Language of document : ECLI:EU:C:2000:244

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 16ης Μαΐου 2000 (1)

«Αρθρο 34 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 29 ΕΚ) - Κανονισμός (ΕΟΚ) 823/87 - Οίνοι ποιότητας παραγόμενοι εντός καθορισμένης περιοχής - Ονομασίες προελεύσεως - Υποχρέωση εμφιαλώσεως εντός της περιοχής παραγωγής - Αιτιολόγηση - Συνέπειες προηγούμενης αποφάσεως εκδοθείσας επί προδικαστικής παραπομπής - Αρθρο 5 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 10 ΕΚ)»

Στην υπόθεση C-388/95,

Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από τον J. Devadder, γενικό σύμβουλο στη νομική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, Εξωτερικού Εμπορίου και Συνεργασίαςγια τις αναπτυσσόμενες χώρες, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία του Βελγίου, 4, rue des Girondins,

προσφεύγον,

υποστηριζόμενο από το

Βασίλειο της Δανίας, εκπροσωπούμενο από τον P. Biering, προϊστάμενο τμήματος στο Υπουργείο Εξωτερικών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Δανίας, 4, boulevard Royal,

το

Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από τους M. Fierstra, και J. van den Oosterkamp, βοηθούς νομικούς συμβούλους στο Υπουργείο Εξωτερικών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία των Κάτω Χωρών, 5, rue C. M. Spoo,

τη

Δημοκρατία της Φινλανδίας, εκπροσωπούμενη από τον H. Rotkirch, πρέσβη, προϊστάμενο της υπηρεσίας νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, την Τ. Pynnä, και τον K. Castrén, αντιστοίχως νομικό σύμβουλο και βοηθό νομικό σύμβουλο στο ίδιο υπουργείο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Φινλανδίας, 2, rue Heinrich Heine,

και από το

Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από την S. Ridley, του Treasury Solicitor's Department, επικουρούμενη από την E. Sharpston, barrister, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία του Ηνωμένου Βασιλείου, 14, boulevard Roosevelt,

παρεμβαίνοντες,

κατά

Βασιλείου της Ισπανίας, εκπροσωπούμενου από την R. Silva de Lapuerta, abogado del Estado, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Ισπανίας, 4-6, boulevard E. Servais,

καθού,

υποστηριζόμενου από την

Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή U. Leanza, προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον I. M. Braguglia, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Ιταλίας, 5, rue Marie-Adélaïde,

την

Πορτογαλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους L. Fernandes, διευθυντή της υπηρεσίας νομικών υποθέσεων της γενικής διευθύνσεως Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του Υπουργείου Εξωτερικών, Â. Cortesão Seiça Neves, μέλος της ίδιας υπηρεσίας, και L. Bigotte Chorão, σύμβουλο του κέντρου νομικών μελετών του Υπουργείου Προεδρίας, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Πορτογαλίας, 33, allée Scheffer,

και από την

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους J. L. Iglesias Buhigues και H. van Lier, νομικούς συμβούλους, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον C. Gómez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

παρεμβαίνουσες,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, διατηρώντας σε ισχύ το Real Decreto 157/1988, por el que se establece la normativa a que deben ajustarse las denominaciones de origen y las denominaciones de origen calificadas de vinos y sus respectivos Reglamentos (βασιλικό διάταγμα αριθ. 157/88, περί θεσπίσεως της κανονιστικής ρυθμίσεως που διέπει τις ονομασίες προελεύσεως και τις ειδικές ονομασίες προελεύσεως και των σχετικών κανονισμών της, BOE αριθ. 47, της 24ης Φεβρουαρίου 1988, σ. 5864), και ειδικότερα το άρθρο του 19, παράγραφος 1, στοιχείο b, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των άρθρων 34 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 29 ΕΚ), όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 9ης Ιουνίου 1992, C-47/90, Delhaize et Le Lion (Συλλογή 1992, σ. Ι-3669), και 5 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 10 ΕΚ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodríguez Iglesias, Πρόεδρο, J. C. Moitinho de Almeida, D. A. O. Edward, L. Sevón και R. Schintgen, προέδρους τμήματος, C. Gulmann (εισηγητή), J.-P. Puissochet, G. Hirsch, P. Jann, H. Ragnemalm και M. Wathelet, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. Saggio


γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 21ης Οκτωβρίου 1998, κατά την οποία το Βασίλειο του Βελγίου εκπροσωπήθηκε από τον J. Devadder, το Βασίλειο της Ισπανίας από την R. Silva de Lapuerta, το Βασίλειο της Δανίας από τον J. Molde, προϊστάμενο τμήματος στο Υπουργείο Εξωτερικών, η ΙταλικήΔημοκρατία από τον I. M. Braguglia, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών από τον M. Fierstra, η Πορτογαλική Δημοκρατία από τους L. Fernandes και L. Bigotte Chorão, η Δημοκρατία της Φινλανδίας από την T. Pynnä, το Ηνωμένο Βασίλειο από την E. Sharpston, επικουρούμενη από τον P. Goodband, πραγματογνώμονα, και η Επιτροπή από τους J. L. Iglesias Buhigues και H. van Lier, επικουρουμένους από τον A. Bertrand, καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Bordeaux II,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 25ης Μαρτίου 1999,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1.
    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 13 Δεκεμβρίου 1995, το Βασίλειο του Βελγίου άσκησε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 170 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 227 ΕΚ), προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι το το Βασίλειο της Ισπανίας, διατηρώντας σε ισχύ το Real Decreto 157/1988, por el que se establece la normativa a que deben ajustarse las denominaciones de origen y las denominaciones de origen calificadas de vinos y sus respectivos Reglamentos (βασιλικό διάταγμα αριθ. 157/88, περί θεσπίσεως της κανονιστικής ρυθμίσεως που διέπει τις ονομασίες προελεύσεως και τις ειδικές ονομασίες προελεύσεως και των σχετικών κανονισμών της, BOE αριθ. 47, της 24ης Φεβρουαρίου 1988, σ. 5864, στο εξής το διάταγμα 157/88), και ειδικότερα το άρθρο του 19, παράγραφος 1, στοιχείο b, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των άρθρων 34 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 29 ΕΚ), όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 9ης Ιουνίου 1992, C-47/90, Delhaize et Le Lion (Συλλογή 1992, σ. Ι-3669, στο εξής: απόφαση Delhaize), και 5 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 10 ΕΚ).

Το εθνικό νομικό πλαίσιο

2.
    Με τον Ley 25/1970, Estatuto de la Viρa, del Vino y los Alcoholes (ισπανικό νόμο 25/1970, περί θεσπίσεως του καθεστώτος που διέπει τον οίνο, τις αμπέλους και τα οινοπνευματώδη, στο εξής: νόμος 25/70), και με το διάταγμα 157/88, καθορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να απονεμηθεί σε οίνο μια denominación de origen (ονομασία προελεύσεως) ή, υπό ορισμένες πρόσθετες προϋποθέσεις, μια denominación de origen calificada (ειδική ονομασία προελεύσεως).

