Language of document : ECLI:EU:C:2014:102

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 27ης Φεβρουαρίου 2014 (*)

«Προδικαστική παραπομπή — Κοινοτικός τελωνειακός κώδικας — Άρθρα 70, παράγραφος 1, και 78 — Τελωνειακές διασαφήσεις — Μερική εξέταση των εμπορευμάτων — Δειγματοληψία — Εσφαλμένος κωδικός — Επέκταση των αποτελεσμάτων σε πανομοιότυπα εμπορεύματα που καλύπτονται από προγενέστερες τελωνειακές διασαφήσεις μετά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής — Εκ των υστέρων έλεγχος — Μη δυνατότητα υποβολής αιτήσεως για πρόσθετη εξέταση των εμπορευμάτων»

Στην υπόθεση C‑571/12,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Augstākās tiesas Senāts (Λεττονία) με απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 6 Δεκεμβρίου 2012, στο πλαίσιο της δίκης

Greencarrier Freight Services Latvia SIA

κατά

Valsts ieņēmumu dienests,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, C. G. Fernlund, A. Ó Caoimh (εισηγητή), C. Toader και E. Jarašiūnas, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: M. Aleksejev, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Οκτωβρίου 2013,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Greencarrier Freight Services Latvia SIA, εκπροσωπούμενη από τον A. Brunavs, επικουρούμενη από τον B. Cera, advokāte,

–        η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την I. Kucina καθώς και από τους K. Freimanis και I. Kalninš,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Μ. J. García-Valdecasas Dorrego,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την L. Keppenne καθώς και από τους A. Sauka και B.‑R. Killmann,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Δεκεμβρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 70, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1, στο εξής: τελωνειακός κώδικας).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Greencarrier Freight Services Latvia SIA (στο εξής: GFSL), εταιρίας περιορισμένης ευθύνης λεττονικού δικαίου, και της Valsts ieņēmumu dienests (λεττονικής φορολογικής αρχής, στο εξής: VID), σχετικά με την επιβολή εισαγωγικών δασμών και την επιβολή προστίμου κατά την εκ των υστέρων διεξαγωγή ελέγχου πλειόνων τελωνειακών διασαφήσεων.

 Το νομικό πλαίσιο

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 5 και 6 του τελωνειακού κώδικα έχουν ως εξής:

«[εκτιμώντας] ότι, για να διασφαλιστεί η ισορροπία μεταξύ των αναγκών των τελωνειακών υπηρεσιών προκειμένου να εξασφαλίσουν, αφενός, την ορθή εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας και, αφετέρου, το δικαίωμα των οικονομικών παραγόντων για δίκαιη μεταχείριση, πρέπει κυρίως να προβλεφθούν ευρείες δυνατότητες ελέγχου για τις εν λόγω υπηρεσίες και δικαίωμα προσφυγής για τους εν λόγω οικονομικούς παράγοντες· ότι, η θέση σε εφαρμογή ενός συστήματος προσφυγής στον τελωνειακό τομέα απαιτεί, για το Ηνωμένο Βασίλειο, τη θέσπιση νέων διοικητικών διαδικασιών οι οποίες δεν μπορούν να εφαρμοσθούν πριν από την 1η Ιανουαρίου 1995·

[εκτιμώντας] ότι, λαμβάνοντας υπόψη την εξέχουσα σημασία του εξωτερικού εμπορίου για την Κοινότητα, θα πρέπει να καταργηθούν ή, τουλάχιστον, να περιοριστούν όσο το δυνατόν περισσότερο οι διατυπώσεις και οι τελωνειακοί έλεγχοι».

4        Το άρθρο 68 του εν λόγω κώδικα προβλέπει τα εξής:

«Οι τελωνειακές αρχές για να επαληθεύσουν την ακρίβεια των διασαφήσεων που έχουν αποδεχθεί είναι δυνατόν να προβούν:

α)      σε έλεγχο των εγγράφων ο οποίος αφορά τη διασάφηση και τα συνημμένα έγγραφα. Οι τελωνειακές αρχές μπορούν ενδεχομένως να απαιτήσουν από τον διασαφ[ητή] να τους προσκομίσει άλλα έγγραφα για τη διαπίστωση της ακρίβειας των στοιχείων της διασάφησης·

β)      σε εξέταση των εμπορευμάτων και, ενδεχομένως, σε δειγματοληψία για ανάλυση και λεπτομερή έλεγχο.»

5        Το άρθρο 70 του εν λόγω κώδικα έχει ως εξής:

«1.      Όταν η εξέταση πραγματοποιείται σε ένα μέρος των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο της αυτής διασάφησης, τα αποτελέσματα της μερικής εξέτασης ισχύουν για όλα τα εμπορεύματα της διασάφησης αυτής.

