Language of document : ECLI:EU:F:2013:126

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(τρίτο τμήμα)

της 11ης Σεπτεμβρίου 2013

Υπόθεση F‑126/11

José António de Brito Sequeira Carvalho

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Πειθαρχική διαδικασία — Πειθαρχική κύρωση — Επίπληξη — Άρθρο 25 του παραρτήματος ΙΧ του ΚΥΚ — Άρθρο 22α ΚΥΚ»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο J.-A. de Brito Sequeira Carvalho ζητεί κυρίως να ακυρωθεί η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 24ης Μαρτίου 2011, περί επιβολής σ’ αυτόν της ποινής της επιπλήξεως, καθώς και να υποχρεωθεί η Επιτροπή στην αποκατάσταση διαφόρων μορφών υλικής ζημίας και ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη.

Απόφαση:      Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Ο J.-A. de Brito Sequeira Carvalho φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Έρευνα προ της κινήσεως της πειθαρχικής διαδικασίας — Υποχρέωση προσδιορισμού του προσώπου που διεξήγαγε την έρευνα στην απόφαση περί επιβολής κυρώσεως που ελήφθη κατά το πέρας της διαδικασίας — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα ΙΧ, άρθρο 3)

2.      Υπάλληλοι — Δικαιώματα και υποχρεώσεις — Ελευθερία εκφράσεως — Άσκηση — Όρια — Αξιοπρέπεια του λειτουργήματος — Έννοια — Καταγγελία, στο πλαίσιο προηγούμενης διοικητικής ενστάσεως, πράξεων φερομένων ως παρανόμων εις βάρος άλλου υπαλλήλου — Υποχρεώσεις του υπαλλήλου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 12 και 90)

3.      Υπάλληλοι — Δικαιώματα και υποχρεώσεις — Ελευθερία εκφράσεως — Δημοσιοποίηση πράξεων από τις οποίες τεκμαίρεται δυνητικώς η ύπαρξη παράνομης δραστηριότητας ή σοβαρής παραβάσεως — Προστασία κατά πειθαρχικών διώξεων — Προϋποθέσεις

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 22α)

4.      Υπάλληλοι — Δικαιώματα και υποχρεώσεις — Ελευθερία εκφράσεως — Άσκηση — Όρια — Αξιοπρέπεια του λειτουργήματος — Πράξεις ικανές να θίξουν την αξιοπρέπεια του λειτουργήματος — Έννοια — Διάδοση κατηγοριών εις βάρος άλλου υπαλλήλου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 12, 22α, 22β και 24)

5.      Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Πειθαρχική διαδικασία — Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας — Επιβολή κυρώσεως λόγω αποστολής από τον υπάλληλο μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου — Υποχρέωση της Διοικήσεως προς γνωστοποίηση αντιγράφου του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου — Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα ΙΧ, άρθρο 2)

6.      Υπάλληλοι — Δικαιώματα και υποχρεώσεις — Σεβασμός της αξιοπρέπειας του λειτουργήματος — Περιεχόμενο — Αντικανονική συμπεριφορά άλλου υπαλλήλου — Δεν ασκεί επιρροή

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 12)

7.      Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Πειθαρχική διαδικασία — Ταυτόχρονη κίνηση πειθαρχικών και ποινικών διαδικασιών για τις ίδιες πράξεις — Αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας — Εφαρμογή στην ποινική δίωξη που κινήθηκε από υπάλληλο εναντίον συναδέλφου — Δεν χωρεί

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα ΙΧ, άρθρο 25)

8.      Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Πειθαρχική διαδικασία — Προσβολή της αξιοπρέπειας άλλου μονίμου ή εκτάκτου υπαλλήλου — Εξάρτηση της κινήσεως της διαδικασίας από την υποβολή, εκ μέρους του παθόντος, βάσιμης αιτήσεως αρωγής — Δεν χωρεί

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24 και παράρτημα IX)

9.      Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Έρευνα προ της κινήσεως της πειθαρχικής διαδικασίας — Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως — Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα ΙΧ, άρθρο 3)

1.      Καμία διάταξη δεν επιβάλλει στη Διοίκηση την υποχρέωση να προσδιορίζει, σε απόφαση περί επιβολής κυρώσεως, την ταυτότητα του προσώπου που διεξήγαγε την διοικητική έρευνα που προβλέπεται στο άρθρο 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψη 69)

2.      Υπάλληλος δεν μπορεί να επικαλεσθεί την υποβολή αιτήσεως ή διοικητικής ενστάσεως προκειμένου να διαδώσει προς τρίτους κατηγορίες εις βάρος ενός από τους συναδέλφους του. Πράγματι, ακόμη και στο πλαίσιο των δικαιωμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 90 του ΚΥΚ περί υποβολής αιτήσεως ή διοικητικής ενστάσεως προς την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, ο υπάλληλος υποχρεούται σε αυτοσυγκράτηση και τήρηση του μέτρου που του επιτάσσουν τα καθήκοντα της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας, καθώς και ο σεβασμός της αξιοπρέπειας του λειτουργήματος, της τιμής των προσώπων και του τεκμηρίου αθωότητας.

