περιεχομένου. Οι προσφεύγουσες παραπέμπουν επί του σημείου αυτού στην απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 2002, C‑299/99, Philips (Συλλογή 2002, σ. I‑5475, σκέψη 40). Επιπλέον, η έννοια της καθιερώσεως του σήματος σκοπεί ακριβώς στην αντιστάθμιση του «επικρινόμενου ελλείμματος ενός περιγραφικού στοιχείου».

38      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

39      Υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, οι απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου της καταχωρίσεως που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία β΄, γ΄ και δ΄, του εν λόγω κανονισμού δεν εμποδίζουν την καταχώριση ενός σήματος αν αυτό έχει αποκτήσει, για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες ζητείται η καταχώριση, διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως.

40      Το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 δεν προβλέπει αυτοτελές δικαίωμα για την καταχώριση σήματος. Εισάγει παρέκκλιση από τους λόγους αρνήσεως καταχωρίσεως του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ έως δ΄, του κανονισμού αυτού. Επομένως, το περιεχόμενό του πρέπει να ερμηνεύεται σε σχέση με αυτούς τους λόγους αρνήσεως καταχωρίσεως (προαναφερθείσα στη σκέψη 30 απόφαση Γεωμετρικά σχήματα στον δίσκο ωρολογίου χειρός, σκέψη 121· βλ., επίσης και κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑108/05, Bovemij Verzekeringen, Συλλογή 2006, σ. I‑7605, σκέψη 21).

41      Εξάλλου, από τη νομολογία προκύπτει ότι, αφενός, για την απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως απαιτείται ένα σημαντικό ποσοστό τουλάχιστον του ενδιαφερόμενου κοινού να αναγνωρίζει, χάρη στο σήμα, ότι τα οικεία προϊόντα και οι οικείες υπηρεσίες προέρχονται από συγκεκριμένη επιχείρηση [απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, T-399/02, Eurocermex κατά ΓΕΕΑ (Μορφή φιάλης μπίρας), Συλλογή 2004, σ. II‑1391, σκέψη 42, και προαναφερθείσα στη σκέψη 30 απόφαση Γεωμετρικά σχήματα στον δίσκο ωρολογίου χειρός, σκέψη 122].

42      Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση της 4ης Μαΐου 1999, C‑108/97 και C‑109/97, Windsurfing Chiemsee (Συλλογή 1999, σ. I‑2779, σκέψη 49), ότι, για να εξακριβωθεί αν ένα σήμα απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως, η αρμόδια αρχή πρέπει να εκτιμήσει συνολικώς τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι χάρη στο σήμα καθίσταται δυνατός ο προσδιορισμός του οικείου προϊόντος ως προερχόμενου από συγκεκριμένη επιχείρηση και, ως εκ τούτου, η διάκριση του προϊόντος αυτού από τα προϊόντα άλλων επιχειρήσεων.

43      Συναφώς, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, το μερίδιο της αγοράς που αναλογεί στο σήμα, η ένταση, η γεωγραφική έκταση και η διάρκεια της χρήσεως του σήματος αυτού, το μέγεθος των επενδύσεων στις οποίες έχει προβεί η επιχείρηση για την προώθησή του, η αναλογία των ενδιαφερομένων κύκλων που προσδιορίζει το προϊόν ως προερχόμενο από συγκεκριμένη επιχείρηση χάρη στο σήμα, οι δηλώσεις εμπορικών και βιομηχανικών επιμελητηρίων ή άλλων επαγγελματικών ενώσεων, καθώς και οι δημοσκοπήσεις (βλ. προαναφερθείσα στη σκέψη 41 απόφαση Μορφή φιάλης μπίρας, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