Ωστόσο, ο διασαφητής μπορεί να ζητήσει πρόσθετη εξέταση των εμπορευμάτων, εφόσον κρίνει ότι τα αποτελέσματα της μερικής εξέτασης δεν ισχύουν για τα υπόλοιπα εμπορεύματα που διασαφήθηκαν.

2.      Για την εφαρμογή της παραγράφου 1, όταν ένα έντυπο διασάφησης περιέχει πολλά είδη, θεωρείται ότι τα στοιχεία για το κάθε είδος αποτελούν ξεχωριστή διασάφηση.»

6        Το άρθρο 71 του ιδίου κώδικα έχει ως εξής:

«1.      Τα αποτελέσματα της επαλήθευσης της διασάφησης αποτελούν τη βάση για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν το τελωνειακό καθεστώς στο οποίο έχουν υπαχθεί τα εμπορεύματα.

2.      Όταν δεν πραγματοποιείται η επαλήθευση της διασάφησης, η εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρει η παράγραφος 1 βασίζεται στα στοιχεία της διασάφησης.»

7        Το άρθρο 78 του τελωνειακού κώδικα ορίζει:

«1.      Οι τελωνειακές αρχές είναι δυνατόν να επανεξετάσουν τη διασάφηση, αυτεπαγγέλτως ή εφόσον το ζητήσει ο [διασαφητής], μετά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων.

2.      Οι τελωνειακές αρχές μπορούν, μετά τη χορήγηση άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων και προκειμένου να διαπιστώσουν την ακρίβεια των στοιχείων της διασάφησης, να προβαίνουν σε έλεγχο των παραστατικών και εμπορικών στοιχείων των σχετικών με τις πράξεις εισαγωγής ή εξαγωγής των εν λόγω εμπορευμάτων, καθώς και με τις μεταγενέστερες εμπορικές πράξεις που αφορούν τα ίδια εμπορεύματα. Οι έλεγχοι αυτοί μπορούν να διενεργούνται στις εγκαταστάσεις του [διασαφητή], κάθε προσώπου που ενδιαφέρεται άμεσα ή έμμεσα επαγγελματικά για τις εν λόγω πράξεις, καθώς και οποιουδήποτε άλλου προσώπου που λόγω επαγγέλματος έχει στην κατοχή του τα εν λόγω έγγραφα και στοιχεία. Οι τελωνειακές αρχές μπορούν επίσης να εξετάσουν τα εμπορεύματα, όταν αυτά είναι ακόμα δυνατόν να προσκομιστούν.

3.      Όταν από την επανεξέταση της διασάφησης ή από τους εκ των υστέρων ελέγχους προκύπτει ότι οι διατάξεις που διέπουν το σχετικό τελωνειακό καθεστώς έχουν εφαρμοστεί βάσει ανακριβών ή ελλιπών στοιχείων, οι τελωνειακές αρχές, τηρώντας τις διατάξεις που έχουν ενδεχομένως θεσπιστεί, λαμβάνουν τα απαιτούμενα μέτρα για να επανορθώσουν την κατάσταση λαμβάνοντας υπόψη τους τα νέα στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεσή τους.»

8        Κατά το άρθρο 221, παράγραφοι 1 και 3, του εν λόγω κώδικα:

«1.      Το ποσό των δασμών πρέπει να γνωστοποιείται στον οφειλέτη, με την κατάλληλη διαδικασία, μόλις καταλογισθεί·

[...]

3.      Η γνωστοποίηση στον οφειλέτη δεν είναι δυνατόν να γίνει μετά τη λήξη τριετούς προθεσμίας από την ημερομηνία γένεσης της τελωνειακής οφειλής […].»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9        Η GFSL εισάγει από τη Ρωσία, για λογαριασμό της εταιρίας Hantas SIA, μπισκότα και σοκολατένιες ράβδους με σκοπό τη θέση τους σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

10      Κατά τους μήνες Απρίλιο και Μάιο του 2007, η VID προέβη σε έλεγχο των τελωνειακών δασμών που η Hantas SIA είχε καταβάλει μεταξύ της 1ης Μαΐου 2004 και της 31ης Δεκεμβρίου 2006 βάσει των 35 τελωνειακών διασαφήσεων που είχαν υποβληθεί από την GFSL, η οποία έπρεπε να θεωρηθεί οφειλέτρια σε περίπτωση γενέσεως τελωνειακής οφειλής.

