Language of document : ECLI:EU:T:2019:832

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 3ης Δεκεμβρίου 2019 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Έκθεση βαθμολογίας – Νομότυπο των διαδικασιών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας βαθμολόγησης – Υποχρέωση αμεροληψίας του δευτεροβάθμιου βαθμολογητή»

Στην υπόθεση T‑808/17,

Ralph Pethke, κάτοικος Αλικάντε (Ισπανία), εκπροσωπούμενος από τον H. Tettenborn, δικηγόρο,

προσφεύγων,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από την A. Lukošiūtė, επικουρούμενη από τον B. Wägenbaur, δικηγόρο,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, με αίτημα την ακύρωση της έκθεσης βαθμολογίας του προσφεύγοντος για το έτος 2016 καθώς και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, την ακύρωση της απόφασης του διοικητικού συμβουλίου του EUIPO της 18ης Οκτωβρίου 2017, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους H. Kanninen, πρόεδρο, Κ. Ηλιόπουλο και I. Reine (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

1        Κατά το άρθρο 43 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ):

«Η ικανότητα, η απόδοση και η συμπεριφορά κάθε υπαλλήλου στην υπηρεσία αποτελούν το αντικείμενο ετήσιας εκθέσεως, κατά τα προβλεπόμενα, από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε οργάνου, σύμφωνα με το άρθρο 110. Η έκθεση αυτή αναφέρει αν το επίπεδο απόδοσης του υπαλλήλου ήταν ικανοποιητικό ή όχι. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου θεσπίζει διατάξεις με τις οποίες παρέχεται το δικαίωμα για κατάθεση προσφυγής στο πλαίσιο της διαδικασίας των εκθέσεων, το οποίο πρέπει να ασκείται πριν από την υποβολή αιτήματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 90 παράγραφος 2.

[…]

Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον υπάλληλο. Αυτός μπορεί να υποβάλει κάθε παρατήρηση που θεωρεί χρήσιμη επί αυτής.»

2        Προς εκτέλεση του άρθρου 43 του ΚΥΚ, όπως τροποποιήθηκε από 1ης Ιανουαρίου 2014, το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) εφαρμόζει από 1ης Οκτωβρίου 2014 την απόφαση C(2013) 8985 τελικό της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με τις γενικές εκτελεστικές διατάξεις του άρθρου 43 του ΚΥΚ και τις λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου 44, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ (στο εξής: ΓΕΔ 43).

3        Το άρθρο 3 των ΓΕΔ 43, το οποίο τιτλοφορείται «Ρόλοι και ιεραρχία των διαφόρων μετεχόντων στη διαδικασία», ορίζει τα εξής:

«1. Ο αξιολογητής είναι ο άμεσος προϊστάμενος του κατόχου θέσης και, κατά κανόνα, προϊστάμενος της μονάδας του την 1η Δεκεμβρίου της περιόδου αναφοράς.

[…]

2. Ο δευτεροβάθμιος αξιολογητής είναι ο άμεσος προϊστάμενος του αξιολογητή κατά τον χρόνο της πρώτης παρέμβασης του προϊσταμένου αυτού στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολόγησης την οποία προβλέπει το άρθρο 6.

[…] Αν ο γενικός διευθυντής είναι ο αξιολογητής, ο δευτεροβάθμιος αξιολογητής είναι ο γενικός διευθυντής της αρμόδιας για τους ανθρώπινους πόρους γενικής διεύθυνσης. […]

Ο κάτοχος θέσης ο οποίος έχει γνωστοποιήσει πληροφορίες κατά την έννοια του άρθρου 22α, παράγραφοι 1 και 2, του ΚΥΚ μπορεί, κατά τον χρόνο της αιτιολογημένης μη αποδοχής εκ μέρους του της έκθεσης που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1, να ζητήσει να αναλάβει τον ρόλο του δευτεροβάθμιου αξιολογητή είτε ο γενικός διευθυντής της αρμόδιας για τους ανθρώπινους πόρους γενικής διεύθυνσης είτε ο Γενικός Γραμματέας.

3. Ο γενικός διευθυντής μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις που δικαιολογούνται από τη βούλησή του να ενεργήσει προς το συμφέρον του κατόχου θέσης ή σε περίπτωση τροποποίησης του οργανογράμματος μιας υπηρεσίας ή μιας γενικής διεύθυνσης, να παρεκκλίνει από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 προκειμένου να λάβει υπόψη τις ιδιαίτερες συγκυρίες λόγω των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης ή λόγω της προαναφερθείσας τροποποίησης αντιστοίχως.

[…]»

4        Το άρθρο 7 των ΓΕΔ 43 ρυθμίζει τη διαδικασία δευτεροβάθμιας αξιολόγησης ως εξής:

«1. Η αιτιολογημένη μη αποδοχή της έκθεσης από τον κάτοχο θέσης […] συνεπάγεται αυτομάτως την παρέμβαση του δευτεροβάθμιου αξιολογητή. […]

2. Κατόπιν αιτήματος που διατυπώνει ο κάτοχος θέσης με την αιτιολογημένη μη αποδοχή, ο δευτεροβάθμιος αξιολογητής διεξάγει διάλογο με αυτόν εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία της αιτιολογημένης μη αποδοχής της έκθεσης. Ο κάτοχος θέσης μπορεί να επικουρείται κατά τη διάρκεια του διαλόγου από άλλον κάτοχο θέσης, διαφορετικό από τον αξιολογητή. Ο δευτεροβάθμιος αξιολογητής μπορεί να ζητήσει από άλλον κάτοχο θέσης, διαφορετικό από τον αξιολογητή, να τον συνδράμει κατά τον διάλογο.

3. Εντός είκοσι εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία της αιτιολογημένης μη αποδοχής της έκθεσης και κατόπιν του διαλόγου που προβλέπεται στην παράγραφο 2, ο δευτεροβάθμιος αξιολογητής επικυρώνει την έκθεση ή την τροποποιεί, αιτιολογώντας την απόφασή του.

[…]

Η απόφαση του δευτεροβάθμιου αξιολογητή δεν επιτρέπεται να βασιστεί σε πραγματικά περιστατικά τα οποία ο κάτοχος θέσης δεν είχε τη δυνατότητα να σχολιάσει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας αξιολόγησης, εκτός αν ο δευτεροβάθμιος αξιολογητής τού δώσει εγκαίρως τη δυνατότητα αυτή.

4. Κατόπιν της απόφασης του δευτεροβάθμιου βαθμολογητή, η έκθεση καθίσταται οριστική. […]»

5        Το παράρτημα I των ΓΕΔ 43 ρυθμίζει τις ειδικές περιπτώσεις. Κατά το σημείο 2 του παραρτήματος αυτού, αν, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς αλλά όχι λιγότερο από τέσσερις μήνες μετά την περίοδο που καλύπτει η προηγούμενη έκθεση ή το προηγούμενο έγγραφο αξιολόγησης το οποίο έχει ενσωματωθεί στην έκθεση, ο κάτοχος θέσης μετατεθεί ή μεταφερθεί σε άλλη θέση εντός της Επιτροπής ή αποσπασθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 37, στοιχείο αʹ, του ΚΥΚ, ο άμεσος προϊστάμενός του συντάσσει έγγραφο αξιολόγησης αναφορικά με τα επίπεδα απόδοσης του κατόχου θέσης, το οποίο ενσωματώνεται στην οικεία έκθεση.