44      Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών έκρινε, βάσει της προαναφερθείσας στη σκέψη 6 αποφάσεως TDI, ότι, δεδομένου ότι το σημείο TDI συνίσταται στα αρχικά των όρων που περιλαμβάνει η φράση «turbo direct injection» ή η φράση «turbo diesel injection», ο απόλυτος λόγος απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 207/2009 υφίστατο σε ολόκληρη την Ένωση και, συνεπώς, το σήμα TDI είχε αποκτήσει περιγραφικό χαρακτήρα διά της χρήσεως σε καθένα από τα δεκαπέντε κράτη μέλη της Ένωσης κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως καταχωρίσεως, ήτοι στις 22 Μαΐου 2003 (σημεία 32 και 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά το τμήμα προσφυγών, οι προσφεύγουσες δεν είχαν αποδείξει την καθιέρωση του σήματος λόγω της χρήσεως στη Δανία, στις Κάτω Χώρες και στην Ιρλανδία (σημείο 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιπλέον, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, στα λοιπά κράτη μέλη, το σημείο TDI δεν είχε χρησιμοποιηθεί ως σήμα αλλά μόνον ως περιγραφική ένδειξη, οπότε δεν μπορούσε να αποκτήσει, διά της χρήσεως αυτής, περιγραφικό χαρακτήρα (σημεία 41 και 44 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

45      Πρώτον, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τη διαπίστωση του τμήματος προσφυγών ότι η καθιέρωση του σήματος TDI πρέπει να αποδειχθεί σε καθένα από τα κράτη μέλη της Ένωσης. Όπως υποστηρίζουν, αρκεί να αποδειχθεί η καθιέρωση του εν λόγω σήματος σε σημαντικό τμήμα του εδάφους της Ένωσης.

46      Κατά τη νομολογία, ένα σήμα μπορεί να καταχωρισθεί βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 μόνον αν αποδειχθεί ότι απέκτησε διά της χρήσεως διακριτικό χαρακτήρα εντός του τμήματος της Ένωσης στο οποίο δεν είχε ab initio τέτοιο χαρακτήρα. Το τμήμα της Ένωσης στο οποίο αναφέρεται η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου μπορεί να αποτελείται, ενδεχομένως, από ένα και μόνον κράτος μέλος (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 2006, C‑25/05 P, Storck κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2006, σ. I‑5719, σκέψη 83).

47      Επομένως, για να μπορεί να καταχωριστεί το οικείο σήμα βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, πρέπει να έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως σε όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης στα οποία δεν διέθετε ab initio διακριτικό χαρακτήρα [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑141/06, Glaverbel κατά ΓΕΕΑ (Aναπαράσταση σχεδίου σε υάλινη επιφάνεια), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 38]. Eπιπλέον, οι αφορώσες ορισμένα κράτη μέλη παρασχεθείσες αποδείξεις δεν αποδεικνύουν ότι το σημείο απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα στα λοιπά κράτη μέλη της Ένωσης (βλ., υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσα απόφαση Aναπαράσταση σχεδίου σε υάλινη επιφάνεια, σκέψη 39).

48      Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, στο μέτρο που το σημείο TDI είναι εγγενώς περιγραφικό στο σύνολο της Ένωσης, η απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως πρέπει να αποδειχθεί σε καθένα από τα κράτη μέλη της Ένωσης.

49      Τα επιχειρήματα των προσφευγουσών δεν μπορούν να αναιρέσουν το συμπέρασμα αυτό.

50      Καταρχάς, όσον αφορά τα επιχειρήματα που αντλούνται από την προαναφερθείσα στη σκέψη 27 απόφαση Μορφή αναπτήρα με πέτρα, από τις σκέψεις 68 επ. της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο δεν είχε πρόθεση να αποφανθεί επί των εφαρμοστέων αρχών στον ορισμό του κρίσιμου για την εκτίμηση της αποκτήσεως διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως εδάφους, αλλά διαπίστωσε απλώς ότι, στην υπόθεση αυτή, «η απόδειξη [της χρήσεως] [έπρεπε] να αφορά την κτήση διακριτικού χαρακτήρα σε ένα [σημαντικό] τμήμα της Κοινότητας». Επιπλέον, το Πρωτοδικείο έκρινε, επίσης στο πλαίσιο της υποθέσεως εκείνης, ότι οι αποδείξεις περί της καθιερώσεως του τρισδιάστατου σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση ήταν ανεπαρκείς, οπότε δεν ήταν αναγκαίο, για την επίλυση της διαφοράς, να εξακριβωθεί αν η απόδειξη της αποκτήσεως διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως σε ορισμένες χώρες αποτελούσε όντως κώλυμα για την καταχώριση δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009.

