Language of document : ECLI:EU:T:2012:326

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 27ης Ιουνίου 2012 (*)

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού εικονιστικού σήματος my baby — Προγενέστερο εθνικό και προγενέστερο διεθνές λεκτικό σήμα MYBABY, καθώς και προγενέστερο εθνικό εικονιστικό σήμα mybaby — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Παράλειψη προσκομίσεως αποδεικτικών στοιχείων στη γλώσσα διαδικασίας της ανακοπής — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Κανόνας 19, παράγραφος 3, κανόνας 20, παράγραφος 1, και κανόνας 98, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95»

Στην υπόθεση T‑523/10,

Interkobo sp. z o.o., με έδρα το Łódź (Πολωνία), εκπροσωπούμενη από τους R. Skubisz και K. Ziemski, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τη D. Walicka,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

XXXLutz Marken GmbH, με έδρα το Wels (Αυστρία), εκπροσωπούμενη από τον H. Pannen, δικηγόρο,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, της 8ης Σεπτεμβρίου 2010 (υπόθεση R 88/2009‑4), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Interkobo sp. z o.o. και της XXXLutz Marken GmbH,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Czúcz, πρόεδρο, I. Labucka και Δ. Γρατσία (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Νοεμβρίου 2010,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Μαρτίου 2011,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Μαρτίου 2011,

έχοντας υπόψη την ερώτηση που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στην προσφεύγουσα και τη σχετική απάντηση της δεύτερης, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Δεκεμβρίου 2011,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα περί καθορισμού ημερομηνίας για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της προθεσμίας ενός μηνός από της κοινοποιήσεως της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και κρίνοντας επομένως, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 135α του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ότι πρέπει να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 10 Φεβρουαρίου 2006, η παρεμβαίνουσα XXXLutz Marken GmbH υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [ακολούθως αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Η αίτηση αυτή είχε συνταχθεί στη γερμανική, ενώ ως δεύτερη γλώσσα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 115, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 119, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009), δηλώθηκε η αγγλική.

3        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση συνίσταται στο ακόλουθο εικονιστικό σημείο:

Image not found

4        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος εμπίπτουν στις κλάσεις 12, 20, 24 και 28 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 12: «Οχήματα· μηχανήματα κινήσεως στην ξηρά, στον αέρα ή στο νερό»·

–        κλάση 20: «Έπιπλα, καθρέφτες, πλαίσια (κορνίζες)· είδη περιλαμβανόμενα στην κλάση 20 από ξύλο, φελλό, καλάμι, βρύουλα, λυγαριά, κέρατο, κόκαλο, ελεφαντοστό, κόκαλο φάλαινας, ταρταρούγα, ήλεκτρο, φίλντισι, μαργαριτάρι, από απομιμήσεις όλων των παραπάνω υλικών ή από πλαστικά υλικά»·

–        κλάση 24: «Υφάσματα και είδη υφαντουργίας, περιλαμβανόμενα στην κλάση 24· κλινοσκεπάσματα και τραπεζομάντιλα»·

–        κλάση 28: «Παίγνια και παιχνίδια· είδη γυμναστικής και αθλητισμού περιλαμβανόμενα στην κλάση 28· στολίδια χριστουγεννιάτικων δέντρων».

5        Η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 35/2006, της 28ης Αυγούστου 2006.

6        Στις 28 Νοεμβρίου 2006 η νυν προσφεύγουσα Interkobo sp. z o.o. άσκησε ανακοπή, βάσει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009), κατά της καταχωρίσεως σήματος η οποία είχε ζητηθεί και για τα εξής προϊόντα: «Παίγνια, παιχνίδια· είδη γυμναστικής και αθλητισμού», τα οποία εμπίπτουν στην κλάση 28.

7        Η ανακοπή, η οποία είχε συνταχθεί στη γερμανική, στηριζόταν στο προγενέστερο λεκτικό διεθνές σήμα MYBABY, στο προγενέστερο λεκτικό πολωνικό σήμα MYBABY και, τέλος, στο κατωτέρω απεικονιζόμενο προγενέστερο εικονιστικό πολωνικό σήμα:

Image not found

8        Τα σήματα αυτά αφορούσαν προϊόντα τα οποία εμπίπτουν στην κλάση 28 και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Παίγνια, παιχνίδια και είδη αθλητισμού».

9        Προς στήριξη της ανακοπής προβλήθηκαν οι λόγοι που διαλαμβάνονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009].

10      Δεδομένου ότι η γλώσσα η οποία επελέγη για την ανακοπή συνέπιπτε με αυτή στην οποία συντάχθηκε η αίτηση καταχωρίσεως σήματος, η γλώσσα αυτή και συγκεκριμένα η γερμανική κατέστη γλώσσα της διαδικασίας ενώπιον του ΓΕΕΑ, δυνάμει του άρθρου 115, παράγραφος 6, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 119, παράγραφος 6, του κανονισμού 207/2009).

11      Στις 19 Νοεμβρίου 2008 το τμήμα ανακοπών δέχθηκε την ανακοπή λόγω του κινδύνου συγχύσεως που υφίσταται, κατά το τμήμα αυτό του ΓΕΕΑ, μεταξύ του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και του προγενέστερου λεκτικού πολωνικού σήματος.

12      Στις 13 Ιανουαρίου 2009 η νυν παρεμβαίνουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ, βάσει των άρθρων 57 έως 62 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009), κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

13      Με απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2010 που ελήφθη επί της υποθέσεως R 88/2009‑4 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το τέταρτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ δέχθηκε την προσφυγή, ακύρωσε την απόφαση του τμήματος ανακοπών και απέρριψε την ανακοπή.

14      Έκρινε ότι η νυν προσφεύγουσα δεν απέδειξε το εύρος της προστασίας του προγενέστερου λεκτικού πολωνικού σήματος και ότι δεν απέδειξε την ύπαρξη, το κύρος ή το εύρος της προστασίας των λοιπών προγενέστερων σημάτων που διαλαμβάνονται στην ανωτέρω σκέψη 7, δηλαδή του λεκτικού διεθνούς σήματος και του εικονιστικού πολωνικού σήματος. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ανακοπή έπρεπε, κατά το τμήμα προσφυγών, να απορριφθεί, σύμφωνα με τον κανόνα 20, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 (ΕΕ L 303, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί.

 Αιτήματα των διαδίκων

15      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ και την παρεμβαίνουσα στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία ενώπιον του τμήματος ανακοπών και ενώπιον του τμήματος προσφυγών·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ και την παρεμβαίνουσα στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

16      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

17      Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

18      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα επικαλείται δύο λόγους ακυρώσεως οι οποίοι αντλούνται, αντιστοίχως, από παράβαση του κανόνα 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95, σε συνδυασμό με τον κανόνα 19, παράγραφοι 2 και 3, του ιδίου κανονισμού, και από παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του κανόνα 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95, σε συνδυασμό με τον κανόνα 19, παράγραφοι 2 και 3, του ιδίου κανονισμού

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

19      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα επικαλείται εκ παραλλήλου τις διατάξεις του κανονισμού 2868/95 και τα όσα προβλέπουν οι κατευθυντήριες οδηγίες του ΓΕΕΑ. Επιβάλλεται, επομένως, να διευκρινισθεί καταρχάς το περιεχόμενό τους.

–       Επί της αποδείξεως της υπάρξεως, του κύρους και του εύρους της προστασίας προγενέστερου σήματος ή δικαιώματος κατά τη διαδικασία ανακοπής

20      Κατά τον κανόνα 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95, ο οποίος περιλαμβάνεται στον τίτλο II περί «Διαδικασίας ανακοπής και αποδείξεως [της] χρήσεως»:

«Εάν ο ανακόπτων δεν έχει αποδείξει μέχρι τη λήξη της προθεσμίας που [διαλαμβάνεται] στον κανόνα 19, παράγραφος 1, την ύπαρξη, [το κύρος] και [το εύρος] της προστασίας του προγενέστερου σήματος ή προγενέστερου δικαιώματος, καθώς επίσης και το δικαίωμά του να ασκήσει ανακοπή, η ανακοπή απορρίπτεται ως [αβάσιμη].»

21      Κατά το άρθρο 19 του ιδίου κανονισμού:

«1.      Το Γραφείο δίνει τη δυνατότητα στον ανακόπτοντα να παρουσιάσει τα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις και τα επιχειρήματα που τεκμηριώνουν την ανακοπή ή να συμπληρώσει οιαδήποτε πραγματικά περιστατικά, αποδείξεις ή επιχειρήματα που έχουν ήδη κατατεθεί σύμφωνα με τον κανόνα 15, παράγραφος 3, εντός ταχθείσας από αυτό προθεσμίας και η οποία πρέπει να αντιστοιχεί τουλάχιστον σε δύο μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία θεωρείται ότι αρχίζει η διαδικασία ανακοπής […].

2.      Εντός της περιόδου που [διαλαμβάνεται] στην παράγραφο 1, ο ανακόπτων πρέπει επίσης να [προσκομίσει] αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη, [το κύρος] και [το εύρος] της προστασίας του προγενέστερου σήματος ή του προγενέστερου δικαιώματος […]. Ειδικότερα, ο ανακόπτων [προσκομίζει] τα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία:

α)      εάν η ανακοπή αφορά [μη κοινοτικό] σήμα, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την κατάθεση αίτησης ή την καταχώρισή του:

i)      σε περίπτωση [κατά την οποία] το σήμα δεν έχει ακόμα καταχωρισθεί, αντίγραφο του σχετικού πιστοποιητικού κατάθεσης ή ισοδύναμο έγγραφο της διοικητικής αρχής στην οποία κατατέθηκε η αίτηση [καταχωρίσεως] σήματος ή

ii)      σε περίπτωση [κατά την οποία] το σήμα έχει καταχωρισθεί, αντίγραφο του σχετικού πιστοποιητικού καταχώρισης και, όπου ενδείκνυται, του πιο πρόσφατου πιστοποιητικού ανανέωσης που αποδεικνύει ότι η περίοδος προστασίας του σήματος υπερβαίνει το χρονικό διάστημα που [διαλαμβάνεται] στην παράγραφο 1 και οιαδήποτε παράταση [της ισχύος] του, ή ισοδύναμα έγγραφα της διοικητικής αρχής στην οποία [κατατέθηκε η αίτηση] καταχωρίσεως του σήματος·

[…]

3.      [Τα στοιχεία] και οι αποδείξεις που [διαλαμβάνονται] στις παραγράφους 1 και 2 [προσκομίζονται] στη γλώσσα της διαδικασίας ή συνοδεύονται από μετάφραση. Η μετάφραση υποβάλλεται εντός της προθεσμίας που έχει [ταχθεί] για την υποβολή του πρωτότυπου εγγράφου.

