Language of document : ECLI:EU:T:2014:1040

Υποθέσεις T‑472/09 και T‑55/10

SP SpA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Αγορά του οπλισμού σκυροδέματος σε ράβδους ή σε ρόλλους — Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 65 ΑΧ μετά τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 — Καθορισμός των τιμών και των προθεσμιών πληρωμής — Περιορισμός ή έλεγχος της παραγωγής ή των πωλήσεων — Παράβαση ουσιώδους τύπου — Νομική βάση — Υπέρβαση εξουσίας και καταστρατήγηση διαδικασίας — Πρόστιμα — Ανώτατο όριο του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 — Προσφυγή ακυρώσεως — Τροποποιητική απόφαση — Απαράδεκτο»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα)
της 9ης Δεκεμβρίου 2014

1.      Ένδικη διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Τυπικά στοιχεία — Προσδιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς — Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών — Απαιτήσεις ανάλογες με αυτές που ισχύουν για τις αιτιάσεις που προβάλλονται προς στήριξη λόγου ακυρώσεως

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1)

2.      Ένδικη διαδικασία — Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας — Ανάπτυξη προηγουμένως προβληθέντος ισχυρισμού — Παραδεκτό

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 44 § 1 και 48 § 2)

3.      Πράξεις των οργάνων — Τεκμήριο νομιμότητας — Ανυπόστατη πράξη — Έννοια

(Άρθρο 249 ΕΚ)

4.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολόγηση — Υποχρέωση — Περιεχόμενο — Απόφαση περί εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού κοινοποιηθείσα χωρίς τα παραρτήματά της — Πλαίσιο γνωστό στον ενδιαφερόμενο, το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος εις βάρος του μέτρου — Δεν συντρέχει παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

(Άρθρα 15 ΑΧ και 36 ΑΧ)

5.      Επιτροπή — Αρχή της συλλογικότητας — Περιεχόμενο — Απόφαση περί εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού κοινοποιηθείσα χωρίς τα παραρτήματά της — Παραβίαση της αρχής της συλλογικότητας — Δεν συντρέχει — Στοιχεία εκτεθέντα επαρκώς κατά νόμο στο περιεχόμενο της αποφάσεως

(Άρθρο 219 ΕΚ)

6.      Πράξεις των οργάνων — Επιλογή της νομικής βάσεως — Κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης — Απαίτηση σαφήνειας και προβλεψιμότητας — Ρητή μνεία της νομικής βάσεως — Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται, μετά τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, παράβαση του άρθρου 65 ΑΧ και επιβάλλονται κυρώσεις στην εμπλεκόμενη επιχείρηση — Νομική βάση αποτελούμενη από το άρθρο 7, παράγραφος 1, και από το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003

(Άρθρο 65 § 1 ΑΧ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 7 § 1 και 23 § 2)

7.      Συμπράξεις — Συμπράξεις που υπάγονται ratione materiae και ratione temporis στο νομικό καθεστώς της Συνθήκης ΕΚΑΧ — Λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ — Συνέχιση του καθεστώτος ελευθέρου ανταγωνισμού υπό τη Συνθήκη ΕΚ — Διατήρηση ελέγχου από την Επιτροπή, ενεργούσα εντός του νομικού πλαισίου του κανονισμού 1/2003

(Άρθρο 65 § 1 ΑΧ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου)

8.      Πράξεις των οργάνων — Διαχρονική εφαρμογή — Διαδικαστικοί κανόνες — Ουσιαστικοί κανόνες — Διάκριση — Λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ — Απόφαση περί εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού εκδοθείσα μετά τη λήξη αυτή και αφορώσα πραγματικά περιστατικά προγενέστερα της εν λόγω λήξεως — Αρχές της ασφάλειας δικαίου, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της νομιμότητας των ποινών — Νομικές καταστάσεις δημιουργηθείσες πριν από τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ — Υπαγωγή στο νομικό καθεστώς της Συνθήκης ΕΚΑΧ

(Άρθρο 65 § 1 ΑΧ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 49 § 1)