51      Συνεπώς, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να επικαλεστούν την προαναφερθείσα στη σκέψη 27 απόφαση Μορφή αναπτήρα με πέτρα προς αμφισβήτηση της λύσεως που επέλεξε το τμήμα προσφυγών, η οποία είναι συμβατή με την προαναφερθείσα στη σκέψη 45 νομολογία.

52      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, ακολούθως, ότι το τμήμα προσφυγών θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει το ίδιο κριτήριο με εκείνο που εφαρμόζει για την εξακρίβωση της φήμης του σήματος κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 207/2009 και να κρίνει ότι αρκεί η απόδειξη της αποκτήσεως διακριτικού χαρακτήρα σε σημαντικό τμήμα της Ένωσης.

53      Υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 207/2009, ελλείψει συγκαταθέσεως εκ μέρους του δικαιούχου κοινοτικού σήματος, ο δικαιούχος αυτός νομιμοποιείται να απαγορεύσει σε κάθε τρίτο τη χρήση στον εμπορικό βίο σημείου όμοιου ή παρόμοιου με το εν λόγω κοινοτικό σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν ομοιάζουν με εκείνες για τις οποίες έχει καταχωρισθεί το κοινοτικό σήμα, αν αυτό χαίρει φήμης στην Ένωση και η χωρίς εύλογη αιτία χρήση του σημείου θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του κοινοτικού σήματος.

54      Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι προσφεύγουσες δεν μπορούν θεμιτώς να αμφισβητήσουν τη λύση που επέλεξε το τμήμα προσφυγών, η οποία συνάδει με την ειδική νομολογία περί αποκτήσεως διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, στηριζόμενες στη σχετική με άλλη διάταξη του εν λόγω κανονισμού νομολογία.

55      Eιδικότερα, λαμβανομένης υπόψη της διαφοράς στην εγγενή λογική της εφαρμογής, αφενός, του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 207/2009, που αφορά τη φήμη, και, αφετέρου, του άρθρου 7, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, που αφορά την απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως, καθώς και τη θέση τους στην οικονομία του κανονισμού αυτού, η ίδια εξέταση δεν μπορεί να γίνει δεκτή όσον αφορά το κρίσιμο έδαφος στο πλαίσιο της εφαρμογής των δύο αυτών διατάξεων.

56      Συγκεκριμένα, το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 207/2009 προασπίζει τα νόμιμα συμφέροντα των δικαιούχων των οποίων το σήμα έχει αποκτήσει φήμη χάρη στις εμπορικές και διαφημιστικές προσπάθειές τους. Ως εκ τούτου, η χρήση του σήματος από άλλο επιχειρηματία μπορεί να του προσπορίσει χωρίς εύλογη αιτία αθέμιτο όφελος χάρη στη φήμη του σήματος, ή και να τον βλάψει, ακόμη και αν το σήμα είναι ενδεχομένως γνωστό σε σημαντικό τμήμα του ενδιαφερόμενου κοινού εντός ενός μόνον κράτους μέλους.

57      Αντιθέτως, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η διάταξη αυτή αποτελεί εξαίρεση από την απαγόρευση καταχωρίσεως, μεταξύ άλλων, περιγραφικού σημείου ως κοινοτικού σήματος και ότι, κατά την παράγραφο 2 της διατάξεως αυτής, η εν λόγω απαγόρευση εφαρμόζεται ακόμη και αν ο λόγος απαραδέκτου υφίσταται σε ένα τμήμα μόνον της Ένωσης. Στην περίπτωση κατά την οποία γίνει δεκτή η ερμηνεία που προτείνουν οι προσφεύγουσες, τούτο συνεπάγεται ότι ένα σήμα μπορεί να καταχωριστεί με κριτήριο την απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως σε σημαντικό τμήμα της Ένωσης, ενώ το σήμα εξακολουθεί να είναι περιγραφικό στα λοιπά τμήματα της Ένωσης. Επομένως, η ερμηνεία που προτείνουν οι προσφεύγουσες αντίκειται στο γράμμα καθαυτό του κανονισμού 207/2009.

