Language of document : ECLI:EU:T:2009:519

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 17ης Δεκεμβρίου 2009 *(1)

«Ανταγωνισμός – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Αγορά του ανθρακικού νατρίου στην Κοινότητα (εξαιρουμένων του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας) – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ – Συμφωνίες προμήθειας για υπερβολικά μακρά χρονική περίοδο – Έκπτωση υπέρ πιστών πελατών – Παραγραφή του δικαιώματος της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα ή κυρώσεις – Εύλογος χρόνος – Ουσιώδεις τύποι – Σχετική γεωγραφική αγορά – Ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως – Καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεως – Δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο – Πρόστιμο – Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Υποτροπή – Ελαφρυντικές περιστάσεις»

Στην υπόθεση T‑57/01,

Solvay SA, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους L. Simont, P.-A. Foriers, G. Block, F. Louis και A. Vallery, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους P. Oliver και J. Currall, επικουρούμενους από τον N. Coutrelis, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2003/6/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την κίνηση διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 82 [ΕΚ] (υπόθεση COMP/33.133 – C: Ανθρακικό νάτριο – Solvay) (ΕΕ 2003, L 10, σ. 10), και, επικουρικώς, αίτημα ακυρώσεως ή μειώσεως του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα προστίμου,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. W. H. Meij, πρόεδρο, V. Vadapalas (εισηγητή) και A. Dittrich, δικαστές,

γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 26ης Ιουνίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Solvay SA, είναι εταιρία βελγικού δικαίου που δραστηριοποιείται στον τομέα της φαρμακευτικής, των χημικών προϊόντων, των πλαστικών και της μεταποίησης. Παρασκευάζει, μεταξύ άλλων, ανθρακικό νάτριο.

2        Το ανθρακικό νάτριο είτε βρίσκεται στη φύση υπό μορφή αποθεμάτων trona (φυσικό ανθρακικό νάτριο) είτε παράγεται με χημικές διεργασίες (συνθετική σόδα). Το φυσικό ανθρακικό νάτριο παράγεται από τη σύνθλιψη, τον καθαρισμό και την αποτέφρωση των αποθεμάτων trona. Η συνθετική σόδα σχηματίζεται από την αντίδραση του κοινού άλατος και του ασβεστόλιθου με τη μέθοδο «αμμωνία – σόδα», που αναπτύχθηκε από τους αδελφούς Solvay το 1863.

3        Στις 7 Φεβρουαρίου 1978, η προσφεύγουσα συνήψε με τρεις Βέλγους υαλοπαραγωγούς, που ήταν οι τρεις κυριότεροι παραδοσιακοί πελάτες της στο Βέλγιο, συμβάσεις «συνολικών αναγκών», διάρκειας πέντε ετών, στις οποίες περιλαμβάνονταν ρήτρες ευθυγράμμισης τιμών.

4        Σχετικά με τις συμβάσεις αυτές, ένας Αμερικανός παραγωγός ανθρακικού νατρίου κίνησε ένδικη διαδικασία ενώπιον των βελγικών δικαστηρίων. Με απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 1989, το cour d’appel de Liège, αποφαινόμενο κατόπιν αναπομπής του Cour de cassation, απέρριψε την αγωγή του Αμερικανού αυτού παραγωγού.

5        Παράλληλα, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κίνησε διαδικασία βάσει του άρθρου 81 ΕΚ. Με έγγραφο της 21ης Οκτωβρίου 1980, κοινοποίησε στην προσφεύγουσα τα στοιχεία των συμβάσεων τα οποία θα μπορούσαν, κατά τη γνώμη της να θεωρηθούν ως αντιβαίνοντα στο κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού. Η Επιτροπή ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι δεν μπορούσε να δεχθεί συμφωνίες τύπου «συνολικών αναγκών» ή «ποσοστού των συνολικών αναγκών», αλλά ότι επέτρεπε τις συμβάσεις τύπου «ποσότητα σε τόνους», στον βαθμό που αυτές αφήνουν τον πελάτη ελεύθερο να εφοδιάζεται, για μη αμελητέο τμήμα των αναγκών του, από άλλους παραγωγούς. Η Επιτροπή καθόρισε τη διάρκεια των συμβάσεων προμήθειας στα δύο έτη κατά μέγιστο όριο και επιφυλάχθηκε ως προς την εκτίμησή της σχετικά με τη ρήτρα ανταγωνισμού.

6        Στις 16 Δεκεμβρίου 1980, η προσφεύγουσα διαβίβασε στην Επιτροπή σχέδιο εγγράφου, προοριζόμενο για τις εθνικές διευθύνσεις της, προκειμένου αυτές να συνάπτουν συμβάσεις τύπου «ποσότητα σε τόνους», σύμφωνα με ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες καταρτίστηκαν λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων που διατύπωσε η Επιτροπή.

7        Με έγγραφο της 2ας Φεβρουαρίου 1981, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα ότι οι κατευθυντήριες γραμμές που περιέχονταν στο σχέδιο εγγράφου της 16ης Δεκεμβρίου 1980 ήταν σύμφωνες προς τα αιτήματά της περί τροποποιήσεως των συμβάσεων προμήθειας ανθρακικού νατρίου. Διατύπωσε ωστόσο επιφυλάξεις όσον αφορά τη ρήτρα ανταγωνισμού, που αποκαλείται «αγγλική ρήτρα», και δεν ζήτησε την τροποποίηση των συμβάσεων που συνήφθησαν με τους τρεις Βέλγους υαλοπαραγωγούς.

8        Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της Επιτροπής σχετικά με τη ρήτρα ανταγωνισμού, η προσφεύγουσα προσάρμοσε το σχέδιο εγγράφου και, στις 19 Φεβρουαρίου 1981, απέστειλε έγγραφο στις διάφορες εθνικές διευθύνσεις της, καλώντας τες να τροποποιήσουν τις συμβάσεις τους, που αφορούσαν ποσότητα σε τόνους, με τους υαλοπαραγωγούς κατόπιν των παρατηρήσεων της Επιτροπής. Με έγγραφο της 29ης Οκτωβρίου 1981, η προσφεύγουσα πληροφόρησε την Επιτροπή σχετικά με την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων με τους υαλοπαραγωγούς προκειμένου να καταστούν οι υφιστάμενες συμβάσεις σύμφωνες προς τις απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού.

9        Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Επιτροπή αποφάσισε να περατώσει τη διαδικασία που κινήθηκε βάσει του άρθρου 81 ΕΚ. Δημοσίευσε επίσης ένα ανακοινωθέν Τύπου στις 5 Φεβρουαρίου 1982, στο οποίο ανέφερε ότι, στον τομέα του ανθρακικού νατρίου, η προσφεύγουσα τροποποίησε τις συμβάσεις της προμήθειας προκειμένου να τις καταστήσει σύμφωνες με το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού.

10      Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς, η προσφεύγουσα δραστηριοποιούνταν στον τομέα του ανθρακικού νατρίου, μέσω ενδιάμεσων μονάδων εμπορίας εγκατεστημένων σε εννέα χώρες, ήτοι στη Γερμανία, στην Αυστρία, στο Βέλγιο, στην Ισπανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στις Κάτω Χώρες, στην Πορτογαλία και στην Ελβετία. Διατηρούσε επίσης μονάδες παραγωγής στη Γερμανία, στην Αυστρία, στο Βέλγιο, στην Ισπανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία και στην Πορτογαλία.

11      Το 1987, η συνολική παραγωγική ικανότητα της προσφεύγουσας αντιπροσώπευε περίπου 4 εκατομμύρια τόνους και η παραγωγή της στην Ευρώπη ήταν περίπου 3,7 εκατομμύρια τόνοι.

12      Σε τηλεομοιοτυπία διαβιβασθείσα στις 2 Νοεμβρίου 1988, η οποία δεν είναι ούτε χρονολογημένη ούτε υπογεγραμμένη, αλλά η οποία φέρει την επικεφαλίδα επιστολόχαρτου της προσφεύγουσας και η οποία απεστάλη στην Επιτροπή, αναφέρεται ότι, το 1988, η παγκόσμια παραγωγική ικανότητα του ανθρακικού νατρίου ήταν της τάξης των 37 εκατομμυρίων τόνων και η παγκόσμια κατανάλωση του ανθρακικού νατρίου ήταν της τάξεως των 31 εκατομμυρίων τόνων.

13      Το 1988, η προσφεύγουσα κατείχε, μεταξύ άλλων, το 52,5 % της γερμανικής αγοράς, το 96,9 % της αυστριακής αγοράς, το 82 % της βελγικής αγοράς, το 99,6 % της ισπανικής αγοράς, το 54,9 % της γαλλικής αγοράς, το 95 % της ιταλικής αγοράς, το 14,7 % της ολλανδικής αγοράς, το 100 % της πορτογαλικής αγοράς και το 76,1 % της ελβετικής αγοράς.

14      Το 1989, η κατανάλωση ανθρακικού νατρίου στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα ήταν περίπου 5,5 εκατομμύρια τόνοι, εμπορικής αξίας περίπου 900 εκατομμυρίων ECU.

15      Εκτός από την προσφεύγουσα, οι λοιποί κοινοτικοί παραγωγοί ήταν, κατά την περίοδο από το 1987 έως το 1989, οι εταιρίες Imperial Chemical Industries (στο εξής: ICI), Rhône-Poulenc, AKZO, Matthes & Weber, καθώς και η εταιρία Chemische Fabrik Kalk (στο εξής: CFK), θυγατρική της Kali & Salz, που ανήκε στον όμιλο BASF.

16      Η προσφεύγουσα είχε ως πελάτες επιχειρήσεις στους τομείς της υαλουργίας, των χημικών προϊόντων και της μεταλλουργίας. Κατά τον χρόνο των επίμαχων πραγματικών περιστατικών, ο πιο σημαντικός πελάτης της ήταν η Saint-Gobain SA και οι άλλες εταιρίες του ιδίου ομίλου (στο εξής: όμιλος Saint-Gobain), όχι μόνο για το ανθρακικό νάτριο, αλλά και για το σύνολο των δραστηριοτήτων της προσφεύγουσας. Ο εν λόγω όμιλος κατείχε θυγατρικές εταιρίες σε διάφορα κράτη της Δυτικής Ευρώπης, που προμηθεύονταν ανθρακικό νάτριο από τις εθνικές διευθύνσεις της προσφεύγουσας.

17      Το 1988, οι εισαγωγές από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, στις οποίες επιβαλλόταν δασμός αντιντάμπινγκ κατά την είσοδό τους στην Κοινότητα, αντιπροσώπευαν, μεταξύ άλλων, το 8,1 % της γερμανικής αγοράς, το 2 % της αυστριακής αγοράς, το 2,1 % της βελγικής αγοράς, το 1,4 % της γαλλικής αγοράς και το 3 % της ιταλικής αγοράς.

18      Στις εισαγωγές από τις ΗΠΑ επιβαλλόταν επίσης δασμός αντιντάμπινγκ, ορισμένες ωστόσο εισαγωγές πραγματοποιούνταν υπό το καθεστώς της ενεργητικής τελειοποίησης. Το 1988, οι αμερικανικές εισαγωγές ανθρακικού νατρίου αντιπροσώπευαν το 2,4 % της βελγικής αγοράς, το 0,9 % της γαλλικής αγοράς, το 3 % της ολλανδικής αγοράς και δεν κάλυπταν τη γερμανική αγορά.

19      Στις 5 Απριλίου 1989, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση σχετικά με έλεγχο που πραγματοποίησε στις εταιρίες AZKO, CFK, ICI, Matthes & Weber, Rhône Poulenc και Solvay δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου (υπόθεση IV/33.133) (στο εξής: απόφαση περί ελέγχου), η οποία περιείχε, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες εκτιμήσεις:

«[Θεωρώντας ότι] από τις πληροφορίες που συγκέντρωσε η Επιτροπή προκύπτει ότι η πυκνή εντός της [Κοινότητας] αγορά ανθρακικού νατρίου είναι αυστηρά διηρημένη με βάση τα εθνικά σύνορα, καθόσον ο κάθε παραγωγός περιορίζει κατ’ αρχήν τις εντός της Κοινότητας πωλήσεις του στην ‘τοπική’ αγορά του, δηλαδή στο κράτος μέλος ή στα κράτη μέλη στα οποία βρίσκονται τα κέντρα παραγωγής του·

[ό]τι η Solvay η οποία έχει επτά εργοστάσια στην [Κοινότητα] είναι ο μοναδικός παραγωγός που παραδίδει στην πλειονότητα των κρατών μελών και δεν παραδίδει καθόλου στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, που αποτελούν εδάφη τα οποία επιφυλάσσει για τον εαυτό της η ICI·

[ό]τι η ICI δεν φαίνεται να παραδίδει στην [Κοινότητα] πέραν της τοπικής της αγοράς, που αποτελείται από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία, οι δε λοιποί παραγωγοί φαίνεται επίσης να περιορίζουν τις παραδόσεις τους στις παραδοσιακές εθνικές αγορές τους·

[ό]τι σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαθέτει η Επιτροπή, υπάρχουν διαφορετικοί τιμοκατάλογοι για κάθε κράτος μέλος, αλλά οι αγοραστές εφοδιάζονται μόνον από τον εθνικό παραγωγό τους, καθόσον οι παραγωγοί δεν επιθυμούν να πωλούν στις εθνικές αγορές άλλων παραγωγών·

[ό]τι επιπλέον, στα κράτη μέλη όπου υπάρχουν πλείονες παραγωγοί, αυτοί εφαρμόζουν πανομοιότυπους τιμοκαταλόγους και ανεβάζουν τις τιμές σχεδόν ταυτόχρονα και ομοιόμορφα·

[ό]τι απαιτείται να καθοριστεί αν η φαινομενική ακαμψία της αγοράς στην [Κοινότητα] και η φαινομενική έλλειψη ανταγωνισμού [αποτελούν] το αποτέλεσμα συμπράξεων ή εναρμονισμένων πρακτικών μεταξύ των παραγωγών κατά την έννοια του άρθρου [81 ΕΚ]·

[ό]τι απαιτείται επιπλέον να καθοριστεί αν συμφωνίες οι οποίες ενδέχεται να εμπίπτουν στο άρθρο [81 ΕΚ] καταλαμβάνουν και το ελαφρύ ανθρακικό νάτριο, το οποίο επίσης παρασκευάζεται από τους έξι παραγωγούς·

[ό]τι κάθε σύμπραξη ή εναρμονισμένη πρακτική που περιλαμβάνει τη στεγανοποίηση των εθνικών αγορών και/ή τη διαβούλευση για τις τιμές θα μπορούσε να συνιστά σοβαρή παράβαση του άρθρου [81 ΕΚ] και ότι από την ίδια τη φύση τους μπορεί να διαφανεί ότι εφαρμόζονται κατά εξαιρετικά απόρρητο τρόπο·

[ό]τι για να μπορέσει η Επιτροπή να λάβει γνώση όλων των πραγματικών στοιχείων που αφορούν τις ενδεχόμενες συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές, καθώς και την ταυτότητα των εμπλεκομένων μερών, επιβάλλεται η λήψη αποφάσεως με την οποία θα υποχρεώνονται οι επιχειρήσεις να υπόκεινται σε έλεγχο δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 […]»

20      Κατόπιν των εκτιμήσεων αυτών, το άρθρο 1 της αποφάσεως περί ελέγχου ορίζει ότι η προσφεύγουσα, καθώς και οι γερμανικές και ισπανικές θυγατρικές της, «υποχρεούνται να υποβληθούν σε έλεγχο σχετικά με […] την ενδεχόμενη συμμετοχή τους σε συμπράξεις και/ή εναρμονισμένες πρακτικές αντίθετες προς το άρθρο [81 ΕΚ] οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα στεγανοποίηση των εθνικών αγορών και διαβούλευση για τις τιμές του ανθρακικού νατρίου [και σχετικά με ] τη θέση σε εφαρμογή αποκλειστικών διακανονισμών αγοράς με αγοραστές που θα μπορούσαν να περιορίσουν ή να εξαλείψουν τον ανταγωνισμό και να ενισχύσουν την ακαμψία της αγοράς του ανθρακικού νατρίου στην [Κοινότητα]».

21      Βάσει της αποφάσεως περί ελέγχου, η Επιτροπή διενήργησε ελέγχους σε διάφορους παραγωγούς ανθρακικού νατρίου εγκατεστημένους στην Κοινότητα. Κατέσχεσε διάφορα έγγραφα στις εγκαταστάσεις των οικείων επιχειρήσεων.

22      Στις 21 Ιουνίου 1989, η Επιτροπή απηύθυνε στην προσφεύγουσα αίτηση παροχής πληροφοριών κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (EE 1962, 13, σ. 204), ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, κατόπιν δε, στις 8 Ιουλίου 1989, αίτηση παροχής πληροφοριών στη γερμανική θυγατρική της, οι δε αιτήσεις αυτές αφορούσαν τόσο το άρθρο 81 ΕΚ όσο και το άρθρο 82 ΕΚ.

23      Στις 19 Φεβρουαρίου 1990, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει αυτεπαγγέλτως διαδικασία κατά της προσφεύγουσας, της ICI και της CFK, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 17.

24      Στις 13 Μαρτίου 1990, η Επιτροπή απηύθυνε ανακοίνωση αιτιάσεων στην προσφεύγουσα, στην ICI και στη CFK. Κάθε εταιρία έλαβε αποκλειστικά το μέρος ή τα μέρη της ανακοινώσεως των αιτιάσεων σχετικά με τις παραβάσεις που την αφορούσαν, όπου επισυνάπτονταν τα σχετικά επιβαρυντικά αποδεικτικά στοιχεία.

25      Η Επιτροπή δημιούργησε έναν μόνο φάκελο για το σύνολο των παραβάσεων τις οποίες αφορούσε η ανακοίνωση αιτιάσεων.

26      Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή κατέληξε, στο τμήμα υπό τον τίτλο IV «Solvay» της ανακοινώσεως αιτιάσεων, ότι η προσφεύγουσα καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση που κατείχε στην αγορά ανθρακικού νατρίου στην ηπειρωτική Δυτική Ευρώπη.

27      Στις 28 Μαΐου 1990, η προσφεύγουσα υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις απαντώντας στις αιτιάσεις της Επιτροπής.

28      Στις 19 Δεκεμβρίου 1990, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 91/299/ΕΟΚ, σχετικά με μια διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [82 ΕΚ] (IV/33.133 – C: Ανθρακικό νάτριο – Solvay) (EE 1991, L 152, σ. 21). Στην απόφαση αυτή, που κοινοποιήθηκε με έγγραφο της 1ης Μαρτίου 1991, διαπίστωσε ότι «[η προσφεύγουσα] παραβίασε το άρθρο [82 ΕΚ] επειδή πήραν μέρος, περίπου από το 1983 [και] μέχρι σήμερα, ακολουθώντας μια συμπεριφορά η οποία αποσκοπούσε στον αποκλεισμό ή τον σοβαρό περιορισμό του ανταγωνισμού και συνίστατο […] στη σύναψη συμφωνιών με πελάτες οι οποίες τους υποχρεώνουν να καλύπτουν το σύνολο ή ένα πολύ μεγάλο μέρος των αναγκών τους σε ανθρακικό νάτριο [από αυτήν] για αόριστο ή υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα [,…σ]την παροχή σημαντικών εκπτώσεων και άλλων οικονομικών κινήτρων αναφορικά με οριακή ποσότητα που υπερβαίνει τη βασική συμβατική ποσότητα του πελάτη, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι θα καλύπτουν το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών τους [από αυτήν] [και] στην εξάρτηση της παροχής εκπτώσεων από τον όρο ότι ο πελάτης δέχεται να καλύπτει το σύνολο των αναγκών του [από αυτήν]».

29      Κατά το άρθρο 3 της αποφάσεως 91/299, «επιβάλλεται [στην προσφεύγουσα] πρόστιμο ύψους 20 εκατομμυρίων ECU για την [διαπιστωθείσα] παράβαση».

30      Την ίδια ημέρα, η Επιτροπή εξέδωσε επίσης την απόφαση 91/297/ΕΟΚ, σχετικά με μια διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [81 ΕΚ] (IV/33.133 – A: Ανθρακικό νάτριο – Solvay, ICI) (EE 1991, L 152, σ. 1), με την οποία διαπίστωσε ότι «[η προσφεύγουσα] και η ICI παρέβησαν τις διατάξεις του άρθρου [81 ΕΚ] επειδή, από 1ης Ιανουαρίου 1973 [και] μέχρι τουλάχιστον την έναρξη της παρούσας διαδικασίας, συμμετείχαν σε συμφωνία ή/και εναρμονισμένη πρακτική με την οποία περιόρισαν τις πωλήσεις τους ανθρακικού νατρίου στην Κοινότητα στις αντίστοιχες εγχώριες αγορές τους, δηλαδή η μεν [προσφεύγουσα] στην ηπειρωτική Δυτική Ευρώπη η δε ICI στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία». Στην προσφεύγουσα και στην ICI επιβλήθηκε αντιστοίχως πρόστιμο επτά εκατομμυρίων ECU.

31      Την ίδια ημέρα, η Επιτροπή εξέδωσε, περαιτέρω, την απόφαση 91/298/ΕΟΚ, σχετικά με μια διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [81 ΕΚ] (IV/33.133 – A: Ανθρακικό νάτριο – Solvay, CFK) (EE 1991, L 152, σ. 16), με την οποία διαπίστωσε ότι «[η προσφεύγουσα] και η CFK παρέβησαν το άρθρο [81 ΕΚ] επειδή πήραν μέρος, περίπου από το 1987 [και] μέχρι σήμερα, σε συμφωνία κατανομής της αγοράς, με την οποία η προσφεύγουσα εγγυήθηκε στη CFK κατώτατο όριο ετησίων πωλήσεων σε τόνους ανθρακικού νατρίου στη Γερμανία το οποίο υπολόγισε με βάση τις πωλήσεις που πραγματοποίησε η CFK το 1986, και αντιστάθμιζε κάθε έλλειμμα της CFK αγοράζοντας από αυτήν τους τόνους που απαιτούνταν για να φθάσουν οι πωλήσεις το εγγυημένο κατώτατο όριο». Στην προσφεύγουσα και στη CFK επιβλήθηκε αντιστοίχως πρόστιμο τριών εκατομμυρίων ECU και ενός εκατομμυρίου ECU.

32      Την ίδια ημέρα, η Επιτροπή εξέδωσε, επιπλέον, την απόφαση 91/300/ΕΟΚ, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [82 ΕΚ] (IV/33.133 – D: Ανθρακικό νάτριο – ICI) (EE 1991, L 152, σ. 40), με την οποία διαπίστωσε ότι η «ICI παραβίασε το άρθρο [82 ΕΚ], από το 1983 περίπου [και] μέχρι σήμερα, με μια τακτική που αποσκοπεί στον αποκλεισμό ή στον σοβαρό περιορισμό του ανταγωνισμού και η οποία συνίσταται […] στη χορήγηση προς τους πελάτες ουσιωδών εκπτώσεων και άλλων οικονομικών κινήτρων αναφερόμενων στις οριακές ποσότητες, έτσι ώστε να εξασφαλίζει την εκ μέρους τους κάλυψη όλων ή των περισσότερων αναγκών τους με αγορές από την ICI […], στην εξασφάλιση της δέσμευσης των πελατών για την κάλυψη όλων ή σχεδόν όλων των αναγκών τους με αγορές από την ICI ή/και για τον περιορισμό των αγορών τους από ανταγωνιστές της ICI σε συγκεκριμένες ποσότητες [και] στη χορήγηση, σε μία τουλάχιστον περίπτωση, εκπτώσεων και άλλων οικονομικών ωφελημάτων συναρτώμενων με την εκ μέρους του πελάτη δέσμευση για κάλυψη όλων των αναγκών του με αγορές από την ICI». Στην ICI επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους δέκα εκατομμυρίων ECU.

33      Στις 2 Μαΐου 1991, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 91/299. Την ίδια ημέρα, η προσφεύγουσα ζήτησε επίσης την ακύρωση των αποφάσεων 91/297 και 91/298. Στις 14 Μαΐου 1991, η ICI ζήτησε την ακύρωση των αποφάσεων 91/297 και 91/300.

34      Με απόφαση της 29ης Ιουνίου 1995, T‑32/91, Solvay κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. II‑1825, στο εξής: απόφαση Solvay III), το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση 91/299, με το σκεπτικό ότι η κύρωση της εν λόγω αποφάσεως είχε πραγματοποιηθεί μετά την κοινοποίησή της, πράγμα που συνιστούσε παράβαση ουσιώδους τύπου κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ.

35      Την ίδια ημέρα, το Πρωτοδικείο ακύρωσε επίσης την απόφαση 91/298, κατά το μέτρο που αφορά την προσφεύγουσα (απόφαση T‑31/91, Solvay κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, στο εξής: απόφαση Solvay II), καθώς και την απόφαση 91/300, T‑37/91, ICI κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. II‑1901, στο εξής: απόφαση ICI II), λόγω της παράτυπης κύρωσης των προσβαλλομένων αποφάσεων. Περαιτέρω, το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση 91/297 (αποφάσεις T‑30/91, Solvay κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑1775, στο εξής: απόφαση Solvay I, και T‑36/91, ICI κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑1847, στο εξής: απόφαση ICI I), κατά το μέτρο που αφορά τις προσφεύγουσες στις δύο αυτές υποθέσεις, λόγω προσβολής του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο.

36      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Αυγούστου 1995, η Επιτροπή άσκησε αναιρέσεις κατά των αποφάσεων Solvay II, σκέψη 35 ανωτέρω, Solvay III, σκέψη 34 ανωτέρω, και ICI II, σκέψη 35 ανωτέρω.

37      Με αποφάσεις της 6ης Απριλίου 2000, C‑286/95 P, Επιτροπή κατά ICI (Συλλογή 2000, σ. I‑2341), και C‑287/95 P και C‑288/95 P, Επιτροπή κατά Solvay (Συλλογή 2000, σ. I‑2391), το Δικαστήριο απέρριψε τις αναιρέσεις κατά των αποφάσεων ICI II, σκέψη 35 ανωτέρω, Solvay II, σκέψη 35 ανωτέρω, και Solvay III, σκέψη 34 ανωτέρω.

38      Στις 12 Δεκεμβρίου 2000, ημέρα Τρίτη, ένα ειδησεογραφικό πρακτορείο δημοσίευσε ανακοινωθέν Τύπου με την ακόλουθη διατύπωση:

«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα επιβάλει πρόστιμο στις εταιρίες της βιομηχανίας χημικών προϊόντων Solvay SA και Imperial Chemical Industries plc […] την Τετάρτη για παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δήλωσε ένας εκπρόσωπος τύπου σήμερα Τρίτη.

Τα πρόστιμα για την προβαλλόμενη κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως στην αγορά του ανθρακικού νατρίου είχαν αρχικώς επιβληθεί προ δεκαετίας, αλλά ακυρώθηκαν από το ανώτατο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τυπικούς λόγους.

Η Επιτροπή θα εκδώσει εκ νέου την ίδια απόφαση την Τετάρτη, αλλά υπό ορθή μορφή, δήλωσε ο εκπρόσωπος τύπου.

Η ουσία της αποφάσεως ουδέποτε αμφισβητήθηκε από τις εταιρίες. Θα εκδώσουμε εκ νέου την ίδια την απόφαση, όπως δήλωσε.»

39      Στις 13 Δεκεμβρίου 2000, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2003/6/ΕΚ, σχετικά με την κίνηση διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 82 [ΕΚ] (COMP/33.133 – C: Ανθρακικό νάτριο – Solvay, CFK) (EE 2003, L 10, σ. 10, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

40      Την ίδια ημέρα, η Επιτροπή εξέδωσε επίσης τις αποφάσεις 2003/5/ΕΚ, σχετικά με την κίνηση διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 81 [ΕΚ] (COMP/33.133 – B: Ανθρακικό νάτριο – Solvay) (EE 2003, L 10, σ. 1), και 2003/7/ΕΚ, σχετικά με την κίνηση διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 82 [ΕΚ] (Υπόθεση COMP/33.133 – D : Ανθρακικό νάτριο – ICI) (EE 2003, L 10, σ. 33).

41      Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει το ακόλουθο διατακτικό:

«Άρθρο 1

Η Solvay […] παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου [82 ΕΚ] από το 1983 μέχρι το τέλος του 1990 περίπου, ακολουθώντας μια συμπεριφορά η οποία αποσκοπούσε στον αποκλεισμό ή τον σοβαρό περιορισμό του ανταγωνισμού και συνίστατο:

α)      στη σύναψη συμφωνιών με πελάτες οι οποίες τους υποχρεώνουν να καλύπτουν το σύνολο ή πολύ μεγάλο μέρος των αναγκών τους σε ανθρακικό νάτριο από τη Solvay για αόριστο ή υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα·

β)      στην παροχή σημαντικών εκπτώσεων και άλλων οικονομικών κινήτρων αναφορικά με οριακή ποσότητα που υπερβαίνει τη βασική συμβατική ποσότητα του πελάτη, προκειμένου να διασφαλίσει ότι θα καλύπτουν το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών τους από τη Solvay·

γ)      στην εξάρτηση της παροχής εκπτώσεων υπό τον όρον ότι ο πελάτης δέχεται να καλύπτει το σύνολο των αναγκών του από τη Solvay.

Άρθρο 2

Επιβάλλεται στη Solvay πρόστιμο ύψους 20 εκατομμυρίων ευρώ λόγω της παράβασης η οποία αναφέρεται στο άρθρο 1, στοιχεία β΄ και γ΄.

[…]»

42      Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει κατ’ ουσίαν την ίδια διατύπωση με την απόφαση 91/299. Η Επιτροπή επέφερε μόνο μερικές τροποποιήσεις στη σύνταξη του κειμένου και πρόσθεσε ένα νέο τμήμα με τίτλο «Διαδικασίες ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου».

43      Σε αυτό το νέο τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή, παραπέμποντας στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Απριλίου 1999, T‑305/94 έως T‑307/94, T‑313/94 έως T‑316/94, T‑318/94, T‑325/94, T‑328/94, T‑329/94 και T‑335/94, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II‑931, στο εξής: απόφαση PVC II του Πρωτοδικείου), εκτίμησε ότι είχε «το δικαίωμα να επανεκδώσει απόφαση που ακυρώθηκε για καθαρά διαδικαστικά ελαττώματα […] χωρίς νέα διοικητική διαδικασία» και ότι «δεν υποχρεο[ύνταν] να προβεί σε νέα προφορική ακρόαση εάν το κείμενο της νέας απόφασης δεν [περιείχε] άλλες αντιρρήσεις εκτός από εκείνες της αρχικής απόφασης» (αιτιολογική σκέψη 199).

44      Η Επιτροπή διευκρίνισε επίσης στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι στον χρόνο παραγραφής έπρεπε να προστεθεί η περίοδος κατά την οποία η προσφυγή κατά της αποφάσεως 91/299 αποτελούσε αντικείμενο διαδικασίας εκκρεμούς ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2988/74 του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 1974, περί παραγραφής του δικαιώματος διώξεως και εκτελέσεως των αποφάσεων στους τομείς του δικαίου των μεταφορών και του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 07/001, σ. 241) (αιτιολογικές σκέψεις 204 και 205). Έτσι, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων, η Επιτροπή εκτίμησε ότι είχε τη δυνατότητα μέχρι τον Σεπτέμβριο 2004 να εκδώσει νέα απόφαση (αιτιολογική σκέψη 207). Ανέφερε, επιπλέον, ότι δεν προσβάλλονταν τα δικαιώματα άμυνας αν η νέα απόφαση εκδιδόταν εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος (αιτιολογική σκέψη 199).

45      Όσον αφορά την παράβαση καθεαυτήν, η Επιτροπή διευκρίνισε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το προϊόν και η γεωγραφική περιοχή ως προς τα οποία έπρεπε να εκτιμηθεί η οικονομική ισχύς της προσφεύγουσας ήταν η αγορά του ανθρακικού νατρίου στην Κοινότητα, εξαιρουμένων του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας (αιτιολογική σκέψη 136).

46      Προκειμένου να εκτιμήσει την ισχύ στην αγορά της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, η Επιτροπή εξέτασε τους κρίσιμους οικονομικούς παράγοντες και κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι, καθ’ όλη την εξεταζόμενη περίοδο, η προσφεύγουσα κατείχε δεσπόζουσα θέση κατά την έννοια του άρθρου 82 (αιτιολογικές σκέψεις 137 έως 148).

47      Όσον αφορά την κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσεως, η Επιτροπή τόνισε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι η προσφεύγουσα είχε «δεσμεύσει» τους πελάτες της με πολλούς μηχανισμούς που εξυπηρετούσαν όλοι τον ίδιο σκοπό αποκλεισμού (αιτιολογική σκέψη 150). Συναφώς, εξέθεσε τα εξής:

–        η προσφεύγουσα, από το 1982, υιοθέτησε ένα σύστημα προοδευτικών εκπτώσεων για να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη του πελάτη και να αποκλείσει ή να περιορίσει τον ανταγωνισμό (αιτιολογικές σκέψεις 151 έως 160),

–        η προσφεύγουσα συνήψε μυστικό πρωτόκολλο με τη Saint-Gobain, που στόχο είχε να παγιώσει τη θέση του αποκλειστικού ή οιονεί αποκλειστικού προμηθευτή της Saint-Gobain στη Δυτική Ευρώπη, εκτός της Γαλλίας. Έτσι, η καταβολή της εκπτώσεως «ομίλου» ύψους 1,5 % για το σύνολο των αγορών της Saint-Gobain στην Ευρώπη εξηρτάτο από τον όρο ότι η Saint-Gobain θα εξακολουθήσει να εφοδιάζεται κατά προτεραιότητα από την προσφεύγουσα (αιτιολογικές σκέψεις 161 έως 165),

–        η προσφεύγουσα συνήψε συμφωνίες αποκλειστικότητας, ρητώς και εκ των πραγμάτων, με ορισμένους από τους πελάτες της (αιτιολογικές σκέψεις 166 έως 176),

–        διάφορες μορφές ρητρών ανταγωνισμού και ανάλογοι μηχανισμοί ενίσχυσαν τη δέσμευση προς την προσφεύγουσα, περιόρισαν τις δυνατότητες του πελάτη να αλλάξει προμηθευτές και δυσχέραιναν την πρόσβαση των ανταγωνιστών στους μόνιμους πελάτες της προσφεύγουσας (αιτιολογικές σκέψεις 177 έως 180),

–        το εφαρμοζόμενο από την προσφεύγουσα σύστημα εκπτώσεων συνιστούσε πρακτική εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις (αιτιολογικές σκέψεις 181 έως 185).

48      Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, «οι εκπτώσεις λόγω εμπιστοσύνης και τα άλλα κίνητρα αποκλειστικότητας που εφαρμόζει η [προσφεύγουσα] επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών ενισχύοντας τους δεσμούς μεταξύ των πελατών και του προμηθευτή που κατέχει τη δεσπόζουσα θέση» και «[ο]ι διάφοροι μηχανισμοί που χρησιμοποιεί η [προσφεύγουσα] για να δεσμεύει τους πελάτες της είχαν σαν αποτέλεσμα την ενίσχυση της διαρθρωτικής ακαμψίας και τη διαίρεση της αγοράς ανθρακικού νατρίου σύμφωνα με τα εθνικά σύνορα, παραβλάπτοντας έτσι ή απειλώντας να παραβλέψει την επίτευξη του στόχου μιας ενιαίας αγοράς μεταξύ των κρατών μελών» (αιτιολογική σκέψη 187).

49      Η Επιτροπή διευκρίνισε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι διαπραχθείσες παραβάσεις ήταν εξαιρετικά σοβαρές, καθόσον η προσφεύγουσα ήταν ο μεγαλύτερος παραγωγός ανθρακικού νατρίου στην Κοινότητα και οι εν λόγω παραβάσεις της έδιναν τη δυνατότητα να παγιώσει τον έλεγχό της στην αγορά αποκλείοντας τον πραγματικό ανταγωνισμό σε μεγάλο μέρος της κοινής αγοράς (αιτιολογική σκέψη 191).

50      Η Επιτροπή ανέφερε επιπλέον στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι παραβάσεις άρχισαν το 1983 περίπου, ήτοι σχεδόν αμέσως μετά τις διαπραγματεύσεις με αυτήν και τη θέση του φακέλου της Επιτροπής στο αρχείο, και εξακολούθησαν τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 1990 (αιτιολογική σκέψη 195).

51      Στις 13 Δεκεμβρίου 2000, η Επιτροπή εξέδωσε επίσης ανακοινωθέν Τύπου με το οποίο γνωστοποίησε ότι με αποφάσεις της επρόκειτο να επιβάλει στην προσφεύγουσα και στην ICI πρόστιμα πανομοιότυπα με αυτά τα οποία τους είχαν αρχικώς επιβληθεί στην υπόθεση «Ανθρακικό νάτριο».

 Διαδικασία

52      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 12 Μαρτίου 2001, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

53      Με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα ζήτησε από το Πρωτοδικείο να διατάξει την Επιτροπή να προσκομίσει το σύνολο των εγγράφων που αποτελούν τον φάκελό της, προκειμένου να εξεταστεί αν η πρόσβαση στα έγγραφα αυτά κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας μπορούσε να επηρεάσει την άσκηση των δικαιωμάτων της άμυνας.

54      Στις 8 Μαΐου 2001, η υπόθεση ανατέθηκε στο τέταρτο τμήμα του Πρωτοδικείου και ορίστηκε εισηγητής δικαστής.

55      Κατόπιν αδείας του Πρωτοδικείου, η προσφεύγουσα και η Επιτροπή υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους, αντιστοίχως στις 6 και στις 23 Δεκεμβρίου 2002, όσον αφορά τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν στην υπό κρίση υπόθεση από την απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 2002, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I‑8375, στο εξής: απόφαση PVC II του Δικαστηρίου).

56      Δεδομένου ότι η σύνθεση των τμημάτων του Πρωτοδικείου μεταβλήθηκε από 1ης Οκτωβρίου 2003, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο πρώτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση στις 8 Οκτωβρίου 2003.