4.      Το Γραφείο δε λαμβάνει υπόψη γραπτές [παρατηρήσεις] ή έγγραφα ή μέρη αυτών που δεν έχουν υποβληθεί ή δεν έχουν μεταφρασθεί στη γλώσσα της διαδικασίας εντός της προθεσμίας που έχει [ταχθεί] από το Γραφείο.»

22      Ο κανόνας 98 του κανονισμού αυτού, ο οποίος περιλαμβάνεται στον τίτλο XI περί «Γενικών διατάξεων», ορίζει στην παράγραφό του 1 τα εξής:

«Αν απαιτείται να προσκομισθεί μετάφραση ενός εγγράφου, προσδιορίζεται στη μετάφραση το έγγραφο στο οποίο αυτή αναφέρεται και αναπαράγεται η δομή καθώς και το περιεχόμενο του αρχικού εγγράφου. Το Γραφείο δύναται να ζητήσει την κατάθεση, εντός προθεσμίας που το ίδιο τάσσει, βεβαίωσης ότι η μετάφραση [αποδίδει πιστά το πρωτότυπο] κείμενο. […]»

23      Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, σε περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία και οι αποδείξεις που διαλαμβάνονται στον κανόνα 19, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2868/95 προσκομίζονται σε γλώσσα διαφορετική από τη γλώσσα διαδικασίας, ο ανακόπτων υποχρεούται, στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής και εντός της ταχθείσας για την προσκόμιση των στοιχείων και των αποδείξεων αυτών προθεσμίας, να υποβάλει μετάφρασή τους η οποία πρέπει να πληροί επακριβώς τις καθοριζόμενες προϋποθέσεις ως προς τη μορφή και το περιεχόμενό της.

24      Πρώτον, ο κανόνας 19, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95 ορίζει ότι τα στοιχεία και οι αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν στη γλώσσα διαδικασίας «συνοδεύονται» από μετάφραση. Ο δε κανόνας 98, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι στη μετάφραση «προσδιορίζεται» το πρωτότυπο έγγραφο που αφορά και αναπαράγεται, μεταξύ άλλων, η «δομή» του πρωτοτύπου. Από τον συνδυασμό των δύο αυτών κανόνων συνάγεται ειδικότερα ότι η μετάφραση στοιχείου ή αποδείξεως εκ των διαλαμβανομένων στον κανόνα 19, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2868/95 πρέπει να υποβάλλεται όχι με τη μορφή απλών σημειώσεων επί του πρωτοτύπου εγγράφου, αλλά ενός ή πλειόνων διακεκριμένων από το πρωτότυπο εγγράφων. Σε περίπτωση μη τηρήσεως αυτής της τυπικής προϋποθέσεως, τα προμνημονευθέντα στοιχεία και αποδείξεις που προσκόμισε ο ανακόπτων δεν λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής.

25      Η εν λόγω τυπική προϋπόθεση σκοπεί αφενός μεν να παράσχει στον αντίδικο της διαδικασίας ανακοπής και στα τμήματα του ΓΕΕΑ τη δυνατότητα να διακρίνουν ευχερώς μεταξύ του πρωτοτύπου εγγράφου και της μεταφράσεώς του, αφετέρου δε να διασφαλίσει ότι η μετάφραση είναι επαρκώς σαφής. Δηλαδή, σκοπεί ιδίως να διασφαλίσει ότι η κατ’ αντιμωλία συζήτηση μεταξύ των αντιδίκων κατά τη διαδικασία ανακοπής διεξάγεται επί ασφαλούς βάσεως, σύμφωνα με την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και την αρχή της ισότητας των όπλων [βλ., σχετικώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουνίου 2002, T‑232/00, Chef Revival USA κατά ΓΕΕΑ — Massagué Marín (Chef), Συλλογή 2002, σ. II‑2749, σκέψη 42, και της 30ής Ιουνίου 2004, T‑107/02, GE Betz κατά ΓΕΕΑ — Atofina Chemicals (BIOMATE), Συλλογή 2004, σ. II‑1845, σκέψη 72].

26      Δεύτερον, από τον κανόνα 98, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95, ερμηνευόμενο με γνώμονα τα εκτεθέντα στην ανωτέρω σκέψη, προκύπτει ότι η μετάφραση, η οποία υποβάλλεται, όπως προαναφέρθηκε, με τη μορφή χωριστού εγγράφου, πρέπει να αναπαράγει πιστά το περιεχόμενο του πρωτότυπου εγγράφου. Σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς την πιστότητά της, τα τμήματα του ΓΕΕΑ μπορούν να απαιτήσουν από τον ενδιαφερόμενο να προσκομίσει βεβαίωση περί του ότι η μετάφραση είναι πιστή προς το πρωτότυπο.

–       Επί της αποδείξεως ενώπιον του τμήματος προσφυγών της υπάρξεως, του κύρους και του εύρους της προστασίας προγενέστερου σήματος ή δικαιώματος

27      Ο κανόνας 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95, ο οποίος περιλαμβάνεται στον τίτλο X περί «Διαδικασίας προσφυγής», προβλέπει ότι, «οι διατάξεις που ισχύουν για τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, εφαρμόζονται [mutatis mutandis] και για τη διαδικασία προσφυγής, εκτός αν ορίζεται άλλως». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ειδικότερα, ότι οι κανόνες που παρατέθηκαν στις προηγούμενες σκέψεις, ιδίως δε ο προπαρατεθείς στη σκέψη 24 κανόνας, τυγχάνουν εφαρμογής mutatis mutandis και ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

–       Επί των κατευθυντήριων οδηγιών του ΓΕΕΑ

28      Προκειμένου να γνωστοποιήσει την πρακτική του «σχετικά με τη νομοθεσία περί κοινοτικού σήματος», το ΓΕΕΑ εξέδωσε κατευθυντήριες οδηγίες, οι οποίες απευθύνονται τόσο στο προσωπικό του όσο και στους επαγγελματίες που ενδιαφέρονται για τη δράση του και οι οποίες αφορούν, μεταξύ άλλων, τη διαδικασία ανακοπής.

29      Οι οδηγίες αυτές δεν συνιστούν παρά απλή κωδικοποίηση πρακτικής την οποία προτίθεται να υιοθετήσει το ίδιο το ΓΕΕΑ [απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Μαΐου 2009, T‑410/07, Jurado Hermanos κατά ΓΕΕΑ (JURADO), Συλλογή 2009, σ. II‑1345, σκέψη 20, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Ιουλίου 2010, T‑124/09, Valigeria Roncato κατά ΓΕΕΑ — Roncato (CARLO RONCATO), που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 27]. Επομένως, οι προβλέψεις τους δεν μπορούν αφεαυτών ούτε να κατισχύσουν των διατάξεων των κανονισμών 207/2009 και 2868/95 ούτε να μεταβάλουν την εκ μέρους των δικαιοδοτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ερμηνεία των διατάξεων αυτών. Αντιθέτως, πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις των κανονισμών 207/2009 και 2868/95.

30      Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με την απόδειξη της υπάρξεως, του κύρους και του εύρους της προστασίας των προγενέστερων πολωνικών σημάτων, αφενός, και του προγενέστερου διεθνούς σήματος, αφετέρου, που προμνημονεύθηκαν στη σκέψη 7, πρέπει να εξετασθούν με γνώμονα αυτές τις προκαταρκτικές παρατηρήσεις.

 Επί του προγενέστερου λεκτικού πολωνικού σήματος

31      Από τον φάκελο της ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίας ο οποίος διαβιβάσθηκε στο Γενικό Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 133, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, προκύπτει ότι, προς απόδειξη της υπάρξεως, του κύρους και του εύρους της προστασίας του προγενέστερου λεκτικού πολωνικού σήματος, η προσφεύγουσα προσκόμισε ενώπιον των τμημάτων του ΓΕΕΑ δύο έγγραφα, εκ των οποίων το ένα συνοδευόταν από μετάφραση σε χωριστό έγγραφο.

32      Το πρώτο από τα έγγραφα αυτά υποβλήθηκε από την προσφεύγουσα ως αντίγραφο αποσπάσματος από τις βάσεις δεδομένων του Urząd Patentowy Rzeczypospolitej Polskiej (Γραφείου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Δημοκρατίας της Πολωνίας). Πρόκειται για μονοσέλιδο έγγραφο το οποίο φέρει στην κεφαλίδα τον θυρεό της Δημοκρατίας της Πολωνίας και, ακριβώς στα δεξιά του, την ένδειξη «Polish Patent Office» (Πολωνικό γραφείο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας). Κάτω από την κεφαλίδα αναγράφεται ο ακόλουθος τίτλος: «Industrial property information retrieval» (Ανεύρεση στοιχείων περί της βιομηχανικής ιδιοκτησίας), ο οποίος ευρίσκεται πάνω από πίνακα. Ο πίνακας αυτός μνημονεύει διάφορα στοιχεία σχετικά με το οικείο σήμα. Καταρχάς, δύο στήλες οι οποίες φέρουν, αντιστοίχως, τους τίτλους «Kind of right, number and date» (Είδος δικαιώματος, αριθμός και ημερομηνία) και «Kind of right and number» (Είδος δικαιώματος και αριθμός) και περιλαμβάνουν αριθμητικά στοιχεία. Ακολούθως, σε στήλη που φέρει τον τίτλο «Kind of trade mark» (Είδος εμπορικού σήματος), αναγράφεται στην πολωνική η λέξη «slowny» (λεκτικό), η οποία αποδίδεται, με έντονους χαρακτήρες, στη γερμανική ως «wörtlich». Ακολουθούν δύο στήλες οι οποίες φέρουν, αντιστοίχως, τους τίτλους «Persons» (Πρόσωπα) και «Publications» (Δημοσιεύσεις). Τέλος, σε στήλη η οποία τιτλοφορείται «Nice classes» (κλάσεις κατά τον Διακανονισμό της Νίκαιας) αναγράφονται οι εξής πολωνικοί όροι: «(510) gry, zabawki, artykuły sportowe» (παίγνια, παιχνίδια, είδη αθλητισμού), οι οποίοι μεταφράζονται στη γερμανική γλώσσα, παρατιθέμενοι με έντονους χαρακτήρες, ως: «Spielen, Spielzeugen, Sportartikeln».

