Language of document : ECLI:EU:C:2015:393

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 11ης Ιουνίου 2015 (1)

Υπόθεση C‑408/14

Aliny Wojciechowski

κατά

Office national des pensions (ONP)

[αίτηση του tribunal du travail de Bruxelles (Βέλγιο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Συνταξιούχος υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Συνταξιοδοτικό δικαίωμα — Αρχή της μονάδας του ασφαλιστικού βίου — Σώρευση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων — Αρχή της καλόπιστης συνεργασίας — Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης»





1.        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών, καθώς και την ερμηνεία του άρθρου 34, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Η εν λόγω αίτηση υπεβλήθη στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της A. Wojciechowski, πρώην υπαλλήλου της Ένωσης, και του βελγικού Office national des pensions (ONP) [εθνικού οργανισμού συντάξεων του Βελγίου] (στο εξής: ONP) ανακύψασας κατόπιν της αρνήσεως του εν λόγω οργανισμού να χορηγήσει στην ενδιαφερόμενη σύνταξη.

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Α —      Το δίκαιο της Ένωσης

2.        Το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII, με τίτλο «Συνταξιοδοτικό καθεστώς», του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, o οποίος θεσπίσθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (2), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 1080/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010 (3) (στο εξής: ΚΥΚ), ορίζει:

«Ο υπάλληλος που εισέρχεται στην υπηρεσία της Ένωσης:

[...]

μετά την άσκηση μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας,

δικαιούται, από της μονιμοποιήσεώς του και μέχρι τη στιγμή που θεμελιώνει το δικαίωμα συντάξεως αρχαιότητας κατά την έννοια του άρθρου 77 του [ΚΥΚ], να ενεργήσει ώστε να καταβληθεί στην Ένωση το κεφάλαιο, με αναγωγή του σχετικού ποσού στο χρόνο της πραγματικής μεταφοράς του, που αντιπροσωπεύει τα δικαιώματα σύνταξης τα οποία έχει αποκτήσει βάσει των προαναφερομένων υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων.

[...]»

 Β —      Το βελγικό δίκαιο

3.        Το βασιλικό διάταγμα 50 της 24ης Οκτωβρίου 1967, περί συντάξεως γήρατος και επιζώντων των μισθωτών εργαζομένων (4), ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: βασιλικό διάταγμα 50), ορίζει στο άρθρο του 10bis (5), πρώτο και τέταρτο εδάφιο:

«Οσάκις ο μισθωτός εργαζόμενος δύναται να αξιώσει σύνταξη γήρατος δυνάμει του παρόντος διατάγματος και σύνταξη γήρατος ή ανάλογο ωφέλημα δυνάμει ενός ή πλειόνων άλλων συνταξιοδοτικών συστημάτων και το άθροισμα των κλασμάτων που εκφράζουν την αναλογία εκάστης εκ των εν λόγω συντάξεων υπερβαίνει τη μονάδα, αφαιρούνται από τον ασφαλιστικό βίο που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της συντάξεως τόσα έτη όσα απαιτούνται για την εξίσωση του εν λόγω αθροίσματος με τη μονάδα.

[...]

Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου ως “άλλο σύστημα” νοείται οιοδήποτε άλλο βελγικό σύστημα συντάξεων γήρατος και επιζώντων, πλην του συνταξιοδοτικού συστήματος των ανεξάρτητα απασχολούμενων, καθώς και ανάλογο σύστημα άλλου κράτους ή σύστημα εφαρμοζόμενο επί του προσωπικού οργανισμού του δημοσίου διεθνούς δικαίου.»

4.        Κατά το άρθρο 3 του βασιλικού διατάγματος της 14ης Οκτωβρίου 1983, περί εκτελέσεως του άρθρου 10bis του βασιλικού διατάγματος 50 της 24ης Οκτωβρίου 1967 περί συντάξεως γήρατος και επιζώντων των μισθωτών εργαζομένων (6) (στο εξής: βασιλικό διάταγμα της 14ης Οκτωβρίου 1983), ο αριθμός των ετών που αφαιρούνται κατ’ εφαρμογήν του προπαρατεθέντος άρθρου 10bis δεν δύναται να υπερβαίνει τα δεκαπέντε ούτε το πηλίκο, στρογγυλοποιημένο προς την αμέσως επόμενη ακέραιη μονάδα, της διαιρέσεως της διαφοράς μεταξύ του μετατρεπόμενου ποσού (7) και του κατ’ αποκοπήν ποσού (8) προς ποσό ίσο με το 10 % του εν λόγω κατ’ αποκοπήν ποσού.

5.        Η μείωση της διάρκειας του ασφαλιστικού βίου θίγει κατά προτεραιότητα τα έτη βάσει των οποίων θεμελιώνεται δικαίωμα για τη λιγότερο ευνοϊκή σύνταξη (9).

II – Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

6.        Από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι η A. Wojciechowski, Βελγίδα υπήκοος, εργάσθηκε ως μισθωτή στο Βέλγιο από το 1965 έως το 1977, εν συνεχεία δε ως μόνιμη υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από της 17ης Οκτωβρίου 1977 έως την 30ή Νοεμβρίου 2011.

7.        Τον Μάιο του 2012 ο ONP εξέτασε αυτεπαγγέλτως το δικαίωμα της A. Wojciechowski για λήψη συντάξεως μισθωτού, δεδομένου ότι την 26η Απριλίου 2013 αυτή θα συμπλήρωνε το νόμιμο ηλικιακό όριο συνταξιοδοτήσεως στο Βέλγιο (65 έτη).

8.        Στο έντυπο πρώτων πληροφοριών, το οποίο συμπλήρωσε την 21η Μαΐου 2012, η ενδιαφερόμενη δήλωσε ότι εργάσθηκε στο Βέλγιο ως μισθωτή από το 1965 έως το 1977, ενώ ανέφερε ότι από 1ης Δεκεμβρίου 2011 λαμβάνει σύνταξη από την Επιτροπή. Η A. Wojciechowski διευκρίνισε επίσης ότι από της εν λόγω ημερομηνίας είχε παύσει κάθε επαγγελματική δραστηριότητα.

9.        Με έγγραφο της 12ης Ιουνίου 2012 ο ONP ζήτησε από την Επιτροπή να διευκρινίσει εάν η A. Wojciechowski πληρούσε τις προϋποθέσεις για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος βάσει του συστήματος της Ένωσης. Με έγγραφο της 17ης Αυγούστου 2012 η Επιτροπή ενημέρωσε τον ONP ότι, συμφώνως προς τη διοικητική πρακτική της, είχε διαβιβάσει τα σχετικά με την απάντηση στοιχεία στην ενδιαφερόμενη.

10.      Με έγγραφο της 24ης Αυγούστου 2012 η A. Wojciechowski διαβίβασε στον ONP την παραληφθείσα από την Επιτροπή βεβαίωση, εκ της οποίας προκύπτει ότι αυτή λαμβάνει από 1ης Δεκεμβρίου 2011 σύνταξη από την Επιτροπή, καθορισθείσα βάσει των ασφαλιστικών εισφορών που αυτή είχε καταβάλει στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα κατά το διάστημα από της 17ης Οκτωβρίου 1977 έως την 30ή Νοεμβρίου 2011. Η A. Wojciechowski δεν κοινοποίησε στον ONP το ύψος της εν λόγω συντάξεως. Με το ίδιο έγγραφο η A. Wojciechowski επιβεβαίωσε εξάλλου στον ONP ότι δεν είχε κάνει χρήση της προσφερόμενης από το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ δυνατότητας να προβεί σε ενέργειες για την καταβολή στην Ένωση του κεφαλαίου που αντιστοιχεί στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αυτή είχε αποκτήσει βάσει της μισθωτής δραστηριότητάς της.

11.      Με απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2012 ο ONP, αναφερόμενος στο άρθρο 10bis του βασιλικού διατάγματος 50, επισήμανε στην ενδιαφερόμενη τα ακόλουθα:

«Πέραν της ασφαλιστικής διαδρομής σας [στον ΟΝP], έχετε ασφαλιστική διαδρομή σε άλλο συνταξιοδοτικό σύστημα (δημόσια υπηρεσία, διεθνής οργανισμός). Εντούτοις, υπέρβαση της μονάδας του ασφαλιστικού βίου, μέσω της σωρεύσεως των συνταξιοδοτικών συστημάτων, δεν επιτρέπεται, όπερ σημαίνει ότι η συνολική διάρκεια του ασφαλιστικού βίου σας δεν δύναται να υπερβαίνει τα 45 έτη. [...] ο ασφαλιστικός βίος σας πρέπει να μειωθεί κατά 10 έτη. [...]»

12.      Από την εν λόγω απόφαση προκύπτει ότι ο ONP δέχθηκε ότι η A. Wojciechowski είχε διανύσει 13/45 ασφαλιστικού βίου ως ασφαλισμένη στο σύστημα των μισθωτών και 45/45 ασφαλιστικού βίου ως ασφαλισμένη σε άλλο σύστημα. Κατ’ εφαρμογήν των κείμενων κανόνων υπολογισμού, ο ΟΝΡ αποφάσισε ότι η ενδιαφερόμενη δικαιούτο, βάσει του χρόνου ασφαλίσεώς της ως μισθωτής στο Βέλγιο, σύνταξη ύψους 83,05 ευρώ, αντίστοιχης σε 3/45 ασφαλιστικού βίου μισθωτού (10).

13.      Με ηλεκτρονική επιστολή της 13ης Νοεμβρίου 2012 ο ONP διευκρίνισε στην A. Wojciechowski ότι, δεδομένου ότι το ύψος της καταβαλλόμενης από την Επιτροπή συντάξεως δεν του είχε γνωστοποιηθεί, εκτιμούσε ότι, μετά 35 έτη υπηρεσίας της στο εν λόγω θεσμικό όργανο, το κλάσμα που εξέφραζε την αναλογία της συντάξεώς της που έπρεπε να ληφθεί υπόψη για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου 10 ισούτο με 70/70 ή 45/45 —λαμβανομένου υπόψη ότι για κάθε έτος συντάξιμης υπηρεσίας ο υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει αναλάβει καθήκοντα προ της 1ης Μαΐου 2004 λαμβάνει το 2 % του τελευταίου μισθού του, με ανώτατο ποσοστό το 70 % του τελευταίου βασικού μισθού του—, και ότι διαπιστωνόταν υπέρβαση της μονάδας του ασφαλιστικού βίου κατά 13 έτη.

