Language of document : ECLI:EU:T:2019:647

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 20ής Σεπτεμβρίου 2019 (*)

«REACH – Αξιολόγηση ουσιών – Benpat – Ανθεκτικότητα – Απόφαση με την οποία ο ECHA ζήτησε περαιτέρω πληροφορίες – Άρθρο 51, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 – Προσφυγή ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών – Καθήκοντα του συμβουλίου προσφυγών – Κατ’ αντιπαράθεση διαδικασία – Φύση του ελέγχου – Ένταση του ελέγχου – Αρμοδιότητες του συμβουλίου προσφυγών – Άρθρο 93, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 – Ανάθεση εξουσιών σε οργανισμούς της Ένωσης – Αρχή της δοτής αρμοδιότητας – Αρχή της επικουρικότητας – Αναλογικότητα – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑755/17,

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους T. Henze και D. Klebs, στη συνέχεια, από τον D. Klebs,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ECHA), εκπροσωπούμενου αρχικώς από την M. Heikkilä, τον W. Broere και τον C. Jacquet, στη συνέχεια από τον W. Broere, τον C. Jacquet και τον L. Bolzonello,

καθού,

υποστηριζόμενου από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Μ. Κωνσταντινίδη, R. Lindenthal και M. Noll-Ehlers,

και από τις

Envigo Consulting Ltd, με έδρα το Huntingdon (Ηνωμένο Βασίλειο),

Djchem Chemicals Poland S.A., με έδρα το Wołomin (Πολωνία),

εκπροσωπούμενες από τους R. Cana, É. Mullier και H. Widemann, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, με αίτημα τη μερική ακύρωση της απόφασης A-026-2015 του συμβουλίου προσφυγών του ECHA, της 8ης Σεπτεμβρίου 2017, στο μέτρο που ακύρωσε εν μέρει την απόφαση του ECHA της 1ης Οκτωβρίου 2015, με την οποία επιβλήθηκε η διενέργεια περαιτέρω δοκιμών σχετικά με την ουσία benpat (CAS 68953-84-4),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο, I. Labucka και A. Dittrich (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Ιστορικό της διαφοράς και προσβαλλόμενη απόφαση

1        Η benpat (CAS 68953-84-4) είναι ουσία πολλαπλών συστατικών, η οποία αποτελείται από τρεις πολύ παρεμφερείς χημικές ουσίες. Χρησιμοποιείται ως σταθεροποιητής σε βιομηχανικά προϊόντα και καταναλωτικά αγαθά από καουτσούκ, όπως ελαστικά και σωλήνες. Επιβραδύνει τη μεταβολή των φυσικών ιδιοτήτων και της όψης των προϊόντων με βάση το καουτσούκ, την οποία προκαλούν το φως και το ατμοσφαιρικό οξυγόνο.

2        Οι παρεμβαίνουσες εταιρίες, Envigo Consulting Ltd και Djchem Chemicals Poland S.A., είναι μέλη κοινοπραξίας η οποία, το 2010, καταχώρισε την benpat στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων (ECHA), για ποσότητα από 1 000 έως 10 000 τόνους ετησίως.

3        Το 2013, η benpat περιλήφθηκε στο κοινοτικό κυλιόμενο πρόγραμμα δράσης προς αξιολόγηση κατά την έννοια του άρθρου 44 του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ 2006, L 396, σ. 1, διορθωτικά ΕΕ 2007, L 136, σ. 3, ΕΕ 2008, L 141, σ. 22, και ΕΕ 2009, L 36, σ. 84), λόγω ανησυχιών όσον αφορά την ανθεκτικότητα, τη βιοσυσσώρευση και την τοξικότητα αυτής και λόγω της ευρύτατης χρήσης της, ιδίως από τους καταναλωτές.

4        Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 45 του κανονισμού 1907/2006, ορίστηκε η αρμόδια αρχή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (στο εξής: ορισθείσα αρχή) για την αξιολόγηση της benpat.