57      Στις 19 Δεκεμβρίου 2003, το Πρωτοδικείο κάλεσε την Επιτροπή να προσκομίσει την ανακοίνωση αιτιάσεων, τα παραρτήματά της, καθώς και έναν λεπτομερή αριθμητικό κατάλογο όλων των εγγράφων του φακέλου. Ο κατάλογος αυτός έπρεπε να περιέχει σύντομη ένδειξη από την οποία να προκύπτει ο συντάκτης, η φύση και το περιεχόμενο κάθε εγγράφου. Το Πρωτοδικείο ζήτησε επίσης από την Επιτροπή να του αναφέρει σε ποια από τα έγγραφα αυτά είχε πρόσβαση η προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία.

58      Στις 13 Φεβρουαρίου 2004, η Επιτροπή προσκόμισε την ανακοίνωση αιτιάσεων και τα παραρτήματά της, καθώς και τον αιτηθέντα αριθμητικό κατάλογο. Ζήτησε προθεσμία για να ανταποκριθεί στο τελευταίο αίτημα του Πρωτοδικείου.

59      Με έγγραφο της 10ης Μαρτίου 2004, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, η προσφεύγουσα είχε πρόσβαση στα έγγραφα στα οποία στηριζόταν η ανακοίνωση αιτιάσεων και τα οποία είχαν επισυναφθεί σε αυτήν. Περαιτέρω, αναφέρθηκε σε 65 «υπο-φακέλους» που αποτελούν τον κυρίως φάκελο, μεταξύ των οποίων 22 «υπο-φάκελοι» προέρχονταν από την έδρα της προσφεύγουσας ή μιας από τις θυγατρικές της (ήτοι οι «υπο-φάκελοι» αριθ. 2 έως 14, 24 έως 27, 50 έως 52 και 62 έως 65 και ένα μέρος του «υπο-φακέλου» αριθ. 61). Κατά την Επιτροπή, η διαδικασία που ακολουθήθηκε το 1990 τηρούσε την υφιστάμενη νομολογία σχετικά με το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο. Προσέθεσε ότι, μετά από νέα μελέτη του φακέλου της έρευνας, από κανένα στοιχείο δεν προέκυπτε στο παρόν στάδιο ότι είχαν προσβληθεί τα δικαιώματα άμυνας κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, ακόμη και αν ο εν λόγω φάκελος της έρευνας εξεταστεί υπό το φως της μεταγενέστερης νομολογίας σχετικά με το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο.

60      Με έγγραφο της 21ης Ιουνίου 2004, η Επιτροπή απέστειλε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου αναθεωρημένο αριθμητικό κατάλογο των εγγράφων που αποτελούσαν τον διοικητικό φάκελο, πιο πλήρη από αυτόν που είχε προσκομιστεί στις 13 Φεβρουαρίου 2004. Όπως και ο προηγούμενος κατάλογος, ο αναθεωρημένος αυτός αριθμητικός κατάλογος έκανε αναφορά σε 65 «υπο-φακέλους». Απαριθμούσε επίσης μερικά έγγραφα προερχόμενα ως επί το πλείστον από την εταιρία Oberland Glas.

61      Με έγγραφο της 21ης Ιουλίου 2004, το Πρωτοδικείο κάλεσε την προσφεύγουσα να υποδείξει τα έγγραφα που περιέχονταν στον αναθεωρημένο αριθμητικό κατάλογο, τα οποία δεν της κοινοποιήθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία και τα οποία, κατά τη γνώμη της, ενδέχεται να περιείχαν στοιχεία χρήσιμα για την άμυνά της.

62      Με έγγραφο της 29ης Σεπτεμβρίου 2004, η προσφεύγουσα τόνισε ότι ο αναθεωρημένος αριθμητικός κατάλογος ήταν ατελής και ασαφής. Υπέδειξε επίσης, μεταξύ των εγγράφων που περιέχονταν σε αυτόν τον αναθεωρημένο αριθμητικό κατάλογο, εκείνα τα οποία εκτιμούσε χρήσιμα για την άμυνά της και επιθυμούσε να μελετήσει. Κατ’ αυτήν, με βάση τα έγγραφα αυτά θα μπορούσε να αναπτύξει την επιχειρηματολογία της όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής γεωγραφικής αγοράς, την απουσία δεσπόζουσας θέσεως και την απουσία καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως.

63      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Πρωτοδικείου στις 13 Σεπτεμβρίου 2004, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τέταρτο τμήμα υπό τη νέα του σύνθεση, στο οποίο ανατέθηκε, ως εκ τούτου, η υπό κρίση υπόθεση στις 7 Οκτωβρίου 2004.

64      Στις 17 Δεκεμβρίου 2004, το Πρωτοδικείο κάλεσε την Επιτροπή να καταθέσει στη Γραμματεία τα έγγραφα του φακέλου που μνημόνευσε η προσφεύγουσα στο από 29 Σεπτεμβρίου 2004 έγγραφό της, υπό την εμπιστευτική και τη μη εμπιστευτική εκδοχή τους.

65      Με έγγραφο της 28ης Ιανουαρίου 2005, η Επιτροπή κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την εμπιστευτική εκδοχή των αιτηθέντων εγγράφων του φακέλου. Ζήτησε συμπληρωματική προθεσμία για να προσκομίσει μη εμπιστευτική εκδοχή, καθόσον έπρεπε να ζητηθεί η γνώμη των οικείων επιχειρήσεων όσον αφορά το συμφέρον τους για τη διατήρηση του απορρήτου. Η Επιτροπή διευκρίνισε επίσης τα εξής:

«[Ο] κατάλογος, [περιλαμβάνει] όλους τους φακέλους που έχει επί του παρόντος στην κατοχή της, αλλ’ όχι όλους εκείνους τους φακέλους τους οποίους είχε απαριθμήσει στο Πρωτοδικείο στο πλαίσιο της πρώτης υποθέσεως “Ανθρακικό νάτριο”. Οι λίγοι φάκελοι που λείπουν δεν κατέστη δυνατόν να ανευρεθούν, παρά τις επίμονες έρευνες.»

66      Με έγγραφο της 15ης Μαρτίου 2005, η Επιτροπή, αφού επισήμανε ότι οι οικείες επιχειρήσεις δεν ζήτησαν εμπιστευτική μεταχείριση, υπέβαλε τις ακόλουθες παρατηρήσεις:

«Όσον αφορά τους φακέλους που δεν μπόρεσαν να ανευρεθούν, η Επιτροπή λυπάται γιατί δεν μπορεί να δώσει μια απολύτως αξιόπιστη απάντηση στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου.

Ο διοικητικός φάκελος ([δηλαδή] ο φάκελος που καλύπτει τη διαδικασία από την έναρξη της έρευνας μέχρι της αποστολής της ανακοινώσεως αιτιάσεων) τον οποίο κατέχει σήμερα η Επιτροπή περιέχει 65 αριθμημένους φακέλους που καλύπτουν την περίοδο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1989, [καθώς και] τον φάκελο υπ’ αριθ. 71 που περιέχει την ανακοίνωση αιτιάσεων και τα παραρτήματά της, καθώς και έναν μη αριθμημένο φάκελο με τίτλο “Oberland Glas”. Επομένως, είναι προφανές ότι λείπουν πέντε φάκελοι.

Όσον αφορά το περιεχόμενο των φακέλων που λείπουν, η Επιτροπή λυπάται για το ότι είναι αδύνατο να καταρτίσει τον πλήρη κατάλογο των εγγράφων που εξαφανίστηκαν, γιατί ομοίως δεν μπορούν να ανευρεθούν τα ευρετήρια των φακέλων αυτών. Ωστόσο, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι τουλάχιστον ορισμένα από αυτά περιείχαν αλληλογραφία βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17, πράγμα που αντιστοιχεί στην εξήγηση που παρέσχε η Επιτροπή στο Πρωτοδικείο σχετικά με τον διοικητικό φάκελο το 1990. Επί παραδείγματι, είναι πιθανόν ότι η απάντηση της […] ICI στο αίτημα παροχής πληροφοριών της Επιτροπής της 19ης Ιουνίου 1989 αποτελεί μέρος των ντοσιέ που λείπουν: το αίτημα αυτό που απευθύνθηκε στην ICI περιλαμβάνεται στον διοικητικό φάκελο που εξακολουθεί να βρίσκεται στα χέρια της Επιτροπής, αλλά λείπει η απάντηση.»

67      Στις 14 Απριλίου 2005, η προσφεύγουσα μελέτησε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου τα έγγραφα του φακέλου που μνημονεύονταν στο από 29 Σεπτεμβρίου 2004 έγγραφό της.

68      Στις 15 Ιουλίου 2005, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της όσον αφορά τη χρησιμότητα για την άμυνά της των εγγράφων τα οποία μελέτησε. Στις 18 Νοεμβρίου 2005, η Επιτροπή απάντησε στις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας.

69      Κατόπιν της λήξεως της θητείας του αρχικώς ορισθέντος εισηγητή δικαστή, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου όρισε, με απόφαση της 22ας Ιουνίου 2006, νέο εισηγητή δικαστή.

70      Δεδομένου ότι η σύνθεση των τμημάτων του Πρωτοδικείου τροποποιήθηκε από 25ης Σεπτεμβρίου 2007, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έκτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση στις 5 Οκτωβρίου 2007.

71      Στις 12 Φεβρουαρίου 2008, λόγω κωλύματος του δικαστή Tchipev, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου όρισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, τον δικαστή Dittrich προς συμπλήρωση του τμήματος.

72      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (έκτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, έθεσε στις 5 Μαΐου 2008 εγγράφως ερωτήσεις στην προσφεύγουσα και στην Επιτροπή. Οι διάδικοι απάντησαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

73      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 26ης Ιουνίου 2008.

 Αιτήματα των διαδίκων

74      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να διαπιστώσει ότι το δικαίωμα ασκήσεως διώξεως έχει παραγραφεί λόγω της παρελεύσεως του χρόνου και, εν πάση περιπτώσει, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        επικουρικώς, να διαπιστώσει ότι είχε παραγραφεί η εξουσία της Επιτροπής να επιβάλει πρόστιμα και, εν πάση περιπτώσει, να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον της επιβάλλει πρόστιμο 20 εκατομμυρίων ευρώ,

–        επικουρικότερον, να αποφασίσει ότι δεν πρέπει να της επιβληθεί πρόστιμο ή, τουλάχιστον, να το μειώσει ουσιωδώς,

–        στο πλαίσιο της διεξαγωγής αποδείξεων, να διατάξει την Επιτροπή να προσκομίσει όλα τα εσωτερικά έγγραφα που έχουν σχέση με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως και, ειδικότερα, τα πρακτικά κάθε συνεδριάσεως του σώματος των Επιτρόπων κατά την οποία συζητήθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να διατάξει την Επιτροπή να προσκομίσει το σύνολο των εγγράφων που αποτελούν τον φάκελό της στην υπόθεση COM/33.133,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

75      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

76      Με τα αιτήματά της η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και, επικουρικώς, την ακύρωση ή τη μείωση του προστίμου το οποίο της επιβλήθηκε με την εν λόγω απόφαση.

 1.     Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

77      Η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, έξι λόγους για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Αντλούνται, πρώτον, από την παρέλευση του χρόνου, δεύτερον, από την παράβαση των ουσιωδών τύπων, τρίτον, από τον εσφαλμένο ορισμό της σχετικής γεωγραφικής αγοράς που έλαβε υπόψη η Επιτροπή, τέταρτον, από την απουσία δεσπόζουσας θέσεως, πέμπτον, από την απουσία καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως και, έκτον, από την προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο.

 Επί του πρώτου λόγου που αντλείται από την παρέλευση του χρόνου

78      Ο πρώτος λόγος περιλαμβάνει δύο σκέλη, που αντλούνται αντιστοίχως από εσφαλμένη εφαρμογή των κανόνων περί παραγραφής που θέτει ο κανονισμός 2988/74 και από την παραβίαση της αρχής του εύλογου χρόνου.

 Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από εσφαλμένη εφαρμογή των κανόνων περί παραγραφής

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

79      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η συλλογιστική που ακολούθησε η Επιτροπή όσον αφορά τον σεβασμό των κανόνων περί παραγραφής αντιβαίνει προς το γράμμα και το πνεύμα του κανονισμού 2988/74.

80      Κατά την προσφεύγουσα, η αίτηση αναιρέσεως που άσκησε η Επιτροπή στις 30 Αυγούστου 1995 και η οποία δεν είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα δυνάμει του άρθρου 60 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, δεν είχε ως αντικείμενο την απόφαση 91/299, η οποία είχε παύσει να υφίσταται αναδρομικώς, αλλά την απόφαση Solvay III, σκέψη 34 ανωτέρω. Συγκεκριμένα, δυνάμει του άρθρου 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η διαδικασία επί της αιτήσεως αναιρέσεως περιορίζεται στα νομικά ζητήματα και το Δικαστήριο ασκεί τον έλεγχο της νομιμότητας αναφερόμενο στην ελεύθερη εκτίμηση Πρωτοδικείου όσον αφορά τα πραγματικά ζητήματα.

81      Βεβαίως, η έκφραση «για όσο χρόνο διαρκεί η διαδικασία προσβολής της αποφάσεως της Επιτροπής ενώπιον του Δικαστηρίου», που διαλαμβάνεται στο άρθρο 3 του κανονισμού 2988/74, πρέπει τώρα να ερμηνεύεται ως περιλαμβάνουσα το Γενικό Δικαστήριο, η θέσπιση όμως, ενός δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας δεν μπορεί να επιτρέψει την παράταση του χρόνου αναστολής της παραγραφής για να καλυφθεί μια διαδικασία της οποίας το αντικείμενο δεν είναι η προσβαλλόμενη απόφαση. Επιπλέον, ο ισχυρισμός ότι το άρθρο 3 του κανονισμού 2988/74 συνεπάγεται την αναστολή της παραγραφής κατά τη διάρκεια μιας κατ’ αναίρεση διαδικασίας συνεπάγεται αναγνώριση αποτελεσμάτων σε μια ab initio ακυρωθείσα απόφαση, πράγμα που θα ήταν άνευ προηγουμένου στην κοινή πρακτική των κρατών μελών.

82      Αναφερόμενη στη σκέψη 1098 της αποφάσεως PVC II του Πρωτοδικείου, σκέψη 43 ανωτέρω, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι το αντικείμενο του άρθρου 3 του κανονισμού 2988/74 είναι να επιτρέψει την αναστολή της παραγραφής όταν η Επιτροπή κωλύεται να επέμβει για έναν αντικειμενικό λόγο για τον οποίο δεν ευθύνεται και ο οποίος συνίσταται ακριβώς στο ότι εκκρεμεί προσφυγή. Η προσφεύγουσα φρονεί ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν μπορούσε να προβεί σε καμία ενέργεια ενόσω εκκρεμούσε προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου. Αντιθέτως, από της εκδόσεως της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή, υπό την επιφύλαξη τηρήσεως της αρχής του ευλόγου χρόνου, είχε τη δυνατότητα εκδόσεως νέας αποφάσεως. Η Επιτροπή ανέλαβε, ασκώντας αναίρεση, τον κίνδυνο της παραγραφής του σχετικού δικαιώματός της, ενώ γνώριζε την απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 1994, C‑137/92 P, Επιτροπή κατά BASF κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. I‑2555), που είχε αποφανθεί επί της ελλείψεως κυρώσεως των πράξεων του σώματος των επιτρόπων. Επομένως, η αδράνεια της Επιτροπής, ενόσω εκκρεμούσε η αίτηση αναιρέσεώς της ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από κανένα αντικειμενικό λόγο.

83      Κατά συνέπεια, μόνον η διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη προς παρέκταση του χρόνου παραγραφής. Επομένως ο χρόνος της παραγραφής έληξε στις 27 Ιανουαρίου 2000, πολύ πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

84      Η προσφεύγουσα παρατηρεί επίσης ότι, στην απόφαση PVC II του Πρωτοδικείου, σκέψη 43 ανωτέρω, η ερμηνεία αυτή δεν αντικρούεται. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, η νέα απόφαση της Επιτροπής εκδόθηκε εντός χρόνου μικρότερου από τα πέντε έτη προσαυξημένου αποκλειστικά κατά τον «χρόνο αναστολής» που αφορούσε τη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου. Έτσι, στην απόφαση PVC II του Πρωτοδικείου, σκέψη 43 ανωτέρω, δεν εξετάστηκε το ζήτημα αν η αίτηση αναιρέσεως έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 2988/74.

85      Με το υπόμνημα απαντήσεώς της, η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η θέση που υποστηρίζει η Επιτροπή καθιστά την απόφαση Solvay III, σκέψη 34 ανωτέρω, άνευ αποτελέσματος πριν την επικύρωσή της από το Δικαστήριο, πράγμα που συνιστά παραγνώριση της ισχύος της εν λόγω αποφάσεως. Περαιτέρω, τυχόν διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 3 του κανονισμού 2988/74, το οποίο καλύπτει καταστάσεις στις οποίες η Επιτροπή δεν κωλύεται να ενεργήσει, θα ερχόταν σε αντίθεση προς την αρχή της ασφαλείας δικαίου.

86      Τέλος, με τις παρατηρήσεις της που υπέβαλε κατόπιν της αποφάσεως PVC II του Δικαστηρίου, σκέψη 55 ανωτέρω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ούτε το Πρωτοδικείο ούτε το Δικαστήριο μπορούσαν να έχουν, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, την πρόθεση να επιλύσουν το ζήτημα αν η αίτηση αναιρέσεως που ασκεί η Επιτροπή κατά ακυρωτικής αποφάσεως του Πρωτοδικείου έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της παραγραφής κατά τη διάρκεια της κατ’ αναίρεση διαδικασίας.

87      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

–        Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

88      Εκ προοιμίου, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ο κανονισμός 2988/74 θέσπισε μια πλήρη ρύθμιση που διέπει λεπτομερώς τις προθεσμίες εντός των οποίων η Επιτροπή, χωρίς να προσβάλλει τη θεμελιώδη επιταγή της ασφάλειας δικαίου, έχει την εξουσία να επιβάλλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο διαδικασιών εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 19ης Μαρτίου 2003, T‑213/00, CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑913, σκέψη 324, και της 18ης Ιουνίου 2008, T‑410/03, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑881, σκέψη 223).

89      Έτσι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/74, καθώς και του άρθρου 2, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, η παραγραφή του δικαιώματος διώξεως επέρχεται οσάκις η Επιτροπή δεν επιβάλλει πρόστιμο ή κύρωση εντός πέντε ετών από της ενάρξεως του χρόνου παραγραφής χωρίς, στο μεταξύ, να προκύψει πράξη διακόπτουσα την παραγραφή, ή, το αργότερο, εντός δέκα ετών μετά τον ίδιο χρόνο ενάρξεως αν μεσολάβησαν πράξεις διακόπτουσες την παραγραφή. Εντούτοις, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, ο κατ’ αυτόν τον τρόπο οριζόμενος χρόνος παραγραφής παρατείνεται κατά την περίοδο για την οποία η παραγραφή αναστέλλεται σύμφωνα με το άρθρο του 3 (απόφαση του Δικαστηρίου PVC II, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 140).

90      Κατά το άρθρο 3 του κανονισμού 2988/74, η παραγραφή του δικαιώματος διώξεως αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η διαδικασία προσβολής της αποφάσεως της Επιτροπής ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

91      Εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή εφάρμοσε τους κανόνες περί παραγραφής ως ακολούθως.

92      Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή εκτίμησε ότι, επειδή επρόκειτο για παραβάσεις διαρκείς ή συνεχιζόμενες, ο χρόνος παραγραφής είχε αρχίσει να τρέχει από τα τέλη του 1990. Προσέθεσε επίσης ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η παράβαση έληξε στις 19 Δεκεμβρίου 1990 και ότι η έκδοση και η κοινοποίηση της αποφάσεως 91/299 δεν διέκοψαν την παραγραφή, αυτή είχε ακόμη προθεσμία για την έκδοση της αποφάσεώς της τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 1995 (αιτιολογική σκέψη 203).

93      Ακολούθως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι στον χρόνο της παραγραφής έπρεπε να προστεθεί η περίοδος κατά την οποία εκκρεμούσε η προσφυγή κατά της αποφάσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου (αιτιολογική σκέψη 204). Εν προκειμένω όμως, καθόσον η προσφυγή είχε ασκηθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου στις 2 Μαΐου 1991, η απόφαση είχε εκδοθεί από το Πρωτοδικείο στις 29 Ιουνίου 1995, η αναίρεση είχε ασκηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου στις 30 Αυγούστου 1995 και η απόφαση είχε εκδοθεί από το Δικαστήριο στις 6 Απριλίου 2000, η παραγραφή είχε ανασταλεί για περίοδο τουλάχιστον οκτώ ετών, εννέα μηνών και τεσσάρων ημερών (αιτιολογική σκέψη 206). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έκρινε ότι είχε ακόμη προθεσμία μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2004 προς έκδοση νέας αποφάσεως (αιτιολογική σκέψη 207).

94      Ως εκ τούτου, κατά την Επιτροπή, η προσβαλλόμενη απόφαση, της 13ης Δεκεμβρίου 2000, εκδόθηκε πριν από τη λήξη του χρόνου παραγραφής.

95      Η συλλογιστική αυτή είναι σύμφωνη προς τους κανόνες παραγραφής που εφαρμόζονται εν προκειμένω.

96      Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, οι παραβάσεις που προσάπτονται στην προσφεύγουσα έπαυσαν με την έκδοση της αποφάσεως 91/299, στις 19 Δεκεμβρίου 1990. Κατά συνέπεια, ο χρόνος της παραγραφής άρχισε να τρέχει από την ημερομηνία αυτή.

97      Ακολούθως, όπως ορθώς τονίζουν οι διάδικοι, η αναφορά που κάνει το άρθρο 3 του κανονισμού 2988/74 στη «διαδικασία προσβολής της αποφάσεως της Επιτροπής ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» πρέπει να νοείται, από της ιδρύσεως του Πρωτοδικείου, ως σημαίνουσα πρωτίστως διαδικασία εκκρεμούσα ενώπιον αυτού, στον βαθμό που οι προσφυγές που αφορούν επιβολή κυρώσεων ή προστίμων στον τομέα του ανταγωνισμού εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του. Κατά συνέπεια, η παραγραφή ανεστάλη καθ’ όλη τη διάρκεια της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας.

98      Τέλος, από τη σκέψη 157 της αποφάσεως PVC II του Δικαστηρίου, σκέψη 55 ανωτέρω, προκύπτει ότι, κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 2988/74, η παραγραφή αναστέλλεται καθ’ όλο το χρόνο κατά τον οποίο η επίμαχη απόφαση αποτελεί αντικείμενο διαδικασίας εκκρεμούσας «ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου». Κατά συνέπεια, η παραγραφή ανεστάλη επίσης καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, χωρίς να χρειάζεται να υπάρξει απόφανση όσον αφορά την περίοδο από την έκδοση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου μέχρι την άσκηση της αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου.

99      Κατά συνέπεια, κατόπιν αυτής της αναστολής της παραγραφής, ουδέν χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών παρήλθε, εν προκειμένω, από της παύσεως των επίμαχων παραβάσεων ή από οιασδήποτε διακοπής της παραγραφής.

100    Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε τηρουμένων των περί παραγραφής κανόνων του κανονισμού 2988/74.

101    Κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω την εκτίμηση αυτή.

102    Συγκεκριμένα, πρώτον, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 60 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και το άρθρο 3 του κανονισμού 2988/74 έχουν διαφορετικό πεδίο εφαρμογής. Το ότι η αναίρεση δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να στερήσει από κάθε αποτέλεσμα το άρθρο 3 του κανονισμού 2988/74, το οποίο αφορά καταστάσεις στις οποίες η Επιτροπή πρέπει να αναμείνει την απόφαση του κοινοτικού δικαστή. Η θέση της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να λάβει υπόψη την περίοδο κατά την οποία εκκρεμούσε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου δεν μπορεί συνεπώς να γίνει δεκτή, καθόσον θα είχε ως αποτέλεσμα να καταστήσει την απόφαση του Δικαστηρίου επί της αναιρέσεως άνευ αντικειμένου και άνευ αποτελεσμάτων.

103    Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η θέσπιση δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας δεν επιτρέπει την παρέκταση του χρόνου αναστολής της παραγραφής, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 3 του κανονισμού 2988/74 προστατεύει την Επιτροπή από τις συνέπειες της παραγραφής σε καταστάσεις στις οποίες αυτή πρέπει να αναμείνει την απόφαση του κοινοτικού δικαστή, στο πλαίσιο διαδικασιών των οποίων δεν ελέγχει τη διεξαγωγή, προτού πληροφορηθεί αν η προσβαλλόμενη πράξη είναι ή όχι παράνομη (απόφαση PVC II του Δικαστηρίου, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 144).

104    Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η απόφαση PVC II του Πρωτοδικείου, σκέψη 43 ανωτέρω, δεν είναι λυσιτελής για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς, από το περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής, που επιβεβαιώθηκε κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως, προκύπτει αντιθέτως σαφώς ότι, γενικώς, στον χρόνο παραγραφής πρέπει να προστίθεται ο χρόνος αναστολής της παραγραφής, ήτοι όχι μόνον η περίοδος κατά την οποία η διαδικασία ήταν εκκρεμής ενώπιον του Πρωτοδικείου, αλλά επίσης η περίοδος κατά την οποία η διαδικασία ήταν εκκρεμής ενώπιον του Δικαστηρίου.

105    Τέταρτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η αναστολή της παραγραφής κατά τη διάρκεια της κατ’ αναίρεση διαδικασίας θα ισοδυναμούσε με την αναγνώριση αποτελεσμάτων σε απόφαση που ακυρώθηκε πρωτοδίκως, αρκεί να τονιστεί ότι η αναστολή της παραγραφής παρέχει αποκλειστικά στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εκδίδει ενδεχομένως νέα απόφαση σε περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά αποφάσεως του Πρωτοδικείου με την οποία ακυρώθηκε απόφαση της Επιτροπής. Η αναστολή αυτή της παραγραφής δεν έχει καμία συνέπεια για την απόφαση που ακυρώθηκε με την απόφαση του Πρωτοδικείου.

106    Πέμπτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να εκδώσει νέα απόφαση χωρίς να αναμείνει την απόφαση του Δικαστηρίου, πρέπει να τονισθεί ότι, βεβαίως, η Επιτροπή δεν κωλυόταν τυπικώς να ενεργήσει κατόπιν της ακυρώσεως από το Πρωτοδικείο της αρχικής αποφάσεως, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ωστόσο ότι η Επιτροπή έπρεπε οπωσδήποτε να εκδώσει νέα απόφαση χωρίς να αναμείνει την απόφαση του Δικαστηρίου. Δεν μπορεί επιπλέον να προσάπτεται στην Επιτροπή ότι άσκησε τα δικαιώματά της άμυνας ασκώντας αναίρεση και ότι ανέμεινε την απόφαση του Δικαστηρίου προκειμένου να εκδώσει νέα απόφαση. Μια τέτοια ερμηνεία του άρθρου 3 του κανονισμού 2988/74 είναι περαιτέρω σύμφωνη προς την αρχή της ασφαλείας δικαίου, σκοπός της οποίας είναι να καθιστά προβλέψιμες τις καταστάσεις και τις έννομες σχέσεις τις οποίες διέπει το κοινοτικό δίκαιο (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Φεβρουαρίου 1996, C-63/93, Duff κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I‑569, σκέψη 20, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Μαρτίου 1997, T‑73/95, Oliveira κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑381, σκέψη 29).

107    Έκτον, πρέπει να προστεθεί ότι η ερμηνεία του άρθρου 3 του κανονισμού 2988/74 που πρότεινε η προσφεύγουσα συνεπάγεται σοβαρές πρακτικές δυσχέρειες. Συγκεκριμένα, αν η Επιτροπή πρέπει να εκδώσει νέα απόφαση κατόπιν της ακυρώσεως αποφάσεως από το Πρωτοδικείο χωρίς να αναμείνει την απόφαση του Δικαστηρίου, υπάρχει ο κίνδυνος συνυπάρξεως δύο αποφάσεων με το ίδιο αντικείμενο σε περίπτωση που το Δικαστήριο θα ακυρώσει την απόφαση του Πρωτοδικείου.

108    Επιπλέον, έρχεται προφανώς σε αντίθεση προς τις επιταγές της οικονομίας της διοικητικής διαδικασίας το να επιβληθεί στην Επιτροπή, με μοναδικό σκοπό τη μη συμπλήρωση της παραγραφής, η έκδοση νέας αποφάσεως πριν πληροφορηθεί αν η αρχική απόφαση είναι ή όχι παράνομη.

109    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από παραβίαση της αρχής του ευλόγου χρόνου

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

110    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι έλαβε γνώση της «κατηγορίας κατ’ αυτής» στις 13 Μαρτίου 1990, ημερομηνία κατά την οποία της απεστάλη η ανακοίνωση αιτιάσεων, ήτοι ένδεκα έτη πριν από την ημερομηνία ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής. Επιπλέον, το διακύβευμα της υπό κρίση υποθέσεως είναι ιδιαίτερα σημαντικό για αυτήν στον βαθμό που, με την απόφαση 91/299, κατόπιν δε με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή της προσήψε «εξαιρετικά σοβαρές» παραβάσεις και της επέβαλε πρόστιμο 20 εκατομμυρίων ευρώ. Κατά το χρονικό όμως σημείο της ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής, καμία οριστική απόφαση δεν είχε εκδοθεί όσον αφορά τις κατηγορίες που είχαν διατυπωθεί κατ’ αυτής με την ανακοίνωση αιτιάσεων.

111    Αναφερόμενη στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ), που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι, θεωρούμενη στο σύνολό της, η διαδικασία που κινήθηκε τον Φεβρουάριο 1990 υπερέβη προδήλως τον εύλογο χρόνο. Συναφώς, η κοινοτική νομολογία δεν προβλέπει ότι η διάρκεια της διαδικασίας πρέπει να εκτιμάται κατά στάδια. Επομένως, τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήσει την αναμονή της Επιτροπής επί πέντε και ήμισυ έτη προκειμένου να εκδώσει νέα απόφαση, τοσούτω μάλλον που η αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

112    Κατόπιν της δικαστικής αποφάσεως Solvay III, σκέψη 34 ανωτέρω, η Επιτροπή επέλεξε όχι μόνο να ασκήσει προσφυγή, της οποίας την απόρριψη μπορούσε να πιθανολογήσει κατόπιν της δικαστικής αποφάσεως Επιτροπή κατά BASF κ.λπ., σκέψη 82 ανωτέρω, αλλά επίσης να αναμείνει την έκβασή της πριν εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Επιπλέον, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή ανέμεινε οκτώ επιπλέον μήνες μετά τη δικαστική απόφαση Επιτροπή κατά Solvay, σκέψη 37 ανωτέρω, ενώ, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση PVC II του Πρωτοδικείου, σκέψη 43 ανωτέρω, η νέα απόφαση είχε εκδοθεί μετά από ενάμιση μήνα.

113    Περαιτέρω, η Επιτροπή συγχέει τον εύλογο χρόνο και τον χρόνο παραγραφής θεωρώντας εσφαλμένα ότι είχε τη δυνατότητα να αναμείνει το 2004 για να εκδώσει νέα απόφαση. Έτσι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν αναφέρει τα στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η εκτίμησή της ότι τηρήθηκε εν προκειμένω εύλογος χρόνος. Κατά την προσφεύγουσα, όποια και αν είναι η δικαιολογία της διάρκειας κάθε σταδίου της διαδικασίας, «χρόνος δεκατεσσάρων έως δεκαέξι ετών, ή και περισσότερο, για το σύνολο της διαδικασίας μεταξύ της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και της οριστικής αποφάσεως του Πρωτοδικείου ή του Δικαστηρίου» δεν μπορεί να χαρακτηριστεί εύλογος.

114    Επομένως, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει την υπέρβαση του εύλογου χρόνου και να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον δεν είναι πλέον δυνατό να αποφανθεί εντός ευλόγου χρόνου επί των κατηγοριών που διατυπώθηκαν κατά της προσφεύγουσας. Κάθε άλλη λύση, συνιστάμενη για παράδειγμα στη συνεκτίμηση της υπερβάσεως του ευλόγου χρόνου κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, δεν αναιρεί την παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατ’ εφαρμογήν των αρχών που έχει θέσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δεν χρειάζεται να αποδείξει ότι αυτή η υπέρβαση του ευλόγου χρόνου προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας, πράγμα που συνιστά χωριστό λόγο ακυρώσεως. Συγκεκριμένα, το κριτήριο της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας είναι διαφορετικό από το δικαίωμα του δικάζεσθαι εντός ευλόγου χρόνου στον τομέα του ποινικού δικαίου.

115    Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η υπέρβαση του ευλόγου χρόνου και η εντεύθεν προκύπτουσα εξασθένιση των αποδεικτικών στοιχείων την εμποδίζει να αμυνθεί, στερώντας της, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα να στηρίξει τα επιχειρήματα που προέβαλε με το δικόγραφο της προσφυγής. Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν μπορεί πλέον να επικαλεστεί τους πρώην μισθωτούς της, οι οποίοι εργάζονταν στον οικείο τομέα και στην οικεία θυγατρική. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να επιδοθεί σε λεπτομερείς αναλύσεις των συνθηκών παραγωγής και προμήθειας του ανθρακικού νατρίου κατά τη δεκαετία του’80, διότι πολλές από τις μονάδες της παραγωγής έκλεισαν από τότε και δεν τηρούνταν συστηματικά τα αρχεία που αφορούσαν αυτές τις μονάδες παραγωγής.

116    Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι για την υπαίτια αδράνεια της Επιτροπής κατά τη διάρκεια των πεντέμισι ετών μετά την απόφαση Solvay II, σκέψη 34 ανωτέρω, πρέπει να επιβληθεί ειδική κύρωση. Συναφώς, η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι πίστεψε δικαιολογημένα ότι η Επιτροπή είχε παραιτηθεί από την ανακίνηση του φακέλου, οπότε δεν επιδίωξε συστηματικά να διατηρήσει τα ίχνη από τα πραγματικά περιστατικά και τα έγγραφα που μπορούσαν να της χρησιμεύσουν για την άμυνά της. Επιπλέον, η πολιτική της αρχειοθετήσεως της επέβαλλε, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, τη συστηματική καταστροφή των αρχείων μετά από δέκα ή ακόμη και μετά από πέντε έτη.

117    Τέλος, το να θεωρηθεί ότι το βάρος αποδείξεως του μη εύλογου χαρακτήρα το φέρει η προσφεύγουσα αντιβαίνει στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατά την οποία εναπόκειται στις εθνικές αρχές, σε περίπτωση μακρών περιόδων αδράνειας, να εξηγήσουν τους λόγους της αδράνειας αυτής, οι οποίοι, πάντως, δεν θα μπορούσαν να είναι δικαιολογημένοι παρά μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι, σε αντίθεση με την Επιτροπή, δεν μπορεί να της προσαφθούν χειρισμοί αποσκοπούντες στην καθυστέρηση της διαδικασίας από το 1989 και εφεξής. Παρατηρεί ότι η Επιτροπή απεδείχθη ανίκανη να τηρήσει τόσο τους εσωτερικούς της κανόνες περί κυρώσεως όσο και την αρχή της ασφαλείας δικαίου, πράγμα που καθυστέρησε την επί της ουσίας εξέταση της αρχικής αποφάσεως κατά πολλά έτη.

118    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

–        Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

119    Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η τήρηση της αρχής του ευλόγου χρόνου επιβάλλεται, στον τομέα του ανταγωνισμού, στις διοικητικές διαδικασίες που κινούνται κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 17 και ενδέχεται να καταλήξουν στην επιβολή των κυρώσεων που ο κανονισμός αυτός καθορίζει και στην ένδικη διαδικασία ενώπιον του κοινοτικού δικαστή (απόφαση PVC II του Δικαστηρίου, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 179).

120    Πρώτον, προς στήριξη της αιτιάσεώς της που αντλείται από τον μη εύλογο χαρακτήρα της διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας, η προσφεύγουσα προβάλλει, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι, μολονότι η αναίρεση δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, η Επιτροπή, χωρίς κανέναn λόγο, ανέμεινε πεντέμισι έτη για να εκδώσει νέα απόφαση κατόπιν της ακυρώσεως της αποφάσεως 91/299 με τη δικαστική απόφαση Solvay III, σκέψη 34 ανωτέρω.

121    Όπως όμως διαπιστώθηκε κατά την εξέταση του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η παραγραφή ανεστάλη, σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού 2988/74, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου κατόπιν της ασκήσεως της αναιρέσεως κατά της αποφάσεως Solvay III, σκέψη 34 ανωτέρω. Επομένως, δεν μπορεί να προσάπτεται στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή του ευλόγου χρόνου για τον λόγο και μόνον ότι ανέμεινε να αποφανθεί το Δικαστήριο επί της αναιρέσεως αυτής προτού εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

122    Δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, γενικότερα, ότι η διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, συνολικά θεωρούμενη, δηλαδή μεταξύ της αποστολής της ανακοινώσεως αιτιάσεων και της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπερέβη τον εύλογο χρόνο.

123    Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

124    Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτιάσεως αντλουμένης από παραβίαση της αρχής του ευλόγου χρόνου, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της διοικητικής και της ένδικης διαδικασίας. Έτσι, η περίοδος κατά την οποία ο κοινοτικός δικαστής εξέτασε τη νομιμότητα της αποφάσεως 91/299, καθώς και το κύρος της δικαστικής αποφάσεως Solvay III, σκέψη 34 ανωτέρω, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό της διάρκειας της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση PVC II του Δικαστηρίου, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 123).

125    Τρίτον, η προσφεύγουσα επικρίνει τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας μεταξύ της εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως Επιτροπή κατά Solvay, σκέψη 37 ανωτέρω, και της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

126    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η περίοδος αυτή άρχισε στις 6 Απριλίου 2000, ημερομηνία εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως Επιτροπή κατά Solvay, σκέψη 37 ανωτέρω, και έληξε στις 13 Δεκεμβρίου 2000 με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Το στάδιο αυτό της διοικητικής διαδικασίας διήρκεσε κατά συνέπεια οκτώ μήνες και επτά ημέρες.

