Language of document : ECLI:EU:T:2015:473

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 7ης Ιουλίου 2015 (*)

«Πρόσβαση στα έγγραφα — Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 — Έγγραφα σχετικά με διαδικασία εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού — Αίτηση αφορώσα ένα σύνολο εγγράφων — Άρνηση προσβάσεως — Αίτηση αφορώσα μεμονωμένο έγγραφο — Πίνακας περιεχομένων — Υποχρέωση διεξαγωγής συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως — Εξαίρεση που αφορά την προστασία των εμπορικών συμφερόντων τρίτου — Εξαίρεση που αφορά την προστασία των σκοπών επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου — Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον — Αγωγή αποζημιώσεως — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑677/13,

Axa Versicherung AG, με έδρα την Κολωνία (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους C. Bahr, S. Dethof και A. Malec, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την F. Clotuche‑Duvieusart και τον H. Krämer, επικουρούμενους από τους R. Van der Hout και A. Köhler, δικηγόρους,

καθής,

υποστηριζόμενης από τη

Saint-Gobain Sekurit Deutschland GmbH & Co. KG, με έδρα το Aix-la-Chapelle (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους B. Meyring και E. Venot, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως Gestdem 2012/817 και 2012/3021 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2013, με την οποία απορρίφθηκαν δύο αιτήσεις προσβάσεως σε έγγραφα του φακέλου της υποθέσεως COMP/39.125 (Υαλοπίνακες αυτοκινήτου),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, N. J. Forwood (εισηγητή) και E. Bieliūnas, δικαστές,

γραμματέας: K. Andová, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Φεβρουαρίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με την απόφαση C(2008) 6815 τελικό, της 12ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [101 ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (COMP/39.125 — Υαλοπίνακες αυτοκινήτου) (στο εξής: απόφαση Υαλοπίνακες αυτοκινήτου), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διαπίστωσε τη συμμετοχή διαφόρων επιχειρήσεων σε σύνολο συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα των υαλοπινάκων αυτοκινήτου και τους επέβαλε πρόστιμα συνολικού ποσού 1,383 δισεκατομμυρίων ευρώ.

2        Μεταξύ των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων και αποδεκτών της αποφάσεως Υαλοπίνακες αυτοκινήτου περιλαμβάνονται, αφενός, η AGC Flat Glass Europe SA (νυν AGC Glass Europe SA), η AGC Automotive Europe SA και η AGC Automotive Germany GmbH (νυν AGC Glass Germany GmbH) (στο εξής, από κοινού: AGC), καθώς και, αφετέρου, η Saint-Gobain Glass France SA, η Saint-Gobain Sekurit France SA και η Saint-Gobain Sekurit Deutschland GmbH & Co. KG (στο εξής, από κοινού: SG).

3        Με έγγραφο της 16ης Φεβρουαρίου 2012, που καταχωρίσθηκε με την ένδειξη Gestdem 2012/817, η προσφεύγουσα, Axa Versicherung AG, η οποία δραστηριοποιείται ιδίως στον τομέα της ασφαλίσεως αυτοκινήτων στη Γερμανία, υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση προσβάσεως στο πλήρες κείμενο του πίνακα περιεχομένων του φακέλου της υποθέσεως COMP/39.125, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43, στο εξής: πρώτη αίτηση). Η προσφεύγουσα αιτιολόγησε την πρώτη αυτή αίτηση επικαλούμενη την ανάγκη να θεμελιώσει με αποδεικτικά στοιχεία την αγωγή αποζημιώσεως που άσκησε κατά της AGC στις 31 Ιανουαρίου 2012 ενώπιον του Landgericht Düsseldorf (περιφερειακού δικαστηρίου του Düsseldorf, Γερμανία), στο πλαίσιο της οποίας προσεπικάλεσε στη συνέχεια στη δίκη την SG. Με απόφαση της 7ης Μαρτίου 2012, η Επιτροπή παρέσχε στην προσφεύγουσα μερική πρόσβαση στο επίμαχο έγγραφο, επισημαίνοντας ότι τα λοιπά μέρη του εγγράφου αυτού δεν μπορούσαν να της κοινοποιηθούν, διότι καλύπτονταν από ορισμένες εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως προβλεπόμενες στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 (στο εξής: απόφαση της 7ης Μαρτίου 2012).

4        Με έγγραφο της 18ης Ιουνίου 2012, που καταχωρίστηκε με την ένδειξη Gestdem 2012/3021, η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή νέα αίτηση προσβάσεως, η οποία αφορούσε το πλήρες κείμενο ενός συνόλου εγγράφων περιεχόμενων στον φάκελο της υποθέσεως COMP/39.125 (στο εξής: δεύτερη αίτηση). Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της 3ης Αυγούστου 2012.

5        Με έγγραφα της 23ης Μαρτίου και της 17ης Αυγούστου 2012, η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή δύο επιβεβαιωτικές αιτήσεις προσβάσεως στα επίμαχα έγγραφα. Με την απόφαση Gestdem 2012/817 και 2012/3021, της 29ης Οκτωβρίου 2013 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή παρέσχε στην προσφεύγουσα πρόσβαση στον πίνακα περιεχομένων του φακέλου της υποθέσεως COMP/39.125 ευρύτερη από εκείνη που της είχε παράσχει με την από 7 Μαρτίου 2012 απόφασή της, ενώ συγχρόνως απέρριψε τις δύο επιβεβαιωτικές αιτήσεις κατά τα λοιπά.

6        Πριν καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, η Επιτροπή διαπίστωσε, πρώτον, ότι τα έγγραφα που αφορούν οι δύο αιτήσεις της προσφεύγουσας αποτελούσαν μέρος του φακέλου της διαδικασίας που κινήθηκε βάσει της αποφάσεως Υαλοπίνακες αυτοκινήτου, ότι είχαν ασκηθεί πολλές προσφυγές ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά της αποφάσεως αυτής και ότι οι προσφυγές αυτές εκκρεμούσαν ακόμη. Η Επιτροπή προσέθεσε ότι προσφυγές ακυρώσεως εκκρεμούσαν επίσης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά αποφάσεων του συμβούλου-ελεγκτή σχετικές με τη δημοσίευση οριστικού μη εμπιστευτικού κειμένου της αποφάσεως Υαλοπίνακες αυτοκινήτου (σημείο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

7        Δεύτερον, η Επιτροπή διευκρίνισε το πεδίο των δύο αιτήσεων της προσφεύγουσας. Διαπίστωσε, κατ’ ουσίαν, ότι η πρώτη αίτηση αφορούσε το πλήρες κείμενο του πίνακα περιεχομένων του φακέλου της υποθέσεως COMP/39.125 και ειδικότερα τρεις κατηγορίες πληροφοριών που δεν είχαν ήδη κοινοποιηθεί στην προσφεύγουσα με την απόφαση της 7ης Μαρτίου 2012, ήτοι, πρώτον, τις αναφορές στην αλληλογραφία που αντήλλαξε στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής με επιχειρήσεις που είχαν ζητήσει να υπαχθούν στο πεδίο εφαρμογής της ανακοινώσεως της Επιτροπής, της 8ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις συμπράξεων (ΕΕ C 298, σ. 17, στο εξής: πρόγραμμα επιείκειας), εφόσον οι πληροφορίες αυτές δεν μπορούν να αντληθούν από το προσωρινό μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως Υαλοπίνακες αυτοκινήτου και δεν είχαν αποκαλυφθεί στο πλαίσιο των προσφυγών ακυρώσεως που ασκήθηκαν κατά της αποφάσεως αυτής, δεύτερον, τα ονόματα φυσικών προσώπων και τις επωνυμίες τρίτων επιχειρήσεων και δικηγορικών γραφείων που μετείχαν στη διαδικασία και, τρίτον, ορισμένες εμπορικές μη δημοσιοποιηθείσες και δυνητικώς ευαίσθητες πληροφορίες (σημεία 2.1 και 2.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Όσον αφορά τη δεύτερη αίτηση, η Επιτροπή επισήμανε ότι αφορούσε σημαντικό σύνολο εγγράφων περιεχόμενων στον φάκελο της υποθέσεως COMP/39.125. Υποστήριξε επίσης ότι, σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, τα εν λόγω έγγραφα είχαν καταταγεί από τις υπηρεσίες της σε τέσσερις χωριστές κατηγορίες, σύμφωνα με τη σχετική παρουσίαση που είχε πραγματοποιήσει η ίδια, ήτοι στην αλληλογραφία της με τους αποδέκτες της αποφάσεως Υαλοπίνακες αυτοκινήτου (κατηγορία A), στην αλληλογραφία της με τρίτους (κατηγορία B), στα έγγραφα που προσκομίστηκαν στο πλαίσιο των επιθεωρήσεων που διενεργήθηκαν κατά τη διαδικασία (κατηγορία C) και στα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής (κατηγορία D) (σημεία 2.2 και 2.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

8        Τρίτον, η Επιτροπή επισήμανε ότι αποφάσισε να απορρίψει τη δεύτερη αίτηση για πολλούς λόγους (σημεία 3 και 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Καταρχάς, έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών διατάξεων της διαδικασίας εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 ΣΛΕΕ] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), και ο κανονισμός (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [101 ΣΛΕΕ] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 123, σ. 18), τα έγγραφα που περιέχει ο φάκελος των διαδικασιών εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού καλύπτονταν από γενικό τεκμήριο απαγορεύσεως της προσβάσεως δυνάμει του κανονισμού 1049/2001 (σημείο 4.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ακολούθως, έκρινε ότι έπρεπε, εν προκειμένω, να γίνει εν γένει δεκτό ότι όλα τα έγγραφα που αφορά η δεύτερη αίτηση καλύπτονταν από τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού αυτού, για την προστασία των σκοπών επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου, και το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του ίδιου κανονισμού, για την προστασία των εμπορικών συμφερόντων (σημείο 4.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τέλος, η Επιτροπή προσέθεσε ότι όλα τα έγγραφα που εμπίπτουν στην κατηγορία D καλύπτονταν, περαιτέρω, από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, σχετικά με την προστασία των γνωμοδοτήσεων που προορίζονται για εσωτερική χρήση του οικείου θεσμικού οργάνου (σημείο 4.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

9        Τέταρτον, η Επιτροπή αποφάσισε να παράσχει στην προσφεύγουσα περαιτέρω πρόσβαση στον πίνακα περιεχομένων του φακέλου της υποθέσεως COMP/39.125 (σημεία 3 και 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συναφώς, έκρινε ότι μπορούσε να της κοινοποιήσει τις πληροφορίες βάσει των οποίων μπορούσαν να προσδιοριστούν τα δικηγορικά γραφεία που είχαν εκπροσωπήσει τις μετέχουσες στη διαδικασία επιχειρήσεις, στο μέτρο που οι πληροφορίες αυτές είχαν πλέον ήδη δημοσιοποιηθεί. Αντιθέτως, έκρινε ότι οι λοιπές πληροφορίες την πρόσβαση στις οποίες είχε αρνηθεί στην προσφεύγουσα με την απόφαση της 7ης Μαρτίου 2012 εξακολουθούσαν να μην μπορούν να της κοινοποιηθούν, είτε επρόκειτο για αναφορές στην αλληλογραφία της με τις επιχειρήσεις που είχαν ζητήσει να υπαχθούν στο πρόγραμμα επιείκειας στο πλαίσιο της διαδικασίας (σημείο 5.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως) είτε για ονόματα φυσικών προσώπων (σημείο 5.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και επωνυμίες τρίτων επιχειρήσεων (σημείο 5.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως) που μετείχαν στην εν λόγω διαδικασία ή για διάφορες ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες (σημείο 5.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

10      Πέμπτον και τελευταίο, η Επιτροπή επισήμανε ότι δεν μπορούσε να παράσχει στην προσφεύγουσα μερική πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα, πέραν του πίνακα περιεχομένων του φακέλου (σημείο 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Προσέθεσε ότι δεν μπορούσε να διαπιστώσει την ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, κατά την έννοια του κανονισμού 1049/2001, ικανού να δικαιολογήσει την κοινοποίηση των εν λόγω πληροφοριών στην προσφεύγουσα παρά την εφαρμογή ορισμένων από τις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, του ίδιου κανονισμού (σημείο 7 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

11      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Δεκεμβρίου 2013, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

12      Κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά EnBW (C‑365/12 P, Συλλογή, EU:C:2014:112), το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από τους διαδίκους να υποβάλουν ενώπιόν του τις γραπτές παρατηρήσεις τους επί των δυνητικών επιπτώσεων της αποφάσεως αυτής στην υπό κρίση υπόθεση. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν εμπροθέσμως στο αίτημα αυτό.

13      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Απριλίου 2014, η Saint-Gobain Sekurit Deutschland GmbH & Co. KG (στο εξής: SGSD) ζήτησε να παρέμβει στη διαδικασία υπέρ της Επιτροπής. Κανείς από τους διαδίκους δεν προέβαλε αντιρρήσεις επ’ αυτού.

14      Με διάταξη του προέδρου του τρίτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Ιουνίου 2014, επετράπη στην SGSD να παρέμβει στη διαδικασία.

15      Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο, με διάταξη της 24ης Ιουνίου 2014, ζήτησε από την Επιτροπή να προσκομίσει το πλήρες κείμενο του πίνακα περιεχομένων του φακέλου της υποθέσεως COMP/39.125 και έθεσε γραπτές ερωτήσεις στους διαδίκους στις 25 Ιουνίου 2014. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν προς τα αιτήματα αυτά.

16      Το Γενικό Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 47, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, δεν ήταν αναγκαία μια δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων, επέτρεψε στους διαδίκους να συμπληρώσουν τον φάκελο, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος της προσφεύγουσας να της επιτραπεί να εκθέσει λεπτομερέστερες παρατηρήσεις επί της αποφάσεως Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω (EU:C:2014:112).

17      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

18      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 11ης Φεβρουαρίου 2015.

19      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

20      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

21      Η SGSD ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

22      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως αντλούμενους κατ’ ουσίαν:

–        ο πρώτος από παράβαση των άρθρων 2 και 4 του κανονισμού 1049/2001, κατά το μέτρο που η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της να προβεί σε εξατομικευμένη και συγκεκριμένη εξέταση των εγγράφων που αφορά η δεύτερη αίτηση·

–        ο δεύτερος από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, και του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, κατά το μέτρο που η Επιτροπή προέβη, στο πλαίσιο της εξετάσεως της δεύτερης αιτήσεως, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εξαιρέσεων από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα και της έννοιας του υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που προβλέπουν οι εν λόγω διατάξεις·

–        ο τρίτος από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, κατά το μέτρο που η Επιτροπή κακώς αρνήθηκε να της παράσχει μερική πρόσβαση στα έγγραφα που αφορά η δεύτερη αίτηση·

–        ο τέταρτος από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001, κατά το μέτρο που η Επιτροπή κακώς αρνήθηκε να της κοινοποιήσει το πλήρες έγγραφο που αφορά η πρώτη αίτηση·

–        ο πέμπτος από ανεπαρκή αιτιολογία.

23      Λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου τους, ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να εξεταστούν από κοινού, καθώς επίσης και ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως κατά το μέτρο που αφορά τη δεύτερη αίτηση (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:C:2014:112, σκέψεις 33 και 34), και στη συνέχεια να εξεταστούν από κοινού ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως και ο πέμπτος κατά το μέτρο που αφορά την πρώτη αίτηση.

 Α —      Επί του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, καθώς και επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως κατά το μέτρο που αφορά τη δεύτερη αίτηση

24      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, βάσει ανελαστικής και αόριστης συλλογιστικής η οποία θα μπορούσε να προβληθεί προς απόρριψη κάθε αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα που αφορούν διαδικασία εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού, ότι όλα τα έγγραφα που αφορά η δεύτερη αίτηση καλύπτονταν από γενικό τεκμήριο απαγορεύσεως της προσβάσεως βάσει του κανονισμού 1049/2001 και, κατά συνέπεια, απορρίπτοντας την αίτηση αυτή χωρίς προηγουμένως να έχει προβεί σε εξατομικευμένη και συγκεκριμένη εξέταση των εγγράφων που η αίτηση αυτή αφορά.

25      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των τριών εξαιρέσεων από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα που προβλήθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για το σύνολο των εγγράφων που αφορά η δεύτερη αίτηση ή για τις κατηγορίες εγγράφων που πλασματικά καθόρισαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω). Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, δεν προβλήθηκε ούτε η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 για την προστασία των εμπορικών συμφερόντων ούτε εκείνη του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού αυτού για την προστασία των σκοπών επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου ούτε εκείνη του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού όσον αφορά την προστασία των εσωτερικών γνωμοδοτήσεων των θεσμικών οργάνων. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ή σε πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον παρέλειψε να λάβει υπόψη το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που συνίσταται στην παροχή στους ζημιωθέντες από αντίθετες προς τον ανταγωνισμό πρακτικές της δυνατότητας να προβάλουν το δικαίωμά τους αποζημιώσεως και, κατόπιν σταθμίσεως αυτού του υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος και του συμφέροντος που προστατεύεται από καθεμία εκ των τριών επίμαχων εξαιρέσεων, να κοινοποιήσει στην προσφεύγουσα τα έγγραφα του φακέλου της υποθέσεως COMP/39.125 τα οποία εκείνη χρειαζόταν για να μπορέσει να ασκήσει αποτελεσματικά το εν λόγω δικαίωμα.