11      Ο έλεγχος αυτός πραγματοποιήθηκε μετά από δειγματοληπτικό έλεγχο, στον οποίο προέβη η VID, των εμπορευμάτων έξι τελωνειακών διασαφήσεων που είχαν υποβληθεί κατά τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο του 2005 (στο εξής: επίδικες τελωνειακές διασαφήσεις). Βασιζόμενη στα αποτελέσματα του ελέγχου αυτού, η VID διαπίστωσε ότι σε 29 τελωνειακές διασαφήσεις που είχαν υποβληθεί μεταξύ της 4ης Ιουνίου 2004 και της 29ης Νοεμβρίου 2005, συμπεριλαμβανομένων των επίδικων έξι τελωνειακών διασαφήσεων, η GFSL είχε δηλώσει τα εμπορεύματα που είχαν εισαχθεί στην Ένωση προκειμένου να τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία υπό κωδικούς της συνδυασμένης ονοματολογίας, προκειμένου για την κατάταξή τους στο ολοκληρωμένο δασμολόγιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (TARIC), που θεσπίστηκε με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (EE L 256, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε, οι οποίοι ήταν εσφαλμένοι.

12      Με απόφαση της 31ης Μαΐου 2007, η VID ενημέρωσε την GFSL για τη γένεση τελωνειακής οφειλής, όρισε τα ποσά των εισαγωγικών δασμών και του φόρου προστιθεμένης αξίας, προσαυξημένα με τόκους υπερημερίας, και της επέβαλε πρόστιμο για εσφαλμένη εφαρμογή των κωδικών της συνδυασμένης ονοματολογίας.

13      Η ένσταση της GFSL κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε με απόφαση της VID της 14ης Σεπτεμβρίου 2007.

14      Η απορριπτική αυτή απόφαση αποτέλεσε αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον του administratīvā rajona tiesa (περιφερειακού διοικητικού πρωτοδικείου), το οποίο τη δέχθηκε μερικώς με απόφαση της 29ης Ιουνίου 2009, η οποία επιβεβαιώθηκε από το Administratīvā apgabaltiesa (περιφερειακό διοικητικό εφετείο). Το τελευταίο αυτό δικαστήριο έκρινε, με απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, ότι οι εισαγωγικοί δασμοί, ο φόρος προστιθεμένης αξίας και το πρόστιμο για τα εμπορεύματα των επίδικων τελωνειακών διασαφήσεων είχαν επιβληθεί μεν δικαιολογημένα, πλην όμως η απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2007 έπρεπε, κατά τα λοιπά, να ακυρωθεί για τον λόγο ότι η VID, κατά παράβαση του άρθρου 70, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα, είχε εσφαλμένως εφαρμόσει τα αποτελέσματα του ελέγχου των εμπορευμάτων των επίδικων τελωνειακών διασαφήσεων επί των εμπορευμάτων που καλύπτονταν από τις λοιπές 23 διασαφήσεις οι οποίες είχαν υποβληθεί μεταξύ της 4ης Ιουνίου 2004 και της 6ης Σεπτεμβρίου 2005 (στο εξής: προγενέστερες τελωνειακές διασαφήσεις), ήτοι επί εμπορευμάτων εισαχθέντων ένα και πλέον έτος πριν από τα ελεγχθέντα εμπορεύματα. Συνεπώς, η VID δεν απέδειξε ότι στα επίμαχα εμπορεύματα εφαρμόστηκαν εσφαλμένοι κωδικοί, οπότε η GFSL δεν ήταν υποχρεωμένη να προσκομίσει αποδείξεις σχετικές με τις αντικειμενικές ιδιότητες των εν λόγω εμπορευμάτων, αφού άλλωστε η ίδια δεν είχε πλέον τη δυνατότητα να ζητήσει τη διενέργεια ελέγχων επί των εμπορευμάτων αυτών.

15      Τόσο η VID όσο και η GFSL άσκησαν αναίρεση κατά της αποφάσεως ενώπιον του Augstākās tiesas Senāts (ανώτατου δικαστηρίου Λεττονίας).

16      Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η VID υποστηρίζει ότι τα εμπορεύματα που αποτέλεσαν αντικείμενο των προγενέστερων τελωνειακών διασαφήσεων ήταν πανομοιότυπα με εκείνα των επίδικων τελωνειακών διασαφήσεων, καθώς είχαν την ίδια σύνθεση, ονομασία και εμφάνιση και προέρχονταν από τον ίδιο παραγωγό, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στα προσκομισθέντα από την τελευταία πιστοποιητικά. Επομένως η VID βασίμως έκρινε ότι, δυνάμει της αρχής της οικονομίας της διαδικασίας, μπορούσε να μην εξετάσει τα λοιπά εμπορεύματα και να επεκτείνει τα αποτελέσματα της ταυτοποιήσεως επί των λοιπών πανομοιότυπων εμπορευμάτων, ενώ η GFSL όφειλε να προσκομίσει στοιχεία αποδεικνύοντα τις διαφορές μεταξύ των εμπορευμάτων.

17      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει εντούτοις ότι οι προγενέστερες τελωνειακές διασαφήσεις υποβλήθηκαν ένα και πλέον έτος πριν από τις επίδικες τελωνειακές διασαφήσεις, για τις οποίες είχαν ληφθεί δείγματα. Πλην όμως, κατά την GFSL, είναι αντικειμενικώς αδύνατη τόσο η υποβολή σε έλεγχο μετά τη διέλευση από το τελωνείο των εμπορευμάτων που αποτέλεσαν αντικείμενο προγενέστερων τελωνειακών διασαφήσεων όσο και η άσκηση του δικαιώματος πρόσθετης εξετάσεως.