127    Κατά την περίοδο αυτή, η Επιτροπή επέφερε μόνο τυπικές τροποποιήσεις στην απόφαση 91/299, εισάγοντας, μεταξύ άλλων, ένα νέο χωρίο σχετικά με τις «διαδικασίες ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου», όσον αφορά την εκτίμηση της τηρήσεως του χρόνου παραγραφής. Περαιτέρω, της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν προηγήθηκε καμία πρόσθετη έρευνα, καθόσον η Επιτροπή στηρίχθηκε στα αποτελέσματα της έρευνας που διεξήχθη προ δέκα ετών. Εντούτοις, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ακόμη και υπό τις συνθήκες αυτές, ορισμένοι έλεγχοι και ορισμένες διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της διοικήσεως μπορούν να αποδειχθούν απαραίτητες για να επέλθει ένα τέτοιο αποτέλεσμα.

128    Από τα ανωτέρω έπεται ότι δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν είναι εύλογος ο χρόνος των οκτώ μηνών και επτά ημερών που διανύθηκε μεταξύ της εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως Επιτροπή κατά Solvay, σκέψη 37 ανωτέρω, και της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

129    Τέταρτον, όσον αφορά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας μεταξύ της αποστολής της ανακοινώσεως αιτιάσεων και της εκδόσεως της αποφάσεως 91/299, πρέπει να τονιστεί ότι η προσφεύγουσα δεν ισχυρίστηκε ότι η εν λόγω διάρκεια αυτή καθεαυτή μπορούσε να επικριθεί. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα περιορίστηκε στο να ισχυριστεί ότι ο εύλογος χαρακτήρας του χρόνου έπρεπε να εκτιμηθεί από τις 13 Μαρτίου 1990, ήτοι από την ημερομηνία κατά την οποία της απεστάλη η ανακοίνωση αιτιάσεων, χωρίς να επικρίνει την περίοδο των ενδεκάμιση μηνών που μεσολάβησε μεταξύ της ανακοινώσεως αιτιάσεων και της εκδόσεως της αποφάσεως 91/299, την 1η Μαρτίου 1991.

130    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα στοιχείο βάσει του οποίου να μπορεί να θεωρηθεί ότι η διάρκεια του συνόλου της διοικητικής διαδικασίας ήταν εν προκειμένω υπερβολική.

131    Συγκεκριμένα, ακόμη και αν πρέπει να ληφθεί υπόψη το προγενέστερο της διοικητικής διαδικασίας στάδιο της ανακοινώσεως αιτιάσεων (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑105/04 P, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8725, σκέψη 51), πρέπει να θεωρηθεί ότι η διάρκεια του συνόλου της διοικητικής διαδικασίας δεν είναι υπερβολική εν όψει ιδίως των ελέγχων που διενεργήθηκαν από τον Απρίλιο του 1989, των αιτήσεων παροχής πληροφοριών που υποβλήθηκαν στη συνέχεια και της αυτεπάγγελτης κινήσεως της διαδικασίας στις 19 Φεβρουαρίου 1990.

132    Πρέπει να προστεθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, η παραβίαση της αρχής της τηρήσεως του εύλογου χρόνου δεν θα δικαιολογούσε την ακύρωση αποφάσεως ληφθείσας κατά το πέρας διοικητικής διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού παρά μόνον αν η απόφαση αυτή συνιστούσε επίσης προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της οικείας επιχειρήσεως. Πράγματι, όταν δεν αποδεικνύεται ότι η παρέλευση υπερβολικού χρόνου επηρέασε την ικανότητα των οικείων επιχειρήσεων να αμυνθούν αποτελεσματικά, η μη τήρηση της αρχής του εύλογου χρόνου δεν ασκεί επιρροή επί του κύρους της διοικητικής διαδικασίας (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση PVC II του Πρωτοδικείου, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 122).

133    Συναφώς, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι της είναι δύσκολο να αμυνθεί κατά κατηγοριών που αφορούν πραγματικά περιστατικά τα οποία υποτίθεται ότι έλαβαν χώρα εκείνο το χρονικό διάστημα, καθόσον δεν μπορεί πλέον να επικαλεστεί τους υπαλλήλους της, οι οποίοι εργάζονταν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών στον οικείο τομέα και στην οικεία θυγατρική.

134    Ωστόσο, η Επιτροπή δεν προέβη σε καμία πράξη έρευνας μεταξύ της εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως Επιτροπή κατά Solvay, σκέψη 37 ανωτέρω, και της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

135    Επιπλέον, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι αυτή στηρίζεται στην ίδια αιτιολογία με αυτή της αποφάσεως 91/299, ότι το περιεχόμενο των δύο αυτών αποφάσεων είναι σχεδόν πανομοιότυπο και ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη κανένα νέο στοιχείο που να καθιστά αναγκαία την άσκηση κάποιου δικαιώματος άμυνας.

136    Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν προσεβλήθησαν τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας.

137    Πέμπτον, όσον αφορά την ένδικη διαδικασία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα δεν θέτει ευθέως εν αμφιβόλω τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου και κατόπιν ενώπιον του Δικαστηρίου όσον αφορά την απόφαση 91/299.

138    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπομνησθεί ότι η γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα για δίκαιη δίκη, αρχή που απορρέει από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, ιδίως δε δικαίωμα για δίκη εντός εύλογου χρόνου, έχει εφαρμογή στο πλαίσιο ένδικης προσφυγής κατ’ αποφάσεως της Επιτροπής επιβάλλουσας σε επιχείρηση πρόστιμα λόγω παραβάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού. Ο εύλογος χαρακτήρας του χρόνου εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις που προσιδιάζουν σε κάθε υπόθεση και ειδικότερα τα διακυβευόμενα με τη δίκη συμφέροντα του διαδίκου, την περιπλοκότητα της υποθέσεως, καθώς και τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος και εκείνη των αρμοδίων αρχών. Ο κατάλογος των κριτηρίων αυτών δεν είναι εξαντλητικός και η εκτίμηση του εύλογου χαρακτήρα του χρόνου δεν επιβάλλει συστηματική εξέταση των περιστάσεων της υποθέσεως βάσει εκάστου κριτηρίου, όταν η διάρκεια της διαδικασίας δικαιολογείται βάσει ενός και μόνον κριτηρίου. Έτσι, η περιπλοκότητα της υποθέσεως μπορεί να ληφθεί υπόψη προς δικαιολόγηση ενός χρόνου ο οποίος θεωρείται κατ’ αρχήν υπερβολικά μακρός (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑403/04 P και C‑405/04 P, Sumitomo Metal Industries et Nippon Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑729, σκέψεις 115 έως 117 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

139    Επιπλέον, στην απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I‑8417), αφού διαπίστωσε ότι το Πρωτοδικείο είχε παραβεί τις επιταγές περί τηρήσεως της αρχής του ευλόγου χρόνου, το Δικαστήριο, για λόγους οικονομίας της διαδικασίας και προκειμένου να εξασφαλίσει την άμεση και αποτελεσματική αποκατάσταση μιας τέτοιας διαδικαστικής πλημμέλειας, έκρινε ότι ήταν βάσιμος ο λόγος αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που αντλούνταν από την υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας και συνεπώς ότι η απόφαση αυτή έπρεπε να αναιρεθεί στον βαθμό που καθόριζε το επιβληθέν στην προσφεύγουσα πρόστιμο στα 3 εκατομμύρια ECU. Ελλείψει κάθε ενδείξεως για το ότι η διάρκεια της διαδικασίας είχε επίπτωση στην επίλυση της διαφοράς, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο λόγος αυτός δεν μπορούσε να καταλήξει στην αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στο σύνολό της, αλλά ότι ένα ποσό 50 000 ECU αποτελούσε δίκαιη αποκατάσταση, λόγω της υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας, μειώνοντας αντιστοίχως το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην οικεία επιχείρηση.

140    Κατά συνέπεια, ελλείψει κάθε ενδείξεως περί του ότι η διάρκεια της διαδικασίας επηρέασε την επίλυση της διαφοράς, ενδεχόμενη υπέρβαση του ευλόγου χρόνου από τον κοινοτικό δικαστή εν προκειμένω, ακόμη και αν υποτεθεί αποδεδειγμένη, δεν θα είχε καμία επίπτωση στη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

141    Πρέπει να προστεθεί ότι, στο δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα παραιτήθηκε ρητώς από τη δυνατότητα μειώσεως του προστίμου για να αποκατασταθεί η προβαλλόμενη προσβολή του δικαιώματός της να δικαστεί εντός ευλόγου χρόνου. Ομοίως δεν άσκησε αγωγή αποζημιώσεως.

142    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση των ουσιωδών τύπων

143    Ο δεύτερος λόγος περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, οκτώ σκέλη, που αντλούνται, πρώτον, από παραβίαση της αρχής της συλλογικότητας, δεύτερον, από παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, τρίτον, από προσβολή του δικαιώματος της προσφεύγουσας για νέα ακρόαση, τέταρτον, από την έλλειψη νέας διαβουλεύσεως με τη συμβουλευτική επιτροπή επί συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων, πέμπτον, από τη μη σύννομη σύνθεση της εν λόγω συμβουλευτικής επιτροπής, έκτον, από τη χρήση εγγράφων κατασχεθέντων κατά παράβαση του κανονισμού 17, έβδομον, από προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο και, όγδοον, από παραβίαση των αρχών της αμεροληψίας, της χρηστής διοικήσεως και της αναλογικότητας.

144    Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι είναι σκόπιμο να εξετάσει το έβδομο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως στο πλαίσιο ενός έκτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο, κατόπιν της εξετάσεως του συνόλου των λόγων ακυρώσεως που αφορούν την ουσία της υποθέσεως.

 Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της συλλογικότητας

–        Επιχειρήματα των διαδίκων

145    Η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι, κατά το συνοδευτικό έγγραφο της 10ης Ιανουαρίου 2001, που υπογράφεται από το αρμόδιο επί του ανταγωνισμού μέλος της Επιτροπής, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από το σώμα των επιτρόπων στις 13 Δεκεμβρίου 2000.

146    Από τις δηλώσεις όμως του εκπροσώπου τύπου της Επιτροπής, που αναπαράγονται σε ανακοινωθέν Τύπου ειδησεογραφικού πρακτορείου της 12ης Δεκεμβρίου 2000, προκύπτει ότι η απόφαση εκδόσεως εκ νέου της αποφάσεως 91/299 είχε ήδη ληφθεί το αργότερο την προηγουμένη της ημέρας κατά την οποία το σώμα των επιτρόπων συνήλθε για να συσκεφθεί.

147    Κατά την προσφεύγουσα, ελλείψει ενδείξεως περί του γεγονότος ότι το σώμα των επιτρόπων συσκέφθηκε σε ημερομηνία προ της 12ης Δεκεμβρίου 2000, πρέπει να συναχθεί εντεύθεν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παραβίαση της αρχής της συλλογικότητας.

148    Περαιτέρω, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε πράγματι από το σώμα των επιτρόπων, από το ανακοινωθέν Τύπου ειδησεογραφικού πρακτορείου, της 12ης Δεκεμβρίου 2000, προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε προφανώς αποφασίσει να εκδώσει νέα απόφαση με περιεχόμενο πανομοιότυπο με αυτό της αποφάσεως 91/299 με το αιτιολογικό ότι η προσφεύγουσα ουδέποτε είχε αμφισβητήσει την απόφαση αυτή επί της ουσίας. Η προσφεύγουσα όμως υποστηρίζει ότι επέκρινε τη νομική και τη σχετική με τα πραγματικά περιστατικά εκτίμηση στην οποία προέβη η Επιτροπή, καθώς και το πρόστιμο τόσο κατ’ αρχήν όσο και ως προς το ύψος του. Κατά συνέπεια, το σώμα των επιτρόπων δεν είχε ορθώς πληροφορηθεί τη θέση της προσφεύγουσας κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο αποφάσισε να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

149    Η προσφεύγουσα ζητεί επίσης από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει την Επιτροπή να προσκομίσει όλα τα σχετικά με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως εσωτερικά έγγραφα, ειδικότερα δε τα πρακτικά κάθε συνεδριάσεως του σώματος των επιτρόπων κατά τη διάρκεια της οποίας συζητήθηκε το σχέδιο της αποφάσεως, καθώς και τα έγγραφα που υποβλήθηκαν στο σώμα.

150    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

–        Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

151    Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της συλλογικότητας βασίζεται στην ισότητα των μελών της Επιτροπής κατά τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεως και συνεπάγεται, ιδίως, ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και όλα τα μέλη του συλλογικού οργάνου ευθύνονται συλλογικώς, στο πολιτικό επίπεδο, για όλες τις λαμβανόμενες αποφάσεις (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑191/95, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1998, σ. I‑5449, σκέψη 39, και της 13ης Δεκεμβρίου 2001, C‑1/00, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2001, σ. I‑9989, σκέψη 79).

152    Η τήρηση της αρχής της συλλογικότητας, ειδικά δε η ανάγκη λήψεως των αποφάσεων από κοινού από τα μέλη της Επιτροπής, ενδιαφέρει απαραιτήτως τα υποκείμενα δικαίου τα οποία αφορούν τα έννομα αποτελέσματα των αποφάσεων, υπό την έννοια ότι τα υποκείμενα δικαίου πρέπει να έχουν τη βεβαιότητα ότι οι αποφάσεις αυτές πράγματι ελήφθησαν από το σώμα και ανταποκρίνονται επακριβώς στη βούλησή του. Τούτο ισχύει ιδίως όσον αφορά πράξεις ρητώς χαρακτηριζόμενες ως αποφάσεις, τις οποίες εκδίδει η Επιτροπή κατά επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, προκειμένου να γίνονται σεβαστοί οι κανόνες του ανταγωνισμού, και με τις οποίες διαπιστώνονται οι παραβάσεις των κανόνων αυτών, απευθύνονται εντολές προς τις επιχειρήσεις και τους επιβάλλονται χρηματικές κυρώσεις (απόφαση Επιτροπή κατά BASF κ.λπ., σκέψη 82 ανωτέρω, σκέψεις 64 και 65).

153    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα επικαλείται το γεγονός ότι, σύμφωνα με το ανακοινωθέν Τύπου ειδησεογραφικού πρακτορείου, της 12ης Δεκεμβρίου 2000, ο εκπρόσωπος τύπου της Επιτροπής ανακοίνωσε ότι η Επιτροπή θα εξέδιδε εκ νέου την ίδια απόφαση στις 13 Δεκεμβρίου 2000.

154    Ωστόσο, ακόμα και αν υποτεθεί ότι ο εκπρόσωπος τύπου της Επιτροπής όντως είπε αυτά στα οποία αναφέρεται η προσφεύγουσα, το γεγονός και μόνον ότι ανακοινωθέν Τύπου ιδιωτικής εταιρίας μνημονεύει δήλωση που δεν έχει κανένα επίσημο χαρακτήρα δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της συλλογικότητας. Συγκεκριμένα, το σώμα των επιτρόπων ουδόλως εδεσμεύετο από τη δήλωση αυτή και, κατά τη συνεδρίαση της 13ης Δεκεμβρίου 2000, θα μπορούσε συνεπώς επίσης να αποφασίσει, μετά από κοινή διαβούλευση, να μην εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

155    Πρέπει να προστεθεί ότι το επίσημο ανακοινωθέν Τύπου της Επιτροπής δημοσιεύθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2000.

156    Περαιτέρω, ακόμα και αν υποτεθεί ότι ο εκπρόσωπος της Επιτροπής δήλωσε ότι η προσφεύγουσα ουδέποτε αμφισβήτησε επί της ουσίας την απόφαση 91/299, ένα τέτοιο επιχείρημα είναι αλυσιτελές. Συγκεκριμένα, από την αιτιολογική σκέψη 199 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέδωσε νέα απόφαση της οποίας το περιεχόμενο ήταν σχεδόν πανομοιότυπο με αυτό της αποφάσεως 91/299 με το αιτιολογικό ότι η τελευταία αυτή είχε ακυρωθεί λόγω διαδικαστικής πλημμέλειας. Επομένως, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα επέκρινε επί της ουσίας την απόφαση 91/299 δεν ασκεί επιρροή.

157    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι δεν πρέπει να διαταχθεί η Επιτροπή, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, να προσκομίσει όλα τα εσωτερικά έγγραφα που αφορούν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

158    Επομένως, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου

–        Επιχειρήματα των διαδίκων

159    Η προσφεύγουσα υπαινίσσεται ότι η διαδικασία κυρώσεως που προβλέπει ο εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής (EE 1999, L 252, σ. 41), ο οποίος είχε εφαρμογή κατά το χρονικό σημείο της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν είναι σύμφωνη προς τις επιταγές των δικαστικών αποφάσεων Επιτροπή κατά BASF κ.λπ., σκέψη 82 ανωτέρω (σκέψεις 73 έως 76), και Επιτροπή κατά Solvay, σκέψη 37 ανωτέρω (σκέψεις 44 έως 49).

160    Συγκεκριμένα, το άρθρο 16, πρώτο εδάφιο, του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής, που ήταν τότε σε ισχύ, δεν προέβλεπε καμία διαδικασία για την κύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία δεν έχει υπογραφεί έστω και αν αναφέρει το όνομα του αρμόδιου για τον ανταγωνισμό μέλους της Επιτροπής. Ειδικότερα, δεν προβλεπόταν ότι οι εκδιδόμενες πράξεις πρέπει να επισυνάπτονται στο ανακεφαλαιωτικό σημείωμα κατά τον χρόνο καταρτίσεως αυτού, οπότε «η κύρωση του ενός ή του άλλου από τα σημειώματα αυτά δεν έχει άμεση σχέση με την εκδοθείσα πράξη». Συναφώς, το άρθρο 16, πρώτο εδάφιο, του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής διαφέρει από το άρθρο 15 της αποφάσεως του Συμβουλίου της 5ης Ιουνίου 2000, περί εγκρίσεως του εσωτερικού του κανονισμού (EE L 149, σ. 21).

161    Επομένως, ο εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής παραγνωρίζει τον θεμελιώδη χαρακτήρα της διαδικασίας κυρώσεως και αντιβαίνει στην αρχή της ασφαλείας δικαίου. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει κυρωθεί εγκύρως.

162    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

–        Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

163    Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά, εκ προοιμίου, ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας πρέπει να νοηθεί ως προβάλλουσα την έλλειψη νομιμότητας μιας διατάξεως του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής που ήταν σε ισχύ κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

164    Μια τέτοια ένσταση ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτή.

165    Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 241 ΕΚ πρέπει επίσης να επεκταθεί και στις διατάξεις εσωτερικού κανονισμού οργάνου οι οποίες, καίτοι δεν αποτελούν τη νομική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως και δεν παράγουν αποτελέσματα ανάλογα με τα αποτελέσματα κανονισμού υπό την έννοια αυτού του άρθρου της Συνθήκης, καθορίζουν τον ουσιώδη τύπο για την έκδοση της αποφάσεως αυτής και εξασφαλίζουν στους αποδέκτες της ασφάλεια δικαίου. Πράγματι, κάθε αποδέκτης αποφάσεως πρέπει να μπορεί να αμφισβητήσει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξεως που διέπει την τυπική ισχύ της αποφάσεως αυτής, παρά το γεγονός ότι η εν λόγω πράξη δεν αποτελεί τη νομική βάση της αποφάσεως, εφόσον δεν είχε τη δυνατότητα να ζητήσει την ακύρωση της πράξεως αυτής πριν του κοινοποιηθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας στο μέτρο που εξασφαλίζουν την προστασία των ιδιωτών (απόφαση PVC II του Πρωτοδικείου, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψεις 286 και 287).

166    Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να περιορίζεται σε ό,τι είναι απαραίτητο για την επίλυση της διαφοράς.

167    Συγκεκριμένα, το άρθρο 241 ΕΚ δεν αποσκοπεί στην παροχή στον διάδικο της δυνατότητας να αμφισβητεί την ισχύ πράξεων γενικής φύσεως στο πλαίσιο κάθε είδους προσφυγής. Η πράξη γενικής ισχύος της οποίας προβάλλεται η έλλειψη νομιμότητας πρέπει να εφαρμόζεται άμεσα ή έμμεσα στην υπόθεση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής και πρέπει να υφίσταται άμεσος νομικός δεσμός μεταξύ της προσβαλλομένης ατομικής αποφάσεως και της εν λόγω πράξεως γενικής ισχύος (βλ. απόφαση PVC II του Πρωτοδικείου, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψεις 288 και 289 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

168    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κυρώθηκε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 16, πρώτο εδάφιο, του εσωτερικού κανονισμού. Υφίσταται κατά συνέπεια νομικός δεσμός μεταξύ της αποφάσεως αυτής και αυτού του άρθρου του εσωτερικού κανονισμού του οποίου την έλλειψη νομιμότητας προβάλλει η προσφεύγουσα. Επομένως, το άρθρο 16, πρώτο εδάφιο, του εσωτερικού κανονισμού που ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας.

169    Πρέπει συνεπώς να εξακριβωθεί αν η διαδικασία κυρώσεως που προβλέπει ο εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής είναι ή όχι σύμφωνη προς τις επιταγές της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

170    Κρίσιμο εν προκειμένω είναι το άρθρο 16, πρώτο εδάφιο, του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής, ως ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο προβλέπει τα εξής:

«Οι πράξεις που εγκρίνονται σε συνεδρίαση προσαρτώνται άρρηκτα, στη γλώσσα ή στις γλώσσες που είναι αυθεντικές, σε ανακεφαλαιωτικό σημείωμα που καταρτίζεται κατά το τέλος της συνεδρίασης της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της οποίας εγκρίθηκαν. Οι πράξεις αυτές κυρώνονται με την υπογραφή του Προέδρου και του Γενικού Γραμματέα στην τελευταία σελίδα του ανακεφαλαιωτικού σημειώματος.»

171    Στην απόφαση PVC II του Πρωτοδικείου, σκέψη 43 ανωτέρω, εξετάστηκε η νομιμότητα του άρθρου 16, πρώτο εδάφιο, του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής της 17ης Φεβρουαρίου 1993 (EE L 230, σ. 15), το οποίο είχε ως εξής:

«Οι πράξεις που εγκρίνονται σε συνεδρίαση […] προσαρτώνται ως παράρτημα, στη γλώσσα ή τις γλώσσες που είναι αυθεντικές, στα πρακτικά της συνεδρίασης της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της οποίας εγκρίθηκαν ή κατά τη διάρκεια της οποίας διαπιστώθηκε η έγκρισή τους. Οι πράξεις αυτές κυρώνονται με την υπογραφή του Προέδρου και του Γενικού Γραμματέα στην πρώτη σελίδα των εν λόγω πρακτικών.»

172    Στην απόφαση αυτή, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι οι κανόνες του άρθρου 16, πρώτο εδάφιο, του εσωτερικού κανονισμού αποτελούσαν αφεαυτών επαρκή εγγύηση για τον έλεγχο, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, της πλήρους αντιστοιχίας μεταξύ των κοινοποιουμένων ή των δημοσιευομένων κειμένων με το κείμενο που ενέκρινε το σώμα και, συνεπώς, με τη βούληση του συντάκτη τους. Πράγματι, εφόσον το κείμενο αυτό ήταν προσαρτημένο στα πρακτικά και η πρώτη σελίδα του έφερε την υπογραφή του Προέδρου και του Γενικού Γραμματέα, υφίστατο μεταξύ των εν λόγω πρακτικών και των εγγράφων που καλύπτονταν από τα πρακτικά αυτά ένας σύνδεσμος ο οποίος διασφάλιζε το ακριβές περιεχόμενο και τον ακριβή τύπο της αποφάσεως του σώματος. Συναφώς, μια αρχή έπρεπε να λογίζεται ως ενεργήσασα σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία εφόσον δεν είχε διαπιστωθεί από τον κοινοτικό δικαστή το παράτυπο των ενεργειών της. Συνεπώς, η κύρωση κατά τους κανόνες του άρθρου 16, πρώτο εδάφιο, του εσωτερικού κανονισμού έπρεπε να θεωρηθεί σύννομη. (απόφαση PVC II του Πρωτοδικείου, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψεις 302 έως 304).

173    Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι το άρθρο 16, πρώτο εδάφιο, του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής, ως είχε κατά το χρονικό σημείο της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, προβλέπει διαδικασία τυπικά πιο περίπλοκη από αυτή που εξετάστηκε στην απόφαση PVC II του Πρωτοδικείου, σκέψη 43 ανωτέρω.

174    Συγκεκριμένα, οι τροποποιήσεις που επήλθαν μεταξύ των δύο μορφών του κειμένου είναι οι ακόλουθες: οι πράξεις που εγκρίνονται σε συνεδρίαση δεν «προσαρτώνται» απλώς στα πρακτικά, αλλά «προσαρτώνται άρρηκτα»· ο όρος «πρακτικά» αντικαταστάθηκε από τον όρο «ανακεφαλαιωτικό σημείωμα»· το σημείωμα καταρτίζεται «κατά το τέλος της συνεδρίασης»· τέλος, η υπογραφή δεν τίθεται πλέον στην «πρώτη σελίδα των πρακτικών», αλλά στην «τελευταία σελίδα του ανακεφαλαιωτικού σημειώματος».

175    Οι τροποποιήσεις αυτές, συνολικά θεωρούμενες, ενισχύουν τις εγγυήσεις που παρέχει η διαδικασία κυρώσεως για να εξασφαλιστεί, μεταξύ άλλων, η τήρηση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

176    Επομένως, το άρθρο 16, πρώτο εδάφιο, του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής, που εφαρμοζόταν κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν είναι παράνομο.

177    Υπό τις συνθήκες αυτές, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου σκέλους, που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος της προσφεύγουσας για νέα ακρόαση

–        Επιχειρήματα των διαδίκων

178    Η προσφεύγουσα αναγνωρίζει ότι το Πρωτοδικείο, στις σκέψεις 246 έως 252 της αποφάσεώς του PVC II, σκέψη 43 ανωτέρω, έκρινε ότι, όταν απόφαση της Επιτροπής ακυρώνεται λόγω διαδικαστικής πλημμέλειας, δεν απαιτείται νέα ακρόαση των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, πριν από την έκδοση νέας αποφάσεως, παρά μόνο στον βαθμό που η νέα αυτή απόφαση περιέχει νέες αιτιάσεις.

179    Ωστόσο, η λύση αυτή δεν μπορεί να μεταφερθεί στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως. Αφενός, η διοικητική διαδικασία είναι πολλαπλώς ελαττωματική, λόγω της χρήσεως από την Επιτροπή εγγράφων που κατασχέθηκαν με σκοπό διαφορετικό από εκείνο για τον οποίο της επιτρεπόταν να λάβει γνώση των εν λόγων εγγράφων και λόγω της προσβολής του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο. Αφετέρου, η προσβαλλόμενη απόφαση επαναλαμβάνει την ανάλυση που πραγματοποιήθηκε στην απόφαση 91/297, η οποία ακυρώθηκε για λόγους που δεν είναι αμιγώς τυπικοί και δεν εκδόθηκε εκ νέου.

180    Έτσι, η ακύρωση της αποφάσεως 91/297 επηρέασε το κύρος των προπαρασκευαστικών μέτρων της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, στη δικαστική απόφαση Solvay I, σκέψη 35 ανωτέρω, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η απόλυτη άρνηση ανακοινώσεως των εγγράφων την οποία αντέταξε η Επιτροπή προσέβαλλε το δικαίωμα προσβάσεως της προσφεύγουσας στον φάκελο. Περαιτέρω, η διαδικαστική αυτή πλημμέλεια επηρεάζει εξ ίσου τόσο τη διοικητική διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 82 ΕΚ όσο και την αφορώσα το άρθρο 81 ΕΚ διαδικασία. Επομένως, η Επιτροπή θα έπρεπε να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία παρέχοντάς της πλήρη πρόσβαση στον φάκελό της και να της επιτρέψει εν συνεχεία να προβάλει συναφώς όλες τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις της.

181    Επιπλέον, η ερμηνεία που έγινε δεκτή στην απόφαση PVC II του Πρωτοδικείου, σκέψη 43 ανωτέρω, είναι νομικά εσφαλμένη καθόσον περιορίζει το δικαίωμα ακροάσεως στη δυνατότητα και μόνο της ενδιαφερομένης επιχειρήσεως να προβάλει τις παρατηρήσεις της επί των κατ’ αυτής αιτιάσεων. Συγκεκριμένα, κάθε ενδιαφερόμενη επιχείρηση έχει επίσης το δικαίωμα να ακουστεί και να προβάλει τις παρατηρήσεις της επί των προστίμων τόσο κατ’ αρχήν όσο και ως προς τη σκοπιμότητά τους και το ύψος τους. Αναφερόμενη στη νομολογία, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι στις επιχειρήσεις που είναι δυνητικά αποδέκτες αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται παράβαση διαπραχθείσα από αυτές και τους επιβάλλεται πρόστιμο πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα να προβάλουν όλες τις παρατηρήσεις τους επί του προστίμου κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας. Λόγω όμως της παρελεύεως του χρόνου στην υπό κρίση υπόθεση, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι είχε νέες παρατηρήσεις να προβάλει όσον αφορά την παραγραφή του δικαιώματος της Επιτροπής να της επιβάλει πρόστιμα και την υπέρβαση του ευλόγου χρόνου καθώς, και το ύψος του προστίμου.

182    Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι, κατόπιν της ακυρώσεως της αποφάσεως 91/297, θα έπρεπε, μεταξύ άλλων, να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της επί της εσωτερικής συνοχής της αναλύσεως της Επιτροπής, η οποία παρουσίασε τις προβαλλόμενες παραβάσεις των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ ως αλληλοστηριζόμενες, και επί του κύρους ορισμένων εκτιμήσεων οι οποίες περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά την ύπαρξη συμπράξεως με την ICI και οι οποίες αποτελούν δάνειο από την απόφαση 91/297 ή μετέχουν στη φιλοσοφία της, κατά παράβαση του τεκμηρίου της αθωώτητας.

183    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

–        Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

184    Η Επιτροπή, οσάκις, μετά την ακύρωση αποφάσεως επιβάλλουσας κυρώσεις σε επιχειρήσεις που έχουν παραβεί το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, λόγω διαδικαστικής πλημμέλειας αφορώσας αποκλειστικά τους κανόνες της οριστικής εγκρίσεώς της από το σώμα των επιτρόπων, εκδίδει νέα απόφαση, η οποία έχει κατ’ ουσίαν πανομοιότυπο περιεχόμενο και στηρίζεται στις ίδιες αιτιάσεις, δεν υποχρεούται να προβαίνει σε νέα ακρόαση των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση PVC II του Πρωτοδικείου, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψεις 246 έως 253, επιβεβαιωθείσα με την απόφαση PVC II του Δικαστηρίου, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψεις 83 έως 111).

185    Ως προς τα νομικά ζητήματα που είναι πιθανόν να τεθούν στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 233 ΕΚ, όπως τα σχετικά με την παρέλευση του χρόνου, τη δυνατότητα επαναλήψεως των διώξεων, την πρόσβαση στον φάκελο που είναι συναφής με την επανάληψη της διαδικασίας, την παρέμβαση του συμβούλου ακροάσεων και της συμβουλευτικής επιτροπής, καθώς και τις ενδεχόμενες συνέπειες του άρθρου 20 του κανονισμού 17, ούτε τα ζητήματα αυτά επιβάλλουν νέες ακροάσεις, στο μέτρο που δεν μεταβάλλουν το περιεχόμενο των αιτιάσεων, υπόκεινται δε μόνον, ενδεχομένως, σε μεταγενέστερο δικαστικό έλεγχο (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση PVC II του Δικαστηρίου, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 93).

186    Εν προκειμένω, η Επιτροπή επανέλαβε το σύνολο σχεδόν του περιεχομένου της αποφάσεως 91/299. Συμπλήρωσε μόνον την προσβαλλόμενη απόφαση με ένα χωρίο που αφορούσε τη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου.

187    Βεβαίως, στο μέρος της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά τα πραγματικά περιστατικά, η Επιτροπή προσέθεσε επίσης παρατηρήσεις προερχόμενες από την απόφαση 91/297, η οποία ακυρώθηκε εν συνεχεία με τη δικαστική απόφαση Solvay I, σκέψη 35 ανωτέρω. Το τμήμα αυτό περιέχει κυρίως αναφορές στην ICI.

188    Ωστόσο, αφενός, η απόφαση 91/299, από την οποία πηγάζει η προσβαλλόμενη απόφαση, έκανε ρητή αναφορά στην απόφαση 91/297 όσον αφορά τα στοιχεία σχετικά με το προϊόν και την αγορά του ανθρακικού νατρίου (βλ. σημείο I B των αιτιολογικών σκέψεων της αποφάσεως 91/299). Με το υπόμνημα απαντήσεώς της, η προσφεύγουσα αναγνωρίζει εξάλλου ότι τα χωρία της αποφάσεως 91/297 τα οποία επανέλαβε η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελούσαν «αναπόσπαστο τμήμα» της αποφάσεως 91/299.

189    Αφετέρου, τα στοιχεία αυτά, που αφορούν αποκλειστικά τα πραγματικά περιστατικά, δεν είναι λυσιτελή όσον αφορά τις παραβάσεις που προσάπτονται στην προσφεύγουσα στην υπό κρίση υπόθεση. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, η συμπεριφορά που προσάπτεται στην προσφεύγουσα συνίσταται σε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως και όχι σε συμφωνία που συνήψε με άλλη επιχείρηση ή σε εναρμονισμένες πρακτικές που έχουν ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς.

190    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση και η απόφαση 91/299 έχουν κατ’ ουσίαν πανομοιότυπο περιεχόμενο και στηρίζονται στην ίδια αιτιολογία.

191    Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στις σκέψεις 184 και 185 ανωτέρω νομολογία, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε εκ νέου ακρόαση της προσφεύγουσας προτού εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

192    Περαιτέρω, όσον αφορά τα επιχειρήματα που αντλούνται από τη χρήση εγγράφων κατασχεθέντων κατά παράβαση του κανονισμού 17 και από την προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο, τα εν λόγω επιχειρήματα αποτελούν το αντικείμενο αυτοτελών αιτιάσεων και θα εξεταστούν, συνεπώς, κατωτέρω.

193    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου σκέλους, που αντλείται από την έλλειψη νέας διαβουλεύσεως με τη συμβουλευτική επιτροπή επί συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων

–        Επιχειρήματα των διαδίκων

194    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την εκτίμηση που περιέχεται στις σκέψεις 254 έως 257 της αποφάσεως PVC II του Πρωτοδικείου, σκέψη 43 ανωτέρω, κατά την οποία δεν απαιτείτο νέα διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή στην υπόθεση εκείνη. Κατά την προσφεύγουσα, σε αντίθεση προς όσα έκρινε το Πρωτοδικείο με την απόφαση αυτή, η υποχρέωση διαβουλεύσεως με τη συμβουλευτική επιτροπή δεν προκύπτει από το άρθρο 1 του κανονισμού 99/63/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 1963, περί των ακροάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 19, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου (EE ειδ. έκδ. 08/001 σ. 37), το οποίο περιορίζεται στη ρύθμιση της χρονολογικής διεξαγωγής της διαδικασίας, αλλά από το άρθρο 10 του κανονισμού 17, ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών. Επιπλέον, η διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή, έστω και αν αποτελεί σημαντική διαδικαστική εγγύηση, επιδιώκει σκοπό διαφορετικό από αυτόν της απλής ακροάσεως της επιχειρήσεως την οποία αφορά το σχέδιο αποφάσεως, όπως τούτο πιστοποιείται από το γεγονός ότι η παραίτηση της επιχειρήσεως από την ακρόαση δεν απαλλάσσει την Επιτροπή από την υποχρέωση διαβουλεύσεως με τη συμβουλευτική επιτροπή.

195    Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, θα έπρεπε να είχε ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής επί του σχεδίου της Επιτροπής να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατόπιν της δικαστικής αποφάσεως Επιτροπή κατά Solvay, σκέψη 37 ανωτέρω, ειδικότερα επί του ζητήματος της τηρήσεως της αρχής του ευλόγου χρόνου.

196    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

–        Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

197    Κατά το άρθρο 10 του κανονισμού 17, ως εφαρμοζόταν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών:

«3.      Η συμβουλευτική επιτροπή επί συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων εκφέρει γνώμη προ της εκδόσεως αποφάσεως, η οποία, είτε εκδίδεται κατά τη διαδικασία της παραγράφου 1, είτε αφορά ανανέωση, τροποποίηση ή ανάκληση αποφάσεως, η οποία εξεδόθη κατ’ εφαρμογή του άρθρου [81], παράγραφος 3, [ΕΚ].

[…]

5.      Η γνώμη διατυπώνεται κατά τη διάρκεια κοινής συνεδριάσεως μετά από πρόσκληση της Επιτροπής και όχι ενωρίτερον των 14 ημερών μετά την αποστολή της προσκλήσεως. Η γνώμη συνοδεύεται από έκθεση των πραγματικών περιστατικών και αναφορά των σπουδαιοτέρων εγγράφων, καθώς και από προσχέδιο αποφάσεως για κάθε υπό εξέταση περίπτωση.»

198    Περαιτέρω, το άρθρο 1 του κανονισμού 99/63 ορίζει τα εξής:

«Πριν ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής επί συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων, η Επιτροπή προβαίνει σε ακρόαση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 17.»

199    Κατά πάγια νομολογία, από το άρθρο 1 του κανονισμού 99/63 προκύπτει ότι η ακρόαση των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων και η διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή είναι αναγκαίες στις ίδιες περιπτώσεις (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, 46/87 και 227/88, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 2859, σκέψη 54, και απόφαση PVC II του Δικαστηρίου, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 115).

200    Ο κανονισμός 99/63 αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 2842/98 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1998, σχετικά με τις ακροάσεις στο πλαίσιο ορισμένων διαδικασιών κατ’ εφαρμογή των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (EE L 354, σ. 18), που ήταν σε ισχύ κατά το χρονικό σημείο της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και του οποίου το άρθρο 2, παράγραφος 1, έχει διατύπωση παρόμοια με αυτή του άρθρου 1 του κανονισμού 99/63.

201    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, πριν από την απόφαση 91/299 ζητήθηκε η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής επί συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων. Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ούτε το υποστατό ούτε το σύννομο της διαβουλεύσεως αυτής.

202    Επομένως, στον βαθμό που η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει ουσιώδεις τροποποιήσεις σε σχέση με την απόφαση 91/299, η Επιτροπή, η οποία δεν ήταν υποχρεωμένη και προβεί σε νέα ακρόαση της προσφεύγουσας πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ομοίως δεν ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε νέα διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση PVC II του Δικαστηρίου, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 118).