26      Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 και παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον παρέλειψε να της παράσχει πρόσβαση στα έγγραφα ή σε μέρη εγγράφων που αφορά η δεύτερη αίτηση και τα οποία δεν μπορούσαν να καλυφθούν από τις εξαιρέσεις στις οποίες στηρίχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση.

27      Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή δεν συμμορφώθηκε προς την υποχρέωση αιτιολογίας που επιβάλλει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, καθόσον απέρριψε τη δεύτερη αίτηση βάσει ανελαστικής και αόριστης συλλογιστικής η οποία εφαρμόστηκε για το σύνολο των επίμαχων εγγράφων ή κατηγοριών εγγράφων, αντί να ληφθεί υπόψη το συγκεκριμένο περιεχόμενό τους.

28      Με την απάντησή της στις γραπτές ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατόπιν της αποφάσεως Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω (EU:C:2014:112), και ακολούθως με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα υποστήριξε, τέλος, κατ’ ουσίαν, ότι η απόφαση αυτή δεν έθετε εν αμφιβόλω τη βασιμότητα των διαφόρων αυτών λόγων ακυρώσεως.

29      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την SGSD, αμφισβητεί συνολικώς τη βασιμότητα αυτών των επιχειρημάτων.

30      Πρέπει, συναφώς, να εξεταστούν, πρώτον, τα διάφορα επιχειρήματα της προσφεύγουσας με τα οποία αμφισβητεί τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι έπρεπε να γίνει εν γένει δεκτό ότι τα έγγραφα που αφορά η δεύτερη αίτηση καλύπτονταν από ορισμένες από τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα που κατοχυρώνει ο κανονισμός 1049/2001 και, δεύτερον, τα επιχειρήματα που θέτουν εν αμφιβόλω τη διαπίστωση της Επιτροπής περί απουσίας υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος το οποίο δικαιολογεί την κοινολόγηση των εν λόγω εγγράφων.

1.     Επί του γενικού τεκμηρίου και των εξαιρέσεων που εφαρμόζει η Επιτροπή

31      Δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, κάθε πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο κατοικεί ή έχει την έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

32      Επί της βάσεως αυτής, ο κανονισμός 1049/2001 έχει ως σκοπό να παράσχει στο κοινό το δικαίωμα μιας όσο το δυνατόν ευρύτερης προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, προβλέποντας, όπως προκύπτει ιδίως από το καθεστώς εξαιρέσεων του άρθρου 4, ορισμένους περιορισμούς, για λόγους δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος (αποφάσεις της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, C‑139/07 P, Συλλογή, EU:C:2010:376, σκέψη 51, και Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:C:2014:112, σκέψη 61).

33      Ειδικότερα, από το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε έγγραφο η κοινολόγηση του οποίου θα έθιγε την προστασία των εμπορικών συμφερόντων ενός συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, καθώς και την προστασία του σκοπού επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου, εκτός εάν η κοινολόγηση του εγγράφου προσκρούει σε υπέρτερο δημόσιο συμφέρον.

34      Αυτό το καθεστώς των εξαιρέσεων στηρίζεται σε στάθμιση των διαφόρων συγκρουόμενων συμφερόντων, δηλαδή των συμφερόντων που θα ικανοποιούνταν από την κοινολόγηση των οικείων εγγράφων και των συμφερόντων που θα θίγονταν από την κοινολόγηση αυτή (αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN και Φινλανδία κατά Επιτροπής, C‑514/11 P και C‑605/11 P, Συλλογή, EU:C:2013:738, σκέψη 42, και Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:C:2014:112, σκέψη 63).

35      Οι εξαιρέσεις που προβλέπει, δεδομένου ότι συνιστούν παρέκκλιση από τη γενική αρχή της κατά το δυνατόν ευρύτερης προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα της Ένωσης, πρέπει να ερμηνεύονται στενά και να εφαρμόζονται αυστηρά (αποφάσεις της 17ης Οκτωβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Access Info Europe, C‑280/11 P, Συλλογή, EU:C:2013:671, σκέψη 30, και της 3ης Ιουλίου 2014, Συμβούλιο κατά in’t Veld, C‑350/12 P, Συλλογή, EU:C:2014:2039, σκέψη 48).

36      Επομένως, για να δικαιολογηθεί η άρνηση προσβάσεως σε έγγραφο του οποίου ζητήθηκε η κοινολόγηση, δεν αρκεί, καταρχήν, το έγγραφο αυτό να αφορά δραστηριότητα αναφερόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001. Εναπόκειται επίσης, καταρχήν, στο θεσμικό όργανο στο οποίο απευθύνεται η αίτηση να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους η πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο μπορεί να θίξει συγκεκριμένα και πραγματικά το προστατευόμενο από την/τις εξαίρεση/εξαιρέσεις συμφέρον που επικαλείται (αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, C‑39/05 P και C‑52/05 P, Συλλογή, EU:C:2008:374, σκέψη 49, και Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:C:2014:112, σκέψη 64). Επιπλέον, ο κίνδυνος προσβολής του συμφέροντος αυτού πρέπει να είναι ευλόγως προβλέψιμος και όχι αμιγώς υποθετικός (αποφάσεις Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 43, και Συμβούλιο κατά Access Info Europe, σκέψη 35 ανωτέρω, EU:C:2013:671, σκέψη 31).

37      Εντούτοις, το οικείο θεσμικό όργανο μπορεί θεμιτώς να στηριχθεί σε γενικά τεκμήρια εφαρμοζόμενα σε ορισμένες κατηγορίες εγγράφων, καθόσον παρόμοιες εκτιμήσεις μπορούν να ισχύουν στην περίπτωση αιτήσεων αφορωσών έγγραφα της ίδιας φύσεως (αποφάσεις Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, σκέψη 32 ανωτέρω, EU:C:2010:376, σκέψη 54, και Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:C:2014:112, σκέψη 65).

38      Πράγματι, στην περίπτωση αιτήσεως που αφορά σύνολο εγγράφων συγκεκριμένης φύσεως, είναι θεμιτό να στηριχθεί το οικείο θεσμικό όργανο στο γενικό τεκμήριο κατά το οποίο η κοινολόγησή τους θα έθιγε, καταρχήν, την προστασία κάποιου από τα αριθμούμενα στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 συμφέροντα, ενέργεια που του παρέχει τη δυνατότητα να εξετάσει με ανάλογο τρόπο αίτηση αφορώσα σύνολο εγγράφων (αποφάσεις LPN και Φινλανδία κατά Επιτροπής, σκέψη 34 ανωτέρω, EU:C:2013:738, σκέψεις 47 και 48, και Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:C:2014:112, σκέψεις 67 και 68).

39      Ειδικότερα, σε περίπτωση αιτήσεως που αφορά σύνολο εγγράφων περιεχόμενων στον φάκελο διαδικασίας εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού, ο δικαστής της Ένωσης έχει κρίνει, καταρχάς, ότι η Επιτροπή μπορούσε βασίμως να θεωρήσει, χωρίς να προβεί σε εξατομικευμένη και συγκεκριμένη εξέταση των εν λόγω εγγράφων, ότι η κοινολόγησή τους θίγει, καταρχήν, τόσο την προστασία των σκοπών που επιδιώκουν οι δραστηριότητες επιθεωρήσεως και έρευνας όσο και την προστασία των εμπορικών συμφερόντων των επιχειρήσεων που μετέχουν στη διαδικασία, που συνδέονται αναπόσπαστα σε ένα τέτοιο πλαίσιο (βλ., συναφώς, αποφάσεις Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:C:2014:112, σκέψεις 79 έως 93, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, T‑380/08, Συλλογή, EU:T:2013:480, σκέψεις 30 έως 42).

40      Λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογίας της εν λόγω νομολογίας (βλ. σκέψεις 37 και 38 ανωτέρω), η προσφυγή σε ένα τέτοιο τεκμήριο δεν περιορίζεται ούτε στην περίπτωση κατά την οποία με την αίτηση ζητείται πρόσβαση στο «σύνολο» των εγγράφων που περιέχει ο φάκελος μιας διαδικασίας εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού ούτε στην περίπτωση κατά την οποία η αίτηση αφορά «γενικό και μη διαφοροποιημένο» σύνολο εγγράφων εντός του εν λόγω φακέλου, όπως υποστήριξε η προσφεύγουσα με το υπόμνημα απαντήσεως. Αντιθέτως, όπως ορθώς επισήμαναν η Επιτροπή και η SGSD με το υπόμνημα ανταπαντήσεως και το υπόμνημα παρεμβάσεως, μπορεί επίσης να ζητηθεί πρόσβαση στην περίπτωση κατά την οποία πρόκειται περί πιο ειδικού συνόλου εγγράφων του φακέλου, τα οποία προσδιορίστηκαν με βάση τα κοινά χαρακτηριστικά τους ή το ότι ανήκουν σε μία ή περισσότερες γενικές κατηγορίες (βλ., συναφώς, απόφαση της 28ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, C‑404/10 P, Συλλογή, EU:C:2012:393, σκέψεις 10 και 123), όπως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι έπραξε εν προκειμένω. Κατά τα λοιπά, ο προσδιορισμός στον οποίο προέβη η προσφεύγουσα είναι πολύ σχετικός, στο μέτρο που η ενδιαφερομένη περιορίστηκε στην κατάταξη των εγγράφων στα οποία γίνεται αναφορά στον πίνακα περιεχομένων του φακέλου σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με το αν τα θεωρούσε «κρίσιμα», «δυνητικώς κρίσιμα» ή «μη κρίσιμα», και να εναποθέσει, βάσει της κατηγοριοποιήσεως αυτής, την ένδειξη «1», «2» ή «3» στο περιθώριο των αντίστοιχων αναφορών.

41      Εν συνεχεία, ο δικαστής της Ένωσης έκρινε ότι η Επιτροπή δικαιούται να προσφύγει σε ένα τέτοιο γενικό τεκμήριο καθόσο διάστημα η οικεία διαδικασία δεν μπορεί να θεωρηθεί περατωθείσα, είτε διότι δεν έχει ακόμη καταλήξει στην έκδοση αποφάσεως είτε διότι έχουν ασκηθεί κατά της αποφάσεως αυτής προσφυγές ακυρώσεως οι οποίες εκκρεμούν κατά τον χρόνο κατά τον οποίο υποβάλλεται στην Επιτροπή η αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα που περιέχει ο φάκελος και εκείνη αποφαίνεται επ’ αυτής (βλ., συναφώς, αποφάσεις Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:C:2014:112, σκέψεις 70, 98 και 99, και Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, σκέψη 39 ανωτέρω, EU:T:2013:480, σκέψη 43).

42      Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι η παρασχεθείσα στην Επιτροπή δυνατότητα να προσφύγει σε ένα γενικό τεκμήριο προκειμένου να εξετάσει αίτηση προσβάσεως η οποία αφορά σύνολο εγγράφων σημαίνει ότι τα επίμαχα έγγραφα εξαιρούνται πλήρως από την υποχρέωση πλήρους ή μερικής κοινολογήσεως (βλ., συναφώς, αποφάσεις Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:C:2014:112, σκέψη 134, και της 7ης Οκτωβρίου 2014, Schenker κατά Επιτροπής, T‑534/11, Συλλογή, EU:T:2014:854, σκέψη 108).

43      Εν προκειμένω, καταρχάς, διαπιστώνεται ότι η δεύτερη αίτηση αφορούσε σύνολο εγγράφων που περιέχονται στον φάκελο της υποθέσεως COMP/39.125. Προς απάντηση στις γραπτές ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι η αίτηση αυτή αφορούσε δύο κατηγορίες εγγράφων, ήτοι 2 425 έγγραφα τα οποία η ίδια θεώρησε «κρίσιμα», καθώς και 1 523 έγγραφα που, κατά την άποψή της, ήταν «δυνητικώς κρίσιμα» στο πλαίσιο της αγωγής της αποζημιώσεως κατά της AGC και της SG, ήτοι συνολικά 3 948 έγγραφα. Η Επιτροπή προέβαλε, χωρίς να διαψευσθεί, ότι ο αριθμός αυτός αντιστοιχούσε σε ποσοστό περίπου 90 % των εγγράφων που περιέχει ο οικείος φάκελος.

44      Ακολούθως, διαπιστώνεται ότι όλα αυτά τα 3 948 έγγραφα αφορούσαν πράγματι δραστηριότητα επιθεωρήσεως και έρευνας κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή επεξεργάστηκε ή συγκέντρωσε όλα αυτά τα έγγραφα κατά τη διάρκεια της συνοδευόμενης από επιθεωρήσεις έρευνας που διενεργήθηκε στο πλαίσιο της υποθέσεως COMP/39.125 με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών και αποδεικτικών στοιχείων που θα της επιτρέψουν να εξακριβώσει αν υφίστατο παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης. Επιπλέον, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού αυτής της διαδικασίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα εν λόγω έγγραφα ήταν δυνατό να περιέχουν ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες σχετικές με τη στρατηγική και τις δραστηριότητες των διαδίκων, καθώς και με τις επιχειρηματικές σχέσεις τους με τρίτους (βλ., συναφώς, αποφάσεις Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:C:2014:112, σκέψη 79, και Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, σκέψη 39 ανωτέρω, EU:T:2013:480, σκέψη 34).

45      Τέλος, δεν αμφισβητείται ότι, τόσο κατά την ημερομηνία κατά την οποία η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή τη δεύτερη αίτηση όσο και κατά την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή αποφάνθηκε επί της αιτήσεως αυτής, εκκρεμούσαν πολλές προσφυγές περί ακυρώσεως της αποφάσεως Υαλοπίνακες αυτοκινήτου ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Επί των προσφυγών αυτών εκδόθηκαν οι μετέπειτα αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 2014, Saint-Gobain Glass France κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑56/09 και T‑73/09, Συλλογή, EU:T:2014:160), της 10ης Οκτωβρίου 2014, Soliver κατά Επιτροπής (T‑68/09, Συλλογή, EU:T:2014:867), και της 17ης Δεκεμβρίου 2014, Pilkington Group κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑72/09, EU:T:2014:1094).

46      Λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων αυτών στοιχείων στα οποία γίνεται αναφορά στα σημεία 1 και 2.2 έως 2.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, χωρίς να παραβεί την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως και να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο ή σε πλάνη εκτιμήσεως, ότι όλα αυτά τα 3 948 έγγραφα που αφορά η δεύτερη αίτηση της προσφεύγουσας καλύπτονταν από γενικό τεκμήριο κατά το οποίο η κοινολόγησή τους θα προσέκρουε καταρχήν στην εξαίρεση περί προστασίας των σκοπών των δραστηριοτήτων επιθεωρήσεως και έρευνας που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

47      Λαμβανομένης υπόψη της προαναφερθείσας στη σκέψη 42 ανωτέρω νομολογίας, η Επιτροπή έκρινε επίσης, χωρίς αυτό να καθιστά ανεπαρκή την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως και χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο ή σε πλάνη εκτιμήσεως, ότι μπορεί να παράσχει μερική μόνον πρόσβαση στα 3 948 επίμαχα έγγραφα.

48      Η ορθότητα του τελευταίου αυτού συμπεράσματος δεν αναιρείται από κανένα από τα λοιπά επιχειρήματα που ανέπτυξε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο των υπό κρίση λόγων ακυρώσεως.

49      Ειδικότερα, η προσφεύγουσα, πρώτον, κακώς προσάπτει στην Επιτροπή ότι πλασματικώς κατέταξε τα έγγραφα σε κατηγορίες βάσει αόριστης και εναλλάξιμης συλλογιστικής.

50      Βεβαίως, η Επιτροπή επισήμανε, όταν περιέγραψε το περιεχόμενο της δεύτερης αιτήσεως, ότι οι υπηρεσίες της είχαν κρίνει, προσωρινώς και σε στάδιο προγενέστερο της εξετάσεως αυτής της αιτήσεως, ότι τα 3 948 επίμαχα έγγραφα ανήκαν σε τέσσερις χωριστές κατηγορίες, βάσει της παρουσιάσεως που είχε πραγματοποιήσει η ίδια η προσφεύγουσα (σημείο 2.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

51      Ωστόσο, όταν στη συνέχεια η Επιτροπή εξέτασε την εν λόγω αίτηση, δεν έλαβε υπόψη την κατηγοριοποίηση στην οποία είχαν προβεί σε προγενέστερο στάδιο οι υπηρεσίες της, αλλά έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι το γενικό τεκμήριο στο οποίο είχε αποφασίσει να στηριχθεί κάλυπτε, καταρχάς, όλες τις κατηγορίες εγγράφων που αφορούσε η αίτηση, ακολούθως, όλα τα έγγραφα καθεμίας από αυτές τις κατηγορίες και, τέλος, το πλήρες κείμενο καθενός από τα έγγραφα αυτά.

52      Εν πάση περιπτώσει, ήταν άνευ σημασίας το ζήτημα σε ποια από τις κατηγορίες που καθόρισαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής ανήκαν τα 3 948 επίμαχα έγγραφα, στο μέτρο που η νομολογία παρείχε στο θεσμικό αυτό όργανο τη δυνατότητα να στηριχθεί, όπως έπραξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, σε ένα και το αυτό γενικό τεκμήριο που εφαρμόστηκε σε όλα αυτά τα έγγραφα, τα οποία θεωρήθηκε, για την εφαρμογή του τεκμηρίου αυτού, ότι ανήκουν σε μία και την αυτή κατηγορία (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, αποφάσεις Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, σκέψη 32 ανωτέρω, EU:C:2010:376, σκέψη 61, και LPN και Φινλανδία κατά Επιτροπής, σκέψη 34 ανωτέρω, EU:C:2013:738, σκέψη 64), χωρίς προηγουμένως να προβεί σε εξατομικευμένη και συγκεκριμένη εξέταση καθενός από αυτά.