33      Το δεύτερο έγγραφο που προσκόμισε η προσφεύγουσα είναι το αντίγραφο ενός πιστοποιητικού καταχωρίσεως. Αυτό το τρισέλιδο έγγραφο, το οποίο έχει συνταχθεί στην πολωνική, συνοδεύεται από μετάφραση στη γερμανική. Στην πρώτη σελίδα φέρει τον θυρεό της Δημοκρατίας της Πολωνίας, κάτω από τον οποίο αναγράφονται οι όροι «Urząd Patentowy Rzeczypospolitej Polskiej» και «Świadectwa ochronne» (πιστοποιητικά προστασίας). Στο σώμα του εγγράφου πιστοποιείται ότι το οικείο σήμα, του οποίου δικαιούχος είναι η προσφεύγουσα, προστατεύεται από της 15ης Φεβρουαρίου 2002. Στη δεύτερη σελίδα προσδιορίζεται το οικείο λεκτικό σήμα, δηλαδή το «MYBABY». Τέλος, στην τρίτη σελίδα παρέχονται διάφορα συμπληρωματικά στοιχεία και συγκεκριμένα: η ημερομηνία υποβολής (Data zgłoszenia), ο αριθμός της αιτήσεως (Numer zgłoszenia), η προτεραιότητα (Pierwszeństwo), η ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως περί παροχής του δικαιώματος προστασίας (Data wydania decyzji o udzieleniu prawa ochronnego), ο αριθμός της προστασίας (numer prawa ochronnego), η παραπομπή στο επίσημο έντυπο στο οποίο δημοσιεύθηκε το σήμα και η εταιρική επωνυμία της προσφεύγουσας. Στην τελευταία γραμμή της τρίτης σελίδας αναγράφονται οι λέξεις «28 gry, zabawki, artykuły sportowe» (παίγνια, παιχνίδια, είδη αθλητισμού), των οποίων προηγούνται ενδείξεις που είναι εν μέρει αδύνατο να αναγνωσθούν. Όλες οι ενδείξεις της σελίδας αυτής έχουν μεταφρασθεί στη γερμανική, σε χωριστό έγγραφο, εκτός από την τελευταία γραμμή.

34      Από τις σκέψεις 12 και 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα δύο προσκομισθέντα έγγραφα δεν καθιστούν δυνατή την απόδειξη του εύρους της προστασίας του προγενέστερου σήματος.

35      Αφενός, «[τ]ο απόσπασμα από τις βάσεις δεδομένων που περιέχει μνεία στη γερμανική των προϊόντων “παίγνια, παιχνίδια, είδη αθλητισμού […]” [δεν αποτελεί] έγγραφο του [Urząd Patentowy Rzeczypospolitej Polskiej] που συνιστά πιστοποιητικό καταχωρίσεως ούτε μετάφραση τέτοιου εγγράφου στα γερμανικά. [Συγκεκριμένα], το τμήμα προσφυγών δεν έχει υπόψη του καμία περίπτωση στην οποία αποσπάσματα, συνταχθέντα στην αγγλική, από τις βάσεις δεδομένων του [Urząd Patentowy Rzeczypospolitej Polskiej] συντάσσονται εν μέρει και στη γερμανική. Εξάλλου, μολονότι οι γερμανικές λέξεις είναι [κατά το τμήμα προσφυγών] κατανοητές, περιέχουν εντούτοις γραμματικά σφάλματα. Ως εκ τούτου, υφίστανται αμφιβολίες ως προς το αν πρόκειται για γνήσιο έγγραφο εκδοθέν από το [Urząd Patentowy Rzeczypospolitej Polskiej] ή αν οι προσθήκες στη γερμανική οφείλονται σε τρίτους. Η ίδια η [προσφεύγουσα], με συνημμένη επιστολή, γνωστοποίησε απλώς [στο ΓΕΕΑ] ότι τα προϊόντα στα οποία στηρίζεται η ανακοπή, δηλαδή “Spielen, Spielzeugen, Sportartikeln”, συνάγονται από το συνημμένο απόσπασμα. Κατά το τμήμα προσφυγών, αυτή η σύμπτωση ορθογραφικών σφαλμάτων όσον αφορά την ένδειξη των προϊόντων συνηγορεί επίσης υπέρ της εκδοχής της εκ των υστέρων προσθήκης στο απόσπασμα από τις βάσεις δεδομένων των ενδείξεων στη γερμανική. Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι προσθήκες αυτές αποτελούν μετάφραση του αποσπάσματος από τις βάσεις δεδομένων, σύμφωνη με το άρθρο 19, παράγραφος 3, του [κανονισμού 2868/95], δεδομένου ότι δεν πληρούται η απαίτηση περί χωρισμού του πρωτοτύπου από τη μετάφραση» (σκέψη 14 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

36      Αφετέρου, το πιστοποιητικό καταχωρίσεως περιλαμβάνει μεν «τον κατάλογο των καταχωρισθέντων προϊόντων και υπηρεσιών, πλην όμως είναι πρόδηλο ότι ο κατάλογος αυτός δεν μεταφράσθηκε στη γλώσσα διαδικασίας». Πράγματι, «[η] συνημμένη γερμανική μετάφραση δεν μνημονεύει κανένα προϊόν και καμία υπηρεσία. Απουσιάζει επομένως η ένδειξη των υπηρεσιών και προϊόντων στα οποία στηρίζεται η ανακοπή, [μολονότι] είναι αναγκαία προς στήριξη της ανακοπής» (σκέψη 13 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

37      Με την υπό κρίση προσφυγή, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την κρίση του τμήματος προσφυγών. Διατείνεται ότι η κρίση αυτή αντιβαίνει στη διάταξη του κανόνα 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95, σε συνδυασμό με αυτήν του κανόνα 19, παράγραφοι 2 και 3, του ιδίου αυτού κανονισμού.

38      Για να εξετασθεί αν είναι βάσιμος αυτός ο λόγος ακυρώσεως πρέπει, καταρχάς, να υπομνησθούν και να ερμηνευθούν τα νομικά και πραγματικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε το τμήμα προσφυγών.

39      Όσον αφορά το προμνημονευθέν στη σκέψη 32 έγγραφο, το οποίο εμφάνισε η προσφεύγουσα ως αντίγραφο αποσπάσματος από τις βάσεις δεδομένων του Urząd Patentowy Rzeczypospolitej Polskiej, από την προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα από τη σκέψη της 14, τα ουσιώδη στοιχεία της οποίας παρατέθηκαν στην ανωτέρω σκέψη 35, προκύπτει ότι, κατά το τμήμα προσφυγών, το έγγραφο αυτό περιέχει ενδείξεις στη γερμανική γλώσσα, αντιθέτως προς την πρακτική του Urząd Patentowy Rzeczypospolitej Polskiej. Το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι οι ενδείξεις αυτές περιείχαν «γραμματικά σφάλματα», δεδομένου ότι στην κατάληξη των γερμανικών όρων «Spiele», «Spielzeuge» και «Sportartikel» είχε προστεθεί εσφαλμένα το γράμμα «n». Από τις διαπιστώσεις αυτές το τμήμα προσφυγών συνήγαγε ότι υπήρχαν δύο ενδεχόμενα: είτε οι εν λόγω ενδείξεις αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος του πρωτότυπου εγγράφου, οπότε δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το έγγραφο αυτό ήταν γνήσιο· είτε αποτελούσαν μετάφραση η οποία προστέθηκε εκ των υστέρων στο πρωτότυπο έγγραφο, οπότε η μετάφραση αυτή δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 19, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95. Για τον λόγο αυτό, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν έπρεπε να λάβει υπόψη το επίμαχο έγγραφο.

40      Όσον αφορά το, προμνημονευθέν στη σκέψη 33, αντίγραφο του πιστοποιητικού καταχωρίσεως, από τη σκέψη 13 της προσβαλλομένης αποφάσεως, της οποίας οι κρίσεις παρατίθενται και στη σκέψη 36 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι αυτό το αντίγραφο πιστοποιητικού δεν απεδείκνυε το εύρος της προστασίας της οποίας χαίρει το προβαλλόμενο προγενέστερο σήμα. Συγκεκριμένα, κατά το τμήμα προσφυγών, η μετάφρασή του δεν περιελάμβανε κάποια ένδειξη σχετική με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που προσδιορίζονται με το σήμα αυτό.

41      Εν κατακλείδι, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι κανένα από τα προσκομισθέντα ενώπιόν του στοιχεία δεν απεδείκνυε το εύρος της προστασίας του προγενέστερου σήματος.

42      Αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η προσφεύγουσα, αυτή η τελευταία κρίση του τμήματος προσφυγών ουδόλως συνιστά παράβαση του κανόνα 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95, σε συνδυασμό με τον κανόνα 19, παράγραφοι 2 και 3, του ιδίου αυτού κανονισμού.

43      Αφενός, από τον ενώπιον του ΓΕΕΑ φάκελο προκύπτει ότι το έγγραφο που εμφάνισε η προσφεύγουσα ως απόσπασμα από τις βάσεις δεδομένων του Urząd Patentowy Rzeczypospolitej Polskiej και το οποίο περιγράφηκε στη σκέψη 32 ανωτέρω περιλαμβάνει δύο μόνον ενδείξεις στη γλώσσα της ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίας, δηλαδή στη γερμανική. Πρόκειται, αφενός, για τον όρο «wörtlich» και, αφετέρου, για τις λέξεις «Spielen, Spielzeugen, Sportartikeln» (sic). Η ίδια, όμως, η προσφεύγουσα παραδέχεται, στα σημεία 30 έως 32 του δικογράφου της προσφυγής της, ότι οι εν λόγω ενδείξεις «προστέθηκαν» και δεν αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του πρωτότυπου εγγράφου, αλλά μετάφρασή του. Η μετάφραση αυτή, όμως, δεν υποβλήθηκε σε χωριστό έγγραφο. Επομένως, δεν πληροί, πάντως, τις τυπικές προϋποθέσεις που υπομνήσθηκαν στην ανωτέρω σκέψη 24. Ως εκ τούτου, το τμήμα προσφυγών, στο οποίο έχει απονεμηθεί δέσμια αρμοδιότητα, όφειλε να μη λάβει υπόψη το επίμαχο έγγραφο.