58      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών με το οποίο προσάπτουν στο τμήμα προσφυγών ότι δεν ερμήνευσε την έννοια του κρίσιμου εδάφους, για την απόδειξη της αποκτήσεως διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως, κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο το Δικαστήριο την είχε εκτιμήσει στο πλαίσιο των αποφάσεων που αφορούσαν την απόδειξη της φήμης του σήματος, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 207/2009.

59      Tέλος, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν βασίμως να υποστηρίξουν ότι, λαμβανομένης υπόψη της εγκαθιδρύσεως του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, τα γεωγραφικά σύνορα δεν ασκούν πλέον επιρροή.

60      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, με την προαναφερθείσα στη σκέψη 47 απόφαση Aναπαράσταση σχεδίου σε υάλινη επιφάνεια (σκέψη 40), το Πρωτοδικείο έκρινε ότι:

«[Το επιχείρημα] κατά το οποίο η μέθοδος που συνίσταται στον υπολογισμό του αριθμού των χωρών από τις οποίες προέρχονται οι αποδείξεις απάδει προς την ανάγκη να αντιμετωπίζεται η [Ένωση] ως ενιαία αγορά δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού [207/2009], σε συνδυασμό με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, ένα σήμα δεν γίνεται δεκτό προς καταχώριση αν στερείται διακριτικού χαρακτήρα μόνο σε τμήμα της [Ένωσης]. […] Συνεπώς, ορθώς το τμήμα προσφυγών εξέτασε χωριστά για κάθε κράτος μέλος τις αποδείξεις περί του αποκτηθέντος διά της χρήσεως διακριτικού χαρακτήρα.»

61      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι, εφόσον το σημείο είναι περιγραφικό σε ολόκληρη την Ένωση, οι προσφεύγουσες έπρεπε να αποδείξουν την απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως σε καθένα από τα δεκαπέντε κράτη μέλη της Ένωσης κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως καταχωρίσεως.

62      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, αντιθέτως προς την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών, απέδειξαν την απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως σε καθένα από τα κράτη μέλη, περιλαμβανομένης της Ιρλανδίας, της Δανίας και των Κάτω Χωρών.

63      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η μοναδική κρίσιμη απόδειξη που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες όσον αφορά τα τρία αυτά κράτη μέλη συνίσταται στο μερίδιο αγοράς που κατέχουν στην οικεία αγορά.

64      Πάντως, οι περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να γίνει δεκτό ότι πληρούται η σχετική με την απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως προϋπόθεση δεν μπορούν να προσδιορίζονται αποκλειστικώς και μόνο βάσει γενικών και αφηρημένων στοιχείων, όπως είναι τα συγκεκριμένα ποσοστά [βλ. προαναφερθείσα στη σκέψη 47 απόφαση του Πρωτοδικείου Aναπαράσταση σχεδίου σε υάλινη επιφάνεια, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2008, T‑405/05, Powerserv Personalservice κατά ΓΕΕΑ – Manpower (MANPOWER), Συλλογή 2008, σ. II‑2883, σκέψη 131].

