Language of document : ECLI:EU:T:2016:335

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 2ας Ιουνίου 2016 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ευρωπαϊκή αγορά του προεντεταμένου χάλυβα – Καθορισμός των τιμών, κατανομή της αγοράς και ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών εμπορικής φύσεως – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ – Οικονομική ενότητα – Άμεση συμμετοχή στην παράβαση – Παράγωγη ευθύνη των μητρικών εταιριών – Διαδοχή επιχειρήσεων – Περίπλοκη παράβαση – Ενιαία και διαρκής παράβαση – Κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων – Αρχές της μη αναδρομικότητας και της νομιμότητας των ποινών – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Ικανότητα καταβολής προστίμου – Δικαιώματα άμυνας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Αίτηση επανεκτιμήσεως – Μη μεταβολή των πραγματικών περιστατικών – Απορριπτική επιστολή – Απαράδεκτο»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑426/10 έως T‑429/10, T‑438/12 έως T‑441/12,

Moreda-Riviere Trefilerías, SA, με έδρα το Gijón (Ισπανία), εκπροσωπούμενη, στην υπόθεση T‑426/10, από τους F. González Díaz και A. Tresandi Blanco και, στην υπόθεση T‑440/12, αρχικώς από τους F. González Díaz και P. Herrero Prieto, στη συνέχεια δε από τους F. González Díaz και A. Tresandi Blanco, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στις υποθέσεις T‑426/10 και T‑440/12,

Trefilerías Quijano, SA, με έδρα το Los Corrales de Buelna (Ισπανία), εκπροσωπούμενη, στην υπόθεση T‑427/10, από τους F. González Díaz και A. Tresandi Blanco και, στην υπόθεση T‑439/12, αρχικώς από τους F. González Díaz και P. Herrero Prieto, στη συνέχεια δε από τους F. González Díaz και A. Tresandi Blanco,

προσφεύγουσα στις υποθέσεις T‑427/10 και T‑439/12,

Trenzas y Cables de Acero PSC, SL, με έδρα το Santander (Ισπανία), εκπροσωπούμενη, στην υπόθεση T‑428/10, από τους F. González Díaz και A. Tresandi Blanco και, στην υπόθεση T‑441/12, αρχικώς από τους F. González Díaz και P. Herrero Prieto, στη συνέχεια δε από τους F. González Díaz και A. Tresandi Blanco,

προσφεύγουσα στις υποθέσεις T‑428/10 και T‑441/12,

Global Steel Wire, SA, με έδρα την Cerdanyola del Vallés (Ισπανία), εκπροσωπούμενη, στην υπόθεση T‑429/10, από τους F. González Díaz και A. Tresandi Blanco και, στην υπόθεση T‑438/12, αρχικώς από τους F. González Díaz και P. Herrero Prieto, στη συνέχεια δε από τους F. González Díaz και P. Tresandi Blanco,

προσφεύγουσα στις υποθέσεις T‑429/10 και T‑438/12,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης, στις υποθέσεις T‑426/10, T‑427/10, T‑429/10, T‑438/12 έως T‑441/12, από τους V. Bottka, F. Castillo de la Torre και C. Urraca Caviedes, επικουρούμενους από τους L. Ortiz Blanco και A. Lamadrid de Pablo, δικηγόρους, και, στην υπόθεση T‑428/10, από τους V. Bottka και F. Castillo de la Torre, επικουρούμενους από τους L. Ortiz Blanco και A. Lamadrid de Pablo,

καθής,

με αντικείμενο την ακύρωση και μεταρρύθμιση της αποφάσεως C(2010) 4387 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2010, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38344 – Προεντεταμένος χάλυβας), η οποία τροποποιήθηκε με την απόφαση C(2010) 6676 τελικό της Επιτροπής της 30ής Σεπτεμβρίου 2010 και με την απόφαση C(2011) 2269 τελικό της Επιτροπής της 4ης Απριλίου 2011, καθώς και της επιστολής του γενικού διευθυντή της Γενικής Διευθύνσεως Ανταγωνισμού της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 2012,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen (εισηγητή), πρόεδρο, F. Dehousse και A. M. Collins, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Ιουλίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

