Language of document : ECLI:EU:T:2012:494

Υπόθεση T‑82/08

Guardian Industries Corp. και Guardian Europe Sàrl

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Αγορά επίπεδου γυαλιού στον ΕΟΧ — Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 EK — Καθορισμός των τιμών — Απόδειξη της παραβάσεως — Υπολογισμός του ύψους των προστίμων — Αποκλεισμός των πωλήσεων στη δέσμια αγορά — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Ίση μεταχείριση — Ελαφρυντικές περιστάσεις»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα)
της 27ης Σεπτεμβρίου 2012

1.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Τρόπος αποδείξεως — Χρήση δέσμης ενδείξεων — Απαιτούμενος βαθμός αποδεικτικής ισχύος — Απόφαση ως προς την οποία ο δικαστής εξακολουθεί να διατηρεί αμφιβολίες — Τήρηση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

2.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση που συνίσταται στη σύναψη συμφωνίας αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού — Απόφαση που βασίζεται σε έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία — Υποχρέωση αποδείξεως των επιχειρήσεων που αμφισβητούν το υποστατό της παραβάσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

3.      Συμπράξεις — Εναρμονισμένη πρακτική — Έννοια — Δήλωση περί των προθέσεων η οποία εξαλείφει ή μειώνει σημαντικά την αβεβαιότητα ως προς τη συμπεριφορά του επιχειρηματία στην αγορά — Επαρκές στοιχείο

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

4.      Συμπράξεις — Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση — Συμμετοχή επιχειρήσεως σε σύμπραξη ή σε εναρμονισμένη πρακτική — Κριτήρια — Συμβολή στην επίτευξη των κοινών στόχων

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

5.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διάρκειάς της — Αποδεικτική ισχύς των εκουσίων καταθέσεων στις οποίες προέβησαν οι κύριοι συμμετέχοντες σε σύμπραξη προκειμένου να τύχουν της εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας

(Άρθρο 81 ΕΚ· ανακοίνωση της Επιτροπής 2002/C 45/03)

6.      Συμπράξεις — Συμμετοχή σε συνεδριάσεις με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού — Περίσταση επιτρέπουσα, ελλείψει αποστασιοποιήσεως σε σχέση με τις ληφθείσες αποφάσεις, να συναχθεί η συμμετοχή στη συναφή σύμπραξη

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

7.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση που συνίσταται στη σύναψη συμφωνίας αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού — Υποχρέωση οριοθετήσεως της αγοράς — Μη υποχρέωση στην περίπτωση που το αντικείμενο μιας συμφωνίας έγκειται στον περιορισμό του ανταγωνισμού

(Άρθρο 81 ΕΚ)

8.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο

(Άρθρα 81 ΕΚ και 253 ΕΚ)

9.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως — Παράβαση διαπραχθείσα από περισσότερες επιχειρήσεις — Σοβαρότητα της συμμετοχής εκάστης επιχειρήσεως

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

10.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Ελαφρυντικές περιστάσεις — Επιχείρηση που επέδειξε παθητική συμπεριφορά ή μιμήθηκε άλλες επιχειρήσεις

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση της Επιτροπής 2006/C 210/02)

11.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Αποτρεπτικός χαρακτήρας — Υποχρέωση της Επιτροπής να αντιμετωπίζει διαφορετικά τις επιχειρήσεις που εμπλέκονται στην ίδια παράβαση αναλόγως του συνολικού κύκλου εργασιών τους ή του κύκλου εργασιών τους στην αγορά του επίμαχου προϊόντος — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

12.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Επιβαρυντικές περιστάσεις — Υποτροπή — Έννοια — Δεν υφίσταται προθεσμία παραγραφής — Παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου — Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας — Δεν υφίσταται — Δικαστικός έλεγχος

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση της Επιτροπής 2006/C 210/02)