14.      Ως προς τον υπολογισμό της περικοπής της συντάξεως εξαιτίας της εν λόγω υπερβάσεως, με την ίδια ηλεκτρονική επιστολή ο ONP επισήμανε στην ενδιαφερόμενη ότι, οσάκις το ποσό της συντάξεως που εισπράττεται από άλλο συνταξιοδοτικό σύστημα δεν είναι γνωστό, ο εν λόγω υπολογισμός πραγματοποιείται βάσει του μετατρεπόμενου ποσού του άλλου συστήματος, το οποίο, κατά μαχητό τεκμήριο, θεωρείται ότι είναι «ίσο με 2,5 φορές το κατ’ αποκοπήν ποσό των 6 506,98 [ευρώ] βάσει του δείκτη 138,01» (11). Εξ αυτού, κατά τον ONP, πρόεκυπτε ότι, εν αντιθέσει προς ό,τι είχε γίνει δεκτό με την απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2012, δεν ηδύνατο να συνυπολογισθεί κανένα έτος της επαγγελματικής δραστηριότητας της A. Wojciechowski ως μισθωτής. Ο ΟNP δεν κοινοποίησε νέα απόφαση στην ενδιαφερόμενη, αλλά από τον Ιούλιο του 2013 έπαυσε να της καταβάλλει σύνταξη.

15.      Με δικόγραφο που κατέθεσε την 11η Δεκεμβρίου 2012 η A. Wojciechowski άσκησε ενώπιον του tribunal du travail de Bruxelles (Βέλγιο) [πρωτοβάθμιο δικαστήριο αρμόδιο, μεταξύ άλλων, για διαφορές στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως] προσφυγή, ζητώντας να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της αποφάσεως της 11ης Σεπτεμβρίου 2012, καθώς και να υποχρεωθεί ο ONP να της απονείμει σύνταξη γήρατος καθοριζόμενη σε 13/45, ήτοι μηνιαία σύνταξη ύψους 367,07 ευρώ περίπου (12). Προς στήριξη της προσφυγής της η A. Wojciechowski υποστηρίζει επίσης ότι, εάν επί της καταστάσεώς της εφαρμοζόταν ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (13), ή ο κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (14), βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου (15), ο ONP δεν θα ηδύνατο να εφαρμόσει, για τον υπολογισμό της βελγικής συντάξεώς της, την εν λόγω αρχή της μονάδας του ασφαλιστικού βίου. Η A. Wojciechowski εκτιμά επίσης ότι ο ONP υπέπεσε σε πλάνη, καθώς ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας της στα θεσμικά όργανα ανέρχεται σε 34 έτη και 11 μήνες, ήτοι σε 35 έτη, και όχι σε 45. Στο πλαίσιο αυτό διερωτάται επί ποίας νομικής βάσεως προσδιόρισε ο ONP κατά προσέγγιση το ύψος της συντάξεως που αυτή λαμβάνει από την Ένωση.

16.      Ο ONP υποστηρίζει ότι οι καταβαλλόμενες από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης συντάξεις δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης περί σωρεύσεως, καθώς οι κανονισμοί 1408/71 και 883/2004 δεν τυγχάνουν εφαρμογής. Όπως επισημαίνει, το βελγικό Cour de cassation [ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο] απεφάνθη εξάλλου υπέρ της συνταγματικότητας της αρχής της μονάδας του ασφαλιστικού βίου, ενώ ο ίδιος εκτιμά ότι προέβη σε εφαρμογή της αρχή της προφυλάξεως, εφαρμόζοντας το άρθρο 10bis του βασιλικού διατάγματος 50 βάσει θεωρητικών υπολογισμών, εφόσον δεν είχε στη διάθεσή του τα ζητηθέντα από την Επιτροπή στοιχεία.

17.      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η αρχή της μονάδας του ασφαλιστικού βίου, καθιστά σαφή στην πράξη τον συμπληρωματικό χαρακτήρα του συνταξιοδοτικού συστήματος των μισθωτών σε σχέση με τα λοιπά συνταξιοδοτικά συστήματα· κατ’ επιταγήν της εν λόγω αρχής, όλοι οι αναγνωρισμένοι ασφαλιστικοί χρόνοι, πλην του διανυθέντος υπό καθεστώς ανεξάρτητα απασχολούμενου, προστίθενται σε εκείνον του μισθωτού και, οσάκις το σύνολο των κλασμάτων που εκφράζουν την αναλογία εκάστης των συντάξεων υπερβαίνει τη μονάδα, η επαγγελματική σταδιοδρομία που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της συντάξεως γήρατος μισθωτού μειώνεται κατά τόσα έτη όσα απαιτούνται για την εξίσωση του εν λόγω συνόλου με τη μονάδα. Κατά το αιτούν δικαστήριο, όπως έκρινε το βελγικό Cour constitutionnelle [Συνταγματικό Δικαστήριο] με την απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, το εν λόγω άρθρο 10bis σκοπεί στην εξασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως όλων των εργαζομένων με μικτή επαγγελματική σταδιοδρομία και, παράλληλα, στην περιστολή των δαπανών στον τομέα των συντάξεων.

18.      Το tribunal du travail de Bruxelles, αφού διαπιστώνει ότι το εφαρμοστέο επί του οργανικού προσωπικού της Επιτροπής σύστημα, ως σύστημα εφαρμοστέο επί του προσωπικού οργανισμού του δημοσίου διεθνούς δικαίου, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10bis του βασιλικού διατάγματος 50 και ότι, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου, η A. Wojciechowski δεν δύναται να επικαλείται τα άρθρα 45 ΣΛΕΕ και 48 ΣΛΕΕ ούτε τους κανονισμούς 1408/71 και 883/2004, παραθέτει εκτεταμένα αποσπάσματα της περί παραπομπής αποφάσεως του Cour du travail de Bruxelles [δευτεροβάθμιου δικαστηρίου εργατικών διαφορών των Βρυξελλών] στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Melchior (C‑647/13, EU:C:2015:54). Μολονότι εκτιμά ότι το σκεπτικό της εν λόγω αποφάσεως δεν δύναται να μεταφερθεί αυτούσιο στην υπό κρίση διαφορά, δεδομένου ότι οι επίμαχες βελγικές κανονιστικές ρυθμίσεις είναι διαφορετικές, και ότι ούτε η λύση που προκρίθηκε με την απόφαση My (C‑293/03, EU:C:2004:821) δύναται να εφαρμοσθεί ως έχει επί της διαφοράς την οποία καλείται να τάμει, το tribunal du travail de Bruxelles διατυπώνει την εκτίμηση ότι το άρθρο 10bis του βασιλικού διατάγματος 50 καθιστά ενδεχομένως δυσχερέστερη την εκ μέρους της Ένωσης πρόσληψη υπαλλήλων βελγικής υπηκοότητας με ορισμένη προϋπηρεσία.

19.      Υπό τις συνθήκες αυτές το Tribunal du travail de Bruxelles αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Προσκρούει, αφενός, στην αρχή της καλόπιστης συνεργασίας και στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και, αφετέρου, στο άρθρο 34, παράγραφος 1, του [Χάρτη], η εκ μέρους κράτους μέλους περικοπή ή ακόμη και άρνηση απονομής συντάξεως γήρατος οφειλόμενης σε μισθωτό εργαζόμενο βάσει του ασφαλιστικού χρόνου που αυτός διένυσε υπό τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους, όταν το σύνολο των ετών της ασφαλιστικής διαδρομής του εν λόγω εργαζομένου στο συγκεκριμένο κράτος μέλος και στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα υπερβαίνει τη μονάδα του ασφαλιστικού βίου των 45 ετών που προβλέπεται από το άρθρο 10bis του [βασιλικού διατάγματος 50];»

III – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

20.      Γραπτές παρατηρήσεις στην υπό κρίση υπόθεση κατέθεσαν, συμφώνως προς το άρθρο 23, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Βελγική Κυβέρνηση και η Επιτροπή. Η A. Wojciechowski, η οποία δεν κατέθεσε γραπτές παρατηρήσεις, ζήτησε με αίτησή της τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή βάσει του άρθρου 76, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

21.      Με διάταξη της 13ης Μαρτίου 2015 το Δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση της A. Wojciechowski για τη χορήγηση του ευεργετήματος της δικαστικής αρωγής.

22.      Η A. Wojciechowski, καθώς και η Βελγική Κυβέρνηση και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 7ης Μαΐου 2015.

IV – Επί του προδικαστικού ερωτήματος

 Α —      Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου και επί του παραδεκτού του προδικαστικού ερωτήματος

1.      Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

 α)     Επιχειρήματα της Βελγικής Κυβερνήσεως

23.      Η Βελγική Κυβέρνηση αμφισβητεί την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου επί του προδικαστικού ερωτήματος για τον λόγο ότι η υπόθεση της κύριας δίκης δεν παρουσιάζει κανένα συνδετικό στοιχείο με το δίκαιο της Ένωσης. Αφενός, η κατάσταση της A. Wojciechowski είναι αμιγώς εσωτερικής φύσεως και δεν άπτεται ούτε των διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων ούτε του κανονισμού 1408/71 ή του κανονισμού 883/2004. Αφετέρου, η διαφορά της κύριας δίκης δεν αφορά την άρνηση απονομής συντάξεως ή την περικοπή της συντάξεως την οποία η ενδιαφερόμενη δύναται να αξιώσει για τη σταδιοδρομία της στην Ένωση ούτε την άρνηση του ONP να λάβει υπόψη τα έτη υπηρεσίας της σε θεσμικό όργανο στο πλαίσιο του καθορισμού της συντάξεώς της βάσει του βελγικού συνταξιοδοτικού συστήματος, αφού η εν λόγω υπηρεσία ελήφθη πράγματι υπόψη. Κατά τη Βελγική Κυβέρνηση, η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, το οποίο καθιερώνει αμοιβαία υποχρέωση της Ένωσης και των κρατών μελών, δεν τυγχάνει εφαρμογής επί της υπό κρίση υποθέσεως, η οποία δεν δύναται να παραλληλισθεί ούτε με την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου (137/80, EU:C:1981:237), ούτε με την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση My (C‑293/03, EU:C:2004:821).

