Language of document : ECLI:EU:T:2009:520





Υπόθεση T-58/01

Solvay SA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά του ανθρακικού νατρίου στην Κοινότητα – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Συμφωνία εγγυώμενη σε επιχείρηση κατώτατο όριο πωλήσεων σε τόνους εντός κράτους μέλους και την αγορά των αναγκαίων ποσοτήτων για την επίτευξη αυτού του κατωτάτου ορίου τόνων – Παραγραφή του δικαιώματος της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα ή κυρώσεις – Εύλογος χρόνος – Ουσιώδεις τύποι – Επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών – Δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο – Πρόστιμο – Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως – Επιβαρυντικές και ελαφρυντικές περιστάσεις»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Παραγραφή του δικαιώματος διώξεως – Αναστολή – Απόφαση της Επιτροπής αποτελούσα αντικείμενο εκκρεμούς διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου – Περιεχόμενο

(Κανονισμός 2988/74 του Συμβουλίου, άρθρο 3)

2.      Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Τήρηση ευλόγου χρόνου – Πεδίο εφαρμογής – Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ένδικη διαδικασία – Διάκριση για την εκτίμηση της τήρησης ευλόγου χρόνου

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου)

3.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Υποχρεώσεις της Επιτροπής – Τήρηση ευλόγου χρόνου

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου)

4.      Επιτροπή – Αρχή της συλλογικότητας – Έκταση – Απόφαση στον τομέα του ανταγωνισμού

(Συνθήκη Συγχωνεύσεως, άρθρο 17)

5.      Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Περιεχόμενο – Πράξεις κατά των οποίων μπορεί να προβληθεί ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Εσωτερικός κανονισμός θεσμικού οργάνου

(Άρθρο 241 ΕΚ)

6.      Πράξεις των οργάνων – Κύρωση των εκδοθεισών πράξεων – Σχετικοί κανόνες

(Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής του 1999, άρθρο 16, εδ. 1)

7.      Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Πεδίο εφαρμογής – Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Περιεχόμενο της αρχής μετά την ακύρωση μιας πρώτης αποφάσεως της Επιτροπής

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

8.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

9.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Περιεχόμενο – Άρνηση γνωστοποιήσεως εγγράφου – Συνέπειες

10.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Πρόσβαση στον φάκελο – Αντικείμενο – Μη ανακοίνωση εγγράφων κατεχομένων από την Επιτροπή – Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας στη συγκεκριμένη περίπτωση

11.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας – Μη σύννομη πρόσβαση στον φάκελο – Πρόσβαση πραγματοποιηθείσα κατά την ένδικη διαδικασία

12.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση και επιβάλλουσα πρόστιμο – Ακύρωση λόγω διαδικαστικού ελαττώματος

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου)

13.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Εκτίμηση – Κατανομή της αγοράς – Παράβαση δυνάμενη να χαρακτηρισθεί σοβαρή ανεξάρτητα από τον απόρρητο χαρακτήρα της

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

14.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Απόδειξη της παραβάσεως και της διάρκειάς της βαρύνουσα την Επιτροπή

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

15.    Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Χαρακτηρισμός βάσει κατοχής εξαιρετικά σημαντικού μεριδίου αγοράς

(Άρθρο 82 ΕΚ)

16.    Διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

17.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Συνεργασία της επιχειρήσεως κατά τη διενέργεια ελέγχων από υπαλλήλους της Επιτροπής – Δεν εμπίπτει

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 14)

18.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Αποτρεπτικός χαρακτήρας

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

1.      Κατά το άρθρο 3 του κανονισμού 2988/74, περί παραγραφής του δικαιώματος διώξεως και εκτελέσεως των αποφάσεων στον τομέα του ανταγωνισμού, η παραγραφή του δικαιώματος διώξεως αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η «διαδικασία προσβολής της αποφάσεως της Επιτροπής ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων». Αυτή η αναφορά πρέπει να νοείται, από της ιδρύσεως του Πρωτοδικείου, ως σημαίνουσα πρωτίστως διαδικασία εκκρεμούσα ενώπιον αυτού, στον βαθμό που οι προσφυγές που αφορούν επιβολή κυρώσεων ή προστίμων στον τομέα του ανταγωνισμού εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του.