203    Κατά συνέπεια, το τέταρτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου σκέλους, που αντλείται από τη μη σύννομη σύνθεση της συμβουλευτικής επιτροπής επί συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων

–        Επιχειρήματα των διαδίκων

204    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, κατόπιν της διαβουλεύσεως με τη συμβουλευτική επιτροπή επί συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων, η οποία πραγματοποιήθηκε πριν από την έκδοση της αποφάσεως 91/299 και της προσβαλλομένης αποφάσεως, τρία κράτη μέλη προσχώρησαν στην Κοινότητα, την 1η Ιανουαρίου 1995. Δεδομένου ότι η εν λόγω συμβουλευτική επιτροπή συντίθεται από έναν εκπρόσωπο κάθε κράτους μέλους, η συμβουλευτική αυτή επιτροπή δεν είχε πλέον έγκυρη σύνθεση κατά το χρονικό σημείο που η Επιτροπή κατήρτισε το σχέδιο που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η Επιτροπή θα έπρεπε συνεπώς να προβεί σε νέα διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή.

205    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

–        Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

206    Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 4, του κανονισμού 17, ως εφαρμοζόταν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών:

«Η συμβουλευτική επιτροπή αποτελείται από υπαλλήλους αρμοδίους επί συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων. Κάθε κράτος μέλος ορίζει έναν υπάλληλο, ο οποίος το εκπροσωπεί και ο οποίος δύναται να αντικατασταθεί σε περίπτωση κωλύματος από άλλον υπάλληλο».

207    Κατά τη νομολογία, η μεταβολή της συνθέσεως ενός κοινοτικού οργάνου δεν επηρεάζει τη συνέχεια του ιδίου του οργάνου, του οποίου οι τελικές ή προπαρασκευαστικές πράξεις διατηρούν, κατ’ αρχήν, όλα τους τα αποτελέσματα (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Νοεμβρίου 1990, C‑331/88, Fedesa κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. I‑4023, σκέψη 36).

208    Επιπλέον, δεν υπάρχει καμία γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου επιβάλλουσα τη συνέχεια στη σύνθεση του διοικητικού οργάνου που επιλαμβάνεται διαδικασίας δυναμένης να καταλήξει σε επιβολή προστίμου (απόφαση PVC II του Πρωτοδικείου, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψεις 322 και 323).

209    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να διαβουλευθεί εκ νέου με τη συμβουλευτική επιτροπή κατόπιν της προσχωρήσεως τριών επιπλέον κρατών μελών στην Κοινότητα.

210    Επομένως, το πέμπτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του έκτου σκέλους, που αντλείται από τη χρήση εγγράφων κατασχεθέντων κατά παράβαση του κανονισμού 17

–        Επιχειρήματα των διαδίκων

211    Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17, ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, η Επιτροπή μπορούσε να διατάξει ελέγχους στις επιχειρήσεις με απόφασή της, η οποία προσδιορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό των ελέγχων αυτών, και ότι κατά το άρθρο 20, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, οι πληροφορίες οι οποίες συνελέγησαν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14 μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μόνον για τον σκοπό για τον οποίο ζητήθηκαν.

212    Εν προκειμένω, κατά την προσφεύγουσα, η απόφαση περί ελέγχου της 5ης Απριλίου 1989, βάσει της οποίας η Επιτροπή διενήργησε ελέγχους στις εγκαταστάσεις της και στις εγκαταστάσεις της γερμανικής και ισπανικής θυγατρικής της, αφορούσε μόνο το άρθρο 81 ΕΚ και διέτασσε τους έξι οικείους παραγωγούς να υποβληθούν σε έλεγχο αφορώντα, αφενός, την ενδεχόμενη συμμετοχή τους σε συμπράξεις και/ή σε εναρμονισμένες πρακτικές που έχουν ως αποτέλεσμα τη στεγανοποίηση των εθνικών αγορών και διαβούλευση σχετικά με τις τιμές του ανθρακικού νατρίου και, αφετέρου, τη θέση σε εφαρμογή αποκλειστικών διακανονισμών αγοράς με αγοραστές που θα μπορούσαν να περιορίσουν ή να εξαλείψουν τον ανταγωνισμό και να ενισχύσουν την ακαμψία της αγοράς του ανθρακικού νατρίου στην Κοινότητα.

213    Επιπλέον, από ορισμένα έγγραφα που άφησε στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας ένας από τους υπαλλήλους που διενήργησαν τον έλεγχο προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν είχε καμία προκαταρκτική ένδειξη, καμία υποψία ή το παραμικρό δείγμα οποιασδήποτε παράβασης του άρθρου 82 ΕΚ. Περαιτέρω, η Επιτροπή ενδιαφέρθηκε για τις σχέσεις με τους πελάτες, στον βαθμό που οι συμβάσεις που είχαν συναφθεί μπορούσαν να συνιστούν συμφωνία περί κατανομής της αγοράς. Επιπλέον, κατά την προσφεύγουσα, από ανταλλαγή επιστολών μεταξύ αυτής και της Επιτροπής προκύπτει ότι η τελευταία αυτή, στις 22 Μαΐου 1989, είχε αποδεχθεί την εκφρασθείσα από την προσφεύγουσα ρητή επιφύλαξη που αποσκοπούσε στην απαγόρευση της χρησιμοποιήσεως των εγγράφων που κατασχέθηκαν με σκοπό διαφορετικό από αυτόν της διενέργειας ελέγχων στο πλαίσιο διαδικασίας βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

214    Περαιτέρω, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι η Επιτροπή της απηύθυνε, στις 21 Ιουνίου 1989, καθώς και σε μία από τις γερμανικές θυγατρικές της, ήτοι στη DSW, στις 8 Ιουλίου 1989, αιτήσεις παροχής πληροφοριών. Αντίθετα προς την απόφαση περί ελέγχου, οι αιτήσεις αυτές αφορούσαν τόσο το άρθρο 81 ΕΚ όσο και το άρθρο 82 ΕΚ. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αίτηση που της απευθύνθηκε αναφέρει επίσης ότι η Επιτροπή εξέταζε το «συμβατό προς τους κανόνες του ανταγωνισμού των συμβάσεων προμήθειας με τους πελάτες που αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση της αποκλειστικότητας του εφοδιασμού μέσω σχετικών με την πίστη των πελατών εκπτώσεων που συνεπάγονταν δυσμενείς διακρίσεις».

215    Η προσφεύγουσα αναγνωρίζει ότι η Επιτροπή είχε δικαίωμα, αφενός, να κατασχέσει τα έγγραφα που ανακάλυψε κατά τη διενέργεια των ελέγχων, στον βαθμό που ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως περί ελέγχου και, αφετέρου, να κινήσει έρευνα προκειμένου να εξακριβωθεί η ύπαρξη ενδεχόμενης παραβάσεως του άρθρου 82 ΕΚ της οποίας η Επιτροπή έλαβε γνώση κατόπιν των διενεργηθέντων ελέγχων. Αντιθέτως, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα έγγραφα που κατασχέθηκαν στο πλαίσιο της μετέπειτα διαδικασίας που αποσκοπούσε στην απόδειξη της υπάρξεως ενδεχόμενης παραβάσεως του άρθρου 82 ΕΚ, παρά μόνον ως έρεισμα της αποφάσεως κινήσεως της εν λόγω διαδικασίας. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει όμως ότι, στην μεγάλη τους πλειονότητα, τα έγγραφα που μνημονεύονται στο τμήμα της ανακοινώσεως των αιτιάσεων σχετικά με την προβαλλόμενη κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως κατασχέθηκαν προφανώς κατά τους ελέγχους που διενεργήθηκαν σε αυτήν και στις θυγατρικές της. Η Επιτροπή χρησιμοποίησε κατά συνέπεια τα επίμαχα έγγραφα για σκοπό διαφορετικό από αυτόν για τον οποίο κατασχέθηκαν. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας και το δικαίωμα επί του επαγγελματικού απορρήτου, όπως τα εγγυώνται το άρθρο 14, παράγραφος 3, και το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 17, ως εφαρμοζόταν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών.

216    Η προσφεύγουσα συνάγει από τα ανωτέρω ότι τα έγγραφα που προσαρτώνται στην ανακοίνωση αιτιάσεων και των οποίων γίνεται επίκληση προς στήριξη των αιτιάσεων που στηρίζονται στο άρθρο 82 ΕΚ έπρεπε να αποκλειστούν, εξαιρουμένων των εγγράφων που διαβιβάστηκαν από αυτήν και τη θυγατρική της σε απάντηση στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών που τους απευθύνθηκαν μετά τους ελέγχους. Επιπλέον, λόγω της παρελεύσεως του χρόνου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει, μεταξύ των εγγράφων που ήταν προσαρτημένα στην ανακοίνωση αιτιάσεων, εκείνα που είχαν κατασχεθεί στις εγκαταστάσεις της και εκείνα που είχαν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή σε απάντηση στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών. Στον βαθμό που εκάστη των αιτιάσεων που διατύπωσε η Επιτροπή στηρίζεται σε έγγραφα που έπρεπε να αποκλειστούν, η προσβαλλόμενη απόφαση θα έπρεπε συνεπώς να ακυρωθεί στο σύνολό της. Επιπλέον, οι αιτιάσεις που διατύπωσε η Επιτροπή στηρίζονται, τουλάχιστον εμμέσως, σε ορισμένα επιβαρυντικά έγγραφα που είναι προσαρτημένα στην ανακοίνωση αιτιάσεων, χωρίς το Γενικό Δικαστήριο να είναι σε θέση να εκτιμήσει την ακριβή επίδραση που είχαν τα έγγραφα αυτά στη διατύπωση των αιτιάσεων που περιελήφθησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Εντεύθεν προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να ελέγξει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως και το σύννομο της αιτιολογίας της.

217    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

–        Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

218    Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, τόσο από τον σκοπό του κανονισμού 17 όσο και από την απαρίθμηση, στο άρθρο 14, των εξουσιών που έχουν παρασχεθεί στα όργανα της Επιτροπής, προκύπτει ότι οι έλεγχοι μπορούν να είναι λίαν εκτεταμένοι. Συναφώς, το δικαίωμα εισόδου σε κάθε χώρο, γήπεδο ή μέσο μεταφοράς των επιχειρήσεων έχει ιδιάζουσα σημασία καθόσον καθιστά δυνατή για την Επιτροπή τη συλλογή των αποδείξεων για παραβάσεις των κανόνων περί ανταγωνισμού στον τόπο όπου ανευρίσκονται συνήθως, δηλαδή στους χώρους ασκήσεως των εμπορικών δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων. Το δικαίωμα εισόδου θα ήταν άχρηστο αν τα όργανα της Επιτροπής όφειλαν να περιορίζονται στο να ζητούν την προσκόμιση εγγράφων η φακέλων που θα μπορούσαν να προσδιορίσουν επακριβώς εκ των προτέρων. Αντιθέτως, το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ευχέρεια αναζητήσεως διαφόρων στοιχείων, που δεν είναι ακόμη γνωστά ή πλήρως εξακριβωμένα. Χωρίς αυτή την ευχέρεια θα ήταν αδύνατη για την Επιτροπή η συλλογή των αναγκαίων για τον έλεγχό της στοιχείων, σε περίπτωση που θα προσέκρουε στην άρνηση συνεργασίας ή ακόμα στην παρακωλυτική στάση των οικείων επιχειρήσεων. Το άρθρο 14 του κανονισμού 17 παρέχει μεν στην Επιτροπή ευρείες εξουσίες έρευνας, οι εξουσίες όμως αυτές πρέπει να ασκούνται κατά τρόπο που να διασφαλίζει το σεβασμό των δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων. Συναφώς, πρέπει, κατ’ αρχάς, να επισημανθεί η υποχρέωση της Επιτροπής να προσδιορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό του ελέγχου. Η υποχρέωση αυτή αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση προκειμένου όχι μόνο να καταφαίνεται η δικαιολογία της μελετώμενης παρεμβάσεως στο εσωτερικό των οικείων επιχειρήσεων αλλά, επίσης, για να είναι οι τελευταίες σε θέση να αντιληφθούν την έκταση του καθήκοντος συνεργασίας, διατηρώντας ταυτόχρονα τα δικαιώματα άμυνας που έχουν (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 199 ανωτέρω, σκέψεις 26 έως 29).

219    Εξ αυτού έπεται ότι το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των αποφάσεων περί διενεργείας ελέγχου δεν μπορεί να περιοριστεί για λόγους που αφορούν την αποτελεσματικότητα της έρευνας. Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται μεν να γνωστοποιεί στον αποδέκτη μιας αποφάσεως όλα τα στοιχεία που διαθέτει σχετικά με προβαλλόμενες παραβάσεις ούτε να προβαίνει σε ακριβή νομικό χαρακτηρισμό των παραβάσεων αυτών, οφείλει, όμως, να προσδιορίσει σαφώς τα τεκμαιρώμενα που σκοπεύει να επαληθεύσει (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 199 ανωτέρω, σκέψη 41).

220    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απόφαση περί ελέγχου αναφέρει αποκλειστικά το άρθρο 81 ΕΚ.

221    Ωστόσο, εφόσον η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε ακριβή νομικό χαρακτηρισμό των παραβάσεων, από το γεγονός και μόνον ότι η απόφαση δεν αναφέρει ρητώς το άρθρο 82 ΕΚ δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 14 του κανονισμού 17.

222    Είναι αληθές ότι από το περιεχόμενο της αποφάσεως περί ελέγχου προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν απέβλεπε ρητώς παρά στο να ελέγξει αν η προσφεύγουσα μετείχε σε συμπράξεις και/ή σε εναρμονισμένες πρακτικές. Από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι υπήρχε επίσης υποψία για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν ζήτησε τα στοιχεία που χρησιμοποίησε κατά τη διαδικασία βάσει του άρθρου 82 ΕΚ στο πλαίσιο νέων εντολών ελέγχου.

223    Ωστόσο, από το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι «[η προσφεύγουσα] παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 82 ΕΚ ακολουθώντας μια συμπεριφορά η οποία αποσκοπούσε στον αποκλεισμό ή τον σοβαρό περιορισμό του ανταγωνισμού και συνίστατο στη […] σύναψη συμφωνιών με πελάτες οι οποίες τους υποχρεώνουν να καλύπτουν το σύνολο ή πολύ μεγάλο μέρος των αναγκών τους σε ανθρακικό νάτριο από τη προσφεύγουσα για αόριστο ή υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα, στην παροχή σημαντικών εκπτώσεων και άλλων οικονομικών κινήτρων αναφορικά με οριακή ποσότητα που υπερβαίνει τη βασική συμβατική ποσότητα του πελάτη, προκειμένου να διασφαλίσει ότι θα καλύπτουν το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών τους από την προσφεύγουσα, [και] στην εξάρτηση της παροχής εκπτώσεων από τον όρο ότι ο πελάτης δέχεται να καλύπτει το σύνολο των αναγκών του από την προσφεύγουσα».

224    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η «θέση σε εφαρμογή αποκλειστικών διακανονισμών αγοράς», που διαλαμβάνεται στο άρθρο 1, δεύτερη περίπτωση, της αποφάσεως περί ελέγχου, αντιστοιχεί σε ό,τι έγινε τελικώς δεκτό στην προσβαλλόμενη απόφαση κατά της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, οι παραβάσεις του άρθρου 82 ΕΚ που προσάπτονται στην προσφεύγουσα με την προσβαλλόμενη απόφαση διαπράχθηκαν στο πλαίσιο των συμβατικών της σχέσεων με ένα τμήμα των πελατών της και συνίσταντο, κατ’ ουσίαν, σε διακανονισμούς αποκλειστικότητας.

225    Υφίσταται, συνεπώς, ουσιώδης ομοιότητα μεταξύ των πρακτικών στις οποίες η Επιτροπή θεώρησε ότι οφείλονται οι καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσεως που ελήφθησαν υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση και εκείνων για την έρευνα των οποίων έδωσε εντολή στους υπαλλήλους της με το άρθρο 1, δεύτερη περίπτωση, της αποφάσεως περί ελέγχου.

226    Εφόσον κατά ένα μέρος τους τα πραγματικά περιστατικά σχετικά με τα οποία οι υπάλληλοι της Επιτροπής είχαν εντολή να συλλέξουν αποδείξεις όσον αφορά παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ ήταν ίδια με εκείνα που εν συνεχεία αποτέλεσαν το έρεισμα των αιτιάσεων περί καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως που διατυπώθηκαν κατά της προσφεύγουσας στην προσβαλλόμενη απόφαση, η κατάσχεση εγγράφων δεν υπερέβη το πλαίσιο της νομιμότητας το οποίο έθετε η απόφαση περί ελέγχου. Συγκεκριμένα, η απόφαση αυτή περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία τα οποία απαιτεί το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17.

227    Κατά συνέπεια, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα έγγραφα που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως προς στήριξη των αιτιάσεων περί παραβάσεως του άρθρου 82 ΕΚ, ανεξάρτητα από το αν κατασχέθηκαν κατά τη διάρκεια των ελέγχων που διενεργήθηκαν τον Απρίλιο του 1989 ή αν κοινοποιήθηκαν κατόπιν των αιτήσεων παροχής πληροφοριών που απευθύνθηκαν κατόπιν στην προσφεύγουσα βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17, περιήλθαν νομίμως στην κατοχή της Επιτροπής.

228    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει επίσης ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε νομίμως τα εν λόγω έγγραφα ως αποδεικτικά στοιχεία στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία στηρίζεται στο άρθρο 82 ΕΚ.

229    Περαιτέρω, από την από 22 Μαΐου 1989 επιστολή της Επιτροπής προκύπτει αποκλειστικά ότι αυτή επιβεβαίωσε ότι οι διατάξεις του άρθρου 20 του κανονισμού 17, ως εφαρμοζόταν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, είχαν εφαρμογή στα έγγραφα που συνελέγησαν κατά τη διάρκεια των ελέγχων και ότι τα εν λόγω έγγραφα δεν θα χρησιμοποιούνταν ως αποδεικτικά στοιχεία στο πλαίσιο διαδικασίας αντιντάμπινγκ. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν έλαβε θέση υπό την έννοια ότι η έρευνα αφορά αποκλειστικά παραβάσεις του άρθρου 81 ΕΚ και ότι ο χαρακτηρισμός των επίμαχων παραβάσεων ως καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως δεν ενέπιπτε στους σκοπούς της έρευνας.

230    Επομένως, το έκτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του ογδόου σκέλους, που αντλείται από παραβίαση των αρχών της αμεροληψίας, της χρηστής διοικήσεως και της αναλογικότητας

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

231    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επαναλαμβάνει σχεδόν κατά λέξη μια απόφαση που εκδόθηκε προ δέκα ετών και δεν λαμβάνει υπόψη την παρέλευση του χρόνου και τις συνέπειες της ακυρώσεως της αποφάσεως 91/297. Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να της επιτρέψει πλήρη πρόσβαση στον φάκελο.

232    Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δυσανάλογη στον βαθμό που έχει ως αποτέλεσμα την επανακίνηση μιας διαδικασίας πολύ μετά τα πραγματικά περιστατικά, οπότε στερείται εν πάση περιπτώσει κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας.

233    Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε τους λόγους για τους οποίους έκρινε σκόπιμο να της επιβάλει εκ νέου μια «δρακόντεια απόφαση», ενώ είχε εξάλλου παραιτηθεί από την έκδοση νέας αποφάσεως κατόπιν της αποφάσεως 91/297. Η Επιτροπή μεταχειρίστηκε ωστόσο ως ένα όλο τις παραβάσεις που προκάλεσαν τις αποφάσεις 91/297, 91/298 και 91/299, οι οποίες είχαν συνταχθεί με την προοπτική αυτή. Το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει συνεπώς τη δυνατότητα να εκτιμήσει την αιτιολογία της αποφάσεως της Επιτροπής να εκδώσει νέα απόφαση της οποίας το περιεχόμενο είναι σχεδόν πανομοιότυπο με αυτό της αποφάσεως 91/299.

234    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

–        Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

235    Η προσφεύγουσα, υπό την κάλυψη μιας υποτιθέμενης παραβιάσεως των αρχών της αμεροληψίας, της χρηστής διοικήσεως και της αναλογικότητας, επαναλαμβάνει τα ίδια επιχειρήματα με αυτά που έχει ήδη προβάλει, τα οποία αντλούνται, μεταξύ άλλων, από την παρέλευση του χρόνου και από το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο, και τα οποία εξετάζει κατωτέρω το Γενικό Δικαστήριο.

236    Το μοναδικό νέο στοιχείο αφορά την έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά το ότι η Επιτροπή εξέδωσε νέα απόφαση της οποίας το περιεχόμενο είναι σχεδόν πανομοιότυπο με αυτό της αποφάσεως 91/299. Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση, συναφώς, ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε την επιλογή της να εκδώσει εκ νέου την απόφαση 91/299 με τις αιτιολογικές σκέψεις 196 έως 207 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες προστίθενται στην απόφαση 91/299. Επομένως, η αιτίαση που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν στηρίζεται στα πραγματικά περιστατικά.

237    Κατά συνέπεια, το όγδοο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

238    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του, με την επιφύλαξη της εξετάσεως του εβδόμου σκέλους, που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο, η οποία θα διενεργηθεί στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του τρίτου λόγου που αντλείται από τον εσφαλμένο ορισμό της σχετικής γεωγραφικής αγοράς

 Επιχειρήματα των διαδίκων

239    Παραπέμποντας στη νομολογία του Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το κριτήριο των μεριδίων αγοράς, μολονότι συνιστά σημαντικό στοιχείο για να αποδειχθεί η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως, ουδέποτε είναι από μόνο του αποφασιστικό, ιδιαίτερα στην περίπτωση κατά την οποία αυτά τα μερίδια αγοράς έχουν εύλογο μέγεθος. Πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες, όπως, μεταξύ άλλων, τα εμπόδια στην είσοδο στην αγορά, η κάθετη ολοκλήρωση, η οικονομική ισχύς, η τεχνολογική εξέλιξη, η αντισταθμιστική πίεση των πελατών ή ακόμη η διάρθρωση των στοιχείων κόστους.

240    Η προσφεύγουσα βάλλει κατά του ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη μια κοινοτική διάσταση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς αφού απαρίθμησε διάφορα στοιχεία τα οποία «συνηγορούν όλα υπέρ μιας εθνικής διαστάσεως». Αν η Επιτροπή είχε πραγματοποιήσει προκαταρκτική ανάλυση των συνθηκών του ανταγωνισμού, θα είχε συναγάγει το συμπέρασμα ότι η έκταση της αγοράς περιοριζόταν στο εθνικό έδαφος.

241    Ο εσφαλμένος χαρακτήρας της εκτιμήσεως της Επιτροπής επιβεβαιώνεται από την απόφαση της «αρμόδιας για τον ανταγωνισμό ιταλικής αρχής» της 10ης Απριλίου 1997, στην υπόθεση Solvay/Sodi, στην οποία η σχετική γεωγραφική αγορά είχε καθοριστεί ως η ιταλική αγορά του ανθρακικού νατρίου. Στην ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 3, του κανονισμού 17, σχετικά με το αίτημα αρνητικής πιστοποίησης ή χορήγησης απαλλαγής σύμφωνα με το άρθρο 81 παράγραφος 3 [ΕΚ] (υπόθεση IV/E‑2/36.732 – Solvay-Sisecam) (EE 1999, C 272, σ. 14), η Επιτροπή αναγνώρισε επίσης ότι η οριοθέτηση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς ήταν «ιδιαίτερα σύνθετη» και ότι η διαίρεση μεταξύ των εθνικών αγορών δεν ήταν πλέον τόσο προφανής όσο κατά το παρελθόν.

242    Περαιτέρω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή πλανήθηκε περί το δίκαιο θεωρώντας ότι η σφαίρα της επιρροής αντιστοιχούσε στην ηπειρωτική Δυτική Ευρώπη. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η ανάλυση αυτή στηριζόταν στην ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ αυτής και της ICI και είχε ως αποκλειστικό σκοπό τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι διέθετε σημαντικό μερίδιο αγοράς, τόσο ως απόλυτο όσο και ως σχετικό μέγεθος, στην «αγορά που ελήφθη υπόψη». Συνεπώς η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τα συνήθη κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να οριοθετηθεί με ακρίβεια η σχετική γεωγραφική αγορά, ήτοι το έδαφος στο οποίο οι συνθήκες της αγοράς είναι επαρκώς ομοιογενείς ώστε όλοι οι δραστηριοποιούμενοι επιχειρηματίες να τελούν σε αμοιβαίο ανταγωνισμό.

243    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επίσης ότι η Επιτροπή, μη διευκρινίζοντας τους λόγους που την οδήγησαν να αποστεί από την πάγια πρακτική της για να οριοθετήσει τη σχετική γεωγραφική αγορά, δεν αιτιολόγησε συννόμως την προσβαλλόμενη απόφαση.

244    Επιπλέον, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον αποφάσισε τόσο ότι η Μπενελούξ και το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελούσαν χωριστές αγορές όσο και ότι η Μπενελούξ και η Πορτογαλία, όπου τελούσε σε μονοπωλιακή εκ των πραγμάτων κατάσταση, ανήκαν στην ίδια αγορά.

245    Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι, στην αιτιολογική σκέψη 132 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή τόνισε ότι «η παραδοσιακή αγορά της Solvay κάλυπτε το σύνολο της Κοινότητας με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία όπου, λόγω των αντίθετων προς τους κανόνες ανταγωνισμού ρυθμίσεών τους ίσχυαν τελείως διαφορετικοί όροι ανταγωνισμού». Κατά την προσφεύγουσα όμως, στο υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή εξήγησε, κατ’ αντιφατικό τρόπο, ότι η ICI και αυτή δεν τελούσαν σε κατάσταση ανταγωνισμού για να εξαιρεθεί το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία από τη σχετική γεωγραφική αγορά. Περαιτέρω, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν αναφέρει τους όρους του ανταγωνισμού στην ιταλική, στην ισπανική, στην πορτογαλική, στην ελληνική και στη δανική αγορά, μολονότι καταλήγει, χωρίς καμία περαιτέρω δικαιολογία, στην ομοιογένεια των όρων του ανταγωνισμού στο σύνολο του εδάφους της Ηπειρωτικής Ευρώπης. Όσον αφορά τα εθνικά μερίδια αγοράς, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι αυτά δεν ήταν καθόλου ομοιογενή, δεδομένου ότι, ανάλογα με τα κράτη, ήταν είτε ανύπαρκτα είτε 15 %, 50 %, 80 % ή 100 %. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να καλέσει την Επιτροπή να εξηγήσει τι την οδήγησε να θεωρήσει ότι η διάρθρωση της αγοράς ήταν πανομοιότυπη παντού στην ηπειρωτική Δυτική Ευρώπη.

246    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

247    Κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να εξεταστεί αν μια επιχείρηση κατέχει δεσπόζουσα θέση υπό την έννοια του άρθρου 82, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, θεμελιώδης σημασία πρέπει να δοθεί στον καθορισμό της σχετικής αγοράς και στην οριοθέτηση του σημαντικού τμήματος της κοινής αγοράς όπου η επιχείρηση είναι σε θέση να επιδοθεί, ενδεχομένως, σε καταχρηστικές πρακτικές που να εμποδίζουν τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 1998, C‑7/97, Bronner, Συλλογή 1998, σ. I‑7791, σκέψη 32, και της 23ης Μαΐου 2000, C‑209/98, Sydhavnens Sten & Grus, Συλλογή 2000, σ. I‑3743, σκέψη 57).

248    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο καθορισμός της αγοράς δεν έχει την ίδια σημασία στην περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ ή του άρθρου 82 ΕΚ. Στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 82 ΕΚ, ο προσήκων καθορισμός της σχετικής αγοράς αποτελεί απαραίτητο και προαπαιτούμενο όρο κάθε κρίσεως αναφερομένης σε συμπεριφορά που θεωρείται αντίθετη προς τον ανταγωνισμό, καθόσον, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως δεσπόζουσας θέσεως, πρέπει προηγουμένως να αποδειχθεί η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως εντός συγκεκριμένης αγοράς, πράγμα που σημαίνει ότι η αγορά αυτή πρέπει προηγουμένως να έχει οριοθετηθεί. Αντιθέτως, στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ, σκοπός του ορισμού της σχετικής αγοράς είναι να εξακριβωθεί κατά πόσον η επίμαχη συμφωνία, η απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ή η εναρμονισμένη πρακτική μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση των όρων του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 2000, T‑62/98, Volkswagen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2707, σκέψη 230, και της 11ης Δεκεμβρίου 2003, T‑61/99, Adriatica di Navigazione κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑5349, σκέψη 27).

249    Στην οικονομία του άρθρου 82 ΕΚ, η γεωγραφική αγορά μπορεί να οριστεί ως το έδαφος εντός του οποίου όλοι οι επιχειρηματίες βρίσκονται σε παρεμφερείς συνθήκες ανταγωνισμού, όσον αφορά τα σχετικά προϊόντα. Ουδόλως απαιτείται να είναι απολύτως ομοιογενείς οι αντικειμενικές συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρηματιών. Αρκεί να είναι παρεμφερείς ή επαρκώς ομοιογενείς (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1978, 27/76, United Brands και United Brands Continentaal κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1978, σ. 75, σκέψεις 44 και 53, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Νοεμβρίου 2001, T‑139/98, AAMS κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑3413, σκέψη 39). Επομένως, οι ζώνες εντός των οποίων οι αντικειμενικές συνθήκες ανταγωνισμού είναι ετερογενείς δεν μπορούν αφ’ εαυτών να θεωρηθούν ως αποτελούσες μια ενιαία αγορά (απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Οκτωβρίου 1997, T‑229/94, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής, σ. II‑1689, σκέψη 92).

250    Τέλος, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, καίτοι το κοινοτικό δικαιοδοτικό όργανο ελέγχει εν γένει πλήρως κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού, εντούτοις ο έλεγχος τον οποίο το όργανο αυτό ασκεί επί των πολύπλοκων οικονομικών εκτιμήσεων της Επιτροπής πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογίας, καθώς και στη διαπίστωση του υποστατού των πραγματικών περιστατικών και της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 30ής Μαρτίου 2000, T‑65/96, Kish Glass κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑1885, σκέψη 64, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑201/04, Microsoft κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑3601, σκέψη 87).

251    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή, στο τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως που έχει ως αντικείμενο τη σχετική αγορά, όρισε τη σχετική γεωγραφική αγορά ως εξής:

«136.          Έτσι, το σχετικό προϊόν και η γεωγραφική περιοχή στην οποία εκτιμάται η οικονομική ισχύς της Solvay είναι η αγορά ανθρακικού νατρίου στην Κοινότητα (εκτός Ηνωμένου Βασιλείου και Ιρλανδίας).»

252    Απαντώντας όμως σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή επισήμανε ότι και άλλα χωρία της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρονταν στην ίδια γεωγραφική αγορά με αυτή που προσδιορίστηκε στην αιτιολογική σκέψη 136 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

253    Η Επιτροπή επικαλείται, μεταξύ άλλων, τις αιτιολογικές σκέψεις 8, 18 έως 20, 23, 26, 36 έως 38, 40 έως 42, 43, 133, 137, 138, 188 και 191, οι οποίες κάνουν αναφορά στη «Δυτική Ευρώπη» ή στην «Κοινότητα».

254    Επιπλέον, ο ορισμός της γεωγραφικής αγοράς που διαλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 136 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν έρχεται σε αντίφαση με άλλες αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, από τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 249 ανωτέρω προκύπτει ότι αρκεί οι συνθήκες του ανταγωνισμού να είναι παρεμφερείς ή επαρκώς ομοιογενείς όσον αφορά τα σχετικά προϊόντα. Επομένως, διάφορες εθνικές αγορές μπορούν να συναποτελούν μια γεωγραφική αγορά, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 82 ΕΚ, σε περίπτωση που οι αντικειμενικές συνθήκες του ανταγωνισμού είναι επαρκώς ομοιογενείς.

255    Επιπλέον, το γεγονός ότι οι παραγωγοί είχαν την τάση να συγκεντρώνουν τις πωλήσεις τους στα κράτη μέλη όπου είχαν παραγωγική ικανότητα δεν αποκλείει το να ήταν επαρκώς ομοιογενείς οι αντικειμενικές συνθήκες του ανταγωνισμού.

256    Εν πάση περιπτώσει, από την εξέταση του τετάρτου λόγου που προέβαλε η προσφεύγουσα (βλ. σκέψεις 261 έως 305 κατωτέρω) προκύπτει ότι αυτή κατέχει δεσπόζουσα θέση, ανεξάρτητα από το αν η σχετική γεωγραφική αγορά οριστεί ως η Κοινότητα, πλην του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, ή ως έκαστο των κρατών εντός των οποίων της προσάπτονται οι παραβάσεις του άρθρου 82 ΕΚ στην αγορά του ανθρακικού νατρίου.

257    Όπως διαλαμβάνει η αιτιολογική σκέψη 147 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

«[…Α]κόμη και αν καθεμία από τις εθνικές αγορές τις οποίες αφορά συγκεκριμένα η συμπεριφορά της Solvay θεωρηθεί χωριστή αγορά, η Solvay εξακολουθούσε να έχει δεσπόζουσα θέση σε καθεμία από αυτές και ίσχυαν το ίδιο οι περισσότερες από τις παραπάνω εκτιμήσεις.»

258    Συγκεκριμένα, από τα μερίδια αγοράς που κατέχει η προσφεύγουσα προκύπτει ότι αυτή κατείχε δεσπόζουσα θέση και εντός εκάστου των κρατών εντός των οποίων διέπραξε τις παραβάσεις του άρθρου 82 ΕΚ που της προσάπτονται.

259    Ως εκ τούτου, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή δεν όρισε ορθώς τη σχετική γεωγραφική αγορά, το σφάλμα αυτό δεν μπορεί να επηρέασε καθοριστικά το αποτέλεσμα. Ένα τέτοιο σφάλμα, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 2002, T‑126/99, Graphischer Maschinenbau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑2427, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

260    Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου λόγου, που αντλείται από την απουσία δεσπόζουσας θέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

261    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ανάλυση της Επιτροπής, κατά την οποία τα ίδια της τα έγγραφα επιβεβαιώνουν την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως στη Δυτική Ευρώπη.

262    Πρώτον, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η θέση της Επιτροπής δεν στηρίζεται στα πραγματικά περιστατικά.

263    Συναφώς, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 147 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι, ακόμη και αν εκάστη των εθνικών αγορών που επλήγησαν ιδιαιτέρως από τη συμπεριφορά αποκλεισμού εθεωρείτο χωριστή αγορά, η προσφεύγουσα θα εξακολουθούσε να κατέχει δεσπόζουσα θέση σε καθεμία από αυτές.

264    Κατά την προσφεύγουσα όμως, το μερίδιο αγοράς που κατείχε στις εθνικές αγορές δεν ήταν 70 % και το μερίδιο αυτό, έστω και αν ήταν σημαντικό, δεν απεδείκνυε σημαντικό βαθμό ισχύος στην αγορά. Έτσι, κατά τη διάρκεια της εξεταζομένης περιόδου, το μερίδιο αγοράς που κατείχε ήταν μόλις 56,7 % στη Μπενελούξ, 54,9 % στη Γαλλία και 52,5 % στη Γερμανία. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι αποτελεί τον μοναδικό παραγωγό ανθρακικού νατρίου που ασκεί τη δραστηριότητά του στο σύνολο της Κοινότητας. Η συνολική παραγωγική της ικανότητα στην Ευρώπη, ελλείψει κάθε σημαντικής παραδόσεως των διαφόρων παραγωγικών της μονάδων στις άλλες εθνικές αγορές όπου κατείχε παραγωγικές μονάδες, ομοίως δεν ασκεί επιρροή. Σε εθνικό επίπεδο, η παραγωγική της ικανότητα ήταν συγκρίσιμη με αυτή των εγχωρίων ανταγωνιστών της.

265    Ομοίως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προστασία που της προσέφεραν τα μέτρα αντιντάμπινγκ δεν ήταν παρά σχετική, στον βαθμό που οι εισαγωγές από την Ανατολική Γερμανία προς τη Δυτική Γερμανία δεν υπόκεινταν σε δασμούς αντιντάμπινγκ και σε τελωνειακούς δασμούς, και στον βαθμό επίσης που, εν πάση περιπτώσει, το καθεστώς της ενεργητικής τελειοποίησης παρείχε τη δυνατότητα στους υαλοπαραγωγούς να αγοράζουν από τους αμερικανούς παραγωγούς και από τους παραγωγούς της Ανατολικής Ευρώπης σημαντικές ποσότητες ανθρακικού νατρίου απαλλασσόμενες δασμού αντιντάμπινγκ.

266    Περαιτέρω, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να λάβει υπόψη τη δυνατότητα των πελατών να χρησιμοποιήσουν καυστική σόδα και ανακυκλωμένο θρυμματισμένο γυαλί αντί ανθρακικό νάτριο. Συγκεκριμένα, στη σχέση της με την πελατεία της, φρονεί ότι υπέστη ανταγωνιστική πίεση προκληθείσα από τα προϊόντα αυτά.

267    Η προσφεύγουσα συνάγει από τα ανωτέρω ότι δεν κατείχε δεσπόζουσα θέση στις εξεταζόμενες εθνικές αγορές, οι οποίες είναι και οι μόνες που μπορούν να γίνουν δεκτές από γεωγραφικής απόψεως.

268    Επιπλέον, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τη σημαντική αντισταθμιστική αγοραστική δύναμη την οποία διέθεταν ορισμένοι από τους υαλοπαραγωγούς πελάτες της. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν έλεγξε κατά πόσο οι ποσότητες σε τόνους που έλαβαν οι πελάτες αυτοί ήταν αναγκαίες για τη μακροπρόθεσμη επιβίωσή της, ιδίως λόγω του μεγάλου μεγέθους των παγίων εξόδων σε αυτή τη βαριά βιομηχανία. Η Επιτροπή ομοίως δεν εκτίμησε τον ρόλο των τοπικών ανταγωνιστών ούτε τον αντίκτυπο των εισαγωγών από τις ΗΠΑ ή την Ανατολική Ευρώπη.

