Language of document : ECLI:EU:T:2020:430

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 23ης Σεπτεμβρίου 2020 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Προβλήματα υγείας τα οποία φέρονται να συνδέονται με τις συνθήκες εργασίας – Αίτηση αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθένειας – Άρθρο 73 του ΚΥΚ – Δικαίωμα ακροάσεως – Άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – Υποχρέωση ακροάσεως του ενδιαφερομένου πριν ληφθεί η αρχική απόφαση»

Στην υπόθεση T‑338/19,

UE, εκπροσωπούμενη από τους S. Rodrigues και A. Champetier, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους T. Bohr και L. Vernier,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του Γραφείου «Διαχείριση και εκκαθάριση των ατομικών δικαιωμάτων» (PMO) της Επιτροπής της 1ης Αυγούστου 2018, με την οποία η αίτηση της προσφεύγουσας περί αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθένειας βάσει του άρθρου 73 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης απορρίφθηκε ως απαράδεκτη,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Svenningsen, πρόεδρο, R. Barents και T. Pynnä (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα εργάστηκε ως έκτακτη υπάλληλος στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Ανασυγκρότησης (ΕΥΑ) επί οκτώ έτη, από την 1η Οκτωβρίου 2000 έως την 31η Δεκεμβρίου 2008.

2        Σύμφωνα με τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα, εξαιτίας του εξαιρετικά τοξικού εργασιακού περιβάλλοντος στη διάρκεια των οκτώ ετών υπηρεσίας της στην ΕΥΑ, άρχισε να υποφέρει από διάφορες παθήσεις και, ειδικότερα, από ψυχολογικά συμπτώματα τα οποία θεωρεί ότι μπορούν να χαρακτηριστούν συνολικά ως επαγγελματική εξουθένωση (burnout). Από τα συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής έγγραφα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα συμβουλεύθηκε ιατρούς, στην Ιρλανδία και στον τόπο εργασίας της, από τις αρχές του 2004. Εν συνεχεία συμβουλεύθηκε ψυχίατρο τον Οκτώβριο του 2007 και τον A, άλλο ψυχίατρο, από τον Μάρτιο του 2009.

3        Στις 14 Οκτωβρίου 2013 η προσφεύγουσα υπέβαλε, βάσει του άρθρου 24 και του άρθρου 90, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), τα οποία εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν στους συμβασιούχους υπαλλήλους σύμφωνα με τα άρθρα 81 και 117 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΛΠ), αίτηση αρωγής στην οποία ανέφερε ότι ήταν αναγκασμένη να αντιμετωπίζει μια κατάσταση παρενόχλησης, βλαπτική για την κατάσταση της υγείας της (στο εξής: αίτηση αρωγής). Ζητούσε επίσης, προς αποκατάσταση της ζημίας που ισχυριζόταν ότι υπέστη εξαιτίας της προβαλλόμενης παρενόχλησης, αποζημίωση η οποία περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, την επιστροφή ιατρικών εξόδων (στο εξής: αίτημα αποζημιώσεως).

4        Με απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2016, η αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή (στο εξής: ΑΣΣΠΑ) απέρριψε τα ως άνω αιτήματα. Όσον αφορά τα ιατρικά έξοδα, η ΑΣΣΠΑ έκρινε ότι τα ιατρικά πιστοποιητικά που προσκόμισε η αιτούσα δεν αποδείκνυαν ότι οι ασθένειες προκλήθηκαν κατ’ ανάγκην από την προβαλλόμενη ηθική παρενόχληση. Η ΑΣΣΠΑ επισήμανε επίσης ότι η προσφεύγουσα ήταν εκείνη που όφειλε να υποβάλει αίτηση αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθένειας υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 73 του ΚΥΚ, το οποίο εφαρμόζεται αναλογικά σύμφωνα με τα άρθρα 28 και 95 του ΚΛΠ, και στην κοινή ρύθμιση σχετικά με την ασφάλιση των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας, η οποία θεσπίστηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2005 από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 73 του ΚΥΚ (στο εξής: ρύθμιση για την ασφάλιση). Κατά την ΑΣΣΠΑ, η προσφεύγουσα είχε, εν ανάγκη, τη δυνατότητα να ζητήσει εν συνεχεία αποζημίωση για τις περιουσιακές και μη περιουσιακές ζημίες που δεν καλύπτονται από το καθεστώς του ΚΥΚ.

5        Στις 5 Ιανουαρίου 2017 η προσφεύγουσα υπέβαλε, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, διοικητική ένσταση κατά της απορρίψεως από την ΑΣΣΠΑ της αιτήσεως αρωγής και του αιτήματος αποζημιώσεως, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι οι ζημίες τις οποίες ισχυριζόταν ότι υπέστη δεν συνδέονταν αποκλειστικά με την προβαλλόμενη επαγγελματική ασθένεια. Με απόφαση της 26ης Απριλίου 2017, η ΑΣΣΠΑ απέρριψε τη διοικητική αυτή ένσταση, επισημαίνοντας εκ νέου ότι η αποκατάσταση ορισμένων ζημιών έπρεπε κατ’ αρχάς να ζητηθεί βάσει του άρθρου 73 του ΚΥΚ και της ρύθμισης για την ασφάλιση.

6        Με την ίδια επιστολή της 5ης Ιανουαρίου 2017, η προσφεύγουσα ζήτησε επίσης από την ΑΣΣΠΑ, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, την αποκατάσταση της ζημίας την οποία εκτιμούσε ότι υπέστη εξαιτίας της υπέρβασης, εκ μέρους της ΑΣΣΠΑ, της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας, όσον αφορά τη διοικητική έρευνα επί της προβαλλόμενης παρενόχλησης. Με απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, η ΑΣΣΠΑ απέρριψε το ως άνω αίτημα, εξηγώντας σχετικά ότι η έρευνα αυτή διήρκεσε τόσο πολύ επειδή η αίτηση αρωγής είχε υποβληθεί το 2013 και αφορούσε γεγονότα που συνέβησαν από το 2003 έως το 2008 σε μια Υπηρεσία η οποία είχε παύσει να υφίσταται από το 2008. Κατόπιν τούτου, απέρριψε το αίτημα αποζημιώσεως που αφορούσε την προβαλλόμενη υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας.