Η παραγραφή αναστέλλεται επίσης κατά τη διάρκεια διαδικασίας αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεδομένου ότι το άρθρο 60 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και το άρθρο 3 του κανονισμού 2988/74 έχουν διαφορετικό πεδίο εφαρμογής, το ότι η αναίρεση δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να στερήσει από κάθε αποτέλεσμα το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο αφορά καταστάσεις στις οποίες η Επιτροπή πρέπει να αναμείνει την απόφαση του κοινοτικού δικαστή. Εξάλλου, το άρθρο 3 του κανονισμού 2988/74 προστατεύει την Επιτροπή από τις συνέπειες της παραγραφής σε καταστάσεις στις οποίες αυτή πρέπει να αναμείνει την απόφαση του κοινοτικού δικαστή, στο πλαίσιο διαδικασιών των οποίων δεν ελέγχει τη διεξαγωγή, προτού πληροφορηθεί αν η προσβαλλόμενη πράξη είναι ή όχι παράνομη. Το επιχείρημα ότι η θέσπιση δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας δεν επιτρέπει την παρέκταση του χρόνου αναστολής της παραγραφής, δεν μπορεί συνεπώς να γίνει δεκτό. H αναστολή της παραγραφής κατά τη διάρκεια της κατ’ αναίρεση διαδικασίας θα ισοδυναμούσε με την αναγνώριση αποτελεσμάτων σε απόφαση που ακυρώθηκε πρωτοδίκως, αρκεί να τονιστεί ότι η αναστολή της παραγραφής παρέχει αποκλειστικά στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εκδίδει ενδεχομένως νέα απόφαση σε περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία ακυρώθηκε απόφαση της Επιτροπής. Η αναστολή αυτή της παραγραφής δεν έχει καμία συνέπεια για την απόφαση που ακυρώθηκε με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Σε περίπτωση αιτήσεως αναιρέσεως, η Επιτροπή δεν κωλύεται βεβαίως τυπικώς να ενεργήσει και να εκδώσει νέα απόφαση κατόπιν της ακυρώσεως από το Γενικό Δικαστήριο της αρχικής αποφάσεως. Ωστόσο, προσφυγή στρεφόμενη κατά αποφάσεως με την οποία επιβάλλονται κυρώσεις αναστέλλει την παραγραφή των διώξεων έως ότου ο κοινοτικός δικαστής αποφανθεί οριστικά επί της εν λόγω προσφυγής. Αν η Επιτροπή έπρεπε να εκδώσει νέα απόφαση κατόπιν της ακυρώσεως αποφάσεως από το Γενικό Δικαστήριο χωρίς να αναμείνει την απόφαση του Δικαστηρίου, θα υπήρχε ο κίνδυνος συνυπάρξεως δύο αποφάσεων με το ίδιο αντικείμενο σε περίπτωση που το Δικαστήριο θα ακύρωνε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Έρχεται προφανώς σε αντίθεση προς τις επιταγές της οικονομίας της διοικητικής διαδικασίας το να επιβληθεί στην Επιτροπή, με μοναδικό σκοπό τη μη συμπλήρωση της παραγραφής, η έκδοση νέας αποφάσεως πριν πληροφορηθεί αν η αρχική απόφαση είναι ή όχι παράνομη.

Τέλος, δεδομένου ότι η παραγραφή αναστέλλεται, σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού 2988/74, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν θα μπορούσε να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι παραβιάζει την αρχή του ευλόγου χρόνου για τον λόγο και μόνον ότι αναμένει να αποφανθεί το Δικαστήριο στο πλαίσιο της αναιρέσεως αυτής προτού εκδώσει νέα απόφαση.

(βλ. σκέψεις 73, 79-80, 83-84, 86-89, 102)

2.      Στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτιάσεως αντλουμένης από παραβίαση της αρχής του ευλόγου χρόνου, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της διοικητικής διαδικασίας που κινείται στον τομέα του ανταγωνισμού κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 17 και της ένδικης διαδικασίας σε περίπτωση προσφυγής κατά της αποφάσεως της Επιτροπής. Η περίοδος κατά την οποία ο κοινοτικός δικαστής εξετάζει τη νομιμότητα της αποφάσεως και, σε περίπτωση αναιρέσεως, το κύρος της αποφάσεως που εξεδόθη πρωτοδίκως, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά τον καθορισμό της διάρκειας της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής.

