Language of document : ECLI:EU:C:2019:14

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 10ης Ιανουαρίου 2019 (1)

Υπόθεση C136/17

G. C.,

A. F.,

B. H.,

E. D.

κατά

Commission nationale de l’informatique et des libertés (CNIL)

παρισταμένων των:

Premier ministre,

Google Inc.

[αίτηση του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας, Γαλλία)
για την έκδοση προδικαστικής απόφασης]

«Προδικαστική παραπομπή – Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα – Επεξεργασία των δεδομένων – Φορέας εκμετάλλευσης διαδικτυακής μηχανής αναζήτησης – Αίτηση διαγραφής συνδέσμων – Περιεχόμενο της σχετικής υποχρέωσης – Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποκλειστικά για δημοσιογραφικούς σκοπούς ή για σκοπούς καλλιτεχνικής ή λογοτεχνικής έκφρασης»






I.      Εισαγωγή

1.        Μια από τις κύριες προκλήσεις της εποχής μας συνίσταται στον συμβιβασμό του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με το δικαίωμα πληροφόρησης και την ελευθερία έκφρασης στην εποχή του διαδικτύου. Επομένως, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι, τα τελευταία χρόνια, ενώπιον του Δικαστηρίου έχουν αχθεί αρκετές υποθέσεις στις οποίες εγείρονται νομικά ζητήματα που άπτονται της προβληματικής αυτής.

2.        Μόλις ένα ζήτημα κριθεί και τακτοποιηθεί, ανακύπτουν νέα. Το φαινόμενο αυτό εντείνεται έτι περαιτέρω καθόσον, πολύ συχνά, το νομικό πλαίσιο δεν θεσπίστηκε με την προοπτική να εφαρμοστεί στην εποχή του διαδικτύου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά η υπόθεση της κύριας δίκης, όπως και η υπόθεση C‑507/17, Google (Εδαφικό πεδίο της διαγραφής συνδέσμων), στην οποία αναπτύσσω επίσης σήμερα τις προτάσεις μου: με ποιον τρόπο και σε ποιο μέτρο οι υποχρεώσεις που επιβλήθηκαν από οδηγία για την προστασία των δεδομένων το 1995, ήτοι την οδηγία 95/46 (2), εφαρμόζονται σε μηχανή αναζήτησης όπως η Google, επιχείρηση η οποία ιδρύθηκε το 1998;

3.        Στη θεμελιώδη απόφαση της 13ης Μαΐου 2014, Google Spain και Google (3), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, δυνάμει του άρθρου 12, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 14, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 95/46, τα φυσικά πρόσωπα έχουν «δικαίωμα στη λήθη» (4) το οποίο μπορεί να συνεπάγεται υποχρέωση του φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης να απαλείψει τους συνδέσμους προς τις πληροφορίες που τα αφορούν (5). Η υπό κρίση υπόθεση συνιστά συνέχεια της απόφασης αυτής. Συγκεκριμένα, μετά την απόφαση αυτή, ανέκυψε σημαντικός αριθμός νέων ζητημάτων τα οποία αφορούν, μεταξύ άλλων, την επεξεργασία των «ευαίσθητων δεδομένων» που σχετίζονται με τη φυλετική ή εθνική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα καθώς και τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις.

4.        Για τον λόγο αυτό, κατά την ερμηνεία του ισχύοντος δικαίου, θα παραπέμπω τόσο στην ισχύουσα νομοθεσία όσο και στην ερμηνεία που της δόθηκε με την απόφαση Google Spain και Google (6).

5.        Εν ολίγοις, η πρότασή μου προς το Δικαστήριο είναι διττή: αφενός, οι διαδικτυακοί σύνδεσμοι οι οποίοι παραπέμπουν σε ευαίσθητα δεδομένα θα πρέπει κατά κανόνα να απαλείφονται, κατόπιν αίτησης, από τον φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης και, αφετέρου, πρέπει να γίνεται σεβαστή η ελευθερία έκφρασης. Συναφώς, θα προτείνω στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει την απόφασή του Google Spain και Google (7) κατά τρόπο ώστε να ληφθεί δεόντως υπόψη η ελευθερία έκφρασης.

II.    Το νομικό πλαίσιο

1.      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Η οδηγία 95/46

6.        Σκοπός της οδηγίας 95/46, κατά το άρθρο της 1, είναι η προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων, και ιδίως της ιδιωτικής ζωής, έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και η εξάλειψη των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών.

7.        Το άρθρο 2 της οδηγίας 95/46 ορίζει ότι, «[γ]ια τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

α)      “δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”, κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί “το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα”· ως πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί λογίζεται το πρόσωπο εκείνο που μπορεί να προσδιοριστεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από φυσική, βιολογική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική άποψη·

β)      “επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” “επεξεργασία”, κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιούνται με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων διαδικασιών και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώρηση, η οργάνωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η τροποποίηση, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η ανακοίνωση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η εναρμόνιση ή ο συνδυασμός, καθώς και το κλείδωμα, η διαγραφή ή η καταστροφή·

[…]

δ)      “υπεύθυνος της επεξεργασίας”, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος φορέας που μόνος ή από κοινού με άλλους καθορίζει τους στόχους και τον τρόπο της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Όταν οι στόχοι και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται από νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις, εθνικές ή κοινοτικές, ο υπεύθυνος της επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια για τον ορισμό του μπορούν να καθορίζονται από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο·

[…]

η)      “συγκατάθεση του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα”, κάθε δήλωση βουλήσεως, ελευθέρας, ρητής και εν πλήρει επιγνώσει, με την οποία το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν.»

8.        Το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται στην αυτοματοποιημένη, εν όλω ή εν μέρει, επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων που περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο.»

9.        Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο», ορίζει τα εξής:

«1.      Κάθε κράτος μέλος εφαρμόζει τις εθνικές διατάξεις που θεσπίζει δυνάμει της παρούσας οδηγίας σε κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον:

α)      η επεξεργασία εκτελείται στα πλαίσια των δραστηριοτήτων υπευθύνου εγκατεστημένου στο έδαφος του κράτους μέλους. Όταν ο ίδιος υπεύθυνος είναι εγκατεστημένος στο έδαφος περισσοτέρων του ενός κρατών μελών, πρέπει να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ότι κάθε εγκατάστασή του πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπει η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία·

[…]».

10.      Στο κεφάλαιο II, τμήμα I, με τίτλο «Αρχές που πρέπει να τηρούνται ως προς την ποιότητα των δεδομένων», το άρθρο 6 της οδηγίας 95/46 ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει:

α)      να υφίστανται σύννομη και θεμιτή επεξεργασία·

β)      να συλλέγονται για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και η μεταγενέστερη επεξεργασία τους να συμβιβάζεται με τους σκοπούς αυτούς. Η μεταγενέστερη επεξεργασία για ιστορικούς, στατιστικούς ή επιστημονικούς σκοπούς δεν θεωρείται ασυμβίβαστη εφόσον τα κράτη μέλη προβλέπουν κατάλληλες εγγυήσεις·

γ)      να είναι κατάλληλα, συναφή προς το θέμα και όχι υπερβολικά σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους συλλέγονται και υφίστανται επεξεργασία·

δ)      να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να ενημερώνονται· πρέπει να λαμβάνονται όλα τα εύλογα μέτρα ώστε δεδομένα ανακριβή ή ελλιπή σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους έχουν συλλεγεί ή υφίστανται κατόπιν επεξεργασία να διαγράφονται ή να διορθώνονται·

ε)      να διατηρούνται με μορφή που επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας των προσώπων στα οποία αναφέρονται μόνο κατά τη διάρκεια περιόδου που δεν υπερβαίνει την απαιτούμενη για την επίτευξη των σκοπών για τους οποίους έχουν συλλεγεί ή για τους οποίους αργότερα υφίστανται επεξεργασία. Τα κράτη μέλη προβλέπουν κατάλληλες εγγυήσεις για τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που διατηρούνται πέραν της περιόδου αυτής για σκοπούς ιστορικούς, στατιστικούς ή επιστημονικούς.

2.      Εναπόκειται στον υπεύθυνο της επεξεργασίας να εξασφαλίσει την τήρηση της παραγράφου 1.»

11.      Στο κεφάλαιο II, τμήμα II, με τίτλο «Βασικές αρχές της νόμιμης επεξεργασίας δεδομένων», το άρθρο 7 της οδηγίας 95/46 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορεί να γίνεται μόνον εάν:

[…]

στ)      είναι απαραίτητη για την επίτευξη του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος της επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα, υπό τον όρο ότι δεν προέχει το συμφέρον ή τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα που χρήζουν προστασίας δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, της παρούσας οδηγίας.»

12.      Τα άρθρα 8 και 9 της οδηγίας 95/46 περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο II, τμήμα III, που τιτλοφορείται «Ειδικές κατηγορίες επεξεργασίας». Το άρθρο 8, με τίτλο «Επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων», προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη απαγορεύουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που παρέχουν πληροφορίες για τη φυλετική ή εθνική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε συνδικαλιστικές οργανώσεις και την υγεία και τη σεξουαλική ζωή.

2.      Η παράγραφος 1 δεν ισχύει εφόσον:

α)      το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα έχει δώσει ρητά τη συγκατάθεσή του για την επεξεργασία, εκτός αν η νομοθεσία του κράτους μέλους ορίζει ότι η συγκατάθεση δεν αίρει την απαγόρευση της παραγράφου 1

ή

β)      η επεξεργασία είναι απαραίτητη προκειμένου να εκπληρωθούν οι υποχρεώσεις και τα ειδικά δικαιώματα του υπευθύνου της επεξεργασίας στον τομέα του εργατικού δικαίου, στο βαθμό που το επιτρέπει η εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει επαρκείς εγγυήσεις

ή

γ)      η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση ζωτικού συμφέροντος του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα ή άλλου προσώπου, αν ο ενδιαφερόμενος τελεί σε φυσική ή νομική αδυναμία να δώσει τη συγκατάθεσή του

ή

δ)      η επεξεργασία πραγματοποιείται από ίδρυμα, σωματείο ή οποιονδήποτε άλλο μη κερδοσκοπικό φορέα ο οποίος επιδιώκει πολιτικούς, φιλοσοφικούς, θρησκευτικούς ή συνδικαλιστικούς σκοπούς, υπό τον όρο ότι η επεξεργασία αφορά μόνον τα μέλη του ή πρόσωπα με τα οποία το ίδρυμα, το σωματείο ή ο φορέας διατηρεί, ως εκ του σκοπού του, τακτικές επαφές, και τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους μόνον με τη συγκατάθεση των προσώπων στα οποία αναφέρονται

ή

ε)      η επεξεργασία αφορά δεδομένα τα οποία προδήλως δημοσιοποιούνται από το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου.

[…]

4.      Εφόσον παρέχονται οι δέουσες εγγυήσεις, τα κράτη μέλη δύνανται, όταν συντρέχουν σοβαροί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, να θεσπίσουν και άλλες παρεκκλίσεις εκτός από τις προβλεπόμενες στην παράγραφο 2, είτε με εθνική νομοθετική διάταξη είτε με απόφαση της αρχής ελέγχου.

5.      Η επεξεργασία δεδομένων σχετικών με παραβάσεις, ποινικές καταδίκες ή μέτρα ασφαλείας επιτρέπεται μόνον υπό τον έλεγχο της δημόσιας αρχής, ή εάν το εθνικό δίκαιο προβλέπει επαρκείς και ειδικές εγγυήσεις, με την επιφύλαξη ενδεχομένων παρεκκλίσεων τις οποίες ορίζει το κράτος μέλος επί τη βάσει εθνικών διατάξεων που παρέχουν τις ενδεδειγμένες και ειδικές προς τούτο εγγυήσεις. Πάντως, η τήρηση πλήρους ποινικού μητρώου επιτρέπεται μόνον υπό τον έλεγχο της δημόσιας αρχής.

Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι οι επεξεργασίες δεδομένων συναφών με διοικητικές ή δικαστικές αποφάσεις πρέπει ομοίως να εκτελούνται υπό τον έλεγχο της δημόσιας αρχής.

6.      Οι παρεκκλίσεις από την παράγραφο 1 που προβλέπονται στις παραγράφους 4 και 5 κοινοποιούνται στην Επιτροπή.

[…]»

13.      Το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας 95/46, με τίτλο «Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ελευθερία έκφρασης», έχει ως εξής:

«Για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται αποκλειστικώς για δημοσιογραφικούς σκοπούς ή στο πλαίσιο καλλιτεχνικής ή λογοτεχνικής έκφρασης, τα κράτη μέλη προβλέπουν τις εξαιρέσεις ή παρεκκλίσεις από τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, του κεφαλαίου IV και του κεφαλαίου VI μόνο στο βαθμό που είναι αναγκαίες ώστε το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής να συμβιβάζεται με τους κανόνες που διέπουν την ελευθερία έκφρασης.»

14.      Το άρθρο 12 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Δικαίωμα πρόσβασης», προβλέπει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη εγγυώνται στα πρόσωπα στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα το δικαίωμα να λαμβάνουν από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας:

[…]

β)      κατά περίπτωση, τη διόρθωση, τη διαγραφή ή το κλείδωμα των δεδομένων των οποίων η επεξεργασία δεν είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, ιδίως λόγω ελλιπούς ή ανακριβούς χαρακτήρα των δεδομένων·

[…]».

15.      Το άρθρο 14 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Δικαίωμα αντίταξης του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα», έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν στο πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα το δικαίωμα:

α)      τουλάχιστον στις περιπτώσεις του άρθρου 7 στοιχεία ε) και στ), να αντιτάσσεται ανά πάσα στιγμή, για επιτακτικούς και νόμιμους λόγους σχετικούς με την προσωπική του κατάσταση, στην επεξεργασία των δεδομένων που το αφορούν, εκτός εάν στην εθνική νομοθεσία ορίζεται άλλως. Σε περίπτωση αιτιολογημένης αντίταξης, η επεξεργασία δεν μπορεί πλέον να αφορά τα δεδομένα αυτά·

[…]».

16.      Το άρθρο 28 της οδηγίας 95/46, με τίτλο «Αρχή ελέγχου», έχει ως εξής:

«1.      Κάθε κράτος μέλος προβλέπει ότι μία ή περισσότερες δημόσιες αρχές επιφορτίζονται με τον έλεγχο της εφαρμογής, στο έδαφός του, των εθνικών διατάξεων που έχουν θεσπισθεί από τα κράτη μέλη, κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

[…]

3.      Κάθε αρχή ελέγχου διαθέτει συγκεκριμένα:

–        μέσα για τη διεξαγωγή έρευνας, όπως το δικαίωμα να έχει πρόσβαση στα δεδομένα που αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας και το δικαίωμα να συλλέγει κάθε αναγκαία πληροφορία για την εκπλήρωση της αποστολής ελέγχου,

–        αποτελεσματικές εξουσίες παρέμβασης, όπως για παράδειγμα την εξουσία […] να επιτάσσει τη δέσμευση, διαγραφή ή την καταστροφή δεδομένων, να απαγορεύει επίσης προσωρινά ή οριστικά την επεξεργασία […]

[…]

Κατά των αποφάσεων της αρχής ελέγχου μπορούν να ασκηθούν ένδικα μέσα.

4.      Κάθε πρόσωπο ή κάθε ένωση που το εκπροσωπεί μπορεί να υποβάλει σε κάθε αρχή ελέγχου αίτηση σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών του έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ο αιτών ενημερώνεται σχετικά με τη συνέχεια που δίδεται στην αίτησή του.

[…]

6.      Κάθε αρχή ελέγχου είναι αρμόδια, ανεξάρτητα από την εθνική νομοθεσία που εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη επεξεργασία, για την άσκηση, στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται, των εξουσιών που διαθέτει σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου. Κάθε αρχή μπορεί να κληθεί να ασκήσει τις εξουσίες της από αρχή άλλου κράτους μέλους.

Οι αρχές ελέγχου διατηρούν μεταξύ τους την αναγκαία συνεργασία για την εκπλήρωση της αποστολής τους, ιδίως με την ανταλλαγή όλων των χρήσιμων πληροφοριών.

[…]»

2.      Ο κανονισμός 2016/679

17.      Δυνάμει του άρθρου του 99, παράγραφος 2, ο κανονισμός 2016/679 εφαρμόζεται από τις 25 Μαΐου 2018. Το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ορίζει ότι η οδηγία 95/46 καταργείται από την ίδια ημερομηνία.

18.      Το άρθρο 9 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», ορίζει τα εξής:

«1.      Απαγορεύεται η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις ή τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, καθώς και η επεξεργασία γενετικών δεδομένων, βιομετρικών δεδομένων με σκοπό την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση προσώπου, δεδομένων που αφορούν την υγεία ή δεδομένων που αφορούν τη σεξουαλική ζωή φυσικού προσώπου ή τον γενετήσιο προσανατολισμό.

2.      Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)      το υποκείμενο των δεδομένων έχει παράσχει ρητή συγκατάθεση για την επεξεργασία αυτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους σκοπούς, εκτός εάν το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους προβλέπει ότι η απαγόρευση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν μπορεί να αρθεί από το υποκείμενο των δεδομένων,

[…]

ε)      η επεξεργασία αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία έχουν προδήλως δημοσιοποιηθεί από το υποκείμενο των δεδομένων,

[…]

ζ)      η επεξεργασία είναι απαραίτητη για λόγους ουσιαστικού δημόσιου συμφέροντος, βάσει του δικαίου της Ένωσης ή κράτους μέλους, το οποίο είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο στόχο, σέβεται την ουσία του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων και προβλέπει κατάλληλα και συγκεκριμένα μέτρα για τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων,

[…]».

19.      Το άρθρο 10 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα», ορίζει τα εξής:

«Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα ή σχετικά μέτρα ασφάλειας που βασίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 διενεργείται μόνο υπό τον έλεγχο επίσημης αρχής ή εάν η επεξεργασία επιτρέπεται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους το οποίο προβλέπει επαρκείς εγγυήσεις για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων. Πλήρες ποινικό μητρώο τηρείται μόνο υπό τον έλεγχο επίσημης αρχής.»

20.      Το άρθρο 17 του ίδιου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα διαγραφής (“δικαίωμα στη λήθη”)», έχει ως εξής:

«1.      Το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας τη διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και ο υπεύθυνος επεξεργασίας υποχρεούται να διαγράψει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εάν ισχύει ένας από τους ακόλουθους λόγους:

α)      τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι πλέον απαραίτητα σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους συλλέχθηκαν ή υποβλήθηκαν κατ’ άλλο τρόπο σε επεξεργασία,

β)      το υποκείμενο των δεδομένων ανακαλεί τη συγκατάθεση επί της οποίας βασίζεται η επεξεργασία σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή το άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχείο α) και δεν υπάρχει άλλη νομική βάση για την επεξεργασία,

γ)      το υποκείμενο των δεδομένων αντιτίθεται στην επεξεργασία σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1 και δεν υπάρχουν επιτακτικοί και νόμιμοι λόγοι για την επεξεργασία ή το υποκείμενο των δεδομένων αντιτίθεται στην επεξεργασία σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 2,

δ)      τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβλήθηκαν σε επεξεργασία παράνομα,

ε)      τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να διαγραφούν, ώστε να τηρηθεί νομική υποχρέωση βάσει του ενωσιακού δικαίου ή του δικαίου κράτους μέλους, στην οποία υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας,

στ)      τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα έχουν συλλεχθεί σε σχέση με την προσφορά υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1.

2.      Όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει δημοσιοποιήσει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και υποχρεούται σύμφωνα με την παράγραφο 1 να διαγράψει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, λαμβάνοντας υπόψη τη διαθέσιμη τεχνολογία και το κόστος εφαρμογής, λαμβάνει εύλογα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών μέτρων, για να ενημερώσει τους υπευθύνους επεξεργασίας που επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ότι το υποκείμενο των δεδομένων ζήτησε τη διαγραφή από αυτούς τους υπευθύνους επεξεργασίας τυχόν συνδέσμων με τα δεδομένα αυτά ή αντιγράφων ή αναπαραγωγών των εν λόγω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

3.      Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται στον βαθμό που η επεξεργασία είναι απαραίτητη:

α)      για την άσκηση του δικαιώματος ελευθερίας της έκφρασης και του δικαιώματος στην ενημέρωση,

β)      για την τήρηση νομικής υποχρέωσης που επιβάλλει την επεξεργασία βάσει του δικαίου της Ένωσης ή του δικαίου κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο της επεξεργασίας,

γ)      για λόγους δημόσιου συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχεία η) και θ), καθώς και το άρθρο 9 παράγραφος 3,

δ)      για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς σύμφωνα με το άρθρο 89 παράγραφος 1, εφόσον το δικαίωμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι πιθανόν να καταστήσει αδύνατη ή να εμποδίσει σε μεγάλο βαθμό την επίτευξη σκοπών της εν λόγω επεξεργασίας, ή

ε)      για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων.»

21.      Το άρθρο 18 του κανονισμού 2016/679, με τίτλο «Δικαίωμα περιορισμού της επεξεργασίας», έχει ως εξής:

«1.      Το υποκείμενο των δεδομένων δικαιούται να εξασφαλίζει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας τον περιορισμό της επεξεργασίας, όταν ισχύει ένα από τα ακόλουθα:

α)      η ακρίβεια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αμφισβητείται από το υποκείμενο των δεδομένων, για χρονικό διάστημα που επιτρέπει στον υπεύθυνο επεξεργασίας να επαληθεύσει την ακρίβεια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

β)      η επεξεργασία είναι παράνομη και το υποκείμενο των δεδομένων αντιτάσσεται στη διαγραφή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ζητεί, αντ’ αυτής, τον περιορισμό της χρήσης τους,

[…]

δ)      το υποκείμενο των δεδομένων έχει αντιρρήσεις για την επεξεργασία σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1, εν αναμονή της επαλήθευσης του κατά πόσον οι νόμιμοι λόγοι του υπευθύνου επεξεργασίας υπερισχύουν έναντι των λόγων του υποκειμένου των δεδομένων.

2.      Όταν η επεξεργασία έχει περιοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, τα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εκτός της αποθήκευσης, υφίστανται επεξεργασία μόνο με τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων ή για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων ή για την προστασία των δικαιωμάτων άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου ή για λόγους σημαντικού δημόσιου συμφέροντος της Ένωσης ή κράτους μέλους.

3.      Το υποκείμενο των δεδομένων το οποίο έχει εξασφαλίσει τον περιορισμό της επεξεργασίας σύμφωνα με την παράγραφο 1 ενημερώνεται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας πριν από την άρση του περιορισμού επεξεργασίας.»

22.      Το άρθρο 21 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Δικαίωμα εναντίωσης», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Το υποκείμενο των δεδομένων δικαιούται να αντιτάσσεται, ανά πάσα στιγμή και για λόγους που σχετίζονται με την ιδιαίτερη κατάστασή του, στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, η οποία βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο ε) ή στ), περιλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ βάσει των εν λόγω διατάξεων. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν υποβάλλει πλέον τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε επεξεργασία, εκτός εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας καταδείξει επιτακτικούς και νόμιμους λόγους για την επεξεργασία οι οποίοι υπερισχύουν των συμφερόντων, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων ή για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων.»