[παραλειπόμενα]

Σκεπτικό

[παραλειπόμενα]

II – Επί της τρίτης σειράς υποθέσεων

[παραλειπόμενα]

 B – Επί του παραδεκτού των προσφυγών

539    Η Επιτροπή αμφισβήτησε το παραδεκτό της τρίτης σειράς υποθέσεων διά της προβολής ενστάσεως. Οι ενστάσεις αυτές, τις οποίες αντέκρουσαν οι προσφεύγουσες, εξετάζονται μαζί με την ουσία των υποθέσεων.

540    Πρέπει να υπομνησθεί ότι έκφραση γραπτής γνώμης ενός θεσμικού οργάνου της Ένωσης δεν συνιστά απόφαση δεκτική προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, εφόσον δεν παράγει έννομα αποτελέσματα ούτε αποσκοπεί στην παραγωγή τέτοιων αποτελεσμάτων (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 1980, Sucrimex και Westzucker κατά Επιτροπής, 133/79, EU:C:1980:104, σκέψεις 15 έως 19, και της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, 114/86, EU:C:1988:449, σκέψεις 12 έως 15).

541    Ομοίως, δεν αποτελεί πράξη δεκτική προσφυγής βάσει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ κάθε επιστολή οργάνου της Ένωσης η οποία αποστέλλεται σε απάντηση αιτήσεως υποβληθείσας από τον αποδέκτη της (βλ., συναφώς, διάταξη της 27ης Ιανουαρίου 1993, Miethke κατά Κοινοβουλίου, C‑25/92, EU:C:1993:32, σκέψη 10).

542    Αντιθέτως, κατά πάγια νομολογία, μέτρα τα οποία έχουν δεσμευτικές έννομες συνέπειες ικανές να επηρεάσουν τα συμφέροντα τρίτων, μεταβάλλοντας με απτό τρόπο τη νομική τους κατάσταση, συνιστούν πράξεις δεκτικές προσφυγής βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ (βλ. αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 9 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 17ης Απριλίου 2008, Cestas κατά Επιτροπής, T-260/04, EU:T:2008:115, σκέψη 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

543    Πρέπει, επίσης, να λαμβάνεται κυρίως υπόψη η ουσία του μέτρου του οποίου διώκεται η ακύρωση προκειμένου να καθοριστεί αν αυτό δύναται να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, χωρίς να έχει σχετικώς σημασία η μορφή υπό την οποία ελήφθη το μέτρο αυτό (βλ. αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 9 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 17ης Απριλίου 2008, Cestas κατά Επιτροπής, Τ-260/04, EU:T:2008:115, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

544    Μόνο πράξη με την οποία όργανο της Ένωσης καθορίζει τη στάση του κατά τρόπο αναμφίβολο και οριστικό, υπό μορφή που καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό της φύσεώς της, συνιστά απόφαση δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι η απόφαση αυτή δεν είναι απλώς επιβεβαιωτική προγενέστερης πράξεως (βλ., συναφώς, απόφαση της 26ης Μαΐου 1982, Γερμανία και Bundesanstalt für Arbeit κατά Επιτροπής, 44/81, EU:C:1982:197, σκέψη 12).

545    Κατά πάγια νομολογία, προσφυγή κατά πράξεως αμιγώς επιβεβαιωτικής άλλης αποφάσεως που κατέστη απρόσβλητη είναι απαράδεκτη. Μια πράξη είναι αμιγώς επιβεβαιωτική προγενέστερης αποφάσεως, εάν δεν περιέχει κανένα νέο στοιχείο σε σχέση με την προγενέστερη απόφαση και δεν προηγήθηκε της εκδόσεώς της επανεξέταση της καταστάσεως του αποδέκτη της αποφάσεως αυτής (αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 2001, Inpesca κατά Επιτροπής, T‑186/98, EU:T:2001:42, σκέψη 44· της 22ας Μαΐου 2012, Sviluppo Globale κατά Επιτροπής, T‑6/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:245, σκέψη 22, και της 2ας Οκτωβρίου 2014, Euro-Link Consultants και European Profiles κατά Επιτροπής, T‑199/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:848, σκέψη 40).

