Language of document : ECLI:EU:T:2009:519

Υπόθεση T-57/01

Solvay SA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Αγορά του ανθρακικού νατρίου στην Κοινότητα (εξαιρουμένων του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας) – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ – Συμφωνίες προμήθειας για υπερβολικά μακρά χρονική περίοδο – Έκπτωση υπέρ πιστών πελατών – Παραγραφή του δικαιώματος της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα ή κυρώσεις – Εύλογος χρόνος – Ουσιώδεις τύποι – Σχετική γεωγραφική αγορά – Ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως – Καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεως – Δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο – Πρόστιμο – Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Υποτροπή – Ελαφρυντικές περιστάσεις»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Παραγραφή του δικαιώματος διώξεως – Αναστολή – Απόφαση της Επιτροπής αποτελούσα αντικείμενο εκκρεμούς διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου – Περιεχόμενο

(Κανονισμός 2988/74 του Συμβουλίου, άρθρο 3)

2.      Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Τήρηση ευλόγου χρόνου – Πεδίο εφαρμογής – Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ένδικη διαδικασία – Διάκριση για την εκτίμηση της τήρησης ευλόγου χρόνου

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου) 

3.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Υποχρεώσεις της Επιτροπής – Τήρηση ευλόγου χρόνου

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου)

4.      Επιτροπή – Αρχή της συλλογικότητας – Έκταση – Απόφαση στον τομέα του ανταγωνισμού

(Συνθήκη Συγχωνεύσεως, άρθρο 17)

5.      Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Περιεχόμενο – Πράξεις κατά των οποίων μπορεί να προβληθεί ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Εσωτερικός κανονισμός θεσμικού οργάνου

(Άρθρο 241 ΕΚ)

6.      Πράξεις των οργάνων – Κύρωση των εκδοθεισών πράξεων – Σχετικοί κανόνες

(Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής του 1999, άρθρο 16, εδ. 1)

7.      Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Πεδίο εφαρμογής – Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Περιεχόμενο της αρχής μετά την ακύρωση μιας πρώτης αποφάσεως της Επιτροπής

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

8.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσία ελέγχου της Επιτροπής – Περιεχόμενο – Πρόσβαση στις εγκαταστάσεις επιχειρήσεων

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 14)

9.      Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Σχετική αγορά – Γεωγραφική οριοθέτηση

(Άρθρο 82 ΕΚ)

10.    Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Χαρακτηρισμός βάσει κατοχής εξαιρετικά σημαντικού μεριδίου αγοράς

(Άρθρο 82 ΕΚ)

11.    Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Εκπτώσεις έχουσες ως αποτέλεσμα αποκλεισμό από την αγορά – Έκπτωση υπέρ πιστών πελατών

(Άρθρο 82 ΕΚ)

12.    Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Εκπτώσεις λόγω ποσότητας – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις – Καταχρηστικός χαρακτήρας του συστήματος εκπτώσεων

(Άρθρο 82 ΕΚ)

13.    Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Συμβάσεις αποκλειστικής προμήθειας – Έκπτωση υπέρ πιστών πελατών

(Άρθρο 82 ΕΚ)

14.    Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Εκπτώσεις λόγω ποσότητας – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις – Τρόπος υπολογισμού

(Άρθρο 82, εδ. 2, ΕΚ)

15.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Περιεχόμενο – Άρνηση γνωστοποιήσεως εγγράφου – Συνέπειες

16.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Πρόσβαση στον φάκελο – Αντικείμενο – Μη ανακοίνωση εγγράφων κατεχομένων από την Επιτροπή – Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας στη συγκεκριμένη περίπτωση

17.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας – Μη σύννομη πρόσβαση στον φάκελο – Πρόσβαση πραγματοποιηθείσα κατά την ένδικη διαδικασία – Τακτοποίηση – Δεν εμπίπτει

18.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση και επιβάλλουσα πρόστιμο – Ακύρωση λόγω διαδικαστικού ελαττώματος

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου)

19.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Παραβάσεις ιδιαίτερης σοβαρότητας

(Άρθρο 82 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

20.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Υποτροπή – Έννοια παραβάσεων του ίδιου είδους – Παραβάσεις των άρθρων 81 και 82 ΕΚ – Δεν εμπίπτουν

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

21.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Απουσία υποτροπής – Δεν εμπίπτει

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

22.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Συνεργασία της επιχειρήσεως κατά τη διενέργεια ελέγχων από υπαλλήλους της Επιτροπής – Δεν εμπίπτει

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 14)

23.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κύκλος εργασιών που ελήφθη υπόψη για τον υπολογισμό του ανώτατου ορίου του προστίμου

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

24.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Αποτρεπτικός χαρακτήρας

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

1.      Κατά το άρθρο 3 του κανονισμού 2988/74, περί παραγραφής του δικαιώματος διώξεως και εκτελέσεως των αποφάσεων στον τομέα του ανταγωνισμού, η παραγραφή του δικαιώματος διώξεως αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η «διαδικασία προσβολής της αποφάσεως της Επιτροπής ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων». Αυτή η αναφορά πρέπει να νοείται, από της ιδρύσεως του Πρωτοδικείου, ως σημαίνουσα πρωτίστως διαδικασία εκκρεμούσα ενώπιον αυτού, στον βαθμό που οι προσφυγές που αφορούν επιβολή κυρώσεων ή προστίμων στον τομέα του ανταγωνισμού εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του.