23.      Το άρθρο 85 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Επεξεργασία και ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης», έχει ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διά νόμου συμβιβάζουν το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει του παρόντος κανονισμού με το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και πληροφόρησης, συμπεριλαμβανομένης της επεξεργασίας για δημοσιογραφικούς σκοπούς και για σκοπούς πανεπιστημιακής, καλλιτεχνικής ή λογοτεχνικής έκφρασης.

2.      Για την επεξεργασία που διενεργείται για δημοσιογραφικούς σκοπούς ή για σκοπούς ακαδημαϊκής, καλλιτεχνικής ή λογοτεχνικής έκφρασης, τα κράτη μέλη προβλέπουν εξαιρέσεις ή παρεκκλίσεις από το κεφάλαιο ΙΙ (αρχές), το κεφάλαιο ΙΙΙ (δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων), το κεφάλαιο IV (υπεύθυνος επεξεργασίας και εκτελών την επεξεργασία), το κεφάλαιο V (διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς), το κεφάλαιο VI (ανεξάρτητες εποπτικές αρχές), το κεφάλαιο VII (συνεργασία και συνεκτικότητα) και το κεφάλαιο ΙΧ (ειδικές περιπτώσεις επεξεργασίας δεδομένων), εφόσον αυτές είναι αναγκαίες για να συμβιβαστεί το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με την ελευθερία της έκφρασης και πληροφόρησης.

3.      Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή τις διατάξεις που θεσπίζει στο δίκαιό του δυνάμει της παραγράφου 2 και, χωρίς καθυστέρηση, κάθε επακόλουθο τροποποιητικό νόμο ή τροποποίησή τους.»

2.      Το γαλλικό δίκαιο

24.      Η εφαρμογή της οδηγίας 95/46 στη γαλλική έννομη τάξη διασφαλίζεται με τον loi nº 78-17 du 6 janvier 1978 relative à l’informatique, aux fichiers et aux libertés (νόμο 78-17, της 6ης Ιανουαρίου 1978, περί πληροφορικής, αρχείων και ελευθεριών, στο εξής: νόμος της 6ης Ιανουαρίου 1978).

III. Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία της κύριας δίκης

25.      Οι G. C., A. F., B. H. και E. D. ζήτησαν από την εταιρία Google LLC να διαγράψει διάφορους συνδέσμους προς δημοσιευμένες από τρίτους ιστοσελίδες από τον κατάλογο αποτελεσμάτων που εμφανίζει η μηχανή αναζήτησης την οποία εκμεταλλεύεται η εταιρία αυτή κατόπιν αναζήτησης με βάση το ονοματεπώνυμό τους, αίτημα το οποίο η εν λόγω εταιρία δεν ικανοποίησε.

26.      Ειδικότερα, η G. C. ζήτησε τη διαγραφή συνδέσμου ο οποίος οδηγεί σε σατιρικό φωτομοντάζ που αναρτήθηκε, με χρήση ψευδωνύμου, στις 18 Φεβρουαρίου 2011 στο YouTube, στο οποίο αυτή εμφανιζόταν στο πλευρό του δημάρχου στο γραφείο του οποίου υπηρετούσε ως διευθύντρια και γινόταν γλαφυρή αναφορά στη στενή προσωπική σχέση μεταξύ τους καθώς και στον τρόπο με τον οποίο η σχέση αυτή επηρέασε την εξέλιξη της πολιτικής της σταδιοδρομίας. Το φωτομοντάζ αυτό αναρτήθηκε στο διαδίκτυο κατά την προεκλογική εκστρατεία σε τοπικές εκλογές στις οποίες η G. C. ήταν υποψήφια. Κατά τον χρόνο της απόρριψης της αίτησής της για διαγραφή συνδέσμων, η ενδιαφερομένη δεν κατείχε αιρετό αξίωμα σε τοπικό επίπεδο ούτε ήταν υποψήφια για τέτοιο αξίωμα και δεν ασκούσε πλέον καθήκοντα διευθύντριας του γραφείου του δημάρχου.

27.      Ο A. F. ζήτησε τη διαγραφή συνδέσμων προς άρθρο της εφημερίδας Libération της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, το οποίο αναπαράγεται στον διαδικτυακό τόπο του Centre contre les manipulations mentales (CCMM) (κέντρου κατά της διανοητικής χειραγώγησης), σχετικά με την αυτοκτονία οπαδού της Εκκλησίας της Σαϊεντολογίας τον Δεκέμβριο του 2006. Το άρθρο αυτό περιέχει αναφορά στον A. F. υπό την ιδιότητά του ως υπευθύνου δημοσίων σχέσεων της Εκκλησίας της Σαϊεντολογίας, επάγγελμα που έκτοτε έχει πάψει να ασκεί. Εξάλλου, ο συντάκτης του εν λόγω άρθρου αναφέρει ότι επικοινώνησε με τον A. F. με σκοπό να ακούσει τη δική του εκδοχή των πραγματικών περιστατικών και παραθέτει τις δηλώσεις που κατέγραψε στο πλαίσιο της επικοινωνίας αυτής.

28.      Ο B. H. ζήτησε τη διαγραφή συνδέσμων προς άρθρα, κυρίως δημοσιευθέντα στον Τύπο, σχετικά με την προκαταρκτική εξέταση που άρχισε τον Ιούνιο του 1995 σχετικά με τη χρηματοδότηση του πολιτικού κόμματος Parti républicain (PR), στο πλαίσιο της οποίας απαγγέλθηκαν κατηγορίες εις βάρος του, όπως και εις βάρος αρκετών επιχειρηματιών και πολιτικών προσωπικοτήτων. Ως προς τον ίδιο, η διαδικασία περατώθηκε και η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο με διάταξη της 26ης Φεβρουαρίου 2010. Οι περισσότεροι από τους επίμαχους συνδέσμους οδηγούν σε άρθρα που ανατρέχουν στον χρόνο της έναρξης της ποινικής έρευνας και, επομένως, δεν κάνουν λόγο για την έκβαση της διαδικασίας.

29.      Ο E. D. ζήτησε τη διαγραφή συνδέσμων προς δύο άρθρα που δημοσιεύθηκαν στις εφημερίδες Nice–Matin και Le Figaro και περιγράφουν την ακροαματική διαδικασία ενώπιον ποινικού δικαστηρίου κατά την οποία καταδικάστηκε σε στερητική της ελευθερίας ποινή επτά ετών και σε συμπληρωματική ποινή δεκαετούς κοινωνικής και δικαστικής παρακολούθησης για πράξεις ασέλγειας εις βάρος ανηλίκων ηλικίας δεκαπέντε ετών. Επιπλέον, ένα από αυτά τα δικαστικά ρεπορτάζ αναφέρει προσωπικές λεπτομέρειες σχετικά με τον E. D. οι οποίες αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης.

30.      Κατόπιν της άρνησης της Google να ικανοποιήσει τις αιτήσεις τους για διαγραφή συνδέσμων, οι αιτούντες υπέβαλαν καταγγελίες στην Commission nationale de l’informatique et des libertés (CNIL) (Εθνική Επιτροπή Πληροφορικής και Ελευθεριών, Γαλλία) ζητώντας να υποχρεωθεί η εν λόγω εταιρία να διαγράψει τους εν λόγω συνδέσμους. Με επιστολές της 24ης Απριλίου 2015, της 28ης Αυγούστου 2015, της 21ης Μαρτίου 2016 και της 9ης Μαΐου 2016, η πρόεδρος της CNIL ανακοίνωσε στους αιτούντες της κύριας δίκης την περάτωση της διαδικασίας εξετάσεως των καταγγελιών τους.

31.      Οι αιτούντες της κύριας δίκης άσκησαν εν συνεχεία αιτήσεις ακυρώσεως κατά των ως άνω αποφάσεων της CNIL με τις οποίες αυτή απέρριψε το αίτημά τους να απευθύνει προειδοποίηση στην Google και να την καλέσει να προβεί στις ζητηθείσες διαγραφές συνδέσμων. Το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να συνεκδικάσει τις ως άνω αιτήσεις ακυρώσεως.

IV.    Τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

32.      Το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας), αφού διαπίστωσε ότι οι ως άνω αιτήσεις ακυρώσεως θέτουν πλειάδα σοβαρών ερμηνευτικών ζητημάτων σχετικά με την οδηγία 95/46, ανέστειλε με απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Μαρτίου 2017, τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Λαμβανομένων υπόψη των ειδικών ευθυνών, ικανοτήτων και δυνατοτήτων του φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης, ισχύει η απαγόρευση που επιβάλλεται στους λοιπούς υπεύθυνους επεξεργασίας δεδομένων όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων που εμπίπτουν στις παραγράφους 1 και 5 του άρθρου 8 της οδηγίας [95/46], υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που αυτή προβλέπει, και για τον εν λόγω φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης υπό την ιδιότητά του ως υπευθύνου για την επεξεργασία την οποία διενεργεί η εν λόγω μηχανή αναζήτησης;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο [πρώτο ερώτημα]:

–        έχουν οι διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας [95/46] την έννοια ότι η απαγόρευση επεξεργασίας των δεδομένων που εμπίπτουν σε αυτές την οποία επιβάλλουν στον φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης, υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπει η εν λόγω οδηγία, συνεπάγεται υποχρέωσή του να δέχεται συστηματικά τις αιτήσεις διαγραφής συνδέσμων προς ιστοσελίδες που επεξεργάζονται τέτοιου είδους δεδομένα;

–        υπό τις συνθήκες αυτές, πώς ερμηνεύονται οι εξαιρέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και εʹ, της οδηγίας [95/46], όταν εφαρμόζονται στην περίπτωση φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών ευθυνών, ικανοτήτων και δυνατοτήτων του; Ειδικότερα, μπορεί ένας τέτοιος φορέας να αρνηθεί να ικανοποιήσει αίτηση διαγραφής συνδέσμων στην περίπτωση που διαπιστώνει ότι οι επίμαχοι σύνδεσμοι οδηγούν σε περιεχόμενο το οποίο περιλαμβάνει μεν δεδομένα που εμπίπτουν στις κατηγορίες που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 του άρθρου 8, εμπίπτει όμως και στις εξαιρέσεις που προβλέπει η παράγραφος 2 του ιδίου άρθρου, [ιδίως στα στοιχεία αʹ και εʹ της παραγράφου αυτής];

–        ομοίως, έχουν οι διατάξεις της οδηγίας [95/46] την έννοια ότι, στην περίπτωση που οι σύνδεσμοι των οποίων ζητείται η διαγραφή οδηγούν σε προϊόν επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποκλειστικά για δημοσιογραφικούς σκοπούς ή για σκοπούς καλλιτεχνικής ή λογοτεχνικής έκφρασης, σκοποί για τους οποίους επιτρέπεται, κατά το άρθρο 9 της οδηγίας [95/46], η συλλογή και η επεξεργασία των δεδομένων των κατηγοριών που απαριθμούνται στο άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 5, της εν λόγω οδηγίας, δικαιούται ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης να αρνηθεί, για τον λόγο αυτό, να κάνει δεκτή αίτηση διαγραφής συνδέσμων;

3)      Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο [πρώτο ερώτημα]:

–        με ποιες ειδικές απαιτήσεις της οδηγίας [95/46] οφείλει να συμμορφώνεται ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης, λαμβανομένων υπόψη των ευθυνών, των ικανοτήτων και των δυνατοτήτων του;