18      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Augstākās tiesas Senāts αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Δύναται να δοθεί στο άρθρο 70, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του [τελωνειακού κώδικα] η ερμηνεία ότι τα αποτελέσματα της εξετάσεως μέρους των εμπορευμάτων που περιλαμβάνονται σε διασάφηση δύνανται να καταλάβουν εμπορεύματα περιλαμβανόμενα σε άλλες προγενέστερες διασαφήσεις, τα οποία δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο μερικής εξετάσεως αλλά είχαν δηλωθεί υπό τον αυτό κωδικό της Συνδυασμένης Ονοματολογίας, προέρχονταν από τον ίδιο παραγωγό και, σύμφωνα με τα στοιχεία που αναγράφονται στα πιστοποιητικά του εν λόγω παραγωγού, είχαν την αυτή ονομασία και σύνθεση με εκείνες των εμπορευμάτων τα οποία περιλαμβάνονται στη διασάφηση και επί των οποίων διενεργήθηκε δειγματοληπτικός έλεγχος;

Εν ολίγοις:

Εμπερικλείει η κατ’ άρθρο 70, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του [τελωνειακού κώδικα] έννοια “διασάφηση” ομοίως τις διασαφήσεις [εμπορευμάτων] μη υποβληθέντων σε δειγματοληπτικό έλεγχο με τις οποίες όμως είχαν δηλωθεί πανομοιότυπα εμπορεύματα (εμπορεύματα δηλωθέντα υπό τον αυτό κωδικό της Συνδυασμένης Ονοματολογίας, προερχόμενα από τον ίδιο παραγωγό και με την ίδια αναγραφόμενη στα πιστοποιητικά του παραγωγού ονομασία και σύνθεση);

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως επί του πρώτου ερωτήματος: μπορούν τα αποτελέσματα της μερικής εξετάσεως εμπορευμάτων η οποία προβλέπεται από το άρθρο 70, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του [τελωνειακού κώδικα] να καταλάβουν διασαφήσεις ως προς τις οποίες, για αντικειμενικούς λόγους, ο διασαφητής αδυνατεί να ζητήσει πρόσθετη εξέταση κατά το άρθρο 70, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, δεδομένου ότι δεν έχει τη δυνατότητα να υποβάλει τα εμπορεύματα σε έλεγχο δυνάμει του άρθρου 78, παράγραφος 2, του ιδίου [τελωνειακού κώδικα];»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

19      Με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 70, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα έχει την έννοια ότι επιτρέπει στις τελωνειακές αρχές να επεκτείνουν τα αποτελέσματα του μερικού ελέγχου των εμπορευμάτων που περιλαμβάνονται σε τελωνειακή διασάφηση, ο οποίος πραγματοποιήθηκε βάσει δειγμάτων που ελήφθησαν από τα εν λόγω εμπορεύματα, σε εμπορεύματα που περιλαμβάνονται σε προγενέστερες διασαφήσεις υποβληθείσες από τον ίδιο διασαφητή, τα οποία δεν αποτέλεσαν και δεν μπορούν πλέον να αποτελέσουν αντικείμενο αυτού του ελέγχου, δεδομένου ότι η άδεια παραλαβής έχει χορηγηθεί, αν από τον γραπτό κατάλογο που προσκόμισε ο εν λόγω διασαφητής προκύπτει ότι όλα τα εμπορεύματα αυτά εμπίπτουν στον ίδιο κωδικό της Συνδυασμένης Ονοματολογίας, προέρχονται από τον ίδιο παραγωγό και έχουν πανομοιότυπη ονομασία και σύνθεση.

20      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 68 του τελωνειακού κώδικα, οι τελωνειακές αρχές δύνανται να επαληθεύουν την ακρίβεια των τελωνειακών διασαφήσεων προβαίνοντας είτε σε έλεγχο των εγγράφων, ο οποίος αφορά τη διασάφηση και τα συνημμένα έγγραφα, είτε σε εξέταση των εμπορευμάτων και, ενδεχομένως, σε δειγματοληψία για ανάλυση και λεπτομερή έλεγχο.

21      Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το άρθρο 70, παράγραφος 1, του εν λόγω κώδικα προβλέπει ότι, όταν η εξέταση πραγματοποιείται σε ένα μέρος των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο της αυτής διασαφήσεως, τα αποτελέσματα της εξετάσεως αυτής ισχύουν για όλα τα εμπορεύματα της διασαφήσεως, υπό την επιφύλαξη ότι ο διασαφητής μπορεί να ζητήσει πρόσθετη εξέταση των εμπορευμάτων, εφόσον κρίνει ότι τα αποτελέσματα της μερικής εξετάσεως δεν ισχύουν για τα υπόλοιπα εμπορεύματα που διασαφίστηκαν.