44      Αφετέρου, δεν αμφισβητείται ότι, αντιθέτως προς το έγγραφο που μνημονεύθηκε στην προηγούμενη σκέψη, το προπεριγραφέν στη σκέψη 33 αντίγραφο πιστοποιητικού καταχωρίσεως το οποίο είχε συνταχθεί στην πολωνική γλώσσα μεταφράσθηκε στη γλώσσα της ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίας και υποβλήθηκε σε χωριστό έγγραφο. Ωστόσο, από τον φάκελο της διαδικασίας ενώπιον του ΓΕΕΑ προκύπτει ότι στη μετάφραση αυτή δεν προσδιορίζονταν τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που καλύπτει το προγενέστερο λεκτικό πολωνικό σήμα. Όπως συνάγεται, όμως, από τον κανόνα 19, παράγραφος 4, του κανονισμού 2868/95, σε συνδυασμό με τον κανόνα 50 του ιδίου κανονισμού, σε περίπτωση κατά την οποία προσκομίζεται ενώπιον του ΓΕΕΑ έγγραφο που έχει συνταχθεί σε γλώσσα διαφορετική από τη γλώσσα διαδικασίας, τα μέρη του εγγράφου αυτού που δεν έχουν μεταφρασθεί στη γλώσσα διαδικασίας δεν λαμβάνονται υπόψη από το τμήμα προσφυγών [βλ., σχετικώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 25 απόφαση του Πρωτοδικείου BIOMATE, σκέψη 74, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Νοεμβρίου 2007, T‑407/05, SAEME κατά ΓΕΕΑ — Racke (REVIAN’s), Συλλογή 2007, σ. II‑4385, σκέψη 40]. Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της υποβληθείσας ενώπιόν του μεταφράσεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε δικαιολογημένα ότι το προμνημονευθέν αντίγραφο του πιστοποιητικού καταχωρίσεως δεν απεδείκνυε το εύρος της προστασίας της οποίας χαίρει το σήμα που επικαλείται η προσφεύγουσα.

45      Από τις προηγούμενες δύο σκέψεις συνάγεται ότι το τμήμα προσφυγών όφειλε να διαπιστώσει ότι ένα από τα δύο έγγραφα που προσκομίσθηκαν ενώπιόν του δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη και ότι το έτερο δεν καθιστούσε δυνατή την εκτίμηση του εύρους της προστασίας της οποίας τυγχάνει το προγενέστερο σήμα. Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς έκρινε το τμήμα προσφυγών ότι η προσφεύγουσα δεν δικαιολόγησε το εύρος της προστασίας αυτής.

46      Εξάλλου, η κρίση αυτή δεν αναιρείται από κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα.

47      Πρώτον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι, κατά τον κανόνα 19, παράγραφοι 2 και 3, στοιχείο α΄, περίπτωση ii, του κανονισμού 2868/95, απόσπασμα από τις βάσεις δεδομένων του Urząd Patentowy Rzeczypospolitej Polskiej μπορεί να αποτελέσει αποδεικτικό στοιχείο της υπάρξεως, του κύρους και του εύρους της προστασίας των προγενέστερων δικαιωμάτων. Προσθέτει ότι η μετάφραση στη γλώσσα διαδικασίας του αποσπάσματος από τις βάσεις δεδομένων του Urząd Patentowy Rzeczypospolitej Polskiej ήταν πλήρης. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα φρονεί ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να μεταφράσει στη γλώσσα διαδικασίας όλα τα στοιχεία του πρωτότυπου εγγράφου και, ειδικότερα, ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να μεταφράσει τις κεφαλίδες του αποσπάσματος από τις βάσεις δεδομένων του Urząd Patentowy Rzeczypospolitej Polskiej «που έφερε τους κωδικούς INID».

48      Εντούτοις, τα επιχειρήματα αυτά βασίζονται σε πεπλανημένη ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

49      Αφενός, ουδόλως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι το τμήμα προσφυγών αμφισβήτησε ότι ένα απόσπασμα από τις βάσεις δεδομένων του Urząd Patentowy Rzeczypospolitej Polskiej δύναται αφεαυτού να αποδείξει την ύπαρξη, το κύρος και το εύρος της προστασίας πολωνικού σήματος.

50      Αφετέρου, μολονότι, τελικά, το τμήμα προσφυγών αποφάσισε να μη λάβει υπόψη το, προπεριγραφέν στη σκέψη 32, έγγραφο που εμφάνισε η προσφεύγουσα ως απόσπασμα από τις βάσεις δεδομένων του Urząd Patentowy Rzeczypospolitej Polskiej, η απόφασή του αυτή δεν στηριζόταν, όπως διατείνεται η προσφεύγουσα, στο ότι η μετάφρασή της στη γλώσσα διαδικασίας δεν ήταν πλήρης, αλλά, ιδίως, στο ότι η μετάφρασή του δεν είχε υποβληθεί με χωριστό έγγραφο.

51      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η γνησιότητα του αποσπάσματος από τις βάσεις δεδομένων το οποίο προσκόμισε ενώπιον του τμήματος προσφυγών δεν μπορεί να αμφισβητηθεί απλώς και μόνον επειδή παρετέθησαν στο έγγραφο αυτό στοιχεία στη γερμανική γλώσσα. Κατά την προσφεύγουσα, αντιθέτως, είναι δυνατή η μετάφραση εγγράφου με την προσθήκη απλώς σημειώσεων στη γλώσσα διαδικασίας. Εν πάση περιπτώσει, κατά την προσφεύγουσα, η μέθοδος μεταφράσεως που ακολούθησε εν προκειμένω δεν συνιστά «παράλειψη υποβολής της μεταφράσεως σε χωριστό έγγραφο». Αφενός, τα στοιχεία στη γερμανική γλώσσα προστέθηκαν δίπλα στα στοιχεία που αναγράφονταν στη γλώσσα του πρωτοτύπου και όχι αντ’ αυτών. Αφετέρου, τα στοιχεία στη γερμανική γλώσσα διακρίνονται από τα υπόλοιπα λόγω των τυπογραφικών στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν. Τέλος, δεν είναι σύνηθες αποσπάσματα στην αγγλική γλώσσα από τις βάσεις δεδομένων του Urząd Patentowy Rzeczypospolitej Polskiej να έχουν συνταχθεί εν μέρει στα γερμανικά. Ως εκ τούτου, η μετάφραση στη γερμανική γλώσσα διακρινόταν ευχερώς από το κείμενο του πρωτότυπου εγγράφου.

52      Η επιχειρηματολογία αυτή είναι παντελώς αβάσιμη.

53      Συγκεκριμένα, το τμήμα προσφυγών επισήμανε βεβαίως ότι υπήρχαν αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητα του προπεριγραφέντος στη σκέψη 32 εγγράφου που εμφάνισε η προσφεύγουσα ως απόσπασμα από τις βάσεις δεδομένων του Urząd Patentowy Rzeczypospolitej Polskiej. Εντούτοις, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 39 ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το τμήμα προσφυγών δεν αρνήθηκε να λάβει υπόψη του το εν λόγω απόσπασμα εξ αυτού του λόγου και μόνον. Διαπίστωσε επίσης ότι το εν λόγω απόσπασμα δεν μεταφράσθηκε σε χωριστό έγγραφο. Όπως, όμως, προκύπτει από την ανωτέρω σκέψη 43, ο λόγος αυτός και μόνο αρκούσε να δικαιολογήσει το γεγονός ότι το επίμαχο έγγραφο δεν ελήφθη υπόψη.

54      Τρίτον, η προσφεύγουσα φρονεί ότι εκπλήρωσε την υποχρέωσή της να αποδείξει την ύπαρξη, το κύρος και το εύρος της προστασίας του προγενέστερου σήματος «εκ μόνου του γεγονότος ότι προσκόμισε εμπροθέσμως απόσπασμα από τη βάση δεδομένων του [Urząd Patentowy Rzeczypospolitej Polskiej] με ένδειξη, επί του εγγράφου αυτού, της μεταφράσεως στη γερμανική».

55      Το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο. Συγκεκριμένα, από τα προεκτεθέντα στη σκέψη 43 συνάγεται ότι, για να αποδειχθεί η ύπαρξη, το κύρος και το εύρος της προστασίας που παρέχεται στο προγενέστερο λεκτικό πολωνικό σήμα, δεν αρκεί η προσκόμιση του, προπεριγραφέντος στη σκέψη 32, εγγράφου εντός της προθεσμίας του κανόνα 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95.

56      Τέταρτον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι οι διατάξεις του κανονισμού 2868/95 δεν έχουν την έννοια ότι οι προϋποθέσεις περί της υπάρξεως, του κύρους και του εύρους της προστασίας των προγενέστερων δικαιωμάτων πρέπει να αποδειχθεί ότι πληρούνται με την προσκόμιση ενός και μόνον εγγράφου. Επισημαίνει ότι, επιπροσθέτως, το τμήμα προσφυγών όφειλε να «λάβει υπόψη συνολικά» τα στοιχεία που περιέχονται στα δύο έγγραφα που προσκόμισε, δηλαδή το απόσπασμα από τις βάσεις δεδομένων του Urząd Patentowy Rzeczypospolitej Polskiej, αφενός, και το αντίγραφο του πιστοποιητικού καταχωρίσεως, αφετέρου. Συγκεκριμένα, τα έγγραφα αυτά έχουν μεταξύ τους συμπληρωματικό χαρακτήρα. Βάσει του αντιγράφου του πιστοποιητικού καταχωρίσεως αποδεικνύεται, κατά την προσφεύγουσα, η ύπαρξη και το κύρος του σήματος, ενώ το εύρος της προστασίας αποδεικνύεται βάσει του αποσπάσματος από τις βάσεις δεδομένων του Urząd Patentowy Rzeczypospolitej Polskiej.

57      Το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε πεπλανημένη ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι ουδέποτε αποφάνθηκε το τμήμα προσφυγών ότι η ύπαρξη, το κύρος και το εύρος της προστασίας προγενέστερου δικαιώματος έπρεπε να «αποδεικνύονται με την προσκόμιση ενός και μόνον εγγράφου». Όπως προεκτέθηκε στις σκέψεις 39 και 40, το τμήμα περιορίσθηκε στη διαπίστωση, αφενός, ότι το πρώτο εκ των δύο εγγράφων που προσκόμισε η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη, και, αφετέρου, ότι η μετάφραση του δευτέρου εγγράφου δεν περιείχε κανένα στοιχείο σχετικά με το εύρος της προστασίας του προγενέστερου σήματος που επικαλείται η προσφεύγουσα και ότι επομένως τα στοιχεία αυτά λείπουν. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, ουδόλως υπέπεσε σε παράβαση του κανόνα 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95, σε συνδυασμό με τον κανόνα 19, παράγραφοι 2 και 3, του ιδίου κανονισμού, όπως προεκτέθηκε στις σκέψεις 42 και 45.