(βλ. σκέψη 105)

3.      Η παραβίαση της αρχής της τηρήσεως του εύλογου χρόνου κατά την έκδοση αποφάσεως κατά το πέρας διοικητικής διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού δεν δικαιολογεί την ακύρωση αποφάσεως που ελήφθη από την Επιτροπή παρά μόνον αν η απόφαση αυτή συνιστά επίσης προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της οικείας επιχειρήσεως. Πράγματι, όταν δεν αποδεικνύεται ότι η παρέλευση υπερβολικού χρόνου επηρέασε την ικανότητα των οικείων επιχειρήσεων να αμυνθούν αποτελεσματικά, η μη τήρηση της αρχής του εύλογου χρόνου δεν ασκεί επιρροή επί του κύρους της διοικητικής διαδικασίας.

(βλ. σκέψη 113)

4.      Η αρχή της συλλογικότητας βασίζεται στην ισότητα των μελών της Επιτροπής κατά τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεως και συνεπάγεται, ιδίως, ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και όλα τα μέλη του συλλογικού οργάνου ευθύνονται συλλογικώς, στο πολιτικό επίπεδο, για όλες τις λαμβανόμενες αποφάσεις. Η τήρηση της αρχής αυτής, ειδικά δε η ανάγκη λήψεως των αποφάσεων από κοινού από τα μέλη της Επιτροπής, ενδιαφέρει απαραιτήτως τα υποκείμενα δικαίου τα οποία αφορούν τα έννομα αποτελέσματα των αποφάσεων, υπό την έννοια ότι τα υποκείμενα δικαίου πρέπει να έχουν τη βεβαιότητα ότι οι αποφάσεις αυτές πράγματι ελήφθησαν από το σώμα και ανταποκρίνονται επακριβώς στη βούλησή του. Τούτο ισχύει ιδίως όσον αφορά πράξεις ρητώς χαρακτηριζόμενες ως αποφάσεις, τις οποίες εκδίδει η Επιτροπή κατά επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, προκειμένου να γίνονται σεβαστοί οι κανόνες του ανταγωνισμού, και με τις οποίες διαπιστώνονται οι παραβάσεις των κανόνων αυτών, απευθύνονται εντολές προς τις επιχειρήσεις και τους επιβάλλονται χρηματικές κυρώσεις.

To γεγονός και μόνον ότι ανακοινωθέν Τύπου που δεν προέρχεται από την Επιτροπή και δεν έχει κανένα επίσημο χαρακτήρα κάνει λόγο για μια δήλωση εκπροσώπου της Επιτροπής με την οποία προσδιορίστηκε η ημερομηνία εκδόσεως αποφάσεως στον τομέα του ανταγωνισμού και το περιεχόμενό της δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της συλλογικότητας. Το σώμα των επιτρόπων, μη δεσμευόμενο από μια τέτοια δήλωση, μπορεί να αποφασίσει, μετά από κοινή διαβούλευση, να μην εκδώσει τέτοια απόφαση.

(βλ. σκέψεις 132-136)

5.      Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 241 ΕΚ πρέπει να επεκταθεί, μεταξύ άλλων, και στις διατάξεις εσωτερικού κανονισμού οργάνου οι οποίες, καίτοι δεν αποτελούν τη νομική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως και δεν παράγουν αποτελέσματα ανάλογα με τα αποτελέσματα κανονισμού υπό την έννοια αυτού του άρθρου της Συνθήκης, καθορίζουν τον ουσιώδη τύπο για την έκδοση της αποφάσεως αυτής και εξασφαλίζουν στους αποδέκτες της ασφάλεια δικαίου. Πράγματι, κάθε αποδέκτης αποφάσεως πρέπει να μπορεί να αμφισβητήσει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξεως που διέπει την τυπική ισχύ της αποφάσεως αυτής, παρά το γεγονός ότι η εν λόγω πράξη δεν αποτελεί τη νομική βάση της αποφάσεως, εφόσον δεν είχε τη δυνατότητα να ζητήσει την ακύρωση της πράξεως αυτής πριν του κοινοποιηθεί η επίδικη απόφαση. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας στο μέτρο που εξασφαλίζουν την προστασία των ιδιωτών. Η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να περιορίζεται σε ό,τι είναι απαραίτητο για την επίλυση της διαφοράς. Δεδομένου ότι το άρθρο 241 ΕΚ δεν αποσκοπεί στην παροχή στον διάδικο της δυνατότητας να αμφισβητεί την ισχύ πράξεων γενικής φύσεως στο πλαίσιο κάθε είδους προσφυγής, η πράξη γενικής ισχύος της οποίας προβάλλεται η έλλειψη νομιμότητας πρέπει επιπλέον να εφαρμόζεται άμεσα ή έμμεσα στην υπόθεση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής και πρέπει να υφίσταται άμεσος νομικός δεσμός μεταξύ της προσβαλλομένης ατομικής αποφάσεως και της εν λόγω πράξεως γενικής ισχύος.