9.      Συμπράξεις — Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων — Προσβολή του ανταγωνισμού, υπό την έννοια του 65 ΑΧ — Κριτήρια εκτιμήσεως — Αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού — Επαρκής διαπίστωση

(Άρθρο 65 § 1 ΑΧ)

10.    Συμπράξεις — Σύνθετη παράβαση εμφανίζουσα στοιχεία συμφωνίας και στοιχεία εναρμονισμένης πρακτικής — Ενιαίος χαρακτηρισμός ως «συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής» — Επιτρέπεται — Συνέπειες ως προς την υποχρέωση αιτιολογήσεως

(Άρθρα 15 ΑΧ και 65 § 1 ΑΧ)

11.    Συμπράξεις — Εναρμονισμένη πρακτική — Έννοια — Συντονισμός και συνεργασία που δεν συνάδουν με την υποχρέωση εκάστης επιχειρήσεως να καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά — Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών — Τεκμήριο χρησιμοποιήσεως των πληροφοριών για τον καθορισμό της συμπεριφοράς στην αγορά— Απουσία επιπτώσεων για τον ανταγωνισμό στην αγορά — Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρο 65 § 1 ΑΧ)

12.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Αρχή της χρηστής διοικήσεως — Απαίτηση αμεροληψίας — Συνέπειες ως προς την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 37)

13.    Συμπράξεις — Συμμετοχή σε συνεδριάσεις με αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό — Περίσταση επιτρέπουσα, ελλείψει αποστασιοποιήσεως σε σχέση με τις ληφθείσες αποφάσεις, να συναχθεί η συμμετοχή στη συνακόλουθη σύμπραξη — Δημόσια αποστασιοποίηση — Περιοριστική ερμηνεία

(Άρθρο 65 § 1 ΑΧ)

14.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Τρόπος αποδείξεως — Έγγραφη απόδειξη — Εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας εγγράφου — Κριτήρια — Έλλειψη μονογραφής και υπογραφής — Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρο 65 ΑΧ)

15.    Συμπράξεις — Απαγόρευση — Παραβάσεις — Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση — Έννοια — Εκτίμηση — Καταλογισμός της ευθύνης σε μια επιχείρηση για το σύνολο της παραβάσεως — Επιτρέπεται

(Άρθρο 65 § 1 ΑΧ· άρθρο 81 ΕΚ)

16.    ΕΚΑΧ — Τιμές — Τιμοκατάλογοι — Υποχρεωτική δημοσιότητα —Συμβατό με τη απαγόρευση των συμπράξεων

(Άρθρα 60 ΑΧ και 65 § 1 ΑΧ)

17.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας — Περιεχόμενο της αρχής — Ακύρωση μιας πρώτης αποφάσεως της Επιτροπής περί διαπιστώσεως παραβάσεως — Έκδοση νέας αποφάσεως στηριζόμενης σε άλλη νομική βάση και σε προγενέστερες προπαρασκευαστικές πράξεις — Επιτρέπεται — Υποχρέωση νέας ανακοινώσεως αιτιάσεων — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 65 §§ 1, 4 και 5 ΑΧ)

18.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας — Πρόσβαση στον φάκελο — Περιεχόμενο — Άρνηση κοινοποιήσεως εγγράφου — Συνέπειες — Απαραίτητη η διάκριση μεταξύ εγγράφων με επιβαρυντικά στοιχεία και εγγράφων με ελαφρυντικά στοιχεία, όσον αφορά το βάρος αποδείξεως που φέρει η εμπλεκόμενη επιχείρηση

19.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Ανώτατο ποσό — Υπολογισμός — Κύκλος εργασιών που λαμβάνεται υπόψη — Σωρευτικός κύκλος εργασιών τον οποίο πραγματοποιεί το σύνολο των εταιριών που απαρτίζουν την οικονομική οντότητα η οποία ενεργεί ως επιχείρηση — Διάλυση της ενιαίας οικονομικής μονάδας κατά την επιβολή του προστίμου — Εφαρμογή του ανωτάτου ορίου στις κατ’ ιδίαν εταιρίες — Εταιρία υπό εκκαθάριση — Αδύνατο να της επιβληθεί πρόστιμο, διότι δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί η ύπαρξη οικονομικής ενότητας μεταξύ της εταιρίας αυτής και του ομίλου στον οποίο επιβλήθηκε το πρόστιμο