24.      Τέλος, κατά τη Βελγική Κυβέρνηση, εν προκειμένω δεν τυγχάνει εφαρμογής ούτε το άρθρο 34 του Χάρτη, καθόσον, αφενός, η εν λόγω διάταξη συνιστά απλή αρχή και όχι δίκαιο κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη και, αφετέρου, το άρθρο 10bis του βασιλικού διατάγματος 50 δεν δύναται να θεωρηθεί διάταξη θέτουσα σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης.

 β)      Ανάλυση

25.      Κατά πάγια νομολογία, υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει την ιδιότητα του εργαζομένου κατά την έννοια του άρθρου 45, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ εφόσον έχει ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας (16). Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι χρόνος υπηρεσίας σε διεθνή δημόσια υπηρεσία, όπως αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν δύναται να εξομοιωθεί με χρόνο υπηρεσίας στη δημόσια υπηρεσία άλλου κράτους μέλους και δεν μπορεί, επομένως, να δημιουργεί, αυτός καθ’ εαυτόν, σύνδεσμο με κάποια εκ των καταστάσεων που ρυθμίζονται από την εν λόγω διάταξη της Συνθήκης (17).

26.      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής και από τη δικογραφία προκύπτει ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του εργασιακού της βίου η A. Wojciechowski, βελγικής υπηκοότητας, διέμενε και εργαζόταν στο Βέλγιο (18), αρχικώς ως μισθωτή στον ιδιωτικό τομέα, εν συνεχεία δε στην υπηρεσία της Επιτροπής. Ουδέποτε κατά τη διάρκεια του εργασιακού της βίου απέκτησε την ιδιότητα του διακινούμενου εργαζομένου. Ως εκ τούτου, η κατάστασή της, η οποία παραμένει αμιγώς εσωτερικής φύσεως, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 45, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (19).

27.      Επιπροσθέτως, όπως ορθώς επισημαίνεται από το αιτούν δικαστήριο και από τη Βελγική Κυβέρνηση, η κατάσταση της A. Wojciechowski κατά το διάστημα κατά το οποίο αυτή εργάσθηκε στην υπηρεσία της Επιτροπής δεν εμπίπτει ούτε στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 ή του κανονισμού 883/2004. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει συναφώς ότι «οι υπάλληλοι [της Ένωσης] δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως εργαζόμενοι υπό την έννοια του κανονισμού 1408/71, εφόσον δεν υπάγονται σε εθνική νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως, όπως απαιτεί το άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο ορίζει το προσωπικό πεδίο εφαρμογής αυτού» (20).

28.      Εξάλλου, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η κατάσταση υπαλλήλου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης εκ μόνης της υπάρξεως εργασιακής σχέσεώς του, ενεστώσας ή παρελθούσας, με την Ένωση (21).

29.      Συνεπώς, το γεγονός και μόνον ότι η A. Wojciechowski έχει την ιδιότητα της συνταξιούχου υπαλλήλου δεν οδηγεί αυτοδικαίως στο συμπέρασμα ότι υφίσταται συνδετικό στοιχείο με το δίκαιο της Ένωσης. Συναφώς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, μολονότι υπό τη συγκεκριμένη ιδιότητά της η A. Wojciechowski εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ΚΥΚ, ήτοι μιας πράξεως «δεσμευτικ[ής] ως προς όλα τα μέρη τ[ης] και ισχύ[ουσας] άμεσα σε κάθε κράτος μέλος» (22), η οποία δεσμεύει τα κράτη μέλη «καθόσον η σύμπραξή τους είναι αναγκαία για την εφαρμογή τ[ης]» (23), είναι σαφές ότι καμία διάταξη του ΚΥΚ δεν ρυθμίζει άμεσα τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης.

30.      Ειδικότερα από καμία διάταξη του ΚΥΚ δεν δύναται να συναχθεί απαγόρευση για τα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη τη σύνταξη που καταβάλλεται από την Ένωση σε πρώην υπάλληλο αυτής στο πλαίσιο της εφαρμογής κανόνα του εθνικού δικαίου ο οποίος συνεπάγεται τον καθορισμό ανώτατου ορίου επί των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των οποίων την αναγνώριση ο εν λόγω υπάλληλος δύναται να αξιώσει βάσει της νομοθεσίας του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Αντιθέτως, κατά πάγια νομολογία, το δίκαιο της Ένωσης δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών να διαμορφώνουν τα συστήματά τους κοινωνικής ασφαλίσεως και, μολονότι κατά την άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης (24), ελλείψει εναρμονίσεως σε επίπεδο Ένωσης απόκειται σε κάθε κράτος μέλος να καθορίζει με τη νομοθεσία του, αφενός, τις προϋποθέσεις του δικαιώματος ή της υποχρεώσεως υπαγωγής σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως και, αφετέρου, τις προϋποθέσεις θεμελιώσεως δικαιώματος προς λήψη παροχών (25).

31.      Θα μπορούσε βεβαίως να υποστηριχθεί ότι η βελγική κανονιστική ρύθμιση θίγει την προβλεπόμενη από το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ δυνατότητα μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, στον βαθμό κατά τον οποίο, εάν δεν γίνει χρήση της εν λόγω δυνατότητας, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που έχουν αποκτηθεί κατά το βελγικό σύστημα προ της αναλήψεως υπηρεσίας στην Ένωση ενδέχεται να απολεσθούν, με αποτέλεσμα η εν λόγω δυνατότητα να μετατρέπεται εκ των πραγμάτων σε υποχρέωση, κατά παράβαση του σαφούς γράμματος της εν λόγω διατάξεως. Εντούτοις, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η A. Wojciechowski διαμαρτύρεται για τη μη αναγνώριση βάσει του βελγικού συστήματος συνταξιοδοτικού δικαιώματος για τις περιόδους κατά τις οποίες ήταν ασφαλισμένη σε αυτό και όχι για πρόσκομμα στη λειτουργία του προβλεπόμενου από την προπαρατεθείσα διάταξη του ΚΥΚ μηχανισμού μεταφοράς, ο οποίος έχει αποκλειστικώς ως σκοπό να καθιστά δυνατή την μετατροπή του κεφαλαίου που αντιστοιχεί στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που έχουν αποκτηθεί στο εθνικό σύστημα σε συντάξιμο χρόνο κατά το συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης, δυνατότητα την οποία η A. Wojciechowski απέκρουσε ρητώς.

32.      Δεδομένων των προεκτεθέντων, επιβάλλεται να τονισθεί ότι, με το πρώτο σκέλος του υποβληθέντος ερωτήματος το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επί της εφαρμογής επί της καταστάσεως της προσφεύγουσας της κύριας δίκης νομολογίας του Δικαστηρίου, διαμορφωθείσας με τις αποφάσεις Επιτροπή κατά Βελγίου (137/80, EU:C:1981:237) και My (C‑293/03, EU:C:2004:821), προσφάτως δε επικυρωθείσας με την απόφαση Melchior (C‑647/13, EU:C:2015:54), κατά την οποία το καθήκον καλόπιστης συνεργασίας και αρωγής που υπέχουν τα κράτη μέλη έναντι της Ένωσης και έκφανση του οποίου αποτελεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 10 EΚ (νυν άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ) υποχρέωση των κρατών μελών να διευκολύνουν την Ένωση στην εκπλήρωση της αποστολής της αποκλείει εθνική κανονιστική ρύθμιση ικανή να αποθαρρύνει την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας σε θεσμικό όργανο της Ένωσης, καθιστώντας δυσχερέστερη την πρόσληψη, εκ μέρους της Ένωσης υπαλλήλων των εθνικών διοικήσεων (26).

33.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης κανονιστική ρύθμιση και η εκ μέρους του ONP εφαρμογή αυτής στην περίπτωση της A. Wojciechowski ενδέχεται να υπερκεράζουν το εν λόγω καθήκον καλόπιστης συνεργασίας και αρωγής, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί και εφαρμοσθεί από το Δικαστήριο με την εν λόγω νομολογία.

34.      Υπό τις συνθήκες αυτές, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να απαντήσει επί του συγκεκριμένου σκέλους του προδικαστικού ερωτήματος δεν δύναται, κατά την άποψή μου, να αμφισβητηθεί. Η εν λόγω αρμοδιότητα έγινε εξάλλου σιωπηρώς δεκτή με την απόφαση Melchior (C‑647/13, EU:C:2015:54), με την οποία το Δικαστήριο απάντησε σε ανάλογο ερώτημα υποβληθέν από το cour du travail de Bruxelles, σχετικό με την εφαρμογή της βελγικής κανονιστικής ρυθμίσεως περί επιδόματος ανεργίας στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του ONP και πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου της Ένωσης, της οποίας η κατάσταση, ακριβώς όπως αυτή της A. Wojciechowski, δεν παρουσίαζε αλλά συνδετικά στοιχεία με το δίκαιο της Ένωσης (27).

35.      Το επιχείρημα της Βελγικής Κυβερνήσεως ότι η διαφορά της κύριας δίκης διαφέρει εκείνων επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις Επιτροπή κατά Βελγίου (137/80, EU:C:1981:237) και My (C‑293/03, EU:C:2004:821) και ότι, ως εκ τούτου, οι αρχές που το Δικαστήριο διατύπωσε με τις εν λόγω αποφάσεις δεν δύνανται να τύχουν εφαρμογής επί της καταστάσεως της A. Wojciechowski άπτεται της ουσίας του υποβληθέντος από το αιτούν δικαστήριο ερωτήματος και, συνεπώς, δεν δύναται να θέσει εν αμφιβόλω την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να απαντήσει σε αυτό.