3.
    Δυνάμει των άρθρων 84 και 85 του νόμου 25/70, ο Υπουργός Γεωργίας, κατόπιν αιτήσεως των αμπελουργών και των παραγωγών οίνου ή αυτεπαγγέλτως, μπορεί να καθιερώσει μια denominación de origen. Δημιουργείται τότε ένα Consejo Regulador de la denominación de origen (συμβούλιο διαχειρίσεως της ονομασίας προελεύσεως). Σύμφωνα με τα άρθρα 87 επ. του νόμου 25/70, το Consejo Regulador, αποτελούμενο κατά πλειοψηφία από εκπροσώπους του αμπελοοινικού τομέα, είναι αρμόδιο ναρυθμίζει, υπό την επιφύλαξη της εγκρίσεως του Υπουργού Γεωργίας, τα των οίνων που φέρουν την denominación de origen και έχει επιπλέον ως αποστολή να προσανατολίζει, να επιβλέπει και να ελέγχει την παραγωγή, την επεξεργασία και την ποιότητα των οίνων αυτών, να μεριμνά για το γόητρο της ονομασίας στην εγχώρια αγορά και στις αλλοδαπές αγορές και να διώκει κάθε αντικανονική χρήση της ονομασίας αυτής.

4.
    Το άρθρο 86 του νόμου 25/70 επιτρέπει στον Υπουργό Γεωργίας, κατόπιν αιτήσεως ενός Consejo Regulador, να απονέμει τον επιθετικό προσδιορισμό calificada σε οίνους οι οποίοι απολαύουν ήδη μιας denominación de origen, εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις.

5.
    Οι προϋποθέσεις αυτές διατυπώνονται στα άρθρα 17 έως 21 του διατάγματος 157/88. Σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, στοιχείο b, του διατάγματος αυτού, η απονομή του επιθετικού προσδιορισμού calificada υπόκειται ιδίως στην υποχρέωση εμφιαλώσεως στις οιναποθήκες προελεύσεως, ήτοι στις ευρισκόμενες εντός της περιοχής προελεύσεως οιναποθήκες· η υποχρέωση αυτή ισχύει για τους προοριζόμενους προς εξαγωγή οίνους μόνο μετά την παρέλευση πενταετούς προθεσμίας από της δημοσιεύσεως του διατάγματος 157/88, που πραγματοποιήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 1988. Κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, στοιχείο c, του διατάγματος 157/88, απαιτείται επιπλέον η εκ μέρους του Consejo Regulador καθιέρωση, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων του, διαδικασίας ελέγχου της ποσότητας και της ποιότητας των προστατευομένων προϊόντων από την παραγωγή μέχρι τη διάθεσή τους στο εμπόριο.

6.
    Δυνάμει των άρθρων 84 επ. του νόμου 25/70, στους παραγόμενους εντός της περιοχής La Rioja οίνους απονεμήθηκε denominación de origen. Με την ευκαιρία αυτή δημιουργήθηκε ένα Consejo Regulador de la denominación de origen Rioja (συμβούλιο διαχειρίσεως της ονομασίας προελεύσεως Rioja, στο εξής: συμβούλιο διαχειρίσεως του οίνου Rioja).

7.
    Με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, Αλιείας και Τροφίμων της 3ης Απριλίου 1991 (ΒΟΕ αριθ. 85, της 9ης Απριλίου 1991, σ. 10675), στην denominación de origen Rioja απονεμήθηκε ο επιθετικός προσδιορισμός calificada.

8.
    Mε την απόφαση αυτή εγκρίθηκε επίσης ο εκεί συνημμένος κανονισμός σχετικά με την εν λόγω ονομασία και το συμβούλιο διαχειρίσεως του οίνου Rioja (στο εξής: κανονισμός Rioja).

9.
    Το άρθρο 39 του κανονισμού Rioja προβλέπει ότι:

-    το συμβούλιο διαχειρίσεως του οίνου Rioja αποτελείται από 22 εκπροσώπους του αμπελοοινικού τομέα, από έναν εκπρόσωπο καθεμιάς των τριών αυτονόμων κοινοτήτων στην περιφέρεια των οποίων εκτείνεται η ζώνη παραγωγής καθώςκαι από έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Γεωργίας, οι δε τέσσερις εκπρόσωποι των δημοσίων αρχών δεν έχουν δικαίωμα ψήφου·

-    ο πρόεδρος του συμβουλίου διορίζεται από τον Υπουργό Γεωργίας κατόπιν προτάσεως ειδικής πλειοψηφίας των μελών του.

10.
    Το άρθρο 32 του κανονισμού Rioja έχει την ακόλουθη διατύπωση:

«1.    Η εμφιάλωση του οίνου που προστατεύεται από την denominación de origen calificada Rioja πραγματοποιείται αποκλειστικά στις καταχωρημένες και εγκεκριμένες από το συμβούλιο διαχειρίσεως οιναποθήκες· διαφορετικά, ο οίνος δεν μπορεί να φέρει την ονομασία.

2.    Οι οίνοι που προστατεύονται από την denominación de origen calificada Rioja μπορούν να διατίθενται και να αποστέλλονται αποκλειστικά από καταχωρημένες οιναποθήκες, εντός ειδικών φιαλών οι οποίες δεν θίγουν την ποιότητα ή το γόητρό τους και οι οποίες έχουν εγκριθεί από το συμβούλιο διαχειρίσεως. Οι φιάλες πρέπει να είναι από ύαλο και να έχουν περιεκτικότητα επιτρεπόμενη από την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, με εξαίρεση εκείνη του ενός λίτρου.»

11.
    Κατ' εφαρμογήν του διατάγματος 157/88, το συμβούλιο διαχειρίσεως του οίνου Rioja έλαβε τα κατάλληλα μέτρα ώστε η υποχρέωση εμφιαλώσεως στην περιοχή παραγωγής να επεκταθεί σταδιακά στον προοριζόμενο για εξαγωγή οίνο. Τα μέτρα αυτά συνίσταντο στη χορήγηση, σε κάθε επιχείρηση εξαγωγής οίνου χύμα, ετησίων φθινουσών ποσοστώσεων εξαγωγής, καθοριζομένων ανά χώρα προορισμού.

Το κοινοτικό νομικό πλαίσιο

Οι σχετικές διατάξεις της Συνθήκης

12.
    Το άρθρο 5 της Συνθήκης ορίζει:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα Συνθήκη ή προκύπτουν από πράξεις των οργάνων της Κοινότητας. Διευκολύνουν την Κοινότητα στην εκτέλεση της αποστολής της.

Απέχουν από κάθε μέτρο που δύναται να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των σκοπών της παρούσας Συνθήκης.»

13.
    Κατά το άρθρο 34, παράγραφος 1, της Συνθήκης, οι ποσοτικοί περιορισμοί επί των εξαγωγών καθώς και όλα τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος απαγορεύονται μεταξύ των κρατών μελών. Το άρθρο 36 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 30 ΕΚ) ορίζει ότι το άρθρο 34 της Συνθήκης δεν αντιτίθεται στις απαγορεύσεις ή στους περιορισμούς εισαγωγών, εξαγωγών ή διαμετακομίσεωνπου δικαιολογούνται, ιδίως, από λόγους προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας.

Οι ισχύουσες κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής διατάξεις του παράγωγου κοινοτικού δικαίου

14.
    Με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 823/87 του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 1987, για τη θέσπιση ειδικών διατάξεων σχετικά με τους οίνους ποιότητας που παράγονται εντός καθορισμένων περιοχών (ΕΕ L 84, σ. 59), όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας και περί των προσαρμογών των συνθηκών επί των οποίων στηρίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 1994, C 241, σ. 21, και ΕΕ 1995, L 1, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 823/87), καθορίζεται πλαίσιο κοινοτικών κανόνων που διέπουν την παραγωγή και τον έλεγχο των οίνων ποιότητας που παράγονται εντός καθορισμένων περιοχών (στο εξής: v.q.p.r.d.). Στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη υπογραμμίζεται ότι ο εν λόγω κανονισμός εντάσσεται στο πλαίσιο της αναπτύξεως πολιτικής ποιότητας στον γεωργικό τομέα και ειδικότερα στον οινικό τομέα.