546    Πάντως, ο επιβεβαιωτικός χαρακτήρας μιας πράξεως δεν μπορεί να εκτιμάται με αποκλειστικό γνώμονα το περιεχόμενό της σε σχέση με αυτό της προγενέστερης αποφάσεως την οποία επιβεβαιώνει. Συγκεκριμένα πρέπει, επίσης, να εκτιμάται ο χαρακτήρας της προσβαλλομένης πράξεως σε σχέση με τη φύση της αιτήσεως της οποίας η εν λόγω πράξη συνιστά απάντηση (αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 2001, Inpesca κατά Επιτροπής, Τ-186/98, EU:T:2001:42, σκέψη 45· της 22ας Μαΐου 2012, Sviluppo Globale κατά Επιτροπής, T-6/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:245, σκέψη 23, και της 2ας Οκτωβρίου 2014, Euro-Link Consultants και European Profiles κατά Επιτροπής, T‑199/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:848, σκέψη 41).

547    Ειδικότερα, αν η πράξη συνιστά απάντηση σε αίτηση με την οποία προβάλλονται νέα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και ζητείται από τη διοίκηση να προβεί σε επανεξέταση της προγενέστερης αποφάσεως, η πράξη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί αμιγώς επιβεβαιωτική, καθόσον αποφαίνεται επί των περιστατικών αυτών και περιέχει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ένα νέο στοιχείο σε σχέση με την προγενέστερη απόφαση (αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 2001, Inpesca κατά Επιτροπής, Τ-186/98, EU:T:2001:42, σκέψη 46· της 22ας Μαΐου 2012, Sviluppo Globale κατά Επιτροπής, T-6/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:245, σκέψη 24, και της 2ας Οκτωβρίου 2014, Euro-Link Consultants και European Profiles κατά Επιτροπής, T‑199/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:848, σκέψη 42).

548    Κατά πάγια νομολογία, η συνδρομή νέων και ουσιωδών πραγματικών περιστατικών μπορεί να δικαιολογήσει την υποβολή αιτήσεως για επανεξέταση προγενέστερης αποφάσεως που έχει καταστεί απρόσβλητη. Αν μια αίτηση για την επανεξέταση αποφάσεως που έχει καταστεί απρόσβλητη στηρίζεται σε νέα και ουσιώδη περιστατικά, το οικείο θεσμικό όργανο είναι υποχρεωμένο να τη δεχτεί. Κατόπιν της εν λόγω επανεξετάσεως, το θεσμικό όργανο πρέπει να λάβει νέα απόφαση, της οποίας η νομιμότητα μπορεί, ενδεχομένως, να αμφισβητηθεί ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Αντιθέτως, αν η αίτηση επανεξετάσεως δεν στηρίζεται σε νέα και ουσιώδη περιστατικά, το θεσμικό όργανο δεν είναι υποχρεωμένο να τη δεχτεί (βλ. αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 2001, Inpesca κατά Επιτροπής, Τ-186/98, EU:T:2001:42, σκέψεις 47 και 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· και της 2ας Οκτωβρίου 2014, Euro-Link Consultants και European Profiles κατά Επιτροπής, T-199/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:848, σκέψη 43).