 Επί του προγενέστερου εικονιστικού πολωνικού σήματος

58      Από τον φάκελο της ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίας προκύπτει ότι, προς απόδειξη της υπάρξεως, του κύρους και του εύρους της προστασίας των δικαιωμάτων που απορρέουν από την αίτηση καταχωρίσεως του προγενέστερου εικονιστικού πολωνικού σήματος, η προσφεύγουσα προσκόμισε ενώπιον των τμημάτων του ΓΕΕΑ ένα μόνον έγγραφο. Πρόκειται για έγγραφο το οποίο παρουσιάσθηκε ως απόσπασμα από τις βάσεις δεδομένων του Urząd Patentowy Rzeczypospolitej Polskiej. Το μονοσέλιδο αυτό έγγραφο φέρει στην κεφαλίδα το θυρεό της Δημοκρατίας της Πολωνίας και, ακριβώς δίπλα του, την ένδειξη «Polish Patent Office» (Πολωνικό Γραφείο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας). Κάτω από την κεφαλίδα αυτή αναγράφεται ο εξής τίτλος: «Industrial property information retrieval» (Ανεύρεση στοιχείων περί της βιομηχανικής ιδιοκτησίας), ο οποίος ευρίσκεται πάνω από έναν πίνακα. Ο πίνακας αυτός περιέχει διάφορα στοιχεία σχετικά με το οικείο σήμα. Καταρχάς, δύο στήλες, που τιτλοφορούνται αντιστοίχως «Kind of right, number and date» (Είδος δικαιώματος, αριθμός και ημερομηνία) και «Kind of right and number» (Είδος δικαιώματος και ημερομηνία), περιέχουν αριθμητικά στοιχεία. Εν συνεχεία, σε στήλη φέρουσα τον τίτλο «Kind of trade mark», αναγράφεται, στα πολωνικά, «slowno-graficzny» (εικονιστικό), λέξη η οποία μεταφράζεται στη γερμανική, με έντονους χαρακτήρες, ως «wörtlich-grafisch». Ακολουθούν τρεις στήλες, οι οποίες τιτλοφορούνται αντιστοίχως «Persons» (Πρόσωπα), «Classifications» (Ταξινομήσεις) και «Publications» (Δημοσιεύσεις). Τέλος, στήλη που φέρει τον τίτλο «Nice classes» (Κλάσεις κατά τον Διακανονισμό της Νίκαιας) περιέχει τους εξής πολωνικούς όρους: «(510) gry, zabawki, artykuły sportowe» (παίγνια, παιχνίδια, είδη αθλητισμού), οι οποίοι αποδίδονται στη γερμανική γλώσσα, με έντονους χαρακτήρες, ως: «Spielen, Spielzeugen, Sportartikeln».

59      Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το έγγραφο αυτό δεν αρκούσε για να αποδειχθεί η ύπαρξη, το κύρος και το εύρος της προστασίας του προγενέστερου σήματος. Συγκεκριμένα, κατά το τμήμα αυτό, «τα προεκτεθέντα […] [περί του προγενέστερου λεκτικού πολωνικού σήματος] ισχύουν, κατ’ αναλογία, και στην περίπτωση αυτού του αποσπάσματος από τις βάσεις δεδομένων. Δεν πρόκειται για πρωτότυπο έγγραφο ούτε για τη μετάφραση τέτοιου εγγράφου […]» (σκέψη 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

60      Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η κρίση αυτή δεν είναι νόμιμη. Επισημαίνει συγκεκριμένα ότι προσκόμισε εντός της ταχθείσας από το ΓΕΕΑ προθεσμίας απόσπασμα στην αγγλική από τη βάση δεδομένων του Urząd Patentowy Rzeczypospolitej Polskiej, συνοδευόμενο από ενσωματωμένη στο έγγραφο αυτό μετάφραση στη γερμανική, παραπέμπει δε στις παρατηρήσεις της σχετικά με το προγενέστερο λεκτικό πολωνικό σήμα.

61      Εντούτοις, τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

62      Συγκεκριμένα, από τον φάκελο της ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίας προκύπτει ότι το προπεριγραφέν στη σκέψη 58 έγγραφο που εμφάνισε η προσφεύγουσα ως απόσπασμα από τις βάσεις δεδομένων του Urząd Patentowy Rzeczypospolitej Polskiej περιέχει δύο μόνον ενδείξεις στη γλώσσα διαδικασίας ενώπιον του ΓΕΕΑ. Πρόκειται, αφενός, για τον όρο «wörtlich-grafisch» και, αφετέρου, για τις λέξεις «Spielen, Spielzeugen, Sportartikeln». Όπως, όμως, προκύπτει, εμμέσως πλην σαφώς, από το σημείο 38 του δικογράφου της προσφυγής, σε συνδυασμό με τα σημεία του 30 και 32, η προσφεύγουσα παραδέχθηκε ότι οι ενδείξεις προστέθηκαν στο έγγραφο αυτό και ότι, επομένως, αποτελούν μετάφρασή του. Ωστόσο, η μετάφραση αυτή δεν υποβλήθηκε με χωριστό έγγραφο. Συνεπώς, δεν πληροί, πάντως, τις τυπικές προϋποθέσεις που υπομνήσθηκαν ανωτέρω με τη σκέψη 24. Συνακολούθως, το τμήμα προσφυγών, στο οποίο έχει απονεμηθεί δέσμια αρμοδιότητα, ήταν υποχρεωμένο να μη λάβει υπόψη του το επίμαχο έγγραφο. Ως εκ τούτου, το μόνο συμπέρασμα που μπορούσε να συναγάγει από αυτό ήταν ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη, το κύρος ή το εύρος της προστασίας των δικαιωμάτων που σχετίζονται με την αίτηση καταχωρίσεως του εικονιστικού πολωνικού σήματος.

63      Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι η ως άνω κρίση δεν αναιρείται από κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα σχετικά με το προγενέστερο λεκτικό πολωνικό σήμα (βλ. σκέψεις 47 έως 55 ανωτέρω).

 Επί του προγενέστερου διεθνούς σήματος

64      Από τον φάκελο της ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίας προκύπτει ότι, προς απόδειξη της υπάρξεως, του κύρους και του εύρους της προστασίας του προγενέστερου διεθνούς σήματος, η προσφεύγουσα προσκόμισε ενώπιον των τμημάτων του ΓΕΕΑ ένα μόνον έγγραφο. Πρόκειται για έγγραφο που περιγράφεται από την προσφεύγουσα ως αντίγραφο αποσπάσματος από τις βάσεις δεδομένων του Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΔΙ). Το έγγραφο αυτό έχει τη μορφή καταλόγου τυπογραφικών ενδείξεων σε φύλλο χωρίς κεφαλίδα. Στο έγγραφο αυτό, αναγράφεται ο αριθμός 541 και κατόπιν η ένδειξη «Reproduction of the mark where the mark is represented in standard characters» (Αναπαράσταση του σήματος στην οποία το σήμα αναγράφεται με τους συνήθεις χαρακτήρες), ενώ μετά τον αριθμό 511 αναγράφονται τα εξής: «28 Games and playthings, sporting articles. Jeux et jouets, articles de sport. Spielen und Spielzeugen, Sportartikeln [παίγνια, παιχνίδια, είδη αθλητισμού, στην αγγλική, γαλλική και γερμανική γλώσσα]».

65      Με τη σκέψη 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το έγγραφο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί εκδοθέν από τον ΠΟΔΙ. Συγκεκριμένα, το εν λόγω έγγραφο περιέχει σημειώσεις στα γερμανικά, στοιχείο που αντιβαίνει στην πρακτική του ΠΟΔΙ.

66      Επιπλέον, το τμήμα προσφυγών επισήμανε, στη σκέψη 20 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η «προσθήκη γερμανικών λέξεων δεν πληροί την προϋπόθεση περί μεταφράσεως, διότι ελλείπει ο αναγκαίος διαχωρισμός μεταξύ πρωτοτύπου εγγράφου και μεταφράσεως».

67      Υπό τις συνθήκες αυτές, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το έγγραφο που προσκομίσθηκε ενώπιόν του δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη, καθόσον δεν αποτελούσε αποδεικτικό στοιχείο κατά την έννοια του κανόνα 19, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2868/95 και δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις περί μεταφράσεως τις οποίες θέτει ο κανόνας 19, παράγραφος 3, του ιδίου κανονισμού.

68      Η κρίση αυτή του τμήματος προσφυγών πρέπει να θεωρηθεί νόμιμη.

69      Συγκεκριμένα, από τον φάκελο της ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίας προκύπτει ότι το προμνημονευθέν στη σκέψη 64 έγγραφο που εμφανίσθηκε από την προσφεύγουσα ως αντίγραφο αποσπάσματος από τις βάσεις δεδομένων του ΠΟΔΙ περιέχει μία μόνον ένδειξη στη γλώσσα της διαδικασίας ενώπιον του ΓΕΕΑ. Πρόκειται για τις λέξεις «Spielen und Spielzeugen, Sportartikeln». Όπως, όμως, προκύπτει από τα σημεία 42 έως 44 του δικογράφου της προσφυγής, η προσφεύγουσα παραδέχεται ότι το εν λόγω έγγραφο «συμπληρώθηκε» με «στοιχεία στη γερμανική», τα οποία αποτελούν «μετάφραση» του εγγράφου αυτού. Ωστόσο, η μετάφραση αυτή δεν υποβλήθηκε με χωριστό έγγραφο. Επομένως, δεν πληροί, πάντως, τις τυπικές προϋποθέσεις που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 24 ανωτέρω.

70      Συνακολούθως, το τμήμα προσφυγών, στο οποίο έχει απονεμηθεί δέσμια αρμοδιότητα, ήταν υποχρεωμένο να μη λάβει υπόψη του το επίμαχο έγγραφο. Στο πλαίσιο αυτό, επομένως, μπορούσε μόνο να αποφανθεί ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη, το κύρος ή το εύρος της προστασίας του προγενέστερου διεθνούς σήματος.

71      Πρέπει να επισημανθεί ότι κανένα από τα τέσσερα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα δεν δύναται να θέσει εν αμφιβόλω την ως άνω κρίση.

72      Με το πρώτο επιχείρημα, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι κατέθεσε, εντός της ταχθείσας από το ΓΕΕΑ προθεσμίας, απόσπασμα από την επίσημη βάση δεδομένων του ΠΟΔΙ και ειδικότερα από τη βάση δεδομένων που ονομάζεται «Madrid express database», συνοδευόμενο από μετάφραση στα γερμανικά η οποία είναι ενσωματωμένη στο έγγραφο αυτό. Λαμβανομένου υπόψη του τύπου τον οποίο έχει περιβληθεί, το έγγραφο αυτό πρέπει, κατά την προσφεύγουσα, να γίνει δεκτό ότι εκδόθηκε από τον ΠΟΔΙ. Τα αποσπάσματα από τη βάση δεδομένων Madrid express database συντάσσονται πράγματι σύμφωνα με συγκεκριμένο πρότυπο, το οποίο είναι γνωστό στο τμήμα προσφυγών και με το οποίο είναι σύμφωνο το προσκομισθέν απόσπασμα.