7        Στις 25 Ιουλίου 2017 η προσφεύγουσα υπέβαλε, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, νέα διοικητική ένσταση κατά της απορρίψεως του προαναφερθέντος στη σκέψη 6 αιτήματος λόγω υπέρβασης της εύλογης προθεσμίας. Η ΑΣΣΠΑ απέρριψε την ένσταση αυτή με απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2017.

8        Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Αυγούστου 2017, η προσφεύγουσα άσκησε, δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, προσφυγή με αίτημα την ακύρωση, αφενός, της αποφάσεως της 4ης Οκτωβρίου 2016 με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αρωγής και το αίτημα αποζημιώσεως και, αφετέρου, εφόσον κρινόταν αναγκαίο, της αποφάσεως της 26ης Απριλίου 2017 με την οποία απορρίφθηκαν οι διοικητικές ενστάσεις που αφορούσαν την αίτηση αρωγής και το αίτημα αποζημιώσεως (T‑487/17).

9        Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Μαρτίου 2018, η προσφεύγουσα άσκησε άλλη προσφυγή, αυτή τη φορά κατά της αποφάσεως της ΑΣΣΠΑ της 20ής Νοεμβρίου 2017, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα κατά της αρνήσεως της αρχής αυτής να κάνει δεκτό το αίτημα αποζημιώσεως λόγω της προβαλλόμενης υπέρβασης της εύλογης διάρκειας κατά τη διεξαγωγή της διοικητικής έρευνας (T‑148/18).

10      Κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε το Γενικό Δικαστήριο, βάσει του άρθρου 125α του Κανονισμού Διαδικασίας του, να εξετάσει τις δυνατότητες φιλικού διακανονισμού των ένδικων αυτών διαφορών, οι διάδικοι συμφώνησαν επί των όρων της πρότασης του εισηγητή δικαστή, οπότε, μετά τη διαπίστωση της συμφωνίας που επιτεύχθηκε μεταξύ των διαδίκων, και ως προς τα δικαστικά έξοδα, οι υποθέσεις αυτές διαγράφηκαν από το πρωτόκολλο του Γενικού Δικαστηρίου (διατάξεις της 19ης Ιουνίου 2018, UE κατά Επιτροπής, T‑487/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:376, και της 19ης Ιουνίου 2018, UE κατά Επιτροπής, T‑148/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:377).

11      Στις 3 Μαΐου 2017 οι δικηγόροι της προσφεύγουσας απηύθυναν στην υπηρεσία «Οικονομικά, ατυχήματα και επαγγελματικές ασθένειες» του Γραφείου «Διαχείριση και εκκαθάριση των ατομικών δικαιωμάτων» (PMO) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επιστολή με αντικείμενο την αναγνώριση, κατά το άρθρο 73 του ΚΥΚ, επαγγελματικής ασθένειας στην περίπτωση της προσφεύγουσας. Η επιστολή αυτή ανέφερε ότι, μετά τα οκτώ έτη υπηρεσίας της στην ΕΥΑ, η προσφεύγουσα είχε αρχίσει να υποφέρει από διάφορες παθήσεις και, ειδικότερα, από ψυχολογικά συμπτώματα που μπορούσαν να χαρακτηριστούν συνολικά ως επαγγελματική εξουθένωση (burnout).

12      Στις 15 Ιουνίου 2017 οι δικηγόροι της προσφεύγουσας απηύθυναν συμπληρωματική αίτηση, στην οποία ήταν συνημμένο το από 10 Ιουνίου 2017 έντυπο δηλώσεως επαγγελματικής ασθένειας, υπογεγραμμένο από την προσφεύγουσα (στο εξής, από κοινού με την αίτηση της 3ης Μαΐου 2017: αίτηση αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθένειας). Στο έντυπο αυτό, η προσφεύγουσα ανέφερε ότι έπασχε από «διαταραχή μετατραυματικού στρες με αύξηση του επιπέδου άγχους [και] βουλιμικά επεισόδια».

13      Με σημείωμα της 20ής Ιουνίου 2017, το PMO επιβεβαίωσε την παραλαβή της αιτήσεως αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθένειας και ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι η αίτηση αυτή θα εξεταζόταν σύμφωνα με το άρθρο 16 της ρύθμισης για την ασφάλιση, το οποίο ορίζει τα εξής:

«1.      Ο ασφαλισμένος που ζητά την εφαρμογή της παρούσας ρύθμισης για λόγους επαγγελματικής ασθένειας οφείλει να υποβάλει δήλωση στη διοίκηση του οργάνου στο οποίο υπάγεται εντός εύλογης προθεσμίας από την εκδήλωση της ασθένειας ή από την ημερομηνία της πρώτης ιατρικής της διαπίστωσης. Η δήλωση μπορεί να υποβληθεί από τον ασφαλισμένο ή τον πρώην ασφαλισμένο εάν η ασθένεια που εικάζεται ότι έχει επαγγελματική αιτία εκδηλωθεί ύστερα από την ημερομηνία οριστικής αποχώρησης του ενδιαφερομένου από την υπηρεσία του [...]

2.      Η διοίκηση διενεργεί έρευνα προκειμένου να συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία που θα της επιτρέψουν να εξακριβώσει τη φύση της πάθησης, την επαγγελματική της αιτιολογία και τις περιστάσεις υπό τις οποίες προέκυψε. […]»

14      Στο εν λόγω σημείωμα της 20ής Ιουνίου 2017, το PMO ανέφερε ότι θα γινόταν έρευνα «προκειμένου να συγκεντρωθούν όλα τα στοιχεία που θα [του] επιτρέψουν να εξακριβώσει τη φύση της πάθησης, την επαγγελματική της αιτιολογία και τις περιστάσεις υπό τις οποίες προέκυψε» και ότι οι πληροφορίες αυτές θα διαβιβάζονταν εν συνεχεία στον ορισθέντα από την ΑΣΣΠΑ ιατρό, ο οποίος θα εξέταζε αργότερα την προσφεύγουσα και θα υπέβαλλε σε αυτό τα συμπεράσματά του σύμφωνα με το άρθρο 18 της ρύθμισης για την ασφάλιση.