6        Κατόπιν της θέσπισης των ΓΕΔ 43, το EUIPO εξέδωσε υπηρεσιακές οδηγίες σχετικά με τις βαθμολογήσεις των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού του EUIPO, σε έγγραφο με τίτλο «Work Instruction: Appraisals at EUIPO» (στο εξής: υπηρεσιακές οδηγίες του EUIPO). Όσον αφορά το άρθρο 3 των ΓΕΔ 43, οι υπηρεσιακές οδηγίες του EUIPO προβλέπουν ότι, αν ο εκτελεστικός διευθυντής είναι ο βαθμολογητής, τότε ο δευτεροβάθμιος βαθμολογητής είναι επιτροπή αποτελούμενη από τον αναπληρωτή εκτελεστικό διευθυντή, τον διευθυντή του τμήματος ανθρωπίνων πόρων και τον διευθυντή του τμήματος νομικών υποθέσεων.

 Ιστορικό της διαφοράς

7        Ο προσφεύγων Ralph Pethke, νομικός, εισήλθε στην υπηρεσία του EUIPO το 2000 ως έκτακτος υπάλληλος. Το 2002, διορίστηκε μόνιμος υπάλληλος στην κατηγορία AD (διοικητικός υπάλληλος).

8        Το 2006, ο προσφεύγων ήταν επιτυχών σε διαδικασία επιλογής ως «προϊστάμενος μονάδας» στον τομέα της διαχείρισης. Κατά συνέπεια, τοποθετήθηκε ως προϊστάμενος μονάδας σε μια υπηρεσία σημάτων.

9        Τον Μάιο του 2011, ο προσφεύγων, ο οποίος είχε εν τω μεταξύ προαχθεί στον βαθμό AD 11, τοποθετήθηκε σε θέση αναπληρωτή διευθυντή του τμήματος «Διεθνούς συνεργασίας και νομικών υποθέσεων». Τον Οκτώβριο του 2012, τοποθετήθηκε σε θέση διευθυντή του τμήματος «Προσωπικό και οικονομικά».

10      Τον Οκτώβριο του 2014, ο προσφεύγων τοποθετήθηκε σε θέση διευθυντή του τμήματος «Επιχειρησιακές δραστηριότητες». Προϊστάμενός του ήταν ο εκτελεστικός διευθυντής του EUIPO.

11      Η ετήσια έκθεση βαθμολογίας του προσφεύγοντος για το έτος 2014 κατέληγε στο συμπέρασμα ότι, γενικώς, η ικανότητα, η απόδοση και η συμπεριφορά του προσφεύγοντος στην υπηρεσία ανταποκρίνονταν στα επίπεδα που απαιτούνταν για τη θέση την οποία κατείχε. Η δε έκθεση βαθμολογίας για το έτος 2015 κατέληγε στο συμπέρασμα ότι, γενικώς, η ικανότητα, η απόδοση και η συμπεριφορά του προσφεύγοντος στην υπηρεσία είχαν κινηθεί σε επίπεδα ανώτερα από τα απαιτούμενα για τη θέση που κατείχε. Θεωρώντας ότι οι επιτυχίες που σημείωσε στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης του EUIPO η οποία πραγματοποιήθηκε κατά τα έτη 2014 και 2015 δεν είχαν εκτιμηθεί δεόντως, ο προσφεύγων αρνήθηκε πάντως να προσυπογράψει τις ως άνω εκθέσεις βαθμολογίας, χωρίς εντούτοις να υποβάλει διοικητική ένσταση.

12      Με απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2016, ο εκτελεστικός διευθυντής του EUIPO τοποθέτησε τον προσφεύγοντα, τότε διευθυντή του τμήματος «Επιχειρησιακές δραστηριότητες», στο τμήμα «Παρατηρητήριο» του EUIPO, ως ανώτερο νομικό εμπειρογνώμονα, διατηρώντας τον στην ίδια ομάδα καθηκόντων, στον βαθμό 12 και στο κλιμάκιο 2. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία απορρίφθηκε με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2019, Pethke κατά EUIPO (T-169/17, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2019:135).

13      Στις 8 Μαρτίου 2017 ο διευθυντής του τμήματος «Παρατηρητήριο» του EUIPO (στο εξής: βαθμολογητής), ο οποίος είχε γίνει προϊστάμενος του προσφεύγοντος από τις 17 Οκτωβρίου 2016, διεξήγαγε με τον προσφεύγοντα την ετήσια συζήτηση στο πλαίσιο της διαδικασίας βαθμολόγησης για το έτος 2016.

14      Στις 9 Μαρτίου 2017 ο βαθμολογητής υπέγραψε την έκθεση βαθμολογίας του προσφεύγοντος για το έτος (στο εξής: RN 2016). Από την έκθεση αυτή προκύπτει ότι, όσον αφορά την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου έως 16 Οκτωβρίου 2016, ο βαθμολογητής συμβουλεύθηκε επίσης τον εκτελεστικό διευθυντή του EUIPO, ο οποίος ήταν ο προϊστάμενος του προσφεύγοντος κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου (στο εξής: πρώην προϊστάμενος). Ο τελευταίος συνέταξε έγγραφο αξιολόγησης το οποίο ενσωματώθηκε στην RN 2016, σύμφωνα με το σημείο 2 του παραρτήματος I των ΓΕΔ 43.

15      Η RN 2016 καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «γενικώς, η ικανότητα, η απόδοση και η συμπεριφορά [του προσφεύγοντος] στην υπηρεσία ανταποκρίνονται στο επίπεδο που απαιτείται για τη θέση την οποία κατέχει».

16      Ειδικότερα, στο πεδίο «Ικανότητες», ο βαθμολογητής αιτιολόγησε την αξιολόγησή του για τον προσφεύγοντα παραπέμποντας εξ ολοκλήρου στο έγγραφο αξιολόγησης του πρώην προϊσταμένου. Επιπλέον, στο πεδίο «Εκτίμηση του βαθμολογητή» σημειώνεται ευθύς εξαρχής ότι ο προσφεύγων τοποθετήθηκε στο τμήμα «Παρατηρητήριο» μόλις από τα μέσα Οκτωβρίου 2016. Στη συνέχεια, ο βαθμολογητής παραπέμπει, ως προς τους πρώτους εννέα μήνες του 2016, στην αξιολόγηση του προσφεύγοντος από τον προϊστάμενό του για εκείνη τη χρονική περίοδο, δηλαδή από τον εκτελεστικό διευθυντή του EUIPO. Η αξιολόγηση αυτή αναπαράγεται αυτούσια και έχει ως εξής:

«[Ο]ι επιδόσεις του [προσφεύγοντος] στο [τμήμα «Επιχειρησιακές δραστηριότητες»] ήταν χαμηλότερες λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων και της μείωσης της παραγωγικότητας, ιδίως στον τομέα των ανακοπών, καθώς και λόγω, αφενός, της έλλειψης διαφάνειας όσον αφορά την απόδοση και, αφετέρου, της αποσπασματικής και ελλιπούς γνωστοποίησης των αποτελεσμάτων [στον εκτελεστικό διευθυντή]. Η συμπεριφορά του επίσης επικρίθηκε, διότι δεν μοιράστηκε με κατάλληλο τρόπο σημαντικές πληροφορίες.