Ασφαλώς, οσάκις υπάλληλος προτίθεται να αμφισβητήσει τη νομιμότητα πράξεως, πρέπει να μπορεί να προβάλει τους λόγους, τις αιτιάσεις και τα επιχειρήματα που θεωρεί αναγκαία και, προς τον σκοπό αυτό, να διατυπώσει ενδεχομένως επικρίσεις εις βάρος τρίτων, οι επικρίσεις όμως αυτές δεν μπορούν να νομιμοποιηθούν από την ανάγκη του ενδιαφερομένου να υπερασπισθεί τη θέση του, παρά μόνον εφόσον περιορίζονται στο αναγκαίο για την εν λόγω υπεράσπιση μέτρο.

(βλ. σκέψεις 72, 73 και 87)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 13 Ιανουαρίου 2011, F‑77/09, Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, σκέψεις 70 και 73

3.      Μολονότι το άρθρο 22α του ΚΥΚ παρέχει προστασία στους μονίμους ή εκτάκτους υπαλλήλους που ειδοποιούν το θεσμικό τους όργανο περί της συμπεριφοράς άλλου μονίμου ή εκτάκτου υπαλλήλου η οποία ενδέχεται να συνιστά σοβαρή παράβαση των υποχρεώσεων των υπαλλήλων, η προστασία αυτή προϋποθέτει ότι οι εν λόγω μόνιμοι ή έκτακτοι υπάλληλοι έχουν τηρήσει από πλευράς τους την προβλεπόμενη στο άρθρο 22α του ΚΥΚ διαδικασία. Ειδικότερα, προς διαφύλαξη της επαγγελματικής υπολήψεως του μονίμου ή εκτάκτου υπαλλήλου, τον οποίον αφορούν οι γνωστοποιηθείσες στο θεσμικό όργανο πληροφορίες, ενόσω η πειθαρχική αρχή δεν έχει αποφανθεί ως προς αυτόν, το άρθρο 22α προβλέπει κατάλογο των προσώπων προς τα οποία μπορούν να γνωστοποιούνται οι εν λόγω πληροφορίες.

(βλ. σκέψη 77)

4.      Ο υπάλληλος που εκφράζει δημοσίως βαριές προσβολές, ικανές να θίξουν την τιμή ορισμένων προσώπων, όχι μόνο λόγω των κατηγοριών που δύνανται να θίξουν την προσωπική τους αξιοπρέπεια αλλά και λόγω των ισχυρισμών που είναι ικανοί να θίξουν την επαγγελματική τους υπόληψη, δεν τηρεί το καθήκον αποχής από κάθε πράξη και συμπεριφορά δυνάμενη να θίξει την αξιοπρέπεια του λειτουργήματός του, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 12 του ΚΥΚ.

Συνεπώς, η αποστολή προς πρόσωπα που δεν συγκαταλέγονται στις προβλεπόμενες στα άρθρα 22α, 22β και 24 του ΚΥΚ αρχές μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τα οποία περιέχουν κατηγορίες συνιστά, αφ’ εαυτής, παράβαση του άρθρου 12 του ΚΥΚ, τούτο δε χωρίς να απαιτείται η επαλήθευση της βασιμότητας των κατηγοριών που διατυπώθηκαν.

Το αυτό ισχύει στην περίπτωση διαδόσεως κατηγοριών εις βάρος άλλου υπαλλήλου μεταξύ υψηλόβαθμων υπευθύνων της Επιτροπής κατά παράβαση του άρθρου 12 του ΚΥΚ, που αποτελεί μία από τις ειδικές εκφράσεις της υποχρεώσεως πίστεως η οποία επιβάλλει στον υπάλληλο όχι μόνο να απέχει από συμπεριφορές θίγουσες την αξιοπρέπεια του λειτουργήματος και του οφειλόμενου προς την υπηρεσία και τις αρχές της σεβασμού, αλλά και να επιδεικνύει, πολλώ δε μάλλον αν είναι υψηλόβαθμος, ανεπίληπτη και αξιοπρεπή συμπεριφορά.

(βλ. σκέψεις 85, 86 και 91)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 7 Μαρτίου 1996, T‑146/94, Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, σκέψεις 66 και 67· 19 Μαΐου 1999, T‑34/96 και T‑163/96, Connolly κατά Επιτροπής, σκέψεις 123, 124 και 127 έως 130· 12 Σεπτεμβρίου 2000, T‑259/97, Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου, σκέψη 29

ΔΔΔΕΕ: 8 Νοεμβρίου 2007, F‑40/05, Andreasen κατά Επιτροπής, σκέψη 234· Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 67· 5 Δεκεμβρίου 2012, F‑88/09 και F‑48/10, Z κατά Δικαστηρίου, σκέψη 252, αποτελούσα το αντικείμενο αναιρέσεως εκκρεμούς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόθεση T‑88/13 P

5.      Μολονότι είναι αληθές ότι τα δικαιώματα άμυνας απαιτούν την παράδοση, προς το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, αντιγράφου κάθε εγγράφου επί του οποίου η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή προτίθεται να στηριχθεί προκειμένου να επιβάλει πειθαρχική κύρωση, η παράλειψη δημοσιοποιήσεως εγγράφου δεν οδηγεί εντούτοις στην ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως, παρά μόνον εάν οι αιτιάσεις που διατυπώνονται κατά του εν λόγω προσώπου μπορούν να αποδειχθούν μόνο με παραπομπή στα έγγραφα αυτά.