15      Το άρθρο 18 της εν λόγω ρύθμισης για την ασφάλιση περιγράφει τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων ως εξής:

«Οι αποφάσεις σχετικά με την αναγνώριση του κατά πόσον ένα γεγονός οφείλεται σε ατύχημα [...] καθώς επίσης και οι αποφάσεις σχετικά με την αναγνώριση της επαγγελματικής αιτιολογίας ασθένειας [...] λαμβάνονται από την [ΑΣΣΠΑ], σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 20, ως εξής:

– με βάση τα συμπεράσματα του ιατρού ή των ιατρ[ών] που έχουν ορίσει τα όργανα

και

– με αίτηση του ασφαλισμένου, μετά από γνωμάτευση της ιατρικής επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 22.»

16      Το άρθρο 20, παράγραφος 1, της ρύθμισης για την ασφάλιση προβλέπει ότι, «[π]ριν λάβει οποιαδήποτε απόφαση δυνάμει του άρθρου 18, η [ΑΣΣΠΑ] κοινοποιεί στον ασφαλισμένο ή στους εξ αυτού έλκοντες δικαιώματα σχέδιο της απόφασης, επισυνάπτοντας τα συμπεράσματα του ή των ιατρών που έχει ορίσει το όργανο [...]».

17      Στις 29 Ιανουαρίου 2018, η προσφεύγουσα κλήθηκε από την ΑΣΣΠΑ να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση η οποία θα διενεργούνταν από τον B, τον ιατρό‑σύμβουλο του θεσμικού οργάνου τον οποίο είχε ορίσει η ΑΣΣΠΑ βάσει του άρθρου 16 της ρύθμισης για την ασφάλιση, καθώς και σε συμπληρωματική ιατρική εξέταση, την ίδια ημέρα, από τον C, ιατρό ειδικευμένο στην ψυχιατρική, του οποίου τη γνωμάτευση είχε ζητήσει ο B.

18      Στις 13 Φεβρουαρίου 2018 ο ειδικός αυτός ιατρός υπέβαλε έκθεση στην οποία κατέληγε στο πόρισμα, μεταξύ άλλων, ότι η προσφεύγουσα είχε εμφανίσει συμπτώματα ψυχιατρικής φύσεως «κατόπιν συνδρόμου burnout το οποίο συνδεόταν στενά με ηθική παρενόχληση την οποία είχε υποστεί στην εργασία».

19      Στις 26 Φεβρουαρίου 2018 ο Β, ιατρός-σύμβουλος του θεσμικού οργάνου, αφού έλαβε γνώση της εκθέσεως του ειδικού ιατρού και παρότι ανέφερε ως ημερομηνία εξέτασης την 24η Φεβρουαρίου 2018, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να γίνει δεκτή η αίτηση αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθένειας της προσφεύγουσας, χαρακτηρίζοντας ως βλάβη μια «ελαφρά διαταραχή προσαρμογής λόγω επαγγελματικής εξουθένωσης». Συναφώς, διευκρίνισε ότι η προσφεύγουσα «[είχε] διαγνωσθεί με ελαφρά διαταραχή προσαρμογής η οποία προκαλεί άγχος, σε συνδυασμό με ένα ορισμένο επίπεδο δυσφορίας, πράγμα που υποδηλώνει ναρκισσιστική διαταραχή» και ότι «τούτο θα μπορούσε να συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων της στα θεσμικά όργανα της ΕΕ».

20      Μετά την έκθεση αυτή, η ΑΣΣΠΑ έστειλε, στις 12 Ιουλίου 2018, ηλεκτρονικό μήνυμα στον ιατρό-σύμβουλο, προκειμένου να πληροφορηθεί αν, βάσει των πληροφοριών που υπήρχαν διαθέσιμες στον ιατρικό φάκελο της προσφεύγουσας, μπορούσαν να εντοπιστούν ιατρικοί λόγοι οι οποίοι δικαιολογούσαν την καθυστερημένη υποβολή της αιτήσεως της προσφεύγουσας.

21      Στις 15 Ιουλίου 2018 ο Β απάντησε στο ως άνω αίτημα αναφέροντας ότι, κατά τη διάρκεια της ιατρικής εξέτασής της, η προσφεύγουσα είχε δηλώσει ότι τα προβλήματά της είχαν αρχίσει όταν υπηρετούσε στην ΕΥΑ το 2004. Αναφέρθηκε σε διάφορες ενδείξεις φόρτου εργασίας και σε μια διάγνωση επαγγελματικής εξουθένωσης που περιλαμβάνονταν σε έγγραφα των ιατρών τους οποίους είχε συμβουλευθεί η προσφεύγουσα το 2004, το 2006 και το 2017. Έκλεισε το μήνυμά του με την ακόλουθη φράση: «δεν υφίστατο ιατρικός λόγος που να εξηγεί την καθυστερημένη υποβολή».

22      Με συστημένη επιστολή της 1ης Αυγούστου 2018 προς τους δικηγόρους της προσφεύγουσας (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το Γραφείο «Διαχείριση και εκκαθάριση των ατομικών δικαιωμάτων» (PMO) της Επιτροπής, ως ΑΣΣΠΑ, απέρριψε την αίτηση αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθένειας ως εκπρόθεσμη και, ως εκ τούτου, απαράδεκτη. Ειδικότερα, η ΑΣΣΠΑ έκρινε ότι, αφού παρήλθαν δέκα περίπου έτη από την αρχή της εμφάνισης των προβλημάτων υγείας για τα οποία έγινε λόγος, η αίτηση αυτή δεν υποβλήθηκε εντός «εύλογης προθεσμίας» όπως επιβάλλει το άρθρο 16, παράγραφος 1, της ρύθμισης για την ασφάλιση. Το PMO επισήμανε επίσης ότι η προσφεύγουσα θα μπορούσε, μαζί με την αίτηση αρωγής που είχε υποβάλει το 2013, να είχε επίσης ζητήσει τότε την αναγνώριση επαγγελματικής ασθένειας, πράγμα που θα παρείχε στο θεσμικό όργανο τη δυνατότητα να διατηρήσει τα αναγκαία για την εξέταση του φακέλου στοιχεία, λαμβανομένης υπόψη, ειδικότερα, της διάλυσης της ΕΥΑ τον Δεκέμβριο του 2008. Η ΑΣΣΠΑ εξήγησε ότι παρά ταύτα είχε αποφασίσει να καλέσει την προσφεύγουσα σε ιατρική εξέταση από τον ιατρό-σύμβουλό της, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η καθυστέρηση στην υποβολή της αιτήσεως αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθένειας να μπορούσε να δικαιολογηθεί από ιατρικούς λόγους. Κατά την ΑΣΣΠΑ, ο ορισθείς από το θεσμικό όργανο ιατρός είχε καταλήξει, στις 15 Ιουλίου 2018, στο συμπέρασμα ότι «κανένας ιατρικός λόγος δεν δικαιολογούσε το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να υποβληθεί η εν λόγω αίτηση».