–        εφόσον διαπιστώσει ότι οι ιστοσελίδες στις οποίες οδηγούν οι σύνδεσμοι των οποίων ζητείται η διαγραφή περιέχουν δεδομένα των οποίων η δημοσίευση είναι παράνομη, έχουν οι διατάξεις της οδηγίας [95/46] την έννοια:

–        ότι επιβάλλουν στον φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης την υποχρέωση να απαλείψει τους συνδέσμους αυτούς από τον κατάλογο των αποτελεσμάτων που εμφανίζονται μετά από αναζήτηση με βάση το ονοματεπώνυμο του αιτούντος·

–        ή ότι απαιτούν μόνο να λάβει υπόψη το στοιχείο αυτό προκειμένου να εκτιμήσει τη βασιμότητα της αίτησης διαγραφής συνδέσμων·

–        ή ότι το στοιχείο αυτό δεν έχει καμία σημασία για την εκτίμηση στην οποία πρέπει να προβεί;

Περαιτέρω, αν το στοιχείο αυτό δεν είναι άνευ σημασίας, πώς πρέπει να εκτιμάται ο σύννομος ή μη χαρακτήρας της δημοσίευσης των επίμαχων δεδομένων σε ιστοσελίδες που είναι προϊόν επεξεργασίας η οποία δεν εμπίπτει στο εδαφικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας [95/46] και, συνεπώς, των εθνικών νομοθετικών μέτρων με τα οποία αυτή τίθεται σε εφαρμογή;

4)      Όποια κι αν είναι η απάντηση που θα δοθεί στο [πρώτο ερώτημα];

–        ανεξαρτήτως του σύννομου ή μη χαρακτήρα της δημοσίευσης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην ιστοσελίδα στην οποία οδηγεί ο επίμαχος σύνδεσμος, έχουν οι διατάξεις της οδηγίας [95/46] την έννοια ότι:

–        εφόσον ο αιτών αποδεικνύει ότι τα εν λόγω δεδομένα έχουν καταστεί ελλιπή ή ανακριβή ή ότι δεν είναι πλέον ενημερωμένα, ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης οφείλει να δεχθεί την αντίστοιχη αίτηση διαγραφής συνδέσμων,

–        ειδικότερα, εφόσον ο αιτών αποδεικνύει ότι, λαμβανομένης υπόψη της πορείας της ένδικης διαδικασίας, οι πληροφορίες που αφορούν προγενέστερο στάδιο της εν λόγω διαδικασίας δεν ανταποκρίνονται πλέον στην τρέχουσα κατάστασή του, οφείλει ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης να διαγράψει τους συνδέσμους προς ιστοσελίδες που περιέχουν τέτοιου είδους πληροφορίες;

–        έχουν οι διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 5, της οδηγίας [95/46] την έννοια ότι οι πληροφορίες που αφορούν την ποινική δίωξη ενός προσώπου ή που περιγράφουν μια δίκη, καθώς και την καταδίκη στην οποία αυτή κατέληξε, συνιστούν δεδομένα σχετικά με ποινικά αδικήματα και ποινικές καταδίκες; Γενικότερα, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων αυτών μια ιστοσελίδα που περιέχει δεδομένα σχετικά με καταδίκες ή ένδικες διαδικασίες που αφορούν φυσικό πρόσωπο;»

33.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο A. F., ο B. H., η Google, η Γαλλική, η Ιρλανδική, η Ελληνική, η Ιταλική, η Αυστριακή, η Πολωνική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

34.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 11 Σεπτεμβρίου 2018, ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους ο B. H., η Google, η Γαλλική, η Ιρλανδική, η Ελληνική, η Αυστριακή και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή.

V.      Ανάλυση

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

1.      Η κρίσιμη νομοθετική πράξη: η οδηγία 95/46

35.      Τα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο δεν αφορούν την ερμηνεία των διατάξεων του κανονισμού 2016/679 αλλά των διατάξεων της οδηγίας 95/46. Πλην όμως, ο κανονισμός αυτός, ο οποίος έχει εφαρμογή από τις 25 Μαΐου 2018 (8), κατάργησε την οδηγία με ισχύ από την ίδια ημερομηνία (9).

36.      Στο μέτρο που, κατά τα φαινόμενα, σύμφωνα με το γαλλικό διοικητικό δικονομικό δίκαιο, εφαρμοστέο στη διαφορά είναι το ισχύον δίκαιο κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν αμφισβητείται ότι στη διαφορά της κύριας δίκης εφαρμόζεται η οδηγία 95/46. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καλείται να ερμηνεύσει τις διατάξεις της οδηγίας αυτής.

2.      Το υπόβαθρο: απόφαση Google Spain και Google

37.      Τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόθεση υποβάλλονται σε συνέχεια της θεμελιώδους απόφασης Google Spain και Google (10), με την οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τις πτυχές που ενδιαφέρουν στην υπό κρίση υπόθεση:

–        ότι η δραστηριότητα μηχανής αναζήτησης πρέπει να χαρακτηρίζεται «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 95/46, όταν οι πληροφορίες περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, και ότι ο φορέας εκμετάλλευσης της εν λόγω μηχανής αναζήτησης πρέπει να θεωρείται «υπεύθυνος» της εν λόγω επεξεργασίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής (11

–        ότι προκειμένου να προστατεύονται τα δικαιώματα που προβλέπονται στο άρθρο 12, στοιχείο βʹ, και στο άρθρο 14, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 95/46 και εφόσον πληρούνται πράγματι οι οριζόμενες από τις διατάξεις αυτές προϋποθέσεις, ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης υποχρεούται να απαλείφει από τον κατάλογο αποτελεσμάτων, ο οποίος εμφανίζεται κατόπιν αναζήτησης που έχει διενεργηθεί με βάση το ονοματεπώνυμο ενός προσώπου, συνδέσμους προς δημοσιευμένες από τρίτους ιστοσελίδες που περιέχουν πληροφορίες σχετικές με το πρόσωπο αυτό, και στην περίπτωση κατά την οποία το ονοματεπώνυμο αυτό ή οι πληροφορίες αυτές δεν έχουν διαγραφεί προηγουμένως ή ταυτοχρόνως από τις ως άνω ιστοσελίδες, η δε υποχρέωση αυτή ισχύει ακόμη και όταν αυτή καθεαυτήν η δημοσίευση των επίμαχων πληροφοριών στις εν λόγω ιστοσελίδες είναι νόμιμη (12

–        ότι, στο πλαίσιο της εκτίμησης σχετικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 12, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 14, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 95/46, πρέπει μεταξύ άλλων να εξετάζεται αν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να πάψει η σχετική με το πρόσωπό του πληροφορία να συνδέεται, επί του παρόντος, με το ονοματεπώνυμό του μέσω του καταλόγου αποτελεσμάτων ο οποίος προκύπτει κατόπιν αναζήτησης που έχει διενεργηθεί με βάση το ονοματεπώνυμο αυτό, χωρίς πάντως η αναγνώριση του δικαιώματος αυτού να προϋποθέτει ότι η εμφάνιση της επίμαχης πληροφορίας στον κατάλογο αποτελεσμάτων προκαλεί βλάβη στο υποκείμενο των δεδομένων (13), και

–        ότι το εν λόγω πρόσωπο μπορεί, βάσει των θεμελιωδών δικαιωμάτων του κατά τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), να ζητήσει να πάψει η επίμαχη πληροφορία να τίθεται στη διάθεση του ευρέος κοινού μέσω της εμφάνισής της στον προαναφερθέντα κατάλογο αποτελεσμάτων, τα δικαιώματα αυτά καταρχήν υπερέχουν όχι μόνο του οικονομικού συμφέροντος του φορέα εκμετάλλευσης της μηχανής αναζήτησης, αλλά και του συμφέροντος του κοινού να αποκτήσει πρόσβαση στην πληροφορία αυτή στο πλαίσιο αναζήτησης με βάση το ονοματεπώνυμο του εν λόγω υποκειμένου. Εντούτοις, η διαπίστωση αυτή δεν ισχύει όταν, για ειδικούς λόγους, όπως ο ρόλος που διαδραματίζει το εν λόγω υποκείμενο στον δημόσιο βίο, προκύπτει ότι η επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματά του δικαιολογείται από το υπέρτερο συμφέρον του κοινού για πρόσβαση στην επίμαχη πληροφορία συνεπεία της εμφάνισής της στον προαναφερθέντα κατάλογο (14).

38.      Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Google Spain και Google (15) αφορούσαν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μεν, πλην όμως όχι «ευαίσθητα» κατά την έννοια του άρθρου 8 της οδηγίας 95/46. Έτσι φτάνουμε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα.

2.      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

39.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών ευθυνών, ικανοτήτων και δυνατοτήτων του φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης, ισχύει και για αυτόν η απαγόρευση που επιβάλλεται στους λοιπούς υπεύθυνους επεξεργασίας δεδομένων όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων που εμπίπτουν στις παραγράφους 1 και 5 του άρθρου 8 της οδηγίας 95/46.

40.      Δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46, τα κράτη μέλη απαγορεύουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που παρέχουν πληροφορίες για τη φυλετική ή εθνική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε συνδικαλιστικές οργανώσεις και την υγεία και τη σεξουαλική ζωή.

41.      Το άρθρο 8, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής ορίζει ότι η επεξεργασία δεδομένων σχετικών με παραβάσεις, ποινικές καταδίκες ή μέτρα ασφαλείας επιτρέπεται μόνον υπό τον έλεγχο της δημόσιας αρχής ή, εάν το εθνικό δίκαιο προβλέπει επαρκείς και ειδικές εγγυήσεις, με την επιφύλαξη ενδεχόμενων παρεκκλίσεων τις οποίες ορίζει το κράτος μέλος επί τη βάσει εθνικών διατάξεων που παρέχουν τις ενδεδειγμένες και ειδικές προς τούτο εγγυήσεις. Πάντως, η τήρηση πλήρους ποινικού μητρώου επιτρέπεται μόνον υπό τον έλεγχο της δημόσιας αρχής. Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η επεξεργασία δεδομένων συναφών με διοικητικές ή δικαστικές αποφάσεις πρέπει ομοίως να εκτελείται υπό τον έλεγχο της δημόσιας αρχής.

42.      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Google Spain και Google (16), δεν ετίθετο ζήτημα ερμηνείας του άρθρου 8 της οδηγίας 95/46. Η απλή αυτή διαπίστωση με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Google με τις παρατηρήσεις της, η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα δεν μπορεί να απορρέει από την απόφαση αυτή. Το γεγονός ότι η υπόθεση εκείνη δεν αφορούσε ευαίσθητα δεδομένα, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46, δεν σημαίνει ότι η μηχανή αναζήτησης δεν υπόκειται στη διάταξη αυτή.

43.      Στις προτάσεις του στην υπόθεση Google Spain και Google, ο γενικός εισαγγελέας N. Jääskinen αιτιολόγησε, μεταξύ άλλων, ως ακολούθως την άποψή του (την οποία δεν υιοθέτησε το Δικαστήριο) ότι ο πάροχος υπηρεσίας μηχανής αναζήτησης στο διαδίκτυο δεν είναι «υπεύθυνος της επεξεργασίας» δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εμφανιζόμενων σε ιστοσελίδες προέλευσης τρίτων: «Τυχόν αντίθετη άποψη θα είχε ως συνέπεια οι μηχανές αναζήτησης στο διαδίκτυο να καταστούν ασύμβατες με το δίκαιο της Ένωσης, συμπέρασμα που θεωρώ παράλογο. Πράγματι, αν οι πάροχοι υπηρεσίας μηχανής αναζήτησης στο διαδίκτυο θεωρούνταν ως υπεύθυνοι επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εμφανιζόμενων σε ιστοσελίδες προέλευσης τρίτων και αν σε οποιαδήποτε από τις ιστοσελίδες αυτές υπήρχαν οι “ειδικές κατηγορίες δεδομένων” που απαριθμούνται στο άρθρο 8 της οδηγίας [95/46] (π.χ. δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αποκαλύπτουν πολιτικές απόψεις ή θρησκευτικές πεποιθήσεις ή δεδομένα σχετικά με τη ιατρική κατάσταση ή τη γενετήσια δραστηριότητα των ατόμων), η δραστηριότητα του παρόχου της υπηρεσίας μηχανής αναζήτησης στο διαδίκτυο θα καθίστατο αυτομάτως παράνομη σε περίπτωση που δεν πληρούνταν οι αυστηρότατες προϋποθέσεις του άρθρου 8 για την επεξεργασία τέτοιου είδους δεδομένων» (17).