65      Eιδικότερα, τα στοιχεία που αφορούν το μερίδιο αγοράς, αυτά καθαυτά, δεν αποδεικνύουν ότι το ενδιαφερόμενο για τα επίμαχα προϊόντα κοινό αντιλαμβάνεται ένα περιγραφικό σημείο ως ένδειξη εμπορικής προελεύσεως (βλ., κατ’ αναλογία με την παροχή των σχετικών με τον όγκο πωλήσεων και το διαφημιστικό υλικό στοιχείων, την προαναφερθείσα στη σκέψη 47 απόφαση Aναπαράσταση σχεδίου σε υάλινη επιφάνεια, σκέψη 41). Εξάλλου, όσον αφορά τα προαναφερθέντα κράτη μέλη, οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν επιπλέον στοιχεία ανά περίπτωση, ιδίως όσον αφορά την ένταση, τη γεωγραφική έκταση και τη διάρκεια της χρήσεως, ή τη σπουδαιότητα των επενδύσεών τους για την προώθηση του σήματος TDI.

66      Συνεπώς, το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ανεπαρκή την απόδειξη του διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως στην Ιρλανδία, στη Δανία και στις Κάτω Χώρες.

67      Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες έπρεπε να αποδείξουν την απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως σε καθένα από τα δεκαπέντε κράτη μέλη της Ένωσης (βλ. το περιλαμβανόμενο στην ανωτέρω σκέψη 61 συμπέρασμα), η ανεπαρκής απόδειξή του όσον αφορά τα τρία αυτά κράτη μέλη μπορεί να θεμελιώσει, αφ’ εαυτής, την απόφαση του τμήματος προσφυγών περί απορρίψεως της αιτήσεως καταχωρίσεως.

68      Ως εκ τούτου, παρέλκει η εξέταση της βασιμότητας των επιχειρημάτων που οι προσφεύγουσες προέβαλαν όσον αφορά τη σχετική με τη μη χρήση του σημείου TDI ως σήματος αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

69      Ως εκ περισσού, πρέπει πάντως να αναγνωρισθεί ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε, με το σημείο 53 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν μπορούσε να διαπιστώσει ότι το σημείο TDI χρησιμοποιούνταν ως σήμα, καθόσον το εν λόγω σημείο είτε χρησιμοποιούνταν κατά τρόπο άμεσα περιγραφικό είτε συνοδευόταν από διαφημιστικό υλικό άλλων σημάτων των προσφευγουσών τα οποία έχουν διακριτικό χαρακτήρα.

70      Κατά τη νομολογία, όσον αφορά την απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως, η πεποίθηση των ενδιαφερομένων ότι το προϊόν προέρχεται από συγκεκριμένη επιχείρηση πρέπει να σχηματίζεται χάρη στη χρήση του σήματος ως σήματος. Επομένως, η φράση «χρήση του σήματος ως σήματος» πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά μόνον τη χρήση του σήματος κατά τρόπον ώστε οι ενδιαφερόμενοι κύκλοι να αναγνωρίζουν, χάρη στο σήμα, ότι το προϊόν ή η υπηρεσία προέρχεται από συγκεκριμένη επιχείρηση (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουλίου 2005, C‑353/03, Nestlé, Συλλογή 2005, σ. I‑6135, σκέψεις 26 και 29).

71      Αντιθέτως προς τα επιχειρήματα των προσφευγουσών, το τμήμα προσφυγών δεν στήριξε τη διαπίστωσή του ότι το σήμα δεν χρησιμοποιείται ως σήμα σε διάλληλο συλλογισμό, τεκμαίροντας ότι, εφόσον το σημείο είναι περιγραφικό, δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως σήμα.

72      Συγκεκριμένα, με τις αιτιολογικές σκέψεις 45 έως 52 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών ανέλυσε το διαφημιστικό υλικό που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες. Επιπλέον, όπως ορθώς έκρινε το τμήμα προσφυγών, αυτό το διαφημιστικό υλικό δημιουργεί σαφώς στο ενδιαφερόμενο κοινό την πεποίθηση ότι το σημείο TDI δεν χρησιμοποιούνταν για τον προσδιορισμό της εμπορικής προελεύσεως των επίμαχων προϊόντων, αλλά για την περιγραφή ενός χαρακτηριστικού των αυτοκινήτων στα οποία αναγραφόταν, ήτοι του πετρελαιοκινητήρα τους απευθείας εγχύσεως.