53      Δεύτερον, οι επικρίσεις της προσφεύγουσας ως προς την ειδική συλλογιστική της Επιτροπής όσον αφορά τους κινδύνους ενδεχόμενης κοινολογήσεως των εγγράφων που συγκεντρώθηκαν κατ’ εφαρμογήν του προγράμματός της επιείκειας (σημείο 4.1, έκτο εδάφιο, και σημείο 4.2, όγδοο έως δέκατο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως) δεν ασκούν επιρροή στο πλαίσιο των υπό εξέταση λόγων ακυρώσεως.

54      Συγκεκριμένα, για την εξέταση της δεύτερης αιτήσεως (που αφορά σύνολο 3 948 εγγράφων περιεχόμενων στον φάκελο της υποθέσεως COMP/39.125) και υπό την επιφύλαξη της εξετάσεως της οποίας πρέπει να τύχει η πρώτη αίτηση (που αφορά μόνον τον πίνακα περιεχομένων του φακέλου αυτού), η Επιτροπή μπορούσε να θεωρήσει ότι τα εν λόγω έγγραφα καλύπτονταν από το γενικό τεκμήριο για το οποίο γίνεται λόγος στις σκέψεις 46 και 52 ανωτέρω, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε ειδικής εκτιμήσεως σχετικά με τη φύση ή το περιεχόμενο των συγκεντρωθέντων εγγράφων κατ’ εφαρμογήν του προγράμματός της επιείκειας (απόφαση Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:C:2014:112, σκέψη 97).

55      Τρίτον, τα επιχειρήματα με τα οποία η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι η Επιτροπή στήριξε σωρευτικώς την άρνησή της παροχής προσβάσεως στη δεύτερη αίτηση στην ανάγκη να μη θιγεί η προστασία των εμπορικών συμφερόντων τρίτων (σημείο 4.2, δωδέκατο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, όσον αφορά τα εσωτερικά της έγγραφα, στην ανάγκη να μη θιγεί η προστασία των γνωμοδοτήσεων που προορίζονται για εσωτερική χρήση (σημείο 4.2, ενδέκατο και δωδέκατο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως) δεν ασκούν επιρροή.

56      Αληθεύει, συναφώς, ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης μπορούν, στο πλαίσιο της εξετάσεως μιας αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα που έχουν στην κατοχή τους, να λαμβάνουν υπόψη όχι μόνον έναν αλλά περισσότερους από τους λόγους αρνήσεως στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 (βλ., συναφώς, απόφαση Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, σκέψη 40 ανωτέρω, EU:C:2012:393, σκέψεις 113 και 114), όπως έπραξε η Επιτροπή εν προκειμένω.

57      Εντούτοις, ενδεχόμενη πλάνη περί το δίκαιο ή πλάνη εκτιμήσεως εκ μέρους της Επιτροπής στο πλαίσιο της εφαρμογής των εξαιρέσεων που αφορούν την προστασία των εμπορικών συμφερόντων, αφενός, και την προστασία των γνωμοδοτήσεων που προορίζονται για εσωτερική χρήση, αφετέρου, δεν έχουν εν προκειμένω συνέπειες στη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, εφόσον δεν προκύπτει ότι η απόφαση αυτή είναι παράνομη για τον λόγο ότι με αυτή έγινε εν γένει δεκτό ότι όλα τα επίμαχα έγγραφα καλύπτονταν πλήρως από τη σχετική με την προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων επιθεωρήσεως και έρευνας εξαίρεση, όπως κρίθηκε στη σκέψη 46 ανωτέρω.

58      Τέταρτον, τα νέα επιχειρήματα που προβλήθηκαν με το υπόμνημα απαντήσεως και τα οποία αντλούνται από την πρόταση COM(2013) 404 τελικό της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 2013, την οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβιάσεις των διατάξεων περί ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν ασκούν επιρροή, αν θεωρηθούν παραδεκτά, πράγμα που αμφισβητεί η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, ανεξαρτήτως κάθε εκτιμήσεως σχετικής με το καθεστώς που διέπει την πρόταση αυτή και το περιεχόμενό της κατά τον χρόνο κατά τον οποίο η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή υπενθυμίζει σαφώς ότι οι διατάξεις που προβλέπει δεν θίγουν τους κανόνες σχετικά με το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα που προβλέπει ο κανονισμός 1049/2001, όπως ορθώς επισημαίνει.

2.     Επί της ανατροπής του γενικού τεκμηρίου και του υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που επικαλείται η προσφεύγουσα

59      Η προσφυγή σε γενικό τεκμήριο δεν αποκλείει τη δυνατότητα να αποδειχθεί ότι συγκεκριμένο έγγραφο του οποίου ζητείται η κοινολόγηση δεν καλύπτεται από αυτό ή ότι συντρέχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί την κοινολόγηση του εν λόγω εγγράφου δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 (αποφάσεις Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, σκέψη 32 ανωτέρω, EU:C:2010:376, σκέψη 62, και Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:C:2014:112, σκέψη 100). Προς τούτο, εναπόκειται στον αιτούντα να επικαλεστεί συγκεκριμένα στοιχεία που δικαιολογούν την κοινολόγηση του επίμαχου εγγράφου (απόφαση LPN και Φινλανδία κατά Επιτροπής, σκέψη 34 ανωτέρω, EU:C:2013:738, σκέψη 94).

60      Αντιθέτως, η απαίτηση να διακριβωθεί αν το επίμαχο γενικό τεκμήριο τυγχάνει πράγματι εφαρμογής δεν πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει εξατομικευμένα όλα τα έγγραφα στα οποία ζητείται πρόσβαση εν προκειμένω. Μια τέτοια απαίτηση θα στερούσε από το εν λόγω γενικό τεκμήριο κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα, η οποία συνίσταται ακριβώς στη δυνατότητα της Επιτροπής να δίδει συνολική απάντηση σε μια αίτηση προσβάσεως που αφορά σύνολο εγγράφων (αποφάσεις LPN και Φινλανδία κατά Επιτροπής, σκέψη 34 ανωτέρω, EU:C:2013:738, σκέψη 68, και Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:C:2014:112, σκέψη 101).

61      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται, καταρχάς, ότι η προσφεύγουσα δεν υποστήριξε με την προσφυγή της ούτε ισχυρίζεται ότι είχε προβάλει ενώπιον της Επιτροπής ότι κάποιο συγκεκριμένο ατομικό έγγραφο από το σύνολο των εγγράφων που αφορά η δεύτερη αίτηση δεν καλυπτόταν από το γενικό τεκμήριο για το οποίο γίνεται λόγος στις σκέψεις 46 και 52 ανωτέρω.

62      Συγκεκριμένα, αφού αμφισβήτησε ουσιαστικά με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο την αρχή της προσφυγής σε ένα τέτοιο τεκμήριο, η προσφεύγουσα περιορίστηκε, με το υπόμνημα απαντήσεως, στο επιχείρημα ότι έπρεπε να γίνει δεκτό ότι το εν λόγω τεκμήριο ανατράπηκε για το σύνολο των επίμαχων εγγράφων για δύο λόγους. Αφενός, υποστήριξε ότι δεν περιορίστηκε στην πρόθεση ασκήσεως μιας τέτοιας αγωγής αποζημιώσεως, αλλά ότι είχε ήδη ασκήσει τέτοια αγωγή ενώπιον του Landgericht Düsseldorf. Αφετέρου, υποστήριξε ότι τα έγγραφα που ζητήθηκαν ανάγονταν σε χρόνο προ πενταετίας και, συνεπώς, ήταν πολύ παλαιά για να αξίζουν προστασία.

63      Το πρώτο πάντως από τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι καθοριστικό, όπως τονίζει η SGSD. Μολονότι είναι γεγονός ότι η απόφαση Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω (EU:C:2014:112, σκέψεις 103 και 106), εκδόθηκε στο πλαίσιο υποθέσεως στην οποία το πρόσωπο που ζητούσε πρόσβαση σε έγγραφα είχε την πρόθεση να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως, αλλά δεν την είχε ακόμη ασκήσει, ενώ η προσφεύγουσα είχε ήδη ασκήσει τη δική της, το γεγονός αυτό δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, για να γίνει δεκτό ότι αυτό το γενικό τεκμήριο που επικαλέστηκε η Επιτροπή δεν ισχύει για κάποιο από τα επίμαχα εν προκειμένω έγγραφα. Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα, το οποίο είναι πολύ γενικό, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 7, του κανονισμού 1049/2001 ορίζει ότι οι εξαιρέσεις που προβλέπει ο κανονισμός αυτός μπορούν να εφαρμόζονται για περίοδο τριάντα ετών, ή ακόμη και πέραν αυτής, αν τούτο κριθεί αναγκαίο. Το γεγονός ότι τα έγγραφα που ζήτησε η προσφεύγουσα ανάγονταν εν προκειμένω σε χρόνο προ πενταετίας δεν είναι, ομοίως, ικανό αυτό καθεαυτό να ανατρέψει το γενικό τεκμήριο που προέβαλε η Επιτροπή (βλ., συναφώς, απόφαση Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, σκέψη 40 ανωτέρω, EU:C:2012:393, σκέψεις 124 και 125).

64      Ελλείψει άλλων στοιχείων της προσφυγής ικανών να ανατρέψουν το γενικό τεκμήριο στο οποίο στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή έπρεπε να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων στα οποία ζητούσε πρόσβαση (βλ., επί του σημείου αυτού, απόφαση Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:C:2014:112, σκέψη 128).

65      Ακολούθως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει εντούτοις ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ή σε πλάνη εκτιμήσεως, παραλείποντας, αφενός, να λάβει υπόψη το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που συνίσταται στην παροχή στους ζημιωθέντες από αντίθετες προς τον ανταγωνισμό πρακτικές της δυνατότητας να προβάλουν το δικαίωμά τους αποκαταστάσεως της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν και αφετέρου, κατόπιν της συγκεκριμένης σταθμίσεως που πρέπει, εν προκειμένω, να πραγματοποιηθεί μεταξύ του υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος και του προστατευόμενου με καθεμία από τις εξαιρέσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στην προσβαλλόμενη απόφαση συμφέροντος, να της κοινοποιήσει τα έγγραφα του φακέλου της υποθέσεως COMP/39.125 τα οποία χρειαζόταν για να ασκήσει το δικαίωμα αυτό. Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι έκανε το παν για να αποδείξει την ανάγκη προσβάσεως στα 3 948 έγγραφα που προσδιορίστηκαν με τη δεύτερη αίτηση και, τουλάχιστον, τα 2 425 από τα έγγραφα αυτά που κρίνονται «κρίσιμα», από πλευράς των πληροφοριών που είχε στη διάθεσή της και, ειδικότερα, του μη εμπιστευτικού κειμένου του πίνακα περιεχομένων του φακέλου που κοινοποιήθηκε από την Επιτροπή προς απάντηση στην πρώτη αίτηση.

66      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι κάθε πρόσωπο δικαιούται να ζητήσει αποκατάσταση της ζημίας που θεωρεί ότι του προκάλεσε η παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης. Συγκεκριμένα, το δικαίωμα αυτό ενισχύει τον λειτουργικό χαρακτήρα των κανόνων αυτών, στο μέτρο που είναι ικανό να αποθαρρύνει τη δημιουργία συμπράξεων ή άλλων πρακτικών, συχνά συγκαλυμμένων, ικανών να περιορίσουν ή να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στη διατήρηση ουσιαστικού ανταγωνισμού στην Ένωση (αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Courage και Crehan, C‑453/99, Συλλογή, EU:C:2001:465, σκέψεις 26 και 27, και Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:C:2014:112, σκέψη 104).

67      Ωστόσο, εκτιμήσεις τόσο γενικές δεν μπορούν, αυτές καθεαυτές, να υπερισχύσουν των λόγων που δικαιολογούν την άρνηση προσβάσεως σε έγγραφα περιεχόμενα στον φάκελο διαδικασίας εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού η οποία στηρίζεται στο γεγονός ότι τα έγγραφα αυτά καλύπτονται, στο σύνολό τους, από γενικό τεκμήριο κατά το οποίο η κοινολόγησή τους θίγει καταρχήν την προστασία των σκοπών που επιδιώκουν οι δραστηριότητες επιθεωρήσεως και έρευνας (απόφαση Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:C:2014:112, σκέψη 105).

68      Συγκεκριμένα, για να διασφαλισθεί η αποτελεσματική προστασία του δικαιώματος σε αποζημίωση, δεν απαιτείται η κοινοποίηση κάθε εγγράφου που περιέχει ο φάκελος μιας τέτοιας διαδικασίας στον αιτούντα την πρόσβαση δυνάμει του κανονισμού 1049/2001 προκειμένου αυτός να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως, δεδομένου ότι είναι ελάχιστα πιθανό μια τέτοια αγωγή να πρέπει να στηριχθεί στο σύνολο των στοιχείων που περιέχει ο σχετικός με τη διαδικασία αυτή φάκελος (απόφαση Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:C:2014:112, σκέψη 106· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση της 6ης Ιουνίου 2013, Donau Chemie κ.λπ., C‑536/11, Συλλογή, EU:C:2013:366, σκέψη 33). Το ίδιο ισχύει στην περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο που ζητεί πρόσβαση στα έγγραφα που περιέχονται στον εν λόγω φάκελο έχει πλέον ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως, καθόσον δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό η αγωγή αυτή να πρέπει να στηρίζεται στο πλήρες κείμενο του φακέλου, όπως τόνισε η Επιτροπή με το υπόμνημα ανταπαντήσεως.

69      Απόκειται, συνεπώς, σε κάθε πρόσωπο το οποίο ζητεί την αποκατάσταση της ζημίας που εκτιμά ότι υπέστη λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης να αποδείξει ότι είναι αναγκαίο να αποκτήσει πρόσβαση σε κάποιο έγγραφο του φακέλου της Επιτροπής, προκειμένου αυτή να μπορέσει, κατά περίπτωση, να σταθμίσει τα συμφέροντα που δικαιολογούν την κοινοποίηση των εγγράφων αυτών και την προστασία τους, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία της υποθέσεως (αποφάσεις Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:C:2014:112, σκέψη 107, και Schenker κατά Επιτροπής, σκέψη 42 ανωτέρω, EU:T:2014:854, σκέψη 95).

70      Σε διαφορετική περίπτωση, συμφέρον για την αποκατάσταση της οφειλόμενης σε παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης ζημίας δεν συνιστά υπέρτερο δημόσιο συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 (αποφάσεις Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:C:2014:112, σκέψη 108, και Schenker κατά Επιτροπής, σκέψη 42 ανωτέρω, EU:T:2014:854, σκέψη 96).

71      Εν προκειμένω, όπως υπενθύμισε ιδίως με το υπόμνημα απαντήσεως και με την απάντησή της στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα προσδιόρισε, με τη δεύτερη αίτηση, 3 948 έγγραφα «κρίσιμα» ή «δυνητικώς κρίσιμα» στο πλαίσιο της προσφυγής της ενώπιον του Landgericht Düsseldorf, αποθέτοντας αντιστοίχως την ένδειξη «1» ή την ένδειξη «2» στο περιθώριο των αναφορών στα εν λόγω έγγραφα που περιλαμβάνονται στο μη εμπιστευτικό κείμενο του πίνακα περιεχομένων του φακέλου που της είχε κοινοποιήσει η Επιτροπή προς απάντηση στην πρώτη αίτηση. Εξάλλου, αναφέρθηκε ειδικώς, με την εισαγωγή του δικογράφου της προσφυγής, σε οκτώ έγγραφα «κρίσιμα» ή «δυνητικώς κρίσιμα», μεταξύ των 3 948 εγγράφων που αφορά η δεύτερη αίτηση.

72      Εντούτοις, με τα διαδοχικά αυτά έγγραφα, περιορίστηκε στον γενικό ισχυρισμό ότι τα εν λόγω έγγραφα την «ενδιέφεραν» και ότι «έπρεπε να τα συμβουλευθεί προκειμένου να στηρίξει την αγωγή [της] αποζημιώσεως», διότι «περι[είχαν] προδήλως στοιχεία περί των συμφωνιών και αυξήσεων τιμών που συνομολόγησαν οι μετέχοντες στη σύμπραξη [η οποία διαπιστώθηκε και επικρίθηκε με την απόφαση Υαλοπίνακες αυτοκινήτου]» και ότι «[ήταν] απαραίτητο [να λάβει] γνώση των στοιχείων αυτών για να μπορέσει να αποδείξει και να προσδιορίσει ποσοτικώς την πραγματική ζημία που [είχε] υποστεί».

73      Αντιθέτως, δεν εξήγησε, όπως ορθώς τόνισε η Επιτροπή, τον λόγο για τον οποίο κάποιο από τα έγγραφα αυτά της ήταν αναγκαίο, είτε διευκρινίζοντας τα επί των πραγματικών περιστατικών επιχειρήματα ή τις συγκεκριμένες νομικές εκτιμήσεις που μπορούσε, λαμβάνοντας το εν λόγω έγγραφο, να αποδείξει ενώπιον του εθνικού δικαστή που κλήθηκε να αποφανθεί επί των ισχυρισμών της.