549    Η προσφυγή κατά αποφάσεως απορρίπτουσας την επανεξέταση αποφάσεως που έχει καταστεί απρόσβλητη κρίνεται παραδεκτή, αν η αίτηση στηρίζεται πράγματι σε νέα και ουσιώδη περιστατικά. Αντιθέτως, αν η αίτηση δεν στηρίζεται σε τέτοια περιστατικά, η προσφυγή κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την αιτούμενη επανεξέταση κρίνεται απαράδεκτη (βλ. αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 2001, Inpesca κατά Επιτροπής, Τ-186/98, EU:T:2001:42, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· και της 2ας Οκτωβρίου 2014, Euro-Link Consultants και European Profiles κατά Επιτροπής, T-199/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:848, σκέψη 44).

550    Όσον αφορά το ζήτημα βάσει ποιων κριτηρίων τα περιστατικά πρέπει να χαρακτηρίζονται ως «νέα» και «ουσιώδη», από τη νομολογία προκύπτει ότι, για να μπορεί να θεωρηθεί ένα περιστατικό «νέο», είναι αναγκαίο τόσο ο προσφεύγων όσο και η διοίκηση να μην ήταν σε θέση να γνωρίζουν το οικείο περιστατικό κατά την έκδοση της προγενέστερης αποφάσεως (βλ. αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 2001, Inpesca κατά Επιτροπής, Τ-186/98, EU:T:2001:42, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 2ας Οκτωβρίου 2014, Euro‑Link Consultants και European Profiles κατά Επιτροπής, T-199/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:848, σκέψη 45).

551    Για να θεωρηθεί «ουσιώδες» το οικείο περιστατικό πρέπει να είναι ικανό να τροποποιήσει ουσιωδώς την κατάσταση του αρχικώς αιτηθέντος επί της οποίας εκδόθηκε η προγενέστερη απόφαση που κατέστη απρόσβλητη (βλ. αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 2001, Inpesca κατά Επιτροπής, Τ-186/98, EU:T:2001:42, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 2ας Οκτωβρίου 2014, Euro-Link Consultants και European Profiles κατά Επιτροπής, T-199/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:848, σκέψη 46).

552    Υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής πρέπει να εξεταστεί το παραδεκτό των υπό κρίση προσφυγών, στο μέτρο που βάλλουν κατά της επιστολής της 25ης Ιουλίου 2012.

553    Πρέπει, κατ’ αρχάς, να παρατηρηθεί ότι, για να απορρίψει τις δεύτερες αιτήσεις, ο γενικός διευθυντής, στην επιστολή της 25ης Ιουλίου 2012, στηρίχθηκε στους ίδιους λόγους με εκείνους που είχε λάβει υπόψη το Σώμα των Επιτρόπων στην προσβαλλόμενη απόφαση.

554    Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, ο γενικός διευθυντής έκρινε ότι από τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως προέκυπτε βελτίωση της οικονομικής καταστάσεώς τους σε σχέση με εκείνη που είχε λάβει υπόψη η Επιτροπή, όταν έκρινε ότι μπορούσαν να καταβάλουν το πρόστιμο απευθυνόμενα, ενδεχομένως, σε πιστωτικά ιδρύματα.

555    Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο στον οποίο στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή στη δυνατότητα προσφυγής στα φυσικά και νομικά πρόσωπα μετόχους, ο γενικός διευθυντής δέχτηκε τον ίδιο ακριβώς λόγο, εκτιμώντας ότι ο θάνατος του Rub., ο οποίος επήλθε κατά τη διάρκεια της εξετάσεως των δεύτερων αιτήσεων, δεν ήταν ουσιώδες γεγονός, δεδομένου ότι η προσωπική περιουσία του είχε μεταβιβασθεί στους διαδόχους του.