73      Επιπλέον, στο διαφημιστικό υλικό που προσκομίστηκε από τις προσφεύγουσες και περιελήφθη στον φάκελο της υποθέσεως, το σημείο TDI συνοδεύεται πάντα από ένα άλλο σήμα δικαιούχοι του οποίου είναι οι προσφεύγουσες, όπως το σήμα Audi, το σήμα VW ή το σήμα Volkswagen. Το Πρωτοδικείο, πάντως, έχει κρίνει επανειλημμένως ότι το διαφημιστικό υλικό στο οποίο ένα στερούμενο εγγενούς διακριτικού χαρακτήρα σημείο συνοδεύεται πάντα από άλλα σήματα τα οποία έχουν, αντιθέτως, διακριτικό χαρακτήρα δεν αποδεικνύει ότι το κοινό αντιλαμβάνεται το σημείο του οποίου ζητείται η καταχώριση ως σήμα προσδιορίζον την εμπορική προέλευση των προϊόντων (προαναφερθείσα στη σκέψη 41 απόφαση Μορφή φιάλης μπίρας, σκέψη 51, και προαναφερθείσα στη σκέψη 27 απόφαση Μορφή αναπτήρα με πέτρα, σκέψη 77). Εν πάση περιπτώσει, παραπέμποντας σε ιστότοπο κατά τον οποίο το ισπανικό κοινό αντιλαμβάνεται το σημείο TDI ως σύντμηση παραπέμπουσα στο είδος πετρελαιοκινητήρα απευθείας εγχύσεως, ανεξαρτήτως του κατασκευαστή αυτοκινήτων, το τμήμα προσφυγών απέδειξε ότι, παρόλες τις διαφημιστικές προσπάθειες των προσφευγουσών στην Ισπανία, το ενδιαφερόμενο κοινό δεν αντιλαμβανόταν το εν λόγω σημείο ως ένδειξη της εμπορικής προελεύσεως των επίμαχων προϊόντων, αλλά ως περιγραφική και γενική έννοια.

74      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009

 Επιχειρήματα των διαδίκων

75      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ο εξεταστής δεν έδωσε απάντηση στα αιτήματά τους περί συναντήσεως των δύο πλευρών ώστε να συζητηθεί η αναγκαιότητα διενέργειας και η έκταση μιας δημοσκοπήσεως η οποία θα αποδείκνυε, για τα επίμαχα προϊόντα, την απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα του σήματος TDI διά της χρήσεώς του. Οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι γνώμονάς τους ήταν το υψηλό κόστος των δημοσκοπήσεων καθώς και το ότι, ελλείψει συμφωνίας ως προς τις παραμέτρους της δημοσκοπήσεως, θα υποβάλλονταν σε περιττό κόπο, πράγμα που δεν θα διευκόλυνε ούτε τις ίδιες ούτε το ΓΕΕΑ. Εξάλλου, σεβόμενο την αρχή της αυτεπάγγελτης εξετάσεως των πραγματικών περιστατικών, το ΓΕΕΑ όφειλε να επικοινωνήσει μαζί τους προκειμένου να καθορίσουν τις παραμέτρους της δημοσκοπήσεως. Δεδομένου ότι μια τέτοια διαβούλευση δεν πραγματοποιήθηκε, το ΓΕΕΑ παρέβη το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009.

