Language of document : ECLI:EU:C:2020:959

Υπόθεση C372/19

Belgische Vereniging van Auteurs, Componisten en Uitgevers CVBA (SABAM)

κατά

Weareone.World BVBA
και
Wecandance NV

 Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 25ης Νοεμβρίου 2020

«Προδικαστική παραπομπή – Ανταγωνισμός – Άρθρο 102 ΣΛΕΕ – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης – Έννοια των “μη δίκαιων τιμών” – Εταιρία συλλογικής διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων – Εν τοις πράγμασι μονοπωλιακή κατάσταση – Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Εκτέλεση μουσικών έργων κατά τη διάρκεια μουσικών φεστιβάλ – Κλίμακα βασιζόμενη στα ακαθάριστα έσοδα από την πώληση εισιτηρίων εισόδου – Εύλογη σχέση με την παροχή υπηρεσιών εκ μέρους της εταιρίας συλλογικής διαχείρισης – Προσδιορισμός του μέρους του μουσικού ρεπερτορίου της εταιρίας συλλογικής διαχείρισης που πράγματι εκτελέστηκε»

1.        Δεσπόζουσα θέση – Μη δίκαιοι συναλλακτικοί όροι – Εκτίμηση – Εταιρία συλλογικής διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων που κατέχει μονοπώλιο – Επιβολή δικαιωμάτων υπολογιζόμενων βάσει χρεώσεως που εφαρμόζεται επί των ακαθάριστων εσόδων από την πώληση των εισιτηρίων φεστιβάλ – Κατάχρηση – Δεν υφίσταται – Έλλειψη δυνατότητας αφαιρέσεως των δαπανών που αφορούν στοιχεία ξένα προς τη χρήση προστατευόμενων μουσικών έργων – Δεν ασκεί επιρροή – Εξακρίβωση που εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο

(Άρθρο 102, εδ. 1, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 28-32, 37-48)

2.        Δεσπόζουσα θέση – Μη δίκαιοι συναλλακτικοί όροι – Εκτίμηση – Εταιρία συλλογικής διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων που κατέχει μονοπώλιο – Χρέωση δικαιωμάτων με γνώμονα την εκτέλεση έργων προερχόμενων από το ρεπερτόριό της – Κλιμακωτό κατ’ αποκοπήν σύστημα μειώσεως με βάση ποσοστό των εκτελούμενων έργων που προέρχεται από το ρεπερτόριο αυτό – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις – Εξακρίβωση που εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο

(Άρθρο 102, εδ. 1, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 28-32, 49-59)

Σύνοψη

Η SABAM, εμπορική εταιρία κερδοσκοπικού χαρακτήρα, αποτελεί τον μοναδικό οργανισμό συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στο Βέλγιο. Υπό την ιδιότητά της αυτή, εξασφαλίζει, μεταξύ άλλων, την είσπραξη και την κατανομή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας για την αναπαραγωγή και την παρουσίαση στο κοινό μουσικών έργων προερχόμενων από το ρεπερτόριό της. Οι Weareone.World και Wecandance είναι οι διοργανωτές των ετήσιων φεστιβάλ Tomorrowland και Wecandance, αντιστοίχως (στο εξής: διοργανωτές φεστιβάλ). Σε διάφορες περιπτώσεις κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων εκείνων, έγινε χρήση μουσικών έργων προερχόμενων από το ρεπερτόριο της SABAM. Προκειμένου να εισπράξει τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που σκόπευε να απαιτήσει για τον λόγο αυτό από τους διοργανωτές φεστιβάλ, η SABAM καθόρισε το ύψος τους κατ’ εφαρμογήν μιας από τις δύο κλίμακες τιμολογήσεως μεταξύ των οποίων μπορεί να επιλέγει ελεύθερα, εν προκειμένω της «βασικής χρεώσεως».

Η βασική αυτή χρέωση υπολογίζεται βάσει των ακαθάριστων εσόδων από την πώληση των εισιτηρίων, κατόπιν αφαιρέσεως των εξόδων κρατήσεως και των οφειλόμενων φόρων, ή, εναλλακτικώς, βάσει του καλλιτεχνικού προϋπολογισμού, όταν το ποσό του υπερβαίνει το ποσό των ακαθάριστων εσόδων. Επιπλέον, η βασική χρέωση περιλαμβάνει ένα κλιμακωτό κατ’ αποκοπήν σύστημα, το οποίο παρέχει στους διοργανωτές φεστιβάλ τη δυνατότητα να επιτυγχάνουν μειώσεις αναλόγως του αριθμού των προερχόμενων από το ρεπερτόριο της SABAM μουσικών έργων τα οποία πράγματι εκτελέστηκαν κατά τη διάρκεια της εκδηλώσεως (1), εφόσον έχουν γνωστοποιήσει τον κατάλογο των έργων αυτών εντός ορισμένης προθεσμίας.