22      Η γενική αυτή διάταξη καθιερώνει, υπό την έννοια αυτή, πλάσμα περί ενιαίας ποιότητας που καθιστά δυνατό στις τελωνειακές αρχές να επεκτείνουν τα αποτελέσματα μερικής εξετάσεως εμπορευμάτων, τα οποία αποτελούν αντικείμενο της αυτής διασαφήσεως, σε όλα τα εμπορεύματα της διασαφήσεως αυτής (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑353/04, Nowaco Germany, Συλλογή 2006, σ. I‑7357, σκέψεις 54 και 55, καθώς και της 24ης Νοεμβρίου 2011, C‑323/10 έως C‑326/10, Gebr. Stolle, Συλλογή 2011, σ. I‑12117, σκέψεις 100 και 101).

23      Η εν λόγω διάταξη αποσκοπεί, συναφώς, στη διασφάλιση ταχέων και αποτελεσματικών διαδικασιών θέσεως σε ελεύθερη κυκλοφορία μη υποχρεώνοντας τις τελωνειακές αρχές να προβούν σε εμπεριστατωμένη εξέταση όλων των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο τελωνειακής διασαφήσεως, πράγμα που δεν ανταποκρίνεται ούτε στο συμφέρον των επιχειρηματιών, οι οποίοι επιδιώκουν εν γένει να λάβουν την άδεια παραλαβής προκειμένου να διαθέσουν τα υπό διασάφηση εμπορεύματα ταχέως στο εμπόριο, ούτε στο συμφέρον των εν λόγω αρχών, για τις οποίες η συστηματική εξέταση των υπό διασάφηση εμπορευμάτων συνεπάγεται σημαντική αύξηση του όγκου εργασίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 4ης Μαρτίου 2004, C‑290/01, Derudder, Συλλογή 2004, σ. I‑2041, σκέψη 45).

24      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τόσο από το γράμμα του άρθρου 70, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα όσο και από την οικονομία των άρθρων 68 έως 74 του εν λόγω κώδικα προκύπτει ότι η δυνατότητα αυτή της επεκτάσεως των αποτελεσμάτων μερικού ελέγχου αφορά μόνον τα εμπορεύματα που αποτελούν αντικείμενο της «αυτής διασαφήσεως» οσάκις τα εν λόγω εμπορεύματα εξετάζονται από τις τελωνειακές αρχές κατά την περίοδο πριν από την εκ μέρους τους χορήγηση της άδειας παραλαβής των εν λόγω εμπορευμάτων (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση Derudder, σκέψη 43).

25      Η ίδια διάταξη δεν επιτρέπει, συνεπώς, στις τελωνειακές αρχές, στο πλαίσιο υποθέσεως όπως αυτή της κύριας δίκης, να επεκτείνουν τα αποτελέσματα μερικής εξετάσεως εμπορευμάτων τα οποία αποτελούν αντικείμενο τελωνειακής διασαφήσεως στα εμπορεύματα που περιλαμβάνονται σε προγενέστερες τελωνειακές διασαφήσεις και για τα οποία ήδη οι αρχές αυτές έχουν χορηγήσει άδεια παραλαβής.

26      Εντούτοις, εξ αυτού δεν συνάγεται ότι αυτές οι προγενέστερες τελωνειακές διασαφήσεις δεν μπορούν πλέον να αμφισβητηθούν από τις τελωνειακές αρχές.

27      Συναφώς πρέπει να υπομνηστεί ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου που προβλέπει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο αιτούν δικαστήριο λυσιτελή απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 8ης Μαρτίου 2007, C‑45/06, Campina, Συλλογή 2007, σ. I‑2089, σκέψη 30, και της 14ης Οκτωβρίου 2010, C‑243/09, Fuß, Συλλογή 2010, σ. I‑9849, σκέψη 39).

28      Πάντως, όπως η Τσεχική και η Ισπανική Κυβέρνηση ανέφεραν στις γραπτές παρατηρήσεις τους, μετά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων που περιλαμβάνονται σε τελωνειακή διασάφηση, οι τελωνειακές αρχές μπορούν να προβούν, ενδεχομένως, αυτεπαγγέλτως, στην επανεξέταση αυτής της διασαφήσεως δυνάμει του άρθρου 78 του τελωνειακού κώδικα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2005, C‑468/03, Overland Footwear, Συλλογή 2005, σ. I‑8937, σκέψεις 62, 64 και 66).