556    Μολονότι η Επιτροπή εσφαλμένως υποστηρίζει ότι μόνον η επιδείνωση της οικονομικής καταστάσεως μιας επιχειρήσεως θα μπορούσε να δικαιολογήσει την εκ μέρους της υποβολή νέας αιτήσεως για να εκτιμηθεί η ικανότητά της καταβολής προστίμου, πρέπει εντούτοις να γίνει δεκτό ότι, εάν η μόνη μεταβολή έναντι της πραγματικής καταστάσεως που εξέτασε η Επιτροπή, όταν εκτίμησε την ικανότητα μιας επιχειρήσεως για καταβολή προστίμου, συνίσταται στη βελτίωση της οικονομικής καταστάσεώς της, η επιχείρηση αυτή δεν μπορεί παραδεκτώς να ζητήσει από την Επιτροπή να επανεξετάσει την προηγούμενη θέση της. Κατά συνέπεια, σε μια τέτοια περίπτωση, η εκ μέρους της Επιτροπής απόρριψη της εν λόγω αιτήσεως επανεκτιμήσεως δεν συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής.

557    Συνεπώς, στην περίπτωση που η διοίκηση έχει επιληφθεί αιτήσεως επανεξετάσεως μιας προγενεστέρως εκδοθείσας αποφάσεως πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της εξετάσεως της πραγματικής και νομικής καταστάσεως στην οποία βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος και της επανεξετάσεως της προγενέστερης αποφάσεως. Η διοίκηση οφείλει να επανεξετάζει την απόφασή της μόνον εάν, κατόπιν εξετάσεως της καταστάσεως του ενδιαφερομένου, διαπιστώνει ουσιώδη πραγματική ή νομική μεταβολή της καταστάσεώς του. Αντιθέτως, ελλείψει ουσιώδους μεταβολής των πραγματικών ή νομικών δεδομένων, η διοίκηση δεν είναι υποχρεωμένη να επανεξετάζει τις αποφάσεις της, η δε απάντηση με την οποία απορρίπτει μια υποβληθείσα υπό τις εν λόγω συνθήκες αίτηση επανεξετάσεως δεν συνιστά απόφαση και, ως εκ τούτου, η ασκηθείσα κατά της εν λόγω απαντήσεως προσφυγή πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτη, διότι βάλλει κατά πράξεως μη δεκτικής προσφυγής. Εντούτοις, η εκτίμηση της διοικήσεως, κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος δεν προβάλλει κανένα νέο πραγματικό περιστατικό και δεν αποδεικνύει καμία ουσιώδη μεταβολή της πραγματικής και νομικής καταστάσεώς του, μπορεί να υποβληθεί στον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης.

558    Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί εάν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η οικονομική κατάσταση των προσφευγουσών βελτιώθηκε έναντι εκείνης που ελήφθη υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση, γεγονός το οποίο αμφισβητούν οι προσφεύγουσες.

559    Κατ’ αρχάς πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή ορθώς έλαβε υπόψη, όταν εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, την κατάσταση των προσφευγουσών, όπως αυτή προέκυπτε από τους τελευταίους διαθέσιμους ετήσιους λογαριασμούς που αφορούσαν την εταιρική χρήση 2009 (βλ. σκέψη 518 ανωτέρω). Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν πληθώρα στοιχείων σχετικών με την οικονομική τους κατάσταση προς στήριξη των δεύτερων αιτήσεων (βλ. σκέψη 532 ανωτέρω). Τα πρώτα στοιχεία υποβλήθηκαν κατά την ημερομηνία των αιτήσεων αυτών, δηλαδή τον Ιούλιο του 2011, και αφορούσαν τις αρχές του έτους 2011. Η εξέταση των δεύτερων αιτήσεων διήρκεσε σχεδόν ένα έτος, κατά τη διάρκεια του οποίου η Επιτροπή ζήτησε και έλαβε πληροφοριακά στοιχεία, με αποτέλεσμα ο γενικός διευθυντής να έχει στηριχθεί, στην επιστολή της 25ης Ιουλίου 2012, στα οικονομικά δεδομένα που υπήρχαν στα τέλη του έτους 2011.