23      Εν συνεχεία, κατόπιν αιτήματος της προσφεύγουσας, απεστάλησαν στον A, τον ψυχίατρό της, πλείονα ιατρικά έγγραφα στα τέλη Οκτωβρίου 2018.

24      Στις 2 Νοεμβρίου 2018 η προσφεύγουσα υπέβαλε, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, διοικητική ένσταση κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία υποστήριξε, πρώτον, ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως ως προς το κατά πόσον ο χρόνος που αυτή χρειάστηκε για την υποβολή της αιτήσεως αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθένειας ήταν εύλογος, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ήταν πολύ αδύναμη το 2013 και το 2014, μεταξύ άλλων λόγω του θανάτου των γονέων της, ότι ήταν «ζήτημα κοινής λογικής» να υποβάλει αρχικά αίτηση αρωγής προκειμένου να μπορεί να συνεκτιμήσει τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπιζόταν η ασθένειά της, καθώς και ότι είχε κληθεί για ιατρικές εξετάσεις, πράγμα που αποδείκνυε ότι το στάδιο του ελέγχου επί του παραδεκτού της αιτήσεώς της είχε παρέλθει και ότι η αίτησή της έπρεπε κατά συνέπεια να εξεταστεί. Δεύτερον, προσήψε στην Επιτροπή κατάχρηση εξουσίας, καθόσον το θεσμικό όργανο έκανε λόγο για εξετάσεις οι οποίες, όπως υποστήριξε, πραγματοποιήθηκαν στις 24 Φεβρουαρίου 2018 και στις 15 Ιουλίου 2018 προκειμένου να αποδείξει το απαράδεκτο της αιτήσεως αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθένειας, ενώ η προσφεύγουσα αμφισβητούσε ότι είχε εξεταστεί κατά τις ημερομηνίες αυτές. Τρίτον, υποστήριξε ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματα άμυνάς της διότι έπρεπε να τύχει ακροάσεως πριν ο B υποβάλει την έκθεσή του στις 15 Ιουλίου 2018. Όμως, καθόσον στερήθηκε το δικαίωμά της να τύχει ακροάσεως από τον ιατρό-σύμβουλο, δεν είχε τη δυνατότητα να εκθέσει σε αυτόν, καθώς και, εν τέλει, στην ΑΣΣΠΑ, τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν σε θέση να υποβάλει νωρίτερα την αίτησή της για την αναγνώριση της επαγγελματικής ασθένειάς της. Κατά την προσφεύγουσα, τα ιατρικά έγγραφα που απεστάλησαν στον A βεβαιώνουν ότι δεν ερωτήθηκε καθόλου επ’ αυτού του ζητήματος. Επιπλέον, υποστήριξε ότι η ιατρική έκθεση του B ήταν αναιτιολόγητη.

25      Με απόφαση της ΑΣΣΠΑ της 5ης Μαρτίου 2019, η διοικητική ένσταση της 2ας Νοεμβρίου 2018 απορρίφθηκε (στο εξής: απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως). Όσον αφορά το πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, η ΑΣΣΠΑ εξέτασε τις τρεις αιτιάσεις της προσφεύγουσας. Έκρινε ότι τα προβλήματα υγείας της προσφεύγουσας, μεταξύ των οποίων και αυτά που προβλήθηκαν προς στήριξη της αιτήσεως αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθένειας, είχαν αρχίσει το 2004, ότι η προσφεύγουσα είχε κινήσει πλείονες διοικητικές διαδικασίες σχετικά με την ασθένεια ως προς την οποία υπέβαλε την εν λόγω αίτηση, ότι η υποβολή αιτήσεως αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθένειας γινόταν με συμπλήρωση ενός εντύπου δύο σελίδων το οποίο απαιτούσε μικρή προσπάθεια από τον αιτούντα και ότι ο B είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, στην περίπτωση της προσφεύγουσας, δεν υφίστατο ιατρικός λόγος που να δικαιολογεί την καθυστερημένη υποβολή της αιτήσεως αυτής. Η ΑΣΣΠΑ επιβεβαίωσε κατά τον τρόπο αυτό ότι θεωρούσε εκπρόθεσμη την αίτηση αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθένειας, η οποία υποβλήθηκε δώδεκα και πλέον έτη μετά την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων και οκτώ και πλέον έτη μετά τη λήξη των καθηκόντων της προσφεύγουσας στην ΕΥΑ.

26      Εν συνεχεία, η ΑΣΣΠΑ έκρινε ότι μια αίτηση αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθένειας δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ ουδόλως συνδέεται με τυχόν αίτηση αρωγής υποβληθείσα δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ και ότι η εξέταση των δύο αυτών διαφορετικών αιτήσεων εμπίπτει στην αρμοδιότητα διαφορετικών αρχών. Επομένως, κατά την ΑΣΣΠΑ, η προσφεύγουσα όφειλε να υποβάλει την αίτηση αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθένειας νωρίτερα και, εν πάση περιπτώσει, τουλάχιστον ταυτόχρονα με την αίτηση αρωγής. Τέλος, η ΑΣΣΠΑ τόνισε ότι το γεγονός ότι είχε καλέσει την προσφεύγουσα να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις από τον ιατρό-σύμβουλό της δεν προδίκαζε το περιεχόμενο της τελικής αποφάσεως που έπρεπε να εκδώσει κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας.