Ως διευθυντής του [τμήματος «Επιχειρησιακές δραστηριότητες»], [ο προσφεύγων] δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα για την αντιμετώπιση της κατάστασης, πράγμα που έφερε το EUIPO σε περίπλοκη θέση αναφορικά με τις συσσωρευμένες καθυστερήσεις και είχε ως συνέπεια να χάσει ο [πρώην προϊστάμενος] την εμπιστοσύνη του στον [προσφεύγοντα] ως διευθυντή. Μολονότι [ο προσφεύγων] διέθετε τις δεξιότητες και τις ικανότητες που απαιτούνται για διευθυντική θέση, εντούτοις, το 2016, δεν κατάφερε να αναλάβει τις ενδεδειγμένες πρωτοβουλίες για να διαχειριστεί την έκτακτη κατάσταση που ανέκυψε.

Κατά τη συζήτηση στο πλαίσιο της διαδικασίας βαθμολόγησης (ο πρόεδρος της επιτροπής προσωπικού ήταν παρών), [ο προσφεύγων] αμφισβήτησε διάφορα πραγματικά περιστατικά, αποτελέσματα και αριθμητικά δεδομένα και από τα αποτελέσματα που περιλαμβάνονταν στην αξιολόγηση του εκτελεστικού διευθυντή. Το μοναδικό μη ικανοποιητικό στοιχείο επί του οποίου συμφώνησε [αφορούσε] την ταχύτητα των αποφάσεων σε υποθέσεις ανακοπών.»

17      Τέλος, στο ίδιο πεδίο, με τίτλο «Εκτίμηση του βαθμολογητή», ο βαθμολογητής απαντά στην κριτική του προσφεύγοντος όσον αφορά τη θέση του εντός του τμήματος «Παρατηρητήριο». Ειδικότερα, επισημαίνει ότι στο τμήμα αυτό επικρατούσε ικανοποίηση για το γεγονός ότι ο προσφεύγων είχε ενταχθεί εκεί, επειδή είχε μεγάλη πείρα και ικανότητες στον τομέα της διανοητικής ιδιοκτησίας. Επιπλέον, σημειώνει ότι είχαν γρήγορα ανατεθεί σημαντικά καθήκοντα στον προσφεύγοντα, σε συμφωνία μαζί του, και ότι η απόδοσή του ήταν καλή.

18      Στις 16 Μαρτίου 2017 ο προσφεύγων δήλωσε ότι διαφωνεί με την RN 2016 και ζήτησε τη διεξαγωγή συζήτησης με τον δευτεροβάθμιο βαθμολογητή, ήτοι τον εκτελεστικό διευθυντή του EUIPO, ο οποίος ήταν ο πρώην προϊστάμενός του. Η συζήτηση αυτή πραγματοποιήθηκε στις 27 Μαρτίου 2017.

19      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της ίδιας ημέρας, ο εκτελεστικός διευθυντής του EUIPO, υπό την ιδιότητα του δευτεροβάθμιου βαθμολογητή, κάλεσε τον προσφεύγοντα να γνωστοποιήσει γραπτώς, έως τις 30 Μαρτίου 2017, τους λόγους της διαφωνίας του με την RN 2016, προκειμένου να μπορέσει να τους λάβει υπόψη κατά την οριστικοποίηση της έκθεσης αυτής.

20      Με μήνυμα της 30ής Μαρτίου 2017, ο προσφεύγων κοινοποίησε στον δευτεροβάθμιο βαθμολογητή τις πρόσθετες παρατηρήσεις του επί της RN 2016. Ο προσφεύγων επικαλέστηκε, πιο συγκεκριμένα, παραβάσεις των κανόνων της διαδικασίας βαθμολόγησης. Αφενός, υποστήριξε ότι ο εκτελεστικός διευθυντής του EUIPO, ως δευτεροβάθμιος βαθμολογητής, δεν έχει δικαίωμα να διακόψει, πριν την περάτωσή της, τη διαδικασία επίλυσης διαφορών την οποία έχουν θεσπίσει η Επιτροπή και το διοικητικό συμβούλιο του EUIPO στο πλαίσιο της διαδικασίας εσωτερικού ελέγχου που ακολουθείται όταν υπάλληλος προσβάλλει την έκθεση βαθμολογίας. Αφετέρου, παρατήρησε ότι ο βαθμολογητής δεν είχε προβεί σε προσωπική αξιολόγηση για σημαντικό τμήμα της περιόδου που κάλυπτε η RN 2016.

21      Οι παρατηρήσεις αυτές του προσφεύγοντος αφορούσαν και το πεδίο της έκθεσης το οποίο επιγράφεται «Ικανότητες», δεδομένου ότι τα σχόλια που περιέχονταν εκεί ήταν, κατά την άποψή του, αδικαιολόγητα. Ο προσφεύγων σημείωσε επ’ αυτού ότι οι αναφορές σε αδυναμίες σχετικά «με την ιεράρχηση προτεραιοτήτων και την οργάνωση», με την «ανθεκτικότητα» και με τη «συνεργασία» δεν συνοδεύονταν από κανένα συγκεκριμένο διευκρινιστικό στοιχείο. Όσον αφορά το πεδίο υπό τον τίτλο «ποιότητα και αποτελέσματα», ο προσφεύγων ανέφερε ότι, κατά το τρίτο τρίμηνο του 2016, το επίπεδο της ποιότητας ήταν είτε σύμφωνο με τους στόχους είτε άριστο. Ως προς τα αποτελέσματα, ο προσφεύγων εξέθεσε ότι τα προβλήματα καθυστέρησης στην έκδοση των αποφάσεων των τμημάτων ανακοπών και ακυρώσεων οφείλονταν στη μεταφορά του 15 % του έμπειρου προσωπικού των τμημάτων αυτών σε άλλες υπηρεσίες κατά τα έτη 2014 και 2015, παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις τόσο του ίδιου όσο και συναδέλφων του σχετικά με τις συνέπειες μιας τέτοιας μείωσης του προσωπικού.

22      Εν κατακλείδι, ο προσφεύγων ζήτησε, πρώτον, να απαλειφθούν από την RN 2016 όλες οι παραπομπές στο έγγραφο αξιολόγησης του πρώην προϊσταμένου, δεύτερον, να απαλειφθεί το έγγραφο αξιολόγησης αυτό καθ’ εαυτό και να διευκρινιστεί ότι η απάλειψη του εγγράφου αυτού ήταν αποτέλεσμα της διαδικασίας δευτεροβάθμιας βαθμολόγησης και, τρίτον, να υποχρεωθεί ο βαθμολογητής να προχωρήσει σε δική του αμερόληπτη αξιολόγηση.