269    Ακόμα και αν υποτεθεί ότι η σχετική γεωγραφική αγορά είναι ευρωπαϊκών διαστάσεων, η ανάλυση της Επιτροπής είναι ανακριβής και «κακώς αιτιολογημένη». Συναφώς, η προσφεύγουσα επικαλείται την ανταγωνιστική πίεση που προερχόταν, πρώτον, από τους κοινοτικούς ανταγωνιστές που ανήκαν σε μεγάλους βιομηχανικούς ομίλους, δεύτερον, από τους αμερικανούς ανταγωνιστές και τους ανταγωνιστές της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίοι ήταν ικανοί να προσφέρουν ελκυστικές τιμές, και, τρίτον, από τους πελάτες που ανήκαν επίσης σε μεγάλους ομίλους.

270    Η προσφεύγουσα προβάλλει επίσης μια αντίφαση μεταξύ της αιτιολογικής σκέψεως 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία ο κυριότερος κίνδυνος για αυτήν δεν οφείλετο στους άλλους Ευρωπαϊκούς παραγωγούς, αλλά στο ανθρακικό νάτριο των ΗΠΑ, και στην αιτιολογική σκέψη 53 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία «κύριο μέλημά της φαίνεται ότι ήταν η διατήρηση της δεσπόζουσας θέσεως της στην ευρωπαϊκή αγορά έναντι της κινητοποίησης των μικρότερων παραγωγών, καθώς και η διαφαινόμενη απειλή εισαγωγών από την Ανατολική Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής». Η ισχύς στην αγορά των ανταγωνιστών της ήταν τοσούτω μάλλον σημαντική ώστε, κατά την έρευνά της που διεξήχθη το 1980 και το 1981, η Επιτροπή δεν τους είχε επιβάλει καμία τροποποίηση των ανταγωνιστικών πρακτικών τους, οπότε μπορούσαν να προστατεύουν τους πελάτες τους με τη σύναψη μακροπρόθεσμων συμβάσεων συνολικών αναγκών.

271    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή πλανήθηκε πολλαπλώς περί το δίκαιο συμπεραίνοντας, στην αιτιολογική σκέψη 148 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι κατείχε δεσπόζουσα θέση κατά τη διάρκεια της εξετασθείσας περιόδου.

272    Συναφώς, η προσφεύγουσα παρατηρεί, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή αγνόησε εντελώς το κριτήριο της αντισταθμιστικής δύναμης των πελατών, στο οποίο αναφέρθηκε το Πρωτοδικείο με την απόφασή του της 10ης Μαρτίου 1992, T‑68/89, T‑77/89 και T‑78/89, SIV κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. II‑1403). Ομοίως, στην απόφαση της Επιτροπής, της 25ης Νοεμβρίου 1998, που κηρύσσει μια συγκέντρωση συμβατή με την κοινή αγορά και τη λειτουργία της συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση IV/M.1225 – Enso/Stora) (EE 1999, L 254, σ. 9), εξετάστηκε το ζήτημα της αντισταθμιστικής αγοραστικής δύναμης των πελατών στην αγορά χαρτονιού συσκευασίας υγρών. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, λόγω της διαρθρώσεως του κόστους παραγωγής, δηλαδή με δεδομένο ότι το μεταβλητό κόστος ήταν μικρό σε σχέση με το συνολικό κόστος, οι πελάτες της μπορούσαν να την απειλούν ότι θα της προκαλέσουν απώλεια σημαντικού μέρους, ακόμη δε και του συνόλου, των παραδόσεών της. Η προσφεύγουσα φρονεί συνεπώς ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να ερευνήσει το αν είχε ή όχι τη δυνατότητα να συμπεριφερθεί, σε σημαντικό βαθμό, κατά τρόπο ανεξάρτητο σε σχέση με την πελατεία της.

273    Τρίτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε συννόμως την προσβαλλόμενη απόφαση παραλείποντας, αφενός, να προσδιορίσει ποια κριτήρια, μεταξύ αυτών που ελήφθησαν υπόψη για την εκτίμηση της δεσπόζουσας θέσεώς της στην κοινοτική αγορά, εφαρμόζονταν στην ανάλυση της θέσεώς της στις εθνικές αγορές και, αφετέρου, να θέσει συγκεκριμένα σε εφαρμογή τα κριτήρια αυτά όσον αφορά τις συνθήκες που επικρατούσαν στις αγορές αυτές.

274    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

275    Κατά πάγια νομολογία, δεσπόζουσα θέση, κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ, κατέχει μια επιχείρηση που, λόγω της οικονομικής ισχύος της, μπορεί να κωλύει τη διατήρηση συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην οικεία αγορά και να υιοθετεί ανεξάρτητη συμπεριφορά έναντι των ανταγωνιστών της, των πελατών της και, τελικά, των καταναλωτών (αποφάσεις United Brands και United Brands Continentaal κατά Επιτροπής, σκέψη 249 ανωτέρω, σκέψη 65, και Microsoft κατά Επιτροπής, σκέψη 250 ανωτέρω, σκέψη 229). Μια τέτοια θέση, σε αντίθεση με μια κατάσταση μονοπωλίου ή οιονεί μονοπωλίου, δεν αποκλείει την ύπαρξη κάποιου ανταγωνισμού, αλλά επιτρέπει στην επιχείρηση που την κατέχει, αν όχι να προσδιορίσει, τουλάχιστον να έχει μια αισθητή επίδραση επί των όρων υπό τους οποίους θα αναπτυχθεί ο ανταγωνισμός, και εν πάση περιπτώσει να συμπεριφέρεται, σε μεγάλο βαθμό, χωρίς να τον λαμβάνει υπόψη, εφόσον η εν λόγω συμπεριφορά δεν τον ζημιώνει (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 1979, 85/76, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 215, σκέψη 39).

276    Η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως προκύπτει εν γένει από τη συνδρομή πολλών παραγόντων, οι οποίοι, λαμβανόμενοι μεμονωμένα, δεν θα ήταν κατ’ ανάγκη καθοριστικοί (απόφαση United Brands και United Brands Continentaal κατά Επιτροπής, σκέψη 249 ανωτέρω, σκέψη 66). Η εξέταση της υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως στη σχετική αγορά πρέπει να διενεργείται μέσω της εξετάσεως κατ’ αρχάς της διαρθρώσεώς της και στη συνέχεια της καταστάσεως του ανταγωνισμού στην εν λόγω αγορά (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση United Brands και United Brands Continentaal κατά Επιτροπής, σκέψη 249 ανωτέρω, σκέψη 67).

277    Τα ιδιαιτέρως σημαντικά μερίδια αγοράς συνιστούν, αφ’ εαυτών, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, απόδειξη περί υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως. Συγκεκριμένα, η κατοχή ιδιαίτερα σημαντικού μεριδίου αγοράς θέτει την επιχείρηση που κατέχει το μερίδιο αυτό επί περίοδο ορισμένης διάρκειας, με τον όγκο παραγωγής και προσφοράς που αντιπροσωπεύει –δεδομένου ότι οι κάτοχοι αισθητά μικροτέρων μεριδίων δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσουν γρήγορα τη ζήτηση που θα επιθυμούσε ενδεχομένως να εγκαταλείψει την κατέχουσα το σημαντικότερο μερίδιο επιχείρηση–, σε θέση ισχύος που την καθιστά αναπόφευκτο εταίρο και, ήδη για τον λόγο αυτόν, της εξασφαλίζει, τουλάχιστον επί σχετικά μεγάλες περιόδους, την ανεξαρτησία συμπεριφοράς που χαρακτηρίζει τη δεσπόζουσα θέση (απόφαση Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, σκέψη 275 ανωτέρω, σκέψη 41, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2003, T‑65/98, Van den Bergh Foods κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑4653, σκέψη 154).

278    Έτσι, ένα μερίδιο αγοράς 70 % έως 80 % συνιστά, αυτό καθεαυτό, σαφή ένδειξη περί υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 1991, T‑30/89, Hilti κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑1439, σκέψη 92, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T‑191/98, T‑212/98 έως T‑214/98, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑3275, σκέψη 907).

279    Ομοίως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ένα μερίδιο αγοράς 50 % συνιστά αφ’ εαυτού, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, απόδειξη της υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 1991, C‑62/86, AKZO κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I‑3359, σκέψη 60).

280    Εν προκειμένω, η Επιτροπή υπογράμμισε, στην αιτιολογική σκέψη 137 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσφεύγουσα κατείχε μερίδιο αγοράς ανερχόμενο στο «70 % περίπου στη […] Δυτική Ευρώπη», τούτο δε «στο σύνολο της υπό εξέταση περιόδου».

281    Με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι κατέχει πολύ σημαντικό μερίδιο αγοράς, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η αγορά είναι κοινοτικών διαστάσεων. Επισημαίνει, σχετικώς ότι, αν η αγορά είναι ευρωπαϊκή, το μερίδιό της στην αγορά κυμαινόταν μεταξύ 60 και 70 %.

282    Από τα αριθμητικά στοιχεία που παρέσχε η προσφεύγουσα και τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από την Επιτροπή, προκύπτει επίσης ότι, το 1988, η προσφεύγουσα κατείχε, μεταξύ άλλων, το 52,5 % της γερμανικής αγοράς, το 96,9 % της αυστριακής αγοράς, το 82 % της βελγικής αγοράς, το 99,6 % της ισπανικής αγοράς, το 54,9 % της γαλλικής αγοράς, το 95 % της ιταλικής αγοράς, το 14,7 % της ολλανδικής αγοράς και το 100 % της πορτογαλικής αγοράς.

283    Από την κατοχή τέτοιων μεριδίων αγοράς προκύπτει ότι, πλην εξαιρετικών περιστάσεων που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, η προσφεύγουσα κατείχε δεσπόζουσα θέση είτε στην κοινή αγορά είτε στις διάφορες εθνικές αγορές στις οποίες διέπραξε τις παραβάσεις του άρθρου 82 ΕΚ που της προσάπτονται, αν υποτεθεί ότι η γεωγραφική αγορά πρέπει να προσδιοριστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο.

284    Στην αιτιολογική σκέψη 138 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή προβάλλει διάφορα στοιχεία που συμπληρώνουν την εξέτασή της των μεριδίων αγοράς της προσφεύγουσας και τα οποία συνηγορούν υπέρ της υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως αυτής.

285    Εφόσον, εξ ορισμού, τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν να συσχετισθούν με εξαιρετικές περιστάσεις βάσει των οποίων να μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα δεν κατέχει δεσπόζουσα θέση, παρέλκει η εξέταση των σχετικών επικρίσεων της προσφεύγουσας.

286    Περαιτέρω, η προσφεύγουσα προβάλλει τρία επιχειρήματα τα οποία πρέπει να αναλυθούν προκειμένου να προσδιοριστεί αν, εν προκειμένω, υφίσταντο τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου.

287    Πρώτον, η προσφεύγουσα προβάλλει σημαντική ανταγωνιστική πίεση προερχόμενη από κοινοτικές και μη κοινοτικές επιχειρήσεις.

288    Συναφώς, πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι η ύπαρξη ορισμένου βαθμού ανταγωνισμού δεν είναι ασύμβατη με την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως στη σχετική αγορά.

289    Επιπλέον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, όσον αφορά τους κοινοτικούς ανταγωνιστές, η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει κανένα συγκεκριμένο στοιχείο προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της.

290    Εν πάση περιπτώσει, από τα αριθμητικά στοιχεία που παρασχέθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής από την ίδια την προσφεύγουσα προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όταν διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 138 της προσβαλλομένης αποφάσεως, την ύπαρξη σημαντικού μεριδίου αγοράς της Solvay στη Μπενελούξ, στη Γαλλία και στη Γερμανία, καθώς και τη μονοπωλιακή ή οιονεί μονοπωλιακή της θέση στην Ιταλία, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία.

291    Όσον αφορά τους μη κοινοτικούς ανταγωνιστές, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι εισαγωγές από την Ανατολική Γερμανία ανέρχονταν στο 8 % των συνολικών πωλήσεων στη Δυτική Γερμανία, ποσοστό που δεν αμφισβητείται από την Επιτροπή. Εντούτοις, ανεξάρτητα από το αν η γεωγραφική αγορά είναι κοινοτικών ή εθνικών διαστάσεων, από ένα τέτοιο ποσοστό δεν μπορεί να συναχθεί η απουσία δεσπόζουσας θέσεως της προσφεύγουσας στη σχετική αγορά.

292    Όσον αφορά τις αμερικανικές εισαγωγές, η αιτιολογική σκέψη 31 της προσβαλλομένης αποφάσεως διευκρινίζει ότι, μέχρι το 1990, οι παραδόσεις των Αμερικανών παραγωγών στην ηπειρωτική Δυτική Ευρώπη περιορίστηκαν συνολικά στους 40 000 τόνους, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων έγινε με το καθεστώς της ενεργητικής τελειοποίησης.

293    Όπως όμως υπογραμμίζει ορθώς η Επιτροπή, η ποσότητα αυτή, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι παραδόθηκε εντός ενός έτους, αντιπροσώπευε μόνο το 0,07 % περίπου της συνολικής καταναλώσεως ανθρακικού νατρίου στην Κοινότητα, η οποία ανερχόταν σε περίπου 5,5 εκατομμύρια τόνους το 1989. Ένα τέτοιο μερίδιο αγοράς δεν μπορεί να θεωρηθεί σημαντικό.

294    Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι οι πελάτες της χρησιμοποιούσαν την απειλή της χρήσεως του καθεστώτος της ενεργητικής τελειοποίησης για να εφοδιαστούν από τους Αμερικανούς παραγωγούς και τους παραγωγούς της Ανατολικής Ευρώπης, ο ισχυρισμός αυτός δεν στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Εν πάση περιπτώσει, το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές, καθόσον το γεγονός και μόνον ότι οι πελάτες χρησιμοποιούν μια τέτοια απειλή δεν μπορεί να συνιστά εξαιρετική περίσταση αποκλείουσα την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως.

295    Δεύτερον, η προσφεύγουσα επικαλείται τη δυνατότητα υποκαταστάσεως του ανθρακικού νατρίου από την καυστική σόδα και το ανακυκλωμένο θρυμματισμένο γυαλί, πράγμα που συνιστούσε, κατ’ αυτήν, ανταγωνιστική πίεση στη σχέση της με τους πελάτες.

296    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 139 έως 145 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέλυσε λεπτομερώς τη δυνατότητα υποκαταστάσεως του ανθρακικού νατρίου από την καυστική σόδα και διαπίστωσε ότι, στην πράξη, οι δυνατότητες υποκαταστάσεως δεν συνιστούσαν σημαντικό περιορισμό σε σχέση με τη σημαντική ισχύ της προσφεύγουσας στην αγορά. Με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω η ανάλυση αυτή.

297    Όσον αφορά το ανακυκλωμένο θρυμματισμένο γυαλί, η Επιτροπή υπογράμμισε, στην αιτιολογική σκέψη 144 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι ανάγκες ενός πελάτη, που παράγει προϊόντα περιέχοντα γυαλί, σε ανθρακικό νάτριο μπορούσαν να μειωθούν κατά 15 % αν χρησιμοποιούσε ανακυκλωμένο θρυμματισμένο γυαλί. Το αριθμητικό αυτό στοιχείο δεν αμφισβητείται από την προσφεύγουσα. Η Επιτροπή δέχθηκε επίσης το ενδεχόμενο η χρήση του ανακυκλωμένου θρυμματισμένου γυαλιού να μειώνει γενικά την εξάρτηση των πελατών από τους προμηθευτές ανθρακικού νατρίου γενικώς, χωρίς ωστόσο να μειώνει την ικανότητα ενός ισχυρού παραγωγού ανθρακικού νατρίου να αποκλείει τους μικρούς παραγωγούς από το προϊόν αυτό. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι, σε αντίθεση προς τα όσα ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τη δυνατότητα αυτή υποκαταστάσεως του ανθρακικού νατρίου από το ανακυκλωμένο θρυμματισμένο γυαλί.

298    Υπό τις περιστάσεις αυτές, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως συμπεραίνοντας ότι οι δυνατότητες υποκαταστάσεως δεν συνιστούσαν σημαντικό περιορισμό σε σχέση με της ισχύ της προσφεύγουσας στην αγορά.

299    Τρίτον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να λάβει υπόψη την ανταγωνιστική πίεση που ασκούν οι πελάτες.

300    Εντούτοις, σύμφωνα με τα αριθμητικά στοιχεία που παρέσχε η προσφεύγουσα και τα οποία επιβεβαίωσε η Επιτροπή, η συνολική παραγωγή της προσφεύγουσας στην Ευρώπη, κατά την περίοδο των επίδικων πραγματικών περιστατικών, ήταν της τάξεως των 3,7 εκατομμυρίων τόνων και το σύνολο των πωλήσεών της στην Ευρώπη της τάξεως των 3,1 εκατομμυρίων τόνων.

301    Στην αιτιολογική σκέψη 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι ο μεγαλύτερος πελάτης της προσφεύγουσας ήταν ο όμιλος Saint-Gobain, με τον οποίο συνήψε συμβάσεις αορίστου χρόνου στα διάφορα κράτη μέλη, οι οποίες αντιπροσώπευαν πωλήσεις άνω των 500 000 τόνων ετησίως στη Δυτική Ευρώπη.

302    Κατά συνέπεια, το μέρος των πωλήσεων της προσφεύγουσας στη Saint-Gobain, τον μεγαλύτερο πελάτη της, αντιπροσωπεύει περίπου το 14 % του ύψους της παραγωγής της και το 16 % των πωλήσεών της στην Ευρώπη.

303    Επομένως, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη το κριτήριο της αντισταθμιστικής δυνάμεως των πελατών της προσφεύγουσας, από τα προαναφερθέντα ποσοστά προκύπτει ότι ούτε η Saint-Gobain ούτε κανένας άλλος από τους πελάτες της ήταν σε θέση να αντισταθμίσουν την ισχύ της στην αγορά.

304    Συμπερασματικώς, με βάση τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν μπορεί να γίνει δεκτή η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων που θα δικαιολογούσαν την αμφισβήτηση της διαπιστώσεως ότι κατείχε δεσπόζουσα θέση στη σχετική αγορά.

305    Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου λόγου, που αντλείται από την απουσία καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως

306    Ο πέμπτος λόγος διαιρείται σε πέντε σκέλη, που αφορούν, αντιστοίχως, τις εκπτώσεις για οριακές ποσότητες σε τόνους, τη χορήγηση της εκπτώσεως «ομίλου» στη Saint-Gobain, τις συμφωνίες αποκλειστικότητας, τις ρήτρες ανταγωνισμού και τον συνεπαγόμενο δυσμενείς διακρίσεις χαρακτήρα των πρακτικών που προσάπτονται στην προσφεύγουσα.

 Επί του πρώτου σκέλους, που αφορά τις εκπτώσεις για οριακές ποσότητες σε τόνους

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

307    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι δεν εφάρμοσε μια γενική πολιτική πιστών πελατών. Συναφώς, τα σημειώματα παρουσίασης της στρατηγικής για τα οποία γίνεται λόγος στις αιτιολογικές σκέψεις 53 έως 55 της προσβαλλομένης αποφάσεως αποτύπωναν τη βούληση να ευνοηθούν οι πελάτες που αναλαμβάνουν μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις, πράγμα που δικαιολογείται από οικονομικής απόψεως. Ο σκοπός συνίστατο στο να αμειφθεί το οικονομικό πλεονέκτημα που η προσφεύγουσα αντλούσε από την εξασφάλιση της χρησιμοποιήσεως των παραγωγικών της ικανοτήτων για περιορισμένη αλλά βέβαιη διάρκεια, δύο ετών το πολύ, η οποία έγινε ρητώς δεκτή από την Επιτροπή το 1981.

308    Το γεγονός ότι οι χορηγηθείσες εκπτώσεις αφορούν την οριακή ποσότητα σε τόνους δικαιολογείται από την ιδιαίτερη διάθρωση του κόστους της παραγωγής του ανθρακικού νατρίου. Συγκεκριμένα, το μεταβλητό κόστος αντιπροσώπευε πολύ χαμηλό ποσοστό του συνολικού κόστους. Κατά τη διαπραγμάτευση και τον καθορισμό της τιμής πωλήσεως του ανθρακικού νατρίου στις αρχές του έτους, λαμβανόταν υπόψη το σύνολο του ολικού κόστους, κατανεμημένου στις ποσότητες σε τόνους που οι πελάτες της δεσμεύονταν να λάβουν. Όσον αφορά τις συμπληρωματικές ποσότητες που ενδεχομένως αγόραζαν οι πελάτες κατά τη διάρκεια της εκτελέσεως της συμβάσεως, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι, δεδομένου ότι το πάγιο κόστος είχε ήδη καλυφθεί από τις πάγιες ποσότητες, διέθετε μεγαλύτερο περιθώριο χειρισμών κατά τον καθορισμό της τιμής και τον προσδιορισμό του ύψους της εκπτώσεως που έπρεπε να χορηγηθεί στον οικείο πελάτη.

309    Ειδικότερα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εκτίμησε ανακριβώς τα αποτελέσματα που προκύπτουν από τη χορήγηση των υποτιθέμενων εκπτώσεων υπέρ πιστών πελατών από τη γερμανική εθνική διεύθυνση στους γερμανούς πελάτες της. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή εκτίμησε εσφαλμένα ότι οι λοιποί παραγωγοί ανθρακικού νατρίου ήταν ανταγωνιστές μόνον όσον αφορά τις οριακές ποσότητες σε τόνους. Κατά την προσφεύγουσα όμως, οι ανταγωνιστές της οι οποίοι επιθυμούσαν να πωλήσουν στους πελάτες της που ελάμβαναν εκπτώσεις επί οριακών ποσοτήτων σε τόνους μπορούσαν να προτείνουν να τους παραδώσουν μεγαλύτερες από τις οριακές ποσότητες σε τόνους, αν όχι να καλύψουν το σύνολο των αναγκών τους, πράγμα που τους παρείχε τη δυνατότητα να προσφέρουν ανταγωνιστικές μέσες τιμές. Περαιτέρω, η Επιτροπή δεν εξέτασε τις παραγωγικές ικανότητες των ανταγωνιστών της και τη διάρθρωση του κόστους της την περίοδο εκείνη.

310    Επιπλέον, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η διάρκεια των συμβάσεων, η οποία περιοριζόταν στα δύο έτη, παρείχε τη δυνατότητα στους ανταγωνιστές της να αμφισβητήσουν βραχυπρόθεσμα τη θέση που αυτή κατείχε. Με δεδομένη τη διαπραγματευτική ισχύ των πελατών, είχαν μάλιστα τη δυνατότητα, κατά τη διάρκεια της συμβατικής περιόδου, να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη «δέσμευσή τους σχετικά με την ποσότητα σε τόνους».

311    Κατά συνέπεια, το σύστημα των εκπτώσεων που είχε δημιουργηθεί εν προκειμένω είναι σύμφωνο προς τη νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία επιτρέπει τα συστήματα των εκπτώσεων όταν δικαιολογούνται από οικονομική αντιπαροχή.

312    Περαιτέρω, η προσφεύγουσα αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΚ) 823/95 της Επιτροπής, της 10ης Απριλίου 1995, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ανθρακικού νατρίου καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (EE L 83, σ. 8), για να συναγάγει ότι το σύστημα εκπτώσεων για τις οριακές ποσότητες είχε πολύ περιορισμένα αποτελέσματα στην Ευρώπη, στον βαθμό που το σύστημα αυτό εφαρμοζόταν αποκλειστικά σε μικρές ποσότητες σε συγκεκριμένες αγορές.

313    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

314    Κατά πάγια νομολογία, η έννοια της καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως είναι αντικειμενική και αφορά τη συμπεριφορά επιχειρήσεως κατέχουσας δεσπόζουσα θέση, τη δυνάμενη να επηρεάσει τη δομή μιας αγοράς στην οποία, ακριβώς λόγω της υπάρξεως αυτής της επιχειρήσεως, ο ανταγωνισμός έχει ήδη περιοριστεί και τη σκοπούσα στην παρεμπόδιση, μέσω της προσφυγής σε μέσα διαφορετικά από εκείνα που διέπουν τον συνήθη ανταγωνισμό μεταξύ προϊόντων ή υπηρεσιών βάσει των παροχών των οικονομικών παραγόντων, τη διατήρηση του ανταγωνισμού που υπάρχει ακόμα στην αγορά ή της αναπτύξεως του ανταγωνισμού αυτού (απόφαση Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, σκέψη 275 ανωτέρω, σκέψη 91, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2005, T‑210/01, General Electric κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5575, σκέψη 549).

315    Καίτοι η διαπίστωση της υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως δεν συνεπάγεται καθεαυτή καμία μομφή έναντι της οικείας επιχειρήσεως, η επιχείρηση αυτή εντούτοις, ανεξάρτητα από τα αίτια δημιουργίας τέτοιας θέσεως, έχει την ιδιαίτερη υποχρέωση να μη βλάπτει με τη συμπεριφορά της τον πραγματικό και ανόθευτο ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς (απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Νοεμβρίου 1983, 322/81, Nederlandsche Banden-Industrie-Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3461, σκέψη 57, και απόφαση Microsoft κατά Επιτροπής, σκέψη 250 ανωτέρω, σκέψη 229). Ομοίως, μολονότι η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως δεν αφαιρεί από την επιχείρηση που κατέχει τη θέση αυτή το δικαίωμα να διαφυλάσσει τα εμπορικά της συμφέροντα, οσάκις αυτά απειλούνται, και μολονότι η επιχείρηση αυτή έχει τη δυνατότητα, σε εύλογο βαθμό, να ενεργεί κατά τον τρόπο που κρίνει πρόσφορο για την προστασία των συμφερόντων της, εντούτοις δεν επιτρέπονται τέτοιες ενέργειες, όταν αποσκοπούν στην ενίσχυση της δεσπόζουσας αυτής θέσεως και στην καταχρηστική εκμετάλλευσή της (απόφαση United Brands και United Brands Continentaal κατά Επιτροπής, σκέψη 249 ανωτέρω, σκέψη 189, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Michelin κατά Επιτροπής, T‑203/01, Συλλογή 2003, σ. II‑4071, σκέψη 55).

316    Όσον αφορά, ειδικότερα, την παροχή εκπτώσεων από επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι έκπτωση υπέρ πιστών πελατών, η οποία χορηγείται ως αντάλλαγμα της δεσμεύσεως του πελάτη να εφοδιάζεται αποκλειστικώς ή οιονεί αποκλειστικώς από επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση, αντιβαίνει προς το άρθρο 82 ΕΚ. Συγκεκριμένα, παρόμοια έκπτωση τείνει να εμποδίσει, μέσω της χορηγήσεως οικονομικών πλεονεκτημάτων, τον εφοδιασμό των πελατών από ανταγωνιστές παραγωγούς (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1975, 40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 507, σκέψη 518, και απόφαση Michelin κατά Επιτροπής, σκέψη 315 ανωτέρω, σκέψη 56).

317    Σύστημα εκπτώσεων το οποίο έχει ως αποτέλεσμα αποκλεισμό από την αγορά θα θεωρηθεί αντίθετο προς το άρθρο 82 ΕΚ, εάν τίθεται σε εφαρμογή από επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση. Για τον λόγο αυτόν, το Δικαστήριο έκρινε ότι έκπτωση εξαρτώμενη από την επίτευξη στόχου ο οποίος συνίσταται στην πραγματοποίηση αγορών ορισμένου ύψους αντιβαίνει προς το άρθρο 82 ΕΚ (απόφαση Michelin κατά Επιτροπής, σκέψη 315 ανωτέρω, σκέψη 57).

318    Συστήματα εκπτώσεων βάσει ποσότητας, συναρτώμενα αποκλειστικώς με τον όγκο των πραγματοποιούμενων αγορών σε επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση, θεωρείται ότι δεν έχουν, εν γένει, ως αποτέλεσμα, απαγορευμένο από το άρθρο 82 ΕΚ, τον αποκλεισμό από την αγορά. Καίτοι η αύξηση της παρεχόμενης ποσότητας συνεπάγεται μείωση του κόστους για τον προμηθευτή, αυτός δικαιούται, πράγματι, να μετακυλίσει τη μείωση αυτή στον πελάτη του μέσω ευνοϊκότερης τιμολογήσεως. Επομένως, οι εκπτώσεις λόγω ποσότητας θεωρείται ότι αντανακλούν τα κέρδη σε απόδοση και τις οικονομίες κλίμακος που πραγματοποίησε η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση (απόφαση Michelin κατά Επιτροπής, σκέψη 315 ανωτέρω, σκέψη 58).

319    Κατά συνέπεια, σύστημα εκπτώσεων των οποίων το ποσοστό αυξάνεται ανάλογα με το ύψος των αγορών δεν αντιβαίνει προς το άρθρο 82 ΕΚ, εκτός εάν προκύπτει από τα κριτήρια και τις λεπτομέρειες χορηγήσεως της εκπτώσεως ότι το σύστημα δεν στηρίζεται σε οικονομικώς δικαιολογημένη αντιπαροχή, αλλά τείνει, όπως η έκπτωση υπέρ πιστών πελατών και η έκπτωση επιτεύξεως στόχου, να εμποδίσει τον εφοδιασμό των πελατών από ανταγωνιστές παραγωγούς (αποφάσεις Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, σκέψη 275 ανωτέρω, σκέψη 90, και Michelin κατά Επιτροπής, σκέψη 315 ανωτέρω, σκέψη 59).

320    Για να διαπιστωθεί ο ενδεχόμενος καταχρηστικός χαρακτήρας ενός συστήματος εκπτώσεων βάσει ποσότητας, πρέπει, επομένως, να εκτιμηθεί το σύνολο των περιστάσεων, ιδίως δε τα κριτήρια και οι λεπτομέρειες χορηγήσεως των εκπτώσεων, καθώς και να εξεταστεί εάν οι εκπτώσεις αποβλέπουν, με τη χορήγηση πλεονεκτήματος που δεν στηρίζεται σε καμία οικονομική παροχή που να το δικαιολογεί, στο να αφαιρέσουν από τον αγοραστή, ή να του περιορίσουν, τη δυνατότητα επιλογής όσον αφορά τις πηγές εφοδιασμού του, να παρεμποδίσουν την είσοδο στην αγορά των ανταγωνιστών, να εφαρμόσουν σε εμπορικώς συναλλασσομένους άνισους όρους για ισοδύναμες παροχές ή να ενισχύσουν τη δεσπόζουσα θέση νοθεύοντας τον ανταγωνισμό (αποφάσεις Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, σκέψη 275 ανωτέρω, σκέψη 90, και Michelin κατά Επιτροπής, σκέψη 315 ανωτέρω, σκέψη 60).

321    Εν προκειμένω, στο μέρος της προσβαλλομένης αποφάσεως που είναι αφιερωμένο στη συμπεριφορά της προσφεύγουσας που αποσκοπεί στον αποκλεισμό του ανταγωνισμού, η Επιτροπή αναφέρθηκε κατ’ αρχάς, στις αιτιολογικές σκέψεις 53 έως 55 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε μια εμπορική στρατηγική της προσφεύγουσας μετά το 1982.

322    Συναφώς, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε δύο σημειώματα παρουσίασης της στρατηγικής του 1988, κατά τα οποία η προσφεύγουσα επιχειρούσε να καταστήσει πιστούς τους πελάτες της με τη χορήγηση συμβατικών εκπτώσεων.

323    Στις αιτιολογικές σκέψεις 56 έως 80 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε εν συνεχεία το σύστημα εκπτώσεων που δημιούργησε η προσφεύγουσα στη Γερμανία και στη Γαλλία.

324    Ειδικότερα, η Επιτροπή υπογράμμισε τα εξής:

«Εκτός από τις συνήθεις εκπτώσεις ποσότητας επί της βασικής ποσότητας σε τόνους για τους μεγάλους πελάτες, η Solvay προσέφερε, από το 1982, δύο επιπλέον μορφές εκπτώσεων στη Γερμανία:

–        έκπτωση για την οριακή ποσότητα σε τόνους, αποκαλούμενη “Spitzenrabatt”, που οριζόταν σχεδόν πάντοτε στο 20 % της τιμής καταλόγου,

–        ειδική ετήσια πληρωμή με επιταγή [μέχρι 3,4 εκατομμύρια [γερμανικά μάρκα] σε μία περίπτωση], υπό την προϋπόθεση ότι ο πελάτης εφοδιάζεται από τη Solvay για το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών του.

[…]

Έτσι, στην περίπτωση της Vegla, που ήταν μέλος του ομίλου Saint-Gobain και ο κυριότερος πελάτης της Solvay στη Γερμανία, το σύστημα εκπτώσεων, το 1989, λειτουργούσε ως εξής:

1)      για τη βασική συμβατική ποσότητα των 85 000 τόνων, έκπτωση 10 %,

2)      για την οριακή ποσότητα των 43 000 τόνων, έκπτωση 20 %,

3)      για την οριακή ποσότητα σε τόνους, επιταγή ύψους 3 349 000 γερμανικών μάρκων.

[…]

Στις περισσότερες περιπτώσεις, όπως αυτή της Vegla, το σύστημα εκπτώσεων ενίσχυε τη θέση της Solvay ως αποκλειστικού προμηθευτή. Ωστόσο, το σύστημα εκπτώσεων αποσκοπούσε, επίσης, στη διατήρηση του δεσπόζοντος μεριδίου της Solvay ακόμη και σε περίπτωση που οι πελάτες είχαν ως πολιτική την κατανομή των δραστηριοτήτων τους μεταξύ δύο προμηθευτών. Η Flachglas, ο δεύτερος σε μέγεθος πελάτης της Solvay στη Γερμανία, μοίραζε τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες με κατά προσέγγιση αναλογία 70 προς 30 μεταξύ της Solvay και της Mattes und Weber. Από το 1983, οι τιμολογιακοί όροι που εφάρμοσε η Solvay έναντι της Flachglas προέβλεπαν έκπτωση ποσότητας 8,5 % για ποσότητες μέχρι 70 kt, 20 % για κάθε οριακή ποσότητα και επιταγή 500 000 έως 750 000 γερμανικών μάρκων. Η επιπρόσθετη έκπτωση επιταγής σήμαινε ότι η πραγματική τιμή για κάθε οριακή ποσότητα πάνω από 70 kt ήταν (ανάλογα με την ποσότητα), μόνο 250 ή 260 γερμανικά μάρκα ανά τόνο. Έτσι, ήταν εξαιρετικά δύσκολο για τον δεύτερο προμηθευτή να εισχωρήσει στον βασικό κορμό των δραστηριοτήτων εφοδιασμού της Solvay, το μερίδιο της οποίας (όπως φαίνεται από τα ίδια τα έγγραφα της Solvay) προστατευόταν με το “περίφραγμα” των εκπτώσεων. Έστω και εάν ο δεύτερος προμηθευτής μπορεί να ήταν σε θέση να ανταγωνιστεί την τιμή των 322,40 γερμανικών μάρκων (τιμή καταλόγου -20 %), ήταν τελείως απίθανο να διακινδυνεύσει ο πελάτης να χάσει το σημαντικό ποσό της επιταγής, η καταβολή του οποίου εξαρτιόταν ρητά από την αγορά από τη Solvay της σχετικής ποσότητας επιπλέον της βασικής συμβατικής ποσότητας. Από τα έγγραφα που έδωσε η Matthes und Weber επιβεβαιώνεται ότι ήταν αδύνατον για την εταιρία αυτή να καταπατήσει το μερίδιο που κατείχε η Solvay στις δραστηριότητες της Flachglas.»

325    Η προσφεύγουσα ουδόλως αμφισβητεί τα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη έναντι αυτής όσον αφορά το σύστημα εκπτώσεων που εφαρμόστηκε στη Γαλλία. Συγκεκριμένα, αναφέρεται αποκλειστικά στο σύστημα που εφαρμόστηκε στη Γερμανία.

326    Επομένως, πρέπει να εξεταστεί μόνον αν το σύστημα εκπτώσεων που εφαρμόστηκε στη Γερμανία συνιστούσε σύστημα ποσοτικών εκπτώσεων, με το οποίο ο προμηθευτής παρείχε οφέλη στους πελάτες του λόγω των οικονομιών κλίμακας που είχε επιτύχει χάρη στις σχετικές με τις αγορές δεσμεύσεις τους, ή σύστημα εκπτώσεων υπέρ πιστών πελατών, το οποίο, μέσω ενός οικονομικού πλεονεκτήματος που δεν στηριζόταν σε καμία οικονομική παροχή που να το δικαιολογεί, αποσκοπούσε στον περιορισμό της επιλογής των πελατών της προσφεύγουσας όσον αφορά τις πηγές εφοδιασμού τους.

327    Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την ύπαρξη και το περιεχόμενο των δύο σημειωμάτων παρουσίασης της στρατηγικής του 1988, αλλά ισχυρίζεται ότι τα σημειώματα αυτά αποσκοπούσαν στο να ευνοήσουν τους πελάτες που αναλάμβαναν μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις, πράγμα που ήταν δικαιολογημένο από οικονομικής απόψεως.

328    Κατά τη νομολογία, πρέπει να εκτιμηθεί το σύνολο των περιστάσεων, ιδίως δε τα κριτήρια και οι λεπτομέρειες χορηγήσεως των εκπτώσεων.

329    Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, σε αντίθεση με την έκπτωση βάσει ποσότητας τη συνδεόμενη αποκλειστικά με τον ποσότητα των αγορών, καμία προοδευτικότητα δεν προβλεπόταν στο ποσοστό των εκπτώσεων που εχορηγούντο επί των βασικών και των οριακών ποσοτήτων, καθόσον το σύστημα προέβλεπε το πέρασμα από ένα ποσοστό 7 έως 10 % περίπου εφαρμοζόμενο στις βασικές ποσότητες σε ένα ποσοστό 20 % χορηγούμενο στις οριακές ποσότητες, ύψος εκπτώσεως το οποίο συμπληρωνόταν περαιτέρω με την εφαρμογή μιας ειδικής πληρωμής με επιταγή.

330    Επιπλέον, το ποσοστό του 20 % άρχιζε να εφαρμόζεται αφής στιγμής ο πελάτης παρήγγελλε στην προσφεύγουσα πρόσθετες ποσότητες σε σχέση με τις συμβατικώς καθορισθείσες ποσότητες, ανεξάρτητα από το μέγεθος σε απόλυτους αριθμούς των τελευταίων αυτών ποσοτήτων, όπως τούτο προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 160 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

331    Η μείωση των τιμών δεν γινόταν συνεπώς βαθμιαία, με βάση τις συμβατικώς καθορισθείσες ποσότητες, αλλά μόνον όταν οι ποσότητες έφθαναν ένα ορισμένο όριο καθοριζόμενο σε επίπεδο πλησίον των αναγκών που είχαν προσδιορισθεί κατά τις διαπραγματεύσεις της συμβάσεως. Σε ένα σύστημα όμως εκπτώσεων βάσει ποσοτήτων, το πλεονέκτημα πρέπει να μετακυλίεται στη βασική τιμή της ποσότητας σε τόνους, σε συνάρτηση με τις αγοραζόμενες ποσότητες.