74      Κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν μπορεί να ανατρέψει την εν λόγω ανάλυση.

75      Αφενός, ο ισχυρισμός ότι της ήταν αδύνατο να είναι πιο συγκεκριμένη από όσο ήταν, λαμβανομένης υπόψη της μερικής μόνον προσβάσεως που η Επιτροπή της είχε προηγουμένως παράσχει στον πίνακα περιεχομένων του φακέλου, δεν είναι πειστικός εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, εξαιρουμένων των αναφορών στα «έγγραφα επιείκειας» που παρέσχον ορισμένοι από τους μετέχοντες στη διαδικασία και των αναφορών στα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής, οι οποίες αποκλείσθηκαν μαζικά, το θεσμικό αυτό όργανο περιορίστηκε στο να απαλείψει από τις αναφορές στα λοιπά έγγραφα του φακέλου που περιέχονται στον εν λόγω πίνακα περιεχομένων ειδικά στοιχεία που κατά την άποψή της αποτελούν προσωπικά στοιχεία ή ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες. Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, λαμβανομένης υπόψη αυτής της στοχεύσεως, το μη εμπιστευτικό κείμενο των αναφορών στα άλλα έγγραφα του φακέλου πλην των «εγγράφων επιείκειας» και των εσωτερικών εγγράφων της Επιτροπής που είχε στη διάθεσή της η προσφεύγουσα όταν υπέβαλε τη δεύτερη αίτηση παρείχε στην ενδιαφερομένη τη δυνατότητα να προβάλει κατά τρόπο πιο συγκεκριμένο και εμπεριστατωμένο από όσο είχε πράξει ενώπιον της Επιτροπής (βλ. σκέψεις 40 και 71 έως 72 ανωτέρω) και, ακολούθως, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι κάποιο από τα έγγραφα αυτά ήταν αναγκαίο για την άσκηση του δικαιώματός της αποζημιώσεως, για παράδειγμα διευκρινίζοντας, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, τα επί των πραγματικών περιστατικών επιχειρήματα ή τις συγκεκριμένες νομικές εκτιμήσεις τις οποίες μπορούσε, λαμβάνοντας το εν λόγω έγγραφο, να αποδείξει ενώπιον του εθνικού δικαστή που κλήθηκε να αποφανθεί επί των ισχυρισμών της.

76      Αφετέρου, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει βεβαίως ότι, «με την επιβεβαιωτική [της] αίτηση, η προσφεύγουσα [τόνισε] […] ότι δεν [υφίσταντο] στο γερμανικό δίκαιο πολιτικής δικονομίας κατάλληλοι κανόνες οι οποίοι [επέτρεπαν] να ζητηθούν τα [επίμαχα] έγγραφα “inter partes”» (σημείο 7, τρίτο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως). Διαπιστώνεται, εντούτοις, ότι ο ισχυρισμός αυτός, που επανελήφθη για τελευταία φορά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σε κανένα σημείο δεν αναπτύχθηκε, ούτε βεβαίως αποδείχθηκε, από την προσφεύγουσα στο πλαίσιο της προσφυγής της. Το Δικαστήριο πάντως έχει κρίνει ότι η ανάγκη προσβάσεως σε σύνολο εγγράφων που περιέχονται στον φάκελο διαδικασίας εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού δεν μπορούσε να θεωρηθεί αποδεδειγμένη όταν ο αιτών υποστήριζε ότι ήταν απόλυτα εξαρτημένος από τα έγγραφα αυτά, χωρίς όμως να αποδεικνύει, τουλάχιστον, ότι δεν είχε στη διάθεσή του καμία άλλη δυνατότητα να λάβει αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία (απόφαση Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:C:2014:112, σκέψη 132· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση Donau Chemie κ.λπ., σκέψη 68 ανωτέρω, EU:C:2013:366, σκέψεις 32 και 44).

77      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, εν προκειμένω, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ή σε πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας, πρώτον, ότι, «κατόπιν σταθμίσεως, το σχετικό με την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού συμφέρον μπορούσε, στην υπό κρίση υπόθεση, να προστατευθεί καλύτερα με τη διατήρηση της εμπιστευτικότητας των επίμαχων εγγράφων», δεύτερον, ότι «δεν υφίστατ[ο] κανένα υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που να δικαιολογεί την κοινολόγησή τους κατά την έννοια του κανονισμού 1049/2001» και, τρίτον, ότι, «στην υπό κρίση υπόθεση, το συμφέρον που υπερ[ίσχυε] [ήταν] το σχετικό με την προστασία των σκοπών που επιδίωκαν οι δραστηριότητες έρευνας, όπως οριζόταν στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση», του εν λόγω κανονισμού (σημείο 7, έκτο και έβδομο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

78      Κατόπιν των σκέψεων που προηγήθηκαν, επιβάλλεται η πλήρης απόρριψη των υπό εξέταση λόγων ακυρώσεων.

 Β —      Επί του τέταρτου και πέμπτου λόγου ακυρώσεως, κατά το μέτρο που αφορούν την πρώτη αίτηση της προσφεύγουσας

79      Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή κακώς αρνήθηκε να της παράσχει πρόσβαση στο πλήρες κείμενο του μοναδικού εγγράφου που αφορά η πρώτη αίτηση, ήτοι στον πίνακα περιεχομένων του φακέλου της υποθέσεως COMP/39.125.

80      Πρώτον, οι πολύ γενικές εκτιμήσεις, και εν μέρει εικασίες, στις οποίες προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση και την απόφαση της 7ης Μαρτίου 2012 όσον αφορά την ανάγκη να μη θιγεί η αποτελεσματικότητα του προγράμματός της επιείκειας και η προστασία των εμπορικών συμφερόντων των επιχειρήσεων που έχουν ζητήσει να επωφεληθούν από το πρόγραμμα αυτό στο πλαίσιο της υποθέσεως COMP/39.125, καθώς και η προστασία των σκοπών που επιδιώκουν οι δραστηριότητες επιθεωρήσεως και έρευνας δεν δικαιολογούν, αφ’ εαυτών, την πλήρη και απόλυτη άρνηση παροχής στην προσφεύγουσα προσβάσεως στις αναφορές στα «έγγραφα επιείκειας» που περιλαμβάνονται στον εν λόγω πίνακα περιεχομένων.

81      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή κακώς της αρνήθηκε την πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα φυσικών προσώπων που περιλαμβάνονται στον πίνακα περιεχομένων επικαλούμενη, αορίστως, την ανάγκη να μη θιγεί η προστασία των προσωπικών δεδομένων, αντί να δικαιολογήσει, κατά τρόπο εξατομικευμένο και συγκεκριμένο, τους λόγους που εμποδίζουν την κοινοποίηση καθεμίας από τις επίμαχες πληροφορίες. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα είχε αποδείξει επαρκώς τους λόγους για τους οποίους της ήταν αναγκαία η πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές προκειμένου να μπορέσει να ασκήσει το δικαίωμά της αποζημιώσεως, σύμφωνα με το γενικό συμφέρον να μπορούν οι ζημιωθέντες από αντίθετες προς τον ανταγωνισμό πρακτικές να λάβουν αποζημίωση.

82      Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι κακώς η Επιτροπή της αρνήθηκε, χωρίς καμία εξατομικευμένη και συγκεκριμένη εξέταση, την πρόσβαση στις επωνυμίες τρίτων επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στον πίνακα περιεχομένων και «δραστηριοποιούνται στον τομέα των ανελκυστήρων και κυλιόμενων σκαλών», ενώ μια τέτοια αναφορά, αφενός, προδήλως στερείται κρισιμότητας και, αφετέρου, η κοινοποίηση των πληροφοριών αυτών δεν είναι ικανή να θίξει τα εμπορικά συμφέροντα των ενδιαφερομένων.

83      Τέταρτον και τελευταίο, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η Επιτροπή κακώς της αρνήθηκε, για γενικούς και αόριστους λόγους, την πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικές με τα μοντέλα οχημάτων, τα ονόματα των κατασκευαστών αυτοκινήτων και σε άλλες ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες που περιλαμβάνονται στον πίνακα περιεχομένων, ενώ οι πληροφορίες αυτές ήταν απολύτως απαραίτητες για να μπορέσει να ασκήσει το δικαίωμά της αποζημιώσεως και το συμφέρον αυτό θα έπρεπε να κατισχύει, κατόπιν σταθμίσεως, των λοιπών διακυβευόμενων συμφερόντων.

84      Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα εκτιμά, μεταξύ άλλων, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως που προβλέπει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, στο μέτρο που απέρριψε την πρώτη αίτηση βάσει γενικής συλλογιστικής η οποία δεν έλαβε υπόψη τον συγκεκριμένο χαρακτήρα του οικείου εγγράφου, όπως καταδεικνύει το παράδειγμα της αιτιολογίας βάσει της οποίας αποφασίστηκε να μην της κοινοποιηθούν οι επωνυμίες τρίτων επιχειρήσεων περιλαμβανόμενων στον πίνακα περιεχομένων.

85      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την SGSD, βάλλει κατά των επιχειρημάτων αυτών στο σύνολό τους.

86      Πρέπει να εξεταστούν, πρώτον, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με τα διάφορα είδη πληροφοριών που περιλαμβάνονται στον πίνακα περιεχομένων στον οποίο αρνήθηκε να της παράσχει πρόσβαση η Επιτροπή, ήτοι, πρώτον, τις αναφορές στα «έγγραφα επιείκειας» (σημείο 5.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως), δεύτερον, τα ονόματα των φυσικών προσώπων (σημείο 5.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τρίτον, τις επωνυμίες των τρίτων επιχειρήσεων (σημείο 5.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, τέταρτον, τις λοιπές ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες (σημείο 5.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αντιθέτως, παρέλκει ο έλεγχος του βασίμου της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέτρο που η Επιτροπή αρνήθηκε να κοινοποιήσει στην προσφεύγουσα τις αναφορές στα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής, καθόσον, παρά τον τίτλο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω), η Επιτροπή δεν προβάλλει κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα προς τούτο. Τα σχετικά με την ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, το οποίο η προσφεύγουσα επικαλείται ρητώς μόνο σε σχέση με ορισμένα από τα είδη πληροφοριών, θα εξεταστούν σε μεταγενέστερο στάδιο.

1.     Επί των γενικών τεκμηρίων και των εξαιρέσεων που εφάρμοσε η Επιτροπή

 α)     Επί της αρνήσεως προσβάσεως στις αναφορές στα «έγγραφα επιείκειας»

87      Με το σημείο 5.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι «[δ]εν [ήταν] δυνατό, στο στάδιο αυτό, να γνωστοποιηθεί η περιγραφή των εγγράφων επιείκειας» που περιλαμβάνονται στον πίνακα περιεχομένων, «για τους ίδιους λόγους με εκείνους που διευκρινίστηκαν στο σημείο 4.2 ανωτέρω, καθόσον οι αναφορές στα έγγραφα αυτά παρ[είχαν] πληροφορίες επί του περιεχομένου των εν λόγω εγγράφων που [έπρεπε] να είχαν θεωρηθεί εμπιστευτικές». Με τον τρόπο αυτό, παρέπεμψε στη συλλογιστική βάσει της οποίας είχε παλαιότερα αρνηθεί να παράσχει στην προσφεύγουσα δυνατότητα προσβάσεως στο σύνολο των εγγράφων που αφορά η δεύτερη αίτηση, με την αιτιολογία ότι αυτό το σύνολο εγγράφων καλυπτόταν από γενικό τεκμήριο κατά το οποίο η κοινολόγησή τους θα έθιγε την προστασία, αφενός, των εμπορικών συμφερόντων τρίτων και, αφετέρου, των σκοπών που επιδιώκουν οι δραστηριότητες επιθεωρήσεως και έρευνας (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω).

88      Στο μέτρο που η Επιτροπή υποστηρίζει, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι, «σε περίπτωση μη εφαρμογής του γενικού [αυτού] τεκμηρίου, εξέθεσε επίσης λεπτομερώς, με [την] απόφαση […] της 7ης Μαρτίου 2012 και με την [προσβαλλόμενη απόφαση], ότι είχαν εφαρμογή οι εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001», διαπιστώνεται ευθύς εξαρχής ότι η εκτίμηση αυτή είναι εν μέρει μόνον ακριβής.

89      Συγκεκριμένα, η εξέταση αυτή ουδόλως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση. Αντιθέτως, η Επιτροπή, αφού υπενθύμισε τη νομολογία του Δικαστηρίου με την οποία της αναγνωρίζεται η δυνατότητα προσφυγής σε γενικά τεκμήρια στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήσεων που αφορούν σύνολα εγγράφων περιεχομένων σε φακέλους συγκεντρώσεως ή κρατικών ενισχύσεων (σημείο 4.2, πρώτο έως τέταρτο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως), με την προσβαλλόμενη απόφαση περιορίζεται στη διευκρίνιση των λόγων για τους οποίους εκτιμά ότι η νομολογία αυτή, αφενός, έχει επίσης εφαρμογή στους φακέλους πρακτικών αντίθετων προς τον ανταγωνισμό (σημείο 4.2, πέμπτο έως δωδέκατο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως), και ειδικότερα στα «έγγραφα επιείκειας» που περιλαμβάνονται σε αυτούς (σημείο 4.2, όγδοο έως δέκατο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως), και, αφετέρου, μπορεί να μεταφερθεί στις αναφορές στα εν λόγω έγγραφα που περιέχονται στον πίνακα περιεχομένων των εν λόγω φακέλων (σημείο 5.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

90      Υπό τις συνθήκες αυτές, η αιτιολογία της αποφάσεως της 7ης Μαρτίου 2012, κατά την οποία οι υπηρεσίες της Επιτροπής είχαν εκθέσει λεπτομερέστερα τους λόγους που κατά την άποψή τους δικαιολογούν, στο προσωρινό αυτό στάδιο εξετάσεως της πρώτης αιτήσεως, τη μη κοινολόγηση αυτών των αναφορών, μπορούν να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως μόνον εφόσον αποσαφηνίζουν την πραγματική συλλογιστική που εν τέλει εφάρμοσε το οικείο θεσμικό όργανο (βλ., συναφώς, απόφαση της 6ης Απριλίου 2000, Kuijer κατά Συμβουλίου, T‑188/98, Συλλογή, EU:T:2000:101, σκέψη 44), η οποία στηρίζεται, όπως υπενθυμίστηκε, σε γενικό τεκμήριο.

91      Λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα προς αμφισβήτηση αυτής της συλλογιστικής, πρέπει, πρώτον, να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή μπορούσε ορθώς να αρνηθεί να παράσχει πρόσβαση στις επίμαχες πληροφορίες προσφεύγοντας σε γενικό τεκμήριο, όπως έπραξε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Μόνο στην περίπτωση καταφατικής απαντήσεως πρέπει, δεύτερον, να εξεταστεί αν η Επιτροπή ορθώς προσέφυγε στο γενικό τεκμήριο στο οποίο στηρίχθηκε εν προκειμένω.

 Επί του βασίμου της προσφυγής σε γενικό τεκμήριο

92      Οσάκις ζητείται από ένα θεσμικό όργανο η κοινολόγηση ενός εγγράφου, το όργανο αυτό οφείλει να εκτιμά, κατά περίπτωση, αν το έγγραφο εμπίπτει στις απαριθμούμενες στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων (απόφαση Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, σκέψη 36 ανωτέρω, EU:C:2008:374, σκέψη 35).

93      Στο μέτρο που οι εξαιρέσεις αυτές πρέπει να τύχουν αυστηρής ερμηνείας και εφαρμογής, το θεσμικό όργανο στο οποίο απευθύνεται η αίτηση οφείλει, προκειμένου να δικαιολογήσει την άρνηση προσβάσεως στο επίμαχο έγγραφο, να εξηγήσει πώς η πρόσβαση στο έγγραφο αυτό θα μπορούσε να θίξει συγκεκριμένα και πραγματικά το συμφέρον που προστατεύεται με κάποια από τις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001. Επιπλέον, ο κίνδυνος μιας τέτοιας προσβολής του δημοσίου συμφέροντος πρέπει να είναι ευλόγως προβλέψιμος και όχι απλώς υποθετικός (βλ. προαναφερθείσα στις σκέψεις 35 και 36 ανωτέρω νομολογία).

94      Στο πλαίσιο της επιδιώξεως αυτής, είναι θεμιτό να στηριχθεί το οικείο θεσμικό όργανο σε γενικό τεκμήριο, έστω και αν η επίμαχη αίτηση αφορά μεμονωμένο έγγραφο. Εντούτοις, υπό τέτοιες περιστάσεις στις οποίες η προσφυγή σε γενικό τεκμήριο δεν έχει ως σκοπό να καταστήσει δυνατή τη σφαιρική εξέταση μιας σφαιρικής αιτήσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι απέκειτο στο όργανο που επρόκειτο να προσφύγει σε τέτοιο τεκμήριο να εξακριβώσει αν οι γενικού χαρακτήρα εκτιμήσεις που συνήθως ισχύουν για συγκεκριμένο είδος εγγράφων ίσχυαν πράγματι για το έγγραφο του οποίου ζητήθηκε η κοινολόγηση (απόφαση Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, σκέψη 36 ανωτέρω, EU:C:2008:374, σκέψεις 50 και 57· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση Συμβούλιο κατά Access Info Europe, σκέψη 35 ανωτέρω, EU:C:2013:671, σκέψεις 72 και 73).

