Language of document : ECLI:EU:T:2011:734

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 13ης Δεκεμβρίου 2011

Υπόθεση T‑311/09 P

Luigi Marcuccio

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Κοινωνική ασφάλιση – Επιστροφή ιατρικών δαπανών – Απορριπτική απόφαση της Επιτροπής για την επιστροφή σε ποσοστό 100 % ορισμένων ιατρικών δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε ο αναιρεσείων – Παραμόρφωση – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Εξέταση – Βλαπτική πράξη – Δεδικασμένο – Εκκρεμοδικία – Βεβαιωτική πράξη»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως της διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 20ής Μαΐου 2009, στην υπόθεση F‑73/08, Marcuccio κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. σ. I‑A‑1‑145 και II‑A‑1‑819), με αίτημα την εξαφάνιση της διατάξεως αυτής.

Απόφαση:      Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο Luigi Marcuccio φέρει τόσο τα δικαστικά του έξοδα όσο και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

Περίληψη

1.      Διαδικασία – Αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων – Περιεχόμενο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 36 και παράρτημα I, άρθρο 7 § 1)

2.      Υπάλληλοι – Βλαπτική απόφαση – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 25, εδ. 2, και 90 § 2)

3.      Αναίρεση – Λόγοι – Ανεπαρκής αιτιολογία

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25, εδ. 2)

4.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Έννοια – Βεβαιωτική πράξη – Δεν εμπίπτει

(Άρθρο 233 ΕΚ· άρθρο 266 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

1.      Καίτοι η υποχρέωση του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αιτιολογεί τις αποφάσεις του δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως συνεπαγόμενη την υποχρέωσή του να απαντά λεπτομερώς σε κάθε επιχείρημα που προβάλλουν οι διάδικοι, ειδικότερα όταν δεν είναι αρκούντως σαφές και ακριβές και δεν στηρίζεται σε πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία, ο δικαστής πρέπει τουλάχιστον να εξετάζει κάθε προβαλλόμενη ενώπιόν του προσβολή δικαιώματος.

(βλ. σκέψη 34)


Παραπομπή:

ΓΔΕΕ, 8 Ιουνίου 2009, T‑498/07 P, Krcova κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑B‑1‑35 και II‑B‑1‑197, σκέψεις 34 και 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Η επιβαλλόμενη από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 25, δεύτερο εδάφιο, και 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ υποχρέωση της Διοικήσεως για αιτιολόγηση έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις για να εκτιμήσει το βάσιμο της απορρίψεως του αιτήματός του και τη σκοπιμότητα της ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης και, αφετέρου, στον δικαστή τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του.

Προκύπτει, επομένως, ότι η αιτιολογία αποφάσεως πρέπει, κατ’ αρχήν, να ανακοινώνεται στον ενδιαφερόμενο ταυτοχρόνως με την απόφαση που τον βλάπτει και ότι η πλημμέλεια που οφείλεται στην ελλιπή αιτιολόγηση της εν λόγω αποφάσεως μπορεί να θεραπευτεί αποκλειστικώς προ της ασκήσεως δικαστικής προσφυγής κατ’ αυτής. Εξάλλου, η αιτιολογία αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται διοικητική ένσταση λογίζεται ότι συμπίπτει με την αιτιολογία της αποφάσεως κατά της οποίας στράφηκε η ένσταση αυτή. Η αρχή αυτή ισχύει επίσης και ως προς τις αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο των κανόνων σχετικά με την κάλυψη των κινδύνων ασθενείας των υπαλλήλων της Ένωσης –με τους οποίους καθιερώθηκε κοινό σύστημα υγειονομικής ασφαλίσεως για όλα τα θεσμικά όργανα της Ένωσης–, εκ των οποίων το άρθρο 35 παραπέμπει στην προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 42 και 43)


Παραπομπή:

ΔΕΕ, 26 Νοεμβρίου 1981, 195/80, Michel κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1981, σ. 2861, σκέψη 22· 28 Φεβρουαρίου 2008, C‑17/07 P, Neirinck κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑B‑1‑133 και II‑B‑1‑807, σκέψη 50