15.
    Κατά το άρθρο 15 του κανονισμού 823/87, μόνον οι οίνοι που διέπονται από τον κανονισμό αυτό, από άλλους ειδικούς κανονισμούς ή από κανονισμούς που θεσπίζονται για την εφαρμογή του και ανταποκρίνονται στις καθοριζόμενες από τις εθνικές κανονιστικές ρυθμίσεις προδιαγραφές μπορούν να φέρουν μία από τις κοινοτικές ενδείξεις που καθορίζονται από τον κανονισμό 823/87, όπως η ένδειξη v.q.p.r.d., ή μια παραδοσιακή ειδική ένδειξη χρησιμοποιούμενη στα κράτη μέλη παραγωγής οίνου για τον καθορισμό ορισμένων οίνων, όπως, για την Ισπανία, η ένδειξη denominación de origen ή η ένδειξη denominación de origen calificada.

16.
    Το άρθρο 18, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 823/87 ορίζει:

«Τα κράτη μέλη παραγωγής μπορούν να καθορίζουν, λαμβάνοντας υπόψη τις θεμιτές και σταθερές συνήθειες:

-    (...)

-    εκτός από τις λοιπές διατάξεις που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό, όλα τα χαρακτηριστικά ή συνήθειες παραγωγής, επεξεργασίας και κυκλοφορίας που είναι συμπληρωματικές ή περισσότερο αυστηρές για τους v.q.p.r.d. που παράγονται στο έδαφός τους.»

17.
    Στην εικοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 823/87 διευκρινίζεται ότι η τελευταία αυτή διάταξη αποσκοπεί στη διατήρηση του ιδιαίτερου ποιοτικού χαρακτήρα των v.q.p.r.d.

18.
    Στο άρθρο 15α του κανονισμού 823/87 προβλέπεται διαδικασία απεντάξεως ενός v.q.p.r.d., όταν ο οίνος υπέστη αλλοίωση κατά την αποθήκευση ή τη μεταφορά, η οποία εξασθένησε ή μετέβαλε τα χαρακτηριστικά του, ή όταν αποτέλεσε αντικείμενο μη αποδεκτών επεμβάσεων ή δεν χαρακτηρίστηκε κανονικά ως v.q.p.r.d.

19.
    Επιπλέον, ο αμπελοοινικός τομέας διέπεται ιδίως από:

-    τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2048/89 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 1989, περί των γενικών κανόνων σχετικά με την άσκηση ελέγχων στον αμπελοοινικό τομέα (ΕΕ L 202, σ. 32)·

-    τον κανονισμό (EOK) 2238/93 της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 1993, περί των συνοδευτικών εγγράφων κατά τη μεταφορά των αμπελοοινικών προϊόντων και των βιβλίων που πρέπει να τηρούνται στον αμπελοοινικό τομέα (ΕΕ L 200, σ. 10), που κατήργησε και αντικατέστησε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 986/89 της Επιτροπής, της 10ης Απριλίου 1989, περί των συνοδευτικών εγγράφων κατά τη μεταφορά των αμπελοοινικών προϊόντων και των βιβλίων που πρέπει να τηρούνται στον αμπελοοινικό τομέα (ΕΕ L 106, σ. 1)·

-    τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2392/89 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1989, σχετικά με τη θέσπιση των γενικών κανόνων για την περιγραφή και την παρουσίαση των οίνων και των γλευκών σταφυλιών (ΕΕ L 232, σ. 13), όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την πράξη προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας (στο εξής: κανονισμός 2392/89)·

-    τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3201/90 της Επιτροπής, της 16ης Οκτωβρίου 1990, περί των λεπτομερειών εφαρμογής για το χαρακτηρισμό και την παρουσίαση οίνων και γλευκών σταφυλής (ΕΕ L 309, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) 2603/95 της Επιτροπής, της 8ης Νοεμβρίου 1995 (ΕΕ L 267, σ. 16).

Η απόφαση Delhaize

20.
    Mε την απόφαση Delhaize το Δικαστήριο, ερωτηθέν από το Tribunal de commerce των Βρυξελλών επί του συμβατού με το άρθρο 34 της Συνθήκης μιας εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως όπως η περιλαμβανόμενη στο διάταγμα 157/88 και στον κανονισμό Rioja, ο οποίος θεσπίστηκε κατ' εφαρμογήν του διατάγματος αυτού, αποφάνθηκε ότι η διέπουσα τους οίνους με ονομασία προελεύσεως εθνική κανονιστική ρύθμιση, η οποία θέτει ποσοτικούς περιορισμούς όσον αφορά τον δυνάμενο να εξαχθεί χύμα οίνο, ενώ, παράλληλα, επιτρέπει τις πωλήσεις χύμα οίνου εντός της περιοχής παραγωγής, συνιστά μέτρο αποτελέσματος ισοδυνάμου προς ποσοτικό περιορισμό κατά την εξαγωγή, απαγορευόμενο από το άρθρο 34 της Συνθήκης.

21.
    Το Δικαστήριο διαπίστωσε κατ' αρχάς (σκέψεις 12 έως 14 της αποφάσεως) ότι μια εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία, αφενός, περιορίζει την ποσότητα οίνου πουμπορεί να εξαχθεί χύμα προς άλλα κράτη μέλη και, αφετέρου, δεν υποβάλλει σε κανένα ποσοτικό περιορισμό τις πωλήσεις χύμα οίνου μεταξύ των επιχειρήσεων που βρίσκονται στην περιοχή παραγωγής έχει ως αποτέλεσμα να περιορίζει ειδικώς τα ρεύματα των εξαγωγών χύμα οίνου και, μεταξύ άλλων, να παρέχει με τον τρόπο αυτό ειδικό πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις εμφιαλώσεως που βρίσκονται στην περιοχή παραγωγής.

22.
    Όσον αφορά το επιχείρημα της Ισπανικής Κυβερνήσεως κατά το οποίο το γεγονός ότι η υποχρέωση εμφιαλώσεως του οίνου εντός της περιφέρειας παραγωγής κατέστη προϋπόθεση για την απονομή στον οίνο αυτό της denominación de origen calificada εντάσσεται στα πλαίσια της προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας κατά την έννοια του άρθρου 36 της Συνθήκης, το Δικαστήριο υπέμνησε (σκέψη 16) ότι, στην παρούσα φάση εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν, στα πλαίσια που χαράσσει ο κανονισμός 823/87, τις προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η χρήση του ονόματος μιας γεωγραφικής ζώνης της επικρατείας τους, ως ονομασίας προελεύσεως η οποία επιτρέπει τον χαρακτηρισμό ενός οίνου ως προερχομένου από την εν λόγω ζώνη. Υπογράμμισε πάντως ότι, στον βαθμό που οι προϋποθέσεις αυτές συνιστούν μέτρα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 34 της Συνθήκης, δεν δικαιολογούνται από λόγους προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας, κατά την έννοια του άρθρου 36 της Συνθήκης, παρά μόνον αν είναι αναγκαία για τη διασφάλιση του ότι η ονομασία προελεύσεως πληροί τον συγκεκριμένο σκοπό της.