95      Εν προκειμένω, προκύπτει εντεύθεν ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα με το δικόγραφο της προσφυγής, ήταν θεμιτό να στηριχθεί η Επιτροπή σε γενικό τεκμήριο για να αποφασίσει, με το σημείο 5.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, να απορρίψει την πρώτη αίτηση όχι στο σύνολό της, αλλά κατά το μέτρο που αφορούσε μια κατηγορία πληροφοριών αφορωσών, σύμφωνα με το εν λόγω όργανο, εξαιρέσεις αριθμούμενες στο άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

96      Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει, όπως έπραξε με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι «ο πίνακας περιεχομένων αποτελεί μέρος του φακέλου της υποθέσεως [COMP/39.125] και, κατά συνέπεια, καλύπτεται από το γενικό τεκμήριο απαγορεύσεως της προσβάσεως» που αναγνωρίζει η απόφαση Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω (EU:C:2014:112).

97      Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο δεν έκρινε, με την απόφαση αυτή, ότι «το σύνολο» του φακέλου μιας διαδικασίας εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού καλύπτεται από «γενικό τεκμήριο απαγορεύσεως προσβάσεως», όπως άλλωστε τονίζει η ίδια η Επιτροπή στο πλαίσιο της απαντήσεώς της στην πρώτη ομάδα λόγων ακυρώσεως της προσφεύγουσας (βλ. σκέψη 40 ανωτέρω), αλλά μόνον ότι ένα όργανο στο οποίο απευθύνεται μια αίτηση αφορώσα «σύνολο» εγγράφων περιεχόμενων στον εν λόγω φάκελο μπορεί να προσφύγει σε γενικό τεκμήριο προκειμένου να επιληφθεί αυτής της σφαιρικής αιτήσεως με αντίστοιχο τρόπο. Επιπλέον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι το δικαίωμα προσφυγής στο εν λόγω γενικό τεκμήριο αναγνωρίστηκε για να παρασχεθεί στα θεσμικά όργανα της Ένωσης η δυνατότητα να εξετάζουν αιτήσεις που δεν αφορούν ένα μόνον έγγραφο, αλλά σύνολο εγγράφων (απόφαση LPN και Φινλανδία κατά Επιτροπής, σκέψη 34 ανωτέρω, EU:C:2013:738, σκέψεις 47 και 48).

98      Η πρώτη πάντως αίτηση της προσφεύγουσας δεν αφορούσε σύνολο εγγράφων, αλλά μεμονωμένο έγγραφο. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν υποστηρίζει ότι η αίτηση αυτή ήταν το αποτέλεσμα προσπάθειας πλασματικής κατατμήσεως μια αιτήσεως αφορώσας σύνολο εγγράφων σε αντίστοιχες ατομικές αιτήσεις. Δεν θα μπορούσε θεμιτώς, άλλωστε, να προβεί σε αυτή την ενέργεια εν προκειμένω (βλ. σκέψεις 3 έως 5 ανωτέρω).

 Επί της βασιμότητας της προσφυγής στο γενικό τεκμήριο που προβάλλεται εν προκειμένω

99      Όπως υπενθυμίστηκε (βλ. σκέψη 94 ανωτέρω), εφόσον η Επιτροπή είχε επιλέξει να προσφύγει σε γενικό τεκμήριο για να απορρίψει την πρώτη αίτηση της προσφεύγουσας κατά το μέτρο που αφορούσε τις αναφορές στα «έγγραφα επιείκειας» τα οποία περιλαμβάνονται στο μεμονωμένο έγγραφο που αφορά η αίτηση αυτή, όφειλε να στηριχθεί σε γενικές εκτιμήσεις οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν ως κατά κανόνα εφαρμοζόμενες σε αυτό το μέρος του πίνακα περιεχομένων του φακέλου μιας διαδικασίας εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού και να εξακριβώσει ότι οι εκτιμήσεις αυτές πράγματι είχαν εφαρμογή εν προκειμένω.

100    Η απαίτηση αυτή δεν σήμαινε οπωσδήποτε ότι η Επιτροπή έπρεπε να προβεί σε συγκεκριμένη εκτίμηση του επίμαχου εγγράφου (απόφαση Συμβούλιο κατά Access Info Europe, σκέψη 35 ανωτέρω, EU:C:2013:671, σκέψη 73), η δε επιβληθείσα στο εν λόγω θεσμικό όργανο υποχρέωση να εξακριβώσει ότι το γενικό τεκμήριο στο οποίο πρόκειται να προσφύγει στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήσεως αφορώσας σύνολο εγγράφων έχει πράγματι εφαρμογή δεν δύναται να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει εξατομικευμένα όλα τα έγγραφα στα οποία ζητείται πρόσβαση (βλ. σκέψη 60 ανωτέρω).

101    Εντούτοις, παρέμενε εξίσου σημαντικό το γεγονός ότι η Επιτροπή δικαιολόγησε την άρνησή της παροχής προσβάσεως με επαρκή πραγματικά και νομικά στοιχεία, στηριζόμενη σε ευλόγως προβλέψιμο κίνδυνο συγκεκριμένης και ουσιαστικής προσβολής ενός ή πλειόνων συμφερόντων προστατευόμενων από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 (βλ., συναφώς, αποφάσεις Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, σκέψη 36 ανωτέρω, EU:C:2008:374, σκέψεις 49 και 50, και Συμβούλιο κατά Access Info Europe, σκέψη 35 ανωτέρω, EU:C:2013:671, σκέψεις 31, 36 έως 38, 54 και 74).

102    Εν προκειμένω, επιβάλλονται, καταρχάς, πέντε σχετικές διαπιστώσεις.

103    Πρώτον, είναι γεγονός ότι, στο πλαίσιο της πρώτης αιτήσεως, όπως επανελήφθη με την επιβεβαιωτική αίτηση της 23ης Μαρτίου 2012, η προσφεύγουσα δεν ζητούσε πρόσβαση στα καθαυτό «έγγραφα επιείκειας» που περιλαμβάνονται στον φάκελο της υποθέσεως COMP/39.125. Συγκεκριμένα, πρόθεσή της ήταν μόνο να της κοινοποιηθούν έγγραφα που περιλαμβάνονταν στο πλήρες κείμενο του πίνακα περιεχομένων του εν λόγω φακέλου και όχι το μη εμπιστευτικό κείμενο που διαβιβάσθηκε από την Επιτροπή στις 7 Μαρτίου 2012 (βλ. σκέψεις 3, 5 και 7 ανωτέρω). Από την εξέταση του πλήρους κειμένου του εγγράφου αυτού, που κοινοποιήθηκε προς απάντηση στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας που διέταξε το Γενικό Δικαστήριο (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω), μπορεί να διαπιστωθεί ότι οι αναφορές αυτές είναι κατ’ ουσίαν διττές. Πρόκειται, αφενός, για τις ημερομηνίες κατά τις οποίες κοινοποιήθηκαν τα επίμαχα «έγγραφα επιείκειας» στην Επιτροπή από τις επιχειρήσεις που ζήτησαν να υπαχθούν στο πρόγραμμά της επιείκειας, και, αφετέρου, για τον τίτλο των εν λόγω εγγράφων.

104    Δεύτερον, η Επιτροπή δεν αρνήθηκε να κοινοποιήσει μόνον το σύνολο των αναφορών αυτών, αλλά και το πλήρες κείμενο καθεμίας από τις εν λόγω αναφορές. Ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίστηκε καθεμία από αυτές τις κατηγορίες αναφορών διαφέρει, συνεπώς, από εκείνον που εφαρμόστηκε στο σύνολο των αναφορών σε άλλα είδη εγγράφων τα οποία περιλαμβάνονται στον πίνακα περιεχομένων και αποτελούν αντικείμενο των υπό κρίση λόγων ακυρώσεως (βλ. σκέψη 86 ανωτέρω), με τις οποίες η Επιτροπή περιορίστηκε στην απάλειψη συγκεκριμένων πληροφοριών για τον λόγο ότι αποτελούσαν, κατά την άποψή της, προσωπικά δεδομένα (όπως τα ονόματα φυσικών προσώπων) ή ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες (όπως οι επωνυμίες τρίτων επιχειρήσεων ή οι αναφορές σε μοντέλα οχημάτων), ενώ συγχρόνως κατέστησε δυνατή την πρόσβαση στο λοιπό μέρος των εν λόγω αναφορών (βλ. σκέψη 75 ανωτέρω).

105    Τρίτον, από την εξέταση του σημείου 5.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως σε συνδυασμό με το σημείο 4.2 στο οποίο παραπέμπει προκύπτει ότι αυτή η πλήρης κατάργηση των αναφορών στα «έγγραφα επιείκειας» του μη εμπιστευτικού κειμένου του πίνακα περιεχομένων του φακέλου της υποθέσεως COMP/39.125 που κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα δικαιολογείται από γενικές εκτιμήσεις σύμφωνα με τις οποίες η κοινολόγησή τους «θα μπορούσε να θίξει την αποτελεσματικότητα» του προγράμματος επιείκειας της Επιτροπής. Συναφώς, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εκτιμά, καταρχάς, ότι οι επιχειρήσεις που ζητούν να υπαχθούν στο πρόγραμμά της επιείκειας προσδοκούν ότι θα αποτελέσουν οι παρασχεθείσες στο πλαίσιο αυτό πληροφορίες το αντικείμενο εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, ακολούθως, ότι οι προσδοκίες αυτές αξίζουν προστασία και, τέλος, ότι η αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων επιείκειας, που αποτελούν χρήσιμα εργαλεία διαπιστώσεως και καταστολής των παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού, θα μπορούσε να θιγεί αν οι επίμαχες πληροφορίες είχαν δημοσιοποιηθεί (σημείο 4.2, όγδοο έως δέκατο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

106    Τέταρτον, η Επιτροπή διευκρινίζει, με το υπόμνημα αντικρούσεως, την έννοια και το περιεχόμενο των γενικών αυτών εκτιμήσεων, παραπέμποντας στην ανάλυση που είχαν πραγματοποιήσει σε προγενέστερο στάδιο οι υπηρεσίες της, με την απόφαση της 7ης Μαρτίου 2012. Εκθέτει, καταρχάς, ότι «η κοινολόγηση του πίνακα περιεχομένου, λόγω της περιγραφής της αλληλογραφίας των αιτούντων επιείκεια, αποκαλύπτει εκ προοιμίου τη φύση και την έκταση της συνεργασίας [τους]», ακολούθως, ότι «από ορισμένες λέξεις κλειδιά του πίνακα περιεχομένων προκύπτει ήδη η ταυτότητα και η συνεργασία φυσικών προσώπων πριν και κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας», επίσης ότι «η περιγραφή και η χρονολογία ορισμένων εγγράφων που παρατίθενται στον πίνακα περιεχομένων παρέχουν ήδη ενδείξεις επί του περιεχομένου τους, ιδίως πληροφορίες σχετικές με τις εμπορικές σχέσεις των αιτούντων επιείκεια, με τις τιμές, με τη διάρθρωση κόστους, με τα μερίδια αγοράς ή με άλλες ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες» και, τέλος, ότι «το συμφέρον […] των αιτούντων επιείκεια για προστασία της εμπιστευτικότητας όλων των πληροφοριών που είναι βλαπτικές για εκείνους» χρήζει «ιδιαίτερης προστασίας». Η Επιτροπή συνάγει εντεύθεν ότι «η κοινοποίηση των πληροφοριών αυτών προσκρούει στην προστασία των εμπορικών συμφερόντων των αιτούντων επιείκεια» και ότι η «σοβαρή ζημία» την οποία δύναται να «προκαλέσει» στους ενδιαφερομένους θα μπορούσε «να τους αποθαρρύνει να συνεργαστούν στο πλαίσιο μελλοντικών ερευνών», μολονότι «ο βαθμός λεπτομέρειας του πίνακα περιεχομένων προδήλως [δεν είναι] ο ίδιος σε σχέση με εκείνον των εγγράφων [επιείκειας]» αυτών καθεαυτά.

107    Πέμπτον, από τη συνολική διάρθρωση του σημείου 4.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι οι γενικές αυτές εκτιμήσεις οδήγησαν την Επιτροπή στη γενική θεώρηση ότι η κοινολόγηση των αναφορών στα «έγγραφα επιείκειας» που περιλαμβάνονται στον πίνακα περιεχομένων που ζητεί η προσφεύγουσα θα έθιγε εν τέλει τόσο την προστασία των σκοπών που επιδιώκουν οι δραστηριότητές της επιθεωρήσεως και έρευνας όσο και την προστασία των εμπορικών συμφερόντων των μετεχόντων στη διαδικασία.

108    Προς αμφισβήτηση της βασιμότητας της αιτιολογίας αυτής, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, με τα σημεία 128 έως 141 του δικογράφου της προσφυγής, ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε την απόφασή της σαν να επρόκειτο για περίπτωση κατά την οποία η πρώτη αίτηση αφορούσε καθαυτό «έγγραφα επιείκειας» και όχι απλές αναφορές στα εν λόγω έγγραφα που περιλαμβάνονται στον πίνακα περιεχομένων και ότι οι γενικές εκτιμήσεις και εικασίες που προβάλλονται με την προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά την ανάγκη να μη θιγεί το πρόγραμμα επιείκειας δεν δικαιολογούσαν την άρνηση πλήρους προσβάσεως στις εν λόγω αναφορές που της αντιτάχθηκε εν προκειμένω.

109    Πρέπει, ακολούθως, να επισημανθεί ότι η επιχειρηματολογία αυτή εν μέρει ευσταθεί.

110    Πρώτον, διαπιστώνεται ότι ούτε το γράμμα του σημείου 5.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως ούτε εκείνο του σημείου 4.2 στο οποίο παραπέμπει ούτε εκείνο της αποφάσεως της 7ης Μαρτίου 2012, εξεταζόμενα μεμονωμένα ή από κοινού, δικαιολογούν την πλήρη άρνηση προσβάσεως που διατυπώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση.

111    Συγκεκριμένα, με το σημείο 5.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή περιορίζεται στο επιχείρημα ότι «οι αναφορές [στα έγγραφα επιείκειας που περιλαμβάνονται στον πίνακα περιεχομένων του φακέλου της υποθέσεως COMP/39.125] παρέχουν πληροφορίες για το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών που πρέπει να θεωρηθούν εμπιστευτικά». Όσον αφορά το όγδοο και ένατο εδάφιο του σημείου 4.2, η Επιτροπή εκθέτει με αυτά ότι οι εκτιμήσεις που την οδηγούν στη γενική θεώρηση ότι η κοινολόγηση των «εγγράφων επιείκειας» που περιλαμβάνονται στον φάκελο ορισμένων διαδικασιών εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού «θα μπορούσε να θίξει την αποτελεσματικότητα» του προγράμματός της επιείκειας και, κατ’ επέκταση, την προστασία των εμπορικών συμφερόντων των μετεχόντων στις διαδικασίες αυτές, καθώς και την προστασία των σκοπών που επιδιώκουν οι δραστηριότητές της επιθεωρήσεως και έρευνας (βλ. σκέψεις 87 και 105 ανωτέρω).

112    Όπως επιβεβαιώνει η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως, στηριζόμενη στην απόφαση της 7ης Μαρτίου 2012, ο συνδυασμός των δύο αυτών σειρών εκτιμήσεων πρέπει να ερμηνευθεί, όπως πράττει η προσφεύγουσα με το δικόγραφο της προσφυγής, υπό την έννοια ότι έπρεπε, εν προκειμένω, να θεωρηθεί εν γένει ότι η κοινοποίηση των αναφορών στα «έγγραφα επιείκειας» που περιλαμβάνονται στον πίνακα περιεχομένων θα μπορούσε να θίξει την αποτελεσματικότητα του προγράμματος επιείκειας της Επιτροπής και, κατ’ επέκταση, τα εμπορικά συμφέροντα των μετεχόντων στην οικεία διαδικασία, καθώς και τους σκοπούς που επιδιώκουν οι σχετικές με τη διαδικασία αυτή δραστηριότητες επιθεωρήσεως και έρευνας, στο μέτρο που —και εφόσον— η κοινοποίηση αυτή κοινολογεί σε τρίτο «εμπιστευτικές πληροφορίες» περιλαμβανόμενες στις εν λόγω αναφορές ή στα «έγγραφα επιείκειας» τα οποία αυτές αφορούν. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή έκρινε ότι αποτελούν τέτοιες εμπιστευτικές πληροφορίες, αφενός, οι πληροφορίες σχετικά με τη συνεργασία των επιχειρήσεων που ζήτησαν να υπαχθούν στο πρόγραμμα αυτό και, αφετέρου, τα ευαίσθητα εμπορικά δεδομένα που συγκεντρώθηκαν από τις υπηρεσίες της στο πλαίσιο αυτό (βλ. σκέψεις 106 και 107 ανωτέρω).