Οι διοργανωτές φεστιβάλ αμφισβήτησαν τη νομιμότητα των ζητηθέντων ποσών, θεωρώντας ότι τα υπολογιζόμενα κατ’ αυτόν τον τρόπο δικαιώματα δεν αντιστοιχούν στην οικονομική αξία των υπηρεσιών που παρέχει η SABAM, κατά παράβαση της απαγορεύσεως της καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσης που προβλέπεται στο άρθρο 102 ΣΛΕΕ. Κατόπιν τούτου, η SABAM άσκησε αγωγές ενώπιον του ondernemingsrechtbank Antwerpen (δικαστηρίου επιχειρήσεων Αμβέρσας, Βέλγιο), με αίτημα να υποχρεωθούν οι διοργανωτές φεστιβάλ να καταβάλουν έκαστος τα ζητηθέντα ποσά, οι δε διοργανωτές, αμυνόμενοι, προέβαλαν την έλλειψη νομιμότητας, υπό το πρίσμα του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, της κλίμακας τιμολογήσεως που επέλεξε η SABAM.

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, το επιληφθέν βελγικό δικαστήριο αποφάσισε να ζητήσει από το Δικαστήριο διευκρινίσεις σχετικά με την έννοια της «καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσης», τις οποίες κρίνει αναγκαίες προκειμένου να είναι σε θέση να αποφανθεί επί των δύο επίμαχων πτυχών της εν λόγω κλίμακας τιμολογήσεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Εταιρία συλλογικής διαχείρισης όπως η SABAM, η οποία έχει το μονοπώλιο της διαχείρισης, στο έδαφος κράτους μέλους, των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που αφορούν μια κατηγορία προστατευόμενων έργων, υπόκειται στην απαγόρευση της καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως κατά το άρθρο 102 ΣΛΕΕ. Τούτου δοθέντος, το Δικαστήριο υπογραμμίζει εκ προοιμίου ότι στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να διαπιστώσει την ύπαρξη τέτοιας καταχρήσεως, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως. Όσον αφορά τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας τα οποία απαιτεί μια εταιρία συλλογικής διαχείρισης, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η κατάχρηση μέσω της επιβολής μη δίκαιων όρων συναλλαγής (2) μπορεί να προκύψει από τον υπερβολικό χαρακτήρα της τιμής που χρεώνεται, εφόσον η τιμή αυτή είναι δυσανάλογη σε σχέση με την οικονομική αξία της υπηρεσίας που παρέχει μια τέτοια εταιρία, ήτοι της διαθέσεως στους χρήστες ολόκληρου του ρεπερτορίου των προστατευόμενων με δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας μουσικών έργων το οποίο αυτή διαχειρίζεται. Συναφώς, επιβάλλεται να αναζητείται η προσήκουσα ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος των δημιουργών για εύλογη αμοιβή και των εννόμων συμφερόντων των χρηστών, διά της συνεκτιμήσεως όχι μόνον της οικονομικής αξίας της υπηρεσίας συλλογικής διαχείρισης αυτής καθεαυτήν, αλλά και της φύσης και της έκτασης της χρήσεως των έργων, καθώς και της οικονομικής αξίας που προκύπτει από τη χρήση αυτή (3). Επομένως, όταν υπάρχει υπερβολικά μεγάλη διαφορά μεταξύ των εξόδων που πράγματι έγιναν και της τιμής που πράγματι ζητήθηκε, ο μη δίκαιος χαρακτήρας του ύψους των επίμαχων δικαιωμάτων πρέπει να προκύπτει από τη σύγκριση με κρίσιμα στοιχεία, όπως είναι οι τιμές τις οποίες η επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση χρέωσε στο παρελθόν για τις ίδιες υπηρεσίες στην ίδια σχετική αγορά, οι τιμές τις οποίες μια τέτοια επιχείρηση χρεώνει για διαφορετικές υπηρεσίες ή για διαφορετικές κατηγορίες πελατών ή ακόμη οι τιμές που άλλες επιχειρήσεις χρεώνουν για την ίδια υπηρεσία ή για παρόμοιες υπηρεσίες εντός άλλων κρατών μελών, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η σύγκριση αυτή διενεργείται επί ομοιόμορφης βάσεως.

Ως εκ τούτου, υπό το πρίσμα αυτών των σκέψεων, το Δικαστήριο εξετάζει τις δύο επίμαχες πτυχές της επίμαχης κλίμακας τιμών.