5        Βάσει του άρθρου 46, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006, η ορισθείσα αρχή κατάρτισε σχέδιο απόφασης το οποίο προέβλεπε αιτήματα παροχής περαιτέρω πληροφοριών σχετικά με τη benpat. Στις 20 Ιουνίου 2014, το σχέδιο απόφασης διαβιβάστηκε στον ECHA.

6        Στις 28 Αυγούστου 2014, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006, το σχέδιο απόφασης κοινοποιήθηκε στους καταχωρίζοντες, περιλαμβανομένων των παρεμβαινουσών εταιριών.

7        Στις 6 Οκτωβρίου 2014, οι καταχωρίζοντες υπέβαλαν τα σχόλιά τους επί του σχεδίου απόφασης.

8        Η ορισθείσα αρχή έλαβε υπόψη τα σχόλια αυτά και, στις 5 Μαρτίου 2015, κοινοποίησε τροποποιημένο σχέδιο απόφασης στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών και στον ECHA.

9        Τρεις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών και ο ECHA κατέθεσαν προτάσεις τροποποίησης, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 51, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006, το οποίο εφαρμόζεται mutatis mutandis δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.

10      Η ορισθείσα αρχή εξέτασε τις προτάσεις αυτές και τροποποίησε το σχέδιο απόφασης. Στις 20 Απριλίου 2015, το τροποποιημένο σχέδιο απόφασης παραπέμφθηκε στην επιτροπή των κρατών μελών.

11      Στις 8 Μαΐου 2015, οι καταχωρίζοντες εξέθεσαν στο πλαίσιο ακρόασης τις θέσεις τους όσον αφορά τις προτάσεις των κρατών μελών.

12      Κατά τη συνεδρίαση που διήρκεσε από τις 8 έως τις 11 Ιουνίου 2015, η επιτροπή των κρατών μελών κατέληξε σε ομόφωνη απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 6, του κανονισμού 1907/2006, το οποίο εφαρμόζεται mutatis mutandis, δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, προκειμένου περί τροποποιημένης πρότασης απόφασης.

13      Την 1η Οκτωβρίου 2015, βάσει του άρθρου 51, παράγραφος 6, του κανονισμού 1907/2006, οποίο εφαρμόζεται mutatis mutandis δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, ο ECHA εξέδωσε απόφαση για την αξιολόγηση της benpat (στο εξής: απόφαση του ECHA).

14      Με την απόφασή του, ο ECHA ζήτησε από τους καταχωρίζοντες να προσκομίσουν, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες πληροφορίες:

–        δοκιμή προσομοίωσης για την τελική αποδόμηση στα επιφανειακά ύδατα (μέθοδος δοκιμής: αερόβια ανοργανοποίηση στα επιφανειακά ύδατα – προσομοιωτική δοκιμή βιοαποδόμησης, ΕΕ Γ.25/ΟΟΣΑ 309, στο εξής: μέθοδος υπ’ αριθ. 309), όπως προσδιορίζεται στο σημείο III.3 της εν λόγω απόφασης, κάνοντας χρήση του συστατικού R‑898 αντί της benpat·

–        στην περίπτωση που η δοκιμή βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309 δεν παρείχε τη δυνατότητα να καθοριστεί αν η benpat είναι ανθεκτική ή άκρως ανθεκτική βάσει των σημείων 1.1.1 και 1.2.1 του κανονισμού 1907/2006, περαιτέρω δοκιμή προσομοίωσης της βιοαποδόμησης σε ιζήματα (μέθοδος δοκιμής: αερόβια και αναερόβια μετατροπή σε υδατικά ιζηματικά συστήματα, ΕΕ Γ.24/ΟΟΣΑ 308, στο εξής: μέθοδος υπ’ αριθ. 308), όπως προσδιορίζεται στο σημείο III.4 κάνοντας χρήση του συστατικού R‑898 αντί της benpat.