73      Με το δεύτερο επιχείρημα, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί η γνησιότητα του προσκομισθέντος από αυτήν εγγράφου απλώς και μόνον επειδή προστέθηκαν στο έγγραφο αυτό στοιχεία στη γερμανική γλώσσα. Κατά την προσφεύγουσα, από τον κανόνα 19, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95 προκύπτει ότι επιτρέπεται η μετάφραση εγγράφου απλώς με την προσθήκη σημειώσεων στο έγγραφο αυτό.

74      Με το τρίτο επιχείρημά της, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο κανονισμός 2868/95 δεν καθορίζει τον τύπο τον οποίο πρέπει να περιβληθεί το απόσπασμα αυτό. Επομένως, δεν μπορεί να απαιτείται, κατά την προσφεύγουσα, συγκεκριμένος τύπος.

75      Εντούτοις, τα τρία αυτά επιχειρήματα είναι παντελώς αβάσιμα.

76      Συγκεκριμένα, το τμήμα προσφυγών έκρινε βεβαίως ότι το προπεριγραφέν στη σκέψη 64 έγγραφο δεν ήταν γνήσιο. Ωστόσο, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 66 ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτός δεν ήταν ο μοναδικός λόγος για τον οποίο το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη το συγκεκριμένο έγγραφο. Διαπίστωσε επίσης ότι δεν υποβλήθηκε μετάφραση του εν λόγω εγγράφου σε χωριστό έγγραφο. Όπως, όμως, προκύπτει από τη σκέψη 70 ανωτέρω, ο λόγος αυτός, το βάσιμο του οποίου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί λυσιτελώς από κανένα από τα τρία προεκτεθέντα επιχειρήματα, αρκούσε προς αιτιολόγηση της αποφάσεως να μη ληφθεί υπόψη το επίμαχο έγγραφο.

77      Με το τέταρτο επιχείρημά της, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι, κατά τις κατευθυντήριες οδηγίες του ΓΕΕΑ (σελίδα 32 του μέρους C.1 των κατευθυντηρίων οδηγιών, στην αγγλική γλώσσα), απόσπασμα από αυτή τη βάση μπορεί να αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο της υπάρξεως, του κύρους και του εύρους της προστασίας των προγενέστερων δικαιωμάτων.

78      Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε πεπλανημένη ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

79      Συγκεκριμένα, ουδόλως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το τμήμα προσφυγών αμφισβήτησε ότι ένα γνήσιο απόσπασμα από τις βάσεις δεδομένων του ΠΟΔΙ δύναται αφεαυτού να αποδείξει την ύπαρξη, το κύρος και το εύρος της προστασίας διεθνούς σήματος.

80      Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

81      Η κρίση αυτή δεν αναιρείται από την επίκληση, προς στήριξη του υπό εξέταση λόγου ακυρώσεως, των κατευθυντήριων οδηγιών του ΓΕΕΑ, οι οποίες πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις των κανονισμών 207/2009 και 2868/95, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 29 ανωτέρω.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

82      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, μέχρι της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, μπορούσε ευλόγως να σχηματίσει την πεποίθηση, λαμβάνοντας υπόψη τις ενδείξεις που είχε παράσχει το ΓΕΕΑ, ιδίως με τις κατευθυντήριες οδηγίες του, ότι τα έγγραφα που είχε προσκομίσει ενώπιον του ΓΕΕΑ ήταν επαρκή για να αποδειχθεί η ύπαρξη, το κύρος και το εύρος της προστασίας των προγενέστερων σημάτων της.

83      Πριν εξετασθούν τα τέσσερα επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη αυτού του λόγου ακυρώσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα επικλήσεως της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης παρέχεται σε κάθε ιδιώτη στον οποίο η διοίκηση της Ένωσης έχει δημιουργήσει βάσιμες προσδοκίες, παρέχοντάς του ιδίως συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις [αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 2006, C‑182/03 και C‑217/03, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑5479, σκέψη 147, και της 25ης Οκτωβρίου 2007, C‑167/06 P, Κομνηνού κ.λπ. κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 63· βλ. παρατεθείσα στη σκέψη 25 ανωτέρω απόφαση BIOMATE, σκέψη 80 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί, αφενός μεν, ότι τέτοιες διαβεβαιώσεις αποτελούν, ανεξαρτήτως της μορφής με την οποία κοινοποιήθηκαν, ακριβείς, άνευ επιφυλάξεων και συγκλίνουσες πληροφορίες (προπαρατεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου Κομνηνού κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 63, και απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2010, C‑537/08 P, Kahla Thüringen Porzellan κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I‑12917, σκέψη 63), αφετέρου δε, ότι διαβεβαιώσεις μη λαμβάνουσες υπόψη τις εφαρμοστέες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν είναι δυνατό να δημιουργήσουν βάσιμες προσδοκίες [βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Φεβρουαρίου 1986, 162/84, Βλάχου κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1986, σ. 481, σκέψη 6· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 5ης Νοεμβρίου 2002, T‑205/01, Ronsse κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ. Υπ. 2002, σ. I‑A-211 και II‑1065, σκέψη 54, της 16ης Μαρτίου 2005, T‑329/03, Ricci κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ. Υπ. 2005, σ. I‑A‑69 και II‑315, σκέψη 79, και της 9ης Ιουλίου 2008, T‑304/06, Reber κατά ΓΕΕΑ — Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli (Mozart), Συλλογή 2008, σ. II‑1927, σκέψη 64].

 Επί του πρώτου επιχειρήματος

84      Με το πρώτο επιχείρημά της, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 2868/95, έπρεπε να ληφθούν υπόψη άπαντα τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε ενώπιον του ΓΕΕΑ.

85      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατά τον κανονισμό αυτό, επιτρέπεται, ιδίως, η απόδειξη της καταχωρίσεως ή της ανανεώσεως της ισχύος των προγενέστερων σημάτων βάσει αποσπασμάτων από τις βάσεις δεδομένων του Urząd Patentowy Rzeczypospolitej Polskiej ή του ΠΟΔΙ. Δεύτερον, στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, η ανακόπτουσα δύναται να «προσκομίσει, προς στήριξη της ανακοπής της, επιπλέον έγγραφα σχετικά με την ύπαρξη, το κύρος και το εύρος [της προστασίας] των προγενέστερων δικαιωμάτων (υπό τον όρο της εμπρόθεσμης υποβολής)». Τρίτον, η μετάφραση στη γλώσσα διαδικασίας των προσκομισθέντων εγγράφων δεν είναι απαραίτητο να περιβληθεί αυστηρώς καθορισμένο τύπο. Τέταρτον, στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, η ανακόπτουσα μπορεί να προσκομίσει «συμπληρωματικές μεταφράσεις όσον αφορά το αυτό προγενέστερο δικαίωμα (υπό τον όρο της εμπρόθεσμης υποβολής)». Πέμπτον, δεν απαιτείται να «εξηγηθούν στη γλώσσα διαδικασίας όλα τα στοιχεία των εγγράφων που αφορούν τα προγενέστερα σήματα».

86      Εντούτοις, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα αυτό, το οποίο, εξάλλου, είναι αλυσιτελές για να καταδειχθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και, κατ’ ουσίαν, αποτελεί απλώς αναδιατύπωση του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται με το δικόγραφο της προσφυγής.

87      Συγκεκριμένα, από τις ανωτέρω σκέψεις 45, 62 και 70 προκύπτει ότι, δυνάμει των διατάξεων του κανονισμού 2868/95, το τμήμα προσφυγών ήταν υποχρεωμένο να διαπιστώσει ότι τρία εκ των εγγράφων που προσκομίσθηκαν ενώπιόν του δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη, ενώ το τέταρτο έγγραφο δεν καθιστούσε δυνατή την εκτίμηση του εύρους της προστασίας που παρέχεται σε ένα από τα σήματα που επικαλείται η προσφεύγουσα.

 Προκειμένου περί του δευτέρου επιχειρήματος

88      Με το δεύτερο επιχείρημά της, η προσφεύγουσα παραπέμπει, μέσω διαδικτυακών συνδέσμων, σε δύο χωριστά έγγραφα. Το πρώτο αφορά τις κατευθυντήριες οδηγίες του ΓΕΕΑ στην «τελική έκδοσή τους» η οποία έχει συνταχθεί σε αγγλική γλώσσα και ανάγεται στον «Νοέμβριο του 2007». Το δεύτερο έγγραφο στο οποίο παραπέμπει η προσφεύγουσα είναι η ενοποιημένη έκδοση, σε αγγλική γλώσσα, των κατευθυντηρίων οδηγιών του ΓΕΕΑ, η οποία φέρει τον τίτλο «Manual of Trade Mark Practice». Το έγγραφο αυτό δεν περιλαμβάνει μόνον το κείμενο των κατευθυντηρίων οδηγιών του ΓΕΕΑ ως είχαν στην «τελική έκδοση» του «Νοεμβρίου του 2007», αλλά και τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις των οδηγιών αυτών του ΓΕΕΑ.

89      Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι το ΓΕΕΑ, αν είχε ακολουθήσει τις ίδιες τις κατευθυντήριες οδηγίες του, θα έπρεπε να λάβει υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα κατά τη διαδικασία ανακοπής.

90      Πρώτον, από τις οδηγίες αυτές συνάγεται, κατά την προσφεύγουσα, ότι αποσπάσματα από τις επίσημες βάσεις δεδομένων «εθνικού γραφείου» μπορούν να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά στοιχεία των προγενέστερων δικαιωμάτων που προβάλλονται προς στήριξη ανακοπής (σελίδες 32 και 35 του μέρους C.1 των κατευθυντήριων οδηγιών· σελίδες 37 και 38 του προμνημονευθέντος στη σκέψη 88 «Manual of Trade Mark Practice»).

91      Δεύτερον, βάσει των οδηγιών αυτών επιτρέπεται σε κάθε μετέχοντα σε διαδικασία ενώπιον του ΓΕΕΑ να προσκομίζει «άλλα έγγραφα σχετικά με τα προγενέστερα δικαιώματα, τα οποία συμπληρώνουν τα ήδη προσκομισθέντα στοιχεία» (σελίδα 38 του προμνημονευθέντος στη σκέψη 88 «Manual of Trade Mark Practice»). Δηλαδή, οι προϋποθέσεις περί της υπάρξεως, του κύρους και του εύρους της προστασίας των προγενέστερων δικαιωμάτων δεν απαιτείται να αποδεικνύονται κατ’ ανάγκη με την προσκόμιση ενός μόνον εγγράφου.