23      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 30ής Μαρτίου 2017, ο δευτεροβάθμιος βαθμολογητής ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι η συζήτηση στο πλαίσιο της διαδικασίας δευτεροβάθμιας βαθμολόγησης είχε ολοκληρωθεί και ότι επρόκειτο να ληφθεί υπόψη σε συνδυασμό με τις πρόσθετες παρατηρήσεις τις οποίες είχε κοινοποιήσει ο προσφεύγων με το από 30 Μαρτίου 2017 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που είχε αποστείλει. Σε σχέση με το αίτημα του προσφεύγοντος να απαλειφθούν, από την RN 2016, όλες οι παραπομπές στην αξιολόγηση του πρώην προϊσταμένου όσον αφορά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου έως τις 16 Οκτωβρίου 2016, ο τελευταίος εξήγησε ότι, σύμφωνα με το σημείο 2 του παραρτήματος Ι των ΓΕΔ 43 και με τις υπηρεσιακές οδηγίες του EUIPO, το έγγραφο αξιολόγησης του προηγούμενου βαθμολογητή σχετικά με τις επιδόσεις μέλους του προσωπικού αποτελεί μέρος της έκθεσης και ο νυν βαθμολογητής όφειλε να το λάβει υπόψη στο πλαίσιο της αξιολόγησής του.

24      Με απόφαση της 10ης Απριλίου 2017, ο εκτελεστικός διευθυντής του EUIPO, ως δευτεροβάθμιος βαθμολογητής, επικύρωσε την RN 2016 την οποία είχε καταρτίσει ο βαθμολογητής. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν συνέτρεχαν λόγοι που θα δικαιολογούσαν την τροποποίηση της συνολικής αξιολόγησης του βαθμολογητή, σύμφωνα με την οποία «γενικώς, η ικανότητα, η απόδοση και η συμπεριφορά [του προσφεύγοντος] στην υπηρεσία ανταποκρίνονται στο επίπεδο που απαιτείται για τη θέση την οποία κατέχει».

25      Ειδικότερα, ο εκτελεστικός διευθυντής του EUIPO, ως δευτεροβάθμιος βαθμολογητής, επισήμανε κατ’ αρχάς ότι η αξιολόγηση του προσφεύγοντος μπορούσε νομίμως να θεμελιωθεί στα αποτελέσματα της έρευνας που διεξήχθη μεταξύ του προσωπικού τον Ιανουάριο του 2016, δεδομένου ότι τα αποτελέσματα αυτά ήταν διαθέσιμα τον Φεβρουάριο του 2016, ότι ο προσφεύγων ήταν διευθυντής του τμήματος «Επιχειρησιακές δραστηριότητες» κατά τον χρόνο εκείνο και ότι τα αποτελέσματα ως προς τον στόχο της ενίσχυσης της αφοσίωσης του προσωπικού έπρεπε να ληφθούν υπόψη. Στη συνέχεια, ανέφερε ότι, παρά την κινητικότητα του προσωπικού εντός του εν λόγω τμήματος, μεταξύ Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου 2016, είχαν ενταχθεί στο τμήμα αυτό είκοσι υπάλληλοι. Όσον αφορά την παραγωγικότητα, διαπίστωσε ότι στο τμήμα αυτό υπήρχαν συσσωρευμένες καθυστερήσεις στην έκδοση αποφάσεων επί ανακοπών. Τέλος, επέκρινε τον προσφεύγοντα για πλημμελή γνωστοποίηση των αριθμητικών στοιχείων που σχετίζονταν με τις επιδόσεις και τα αποτελέσματα του συγκεκριμένου τμήματος.

26      Στις 19 Ιουνίου 2017 ο προσφεύγων υπέβαλε, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, διοικητική ένσταση κατά της RN 2016 και της από 10 Απριλίου 2017 αποφάσεως του δευτεροβάθμιου βαθμολογητή ενώπιον του διοικητικού συμβουλίου του EUIPO ως αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής. Τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προς στήριξη της διοικητικής ενστάσεως αφορούσαν, αφενός, παράβαση ουσιώδους τύπου και, αφετέρου, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως η οποία είχε ως συνέπεια την παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών. Πιο συγκεκριμένα, ως προς την παράβαση ουσιώδους τύπου, ο προσφεύγων προέβαλε δύο παραβάσεις των κανόνων της διαδικασίας βαθμολόγησης, στις οποίες είχε ήδη αναφερθεί με τις πρόσθετες παρατηρήσεις του επί της RN 2016, ήτοι, αφενός, ότι ο βαθμολογητής είχε αρνηθεί ρητώς να διατυπώσει εκτίμηση επί της αξιολόγησης του πρώην προϊσταμένου για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου έως τις 16 Οκτωβρίου 2016 και, αφετέρου, ότι ο δευτεροβάθμιος βαθμολογητής είχε διακόψει πρόωρα τη συζήτηση στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιόν του. Επιπλέον, προσήψε στο EUIPO ότι δεν υπήρξε ανεξάρτητος έλεγχος επί της βαθμολογίας του για το έτος 2016, διότι ο δευτεροβάθμιος βαθμολογητής του για το έτος αυτό ήταν ο πρώην προϊστάμενός του, ο οποίος είχε συμβάλει αποφασιστικά στην κατάρτιση της RN 2016, κατά παράβαση της διαδικασίας που προβλέπουν οι υπηρεσιακές οδηγίες του EUIPO. Ο προσφεύγων υποστήριξε επίσης ότι ο δευτεροβάθμιος βαθμολογητής είχε απορρίψει χωρίς αιτιολογία μεγάλο μέρος των επικρίσεων τις οποίες είχε διατυπώσει ο προσφεύγων σε σχέση με την RN 2016.

27      Με απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2017, το διοικητικό συμβούλιο του EUIPO απέρριψε ως αβάσιμη τη διοικητική ένσταση που υπέβαλε ο προσφεύγων δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ (στο εξής: απορριπτική απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως). Όσον αφορά την αιτίαση του προσφεύγοντος περί έλλειψης ανεξάρτητου ελέγχου της RN 2016, το διοικητικό συμβούλιο του EUIPO έκρινε ότι οι υπηρεσιακές οδηγίες του EUIPO τις οποίες επικαλείται ο προσφεύγων δεν ασκούσαν επιρροή, διότι αφορούσαν την περίπτωση που ο πρώην προϊστάμενος ενεργεί ως βαθμολογητής, όπερ δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Επισήμανε ακόμη ότι οι ισχύοντες κανόνες δεν προέβλεπαν ανεξάρτητο έλεγχο εκ μέρους του δευτεροβάθμιου βαθμολογητή, δεδομένου ότι αυτός είναι άμεσος προϊστάμενος του βαθμολογητή και άρα, εμμέσως και του προσφεύγοντος. Πρόσθεσε δε ότι ο προσφεύγων είχε αμφισβητήσει πρωτίστως τη συνολική αξιολόγηση που περιεχόταν στη σελίδα 3 της RN 2016, σύμφωνα με την οποία, γενικώς, η ικανότητα, η απόδοση και η συμπεριφορά του στην υπηρεσία ανταποκρίνονταν στο απαιτούμενο επίπεδο για τη θέση του. Υπενθύμισε δε ότι η συνολική αυτή αξιολόγηση είχε συνταχθεί όχι από τον πρώην προϊστάμενο αλλά από τον βαθμολογητή, ο οποίος ενήργησε κατά τρόπο ανεξάρτητο και στο πλαίσιο της εξουσίας του.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

28      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Δεκεμβρίου 2017, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

29      Το EUIPO κατέθεσε το υπόμνημα αντικρούσεως στις 27 Φεβρουαρίου 2018.