(βλ. σκέψεις 146-148)

6.      Το άρθρο 16, πρώτο εδάφιο, του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής του 1999 προβλέπει ότι οι πράξεις που εγκρίνονται σε συνεδρίαση πρέπει να προσαρτώνται άρρηκτα, στη γλώσσα ή στις γλώσσες που είναι αυθεντικές, σε ανακεφαλαιωτικό σημείωμα που καταρτίζεται κατά το τέλος της συνεδρίασης της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της οποίας εγκρίθηκαν και ότι οι πράξεις αυτές κυρώνονται με την υπογραφή του Προέδρου και του Γενικού Γραμματέα στην τελευταία σελίδα του ανακεφαλαιωτικού σημειώματος. Αυτή η διάταξη δεν είναι παράνομη. Οι διαδικασίες κυρώσεως που προβλέπει είναι σύμφωνες προς τις επιταγές της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

(βλ. σκέψεις 151, 156-157)

7.      Η Επιτροπή, οσάκις, μετά την ακύρωση αποφάσεως επιβάλλουσας κυρώσεις σε επιχειρήσεις που έχουν παραβεί το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, λόγω διαδικαστικής πλημμέλειας αφορώσας αποκλειστικά τους κανόνες της οριστικής εγκρίσεώς της από το σώμα των επιτρόπων, εκδίδει νέα απόφαση, η οποία έχει κατ’ ουσίαν πανομοιότυπο περιεχόμενο και στηρίζεται στις ίδιες αιτιάσεις, δεν υποχρεούται να προβαίνει σε νέα ακρόαση των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων.

Ομοίως, δεν είναι υποχρεωμένη να προβεί σε νέα διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή επί συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων, ακόμη και αν, ανάμεσα στη συμβουλευτική αυτή επιτροπή και την έκδοση της νέας αποφάσεως, περισσότερα κράτη μέλη προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και η σύνθεση της εν λόγω επιτροπής, κατά συνέπεια, μεταβλήθηκε. Πράγματι, η μεταβολή της συνθέσεως ενός κοινοτικού οργάνου δεν επηρεάζει τη συνέχεια του ιδίου του οργάνου, του οποίου οι τελικές ή προπαρασκευαστικές πράξεις διατηρούν, κατ’ αρχήν, όλα τους τα αποτελέσματα. Επιπλέον, δεν υπάρχει καμία γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου επιβάλλουσα τη συνέχεια στη σύνθεση του διοικητικού οργάνου που επιλαμβάνεται διαδικασίας δυναμένης να καταλήξει σε επιβολή προστίμου.

Ως προς τα λοιπά νομικά ζητήματα που είναι πιθανόν να τεθούν στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 233 ΕΚ, όπως τα σχετικά με την παρέλευση του χρόνου, τη δυνατότητα επαναλήψεως των διώξεων, την πρόσβαση στον φάκελο που είναι συναφής με την επανάληψη της διαδικασίας, την παρέμβαση του συμβούλου ακροάσεων καθώς και τις ενδεχόμενες συνέπειες του άρθρου 20 του κανονισμού 17, ούτε τα ζητήματα αυτά επιβάλλουν νέες ακροάσεις, στο μέτρο που δεν μεταβάλλουν το περιεχόμενο των αιτιάσεων, υπόκεινται δε μόνον, ενδεχομένως, σε μεταγενέστερο δικαστικό έλεγχο.

(βλ. σκέψεις 165-166, 183, 188-190)

8.      Μια συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων, για να μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, πρέπει, βάσει ενός συνόλου νομικών ή πραγματικών στοιχείων, να παρέχει τη δυνατότητα να συναχθεί με αρκετή βεβαιότητα ότι μπορεί να ασκήσει άμεση ή έμμεση, πραγματική ή δυνητική, επιρροή στα εμπορικά ρεύματα μεταξύ κρατών μελών, κατά τρόπο που θα μπορούσε να βλάψει την επίτευξη των στόχων μιας ενιαίας αγοράς μεταξύ κρατών μελών. Έτσι, ο επηρεασμός του ενδοκοινοτικού εμπορίου προκύπτει εν γένει από τη συνδρομή πολλών παραγόντων, οι οποίοι, εξεταζόμενοι μεμονωμένα, δεν θα ήταν κατ’ ανάγκη καθοριστικοί.