15      Στην απόφασή του, ο ECHA όρισε προθεσμία για την παροχή των ζητηθεισών πληροφοριών έως τις 8 Απριλίου 2018.

16      Στις 23 Δεκεμβρίου 2015, οι παρεμβαίνουσες εταιρίες άσκησαν προσφυγή κατά της απόφασης του ECHA ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του Οργανισμού, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 51, παράγραφος 8, του κανονισμού 1907/2006, το οποίο εφαρμόζεται mutatis mutandis δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, καθώς και του άρθρου 91, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού.

17      Βάσει του άρθρου 91, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006, η προσφυγή που ασκήθηκε κατά της απόφασης του ECHA είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα.

18      Στις 8 Μαρτίου 2016, ο ECHA κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών.

19      Στις 13 Απριλίου 2016, επετράπη στην ορισθείσα αρχή να παρέμβει ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών υπέρ του ECHA.

20      Στις 2 Ιουνίου 2016, οι παρεμβαίνουσες εταιρίες κατέθεσαν υπόμνημα απαντήσεως ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών. Στις 8 Ιουλίου 2016, ο ECHA κατέθεσε παρατηρήσεις επί του υπομνήματος αυτού.

21      Στις 20 Ιουνίου 2016, η ορισθείσα αρχή κατέθεσε υπόμνημα παρεμβάσεως ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών. Την 31η Οκτωβρίου 2016, ο ECHA και οι παρεμβαίνουσες εταιρίες κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος αυτού.

22      Στις 27 Απριλίου 2017 διεξήχθη ακρόαση ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών.

23      Οι παρεμβαίνουσες εταιρίες ζήτησαν, μεταξύ άλλων, από το συμβούλιο προσφυγών να ακυρώσει την απόφαση του ECHA στο μέτρο που ζητήθηκε με αυτήν η διενέργεια δοκιμής βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309 και η διενέργεια δοκιμής βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308 και στο μέτρο που, στο αιτιολογικό της απόφασης αυτής, διαπιστώθηκε ότι η benpat ήταν βιοσυσσωρεύσιμη βάσει του παραρτήματος XIII του κανονισμού 1907/2006.

24      Από την πλευρά του, ο ECHA, υποστηριζόμενος από την ορισθείσα αρχή, ζήτησε να απορριφθεί η ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών προσφυγή.

25      Στις 8 Σεπτεμβρίου 2017, το συμβούλιο προσφυγών εξέδωσε την απόφαση A‑026-2015 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Με την απόφαση αυτή:

–        ακύρωσε την απόφαση του ECHA στο μέτρο που με αυτήν ζητήθηκε από τους καταχωρίζοντες:

–        να προσδιορίσουν, στο πλαίσιο της δοκιμής βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309, τους μεταβολίτες της benpat·

–        να διενεργήσουν τη δοκιμή βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308·

–        αποφάσισε ότι η δήλωση περί βιοσυσσώρευσης έπρεπε να απαλειφθεί από το αιτιολογικό της απόφασης·

–        απέρριψε κατά τα λοιπά την ενώπιόν του ασκηθείσα προσφυγή και

–        όρισε προθεσμία έως τις 15 Μαρτίου 2020 για την προσκόμιση των λοιπών πληροφοριών που θα προκύψουν από τη δοκιμή βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309 που επιβάλλει η ίδια απόφαση.

II.    Διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και αιτήματα των διαδίκων

26      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Νοεμβρίου 2017, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

27      Στις 8 Μαρτίου 2018, ο ECHA κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως.

28      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 21η Μαρτίου 2018, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ του ECHA. Με απόφαση του προέδρου του τμήματος της 23ης Απριλίου 2018, επετράπη στην Επιτροπή να παρέμβει.

29      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 21η Μαρτίου 2018, οι παρεμβαίνουσες εταιρίες ζήτησαν να παρέμβουν στην παρούσα διαδικασία υπέρ του ECHA. Με διάταξη του προέδρου του τμήματος της 7ης Μαΐου 2018, επετράπη στις εταιρίες αυτές να παρέμβουν.