23.
    Το Δικαστήριο τόνισε (σκέψεις 17 και 18) ότι ο συγκεκριμένος σκοπός της ονομασίας προελεύσεως είναι να διασφαλίζει ότι το προϊόν στο οποίο αναφέρεται προέρχεται από καθορισμένη γεωγραφική ζώνη και εμφανίζει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και ότι, συνεπώς, μια υποχρέωση όπως η επίδικη δικαιολογείται από λόγους που αποσκοπούν να εξασφαλίσουν ότι η ονομασία προελεύσεως εκπληρώνει τον συγκεκριμένο σκοπό της μόνον αν η εμφιάλωση στην περιοχή παραγωγής προσδίδει στον προερχόμενο από την εν λόγω περιοχή οίνο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ικανά να τον εξατομικεύσουν, ή αν η εμφιάλωση στην περιοχή παραγωγής είναι απαραίτητη για τη διατήρηση κεκτημένων ειδικών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του οίνου αυτού. Το Δικαστήριο διαπίστωσε κατόπιν (σκέψη 19) ότι δεν αποδείχθηκε ότι η εμφιάλωση του επιδίκου οίνου στην περιοχή παραγωγής συνιστά πράξη προσδίδουσα σε αυτόν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ή πράξη αναγκαία για τη διατήρηση των κεκτημένων ειδικών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του.

24.
    Το επιχείρημα της Ισπανικής Κυβερνήσεως κατά το οποίο οι εξουσίες ελέγχου που απονεμήθηκαν στο συμβούλιο διαχειρίσεως του οίνου Rioja περιορίζονταν στην περιοχή παραγωγής και, επομένως, ήταν αναγκαίο η εμφιάλωση του οίνου να πραγματοποιείται στην περιοχή παραγωγής, απερρίφθη από το Δικαστήριο για τον λόγο ότι ο κανονισμός 986/89 καθιερώνει σύστημα επιτηρήσεως με σκοπό τη διασφάλιση του ότι δεν επέρχεται αλλοίωση της γνησιότητας του οίνου κατά τη μεταφορά (σκέψη 21).

25.
    Το Δικαστήριο διαπίστωσε επιπλέον (σκέψεις 22 και 23) ότι η δικαιολογία την οποία αντλεί η Ισπανική Κυβέρνηση εκ του ότι η επίδικη εθνική ρύθμιση εντάσσεται στα πλαίσια πολιτικής αποσκοπούσας στη βελτίωση της ποιότητας του οίνου δεν μπορεί να γίνει δεκτή, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι ο γεωγραφικός περιορισμός των δραστηριοτήτων εμφιαλώσεως μπορούσε καθεαυτός να επηρεάσει την ποιότητα του οίνου.

26.
    Το Δικαστήριο έκρινε τέλος (σκέψεις 25 και 26) ότι, έστω και αν το άρθρο 18 του κανονισμού 823/87 επιτρέπει στα κράτη μέλη παραγωγής οίνου, λαμβάνοντας υπόψη τις θεμιτές και παγιωμένες συνήθειες, να επιβάλλουν πρόσθετες ή αυστηρότερες προϋποθέσεις κυκλοφορίας από εκείνες που θέτει ο κανονισμός 823/87, το άρθρο αυτό δεν έχει την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν όρους που αντίκεινται στους κανόνες της Συνθήκης σχετικά με την κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

Η παρούσα διαφορά

27.
    Το 1994, η Βελγική Κυβέρνηση επέστησε την προσοχή της Επιτροπής στο γεγονός ότι η ισπανική κανονιστική ρύθμιση την οποία αφορούσε η απόφαση Delhaize ήταν πάντοτε σε ισχύ, παρά την ερμηνεία του άρθρου 34 της Συνθήκης στην οποία προέβη το Δικαστήριο με την εν λόγω απόφαση, και της ζήτησε να προβεί σε ενέργειες. Στις 14 Νοεμβρίου 1994, το αρμόδιο μέλος της Επιτροπής απάντησε ότι η τελευταία έκρινε ότι ήταν «απρόσφορη η εμμονή επί των φακέλων που αφορούσαν παραβάσεις».

28.
    Στις 8 Μαρτίου 1995, η Βελγική Κυβέρνηση απηύθυνε στην Επιτροπή έγγραφο με το οποίο εξέφραζε την πρόθεσή της να κινήσει έναντι του Βασιλείου της Ισπανίας, δυνάμει του άρθρου 170 της Συνθήκης, διαδικασία λόγω παραβάσεως του άρθρου 34 της Συνθήκης.

29.
    Στις 12 Απριλίου 1995, η Επιτροπή κοινοποίησε το εν λόγω έγγραφο στο Βασίλειο της Ισπανίας, το οποίο διατύπωσε γραπτές παρατηρήσεις στις 5 Μαΐου 1995.

30.
    Στις 31 Μαΐου 1995, τα δύο κράτη μέλη διατύπωσαν κατ' αντιμωλία προφορικές παρατηρήσεις ενώπιον της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 170 της Συνθήκης. Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη, το Βασίλειο του Βελγίου άσκησε την παρούσα προσφυγή λόγω παραβάσεως.

31.
    Με διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 21ης Ιουνίου 1996, έγιναν δεκτές οι αιτήσεις παρεμβάσεως του Βασιλείου της Δανίας, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας προς στήριξη των αιτημάτων του Βασιλείου του Βελγίου, και της Ιταλικής Δημοκρατίας, της Πορτογαλικής Δημοκρατίας και της Επιτροπής προς στήριξη των αιτημάτων του Βασιλείου της Ισπανίας.

Επί της ουσίας

32.
    Η Βελγική Κυβέρνηση και οι κυβερνήσεις της Δανίας, των Κάτω Χωρών, της Φινλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου που παρενέβησαν υπέρ αυτής υποστηρίζουν ότι, μη τροποποιώντας το διάταγμα 157/88 για να συμμορφωθεί προς την απόφαση Delhaize, το Βασίλειο της Ισπανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης.

33.
    Στο υπόμνημα αντικρούσεως, η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι με την απόφαση Delhaize το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του συμβατού των ισπανικών διατάξεων με το κοινοτικό δίκαιο. Προβάλλει ότι στο δίκαιο όλων σχεδών των κρατών μελών στα οποία παράγεται οίνος υπάρχουν διατάξεις ανάλογες προς εκείνες που είναι υπό την εξέταση του Δικαστηρίου. Κατά την άποψή της, η ισχύουσα ισπανική νομοθεσία είναι σύμφωνη με την ερμηνεία του άρθρου 34 της Συνθήκης στην οποία προέβη το Δικαστήριο με την απόφαση Delhaize και σέβεται πλήρως την κοινοτική κανονιστική ρύθμιση.

34.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον πρόκειται για προσφυγή λόγω παραβάσεως, πρέπει να εξεταστούν οι προβληθέντες λόγοι ώστε να διαπιστωθεί αν το Βασίλειο της Ισπανίας παρέβη πράγματι τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 34 της Συνθήκης.

35.
    Όσον αφορά την τελευταία αυτή διάταξη, πρέπει να εκτιμηθεί διαδοχικά, αν, υπό τις συνθήκες της προκειμένης περιπτώσεως, η υποχρέωση εμφιαλώσεως του οίνου στην περιφέρεια παραγωγής ώστε να είναι δυνατή η χρήση της ονομασίας προελεύσεως (στο εξής: επίδικη προϋπόθεση) συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και, ενδεχομένως, αν αυτή επιτρέπεται από την κοινοτική κανονιστική ρύθμιση περί v.q.p.r.d., ή αν δικαιολογείται από σκοπό γενικού συμφέροντος ικανό να υπερέχει των απαιτήσεων της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

Όσον αφορά την ύπαρξη περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων

36.
    Η Βελγική Κυβέρνηση και οι υπέρ αυτής παρεμβαίνουσες κυβερνήσεις προβάλλουν ότι η επίδικη προϋπόθεση συνεπάγεται ποσοτικό περιορισμό των εξαγωγών χύμα οίνου Rioja κατά την έννοια του άρθρου 34 της Συνθήκης, όπως έκρινε ήδη το Δικαστήριο με την απόφαση Delhaize.