76      Επιπλέον, οι προσφεύγουσες βάλλουν κατά της εκτιμήσεως που διατύπωσε το τμήμα προσφυγών στη σκέψη 55 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία, κατ’ ουσίαν, το γεγονός ότι ο εξεταστής δεν έδωσε συνέχεια στο αίτημα διαβουλεύσεως επί των όρων μιας δημοσκοπήσεως είναι μεν ατυχές, πλην όμως δεν απαλλάσσει τις προσφεύγουσες από τον κίνδυνο να θεωρηθούν ανεπαρκή τα αποδεικτικά τους στοιχεία λόγω της ελλείψεως μιας τέτοιας δημοσκοπήσεως. Σύμφωνα με τις προσφεύγουσες, δυνάμει της αρχής της αυτεπάγγελτης εξετάσεως των πραγματικών περιστατικών, το ΓΕΕΑ είναι υποχρεωμένο να απαντήσει στο «διερευνητικό αίτημα», προκειμένου να παράσχει στον αιτούντα τη δυνατότητα να οργανώσει τη δημοσκόπηση κατά τρόπο αποδεκτό από το ΓΕΕΑ. Τέλος, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το τμήμα προσφυγών, όταν διαπιστώνει σφάλμα στην εκτίμηση του εξεταστή, όπως προκύπτει εν προκειμένω από τη χρήση του όρου «ατυχές», μπορεί να ασκήσει τις αρμοδιότητες του εξεταστή και να θεραπεύσει το σφάλμα.

77      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

78      Το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 ορίζει ότι, «[κ]ατά την ενώπιόν του διαδικασία, το [ΓΕΕΑ] εξετάζει τα πραγματικά περιστατικά».

79      Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στο ΓΕΕΑ ότι ο εξεταστής δεν έδωσε απάντηση στα αιτήματά τους περί συναντήσεως των δύο πλευρών ώστε να συζητηθεί η αναγκαιότητα διενέργειας και η έκταση μιας δημοσκοπήσεως η οποία θα αποδείκνυε, για τα επίμαχα προϊόντα, την απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα του σήματος TDI διά της χρήσεώς του. Κατά τις προσφεύγουσες, η έλλειψη δημοσκοπήσεως ελήφθη υπόψη και από το τμήμα προσφυγών, όταν αυτό απέρριψε την ενώπιόν του ασκηθείσα προσφυγή, οπότε η έλλειψη απαντήσεως εκ μέρους του εξεταστή θίγει το κύρος της προσβαλλομένης αποφάσεως.

80      Διαπιστώνεται ότι αυτός ο λόγος ακυρώσεως δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά περιστατικά.

81      Πράγματι, με επιστολή της 20ής Οκτωβρίου 2004, ο εξεταστής ενημέρωσε τις προσφεύγουσες, κατά την έννοια του κανόνα 11, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 303, σ. 1), ότι το σημείο TDI δεν μπορούσε να καταχωρισθεί. Με την επιστολή αυτή ο εξεταστής διευκρίνισε ότι «οι δημοσκοπήσεις [ήταν] σχεδόν πάντοτε απολύτως αναγκαίες στις διαδικασίες κατά τις οποίες εξετάζεται η καθιέρωση [του σήματος]».

82      Με επιστολή της 20ής Ιανουαρίου 2005 και προς απάντηση στην ανακοίνωση των λόγων απαραδέκτου, οι προσφεύγουσες πρότειναν «να επωφεληθεί ο νομικός τους σύμβουλος ενός ταξιδιού στην Ισπανία προκειμένου να οργανώσει συνάντηση με τους εξεταστές του ΓΕΕΑ, στην οποία θα μπορούσε να συζητηθεί απευθείας η συνέχεια της διαδικασίας· η εμπειρία δείχνει ότι η απευθείας ανταλλαγή απόψεων επί της συνέχειας της διαδικασίας είναι πιο αποτελεσματική και πιο συμφέρουσα οικονομικώς από την ανταλλαγή μακροσκελών εγγράφων».

83      Εντούτοις, η επιστολή της 20ής Ιανουαρίου 2005 δεν περιέχει καμία αναφορά σε πρόταση διενέργειας δημοσκοπήσεως της οποίας το περιεχόμενο θα μπορούσε να συζητηθεί με τον εξεταστή στο πλαίσιο «επαγγελματικής συναντήσεως», ενώ, στην επιστολή αυτή, οι προσφεύγουσες αναφέρθηκαν στην «κατά τα φαινόμενα πολύ περιορισμένη χρησιμότητα» των δημοσκοπήσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και δήλωσαν ότι, σύμφωνα με την πρακτική του ΓΕΕΑ και των δικαστηρίων της Ένωσης, οι δημοσκοπήσεις μπορούσαν να παραλειφθούν.