1.      Το βάρος αποδείξεως παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ φέρει η αρχή που προβάλλει την παράβαση αυτή, δεδομένου ότι η εν λόγω αρχή οφείλει να προσκομίσει τα αποδεικτικά στοιχεία που είναι ικανά να αποδείξουν, επαρκώς κατά νόμον, την ύπαρξη πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την παράβαση. Επιπλέον, τυχόν αμφιβολία του δικαστή πρέπει να αποβαίνει υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση και, σύμφωνα με την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, ο δικαστής δεν μπορεί, συνεπώς, να συμπεράνει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο την ύπαρξη της επίδικης παραβάσεως, εφόσον διατηρεί ακόμη αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό, ιδίως στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση αποφάσεως περί επιβολής προστίμου. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να προσκομίζει η Επιτροπή ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει την αταλάντευτη πεποίθηση ότι η παράβαση όντως διαπράχθηκε. Εντούτοις, κάθε απόδειξη που προσκομίζει η Επιτροπή δεν χρειάζεται να ανταποκρίνεται απαραιτήτως στα κριτήρια αυτά σε σχέση προς κάθε στοιχείο της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το θεσμικό όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή.

Εξάλλου, είναι σύνηθες να αναπτύσσονται λαθραίως οι δραστηριότητες σχετικά με πρακτικές και συμφωνίες που θίγουν τον ανταγωνισμό, να πραγματοποιούνται μυστικές συναντήσεις και να περιορίζονται στο ελάχιστο τα σχετικά έγγραφα. Ως εκ τούτου, ακόμα και αν η Επιτροπή ανακαλύπτει στοιχεία τα οποία αποτελούν ρητές μαρτυρίες για παράνομες επαφές μεταξύ των επιχειρηματιών, τα στοιχεία αυτά είναι κατά κανόνα αποσπασματικά και διασκορπισμένα, με αποτέλεσμα να είναι συχνά αναγκαία η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών διά της επαγωγής. Κατά συνέπεια, στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από έναν ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 32-33)

2.      Όσον αφορά τις συμπράξεις, οσάκις η συλλογιστική της Επιτροπής στηρίζεται στην υπόθεση ότι τα αποδειχθέντα γεγονότα δεν μπορούν να εξηγηθούν διαφορετικά παρά μόνον σε συνάρτηση με εναρμονισμένη πρακτική μεταξύ των επιχειρήσεων, αρκεί να αποδείξουν οι προσφεύγουσες περιστατικά που φωτίζουν διαφορετικά τα αποδειχθέντα από την Επιτροπή γεγονότα και επιτρέπουν επομένως την υποκατάσταση της εξηγήσεως που δέχθηκε η Επιτροπή με άλλη εξήγηση των πραγματικών περιστατικών.

Η αρχή αυτή δεν εφαρμόζεται, εντούτοις, οσάκις οι διαπιστώσεις της Επιτροπής βασίζονται σε έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία

(βλ. σκέψεις 34-35)

3.      Συνιστά εναρμονισμένη πρακτική απαγορευόμενη από το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ επιχειρηματιών ικανή να αποκαλύψει σε ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που οι ίδιοι έχουν αποφασίσει ή έχουν κατά νου να τηρήσουν στην αγορά, οσάκις η επαφή αυτή έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού που δεν αντιστοιχούν στις κανονικές συνθήκες της αγοράς. Η μορφή αυτή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων αντικαθιστά ηθελημένα τους κινδύνους που ενέχει ο ανταγωνισμός με την έμπρακτη συνεργασία των επιχειρήσεων αυτών.

Για να στοιχειοθετηθεί εναρμονισμένη πρακτική δεν είναι, επομένως, αναγκαίο να αποδειχθεί ότι ο εν λόγω συμμετέχων στον ανταγωνισμό επιχειρηματίας ανέλαβε επισήμως δέσμευση, έναντι ενός ή περισσοτέρων άλλων ανταγωνιστών, να υιοθετήσει την τάδε ή τη δείνα συμπεριφορά ή ότι οι ανταγωνιστές καθόρισαν από κοινού τη μελλοντική συμπεριφορά τους στην αγορά. Αρκεί ο επιχειρηματίας, μέσω της δηλώσεώς του περί των προθέσεών του, να έχει εξαλείψει ή, τουλάχιστον, να έχει μειώσει σημαντικά την αβεβαιότητα ως προς την αναμενόμενη συμπεριφορά του στην αγορά.