113    Πάντως, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή μπορεί, πρώτον, να επιφυλάξει κοινή μεταχείριση στα διάφορα είδη εγγράφων του φακέλου που χαρακτηρίζονται ως «έγγραφα επιείκειας» στην προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως και του περιεχομένου τους, και, δεύτερον, να θεωρήσει εν γένει ότι η κοινολόγηση των εν λόγω εγγράφων θα μπορούσε να θίξει την αποτελεσματικότητα του προγράμματός της επιείκειας και, κατ’ επέκταση, την προστασία των εμπορικών συμφερόντων των τρίτων, καθώς και την προστασία των δραστηριοτήτων της επιθεωρήσεως και έρευνας, η συλλογιστική αυτή δεν δικαιολογεί, σύμφωνα με το γράμμα της προσβαλλομένης αποφάσεως, να περιορίζεται η άρνηση κοινολογήσεως στις «πληροφορίες περί του περιεχομένου των εν λόγω εγγράφων που πρέπει να θεωρηθούν εμπιστευτικά».

114    Αντιθέτως, δεν δικαιολογεί τη γενικευμένη απάλειψη του συνόλου των αναφορών που περιέχουν τέτοιες εμπιστευτικές πληροφορίες, περιλαμβανομένων των πλέον ουδέτερων ή ανώδυνων στοιχείων τους, αντιθέτως προς τη συγκεκριμένη στόχευση που πραγματοποίησε η Επιτροπή όσον αφορά τα λοιπά είδη αναφορών που περιλαμβάνονται στον πίνακα περιεχομένων και αποτελούν αντικείμενο των υπό κρίση λόγων ακυρώσεως (βλ. σκέψη 104 ανωτέρω).

115    Με άλλα λόγια, οι γενικές εκτιμήσεις που προβάλλει η Επιτροπή δεν μπορεί να γίνει δεκτό, σύμφωνα με το γράμμα της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ισχύουν κατά κανόνα και κατ’ ουσίαν για το σύνολο των επίμαχων αναφορών. Συνεπώς, δεν είναι ικανές να δικαιολογήσουν την πλήρη άρνηση κοινολογήσεως που αντιτάχθηκε στην προσφεύγουσα, αλλά μερική μόνον άρνηση, στηριζόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 και περιοριζόμενη στο μέτρο που απαιτείται και είναι ανάλογο για την προστασία των πληροφοριών που αξίζουν προστασία (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2001, Συμβούλιο κατά Hautala, C‑353/99 P, Συλλογή, EU:C:2001:661, σκέψεις 27 έως 29, και της 25ης Απριλίου 2007, WWF European Policy Programme κατά Συμβουλίου, T‑264/04, Συλλογή, EU:T:2007:114, σκέψη 50).

116    Η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το γενικό τεκμήριο στο οποίο μπορεί να στηριχθεί η Επιτροπή για να εξετάσει σφαιρικά αιτήσεις οι οποίες αφορούν σύνολο εγγράφων περιεχόμενων στον φάκελο διαδικασίας εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού συνεπάγεται ότι τα έγγραφα αυτά εξαιρούνται πλήρως από την υποχρέωση κοινολογήσεως, έστω και μερική, του περιεχομένου τους (βλ. σκέψη 42 ανωτέρω). Συγκεκριμένα, από τη νομολογία προκύπτει σαφώς ότι η συνέπεια αυτή επέρχεται στην περίπτωση κατά την οποία ένα θεσμικό όργανο προσφεύγει σε γενικό τεκμήριο στο πλαίσιο εξετάσεως αιτήσεως αφορώσας σύνολο εγγράφων και όχι μεμονωμένο έγγραφο (αποφάσεις Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:C:2014:112, σκέψη 134, και Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, σκέψη 40 ανωτέρω, EU:C:2012:393, σκέψη 133). Αντιθέτως, δεν προκύπτει από τη νομολογία ότι το Δικαστήριο, συνδέοντας με μια τέτοια συνέπεια την προσφυγή σε γενικό τεκμήριο, στην ειδική αυτή περίπτωση, είχε πρόθεση να αμφισβητήσει τη γενικότερου περιεχομένου νομολογία που υπενθυμίστηκε στην ανωτέρω σκέψη 115. Κατά τα λοιπά, το Δικαστήριο έκρινε ότι, ακόμη και στην ιδιαίτερη αυτή περίπτωση, το οικείο θεσμικό όργανο είχε την υποχρέωση να κοινολογήσει εν όλω ή εν μέρει έγγραφα τα οποία αφορά η αίτηση, εφόσον διαπίστωνε ότι τα χαρακτηριστικά της σχετικής διαδικασίας το καθιστούσαν δυνατό (απόφαση LPN και Φινλανδία κατά Επιτροπής, σκέψη 34 ανωτέρω, EU:C:2013:738, σκέψη 67). Τέλος, λαμβανομένης υπόψη αυτής της υποχρεώσεως περιορισμού των αρνήσεων προσβάσεως στο μέτρο που είναι αναγκαίο και ανάλογο για την προστασία των πληροφοριών που αξίζουν προστασία, μια γενική άρνηση κοινολογήσεως δεν μπορεί, κατά μείζονα λόγο, να γίνει δεκτή υπό τις συνθήκες της κρινόμενης περιπτώσεως, στην οποία καταλήγει να καθιστά αδύνατη ή έστω άκρως δυσχερή την πραγματική άσκηση του δικαιώματος αποζημιώσεως που η προσφεύγουσα αντλεί από τη Συνθήκη (βλ. σκέψεις 130 έως 134 κατωτέρω).

117    Δεύτερον, ο απόλυτος χαρακτήρας της αρνήσεως κοινοποιήσεως των επίμαχων αναφορών που αντιτάσσεται από την Επιτροπή στην προσφεύγουσα δεν φαίνεται να δικαιολογείται με επαρκή πραγματικά και νομικά επιχειρήματα περισσότερο από τον πλήρη χαρακτήρα της, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που προβλήθηκαν προς στήριξη της εν λόγω αρνήσεως.

118    Βεβαίως, η Επιτροπή έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η κοινοποίηση των αναφορών αυτών «θα μπορούσε να θίξει» την αποτελεσματικότητα του προγράμματός της επιείκειας, ακριβώς όπως και η κοινολόγηση των «εγγράφων επιείκειας» αυτών καθεαυτά, στο μέτρο που καταλήγει στην κοινολόγηση σε τρίτο ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών ή εμπιστευτικών στοιχείων σχετικών με τη συνεργασία των μερών που αφορούν τα εν λόγω έγγραφα. Συγκεκριμένα, όπως έχει επισημάνει ο δικαστής της Ένωσης, τα προγράμματα επιείκειας αποτελούν χρήσιμα εργαλεία για τη διαπίστωση και την καταστολή των παραβάσεων κανόνων ανταγωνισμού, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην ουσιαστική εφαρμογή των άρθρων 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ. Επιπλέον, η αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων αυτών θα μπορούσε να θιγεί από την κοινοποίηση των σχετικών με διαδικασία επιείκειας εγγράφων στα πρόσωπα που επιθυμούν να ασκήσουν αγωγή αποζημιώσεως. Συναφώς, μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι η προοπτική μιας τέτοιας κοινοποιήσεως αποτρέπει τα εμπλεκόμενα σε παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού πρόσωπα να προσφύγουν σε τέτοια προγράμματα (αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2011, Pfleiderer, C‑360/09, Συλλογή, EU:C:2011:389, σκέψη 26, και Donau Chemie κ.λπ., σκέψη 68 ανωτέρω, EU:C:2013:366, σκέψη 42). Μολονότι η νομολογία αυτή αφορά τα προγράμματα επιείκειας που καταρτίστηκαν από εθνικές αρχές ανταγωνισμού, η ίδια συλλογιστική μπορεί να γίνει δεκτή, κατ’ αναλογία, όσον αφορά το πρόγραμμα της Επιτροπής (βλ., συναφώς, απόφαση Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, σκέψη 39 ανωτέρω, EU:T:2013:480, σκέψη 41, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón στην υπόθεση Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:C:2013:643, σημεία 68 και 69), όπως άλλωστε υποστηρίζει η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως.

119    Εντούτοις, από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι, μολονότι οι εκτιμήσεις αυτές μπορούν να δικαιολογήσουν την άρνηση προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα που περιέχει ο φάκελος διαδικασίας εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού, δεν συνεπάγονται ωστόσο ότι η πρόσβαση αυτή μπορεί συστηματικά να απορρίπτεται, καθόσον κάθε αίτηση προσβάσεως στα επίμαχα έγγραφα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο μεμονωμένης εκτιμήσεως λαμβάνουσας υπόψη όλα τα στοιχεία της υποθέσεως (βλ. απόφαση Donau Chemie κ.λπ., σκέψη 68 ανωτέρω, EU:C:2013:366, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

120    Πράγματι, λαμβανομένης υπόψη της σπουδαιότητας των αγωγών αποζημιώσεως που ασκούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων για τη διατήρηση ουσιαστικού ανταγωνισμού εντός της Ένωσης, η απλή επίκληση του κινδύνου να θίξει η πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στα έγγραφα διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού και είναι αναγκαία για να στηρίξουν τέτοιες αγωγές την αποτελεσματικότητα του προγράμματος επιείκειας στο πλαίσιο του οποίου τα έγγραφα αυτά κοινοποιήθηκαν στην αρμόδια αρχή δεν αρκεί για να δικαιολογήσει άρνηση προσβάσεως στα εν λόγω στοιχεία (βλ. απόφαση Donau Chemie κ.λπ., σκέψη 68 ανωτέρω, EU:C:2013:366, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης, συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón στην υπόθεση Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:C:2013:643, σημεία 70 έως 74).

121    Αντιθέτως, το γεγονός ότι μια τέτοια άρνηση είναι ικανή να εμποδίσει την άσκηση των εν λόγω αγωγών, παρέχοντας εξάλλου στις οικείες επιχειρήσεις, οι οποίες ενδέχεται να απολαύουν ήδη ασυλίας, τουλάχιστον εν μέρει, στον τομέα των χρηματικών κυρώσεων, τη δυνατότητα να απαλλαγούν επίσης από την υποχρέωσή τους αποκαταστάσεως των ζημιών που προκλήθηκαν από την παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και τούτο εις βάρος των ζημιωθέντων, απαιτεί να στηρίζεται η εν λόγω άρνηση σε επιτακτικούς λόγους που άπτονται της προστασίας του προβαλλόμενου συμφέροντος και που ισχύουν για κάθε έγγραφο στο οποίο δεν παρέχεται πρόσβαση (απόφαση Donau Chemie κ.λπ., σκέψη 68 ανωτέρω, EU:C:2013:366, σκέψη 47· βλ. επίσης, συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón στην υπόθεση Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:C:2013:643, σημείο 78).

122    Κατά συνέπεια, η ύπαρξη και μόνον κινδύνου να θίξει κάποιο έγγραφο με συγκεκριμένο τρόπο το δημόσιο συμφέρον που άπτεται της προστασίας του επίμαχου προγράμματος επιείκειας είναι ικανή να δικαιολογήσει τη μη κοινολόγηση του εν λόγω εγγράφου (απόφαση Donau Chemie κ.λπ., σκέψη 68 ανωτέρω, EU:C:2013:366, σκέψη 48· βλ., επίσης, επί του σημείου αυτού, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón στην υπόθεση Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:C:2013:643, σημείο 77).

123    Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, κατά πάγια νομολογία, όταν η Επιτροπή ή τα εθνικά δικαστήρια καλούνται να αποφανθούν, σε διαφορετικό βεβαίως νομικό και δικονομικό πλαίσιο, επί του ζητήματος της προσβάσεως σε έγγραφα που συγκεντρώνονται στο πλαίσιο της εφαρμογής προγράμματος επιείκειας και περιλαμβάνονται στον φάκελο διαδικασίας εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού, πρέπει να μην επιδεικνύουν ανελαστική και απόλυτη στάση με κίνδυνο να θίξουν είτε την ουσιαστική εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού από τις επιφορτισμένες με την τήρησή τους δημόσιες αρχές είτε την ουσιαστική άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από τους κανόνες αυτούς για τους ιδιώτες. Ως εκ τούτου, σε αυτούς απόκειται να σταθμίζουν, κατά περίπτωση, τα διάφορα συμφέροντα που δικαιολογούν την κοινοποίηση ή την προστασία των επίμαχων εγγράφων. Στο πλαίσιο της εν λόγω σταθμίσεως, οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία της υποθέσεως και ειδικότερα το συμφέρον του αιτούντος να αποκτήσει πρόσβαση στα έγγραφα που επιδιώκει να του κοινοποιηθούν προκειμένου να στηρίξει την αγωγή του αποζημιώσεως, λαμβανομένων υπόψη των λοιπών δυνατοτήτων που ενδεχομένως έχει στη διάθεσή του, αφενός, και των πράγματι βλαπτικών συνεπειών τις οποίες μπορεί να επιφέρει η εν λόγω πρόσβαση από πλευράς δημοσίου συμφέροντος ή των νομίμων συμφερόντων άλλων προσώπων, αφετέρου (βλ., συναφώς, αποφάσεις Donau Chemie κ.λπ., σκέψη 68 ανωτέρω, EU:C:2013:366, σκέψεις 30 έως 34 και 44 έως 45, και Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:C:2014:112, σκέψη 107).

124    Οι εκτιμήσεις αυτές ισχύουν κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση που, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, ένα πρόσωπο που θεωρεί ότι αποτελεί θύμα παραβάσεως κανόνων ανταγωνισμού και που έχει ήδη ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου δεν ζητεί από την Επιτροπή πρόσβαση στα «έγγραφα επιείκειας» που περιλαμβάνονται στον φάκελο της διαδικασίας που οδήγησε στην απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε η ύπαρξη της εν λόγω παραβάσεως, αλλά μόνο στις αναφορές στα εν λόγω έγγραφα που περιλαμβάνονται στον πίνακα περιεχομένων του φακέλου αυτού. Συγκεκριμένα, μολονότι η απλή επίκληση ενέχει τον κίνδυνο να θιγεί η αποτελεσματικότητα ενός προγράμματος επιείκειας δεν αρκεί για να στηρίξει μια απόφαση απορρίπτουσα, γενικώς και απολύτως, την πρόσβαση στα «έγγραφα επιείκειας» που περιλαμβάνονται στον φάκελο, πέραν των πράγματι βλαπτικών συνεπειών που είναι δυνατόν να επιφέρει η κοινολόγηση των εν λόγω εγγράφων, η επίκληση αυτή δεν μπορεί κατά μείζονα λόγο να στηρίξει την πλήρη και απόλυτη άρνηση κοινοποιήσεως απλών αναφορών στα εν λόγω έγγραφα στο πρόσωπο που ζητεί πρόσβαση σε αυτά προκειμένου να στηρίξει αγωγή αποζημιώσεως.

125    Εν προκειμένω, η άρνηση που αντιτάσσεται στην προσφεύγουσα στηρίζεται, όπως ορθώς υποστηρίζει η προσφεύγουσα, σε γενικές εκτιμήσεις και εικασίες κατά τις οποίες η κοινοποίηση των επίμαχων αναφορών «θα μπορούσε να θίξει» την αποτελεσματικότητα του προγράμματος επιείκειας της Επιτροπής και, κατ’ επέκταση, την προστασία των εμπορικών συμφερόντων των μετεχόντων στη διαδικασία, καθώς και την προστασία των σκοπών που επιδιώκουν οι δραστηριότητες επιθεωρήσεως και έρευνας που συνδέονται με αυτή τη διαδικασία (βλ. σκέψεις 105 και 106 ανωτέρω).

126    Ωστόσο, αυτές οι γενικές εκτιμήσεις και εικασίες δεν αποδεικνύουν εν προκειμένω, με επαρκή πραγματικά και νομικά επιχειρήματα, την ύπαρξη ευλόγως προβλέψιμου κινδύνου να θιγούν με συγκεκριμένο και ουσιαστικό τρόπο τα συμφέροντα που επικαλείται η Επιτροπή, ούτως ώστε να δικαιολογείται η απόλυτη άρνηση κοινολογήσεως των ημερομηνιών, τίτλων και λοιπών αναφορών στα «έγγραφα επιείκειας» που περιλαμβάνονται στον πίνακα περιεχομένων, πέραν των μοναδικών εμπιστευτικών πληροφοριών που μπορούσαν να περιέχουν ή να αποκαλύψουν.

127    Η άρνηση αυτή τείνει, εν τέλει, να καταστήσει κενή περιεχομένου την αρχή σύμφωνα με την οποία οι εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα χρήζουν αυστηρής ερμηνείας και εφαρμογής, ώστε να εξασφαλίζεται ότι κάθε έγγραφο ή κάθε απόσπασμα εγγράφου που δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις που προβλέπει ο κανονισμός 1049/2001 μπορεί να κοινοποιηθεί στα πρόσωπα που ζητούν πρόσβαση σε αυτά (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση Συμβούλιο κατά Access Info Europe, σκέψη 35 ανωτέρω, EU:C:2013:671, σκέψη 40), εκτός αν η εν λόγω πρόσβαση προσκρούει σε υπέρτερο δημόσιο συμφέρον.

128    Τρίτον, στο μέτρο που οι δύο διάδικοι επικαλούνται την απόφαση της 7ης Μαρτίου 2012, αντιστοίχως για να αμφισβητήσουν και για να δικαιολογήσουν την άρνηση κοινοποιήσεως των αναφορών στα «έγγραφα επιείκειας» που περιλαμβάνονται στον πίνακα περιεχομένων του φακέλου της υποθέσεως COMP/39.125, πρέπει να επισημανθεί ότι η συλλογιστική που αναπτύχθηκε στην εν λόγω απόφαση και υπενθυμίστηκε από την Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως (βλ. σκέψεις 106 και 112 ανωτέρω) δεν δικαιολογεί κατά μείζονα λόγο σε σχέση με την περιλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση συλλογιστική τη γενική και απόλυτη άρνηση προσβάσεως που αντιτάσσεται στην προσφεύγουσα εν προκειμένω.