Ελάχιστη σημασία έχει το αν η επιρροή μιας συμπράξεως επί του εμπορίου είναι δυσμενής, ουδέτερη ή ευνοϊκή. Συγκεκριμένα, ένας περιορισμός του ανταγωνισμού είναι ικανός να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο όταν μπορεί να εκτρέψει τα εμπορικά ρεύματα από την κατεύθυνση που θα είχαν άλλως λάβει.

Επιπλέον, η ικανότητα μιας συμπράξεως να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο, ήτοι το δυνητικό αποτέλεσμά της, αρκεί για να υπαχθεί η εν λόγω σύμπραξη στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθεί η ύπαρξη πραγματικών επιπτώσεων επί του εμπορίου. Ωστόσο, είναι αναγκαίο το δυνητικό αποτέλεσμα της συμπράξεως επί του διακρατικού εμπορίου να είναι αισθητό, ή, με άλλα λόγια, να μην είναι επουσιώδες.

Μια συμφωνία εγγυήσεως που αφορά κατώτατο όριο ετησίων πωλήσεων σε μια εθνική αγορά μπορεί εξ ορισμού να εκτρέψει τα εμπορικά ρεύματα από την κατεύθυνση που θα είχαν άλλως λάβει. Συγκεκριμένα, οδηγεί σε απόσυρση από την αγορά μέρους της παραγωγής, που θα μπορούσε να εξαχθεί προς άλλα κράτη μέλη.

(βλ. σκέψεις 208-210, 215)

9.      Απόρροια της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο συνεπάγεται, σε μια διοικητική διαδικασία στον τομέα εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού, ότι η Επιτροπή υποχρεούται να παρέχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα εξετάσεως όλων των εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας και τα οποία ενδέχεται να είναι κρίσιμα για την άμυνά της. Στα έγγραφα αυτά συγκαταλέγονται τόσο τα επιβαρυντικά όσο και τα απαλλακτικά στοιχεία, με εξαίρεση τα επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων, τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες.

Όσον αφορά τα επιβαρυντικά στοιχεία, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση πρέπει να αποδείξει ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την απόφασή της θα ήταν διαφορετικό αν ένα μη κοινοποιηθέν έγγραφο στο οποίο στηρίχθηκε η Επιτροπή για να θεμελιώσει την ευθύνη της επιχειρήσεως αυτής δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη ως επιβαρυντικό αποδεικτικό στοιχείο. Όσον αφορά τα απαλλακτικά στοιχεία, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση πρέπει να αποδείξει ότι η μη αποκάλυψή τους επηρέασε, σε βάρος της, την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής. Αρκεί η επιχείρηση να αποδεικνύει ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα εν λόγω απαλλακτικά έγγραφα για την άμυνά της, υπό την έννοια ότι, αν είχε τη δυνατότητα να τα προβάλει κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, θα μπορούσε να επικαλεστεί στοιχεία που δεν θα συμφωνούσαν με τα συμπεράσματα στα οποία είχε καταλήξει στο στάδιο αυτό η Επιτροπή, οπότε θα μπορούσε να επηρεάσει, με κάποιο τρόπο, τις περιλαμβανόμενες στην ενδεχόμενη απόφαση εκτιμήσεις της τελευταίας, τουλάχιστον όσον αφορά τη σοβαρότητα και τη διάρκεια των πρασαπτομένων ενεργειών, και, επομένως, το ύψος του προστίμου. Η δυνατότητα να ασκεί επιρροή ένα μη κοινοποιηθέν έγγραφο επί της εξελίξεως της διαδικασίας και επί του περιεχομένου της αποφάσεως της Επιτροπής δεν μπορεί να διαπιστώνεται παρά μόνο μετά από προσωρινή εξέταση ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων από τα οποία να προκύπτει ότι τα μη κοινοποιηθέντα έγγραφα μπορούσαν να έχουν –σε σχέση με τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία– μια καθόλου αμελητέα σημασία.