36.      Ως προς το δεύτερο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος, το οποίο αφορά την ερμηνεία του άρθρου 34 του Χάρτη, φρονώ ότι, ελλείψει άλλων συνδετικών με το δίκαιο της Ένωσης στοιχείων, η εφαρμογή του Χάρτη και, κατά συνέπεια, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να απαντήσει επί του συγκεκριμένου σκέλους του ερωτήματος θα μπορούσαν να γίνουν δεκτές μόνον εάν η προπαρατεθείσα με το σημείο 32 των προτάσεων νομολογία του Δικαστηρίου ετύγχανε εφαρμογής επί της καταστάσεως της A. Wojciechowski (28).

2.      Επί του παραδεκτού του προδικαστικού ερωτήματος

37.      Για την περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο κρίνει εαυτό αρμόδιο, η Βελγική Κυβέρνηση αμφισβητεί το παραδεκτό του υποβληθέντος ερωτήματος, το οποίο είναι, κατά την άποψή της, αμιγώς υποθετικής φύσεως, καθώς το αιτούν δικαστήριο βασίζει την προδικαστική παραπομπή στην υπόθεση ότι το άρθρο 10bis του βασιλικού διατάγματος 50 «θα μπορούσε επίσης να καταστήσει δυσχερέστερη την πρόσληψη από τις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπαλλήλων βελγικής υπηκοότητας που έχουν ορισμένη προϋπηρεσία», υπόθεση η οποία δεν επαληθεύεται και είναι ξένη προς τη διαφορά της κύριας δίκης.

38.      Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι η προμνησθείσα με το σημείο 32 νομολογία βασίζεται κατ’ ουσίαν στη διαπίστωση της συνδρομής κινδύνου παρεμποδίσεως της εκπληρώσεως, εκ μέρους της Ένωσης, της αποστολής της, εξαιτίας της εφαρμογής εθνικών κανονιστικών ρυθμίσεων ικανών να αποθαρρύνουν την πρόσβαση ορισμένων κατηγοριών εργαζομένων στην ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση. Διατυπώνοντας την αμφισβητούμενη από τη Βελγική Κυβέρνηση υπόθεση, το αιτούν δικαστήριο όχι μόνο δεν εισάγει στοιχείο ξένο προς το υποστατό της διαφοράς της κύριας δίκης, αλλά διερωτάται κατ’ ουσίαν και, κατά συνέπεια, ερωτά το Δικαστήριο, περί της συνδρομής ή μη, υπό τις περιστάσεις της διαφοράς της κύριας δίκης, του εν λόγω κινδύνου, καθώς και περί της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων εφαρμογής της προαναφερθείσας νομολογίας.

 Β —      Επί της ουσίας

1.      Επί του πρώτου σκέλους του προδικαστικού ερωτήματος: η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας

39.      Με το πρώτο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματός του το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί κατά πόσον προσκρούει στην αρχή της καλόπιστης συνεργασίας η εκ μέρους κράτους μέλους περικοπή ή ακόμη και άρνηση απονομής συντάξεως γήρατος που οφείλεται σε μισθωτό εργαζόμενο βάσει ασφαλιστικών εισφορών τις οποίες αυτός κατέβαλε συμφώνως προς τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους, όταν το σύνολο των ετών της ασφαλιστικής διαδρομής του εργαζομένου στο εν λόγω κράτος μέλος και στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα υπερβαίνει την προβλεπόμενη από την εθνική νομοθεσία μονάδα του ασφαλιστικού βίου.

 α)     Παρατηρήσεις υποβληθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου

40.      Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι στο σκέλος του υποβληθέντος από το αιτούν δικαστήριο ερωτήματος που αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ προσήκει αρνητική απάντηση. Κατά την εν λόγω κυβέρνηση, η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο με τις προμνησθείσες με το σημείο 32 αποφάσεις, δεν τυγχάνει εφαρμογής επί της διαφοράς της κύριας δίκης, η οποία δεν αφορά την άρνηση των εθνικών αρχών να συνυπολογίσουν τον χρόνο υπηρεσίας εργαζομένου στην Ένωση κατά τον καθορισμό της συντάξεώς του βάσει του εθνικού συστήματος. Ο εν λόγω χρόνος υπηρεσίας ελήφθη πράγματι υπόψη στην περίπτωση της A. Wojciechowski. Όπως επισημαίνει η Βελγική Κυβέρνηση, το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ καθιερώνει αμοιβαία υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών.

41.      Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει επίσης ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας τυγχάνει εφαρμογής επί της διαφοράς της κύριας δίκης, ο προβλεπόμενος από τη βελγική νομοθεσία κανόνας της μονάδας του ασφαλιστικού βίου δεν δύναται να θίξει την εν λόγω αρχή. Συναφώς, η Βελγική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι η εν λόγω αρχή δεν δύναται να καταλήγει σε ευνοϊκή μεταχείριση των προσώπων που εργάσθηκαν ως μισθωτοί πριν συμπληρώσουν πλήρη σταδιοδρομία στην Ένωση ως υπάλληλοι έναντι των λοιπών εργαζομένων, ειδικότερα δε αυτών που έχουν μικτή σταδιοδρομία. Κατά τη Βελγική Κυβέρνηση, ο κανόνας της μονάδας του ασφαλιστικού βίου ερείδεται σε νόμιμο λόγο, ήτοι στην περιστολή των δαπανών στον τομέα των συντάξεων, καθώς και στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των εργαζομένων με μικτή ασφαλιστική διαδρομή. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το δίκαιο της Ένωσης δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών να διαμορφώνουν τα συστήματά τους κοινωνικής ασφαλίσεως και, ελλείψει εναρμονίσεως σε επίπεδο Ένωσης, απόκειται σε αυτά να ορίζουν τις προϋποθέσεις του δικαιώματος ή της υποχρεώσεως υπαγωγής σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, καθώς και τις προϋποθέσεις θεμελιώσεως δικαιώματος προς λήψη παροχών.

42.      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, εάν επί της διαφοράς της κύριας δίκης είχε εφαρμοσθεί ο κανονισμός 883/2004, οι βελγικές αρχές δεν θα μπορούσαν να αντιτάξουν στην A. Wojciechowski τον κανόνα της μονάδας του ασφαλιστικού βίου, διότι τούτο θα έθιγε την αρχή του συνυπολογισμού των διαφορετικών περιόδων ασφαλίσεως και θα ήταν αντίθετο προς το πνεύμα των προβλεπομένων από τον εν λόγω κανονισμό κανόνων αποκλεισμού της σωρεύσεως (29). Κατά την Επιτροπή, η ίδια λύση υπαγορεύεται από την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας την οποία υπέχει το Βασίλειο του Βελγίου από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ. Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει, αφενός, ότι ο κανόνας της μονάδας του ασφαλιστικού βίου δύναται να εμποδίζει και, συνεπώς, να αποθαρρύνει την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας στην υπηρεσία θεσμικού οργάνου της Ένωσης, στον βαθμό κατά τον οποίο, αποδεχόμενος θέση εργασίας σε ένα τέτοιο θεσμικό όργανο, ο εργαζόμενος θα στερείται προστασίας έναντι του προβλεπόμενου από τη βελγική νομοθεσία κανόνα αποκλεισμού της σωρεύσεως, κανόνα ο οποίος δεν θα μπορούσε να του αντιταχθεί εάν είχε ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας σε άλλο κράτος μέλος. Αφετέρου, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, κατά τη νομολογία, εκ του σκοπού προσλήψεως ειδικευμένου προσωπικού στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, σκοπού για την επίτευξη του οποίου τα κράτη μέλη συνεπικουρούν την Ένωση, απορρέει μια θεμελιώδης αρχή η οποία αποτελεί γνώμονα της νομολογίας του Δικαστηρίου, ήτοι η αρχή ότι τα δικαιώματα κοινωνικής ασφαλίσεως προσώπου το οποίο εργάσθηκε σε κράτος μέλος δεν δύνανται να αποδυναμώνονται για τον λόγο ότι το πρόσωπο αυτό εργάσθηκε στα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Κατά την Επιτροπή, οι διαφορές μεταξύ της υποθέσεως της κύριας δίκης και της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση My (C‑293/03, EU:C:2004:821) αποκλείουν την συναγωγή συμπεράσματος διαφορετικού εκείνου στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο με την εν λόγω απόφαση. Εξάλλου, ενδεχόμενη εφαρμογή εν προκειμένω του άρθρου 10bis του βασιλικού διατάγματος θα σήμαινε ότι η A. Wojciechowski κατέβαλε ασφαλιστικές εισφορές μη ανταποδοτικού χαρακτήρα στο βελγικό συνταξιοδοτικό σύστημα.

43.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Επιτροπή αποσαφήνισε περαιτέρω τη θέση της, επισημαίνοντας ότι η κατάσταση υπαλλήλου της Ένωσης πρέπει να εξομοιώνεται με εκείνη διακινούμενου εργαζομένου, ακόμη και αν αυτός δεν έχει ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας. Κατά την Επιτροπή, η προμνησθείσα με το σημείο 32 των προτάσεων νομολογιακή θέση διαμορφώθηκε από το Δικαστήριο με σκοπό την εξάλειψη ενδεχόμενων προσκομμάτων στην εφαρμογή, επί των υπαλλήλων της Ένωσης, των αρχών που απορρέουν από τους κανόνες της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.

44.      Βασιζόμενη, μεταξύ άλλων, στην απόφαση Melchior (C‑647/13, EU:C:2015:54), καθώς και στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón στην υπόθεση Časta (C‑166/12, EU:C:2013:443), η A. Wojciechowski υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με τον ΚΥΚ, καθιερώνει αρχή η οποία επιβάλλει την εξασφάλιση της συνέχειας υπό εθνικό καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως των δικαιωμάτων κοινωνικής ασφαλίσεως που έχει θεμελιώσει υπάλληλος της Ένωσης.

 β)     Ανάλυση

45.      Επιβάλλεται η εκ προοιμίου απόρριψη του επιχειρήματος της Βελγικής Κυβερνήσεως που αντλείται από τον αμοιβαίο χαρακτήρα της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας. Εάν αντιλαμβάνομαι ορθώς το εν λόγω επιχείρημα, η Βελγική Κυβέρνηση εκτιμά ότι, δυνάμει μιας τέτοιας αμοιβαιότητας, δεν δύναται να προσάπτεται σε κράτος μέλος ο μη συνυπολογισμός του χρόνου υπηρεσίας υπαλλήλου σε θεσμικό όργανο της Ένωσης για τη θεμελίωση των δικαιωμάτων του κοινωνικής ασφαλίσεως βάσει του εθνικού συστήματος, όπως στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις My (C‑293/03, EU:C:2004:821) και Melchior (C‑647/13, EU:C:2015:54) και, συγχρόνως, ο συνυπολογισμός του εν λόγω χρόνου, όπως στη διαφορά της κύριας δίκης.