ΓΔΕΕ, 11 Ιουλίου 2007, T‑93/03, Κονιδάρης κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑A‑2‑149 και II‑A‑2‑1045, σκέψεις 49 και 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 9 Δεκεμβρίου 2009, T‑377/08 P, Επιτροπή κατά Birkhoff, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑B‑1‑133 και II‑B‑1‑807, σκέψη 55

3.      Το ζήτημα του περιεχομένου της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως συνιστά νομικό ζήτημα το οποίο υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, ο έλεγχος της νομιμότητας μιας αποφάσεως, ο οποίος ασκείται στο πλαίσιο αυτό από το Γενικό Δικαστήριο, πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης προκειμένου να διαπιστώσει την επάρκεια ή την ανεπάρκεια της αιτιολογίας.

(βλ. σκέψη 51)


Παραπομπή:

ΓΔΕΕ, Επιτροπή κατά Birkhoff, προπαρατεθείσα, σκέψη 55

4.      Η ύπαρξη βλαπτικής πράξεως, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, και του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, αποτελεί προϋπόθεση για το παραδεκτό κάθε προσφυγής που ασκείται από υπαλλήλους κατά του οργάνου στο οποίο υπηρετούν.

Αποτελούν τέτοιες πράξεις μόνο τα μέτρα που απορρέουν από την αρμόδια αρχή και περιέχουν την οριστική θέση που έλαβε η Διοίκηση η οποία επάγεται υποχρεωτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν ευθέως και αμέσως τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, τροποποιώντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση.

Ο χαρακτηρισμός προσβαλλομένης πράξεως ως μη βλαπτικής για τον προσφεύγοντα, κατά την έννοια των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, ο οποίος εδράζεται στην εκτίμηση ότι η πράξη αυτή δεν τροποποίησε τη νομική κατάσταση του εν λόγω προσφεύγοντα, η οποία είχε προηγουμένως καθορισθεί με άλλη, βλαπτική για αυτόν, πράξη της Διοικήσεως, δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι, μετά την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως, ακυρώθηκε η βλαπτική πράξη. Στην περίπτωση αυτή, η προσβαλλόμενη πράξη μπορεί να θεωρηθεί μόνο ως απλή συνέπεια της βλαπτικής πράξεως. Εξ αυτών απορρέει ότι, καθόσον η βλαπτική πράξη δεν έχει ακυρωθεί, καλύπτεται από τεκμήριο νομιμότητας και η προσβαλλόμενη πράξη μπορεί να διατηρηθεί, ενώ, όταν η βλαπτική πράξη ακυρωθεί, η διατήρηση ή ανάκληση της προσβαλλομένης πράξεως εξαρτάται από τα μέτρα τα οποία το όργανο ή τα όργανα που εξέδωσαν τη βλαπτική πράξη οφείλουν να λάβουν σε εκτέλεση της αποφάσεως ακυρώσεως, σύμφωνα με την υποχρέωση που υπέχουν κατά το άρθρο 233 ΕΚ (νυν άρθρο 266 ΣΛΕΕ).

(βλ. σκέψεις 73, 74 και 92)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 11 Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 9· ΓΔΕΕ, 30 Ιουνίου 1993, T‑46/90, Devillez κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. 699, σκέψεις 13 και 14· 13 Ιουλίου 1993, T‑20/92, Moat κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II-799, σκέψη 39· 14 Σεπτεμβρίου 1995, T‑480/93 και T‑483/93, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2305, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 13 Δεκεμβρίου 1995, T‑481/93 και T‑484/93, Exporteurs in Levende Varkens κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2941, σκέψη 47· 3 Ιουνίου 1997, T‑196/95, H κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑133 και II‑403, σκέψη 44· 21 Ιουλίου 1998, T‑66/96 και T‑221/97, Mellett κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑449 και II‑1305, σκέψη 83· 17 Δεκεμβρίου 2003, T‑324/02, McAuley κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑337 και II‑1657, σκέψη 28