Η προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο δεν μπορεί να οδηγεί σε συνολική ή μερική ακύρωση μιας αποφάσεως της Επιτροπής παρά μόνον αν μη προσήκουσα πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως που παρασχέθηκε στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις κατά τη διοικητική διαδικασία τις εμπόδισε να λάβουν γνώση εγγράφων που μπορούσαν να φανούν χρήσιμα για την άμυνά τους και αποτέλεσε, με τον τρόπο αυτό, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς τους. Τούτο θα συνέβαινε αν με την κοινοποίηση ενός εγγράφου υπήρχε πιθανότητα, έστω και περιορισμένη, να καταλήξει η διοικητική διαδικασία σε διαφορετικό αποτέλεσμα αν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση είχε τη δυνατότητα να το επικαλεστεί κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 224-226, 237)

10.    Η πρόσβαση στον φάκελο εμπίπτει στις διαδικαστικές εγγυήσεις που αποσκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, και η προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο της Επιτροπής κατά την προηγηθείσα της εκδόσεως της αποφάσεως διαδικασία μπορεί, κατ’ αρχήν, να έχει ως συνέπεια την ακύρωση της αποφάσεως αυτής αν προσεβλήθησαν τα δικαιώματα άμυνας της οικείας επιχειρήσεως.

Η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα των ιδιαιτέρων περιστάσεων κάθε περιπτώσεως, καθόσον εξαρτάται ουσιωδώς από τις αιτιάσεις που έλαβε υπόψη η Επιτροπή για να θεμελιώσει την παράβαση που προσάπτει στην οικεία επιχείρηση. Πρέπει συνεπώς να εξεταστούν συνοπτικώς οι ουσιαστικές αιτιάσεις που έλαβε υπόψη η Επιτροπή στην ανακοίνωση αιτιάσεων και στην προσβαλλόμενη απόφαση και να ληφθούν υπόψη τα επιχειρήματα που συγκεκριμένα προέβαλε η οικεία επιχείρηση κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Στην περίπτωση που, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας πριν από την έκδοση της επιβάλλουσας κυρώσεις σε επιχείρηση αποφάσεως, η Επιτροπή δεν κατήρτισε αριθμητικό κατάλογο των εγγράφων που περιέχονται στον φάκελο και δεν κοινοποίησε στην οικεία επιχείρηση το σύνολο των εγγράφων που περιέχονται στον φάκελο και στα οποία η επιχείρηση μπορούσε να έχει πρόσβαση, αλλά μόνο τα επιβαρυντικά έγγραφα, χωρίς να την καλέσει να προσέλθει να μελετήσουν στους χώρους της το σύνολο των εγγράφων, η διοικητική διαδικασία δεν είναι σύννομη. Ωστόσο, δεν πρέπει να ακυρωθεί η τελική απόφαση αν δεν αποδειχθεί ότι η επιχείρηση δεν είχε τη δυνατότητα να εξετάσει το σύνολο των εγγράφων που περιέχονται στον φάκελο της έρευνας και τα οποία ενδέχεται να ήταν χρήσιμα για την άμυνά της, έστω και αν, στο πλαίσιο της ένδικης προσφυγής που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως αυτής, κατόπιν λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας με σκοπό να εξασφαλιστεί πλήρης πρόσβαση στον φάκελο, αποδεικνύεται ότι λείπει μέρος του φακέλου.

(βλ. σκέψεις 242, 246, 248, 250, 257, 259-260, 263-264)

11.    Το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο ένδικης προσφυγής ασκηθείσας κατά αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις σε επιχείρηση λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, δύναται να διατάξει τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας με σκοπό να εξασφαλίσει πλήρη πρόσβαση στον φάκελο, προκειμένου να εκτιμήσει αν η άρνηση της Επιτροπής να κοινοποιήσει ένα έγγραφο ή να ανακοινώσει ένα στοιχείο μπορούσε να βλάψει την άμυνα της οικείας επιχειρήσεως. Η εξέταση αυτή, περιοριζόμενη σε δικαστικό έλεγχο των προβαλλομένων λόγων, δεν έχει ούτε ως σκοπό ούτε ως αποτέλεσμα την υποκατάσταση της πλήρους έρευνας της υποθέσεως στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Η καθυστερημένη γνώση ορισμένων εγγράφων του φακέλου δεν αποκαθιστά την επιχείρηση, η οποία έχει ασκήσει προσφυγή, στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν αν είχε μπορέσει να στηριχθεί στα ίδια έγγραφα για να υποβάλει γραπτώς και προφορικώς τις παρατηρήσεις της ενώπιον του θεσμικού αυτού οργάνου. Επιπλέον, όταν η πρόσβαση στον φάκελο έχει διασφαλιστεί στο στάδιο της ένδικης διαδικασίας, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι, αν είχε πρόσβαση στα μη κοινοποιηθέντα έγγραφα, η απόφαση της Επιτροπής θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά μόνον ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα εν λόγω έγγραφα για την άμυνά της.