27      Όσον αφορά την κατάχρηση εξουσίας, η ΑΣΣΠΑ επισήμανε, πάντοτε με την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, ότι η μοναδική εξέταση με φυσική παρουσία της προσφεύγουσας έγινε στις 29 Ιανουαρίου 2018. Οι «εξετάσεις» της 24ης Φεβρουαρίου 2018 και της 15ης Ιουλίου 2018, για τις οποίες έκανε λόγο η ενδιαφερόμενη, συνίσταντο απλώς σε ανάλυση του φακέλου της προσφεύγουσας και δεν προδίκαζαν το περιεχόμενο της τελικής αποφάσεως που θα λάμβανε η ΑΣΣΠΑ.

28      Απαντώντας στην τρίτη αιτίαση, η ΑΣΣΠΑ έκρινε, παραπέμποντας στις αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Κοινοβούλιο κατά Reynolds (C‑111/02 P, EU:C:2004:265, σκέψη 57), και της 12ης Μαΐου 2010, Bui Van κατά Επιτροπής (T‑491/08 P, EU:T:2010:191, σκέψη 75), ότι από το γεγονός ότι μια απόφαση επηρεάζει δυσμενώς μόνιμο ή μη μόνιμο υπάλληλο δεν μπορεί να συναχθεί ότι η αρχή που την εξέδωσε ήταν υποχρεωμένη να ακούσει προηγουμένως τον ενδιαφερόμενο πριν από την έκδοση της αποφάσεως αυτής. Συνεπώς, στη νομολογία, το δικαίωμα ακροάσεως αναγνωρίζεται στο πλαίσιο ειδικών διοικητικών διαδικασιών, ήτοι αποκλειστικώς εκείνων που κινούνται σε βάρος του ενδιαφερομένου. Εν προκειμένω, όμως, η ΑΣΣΠΑ δεν ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε ακρόαση της προσφεύγουσας πριν εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, διότι επρόκειτο για απόφαση που θα εκδιδόταν σε απάντηση αιτήσεως υποβληθείσας από την προσφεύγουσα με δική της πρωτοβουλία και, στην πραγματικότητα, στο συγκεκριμένο είδος διαδικασίας «κατόπιν αιτήσεως» του ενδιαφερομένου, εναπόκειται σε αυτόν να παράσχει στη Διοίκηση τις κρίσιμες για την εκτίμηση της εν λόγω αιτήσεως πληροφορίες. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ΑΣΣΠΑ έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να προβάλει δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεώς της πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εν πάση περιπτώσει, με την υποβολή διοικητικής ενστάσεως δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, η προσφεύγουσα άσκησε το δικαίωμα ακροάσεώς της από την ΑΣΣΠΑ. Τέλος, η ΑΣΣΠΑ κατέληξε ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι, αν είχε τύχει ακροάσεως πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η έκβαση της υπόθεσης θα ήταν διαφορετική.

29      Όσον αφορά την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ΑΣΣΠΑ επισήμανε ότι ο B, στην έκθεσή του προς την ΑΣΣΠΑ, είχε αναφερθεί στις εκθέσεις των διαφόρων ιατρών της προσφεύγουσας και είχε εξετάσει την εξέλιξη της κατάστασης της υγείας της από το 2004, προκειμένου να ελέγξει αν υφίστατο ιατρικός λόγος που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την καθυστερημένη υποβολή της αιτήσεως αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθένειας, τον Ιούνιο του 2007. Επομένως, υπήρχε σχέση μεταξύ των ιατρικών εκθέσεων πλειόνων ιατρών και του συμπεράσματος του B. Τέλος, η ΑΣΣΠΑ υπενθύμισε ότι η αιτιολογία αποφάσεως που προσβάλλεται βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ μπορεί να συμπληρωθεί, ή ακόμη και να παρασχεθεί, εν πάση περιπτώσει, το αργότερο κατά την απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

30      Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Ιουνίου 2019, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

31      Προκειμένου να προστατεύσει τα προσωπικά δεδομένα της προσφεύγουσας και των λοιπών προσώπων περί των οποίων γίνεται λόγος στο πλαίσιο της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 66 του Κανονισμού Διαδικασίας, να απαλείψει αυτεπαγγέλτως τα ονόματά τους.

32      Κατόπιν διπλής ανταλλαγής υπομνημάτων, η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2019, ενώ η προσφεύγουσα κλήθηκε να προβεί, σε μεταγενέστερο χρόνο, σε τακτοποίηση του δικογράφου της προσφυγής, το οποίο κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή. Εφόσον κανένας από τους διαδίκους δεν υπέβαλε σχετική αίτηση δυνάμει του άρθρου 106, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας εντός της προβλεπόμενης προς τούτο προθεσμίας, το Γενικό Δικαστήριο, εκτιμώντας ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα στοιχεία της δικογραφίας, αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού, να αποφανθεί χωρίς διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας.

33      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–      να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–      εφόσον κριθεί αναγκαίο, να ακυρώσει την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεώς της·

–      να διατάξει την απόδοση των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε.

34      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–      να απορρίψει την προσφυγή·

–      να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 1.      Επί του αντικειμένου της προσφυγής

35      Μολονότι η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και, εφόσον κριθεί αναγκαίο, την ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεώς της, επιβάλλεται εντούτοις η διαπίστωση ότι, με την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, η ΑΣΣΠΑ συμπλήρωσε την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, απαντώντας ιδίως στις αιτιάσεις που είχε προβάλει η προσφεύγουσα με τη διοικητική ένστασή της. Συνεπώς, λαμβανομένου υπόψη του εξελικτικού χαρακτήρα της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, κατά την εξέταση της νομιμότητας της αρχικής βλαπτικής πράξεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αιτιολογία που περιέχεται στην απορριπτική της διοικητικής ενστάσεως απόφαση, καθώς η αιτιολογία αυτή θεωρείται ότι συμπίπτει με εκείνη της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. αποφάσεις της 21ης Μαΐου 2014, Mocová κατά Επιτροπής, T‑347/12 P, EU:T:2014:268, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 10ης Ιουνίου 2016, HI κατά Επιτροπής, F‑133/15, EU:F:2016:127, σκέψη 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Εν προκειμένω, η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως απλώς επιβεβαιώνει την προσβαλλόμενη απόφαση. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι η μόνη βλαπτική για την προσφεύγουσα πράξη είναι η προσβαλλόμενη απόφαση, της οποίας η νομιμότητα θα εξεταστεί λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογίας που περιλαμβάνεται στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως (πρβλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, WI κατά Επιτροπής, T‑379/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:617, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 2.      Επί των ακυρωτικών αιτημάτων