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

20.    Προσφυγή ακυρώσεως — Έννομο συμφέρον — Προσφυγή κατ’ αποφάσεως προσθέτουσας παραρτήματα σε υφιστάμενη απόφαση χωρίς να την τροποποιήσει επί της ουσίας — Προσφυγή που δεν είναι ικανή να παράσχει όφελος στον διάδικο που την άσκησε — Απαράδεκτο

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 65)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 66)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 72-74)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 78-83, 104)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 106, 107)

6.      Στο πλαίσιο της κοινοτικής έννομης τάξεως, τα θεσμικά όργανα διαθέτουν μόνον δοτές αρμοδιότητες. Για τον λόγο αυτόν, οι κοινοτικές πράξεις παραθέτουν στο προοίμιό τους τη νομική βάση που εξουσιοδοτεί το θεσμικό όργανο να ενεργήσει στον οικείο τομέα. Πράγματι, η επιλογή της προσήκουσας νομικής βάσεως ενέχει σπουδαιότητα συνταγματικού χαρακτήρα.

Απόφαση με την οποία η Επιτροπή διαπιστώνει, μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, ότι μια επιχείρηση υπέπεσε σε παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ και της επιβάλλει πρόστιμο, βρίσκει νομικό έρεισμα στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 για τη διαπίστωση της παραβάσεως και στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού για την επιβολή του προστίμου.

(βλ. σκέψεις 117, 121)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 122-138)

8.      Η εφαρμογή των κανόνων της Συνθήκης ΕΚ σε τομέα ο οποίος διεπόταν αρχικώς από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ πρέπει να πραγματοποιηθεί τηρουμένων των αρχών που διέπουν τη διαχρονική εφαρμογή του δικαίου. Συναφώς, καίτοι γίνεται εν γένει δεκτό ότι οι διαδικαστικοί κανόνες έχουν εφαρμογή εφ’ όλων των διαφορών που εκκρεμούν κατά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος των κανόνων αυτών, οι ουσιαστικοί κανόνες πρέπει να ερμηνεύονται, προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, υπό την έννοια ότι έχουν εφαρμογή επί καταστάσεων που έχουν διαμορφωθεί προ της ενάρξεως της ισχύος τους, μόνον εφόσον προκύπτει σαφώς από το γράμμα τους, τους σκοπούς ή την οικονομία τους ότι πρέπει να τους αναγνωρισθεί αναδρομική ισχύς.

Υπό το πρίσμα αυτό, όσον αφορά το ζήτημα των ουσιαστικών διατάξεων που έχουν εφαρμογή επί νομικής καταστάσεως η οποία διαμορφώθηκε οριστικώς προ της λήξεως ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η συνέχεια της έννομης τάξεως της Ένωσης και οι αφορώσες τις αρχές της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης απαιτήσεις επιβάλλουν την εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που θεσπίσθηκαν κατ’ εφαρμογήν της Συνθήκης ΕΚΑΧ επί των πραγματικών περιστατικών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους ratione materiae και ratione temporis. Συναφώς, η αρχή της νομοθετικής προβλέψεως των εγκλημάτων και των ποινών δεν επιτάσσει, όσον αφορά απόφαση επιβάλλουσα πρόστιμο λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, να είναι η επίμαχη πράξη παράνομη όχι μόνον κατά το χρονικό σημείο τελέσεώς της, αλλά και κατά το χρονικό σημείο τυπικής επιβολής της κυρώσεως.