37.
    Η Ισπανική Κυβέρνηση, υποστηριζόμενη από την Ιταλική και την Πορτογαλική Κυβέρνηση, υποστηρίζει ότι η επίδικη ισπανική κανονιστική ρύθμιση ουδόλως περιορίζει την ποσότητα του παραγόμενου εντός της περιοχής La Rioja οίνου που μπορεί να εξαχθεί χύμα. Ως μόνο στόχο και ως μόνο αποτέλεσμα έχει να απαγορεύει κάθε αθέμιτη και ανεξέλεγκτη χρήση της denominación de origen calificada Rioja. Η Ισπανική Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι η πώληση οίνου χύμα εντός της περιφέρειας δεν επιτρέπεται γενικώς, καθόσον κάθε αποστολή οίνου εντός της περιφέρειας πρέπει να έχει την προηγούμενη έγκριση του συμβουλίου διαχειρίσεως του οίνου Rioja και να προορίζεται αποκλειστικά για τις επιχειρήσεις εμφιαλώσεως οι οποίες είναι εγκεκριμένες από το εν λόγω συμβούλιο διαχειρίσεως. Αναφέρει ότι υπάρχουνπράγματι στην περιοχή επιχειρήσεις που δεν είναι εγκεκριμένες και που επέλεξαν να στραφούν προς τη διάθεση στο εμπόριο οίνων οι οποίοι παράγονται μεν στην περιοχή αλλά δεν προστατεύονται από την denominación de origen calificada. Έτσι, εν προκειμένω, η ισπανική κανονιστική ρύθμιση δεν εμπίπτει, κατά την άποψή της, στην περίπτωση στην οποία αναφέρθηκε το Δικαστήριο με την απόφαση Delhaize. Η τελευταία αυτή περίπτωση συνίσταται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, ισχύουσα για οίνους με ονομασία προελεύσεως, η οποία περιορίζει ποσοτικά τον δυνάμενο να εξαχθεί χύμα οίνο, ενώ, παράλληλα, επιτρέπει τις πωλήσεις χύμα οίνου εντός της περιοχής παραγωγής.

38.
    Πρέπει να υπομνηστεί ότι η επίδικη προϋπόθεση έχει ως συνέπεια ότι ο παραγόμενος εντός της περιοχής οίνος, ο οποίος πληροί τις λοιπές απαιτούμενες προϋποθέσεις ώστε να μπορεί να φέρει την denominación de origen calificada Rioja, δεν μπορεί πλέον να εμφιαλώνεται εκτός της περιοχής, στην περίπτωση δε αυτή στερείται της εν λόγω ονομασίας.

39.
    Το γεγονός ότι η μεταφορά χύμα του οίνου που μπορεί να φέρει την εν λόγω ονομασία περιορίζεται επίσης, σε ορισμένο βαθμό, και εντός της ίδιας της περιφέρειας παραγωγής μπορεί μεν να αποτελεί στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της εξετάσεως της αιτιολογήσεως της επίδικης προϋποθέσεως, αλλά δεν μπορεί να προβληθεί για να αμφισβητηθούν τα περιοριστικά αποτελέσματα της εν λόγω προϋποθέσεως.

40.
    Η προϋπόθεση αυτή συνεπάγεται πράγματι, εν πάση περιπτώσει, ότι ο μεταφερόμενος χύμα οίνος εντός της περιοχής διατηρεί το δικαίωμα να φέρει την denominación de origen calificada όταν εμφιαλώνεται σε εγκεκριμένες οιναποθήκες.

41.
    Πρόκειται συνεπώς για εθνικό μέτρο έχον ως αποτέλεσμα να περιορίζει ειδικώς τα ρεύματα των εξαγωγών όσον αφορά τον δυνάμενο να φέρει την denominación de origen calificada οίνο και να εγκαθιδρύει κατά τον τρόπο αυτό διαφορετική μεταχείριση μεταξύ του εσωτερικού εμπορίου κράτους μέλους και του εξαγωγικού εμπορίου του, κατά την έννοια του άρθρου 34 της Συνθήκης.

42.
    Η επίδικη ισπανική κανονιστική ρύθμιση συνιστά επομένως μέτρο αποτελέσματος ισοδυνάμου προς ποσοτικούς περιορισμούς επί των εξαγωγών κατά την έννοια του άρθρου 34 της Συνθήκης.

Όσον αφορά την έννοια του άρθρου 18 του κανονισμού 823/87

43.
    Η Ισπανική Κυβέρνηση, υποστηριζόμενη από την Ιταλική και την Πορτογαλική Κυβέρνηση, υπενθυμίζει ότι η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση περί των v.q.p.r.d. δεν έχει εξαντλητικό χαρακτήρα και ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν αυστηρότερους εθνικούς κανόνες. Συναφώς, αναφέρεται στο άρθρο 18 του κανονισμού 823/87, το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη παραγωγής οίνου να επιβάλλουν στην επικράτειά τους πρόσθετες ή αυστηρότερες προϋποθέσεις παραγωγής και κυκλοφορίας. Κατά την άποψη της Ισπανικής Κυβερνήσεως, η χρήση στη διάταξηαυτή του όρου «κυκλοφορία» είναι ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένου ότι η επίδικη προϋπόθεση εντάσσεται αναντίρρητα στις διατάξεις περί κυκλοφορίας των v.q.p.r.d.

44.
    Η Βελγική Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι το Δικαστήριο απέρριψε ήδη, με την απόφαση Delhaize, το αντλούμενο από το άρθρο 18 του κανονισμού 823/87 επιχείρημα. Υποστηρίζει επιπλέον ότι η επίδικη προϋπόθεση είναι αντίθετη προς μια θεμιτή και παγιωμένη συνήθεια εμφιαλώσεως εντός των κρατών μελών εισαγωγής οίνου.

45.
    Πρέπει να υπομνηστεί ότι με την απόφαση Delhaize, το Δικαστήριο έκρινε (σκέψη 26) ότι το άρθρο 18 του κανονισμού 823/87 δεν έχει την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν όρους που αντίκεινται στους κανόνες της Συνθήκης σχετικά με την κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Η διάταξη αυτή δεν μπορεί συνεπώς καθεαυτή να δικαιολογήσει την επίδικη προϋπόθεση.

46.
    Αντιστρόφως, και αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Βελγική Κυβέρνηση, η διάταξη αυτή δεν απαγορεύει καθεαυτή την επιβολή υποχρεώσεως εμφιαλώσεως στην περιοχή παραγωγής για τον μόνο λόγο ότι επιτρέπει πρόσθετες εθνικές διατάξεις «λαμβάνοντας υπόψη τις θεμιτές και σταθερές [παγιωμένες] συνήθειες». Η διατύπωση «λαμβάνοντας υπόψη» δεν έχει πράγματι την πλέον περιοριστική έννοια μιας εκφράσεως εισάγουσας θετική απαίτηση όπως «υπό τον όρο ότι υπάρχουν», ή μιας εκφράσεως εισάγουσας απαγόρευση όπως «υπό την επιφύλαξη». Σε μια κατάσταση όπως αυτή της προκειμένης περιπτώσεως, που χαρακτηρίζεται κατά την ημερομηνία θεσπίσεως του διατάγματος 157/88 από τη μη αμφισβητούμενη από τους διαδίκους συνύπαρξη μιας συνήθειας εμφιαλώσεως εντός της περιοχής παραγωγής και μιας συνήθειας εξαγωγής χύμα οίνου, η διατύπωση του άρθρου 18 του κανονισμού 823/87 συνεπάγεται απλώς τη λήψη υπόψη των εν λόγω συνηθειών. Αυτή μπορεί να οδηγήσει στη στάθμιση των οικείων συμφερόντων, κατά το πέρας της οποίας, ενόψει ορισμένων στόχων, μπορεί να δοθεί προτίμηση σε μια συνήθεια έναντι άλλης.