Η παραγραφή αναστέλλεται επίσης κατά τη διάρκεια διαδικασίας αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεδομένου ότι το άρθρο 60 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και το άρθρο 3 του κανονισμού 2988/74 έχουν διαφορετικό πεδίο εφαρμογής, το ότι η αναίρεση δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να στερήσει από κάθε αποτέλεσμα το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο αφορά καταστάσεις στις οποίες η Επιτροπή πρέπει να αναμείνει την απόφαση του κοινοτικού δικαστή. Εξάλλου, το άρθρο 3 του κανονισμού 2988/74 προστατεύει την Επιτροπή από τις συνέπειες της παραγραφής σε καταστάσεις στις οποίες αυτή πρέπει να αναμείνει την απόφαση του κοινοτικού δικαστή, στο πλαίσιο διαδικασιών των οποίων δεν ελέγχει τη διεξαγωγή, προτού πληροφορηθεί αν η προσβαλλόμενη πράξη είναι ή όχι παράνομη. Το επιχείρημα ότι η θέσπιση δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας δεν επιτρέπει την παρέκταση του χρόνου αναστολής της παραγραφής, δεν μπορεί συνεπώς να γίνει δεκτό. H αναστολή της παραγραφής κατά τη διάρκεια της κατ’ αναίρεση διαδικασίας θα ισοδυναμούσε με την αναγνώριση αποτελεσμάτων σε απόφαση που ακυρώθηκε πρωτοδίκως, αρκεί να τονιστεί ότι η αναστολή της παραγραφής παρέχει αποκλειστικά στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εκδίδει ενδεχομένως νέα απόφαση σε περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία ακυρώθηκε απόφαση της Επιτροπής. Η αναστολή αυτή της παραγραφής δεν έχει καμία συνέπεια για την απόφαση που ακυρώθηκε με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Σε περίπτωση αιτήσεως αναιρέσεως, η Επιτροπή δεν κωλύεται βεβαίως τυπικώς να ενεργήσει και να εκδώσει νέα απόφαση κατόπιν της ακυρώσεως από το Γενικό Δικαστήριο της αρχικής αποφάσεως. Ωστόσο, προσφυγή στρεφόμενη κατά αποφάσεως με την οποία επιβάλλονται κυρώσεις αναστέλλει την παραγραφή των διώξεων έως ότου ο κοινοτικός δικαστής αποφανθεί οριστικά επί της εν λόγω προσφυγής. Αν η Επιτροπή έπρεπε να εκδώσει νέα απόφαση κατόπιν της ακυρώσεως αποφάσεως από το Γενικό Δικαστήριο χωρίς να αναμείνει την απόφαση του Δικαστηρίου, θα υπήρχε ο κίνδυνος συνυπάρξεως δύο αποφάσεων με το ίδιο αντικείμενο σε περίπτωση που το Δικαστήριο θα ακύρωνε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Έρχεται προφανώς σε αντίθεση προς τις επιταγές της οικονομίας της διοικητικής διαδικασίας το να επιβληθεί στην Επιτροπή, με μοναδικό σκοπό τη μη συμπλήρωση της παραγραφής, η έκδοση νέας αποφάσεως πριν πληροφορηθεί αν η αρχική απόφαση είναι ή όχι παράνομη.

Τέλος, δεδομένου ότι η παραγραφή αναστέλλεται, σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού 2988/74, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν θα μπορούσε να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι παραβιάζει την αρχή του ευλόγου χρόνου για τον λόγο και μόνον ότι αναμένει να αποφανθεί το Δικαστήριο στο πλαίσιο της αναιρέσεως αυτής προτού εκδώσει νέα απόφαση.

(βλ. σκέψεις 90, 97-98, 102-103, 105-108, 121)

2.      Στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτιάσεως αντλουμένης από παραβίαση της αρχής του ευλόγου χρόνου, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της διοικητικής διαδικασίας που κινείται στον τομέα του ανταγωνισμού κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 17 και της ένδικης διαδικασίας σε περίπτωση προσφυγής κατά της αποφάσεως της Επιτροπής. Η περίοδος κατά την οποία ο κοινοτικός δικαστής εξετάζει τη νομιμότητα της αποφάσεως και, σε περίπτωση αναιρέσεως, το κύρος της αποφάσεως που εξεδόθη πρωτοδίκως, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά τον καθορισμό της διάρκειας της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής.

(βλ. σκέψη 124)

3.      Η παραβίαση της αρχής της τηρήσεως του εύλογου χρόνου κατά την έκδοση αποφάσεως κατά το πέρας διοικητικής διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού δεν δικαιολογεί την ακύρωση αποφάσεως που ελήφθη από την Επιτροπή παρά μόνον αν η απόφαση αυτή συνιστά επίσης προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της οικείας επιχειρήσεως. Πράγματι, όταν δεν αποδεικνύεται ότι η παρέλευση υπερβολικού χρόνου επηρέασε την ικανότητα των οικείων επιχειρήσεων να αμυνθούν αποτελεσματικά, η μη τήρηση της αρχής του εύλογου χρόνου δεν ασκεί επιρροή επί του κύρους της διοικητικής διαδικασίας.

(βλ. σκέψη 132)

4.      Η αρχή της συλλογικότητας βασίζεται στην ισότητα των μελών της Επιτροπής κατά τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεως και συνεπάγεται, ιδίως, ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και όλα τα μέλη του συλλογικού οργάνου ευθύνονται συλλογικώς, στο πολιτικό επίπεδο, για όλες τις λαμβανόμενες αποφάσεις. Η τήρηση της αρχής αυτής, ειδικά δε η ανάγκη λήψεως των αποφάσεων από κοινού από τα μέλη της Επιτροπής, ενδιαφέρει απαραιτήτως τα υποκείμενα δικαίου τα οποία αφορούν τα έννομα αποτελέσματα των αποφάσεων, υπό την έννοια ότι τα υποκείμενα δικαίου πρέπει να έχουν τη βεβαιότητα ότι οι αποφάσεις αυτές πράγματι ελήφθησαν από το σώμα και ανταποκρίνονται επακριβώς στη βούλησή του. Τούτο ισχύει ιδίως όσον αφορά πράξεις ρητώς χαρακτηριζόμενες ως αποφάσεις, τις οποίες εκδίδει η Επιτροπή κατά επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, προκειμένου να γίνονται σεβαστοί οι κανόνες του ανταγωνισμού, και με τις οποίες διαπιστώνονται οι παραβάσεις των κανόνων αυτών, απευθύνονται εντολές προς τις επιχειρήσεις και τους επιβάλλονται χρηματικές κυρώσεις.

To γεγονός και μόνον ότι ανακοινωθέν Τύπου που δεν προέρχεται από την Επιτροπή και δεν έχει κανένα επίσημο χαρακτήρα κάνει λόγο για μια δήλωση εκπροσώπου της Επιτροπής με την οποία προσδιορίστηκε η ημερομηνία εκδόσεως αποφάσεως στον τομέα του ανταγωνισμού και το περιεχόμενό της δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της συλλογικότητας. Το σώμα των επιτρόπων, μη δεσμευόμενο από μια τέτοια δήλωση, μπορεί να αποφασίσει, μετά από κοινή διαβούλευση, να μην εκδώσει τέτοια απόφαση.