(βλ. σκέψεις 140, 141, 143-145)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 150, 151, 162, 210, 220)

10.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 156-160, 167)

11.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 163-166, 178, 181, 269)

12.    Προκειμένου περί των διοικητικών διαδικασιών τις οποίες διεξάγει η Επιτροπή στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού, οσάκις τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν εξουσία εκτιμήσεως, ο σεβασμός των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών έχει κατά μείζονα λόγο θεμελιώδη σημασία. Ο σεβασμός των εγγυήσεων αυτών προβλέπεται, επιπλέον, στον κανονισμό 1/2003. Μεταξύ των εγγυήσεων αυτών περιλαμβάνεται, ιδίως, η υποχρέωση του αρμοδίου θεσμικού οργάνου να ερευνά, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Εξάλλου, οι αποδείξεις πρέπει να εκτιμώνται στο σύνολό τους, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων πραγματικών περιστάσεων.

(βλ. σκέψεις 184-187)

13.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 197, 223, 226)

14.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 201)

15.    Παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και, κατ’ αναλογίαν, του άρθρου 65 ΑΧ μπορεί να προκύπτει όχι μόνον από μεμονωμένη πράξη, αλλά και από σειρά πράξεων ή ακόμη και από διαρκή συμπεριφορά. Συναφώς, συμπεριφορές που αφορούν τον καθορισμό της βασικής τιμής ενός προϊόντος και τις προθεσμίες πληρωμής εκδηλώνονται ως περιστατικά πρακτικής εφαρμογής ενός και μόνου σχεδίου σκοπούντος στον καθορισμό μιας ελάχιστης συμφωνηθείσας τιμής, δεδομένου ότι έκαστη από τις συμπεριφορές αυτές συγκεκριμενοποιείται υπό τη μορφή διαδικασιών, οι οποίες κατά τον κρίσιμο χρόνο είναι κατά το μάλλον ή ήττον παρεμφερείς, μέσω των οποίων καθορίζεται η ελάχιστη συμφωνηθείσα τιμή.

Το γεγονός ότι έχουν υιοθετηθεί οι ίδιες συμπεριφορές όσον αφορά τις βασικές τιμές, τις πρόσθετες τιμές, τις προθεσμίες πληρωμής και ελέγχου ή περιορισμού της παραγωγής ή των πωλήσεων, τούτο δε επί πολλά έτη και ότι, επιπλέον, υπάρχουν αποδείξεις περί συσκέψεων για τον έλεγχο των συντονισμένων συμπεριφορών αποδεικνύει ότι η κατάσταση στην αγορά ήταν υπό μόνιμη εποπτεία και ότι, συνεπώς, αναλαμβάνονταν νέες πρωτοβουλίες όταν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις το έκριναν αναγκαίο, οπότε δεν τίθεται θέμα προσωρινής διάρκειας των επιμάχων συμπεριφορών.

(βλ. σκέψεις 211-213)

16.    Οι τιμές που περιλαμβάνονται στους τιμοκαταλόγους πρέπει να καθορίζονται από κάθε επιχείρηση ανεξάρτητα, χωρίς συμφωνία, έστω σιωπηρή, μεταξύ τους. Συνεπώς, όταν, στο πλαίσιο τακτικής συνεννοήσεως, ανταγωνίστριες επιχειρήσεις υιοθετούν διαρκή συμπεριφορά η οποία τείνει να εξαλείψει, τόσο μέσω συμφωνιών όσο και μέσω εναρμονισμένων πρακτικών, την αβεβαιότητα που αφορά, ιδίως, τις πρόσθετες τιμές λόγω διαστάσεων τις οποίες θα εφαρμόζουν στην αγορά, η συμπεριφορά αυτή αποτελεί απαγορευόμενη σύμπραξη, υπό την έννοια του άρθρου 65 ΑΧ.

(βλ. σκέψεις 231-232)

17.    Εφόσον έχει ακυρωθεί απόφαση της Επιτροπής περί διαπιστώσεως παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Συνθήκης ΕΚΑΧ και περί επιβολής προστίμων διότι η ισχύς του άρθρου 65, παράγραφοι 4 και 5, ΑΧ είχε λήξει και εφόσον, ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν μπορούσε πλέον να στηρίξει την αρμοδιότητά της στις διατάξεις αυτές, οι οποίες είχαν παύσει να ισχύουν κατά τον χρόνο εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως της Επιτροπής, η εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως με την οποία κηρύχθηκε η ακυρότητα αυτή επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να επαναλάβει τη διαδικασία από το ακριβές σημείο κατά το οποίο εχώρησε η παρανομία, ήτοι από το χρονικό σημείο εκδόσεως της ακυρωθείσας αποφάσεως. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν έχει, βάσει της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, υποχρέωση να απευθύνει στην προσφεύγουσα νέα ανακοίνωση των αιτιάσεων.