46.      Είναι βεβαίως αδιαμφισβήτητο ότι η καθιερούμενη με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, όπως αυτή προβλέπεται πλέον ρητώς από το πρώτο εδάφιο της εν λόγω διατάξεως (30), συνεπάγεται καθήκον αμοιβαίας αρωγής μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών. Έπεται ότι παραβίαση της εν λόγω αρχής δύναται να στοιχειοθετείται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εν λόγω αμοιβαιότητα δεν εξασφαλίζεται, ιδίως όταν η υποχρέωση συνεργασίας βαρύνει μονομερώς τα κράτη μέλη ή ακόμη όταν το περιεχόμενο της εν λόγω υποχρεώσεως ορίζεται κατά τρόπο ο οποίος διεμβολίζει τη σφαίρα των αποκλειστικών αρμοδιοτήτων των κρατών μελών.

47.      Η περίπτωση αυτή δεν συντρέχει ωστόσο στην υπόθεση της κύριας δίκης.

48.      Συναφώς, επισημαίνεται, αφενός, ότι η προμνησθείσα με το σημείο 32 των προτάσεων νομολογία αφορά, κατ’ αρχήν, οιαδήποτε εθνική κανονιστική ρύθμιση ή πρακτική η οποία, μη εξασφαλίζοντας τη συνέχεια των κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων που έχουν διανύσει μέρος του εργασιακού τους βίου στην υπηρεσία θεσμικού οργάνου της Ένωσης, έχει ως αποτέλεσμα να αποθαρρύνει την ανάληψη υπηρεσίας στην Ένωση και, κατά συνέπεια, να καθιστά δυσχερέστερη την εκ μέρους της Ένωσης πρόσληψη του προσωπικού της. Εφόσον μια τέτοια εθνική κανονιστική ρύθμιση ή πρακτική αξιολογείται αποκλειστικώς σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά της, συνάγεται ότι δύναται να προσκρούει στην εν λόγω νομολογία τόσο η άρνηση των αρχών κράτους μέλους να λάβουν υπόψη τον χρόνο τον οποίο εργαζόμενος διένυσε ως υπάλληλος σε θεσμικό όργανο της Ένωσης για τη θεμελίωση δικαιώματος προβλεπόμενου από το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του εν λόγω κράτους όσο και, όπως στην περίπτωση της A. Wojciechowski, ο συνυπολογισμός του εν λόγω χρόνου με σκοπό τον περιορισμό ή ακόμη και την κατάργηση των δικαιωμάτων που ο εργαζόμενος απέκτησε βάσει του εν λόγω συστήματος (31). Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται από τη ratio της προμνησθείσας με το σημείο 32 των προτάσεων νομολογίας και δεν δύναται να θεωρηθεί ως παρορών τον αμοιβαίο χαρακτήρα του καθήκοντος καλόπιστης συνεργασίας.

49.      Αφετέρου, μολονότι είναι αληθές ότι, όπως υπενθυμίζει η Βελγική Κυβέρνηση, το δίκαιο της Ένωσης δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών να διαμορφώνουν τα συστήματά τους κοινωνικής ασφαλίσεως και ότι, ελλείψει εναρμονίσεως σε επίπεδο Ένωσης, απόκειται σε κάθε κράτος μέλος να καθορίζει με τη νομοθεσία του τις προϋποθέσεις χορηγήσεως παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως, κατά την άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης (32), συμπεριλαμβανομένων των αρχών που το Δικαστήριο, με την προμνησθείσα με το σημείο 32 των προτάσεων νομολογία, συνήγαγε από την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας σε συνδυασμό με τον ΚΥΚ.

50.      Ομοίως, εκτιμώ ότι δεν είναι πειστική η θέση της Επιτροπής, η οποία υποστηρίζει ότι επιβάλλεται ομοιομορφία μεταξύ των λύσεων που απορρέουν, αφενός, από την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και των διατάξεων του κανονισμού 883/2004 και, αφετέρου, από την προμνησθείσα με το σημείο 32 των προτάσεων νομολογία του Δικαστηρίου περί της εφαρμογής της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας (33).

51.      Κατ’ αρχάς, όπως ορθώς υπενθύμισε η Βελγική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, με την απόφαση My (C‑293/03, EU:C:2004:821, σκέψη 42) το Δικαστήριο απέκλεισε ρητώς, προκειμένου για την εφαρμογή του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, τη δυνατότητα εξομοιώσεως χρόνου υπηρεσίας διανυθέντος σε διεθνή δημόσια υπηρεσία, όπως αυτή της Ένωσης, με χρόνο διανυθέντα στη δημόσια υπηρεσία κράτους μέλους, διακρίνοντας, επομένως, σαφώς την κατάσταση διακινούμενου εργαζομένου από την κατάσταση υπαλλήλου ο οποίος δεν έχει κάνει χρήση του δικαιώματός του ελεύθερης κυκλοφορίας.

52.      Δεύτερον, όπως επισημάνθηκε με το σημείο 27 των προτάσεων, κατά πάγια νομολογία, η κατάσταση των υπαλλήλων της Ένωσης δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των εκδοθέντων επί τη βάσει του άρθρου 48 ΣΛΕΕ κανονισμών, οι οποίοι σκοπούν στον συντονισμό των νομοθεσιών των κρατών μελών στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, τούτο δε ακόμη και αν οι εν λόγω υπάλληλοι έχουν ασκήσει το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας.

53.      Τρίτον, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο με τις αποφάσεις του Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (315/85, EU:C:1987:569, σκέψη 21) και Časta (C‑166/12, EU:C:2013:792, σκέψη 30) σε σχέση με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου δεν σκοπούν σε εναρμόνιση ούτε σε συντονισμό των διαφόρων εθνικών διατάξεων στον τομέα των συντάξεων.

54.      Τέταρτον, καθιερώνοντας την αρχή ότι το κράτος μέλος που εκδίδει κανονιστική ρύθμιση ικανή να αποθαρρύνει την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας στην υπηρεσία ευρωπαϊκού θεσμικού οργάνου παραβαίνει το καθήκον του καλόπιστης συνεργασίας, όπως αυτό νοείται σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ΚΥΚ, η προμνησθείσα με το σημείο 32 των προτάσεων νομολογία σκοπεί στην άρση των προσκομμάτων που τέτοιου είδους εθνικές κανονιστικές ρυθμίσεις δύνανται να παρεμβάλλουν στην εκ μέρους της Ένωσης πρόσληψη του προσωπικού της συμφώνως προς τον σκοπό που εξαγγέλλεται με το άρθρο 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ (34). Ως εκ τούτου, λαμβανομένης υπόψη της ratio της εν λόγω νομολογίας, κατά την εφαρμογή αυτής πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα ώστε να εξακριβώνεται εάν η εκάστοτε επίμαχη κανονιστική ρύθμιση δύναται στην πράξη «να καταστήσει δυσχερέστερη» μια τέτοια πρόσληψη (35).

55.      Κατόπιν της εν λόγω διευκρινίσεως, επιβάλλεται να εξακριβωθεί κατά πόσον η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης κανονιστική ρύθμιση είναι ικανή να αποθαρρύνει την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας στην υπηρεσία θεσμικού οργάνου της Ένωσης κατά την έννοια της προμνησθείσας με το 32 σημείο των προτάσεων νομολογίας.

56.      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ως αντίθετη προς την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ΚΥΚ, εθνική κανονιστική ρύθμιση ικανή να καθιστά δυσχερέστερη την πρόσληψη σε θεσμικό όργανο της Ένωσης εργαζομένων με ορισμένη προϋπηρεσία (36), καθώς και εθνική κανονιστική ρύθμιση ικανή να παρεμποδίζει την πρόσληψη, εκ μέρους ενός εκ των εν λόγω οργάνων, έκτακτου προσωπικού (37).

57.      Στις υποθέσεις των κύριων δικών επί των οποίων εκδόθηκαν οι εν λόγω αποφάσεις, ο χρόνος υπηρεσίας σε θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν είχε συνυπολογισθεί για τη θεμελίωση δικαιώματος προς λήψη παροχών προβλεπόμενων από το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του οικείου κράτους μέλους των οποίων ο ενδιαφερόμενος θα δικαιούτο εάν, κατά το ίδιο διάστημα, υπαγόταν στο εν λόγω σύστημα. Αντιθέτως, στην παρούσα διαδικασία προδικαστικής παραπομπής, ο χρόνος υπηρεσίας της προσφεύγουσας της κύριας δίκης στην Ένωση ελήφθη υπόψη κατά τον υπολογισμό της συντάξεώς της γήρατος βάσει του βελγικού συνταξιοδοτικού συστήματος. Εντούτοις, το εν λόγω στοιχείο δεν δύναται, αυτό καθ’ εαυτό, να δικαιολογήσει διαφορετική λύση, αφ’ ης στιγμής ο συνυπολογισμός του χρόνου υπηρεσίας της A. Wojciechowski καταλήγει στο αυτό αποτέλεσμα, ήτοι στον περιορισμό ή ακόμη και στην κατάργηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των οποίων την αναγνώριση θα μπορούσε να αξιώσει από το βελγικό συνταξιοδοτικό σύστημα εάν δεν είχε εργασθεί σε θεσμικό όργανο της Ένωσης.