(βλ. σκέψεις 151-155)

5.      Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 241 ΕΚ πρέπει να επεκταθεί, μεταξύ άλλων, και στις διατάξεις εσωτερικού κανονισμού οργάνου οι οποίες, καίτοι δεν αποτελούν τη νομική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως και δεν παράγουν αποτελέσματα ανάλογα με τα αποτελέσματα κανονισμού υπό την έννοια αυτού του άρθρου της Συνθήκης, καθορίζουν τον ουσιώδη τύπο για την έκδοση της αποφάσεως αυτής και εξασφαλίζουν στους αποδέκτες της ασφάλεια δικαίου. Πράγματι, κάθε αποδέκτης αποφάσεως πρέπει να μπορεί να αμφισβητήσει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξεως που διέπει την τυπική ισχύ της αποφάσεως αυτής, παρά το γεγονός ότι η εν λόγω πράξη δεν αποτελεί τη νομική βάση της αποφάσεως, εφόσον δεν είχε τη δυνατότητα να ζητήσει την ακύρωση της πράξεως αυτής πριν του κοινοποιηθεί η επίδικη απόφαση. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας στο μέτρο που εξασφαλίζουν την προστασία των ιδιωτών. Η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να περιορίζεται σε ό,τι είναι απαραίτητο για την επίλυση της διαφοράς. Δεδομένου ότι το άρθρο 241 ΕΚ δεν αποσκοπεί στην παροχή στον διάδικο της δυνατότητας να αμφισβητεί την ισχύ πράξεων γενικής φύσεως στο πλαίσιο κάθε είδους προσφυγής, η πράξη γενικής ισχύος της οποίας προβάλλεται η έλλειψη νομιμότητας πρέπει επιπλέον να εφαρμόζεται άμεσα ή έμμεσα στην υπόθεση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής και πρέπει να υφίσταται άμεσος νομικός δεσμός μεταξύ της προσβαλλομένης ατομικής αποφάσεως και της εν λόγω πράξεως γενικής ισχύος.

(βλ. σκέψεις 165-167)

6.      Το άρθρο 16, πρώτο εδάφιο, του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής του 1999 προβλέπει ότι οι πράξεις που εγκρίνονται σε συνεδρίαση πρέπει να προσαρτώνται άρρηκτα, στη γλώσσα ή στις γλώσσες που είναι αυθεντικές, σε ανακεφαλαιωτικό σημείωμα που καταρτίζεται κατά το τέλος της συνεδρίασης της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της οποίας εγκρίθηκαν και ότι οι πράξεις αυτές κυρώνονται με την υπογραφή του Προέδρου και του Γενικού Γραμματέα στην τελευταία σελίδα του ανακεφαλαιωτικού σημειώματος. Αυτή η διάταξη δεν είναι παράνομη. Οι διαδικασίες κυρώσεως που προβλέπει είναι σύμφωνες προς τις επιταγές της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

(βλ. σκέψεις 170, 175-176)

7.      Η Επιτροπή, οσάκις, μετά την ακύρωση αποφάσεως επιβάλλουσας κυρώσεις σε επιχειρήσεις που έχουν παραβεί το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, λόγω διαδικαστικής πλημμέλειας αφορώσας αποκλειστικά τους κανόνες της οριστικής εγκρίσεώς της από το σώμα των επιτρόπων, εκδίδει νέα απόφαση, η οποία έχει κατ’ ουσίαν πανομοιότυπο περιεχόμενο και στηρίζεται στις ίδιες αιτιάσεις, δεν υποχρεούται να προβαίνει σε νέα ακρόαση των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων.

Ομοίως, δεν είναι υποχρεωμένη να προβεί σε νέα διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή επί συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων, ακόμη και αν, ανάμεσα στη συμβουλευτική αυτή επιτροπή και την έκδοση της νέας αποφάσεως, περισσότερα κράτη μέλη προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και η σύνθεση της εν λόγω επιτροπής, κατά συνέπεια, μεταβλήθηκε. Πράγματι, η μεταβολή της συνθέσεως ενός κοινοτικού οργάνου δεν επηρεάζει τη συνέχεια του ιδίου του οργάνου, του οποίου οι τελικές ή προπαρασκευαστικές πράξεις διατηρούν, κατ’ αρχήν, όλα τους τα αποτελέσματα. Επιπλέον, δεν υπάρχει καμία γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου επιβάλλουσα τη συνέχεια στη σύνθεση του διοικητικού οργάνου που επιλαμβάνεται διαδικασίας δυναμένης να καταλήξει σε επιβολή προστίμου.

Ως προς τα λοιπά νομικά ζητήματα που είναι πιθανόν να τεθούν στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 233 ΕΚ, όπως τα σχετικά με την παρέλευση του χρόνου, τη δυνατότητα επαναλήψεως των διώξεων, την πρόσβαση στον φάκελο που είναι συναφής με την επανάληψη της διαδικασίας, την παρέμβαση του συμβούλου ακροάσεων καθώς και τις ενδεχόμενες συνέπειες του άρθρου 20 του κανονισμού 17, ούτε τα ζητήματα αυτά επιβάλλουν νέες ακροάσεις, στο μέτρο που δεν μεταβάλλουν το περιεχόμενο των αιτιάσεων, υπόκεινται δε μόνον, ενδεχομένως, σε μεταγενέστερο δικαστικό έλεγχο.

(βλ. σκέψεις 184-185, 202, 207-209)

8.      Τόσο από τον σκοπό του κανονισμού 17 όσο και από την απαρίθμηση, στο άρθρο 14, των εξουσιών που έχουν παρασχεθεί στα όργανα της Επιτροπής, προκύπτει ότι οι έλεγχοι μπορούν να είναι λίαν εκτεταμένοι..

Συναφώς, το δικαίωμα εισόδου σε κάθε χώρο, γήπεδο ή μέσο μεταφοράς των επιχειρήσεων έχει ιδιάζουσα σημασία καθόσον καθιστά δυνατή για την Επιτροπή τη συλλογή των αποδείξεων για παραβάσεις των κανόνων περί ανταγωνισμού στον τόπο όπου ανευρίσκονται συνήθως, δηλαδή στους χώρους ασκήσεως των εμπορικών δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων..