560    Οι προσφεύγουσες, προκειμένου να στηρίξουν το επιχείρημά τους ότι η κατάστασή τους επιδεινώθηκε μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν συγκρίνουν τα δεδομένα που υπήρχαν στα τέλη του έτους 2011, δηλαδή τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως του γενικού διευθυντή, με εκείνα του έτους 2009, δηλαδή τα δεδομένα που έλαβε υπόψη η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά τα δεδομένα που υπήρχαν στις αρχές του έτους 2011 με εκείνα του έτους 2008, κατά το οποίο η οικονομική κρίση βρισκόταν στο αποκορύφωμά της.

561    Επιβάλλεται, εντούτοις, η διαπίστωση ότι από τη σύγκριση της γνωστής κατά τον Ιούλιο του 2012 καταστάσεως των προσφευγουσών με εκείνη του έτους 2009 που ελήφθη υπόψη από την Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει σημαντική βελτίωση. Τα στοιχεία που υποβλήθηκαν συναφώς από την Επιτροπή δεν αμφισβητούνται από τις προσφεύγουσες.

562    Ειδικότερα, αν και το συνολικό ποσό των προστίμων, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, ήταν το 2010 54,26 εκατομμύρια ευρώ και ανήλθε στα τέλη του έτους 2011 στα 58,6 εκατομμύρια ευρώ, ο παγκόσμιος κύκλος εργασιών της GSW αυξήθηκε, κατά την ίδια περίοδο, από 543 σε 823 εκατομμύρια ευρώ. Επομένως, η αναλογία μεταξύ του ποσού των προστίμων και του κύκλου εργασιών της GSW μειώθηκε από 10 % κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως σε 7,1 % κατά την ημερομηνία λήψεως της αποφάσεως του γενικού διευθυντή.

563    Κατά την ίδια αυτή περίοδο πρέπει να διαπιστωθεί ότι η αναλογία μεταξύ του ποσού των προστίμων και της αξίας όλων των στοιχείων του ενεργητικού της GSW και της TQ παρέμεινε σταθερή και κυμαινόταν μεταξύ 6 και 7 %.

564    Μολονότι είναι αληθές ότι τα ίδια κεφάλαια των προσφευγουσών μειώθηκαν μεταξύ του έτους 2009 και του έτους 2011 από 212 σε 196 εκατομμύρια ευρώ, με αποτέλεσμα η αναλογία μεταξύ του συνολικού ποσού των προστίμων και των ιδίων κεφαλαίων να σημειώσει επίσης ελαφρά μεταβολή από 26 σε 36%, πρέπει εντούτοις να ληφθούν υπόψη οι προβλέψεις που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες στην Επιτροπή βάσει των οποίων το αναμενόμενο ύψος των ιδίων κεφαλαίων το 2015 ήταν 244 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή υψηλότερο από το δηλωθέν για την εταιρική χρήση 2009.

565    Εξάλλου, κατά την ίδια χρονική περίοδο, οι προοπτικές κερδοφορίας της GSW βελτιώθηκαν σημαντικά. Ειδικότερα, το 2009, η GSW δήλωσε ζημίες μετά από πέντε συναπτά έτη, κατά τα οποία είχε σημειώσει θετικά αποτελέσματα. Οι καταρτισθείσες στα τέλη του έτους 2009 προβλέψεις για τα έτη 2010 και 2011 προέβλεπαν ζημία 6 εκατομμυρίων ευρώ και 5 εκατομμυρίων ευρώ αντίστοιχα. Τα πραγματοποιηθέντα αποτελέσματα υπήρξαν καλύτερα από τις εν λόγω προβλέψεις, με κέρδη 1 εκατομμυρίου ευρώ το 2010 και 25 εκατομμυρίων ευρώ το 2011. Ομοίως, τα αποκαλούμενα «earnings before interest, taxes, depreciation, and amortization» (κέρδη πρo τόκων, φόρων και αποσβέσεων, στο εξής: EBITDA) ήταν μεν – 20 εκατομμύρια ευρώ το 2009, αλλά ανήλθαν στα 51 εκατομμύρια ευρώ το 2010 και στα 90 εκατομμύρια ευρώ το 2011. Το προφίλ κινδύνων της GSW, όπως προκύπτει από την αναλογία μεταξύ των καθαρών χρεών της, μετά ή άνευ προστίμου, αφενός, και των EBITDA, αφετέρου, βελτιώθηκε σημαντικά μεταξύ 2009 και 2011.