332    Η σωρευτική εφαρμογή των εκπτώσεων αυτών είχε ως συνέπεια το ότι η ανά μονάδα τιμή που προσφερόταν για τις οριακές ποσότητες ήταν πολύ χαμηλότερη από τη μέση τιμή που κατέβαλλε ο πελάτης για τις συμβατικώς καθορισθείσες βασικές ποσότητες, όπως τονίζει η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 61 και 62 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

333    Κατά συνέπεια, οι πελάτες παρακινούνταν να εφοδιάζονται από την προσφεύγουσα και για τις ποσότητες σε τόνους που υπερέβαιναν τις συμβατικές ποσότητες, στον βαθμό που οι λοιποί προμηθευτές δύσκολα θα μπορούσαν να προσφέρουν, επί αυτών των ποσοτήτων σε τόνους, τιμές ανταγωνιστικές σε σχέση με αυτές που προσέφερε η προσφεύγουσα (αιτιολογικές σκέψεις 63 έως 66 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

334    Επιπλέον, σύμφωνα με την απόφαση Michelin κατά Επιτροπής, σκέψη 315 ανωτέρω (σκέψεις 107 έως 109), η προσφεύγουσα θα έπρεπε να αποδείξει ότι το σύστημά της εκπτώσεων στηριζόταν σε αντικειμενική οικονομική δικαιολόγηση. Η προσφεύγουσα όμως δεν παρέχει καμία συγκεκριμένη ένδειξη συναφώς. Αναφέρει αποκλειστικά ότι επρόκειτο για την καταβολή αμοιβής για το οικονομικό πλεονέκτημα που αντλούσε από την εξασφάλιση της χρησιμοποιήσεως των παραγωγικών της ικανοτήτων.

335    Μια τέτοια επιχειρηματολογία είναι υπερβολικά γενική και δεν μπορεί να συνιστά δικαιολογία βάσει της οποίας να μπορεί να εξηγηθεί συγκεκριμένα η επιλογή των χρησιμοποιηθέντων ποσοστών εκπτώσεως.

336    Επιπλέον, ο σχετιζόμενος με τους πιστούς πελάτες χαρακτήρας του εφαρμοσθέντος συστήματος εκπτώσεων προκύπτει από τις έγγραφες αποδείξεις που εξετάστηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 68 έως 71 της προσβαλλομένης αποφάσεως και οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν από την προσφεύγουσα.

337    Κατά τα λοιπά, όσον αφορά τις διαδικασίες αντιντάμπινγκ, η επίκληση του κανονισμού 823/95 δεν είναι λυσιτελής, καθόσον ο κανονισμός αυτός εκδόθηκε σε ένα εντελώς διαφορετικό νομικό πλαίσιο.

338    Τέλος, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι εκπτώσεις εφαρμόστηκαν μόνο σε μικρές ποσότητες, από τη νομολογία προκύπτει ότι, για να στοιχειοθετηθεί παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ, αρκεί να αποδειχθεί ότι η καταχρηστική συμπεριφορά της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως τείνει να περιορίσει τον ανταγωνισμό ή, με άλλα λόγια, ότι η συμπεριφορά είναι ικανή, ή ενδέχεται, να έχει τέτοιο αποτέλεσμα (απόφαση Michelin κατά Επιτροπής, σκέψη 315 ανωτέρω, σκέψη 239).

339    Τούτο όμως ισχύει εν προκειμένω όσον αφορά το σύστημα εκπτώσεων για τις οριακές ποσότητες σε τόνους που εφάρμοσε η προσφεύγουσα στη Γερμανία.

340    Συμπερασματικώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη συμπεραίνοντας ότι το σύστημα εκπτώσεων που εφάρμοσε η προσφεύγουσα στη Γερμανία αποσκοπούσε στο να καταστήσει πιστούς τους πελάτες και ήταν ικανό να έχει ένα αποτέλεσμα αποκλεισμού επί του ανταγωνισμού.

341    Επομένως, το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους, που αφορά την έκπτωση «ομίλου» που χορηγήθηκε στη Saint-Gobain

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

342    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το μυστικό πρωτόκολλο που συνήψε με τη Saint-Gobain δεν συνιστούσε αποκλειστική ή οιονεί αποκλειστική σύμβαση, καθόσον η προμήθεια κάλυπτε μόνο το 67 % περίπου του συνόλου των αναγκών της Saint-Gobain στην Ευρώπη.

343    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι παραδόσεις πραγματοποιούνταν σε εθνικό επίπεδο για λόγους αντλούμενους από την οικονομική πραγματικότητα, ήτοι ουσιαστικά λόγω του κόστους μεταφοράς. Επιπλέον, η έκπτωση του 1,5 % είχε χορηγηθεί επί ποσοτήτων που είχαν πράγματι αγορασθεί από τις εθνικές θυγατρικές και κατόπιν αιτήσεως της Saint-Gobain. Επρόκειτο για πρόσθετη έκπτωση βάσει ποσοτήτων, η οποία περιοριζόταν σε μέτριο επίπεδο προκειμένου να αποφευχθεί κάθε παράβαση των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού.

344    Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η έκπτωση αυτή δεν υπολογιζόταν στο σύνολο των αγορών του ομίλου. Η βάση υπολογισμού της εκπτώσεως για εκάστη των θυγατρικών της Saint-Gobain αποτελούνταν από την τιμή πωλήσεως προς αυτήν, πολλαπλασιαζόμενη επί τις πωλήσεις προς αυτήν. Κατά συνέπεια, η έκπτωση συνδεόταν με τις αγορές που οι θυγατρικές της Saint-Gobain δεσμεύονταν να πραγματοποιήσουν ευθέως από τις διάφορες εθνικές διευθύνσεις της προσφεύγουσας.

345    Περαιτέρω, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι, μετά την έκδοση της αποφάσεως 91/299, η Επιτροπή δέχθηκε μια σύμβαση την οποία είχε συνάψει με τον όμιλο Saint-Gobain το 1994 και δυνάμει της οποίας οι εταιρίες του ομίλου Saint-Gobain ετύγχαναν ευνοϊκότερων όρων όσον αφορά την προμήθεια ανθρακικού νατρίου, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η διάρκεια της συμβάσεως ήταν τριετής και δεν θα παρατεινόταν.

346    Τέλος, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι το μυστικό πρωτόκολλο που σύναψε με τον όμιλο Saint-Gobain δεν εμπόδισε τις εθνικές θυγατρικές της Saint-Gobain να χρησιμοποιήσουν την απειλή για να διαπραγματευθούν ευνοϊκότερους συμβατικούς όρους, είτε ακόμη και για να καταγγείλουν τη σύμβασή τους, όπως συνέβη στην περίπτωση της Saint-Gobain France.

347    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

348    Στην αιτιολογική σκέψη 161 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι το μυστικό πρωτόκολλο είχε στόχο να παγιώσει τη θέση της προσφεύγουσας ως αποκλειστικού ή οιονεί αποκλειστικού προμηθευτή της Saint-Gobain στη Δυτική Ευρώπη, εκτός της Γαλλίας.

349    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την ύπαρξη του μυστικού αυτού πρωτοκόλλου, ούτε το περιεχόμενο της ρήτρας 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου που είχε το ακόλουθο περιεχόμενο:

«Στο πλαίσιο του παρόντος πρωτοκόλλου, η Solvay παρέχει επιπλέον στη Saint-Gobain συμπληρωματική έκπτωση 1,5 % που υπολογίζεται επί του συνόλου των αγορών ανθρακικού νατρίου της Saint-Gobain από τη Solvay στην Ευρώπη.»

350    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η έκπτωση αυτή συνιστούσε πρόσθετη έκπτωση βάσει ποσοτήτων, η οποία χορηγήθηκε με βάση τις αγορές των θυγατρικών της Saint-Gobain από τις διάφορες εθνικές διευθύνσεις της.

351    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η έκπτωση του 1,5 % δεν αντιπροσώπευε έκπτωση βάσει ποσότητας, στον βαθμό που εκάστη των θυγατρικών της Saint-Gobain ελάμβανε μια έκπτωση που δεν συνδεόταν αποκλειστικά με τις ποσότητες που η ίδια είχε αγοράσει, αλλά εξαρτιόταν επίσης από τις ποσότητες που είχαν αγοράσει οι λοιπές θυγατρικές. Δεδομένου ότι υπολογιζόταν επί των συνολικών αγορών όλου του ομίλου, η έκπτωση αυτή, η οποία δεν αντιστοιχούσε σε οικονομικό πλεονέκτημα συνδεόμενο με τις παραδοθείσες ποσότητες, είχε συνεπώς ως αντικείμενο και ως αποτέλεσμα να καταστήσει πιστό πελάτη ολόκληρο τον όμιλο και συνιστούσε συνεπώς έκπτωση σε πιστούς πελάτες.

352    Συναφώς, από το κείμενο της ρήτρας 4 του μυστικού πρωτοκόλλου προκύπτει ότι η έκπτωση υπολογιζόταν επί του «συνόλου των αγορών» ανθρακικού νατρίου της Saint-Gobain από την προσφεύγουσα στην Ευρώπη.

353    Επιπλέον, έχοντας κληθεί από το Γενικό Δικαστήριο να διευκρινίσει την επιχειρηματολογία της με μια γραπτή ερώτηση στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, η προσφεύγουσα υποστηρίζει απλώς ότι η έκπτωση δεν υπολογιζόταν ούτε εχορηγείτο, «όπως θα μπορούσε να υπονοηθεί με βάση το πρωτόκολλο», επί του αθροίσματος όλων των αγορών της Saint-Gobain ως συνόλου από αυτήν στην Ευρώπη.

354    Επομένως, ελλείψει βάσιμων λόγων ικανών να ανασκευάσουν την κατά γράμμα ερμηνεία της ρήτρας 4 του μυστικού πρωτοκόλλου, πρέπει να θεωρηθεί ότι η έκπτωση του 1,5 %, που εχορηγείτο ανεξάρτητα από οποιονδήποτε λόγο συνδεόμενο με τα οικονομικά πλεονεκτήματα που αφορούσαν την αποτελεσματικότητα και τις οικονομίες κλίμακας και τα οποία είχε λάβει κάθε θυγατρική της Saint-Gobain συνεπεία και μόνον των αγορών της ανθρακικού νατρίου, συνιστούσε έκπτωση υπέρ πιστών πελατών.

355    Η προσφεύγουσα παρατηρεί επιπλέον ότι το όχι σημαντικό ύψος της εκπτώσεως καθιστούσε δυνατή την αποφυγή κάθε επιζήμιου για τον ανταγωνισμό αποτελέσματος. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, ακόμα και αν δεν είναι σημαντικό, το ύψος μιας εκπτώσεως υπέρ πιστών πελατών ασκεί επιρροή στις συνθήκες του ανταγωνισμού.

356    Όσον αφορά το γεγονός ότι η Επιτροπή δέχθηκε τη σύναψη συμβάσεως σύμφωνα με την οποία η Saint-Gobain ετύγχανε προνομιακών όρων τους οποίους είχε συμφωνήσει η προσφεύγουσα, αρκεί η διαπίστωση ότι η επιστολή της Επιτροπής, που προσκόμισε η προσφεύγουσα, αναφέρει ότι «δεν μπορούσε να αποκλεισθεί η εφαρμογή του άρθρου [82] της Συνθήκης».

357    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα ότι το μυστικό πρωτόκολλο δεν εμπόδισε τις εθνικές θυγατρικές της Saint-Gobain να χρησιμοποιήσουν την απειλή για να διαπραγματευθούν ευνοϊκότερους συμβατικούς όρους ή ακόμη και για να καταγγείλουν τη σύμβασή τους στην περίπτωση της Saint-Gobain France, η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού. Εν πάση περιπτώσει, το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές, καθόσον δεν αφορά μια εξαιρετική περίσταση που να δικαιολογεί τη συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται ως κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως.

358    Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή ορθώς θεώρησε ότι η έκπτωση «ομίλου» που χορηγήθηκε στη Saint-Gobain ήταν αντίθετη προς το άρθρο 82 ΕΚ.

359    Επομένως, το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου σκέλους, που αφορά τις ρητές συμφωνίες αποκλειστικότητας

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

360    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, για τις συμφωνίες αποκλειστικότητας που συνήφθησαν με διάφορες επιχειρήσεις, η Επιτροπή κακώς συνήγαγε, από διάφορα έγγραφα, ότι ορισμένοι από τους πελάτες της δέχθηκαν ή αναγκάστηκαν να δεχθούν να προμηθεύονται αποκλειστικά από την οικεία εθνική διεύθυνση.

361    Όσον αφορά τις εκ των πραγμάτων αποκλειστικότητες, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι από τον φάκελο δεν προκύπτει ότι επέβαλλε στη σύμβαση τις προς προμήθεια ποσότητες, εξασφαλίζοντας ότι οι ποσότητες αυτές προσέγγιζαν τις συνολικές ανάγκες του πελάτη. Περαιτέρω, ο καθορισμός των ποσοτήτων αυτών ήταν απολύτως δικαιολογημένος, λαμβανομένου υπόψη ότι οι πελάτες δεν είχαν δυνατότητα αποθηκεύσεως και ότι είχαν ανάγκη τακτικού και διαρκούς εφοδιασμού σε ανθρακικό νάτριο.

362    Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η στάση της Επιτροπής ήταν αντιφατική. Αφενός, η Επιτροπή της επέτρεψε, το 1981, να αντικαταστήσει τις υφιστάμενες συμβάσεις με συμβάσεις ανώτερης διάρκειας δύο ετών ή με συμβάσεις αορίστου χρόνου προβλέπουσες προειδοποίηση καταγγελίας δύο ετών. Αφετέρου, η Επιτροπή θεωρεί τώρα ότι η διάρκεια αυτή είναι υπερβολική.

363    Τέλος, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι, κατά τη διάρκεια της εξεταζομένης περιόδου, τόσο η Glaverbel όσο και η Saint-Gobain κατήγγειλαν εξάλλου τη σύμβασή τους με αυτήν σχετικά με τη Γαλλία.

364    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

365    Κατά πάγια νομολογία, η εκ μέρους επιχειρήσεως κατέχουσας δεσπόζουσα θέση στην αγορά δέσμευση των αγοραστών, έστω και κατόπιν αιτήσεώς τους, με την υποχρέωση ή υπόσχεση από μέρους τους κάλυψης του συνόλου ή σημαντικού τμήματος των αναγκών τους αποκλειστικά από αυτήν αποτελεί καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως, κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ, είτε η υποχρέωση αυτή συμφωνήθηκε χωρίς αντάλλαγμα είτε με αντάλλαγμα τη χορήγηση εκπτώσεως. Το ίδιο ισχύει και όταν η εν λόγω επιχείρηση, χωρίς να δεσμεύει τους αγοραστές επίσημα, εφαρμόζει, είτε βάσει των όρων συμφωνιών που συνήφθησαν με τους αγοραστές είτε μονομερώς, σύστημα εκπτώσεων σε πιστούς πελάτες, δηλαδή σύστημα εκπτώσεων ή επιστροφών υπό τον όρο της κάλυψης από τον πελάτη του συνόλου ή του μεγαλύτερου μέρους των αναγκών του –άσχετα με το ύψος των αγορών του– από τη δεσπόζουσα επιχείρηση (απόφαση Hoffmann-Laroche κατά Επιτροπής, σκέψη 275 ανωτέρω, σκέψη 89). Συγκεκριμένα, αυτού του είδους οι υποχρεώσεις αποκλειστικού εφοδιασμού, με το αντιστάθμισμα των εκπτώσεων ή χωρίς αυτό ή τη χορήγηση εκπτώσεων σε πιστούς πελάτες ως παρότρυνση του αγοραστή να εφοδιάζεται αποκλειστικά από την επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση, δεν συμβιβάζονται με τον σκοπό ανόθευτου ανταγωνισμού στην κοινή αγορά, διότι δεν στηρίζονται σε μια οικονομική παροχή που να δικαιολογεί αυτή την επιβάρυνση ή αυτό το πλεονέκτημα, αλλά τείνουν στο να αφαιρέσουν από τον αγοραστή, ή να περιορίσουν, τη δυνατότητα επιλογής όσον αφορά τις πηγές εφοδιασμού του και να φράξουν την είσοδο άλλων παραγωγών στην αγορά (απόφαση Hoffmann-Laroche κατά Επιτροπής, σκέψη 275 ανωτέρω, σκέψη 90).

366    Εν προκειμένω, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αναφέρθηκε στην ύπαρξη ρητών και εκ των πραγμάτων συμφωνιών αποκλειστικότητας.

367    Όσον αφορά τις Vegla, Oberland Glas και Owens Corning, η Επιτροπή επισήμανε στην αιτιολογική σκέψη 170 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι υπήρχε ρητή συνεννόηση ότι ο πελάτης θα πραγματοποιεί όλες τις προμήθειές του από την προσφεύγουσα. Στηρίζεται συναφώς σε λεπτομερείς έγγραφες αποδείξεις στο πρώτο τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 92 έως 97 και 110).

368    Κατόπιν γραπτής ερωτήσεως του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή διευκρίνισε τα στοιχεία των εγγράφων του φακέλου επί των οποίων στηρίχθηκε για να καταλήξει στη διαπίστωση της υπάρξεως ρητών συμφωνιών αποκλειστικότητας.

369    Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την ύπαρξη των εγγράφων αυτών, αλλά διατείνεται ότι ερμηνεύθηκαν εσφαλμένα από την Επιτροπή.

370    Όσον αφορά τη Vegla, η προσφεύγουσα δέχεται ότι «είναι μάλλον ακριβές ότι η γερμανική θυγατρική της προσφεύγουσας (DSW) φαίνεται να έχει κατά καιρούς ερμηνεύσει τη σύμβαση αυτή υπό την έννοια της αποκλειστικότητας». Αναφέρει ωστόσο ότι η DSW δεν έδιδε πάντοτε την ίδια ερμηνεία, χωρίς να στηρίξει τον ισχυρισμό αυτό σε πραγματικά ή αποδεικτικά στοιχεία.

371    Όσον αφορά την Oberland Glas, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι επρόκειτο για «μεμονωμένο περιστατικό», χωρίς να αμφισβητήσει την ύπαρξή του.

372    Όσον αφορά την Owens Corning, η προσφεύγουσα αναγνωρίζει την ύπαρξη προτάσεων εκ μέρους ορισμένων από τις εθνικές διευθύνσεις της. Η μοναδική της άμυνα συνίσταται στον ισχυρισμό ότι από τα επίμαχα έγγραφα δεν προκύπτει ότι έγιναν δεκτές οι προσφορές αυτές ή αυτές οι δεσμεύσεις αποκλειστικότητας.

373    Από το σύνολο των στοιχείων αυτών προκύπτει ότι η Επιτροπή ορθώς εκτίμησε ότι η προσφεύγουσα είχε συνάψει ρητές συμφωνίες αποκλειστικότητας.

374    Όσον αφορά τις εκ των πραγμάτων συμφωνίες αποκλειστικότητας, η Επιτροπή τόνισε, στην αιτιολογική σκέψη 171 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, στις πέραν των ρητών συμφωνιών περιπτώσεις, η συμβατική ποσότητα σε τόνους που προβλεπόταν στην κύρια σύμβαση αορίστου χρόνου, για την καταγγελία της οποίας τηρείται προειδοποιητική προθεσμία δύο ετών, αντιστοιχούσε στο σύνολο των αναγκών του πελάτη, με ένα ωστόσο περιθώριο περίπου 15 %, και ότι ο πελάτης ανέφερε στην προσφεύγουσα, στην αρχή κάθε έτους, το ακριβές ύψος των αναγκών του μέσα σε αυτό το πλαίσιο.

375    Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 365 ανωτέρω νομολογία, είναι αλυσιτελές το γεγονός ότι η αποκλειστικότητα εφαρμόζεται κατόπιν αιτήσεως του πελάτη. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι ποσότητες καθορίζονταν από τους πελάτες της με βάση τις επιθυμίες τους.

376    Εν συνεχεία, πρέπει να τονιστεί ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τις διαπιστώσεις που περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τις συμφωνίες αποκλειστικότητας που συνάφθηκαν με τις BSN, Verlipack και Verreries d’Albi.

377    Περαιτέρω, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, μια επιστολή της Saint-Roch προς την Επιτροπή, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, η οποία περιέχεται στη δικογραφία, αναφέρει ότι η προσφεύγουσα προμήθευε το 100 % των ποσοτήτων σε τόνους που αγόρασε η Saint‑Roch μεταξύ 1982 και 1987, κατόπιν δε το 1989, και σχεδόν το σύνολο των ποσοτήτων σε τόνους το 1988. Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Solvay διέθετε πράγματι εκ των πραγμάτων αποκλειστικότητα όσον αφορά τη Saint-Roch.

378    Ομοίως, η Επιτροπή επικαλείται επιστολή που της απέστειλε η Glaverbel, στις 18 Δεκεμβρίου 1989, η οποία επίσης περιέχεται στη δικογραφία και η οποία επιβεβαιώνει ότι όλοι οι εφοδιασμοί εκτός Ανατολικής Γερμανίας προέρχονταν από την προσφεύγουσα.

379    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, στη σχετική αγορά, η προσφεύγουσα προμήθευσε, για το σύνολο των αναγκών τους, τουλάχιστον δύο επιχειρήσεις μεταξύ αυτών που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι τη Saint-Roch και τη Glaverbel.

380    Επομένως, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή ορθώς εκτίμησε ότι η προσφεύγουσα είχε συνάψει ρητές συμφωνίες αποκλειστικότητας και ότι υφίσταντο εκ των πραγμάτων αποκλειστικότητες.

381    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από την αντιφατική στάση της Επιτροπής, από τις αιτιολογικές σκέψεις 192 και 193 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή, αφού ανέφερε ότι συμφωνούσε με την προειδοποιητική προθεσμία δύο ετών στην περίπτωση των συμβάσεων αορίστου χρόνου, δεν επέβαλε πρόστιμο στην προσφεύγουσα παρά μόνο για τις εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών και για τις «ανεπίσημες συμφωνίες αποκλειστικότητας». Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας είναι ανακριβές.

382    Τέλος, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι Glaverbel και Saint-Gobain κατήγγειλαν τις αντίστοιχες συμβάσεις τους με αυτήν όσον αφορά τη Γαλλία, πέραν του ότι είναι αστήρικτο, ουδόλως αλλάζει την παράνομη φύση των συμφωνιών αποκλειστικότητας.

383    Κατά συνέπεια, το τρίτο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου σκέλους, που αφορά τις ρήτρες ανταγωνισμού

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

384    Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι οι ρήτρες ανταγωνισμού που περιέχονταν στις συμβάσεις της και οι οποίες αμφισβητούνται, είχαν προσαρμοσθεί σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της Επιτροπής.

385    Επιπλέον, στην αιτιολογική σκέψη 177 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξομοίωσε καταχρηστικώς τις ρήτρες διασφάλισης που περιέχονταν σε ορισμένες συμβάσεις με τις ρήτρες ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, από την αιτιολογική σκέψη 123 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά την Επιτροπή, κατά των ρητρών αυτών δεν χωρεί η διατύπωση αιτιάσεων, αλλ’ ότι, καίτοι οι ρήτρες διασφαλίσεως παρείχαν στον πελάτη τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τις ανταγωνιστικές προσφορές για να μειώσει την τιμή της προσφεύγουσας, στην πραγματικότητα ήταν μάλλον απίθανο ο ανταγωνιστής να επιτύχει την απόσπαση ή τη διατήρηση μέρους της προμήθειας.

386    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

387    Στις αιτιολογικές σκέψεις 112 έως 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παρέχει λεπτομερή στοιχεία όσον αφορά τις ρήτρες ανταγωνισμού που περιέχονταν στις συμβάσεις που είχε συνάψει η προσφεύγουσα.

388    Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την ύπαρξη των ρητρών αυτών ανταγωνισμού.

389    Το μοναδικό της επιχείρημα συνίσταται στο να επισημαίνει ότι τις ρήτρες αυτές τις είχε δεχθεί η Επιτροπή το 1981.

390    Συναφώς όμως, η Επιτροπή δεν είχε δεχθεί το 1981 τη «ρήτρα ανταγωνισμού» ή την «αγγλική ρήτρα», οι οποίες προσήφθησαν στην προσφεύγουσα στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως στις αιτιολογικές σκέψεις 112 έως 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

391    Όσον αφορά τις ρήτρες διασφαλίσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην αιτιολογική σκέψη 177 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διέκρινε τις «διάφορες μορφές ρητρών ανταγωνισμού» από τους «άλλους ανάλογους μηχανισμούς που αναφέρθηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 111 έως 123». Επομένως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας είναι ανακριβές. Εν πάση περιπτώσει, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής αφορά κατ’ ουσίαν τις κυρίως ειπείν ρήτρες ανταγωνισμού.

392    Επομένως, το τέταρτο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου σκέλους, που αφορά τον συνεπαγόμενο δυσμενείς διακρίσεις χαρακτήρα των πρασαπτομένων πρακτικών

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

393    Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η αιτίαση που αντλείται από την ύπαρξη συνεπαγομένων δυσμενείς διακρίσεις πρακτικών που αυτή χρησιμοποιεί δεν στηρίζεται σε κανένα διαπιστωθέν με την προσβαλλόμενη απόφαση πραγματικό στοιχείο. Η μόνη αναφορά σε υποτιθέμενη διαφορετική μεταχείριση περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 160 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο τμήμα που ασχολείται με τη νομική περιγραφή των εκπτώσεων επί των οριακών ποσοτήτων σε τόνους. Είναι επίσης εσφαλμένο να υποστηρίζεται, αφενός, ότι οι θυγατρικές του ομίλου Saint-Gobain, ιδίως δε η Vegla, τυγχάνουν ευνοϊκότερης μεταχειρίσεως και, αφετέρου, ότι η Vegla τυγχάνει λιγότερο καλής μεταχειρίσεως απ’ ό,τι η PLM. Οι παραγωγοί όμως επίπεδου γυαλιού, όπως η Vegla, δραστηριοποιούνται σε αγορά διαφορετική από αυτή των παραγωγών κοίλου γυαλιού, όπως η PLM.

394    Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή εκτίμησε εσφαλμένα τον ρόλο της τιμής του ανθρακικού νατρίου επί του κόστους των υαλοπαραγωγών. Συγκεκριμένα, καίτοι το ανθρακικό νάτριο αποτελεί τη σημαντικότερη πρώτη ύλη στην παρασκευή του γυαλιού, εντούτοις αντιπροσωπεύει μόνον το 2 έως 6 % της μέσης τιμής πωλήσεως του γυαλιού. Επομένως, μια διαφορά στο ύψος της εκπτώσεως επί της τιμής του ανθρακικού νατρίου δεν μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την ανταγωνιστική θέση των οικείων υαλοπαραγωγών.

395    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

396    Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση έχει το δικαίωμα να παραχωρεί στους πελάτες της εκπτώσεις λόγω ποσότητας, συνδεόμενες αποκλειστικά με τον όγκο των πραγματοποιούμενων αγορών. Ο τρόπος υπολογισμού των εκπτώσεων αυτών δεν πρέπει πάντως να καταλήγει στην εφαρμογή ανίσων όρων επί ισοδυνάμων παροχών έναντι των εμπορικώς συναλλασσομένων, κατά παράβαση του άρθρου 82, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ΄, ΕΚ. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι είναι συνυφασμένο με τη φύση ενός συστήματος εκπτώσεων λόγω ποσότητας να τυγχάνουν οι σημαντικότεροι αγοραστές ή χρήστες ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας χαμηλότερων μέσων τιμών κατά μονάδα ή, πράγμα που καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα, μέσου ποσοστού εκπτώσεως ανώτερου από εκείνο που χορηγείται στους λιγότερο σημαντικούς αγοραστές ή χρήστες του προϊόντος ή της υπηρεσίας. Διαπιστώνεται επίσης ότι, ακόμη και στην περίπτωση γραμμικής αυξήσεως του ποσοστού εκπτώσεως αναλόγως των ποσοτήτων, με τον καθορισμό ενός μέγιστου ποσοστού εκπτώσεως, το μέσο ποσοστό εκπτώσεως αυξάνει ή η μέση τιμή ελαττώνεται μαθηματικώς, αρχικά με αναλογία ανώτερη της αυξήσεως των αγορών και, στη συνέχεια, με αναλογία κατώτερη της αυξήσεως των αγορών, πριν εμφανίσει την τάση σταθεροποιήσεως προς το μέγιστο ποσοστό εκπτώσεως. Το γεγονός και μόνον ότι το αποτέλεσμα ενός συστήματος εκπτώσεων λόγω ποσότητας, καταλήγει στο να τυγχάνουν ορισμένοι πελάτες, επί δεδομένων ποσοτήτων, μέσου ποσοστού εκπτώσεως αναλογικώς υψηλότερου από άλλους σε σχέση προς τη διαφορά του αντιστοίχου όγκου των αγορών τους είναι συμφυές με αυτόν τον τύπο συστήματος και δεν μπορεί καθεαυτό να οδηγήσει στη συναγωγή του συμπεράσματος ότι το σύστημα εισάγει διακρίσεις. Εντούτοις, όταν τα όρια αγορών για τη χορήγηση των διαφόρων εκπτώσεων, σε συνδυασμό με τα εφαρμοζόμενα ποσοστά, οδηγούν στο να επιφυλάσσεται το ευεργέτημα των εκπτώσεων, ή των πρόσθετων εκπτώσεων, σε ορισμένους εμπορικούς εταίρους, με την ταυτόχρονη χορήγηση σε αυτούς ενός οικονομικού πλεονεκτήματος που δεν δικαιολογείται από τον όγκο των δραστηριοτήτων τους και από τις ενδεχόμενες οικονομίες κλίμακας που επιτρέπουν στον προμηθευτή να πραγματοποιεί σε σχέση προς τους ανταγωνιστές τους, ένα σύστημα εκπτώσεων λόγω ποσότητας συνεπάγεται την εφαρμογή ανίσων όρων επί ισοδυνάμων παροχών. Ελλείψει αντικειμενικής αιτιολογήσεως, ενδείξεις περί μεταχειρίσεως εισάγουσας δυσμενείς διακρίσεις μπορούν να συνιστούν ο καθορισμός υψηλού ορίου αγορών για τη χορήγηση εκπτώσεως, το οποίο δεν μπορεί να αφορά παρά ορισμένους ιδιαίτερα σημαντικούς οικονομικούς εταίρους της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως, ή η απουσία γραμμικού χαρακτήρα της αυξήσεως των ποσοστών εκπτώσεως σε σχέση προς τις ποσότητες (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Μαρτίου 2001, C‑163/99, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑2613, σκέψεις 50 έως 53).

397    Εν προκειμένω, όπως αναφέρθηκε ήδη κατά την εξέταση του πρώτου σκέλους του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τις διαπιστώσεις που αφορούν το σύστημα εκπτώσεων που εφαρμόστηκε στη Γαλλία.

398    Το σύστημα εκπτώσεων όμως που εφάρμοσε η προσφεύγουσα δεν ακολουθούσε μια γραμμική πρόοδο σε συνάρτηση με τις ποσότητες, ακόμη και μεταξύ των επιχειρήσεων που ετύγχαναν τέτοιων εκπτώσεων. Συγκεκριμένα, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι οι εκπτώσεις που χορηγήθηκαν στη Durant και στην Perrier ήταν διαφορετικού ύψους (αιτιολογικές σκέψεις 75 και 76).

399    Επομένως, εκ του γεγονότος αυτού και μόνο, σε αντίθεση προς όσα ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, η αιτίαση που αντλείται από την ύπαρξη συνεπαγομένων δυσμενείς διακρίσεις πρακτικών στηριζόταν σε πραγματικά στοιχεία που είχαν διαπιστωθεί με την προσβαλλόμενη απόφαση.

400    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από την ύπαρξη διαφορετικής αγοράς για τους παραγωγούς κοίλου γυαλιού και τους παραγωγούς επίπεδου γυαλιού, πρέπει να υπομνησθεί ότι η σχετική αγορά είναι αυτή του ανθρακικού νατρίου και όχι αυτή του γυαλιού. Κατά συνέπεια, δεν πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των παραγωγών γυαλιού που περιλαμβάνονται στους πελάτες των παραγωγών ανθρακικού νατρίου.

401    Η προσφεύγουσα επικαλείται επίσης το χαμηλό κόστος του ανθρακικού νατρίου. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός είναι αστήρικτος και δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τον συνεπαγόμενο δυσμενείς διακρίσεις χαρακτήρα των πρακτικών που προσάπτονται στην προσφεύγουσα.

402    Συνεπώς, το πέμπτο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί και, κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο

403    Ο έκτος λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τρία σκέλη, που αφορούν, αντιστοίχως, τη μη πρόσβαση σε επιβαρυντικά έγγραφα, την ύπαρξη χρήσιμων για την άμυνα εγγράφων μεταξύ των εγγράφων του φακέλου που εξετάσθηκαν στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας και το ότι η προσφεύγουσα δεν είχε τη δυνατότητα να μελετήσει πλήρως τον φάκελο.

404    Πρέπει εκ προοιμίου να υπομνησθεί ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου και πρέπει να τηρείται σε κάθε περίπτωση, ιδίως στις διαδικασίες που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή κυρώσεων, έστω και αν πρόκειται για διοικητικές διαδικασίες. Ο σεβασμός αυτός επιβάλλει να παρέχεται στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων η δυνατότητα, ήδη από το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, να καταστήσουν λυσιτελώς γνωστή την άποψή τους ως προς το υποστατό και την κρισιμότητα των πραγματικών περιστατικών, των αιτιάσεων και των συνθηκών που επικαλείται η Επιτροπή (απόφαση Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, σκέψη 275 ανωτέρω, σκέψη 11, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑314/01, Avebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3085, σκέψη 49).

405    Απόρροια της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο συνεπάγεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να παρέχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα εξετάσεως όλων των εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας και τα οποία ενδέχεται να είναι κρίσιμα για την άμυνά της. Στα έγγραφα αυτά συγκαταλέγονται τόσο τα επιβαρυντικά όσο και τα απαλλακτικά στοιχεία, με εξαίρεση τα επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων, τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 68, και απόφαση της 18ης Ιουνίου 2008, Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, σκέψη 145).

406    Όσον αφορά τα επιβαρυντικά στοιχεία, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση πρέπει να αποδείξει ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την απόφασή της θα ήταν διαφορετικό αν ένα μη κοινοποιηθέν έγγραφο στο οποίο στηρίχθηκε η Επιτροπή για να θεμελιώσει την ευθύνη της επιχειρήσεως αυτής δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη ως επιβαρυντικό αποδεικτικό στοιχείο. Όσον αφορά τα απαλλακτικά στοιχεία, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση πρέπει να αποδείξει ότι η μη αποκάλυψή τους επηρέασε, σε βάρος της, την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής. Αρκεί η επιχείρηση να αποδεικνύει ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα εν λόγω απαλλακτικά έγγραφα για την άμυνά της, υπό την έννοια ότι, αν είχε τη δυνατότητα να τα προβάλει κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, θα μπορούσε να επικαλεστεί στοιχεία που δεν θα συμφωνούσαν με τα συμπεράσματα στα οποία είχε καταλήξει στο στάδιο αυτό η Επιτροπή, οπότε θα μπορούσε να επηρεάσει, με κάποιο τρόπο, τις περιλαμβανόμενες στην ενδεχόμενη απόφαση εκτιμήσεις της τελευταίας, τουλάχιστον όσον αφορά τη σοβαρότητα και τη διάρκεια των πρασαπτομένων ενεργειών, και, επομένως, το ύψος του προστίμου. Η δυνατότητα να ασκεί επιρροή ένα μη κοινοποιηθέν έγγραφο επί της εξελίξεως της διαδικασίας και επί του περιεχομένου της αποφάσεως της Επιτροπής δεν μπορεί να διαπιστώνεται παρά μόνο μετά από προσωρινή εξέταση ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων από τα οποία να προκύπτει ότι τα μη κοινοποιηθέντα έγγραφα μπορούσαν να έχουν –σε σχέση με τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία– μια καθόλου αμελητέα σημασία (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 405 ανωτέρω, σκέψεις 73 έως 76, και απόφαση της 18ης Ιουνίου 2008, Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, σκέψη 146).

407    Τέλος, η προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο δεν μπορεί να οδηγεί σε συνολική ή μερική ακύρωση μιας αποφάσεως της Επιτροπής παρά μόνον αν μη προσήκουσα πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως που παρασχέθηκε στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις κατά τη διοικητική διαδικασία τις εμπόδισε να λάβουν γνώση εγγράφων που μπορούσαν να είναι χρήσιμα για την άμυνά τους και αποτέλεσε, με τον τρόπο αυτό, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς τους. Τούτο θα συνέβαινε αν με την κοινοποίηση ενός εγγράφου υπήρχε πιθανότητα, έστω και περιορισμένη, να καταλήξει η διοικητική διαδικασία σε διαφορετικό αποτέλεσμα αν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση είχε τη δυνατότητα να το επικαλεστεί κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 405 ανωτέρω, σκέψεις 73 έως 76).

408    Με γνώμονα τις παρατηρήσεις αυτές πρέπει να εκτιμηθεί αν, στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή σεβάστηκε τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας.

 Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από τη μη πρόσβαση σε επιβαρυντικά έγγραφα

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

409    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν αναφέρει σε ποιες έγγραφες αποδείξεις στηρίζονται ορισμένοι ισχυρισμοί κατ’ αυτής, μεταξύ άλλων, αυτοί που περιέχονται στις αιτιολογικές σκέψεις 138 και 176 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

410    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι οι ισχυρισμοί της Επιτροπής κατ’ αυτής πρέπει να απορριφθούν, καθόσον τα προσαρτημένα στην ανακοίνωση αιτιάσεων έγγραφα δεν περιέχουν κανένα στοιχείο επί του οποίου να μπορούν να στηριχθούν οι ισχυρισμοί αυτοί.