Όσον αφορά την αιτιολόγηση της επίδικης προϋποθέσεως

47.
    Η Ισπανική, Ιταλική και Πορτογαλική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή θεωρούν ότι η εμφιάλωση εντάσσεται πλήρως στη διαδικασία παρασκευής του οίνου. Αποτελεί στάδιο της επεξεργασίας του προϊόντος κατά τρόπο ώστε μόνον ο οίνος που εμφιαλώνεται στην περιοχή παραγωγής μπορεί να θεωρηθεί πράγματι ως προερχόμενος από την περιοχή αυτή.

48.
    Από αυτό προκύπτει, κατά την άποψή τους, ότι ο οίνος που εμφιαλώνεται εκτός της περιοχής La Rioja και φέρει την denominación de origen calificada Rioja προσβάλλει το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσεως της ονομασίας αυτής, το οποίο ανήκει στο σύνολο των παραγωγών της περιοχής ο οίνος των οποίων πληροί τις προϋποθέσεις για να φέρει την εν λόγω ονομασία, συμπεριλαμβανομένης της προϋποθέσεως εμφιαλώσεως εντός της περιοχής. Τα περιοριστικά αποτελέσματα της επίδικης προϋποθέσεως δικαιολογούνται επομένως από λόγους αναγόμενους στην προστασία τηςβιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας στην οποία αναφέρεται το άρθρο 36 της Συνθήκης. Η εν λόγω προϋπόθεση είναι πράγματι αναγκαία για να διασφαλιστεί ότι η denominación de origen calificada πληροί τον συγκεκριμένο σκοπό της, ο οποίος είναι ιδίως η εγγύηση της προελεύσεως του προϊόντος.

49.
    Για την επίλυση της παρούσας διαφοράς, αντί να διακριβωθεί αν η εμφιάλωση, εντός της περιοχής παραγωγής, οίνου που μπορεί να φέρει μια denominación de origen calificada πρέπει ή όχι να χαρακτηριστεί ως στάδιο της διαδικασίας επεξεργασίας του οίνου αυτού, πρέπει να εξεταστούν οι λόγοι για τους οποίους, κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, η ενέργεια αυτή πρέπει να πραγματοποιείται εντός της περιοχής παραγωγής. Διότι μόνον στην περίπτωση κατά την οποία οι λόγοι αυτοί είναι καθεαυτοί ικανοί να δικαιολογήσουν την επίδικη προϋπόθεση, η προϋπόθεση αυτή, παρά τα περιοριστικά αποτελέσματά της επί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, μπορεί να θεωρηθεί ως συμβατή με τη Συνθήκη.

50.
    Όσον αφορά τους λόγους αυτούς, η Ισπανική Κυβέρνηση υπογραμμίζει την ιδιαιτερότητα του προϊόντος και την ανάγκη προστασίας της φήμης που συνδέεται με την denominación de origen calificada Rioja, με τη διασφάλιση, μέσω της επίδικης προϋποθέσεως, των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων, της ποιότητας και της εγγυήσεως προελεύσεως του οίνου Rioja. Η επίδικη προϋπόθεση δικαιολογείται έτσι από λόγους προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας στην οποία αναφέρεται το άρθρο 36 της Συνθήκης.

51.
    Είναι αληθές, όπως υπέμνησαν η Βελγική Κυβέρνηση και οι υπέρ αυτής παρεμβαίνουσες κυβερνήσεις, ότι το Δικαστήριο έκρινε με την απόφαση Delhaize ότι δεν αποδείχθηκε ότι η εμφιάλωση στην περιοχή παραγωγής συνιστά πράξη αναγκαία για τη διατήρηση των ειδικών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του οίνου (σκέψη 19) ή για την εγγύηση της προελεύσεως του προϊόντος (σκέψη 21), ούτε ότι ο γεωγραφικός περιορισμός των δραστηριοτήτων εμφιαλώσεως μπορεί καθεαυτός να επηρεάσει την ποιότητα του οίνου (σκέψη 23).

52.
    Πάντως, κατά την παρούσα διαδικασία, η Ισπανική, η Ιταλική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή προσκόμισαν νέα στοιχεία προοριζόμενα να αποδείξουν ότι οι λόγοι που συνδέονται με την επίδικη προϋπόθεση είναι ικανοί να τη δικαιολογήσουν. Το Δικαστήριο πρέπει να προβεί σε εξέταση της υποθέσεως υπό το φως των στοιχείων αυτών.

53.
    Η κοινοτική νομοθεσία εμφανίζει γενική τάση προβολής της ποιότητας των προϊόντων στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής, ώστε να ευνοηθεί η φήμη των εν λόγω προϊόντων, χάρη, ιδίως, στη χρήση ονομασιών προελεύσεως που αποτελούν αντικείμενο ιδιαίτερης προστασίας. Η γενική αυτή τάση συγκεκριμενοποιήθηκε στον τομέα των οίνων ποιότητας, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 14 και 17 της παρούσας αποφάσεως. Εκδηλώθηκε επίσης και έναντι άλλων γεωργικών προϊόντων, για τα οποία το Συμβούλιο θέσπισε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2081/92, της 14ης Ιουλίου 1992, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων (ΕΕ L 208, σ. 1). Συναφώς, στην όγδοηαιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού διευκρινίζεται ότι ο κανονισμός εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη της υπάρχουσας νομοθεσίας περί οίνων και οινοπνευματωδών ποτών «η οποία αποσκοπεί στην εξασφάλιση υψηλότερου επιπέδου προστασίας».

54.
    Οι ονομασίες προελεύσεως εμπίπτουν στα δικαιώματα βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας. Η ισχύουσα κανονιστική ρύθμιση προστατεύει τους δικαιούχους τους έναντι της καταχρηστικής χρήσεως των εν λόγω ονομασιών από τρίτους που επιθυμούν να επωφεληθούν από τη φήμη που αυτές έχουν αποκτήσει. Σκοπό έχουν να διασφαλίσουν ότι το προϊόν στο οποίο αναφέρονται προέρχεται από καθορισμένη γεωγραφική ζώνη και εμφανίζει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα (απόφαση Delhaize, σκέψη 17).

55.
    Οι ονομασίες αυτές μπορούν να απολαύουν μεγάλης φήμης μεταξύ των καταναλωτών και να αποτελούν για τους παραγωγούς που πληρούν τις προϋποθέσεις για να τις χρησιμοποιούν ένα ουσιώδες μέσο προσελκύσεως πελατείας (βλ., κατά την ίδια έννοια, σχετικά με τις ενδείξεις προελεύσεως, απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 1992, C-3/91, Exportur, Συλλογή 1992, σ. Ι-5529, σκέψη 28).

56.
    Η φήμη των ονομασιών προελεύσεως είναι συνάρτηση της εικόνας την οποία έχουν μεταξύ των καταναλωτών. Η ίδια η εικόνα αυτή εξαρτάται ουσιαστικά από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και γενικότερα από την ποιότητα του προϊόντος. Στην ποιότητα αυτή στηρίζεται τελικά η φήμη του προϊόντος.