44.      Το απόσπασμα αυτό αναδεικνύει σαφώς το πρόβλημα και το διακύβευμα στην υπό κρίση υπόθεση. Δεδομένου ότι η οδηγία 95/46, η οποία χρονολογείται από το 1995, και της οποίας αποδέκτες των υποχρεώσεων που προβλέπει είναι καταρχήν τα κράτη μέλη, δεν είχε καταρτισθεί έχοντας κατά νου τις μηχανές αναζήτησης όπως υφίστανται σήμερα, η αμιγώς γραμματική εφαρμογή της στις μηχανές αυτές αναζήτησης δεν είναι αυτονόητη. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο, όπως και στην υπό κρίση υπόθεση, τα αιτούντα δικαστήρια έτρεφαν αμφιβολίες στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Google Spain και Google (18) και απευθύνθηκαν στο Δικαστήριο.

45.      Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υιοθετηθεί απόλυτη προσέγγιση όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων της οδηγίας 95/46 στις μηχανές αναζήτησης. Κατά την άποψή μου, κάθε διάταξη πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της δυνατότητας εφαρμογής της σε μηχανή αναζήτησης.

46.      Η κατά γράμμα εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46 σε μηχανή αναζήτησης θα είχε ως αποτέλεσμα την απαγόρευση κάθε επεξεργασίας των δεδομένων που απαριθμούνται σε αυτό, υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας.

47.      Επισημαίνω συναφώς ότι ουδείς εκ των μετεχόντων στη διαδικασία που κατέθεσαν παρατηρήσεις τάσσεται υπέρ τόσο αυστηρής ερμηνείας, και ορθώς.

48.      Η κατά γράμμα εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46 θα υποχρέωνε τον φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης να ελέγχει αν ο κατάλογος αποτελεσμάτων που εμφανίζεται κατόπιν αναζήτησης με βάση το ονοματεπώνυμο φυσικού προσώπου περιέχει σύνδεσμο προς ιστοσελίδες που περιέχουν δεδομένα που εμπίπτουν στη διάταξη αυτή, και τούτο εκ των προτέρων και ιδία πρωτοβουλία, ήτοι ακόμη και ελλείψει αιτήσεως διαγραφής συνδέσμων εκ μέρους του υποκειμένου των δεδομένων.

49.      Κατά την άποψή μου, έλεγχος εκ των προτέρων και ιδία πρωτοβουλία δεν είναι ούτε εφικτός ούτε ευκταίος.

50.      Στην απόφαση Google Spain και Google (19), το Δικαστήριο επισήμανε ότι «στο μέτρο κατά το οποίο η δραστηριότητα της μηχανής αναζήτησης ενδέχεται να θίγει σε μεγάλο βαθμό και συμπληρωματικά προς τη δραστηριότητα των εκδοτών ιστοτόπων τα θεμελιώδη δικαιώματα στην ιδιωτική ζωή και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο φορέας εκμετάλλευσης της μηχανής αυτής, ως πρόσωπο που καθορίζει τους σκοπούς και τον τρόπο άσκησης της εν λόγω δραστηριότητας, πρέπει να διασφαλίζει, στο πλαίσιο των ευθυνών, των ικανοτήτων και των δυνατοτήτων του, ότι η εν λόγω δραστηριότητα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της οδηγίας 95/46 ώστε οι προβλεπόμενες με αυτήν εγγυήσεις να μπορούν να παράγουν πλήρως τα αποτελέσματά τους και να μπορεί να υλοποιείται στην πράξη η αποτελεσματική και πλήρης προστασία των υποκειμένων των δικαιωμάτων, ιδίως η προστασία του δικαιώματός του[ς] στην προστασία της ιδιωτικής τους ζωής» (20).

51.      Από το απόσπασμα αυτό συνάγονται δύο συμπεράσματα. Καταρχάς, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις της, η οδηγία 95/46 στηρίζεται στην αρχή ότι κάθε υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να ανταποκρίνεται στο σύνολο των απαιτήσεων που αυτή θέτει, περιλαμβανομένων των προβλεπομένων στο άρθρο της 8.

52.      Εν συνεχεία, και μολονότι το απόσπασμα αυτό είναι διατυπωμένο ως υποχρέωση την οποία υπέχει ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης (21), εντούτοις ο εν λόγω φορέας εκμετάλλευσης μπορεί να δρα μόνο στο πλαίσιο των ευθυνών, των ικανοτήτων και των δυνατοτήτων του. Με άλλα λόγια, ο φορέας εκμετάλλευσης ενδέχεται να μην είναι σε θέση να διασφαλίσει ότι οι διατάξεις της οδηγίας 95/46 παράγουν πλήρως τα αποτελέσματά τους, ακριβώς λόγω των περιορισμένων ευθυνών, ικανοτήτων και δυνατοτήτων του.

53.      Επομένως, το άρθρο 8 της οδηγίας 95/46 πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ευθύνες, οι ικανότητες και οι δυνατότητες του φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης.

54.      Συναφώς, πρέπει να αποκλειστεί η εκ των προτέρων εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46 σε φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης. Ο εκ των προτέρων έλεγχος σελίδων του διαδικτύου οι οποίες προκύπτουν ως αποτέλεσμα αναζήτησης δεν εμπίπτει ούτε στις ευθύνες ούτε στις δυνατότητες (22) φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης. Καθήκον του φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης είναι, όπως υποδηλώνει το όνομά του, να αναζητεί, να βρίσκει, να ανακτά και να θέτει πληροφορίες στη διάθεση του ενδιαφερομένου, και τούτο χάρη σε αλγόριθμο ο οποίος καθιστά εφικτή την εξεύρεση των πληροφοριών με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο. Αντιθέτως, δεν είναι καθήκον του φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης να ελέγχει ή ακόμη και να λογοκρίνει. Ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης δρα με σκοπό την αναζήτηση και αντιδρά με σκοπό τη διαγραφή αποτελέσματος αναζήτησης. Εν πάση περιπτώσει, κατ’ αυτόν τον τρόπο αντιλαμβάνομαι την απόφαση Google Spain και Google (23).

55.      Στο ίδιο πνεύμα και όπως υπογραμμίζει επίσης η Επιτροπή, οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί που θεσπίζονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46 δεν μπορούν να εφαρμόζονται σε φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης ωσάν να είχε ο ίδιος περιλάβει τα ευαίσθητα δεδομένα στις σελίδες του διαδικτύου που ταξινομεί. Λογικά, η δραστηριότητα της μηχανής αναζήτησης λαμβάνει χώρα μετά την ανάρτηση (ευαίσθητων) δεδομένων στο διαδίκτυο και έχει παρεπόμενο χαρακτήρα.

56.      Επομένως, οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί που προβλέπονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46 μπορούν να εφαρμοστούν σε μηχανή αναζήτησης μόνο λόγω της ταξινόμησης αυτής και, συνεπώς, μέσω εκ των υστέρων ελέγχου, βάσει αίτησης διαγραφής συνδέσμων που υποβάλλει το υποκείμενο των δεδομένων.

57.      Επομένως, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα προτείνω να δοθεί η απάντηση ότι, στο πλαίσιο των ευθυνών, των ικανοτήτων και των δυνατοτήτων φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης, το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 95/46 εφαρμόζεται, καταρχήν, στις δραστηριότητες τέτοιου φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης.

58.      Ο τρόπος εφαρμογής της διάταξης εξετάζεται στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

3.      Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

59.      Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο υποβάλλεται για την περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 95/46 εφαρμόζεται στην επεξεργασία που πραγματοποιεί φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης, περιλαμβάνει τρία σκέλη.

60.      Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν,

–        να διευκρινιστεί αν η απαγόρευση επεξεργασίας των δεδομένων που εμπίπτουν στο άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 95/46 η οποία επιβάλλεται στον φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης, υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπει η εν λόγω οδηγία, συνεπάγεται υποχρέωσή του να δέχεται συστηματικά τις αιτήσεις διαγραφής συνδέσμων προς ιστοσελίδες που επεξεργάζονται τέτοιου είδους δεδομένα·

–        να διευκρινιστεί ο τρόπος εφαρμογής των ειδικών εξαιρέσεων του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και εʹ, της οδηγίας 95/46 στην επεξεργασία που πραγματοποιεί φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης και, ιδίως, αν αυτός μπορεί να αρνηθεί να ικανοποιήσει αίτηση διαγραφής συνδέσμων βάσει αυτών και

–        να αποσαφηνισθούν οι προβλεπόμενες στο άρθρο 9 της οδηγίας 95/46 εξαιρέσεις για την επεξεργασία δεδομένων η οποία πραγματοποιείται αποκλειστικώς για δημοσιογραφικούς σκοπούς ή για σκοπούς καλλιτεχνικής ή λογοτεχνικής έκφρασης, και τούτο μόνο στον βαθμό που οι εξαιρέσεις αυτές είναι αναγκαίες ώστε το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής να συμβιβάζεται με τους κανόνες που διέπουν την ελευθερία έκφρασης. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης δικαιούται να αρνηθεί να κάνει δεκτή αίτηση διαγραφής συνδέσμων όταν διαπιστώνει ότι τα δεδομένα τα οποία περιέχονται στην ιστοσελίδα στην οποία οδηγεί ο επίμαχος σύνδεσμος περιέχονται σε αυτήν νομίμως, δεδομένου ότι η επεξεργασία που πραγματοποίησε συναφώς ο εκδότης της ιστοσελίδας εμπίπτει στην ως άνω εξαίρεση.

61.      Θα εξετάσω αυτά τα επιμέρους ερωτήματα με τη σειρά που υποβάλλονται.

1.      Επί της συστηματικής διαγραφής συνδέσμων

62.      Καταρχήν, αν δεν συντρέχει ένας από τους προβλεπόμενους στα άρθρα 8 και 9 της οδηγίας 95/46 δικαιολογητικούς λόγους, η άρνηση του φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης να διαγράψει σύνδεσμο προς σελίδα του διαδικτύου αντιβαίνει στο άρθρο 8, παράγραφος 1 ή 5, της οδηγίας αυτής.

63.      Η Google, η Ιρλανδική και η Αυστριακή Κυβέρνηση, καθώς και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, υποστηρίζουν ότι ο παράγοντας αυτός είναι σημαντικός, πλην όμως όχι αποφασιστικός, στο πλαίσιο της στάθμισης των δικαιωμάτων και των συμφερόντων που θα πρέπει να πραγματοποιεί ο φορέας εκμετάλλευσης της μηχανής αναζήτησης για κάθε αίτηση διαγραφής συνδέσμων, περιλαμβανομένης και της αίτησης διαγραφής συνδέσμων προς διαδικτυακούς τόπους που επεξεργάζονται ειδικές κατηγορίες δεδομένων κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1 ή 5, της οδηγίας 95/46.