58.      Η προοπτική, όμως, της απώλειας τέτοιων πλεονεκτημάτων δύναται, κατ’ αρχήν, να αποτρέψει εργαζόμενο ο οποίος έχει διανύσει ασφαλιστικό χρόνο υπό το βελγικό συνταξιοδοτικό σύστημα από την αποδοχή θέσεως εργασίας σε θεσμικό όργανο της Ένωσης ή να τον ωθήσει να παραιτηθεί από τη θέση που κατέχει προ της συμπληρώσεως χρόνου πλήρους σταδιοδρομίας. Συνεπώς, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης κανονιστική ρύθμιση υπερκεράζει την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας νοούμενης σε συνδυασμό με τον ΚΥΚ, ακριβώς όπως οι επίμαχες κανονιστικές ρυθμίσεις στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν η απόφαση My (C‑293/03, EU:C:2004:821) και η διάταξη Ricci και Pisaneschi (C‑286/09 και C‑287/09, EU:C:2010:420).

59.      Επιβάλλεται εντούτοις η επισήμανση ότι αιτία της απώλειας του συνόλου των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των οποίων την αναγνώριση η A. Wojciechowski θα μπορούσε να αξιώσει εάν παρέμενε ασφαλισμένη στο βελγικό σύστημα των μισθωτών καθ’ όλη τη διάρκεια του εργασιακού της βίου δεν είναι αυτή καθ’ εαυτήν η εφαρμογή του προβλεπόμενου από το άρθρο 10bis του βασιλικού διατάγματος 50 κανόνα της μονάδας του ασφαλιστικού βίου, αλλά μάλλον ο τρόπος με τον οποίο ο ONP υπολόγισε το κλάσμα που εξέφραζε την αναλογία της συντάξεως από την Ένωση, εξομοιώνοντας τριακονταπενταετή υπηρεσία σε θεσμικό όργανο της Ένωσης με πλήρη σταδιοδρομία (45/45) κατά το βελγικό σύστημα. Πράγματι, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα της προσφεύγουσας της κύριας δίκης κατά το βελγικό σύστημα δεν θα είχαν ουδόλως θιγεί αν ο ONP είχε δεχθεί ότι τα 35 έτη που αυτή είχε διανύσει στην υπηρεσία της Επιτροπής ισοδυναμούσαν με κλάσμα 35/45 και αν είχε, ως εκ τούτου, δεχθεί ότι η συνολική επαγγελματική της σταδιοδρομία ισοδυναμούσε με 48/45, όπερ θα σήμαινε υπέρβαση της μονάδας του ασφαλιστικού βίου κατά τρία μόνον έτη. Επομένως, η παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ΚΥΚ δεν είναι απότοκος του κανόνα της μονάδας του ασφαλιστικού βίου, αλλά της μεθόδου που οι βελγικές αρχές εφάρμοσαν για τον υπολογισμό της αντιστοιχίας μεταξύ της βελγικής συντάξεως και της συντάξεως της Ένωσης.

60.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Βελγική Κυβέρνηση επέμεινε ιδιαιτέρως στη δυνατότητα που έχει ο εισερχόμενος στην υπηρεσία της Ένωσης υπάλληλος, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, από της μονιμοποιήσεώς του και έως το χρονικό σημείο κατά το οποίο θεμελιώνει δικαίωμα συντάξεως αρχαιότητας κατά την έννοια του άρθρου 77 του ΚΥΚ, να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την καταβολή στην Ένωση του κεφαλαίου που αντιστοιχεί στα αποκτηθέντα βάσει των προηγούμενων δραστηριοτήτων του συνταξιοδοτικά δικαιώματα, με αναγωγή του σχετικού ποσού στον χρόνο της πραγματικής μεταφοράς. Κατά την εν λόγω κυβέρνηση, η απώλεια των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων της A. Wojciechowski κατά το βελγικό σύστημα οφείλεται στο γεγονός ότι αυτή δεν έκανε χρήση της εν λόγω δυνατότητας.

61.      Συναφώς, είναι αληθές, όπως τονίζει εξάλλου και η Βελγική Κυβέρνηση, ότι με την απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου (137/80, EU:C:1981:237) το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, καθιερώνοντας υπέρ των υπαλλήλων σύστημα μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, η προαναφερθείσα διάταξη του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ «αποβλέπει στο να διευκολύνει την κίνηση από εθνικές θέσεις, δημόσιες ή ιδιωτικές, στην κοινοτική διοίκηση και στο να διασφαλίσει, με τον τρόπο αυτό, στις Κοινότητες τις καλύτερες δυνατότητες επιλογής ειδικευμένου προσωπικού, προικισμένου ήδη με κατάλληλη επαγγελματική πείρα» (38). Εντούτοις, η άσκηση μιας τέτοιας ευχέρειας επιτρέπει απλώς τη μετατροπή σε συντάξιμο χρόνο κατά το συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης του χρόνου ασφαλίσεως σε εθνικό σύστημα. Επομένως, προκειμένου για υπάλληλο ο οποίος, όπως η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, υπαγόταν επί σημαντικό αριθμό ετών σε εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα πριν συμπληρώσει πλήρη σταδιοδρομία σε θεσμικό όργανο της Ένωσης, μια τέτοια μεταφορά παρουσιάζει μεν το πλεονέκτημα ότι του προσφέρει τη δυνατότητα να συμπληρώσει νωρίτερα τον μέγιστο χρόνο της συντάξεως γήρατος από την Ένωση, του στερεί, ωστόσο, τη δυνατότητα να δικαιωθεί, πέραν αυτής της συντάξεως, σύνταξη από το εθνικό σύστημα βάσει των καταβληθεισών σε αυτό ασφαλιστικών εισφορών. Συνεπώς, μολονότι διευκολύνει τη μετάβαση από την εθνική αγορά εργασίας σε θέση εργασίας στην Ένωση, η δυνατότητα μιας τέτοιας μεταφοράς δεν αίρει τα μειονεκτήματα που συνεπάγεται για τον υπάλληλο η εφαρμογή της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης κανονιστικής ρυθμίσεως. Επιπροσθέτως, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII προβλέπει απλή δυνατότητα του υπαλλήλου και, συνεπώς, η μη χρήση της εν λόγω δυνατότητας δεν δύναται να επιφέρει απώλεια δικαιωμάτων που ο υπάλληλος απέκτησε βάσει των εισφορών που ο ίδιος κατέβαλε στο εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως.

62.      Βάσει της προεκτεθείσας συλλογιστικής, εκτιμώ ότι στο υποβληθέν από το tribunal du travail de Bruxelles προδικαστικό ερώτημα, καθό μέρος αφορά το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η εν λόγω διάταξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ΚΥΚ, αποκλείει κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει περικοπή ή ακόμη και κατάργηση της συντάξεως που οφείλεται σε μισθωτό εργαζόμενο βάσει ασφαλιστικών εισφορών που αυτός κατέβαλε συμφώνως προς τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους στην περίπτωση κατά την οποία ο συνολικός ασφαλιστικός χρόνος που ο εν λόγω εργαζόμενος πραγματοποίησε ως μισθωτός στο συγκεκριμένο κράτος μέλος αλλά και ως υπάλληλος της Ένωσης υπηρετήσας στο ίδιο κράτος μέλος υπερβαίνει τη μονάδα του ασφαλιστικού βίου, στον βαθμό κατά τον οποίο, λόγω της μεθόδου υπολογισμού του κλάσματος που εκφράζει την αναλογία της καταβαλλόμενης από την Ένωση συντάξεως, η περικοπή αυτή είναι μεγαλύτερη εκείνης η οποία θα είχε επέλθει εάν ο εν λόγω εργαζόμενος είχε διανύσει το σύνολο του εργασιακού του βίου ως μισθωτός στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

63.      Ως προς την ένσταση της Επιτροπής περί της δυνατότητας της προσφεύγουσας της κύριας δίκης να επικαλείται, έναντι των βελγικών αρχών, την υποχρέωση των κρατών μελών, η οποία απορρέει από την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας σε συνδυασμό με τον ΚΥΚ, να διευκολύνουν την εκπλήρωση της αποστολής της Ένωσης λαμβάνοντας μέριμνα, κατά την εφαρμογή των εθνικών κανονιστικών ρυθμίσεων στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, ώστε να μην αποθαρρύνεται η άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας στα θεσμικά όργανα αυτής, επισημαίνεται ότι με τις αποφάσεις My (C‑293/03, EU:C:2004:821) και Melchior (C‑647/13, EU:C:2015:54) το Δικαστήριο αναγνώρισε σιωπηρώς ότι η υποχρέωση αυτή παράγει άμεσα έννομα αποτελέσματα στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και των διοικουμένων τους. Κατά τα λοιπά κρίνεται σκόπιμη η παραπομπή στην υποσημείωση 26 των προτάσεών μου στην υπόθεση Melchior (C‑647/13, EU:C:2014:2301).

2.      Επί του δευτέρου σκέλους του προδικαστικού ερωτήματος: το άρθρο 34 του Χάρτη

64.      Δεδομένης της απαντήσεως που προτείνεται επί του σχετικού με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας σκέλους του προδικαστικού ερωτήματος, παρέλκει η εξέταση του εν λόγω ερωτήματος ομοίως υπό το πρίσμα του άρθρου 34 του Χάρτη.

65.      Εξάλλου, στην περίπτωση κατά την οποία, εν αντιθέσει προς την άποψη που προτείνεται εν προκειμένω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η εν λόγω αρχή δεν τυγχάνει εφαρμογής επί της διαφοράς της κύριας δίκης, δεν θα τυγχάνει επ’ αυτής εφαρμογής ούτε ο Χάρτης. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, τα κατοχυρούμενα στην έννομη τάξη της Ένωσης θεμελιώδη δικαιώματα τυγχάνουν εφαρμογής επί όλων των καταστάσεων που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, όχι όμως εκτός του πλαισίου των καταστάσεων αυτών (39). Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο με την απόφαση Åkerberg Fransson (EU:C:2013:105), δεν νοούνται περιπτώσεις εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, αλλά αποκλείουσες την εφαρμογή των εν λόγω θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συνεπώς, η δυνατότητα εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης συνεπάγεται τη δυνατότητα εφαρμογής των κατοχυρούμενων από τον Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων (40). Οσάκις, αντιθέτως, μια έννομη κατάσταση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί επ’ αυτής, οι δε διατάξεις του Χάρτη των οποίων ενδεχομένως γίνεται επίκληση δεν μπορούν, αυτές καθ’ εαυτές, να αποτελέσουν βάση της εν λόγω αρμοδιότητας (41). Εν προκειμένω, είναι σαφές ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης κανονιστική ρύθμιση, καθορίζοντας τους κανόνες υπολογισμού των παροχών συντάξεως γήρατος των μισθωτών, δεν θέτει σε εφαρμογή πράξη του παράγωγου δικαίου της Ένωσης. Εξάλλου, από την προεκτεθείσα ανάλυση συνάγεται ότι η έννομη κατάσταση της A. Wojciechowski είναι αμιγώς εσωτερικής φύσεως και δεν διέπεται απευθείας από διάταξη του ΚΥΚ (42). Επομένως, μόνον στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο κρίνει, όπως προτείνω, ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ΚΥΚ, τυγχάνει εφαρμογής επί της διαφοράς της κύριας δίκης, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι η κατάσταση της A. Wojciechowski διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης και ότι, επομένως, τυγχάνει επ’ αυτής εφαρμογής ο Χάρτης.