92      Τρίτον, οι εν λόγω οδηγίες δεν επιβάλλουν να μεταφράζονται στη γλώσσα διαδικασίας της ανακοπής «όλα τα στοιχεία των εγγράφων που αποδεικνύουν τα προγενέστερα δικαιώματα (εκ των προγενεστέρων σημάτων)». Ειδικότερα, δεν απαιτούν την υποβολή μεταφράσεως ή «επεξηγήσεως» των «κωδικών INID» και των «εθνικών κωδικών» (σελίδα 34 του μέρους C.1 των κατευθυντήριων οδηγιών· σελίδα 41 του προμνημονευθέντος στη σκέψη 88 «Manual of Trade Mark Practice»).

93      Τέταρτον, από τις οδηγίες αυτές συνάγεται ότι ουδόλως είναι υποχρεωτική η υποβολή μεταφράσεως στη γλώσσα διαδικασίας «των στοιχείων που αφορούν τα προγενέστερα δικαιώματα σε αυτοτελές έγγραφο (δηλαδή σε χωριστό από το ίδιο το μεταφραζόμενο έγγραφο)» (σελίδα 37 του μέρους C.1 των κατευθυντήριων οδηγιών· σελίδα 44 του προμνημονευθέντος στη σκέψη 88 «Manual of Trade Mark Practice»).

94      Η επιχειρηματολογία αυτή, όμως, πρέπει να απορριφθεί.

95      Βεβαίως, μολονότι δεν μπορούν, αφεαυτών, να κατισχύσουν των διατάξεων των κανονισμών 207/2009 και 2868/95 (βλ. ανωτέρω σκέψη 29), οι οδηγίες του ΓΕΕΑ μπορούν να προβληθούν λυσιτελώς ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης προς στήριξη λόγου αντλούμενου από παραβίαση γενικής αρχής του δικαίου, όπως είναι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, εάν, ιδίως, παρέχουν συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες πληροφορίες σε διοικούμενο και εφόσον λαμβάνουν υπόψη τις διατάξεις των κανονισμών 207/2009 και 2868/95.

96      Εντούτοις, η διαλαμβανόμενη στη σκέψη 88 «τελική έκδοση» των οδηγιών του ΓΕΕΑ απορρέει από την απόφαση EX‑07‑6 του προέδρου του ΓΕΕΑ, της 29ης Νοεμβρίου 2007, περί εκδόσεως οδηγιών σχετικά με τις ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίες, η οποία δημοσιεύθηκε στην «ηλεκτρονική επίσημη εφημερίδα [του ΓΕΕΑ] του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2007». Όμως, αφενός από τον φάκελο της ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίας και ειδικότερα από επιστολή της προσφεύγουσας που φέρει την ημερομηνία της 20ής Ιουλίου 2007 προκύπτει ότι τα έγγραφα με τα οποία η προσφεύγουσα σκοπούσε να αποδείξει την ύπαρξη, το κύρος και το εύρος της προστασίας των προγενέστερων δικαιωμάτων της προσκομίσθηκαν ενώπιον του τμήματος ανακοπών του ΓΕΕΑ πριν τις 29 Νοεμβρίου 2007. Αφετέρου, η προσφεύγουσα δεν δικαιολογεί το πώς ήταν εφαρμοστέα, πριν τις 29 Νοεμβρίου 2007, η «τελική έκδοση» των κατευθυντήριων οδηγιών του ΓΕΕΑ στην οποία παραπέμπει. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι βάσει των εν λόγω οδηγιών θα μπορούσαν να δημιουργηθούν στην προσφεύγουσα οι οποιεσδήποτε προσδοκίες ως προς το παραδεκτό των προαναφερθέντων εγγράφων.

97      Εν πάση περιπτώσει, πρέπει, πρώτον, να επισημανθεί ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας στηρίζεται, εν μέρει, σε πεπλανημένη ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η προσφεύγουσα (βλ. σκέψη 90 ανωτέρω), ουδέποτε ισχυρίσθηκε το τμήμα προσφυγών ότι αποσπάσματα από τις βάσεις δεδομένων εθνικής αρχής δεν μπορούν να προβληθούν προς στήριξη ανακοπής. Ομοίως, αντιθέτως προς ό,τι υπονοεί η προσφεύγουσα (βλ. σκέψη 91 ανωτέρω), σε κανένα σημείο του σκεπτικού του δεν αποφάνθηκε το τμήμα προσφυγών ότι η ύπαρξη, το κύρος και το εύρος της προστασίας δικαιώματος ή σήματος πρέπει να αποδεικνύονται με την προσκόμιση ενός μόνον εγγράφου.

98      Δεύτερον, από τη σελίδα 31 του αγγλικού κειμένου του μέρους C.1 των κατευθυντήριων οδηγιών του ΓΕΕΑ, όπως τις επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα, προκύπτει ότι το σημείο C.II του μέρους αυτού, που φέρει τον τίτλο «Απόδειξη της υπάρξεως και του κύρους των προγενέστερων δικαιωμάτων», προβλέπει τα εξής:

«Τα αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά [την ύπαρξη, το κύρος και το εύρος της προστασίας των προγενέστερων δικαιωμάτων που επικαλείται η ανακόπτουσα] πρέπει να προσκομίζονται στη γλώσσα διαδικασίας ή να συνοδεύονται από μετάφραση.»

99      Από τις σελίδες 36 και 37 του αγγλικού κειμένου του μέρους C.1 των κατευθυντήριων οδηγιών του ΓΕΕΑ, όπως τις επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα, προκύπτει ότι το σημείο C.II.2 του μέρους αυτού, που φέρει τον τίτλο «Μεταφράσεις των αποδεικτικών στοιχείων για την καταχώριση σήματος», προβλέπει τα εξής:

«[…Τ]α αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει ο ανακόπτων […] καθώς και οποιοδήποτε άλλο προσκομιζόμενο έγγραφο ή πιστοποιητικό […] πρέπει να έχουν συνταχθεί στη γλώσσα διαδικασίας ή να συνοδεύονται από μετάφραση […]

Ο κανόνας 98, παράγραφος 1, ορίζει ότι η μετάφραση αναπαράγει τη δομή και το περιεχόμενο του πρωτότυπου εγγράφου. Καταρχήν, πρέπει να μεταφράζεται συνολικά το έγγραφο, ακολουθώντας τη διάταξη του πρωτοτύπου.

Ειδικότερα, δεν γίνεται δεκτή μετάφραση μόνον των τμημάτων τα οποία ο ανακόπτων θεωρεί “ουσιώδη” ή μόνον των τμημάτων “τα οποία τεκμαίρεται ότι δεν θα κατανοήσει ο αιτών” […]

Η μετάφραση πρέπει να γίνεται αυτοτελώς και να μην αποτελεί συμπίλημα αποσπασμάτων άλλων εγγράφων […]

Εντούτοις, το Γ[ΕΕΑ] μπορεί να ανεχθεί την παράλειψη μεταφράσεως των τίτλων των στοιχείων που περιέχει το πιστοποιητικό (όπως “ημερομηνία υποβολής”, “κατοχύρωση χρώματος ή χρωμάτων”), εφόσον μπορούν να ταυτοποιηθούν βάσει των συνήθων εθνικών κωδικών ή των κωδικών INID.

Ο ανακόπτων δεν υποχρεούται να προσκομίσει μετάφραση στη γλώσσα διαδικασίας της επεξηγήσεως του INID ή των εθνικών κωδικών.

Οι στερούμενες εν προκειμένω σημασίας σημειώσεις της διοικήσεως ή τα στοιχεία που δεν ασκούν επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση δεν απαιτείται να μεταφράζονται […]

Το Γ[ΕΕΑ] δέχεται απλές μεταφράσεις που έχουν συνταχθεί από οποιονδήποτε. […] Το Γ[ΕΕΑ] δέχεται ακόμη και τις χειρόγραφες σημειώσεις επί των αντιγράφων των πρωτότυπων πιστοποιητικών, οι οποίες διευκρινίζουν τη σημασία των διαφόρων στοιχείων στη γλώσσα διαδικασίας, υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, οι ενδείξεις αυτές να είναι πλήρεις κι ευανάγνωστες […]»

100    Διατεινόμενη, όπως υπομνήσθηκε στην ανωτέρω σκέψη 92, ότι βάσει των κατευθυντήριων οδηγιών του ΓΕΕΑ δεν απαιτείται να μεταφράζονται στη γλώσσα διαδικασίας της ανακοπής «όλα τα στοιχεία των εγγράφων που προσκομίζονται προς απόδειξη των προγενέστερων δικαιωμάτων (των προγενέστερων σημάτων)», η προσφεύγουσα ερμήνευσε πεπλανημένα τα όσα προβλέπουν κατά τα εκτεθέντα στις προηγούμενες σκέψεις οι κατευθυντήριες οδηγίες του ΓΕΕΑ. Συγκεκριμένα, βάσει των οδηγιών αυτών επιβάλλεται στον ανακόπτοντα υποχρέωση να μεταφράσει το σύνολο των προσκομιζομένων αποδεικτικών στοιχείων που έχουν συνταχθεί σε γλώσσα διαφορετική από τη γλώσσα διαδικασίας, ενώ παρέκκλιση από την υποχρέωση αυτή χωρεί μόνον όσον αφορά τις «στερούμενες εν προκειμένω σημασίας σημειώσεις της διοικήσεως», τα «στοιχεία που δεν ασκούν επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση» και την «επεξήγηση του INID ή των εθνικών κωδικών». Επιπλέον, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα ότι οι εν λόγω οδηγίες δεν επιβάλλουν την υποβολή μεταφράσεως ή «επεξηγήσεως» των «κωδικών INID» και των «εθνικών κωδικών» στερείται παντελώς σημασίας στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, δεδομένου ότι το τμήμα προσφυγών δεν διατύπωσε τέτοια απαίτηση.

101    Τρίτον, όπως υπομνήσθηκε στην ανωτέρω σκέψη 99, το σημείο C.II.2 του μέρους C.1 των κατευθυντήριων οδηγιών του ΓΕΕΑ, στην έκδοση που επικαλείται η προσφεύγουσα, προβλέπει, στην τελευταία περίοδο του κειμένου, ότι το ΓΕΕΑ «δέχεται απλές μεταφράσεις που έχουν συνταχθεί από οποιονδήποτε», «ακόμη και τις χειρόγραφες σημειώσεις επί των αντιγράφων των πρωτότυπων πιστοποιητικών, οι οποίες διευκρινίζουν τη σημασία των διαφόρων στοιχείων στη γλώσσα διαδικασίας, υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, οι ενδείξεις αυτές να είναι πλήρεις κι ευανάγνωστες».