Όσον αφορά, πρώτον, το σύννομο των δικαιωμάτων τα οποία υπολογίζονται βάσει χρεώσεως που εφαρμόζεται στα ακαθάριστα έσοδα από την πώληση εισιτηρίων, το Δικαστήριο υπενθυμίζει, κατ’ αρχάς, ότι μια κλίμακα δικαιωμάτων εταιρίας συλλογικής διαχείρισης στηριζόμενη σε ποσοστό επί των εσόδων από μουσική εκδήλωση πρέπει να θεωρείται ως κανονική εκμετάλλευση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και έχει, κατ’ αρχήν, εύλογη σχέση με την οικονομική αξία της υπηρεσίας την οποία παρέχει η εταιρία αυτή. Τούτο ισχύει επίσης για μια κλίμακα δικαιωμάτων, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία δεν επιτρέπει την αφαίρεση, από τα έσοδα που λαμβάνονται υπόψη, του συνόλου των επιβαρύνσεων που αφορούν την οργάνωση του φεστιβάλ και δεν έχουν σχέση με τα μουσικά έργα που εκτελούνται σ’ αυτό. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο κρίνει ότι η επιβολή μιας τέτοιας κλίμακας από εταιρία συλλογικής διαχείρισης δεν συνιστά, κατ’ αρχήν, καταχρηστική συμπεριφορά. Συναφώς, υπογραμμίζει ότι μπορεί να αποβεί όχι μόνον ιδιαιτέρως δυσχερές να εντοπισθούν και να προσδιορισθούν ποσοτικά, με αντικειμενικό τρόπο, οι επιβαρύνσεις οι οποίες δεν έχουν σχέση με τα μουσικά έργα που εκτελέσθηκαν, αλλά και δαπανηρό, στο μέτρο που η απαιτούμενη εξακρίβωση θα ήταν ικανή να προκαλέσει τη δυσανάλογη αύξηση των εξόδων διαχειρίσεως. Κατά το Δικαστήριο, τα πράγματα έχουν άλλως μόνον αν από την εξακρίβωση που εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να διενεργήσει προκύψει ότι τα δικαιώματα τα οποία πράγματι χρεώνονται κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω κλίμακας είναι υπερβολικά υψηλά υπό το πρίσμα του συνόλου των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ο καθορισθείς συντελεστής των δικαιωμάτων και η βάση επί της οποίας εφαρμόζεται ο εν λόγω συντελεστής.

Όσον αφορά, δεύτερον, τη συνεκτίμηση, κατά τον υπολογισμό των δικαιωμάτων που χρεώνονται, του μέρους των προερχόμενων από το ρεπερτόριο της εταιρίας διαχειρίσεως έργων επί του συνόλου των έργων που εκτελέστηκαν, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι είναι αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη, σε κάθε κλίμακα δικαιωμάτων, ο αριθμός των προστατευόμενων με δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας έργων που πράγματι χρησιμοποιούνται. Εν προκειμένω, ένα κλιμακωτό κατ’ αποκοπήν σύστημα όπως το επίμαχο λαμβάνει υπόψη σε ορισμένο βαθμό, αν και όχι με ακρίβεια, αυτή την τάξη μεγέθους. Εντούτοις, ο καταχρηστικός χαρακτήρας ενός τέτοιου συστήματος δεν μπορεί να αποκλειστεί, αν υφίσταται εναλλακτική μέθοδος που καθιστά δυνατό τον ακριβέστερο εντοπισμό και ποσοτικό προσδιορισμό της χρήσεως των έργων αυτών χωρίς να συνεπάγεται τη δυσανάλογη αύξηση των εξόδων διαχειρίσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο κρίνει ότι επιτρέπεται η χρήση ενός τέτοιου κλιμακωτού κατ’ αποκοπήν συστήματος, υπό την προϋπόθεση ότι το εθνικό δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι ο ακριβέστερος προσδιορισμός του μέρους των εκτελεσθέντων έργων που προέρχονται από το ρεπερτόριο της SABAM προσκρούει σε αποδεδειγμένα τεχνικά ή οικονομικά εμπόδια.


1      Εν προκειμένω, το εν λόγω κατ’ αποκοπήν σύστημα προβλέπει ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, αντιστοίχως, το ένα τρίτο ή τα δύο τρίτα της βασικής χρεώσεως, όταν λιγότερο από το ένα τρίτο ή τα δύο τρίτα των εκτελούμενων μουσικών έργων προέρχονται από το ρεπερτόριο της SABAM.


2      Κατά την έννοια του άρθρου 102, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ.


3      Βλ., επίσης, άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/26/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για τη συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων καθώς και τη χορήγηση πολυεδαφικών αδειών για επιγραμμικές χρήσεις μουσικών έργων στην εσωτερική αγορά (ΕΕ 2014, L 84, σ. 72).