Το εν λόγω δικαίωμα εισόδου θα ήταν άχρηστο αν τα όργανα της Επιτροπής όφειλαν να περιορίζονται στο να ζητούν την προσκόμιση εγγράφων η φακέλων που θα μπορούσαν να προσδιορίσουν επακριβώς εκ των προτέρων. Αντιθέτως, το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ευχέρεια αναζητήσεως διαφόρων στοιχείων, που δεν είναι ακόμη γνωστά ή πλήρως εξακριβωμένα. Χωρίς αυτή την ευχέρεια θα ήταν αδύνατη για την Επιτροπή η συλλογή των αναγκαίων για τον έλεγχό της στοιχείων, σε περίπτωση που θα προσέκρουε σε άρνηση συνεργασίας ή ακόμα στην παρακωλυτική στάση των οικείων επιχειρήσεων..

Οι ευρείες εξουσίες έρευνας τις οποίες διαθέτει η Επιτροπή πρέπει να ασκούνται κατά τρόπο που να διασφαλίζει το σεβασμό των δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων. Συναφώς, η υποχρέωση της Επιτροπής να προσδιορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό του ελέγχου αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση προκειμένου όχι μόνο να καταφαίνεται η δικαιολογία της μελετώμενης παρεμβάσεως στο εσωτερικό των οικείων επιχειρήσεων αλλά, επίσης, για να είναι οι τελευταίες σε θέση να αντιληφθούν την έκταση του καθήκοντος συνεργασίας, διατηρώντας ταυτόχρονα τα δικαιώματα άμυνας που έχουν.

Επομένως, το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των αποφάσεων περί διενεργείας ελέγχου δεν μπορεί να περιοριστεί για λόγους που αφορούν την αποτελεσματικότητα της έρευνας. Συναφώς, καίτοι είναι αληθές ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να γνωστοποιεί στον αποδέκτη μιας αποφάσεως όλα τα στοιχεία που διαθέτει σχετικά με προβαλλόμενες παραβάσεις ούτε να προβαίνει σε ακριβή νομικό χαρακτηρισμό των παραβάσεων αυτών, εντούτοις οφείλει να προσδιορίσει σαφώς τα τεκμαιρώμενα που σκοπεύει να επαληθεύσει.

Εφόσον η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να προβεί σε ακριβή νομικό χαρακτηρισμό των παραβάσεων, από το γεγονός και μόνον ότι μια απόφαση περί ελέγχου αναφέρεται μόνον στο άρθρο 81 ΕΚ και δεν αναφέρει ρητώς το άρθρο 82 ΕΚ δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 14 του κανονισμού 17. Πράγματι, ακόμη και αν από το περιεχόμενο της αποφάσεως περί ελέγχου προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν αποβλέπει ρητώς παρά στο να ελέγξει αν μια επιχείρηση μετείχε σε συμπράξεις και/ή σε εναρμονισμένες πρακτικές, καθόσον από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι υπάρχει επίσης υποψία για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως, η κατάσχεση εγγράφων δεν υπερβαίνει το πλαίσιο της νομιμότητας το οποίο συνιστά η απόφαση περί ελέγχου, εφόσον κατά ένα μέρος τους τα πραγματικά περιστατικά, σχετικά με τα οποία οι υπάλληλοι της Επιτροπής είχαν εντολή να συλλέξουν αποδείξεις όσον αφορά παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, είναι τα ίδια με εκείνα που εν συνεχεία αποτέλεσαν το έρεισμα των αιτιάσεων περί καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως που διατυπώθηκαν κατά της οικείας επιχειρήσεως και η απόφαση περί ελέγχου περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία τα οποία απαιτεί το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17.

(βλ. σκέψεις 218-222, 225-226)

9.      Στην οικονομία του άρθρου 82 ΕΚ, η γεωγραφική αγορά μπορεί να οριστεί ως το έδαφος εντός του οποίου όλοι οι επιχειρηματίες βρίσκονται σε παρεμφερείς συνθήκες ανταγωνισμού, όσον αφορά τα σχετικά προϊόντα. Ουδόλως απαιτείται να είναι απολύτως ομοιογενείς οι αντικειμενικές συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρηματιών. Αρκεί να είναι παρεμφερείς ή επαρκώς ομοιογενείς. Επομένως, οι ζώνες εντός των οποίων οι αντικειμενικές συνθήκες ανταγωνισμού είναι ετερογενείς δεν μπορούν αφ’ εαυτών να θεωρηθούν ως αποτελούσες μια ενιαία αγορά.

Καίτοι το κοινοτικό δικαιοδοτικό όργανο ελέγχει εν γένει πλήρως κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού, ο έλεγχος τον οποίο το όργανο αυτό ασκεί επί των πολύπλοκων οικονομικών εκτιμήσεων της Επιτροπής πρέπει εντούτοις να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογίας, καθώς και στη διαπίστωση του υποστατού των πραγματικών περιστατικών και της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας.

(βλ. σκέψεις 249-250)

10.    Δεσπόζουσα θέση, κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ, κατέχει μια επιχείρηση που, λόγω της οικονομικής ισχύος της, μπορεί να κωλύει τη διατήρηση συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην οικεία αγορά και να υιοθετεί σε σημαντικό βαθμό ανεξάρτητη συμπεριφορά έναντι των ανταγωνιστών της, των πελατών της και, τελικά, των καταναλωτών. Μια τέτοια θέση, σε αντίθεση με μια κατάσταση μονοπωλίου ή οιονεί μονοπωλίου, δεν αποκλείει την ύπαρξη κάποιου ανταγωνισμού, αλλά παρέχει στην επιχείρηση που την κατέχει τη δυνατότητα, αν όχι να προσδιορίσει, τουλάχιστον να έχει μια αισθητή επίδραση επί των όρων υπό τους οποίους θα αναπτυχθεί ο ανταγωνισμός, και εν πάση περιπτώσει να συμπεριφέρεται, σε μεγάλο βαθμό, χωρίς να τον λαμβάνει υπόψη, εφόσον η εν λόγω συμπεριφορά δεν τον ζημιώνει.

Η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως προκύπτει εν γένει από τη συνδρομή πολλών παραγόντων, οι οποίοι, λαμβανόμενοι μεμονωμένα, δεν θα ήταν κατ’ ανάγκη καθοριστικοί. Η εξέταση της υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως στη σχετική αγορά πρέπει να διενεργείται μέσω της εξετάσεως κατ’ αρχάς της διαρθρώσεώς της και στη συνέχεια της καταστάσεως του ανταγωνισμού στην εν λόγω αγορά.