411    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

412    Κατά την αιτιολογική σκέψη 138 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

«Για την εκτίμηση της ανταγωνιστικής ισχύος της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, η Επιτροπή εξέτασε όλα τα σχετικά οικονομικά στοιχεία, μεταξύ των οποίων και τα ακόλουθα:

[…]

ix)      τον παραδοσιακό ρόλο της Solvay σαν “ηγέτη” στον καθορισμό τιμών στην ΕΟΚ·

x)      το γεγονός ότι η Solvay θεωρείτο από τους άλλους κοινοτικούς παραγωγούς ως δεσπόζων παραγωγός και η απροθυμία τους να ανταγωνιστούν επιθετικά στους παραδοσιακούς πελάτες της Solvay.»

413    Περαιτέρω, στην αιτιολογική σκέψη 176 αναφέρονται τα κάτωθι σχετικά με τη σύναψη συμφωνιών αποκλειστικότητας:

«Δεδομένου ότι είναι αδύνατον να προβλεφθεί με βεβαιότητα εκ των προτέρων ποιες συνθήκες θα επικρατούν σε δύο χρόνια, η μεγάλη προειδοποιητική προθεσμία λειτουργεί σαν ισχυρός ανασταλτικός παράγοντας για τη λύση της σχέσης με τη Solvay. Ορισμένοι πελάτες τουλάχιστον θεώρησαν τη διάρκεια της προειδοποιητικής προθεσμίας καταπιεστική.»

414    Πρέπει να τονιστεί ότι αυτοί οι τρεις ισχυρισμοί συνιστούν γενικής φύσεως εκτιμήσεις, που περιλαμβάνονται στο δεύτερο τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως, που ασχολείται με τη νομική εκτίμηση.

415    Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί κατά πόσον οι εκτιμήσεις αυτές μπορούν να επηρεάσουν τη διαπίστωση των πρασαπτομένων παραβάσεων. Πρέπει όμως να υπομνησθεί ότι, όσον αφορά τα επιβαρυντικά στοιχεία, εναπόκειται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση να αποδείξει ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την απόφασή της θα ήταν διαφορετικό αν ένα μη κοινοποιηθέν έγγραφο στο οποίο στηρίχθηκε η Επιτροπή για να θεμελιώσει την ευθύνη της επιχειρήσεως αυτής δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη ως επιβαρυντικό αποδεικτικό στοιχείο.

416    Επομένως, το πρώτο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από την ύπαρξη χρήσιμων για την άμυνα εγγράφων μεταξύ των εγγράφων του φακέλου που εξετάσθηκαν στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας

417    Από τη νομολογία προκύπτει ότι το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο, απόρροια της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, συνεπάγεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να παρέχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα εξετάσεως όλων των εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας και τα οποία ενδέχεται να είναι κρίσιμα για την άμυνά της. Στα έγγραφα αυτά συγκαταλέγονται τόσο τα επιβαρυντικά όσο και τα απαλλακτικά στοιχεία, με εξαίρεση τα επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων, τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες. Όσον αφορά τα απαλλακτικά στοιχεία, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση πρέπει να αποδείξει ότι η μη αποκάλυψή τους επηρέασε, σε βάρος της, την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής (βλ. απόφαση της 18ης Ιουνίου 2008, Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, σκέψεις 145 και 146 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)

418    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της στις 15 Ιουλίου 2005, κατόπιν της εξετάσεως των εγγράφων του φακέλου.

419    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η πρόσβαση στα έγγραφα αυτά κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας θα της είχε παράσχει τη δυνατότητα να προβάλει επιχειρήματα χρήσιμα για την άμυνά της όσον αφορά τη σχετική γεωγραφική αγορά, την αγορά του σχετικού προϊόντος, την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως και την καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεως

–       Επί της σχετικής γεωγραφικής αγοράς

420    Κατά την προσφεύγουσα, από τα εξετασθέντα έγγραφα προκύπτει ότι το ζήτημα της γεωγραφικής αγοράς είναι ιδιαιτέρως περίπλοκο. Αφενός, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τη σπουδαιότητα του κόστους μεταφοράς του ανθρακικού νατρίου, μολονότι το κόστος αυτό δεν επιτρέπει σε έναν αλλοδαπό παραγωγό να ανταγωνιστεί ένα τοπικό παραγωγό στην εμπορική περίμετρο του εργοστασίου του. Αφετέρου, οι πελάτες προτιμούν τον τοπικό παραγωγό, ο οποίος τους εγγυάται τη συνέχεια στις παραδόσεις και, επομένως, μεγαλύτερη ασφάλεια εφοδιασμού. Η προσφεύγουσα επικαλείται συναφώς έγγραφα που αφορούν τις Akzo και Rhône-Poulenc.

421    Κατά την προσφεύγουσα, καίτοι ο ορισμός της σχετικής γεωγραφικής αγοράς που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα όπως την εννοούν οι ανταγωνιστές της, δεν φαίνεται να είναι δυνατός ο ορισμός της σχετικής γεωγραφικής αγοράς ως περικλειόμενης ακριβώς από τα εθνικά σύνορα. Συγκεκριμένα, η αγορά χαρακτηρίζεται από περιφερειακά σύνολα με περίμετρο της οποίας είναι δυσχερής ο ακριβής προσδιορισμός. Εν πάση περιπτώσει, ο καθορισμός της σχετικής γεωγραφικής αγοράς δεν είναι δυνατός βάσει της αποσπασματικής έρευνας που διεξήγαγε η Επιτροπή.

422    Η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί.

423    Όσον αφορά τη σπουδαιότητα του κόστους μεταφοράς του ανθρακικού νατρίου, πρέπει να τονιστεί ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η μη ανακοίνωση των εγγράφων της Akzo και της Rhône-Poulenc μπόρεσε να επηρεάσει, εις βάρος αυτής, την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Από τον φάκελο προκύπτει συγκεκριμένα ότι η προσφεύγουσα δεν αγνοούσε το στοιχείο αυτό, διότι στην απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων ανέφερε ότι το ανθρακικό νάτριο είναι ένα προϊόν «το οποίο δεν είναι ιδιαιτέρως επεξεργασμένο και συνεπώς δεν είναι ιδιαιτέρως ακριβό» και ότι «το κόστος μεταφοράς αποτελεί συνεπώς σημαντικό παράγοντα της τιμή κόστους για τους χρήστες». Η προσφεύγουσα θα μπορούσε συνεπώς να προβάλει το επιχείρημα αυτό κατά τη διοικητική διαδικασία, έστω και αν δεν είχε πρόσβαση στα έγγραφα της Akzo και της Rhône-Poulenc.

424    Όσον αφορά το γεγονός ότι οι πελάτες προτιμούσαν τους τοπικούς παραγωγούς, πρέπει επίσης να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα δεν αγνοούσε το στοιχείο αυτό, διότι, στις 19 Φεβρουαρίου 1981, η προσφεύγουσα απέστειλε επιστολή στις διάφορες εθνικές διευθύνσεις της καλώντας τες να τροποποιήσουν τις συμβάσεις τους ποσοτήτων με τους υαλοπαραγωγούς κατόπιν των παρατηρήσεων της Επιτροπής. Επομένως, δεν μπορεί να επικαλείται την προτίμηση προς τους τοπικούς παραγωγούς για να αποδείξει ότι η μη ανακοίνωση των εγγράφων της Akzo και της Rhône-Poulenc μπόρεσε να επηρεάσει, εις βάρος αυτής, την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

425    Επομένως, η αιτίαση που προέβαλε η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της αγοράς του σχετικού προϊόντος

426    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα έγγραφα που βρέθηκαν στους ανταγωνιστές της και στους πελάτες της της παρέσχον τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την ανάλυση της Επιτροπής όσον αφορά τον ορισμό της αγοράς του σχετικού προϊόντος. Συγκεκριμένα, η καυστική σόδα άσκησε ανταγωνιστική πίεση στους παραγωγούς του ανθρακικού νατρίου κατά το μεγαλύτερο μέρος της παραβατικής περιόδου που ελήφθη υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση.

427    Συναφώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα, ο μεγαλύτερος παραγωγός ανθρακικού νατρίου στην Ευρώπη κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην εκτίμηση της Επιτροπής τα αναγκαία στοιχεία όσον αφορά την υποκατάσταση του ανθρακικού νατρίου από την καυστική σόδα. Συγκεκριμένα, κατά τον αιτιολογική σκέψη 143 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα ήταν περαιτέρω ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς καυστικής σόδας.

428    Επιπλέον, τα στοιχεία που προέβαλε η προσφεύγουσα κατόπιν της εξετάσεως του φακέλου δεν θέτουν εν αμφιβόλω την ανάλυση της Επιτροπής που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, στον βαθμό που η Επιτροπή δέχθηκε ότι υφίστατο ορισμένη δυνατότητα υποκαταστάσεως του ανθρακικού νατρίου από την καυστική σόδα (αιτιολογικές σκέψεις 139 έως 143).

429    Επομένως, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η μη ανακοίνωση των εγγράφων αυτών μπόρεσε να επηρεάσει, σε βάρος αυτής, την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

430    Επομένως, η αιτίαση που προέβαλε η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως

431    Κατά την προσφεύγουσα, η εξέταση των εγγράφων που κατασχέθηκαν από τους ανταγωνιστές της, ειδικότερα τη Rhône-Poulenc και την Akzo, επιβεβαιώνει ότι η Επιτροπή δεν ανάλυσε δύο θεμελιώδη στοιχεία, ήτοι την πραγματική ικανότητα των λοιπών ηπειρωτικών παραγωγών να την ανταγωνιστούν και την αντισταθμιστική πίεση των πελατών. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη στο σωστό της μέγεθος την ανταγωνιστική πίεση που ασκούσαν οι εισαγωγές από την Ανατολική Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως της προσφεύγουσας στις περιοχές όπου της προσάπτονται επιζήμιες για τον ανταγωνισμό πρακτικές.

432    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, η προσφεύγουσα είχε ήδη αναπτύξει τα επιχειρήματα αυτά. Ειδικότερα, είχε αναφέρει τα εξής:

«Όχι μόνον η [Solvay] δεν είναι σε θέση να ενεργήσει στην αγορά χωρίς να λάβει υπόψη τον ανταγωνισμό, μεταξύ άλλων, των παραγωγών των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και των Αμερικανών παραγωγών, αλλά επιπλέον και κυρίως τελεί σε κατάσταση εξαρτήσεως ή, τουλάχιστον, αλληλεξαρτήσεως έναντι των πελατών της.»

433    Συναφώς, η προσφεύγουσα προσκόμισε στην Επιτροπή διάφορα έγγραφα στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.

434    Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να τονιστεί ότι οι παρατηρήσεις της προσφεύγουσας κατόπιν της εξετάσεως του φακέλου δεν αποδεικνύουν κατά πόσο τα διάφορα έγγραφα που επικαλείται και τα οποία προέρχονται, μεταξύ άλλων, από την Akzo και τη Rhône-Poulenc θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα για την άμυνά της.

435    Επομένως, η αιτίαση που προέβαλε η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως της δεσπόζουσας θέσεως

436    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα έγγραφα που βρέθηκαν στους ανταγωνιστές της αποδεικνύουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι «πλημμελής» όσον αφορά την ανάλυση των «πρακτικών αποκλεισμού» που της προσάπτονται. Συγκεκριμένα, οι πρακτικές αυτές δεν είχαν ούτε το αντικείμενο ούτε το αποτέλεσμα που τους αποδίδει η προσβαλλόμενη απόφαση. Τα εργοστάσια της Rhône-Poulenc και της Akzo λειτούργησαν κατά πλήρη παραγωγική ικανότητα κατά το μεγαλύτερο τμήμα της εξεταζομένης περιόδου. Η προσφεύγουσα παρατηρεί επίσης ότι δεν στέρησε τους ανταγωνιστές της από όλες τις ευκαιρίες να προβαίνουν σε πωλήσεις.

437    Περαιτέρω, κατά την προσφεύγουσα, μια μελέτη της Akzo σχετικά με το άμεσο κόστος παραγωγής των διαφόρων εργοστασίων αποδεικνύει το δικαιολογημένο οικονομικό συμφέρον που αυτή είχε να χορηγεί εκπτώσεις επί οριακών ποσοτήτων σε τόνους, αφής στιγμής είχαν καλυφθεί τα πάγια έξοδα. Επιπλέον, η χορήγηση εκπτώσεων επί οριακών ποσοτήτων σε τόνους αποτελούσε συνήθη πρακτική στην αγορά.

438    Ωστόσο, πρώτον, πρέπει να τονιστεί ότι, στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η Επιτροπή ανέφερε ότι, «στις αρχές της δεκαετίας του 80, η ζήτηση ανθρακικού νατρίου [είχε] μειωθεί στις ανεπτυγμένες χώρες, οι δε κύριοι λόγοι της μειώσεως αυτής είναι η οικονομική ύφεση, η ανακύκλωση του γυαλιού και η αντικατάσταση των γυάλινων συσκευασιών από πλαστικές ή/και αλουμινένιες συσκευασίες», ότι, «τα τελευταία αυτά έτη, [είχε] παρατηρηθεί μια αισθητή αναζωπύρωση της ζητήσεως στον κόσμο και το σύνολο της παραγωγής ανθρακικού νατρίου [είχε] μπορέσει να διοχετευθεί» και ότι «[οι] μονάδες παραγωγής [εργάζονταν τότε] με όλο το δυναμικό τους».

439    Στην αιτιολογική σκέψη 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επίσης ανέφερε ότι οι μονάδες παραγωγής έφθασαν στο ανώτατο όριο απόδοσης το 1990.

440    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή ήταν ενήμερη για την πραγματική αυτή κατάσταση κατά τη διοικητική διαδικασία και όταν, στην αιτιολογική σκέψη 191 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι η προσφεύγουσα είχε «[στερήσει] για μεγάλο διάστημα όλους τους ανταγωνιστές από ευκαιρίες να προβαίνουν σε αγορές».

441    Επομένως, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η μη ανακοίνωση των εγγράφων της Akzo και της Rhône-Poulenc μπόρεσε να επηρεάσει, σε βάρος αυτής, την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

442    Δεύτερον, όσον αφορά το οικονομικό συμφέρον της προσφεύγουσας να χορηγεί εκπτώσεις επί οριακών ποσοτήτων σε τόνους, πρέπει να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα μπορούσε να αναπτύξει το επιχείρημα αυτό κατά τη διοικητική διαδικασία, με βάση το κόστος της, χωρίς να χρειάζεται να στηριχθεί στα έγγραφα των ανταγωνιστών της.

443    Η προσφεύγουσα προέβαλε, περαιτέρω, το επιχείρημα αυτό στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, αναφέροντας ότι οι εκπτώσεις αυτές αντιστοιχούσαν σε ένα «πλεονέκτημα για τη [Solvay]». Προσέθεσε επίσης τα εξής:

«Τα κατώτατα όρια που καθορίζονταν ανά πελάτη δεν αντικατόπτριζαν στην πραγματικότητα παρά το κατώτατο όριο αποδοτικότητας των εργοστασίων παραγωγής ανθρακικού νατρίου. Είναι γνωστό, συγκεκριμένα, ότι μετά την επίτευξη του κατωτάτου αυτού ορίου με την κάλυψη των παγίων εξόδων, κάθε πρόσθετος τόνος που πωλείται παράγει όλο και μεγαλύτερο κέρδος. Η Επιτροπή, που φέρει το βάρος αποδείξεως, δεν αποδεικνύει, συναφώς, ότι οι επίδικες εκπτώσεις που συνδέονται αναμφισβήτητα με τις ποσότητες είναι ποσοστού τέτοιου ώστε δεν αντιστοιχούν σε κανένα συγκεκριμένο πλεονέκτημα για τη [Solvay].»

444    Τρίτον, όσον αφορά τις εκπτώσεις που χορηγούνταν επί των οριακών ποσοτήτων σε τόνους, αρκεί να αναφερθεί ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι εκπτώσεις αυτές αποτελούν συνήθη πρακτική δεν μπορεί να αποδείξει ότι οι εκπτώσεις επί οριακών ποσοτήτων σε τόνους, όταν χορηγούνται από επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση, ήταν σύμφωνες προς το άρθρο 82 ΕΚ.

445    Κατά συνέπεια, η αιτίαση που προέβαλε η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθεί.

446    Εν συμπεράσματι, από την εξέταση των εγγράφων που επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα κατόπιν της προσβάσεως στον φάκελο, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας. Επομένως, το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου σκέλους, που αντλείται από έλλειψη πλήρους εξετάσεως του φακέλου από την προσφεύγουσα

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

447    Με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι ουδέποτε μπόρεσε να λάβει πλήρη κατάλογο του φακέλου της Επιτροπής. Επιπλέον, κατά τη διοικητική διαδικασία πριν από την έκδοση της αποφάσεως 91/299, η Επιτροπή περιορίστηκε στο να της επιτρέψει την πρόσβαση στα επιβαρυντικά έγγραφα, που ήταν προσαρτημένα στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την περιγραφή του φακέλου που προκύπτει από την απόφαση Solvay I, σκέψη 35 ανωτέρω, δεν επετράπη στην προσφεύγουσα η πρόσβαση σε ένα σύνολο «υπο-φακέλων» που αφορούσαν τους ανταγωνιστές της (Rhône-Poulenc, CFK, Matthes & Weber, Akzo και ICI), καθώς και σε δέκα περίπου φακέλους που περιείχαν τις απαντήσεις στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών που είχαν υποβληθεί βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17, ως εφαρμοζόταν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, ιδίως αυτές που απηύθυνε η Επιτροπή σε ορισμένους από τους πελάτες της. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι εμποδίστηκε κατά τον τρόπο αυτό να εξετάσει αν οι φάκελοι αυτοί περιείχαν χρήσιμα για την άμυνά της στοιχεία, ιδίως όσον αφορά τη σχετική γεωγραφική αγορά, την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως και την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως. Η εξασθένηση των αποδείξεων που λόγω του χρόνου που παρήλθε μετά τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά κατέστησε ακόμη πιο σημαντική την πρόσβαση στον φάκελο.

448    Με τις παρατηρήσεις της με ημερομηνία 15 Ιουλίου 2005, που υπέβαλε κατόπιν της εξετάσεως του φακέλου στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να προσδιορίσει κατά πόσο τα έγγραφα που λείπουν από τον φάκελο θα ήταν χρήσιμα για την άμυνά της. Συναφώς, παρατηρεί ότι, αφενός, η Επιτροπή αναγνώρισε ρητώς την απώλεια πέντε φακέλων και ότι, αφετέρου, δεν μπορεί να εγγυηθεί την πληρότητα των φακέλων που εξακολουθεί να έχει στην κατοχή της, ελλείψει συνεχούς αρίθμησης των εγγράφων και πλήρους καταλόγου. Η προσφεύγουσα συνάγει από τα ανωτέρω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να ελέγξει τη νομιμότητά της.

449    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

450    Πρέπει εκ προοιμίου να τονιστεί ότι, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας πριν από την έκδοση της αποφάσεως 91/299, η Επιτροπή δεν κατήρτισε αριθμητικό κατάλογο των εγγράφων που αποτελούν τον φάκελο και κοινοποίησε στην προσφεύγουσα μόνο τα επιβαρυντικά έγγραφα, τα οποία ήταν προσαρτημένα στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

451    Συναφώς, η Επιτροπή ισχυρίστηκε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι, σε ορισμένες υποθέσεις, η πρακτική συνίστατο στο να απευθύνει στις οικείες επιχειρήσεις ανακοίνωση αιτιάσεων συνοδευόμενη μόνο από ορισμένα έγγραφα, λόγω του ογκώδους χαρακτήρα του φακέλου, οι δε επιχειρήσεις αυτές εκαλούντο στη συνέχεια να προσέλθουν να μελετήσουν στους χώρους της το σύνολο των προσιτών εγγράφων με τη βοήθεια ενός αριθμητικού καταλόγου. Ωστόσο, στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση 91/299, ο συντάκτης της εκθέσεως αποφάσισε, κατά την Επιτροπή, να «απλοποιήσει τη διαδικασία» θεωρώντας ότι, δεδομένου ότι όλα τα έγγραφα των οποίων έγινε επίκληση είχαν κοινοποιηθεί με την ανακοίνωση αιτιάσεων, ήταν άσκοπη η εξέταση και, κατά συνέπεια, δεν ήταν αναγκαίο να υπάρχει αριθμητικός κατάλογος.

452    Πρέπει όμως να υπομνησθεί ότι, στις σελίδες 40 και 41 της Δωδέκατης εκθέσεως επί της πολιτικής ανταγωνισμού, η Επιτροπή καθόρισε, όσον αφορά την πρόσβαση στον φάκελο, τους ακόλουθους κανόνες:

«Η Επιτροπή παρέχει στις επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε μια διαδικασία την ευχέρεια να λαμβάνουν γνώση του φακέλου που τις αφορά. Οι επιχειρήσεις ενημερώνονται για το περιεχόμενο του φακέλου της Επιτροπής με την προσθήκη στην ανακοίνωση των αιτιάσεων ή στην επιστολή απορρίψεως της καταγγελίας πίνακα με όλα τα έγγραφα που συνθέτουν τον φάκελο, με την ένδειξη των εγγράφων ή των μερών των εγγράφων στα οποία είναι δυνατόν να έχουν πρόσβαση. Οι επιχειρήσεις καλούνται να εξετάσουν επί τόπου τα έγγραφα στα οποία έχουν πρόσβαση. Εάν επιχείρηση διατυπώνει την επιθυμία να εξετάσει ορισμένα μόνο από αυτά, η Επιτροπή δύναται να φροντίσει να της περιέλθουν τα σχετικά αντίγραφα. Η Επιτροπή θεωρεί ως εμπιστευτικά και στα οποία, επομένως, συγκεκριμένη επιχείρηση δεν είναι δυνατόν να έχει πρόσβαση τα ακόλουθα έγγραφα: τα έγγραφα ή τα μέρη των εγγράφων που περιέχουν επαγγελματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής όπως σημειώματα, σχέδια ή άλλα έγγραφα εργασίας, όλες τις λοιπές εμπιστευτικές πληροφορίες, όπως αυτές που επιτρέπουν την αναγνώριση των καταγγελλόντων που δεν επιθυμούν να αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους, καθώς και τις πληροφορίες που ανακοινώνονται στην Επιτροπή με την επιφύλαξη της τηρήσεως του εμπιστευτικού τους χαρακτήρα.»

453    Από τους κανόνες αυτούς προκύπτει ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία πριν από την έκδοση της αποφάσεως 91/299, η Επιτροπή είχε την υποχρέωση να καταστήσει προσιτά στην προσφεύγουσα όλα τα επιβαρυντικά ή ελαφρυντικά έγγραφα τα οποία είχε συλλέξει κατά τη διοικητική εξέταση, με εξαίρεση τα καλυπτόμενα από το επιχειρηματικό απόρρητο άλλων επιχειρήσεων, τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 1991, T‑7/89, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑1711, σκέψεις 51 έως 54, και της 18ης Δεκεμβρίου 1992, T‑10/92 έως T‑12/92 και T‑15/92, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑2667, σκέψεις 39 έως 41).

454    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση 91/299, η Επιτροπή απέστη των κανόνων που επέβαλε στον εαυτό της το 1982, μη καταρτίζοντας αριθμητικό κατάλογο των εγγράφων που αποτελούν τον φάκελο και μη παρέχοντας πρόσβαση στην προσφεύγουσα επί του συνόλου των εγγράφων που βρίσκονταν στον φάκελο.

455    Ακολούθως, πρέπει να τονιστεί ότι, δεδομένου ότι η απόφαση 91/299 ακυρώθηκε από το Πρωτοδικείο λόγω ελλείψεως κυρώσεως, η Επιτροπή θεώρησε ότι εδικαιούτο να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση χωρίς επανάληψη της διοικητικής διαδικασίας.

456    Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν κοινοποίησε στην προσφεύγουσα το σύνολο των εγγράφων του φακέλου στα οποία μπορούσε να έχει πρόσβαση και δεν την κάλεσε να προσέλθει να εξετάσει τα εν λόγω έγγραφα στους χώρους της, οπότε η διοικητική διαδικασία ήταν μη σύννομη επί του σημείου αυτού.

457    Ωστόσο, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι υπάρχει προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας λόγω διαδικαστικής πλημμέλειας μόνο στο μέτρο που η πλημμέλεια αυτή είχε συγκεκριμένη επίπτωση στη δυνατότητα των εμπλεκομένων επιχειρήσεων να αμυνθούν (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑44/00, Mannesmannröhren-Werke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2223, σκέψη 55, και General Electric κατά Επιτροπής, σκέψη 314 ανωτέρω, σκέψη 632).

458    Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Πρωτοδικείο, στο πλαίσιο της ένδικης προσφυγής που ασκήθηκε κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, διέταξε τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας με σκοπό να εξασφαλίσει πλήρη πρόσβαση στον φάκελο, προκειμένου να εκτιμήσει αν η άρνηση της Επιτροπής να κοινοποιήσει ένα έγγραφο ή να ανακοινώσει ένα στοιχείο μπορούσε να βλάψει την άμυνα της προσφεύγουσας (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 405 ανωτέρω, σκέψη 102).

459    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η εξέταση αυτή, περιοριζόμενη σε δικαστικό έλεγχο των προβαλλομένων λόγων, δεν έχει ούτε ως σκοπό ούτε ως αποτέλεσμα την υποκατάσταση της πλήρους έρευνας της υποθέσεως στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Η καθυστερημένη γνώση ορισμένων εγγράφων του φακέλου δεν αποκαθιστά την επιχείρηση η οποία έχει ασκήσει προσφυγή κατά αποφάσεως της Επιτροπής στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν αν είχε μπορέσει να στηριχθεί στα ίδια έγγραφα για να υποβάλει γραπτώς και προφορικώς τις παρατηρήσεις της ενώπιον του οργάνου αυτού (βλ. απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 405 ανωτέρω, σκέψη 103 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επιπλέον, όταν η πρόσβαση στον φάκελο έχει διασφαλιστεί στο στάδιο της ένδικης διαδικασίας, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι, αν είχε πρόσβαση στα μη κοινοποιηθέντα έγγραφα, η απόφαση της Επιτροπής θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά μόνον ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα εν λόγω έγγραφα για την άμυνά της (απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑199/99 P, Corus UK κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑11177, σκέψη 128, και απόφαση PVC II του Δικαστηρίου, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 318).

460    Εν προκειμένω, κατόπιν αιτήματος του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή προσκόμισε την ανακοίνωση αιτιάσεων και τα προσαρτημένα σε αυτήν έγγραφα. Κατήρτισε επίσης έναν αριθμητικό κατάλογο των εγγράφων που περιέχονται στον φάκελο, ως έχει σήμερα.

461    Συναφώς όμως, πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι υφίσταται αβεβαιότητα ως προς το ακριβές περιεχόμενο του φακέλου ως είχε αρχικώς. Συγκεκριμένα, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή τόνισε βεβαίως ότι ο φάκελος, ως έχει σήμερα, ήταν αντίγραφο του φακέλου ως είχε αρχικώς. Υπό την αρχική του μορφή, ο φάκελος αποτελούνταν συνεπώς από «υπο-φακέλους» αριθμημένους από το 1 έως το 71, σύμφωνα με τα στοιχεία που κοινοποίησε η Επιτροπή. Ωστόσο, ταυτοχρόνως, η Επιτροπή πληροφόρησε το Πρωτοδικείο σχετικά με την ύπαρξη ενός μη αριθμημένου «υπο-φακέλου» με τίτλο «Oberland Glas».

462    Δεύτερον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή αναγνώρισε ρητώς ότι απώλεσε τους πέντε «υπο-φακέλους» υπ’ αριθ. 66 έως 70. Από το από 15 Μαρτίου 2005 έγγραφό της προκύπτει συγκεκριμένα ότι κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό διαπιστώνοντας ότι κατείχε «υπο-φακέλους» αριθμημένους από το 1 έως το 65 και ότι ο «υπο-φάκελος» 71 περιείχε την ανακοίνωση αιτιάσεων.

463    Με τις από 18 Νοεμβρίου 2005 παρατηρήσεις της, η Επιτροπή εκτίμησε ότι ήταν «μάλλον απίθανο οι μη ανευρεθέντες φάκελοι να περιέχουν απαλλακτικά στοιχεία». Κληθείσα να διευκρινίσει κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση το νόημα της φράσεως αυτής, ανέφερε ότι ήταν «πιθανόν» οι εν λόγω «υπο-φάκελοι» να μην περιέχουν κάποιο απαλλακτικό έγγραφο και ότι, από «στατιστικής» απόψεως, δεν θα μπορούσαν να είναι χρήσιμοι για την άμυνα της προσφεύγουσας.

464    Από τις απαντήσεις αυτές προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει, με βεβαιότητα, τον συντάκτη, τη φύση και το περιεχόμενο εκάστου των εγγράφων που αποτελούν τους «υπό-φακέλους» αριθ. 66 έως 70.

465    Πρέπει συνεπώς να εξακριβωθεί αν η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να εξετάσει το σύνολο των εγγράφων που περιέχονται στον φάκελο της έρευνας και τα οποία ενδέχεται να είναι χρήσιμα για την άμυνά της και, σε περίπτωση που αυτό δεν ισχύει, αν η προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο ήταν τόσο σημαντική ώστε είχε ως αποτέλεσμα να καταστήσει κενή περιεχομένου αυτή τη διαδικαστική εγγύηση. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, η πρόσβαση στον φάκελο εμπίπτει στις διαδικαστικές εγγυήσεις που αποσκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας (απόφαση Solvay I, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψη 59), και η προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο της Επιτροπής κατά την προηγηθείσα της εκδόσεως της αποφάσεως διαδικασία μπορεί, κατ’ αρχήν, να έχει ως συνέπεια την ακύρωση της αποφάσεως αυτής αν προσεβλήθησαν τα δικαιώματα άμυνας της οικείας επιχειρήσεως (απόφαση Corus UK κατά Επιτροπής, σκέψη 459 ανωτέρω, σκέψη 127).

466    Συναφώς, απαιτείται να εξεταστεί αν προσεβλήθησαν τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας όσον αφορά τις αιτιάσεις που διατυπώθηκαν κατ’ αυτής στην ανακοίνωση αιτιάσεων και στην προσβαλλόμενη απόφαση.

467    Κατά τη νομολογία, η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα των ιδιαιτέρων περιστάσεων κάθε περιπτώσεως, καθόσον εξαρτάται ουσιωδώς από τις αιτιάσεις που έλαβε υπόψη η Επιτροπή για να θεμελιώσει την παράβαση που προσάπτει στην οικεία επιχείρηση (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 405 ανωτέρω, σκέψη 127). Πρέπει συνεπώς να εξεταστούν συνοπτικώς οι ουσιαστικές αιτιάσεις που έλαβε υπόψη η Επιτροπή στην ανακοίνωση αιτιάσεων και στην προσβαλλόμενη απόφαση (απόφαση Solvay I, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψη 60).

468    Είναι επίσης αναγκαίο να εξεταστεί η ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας, λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων που συγκεκριμένα προέβαλε η οικεία επιχείρηση κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση ICI II, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψη 59).

469    Εν προκειμένω, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η προσφεύγουσα και τις ουσιαστικές αιτιάσεις που περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και κατέληξε στο ότι οι λόγοι που προέβαλε η προσφεύγουσα έπρεπε όλοι να απορριφθούν.

470    Όσον αφορά την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως, πρέπει να τονιστεί ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε ουσιαστικά στο μερίδιο αγοράς που κατέχει η προσφεύγουσα για να αποδείξει ότι η προσφεύγουσα κατείχε δεσπόζουσα θέση στη σχετική αγορά. Από καμία όμως ένδειξη δεν μπορεί να τεκμαρθεί ότι η προσφεύγουσα θα μπορούσε να ανακαλύψει στους ελλείποντες υπο-φακέλους έγγραφα που να ανασκευάζουν τη διαπίστωση ότι κατείχε δεσπόζουσα θέση στην αγορά του ανθρακικού νατρίου (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση ICI II, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψη 61). Επιπλέον, όπως προκύπτει και από τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 277 ανωτέρω, τα ιδιαιτέρως σημαντικά μερίδια αγοράς συνιστούν από μόνα τους, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, την απόδειξη της υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως. Τα επιχειρήματα όμως που προέβαλε η προσφεύγουσα και τα οποία αφορούν πραγματικά περιστατικά που μπορούν να συνιστούν εξαιρετικές περιστάσεις είτε αντιφάσκουν προς τα αριθμητικά στοιχεία που περιλαμβάνονται, ως προσκομισθέντα από την προσφεύγουσα, στο δικόγραφο της προσφυγής ή στην προσβαλλόμενη απόφαση και δεν αμφισβητήθηκαν από την προσφεύγουσα, είτε είναι αλυσιτελή. Τέλος, ακόμα και αν υποτεθεί ότι αυτά τα πραγματικά περιστατικά έλαβαν χώρα και μνημονεύονται στα έγγραφα που περιέχονται στους ελλείποντες «υπο-φακέλους», η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να τα αγνοεί λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων, οπότε δεν προσεβλήθησαν συναφώς τα δικαιώματά της άμυνας.

471    Όσον αφορά τον ορισμό της γεωγραφικής αγοράς, πρέπει να υπομνησθεί ότι διαπιστώθηκε, στη σκέψη 259 ανωτέρω, ότι ενδεχόμενο σφάλμα της Επιτροπής συναφώς δεν μπορούσε να επηρεάσει καθοριστικά το αποτέλεσμα. Εντεύθεν προκύπτει ότι αποκλείεται να μπορούσε να βρει η προσφεύγουσα στους ελλείποντες φακέλους έγγραφα δυνάμενα να θέσουν εν αμφιβόλω τη διαπίστωση της υπάρξεως της δεσπόζουσας θέσεώς της.

472    Όσον αφορά την καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεως, πρέπει να τονιστεί κατ’ αρχάς ότι η προσφεύγουσα ουδόλως αμφισβητεί τις διαπιστώσεις που αφορούν το σύστημα εκπτώσεων που εφάρμοσε στη Γαλλία.

473    Εν συνεχεία, πρέπει να τονιστεί ότι ο αφορών τους πιστούς πελάτες χαρακτήρας του συστήματος εκπτώσεων που εφάρμοσε η προσφεύγουσα προκύπτει από άμεσες έγγραφες αποδείξεις. Σε μια περίπτωση όμως όπου, όπως εν προκειμένω, η Επιτροπή στηρίχθηκε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, αποκλειστικά σε άμεσες έγγραφες αποδείξεις για να αποδείξει τις διάφορες παραβάσεις, η προσφεύγουσα πρέπει να προσπαθήσει να αναφέρει κατά πόσο άλλα αποδεικτικά στοιχεία θα μπορούσαν να θέσουν εν αμφιβόλω τον αφορώντα τους πιστούς πελάτες χαρακτήρα του εφαρμοσθέντος συστήματος εκπτώσεων ή, τουλάχιστον, πώς θα μπορούσαν να φωτιστούν διαφορετικά οι μη αμφισβητηθείσες άμεσες έγγραφες αποδείξεις. Υπό το φως του συστήματος αποδείξεων που χρησιμοποιήθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση, στον βαθμό που οι συμβάσεις που συνήψε η προσφεύγουσα είχαν χαρακτήρα αφορώντα τους πιστούς πελάτες, δεν υπήρχε καμία πιθανότητα η πρόσβαση στους ελλείποντες «υπο-φακέλους» να οδηγήσει την έκβαση της διοικητικής διαδικασίας σε διαφορετικό αποτέλεσμα (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2000, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη «Τσιμέντο», T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95, T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, Συλλογή 2000, σ. II‑491, σκέψεις 263 και 264 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

474    Όσον αφορά την έκπτωση «ομίλου» που χορηγήθηκε στη Saint-Gobain, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ούτε την ύπαρξη του μυστικού πρωτοκόλλου, ούτε το περιεχόμενο της ρήτρας 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου (βλ. σκέψη 349 ανωτέρω) και ότι από αυτό τούτο το κείμενο της ρήτρας αυτής προκύπτει ότι η έκπτωση υπολογιζόταν επί του «συνόλου των αγορών» του ανθρακικού νατρίου που πραγματοποιούσε η Saint-Gobain από την προσφεύγουσα στην Ευρώπη (βλ. σκέψη 352 ανωτέρω). Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα θα έπρεπε να προσπαθήσει να αναφέρει κατά πόσον άλλα αποδεικτικά στοιχεία θα μπορούσαν να θέσουν εν αμφιβόλω το περιεχόμενο του μυστικού πρωτοκόλλου ή, τουλάχιστον, να το φωτίσουν διαφορετικά.

475    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το μυστικό πρωτόκολλο δεν εμπόδισε τις εθνικές θυγατρικές της Saint-Gobain να χρησιμοποιήσουν την απειλή για να διαπραγματευθούν ευνοϊκότερους συμβατικούς όρους ή ακόμη και για να καταγγείλουν τη σύμβασή τους, στη σκέψη 357 ανωτέρω διαπιστώθηκε ότι το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι απολεσθέντες «υπο-φάκελοι» περιέχουν έγγραφα που στηρίζουν το επιχείρημα αυτό, τούτο δεν θα μπορούσε να είναι χρήσιμο για την άμυνα της προσφεύγουσας.

476    Όσον αφορά τις ρητές συμφωνίες αποκλειστικότητας, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε σε άμεσες έγγραφες αποδείξεις και ότι η προσφεύγουσα δεν εξήγησε γιατί τα έγγραφα που περιέχονταν στους ελλείποντες «υπο-φακέλους» θα μπορούσαν να θέσουν εν αμφιβόλω την ύπαρξη των συμφωνιών αποκλειστικότητας ή να φωτίσουν διαφορετικά τις έγγραφες αποδείξεις.

477    Ως προς τις εκ των πραγμάτων αποκλειστικότητες, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όσον αφορά τις συμφωνίες που συνήφθησαν με διάφορους υαλοπαραγωγούς, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τις διαπιστώσεις που περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σκέψη 376 ανωτέρω).

478    Όσον αφορά τις ρήτρες ανταγωνισμού, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την ύπαρξή τους και ότι κακώς ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δέχθηκε τις ρήτρες αυτές το 1981 (βλ. σκέψεις 388 έως 390 ανωτέρω). Επιπλέον, όσον αφορά τις ρήτρες διασφαλίσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή εξομοιώνει τις ρήτρες αυτές με τις ρήτρες ανταγωνισμού είναι ανακριβές (βλ. σκέψη 391 ανωτέρω).