37      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλονται αντίστοιχα τα εξής:

–        πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως ως προς το κατά πόσον ήταν εύλογο το χρονικό διάστημα εντός του οποίου υποβλήθηκε η αίτηση αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθένειας·

–        κατάχρηση εξουσίας·

–        προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς της και παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως.

38      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να προβεί στην εξέταση του τρίτου λόγου ακυρώσεως, δεδομένου ότι αφορά τη διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας και την κατανόηση της αποφάσεως.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως

39      Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει τον θεμελιώδη χαρακτήρα του δικαιώματος ακροάσεως, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

40      Κατά την προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται αποκλειστικά σε ιατρική έκθεση η οποία καταρτίστηκε χωρίς να έχει προηγηθεί δέουσα εξέταση. Συναφώς, υποστηρίζει ότι δεν της δόθηκε η δυνατότητα να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους δεν υπέβαλε την αίτησή της νωρίτερα. Το ζήτημα αυτό δεν της τέθηκε κατά τη διάρκεια της ιατρικής εξέτασης της 29ης Ιανουαρίου 2018 ούτε πριν από την κατάρτιση της ιατρικής εκθέσεως της 15ης Ιουλίου 2018 από τον B. Κατά την ίδια, η απόφαση θα ήταν διαφορετική αν είχε τύχει ακροάσεως κατά τη διάρκεια της εξέτασης της 29ης Ιανουαρίου 2018 και πριν από την υποβολή της εκθέσεως του Ιουλίου 2018. Η προσφεύγουσα καταλήγει ότι, δεδομένου ότι στερήθηκε τη δυνατότητα αυτή, με την προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζεται η αρχή του δικαιώματος ακροάσεως.

41      Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν τηρήθηκε η υποχρέωση αιτιολογήσεως καθόσον το συμπέρασμα της ιατρικής εκθέσεως της 15ης Ιουλίου 2018, ότι «δεν υφίσταται κανένας ιατρικός λόγος που να εξηγεί την καθυστερημένη δήλωση», δεν στηρίζεται σε καμία ιατρική εξήγηση, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει ότι, όσον αφορά το πόρισμα της εν λόγω ιατρικής εκθέσεως, ελήφθησαν υπόψη οι εκθέσεις των D, E και F, ιατρών, και, κατά συνέπεια, η εξέλιξη της κατάστασης της υγείας της προσφεύγουσας από το 2004.

42      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως ως αβάσιμου, επαναλαμβάνοντας, κατ’ ουσίαν, την επιχειρηματολογία που προέβαλε η ΑΣΣΠΑ με την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως.

43      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη, το οποίο έχει, από 1ης Δεκεμβρίου 2009, το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες, αναγνωρίζει «το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν να ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του».

44      Αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, το δικαίωμα ακροάσεως έχει γενική εφαρμογή (βλ. απόφαση της 11 Σεπτεμβρίου 2013, L κατά Κοινοβουλίου, T‑317/10 P, EU:T:2013:413, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Επομένως, ο σεβασμός του δικαιώματος αυτού επιβάλλεται ανεξαρτήτως της φύσης της διοικητικής διαδικασίας που καταλήγει στη λήψη ατομικού μέτρου, εφόσον η Διοίκηση σκοπεύει, κατά το ίδιο το γράμμα της διάταξης αυτής, να λάβει ένα τέτοιο «ατομικό μέτρο εις βάρος του». Το δικαίωμα ακροάσεως, το οποίο πρέπει να εξασφαλίζεται ακόμη και χωρίς να υπάρχει σχετική εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση, επιβάλλει να παρέχεται προηγουμένως στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να εκφράζει λυσιτελώς την άποψή του σε σχέση με τα στοιχεία της εκδοθησομένης πράξεως που θα μπορούσαν να στρέφονται εναντίον του (απόφασης της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑584/16, EU:T:2017:282, σκέψη 150).

46      Πιο συγκεκριμένα, ο σεβασμός του δικαιώματος ακροάσεως προϋποθέτει ότι πρέπει να δίδεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα, πριν από την έκδοση αποφάσεως βλαπτικής για τον ίδιο, να διατυπώσει λυσιτελώς τις απόψεις του επί του υποστατού και της κρισιμότητας των πραγματικών γεγονότων και περιστάσεων επί τη βάσει των οποίων πρόκειται να εκδοθεί η απόφαση αυτή (πρβλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, L κατά Κοινοβουλίου, T‑317/10 P, EU:T:2013:413, σκέψεις 80 και 81, και διάταξη της 17ης Ιουνίου 2019, BS κατά Κοινοβουλίου, T‑593/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:425, σκέψεις 76 και 77).

47      Όσον αφορά την επιχειρηματολογία της Επιτροπής η οποία στηρίζεται στις αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Κοινοβούλιο κατά Reynolds (C‑111/02 P, EU:C:2004:265, σκέψη 57), και της 12ης Μαΐου 2010, Bui Van κατά Επιτροπής (T‑491/08 P, EU:T:2010:191, σκέψη 75), από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι το γεγονός ότι μια απόφαση συνιστά βλαπτική πράξη δεν σημαίνει ότι συνάγεται αυτομάτως, χωρίς να ληφθεί υπόψη η φύση της διαδικασίας που κινήθηκε εις βάρος του ενδιαφερομένου, ότι, ανάλογα με την περίπτωση, η ΑΣΣΠΑ ή η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή υποχρεούται να παράσχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να εκφράσει λυσιτελώς την άποψή του πριν από την έκδοσή της.