64.      Αντιθέτως, η Γαλλική, η Ιταλική και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, θεωρούν ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 95/46 απαγόρευση επεξεργασίας συνεπάγεται ότι ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης στον οποίο υποβάλλεται αίτηση διαγραφής συνδέσμων πρέπει κατά κανόνα να κάνει δεκτή την αίτηση αυτή, ήτοι χωρίς να οφείλει ή να μπορεί να ελέγξει άλλα στοιχεία πέραν της απουσίας δικαιολογητικού λόγου.

65.      Συντάσσομαι με τη δεύτερη αυτή άποψη.

66.      Συγκεκριμένα, το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 95/46 δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι επιβάλλει υποχρέωση απαγόρευσης της επεξεργασίας των ευαίσθητων δεδομένων που απαριθμούνται σε αυτό. Ειδικότερα, δεν αντιλαμβάνομαι με ποιον τρόπο, σε μια τέτοια περίπτωση, η υποχρέωση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα στοιχείο μεταξύ πολλών το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της εξέτασης αίτησης διαγραφής συνδέσμων.

67.      Η προσέγγιση αυτή συνιστά λογική προέκταση της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Google Spain και Google (24). Υπενθυμίζω ότι η υπόθεση εκείνη αφορούσε αποκλειστικά δεδομένα των οποίων η δημοσίευση ήταν, καθεαυτήν, νόμιμη. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε, καταρχάς, ότι ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης υποχρεούνταν να απαλείφει από τον κατάλογο αποτελεσμάτων, ο οποίος εμφανίζεται κατόπιν αναζήτησης με βάση το ονοματεπώνυμο ενός προσώπου, συνδέσμους προς δημοσιευμένες από τρίτους ιστοσελίδες που περιέχουν πληροφορίες σχετικές με το πρόσωπο αυτό –έστω και αν η δημοσίευση αυτή ήταν, καθεαυτήν, νόμιμη (25)– και, εν συνεχεία, στάθμισε τα δικαιώματα του ενδιαφερομένου με το οικονομικό συμφέρον του φορέα εκμετάλλευσης της μηχανής αναζήτησης καθώς και με το συμφέρον του κοινού να αποκτήσει πρόσβαση στις επίμαχες πληροφορίες (26).

68.      Συναφώς, θα ήθελα να διατυπώσω παρενθετικά ορισμένες παρατηρήσεις όσον αφορά την υπόθεση Google Spain και Google. Στο μέτρο που γίνεται ευρέως δεκτό ότι, εάν οι πληροφορίες είναι νόμιμες, το πρόσωπο που τις δημοσιεύει ασκεί, σε κάθε περίπτωση, την ελευθερία έκφρασης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 του Χάρτη, θα ήταν σκόπιμο να είχε μνημονεύσει ρητώς το Δικαστήριο το θεμελιώδες αυτό δικαίωμα. Με τον τρόπο αυτό θα είχε αναδειχθεί σαφέστερα ότι δεν πρέπει μόνο να σταθμίζονται τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, αφενός, και η ελευθερία πληροφόρησης, αφετέρου, αλλά και ότι πρέπει να λαμβάνεται επίσης υπόψη η ελευθερία έκφρασης. Θα επανέλθω στο ζήτημα αυτό στην ανάλυση σχετικά με το άρθρο 9 της οδηγίας 95/46.

69.      Αντιθέτως, έχω την άποψη ότι δεν συντρέχει περίπτωση τέτοιας στάθμισης στο πλαίσιο του άρθρου 8 της οδηγίας 95/46. Εφόσον αποδεικνύεται ότι διενεργείται επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, η αίτηση διαγραφής συνδέσμων πρέπει να γίνεται δεκτή.

70.      Γνωρίζω, βεβαίως, την άποψη που διατύπωσε η ομάδα εργασίας του άρθρου 29 για την προστασία των δεδομένων (27) στις «Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή της απόφασης [Google Spain και Google (28)]» της 26ης Νοεμβρίου 2014 (29) (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές), κατά την οποία, πρώτον, στις περισσότερες περιπτώσεις αιτήσεων διαγραφής συνδέσμων, για τη λήψη απόφασης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη περισσότερα του ενός κριτήρια, δεύτερον, κανένα κριτήριο δεν έχει αυτό καθεαυτό καθοριστικό χαρακτήρα (30) και, τρίτον, όσον αφορά ειδικά το άρθρο 8 της οδηγίας 95/46, «[οι αρχές προστασίας δεδομένων] είναι πιθανότερο να παρέμβουν σε περίπτωση απόρριψης αιτημάτων διαγραφής» (31).

71.      Συναφώς, θεωρώ αυτονόητο ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη περισσότερα κριτήρια για τη λήψη απόφασης επί αιτήσεως διαγραφής συνδέσμων. Αντιθέτως, φρονώ ότι η αναφορά στο ότι οι αρχές προστασίας δεδομένων είναι πιθανότερο να παρέμβουν δεν είναι επαρκώς καταφατική και σαφής. Εάν διαπιστώνεται ότι τα δεδομένα εμπίπτουν στους ευαίσθητους τομείς που απαριθμούνται στο άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 95/46, η επεξεργασία τους απαγορεύεται.

72.      Συνεπώς, εκτιμώ ότι η πρόληψη ενδεχόμενης ενίσχυσης της διάδοσης τέτοιων δεδομένων από μηχανή αναζήτησης καλύπτεται επίσης από τη ratio legis του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 95/46. Δεδομένου ότι, δυνάμει της διάταξης αυτής, ο νομοθέτης εκτιμά ότι η επεξεργασία ορισμένων δεδομένων είναι παράνομη, αυτό συνεπάγεται, κατά την άποψή μου, ότι η χωριστή επεξεργασία από φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης είναι επίσης παράνομη, τουλάχιστον από τη στιγμή που ο εν λόγω φορέας εκμετάλλευσης δεν έδωσε συνέχεια σε αίτηση διαγραφής συνδέσμων.

73.      Με άλλα λόγια, με το άρθρο 8 της οδηγίας 95/46, ο νομοθέτης της Ένωσης έδωσε ήδη απάντηση στο ζήτημα των ευαίσθητων δεδομένων, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται στάθμιση. Υπέρ της ερμηνείας αυτής συνηγορεί ότι ο κανονισμός 2016/679 όχι μόνο διατήρησε την απαγόρευση (32) επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων, αλλά διεύρυνε επιπλέον τις σχετικές κατηγορίες (33).

74.      Ως εκ τούτου, η απαγόρευση επεξεργασίας των δεδομένων που εμπίπτουν στο άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 95/46 η οποία επιβάλλεται στον φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης, υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπει η εν λόγω οδηγία, συνεπάγεται υποχρέωσή του να δέχεται συστηματικά τις αιτήσεις διαγραφής συνδέσμων προς ιστοσελίδες που επεξεργάζονται τέτοιου είδους δεδομένα.

2.      Επί των ειδικών εξαιρέσεων του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και εʹ, της οδηγίας 95/46

75.      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις σε σχέση με δύο μόνο από τις πέντε εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 95/46.

76.      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 95/46, η παράγραφος 1 δεν ισχύει εφόσον το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα έχει δώσει ρητώς (34) τη συγκατάθεσή του για την επεξεργασία, εκτός αν η νομοθεσία του κράτους μέλους ορίζει ότι η συγκατάθεση του εν λόγω προσώπου δεν αίρει την απαγόρευση της παραγράφου 1. Το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 95/46 ορίζει ότι η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού δεν ισχύει εφόσον η επεξεργασία αφορά δεδομένα τα οποία προδήλως δημοσιοποιούνται από το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου.

77.      Στο μέτρο που, σύμφωνα με τη λύση που προτείνω στο Δικαστήριο, φρονώ ότι ισχύουν οι προβλεπόμενες στο άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 95/46 απαγορεύσεις επεξεργασίας, εκτιμώ ότι, καταρχήν, ισχύουν επίσης οι προβλεπόμενες στο ίδιο άρθρο 8 της οδηγίας 95/46 εξαιρέσεις, έστω και αν ορισμένες από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 95/46 εξαιρέσεις φαίνεται να έχουν περισσότερο θεωρητικό παρά πρακτικό χαρακτήρα όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής τους σε μηχανή αναζήτησης (35). Επομένως, ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης μπορεί να αρνηθεί να κάνει δεκτή αίτηση διαγραφής συνδέσμων εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.

3.      Επί της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ελευθερίας έκφρασης (άρθρο 9 της οδηγίας 95/46)

78.      Κατά το άρθρο 9 της οδηγίας 95/46, για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία πραγματοποιείται αποκλειστικώς για δημοσιογραφικούς σκοπούς ή για σκοπούς καλλιτεχνικής ή λογοτεχνικής έκφρασης, τα κράτη μέλη προβλέπουν εξαιρέσεις ή παρεκκλίσεις, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 8 της οδηγίας 95/46 στον βαθμό που είναι αναγκαίες ώστε το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής να συμβιβάζεται με τους κανόνες που διέπουν την ελευθερία έκφρασης.

79.      Το ζήτημα που τίθεται είναι αν ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης μπορεί να αρνηθεί να κάνει δεκτή αίτηση διαγραφής συνδέσμων όταν διαπιστώνει ότι η εμφάνιση των ευαίσθητων δεδομένων που περιέχονται στη σελίδα στην οποία οδηγεί ο επίμαχος σύνδεσμος είναι νόμιμη, καθόσον η επεξεργασία που πραγματοποίησε συναφώς ο εκδότης της ιστοσελίδας εμπίπτει στο άρθρο 9 της οδηγίας 95/46.

80.      Επισημαίνεται ότι, δυνάμει της απόφασης Google Spain και Google (36), αίτηση διαγραφής συνδέσμων μπορεί κάλλιστα να γίνει δεκτή από τον φορέα εκμετάλλευσης της μηχανής αναζήτησης, αλλά να μην γίνει δεκτή από τον εκδότη της οικείας ιστοσελίδας λόγω του άρθρου 9 της οδηγίας 95/46. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι «η επεξεργασία από εκδότη ιστοσελίδας, η οποία συνίσταται στη δημοσίευση πληροφοριών σχετικών με ορισμένο φυσικό πρόσωπο, μπορεί ενδεχομένως να πραγματοποιείται “αποκλειστικώς για δημοσιογραφικούς σκοπούς” και, επομένως, να υπάγεται, δυνάμει του άρθρου 9 της οδηγίας 95/46, στις παρεκκλίσεις από τις απαιτήσεις της οδηγίας αυτής, πράγμα το οποίο δεν ισχύει για την επεξεργασία την οποία πραγματοποιεί ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης. Επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να ασκήσει, υπό ορισμένες περιστάσεις, το υποκείμενο των δεδομένων τα δικαιώματα που προβλέπονται με τα άρθρα 12, στοιχείο βʹ, και 14, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 95/46 κατά του εν λόγω φορέα, όχι όμως κατά του εκδότη της εν λόγω ιστοσελίδας» (37).

81.      Το κρίσιμο αυτό απόσπασμα της απόφασης Google Spain και Google (38) συνιστά τον σκληρό πυρήνα της συλλογιστικής που δικαιολογεί τη θέσπιση «δικαιώματος στη λήθη»: προκειμένου να προστατεύονται η ιδιωτική ζωή και το δικαίωμα στα δεδομένα του, το υποκείμενο των δεδομένων μπορεί να στραφεί κατά του «μεσάζοντος» (έστω και) αν δεν είναι δυνατή η «διόρθωση στην πηγή», λόγω του δικαιώματος στην ελευθερία έκφρασης του εκδότη της ιστοσελίδας.

82.      Ο πειρασμός να ερμηνευθεί το απόσπασμα αυτό υπό την έννοια ότι το άρθρο 9 δεν εφαρμόζεται στον φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης είναι μεγάλος.

83.      Προτείνω στο Δικαστήριο να μην ενδώσει στον πειρασμό αυτό.