(βλ. σκέψη 45)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 48)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 54)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 73-74)

7.      Η Επιτροπή υπέχει υποχρέωση οριοθέτησης της επίμαχης αγοράς σε απόφαση που εκδίδει κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 81 ΕΚ μόνον όταν, ελλείψει τέτοιας οριοθέτησης, είναι αδύνατο να καθοριστεί αν η συγκεκριμένη συμφωνία, απόφαση ένωσης επιχειρήσεων ή εναρμονισμένη πρακτική μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση των όρων του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς. Κατ’ αρχήν, αν το ίδιο το αντικείμενο μιας συμφωνίας έγκειται στον περιορισμό του ανταγωνισμού, δεν είναι αναγκαίο να προσδιοριστούν επακριβώς οι επίμαχες γεωγραφικές αγορές, εφόσον ο πραγματικός ή δυνητικός ανταγωνισμός στα εν λόγω εδάφη έχει πράγματι περιοριστεί, είτε αυτά τα εδάφη αποτελούν αγορές υπό στενή έννοια είτε όχι. Προκειμένου να καθορισθεί η γεωγραφική έκταση της παραβάσεως, την οποία θα υποχρεούται να λάβει υπόψη προκειμένου να αξιολογήσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως, αρκεί να εκτιμήσει η Επιτροπή τη μεγαλύτερη ή μικρότερη έκταση της γεωγραφικής ζώνης τής ή των οικείων αγορών, χωρίς να οφείλει να προσδιορίσει επακριβώς τις επίμαχες αγορές.

(βλ. σκέψη 90)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 102-103)

9.      Άπαξ μια παράβαση έχει διαπραχθεί από πλείονες επιχειρήσεις, στο πλαίσιο επιμετρήσεως του ποσού των προστίμων, πρέπει να εξετάζεται η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής καθεμιάς απ’ αυτές, πράγμα το οποίο συνεπάγεται, συγκεκριμένα, τη στοιχειοθέτηση των αντιστοίχων ρόλων τους στην παράβαση κατά τη διάρκεια της συμμετοχής τους στην παράβαση αυτή.

(βλ. σκέψη 109)

10.    Σύμφωνα με το σημείο 29, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003, ο παθητικός ρόλος μιας επιχειρήσεως στην πραγματοποίηση μιας συμπράξεως συνιστά, επομένως, ελαφρυντική περίσταση. Μεταξύ των στοιχείων από τα οποία μπορεί να προκύψει ο παθητικός ρόλος μιας επιχειρήσεως εντός της συμπράξεως μπορούν να ληφθούν υπόψη ο αισθητά σποραδικότερος χαρακτήρας των συμμετοχών της στις συσκέψεις σε σχέση με τα τακτικά μέλη της συμπράξεως, η μεταγενέστερη είσοδός της στην αγορά που αποτέλεσε το αντικείμενο της παραβάσεως, ανεξαρτήτως της διάρκειας της συμμετοχής της σ’ αυτήν, ή ακόμη η ύπαρξη ρητών σχετικών δηλώσεων εκπροσώπων τρίτων επιχειρήσεων που μετείχαν στην παράβαση. Η περίσταση κατά την οποία επιχείρηση υπήρξε το λιγότερο αποφασιστικό μέλος στις συσκέψεις της συμπράξεως ή περιορίσθηκε στη λήψη πληροφοριών που κοινοποιήθηκαν αργότερα από έναν ανταγωνιστή, δίχως να εκφράσει οιαδήποτε επιφύλαξη ή αντίρρηση, ουδόλως μπορεί να ασκεί επιρροή για τη στοιχειοθέτηση του παθητικού ρόλου της επιχειρήσεως αυτής εντός μιας συμπράξεως.