30      Στις 24 Απριλίου 2018, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατέθεσε υπόμνημα απαντήσεως.

31      Στις 18 Ιουνίου 2018, ο ECHA κατέθεσε υπόμνημα ανταπαντήσεως.

32      Στις 9 Ιουλίου 2018, η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα παρεμβάσεώς της. Στις 10 Ιουλίου 2018, οι παρεμβαίνουσες εταιρίες κατέθεσαν υπόμνημα παρεμβάσεως. Την 31η Οκτωβρίου 2018, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και ο ECHA κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί των υπομνημάτων παρεμβάσεως.

33      Δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα περί καθορισμού ημερομηνίας για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός τριών εβδομάδων από της κοινοποιήσεως της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας, και εκτιμώντας ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τα στοιχεία της δικογραφίας, το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία.

34      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που το συμβούλιο προσφυγών

–        ακύρωσε εν μέρει την απόφαση του ECHA και

–        αποφάσισε ότι η δήλωση περί βιοσυσσώρευσης έπρεπε να απαλειφθεί από το αιτιολογικό της απόφασης αυτής·

–        να καταδικάσει τον ECHA στα δικαστικά έξοδα.

35      Ο ECHA, η Επιτροπή καθώς και οι παρεμβαίνουσες εταιρίες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

36      Προς στήριξη της προσφυγής, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλει έξι λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από το γεγονός ότι, εξετάζοντας τους ισχυρισμούς επί ζητημάτων ουσίας σχετικών με την αξιολόγηση της benpat, το συμβούλιο προσφυγών ενήργησε καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του. Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το κράτος μέλος υποστηρίζει ότι, ενεργώντας τοιουτοτρόπως, το συμβούλιο προσφυγών ενήργησε αντίθετα προς τη νομολογία (αποφάσεις της 13ης Ιουνίου 1958, Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής, 9/56, EU:C:1958:7, και της 13ης Ιουνίου 1958, Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής, 10/56, EU:C:1958:8). Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, το κράτος μέλος υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν περιέχει νομική βάση παρέχουσα στο συμβούλιο προσφυγών τη δυνατότητα να προβεί σε τέτοια εξέταση, το συμβούλιο προσφυγών προσέβαλε τα δικαιώματα των κρατών μελών τα οποία θεσμοθετούνται με την εξουσία λήψης αποφάσεων την οποία διαθέτουν στο πλαίσιο της επιτροπής των κρατών μελών του ECHA και, ως εκ τούτου, παραβίασε τις αρχές της επικουρικότητας και της δοτής αρμοδιότητας. Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση των διατάξεων του κανονισμού 1907/2006 και περιλαμβάνει δύο σκέλη. Σκοπός του πρώτου σκέλους είναι να αποδειχθεί ότι το συμβούλιο προσφυγών δεν ήταν αρμόδιο να εξετάσει τους ισχυρισμούς της ασκηθείσας ενώπιόν του προσφυγής οι οποίοι αφορούσαν εκτιμήσεις ουσίας σχετικές με την αξιολόγηση της benpat, και σκοπός του δεύτερου σκέλους είναι να αποδειχθεί ότι, στο πλαίσιο της εξέτασης των ισχυρισμών που αφορούσαν εκτιμήσεις ουσίας σχετικές με την αξιολόγηση της benpat το συμβούλιο προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη. Στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι το συμβούλιο προσφυγών παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης καθόσον δεν στοιχειοθέτησε την εξουσία ελέγχου που θεωρεί ότι διαθέτει. Στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως, διατείνεται ότι οι επίμαχες εκτιμήσεις του συμβουλίου προσφυγών είναι εσφαλμένες.