Συναφώς, προκειμένου περί κυρώσεως της οποίας η επιβολή στηρίχθηκε σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, οσάκις ο υπάλληλος τον οποίο αφορά η πειθαρχική διαδικασία είναι ο συντάκτης του μηνύματος και έχουν παρέλθει λιγότερα από πέντε έτη από την αποστολή του, το θεσμικό όργανο δύναται ευλόγως να θεωρήσει ότι αυτός διατήρησε αντίγραφο του μηνύματος και ότι δεν είναι αναγκαίο να του χορηγήσει νέο.

(βλ. σκέψεις 97, 127 και 131)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 7 Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 68, 71 και 73 έως 75

ΓΔΕΕ: 3 Ιουλίου 2001, T‑24/98 και T‑241/99, E κατά Επιτροπής, σκέψη 92

6.      Υπάλληλος δεν δύναται να επικαλεσθεί συμπεριφορά άλλου υπαλλήλου την οποία θεωρεί παράτυπη, ή ακόμη και θίγουσα την αξιοπρέπειά του, προς δικαιολόγηση παραβάσεως, εκ μέρους του, του καθήκοντος πίστεως και σεβασμού της αξιοπρέπειας του λειτουργήματός του που υπέχει από το άρθρο 12 του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψη 108)

7.      Η αρχή κατά την οποία «εκκρεμούσης της ποινικής διαδικασίας αναστέλλεται η πειθαρχική διαδικασία», την οποία κατοχυρώνει κατ’ ουσίαν το άρθρο 25 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, διέπει την κατάσταση υπαλλήλου ως προς τον οποίο έχει εκ παραλλήλου ασκηθεί ποινική δίωξη για τις πράξεις που αφορά η πειθαρχική διαδικασία και όχι την κατάσταση υπαλλήλου που προκάλεσε την άσκηση ποινικής διώξεως κατά συναδέλφου του.

(βλ. σκέψη 113)

8.      Προκειμένου περί πειθαρχικής διαδικασίας λόγω προσβολής που φέρεται να προκάλεσε υπάλληλος στην αξιοπρέπεια άλλου μονίμου ή εκτάκτου υπαλλήλου, καμία διάταξη του ΚΥΚ δεν προβλέπει ότι η Διοίκηση μπορεί να κινήσει πειθαρχική διαδικασία για τέτοιο λόγο μόνον υπό τον όρο ότι της έχει υποβληθεί εκ μέρους του εν λόγω προσώπου βάσιμη αίτηση αρωγής.

(βλ. σκέψη 121)

9.      Μολονότι από το άρθρο 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ προκύπτει ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή οφείλει να στηρίζεται σε έκθεση έρευνας προκειμένου να κινήσει πειθαρχική διαδικασία, πράγμα που προϋποθέτει τη διεξαγωγή αμερόληπτης και κατ’ αντιμωλία έρευνας προς διακρίβωση της αλήθειας των πράξεων που φέρονται ως τελεσθείσες και των περιστάσεων που τις περιβάλλουν, τίποτε δεν εμποδίζει τη Διοίκηση να διεξαγάγει μια τέτοια έρευνα υπό τη μορφή απλής επισκοπήσεως των πράξεων που της γνωστοποιήθηκαν χωρίς να λάβει πρόσθετα μέτρα.

Ωσαύτως, μολονότι η αρχή της χρηστής διοικήσεως επάγεται υποχρέωση της εν λόγω αρχής προς προσεκτική και αμερόληπτη εξέταση όλων των σχετικών στοιχείων της συγκεκριμένης υποθέσεως της οποίας επιλαμβάνεται, καμία διάταξη δεν προβλέπει ότι η έρευνα διεξάγεται τόσο προς καταλογισμό όσο και προς απαλλαγή. Πράγματι, η Διοίκηση δεν υποχρεούται να υποκαταστήσει τον κατηγορούμενο υπάλληλο προκειμένου να αναζητήσει αντ’ αυτού κάθε στοιχείο πρόσφορο για την απαλλαγή του ή για τη μείωση της ποινής που ενδεχομένως θα επιβληθεί.

(βλ. σκέψεις 123 και 124)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: Z κατά Δικαστηρίου, προπαρατεθείσα, σκέψεις 266 και 268