Ομοίως, το γεγονός ότι οι κατηγορούμενες επιχειρήσεις δεν εφάρμοσαν ορισμένες από τις αντίθετες στους κανόνες του ανταγωνισμού συναφθείσες συμφωνίες δεν επαρκεί ώστε να αποδειχθεί ότι είχαν ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά.

(βλ. σκέψεις 110-111, 113)

11.    Στον τομέα των προστίμων που επιβάλλονται λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού του δικαίου της Ένωσης, ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων αποτελεί ένα από τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του ποσού τους. Συγκεκριμένα, τα πρόστιμα τα οποία επιβάλλονται λόγω παραβάσεων του άρθρου 81 ΕΚ και προβλέπονται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 έχουν ως αντικείμενο να κολάσουν τις παράνομες πράξεις των οικείων επιχειρήσεων και να αποτρέψουν τόσο τις εν λόγω επιχειρήσεις όσο και άλλους επιχειρηματίες από τη μελλοντική παράβαση των κανόνων του δικαίου της Ένωσης περί ανταγωνισμού. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν υποχρεούται, κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου σε συνάρτηση με τη βαρύτητα και τη διάρκεια της επίμαχης παραβάσεως, να εξασφαλίζει, σε περίπτωση που επιβάλλονται πρόστιμα σε πολλές επιχειρήσεις εμπλεκόμενες στην ίδια παράβαση, ότι τα τελικά ποσά των προστίμων στα οποία καταλήγει ο υπολογισμός της για τις οικείες επιχειρήσεις αντανακλούν κάθε διαφοροποίηση μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών όσον αφορά τον ολικό ή τον σχετικό με την παράβαση κύκλο εργασιών τους.

(βλ. σκέψη 117)

12.    Ούτε ο κανονισμός 1/2003 ούτε οι κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων, τα οποία επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003, προβλέπουν μέγιστη προθεσμία πέραν της οποίας δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη τυχόν υποτροπή, κάτι που δεν αντιβαίνει στην αρχή της ασφαλείας δικαίου.

Εντούτοις, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος ο οποίος έχει παρέλθει μεταξύ της υπό κρίση παραβάσεως και μιας προγενέστερης παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, για την εκτίμηση της τάσεως της επιχειρήσεως να παραβαίνει τους εν λόγω κανόνες. Συνεπώς, στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου των πράξεων της Επιτροπής στον τομέα του δικαίου ανταγωνισμού, ο δικαστής ενδέχεται να κληθεί να ελέγξει κατά πόσον η Επιτροπή τήρησε την εν λόγω αρχή όταν προσαύξησε, λόγω υποτροπής, το επιβληθέν πρόστιμο και, ειδικότερα, κατά πόσον η προσαύξηση αυτή επιβαλλόταν, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του χρόνου που παρήλθε μεταξύ της επίμαχης παραβάσεως και της προγενέστερης παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού.

Όταν έχουν παρέλθει δεκαπέντε και πλέον έτη πριν την έναρξη της δεύτερης παραβάσεως που διέπραξαν οι επίμαχες εταιρίες και δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη συνέχειας μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης παραβάσεως, η περίοδος αυτή δεν επιτρέπει να επιβεβαιωθεί τυχόν τάση των επιχειρήσεων αυτών να παραβαίνουν τους κανόνες περί ανταγωνισμού. Επομένως, η Επιτροπή δεν παραβιάζει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων καθόσον κρίνει ότι η περίοδος που παρήλθε μεταξύ των δύο παραβάσεων ήταν αρκούντως μακρά ώστε να αποκλεισθεί μια προσαύξηση του προστίμου λόγω υποτροπής.

(βλ. σκέψεις 121-123)