66.      Τέλος, στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο κρίνει, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι καίτοι εφαρμοστέο επί της διαφοράς της κύριας δίκης, το εν λόγω άρθρο δεν δύναται να αποτελέσει αντικείμενο επικλήσεως εκ μέρους της A. Wojciechowski, από την απόφαση Association de médiation sociale (C‑176/12, EU:C:2014:2) προκύπτει ότι ο Χάρτης θα εξακολουθούσε να τυγχάνει εφαρμογής (43). Υπενθυμίζεται, εντούτοις, ότι με την ίδια απόφαση το Δικαστήριο, εν αντιθέσει προς ό,τι είχε δεχθεί με την απόφαση Kücükdeveci (C‑555/07, EU:C:2010:21) ως προς την καθιερούμενη με άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, απεφάνθη ότι αυτοτελής επίκληση του άρθρου 27 στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς δεν χωρεί, δεδομένου ότι, προκειμένου να μπορεί το εν λόγω άρθρο να αναπτύξει πλήρως τα αποτελέσματά του, θα πρέπει αυτό να έχει προηγουμένως συγκεκριμενοποιηθεί μέσω διατάξεων του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου.

67.      Επί της ουσίας παραπέμπω, mutatis mutandis, στη συλλογιστική που ανέπτυξα με τις σκέψεις 60 έως 62 των προτάσεών μου στην υπόθεση Melchior (C‑647/13, EU:C:2014:2301). Φρονώ ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία, χωρίς να θίγει την ευχέρεια των κρατών μελών να προβλέπουν, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς τους για τη διαμόρφωση των συστημάτων τους κοινωνικής ασφαλίσεως, μηχανισμούς καθορισμού ανώτατου ορίου επί των παροχών ή κανόνες περί αποκλεισμού της σωρεύσεως, οδηγεί, στο πλαίσιο καταστάσεων όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, στην κατάργηση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που μισθωτός εργαζόμενος έχει αποκτήσει βάσει καταβληθεισών στο εθνικό σύστημα ασφαλιστικών εισφορών για τον λόγο ότι αυτός έχει πραγματοποιήσει πλήρη σταδιοδρομία σε θεσμικό όργανο της Ένωσης βάσει της οποίας θεμελιώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα κατά το συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης για περίοδο διαφορετική εκείνης κατά την οποία υπαγόταν στο εθνικό σύστημα δεν είναι συμβατή με τις καθιερούμενες με το άρθρο 34 του Χάρτη αρχές.

V –    Πρόταση

68.      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει επί του υποβληθέντος από το tribunal du travail de Bruxelles προδικαστικού ερωτήματος την ακόλουθη απάντηση:

«Το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, o οποίος θεσπίσθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 1080/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει την περικοπή ή ακόμη και την κατάργηση της συντάξεως γήρατος που οφείλεται σε μισθωτό εργαζόμενο βάσει ασφαλιστικών εισφορών που αυτός κατέβαλε συμφώνως προς τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους στην περίπτωση κατά την οποία ο συνολικός ασφαλιστικός χρόνος που ο εν λόγω εργαζόμενος πραγματοποίησε ως μισθωτός στο συγκεκριμένο κράτος μέλος αλλά και ως υπάλληλος της Ένωσης υπηρετήσας στο ίδιο κράτος μέλος υπερβαίνει τη μονάδα του ασφαλιστικού βίου, στον βαθμό κατά τον οποίο, λόγω της μεθόδου υπολογισμού του κλάσματος που εκφράζει την αναλογία της καταβαλλόμενης από την Ευρωπαϊκή Ένωση συντάξεως, η περικοπή αυτή είναι μεγαλύτερη εκείνης η οποία θα είχε επέλθει εάν ο εν λόγω εργαζόμενος είχε διανύσει το σύνολο του εργασιακού του βίου ως μισθωτός στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.»


1 — Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 —      ΕΕ ειδ. εκδ. 01/001, σ. 108.


3 — ΕΕ L 311, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2012, L 144, σ. 48.


4Moniteur belge [Επίσημη Εφημερίδα του Βασιλείου του Βελγίου] της 27ης Οκτωβρίου 1967, σ. 11246.


5 — Το εν λόγω άρθρο εισήχθη με το άρθρο 2 του βασιλικού διατάγματος 205 της 29ης Αυγούστου 1983, για την τροποποίηση της νομοθεσίας περί συντάξεων του κοινωνικού τομέα (Moniteur belge της 6ης Σεπτεμβρίου 1983, σ. 11096).


6Moniteur belge της 27ης Οκτωβρίου 1983, σ. 13650.


7 — Κατά το άρθρο 1, στοιχείο b, του βασιλικού διατάγματος της 14ης Οκτωβρίου 1983, το μετατρεπόμενο πόσο είναι το γινόμενο της χορηγoύμενης βάσει άλλου συστήματος συντάξεως επί το κλάσμα του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 10bis του βασιλικού διατάγματος 50 αντεστραμμένο, ήτοι επί το κλάσμα που εκφράζει την αναλογία της συντάξεως που εισπράττεται βάσει άλλου συστήματος αντεστραμμένο. Οσάκις το ποσό της εν λόγω συντάξεως δεν είναι γνωστό, το μετατρεπόμενο πόσο λογίζεται, βάσει διοικητικής πρακτικής και κατά μαχητό τεκμήριο, ίσο με 2,5 φορές το κατ’ αποκοπήν ποσό.


8 — Ως κατ’ αποκοπήν ποσό νοείται το 75 % των αναπροσαρμοζόμενων κατ’ αποκοπήν αποδοχών που λαμβάνονται υπόψη για απασχόληση εργάτη επί ένα έτος προ της 1ης Ιανουαρίου 1955 (άρθρο 1, στοιχείο c, του βασιλικού διατάγματος της 14ης Οκτωβρίου 1983).


9 —      Άρθρο 10bis, πρώτο εδάφιο, και άρθρο 3, τέταρτο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος της 14ης Οκτωβρίου 1983.


10 — Από τη δικογραφία προκύπτει ότι το 2006 και το 2007, κατ’ αίτηση της A. Wojciechowski, διάφορες βελγικές υπηρεσίες παροχής πληροφοριών είχαν εκτιμήσει τη σύνταξη που οφειλόταν σε αυτήν σε περίπτωση μη εφαρμογής του άρθρου 10bis του βασιλικού διατάγματος στο ποσό των 200 ευρώ περίπου.


11 — Κατ’ εφαρμογήν του βασιλικού διατάγματος της 14ης Οκτωβρίου 1983.


12 — H A. Wojciechowski άσκησε επίσης αγωγή, χαρακτηριζόμενη ως παρεμπίπτουσα, με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που είχε υποστεί από την απώλεια των 10/45 της συντάξεώς της από της ημερομηνίας απονομής της και των 13/45 αυτής από τον Ιούλιο του 2013 εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του ONP.


13 — ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73.


14 — ΕΕ L 166, σ. 1.


15 — Η A. Wojciechowski επικαλείται συναφώς τις αποφάσεις Larsy (C‑118/00, EU:C:2001:368), Tomaszewska (C‑440/09, EU:C:2011:114, σκέψεις 30 και 31), Lustig (C‑244/97, EU:C:1998:619, σκέψεις 30 και 31), καθώς και Bourgès‑Maunoury και Heintz (C‑558/10, EU:C:2012:418, σκέψη 33).


16 — Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Echternach και Moritz (389/87 και 390/87, EU:C:1989:130, σκέψη 11), Schmid (C‑310/91, EU:C:1993:221, σκέψη 20) και Ferlini (C‑411/98, EU:C:2000:530, σκέψη 42).


17 — Βλ. απόφαση My (C‑293/03, EU:C:2004:821, σκέψη 42).


18 —      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ο εκπρόσωπος της A. Wojciechowski αναφέρθηκε στην υπηρέτηση αυτής στο Λουξεμβούργο κατά τα δύο πρώτα έτη υπηρεσίας της στην Επιτροπή. Δεδομένου ότι το στοιχείο αυτό δεν περιλαμβάνεται στο παρατιθέμενο από το αιτούν δικαστήριο πλαίσιο των πραγματικών περιστατικών ούτε προκύπτει από την εκ μέρους του διαβιβασθείσα δικογραφία δεν δύναται να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο στην απάντησή του επί του προδικαστικού ερωτήματος.


19 — Βλ. απόφαση Uecker και Jacquet (C‑64/96 και C‑65/96, EU:C:1997:285, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


20 — Βλ. αποφάσεις Ferlini (C‑411/98, EU:C:2000:530, σκέψη 41) και My (C‑293/03, EU:C:2004:821, σκέψη 35), καθώς και διάταξη Ricci και Pisaneschi (C‑286/09 και C‑287/09, EU:C:2010:420, σκέψη 26).