Τα ιδιαιτέρως σημαντικά μερίδια αγοράς συνιστούν, αφ’ εαυτών, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, απόδειξη περί υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως. Συγκεκριμένα, η κατοχή ιδιαίτερα σημαντικού μεριδίου αγοράς θέτει την επιχείρηση που κατέχει το μερίδιο αυτό επί περίοδο ορισμένης διάρκειας, με τον όγκο παραγωγής και προσφοράς που αντιπροσωπεύει –δεδομένου ότι οι κάτοχοι αισθητά μικροτέρων μεριδίων δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσουν γρήγορα τη ζήτηση που θα επιθυμούσε ενδεχομένως να εγκαταλείψει την κατέχουσα το σημαντικότερο μερίδιο επιχείρηση–, σε θέση ισχύος που την καθιστά αναπόφευκτο εταίρο και, ήδη για τον λόγο αυτόν, της εξασφαλίζει, τουλάχιστον επί σχετικά μεγάλες περιόδους, την ανεξαρτησία συμπεριφοράς που χαρακτηρίζει τη δεσπόζουσα θέση.

Έτσι, ένα μερίδιο αγοράς 70 % έως 80 % συνιστά, αυτό καθεαυτό, σαφή ένδειξη περί υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως. Ομοίως, ένα μερίδιο αγοράς 50 % συνιστά αφ’ εαυτού, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, απόδειξη της υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως.

(βλ. σκέψεις 275-279)

11.    Σύστημα εκπτώσεων το οποίο έχει ως αποτέλεσμα αποκλεισμό από την αγορά θα θεωρηθεί αντίθετο προς το άρθρο 82 ΕΚ, εάν τίθεται σε εφαρμογή από επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση. Τούτο ισχύει στην περίπτωση εκπτώσεως υπέρ πιστών πελατών, η οποία χορηγείται ως αντάλλαγμα της δεσμεύσεως του πελάτη να εφοδιάζεται αποκλειστικώς ή οιονεί αποκλειστικώς από επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση. Συγκεκριμένα, παρόμοια έκπτωση τείνει να εμποδίσει, μέσω της χορηγήσεως οικονομικών πλεονεκτημάτων, τον εφοδιασμό των πελατών από ανταγωνιστές παραγωγούς.

(βλ. σκέψεις 316-317)

12.    Συστήματα εκπτώσεων βάσει ποσότητας, συναρτώμενα αποκλειστικώς με τον όγκο των πραγματοποιούμενων αγορών σε επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση, θεωρείται ότι δεν έχουν, εν γένει, ως αποτέλεσμα τον απαγορευόμενο από το άρθρο 82 ΕΚ αποκλεισμό από την αγορά. Καίτοι η αύξηση της παρεχόμενης ποσότητας συνεπάγεται μείωση του κόστους για τον προμηθευτή, αυτός δικαιούται, πράγματι, να μετακυλίσει τη μείωση αυτή στον πελάτη του μέσω ευνοϊκότερης τιμολογήσεως. Επομένως, οι εκπτώσεις λόγω ποσότητας θεωρείται ότι αντανακλούν τα κέρδη σε απόδοση και τις οικονομίες κλίμακας που πραγματοποίησε η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση.

Κατά συνέπεια, σύστημα εκπτώσεων των οποίων το ποσοστό αυξάνεται ανάλογα με το ύψος των αγορών δεν αντιβαίνει προς το άρθρο 82 ΕΚ, εκτός εάν προκύπτει από τα κριτήρια και τις λεπτομέρειες χορηγήσεως της εκπτώσεως ότι το σύστημα δεν στηρίζεται σε οικονομικώς δικαιολογημένη αντιπαροχή, αλλά τείνει, όπως η έκπτωση υπέρ πιστών πελατών και η έκπτωση επιτεύξεως στόχου, να εμποδίσει τον εφοδιασμό των πελατών από ανταγωνιστές παραγωγούς.

Για να διαπιστωθεί ο ενδεχόμενος καταχρηστικός χαρακτήρας ενός συστήματος εκπτώσεων βάσει ποσότητας, πρέπει, επομένως, να εκτιμηθεί το σύνολο των περιστάσεων, ιδίως δε τα κριτήρια και οι λεπτομέρειες χορηγήσεως των εκπτώσεων, καθώς και να εξεταστεί εάν οι εκπτώσεις αποβλέπουν, με τη χορήγηση πλεονεκτήματος που δεν στηρίζεται σε καμία οικονομική παροχή που να το δικαιολογεί, στο να αφαιρέσουν από τον αγοραστή, ή να του περιορίσουν, τη δυνατότητα επιλογής όσον αφορά τις πηγές εφοδιασμού του, να παρεμποδίσουν την είσοδο στην αγορά των ανταγωνιστών, να εφαρμόσουν σε εμπορικώς συναλλασσομένους άνισους όρους για ισοδύναμες παροχές ή να ενισχύσουν τη δεσπόζουσα θέση νοθεύοντας τον ανταγωνισμό.

(βλ. σκέψεις 318-320)

13.    Η εκ μέρους επιχειρήσεως κατέχουσας δεσπόζουσα θέση στην αγορά δέσμευση των αγοραστών, έστω και κατόπιν αιτήσεώς τους, με την υποχρέωση ή υπόσχεση από μέρους τους κάλυψης του συνόλου ή σημαντικού τμήματος των αναγκών τους αποκλειστικά από την εν λόγω επιχείρηση αποτελεί καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως, κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ, είτε η υποχρέωση αυτή συμφωνήθηκε χωρίς αντάλλαγμα είτε με αντάλλαγμα τη χορήγηση εκπτώσεως. Το ίδιο ισχύει και όταν η εν λόγω επιχείρηση, χωρίς να δεσμεύει τους αγοραστές επίσημα, εφαρμόζει, είτε βάσει των όρων συμφωνιών που συνήφθησαν με τους αγοραστές είτε μονομερώς, σύστημα εκπτώσεων σε πιστούς πελάτες, δηλαδή σύστημα εκπτώσεων ή επιστροφών υπό τον όρο της κάλυψης από τον πελάτη του συνόλου ή του μεγαλύτερου μέρους των αναγκών του από την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση. Συγκεκριμένα, αυτού του είδους οι υποχρεώσεις αποκλειστικού εφοδιασμού, με το αντιστάθμισμα των εκπτώσεων ή χωρίς αυτό ή τη χορήγηση εκπτώσεων σε πιστούς πελάτες ως παρότρυνση του αγοραστή να εφοδιάζεται αποκλειστικά από την επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση, δεν συμβιβάζονται με τον σκοπό ανόθευτου ανταγωνισμού στην κοινή αγορά, διότι δεν στηρίζονται σε μια οικονομική παροχή που να δικαιολογεί αυτή την επιβάρυνση ή αυτό το πλεονέκτημα, αλλά τείνουν στο να αφαιρέσουν από τον αγοραστή, ή να του περιορίσουν, τη δυνατότητα επιλογής όσον αφορά τις πηγές εφοδιασμού του και να φράξουν την είσοδο των παραγωγών στην αγορά.