479    Μπορεί συνεπώς να αποκλεισθεί το ότι η προσφεύγουσα θα μπορούσε να βρει στους ελλείποντες «υπο-φακέλους» έγγραφα χρήσιμα για την άμυνά της επί των σημείων αυτών.

480    Τέλος, όσον αφορά τον συνεπαγόμενο δυσμενείς διακρίσεις χαρακτήρα των προσαπτομένων πρακτικών, τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα για να τον αντικρούσει είναι αλυσιτελή.

481    Επομένως, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε τη δυνατότητα να εξετάσει το σύνολο των εγγράφων που περιέχονται στον φάκελο της έρευνας και τα οποία μπορούσαν να είναι χρήσιμα για την άμυνά της. Συγκεκριμένα, έστω και αν η προσφεύγουσα δεν είχε πρόσβαση στο σύνολο των εγγράφων που περιέχονται στον φάκελο της έρευνας, το γεγονός αυτό δεν την εμπόδισε εν προκειμένω να εξασφαλίσει την άμυνά της όσον αφορά τις ουσιαστικές αιτιάσεις που διατύπωσε η Επιτροπή στην ανακοίνωση αιτιάσεων και στην προσβαλλόμενη απόφαση.

482    Κατά συνέπεια, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, δεν πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση για τον λόγο ότι πέντε «υπο-φάκελοι» στους οποίους η προσφεύγουσα ουδέποτε είχε πρόσβαση εξαφανίστηκαν από τον φάκελο. Επομένως, το τρίτο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί και, κατά συνέπεια, ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 2.     Επί των αιτημάτων περί ακυρώσεως ή περί μειώσεως του προστίμου

483    Τα αιτήματα της προσφεύγουσας περί ακυρώσεως η μειώσεως του προστίμου περιλαμβάνουν, κατ’ ουσίαν, πέντε λόγους, που αντλούνται, πρώτον, από την εσφαλμένη εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων, δεύτερον, από την εσφαλμένη εκτίμηση της διάρκειας των παραβάσεων, τρίτον, από την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων, τέταρτον, από τον δυσανάλογο χαρακτήρα του προστίμου και, πέμπτον από την παρέλευση του χρόνου.

 Επί του πρώτου λόγου που αντλείται από την εσφαλμένη εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

484    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή πρέπει να τηρεί τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ (EE 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων). Ωστόσο, όσον αφορά εν προκειμένω πραγματικά περιστατικά προγενέστερα της εκδόσεως των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, η Επιτροπή δεν ήταν, κατ’ αρχήν, υποχρεωμένη να τις λάβει υπόψη, υπό δύο επιφυλάξεις : αφενός, όταν οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές επαναλαμβάνουν τις αρχές που έχουν τεθεί με την πρακτική της Επιτροπής και, αφετέρου, όταν καθιστούν επιεικέστερη την πολιτική της Επιτροπής όσον αφορά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου.

485    Όσον αφορά το πρόστιμο που της επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, η προσφεύγουσα προβάλλει διάφορα επιχειρήματα για να αμφισβητήσει το ύψος του.

486    Πρώτον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι ουδέποτε στέρησε τους ανταγωνιστές της από όλες τις ευκαιρίες να προβαίνουν σε πωλήσεις, καθόσον το μερίδιό της αγοράς ήταν πολύ μικρότερο από το 100 % στις σχετικές εθνικές αγορές. Επιπλέον, η διάρκεια των συμβάσεων που τη συνέδεαν με τους πελάτες της ήταν το πολύ δύο ετών, πράγμα που προδήλως δεν συνιστούσε μακρά διάρκεια, όπως αναγνώρισε η Επιτροπή το 1981. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι οι φερόμενες ως καταχρηστικές πρακτικές είχαν αρνητικό αποτέλεσμα στους καταναλωτές.

487    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, όσον αφορά την αναφορά που κάνει η προσβαλλόμενη απόφαση στις παραβάσεις του άρθρου 81 ΕΚ καθόσον την αφορά, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι, κατόπιν της ακυρώσεως της αποφάσεως 91/297 με τη δικαστική απόφαση Solvay I, σκέψη 35 ανωτέρω, ουδεμία νέα απόφαση εκδόθηκε βάσει του άρθρου 81 ΕΚ.

488    Τρίτον, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι ορισμένα από τα υψηλόβαθμα στελέχη της, που ήταν ενήμερα για την υποχρέωση τηρήσεως του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού, είχαν σκεφθεί να συμμορφωθούν εφαρμόζοντας τις οδηγίες που προέκυψαν από τις διαπραγματεύσεις με την Επιτροπή το 1981. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει μια αντίφαση στις αιτιολογικές της σκέψεις 192 και 193 καθόσον, αφενός, η Επιτροπή ανέφερε ότι έλαβε αποκλειστικά υπόψη τις εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών και τις ανεπίσημες συμφωνίες αποκλειστικότητας, στον βαθμό που η προσφεύγουσα μπορούσε δικαιολογημένα να σκεφθεί ότι οι ρήτρες ανταγωνισμού, οι συμβάσεις βάσει ποσότητας σε τόνους με περιθώριο πάνω κάτω 15 % και οι συμβάσεις αορίστου χρόνου με προειδοποιητική προθεσμία δύο ετών είχαν γίνει δεκτές το 1981 και, αφετέρου, η Επιτροπή θεώρησε ότι οι διατάξεις αυτές έτειναν στην πράξη στην ενίσχυση της αποκλειστικότητας της προσφεύγουσας.

489    Τέταρτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι προγενέστερες καταδίκες σε σημαντικά πρόστιμα λόγω συμπαιγνίας στη χημική βιομηχανία δεν μπορούν να θεωρηθούν επιβαρυντική περίσταση καθόσον την αφορά. Συγκεκριμένα, κατά τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων, η ύπαρξη υποτροπής προϋποθέτει παραβάσεις του ίδιου είδους. Η προσφεύγουσα όμως παρατηρεί ότι ουδέποτε καταδικάστηκε για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως από την Επιτροπή.

490    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

491    Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, καίτοι η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό του ποσού των εκάστοτε προστίμων, χωρίς να οφείλει να εφαρμόζει συγκεκριμένη μαθηματική μέθοδο, εντούτοις το Πρωτοδικείο αποφαίνεται, δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού 17, κατά πλήρη δικαιοδοσία υπό την έννοια του άρθρου 229 ΕΚ, επί των προσφυγών που ασκούνται κατά αποφάσεων με τις οποίες η Επιτροπή επιβάλλει πρόστιμο και μπορεί, κατά συνέπεια, να καταργήσει, να μειώσει ή να αυξήσει το επιβληθέν πρόστιμο (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 29ης Απριλίου 2004, T‑236/01, T‑239/01, T‑244/01 έως T‑246/01, T‑251/01 και T‑252/01, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1181, σκέψη 165, και της 13ης Δεκεμβρίου 2006, T‑217/03 και T‑245/03, FNCBV κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4987, σκέψη 358).

492    Πρώτον, όσον αφορά την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δεδομένου ότι η απόφαση 91/299 ακυρώθηκε λόγω διαδικαστικής πλημμέλειας, η Επιτροπή είχε δικαίωμα να εκδώσει νέα απόφαση, χωρίς να κινήσει νέα διοικητική διαδικασία.

493    Δεδομένου ότι το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι σχεδόν πανομοιότυπο με αυτό της αποφάσεως 91/299 και αμφότερες οι αποφάσεις στηρίζονται στην ίδια αιτιολογία, η προσβαλλόμενη απόφαση υπόκειται, στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους του προστίμου, στους κανόνες που ίσχυαν κατά τον χρόνο της εκδόσεως της αποφάσεως 91/299.

494    Συγκεκριμένα, η Επιτροπή συνέχισε τη διαδικασία από το στάδιο στο οποίο διεπράχθη το διαδικαστικό σφάλμα και, χωρίς να προβεί σε νέα εκτίμηση της υποθέσεως υπό το φως κανόνων οι οποίοι δεν υφίσταντο κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως 91/299, εξέδωσε νέα απόφαση. Η έκδοση όμως νέας αποφάσεως αποκλείει εξ ορισμού την εφαρμογή κατευθυντήριων γραμμών που είναι μεταγενέστερες της πρώτης εκδόσεως.

495    Κατά συνέπεια, οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω.

496    Δεύτερον, πρέπει να τονισθεί ότι η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι παραβάσεις που προσάπτονται στην προσφεύγουσα, ήτοι εκπτώσεις σε πιστούς πελάτες και ανεπίσημες συμφωνίες αποκλειστικότητας, ήταν «εξαιρετικά σοβαρές» (αιτιολογικές σκέψεις 191 έως 193 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

497    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, το ύψος των προστίμων πρέπει να κλιμακώνεται αναλόγως των περιστάσεων υπό τις οποίες διαπράχθηκε η παράβαση και της σοβαρότητάς της και ότι η εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, προς τον σκοπό του καθορισμού του ύψους του προστίμου, πρέπει να γίνεται λαμβανομένης ιδίως υπόψη της φύσεως των περιορισμών που η παράβαση συνεπάγεται για τον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Φεβρουαρίου 1994, T‑39/92 και T‑40/92, CB και Europay κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑49, σκέψη 143 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

498    Έτσι, για να εκτιμήσει τη σοβαρότητα των παραβάσεων των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού που προσάπτονται σε επιχείρηση, προκειμένου να καθορίσει το ανάλογο ύψος του προστίμου, η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει υπόψη την ιδιαιτέρως μακρά διάρκεια ορισμένων παραβάσεων, τον αριθμό και την ποικιλία των παραβάσεων, οι οποίες αφορούσαν το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των προϊόντων της οικείας επιχειρήσεως, ορισμένες δε απ’ αυτές επηρέασαν όλα τα κράτη μέλη, την ιδιαίτερη σοβαρότητα παραβάσεων που εντάσσονται σε προμελετημένη και παρουσιάζουσα εσωτερική συνοχή στρατηγική, η οποία αποσκοπεί, με διάφορες πρακτικές εξοβελισμού έναντι των ανταγωνιστών και με πολιτική εξαρτήσεως των πελατών, να διατηρήσει τεχνητώς ή να ενισχύσει τη δεσπόζουσα θέση της επιχειρήσεως σε αγορές όπου ο ανταγωνισμός ήταν ήδη περιορισμένος, τα ιδιαιτέρως αρνητικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα των καταχρηστικών εκμεταλλεύσεων και το όφελος που άντλησε η επιχείρηση από τις παραβάσεις της (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Οκτωβρίου 1994, T‑83/91, Tetra Pak κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑755, σκέψεις 240 και 241).

499    Εν προκειμένω, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι πρακτικές που προσάπτονται στην προσφεύγουσα δικαιολογούσαν τον χαρακτηρισμό τους ως «εξαιρετικά σοβαρών» στον οποίο προέβη η Επιτροπή.

500    Συγκεκριμένα, χορηγώντας εκπτώσεις επί οριακής ποσότητας σε τόνους στους πελάτες της και συνάπτοντας συμφωνίες για να καταστήσει πιστούς τους πελάτες αυτούς, η προσφεύγουσα διατήρησε τεχνητά ή ενίσχυσε τη δεσπόζουσα θέση της στη σχετική αγορά, όπου ο ανταγωνισμός ήταν ήδη περιορισμένος.

501    Επιπλέον, από κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση της σοβαρότητας παραβάσεων.

502    Πρώτον, όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από το ότι η προσφεύγουσα στέρησε τους ανταγωνιστές της από όλες τις ευκαιρίες να προβαίνουν σε αγορές, επιβάλλεται η διαπίστωση, κατ’ αρχάς, ότι, με την πολιτική της που απέβλεπε στο να καταστήσει πιστούς τους πελάτες της, η προσφεύγουσα επιδίωξε να αποκλείσει τους ανταγωνιστές της από την αγορά. Συναφώς, από το γεγονός ότι το μερίδιό της στην αγορά ήταν μικρότερο του 100 % δεν μπορεί να συναχθεί ότι η πρακτική της δεν είχε αποτέλεσμα αποκλεισμού.

503    Εν συνεχεία, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή δεν όφειλε να αποδείξει ειδικώς το αρνητικό αποτέλεσμα των πρακτικών της προσφεύγουσας επί των καταναλωτών. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της υπάρξεως παραβάσεως του άρθρου 82 ΕΚ, δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν η επίδικη συμπεριφορά προκάλεσε ζημία στους καταναλωτές (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 2007, C‑95/04 P, British Airways κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑2331, σκέψεις 106 και 107 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

504    Δεύτερον, όσον αφορά την αναφορά στο άρθρο 81 ΕΚ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην αιτιολογική σκέψη 191 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε αποκλειστικά ότι οι προσαπτόμενες παραβάσεις, με δεδομένες τις ειδικές περιστάσεις της υποθέσεως αυτής, ήταν σοβαρότερες από τις παραβάσεις του άρθρου 81 ΕΚ οι οποίες επίσης προσάπτονται στην προσφεύγουσα. Η Επιτροπή συνεπώς ουδόλως παραγνώρισε το γεγονός ότι οι παραβάσεις του άρθρου 82 ΕΚ και αυτές του άρθρου 81 ΕΚ ήταν αυτοτελείς και ότι έπρεπε ως εκ τούτου να αντιμετωπισθούν διαφορετικά.

505    Τρίτον, όσον αφορά την εκ μέρους της προσφεύγουσας προσαρμογή των συμβάσεών της και την προβαλλόμενη αντίφαση που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 193 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα δεν αφορά τις διατάξεις που έγιναν δεκτές το 1982 από την Επιτροπή.

506    Τέταρτον, όσον αφορά την υποτροπή, πρέπει να τονιστεί ότι, σε απάντηση σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι η αιτίαση που διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 194 της προσβαλλομένης αποφάσεως και σύμφωνα με την οποία επανειλημμένως κατά το παρελθόν είχαν επιβληθεί στην προσφεύγουσα σημαντικά πρόστιμα από την Επιτροπή για συμπράξεις στη χημική βιομηχανία (υπεροξείδιο, πολυπροπυλένιο, PVC), συνιστούσε επιβαρυντική περίσταση.

507    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, η ανάλυση της σοβαρότητας της διαπραχθείσας παραβάσεως πρέπει να λαμβάνει υπόψη ενδεχόμενη υποτροπή (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 405 ανωτέρω, σκέψη 91, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Οκτωβρίου 2005, T‑38/02, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4407, σκέψη 348).

508    Η έννοια της υποτροπής, όπως ερμηνεύεται σε ορισμένες εθνικές έννομες τάξεις, προϋποθέτει τη διάπραξη νέων παραβάσεων από πρόσωπο στο οποίο έχουν ήδη επιβληθεί κυρώσεις για παρόμοιες παραβάσεις (απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 1999, T‑141/94, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑347, σκέψη 617).

509    Οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων, έστω και αν δεν έχουν εφαρμογή στην παρούσα διαφορά, έχουν το ίδιο νόημα όταν αναφέρονται σε «παρόμοια παράβαση».

510    Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι όλες οι παραβάσεις για τις οποίες επιβλήθηκαν επανειλημμένως σημαντικά πρόστιμα στην προσφεύγουσα λόγω συμπράξεων στη χημική βιομηχανία συνδέονται με το άρθρο 81 ΕΚ. Συγκεκριμένα, όπως διευκρίνισε η Επιτροπή, πρόκειται για την απόφασή της 85/74/ΕΟΚ, της 23ης Νοεμβρίου 1984, σχετικά με διαδικασία κατ’ εφαρμογή του άρθρου [81 ΕΚ] (IV/30.907 – Υπεροξυγονούχα προϊόντα) (EE 1985, L 35, σ. 1), την απόφασή της 86/398/ΕΟΚ, της 23ης Απριλίου 1986, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [81 ΕΚ] (IV/31.149 – Πολυπροπυλένιο) (EE L 230 σ. 1), και, τέλος, την απόφασή της 89/190/ΕΟΚ, της 21ης Δεκεμβρίου 1988 σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [81 ΕΚ] (IV/31.865, PVC) (EE 1989, L 74, σ. 1). Επιπλέον, οι πρακτικές που αποτέλεσαν αντικείμενο των αποφάσεων που μνημονεύθηκαν στην προηγούμενη σκέψη είναι πολύ διαφορετικές από τις επίμαχες εν προκειμένω.

511    Επομένως, η Επιτροπή κακώς έλαβε υπόψη μια επιβαρυντική περίσταση εις βάρος της προσφεύγουσας και, επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να μεταρρυθμιστεί με μείωση του ύψους του προστίμου που της επιβλήθηκε κατά 5 %.

512    Κατά συνέπεια, το ποσό του προστίμου πρέπει να μειωθεί κατά ένα εκατομμύριο ευρώ.

 Επί του δευτέρου λόγου, που αντλείται από την εσφαλμένη εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

513    Η προσφεύγουσα εκθέτει ότι, δεδομένου ότι δεν είχε καμία συγκεντρωτική πολιτική και με δεδομένο το γεγονός ότι οι συμβατικοί όροι καθορίζονταν σε εθνικό επίπεδο, η Επιτροπή έπρεπε να συνεκτιμήσει τη γεωγραφική έκταση των προβαλλομένων παραβάσεων, πράγμα που θα την είχε οδηγήσει στο να καταλήξει σε διαφορετική διάρκεια των παραβάσεων για έκαστο των οικείων κρατών. Μια τέτοια συνεκτίμηση θα επηρέαζε επίσης το ύψος του προστίμου, ιδίως όσον αφορά τον κύκλο εργασιών που έπρεπε να ληφθεί υπόψη.

514    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

515    Κατά την αιτιολογική σκέψη 195 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι παραβάσεις άρχισαν το 1983 περίπου, ήτοι σχεδόν αμέσως μετά τις διαπραγματεύσεις μεταξύ της προσφεύγουσας με την Επιτροπή και τη θέση του φακέλου της Επιτροπής στο αρχείο, και εξακολούθησαν τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 1990.

516    Περαιτέρω, η Επιτροπή προσδιόρισε τη σχετική γεωγραφική αγορά ως κοινοτικών διαστάσεων.

517    Επομένως η Επιτροπή δεν όφειλε να προσδιορίσει τη διάρκεια των παραβάσεων προβαίνοντας σε εξέταση ανά κράτος. Καθόρισε, ως όφειλε, τις ημερομηνίες ενάρξεως και λήξεως των παραβάσεων στη σχετική γεωγραφική αγορά, ήτοι σε ολόκληρη την ηπειρωτική Δυτική Ευρώπη.

518    Εν πάση περιπτώσει, αν η Επιτροπή έπρεπε να διακρίνει τη διάρκεια των παραβάσεων ανάλογα με τις διάφορες εθνικές αγορές, θα είχε επιβάλει πλείονα πρόστιμα, των οποίων το συνολικό ύψος δεν θα ήταν κατώτερο από αυτό που επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Εντεύθεν προκύπτει ότι ενδεχόμενο σφάλμα της Επιτροπής όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής γεωγραφικής αγοράς δεν θα δικαιολογούσε ούτε την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως ούτε μείωση του προστίμου.

519    Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου, που αντλείται από την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων

520    Ο τρίτος λόγος διαιρείται σε πέντε σκέλη, που αντλούνται αντιστοίχως από έλλειψη υποτροπής, από τη συνεργασία της προσφεύγουσας με την Επιτροπή, από την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της καλής πίστεως της προσφεύγουσας, από τη αρχή της ασφαλείας δικαίου και από την «προκαλούσα έκπληξη στάση» της Επιτροπής.

 Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από έλλειψη υποτροπής

521    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ουδέποτε αποτέλεσε το αντικείμενο διαδικασίας κινηθείσας από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 82 ΕΚ.

522    Συναφώς, όπως προαναφέρθηκε, η ανάλυση της σοβαρότητας της παραβάσεως πρέπει να λαμβάνει υπόψη ενδεχόμενη υποτροπή, καθόσον αυτή θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αύξηση του ύψους του προστίμου.

523    Αντιθέτως, η έλλειψη υποτροπής δεν μπορεί να αποτελεί ελαφρυντική περίσταση, δεδομένου ότι, κατ’ αρχήν, μια επιχείρηση οφείλει να μη διαπράττει παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ.

524    Επομένως, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από τη συνεργασία της προσφεύγουσας με την Επιτροπή

525    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι συνεργάσθηκε στην έρευνα τόσο κατά τις επισκέψεις που πραγματοποίησε η Επιτροπή στις εγκαταστάσεις της όσο και απαντώντας στις αιτήσεις της παροχής πληροφοριών.

526    Κατά το άρθρο 11 του κανονισμού 17, με τίτλο «Συλλογή πληροφοριών»:

«4.      Τις πληροφορίες υποχρεούνται να παράσχουν οι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων ή οι αντιπρόσωποί τους και στην περίπτωση νομικών προσώπων, εταιρειών, ή ενώσεων χωρίς νομική προσωπικότητα, τα πρόσωπα τα οποία τις εκπροσωπούν σύμφωνα με τον νόμο ή το καταστατικό.

5.      Αν μια επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων δεν παρέχει τις αιτούμενες πληροφορίες εντός της καθορισμένης από την Επιτροπή προθεσμίας ή τις παρέχει κατά τρόπο ελλιπή, η Επιτροπή τις ζητεί με απόφαση. Η απόφαση καθορίζει ακριβώς τις αιτούμενες πληροφορίες, ορίζει εύλογη προθεσμία εντός της οποίας οι πληροφορίες πρέπει να παρασχεθούν και αναφέρει τις κυρώσεις οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 15 παράγραφος 1, [στοιχείο] β΄, και στο άρθρο 16 παράγραφος 1, [στοιχείο] γ΄, καθώς και το δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο κατά της αποφάσεως.»

527    Κατά πάγια νομολογία, συνεργασία κατά την έρευνα μη υπερβαίνουσα τις υποχρεώσεις που υπέχουν οι επιχειρήσεις από το άρθρο 11, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού 17, δεν δικαιολογεί μείωση του προστίμου (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 1992, T‑12/89, Solvay κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑907, σκέψεις 341 και 342, και της 18ης Ιουλίου 2005, T‑241/01, Scandinavian Airlines System κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2917, σκέψη 218). Αντιθέτως, τέτοια μείωση δικαιολογείται οσάκις η επιχείρηση παρέσχε πληροφορίες βαίνουσες πέραν αυτών των οποίων την προσκόμιση μπορεί να απαιτήσει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 17 (απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑230/00, Daesang και Sewon Europe κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2733, σκέψη 137).

528    Εν προκειμένω όμως, η προσφεύγουσα περιορίζεται στο να υποστηρίξει ότι απάντησε στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών που της απευθύνθηκαν. Η συμπεριφορά αυτή, δεδομένου ότι εμπίπτει στις υποχρεώσεις που υπέχει η προσφεύγουσα, δεν μπορεί να συνιστά ελαφρυντική περίσταση.

529    Όσον αφορά την προβαλλόμενη συνεργασία της προσφεύγουσας με την Επιτροπή κατά την πραγματοποίηση των επισκέψεων στις εγκαταστάσεις της, πρέπει να τονιστεί ότι η συμπεριφορά αυτή εμπίπτει επίσης στις υποχρεώσεις που υπέχει η επιχείρηση και δεν μπορεί να θεωρηθεί ελαφρυντική περίσταση.

530    Επομένως, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου σκέλους, που αντλείται από την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της καλής πίστεως της προσφεύγουσας

531    Η προσφεύγουσα εκθέτει ότι, κατόπιν των διαπραγματεύσεων που διεξήγαγε κατά την πρώτη διαδικασία το 1981, πίστεψε ότι οι συμβάσεις της, όπως είχαν προσαρμοσθεί, και η εμπορική πολιτική της ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις της Επιτροπής. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επίσης ότι οι συζητήσεις που διεξήχθησαν το 1981 πιστοποιούν την καλή της πίστη, καθόσον τροποποίησε εξαρχής το σύνολο των συμβάσεών της προκειμένου να τις καταστήσει σύμφωνες προς τις παρατηρήσεις της Επιτροπής την περίοδο εκείνη.

532    Επιπλέον, κατόπιν της αποφάσεως του cour d’appel de Liège της 20ής Οκτωβρίου 1989, στην υπόθεση FMC, η προσφεύγουσα δικαιολογημένα πίστεψε ότι δεν κατείχε δεσπόζουσα θέση.

533    Κατ’ αρχάς όμως, όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις που διεξήχθησαν μεταξύ 1980 και 1982, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως διευκρινίζει η αιτιολογική σκέψη 193 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα δεν αφορά τις διατάξεις που έγιναν δεκτές το 1982 από την Επιτροπή.

534    Ακολούθως, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα επιχειρήματα που αντλούνται από την απόφαση του cour d’appel de Liège της 20ής Οκτωβρίου 1989 δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, το cour d’appel de Liège δεν αποφάνθηκε επί της ουσίας όσον αφορά το αν η προσφεύγουσα κατέχει ή όχι δεσπόζουσα θέση.

535    Επομένως, το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου σκέλους, που αντλείται από την αρχή της ασφαλείας δικαίου

536    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο αβέβαιος χαρακτήρας της έννοιας «δεσπόζουσα θέση» και της εφαρμογής της στην κατάστασή της, λαμβανομένων υπόψη του ευλόγου χαρακτήρα του μεριδίου της στην αγορά, της αντισταθμιστικής δυνάμεως των πελατών της και της σχετικής ισχύος της στην αγορά, θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου.

537    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί κατ’ αρχάς η πάγια νομολογία σχετικά με τον καθορισμό της δεσπόζουσας θέσεως επιχειρήσεως στην κοινοτική αγορά. Ειδικότερα, στην απόφαση Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, σκέψη 275 ανωτέρω, το Δικαστήριο όρισε ακριβώς την έννοια «δεσπόζουσα θέση». Συγκεκριμένα, στη σκέψη 38 της αποφάσεως αυτής, διευκρινίζεται ότι δεσπόζουσα θέση, κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ, κατέχει επιχείρηση η οποία, λόγω της οικονομικής ισχύος της, μπορεί να εμποδίζει τη διατήρηση συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού στη σχετική αγορά και να υιοθετεί ανεξάρτητη συμπεριφορά έναντι των ανταγωνιστών της, των πελατών της και, τελικά, των καταναλωτών.

538    Ακολούθως, πρέπει να τονιστεί ότι η ίδια η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι «τα μερίδιά της στην αγορά κυμαίνονται ουσιαστικά γύρω στο 50 % αν οι αγορές είναι εθνικές και μεταξύ 60 και 70 % αν η αγορά είναι ευρωπαϊκή». Επομένως, με γνώμονα τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 277 ανωτέρω, η προσφεύγουσα κατείχε εξαιρετικά σημαντικά μερίδια αγοράς που συνιστούσαν, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, την απόδειξη της υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως.

539    Κατά συνέπεια, το τέταρτο σκέλος του τρίτου λόγου πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου σκέλους, που αντλείται από την «προκαλούσα έκπληξη στάση» της Επιτροπής

540    Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή είχε δεχθεί το 1981 πρακτικές οι οποίες θεωρήθηκαν έκτοτε πολύ σοβαρές παραβάσεις. Επομένως, η Επιτροπή άλλαξε τη θέση της χωρίς εξηγήσεις.

541    Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 193 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκανε μια διάκριση μεταξύ των πρακτικών για τις οποίες επέβαλε κύρωση στην υπό κρίση υπόθεση και εκείνων τις οποίες είχε δεχθεί το 1982 και για τις οποίες δεν επέβαλε πρόστιμο.

542    Κατά συνέπεια, το πέμπτο σκέλος του τρίτου λόγου πρέπει να απορριφθεί και ο τρίτος λόγος πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του τετάρτου λόγου, που αντλείται από τον δυσανάλογο χαρακτήρα του προστίμου

543    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή της επέβαλε πρόστιμο του οποίου το ύψος ήταν δυσανάλογο. Υποστηρίζει ότι το ύψος αυτό ήταν «υπερβολικό» κατά την περίοδο κατά την οποία έλαβαν χώρα τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά. Αφενός, η Επιτροπή θα έπρεπε να λάβει υπόψη ελαφρυντικές περιστάσεις, ειδικότερα την καλή της πίστη, τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της και την ασφάλεια δικαίου. Αφετέρου, η Επιτροπή θα έπρεπε να λάβει υπόψη τον κύκλο εργασιών των δραστηριοτήτων της τις οποίες αφορούσε πραγματικά η προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι των δραστηριοτήτων της στη Γαλλία, στη Γερμανία και στο Βέλγιο.

544    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή ορθώς εκτίμησε ότι οι προσαπτόμενες στην προσφεύγουσα παραβάσεις ήταν «εξαιρετικά σοβαρές». Στην αιτιολογική σκέψη 191 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι η προσφεύγουσα ήταν ο μεγαλύτερος παραγωγός ανθρακικού νατρίου στην Κοινότητα και οι εν λόγω παραβάσεις της έδιναν τη δυνατότητα να παγιώσει τον έλεγχό της στην αγορά αποκλείοντας τον πραγματικό ανταγωνισμό σε μεγάλο μέρος της κοινής αγοράς και ότι, στερώντας για μεγάλο διάστημα όλους τους ανταγωνιστές από ευκαιρίες να προβαίνουν σε αγορές, η προσφεύγουσα προκάλεσε σοβαρή διαταραχή στη δομή της οικείας αγοράς, σε βάρος των καταναλωτών.

545    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να επιβάλει πρόστιμο 20 εκατομμυρίων ευρώ στην προσφεύγουσα.

546    Όλως ενδεικτικώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων, μολονότι δεν μπορούν να εφαρμοστούν εν προκειμένω, προβλέπουν ότι, για «σοβαρές» παραβάσεις, τα αρχικά ποσά για τον υπολογισμό του προστίμου κυμαίνονται από 1 έως 20 εκατομμύρια ευρώ.

547    Όσον αφορά την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων, αρκεί η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα απορρίφθηκαν στις σκέψεις 536 έως 542 ανωτέρω.

548    Όσον αφορά τη συνεκτίμηση του τόπου των παραβάσεων, από τη νομολογία προκύπτει ότι ο κύκλος εργασιών που διαλαμβάνεται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 όσον αφορά το ανώτατο όριο του δυναμένου να επιβληθεί προστίμου αποτελεί τον συνολικό κύκλο εργασιών της οικείας επιχειρήσεως, ο οποίος και μόνο παρέχει μια κατά προσέγγιση ένδειξη της σημασίας της και της επιρροής της στην αγορά. Η προαναφερθείσα διάταξη του κανονισμού 17 δεν περιέχει κανένα εδαφικό όριο όσον αφορά τον πραγματοποιηθέντα κύκλο εργασιών. Αν τηρήσει το όριο που καθορίζει η τελευταία αυτή διάταξη, η Επιτροπή μπορεί να καθορίσει το πρόστιμο με βάση τον κύκλο εργασιών της επιλογής της, όσον αφορά τη γεωγραφική περιοχή υπολογισμού και τα σχετικά προϊόντα (βλ. απόφαση Τσιμέντο, σκέψη 473 ανωτέρω, σκέψεις 5022 και 5023 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

549    Επομένως, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη κάποιο εδαφικό κριτήριο κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου.

550    Περαιτέρω, η προσφεύγουσα δεν διατείνεται ότι η Επιτροπή υπερέβη το ανώτατο ύψος του προστίμου που μπορεί να της επιβληθεί δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17.

551    Επομένως, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου λόγου, που αντλείται από την παρέλευση του χρόνου

552    Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή θα έπρεπε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι πλέον των ένδεκα ετών έχουν παρέλθει από το τέλος της προβαλλόμενης παράβασης. Η προσφεύγουσα διερωτάται ως προς το ποια είναι η «επικαιρότητα» του κολαστικού και αποτρεπτικού χαρακτήρα του προστίμου, ενώ έχει προσαρμόσει την εμπορική πολιτική της, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Επιτροπής. Δεν αντιλαμβάνεται επίσης ποια δικαιολογία θα μπορούσε να δοθεί όσον αφορά τον αποτρεπτικό χαρακτήρα του προστίμου έναντι των τρίτων επιχειρήσεων.

553    Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή τήρησε τις διατάξεις του κανονισμού 2988/74, καθώς και την αρχή του ευλόγου χρόνου. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι καθυστέρησε την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

554    Εν συνεχεία, από τη νομολογία προκύπτει ότι, κατά την επιμέτρηση των προστίμων για παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού, η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη της όχι μόνον τη σοβαρότητα της παραβάσεως και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η παράβαση και να εξασφαλίζει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα της ενέργειάς της, κυρίως για τα είδη παραβάσεων που είναι ιδιαιτέρως επιζήμια για την εκπλήρωση των σκοπών της Κοινότητας (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 106, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Απριλίου 2006, T‑279/02, Degussa κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑897, σκέψη 272).

555    Κατά συνέπεια, το πρόστιμο, έστω και αν καθορίζεται εκ νέου μετά την παρέλευση ενός χρονικού διαστήματος, δεν μπορεί να απολέσει τον κολαστικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα του, εφόσον αποδεικνύεται ότι η οικεία επιχείρηση παραβίασε το δίκαιο του ανταγωνισμού, ιδίως, όπως εν προκειμένω, με εξαιρετικά σοβαρές παραβάσεις.

556    Επομένως, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

557    Εν κατακλείδι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 507 έως 512 ανωτέρω, πρέπει να μεταρρυθμιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον κακώς λαμβάνει υπόψη μια επιβαρυντική περίσταση συνιστάμενη στην υποτροπή της προσφεύγουσας.

558    Κατά συνέπεια, το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα πρέπει να καθοριστεί στα 19 εκατομμύρια ευρώ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

559    Δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα δικαστικά έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

560    Εν προκειμένω, τα αιτήματα της προσφεύγουσας κρίθηκαν εν μέρει βάσιμα. Το Γενικό Δικαστήριο, κατά δίκαιη εκτίμηση των συγκεκριμένων περιστάσεων, αποφασίζει ότι η προσφεύγουσα θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και 95 % των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής, και ότι η τελευταία αυτή θα φέρει το 5 % των δικαστικών της εξόδων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Καθορίζει το πρόστιμο που επιβλήθηκε στη Solvay SA με το άρθρο 2 της αποφάσεως 2003/6/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την κίνηση διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 82 [ΕΚ] (υπόθεση COMP/33.133 – C: Ανθρακικό νάτριο – Solvay), στα 19 εκατομμύρια ευρώ.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      Η προσφεύγουσα φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και το 95 % των δικαστικών εξόδων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

4)      Η Επιτροπή φέρει το 5 % των δικαστικών της εξόδων

Meij

Vadapalas

Dittrich

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Δεκεμβρίου 2009.

(υπογραφές)

Πίνακας περιεχομένων


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία

Αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1.     Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

Επί του πρώτου λόγου που αντλείται από την παρέλευση του χρόνου

Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από εσφαλμένη εφαρμογή των κανόνων περί παραγραφής

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από παραβίαση της αρχής του ευλόγου χρόνου

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση των ουσιωδών τύπων

Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της συλλογικότητας

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τρίτου σκέλους, που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος της προσφεύγουσας για νέα ακρόαση

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τετάρτου σκέλους, που αντλείται από την έλλειψη νέας διαβουλεύσεως με τη συμβουλευτική επιτροπή επί συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του πέμπτου σκέλους, που αντλείται από τη μη σύννομη σύνθεση της συμβουλευτικής επιτροπής επί συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του έκτου σκέλους, που αντλείται από τη χρήση εγγράφων κατασχεθέντων κατά παράβαση του κανονισμού 17

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του ογδόου σκέλους, που αντλείται από παραβίαση των αρχών της αμεροληψίας, της χρηστής διοικήσεως και της αναλογικότητας

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τρίτου λόγου που αντλείται από τον εσφαλμένο ορισμό της σχετικής γεωγραφικής αγοράς

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τετάρτου λόγου, που αντλείται από την απουσία δεσπόζουσας θέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του πέμπτου λόγου, που αντλείται από την απουσία καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως

Επί του πρώτου σκέλους, που αφορά τις εκπτώσεις για οριακές ποσότητες σε τόνους

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του δευτέρου σκέλους, που αφορά την έκπτωση «ομίλου» που χορηγήθηκε στη Saint-Gobain

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τρίτου σκέλους, που αφορά τις ρητές συμφωνίες αποκλειστικότητας

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τετάρτου σκέλους, που αφορά τις ρήτρες ανταγωνισμού

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του πέμπτου σκέλους, που αφορά τον συνεπαγόμενο δυσμενείς διακρίσεις χαρακτήρα των πρασαπτομένων πρακτικών

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο

Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από τη μη πρόσβαση σε επιβαρυντικά έγγραφα

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από την ύπαρξη χρήσιμων για την άμυνα εγγράφων μεταξύ των εγγράφων του φακέλου που εξετάσθηκαν στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας

– Επί της σχετικής γεωγραφικής αγοράς

– Επί της αγοράς του σχετικού προϊόντος

– Επί της υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως

– Επί της καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως της δεσπόζουσας θέσεως

Επί του τρίτου σκέλους, που αντλείται από έλλειψη πλήρους εξετάσεως του φακέλου από την προσφεύγουσα

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

2.     Επί των αιτημάτων περί ακυρώσεως ή περί μειώσεως του προστίμου

Επί του πρώτου λόγου που αντλείται από την εσφαλμένη εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του δευτέρου λόγου, που αντλείται από την εσφαλμένη εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τρίτου λόγου, που αντλείται από την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων

Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από έλλειψη υποτροπής

Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από τη συνεργασία της προσφεύγουσας με την Επιτροπή

Επί του τρίτου σκέλους, που αντλείται από την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της καλής πίστεως της προσφεύγουσας

Επί του τετάρτου σκέλους, που αντλείται από την αρχή της ασφαλείας δικαίου

Επί του πέμπτου σκέλους, που αντλείται από την «προκαλούσα έκπληξη στάση» της Επιτροπής

Επί του τετάρτου λόγου, που αντλείται από τον δυσανάλογο χαρακτήρα του προστίμου

Επί του πέμπτου λόγου, που αντλείται από την παρέλευση του χρόνου

Επί των δικαστικών εξόδων


1* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.