29      Κατά το άρθρο 78, παράγραφος 2, του εν λόγω κώδικα, οι τελωνειακές αρχές μπορούν πράγματι, μετά τη χορήγηση άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων, να προβαίνουν σε έλεγχο των παραστατικών και εμπορικών στοιχείων των σχετικών με τις πράξεις εισαγωγής ή εξαγωγής των εμπορευμάτων, καθώς και με τις μεταγενέστερες εμπορικές πράξεις που αφορούν τα ίδια εμπορεύματα, και μπορούν επίσης να εξετάζουν τα τελευταία, εφόσον αυτά μπορούν ακόμη να προσκομιστούν.

30      Υπό την έννοια αυτή, η εν λόγω διάταξη επιτρέπει στις τελωνειακές αρχές να θέτουν υπό αμφισβήτηση προγενέστερες τελωνειακές διασαφήσεις οι οποίες δεν αποτέλεσαν αντικείμενο επαληθεύσεων δυνάμει του άρθρου 68 του τελωνειακού κώδικα και οι οποίες, συνεπώς, αντιμετωπίστηκαν, δυνάμει του άρθρου 71, παράγραφος 2, του εν λόγω κώδικα, βάσει των στοιχείων που περιλαμβάνονται σ’ αυτές (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑138/10, DP grup, Συλλογή 2011, σ. I‑8369, σκέψη 37).

31      Προς τον σκοπό αυτό, τίποτε δεν εμποδίζει τις τελωνειακές αρχές να προβούν σε επέκταση των αποτελεσμάτων μερικής εξετάσεως εμπορευμάτων, τα οποία αποτελούν αντικείμενο τελωνειακής διασαφήσεως, σε εμπορεύματα που περιλαμβάνονται σε προγενέστερες τελωνειακές διασαφήσεις, τα οποία έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο χορηγήσεως αδείας παραλαβής από τις ίδιες αυτές αρχές, αν τα εν λόγω εμπορεύματα είναι πανομοιότυπα, πράγμα το οποίο απόκειται μόνο στο αιτούν δικαστήριο να επαληθεύσει. Η ταυτοποίηση των εμπορευμάτων μπορεί μεταξύ άλλων να στηρίζεται στον έλεγχο των παραστατικών και εμπορικών στοιχείων των σχετικών με τις πράξεις εισαγωγής ή εξαγωγής των οικείων εμπορευμάτων καθώς και με τις μεταγενέστερες εμπορικές πράξεις που αφορούν τα ίδια εμπορεύματα, και ειδικότερα, στα στοιχεία που προσκόμισε ο διασαφητής σύμφωνα με τα οποία τα εν λόγω εμπορεύματα προέρχονται από τον ίδιο παραγωγό και έχουν πανομοιότυπη ονομασία, εμφάνιση, καθώς και σύνθεση, με αυτές των εμπορευμάτων που αποτέλεσαν αντικείμενο των εν λόγω προγενεστέρων τελωνειακών διασαφήσεων.

32      Αυτή η δυνατότητα επεκτάσεως δικαιολογείται από τον ίδιο τον σκοπό του τελωνειακού κώδικα, που συνίσταται, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 5 του εν λόγω κώδικα, στη διασφάλιση ορθής εφαρμογής των προβλεπομένων από αυτόν τελών, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως, ταχείες και αποτελεσματικές διαδικασίες προς το συμφέρον τόσο των επιχειρηματιών όσο και των τελωνειακών αρχών, απαλλάσσοντας τις τελευταίες από τη διεξαγωγή συστηματικών ελέγχων όλων των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο τελωνειακής διασαφήσεως, περιορίζοντας υπό την έννοια αυτή όσον το δυνατόν περισσότερο, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 6 του ιδίου κώδικα, τις τελωνειακές διατυπώσεις και τους τελωνειακούς ελέγχους (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση Derudder, σκέψεις 42 και 45).

33      Η δυνατότητα αυτή είναι επίσης σύμφωνη με την ιδιαίτερη εσωτερική λογική του άρθρου 78 του τελωνειακού κώδικα, την ευθυγράμμιση δηλαδή της τελωνειακής διαδικασίας προς την πραγματικότητα με τη διόρθωση τόσο των ουσιαστικών σφαλμάτων ή παραλείψεων όσο και των σφαλμάτων ερμηνείας του εφαρμοστέου δικαίου (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση Overland Footwear, σκέψη 63· απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2010, C‑430/08 και C‑431/08, Terex Equipment κ.λπ., Συλλογή 2010, σ. I‑321, σκέψη 56, καθώς και της 12ης Ιουλίου 2012, C‑608/10, C‑10/11 και C‑23/11, Südzucker κ.λπ., σκέψη 47).

34      Δεν ασκεί επιρροή, συναφώς, το γεγονός ότι ο διασαφητής δεν είναι πλέον σε θέση, στο πλαίσιο υποθέσεως όπως αυτή της κύριας δίκης, να ζητήσει συμπληρωματικό έλεγχο των οικείων εμπορευμάτων και, ενδεχομένως, συμπληρωματική δειγματοληψία.