129    Ειδικότερα, μολονότι γίνεται λόγος για εκτιμήσεις δυνάμενες να στηρίξουν μια πλήρη άρνηση προσβάσεως στις αναφορές σε ορισμένα είδη «εγγράφων επιείκειας» που περιλαμβάνονται στον πίνακα περιεχομένων, όπως είναι οι αναφορές στις «δηλώσεις» που έχουν υποβληθεί στην Επιτροπή από τις επιχειρήσεις που ζητούν να υπαχθούν στο πρόγραμμά της επιείκειας (βλ., επ’ αυτού, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Mazák, της 16ης Δεκεμβρίου 2010, στην υπόθεση Pfleiderer, σκέψη 118 ανωτέρω, EU:C:2010:782, σημεία 44 και 47), η απόφαση της 7ης Μαρτίου 2012 δεν δικαιολογεί την επέκταση της αρνήσεως στις αναφορές στο σύνολο των εν λόγω εγγράφων.

130    Εξάλλου, από τον φάκελο προκύπτει ότι η προσφεύγουσα είχε στη διάθεσή της, τόσο κατά τον χρόνο κατά τον οποίο υπέβαλε την πρώτη αίτηση στην Επιτροπή (στις 16 Φεβρουαρίου 2012) όσο και κατά τον χρόνο κατά τον οποίο το θεσμικό αυτό όργανο εξέδωσε οριστική απόφαση επί του ζητήματος αυτού (στις 29 Οκτωβρίου 2013), μόνον ένα προσωρινό μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως Υαλοπίνακες αυτοκινήτου.

131    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, μολονότι η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση αυτή στις 12 Νοεμβρίου 2008, μέχρι σήμερα έχει δημοσιοποιήσει μόνον ένα προσωρινό μη εμπιστευτικό κείμενο το οποίο υπέβαλε η προσφεύγουσα με το παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής. Συγκεκριμένα, μόλις τον Δεκέμβριο του 2011 και τον Αύγουστο του 2012 η Γενική Διεύθυνση «Ανταγωνισμός» και ο σύμβουλος ελεγκτής της Επιτροπής αποφάνθηκαν, αντιστοίχως, επί του περιεχομένου του οριστικού μη εμπιστευτικού κειμένου της εν λόγω αποφάσεως, με μια σειρά πράξεων οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο, στη συνέχεια, δύο προσφυγών ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (υποθέσεις T‑462/12, Pilkington Group κατά Επιτροπής, και T‑465/12, AGC Glass Europe κ.λπ. κατά Επιτροπής) και μίας αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων η οποία οδήγησε, διαδοχικώς, σε μια διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου (διάταξη της 11ης Μαρτίου 2013, Pilkington Group κατά Επιτροπής, T‑462/12 R, Συλλογή, EU:T:2013:119) και ακολούθως, κατ’ αναίρεση, σε μια διάταξη του αντιπροέδρου του Δικαστηρίου [διάταξη της 10ης Σεπτεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Pilkington Group, C‑278/13 P(R), Συλλογή, EU:C:2013:558], όπως υπενθυμίζει η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως. Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των ένδικων αυτών διαδικασιών, το οριστικό μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως Υαλοπίνακες αυτοκινήτου εξακολουθούσε να μην έχει δημοσιοποιηθεί κατά τον χρόνο κατά τον οποίο η Επιτροπή εξέτασε τις δύο αιτήσεις της προσφεύγουσας ούτε, κατά τα λοιπά, όταν η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

132    Πάντως, το προσωρινό μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως Υαλοπίνακες αυτοκινήτου δεν παρέχει στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να προσδιορίσει με ακρίβεια τα «έγγραφα επιείκειας» που περιλαμβάνονται στον φάκελο της υποθέσεως COMP/39.125. Συγκεκριμένα, μολονότι γίνεται λόγος για πληροφορίες περιλαμβανόμενες στα έγγραφα αυτά, τα στοιχεία από τα οποία μπορεί να συναχθεί σύνδεσμος μεταξύ των πληροφοριών αυτών και του εγγράφου ή των εγγράφων από τα οποία προέρχονται, καθώς και να εξατομικευτούν τα έγγραφα αυτά, απαλείφθηκαν σε μεγάλο βαθμό.

133    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η γενική και απόλυτη άρνηση κοινολογήσεως που διατυπώνεται με την προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από τις εκτιμήσεις που προέβαλαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής στην απόφαση της 7ης Μαρτίου 2012, κατά τις οποίες:

«Προκειμένου να συμβιβασθεί το θεμιτό συμφέρον που σχετίζεται με τη διαφάνεια των διοικητικών υπηρεσιών της και το συμφέρον διατηρήσεως της ελκυστικότητας του προγράμματος επιείκειας, η Επιτροπή δημοσιεύει ένα μη εμπιστευτικό κείμενο των οριστικών αποφάσεών της, με το οποίο προσδιορίζει όλους τους μετέχοντες στη σύμπραξη και εκθέτει τα στοιχεία που συνθέτουν την εν λόγω παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού.

Για τους λόγους που θα εκτεθούν παρακάτω, οι πληροφορίες που αφορούν την αλληλογραφία εκ μέρους ή με μετέχοντες στη διαδικασία που ζήτησαν να υπαχθούν στο πρόγραμμα επιείκειας […] και οι οποίες περιλαμβάνονται στον πίνακα περιεχομένων και μέχρι σήμερα δεν έχουν κοινολογηθεί μέσω δημοσιευθείσας αποφάσεως […] εμπίπτουν στις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001].

[…]

Υπό τις συνθήκες αυτές, η παροχή πληροφοριών σχετικών με την αλληλογραφία στο πλαίσιο του προγράμματος επιείκειας, πέραν εκείνων που περιλαμβάνονται στο δημοσιοποιημένο κείμενο της αποφάσεως [Υαλοπίνακες αυτοκινήτου] […] θίγει την προστασία των εμπορικών συμφερόντων.

[…]

Στο προσωρινό δημοσιοποιημένο κείμενο της αποφάσεως [Υαλοπίνακες αυτοκινήτου], η Επιτροπή κοινοποίησε ήδη ορισμένες από τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στον πίνακα περιεχομένων (ιδίως την ταυτότητα των επιχειρήσεων που είχαν ζητήσει να υπαχθούν στο πρόγραμμα επιείκειας και την ημερομηνία της αποφάσεως με την οποία έγινε δεκτή η αίτησή τους). Προηγουμένως η Επιτροπή είχε συγκρίνει τη σπουδαιότητα της κοινοποιήσεως αυτής με τις αρνητικές συνέπειες που θα μπορούσε να έχει στην πραγματική εφαρμογή του προγράμματος επιείκειας (και, κατά συνέπεια, στην εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ). Όλες οι λοιπές αναφορές σχετικά με αυτό το είδος αλληλογραφίας απαλείφθηκαν, αντιθέτως, από τον προσαρτημένο στο παράρτημα πίνακα περιεχομένων, διότι ο πιο λεπτομερής προσδιορισμός [των επίμαχων εγγράφων] θα μπορούσε να θίξει τον “σκοπό των δραστηριοτήτων έρευνας της Επιτροπής”, αφενός, και τα “εμπορικά συμφέροντα” των μετεχόντων στη διαδικασία, αφετέρου» (σημείο 1.1, προτελευταίο και τελευταίο εδάφιο, σημείο 1.2, τελευταίο εδάφιο, και σημείο 1.3, προτελευταίο εδάφιο, της αποφάσεως της 7ης Μαρτίου 2012).

134    Αντιθέτως, στο μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση και η απόφαση της 7ης Μαρτίου 2012, παραπέμποντας στο προσωρινό μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως Υαλοπίνακες αυτοκινήτου, καθιστούσαν στην πράξη αδύνατο ή έστω άκρως δυσχερή κάθε είδους προσδιορισμό των «εγγράφων επιείκειας» που κατατάσσονταν στον πίνακα περιεχομένων στον οποίο είχε ζητήσει πρόσβαση η προσφεύγουσα, σε αντίθεση προς τη μεταχείριση των αναφορών σε άλλα έγγραφα τα οποία περιέχει ο φάκελος (βλ. σκέψεις 75, 104 και 114 ανωτέρω), δεν επέτρεπαν στην προσφεύγουσα ούτε να διατυπώσει άποψη ως προς την ενδεχόμενη ανάγκη να έχει στη διάθεσή της τα έγγραφα αυτά προς στήριξη της αγωγής της αποζημιώσεως ενώπιον του Landgericht Düsseldorf ούτε, κατά μείζονα λόγο, να επιδιώξει να δικαιολογήσει μια τέτοια ανάγκη. Προς τήρηση πάντως αυτής της απαιτήσεως η νομολογία δεν εξαρτά μόνον την κοινολόγηση των εν λόγω εγγράφων και την προσκόμισή τους ενώπιον δικαστηρίου στο πλαίσιο αγωγών αποζημιώσεως ενώπιον του εθνικού δικαστή (βλ. σκέψη 69 ανωτέρω), αλλά και την αναγνώριση υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος από την Επιτροπή στην περίπτωση κατά την οποία υποβληθεί σε αυτήν αίτηση δυνάμει του κανονισμού 1049/2001 (βλ. σκέψη 70 ανωτέρω). Με τον τρόπο αυτόν, η προσβαλλόμενη απόφαση εμποδίζει στην πράξη την προσφεύγουσα να ασκήσει ουσιαστικά το δικαίωμα αποζημιώσεως που αντλεί από τη Συνθήκη.

135    Τέταρτον, και κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι η Επιτροπή επισήμανε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, την ανάγκη προστασίας, εν πάση περιπτώσει, του προγράμματός της επιείκειας και των σχετικών με αυτό εγγράφων, λαμβανομένου υπόψη του ουσιώδους ρόλου του προγράμματος αυτού για τη διαπίστωση των παραβάσεων στους κανόνες ανταγωνισμού, όπως αναγνωρίστηκε από την οδηγία 2014/104/ΕE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 349, σ. 1), επιβάλλονται δύο διαπιστώσεις επί του σημείου αυτού. Αφενός, η νομολογία αναγνωρίζει την αξία του εν λόγω προγράμματος, αλλά επισημαίνει συγχρόνως ότι το δημόσιο συμφέρον που σχετίζεται με τη διατήρηση της αποτελεσματικότητάς του δεν μπορεί να θεωρεί ότι κατισχύει, γενικώς και απολύτως, των λοιπών δημοσίων και ιδιωτικών συμφερόντων που διακυβεύονται, τα οποία επίσης αξίζουν προστασία και πρέπει να συμβιβάζονται με αυτό κατά περίπτωση (βλ. σκέψεις 118 έως 123 ανωτέρω). Αφετέρου, η αιτιολογική σκέψη 20 και το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/104 προβλέπουν ρητώς ότι η πράξη αυτή πρέπει να τηρεί τους σχετικούς με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα κανόνες που προβλέπονται στον κανονισμό 1049/2001, όπως τόνισε κατά τα λοιπά η Επιτροπή με το υπόμνημα ανταπαντήσεως (βλ. σκέψη 58 ανωτέρω).

136    Από το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αρκούντως βάσιμη κατά νόμον, στο μέτρο που με αυτή κρίνεται ότι πρέπει να γίνει γενικώς, πλήρως και απολύτως δεκτό ότι η παροχή στην προσφεύγουσα προσβάσεως στις αναφορές στα «έγγραφα επιείκειας» που περιλαμβάνονται στον πίνακα περιεχομένων του φακέλου της υποθέσεως COMP/39.125 θίγει τα συμφέροντα που προστατεύονται από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

 β)     Επί της αρνήσεως προσβάσεως στις πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα φυσικών προσώπων

137    Στο σημείο 5.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα φυσικών προσώπων που περιλαμβάνονται στον πίνακα περιεχομένων δεν μπορούσαν να κοινοποιηθούν στην προσφεύγουσα. Για να συναγάγει αυτό το συμπέρασμα, επισήμανε, καταρχάς, ότι οι πληροφορίες αυτές αποτελούσαν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001 και του άρθρου 2, στοιχείο α΄, και του άρθρου 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 2001, L 8, σ. 1). Ακολούθως, η Επιτροπή έκρινε, κατ’ ουσίαν, αφενός, ότι η προσφεύγουσα δεν εξέθετε τους λόγους για τους οποίους ήταν αναγκαίο να της διαβιβάσει τα στοιχεία αυτά και, αφετέρου, ότι υπήρχαν λόγοι για να θεωρηθεί ότι η ανακοίνωσή τους μπορούσε να θίξει τα νόμιμα συμφέροντα των προσώπων τα οποία αφορούσαν.

138    Συναφώς, το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001 προβλέπει ότι τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε ένα έγγραφο η κοινολόγηση του οποίου θίγει την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, ιδίως βάσει της νομοθεσίας της Ένωσης σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

139    Η διάταξη αυτή, η οποία καθιερώνει ειδικό καθεστώς ενισχυμένης προστασίας των προσώπων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των οποίων είναι δυνατόν, κατά περίπτωση, να γνωστοποιηθούν στο κοινό, επιτάσσει τυχόν προσβολή της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητάς τους να εξετάζεται και να εκτιμάται πάντοτε, ιδίως, σύμφωνα με τον κανονισμό 45/2001 (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Bavarian Lager, C‑28/08 P, Συλλογή, EU:C:2010:378, σκέψεις 59 και 60).

140    Το άρθρο 2 του κανονισμού 45/2001 ορίζει, αφενός, ότι ως δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα νοείται κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί και, αφετέρου, ότι ως επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα νοείται κάθε εργασία που εφαρμόζεται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και ιδίως η ανάκτησή του, καθώς και η ανακοίνωσή του με διαβίβαση, διάδοση και κάθε άλλη μορφή διάθεσης.

141    Το άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 ορίζει, ειδικότερα, ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται στον αποδέκτη αν αυτός αποδεικνύει την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των δεδομένων και δεν υφίστανται λόγοι να υποτεθεί ότι η διαβίβαση αυτή μπορεί να θίξει τα νόμιμα συμφέροντα του ενδιαφερομένου. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται σε κάθε αίτηση βασιζόμενη στον κανονισμό 1049/2001, με την οποία ζητείται η πρόσβαση σε έγγραφα που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα (αποφάσεις Επιτροπή κατά Bavarian Lager, σκέψη 139 ανωτέρω, EU:C:2010:378, σκέψη 63, και της 2ας Οκτωβρίου 2014, Strack κατά Επιτροπής, C‑127/13 P, Συλλογή, EU:C:2014:2250, σκέψη 101).

142    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι σχετικές με την ταυτότητα ορισμένων φυσικών προσώπων πληροφορίες που περιλαμβάνονται στον πίνακα περιεχομένων αποτελούσαν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Δεν αμφισβητεί επίσης ότι η αίτησή της να της κοινοποιηθούν οι εν λόγω πληροφορίες συνιστούσε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Επικρίνει αποκλειστικώς τη συλλογιστική που ακολούθησε η Επιτροπή για να αρνηθεί την κοινοποίησή τους, προσάπτοντας κατ’ ουσίαν στο εν λόγω θεσμικό όργανο ότι κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό βάσει γενικής συλλογιστικής που αφορούσε την προστασία της ιδιωτικής ζωής, αντί να εξηγήσει λεπτομερώς τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους δεν μπορούσε να της κοινοποιηθεί κάθε επίμαχο δεδομένο.

143    Εντούτοις, η Επιτροπή, πρώτον, ορθώς απαίτησε από την προσφεύγουσα να αποδείξει την ανάγκη διαβιβάσεως των επίμαχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σύμφωνα με το άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001. Συγκεκριμένα, όταν το πρόσωπο που ζητεί πρόσβαση σε έγγραφα τα οποία περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν παρέχει στην Επιτροπή κάποια ρητή και θεμιτή δικαιολογία ούτε κάποιο πειστικό επιχείρημα ικανό να αποδείξει την αναγκαιότητα να της διαβιβασθούν αυτά τα δεδομένα, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να σταθμίσει τα διάφορα συγκρουόμενα συμφέροντα (βλ., συναφώς, αποφάσεις Επιτροπή κατά Bavarian Lager, σκέψη 139 ανωτέρω, EU:C:2010:378, σκέψεις 77 και 78, και Strack κατά Επιτροπής, σκέψη 141 ανωτέρω, EU:C:2014:2250, σκέψη 107).

144    Δεύτερον, η Επιτροπή έκρινε, λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα, ότι δεν απεδείχθη εν προκειμένω η εν λόγω αναγκαιότητα.