37      Καταρχάς, πρέπει να εξεταστούν ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, καθώς και το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, που σκοπούν να αποδείξουν ότι το συμβούλιο προσφυγών δεν ήταν αρμόδιο να εξετάσει τους ισχυρισμούς της ενώπιόν του ασκηθείσας προσφυγής, οι οποίοι αφορούσαν εκτιμήσεις επί της ουσίας σχετικές με την αξιολόγηση της benpat.

38      Εν συνεχεία, θα εξεταστεί ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως ο οποίος αφορά την παράβαση, από το συμβούλιο προσφυγών, της υποχρέωσης αιτιολόγησης καθόσον δεν στοιχειοθέτησε την εξουσία ελέγχου που διαθέτει.

39      Τέλος, θα εξεταστούν το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως και ο έκτος λόγος ακυρώσεως, με τους οποίους η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο της εξέτασης των ισχυρισμών που αφορούσαν εκτιμήσεις επί της ουσίας σχετικές με την αξιολόγηση της benpat, το συμβούλιο προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη.

1.      Επί του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, καθώς και του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, που σκοπούν να αποδείξουν ότι το συμβούλιο προσφυγών δεν ήταν αρμόδιο να εξετάσει τους ισχυρισμούς της ενώπιόν του ασκηθείσας προσφυγής, οι οποίοι αφορούσαν εκτιμήσεις επί της ουσίας σχετικές με την αξιολόγηση της benpat

40      Στο πλαίσιο του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως και του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι το συμβούλιο προσφυγών έπρεπε να απορρίψει την ενώπιόν του ασκηθείσα προσφυγή ως απαράδεκτη, στο μέτρο που οι παρεμβαίνουσες εταιρίες είχαν προβάλει ισχυρισμούς που σκοπούσαν στον έλεγχο της απόφασης του ECHA ως προς εκτιμήσεις επί της ουσίας σχετικές με την αξιολόγηση της benpat. Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το συμβούλιο προσφυγών δεν ήταν αρμόδιο να αποφανθεί επί των ισχυρισμών αυτών, αλλά μπορούσε μόνο να ελέγξει την ύπαρξη τυπικών σφαλμάτων που έθιγαν την εν λόγω απόφαση.

41      Ο ECHA, η Επιτροπή και οι παρεμβαίνουσες εταιρίες αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά. Υποστηρίζουν ότι το συμβούλιο προσφυγών είναι αρμόδιο να εξετάσει τους ισχυρισμούς της ενώπιόν του ασκηθείσας προσφυγής που σκοπούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση το βάσιμο απόφασης ληφθείσας στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας. Εντούτοις, η εξέταση αυτή δεν συνιστά εκ νέου αξιολόγηση της επίμαχης ουσίας.

42      Καταρχάς, πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας που αφορούν τους αντίστοιχους ρόλους της επιτροπής των κρατών μελών, του ECHA και του συμβουλίου προσφυγών. Εν συνεχεία, θα εξεταστούν τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

1.      Επί των επιχειρημάτων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας που αφορούν τους αντίστοιχους ρόλους της επιτροπής των κρατών μελών, του ECHA και του συμβουλίου προσφυγών