(βλ. σκέψεις 277, 280)

18.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 285-288)

19.    Το ανώτατο όριο του 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών που έχει πραγματοποιήσει κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος επιχείρηση στην οποία επιβάλλεται πρόστιμο λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, ανώτατο όριο καθοριζόμενο στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού 1/2003 ως το ανώτατο ποσό του προστίμου αυτού, έχει ως σκοπό, μεταξύ άλλων, να προστατεύει τις επιχειρήσεις από υπέρμετρα υψηλά πρόστιμα τα οποία θα μπορούσαν να καταστρέψουν την οικονομική υπόστασή τους. Επομένως, το ανώτατο όριο του προστίμου δεν αναφέρεται στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο διήρκεσαν οι παραβάσεις για τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις, διάστημα το οποίο ενδέχεται να έχει παρέλθει πολλά έτη πριν την ημερομηνία επιβολής του προστίμου, αλλά σε χρόνο εγγύτερο προς την ημερομηνία αυτή. Μόνον όταν διαπιστώνεται ότι πλείονες αποδέκτες αποτελούν επιχείρηση, υπό την έννοια της ενιαίας οικονομικής μονάδας που ευθύνεται για την παράβαση για την οποία επιβάλλονται κυρώσεις, τούτο δε ισχύει ακόμη κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, είναι δυνατό να υπολογιστεί το ανώτατο όριο βάσει του συνολικού κύκλου εργασιών της επιχειρήσεως αυτής, δηλαδή όλων μαζί των εταιριών που την απαρτίζουν. Αντιθέτως, αν αυτή η ενιαία οικονομική μονάδα έχει εν τω μεταξύ διαλυθεί, κάθε αποδέκτης της αποφάσεως δικαιούται να ζητήσει να εφαρμοσθεί χωριστά ως προς αυτόν το εν λόγω ανώτατο όριο. Συνεπώς, αν δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί η ύπαρξη οικονομικής ενότητας μεταξύ επιχειρήσεως και ομίλου επιχειρήσεων στον οποίο επιβλήθηκε το πρόστιμο και η επιχείρηση αυτή τελεί, κατά την επιβολή του προστίμου, υπό εκκαθάριση και δεν πραγματοποιεί, συνεπώς, κύκλο εργασιών, δεν είναι δυνατό να της επιβληθεί πρόστιμο.

Συναφώς, απλώς και μόνον το γεγονός ότι τα πρόσωπα που μετέχουν στο κεφάλαιο μιας επιχειρήσεως εκπροσωπούνται επίσης στο διοικητικό της συμβούλιο, χωρίς να διαθέτουν την πλειοψηφία στο συμβούλιο αυτό, δεν είναι δυνατό να δικαιολογήσει τη διαπίστωση ότι τα μέλη αυτά εξακολουθούσαν να ασκούν αποφασιστική επιρροή στην επιχείρηση αυτή κατά το χρονικό σημείο επιβολής του προστίμου. Ομοίως, ένα ανακοινωθέν Τύπου στο οποίο γίνεται μνεία στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ των μελών αυτών και ομίλου εταιριών δεν αρκεί για να αποδειχθεί η ύπαρξη, κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως της αποφάσεως που επέβαλε το πρόστιμο, αποφασιστικής επιρροής των μελών αυτών επί του εν λόγω ομίλου. Δεν θα μπορούσε ωσαύτως να στηρίξει την ύπαρξη οικονομικής ενότητας μεταξύ δύο εταιριών το μεμονωμένο γεγονός ότι η έδρα της μιας αντιστοιχεί στην έδρα της διοικήσεως της άλλης.

(βλ. σκέψεις 307, 308, 317, 318, 321, 324)

20.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 331-334)