(βλ. σκέψη 365)

14.    Μια επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση έχει το δικαίωμα να παραχωρεί στους πελάτες της εκπτώσεις λόγω ποσότητας, συνδεόμενες αποκλειστικά με τον όγκο των πραγματοποιούμενων αγορών. Ο τρόπος υπολογισμού των εκπτώσεων αυτών δεν πρέπει πάντως να καταλήγει στην εφαρμογή ανίσων όρων επί ισοδυνάμων παροχών έναντι των εμπορικώς συναλλασσομένων, κατά παράβαση του άρθρου 82, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

Συναφώς, είναι συνυφασμένο με τη φύση ενός συστήματος εκπτώσεων λόγω ποσότητας να τυγχάνουν οι σημαντικότεροι αγοραστές ή χρήστες ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας χαμηλότερων μέσων τιμών κατά μονάδα ή, πράγμα που καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα, μέσου ποσοστού εκπτώσεως ανώτερου από εκείνο που χορηγείται στους λιγότερο σημαντικούς αγοραστές ή χρήστες του προϊόντος ή της υπηρεσίας. Ακόμη και στην περίπτωση γραμμικής αυξήσεως του ποσοστού εκπτώσεως αναλόγως των ποσοτήτων, με τον καθορισμό ενός μέγιστου ποσοστού εκπτώσεως, το μέσο ποσοστό εκπτώσεως αυξάνει (ή η μέση τιμή ελαττώνεται) μαθηματικώς, αρχικά με αναλογία ανώτερη της αυξήσεως των αγορών και, στη συνέχεια, με αναλογία κατώτερη της αυξήσεως των αγορών, πριν εμφανίσει την τάση σταθεροποιήσεως προς το μέγιστο ποσοστό εκπτώσεως. Το γεγονός και μόνον ότι το αποτέλεσμα ενός συστήματος εκπτώσεων λόγω ποσότητας καταλήγει στο να τυγχάνουν ορισμένοι πελάτες, επί δεδομένων ποσοτήτων, μέσου ποσοστού εκπτώσεως αναλογικώς υψηλότερου από άλλους σε σχέση προς τη διαφορά του αντιστοίχου όγκου των αγορών τους είναι συμφυές με αυτόν τον τύπο συστήματος και δεν μπορεί καθεαυτό να οδηγήσει στη συναγωγή του συμπεράσματος ότι το σύστημα εισάγει διακρίσεις.

Εντούτοις, όταν τα όρια αγορών για τη χορήγηση των διαφόρων εκπτώσεων, σε συνδυασμό με τα εφαρμοζόμενα ποσοστά, οδηγούν στο να επιφυλάσσεται το ευεργέτημα των εκπτώσεων, ή των πρόσθετων εκπτώσεων, σε ορισμένους εμπορικούς εταίρους, με την ταυτόχρονη χορήγηση σε αυτούς ενός οικονομικού πλεονεκτήματος που δεν δικαιολογείται από τον όγκο των δραστηριοτήτων τους και από τις ενδεχόμενες οικονομίες κλίμακας που επιτρέπουν στον προμηθευτή να πραγματοποιεί σε σχέση προς τους ανταγωνιστές τους, ένα σύστημα εκπτώσεων λόγω ποσότητας συνεπάγεται την εφαρμογή ανίσων όρων επί ισοδυνάμων παροχών.

Ελλείψει αντικειμενικής αιτιολογήσεως, ενδείξεις περί μεταχειρίσεως εισάγουσας δυσμενείς διακρίσεις μπορούν να συνιστούν ο καθορισμός υψηλού ορίου αγορών για τη χορήγηση εκπτώσεως, το οποίο δεν μπορεί να αφορά παρά ορισμένους ιδιαίτερα σημαντικούς οικονομικούς εταίρους της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως, ή η απουσία γραμμικού χαρακτήρα της αυξήσεως των ποσοστών εκπτώσεως σε σχέση προς τις ποσότητες.

(βλ. σκέψη 396)

15.    Απόρροια της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο συνεπάγεται, σε μια διοικητική διαδικασία στον τομέα εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού, ότι η Επιτροπή υποχρεούται να παρέχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα εξετάσεως όλων των εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας και τα οποία ενδέχεται να είναι κρίσιμα για την άμυνά της. Στα έγγραφα αυτά συγκαταλέγονται τόσο τα επιβαρυντικά όσο και τα απαλλακτικά στοιχεία, με εξαίρεση τα επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων, τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες.

Όσον αφορά τα επιβαρυντικά στοιχεία, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση πρέπει να αποδείξει ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την απόφασή της θα ήταν διαφορετικό αν ένα μη κοινοποιηθέν έγγραφο στο οποίο στηρίχθηκε η Επιτροπή για να θεμελιώσει την ευθύνη της επιχειρήσεως αυτής δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη ως επιβαρυντικό αποδεικτικό στοιχείο. Όσον αφορά τα απαλλακτικά στοιχεία, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση πρέπει να αποδείξει ότι η μη αποκάλυψή τους επηρέασε, σε βάρος της, την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής. Αρκεί η επιχείρηση να αποδεικνύει ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα εν λόγω απαλλακτικά έγγραφα για την άμυνά της, υπό την έννοια ότι, αν είχε τη δυνατότητα να τα προβάλει κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, θα μπορούσε να επικαλεστεί στοιχεία που δεν θα συμφωνούσαν με τα συμπεράσματα στα οποία είχε καταλήξει στο στάδιο αυτό η Επιτροπή, οπότε θα μπορούσε να επηρεάσει, με κάποιο τρόπο, τις περιλαμβανόμενες στην ενδεχόμενη απόφαση εκτιμήσεις της τελευταίας, τουλάχιστον όσον αφορά τη σοβαρότητα και τη διάρκεια των πρασαπτομένων ενεργειών, και, επομένως, το ύψος του προστίμου. Η δυνατότητα να ασκεί επιρροή ένα μη κοινοποιηθέν έγγραφο επί της εξελίξεως της διαδικασίας και επί του περιεχομένου της αποφάσεως της Επιτροπής δεν μπορεί να διαπιστώνεται παρά μόνο μετά από προσωρινή εξέταση ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων από τα οποία να προκύπτει ότι τα μη κοινοποιηθέντα έγγραφα μπορούσαν να έχουν –σε σχέση με τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία– μια καθόλου αμελητέα σημασία.