43      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως και του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι, βάσει του άρθρου 51, παράγραφος 3 ή 6, του κανονισμού 1907/2006, όπως εφαρμόζεται mutatis mutandis δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, τα κράτη μέλη ή η επιτροπή των κρατών μελών είναι αρμόδια για τις εκτιμήσεις επί της ουσίας οι οποίες περιέχονται σε απόφαση που λαμβάνεται στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας. Η διαδικασία αξιολόγησης των ουσιών χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από τον σημαντικό ρόλο των κρατών μελών και της εν λόγω επιτροπής στο πλαίσιο του ECHA. Τα κράτη μέλη ασκούν, κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ίδιες αρμοδιότητες στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων του ECHA. Η επιτροπή αυτή είναι μια πραγματική ομάδα εμπειρογνωμόνων. Ακόμη και αν, από λειτουργικής απόψεως, είναι όργανο του ECHA, είναι εντούτοις ανεξάρτητη από τον Οργανισμό αυτό. Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, τα κράτη μέλη ορίζουν απευθείας τα μέλη της εν λόγω επιτροπής και κάθε κράτος μέλος μπορεί να δώσει οδηγίες στο μέλος το οποίο όρισε. Η επιτροπή των κρατών μελών επιτυγχάνει τη συμμετοχή των κρατών μελών στο επίπεδο της Ένωσης, συνδυάζοντας τις αρμοδιότητες των κρατών μελών και της Ένωσης. Οι εκπρόσωποι του ECHA και της Επιτροπής μπορούν να παρίστανται στις συνεδριάσεις της επιτροπής αυτής, αλλά μόνον ως παρατηρητές. Η σημασία της επιτροπής των κρατών μελών προκύπτει, κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, από το άρθρο 76, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 1907/2006. Η σημασία της λήψης συλλογικής απόφασης στους κόλπους της επιτροπής των κρατών μελών προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 67 του ίδιου κανονισμού. Επομένως, η επιτροπή των κρατών μελών δεν πρέπει να θεωρηθεί όργανο λήψης αποφάσεων χωριστό από τα κράτη μέλη, ικανό να τα υποκαταστήσει, αλλά μέσο το οποίο προορίζεται να διευκολύνει τη συναίνεση μεταξύ των κρατών μελών.

44      Βάσει του άρθρου 51, παράγραφος 6, του κανονισμού 1907/2006, όπως εφαρμόζεται mutatis mutandis δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, ο ρόλος του ECHA περιορίζεται στη διασφάλιση του συντονισμού της διαδικασίας καθώς και των προπαρασκευαστικών εργασιών και των εργασιών παρακολούθησης της λήψης αποφάσεων και στην τυπική έκδοση της απόφασης, της οποίας το περιεχόμενο καθορίζεται από την επιτροπή των κρατών μελών. Ο ρόλος αυτός περιορίζεται στη διασφάλιση της τήρησης των διαδικαστικών κανόνων. Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ο ECHA δεσμεύεται από τη συναίνεση των κρατών μελών και δεν διαθέτει συναφώς διακριτική ευχέρεια. Ελλείψει ομόφωνης απόφασης των κρατών μελών ή στο πλαίσιο της επιτροπής των κρατών μελών, ο ECHA στερείται κάθε εξουσία έκδοσης απόφασης και η αρμοδιότητα λήψης απόφασης μεταβιβάζεται στην Επιτροπή.

45      Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ο ιδιαίτερος ρόλος των κρατών μελών ή της επιτροπής των κρατών μελών στον ECHA στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολόγησης ουσιών δεν θα πρέπει να παρακάμπτεται στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής. Κατά την εξέταση προσφυγής ασκηθείσας κατά απόφασης ληφθείσας στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας, το συμβούλιο προσφυγών δεν διαθέτει περισσότερες αρμοδιότητες από τον ECHA. Το συμβούλιο προσφυγών και ο ECHA έχουν παράλληλες αρμοδιότητες. Το συμβούλιο προσφυγών, το οποίο είναι μέρος του ECHA, δεσμεύεται επίσης από τη συναίνεση των κρατών μελών και έχει μόνο την εξουσία να λάβει απόφαση βάσει της συναίνεσης την οποία επέτυχαν τα κράτη μέλη. Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, σε περίπτωση αποφάσεων που εκδίδονται στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας, το συμβούλιο προσφυγών δεν διαθέτει αυτοτελή νομιμοποίηση ταυτόσημη, ή έστω αντίστοιχη με εκείνη που διαθέτει ο ECHA στο σύνολό του χάρη στη συμμετοχή των κρατών μελών στη διαδικασία λήψης απόφασης. Δεν μπορεί να αγνοήσει τη συναίνεση που έχει επιτευχθεί μεταξύ όλων των κρατών μελών. Επομένως, το συμβούλιο προσφυγών είναι αποκλειστικά και μόνο αρμόδιο να ελέγχει πτυχές διαφορετικές από τις επί της ουσίας εκτιμήσεις σχετικά με την αξιολόγηση ουσίας, ήτοι μεταξύ άλλων ενδεχόμενες παραβάσεις των διαδικαστικών κανόνων. Δεν είναι αρμόδιο να λάβει απόφαση επί του βασίμου απόφασης εκδοθείσας στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας κατά την εξέταση προσφυγής ασκηθείσας κατά τέτοιας απόφασης. Η ερμηνεία αυτή δεν αναιρείται από το άρθρο 93, παράγραφος 3, του κανονισμού 1907/2006. Η διάταξη αυτή θα πρέπει να ερμηνευτεί σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο προβλέπει, κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, έναν «δυϊσμό» μεταξύ του ECHA και των κρατών μελών (εκτός ή εντός της επιτροπής των κρατών μελών).