35      Πράγματι, το άρθρο 78 του τελωνειακού κώδικα εφαρμόζεται, κατ’ αρχήν, μετά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων, σε χρόνο κατά τον οποίο η προσκόμισή τους μπορεί να αποβεί ανέφικτη (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Overland Footwear, σκέψη 66).

36      Εν πάση περιπτώσει, όπως παρατήρησαν οι περισσότεροι από τους ενδιαφερομένους που υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 78, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα προκύπτει ότι ο εκ των υστέρων έλεγχος των διασαφήσεων μπορεί να πραγματοποιείται με βάση έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία χωρίς οι τελωνειακές αρχές να έχουν την υποχρέωση να εξετάζουν τα εμπορεύματα καθεαυτά, δεδομένου ότι αυτή η εξέταση προβλέπεται μόνον αν τα εμπορεύματα «μπορούν ακόμη να προσκομιστούν» (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2012, C‑320/11, C‑330/11, C‑382/11 και C‑383/11, Digitalnet κ.λπ., σκέψεις 66 και 67).

37      Υπό τις συνθήκες αυτές, αν τα εμπορεύματα που αποτέλεσαν αντικείμενο μερικής εξετάσεως και αυτά που περιλαμβάνονται σε προγενέστερες τελωνειακές διασαφήσεις είναι πανομοιότυπα, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι αυτό προκύπτει από έλεγχο των παραστατικών και των εμπορικών στοιχείων των σχετικών με τις πράξεις εισαγωγής ή εξαγωγής των οικείων εμπορευμάτων, καθώς και με τις μεταγενέστερες εμπορικές πράξεις που αφορούν τα ίδια εμπορεύματα, και ειδικότερα, το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που προσκόμισε ο διασαφητής, τα εν λόγω εμπορεύματα προέρχονται από τον ίδιο παραγωγό και έχουν πανομοιότυπη ονομασία, εμφάνιση, καθώς και σύνθεση, πράγμα το οποίο απόκειται αποκλειστικώς στο αιτούν δικαστήριο να επαληθεύσει, οι τελωνειακές αρχές μπορούν να επεκτείνουν τα αποτελέσματα της μερικής αυτής εξετάσεως στα εν λόγω εμπορεύματα.

38      Πάντως, ο διασαφητής πρέπει να έχει το δικαίωμα να αμφισβητεί αυτή την επέκταση, ιδίως οσάκις, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης, εκτιμά ότι, παρά τα στοιχεία που ο ίδιος παρέσχε με τις διασαφήσεις του, το αποτέλεσμα της μερικής εξετάσεως των περιλαμβανομένων σε διασάφηση εμπορευμάτων δεν μπορεί να ισχύσει για εμπορεύματα περιλαμβανόμενα σε προγενέστερες διασαφήσεις, προσκομίζοντας κάθε αποδεικτικό στοιχείο δυνάμενο να στηρίξει τον ισχυρισμό αυτόν, εκ του οποίου να προκύπτει ότι δεν υφίσταται ταυτότητα μεταξύ των επίμαχων εμπορευμάτων (βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση Derudder, σκέψη 42).

39      Ως προς το ζήτημα αυτό υπογραμμίζεται πάντως ότι γενική και αόριστη εκτίμηση, όπως αυτή την οποία διατύπωσε η GFSL στις γραπτές παρατηρήσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι διάφοροι παράγοντες μπορούσαν να έχουν τροποποιήσει τη χημική σύνθεση τροφίμων όπως τα επίμαχα στο πλαίσιο της κύριας δίκης, ιδίως την περιεκτικότητά τους σε άμυλο, στερείται οιασδήποτε λυσιτέλειας, δεδομένου ότι αν όντως συντρέχει τέτοια περίπτωση, αυτή πάντως δεν είχε ως αποτέλεσμα να προσκομίσει ο διασαφητής, σχετικά με τα περιλαμβανόμενα σε προγενέστερες τελωνειακές διασαφήσεις εμπορεύματα, διαφορετικά στοιχεία από αυτά που προσκομίσθηκαν ως προς τα εμπορεύματα που αποτέλεσαν αντικείμενο μερικής εξετάσεως ή, ενδεχομένως, να ζητήσει την επανεξέταση των διασαφήσεων αυτών, ώστε να μπορεί να γίνει δεκτό ότι δεν αποδείχθηκε, αλλ’ εξάλλου ούτε υποστηρίχθηκε, ότι τέτοιοι παράγοντες θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κατάταξη των προϊόντων αυτών στη Συνδυασμένη Ονοματολογία. Παρά ταύτα, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να προβεί στις σχετικές εκτιμήσεις.

40      Τέλος, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το άρθρο 78 του τελωνειακού κώδικα δεν προβλέπει μεν ειδική προθεσμία για την επανεξέταση των τελωνειακών διασαφήσεων, πλην όμως οι τελωνειακές αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 221, παράγραφος 3, του εν λόγω κώδικα, μπορούν να προβούν στη γνωστοποίηση νέας τελωνειακής οφειλής εντός προθεσμίας τριών ετών από την ημερομηνία γενέσεως της οφειλής αυτής.