(βλ. σκέψεις 250-251)

12.    Οσάκις απόφαση της Επιτροπής στον τομέα του ανταγωνισμού ακυρώθηκε λόγω διαδικαστικής πλημμέλειας, η Επιτροπή έχει δικαίωμα να εκδώσει νέα απόφαση, χωρίς να κινήσει νέα διοικητική διαδικασία. Εφόσον το περιεχόμενο της νέας αποφάσεως είναι σχεδόν πανομοιότυπο με αυτό της προηγουμένης και αμφότερες οι αποφάσεις στηρίζονται στην ίδια αιτιολογία, η νέα απόφαση υπόκειται, στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους του προστίμου, στους κανόνες που ίσχυαν κατά τον χρόνο της εκδόσεως της προηγούμενης αποφάσεως Συγκεκριμένα, η Επιτροπή συνεχίζει τη διαδικασία από το στάδιο στο οποίο διεπράχθη το διαδικαστικό σφάλμα και εκδίδει νέα απόφαση, χωρίς να προβεί σε νέα εκτίμηση της υποθέσεως υπό το φως κανόνων οι οποίοι δεν υφίσταντο κατά τον χρόνο εκδόσεως της πρώτης αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 270-272)

13.    Μια συμφωνία με την οποία επιχειρήσεις συμφωνούν να ρυθμίσουν, στο έδαφος ενός κράτους μέλους, τη διάθεση στην αγορά αγαθών που παράγουν, αποτελεί συμφωνία περί κατανομής της αγοράς. Τέτοιου είδους συμπράξεις περιλαμβάνονται μεταξύ των παραδειγμάτων των συμπράξεων που χαρακτηρίζονται ρητώς ως ασύμβατες προς την κοινή αγορά στο άρθρο 81, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, ΕΚ και αποτελούν κατάφωρους περιορισμούς του ανταγωνισμού που η Επιτροπή μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να χαρακτηρίσει σοβαρούς για τον προσδιορισμό του ύψους των προστίμων. Η Επιτροπή, ακόμη και αν δεν μπορεί να συναγάγει τον απόρρητο χαρακτήρα μιας τέτοιας συμφωνίας από το γεγονός και μόνον ότι δεν υπάρχουν πρακτικά επίσημης συνεδριάσεως, μπορεί ωστόσο να χαρακτηρίσει ως σοβαρή μια τέτοια παράβαση λόγω του γεγονότος ότι μια συμφωνία του είδους αυτού συνιστά κατάφωρο περιορισμό του ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 279-280, 284-286)

14.    Για να υπολογισθεί η διάρκεια παραβάσεως που έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, πρέπει αποκλειστικά να εξακριβώνεται η περίοδος υπάρξεως της συμφωνίας αυτής, δηλαδή η περίοδος που διέρρευσε από την ημερομηνία συνάψεώς της μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε να ισχύει. Η διάρκεια της παραβάσεως αποτελεί συστατικό στοιχείο της εννοίας της, βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, το βάρος αποδείξεως του οποίου φέρει, κυρίως, η Επιτροπή. Συναφώς, όταν δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία δυνάμενα να αποδείξουν άμεσα τη διάρκεια μιας παραβάσεως, η Επιτροπή στηρίζεται, τουλάχιστον, σε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά χωρίς μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους, ώστε να μπορεί λογικά να γίνει δεκτό ότι η παράβαση συνεχίστηκε αδιάλειπτα μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών. Η κατανομή αυτή του βάρους αποδείξεως μπορεί παρ’ όλ’ αυτά να ποικίλει εφόσον τα πραγματικά στοιχεία που επικαλείται η μία πλευρά μπορεί να είναι ικανά να υποχρεώσουν την άλλη πλευρά να παράσχει μια εξήγηση ή αιτιολογία, ελλείψει της οποίας να επιτρέπεται να συναχθεί ότι προσκομίστηκε η απόδειξη. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι μπορεί να παρουσιαστούν ιδιαίτερες περιστάσεις υπό τις οποίες θα μπορούσε να υπάρξει αντιστροφή του βάρους αποδείξεως όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως, εντεύθεν δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή θα μπορούσε, σε μια απόφαση περί διαπιστώσεως παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, να μην αναφερθεί βάσει στοιχείων στο πέρας της διάρκειας της παραβάσεως και να μην παράσχει πληροφορίες περί της διάρκειας της παραβάσεως τις οποίες ενδεχομένως διαθέτει.