46      Εξάλλου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εκθέτει ότι, με την προσέγγιση την οποία υποστηρίζει, διασφαλίζεται αποτελεσματική νομική προστασία. Η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών συνδέεται με την απόφαση που λαμβάνεται στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν το συμβούλιο προσφυγών δεν μπορεί να ελέγξει το βάσιμο της δεύτερης ως άνω απόφασης, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί, στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας κατά απόφασης του συμβουλίου προσφυγών, να ελέγξει λόγους ακυρώσεως που ανάγονται στην εν λόγω αξιολόγηση, δεδομένου ότι απόφαση του συμβουλίου προσφυγών που επιβεβαιώνει απόφαση ληφθείσα στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας επαναλαμβάνει τις επί της ουσίας εκτιμήσεις της απόφασης αυτής.

47      Ο ECHA, η Επιτροπή και οι παρεμβαίνουσες εταιρίες αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά.

48      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 51, παράγραφος 8, του κανονισμού 1907/2006, το οποίο εφαρμόζεται mutatis mutandis δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, και δυνάμει του άρθρου 91, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, κατά των αποφάσεων του ECHA που λαμβάνονται στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών.

49      Επιπλέον, ούτε οι διατάξεις του κανονισμού 1907/2006 ούτε εκείνες του κανονισμού (ΕΚ) 771/2008 της Επιτροπής, της 1ης Αυγούστου 2008, για τη θέσπιση των κανόνων οργάνωσης και διαδικασίας του [σ]υμβουλίου [π]ροσφυγών του ECHA (ΕΕ 2008, L 206, σ. 5), περιέχουν ρητό κανόνα ο οποίος προβλέπει ότι το συμβούλιο προσφυγών δεν είναι αρμόδιο για να εξετάζει τους ισχυρισμούς που σκοπούν στην απόδειξη της ύπαρξης ουσιωδών σφαλμάτων που θίγουν απόφαση του ECHA.

50      Αντιθέτως, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που εξετάζονται στις σκέψεις 51 έως 63 κατωτέρω, διαπιστώνεται ότι το συμβούλιο προσφυγών είναι αρμόδιο για να εξετάζει ισχυρισμούς που σκοπούν να αποδείξουν την ύπαρξη ουσιωδών σφαλμάτων που θίγουν απόφαση του ECHA.