30      Με απόφαση της 8ης Μαρτίου 2018, ο πρόεδρος του τετάρτου τμήματος κάλεσε τον προσφεύγοντα να καταθέσει το υπόμνημα απαντήσεως, εστιάζοντας στον ισχυρισμό τον οποίο διατύπωνε το EUIPO, στο σημείο 121 του υπομνήματος αντικρούσεως, ότι ο λόγος ακυρώσεως που αφορούσε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ήταν εν μέρει απαράδεκτος. Ο προσφεύγων κατέθεσε το υπόμνημα απαντήσεως στις 16 Απριλίου 2018, διατυπώνοντας την άποψή του και επί του βασίμου της προσφυγής. Το EUIPO κατέθεσε το υπόμνημα ανταπαντήσεως στις 28 Μαΐου 2018.

31      Κατόπιν προτάσεως της εισηγήτριας δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε να θέσει ερωτήσεις στους διαδίκους στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας. Οι διάδικοι, αφού απάντησαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας, κλήθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο να υποβάλουν τυχόν παρατηρήσεις τους επί των απαντήσεων αυτών. Οι διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Κατόπιν των παρατηρήσεων που υπέβαλε ο προσφεύγων την 1η Απριλίου 2019, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε νέο μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας, θέτοντάς του μια επιπλέον ερώτηση. Λαμβανομένης υπόψη της από 2 Μαΐου 2019 απάντησης του προσφεύγοντος, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε το EUIPO να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί των απαντήσεων τις οποίες είχε δώσει ο προσφεύγων με τις παρατηρήσεις του τόσο της 1ης Απριλίου 2019 όσο και της 2ας Μαΐου 2019.

32      Κατόπιν προτάσεως της εισηγήτριας δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) έκρινε ότι μπορεί να αποφανθεί χωρίς τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας.

33      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την RN 2016, όπως αυτή του κοινοποιήθηκε στις 10 Απριλίου 2017·

–        στο μέτρο που είναι αναγκαίο, να ακυρώσει την απορριπτική απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως·

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

34      Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

35      Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει έξι λόγους ακυρώσεως που αφορούν, πρώτον, την άρνηση του βαθμολογητή να εξετάσει προσωπικά ο ίδιος τα δεδομένα επιδόσεων του προσφεύγοντος για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου έως τις 16 Οκτωβρίου 2016, δεύτερον, αναρμοδιότητα του δευτεροβάθμιου βαθμολογητή, τρίτον, έλλειψη ανεξαρτησίας του τελευταίου, τέταρτον, αυθαίρετη διακοπή του διαλόγου στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβάθμιου βαθμολογητή, πέμπτον, έλλειψη αιτιολογίας τόσο της αποφάσεως με την οποία επικυρώθηκε η RN 2016 όσο και της απορριπτικής αποφάσεως επί της διοικητικής ενστάσεως και, έκτον, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον η RN 2016 βασίζεται, κατά την άποψή του, σε δεδομένα επιδόσεων τα οποία ήταν ελλιπή και επιλέχθηκαν με αυθαίρετο τρόπο. Στο υπόμνημα απαντήσεως ο προσφεύγων, απαντώντας στο σημείο 12 του υπομνήματος αντικρούσεως, ισχυρίζεται επιπλέον ότι συντρέχει παρανομία επειδή το έγγραφο αξιολόγησης το οποίο αναφερόταν στην περίοδο από την 1η Ιανουαρίου έως τις 16 Οκτωβρίου 2016 και ενσωματώθηκε στην ετήσια έκθεση βαθμολογίας είχε συνταχθεί από εκπρόσωπο του εκτελεστικού διευθυντή, και όχι από τον ίδιο τον εκτελεστικό διευθυντή. Τέλος, με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε την 1η Απριλίου 2019 επί της απάντησης του EUIPO στα μέτρα οργάνωσης της διαδικασίας, ο προσφεύγων βάλλει επίσης κατά της αναδρομικής και παράνομης εφαρμογής, στην περίπτωσή του, της από 19 Δεκεμβρίου 2016 έκδοσης υπ’ αριθ. 6.7 των υπηρεσιακών οδηγιών του EUIPO σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 43 και του άρθρου 44, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ.

36      Απαντώντας σε ερώτηση που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, ο προσφεύγων διευκρίνισε, μεταξύ άλλων, το περιεχόμενο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά έλλειψη ανεξαρτησίας του δευτεροβάθμιου βαθμολογητή, επιβεβαιώνοντας ότι πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι προβάλλεται, κατ’ ουσίαν, έλλειψη αμεροληψίας του δευτεροβάθμιου βαθμολογητή. Επομένως, γίνεται δεκτό ότι με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος πρέπει να εξεταστεί πρώτος, αμφισβητείται, στην πραγματικότητα, η αμεροληψία του δευτεροβάθμιου βαθμολογητή.

37      Ο προσφεύγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ο πρώην προϊστάμενος δεν μπορούσε να είναι αμερόληπτος δευτεροβάθμιος βαθμολογητής στο πλαίσιο της διαδικασίας βαθμολόγησής του προσφεύγοντος για το έτος 2016, διότι αυτός είχε ήδη συμβάλει αποφασιστικά στην κατάρτιση της έκθεσης βαθμολογίας του για το ίδιο έτος. Θεωρεί ότι ο συγκεκριμένος τρόπος διεξαγωγής της διαδικασίας αντιβαίνει τόσο στο άρθρο 3 των ΓΕΔ 43 όσο και στις υπηρεσιακές οδηγίες του EUIPO και είχε ως αποτέλεσμα να μην υποβληθεί σε ανεξάρτητο έλεγχο το έγγραφο αξιολόγησης του πρώην προϊσταμένου και, ως εκ τούτου, να μην πραγματοποιηθεί η καλύτερη δυνατή εκτίμηση και να μη δοθεί κατάλληλη τελική βαθμολογία. Κατά την άποψή του, από τις υπηρεσιακές οδηγίες του EUIPO προκύπτει ότι επί των διοικητικών ενστάσεων που στρέφονται κατά των αξιολογήσεων του εκτελεστικού διευθυντή πρέπει να αποφαίνεται επιτροπή προσφυγών.

38      Το EUIPO αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος. Εκτιμά ότι οι υπηρεσιακές οδηγίες του EUIPO τις οποίες επικαλείται ο προσφεύγων δεν ασκούν επιρροή, διότι αφορούν την περίπτωση που ο εκτελεστικός διευθυντής ενεργεί ως βαθμολογητής, όπερ δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Το EUIPO παρατηρεί επίσης ότι οι ισχύοντες κανόνες δεν προβλέπουν ανεξάρτητο έλεγχο εκ μέρους του δευτεροβάθμιου βαθμολογητή, δεδομένου ότι αυτός είναι ο άμεσος προϊστάμενος του βαθμολογητή και, άρα, εμμέσως και του προσφεύγοντος.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί της έκτασης του δικαστικού ελέγχου

39      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία σχετικά με τη βαθμολόγηση των μόνιμων υπαλλήλων, οι αξιολογητές διαθέτουν την ευρύτερη δυνατή διακριτική ευχέρεια κατά την εκτίμηση της εργασίας των προσώπων που βαθμολογούν και ο δικαστής δεν πρέπει να επεμβαίνει στην εκτίμηση αυτή, πλην περιπτώσεων πρόδηλης πλάνης ή πρόδηλης υπερβάσεως (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 1992, Maurissen κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, T-23/91, EU:T:1992:106, σκέψη 40, και της 4ης Μαΐου 2005, Schmit κατά Επιτροπής, T-144/03, EU:T:2005:158, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ειδικότερα, ο δικαστικός έλεγχος που ασκείται επί του περιεχομένου των εκθέσεων βαθμολογίας περιορίζεται στον έλεγχο του νομοτύπου της διαδικασίας, της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών και της τυχόν υπάρξεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως ή κατάχρησης εξουσίας (πρβλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 1994, Marcato κατά Επιτροπής, T-18/93, EU:T:1994:255, σκέψη 45).