(βλ. σκέψεις 293-295, 302)

15.    Η έννοια της δεσπόζουσας θέσεως αναφέρεται σε μια κατάσταση οικονομικής ισχύος που παρέχει την εξουσία στον φορέα που κατέχει την ισχύ αυτή να εμποδίζει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην υπό εξέταση αγορά, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να συμπεριφέρεται σε σημαντικό βαθμό ανεξάρτητα έναντι των ανταγωνιστών του, των πελατών του και, τελικώς, των καταναλωτών. Ανεξάρτητα αν πρόκειται για ατομικό ή συλλογικό φορέα, εφόσον κατέχει μερίδιο μεγαλύτερο του 50 % της αγοράς, μπορεί να συμπεριφέρεται με τέτοια ανεξαρτησία.

Επομένως, η αιτίαση που αντλείται από έλλειψη αιτιολογήσεως μιας αποφάσεως της Επιτροπής όσον αφορά τη δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως πρέπει να απορριφθεί, εφόσον η απόφαση αυτή αναφέρει ότι η εν λόγω επιχείρηση κατέχει σχεδόν το 60 % του συνόλου της κοινοτικής αγοράς.

(βλ. σκέψεις 314-316)

16.    Ένας ισχυρισμός που παραπέμπει το Γενικό Δικαστήριο στα όσα εκτίθενται στο πλαίσιο μιας άλλης προσφυγής η οποία κατατέθηκε την ίδια μέρα από τον ίδιο προσφεύγοντα και της οποίας οι κρίσιμες σελίδες επισυνάπτονται στο δικόγραφο της προσφυγής είναι απαράδεκτος, διότι τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων ο ισχυρισμός αυτός στηρίζεται δεν προκύπτουν από το καθαυτό κείμενο του δικογράφου της προσφυγής. Μολονότι το κείμενο αυτό μπορεί να θεμελιωθεί και να συμπληρωθεί, όσον αφορά συγκεκριμένα σημεία, με παραπομπές σε συγκεκριμένα αποσπάσματα συνημμένων σ’ αυτό εγγράφων, γενική παραπομπή σε άλλα δικόγραφα, έστω και συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν μπορεί να αντισταθμίσει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων του δικογράφου της προσφυγής.

(βλ. σκέψεις 317-318)

17.    Η συνεργασία μιας επιχειρήσεως με την Επιτροπή κατά την πραγματοποίηση των επισκέψεων στις εγκαταστάσεις της εμπίπτει στις υποχρεώσεις που υπέχει η επιχείρηση και δεν θα μπορούσε συνεπώς να θεωρηθεί ελαφρυντική περίσταση δικαιολογώντας μείωση του ποσού του προστίμου που επιβάλλεται για παράβαση των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 331, 333)

18.    Κατά την επιμέτρηση του ποσού των προστίμων που επιβλήθηκαν για παράβαση των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού, η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη της όχι μόνον τη σοβαρότητα της παραβάσεως και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η παράβαση και να εξασφαλίζει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα της ενέργειάς της, κυρίως για τα είδη παραβάσεων που είναι ιδιαιτέρως επιζήμια για την εκπλήρωση των σκοπών της Κοινότητας. Ένα πρόστιμο, δεν μπορεί συνεπώς να απολέσει τον κολαστικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα του, εφόσον αποδεικνύεται ότι η οικεία επιχείρηση παραβίασε το δίκαιο του ανταγωνισμού, ιδίως, με σοβαρή παράβαση, έστω και αν επιβλήθηκε με απόφαση εκδοθείσα, μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου, κατόπιν της ακυρώσεως μιας πρώτης αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 344-345)