84.      Πρώτον, κατά πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ), «[χ]άρη στην προσβασιμότητα και στην ικανότητά τους να διατηρούν και να διαδίδουν μεγάλες ποσότητες δεδομένων, οι διαδικτυακοί τόποι συμβάλλουν τα μέγιστα στη βελτίωση της πρόσβασης του κοινού στην επικαιρότητα και, γενικώς, στη διευκόλυνση της γνωστοποίησης των πληροφοριών» (39). Ειδικότερα, σε υπόθεση η οποία είχε ως αντικείμενο διαδικτυακό τόπο που συνιστά μία από τις κύριες υπηρεσίες ανταλλαγής αρχείων στο διαδίκτυο παγκοσμίως (40), το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι «το άρθρο 10 της Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (41), αφορά όχι μόνο το περιεχόμενο των πληροφοριών, αλλά και τα μέσα μετάδοσης ή καταγραφής» (42).

85.      Το δικαίωμα του κοινού να λαμβάνει και να μεταδίδει πληροφορίες που είναι προσβάσιμες στο διαδίκτυο προστατεύεται από το άρθρο 11 του Χάρτη (43). Η προστασία αυτή αφορά τόσο τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στις ιστοσελίδες προέλευσης όσο και τις πληροφορίες που παρέχονται μέσω μηχανών αναζήτησης στο διαδίκτυο (44).

86.      Δεύτερον, το μόνο συμπέρασμα που μπορεί να συναχθεί από το προπαρατεθέν απόσπασμα της απόφασης Google Spain και Google (45) είναι ότι το άρθρο 9 της οδηγίας 95/46 δεν εφαρμόζεται καθεαυτό άμεσα στη δραστηριότητα του φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης. Δεδομένου ότι η δραστηριότητα του συγκεκριμένου φορέα εκμετάλλευσης είναι παρεπόμενη της πρωτογενούς δραστηριότητας του προσώπου που μεταδίδει την πληροφορία, είναι λογικό το άρθρο 9 της οδηγίας 95/46 να αφορά, κατά κύριο λόγο, το συγκεκριμένο πρόσωπο. Εντούτοις, το ότι τα δεδομένα που περιέχονται στην επίμαχη σελίδα στο διαδίκτυο εμπίπτουν στη δημοσιογραφική δραστηριότητα ή στην καλλιτεχνική ή λογοτεχνική έκφραση, κατά την έννοια του άρθρου 9 της οδηγίας 95/46, δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια να εμποδίζεται ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης, ο οποίος, όπως προεκτέθηκε, υπόκειται στις υποχρεώσεις του άρθρου 8 της οδηγίας αυτής, να επικαλεστεί το άρθρο 9 της οδηγίας 95/46.

87.      Το ότι τα δεδομένα σελίδας στο διαδίκτυο εμπίπτουν στο άρθρο 9 της οδηγίας πρέπει να συνιστά περίσταση η οποία μπορεί να δικαιολογήσει την απόρριψη αίτησης διαγραφής συνδέσμων.

88.      Το άρθρο 9 της οδηγίας 95/46 συγκεκριμενοποιεί, στο επίπεδο του παράγωγου δικαίου, την ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης καθώς και την ελευθερία των μέσων μαζικής ενημέρωσης, οι οποίες κατοχυρώνονται στο άρθρο 11 του Χάρτη. Με άλλα λόγια, κατά τη στάθμιση που πρέπει να πραγματοποιείται μεταξύ, αφενός, του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής καθώς και του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων βάσει των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη και, αφετέρου, του δικαιώματος του κοινού να έχει πρόσβαση στις επίμαχες πληροφορίες, το γεγονός ότι οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από την πένα δημοσιογράφου ή συνιστούν καλλιτεχνική ή λογοτεχνική έκφραση είναι στοιχείο το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη.

89.      Ανακεφαλαιώνοντας, έστω και αν ορισμένες σκέψεις του Δικαστηρίου μπορούσαν να έχουν διατυπωθεί με σαφέστερο τρόπο στην απόφαση Google Spain και Google (46), δεν αποκλείεται η συνεκτίμηση της ελευθερίας έκφρασης κατά την εξέταση της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 12, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 14, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 95/46 που πραγματοποιείται στην εν λόγω απόφαση. Κατά την άποψή μου, κατά τη στάθμιση, αφενός, του συμφέροντος των χρηστών του διαδικτύου οι οποίοι ενδιαφέρονται δυνητικά να έχουν πρόσβαση σε σελίδα στο διαδίκτυο μέσω αναζήτησης με βάση το ονοματεπώνυμο του υποκειμένου των δεδομένων και, αφετέρου, των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου αυτού βάσει των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη, πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης των εκδοτών και των χρηστών του διαδικτύου, την οποία εγγυάται το άρθρο 11 του Χάρτη.

90.      Προς την ανάλυσή μου συνηγορούν οι κατευθυντήριες γραμμές, κατά τις οποίες «[οι αρχές προστασίας δεδομένων] αναγνωρίζουν ότι, ανάλογα με το πλαίσιο, μπορεί να είναι σκόπιμο να εξετάσουν αν οι πληροφορίες δημοσιεύθηκαν για δημοσιογραφικούς σκοπούς. Το γεγονός ότι οι πληροφορίες δημοσιεύονται από δημοσιογράφο έργο του οποίου είναι η ενημέρωση του κοινού αποτελεί παράγοντα προς στάθμιση κατά την εξισορρόπηση. Ωστόσο, το εν λόγω κριτήριο δεν παρέχει από μόνο του επαρκή βάση για απόρριψη αιτήματος, δεδομένου ότι η απόφαση προβαίνει σε σαφή διάκριση μεταξύ της νομικής βάσης για δημοσίευση από τα μέσα ενημέρωσης και της νομικής βάσης για την οργάνωση, από τις μηχανές αναζήτησης, των αποτελεσμάτων αναζητήσεων που πραγματοποιούνται με βάση το ονοματεπώνυμο του προσώπου» (47).

91.      Τέλος, επισημαίνεται ότι το άρθρο 17 του κανονισμού 2016/679, το οποίο κωδικοποιεί πλέον το «δικαίωμα στη λήθη», προβλέπει στην παράγραφο 3, στοιχείο αʹ, εξαίρεση από το δικαίωμα αυτό όταν η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την άσκηση του δικαιώματος ελευθερίας της έκφρασης και του δικαιώματος στην ενημέρωση. Η εξαίρεση αυτή εφαρμόζεται σε όλους τους λόγους που μπορούν να θεμελιώσουν δικαίωμα στη λήθη, οι οποίοι απαριθμούνται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46, και, ως εκ τούτου, ακόμη και σε περίπτωση κατά την οποία, για παράδειγμα, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβλήθηκαν σε επεξεργασία παράνομα (παράγραφος 1, στοιχείο δʹ). Συνεπώς, ο κανονισμός 2016/679 αναγνωρίζει περιορισμό του δικαιώματος διαγραφής συνδέσμων για λόγους αναγόμενους στην ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης, έστω και αν η επεξεργασία αφορά ευαίσθητα δεδομένα.

92.      Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ότι, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 95/46, ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης υποχρεούται να κάνει δεκτές συστηματικά τις αιτήσεις διαγραφής συνδέσμων προς ιστοσελίδες οι οποίες περιέχουν ευαίσθητα δεδομένα που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή, υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται από την οδηγία 95/46, όπως εκείνες του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και εʹ. Αντιθέτως, το γεγονός ότι τα δεδομένα της επίμαχης σελίδας στο διαδίκτυο εμπίπτουν στο άρθρο 9 της οδηγίας 95/46 συνιστά περίσταση η οποία μπορεί να δικαιολογήσει την απόρριψη αίτησης διαγραφής συνδέσμων. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης καλείται να σταθμίσει, αφενός, το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής καθώς και το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων βάσει των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη και, αφετέρου, το δικαίωμα του κοινού να έχει πρόσβαση στις επίμαχες πληροφορίες καθώς και το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης του προσώπου από το οποίο προέρχονται οι πληροφορίες βάσει του άρθρου 11 του Χάρτη.

4.      Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

93.      Δεδομένου ότι το τρίτο προδικαστικό ερώτημα υποβάλλεται για την «περίπτωση αρνητικής απάντησης» στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, λαμβανομένης υπόψη της καταφατικής απάντησης που προτείνω να δοθεί σε αυτό, παρέλκει η εξέτασή του.

5.      Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

94.      Το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα περιλαμβάνει δύο σκέλη.

95.      Με το πρώτο σκέλος του ερωτήματος αυτού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν, εφόσον ο αιτών αποδεικνύει ότι τα δεδομένα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα στην οποία οδηγεί ο επίμαχος σύνδεσμος έχουν καταστεί ελλιπή ή ανακριβή ή ότι δεν είναι πλέον ενημερωμένα, ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης οφείλει να δεχθεί την αντίστοιχη αίτηση διαγραφής συνδέσμων.

96.      Επομένως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν υφίσταται τέτοια υποχρέωση, όταν ο αιτών αποδεικνύει ότι, λαμβανομένης υπόψη της πορείας της ένδικης διαδικασίας, οι σχετικές με προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας πληροφορίες δεν ανταποκρίνονται πλέον στην τρέχουσα κατάστασή του.

97.      Με το δεύτερο σκέλος του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος, το οποίο αναφέρεται ειδικότερα στις υποθέσεις της κύριας δίκης που αφορούν τον B. H. και τον E. D., το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν οι πληροφορίες που αφορούν την ποινική δίωξη ενός προσώπου ή που περιγράφουν μια δίκη, καθώς και την καταδίκη στην οποία αυτή κατέληξε, συνιστούν δεδομένα σχετικά με ποινικά αδικήματα και ποινικές καταδίκες, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 95/46, και, ιδίως, αν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων αυτών μια ιστοσελίδα που περιέχει δεδομένα σχετικά με καταδίκες ή ένδικες διαδικασίες που αφορούν φυσικό πρόσωπο.

98.      Το δεύτερο σκέλος πρέπει να εξεταστεί πριν από το πρώτο.

99.      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 95/46, η επεξεργασία δεδομένων σχετικών με παραβάσεις, ποινικές καταδίκες ή μέτρα ασφαλείας επιτρέπεται μόνον υπό τον έλεγχο της δημόσιας αρχής ή εάν το εθνικό δίκαιο προβλέπει επαρκείς και ειδικές εγγυήσεις, με την επιφύλαξη ενδεχομένων παρεκκλίσεων τις οποίες ορίζει το κράτος μέλος επί τη βάσει εθνικών διατάξεων που παρέχουν τις ενδεδειγμένες και ειδικές προς τούτο εγγυήσεις. Πάντως, η τήρηση πλήρους ποινικού μητρώου επιτρέπεται μόνον υπό τον έλεγχο της δημόσιας αρχής. Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η επεξεργασία δεδομένων συναφών με διοικητικές ή δικαστικές αποφάσεις πρέπει ομοίως να εκτελείται υπό τον έλεγχο της δημόσιας αρχής.

100. Κατά την άποψή μου, πληροφορίες σχετικές με ένδικες διαδικασίες δημοσιευμένες σε σελίδες στο διαδίκτυο, όπως οι επίμαχες στις υποθέσεις που αφορούν τον B. H. και τον E. D., συνιστούν δεδομένα κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 95/46. Έστω και αν η ποινική διαδικασία δεν κατέληξε στην έκδοση καταδικαστικής απόφασης, πρόκειται όντως για δεδομένα σχετικά με παράβαση.