48      Εντούτοις, τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις εκείνες ήταν προγενέστερα της θέσεως σε ισχύ του Χάρτη και του άρθρου του 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, το οποίο επιβάλλει τον σεβασμό του δικαιώματος κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν να ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του. Όπως ήδη τονίστηκε στη σκέψη 44 ανωτέρω, ο σεβασμός του δικαιώματος αυτού επιβάλλεται ανεξαρτήτως της φύσης της διοικητικής διαδικασίας που καταλήγει στη λήψη ατομικού μέτρου, ακόμη και αν η εφαρμοστέα ρύθμιση δεν το προβλέπει (πρβλ. απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019, PT κατά ΕΤΕπ, T‑573/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:481, σκέψη 265).

49      Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εφόσον επρόκειτο για έκδοση από την ΑΣΣΠΑ αποφάσεως προς απάντηση σε αίτηση της ενδιαφερομένης, πιο συγκεκριμένα δε προς απάντηση σε αίτηση αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθένειας, η προσφεύγουσα ήταν εκείνη που όφειλε να παράσχει στην ΑΣΣΠΑ όλες τις κρίσιμες πληροφορίες προκειμένου να αποδείξει ότι οι προβλεπόμενες από την εφαρμοστέα ρύθμιση προϋποθέσεις πληρούνταν, όπως ορίζει ειδικότερα το άρθρο 16, παράγραφος 1, της ρύθμισης για την ασφάλιση, καθώς και τα στοιχεία από τα οποία θα μπορούσε να συναχθεί ότι η αίτηση αυτή είχε υποβληθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από την αρχή εμφάνισης της ασθένειας ή από την ημερομηνία της πρώτης ιατρικής διαπίστωσής της.

50      Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τέτοιου είδους εξαίρεση ουδόλως απαντά στο γράμμα του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη και πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη. Όπως τονίστηκε στις σκέψεις 44 και 48 ανωτέρω, το δικαίωμα ακροάσεως έχει γενική εφαρμογή. Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, όταν η Διοίκηση πρόκειται να λάβει απόφαση προς απάντηση σε αίτηση υποβληθείσα από κάποιο πρόσωπο με δική του πρωτοβουλία.

51      Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 16 της ρύθμισης για την ασφάλιση ορίζει ότι η Διοίκηση διενεργεί έρευνα προκειμένου να συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία που θα της επιτρέψουν να εξακριβώσει τη φύση της πάθησης, την επαγγελματική της αιτιολογία και τις περιστάσεις υπό τις οποίες προέκυψε. Όπως καθίσταται σαφές από τη διάταξη αυτή, η ΑΣΣΠΑ δεν λαμβάνει την απόφαση μόνο βάσει των πληροφοριών που παρέσχε ο αιτών. Επιπλέον, το άρθρο 20, παράγραφος 1, της εν λόγω ρύθμισης για την ασφάλιση προβλέπει ότι, η ΑΣΣΠΑ, πριν λάβει οποιαδήποτε απόφαση δυνάμει του άρθρου 18 της ίδιας αυτής ρύθμισης, κοινοποιεί στον ασφαλισμένο ή στους εξ αυτού έλκοντες δικαιώματα σχέδιο της απόφασης, επισυνάπτοντας τα συμπεράσματα του ή των ιατρών που έχει ορίσει το όργανο.

52      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον απορρίπτει αίτηση για αναγνώριση επαγγελματικής ασθένειας με την αιτιολογία ότι αυτή υποβλήθηκε εκπρόθεσμα, έβλαψε την προσφεύγουσα όσο θα την έβλαπτε απόφαση με την οποία η αίτηση αυτή θα απορριπτόταν ως αβάσιμη. Επομένως, αντίθετα προς ό,τι υποστήριξε η ΑΣΣΠΑ στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως και η Επιτροπή στο υπόμνημα αντικρούσεως, μια τέτοια απόφαση περί απαραδέκτου δεν μπορούσε να εκδοθεί χωρίς να έχει προηγουμένως τηρηθεί το δικαίωμα ακροάσεως της προσφεύγουσας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη.

53      Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι η προσφεύγουσα έκανε χρήση της δυνατότητας να υποβάλει διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως της ΑΣΣΠΑ, οπότε της δόθηκε, τόσο από πραγματικής όσο και από νομικής άποψης, η ευχέρεια να προβάλει τα δικαιώματά της εκθέτοντας στην ΑΣΣΠΑ επιχειρήματα προς στήριξη της άποψής της ότι ήταν εύλογος ο χρόνος εντός του οποίου υποβλήθηκε η αίτηση περί αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθένειας.

54      Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, αν γινόταν δεκτό ένα τέτοιο επιχείρημα θα καθίστατο άνευ ουσίας το θεμελιώδες δικαίωμα ακροάσεως που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη, εφόσον το ίδιο το περιεχόμενο του δικαιώματος αυτού συνεπάγεται ότι πρέπει να έχει παρασχεθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να επηρεάσει την επίμαχη διαδικασία λήψης αποφάσεως, εν προκειμένω ήδη στο στάδιο της εκδόσεως της αρχικής αποφάσεως, ήτοι της προσβαλλομένης αποφάσεως, και όχι μόνον κατά την υποβολή διοικητικής ενστάσεως δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ (βλ. απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2016, GV κατά ΕΥΕΔ, F‑137/14, EU:F:2016:14, σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55      Όπως προκύπτει από τη νομολογία, τυχόν προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως πρέπει να εξετάζεται με γνώμονα, μεταξύ άλλων, τους κανόνες δικαίου που διέπουν το σχετικό ζήτημα (απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2017, Μ, C‑560/14, EU:C:2017:101, σκέψη 33).