57.
    Επισημαίνεται ότι ένας οίνος ποιότητας αποτελεί προϊόν χαρακτηριζόμενο από μεγάλη ιδιαιτερότητα, πράγμα που, εν πάση περιπτώσει, δεν αμφισβητείται για τον οίνο Rioja. Οι ιδιότητες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα, τα οποία είναι αποτέλεσμα της συνδρομής φυσικών και ανθρώπινων παραγόντων, συνδέονται με τη γεωγραφική ζώνη προελεύσεώς του και απαιτούν επαγρύπνηση και προσπάθειες για τη διατήρησή τους.

58.
    Η κανονιστική ρύθμιση σχετικά με την denominación de origen calificada Rioja σκοπό έχει να εξασφαλίσει τη διατήρηση αυτών των ιδιοτήτων και χαρακτηριστικών γνωρισμάτων. Εξασφαλίζοντας στους επιχειρηματίες του αμπελοοινικού τομέα της περιοχής La Rioja, κατόπιν αιτήσεως των οποίων απονεμήθηκε η ονομασία προελεύσεως, τον έλεγχο επίσης της εμφιαλώσεως, έχει ως στόχο την καλύτερη διασφάλιση της ποιότητας του προϊόντος και, κατά συνέπεια, της φήμης της ονομασίας, την ευθύνη της οποίας φέρουν πλέον, πλήρως και συλλογικώς, οι εν λόγω επιχειρηματίες.

59.
    Στο πλαίσιο αυτό, η επίδικη προϋπόθεση πρέπει να θεωρηθεί ως συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο, παρά τα περιοριστικά αποτελέσματά της επί των συναλλαγών, αν αποδεικνύεται ότι συνιστά μέσο αναγκαίο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, ικανό να διασφαλίσει τη μεγάλη φήμη της οποία απολαύει αναμφισβήτητα η denominación de origen calificada Rioja.

60.
    Συναφώς, η Ισπανική Κυβέρνηση, υποστηριζόμενη από την Ιταλική και την Πορτογαλική Κυβέρνηση καθώς και από την Επιτροπή, προβάλλει ότι, χωρίς την επίδικη προϋπόθεση, η φήμη της denominación de origen calificada Rioja θα μπορούσε πράγματι να διακυβευθεί. Διότι, η μεταφορά και η εμφιάλωση εκτός της περιοχής παραγωγής αποτελούν κινδύνους για την ποιότητα του οίνου. Κατά την άποψή της, η επίδικη προϋπόθεση συμβάλλει κατά τρόπο αποφασιστικό στη διασφάλιση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων και της ποιότητας του προϊόντος καθόσον έχει ως συνέπεια να αναθέτει στους παραγωγούς και στο συμβούλιο διαχειρίσεως του οίνου Rioja, ήτοι σε εκείνους που έχουν τις αναγκαίες γνώσεις και την τεχνογνωσία καθώς και πρωταρχικό συμφέρον στη διασφάλιση της κτηθείσας φήμης, την εφαρμογή και τον έλεγχο της τηρήσεως όλων των κανόνων σχετικά με τη μεταφορά και την εμφιάλωση.

61.
    Στην παρούσα υπόθεση, δεν αμφισβητείται ότι η εμφιάλωση του οίνου αποτελεί σημαντική ενέργεια η οποία, αν δεν πραγματοποιείται με την τήρηση αυστηρών απαιτήσεων, μπορεί να θίξει σοβαρά την ποιότητα του προϊόντος. Πράγματι, η διενέργεια της εμφιαλώσεως δεν περιορίζεται στην απλή πλήρωση κενών δοχείων αλλά συνεπάγεται κατά κανόνα, πριν από τη μετάγγιση του οίνου, μια σειρά περίπλοκων οινολογικών παρεμβάσεων (διήθηση, διαστάλαξη, επεξεργασία εν ψυχρώ κ.λπ.) οι οποίες, αν δεν πραγματοποιηθούν σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες, μπορούν να διακυβεύσουν την ποιότητα και να μεταβάλουν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του οίνου.

62.
    Δεν αμφισβητείται επίσης ότι η μεταφορά χύμα του οίνου μπορεί να θίξει σοβαρά την ποιότητά του αν δεν πραγματοποιείται υπό άριστες συνθήκες. Πράγματι, αν οι συνθήκες μεταφοράς δεν είναι εξαιρετικές, ο οίνος υπόκειται στον κίνδυνο οξειδοαναγωγής που είναι σημαντικότερος αν η διανυόμενη απόσταση είναι μεγάλη και που μπορεί να θίξει την ποιότητα του προϊόντος. Ο οίνος υπόκειται επίσης σε κίνδυνο εκ της διαφοράς της θερμοκρασίας.

63.
    Η Βελγική Κυβέρνηση και οι παρεμβαίνουσες υπέρ αυτής κυβερνήσεις υποστηρίζουν ότι οι κίνδυνοι αυτοί υπάρχουν είτε ο οίνος μεταφέρεται και εμφιαλώνεται εντός της περιοχής παραγωγής είτε εκτός αυτής. Κατά την άποψή τους, η μεταφορά χύμα του οίνου και η εμφιάλωσή του εκτός της περιοχής παραγωγής μπορούν να πραγματοποιούνται υπό συνθήκες επιτρέπουσες τη διασφάλιση της ποιότητας και της φήμης του. Εν πάση περιπτώσει, η υπάρχουσα κοινοτική κανονιστική ρύθμιση περιλαμβάνει επαρκείς κανόνες ελέγχου της ποιότητας και του αυθεντικού χαρακτήρα των οίνων, ιδίως εκείνων που απολαύουν μιας denominación de origen calificada.

64.
    Βάσει των στοιχείων που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, υπό άριστες συνθήκες, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και η ποιότητα του προϊόντος μπορούν πράγματι να διατηρηθούν όταν ο οίνος μεταφέρεται χύμα και εμφιαλώνεται εκτός της περιοχής παραγωγής.

65.
    Εντούτοις, όσον αφορά τις ενέργειες εμφιαλώσεως, άριστες συνθήκες επιτυγχάνονται ασφαλέστερα αν οι ενέργειες αυτές πραγματοποιούνται από επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην περιοχή των παραγωγών τα προϊόντα των οποίων φέρουν την ονομασία προελεύσεως και ενεργούσες υπό τον άμεσο έλεγχό τους, στο μέτρο που οι επιχειρήσεις αυτές διαθέτουν ειδική πείρα και, επιπλέον, εμπεριστατωμένη γνώση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του οικείου οίνου που δεν πρέπει να αλλοιωθούν ή να εξαφανιστούν κατά την εμφιάλωση.

66.
    Όσον αφορά τη μεταφορά του οίνου χύμα, αληθεύει μεν ότι το φαινόμενο της οξειδοαναγωγής μπορεί να παρατηρηθεί επίσης κατά τη μεταφορά χύμα εντός της περιοχής παραγωγής, αν και η διανυόμενη απόσταση είναι κατά κανόνα βραχύτερη, αλλά πρέπει να διαπιστωθεί ότι, στην περίπτωση αυτή, η αποκατάσταση των αρχικών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του προϊόντος θα ανατεθεί σε επιχειρήσεις παρέχουσες προς τούτο όλα τα εχέγγυα τεχνογνωσίας και, επίσης, την καλύτερη γνώση του οίνου.

67.
    Επιπλέον, όπως υπογραμμίζει και ο γενικός εισαγγελέας στις παραγράφους 28 έως 31 των προτάσεών του, οι πραγματοποιούμενοι εκτός της περιοχής παραγωγής έλεγχοι, σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες, παρέχουν λιγότερες εγγυήσεις για την ποιότητα και τον αυθεντικό χαρακτήρα του οίνου από τους πραγματοποιούμενους εντός της περιοχής παραγωγής με την τήρηση της διαδικασίας ελέγχου στην οποία αναφέρεται η σκέψη 5 της παρούσας αποφάσεως.