21 — Βλ., συναφώς, απόφαση Johannes (C‑430/97, EU:C:1999:293, σκέψεις 26 έως 29). Το ζήτημα που ετίθετο στην εν λόγω υπόθεση ήταν κατά πόσον προσέκρουε στην προβλεπόμενη από το άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΚ απαγόρευση οιασδήποτε διακρίσεως λόγω ιθαγένειας δίκαιο κράτους μέλους ρυθμίζον τις συνέπειες του διαζυγίου μεταξύ υπαλλήλου των Κοινοτήτων και της πρώην συζύγου του το οποίο έχει ως αποτέλεσμα να φέρει ο εν λόγω υπάλληλος, λόγω της ιθαγένειάς του, μεγαλύτερα βάρη από υπάλληλο άλλης ιθαγένειας ευρισκόμενο στην ίδια θέση. Το Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε ότι η εν λόγω απαγόρευση περιορίζεται στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης, διατύπωσε τη θέση ότι ούτε οι εθνικές διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που καθορίζουν το εφαρμοστέο επί των συνεπειών διαζυγίου εθνικό ουσιαστικό δίκαιο ούτε οι εθνικές διατάξεις του αστικού δικαίου που διέπουν από ουσιαστικής απόψεως τις συνέπειες αυτές αποτελούν τμήμα του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης. Εντούτοις, το Δικαστήριο δεν έκρινε εαυτό αναρμόδιο να απαντήσει επί του προδικαστικού ερωτήματος, αλλά έδωσε στο ερώτημα αυτό αρνητική απάντηση.


22 — Βλ. άρθρο 11 του κανονισμού 259/68.


23 — Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Επιτροπή κατά Βελγίου (137/80, EU:C:1981:237, σκέψη 8), και Kristiansen (C‑92/02, EU:C:2003:652, σκέψη 32).


24 — Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (C‑255/09, EU:C:2011:695, σκέψεις 47 έως 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


25 — Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Kristiansen (C‑92/02, EU:C:2003:652, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


26 — Βλ., συναφώς, απόφαση Melchior (C‑647/13, EU:C:2015:54, σκέψη 26).


27 — Βλ., συναφώς, τις προτάσεις μου στην εν λόγω υπόθεση (C‑647/13, EU:C:2014:2301, σημεία 15 επ.).


28 — Θα περιορισθώ συναφώς στην παραπομπή στα σημεία 57 έως 59 των προτάσεών μου στην υπόθεση Melchior (C‑647/13, EU:C:2014:2301).


29 — Η Επιτροπή επικαλείται, μεταξύ άλλων, την απόφαση Larsy (C‑118/00, EU:C:2001:368).


30 — Το εν λόγω εδάφιο συνιστά καινοτομία σε σχέση με το άρθρο 10 ΕΚ. Εντούτοις, ήδη υπό την ισχύ του άρθρου 10 ΕΚ και, προηγουμένως, του άρθρου 5 της Συνθήκης ΕΚ το Δικαστήριο είχε αναγνωρίσει τον αμοιβαίο χαρακτήρα της υποχρεώσεως καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Βλ., συναφώς, διάταξη Zwartveld κ.λπ. (C‑2/88 IMM, EU:C:1990:440, σκέψεις 17 έως 21)· αποφάσεις First και Franex (C‑275/00, EU:C:2002:711, σκέψη 49), Ιρλανδία κατά Επιτροπής (C‑339/00, EU:C:2003:545, σκέψη 71), καθώς και Γερμανία κατά Επιτροπής (C‑344/01, EU:C:2004:121, σκέψεις 79 έως 81). Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Tizzano στην υπόθεση Ιρλανδία κατά Επιτροπής (C‑339/00, EU:C:2003:70, σημείο 73).


31 — Η Βελγική Κυβέρνηση δεν δύναται να αρύεται επιχείρημα υπέρ της θέσεώς της από την απόφαση Časta (C‑166/12, EU:C:2013:792) —η οποία αφορούσε, μεταξύ άλλων, την ερμηνεία της αρχής της συνεργασίας σε συνδυασμό με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ— και ιδίως από τη σκέψη 36 αυτής, με την οποία το Δικαστήριο δέχθηκε ότι «[η] ρύθμιση του συγκεκριμένου κράτους μέλους ενδέχεται να αποτελεί εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, ή να αντιβαίνει στις υποχρεώσεις που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ» μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο τρόπος υπολογισμού του κεφαλαίου που αντιστοιχεί στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που έχουν θεμελιωθεί βάσει του εθνικού συνταξιοδοτικού συστήματος και τα οποία πρόκειται να μεταφερθούν στο σύστημα της Ένωσης βάσει του εν λόγω άρθρου «αποκλίνει σημαντικά, προς όφελος ή εις βάρος του υπαλλήλου, από τη φύση, τις αρχές και τους κανόνες του εθνικού συνταξιοδοτικού συστήματος» (η υπογράμμιση δική μου). Συγκεκριμένα, πέραν του γεγονότος ότι δυσκολεύομαι να κατανοήσω τη θέση ότι η εφαρμογή ενός τρόπου υπολογισμού οποίος ευνοεί τον εργαζόμενο κατά τη μετάβασή του στην υπηρεσία της Ένωσης δύναται να συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία ή να θεωρείται αντίθετη προς την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, εκτιμώ ότι η εν λόγω σκέψη δεν δύναται να ερμηνευθεί κατά τον προτεινόμενο από τη Βελγική Κυβέρνηση τρόπο, ήτοι ως αναφορά στον αμοιβαίο χαρακτήρα του προβλεπόμενου από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ καθήκοντος καλόπιστης συνεργασίας και ως όριο στην εφαρμογή της προμνησθείσας με το σημείο 32 των προτάσεων νομολογίας. Στην πραγματικότητα, η απόφαση Časta αποκλείει τη λυσιτέλεια της εν λόγω νομολογίας ελλείψει αποδείξεως του χαρακτήρα της προβλεπόμενης από την εθνική νομοθεσία μεθόδου υπολογισμού ως συνεπαγομένης διάκριση εις βάρος των υπαλλήλων της Ένωσης (βλ., μεταξύ άλλων, πέραν της προπαρατεθείσας σκέψεως 36, τη σκέψη 38 της αποφάσεως Časta, C‑166/12, EU:C:2013:792).


32 — Συναφώς βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Kristiansen (C‑92/02, EU:C:2003:652, σκέψη 31), Elchinov (C‑173/09, EU:C:2010:581, σκέψη 40) και Melchior (C‑647/13, EU:C:2015:54, σκέψη 21).


33 — Επισημαίνεται εντούτοις ότι η αποδοχή μιας τέτοιας θέσεως θα είχε το αναντίρρητο πλεονέκτημα της εξομοιώσεως της καταστάσεως υπαλλήλου της Ένωσης υπηρετήσαντος σε κράτος μέλος διαφορετικό του κράτους μέλους καταγωγής του με εκείνην της καταστάσεως υπαλλήλου που δεν εγκατέλειψε ποτέ το εν λόγω κράτος.


34 — Κατά την εν λόγω διάταξη, «[η] πρόσληψη πρέπει να εξασφαλίζει στο θεσμικό όργανο τις υπηρεσίες υπαλλήλων που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, απόδοσης και ακεραιότητας και επιλέγονται από την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών της Ένωσης».


35 — Βλ., ως πλέον πρόσφατη, απόφαση Melchior (C‑647/13, EU:C:2015:54, σκέψη 27).


36 — Για περίπτωση στο πλαίσιο της οποίας, κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω κανονιστικής ρυθμίσεως εργαζόμενος που υπαγόταν προηγουμένως σε εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα κινδύνευε, αποδεχόμενος θέση εργασίας σε θεσμικό όργανο της Ένωσης, να απολέσει τη δυνατότητα να δικαιωθεί, βάσει του εν λόγω συστήματος, παροχή γήρατος την οποία θα δικαιούτο εάν δεν είχε αποδεχθεί την εν λόγω θέση εργασίας, βλ. απόφαση My (C‑293/03, EU:C:2004:821, σκέψεις 45 έως 48), και διάταξη Ricci και Pisaneschi (C‑286/09 και C‑287/09, EU:C:2010:420, σκέψεις 28 έως 34).


37 — Βλ. απόφαση Melchior (C‑647/13, EU:C:2015:54, σκέψη 27). Με την απόφαση Thitier (C‑333/88, EU:C:1990:131, σκέψη 16), αντιθέτως, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι η απώλεια φορολογικού πλεονεκτήματος προβλεπόμενου από την εθνική νομοθεσία, του οποίου δεν μπορούσαν να απολαύουν οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων, δεν ηδύνατο να αποτρέπει την είσοδο στην υπηρεσία των κοινοτικών οργάνων ή τη συνέχισή της απασχολήσεως σε αυτά και, συνεπώς, να παρακωλύει τη λειτουργία των εν λόγω οργάνων. Ομοίως, με τις προτάσεις μου στην υπόθεση Gysen (C‑449/06, EU:C:2007:663, σημεία 54 έως 61), απέκλεισα ένα τέτοιο αποτρεπτικό αποτέλεσμα προκειμένου για εθνική κανονιστική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία, στο πλαίσιο καταβολής, από τον αρμόδιο εθνικό οργανισμό, οικογενειακών επιδομάτων για συντηρούμενα τέκνα ελεύθερου επαγγελματία, το τέκνο για το οποίο ο εν λόγω επαγγελματίας δικαιούτο οικογενειακά επιδόματα καταβαλλόμενα δυνάμει του ΚΥΚ δεν ελαμβάνετο υπόψη για τον καθορισμό της τάξεως [σειράς στην ηλικιακή κατάταξη] των λοιπών τέκνων του ιδίου, τάξεως η οποία, κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω ρυθμίσεως, επηρέαζε το ύψος των οικογενειακών επιδομάτων που καταβάλλονταν για τα λοιπά τέκνα.


38 — Βλ. σκέψη 11.


39 — Βλ. απόφαση Åkerberg Fransson (C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 19). Βλ. επίσης απόφαση Pfleger κ.λπ. (C‑390/12, EU:C:2014:281, σκέψη 33).


40 — Βλ. αποφάσεις Åkerberg Fransson (C‑617-10, EU:C:2013:105, σκέψη 21) και Pfleger κ.λπ. (C‑390/12, EU:C:2014:281, σκέψη 34).


41 — Βλ. απόφαση Åkerberg Fransson (C‑617-10, EU:C:2013:105, σκέψη 22).


42 — Βλ. σημεία 26 έως 31 των παρουσών προτάσεων.


43 — Βλ. σκέψεις 30 έως 41 της εν λόγω αποφάσεως.