566    Επιπροσθέτως υπήρξε βελτίωση και των ρευστών διαθεσίμων μεταξύ 2009 και 2011, καθόσον τα κεφάλαια κίνησης ανήλθαν από –51 εκατομμύρια ευρώ το 2010 σε ‑42 εκατομμύρια ευρώ το 2011. Μολονότι το αποτέλεσμα του τεστ Altmann τύπου Z‑score, ενός δείκτη του κινδύνου πτωχεύσεως βάσει προγενέστερων στοιχείων, ήταν ανησυχητικό το 2009 (0,59 άνευ προστίμου και 0,44 μετά προστίμων), τούτο δεν ίσχυε πλέον το 2011 (1,35 άνευ προστίμου και 1,29 μετά προστίμων), καθόσον η οριακή τιμή για τη βιομηχανία βρίσκεται στο 1,23.

567    Τέλος, ενώ το 2009 η GSW είχε στη διάθεσή της συνολικό ποσό τραπεζικών πιστώσεων άνω των 160 εκατομμυρίων ευρώ εκ των οποίων τα 22 εκατομμύρια παρέμεναν διαθέσιμα το 2011, υπήρξε επιτυχής αναδιαπραγμάτευση των τραπεζικών χρεών της επιχειρήσεως ύψους 3 δισεκατομμυρίων ευρώ, εκ των οποίων τα πρόστιμα αποτελούσαν περίπου το 2 %.

568    Οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν την ακρίβεια των εν λόγω οικονομικών δεδομένων. Περιορίζονται απλώς στο να προτείνουν άλλες συγκρίσεις που αφορούν τα δεδομένα άλλων ετών. Συναφώς, για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 559 ανωτέρω, η Επιτροπή ορθώς υποστηρίζει ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί η εξέλιξη της καταστάσεως των προσφευγουσών κατά την ημερομηνία της επιστολής της 25ης Ιουλίου 2012, τα συγκριτικά στοιχεία είναι, αφενός, η κατάσταση που επικρατούσε στα τέλη του έτους 2009 και η οποία ελήφθη υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση και, αφετέρου, η κατάσταση που υφίστατο κατά την ημερομηνία που ο γενικός διευθυντής συνέταξε την επιστολή της 25ης Ιουλίου 2012. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μεταξύ των ανωτέρω δύο ημερομηνιών, η οικονομική κατάσταση των προσφευγουσών βελτιώθηκε σημαντικά.

569    Από τα προεκτεθέντα στις σκέψεις 556 και 557 ανωτέρω προκύπτει ότι τα προβαλλόμενα από τις προσφεύγουσες στις δεύτερες αιτήσεις πραγματικά περιστατικά δεν ήταν ικανά να μεταβάλουν ουσιωδώς την περιεχόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση εκτίμηση σχετικά με την ικανότητά τους καταβολής των προστίμων. Συνεπώς, η επιστολή της 25ης Ιουλίου 2012 δεν συνιστά απόφαση και, καθόσον οι προσφυγές που περιλαμβάνονται στην τρίτη σειρά υποθέσεων (υποθέσεις T‑438/12 έως T‑441/12) βάλλουν κατά της εν λόγω επιστολής, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες.

570    Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, όλες οι υπό κρίση προσφυγές πρέπει να απορριφθούν.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει τις προσφυγές.

2)      Καταδικάζει τις Moreda-Riviere Trefilerías, SA, Trefilerías Quijano, SA, Trenzas y Cables de Acero PSC, SL και Global Steel Wire, SA στα δικαστικά έξοδα.

Frimodt Nielsen

Dehousse

Collins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 2 Ιουνίου 2016.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.


1 –      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.