101. Απομένει να εξεταστεί το πρώτο σκέλος του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος, το οποίο αφορά τα συμπεράσματα που πρέπει να συναχθούν από τη διαπίστωση αυτή όσον αφορά άρθρα, κυρίως δημοσιευθέντα στον Τύπο, τα οποία αφορούν προγενέστερο στάδιο ένδικης διαδικασίας και τα οποία, εξ ορισμού, δεν είναι πλέον ενημερωμένα.

102. Λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που προτείνω να δοθεί στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, εκτιμώ ότι, όσον αφορά άρθρο δημοσιευμένο στον Τύπο, θα πρέπει να εφαρμοστεί διαφοροποιημένη προσέγγιση στο μέτρο που πρόκειται για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία εκτίθενται μόνο για δημοσιογραφικούς σκοπούς.

103. Συναφώς, κατά τις κατευθυντήριες γραμμές, «[τ]α κράτη μέλη της ΕΕ μπορεί να ακολουθούν διαφορετικές προσεγγίσεις όσον αφορά τη δημοσιοποίηση πληροφοριών σχετικά με παραβάτες και αδικήματα. Ενδέχεται να υφίστανται συγκεκριμένες νομικές διατάξεις οι οποίες να επηρεάζουν τη διάθεση των εν λόγω πληροφοριών συν τω χρόνω. Οι [αρχές προστασίας δεδομένων] θα χειρίζονται τις περιπτώσεις αυτές σύμφωνα με τις σχετικές εθνικές αρχές και προσεγγίσεις. Οι [αρχές προστασίας δεδομένων] είναι, κατά κανόνα, πιθανότερο να εξετάσουν το ενδεχόμενο διαγραφής αποτελεσμάτων αναζήτησης που αφορούν σχετικά ήσσονος σημασίας αδικήματα που συνέβησαν πριν από πολύ καιρό, ενώ είναι λιγότερο πιθανό να εξετάσουν το ενδεχόμενο διαγραφής αποτελεσμάτων που αφορούν σοβαρότερα αδικήματα που συνέβησαν πιο πρόσφατα. Ωστόσο, τα εν λόγω ζητήματα απαιτούν προσεκτική εξέταση, και ο χειρισμός τους γίνεται κατά περίπτωση» (48).

104. Στο ίδιο πνεύμα, εκτιμώ ότι ενδείκνυται κατά περίπτωση εξέταση, στο πλαίσιο της οποίας ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης θα πρέπει να σταθμίζει, αφενός, το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής καθώς και το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων βάσει των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη και, αφετέρου, το δικαίωμα του κοινού να έχει πρόσβαση στις επίμαχες πληροφορίες, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη ότι οι πληροφορίες αυτές είναι δημοσιογραφικού χαρακτήρα ή ότι συνιστούν καλλιτεχνική ή λογοτεχνική έκφραση.

VI.    Πρόταση

105. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Γαλλία) ως εξής:

1)      Στο πλαίσιο των ευθυνών, των ικανοτήτων και των δυνατοτήτων φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης, το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, εφαρμόζεται, καταρχήν, στις δραστηριότητες τέτοιου φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης.

2)      Η ευρετηρίαση και ταξινόμηση σελίδας του διαδικτύου που περιέχει δεδομένα που περιγράφουν την τέλεση παράβασης και την άσκηση ποινικής δίωξης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 95/46.

3)      Δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 95/46, ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης υποχρεούται να κάνει δεκτές συστηματικά τις αιτήσεις διαγραφής συνδέσμων προς ιστοσελίδες οι οποίες περιέχουν ευαίσθητα δεδομένα που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή, υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται από την οδηγία 95/46, όπως εκείνων του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και εʹ.

4)      Αντιθέτως, το γεγονός ότι τα δεδομένα της επίμαχης σελίδας στο διαδίκτυο εμπίπτουν στο άρθρο 9 της οδηγίας 95/46 συνιστά περίσταση η οποία μπορεί να δικαιολογήσει την απόρριψη αίτησης διαγραφής συνδέσμων. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης καλείται να σταθμίσει, αφενός, το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής καθώς και το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων βάσει των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, αφετέρου, το δικαίωμα του κοινού να έχει πρόσβαση στις επίμαχες πληροφορίες καθώς και το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης του προσώπου από το οποίο προέρχονται οι πληροφορίες βάσει του άρθρου 11 του Χάρτη.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 1995, L 281, σ. 31).


3      C‑131/12, EU:C:2014:317.


4      Μολονότι ο όρος δεν περιέχεται στην απόφαση, γίνεται ευρεία χρήση του στην πράξη και μάλιστα χρησιμοποιείται και στο παράγωγο δίκαιο: βλ. άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ 2016, L 119, σ. 1), και διορθωτικό (ΕΕ 2018, L 127, σ. 2).


5      Θα επανέλθω στην απόφαση αυτή λεπτομερώς στο πλαίσιο της νομικής ανάλυσης.


6      Απόφαση της 13ης Μαΐου 2014 (C‑131/12, EU:C:2014:317).


7      Απόφαση της 13ης Μαΐου 2014 (C‑131/12, EU:C:2014:317).


8      Δυνάμει του άρθρου 99, παράγραφος 2, του κανονισμού 2016/679.


9      Βλ. άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/679.


10      Απόφαση της 13ης Μαΐου 2014 (C‑131/12, EU:C:2014:317).


11      Βλ. απόφαση της 13ης Μαΐου 2014, Google Spain και Google (C‑131/12, EU:C:2014:317, σημείο 1 του διατακτικού).


12      Βλ. απόφαση της 13ης Μαΐου 2014, Google Spain και Google (C‑131/12, EU:C:2014:317, σημείο 3 του διατακτικού).


13      Βλ. απόφαση της 13ης Μαΐου 2014, Google Spain και Google (C‑131/12, EU:C:2014:317, σημείο 4 του διατακτικού).


14      Βλ. απόφαση της 13ης Μαΐου 2014, Google Spain και Google (C‑131/12, EU:C:2014:317, σημείο 4 του διατακτικού).


15      Απόφαση της 13ης Μαΐου 2014 (C‑131/12, EU:C:2014:317).


16      Απόφαση της 13ης Μαΐου 2014 (C‑131/12, EU:C:2014:317).


17      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Jääskinen στην υπόθεση Google Spain και Google (C‑131/12, EU:C:2013:424, σημείο 90).


18      Απόφαση της 13ης Μαΐου 2014 (C‑131/12, EU:C:2014:317).


19      Απόφαση της 13ης Μαΐου 2014 (C‑131/12, EU:C:2014:317).


20      Βλ. απόφαση της 13ης Μαΐου 2014, Google Spain και Google (C‑131/12, EU:C:2014:317, σκέψη 38). Η υπογράμμιση δική μου. Το απόσπασμα αυτό επαναλαμβάνεται, κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 83 της ίδιας απόφασης.


21      Όπως προκύπτει από τη φράση «πρέπει να διασφαλίζει».


22      Συγκεκριμένα, η Google υποστηρίζει, ορθώς, κατά την άποψή μου, ότι δεν είναι σε θέση να εξετάζει, σελίδα προς σελίδα, κάθε διαδικτυακό τόπο που διερευνάται και ευρετηριάζεται ώστε να διασφαλίζει ότι το περιεχόμενό του συνάδει προς τους εφαρμοστέους κανόνες ή να διαπιστώνει αν περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία μπορούν να χαρακτηριστούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση ευαίσθητα, ανακριβή, ελλιπή, δημοσιευμένα παρανόμως ή σχετικά με παραβάσεις ή ποινικές καταδίκες.


23      Απόφαση της 13ης Μαΐου 2014 (C‑131/12, EU:C:2014:317).


24      Απόφαση της 13ης Μαΐου 2014 (C‑131/12, EU:C:2014:317).


25      Βλ. σκέψη 88 της απόφασης αυτής και σημείο 3 του διατακτικού.


26      Βλ. σκέψη 99 της εν λόγω απόφασης και σημείο 4 του διατακτικού.


27      Με την έναρξη ισχύος του κανονισμού 2016/679, η ομάδα εργασίας του άρθρου 29 αντικαταστάθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων (βλ. άρθρο 68 και άρθρο 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2016/679).


28      Απόφαση της 13ης Μαΐου 2014 (C‑131/12, EU:C:2014:317).


29      Διατίθεται στην ακόλουθη διεύθυνση: https://ec.europa.eu/justice/article-29/documentation/opinion-recommendation/files/2014/wp225_fr.pdf.


30      Βλ. σ. 15 των κατευθυντηρίων γραμμών.


31      Βλ. σ. 23 των κατευθυντηρίων γραμμών.


32      Έστω και αν οι εξαιρέσεις είναι περισσότερες από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 8 της οδηγίας 95/46. Βλ. άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 2016/679.


33      Βλ. άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/679. Σε αυτές περιλαμβάνονται πλέον και η επεξεργασία γενετικών δεδομένων, βιομετρικών δεδομένων με σκοπό την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση προσώπου και δεδομένων που αφορούν τον γενετήσιο προσανατολισμό φυσικού προσώπου.


34      Κατά το άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 95/46, ως «συγκατάθεση του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα» νοείται κάθε δήλωση βουλήσεως, ελευθέρας, ρητής και εν πλήρει επιγνώσει, με την οποία το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν.


35      Για παράδειγμα, η εξαίρεση υπό το στοιχείο αʹ θα πρέπει να συνιστά μάλλον θεωρητική περίπτωση, δεδομένου ότι η αίτηση διαγραφής συνδέσμων προϋποθέτει, λογικά, ότι, τουλάχιστον κατά την ημερομηνία της αίτησης αυτής, ο αιτών δεν συγκατατίθεται πλέον στην επεξεργασία που πραγματοποιεί ο φορέας εκμετάλλευσης της μηχανής αναζήτησης. Επιπλέον, εκτιμώ ότι οι εξαιρέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ (εργατικό δίκαιο), και στοιχείο δʹ (δραστηριότητες ιδρύματος κ.λπ.), δεν μπορούν να ισχύουν για μηχανή αναζήτησης. Εν πάση περιπτώσει, τα προδικαστικά ερωτήματα δεν αναφέρονται σε αυτές.


36      Απόφαση της 13ης Μαΐου 2014 (C‑131/12, EU:C:2014:317).


37      Βλ. απόφαση της 13ης Μαΐου 2014, Google Spain και Google (C‑131/12, EU:C:2014:317, σκέψη 85).


38      Απόφαση της 13ης Μαΐου 2014 (C‑131/12, EU:C:2014:317).


39      Βλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 10ης Μαρτίου 2009, Times Newspapers Ltd κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αριθ. 1 και 2, CE:ECHR:2009:0310JUD000300203, § 27, και της 10ης Ιανουαρίου 2013, Ashby Donald και λοιποί κατά Γαλλίας, CE:ECHR:2013:0110JUD003676908, § 34.


40      Πρόκειται για τον διαδικτυακό τόπο «The Pirate Bay». Σχετικά με τη λειτουργία του διαδικτυακού αυτού τόπου, βλ. επίσης προτάσεις μου στην υπόθεση Stichting Brein (C‑610/15, EU:C:2017:99).


41      Διάταξη αντίστοιχη του άρθρου 11 του Χάρτη.


42      Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 19ης Φεβρουαρίου 2013, Neij και Sunde κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 40397/12, § 10.


43      Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, SABAM (C‑360/10, EU:C:2012:85, σκέψη 48).


44      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Jääskinen στην υπόθεση Google Spain και Google (C‑131/12, EU:C:2013:424, σημείο 121).


45      Απόφαση της 13ης Μαΐου 2014 (C‑131/12, EU:C:2014:317).


46      Απόφαση της 13ης Μαΐου 2014 (C‑131/12, EU:C:2014:317).


47      Βλ. σ. 24-25 των κατευθυντηρίων γραμμών.


48      Βλ. σ. 25-26 των κατευθυντηρίων γραμμών.