102    Όπως προκύπτει από την ανωτέρω σκέψη 93, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι βάσει των οδηγιών αυτών, το ΓΕΕΑ δέχεται να λάβει υπόψη μεταφράσεις που δεν υποβάλλονται με τη μορφή «αυτοτελούς» εγγράφου, δηλαδή εγγράφου χωριστού από το πρωτότυπο. Επομένως, αρνούμενο να λάβει υπόψη τρία από τα έγγραφα που προσκόμισε η προσφεύγουσα κατά το στάδιο της διαδικασίας ανακοπής, για τον λόγο ότι δεν συνοδεύονταν από μετάφραση υποβληθείσα σε χωριστό έγγραφο από το πρωτότυπο, το τμήμα προσφυγών παρέβη τις κατευθυντήριες οδηγίες του ΓΕΕΑ και παραβίασε, κατά την προσφεύγουσα, την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

103    Επιβάλλεται εντούτοις η διαπίστωση ότι, ακόμη κι αν γίνει δεκτό ότι οι οδηγίες αυτές είχαν καταστεί εφαρμοστέες πριν τις 29 Νοεμβρίου 2007, δηλαδή την ημερομηνία εκδόσεως της διαλαμβανόμενης στην ανωτέρω σκέψη 96 αποφάσεως του προέδρου του ΓΕΕΑ, οι προβλέψεις του σημείου C.II.2 του μέρους C.1 των κατευθυντήριων οδηγιών του ΓΕΕΑ, που προμνημονεύθηκαν στη σκέψη 101, δεν ήταν δυνατό να δημιουργήσουν στην προσφεύγουσα βάσιμες προσδοκίες υπό την έννοια της παρατεθείσας στη σκέψη 83 ανωτέρω νομολογίας.

104    Συγκεκριμένα, εξεταζόμενες αυτοτελώς, οι οδηγίες αυτές θα μπορούσαν να ερμηνευθούν με τον τρόπο τον οποίο προτείνει η προσφεύγουσα (βλ. σκέψη 102 ανωτέρω). Εντούτοις, επιδέχονται και άλλη ερμηνεία, η οποία είναι σύμφωνη με το γράμμα και με τους σκοπούς του κανονισμού 2868/95. Κατά την ερμηνεία αυτή, οσάκις προσκομίζεται πρωτότυπο έγγραφο το οποίο έχει συνταχθεί σε γλώσσα διαφορετική από τη γλώσσα διαδικασίας, το ΓΕΕΑ δέχεται ότι επιτρέπεται να προστεθούν στο έγγραφο αυτό σημειώσεις προκειμένου να καταστεί ευχερέστερη η μελέτη και ο έλεγχος της μεταφράσεως, η οποία υποβάλλεται με χωριστό έγγραφο. Η ερμηνεία αυτή είναι άλλωστε η μόνη συμβατή με τα λοιπά στοιχεία που παρέχουν οι κατευθυντήριες οδηγίες του ΓΕΕΑ. Πράγματι, από τις οδηγίες αυτές συνάγεται ότι η μετάφραση των αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να υποβάλλεται με χωριστό έγγραφο. Όπως υπομνήσθηκε στις ανωτέρω σκέψεις 98 και 99 ανωτέρω, στα σημεία C.II και C.II.2 του μέρους C.1 των οδηγιών αυτών επισημαίνεται ότι τα στοιχεία και οι αποδείξεις που διαλαμβάνονται στον κανόνα 19, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2868/95 πρέπει να προσκομίζονται στη γλώσσα της διαδικασίας ή να «συνοδεύονται» από μετάφραση. Επιπλέον, στο σημείο C.II.2, του οποίου η διατύπωση είναι πανομοιότυπη αυτής του κανόνα 98, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95, διευκρινίζεται ότι «η μετάφραση αναπαράγει τη δομή και το περιεχόμενο του πρωτότυπου εγγράφου». Τέλος, στο ίδιο αυτό σημείο, προστίθεται ότι «[η] μετάφραση πρέπει να γίνεται αυτοτελώς και να μην αποτελεί συμπίλημα αποσπασμάτων άλλων εγγράφων».

105    Επιπλέον, τα στοιχεία που παρέχει το σημείο C.II.2 του μέρους C.1 των κατευθυντήριων οδηγιών του ΓΕΕΑ, όπως τις ερμηνεύει η προσφεύγουσα, δεν συγκλίνουν με τις πληροφορίες που παρέσχε, εν προκειμένω, το ΓΕΕΑ στην προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, από τον φάκελο της ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίας προκύπτει ότι, με την από 19 Μαρτίου 2007 επιστολή, απευθυνόμενη στην προσφεύγουσα κατά το στάδιο της διαδικασίας ανακοπής, το ΓΕΕΑ επισήμανε, άνευ αμφισημίας, ότι οποιαδήποτε μετάφραση εγγράφου που δεν είχε συνταχθεί στη γλώσσα διαδικασίας έπρεπε να υποβληθεί «με τη μορφή χωριστού εγγράφου» και έπρεπε να αναπαράγει τη δομή και το περιεχόμενο του πρωτοτύπου. Όμως, από τον φάκελο της ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίας προκύπτει επίσης ότι, σε τηλεομοιοτυπία με ημερομηνία της 20ής Ιουλίου 2007, η προσφεύγουσα μνημονεύει «απαίτηση» του ΓΕΕΑ, της 19ης Μαρτίου 2007. Δεδομένου ότι από τον φάκελο της ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίας δεν προκύπτει ότι το ΓΕΕΑ απηύθυνε στην προσφεύγουσα στις 19 Μαρτίου 2007 άλλη επιστολή εκτός της προμνημονευθείσας, η εν λόγω μνεία δηλώνει ότι η προσφεύγουσα έλαβε πράγματι την επιστολή αυτή. Στο πλαίσιο αυτό, ως συνετή και ενημερωμένη επιχείρηση, όφειλε να προβλέψει ότι ήταν δυνατό η εκ μέρους της ερμηνεία των οδηγιών του ΓΕΕΑ να αποδειχθεί πεπλανημένη και να ληφθεί από τμήμα του ΓΕΕΑ μέτρο αντίθετο προς τα συμφέροντά της.

106    Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίξει βάσιμα ότι το τμήμα προσφυγών παραβίασε την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, μη λαμβάνοντας υπόψη τα αποσπάσματα από βάση δεδομένων που εκείνη προσκόμισε, για τον λόγο ότι η μετάφρασή τους δεν υποβλήθηκε σε χωριστό έγγραφο.

 Επί του τρίτου επιχειρήματος

107    Με το τρίτο επιχείρημά της, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι μπορούσε να έχει τη βάσιμη πεποίθηση, λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών, ότι απέδειξε δεόντως την ύπαρξη, το κύρος και το εύρος της προστασίας του προγενέστερου λεκτικού πολωνικού σήματος. Διατείνεται, επομένως, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η απόφαση του τμήματος ανακοπών της δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες, κατά την έννοια της παρατεθείσας στη σκέψη 83 ανωτέρω νομολογίας.

108    Το επιχείρημα αυτό, όμως, πρέπει να απορριφθεί.

109    Συγκεκριμένα, από το άρθρο 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι, κατόπιν της επί της ουσίας εξετάσεως της προσφυγής, το τμήμα προσφυγών αποφαίνεται επί της προσφυγής, δυνάμενο «να ασκήσει τις αρμοδιότητες του τμήματος που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση», δηλαδή, εν προκειμένω, να αποφανθεί το ίδιο επί της ανακοπής, απορρίπτοντάς την ή κηρύσσοντάς την βάσιμη, επικυρώνοντας ή ακυρώνοντας ως προς τούτο την προσβαλλόμενη απόφαση. Δηλαδή, συνεπεία της προσφυγής της οποίας έχει επιληφθεί, το τμήμα προσφυγών καλείται να προβεί εκ νέου σε πλήρη επί της ουσίας εξέταση της ανακοπής, τόσο από νομικής απόψεως όσο και από απόψεως πραγματικών περιστατικών (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2007, C‑29/05 P, ΓΕΕΑ κατά Kaul, Συλλογή 2007, σ. I‑2213, σκέψεις 56 και 57).

110    Ως εκ τούτου, απόφαση τμήματος ανακοπών, όπως η διαλαμβανόμενη στην ανωτέρω σκέψη 11, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι συνιστά συμπεριφορά της διοικήσεως της Ένωσης δυνάμενη να δημιουργήσει βάσιμες προσδοκίες στον ανακόπτοντα.

 Επί του τετάρτου επιχειρήματος

111    Με το τέταρτο επιχείρημά της, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι το τμήμα προσφυγών δεν επισήμανε, πριν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα ήταν ανεπαρκή. Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι, στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορούσε, ελλείψει οποιασδήποτε αμφιβολίας περί της ορθότητας της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών, να «εξετάσει το ενδεχόμενο να προσκομίσει, στο πλαίσιο της κατ’ αντιμωλία συζητήσεως […], νέα έγγραφα σχετικά με τα προγενέστερα δικαιώματά της».

112    Το επιχείρημα αυτό, όμως, πρέπει να απορριφθεί.

113    Αφενός, για τους λόγους που επισημάνθηκαν στη σκέψη 109 ανωτέρω, το γεγονός ότι το τμήμα προσφυγών δεν γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα ότι επρόκειτο να επανεξετάσει ορισμένες από τις εκτιμήσεις του τμήματος ανακοπών δεν δύναται, αφεαυτού, να συνιστά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

114    Αφετέρου, η προσφεύγουσα δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υποστηρίζει βάσιμα ότι δεν είχε κανένα λόγο να προσκομίσει νέα αποδεικτικά στοιχεία ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Συγκεκριμένα, από τον φάκελο της ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίας προκύπτει ότι, ενώπιον του τμήματος προσφυγών, η παρεμβαίνουσα υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι δεν «είχε αποδειχθεί επαρκώς» η προστασία εκάστου εκ των σημάτων τα οποία είχε επικαλεσθεί η προσφεύγουσα.

115    Από το σύνολο των ανωτέρω συνάγεται ότι πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως και ότι, κατά συνέπεια, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

116    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του ΓΕΕΑ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Interkobo sp. z o.o. στα δικαστικά έξοδα.

Czúcz

Labucka

Γρατσίας

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 27 Ιουνίου 2012.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.