Η προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο δεν μπορεί να οδηγεί σε συνολική ή μερική ακύρωση μιας αποφάσεως της Επιτροπής παρά μόνον αν μη προσήκουσα πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως που παρασχέθηκε στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις κατά τη διοικητική διαδικασία τις εμπόδισε να λάβουν γνώση εγγράφων που μπορούσαν να φανούν χρήσιμα για την άμυνά τους και αποτέλεσε, με τον τρόπο αυτό, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς τους. Τούτο θα συνέβαινε αν με την κοινοποίηση ενός εγγράφου υπήρχε πιθανότητα, έστω και περιορισμένη, να καταλήξει η διοικητική διαδικασία σε διαφορετικό αποτέλεσμα αν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση είχε τη δυνατότητα να το επικαλεστεί κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 405-407)

16.    Η πρόσβαση στον φάκελο εμπίπτει στις διαδικαστικές εγγυήσεις που αποσκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, και η προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο της Επιτροπής κατά την προηγηθείσα της εκδόσεως της αποφάσεως διαδικασία μπορεί, κατ’ αρχήν, να έχει ως συνέπεια την ακύρωση της αποφάσεως αυτής αν προσεβλήθησαν τα δικαιώματα άμυνας της οικείας επιχειρήσεως.

Η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα των ιδιαιτέρων περιστάσεων κάθε περιπτώσεως, καθόσον εξαρτάται ουσιωδώς από τις αιτιάσεις που έλαβε υπόψη η Επιτροπή για να θεμελιώσει την παράβαση που προσάπτει στην οικεία επιχείρηση. Πρέπει συνεπώς να εξεταστούν συνοπτικώς οι ουσιαστικές αιτιάσεις που έλαβε υπόψη η Επιτροπή στην ανακοίνωση αιτιάσεων και στην προσβαλλόμενη απόφαση και να ληφθούν υπόψη τα επιχειρήματα που συγκεκριμένα προέβαλε η οικεία επιχείρηση κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Στην περίπτωση που, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας πριν από την έκδοση της επιβάλλουσας κυρώσεις σε επιχείρηση αποφάσεως, η Επιτροπή δεν κατήρτισε αριθμητικό κατάλογο των εγγράφων που περιέχονται στον φάκελο και δεν κοινοποίησε στην οικεία επιχείρηση το σύνολο των εγγράφων που περιέχονται στον φάκελο και στα οποία η επιχείρηση μπορούσε να έχει πρόσβαση, αλλά μόνο τα επιβαρυντικά έγγραφα, χωρίς να την καλέσει να προσέλθει να μελετήσουν στους χώρους της το σύνολο των εγγράφων, η διοικητική διαδικασία δεν είναι σύννομη. Ωστόσο, δεν πρέπει να ακυρωθεί η τελική απόφαση αν δεν αποδειχθεί ότι η επιχείρηση δεν είχε τη δυνατότητα να εξετάσει το σύνολο των εγγράφων που περιέχονται στον φάκελο της έρευνας και τα οποία ενδέχεται να ήταν χρήσιμα για την άμυνά της, έστω και αν, στο πλαίσιο της ένδικης προσφυγής που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως αυτής, κατόπιν λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας με σκοπό να εξασφαλιστεί πλήρης πρόσβαση στον φάκελο, αποδεικνύεται ότι λείπει μέρος του φακέλου.

(βλ. σκέψεις 450, 454, 456, 458, 465, 467-468, 481-482)

17.    Το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο ένδικης προσφυγής ασκηθείσας κατά αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις σε επιχείρηση λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, δύναται να διατάξει τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας με σκοπό να εξασφαλίσει πλήρη πρόσβαση στον φάκελο, προκειμένου να εκτιμήσει αν η άρνηση της Επιτροπής να κοινοποιήσει ένα έγγραφο ή να ανακοινώσει ένα στοιχείο μπορούσε να βλάψει την άμυνα της οικείας επιχειρήσεως. Η εξέταση αυτή, περιοριζόμενη σε δικαστικό έλεγχο των προβαλλομένων λόγων, δεν έχει ούτε ως σκοπό ούτε ως αποτέλεσμα την υποκατάσταση της πλήρους έρευνας της υποθέσεως στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Η καθυστερημένη γνώση ορισμένων εγγράφων του φακέλου δεν αποκαθιστά την επιχείρηση, η οποία έχει ασκήσει προσφυγή, στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν αν είχε μπορέσει να στηριχθεί στα ίδια έγγραφα για να υποβάλει γραπτώς και προφορικώς τις παρατηρήσεις της ενώπιον του θεσμικού αυτού οργάνου. Επιπλέον, όταν η πρόσβαση στον φάκελο έχει διασφαλιστεί στο στάδιο της ένδικης διαδικασίας, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι, αν είχε πρόσβαση στα μη κοινοποιηθέντα έγγραφα, η απόφαση της Επιτροπής θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά μόνον ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα εν λόγω έγγραφα για την άμυνά της.

