Language of document : ECLI:EU:T:2016:335

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑426/10 έως T‑429/10
και T‑438/12 έως T‑441/12

(δημοσίευση αποσπασμάτων)

Moreda-Riviere Trefilerías, SA κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ευρωπαϊκή αγορά του προεντεταμένου χάλυβα – Καθορισμός των τιμών, κατανομή της αγοράς και ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών εμπορικής φύσεως – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ – Οικονομική ενότητα – Άμεση συμμετοχή στην παράβαση – Παράγωγη ευθύνη των μητρικών εταιριών – Διαδοχή επιχειρήσεων – Περίπλοκη παράβαση – Ενιαία και διαρκής παράβαση – Κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων – Αρχές της μη αναδρομικότητας και της νομιμότητας των ποινών – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Ικανότητα καταβολής προστίμου – Δικαιώματα άμυνας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Αίτηση επανεκτιμήσεως – Μη μεταβολή των πραγματικών περιστατικών – Απορριπτική επιστολή – Απαράδεκτο»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα)
της 2ας Ιουνίου 2016

Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Έννοια – Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα – Απόφαση του γενικού διευθυντή της ΓΔ ανταγωνισμού της Επιτροπής επί αιτήσεως επανεξετάσεως της ικανότητας επιχειρήσεων περί καταβολής του προστίμου που τους επιβλήθηκε για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού – Υποβολή της αιτήσεως αυτής κατόπιν εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής – Δεν υφίστανται νέα και ουσιώδη πραγματικά δεδομένα – Απαράδεκτο

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· ανακοίνωση της Επιτροπής 2006/C 210/02)

Στην περίπτωση υποβολής εκ μέρους επιχειρήσεων, στις οποίες επιβλήθηκε πρόστιμο για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, αιτήσεως περί μειώσεως του ποσού του προστίμου λόγω συνεκτιμήσεως της εκ μέρους τους αδυναμίας πληρωμής του, κατά την έννοια του άρθρου 35 των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003, μολονότι η Επιτροπή εσφαλμένως υποστηρίζει ότι μόνον η επιδείνωση της οικονομικής καταστάσεως μιας επιχειρήσεως θα μπορούσε να δικαιολογήσει την εκ μέρους της υποβολή νέας αιτήσεως για να εκτιμηθεί η ικανότητά της καταβολής προστίμου, εντούτοις, εάν η μόνη μεταβολή έναντι της πραγματικής καταστάσεως που εξέτασε η Επιτροπή, όταν εκτίμησε την ικανότητα μιας επιχειρήσεως για καταβολή προστίμου, συνίσταται στη βελτίωση της οικονομικής καταστάσεώς της, η επιχείρηση αυτή δεν μπορεί παραδεκτώς να ζητήσει από την Επιτροπή να επανεξετάσει την προηγούμενη θέση της. Κατά συνέπεια, σε μια τέτοια περίπτωση, η εκ μέρους της Επιτροπής απόρριψη της εν λόγω αιτήσεως επανεκτιμήσεως δεν συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής.

Πρέπει συνεπώς να γίνει διάκριση, στην περίπτωση που η διοίκηση έχει επιληφθεί αιτήσεως επανεξετάσεως μιας προγενεστέρως εκδοθείσας αποφάσεως, μεταξύ της εξετάσεως της πραγματικής και νομικής καταστάσεως στην οποία βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος και της επανεξετάσεως της προγενέστερης αποφάσεως. Η διοίκηση οφείλει να επανεξετάζει την απόφασή της μόνον εάν, κατόπιν εξετάσεως της καταστάσεως του ενδιαφερομένου, διαπιστώνει ουσιώδη πραγματική ή νομική μεταβολή της καταστάσεώς του. Αντιθέτως, ελλείψει ουσιώδους μεταβολής των πραγματικών ή νομικών δεδομένων, η διοίκηση δεν είναι υποχρεωμένη να επανεξετάζει τις αποφάσεις της, η δε απάντηση με την οποία απορρίπτει μια υποβληθείσα υπό τις εν λόγω συνθήκες αίτηση επανεξετάσεως δεν συνιστά απόφαση και, ως εκ τούτου, η ασκηθείσα κατά της εν λόγω απαντήσεως προσφυγή πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτη, διότι βάλλει κατά πράξεως μη δεκτικής προσφυγής. Εντούτοις, η εκτίμηση της διοικήσεως, κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος δεν προβάλλει κανένα νέο πραγματικό περιστατικό και δεν αποδεικνύει καμία ουσιώδη μεταβολή της πραγματικής και νομικής καταστάσεώς του, μπορεί να υποβληθεί στον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 556, 557)