40      Όσον αφορά τον έλεγχο του νομοτύπου της διαδικασίας, το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο έχουν αποφανθεί γενικώς ότι, στις περιπτώσεις που τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν διακριτική ευχέρεια, η τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων τις οποίες παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης έχει ακόμη πιο θεμελιώδη σημασία (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, Technische Universität München, C-269/90, EU:C:1991:438, σκέψη 14, της 6ης Νοεμβρίου 2008, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C-405/07 P, EU:C:2008:613, σκέψεις 56 και 57, και της 9ης Νοεμβρίου 1995, France-Aviation κατά Επιτροπής, T‑346/94, EU:T:1995:187, σκέψεις 32 έως 34). Μεταξύ των εγγυήσεων αυτών περιλαμβάνεται, ιδίως, η υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα στοιχεία που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση (αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, Technische Universität München, C-269/90, EU:C:1991:438, σκέψη 14, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-191/98, T‑212/98 έως T-214/98, EU:T:2003:245, σκέψη 404).

41      Εκ των ανωτέρω συνάγεται το συμπέρασμα ότι η ιδιαιτέρως ευρεία διακριτική ευχέρεια της οποίας απολαύουν οι αξιολογητές κατά τη βαθμολόγηση του μόνιμου υπαλλήλου πρέπει να αντισταθμίζεται από την ιδιαιτέρως σχολαστική τήρηση των κανόνων που διέπουν αυτή τη βαθμολόγηση και την προβλεπόμενη προς τούτο διαδικασία (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, Girardot κατά Επιτροπής, T-92/01, EU:T:2002:220, σκέψη 24, και της 5ης Απριλίου 2005, Christensen κατά Επιτροπής, T-336/02, EU:T:2005:115, σκέψη 38).

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί του καθήκοντος αμεροληψίας των υπαλλήλων

42      Υπενθυμίζεται ότι το καθήκον αμεροληψίας των υπαλλήλων καθιερώνεται με το άρθρο 11, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, το οποίο ορίζει ότι ο υπάλληλος εκπληρώνει με τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο τα καθήκοντα που του ανατίθενται.

43      Πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι τα θεσμικά όργανα, τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης οφείλουν να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, όπως μεταξύ άλλων το δικαίωμα σε χρηστή διοίκηση, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής, C-439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 154).

44      Το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης.

45      Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι η υποχρέωση αμεροληψίας την οποία υπέχουν τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης κατά την εκπλήρωση της αποστολής τους αποσκοπεί στη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης, που αποτελεί θεμελιακό στοιχείο της Ένωσης. Ο λόγος για τον οποίο επιβάλλεται η υποχρέωση αυτή έγκειται, κυρίως στην αποφυγή τυχόν καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων όσον αφορά τους υπαλλήλους και τα μέλη του λοιπού προσωπικού που ενεργούν για λογαριασμό των θεσμικών οργάνων, των οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης. Λαμβανομένης υπόψη της θεμελιώδους σημασίας που έχει η εγγύηση της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας τόσο για την εσωτερική λειτουργία όσο και για την εξωτερική εικόνα των θεσμικών οργάνων, των οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης, η υποχρέωση αμεροληψίας καλύπτει όλες τις περιστάσεις σε σχέση με τις οποίες ο υπάλληλος ή το μέλος του προσωπικού που καλείται να αποφανθεί επί μιας υπόθεσης οφείλει ευλόγως να αντιληφθεί ότι θα μπορούν να δημιουργήσουν στους τρίτους την εντύπωση ότι ενδέχεται να επηρεάσουν την ανεξαρτησία του στην υπόθεση αυτή (πρβλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2007, Κομνηνού κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑167/06 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2007:633, σκέψη 57).

46      Εξάλλου, τα θεσμικά όργανα, τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης οφείλουν να συμμορφώνονται προς την υποχρέωση αμεροληψίας ως προς αμφότερες τις συνιστώσες της, οι οποίες είναι, αφενός, η υποκειμενική αμεροληψία, υπό την έννοια ότι κανένα μέλος του οικείου θεσμικού οργάνου δεν επιτρέπεται να εκδηλώνει μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις, και, αφετέρου, η αντικειμενική αμεροληψία, κατά την οποία το θεσμικό αυτό όργανο πρέπει να παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης αμφιβολίας σχετικά με ενδεχόμενη προκατάληψη (πρβλ. απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Ισπανία κατά Συμβουλίου, C-521/15, EU:C:2017:982, σκέψη 91 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω παρατηρήσεων πρέπει να εξεταστεί το βάσιμο του λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά, κατ’ ουσίαν, έλλειψη αμεροληψίας του δευτεροβάθμιου βαθμολογητή.

 Επί του βασίμου του λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά, κατ’ ουσίαν, έλλειψη αμεροληψίας του βαθμολογητή

48      Εν προκειμένω διαπιστώνεται, πρώτον, ότι ο διευθυντής του τμήματος «Παρατηρητήριο», ο οποίος είχε γίνει προϊστάμενος του προσφεύγοντος από τις 17 Οκτωβρίου 2016, συμβουλεύθηκε τον πρώην προϊστάμενο όσον αφορά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου έως τις 16 Οκτωβρίου 2016, που αντιστοιχεί στα τρία τέταρτα της επίμαχης περιόδου βαθμολογίας (βλ. σκέψη 14 ανωτέρω). Δεύτερον, το έγγραφο αξιολόγησης του πρώην προϊσταμένου ενσωματώθηκε αυτούσιο στην RN 2016 (βλ. σκέψη 14 ανωτέρω). Τρίτον, ως βαθμολογητής υπέγραψε την RN 2016 ο προϊστάμενος του προσφεύγοντος από τις 17 Οκτωβρίου 2016 κι εντεύθεν (βλ. σκέψεις 13 και 14 ανωτέρω).

49      Επίσης, με τις παρατηρήσεις του επί της RN 2016, ο προσφεύγων εστίασε την κριτική του κυρίως στο πεδίο της RN 2016 που τιτλοφορείται «Ικανότητες» (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω) και του οποίου το περιεχόμενο στηρίζεται εξ ολοκλήρου στο έγγραφο αξιολόγησης του πρώην προϊσταμένου όσον αφορά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου έως τις 16 Οκτωβρίου 2016, το οποίο αναπαράγεται και στο πεδίο «Εκτιμήσεις του βαθμολογητή», καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος του πεδίου αυτού (βλ. σκέψη 16 ανωτέρω).