68.
    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο του κανονισμού 2048/89, οι έλεγχοι της ποιότητας και του αυθεντικού χαρακτήρα του οίνου δεν είναι υποχρεωτικά συστηματικοί σε όλα τα κράτη μέλη. Πράγματι, το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού ορίζει ότι οι έλεγχοι «διενεργούνται είτε συστηματικά είτε δειγματοληπτικά».

69.
    Όσον αφορά τον κανονισμό 2238/93, δεν εγγυάται, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, ούτε την προέλευση ούτε την αρχική κατάσταση του μεταφερόμενου χύμα οίνου ούτε τη διασφάλιση της ποιότητάς του κατά τη μεταφορά, δεδομένου ότι καθιερώνει ουσιαστικά τον μέσω εγγράφων έλεγχο των μεταφερομένων ποσοτήτων.

70.
    Όσον αφορά τον κανονισμό 2392/89, το άρθρο του 42 προβλέπει τη δυνατότητα, για την αρμόδια αρχή κράτους μέλους, να καλέσει την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους να απαιτήσει από μια επιχείρηση εμφιαλώσεως να προσκομίσει την απόδειξη της ακρίβειας των ενδείξεων που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό ή την παρουσίαση του προϊόντος και αφορούν τη φύση, την ταυτότητα, την ποιότητα, τη σύνθεση, την καταγωγή ή την προέλευση του εν λόγω προϊόντος. Ο μηχανισμός αυτός εντούτοις, ο οποίος εντάσσεται στο πλαίσιο άμμεσης συνεργασίας, δεν έχει συστηματικό χαρακτήρα καθόσον, εξ ορισμού, προϋποθέτει αίτημα εκ μέρους της οικείας αρμόδιας αρχής.

71.
    Η επίδικη ισπανική κανονιστική ρύθμιση προβλέπει απεναντίας ότι κάθε ποσότητα οίνου που μπορεί να φέρει μια denominación de origen calificada πρέπει να υποβάλλεται σε οργανοληπτικούς και αναλυτικούς ελέγχους (άρθρο 20, παράγραφος 4, του διατάγματος 157/88 και, για τον οίνο Rioja, άρθρο 15 του κανονισμού Rioja).

72.
    Επιπλέον, σύμφωνα με τον κανονισμό Rioja:

-    κάθε αποστολή οίνου Rioja χύμα εντός της περιοχής παραγωγής πρέπει να έχει την προηγούμενη έγκριση του συμβουλίου διαχειρίσεως του οίνου Rioja (άρθρο 31)·

-    η εμφιάλωση μπορεί να διενεργείται μόνον από επιχειρήσεις εμφιαλώσεως εγκεκριμένες από το συμβούλιο διαχειρίσεως του οίνου Rioja (άρθρο 32)·

-    οι εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων αυτών πρέπει να είναι σαφώς χωριστές από εκείνες όπου παράγονται και αποθηκεύονται οίνοι μη έχοντες δικαίωμα χρήσεως της denominación de origen calificada (άρθρο 24).

73.
    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, για τους οίνους Rioja που μεταφερόνται και εμφιαλώνονται εντός της περιοχής παραγωγής, οι έλεγχοι είναι εμπεριστατωμένοι και συστηματικοί, ότι εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του συνόλου των ίδιων των παραγωγών, οι οποίοι έχουν πρωταρχικό συμφέρον επί της διατηρήσεως της κεκτημένης φήμης, και ότι μόνον οι υποβληθείσες στους εν λόγω ελέγχους ποσότητες μπορούν να φέρουν την denominación de origen calificada.

74.
    Από τις διαπιστώσεις αυτές συνάγεται ότι ο κίνδυνος για την ποιότητα του προϊόντος που προσφέρεται τελικά στον καταναλωτή είναι μεγαλύτερος όταν ο οίνος μεταφέρεται και εμφιαλώνεται εκτός της περιοχής παραγωγής παρά όταν οι ενέργειες αυτές πραγματοποιούνται εντός της περιοχής αυτής.

75.
    Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι η επίδικη προϋπόθεση, η οποία έχει ως στόχο τη διαφύλαξη της μεγάλης φήμης του οίνου Rioja μέσω της ενισχύσεως του ελέγχου των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του και της ποιότητάς του, είναι δικαιολογημένη ως μέτρο προστασίας της denominación de origen calificada από την οποία ωφελείται το σύνολο των οικείων παραγωγών και η οποία έχει για αυτούς καθοριστική σημασία.

76.
    Πρέπει, τέλος, να γίνει δεκτό ότι το μέτρο είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου, υπό την έννοια ότι δεν υπάρχουν λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα ικανά να τον επιτύχουν.

77.
    Συναφώς, η denominación de origen calificada δεν θα προστατεύονταν κατά τρόπο ανάλογο αν επιβάλλονταν στους εγκατεστημένους εκτός της περιοχής παραγωγής επιχειρηματίες η υποχρέωση να ενημερώνουν τους καταναλωτές, με την κατάλληλη επίθεση ετικετών, ότι η εμφιάλωση πραγματοποιήθηκε εκτός της περιοχής αυτής. Πράγματι, η προσβολή της ποιότητας του οίνου που εμφιαλώνεται εκτός τηςπεριοχής παραγωγής, η οποία θα προέκυπτε από την επέλευση των κινδύνων που συνδέονται με τη μεταφορά χύμα και/ή με τη συνακόλουθη διενέργεια της εμφιαλώσεως, θα μπορούσε να βλάψει τη φήμη του συνόλου των οίνων που διατίθενται στο εμπόριο με την denominación de origen calificada Rioja, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εμφιαλώνονται εντός της περιοχής παραγωγής υπό τον έλεγχο του συνόλου των παραγωγών οι οποίοι απολαύουν της ονομασίας. Γενικότερα, η απλή συνύπραξη δύο διαφόρων διαδικασιών εμφιαλώσεως, εντός ή εκτός της περιοχής παραγωγής, με ή χωρίς τον συστηματικό έλεγχο του συνόλου των παραγωγών, θα μπορούσε να μειώσει την εμπιστοσύνη της οποίας απολαύει η ονομασία στους καταναλωτές που πιστεύουν ότι όλα τα στάδια της παραγωγής ενός φημισμένου v.q.p.r.d. πρέπει να πραγματοποιούνται υπό τον έλεγχο και την ευθύνη του συνόλου των οικείων παραγωγών.

78.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η επίδικη προϋπόθεση δεν αντίκειται προς το άρθρο 34 της Συνθήκης. Κατά συνέπεια, η προσφυγή είναι απορριπτέα.

Επί των δικαστικών εξόδων

79.
    Δυνάμει του άρθρου 69, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί, εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Η διάταξη αυτή πρέπει να εφαρμοστεί στην παρούσα υπόθεση.

80.
    Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 69, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι παρεμβαίνοντες θα φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1)    Απορρίπτει την προσφυγή.

2)    Το Βασίλειο του Βελγίου και το Βασίλειο της Ισπανίας φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

3)    Το Βασίλειο της Δανίας, η Ιταλική Δημοκρατία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Πορτογαλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Φινλανδίας, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Rodríguez Iglesias
Moitinho de Almeida
Edward

Sevón

Schintgen
Gulmann

Puissochet

Hirsch
Jann

Ragnemalm

Wathelet

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Μαΐου 2000.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

R. Grass

G. C. Rodríguez Iglesias


1: Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.