(βλ. σκέψεις 458-459)

18.    Οσάκις απόφαση της Επιτροπής στον τομέα του ανταγωνισμού ακυρώθηκε λόγω διαδικαστικής πλημμέλειας, η Επιτροπή έχει δικαίωμα να εκδώσει νέα απόφαση, χωρίς να κινήσει νέα διοικητική διαδικασία. Εφόσον το περιεχόμενο της νέας αποφάσεως είναι σχεδόν πανομοιότυπο με αυτό της προηγουμένης και αμφότερες οι αποφάσεις στηρίζονται στην ίδια αιτιολογία, η νέα απόφαση υπόκειται, στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους του προστίμου, στους κανόνες που ίσχυαν κατά τον χρόνο της εκδόσεως της προηγούμενης αποφάσεως Συγκεκριμένα, η Επιτροπή συνεχίζει τη διαδικασία από το στάδιο στο οποίο διεπράχθη το διαδικαστικό σφάλμα και εκδίδει νέα απόφαση, χωρίς να προβεί σε νέα εκτίμηση της υποθέσεως υπό το φως κανόνων οι οποίοι δεν υφίσταντο κατά τον χρόνο εκδόσεως της πρώτης αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 492-494)

19.    Για να εκτιμήσει τη σοβαρότητα των παραβάσεων των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού που προσάπτονται σε επιχείρηση, προκειμένου να καθορίσει το ανάλογο ύψος του προστίμου, η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει υπόψη την ιδιαιτέρως μακρά διάρκεια ορισμένων παραβάσεων, τον αριθμό και την ποικιλία των παραβάσεων, οι οποίες αφορούσαν το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των προϊόντων της οικείας επιχειρήσεως, ορισμένες δε απ’ αυτές επηρέασαν όλα τα κράτη μέλη, την ιδιαίτερη σοβαρότητα παραβάσεων που εντάσσονται σε προμελετημένη και παρουσιάζουσα εσωτερική συνοχή στρατηγική, η οποία αποσκοπεί, με διάφορες πρακτικές εξοβελισμού έναντι των ανταγωνιστών και με πολιτική εξαρτήσεως των πελατών, να διατηρήσει τεχνητώς ή να ενισχύσει τη δεσπόζουσα θέση της επιχειρήσεως σε αγορές όπου ο ανταγωνισμός ήταν ήδη περιορισμένος, τα ιδιαιτέρως αρνητικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα των καταχρηστικών εκμεταλλεύσεων και το όφελος που άντλησε η επιχείρηση από τις παραβάσεις της.

Η Επιτροπή μπορεί, δικαιολογημένα, να χαρακτηρίζει εξαιρετικά σοβαρές τις πρακτικές κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως, η οποία, χορηγώντας εκπτώσεις επί οριακής ποσότητας σε τόνους στους πελάτες της και συνάπτοντας συμφωνίες για να καταστήσει πιστούς τους πελάτες αυτούς, διατηρεί τεχνητά ή ενισχύει τη δεσπόζουσα θέση της στη σχετική αγορά, όπου ο ανταγωνισμός είναι ήδη περιορισμένος.

(βλ. σκέψεις 498-500)

20.    Η ανάλυση της σοβαρότητας μιας διαπραχθείσας παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού πρέπει να λαμβάνει υπόψη ενδεχόμενη υποτροπή. Η έννοια της υποτροπής, όπως ερμηνεύεται σε ορισμένες εθνικές έννομες τάξεις, προϋποθέτει τη διάπραξη νέων παραβάσεων από πρόσωπο στο οποίο έχουν ήδη επιβληθεί κυρώσεις για παρόμοιες παραβάσεις. Οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ έχουν το ίδιο νόημα όταν αναφέρονται σε «παρόμοια παράβαση». Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρήσει μια επιβαρυντική περίσταση ως υποτροπή, εις βάρος επιχειρήσεως η οποία εκμεταλλεύεται καταχρηστικώς τη δεσπόζουσα θέση την οποία κατέχει στην αγορά υπό την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ λόγω προηγούμενων πρακτικών συμπαιγνίας οι οποίες συνδέονται με το άρθρο 81 ΕΚ και οι οποίες είναι επιπλέον πολύ διαφορετικές από εκείνες από τις οποίες προέκυψε η παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 507-511)

21.    Η ανάλυση της σοβαρότητας μιας διαπραχθείσας παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού πρέπει να λαμβάνει υπόψη ενδεχόμενη υποτροπή, καθόσον αυτή θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αύξηση του ύψους του προστίμου. Αντιθέτως, η έλλειψη υποτροπής δεν μπορεί να αποτελεί ελαφρυντική περίσταση, δεδομένου ότι, κατ’ αρχήν, μια επιχείρηση οφείλει να μη διαπράττει παράβαση των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 522-523)

22.    Η συνεργασία μιας επιχείρησης με την Επιτροπή κατά τις επισκέψεις που πραγματοποιήθηκαν στις εγκαταστάσεις της εμπίπτει στις υποχρεώσεις που υπέχει η επιχείρηση και δεν μπορεί να θεωρηθεί ελαφρυντική περίσταση δικαιολογούσα μείωση του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 527, 529)

23.    Όσον αφορά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων στις υποθέσεις που αφορούν τον ανταγωνισμό, ο κύκλος εργασιών που διαλαμβάνεται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, όσον αφορά το ανώτατο όριο του δυναμένου να επιβληθεί προστίμου, αποτελεί τον συνολικό κύκλο εργασιών της οικείας επιχειρήσεως, ο οποίος και μόνο παρέχει μια κατά προσέγγιση ένδειξη της σημασίας της και της επιρροής της στην αγορά. Η προαναφερθείσα διάταξη του κανονισμού 17 δεν περιέχει κανένα εδαφικό όριο όσον αφορά τον πραγματοποιηθέντα κύκλο εργασιών. Αν τηρήσει το όριο που καθορίζει η τελευταία αυτή διάταξη, η Επιτροπή μπορεί να καθορίσει το πρόστιμο με βάση τον κύκλο εργασιών της επιλογής της, όσον αφορά τη γεωγραφική περιοχή υπολογισμού και τα σχετικά προϊόντα.

(βλ. σκέψη 548)

24.    Κατά την επιμέτρηση του ποσού των προστίμων που επιβλήθηκαν για παράβαση των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού, η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη της όχι μόνον τη σοβαρότητα της παραβάσεως και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η παράβαση και να εξασφαλίζει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα της ενέργειάς της, κυρίως για τα είδη παραβάσεων που είναι ιδιαιτέρως επιζήμια για την εκπλήρωση των σκοπών της Κοινότητας. Ένα πρόστιμο, δεν μπορεί συνεπώς να απολέσει τον κολαστικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα του, εφόσον αποδεικνύεται ότι η οικεία επιχείρηση παραβίασε το δίκαιο του ανταγωνισμού, ιδίως, με σοβαρή παράβαση, έστω και αν επιβλήθηκε με απόφαση εκδοθείσα, μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου, κατόπιν της ακυρώσεως μιας πρώτης αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 554-555)