56      Όσον αφορά τις αποφάσεις σχετικά με αναγνώριση επαγγελματικής ασθένειας, το άρθρο 18 της ρύθμισης για την ασφάλιση απαιτεί να λαμβάνονται αυτές από την ΑΣΣΠΑ κατά τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 20 της ίδιας ρύθμισης, βάσει, μεταξύ άλλων, των πορισμάτων του ιατρού ή των ιατρών που έχουν ορισθεί από τα θεσμικά όργανα. Όμως, κατά το άρθρο 20, παράγραφος 1, της ρύθμισης για την ασφάλιση, η ΑΣΣΠΑ, πριν λάβει οποιαδήποτε απόφαση βάσει του άρθρου 18, κοινοποιεί στον υπάλληλο σχέδιο απόφασης, επισυνάπτοντας τα συμπεράσματα του ή των γιατρών που έχουν ορισθεί από το θεσμικό όργανο.

57      Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι σκοπός τους είναι η ανάθεση της οριστικής εκτίμησης όλων των ιατρικής φύσεως ζητημάτων σε ιατρικούς εμπειρογνώμονες. Εν προκειμένω, η ΑΣΣΠΑ, πριν εκδώσει την απόφαση περί απαραδέκτου, έκρινε ότι ήταν αναγκαίο να ζητήσει τη γνώμη του Β προκειμένου να μπορέσει να εκτιμήσει αν υφίστατο ιατρικός λόγος που να δικαιολογεί την καθυστερημένη υποβολή της αιτήσεως αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθένειας. Εξάλλου, η ΑΣΣΠΑ ανέφερε το συμπέρασμα του B ως λόγο για την απόρριψη της αιτήσεως ως απαράδεκτης. Πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ΑΣΣΠΑ δεν κοινοποίησε στην προσφεύγουσα ούτε το σχέδιο αποφάσεως ούτε τα πορίσματα των ορισθέντων από την ΑΣΣΠΑ ιατρών και, ειδικότερα, το πόρισμα του B σχετικά με την καθυστερημένη υποβολή της αιτήσεως αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθένειας. Πράγματι, μόνον κατόπιν αιτήσεως της προσφεύγουσας απεστάλησαν διάφορα ιατρικά έγγραφα στον A, τον ψυχίατρό της, στα τέλη Οκτωβρίου 2018, δηλαδή μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως της 1ης Αυγούστου 2018.

58      Τέλος, η Επιτροπή υποστήριξε ότι, κατά το δίκαιο της Ένωσης, η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, και ειδικότερα του δικαιώματος ακροάσεως, συνεπάγεται την ακύρωση της αποφάσεως που εκδόθηκε κατά το πέρας της σχετικής διοικητικής διαδικασίας μόνο στην περίπτωση που, αν δεν υπήρχε η πλημμέλεια αυτή, η εν λόγω διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Η Επιτροπή τονίζει ότι, εν προκειμένω, τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα περιλαμβάνονταν ήδη στον ιατρικό της φάκελο και ήταν γνωστά στη Διοίκηση στο πλαίσιο των λοιπών διοικητικών διαδικασιών οι οποίες είχαν κινηθεί από την προσφεύγουσα και υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 3 έως 7 ανωτέρω.

59      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως επιφέρει την ακύρωση της αποφάσεως που ελήφθη κατά το πέρας της επίμαχης διοικητικής διαδικασίας μόνον αν η διαδικασία αυτή θα είχε μπορέσει να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα αν έλειπε η εν λόγω πλημμέλεια (απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2019, RY κατά Επιτροπής, T‑160/17, EU:T:2019:1, σκέψη 51).

60      Εντούτοις, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, όπου η προσφεύγουσα δεν γνώριζε καν ότι είχε ζητηθεί ιατρική γνωμάτευση από τον ιατρό-σύμβουλο και ότι υφίστατο τέτοια, αν γινόταν δεκτό ότι η ΑΣΣΑ θα είχε κατ’ ανάγκην λάβει πανομοιότυπη απόφαση σε περίπτωση που είχε παρασχεθεί στην προσφεύγουσα η δυνατότητα να προβάλει λυσιτελώς την άποψή της κατά τη διοικητική διαδικασία, θα καθίστατο άνευ ουσίας το θεμελιώδες δικαίωμα ακροάσεως, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη, εφόσον το ίδιο το περιεχόμενο του δικαιώματος αυτού συνεπάγεται ότι ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει την επίμαχη διαδικασία λήψης αποφάσεως (βλ. απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2019, RY κατά Επιτροπής, T‑160/17, EU:T:2019:1, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

61      Ειδικότερα, κατά την προσφεύγουσα, αν είχε πράγματι τηρηθεί το δικαίωμα ακροάσεώς της, θα της είχε δοθεί η δυνατότητα να εξηγήσει με πιο συγκεκριμένο τρόπο τις συνέπειες της ασθένειάς της και τις λοιπές περιστάσεις που την εμπόδισαν ενδεχομένως να υποβάλει νωρίτερα αίτηση καθόσον την είχαν καταστήσει πλήρως εξουθενωμένη σωματικά και ψυχικά, όπως υποστηρίζει με το δικόγραφο της προσφυγής της. Τονίζει ότι θα μπορούσε να εξηγήσει η ίδια τους λόγους για τους οποίους η αίτηση περί αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθένειας δεν είχε υποβληθεί σε προγενέστερο στάδιο.

62      Από τα στοιχεία αυτά συνάγεται ότι η προσφεύγουσα δεν ενημερώθηκε για την απόφαση την οποία σχεδίαζε να λάβει η Διοίκηση και δεν έτυχε ακροάσεως προκειμένου να μπορέσει να προβάλει επιχειρήματα προς υπεράσπισή της, εν προκειμένω ήδη από το στάδιο της εκδόσεως της αρχικής αποφάσεως, ήτοι της προσβαλλομένης αποφάσεως, και όχι μόνον κατά την υποβολή διοικητικής ενστάσεως δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

63      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι πρέπει να γίνει δεκτό το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως με το οποίο προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται από την προσφεύγουσα παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως, καθώς και ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

64      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

65      Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του Γραφείου «Διαχείριση και εκκαθάριση των ατομικών δικαιωμάτων» (PMO) της Επιτροπής της 1ης Αυγούστου 2018, με την οποία η αίτηση της UE περί αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθένειας βάσει του άρθρου 73 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.

2)      Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 23 Σεπτεμβρίου 2020.

 

(υπογραφές)      

 

*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.