84      Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο εξεταστής υπέδειξε σαφώς ότι οι δημοσκοπήσεις ήταν «σχεδόν πάντοτε απολύτως αναγκαίες» προς απόδειξη της καθιερώσεως του σήματος. Αντιθέτως, από την επιστολή της 20ής Ιανουαρίου 2005 δεν προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες πρότειναν τη διενέργεια δημοσκοπήσεων ή ότι επιθυμούσαν να διευκρινισθεί η έκταση των δημοσκοπήσεων αυτών προτού τις επικαλεστούν, τούτο δε κατά μείζονα λόγο δεδομένης της διατυπωθείσας απόψεώς τους ότι, σύμφωνα με την πρακτική του ΓΕΕΑ και των δικαστηρίων της Ένωσης, οι δημοσκοπήσεις μπορούν να παραλειφθούν.

85      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός των προσφευγουσών ότι, εν προκειμένω, η μη πραγματοποίηση επαγγελματικής συσκέψεως με τον νομικό τους σύμβουλο, προκειμένου να διευκρινισθεί το περιεχόμενο των δημοσκοπήσεων που θα έπρεπε να διενεργηθούν, συνιστά παρατυπία δυνάμενη να θίξει το κύρος της προσβαλλομένης αποφάσεως.

86      Συνεπώς, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 75 του κανονισμού 207/2009

 Επιχειρήματα των διαδίκων

87      Κατά τις προσφεύγουσες, η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται κυρίως στην εκτίμηση του τμήματος προσφυγών ότι η απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως δεν ήταν δυνατή, δεδομένου του περιγραφικού χαρακτήρα του σήματος. Το τμήμα προσφυγών έκρινε επί του σημείου αυτού ότι ήταν αναγκαία η διενέργεια δημοσκοπήσεως (σκέψη 54 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

88      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν επίσης ότι το τμήμα προσφυγών δεν τις πληροφόρησε ότι συμμεριζόταν επ’ αυτού την άποψη του εξεταστή. Δεδομένης της προτάσεώς τους για την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων, το τμήμα προσφυγών όφειλε να τις πληροφορήσει ότι, και κατά τη δική του άποψη, η απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως μπορούσε να αποδειχθεί μόνο μέσω δημοσκοπήσεως. Αντιθέτως, το τμήμα προσφυγών εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση χωρίς προηγουμένως να παράσχει οποιαδήποτε ένδειξη ως προς την αναγκαιότητα της διενέργειας δημοσκοπήσεων.

89      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

90      Κατά το άρθρο 75 του κανονισμού 207/2009, οι αποφάσεις του ΓΕΕΑ αιτιολογούνται και μπορούν να στηρίζονται μόνο στους λόγους επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση.

91      Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών στηρίζονται σε εσφαλμένη παραδοχή, ήτοι στο ότι είχε προταθεί η προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων και δη των πορισμάτων δημοσκοπήσεων. Όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 84 της παρούσας αποφάσεως, από την επιστολή της 20ής Ιανουαρίου 2005 δεν προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες πρότειναν τη διενέργεια δημοσκοπήσεων ή ότι επιθυμούσαν να διευκρινισθεί η έκταση των δημοσκοπήσεων αυτών προτού τις επικαλεστούν.

92      Κατά τα λοιπά, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν επικαλούνται κανέναν κανόνα δικαίου βάσει του οποίου το τμήμα προσφυγών ήταν υποχρεωμένο να τους γνωστοποιήσει, πριν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, την πρόθεσή του να λάβει υπόψη τη μη προσκόμιση ενός αποδεικτικού μέσου –ήτοι των πορισμάτων των δημοσκοπήσεων–, του οποίου τη σημασία είχε ήδη τονίσει ο εξεταστής.

93      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, καθώς και η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

94      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του ΓΕΕΑ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τις Audi AG και Volkswagen AG στα δικαστικά έξοδα.

Czúcz

Labucka

O’Higgins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Ιουλίου 2011.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.