50      Τέλος, στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβάθμιου βαθμολογητή, η RN 2016 επανελέγχθηκε από τον πρώην προϊστάμενο ως δευτεροβάθμιο βαθμολογητή, ο οποίος, αφού εξέτασε τις προαναφερθείσες στη σκέψη 49 επικρίσεις του προσφεύγοντος κατά του εγγράφου αξιολόγησης του πρώην προϊσταμένου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν συνέτρεχαν λόγοι που να δικαιολογούν την τροποποίηση της «συνολικής αξιολόγησης» στην οποία προέβη ο βαθμολογητής (βλ. σκέψη 24 ανωτέρω).

51      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η διαδικασία εσωτερικού ελέγχου η οποία ακολουθείται όταν προσβάλλεται η έκθεση βαθμολογίας μπορεί να συμβάλει στην αντικειμενικότητα της αξιολόγησης και να αποτρέψει την κίνηση ένδικης διαδικασίας μόνον αν διασφαλίζει στον υπάλληλο που βάλλει κατά της έκθεσης βαθμολογίας του ότι θα πραγματοποιηθεί πραγματική επανεξέταση (απόφαση της 3ης Απριλίου 2019, CJ κατά ECDC, C‑139/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:281, σκέψη 44).

52      Αυτό όμως δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση όπου ο δευτεροβάθμιος βαθμολογητής, ο οποίος είναι ο πρώην προϊστάμενος του προσφεύγοντος και συντάκτης εγγράφου αξιολόγησης που ενσωματώθηκε στην RN 2016, κλήθηκε να επανεξετάσει τη συνολική αξιολόγηση του προσφεύγοντος βάσει των παρατηρήσεων του τελευταίου, οι οποίες, επί της ουσίας, περιορίζονταν σε επικρίσεις κατά του δικού του εγγράφου αξιολόγησης, που αποτελούσε το ουσιώδες μέρος της εκτίμησης του βαθμολογητή.

53      Για τον λόγο αυτό, η διαδικασία εσωτερικού ελέγχου όπως εφαρμόστηκε υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της προκειμένης περίπτωσης δεν μπορεί να παράσχει επαρκείς εγγυήσεις ώστε να αποκλειστεί οποιαδήποτε εύλογη αμφιβολία ως προς την αμεροληψία του δευτεροβάθμιου βαθμολογητή.

54      Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι άνευ σημασίας το γεγονός, το οποίο επικαλείται το EUIPO, ότι ο πρώην προϊστάμενος δεν ήταν εκείνος που είχε προτείνει τη συνολική αξιολόγηση του προσφεύγοντος, ούτε εκείνος που είχε επιλέξει, μεταξύ των διαφόρων εναλλακτικών στη σελίδα 3 της RN 2016, το τετραγωνίδιο το οποίο αντιστοιχούσε στην περιγραφή «γενικώς, η ικανότητα, η απόδοση και η συμπεριφορά [του προσφεύγοντος] στην υπηρεσία ανταποκρίνοντα[ν] στο επίπεδο που απαιτείται για τη θέση την οποία κατέχει». Πράγματι, οι περιστάσεις αυτές δεν αναιρούν το γεγονός ότι ο δευτεροβάθμιος βαθμολογητής κατέληξε, εξετάζοντας τη συνολική αξιολόγηση του προσφεύγοντος, να λάβει θέση επί των επικρίσεων του προσφεύγοντος οι οποίες στρέφονταν αποκλειστικώς κατά των στοιχείων που περιέχονταν στο έγγραφο αξιολόγησης το οποίο είχε συντάξει ο ίδιος ως πρώην προϊστάμενος που μετείχε στην κατάρτιση της RN 2016, στοιχεία στα οποία παρέπεμπε ο βαθμολογητής.

55      Ούτε τα λοιπά επιχειρήματα του EUIPO αναιρούν το συμπέρασμα το οποίο συνήχθη στη σκέψη 53 ανωτέρω.

56      Με το πρώτο επιχείρημά του, το EUIPO επισημαίνει ότι ο δευτεροβάθμιος βαθμολογητής ασκεί την αποστολή του ως πρόσωπο που γνωρίζει το υποκείμενο σε αξιολόγηση μέλος του προσωπικού και επανελέγχει, υπό την ιδιότητά του αυτή, την αξιολόγηση του βαθμολογητή, στην οποία περιλαμβάνονται κατ’ ανάγκην υποκειμενικά στοιχεία.

57      Ασφαλώς, κατά τη νομολογία, δεν πρέπει να θεωρείται ότι οι αξιολογητές στερούνται αμεροληψίας και αντικειμενικότητας απλώς και μόνον επειδή, υπό την ιδιότητα του προϊσταμένου, είναι υπεύθυνοι για την εργασία των υφισταμένων υπαλλήλων τους και, κατά συνέπεια, εμπλέκονται στις επαγγελματικές τους δραστηριότητες, δεδομένου μάλιστα ότι χάρη σε αυτή και μόνον την εμπλοκή τους είναι σε θέση να εκτιμήσουν με τον πλέον κατάλληλο τρόπο τις δραστηριότητες των προσώπων που εργάζονται υπό τις εντολές τους (απόφαση της 13ης Ιουλίου 2006, Andrieu κατά Επιτροπής, T‑285/04, EU:T:2006:215, σκέψη 68).

58      Εντούτοις, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι ο προσφεύγων βάλλει κατά αυτής καθεαυτήν της εμπλοκής του πρώην προϊσταμένου στη διαδικασία δευτεροβάθμιας βαθμολόγησης. Ο προσφεύγων επικρίνει την εμπλοκή του στη δευτεροβάθμια διαδικασία για συγκεκριμένο λόγο, ήτοι διότι, ως άμεσος προϊστάμενος κατά τα τρία τέταρτα της επίμαχης περιόδου, συνέβαλε αποφασιστικά στην κατάρτιση της RN 2016 και, στη συνέχεια, αποφάνθηκε επί της ίδιας αυτής έκθεσης ως δευτεροβάθμιος βαθμολογητής, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις του προσφεύγοντος οι οποίες επικεντρώνονταν στα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στο δικό του έγγραφο αξιολόγησης.

59      Με το δεύτερο επιχείρημά του το EUIPO υποστηρίζει ότι η συνολική αξιολόγηση του προσφεύγοντος δεν είχε τίποτε το αρνητικό, δεδομένου ότι ανταποκρίνεται στα αναμενόμενα από οποιοδήποτε μέλος του προσωπικού, πλην όμως πρόκειται, εν πάση περιπτώσει, για υποκειμενική εκτίμηση που διατυπώνεται από το EUIPO και όχι από τον ίδιο τον προσφεύγοντα. Επ’ αυτού αρκεί, κατά πρώτον, η διαπίστωση ότι η συνολική αξιολόγηση του προσφεύγοντος για το έτος 2016 δεν αντιστοιχούσε στην καλύτερη μεταξύ των δυνατών επιλογών που προβλέπονταν στο έντυπο αξιολόγησης. Κατά δεύτερον, η συνολική αξιολόγηση του προσφεύγοντος για το έτος 2016 ήταν χαμηλότερη από εκείνη του έτους 2015 (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω). Κατά τρίτον, ο προσφεύγων αρνήθηκε να προσυπογράψει τις εκθέσεις βαθμολογίας για τα έτη 2014 και 2015, μολονότι η συνολική αξιολόγησή του ήταν ίδια ή και υψηλότερη από εκείνη που είχε επιλεγεί στην RN 2016 (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω).