145    Συγκεκριμένα, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, κατά την προσφεύγουσα, η αναγκαιότητα να της διαβιβασθούν τα επίμαχα δεδομένα δικαιολογούνταν από το γεγονός ότι «η συγκεκριμένη πληροφορία σχετικά με τα ονόματα των φυσικών προσώπων “… [ήταν] υπερβολικά περιορισμένη για να μπορέσει [η προσφεύγουσα] να ασκήσει τα δικαιώματά της”». Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί αυτή τη διαπίστωση της Επιτροπής με την προσφυγή της. Αντιθέτως, εμμένει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο επιχείρημα, πρώτον, ότι «έχει ανάγκη τις πληροφορίες αυτές», δεύτερον, ότι, «αν τα ονόματα των οικείων προσώπων δεν περιλαμβάνονται επίσης στον πίνακα περιεχομένων, το δικαίωμά της προσβάσεως στα έγγραφα θα αποδυναμωθεί ουσιωδώς, διότι αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για εκείνη να προσδιορίσει τα σημαντικά έγγραφα» και, τρίτον, ότι, «[α]κόμη και αν γίνει δεκτό ότι […] πρέπει να αποδείξει την ανάγκη προσδιορισμού των ονομάτων των φυσικών προσώπων (το οποίο δεν συμβαίνει […]), η προϋπόθεση αυτή εν πάση περιπτώσει πληρούται», στο μέτρο που «απέδειξε επαρκώς ότι [είχε] ανάγκη τις πληροφορίες αυτές για να μπορέσει να λάβει αποζημίωση για την προκληθείσα εις βάρος της ζημία».

146    Αντιμέτωπη με τόσο γενικούς και αόριστους δικαιολογητικούς λόγους, η Επιτροπή έκρινε, γενικώς, ότι «δεν έβλεπε κανένα λόγο που να δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση των [επίμαχων] δεδομένων» και ότι «δεν είχε αποδειχθεί η αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των επίμαχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Επιτροπή κατά EnBW, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:C:2014:112, σκέψεις 105 και 132).

147    Συνεπώς, τα επιχειρήματα που βάλλουν κατά της αρνήσεως προσβάσεως στις πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα φυσικών προσώπων πρέπει να απορριφθούν.

 γ)     Επί της αρνήσεως προσβάσεως στις επωνυμίες τρίτων επιχειρήσεων

148    Με το σημείο 5.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι οι επωνυμίες ορισμένων κατηγοριών επιχειρήσεων «που δραστηριοποιούνται στον τομέα των ανελκυστήρων και των κυλιόμενων σκαλών» ή που έχουν επιχειρηματικές σχέσεις με τις επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνεται η απόφαση Υαλοπίνακες αυτοκινήτου δεν μπορούσαν να κοινοποιηθούν στην προσφεύγουσα, διότι η αποκάλυψη της ταυτότητάς τους και, επομένως, της συμμετοχής τους στη διαδικασία ή των επιχειρηματικών σχέσεών τους με τους μετέχοντες στη διαδικασία θα μπορούσε να θίξει τη φήμη και τα εμπορικά συμφέροντά τους.

149    Συναφώς, είναι πρόδηλον ότι, παρά το τυπογραφικό λάθος στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν υφίστατο καμία εύλογη αμφιβολία ως προς το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε πρόθεση να αναφερθεί, όπως επισήμανε με το υπόμνημα αντικρούσεως χωρίς να διαψευσθεί επί του σημείου αυτού, στις επωνυμίες επιχειρήσεων που δεν δραστηριοποιούνται στον τομέα των ανελκυστήρων και των κυλιόμενων σκαλών, αλλά στον τομέα των υαλοπινάκων αυτοκινήτου, τον μοναδικό τομέα που αφορά η υπόθεση COMP/39.125. Συνεπώς, δεν διαπιστώνεται ανεπάρκεια στην αιτιολογία επί του σημείου αυτού.

150    Ως προς την ουσία, πρέπει, καταρχάς, να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή απέρριψε, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, την πρώτη αίτηση της προσφεύγουσας, κατά το μέτρο που αφορούσε την επίμαχη κατηγορία πληροφοριών, στηριζόμενη σε γενικό τεκμήριο (βλ. σκέψη 94 ανωτέρω).

151    Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή, επικαλούμενη τη «φήμη» και τα «εμπορικά συμφέροντα» των διαφόρων κατηγοριών οικείων επιχειρήσεων προκειμένου να αρνηθεί να κοινοποιήσει την επωνυμία τους στην προσφεύγουσα, είχε κατ’ ουσίαν πρόθεση να στηριχθεί ιδίως στο γενικό τεκμήριο κατά το οποίο η γνωστοποίηση της ταυτότητας των εν λόγω νομικών προσώπων θα έθιγε, καταρχήν, την προστασία των εμπορικών συμφερόντων των τρίτων που κατοχυρώνει το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, όπως υπενθύμισε η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως χωρίς να διαψευσθεί επί του σημείου αυτού.

152    Τέλος, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί λυσιτελώς, εν προκειμένω, την προσφυγή στο εν λόγω γενικό τεκμήριο.

153    Συγκεκριμένα, αφενός, αμφισβητεί την καθαυτό δυνατότητα της Επιτροπής να προσφύγει στο εν λόγω τεκμήριο. Από τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 39 και 44 ανωτέρω προκύπτει πάντως ότι η Επιτροπή, που καλείται να συγκεντρώνει, στο πλαίσιο των διαδικασιών εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού, ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες αφορώσες τη στρατηγική και τις δραστηριότητες των μετεχόντων στη διαδικασία, καθώς και των επιχειρηματικών σχέσεών τους με τρίτους, έχει τέτοιο δικαίωμα.

154    Αφετέρου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι επιχειρηματικές σχέσεις που μπορούν να έρθουν στο φως με τη γνωστοποίηση της ταυτότητας των νομικών προσώπων που αναφέρονται στον πίνακα περιεχομένων ανάγονται σε χρόνο προ πενταετίας και είναι, επομένως, «πολύ παλαιές» για να μπορέσει να γίνει δεκτό ότι εξακολουθούν να καλύπτονται από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Πλην όμως, το επιχείρημα αυτό, πέραν του ότι είναι υπερβολικά γενικό για να μπορεί να ανατρέψει το γενικό τεκμήριο που επικαλείται η Επιτροπή, δεν είναι καθοριστικό. Συναφώς, είναι βέβαιον ότι, κατά τη νομολογία, το γεγονός ότι πληροφορίες αφορώσες επιχειρηματικό απόρρητο ή έχουσες εμπιστευτικό χαρακτήρα ανάγονται σε χρόνο προ πενταετίας συνεπάγεται ότι πρέπει να θεωρούνται ως ιστορικές, εκτός αν, όλως εξαιρετικώς, αποδειχθεί ότι εξακολουθούν να αποτελούν ουσιώδη στοιχεία της εμπορικής θέσεως της επιχειρήσεως που αφορούν (βλ. διάταξη της 22ας Φεβρουαρίου 2005, Hynix Semiconductor κατά Συμβουλίου, T‑383/03, Συλλογή, EU:T:2005:57, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εντεύθεν προκύπτει επίσης, γενικότερα, ότι οι αρνητικές συνέπειες που ενδέχεται να απορρέουν από την κοινολόγηση μιας ευαίσθητης εμπορικής πληροφορίας είναι ακόμη λιγότερο σημαντικές όταν η πληροφορία αυτή είναι πολύ παλαιά (βλ., συναφώς, διάταξη της 19ης Ιουνίου 1996, NMH Stahlwerke κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑134/94, T‑136/94 έως T‑138/94, T‑141/94, T‑145/94, T‑147/94, T‑148/94, T‑151/94, T‑156/94 και T‑157/94, EU:T:1996:85, σκέψεις 24 και 32). Εντούτοις, τούτο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο οι πληροφορίες αυτές να εξακολουθούν να εμπίπτουν στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, όπως προκύπτει από την παρατιθέμενη στη σκέψη 63 ανωτέρω νομολογία.

155    Τα επιχειρήματα που βάλλουν κατά της αρνήσεως προσβάσεως στις επωνυμίες τρίτων επιχειρήσεων πρέπει, συνεπώς, να απορριφθούν, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν οι αναφορές αυτές έπρεπε επιπλέον να θεωρηθούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως, παρά την απουσία οποιασδήποτε σχετικής εκτιμήσεως στην προσβαλλόμενη απόφαση ούτε άλλωστε στην απόφαση της 7ης Μαρτίου 2012 που περιλαμβάνει αυτό τον λόγο αρνήσεως μόνον όσον αφορά τα ονόματα φυσικών προσώπων τα οποία περιλαμβάνονται στον πίνακα περιεχομένων.

 δ)     Επί της αρνήσεως προσβάσεως στις λοιπές ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες

156    Με το σημείο 5.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε, αφενός, ότι ο πίνακας περιεχομένων περιείχε ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες στις οποίες περιλαμβάνονταν ονόματα κατασκευαστών αυτοκινήτων και αναφορές σε μοντέλα οχημάτων. Επισήμανε, αφετέρου, ότι είχαν ασκηθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου από ορισμένες από τις επιχειρήσεις στις οποίες απευθυνόταν η εν λόγω απόφαση προσφυγές ακυρώσεως με αντικείμενο ακριβώς το ζήτημα αν ορισμένες από τις πληροφορίες αυτές έπρεπε να εξακολουθήσουν να αποτελούν αντικείμενο εμπιστευτικής μεταχειρίσεως ή αν μπορούσαν, αντιθέτως, να περιλαμβάνονται στο οριστικό μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως Υαλοπίνακες αυτοκινήτου. Για τους λόγους αυτούς, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε, «στο στάδιο αυτό, να κοινολογήσει πληροφορίες που μπορούσαν να παραμείνουν εμπιστευτικές κατόπιν της εκδόσεως των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου».

157    Πρώτον, διαπιστώνεται επί του σημείου αυτού ότι, μολονότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι σχετικά λακωνική, δεν στερείται, εντούτοις, ακρίβειας σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην επιτρέπει στην προσφεύγουσα να αντιληφθεί το περιεχόμενό της και στο Γενικό Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητά της.

158    Δεύτερον, ως προς την ουσία, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί λυσιτελώς τη συλλογιστική βάσει της οποίας η Επιτροπή έκρινε ότι οι επίμαχες πληροφορίες ενέπιπταν στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

159    Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα περιορίζεται, αφενός, στο επιχείρημα ότι οι προσφυγές που επικαλείται η Επιτροπή αφορούν το ζήτημα αν οι επίμαχες πληροφορίες πρέπει να καταστούν προσβάσιμες στο ευρύ κοινό, ενώ η προσφυγή της εγείρει το ζήτημα αν οι πληροφορίες αυτές πρέπει να κοινοποιηθούν σε πρόσωπο που θεωρεί ότι εθίγη από την παράβαση που διαπιστώθηκε με την απόφαση Υαλοπίνακες αυτοκινήτου, και ότι τα συγκρουόμενα συμφέροντα πρέπει να σταθμιστούν βάσει διαφορετικών λεπτομερειών εφαρμογής στις δύο αυτές περιπτώσεις. Πλην όμως, το επιχείρημα αυτό συνεπάγεται, κατ’ ουσίαν, ότι ένα υπέρτερο δημόσιο συμφέρον έπρεπε να κατισχύσει της εξαιρέσεως που επικαλέστηκε η Επιτροπή για να αντιταχθεί στην κοινολόγηση των επίμαχων δεδομένων. Ως εκ τούτου, δεν διακρίνεται από το επιχείρημα που προβλήθηκε επικουρικώς επί του σημείου αυτού, όπως άλλωστε δέχεται η προσφεύγουσα με το δικόγραφο της προσφυγής. Κατά συνέπεια, θα εξεταστεί στο πλαίσιο αυτό (βλ. σκέψεις 162 επ. κατωτέρω).

160    Κατά το μέτρο που η προσφεύγουσα αμφισβητεί, αφετέρου, το γενικό τεκμήριο που επικαλούνται επιπροσθέτως οι υπηρεσίες της Επιτροπής, με την απόφαση της 7ης Μαρτίου 2012, αρνούμενες να τις παράσχουν πρόσβαση στις επίμαχες πληροφορίες, πρέπει να επισημανθεί ότι το επιχείρημα αυτό στερείται αντικειμένου. Συγκεκριμένα, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν έλαβε εκ νέου υπόψη αυτό το γενικό τεκμήριο κατά το οποίο η κοινολόγηση των εν λόγω πληροφοριών θα έθιγε, καταρχήν, την προστασία των ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών των μετεχόντων στη διαδικασία, αντιθέτως προς όσα υποστηρίχθηκαν με το υπόμνημα αντικρούσεως. Απεναντίας, το θεσμικό αυτό όργανο περιορίστηκε στην άρνηση γνωστοποιήσεώς τους «σε αυτό το στάδιο», λαμβανομένης υπόψη της υπάρξεως εκκρεμών προσφυγών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

161    Συνεπώς, τα επιχειρήματα που βάλλουν κατά της αρνήσεως προσβάσεως στις λοιπές ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.

2.     Επί του υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που επικαλείται η προσφεύγουσα

162    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας της με την οποία βάλλει κατά της αρνήσεως προσβάσεως στις πληροφορίες σχετικά με τα ονόματα φυσικών προσώπων, αφενός, και με τις λοιπές ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες, αφετέρου, ότι η Επιτροπή κακώς παρέλειψε να λάβει υπόψη το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που συνίσταται στην παροχή στους ζημιωθέντες από αντίθετες προς τον ανταγωνισμό πρακτικές της δυνατότητας να προβάλουν το δικαίωμά τους αποζημιώσεως και να επικαλεστούν αυτό το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον σε σχέση με τα συμφέροντα που προστατεύονται από τις εξαιρέσεις που προβλήθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση προκειμένου η Επιτροπή να αρνηθεί να της κοινοποιήσει τις εν λόγω πληροφορίες, ενώ οι πληροφορίες αυτές ήταν αναγκαίες για να μπορέσει η προσφεύγουσα να ασκήσει αποτελεσματικά το δικαίωμά της αποζημιώσεως.

163    Συναφώς, από την παρατιθέμενη στις σκέψεις 66 έως 70 ανωτέρω νομολογία προκύπτει ότι τόσο γενικές εκτιμήσεις δεν μπορούν, αφ’ εαυτών, να υπερισχύουν των λόγων που δικαιολογούν την άρνηση προσβάσεως σε έγγραφα περιεχόμενα στον φάκελο διαδικασίας εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, απόκειται σε κάθε πρόσωπο που επιδιώκει αποκατάσταση της ζημίας που εκτιμά ότι υπέστη λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης να αποδείξει την αναγκαιότητα της προσβάσεώς του σε κάποιο από τα έγγραφα αυτά, προκειμένου η Επιτροπή να μπορέσει, κατά περίπτωση, να σταθμίσει τα συγκρουόμενα συμφέροντα. Στην αντίθετη περίπτωση, το συμφέρον αποκαταστάσεως της ζημίας που προκλήθηκε λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης δεν μπορεί να αποτελέσει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001.

164    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα επισημαίνει γενικώς και αορίστως ότι είναι αναγκαίο να της κοινοποιηθούν όλα τα ονόματα των φυσικών προσώπων που παρατίθενται στον πίνακα περιεχομένων και όλες οι ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο έγγραφο αυτό προκειμένου να μπορέσει να ασκήσει το δικαίωμά της αποζημιώσεως.

165    Αντιθέτως, δεν προβάλλει στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, ούτε ισχυρίζεται ότι έχει επικαλεστεί με την αίτηση και την επιβεβαιωτική αίτηση που είχε προηγουμένως υποβάλει στην Επιτροπή, συγκεκριμένα στοιχεία ικανά να συνηγορήσουν υπέρ της ανάγκης λήψεως κάποιας από τις πληροφορίες αυτές, επί παραδείγματι διευκρινίζοντας τα επί των πραγματικών περιστατικών επιχειρήματα ή τις συγκεκριμένες νομικές εκτιμήσεις τις οποίες μπορούσε, λαμβάνοντας το εν λόγω έγγραφο, να αποδείξει ενώπιον του εθνικού δικαστή που κλήθηκε να αποφανθεί επί των ισχυρισμών της.

166    Υπό τις περιστάσεις αυτές, τα επιχειρήματα περί υπάρξεως υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος πρέπει εν προκειμένω να απορριφθούν, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή.

167    Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, οι λόγοι ακυρώσεως πρέπει να γίνουν δεκτοί κατά το μέτρο που αφορούν την άρνηση προσβάσεως της προσφεύγουσας στις αναφορές στα «έγγραφα επιείκειας» που περιλαμβάνονται στον πίνακα περιεχομένων του φακέλου της υποθέσεως COMP/39.125 και να απορριφθούν κατά τα λοιπά.

168    Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέτρο αυτό.

 Επί των δικαστικών εξόδων

169    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Εξάλλου, κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμη και όταν είναι άλλος από τους αναφερόμενους στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού, θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

170    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα και η Επιτροπή ηττήθηκαν αμφότερες, φέρουν καθεμία τα δικαστικά έξοδά τους. Η SGSD φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση Gestdem 2012/817 και 2012/3021 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2013, με την οποία απορρίφθηκαν δύο αιτήσεις προσβάσεως σε έγγραφα του φακέλου της υποθέσεως COMP/39.125 (Υαλοπίνακες αυτοκινήτου), κατά το μέτρο που με την απόφαση αυτή η Επιτροπή αρνήθηκε να παράσχει στην Axa Versicherung AG πρόσβαση στις αναφορές στα «έγγραφα επιείκειας» που περιλαμβάνονται στον πίνακα περιεχομένων του εν λόγω φακέλου.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Η Axa Versicherung και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

4)      Η Saint-Gobain Sekurit Deutschland GmbH & Co. KG φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Παπασάββας

Forwood

Bieliūnas

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Ιουλίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.