41      Πάντως, εν προκειμένω, υπό την επιφύλαξη των επαληθεύσεων στις οποίες πρέπει το αιτούν δικαστήριο να προβεί, από τα προσκομισθέντα στο Δικαστήριο στοιχεία συνάγεται ότι η προθεσμία αυτή, όπως επιβεβαίωσε και η GFSL με την απάντησή της σε ερώτηση που έθεσε το Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τηρήθηκε, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 11 και 12 της παρούσας αποφάσεως, η πρώτη από τις επανεξετασθείσες τελωνειακές διασαφήσεις φέρει την ημερομηνία της 4ης Ιουνίου 2004, ενώ η γνωστοποίηση της νέας τελωνειακής οφειλής πραγματοποιήθηκε στις 31 Μαΐου 2007.

42      Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί ως απάντηση ότι το άρθρο 70, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα έχει την έννοια ότι, δεδομένου ότι εφαρμόζεται μόνο στα εμπορεύματα που αποτελούν αντικείμενο της «αυτής διασαφήσεως», αν τα εμπορεύματα αυτά εξετάζονται από τις τελωνειακές αρχές πριν από την εκ μέρους τους χορήγηση της άδειας παραλαβής των εν λόγω εμπορευμάτων, η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει στις εν λόγω αρχές, στο πλαίσιο υποθέσεως όπως αυτή της κύριας δίκης, να επεκτείνουν τα αποτελέσματα μερικής εξετάσεως εμπορευμάτων περιλαμβανομένων σε τελωνειακή διασάφηση σε εμπορεύματα που περιλαμβάνονται σε προγενέστερες τελωνειακές διασαφήσεις και για τα οποία έχει ήδη χορηγηθεί από τις ίδιες αρχές άδεια παραλαβής.

43      Αντιθέτως, το άρθρο 78 του εν λόγω κώδικα έχει την έννοια ότι επιτρέπει στις τελωνειακές αρχές να επεκτείνουν τα αποτελέσματα της μερικής εξετάσεως των περιλαμβανομένων σε τελωνειακή διασάφηση εμπορευμάτων, η οποία πραγματοποιήθηκε βάσει δειγμάτων που ελήφθησαν από αυτά, σε εμπορεύματα περιλαμβανόμενα σε προγενέστερες τελωνειακές διασαφήσεις υποβληθείσες από τον ίδιο διασαφητή, τα οποία δεν αποτέλεσαν και δεν μπορούν πλέον να αποτελέσουν αντικείμενο αυτής της εξετάσεως, δεδομένου ότι έχει χορηγηθεί η άδεια παραλαβής, αν τα εν λόγω εμπορεύματα είναι πανομοιότυπα, πράγμα το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να επαληθεύσει.

 Επί των δικαστικών εξόδων

44      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 70, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, έχει την έννοια ότι, δεδομένου ότι εφαρμόζεται μόνο στα εμπορεύματα που αποτελούν αντικείμενο της «αυτής διασαφήσεως», αν τα εμπορεύματα αυτά εξετάζονται από τις τελωνειακές αρχές πριν από την εκ μέρους τους χορήγηση της άδειας παραλαβής των εν λόγω εμπορευμάτων, η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει στις εν λόγω αρχές, στο πλαίσιο υποθέσεως όπως αυτή της κύριας δίκης, να επεκτείνουν τα αποτελέσματα μερικής εξετάσεως εμπορευμάτων περιλαμβανομένων σε τελωνειακή διασάφηση σε εμπορεύματα που περιλαμβάνονται σε προγενέστερες τελωνειακές διασαφήσεις και για τα οποία έχει ήδη χορηγηθεί από τις ίδιες αρχές άδεια παραλαβής.

Αντιθέτως, το άρθρο 78 του κανονισμού αυτού έχει την έννοια ότι επιτρέπει στις τελωνειακές αρχές να επεκτείνουν τα αποτελέσματα της μερικής εξετάσεως των περιλαμβανομένων σε τελωνειακή διασάφηση εμπορευμάτων, ο οποίος πραγματοποιήθηκε βάσει δειγμάτων που ελήφθησαν από αυτά, σε εμπορεύματα περιλαμβανόμενα σε προγενέστερες τελωνειακές διασαφήσεις υποβληθείσες από τον ίδιο διασαφητή, τα οποία δεν αποτέλεσαν και δεν μπορούν πλέον να αποτελέσουν αντικείμενο αυτής της εξετάσεως, δεδομένου ότι έχει χορηγηθεί η άδεια παραλαβής, αν τα εν λόγω εμπορεύματα είναι πανομοιότυπα, πράγμα το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να επαληθεύσει.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η λεττονική.