60      Εξάλλου, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι η συνολική αξιολόγηση του προσφεύγοντος για το έτος 2016 δεν είχε τίποτε το αρνητικό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο προσφεύγων αμφισβητεί ότι ο πρώην προϊστάμενος ήταν αρμόδιος και αμερόληπτος, ως δευτεροβάθμιος βαθμολογητής, για να ελέγξει όχι μόνον τη συνολική αξιολόγηση που περιλαμβάνεται στην RN 2016, αλλά και τις εκτιμήσεις οι οποίες διατυπώνονται σε αυτήν.

61      Πάντως, δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτό ότι οι εκτιμήσεις που εκτίθενται στην RN 2016 δεν έχουν τίποτε το αρνητικό. Πράγματι, οι εκτιμήσεις αυτές βασίζονται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην αξιολόγηση του πρώην προϊσταμένου αναφορικά με τους εννέα πρώτους μήνες του 2016, η οποία περιείχε τις ακόλουθες επικρίσεις εις βάρος του προσφεύγοντος. Πρώτον, διατυπώθηκαν αιτιάσεις κατά του προσφεύγοντος ως προς τις επιδόσεις του στο τμήμα «Επιχειρησιακές δραστηριότητες» λόγω χαμηλότερων αποτελεσμάτων και μικρότερης παραγωγικότητας στον τομέα των ανακοπών, καθώς και λόγω, αφενός, της έλλειψης διαφάνειας όσον αφορά την απόδοση και, αφετέρου, της αποσπασματικής και ελλιπούς γνωστοποίησης των αποτελεσμάτων στον εκτελεστικό διευθυντή. Δεύτερον, ο προσφεύγων επικρίθηκε επειδή δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα για την αντιμετώπιση της κατάστασης, πράγμα που έφερε το EUIPO σε περίπλοκη θέση αναφορικά με τις συσσωρευμένες καθυστερήσεις και είχε ως συνέπεια να χάσει ο πρώην προϊστάμενος την εμπιστοσύνη του στον προσφεύγοντα ως διευθυντή. Τρίτον, αναγραφόταν ότι ο προσφεύγων, μολονότι διέθετε τις δεξιότητες και τις ικανότητες που απαιτούνται για διευθυντική θέση, δεν κατάφερε εντούτοις, το 2016, να αναλάβει τις ενδεδειγμένες πρωτοβουλίες για να διαχειριστεί την έκτακτη κατάσταση η οποία ανέκυψε.

62      Με το τρίτο επιχείρημά του, το EUIPO επισημαίνει ότι, εν προκειμένω, δεν ασκούν επιρροή οι υπηρεσιακές οδηγίες του EUIPO, οι οποίες προβλέπουν ότι επί των διοικητικών ενστάσεων σχετικά με βαθμολογήσεις εκ μέρους του εκτελεστικού διευθυντή πρέπει να αποφαίνεται επιτροπή προσφυγών.

63      Όπως ορθώς επισημαίνει το EUIPO, ο εκτελεστικός διευθυντής του δεν ήταν ο βαθμολογητής του προσφεύγοντος για το έτος 2016 και, ως εκ τούτου, δεν ήταν απαραίτητο να ελεγχθεί η RN 2016 από επιτροπή προσφυγών, σύμφωνα με το άρθρο 3 των ΓΕΔ 43. Επιπλέον, όπως αναφέρει το EUIPO, οι υπηρεσιακές οδηγίες του EUIPO δεν περιέχουν καμία ρητή εξαίρεση που να διέπει την περίπτωση μέλους του προσωπικού το οποίο ήταν προϊστάμενος του κατόχου θέσης κατά την επίμαχη περίοδο και εν συνεχεία έγινε, λόγω εσωτερικής κινητικότητας ή προαγωγής, δευτεροβάθμιος βαθμολογητής.

64      Εντούτοις, γεγονός παραμένει, όπως ορθώς υπενθυμίζει ο προσφεύγων, ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, των ΓΕΔ 43 επιτρέπει στον γενικό διευθυντή, ο οποίος είναι, στο πλαίσιο του EUIPO, ο εκτελεστικός διευθυντής του, να παρεκκλίνει από την κατ’ αρχήν προβλεπόμενη διαδικασία, για να ληφθούν υπόψη, προς το συμφέρον του κατόχου θέσης, οι ιδιαίτερες συγκυρίες της συγκεκριμένης περίπτωσης. Εν προκειμένω, η υποχρέωση αμεροληψίας συνιστά θεμελιώδη εγγύηση η οποία πρέπει να τηρείται, διότι άλλως το δικαίωμα του προσφεύγοντος για πραγματική επανεξέταση της έκθεσης βαθμολογίας του, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της νομολογίας που προεκτέθηκε στη σκέψη 51 ανωτέρω, καθίσταται άνευ ουσίας και στερείται κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα. Επομένως, η υποχρέωση διασφάλισης της αμεροληψίας της διαδικασίας εσωτερικού ελέγχου δικαιολογούσε, εν προκειμένω, παρέκκλιση από τις διατάξεις που διέπουν τη διαδικασία βαθμολόγησης η οποία προβλέπεται στις υπηρεσιακές οδηγίες του EUIPO.

65      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτός ο λόγος ακυρώσεως ο οποίος αφορά, κατ’ ουσίαν, έλλειψη αμεροληψίας του δευτεροβάθμιου βαθμολογητή. Το συμπέρασμα αυτό και μόνον αρκεί για να δικαιολογήσει την ακύρωση της RN 2016, εφόσον ενέχει παρανομία ελλείψει της οποίας θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο. Υπό τις περιστάσεις αυτές, παρέλκει η εξέταση των λοιπών επιχειρημάτων και λόγων ακυρώσεως που προέβαλε ο προσφεύγων στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής.

66      Όσον αφορά το αίτημα του προσφεύγοντος να ακυρωθεί, κατά το αναγκαίο μέτρο, η απορριπτική απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, μόνον κατά το στάδιο της έκδοσης της αποφάσεως εκείνης εξετάστηκαν με εμπεριστατωμένο τρόπο τα επιχειρήματα τα οποία εξέθεσε ο προσφεύγων σχετικά με την τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων της διαδικασίας εσωτερικού ελέγχου στο πλαίσιο της προσβολής της RN 2016 και τα οποία επαναλαμβάνονται κατ’ ουσίαν με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως. Επομένως, πρέπει να ακυρωθεί, στην προκειμένη περίπτωση, και η απορριπτική απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

67      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα.

68      Εν προκειμένω το EUIPO, δεδομένου ότι ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του προσφεύγοντος.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την έκθεση βαθμολογίας του Ralph Pethke για το έτος 2016 και την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), της 18ης Οκτωβρίου 2017, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση που είχε υποβάλει ο R. Pethke.

2)      Καταδικάζει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα, τόσο τα δικά του όσο και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε ο R. Pethke.

Kanninen

Ηλιόπουλος

Reine

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 3 Δεκεμβρίου 2019.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα



*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.