51      Συγκεκριμένα, κατά πρώτον υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 89, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1907/2006, ο πρόεδρος του συμβουλίου προσφυγών, τα λοιπά μέλη και οι αναπληρωτές τους διορίζονται με βάση τη σχετική πείρα και την εμπειρογνωμοσύνη τους στον τομέα της χημικής ασφάλειας, των φυσικών επιστημών ή των ρυθμιστικών και δικαστικών διαδικασιών. Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 771/2008, εκ των μελών του συμβουλίου προσφυγών τουλάχιστον ένα διαθέτει νομική κατάρτιση και τουλάχιστον ένα διαθέτει τεχνική κατάρτιση, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1238/2007 της Επιτροπής, της 23ης Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με τους τίτλους κατάρτισης των μελών του [συμβουλίου] προσφυγών του ECHA (ΕΕ 2007, L 280, σ. 10). Βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 1238/2007, τα μέλη με τεχνική κατάρτιση διαθέτουν πτυχίο πανεπιστημιακών σπουδών ή αντίστοιχο τίτλο, καθώς και ουσιαστική επαγγελματική πείρα στην εκτίμηση της επικινδυνότητας, στην εκτίμηση της έκθεσης και στη διαχείριση των κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου ή για το περιβάλλον ή σε σχετικούς τομείς. Επομένως, το συμβούλιο προσφυγών διαθέτει την αναγκαία εμπειρογνωμοσύνη για να προβαίνει το ίδιο σε εκτιμήσεις στοιχείων επιστημονικής φύσεως.

52      Όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού 771/2008, η εμπειρογνωμοσύνη που διαθέτει το συμβούλιο προσφυγών σκοπεί να διασφαλίζει ισόρροπη εκτίμηση των προσφυγών από νομικής και τεχνικής απόψεως.

53      Κατά δεύτερον, στο μέτρο που τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας αφορούν ιδιαιτερότητες της διαδικασίας που προβλέπεται για την έκδοση αποφάσεων στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσιών, επισημαίνεται ότι ούτε ο κανονισμός 1907/2006 ούτε ο κανονισμός 771/2008 προβλέπουν ειδικές διατάξεις όσον αφορά τις προσφυγές κατά των αποφάσεων αυτών.

54      Κατά τρίτον, οι σκοποί που επιδιώκονται με τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών κατά απόφασης του ECHA συνηγορούν υπέρ της προσέγγισης κατά την οποία το συμβούλιο προσφυγών είναι αρμόδιο για να εξετάζει τους ισχυρισμούς που προβάλλονται προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη ουσιωδών σφαλμάτων που θίγουν την απόφαση αυτή.

55      Συγκεκριμένα, αφενός, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού 771/2008, ένας εκ των σκοπών που επιδιώκονται με τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής κατά των αποφάσεων του ECHA, όπως εκείνων που εκδίδονται στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσιών, είναι να παρέχεται στους αποδέκτες των εν λόγω αποφάσεων η δυνατότητα να ζητήσουν τον έλεγχο των αποφάσεων αυτών όσον αφορά όχι μόνο τις νομικές πτυχές τους, αλλά και τις τεχνικές πτυχές τους. Ειδικότερα, όσον αφορά τις τεχνικές πτυχές, λόγω της κατάρτισης των μελών του συμβουλίου προσφυγών, η ένταση του ελέγχου που διενεργεί το συμβούλιο προσφυγών είναι υψηλότερη εκείνης του ελέγχου που διενεργεί ο δικαστής της Ένωσης.

56      Αφετέρου, περιορισμός των αρμοδιοτήτων του συμβουλίου προσφυγών, όπως ο προτεινόμενος από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, θα είχε ως συνέπεια να μη μπορεί το συμβούλιο προσφυγών να ασκεί πλήρως το καθήκον του, το οποίο συνίσταται στον περιορισμό της δικαστικής επιδίωξης διαφορών ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, διασφαλίζοντας παράλληλα δικαίωμα πραγματικής προσφυγής. Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται επίσης ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2019/629 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019, για την τροποποίηση του πρωτοκόλλου αριθ. 3 περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2019, L 111, σ. 1), η θέσπιση κανόνων που αφορούν την έγκριση της εξέτασης αιτήσεων αναίρεσης σε υποθέσεις που έχουν αποτελέσει αντικείμενο διπλού ελέγχου βασίζεται στην εκτίμηση ότι, στις υποθέσεις που αφορούν τις αποφάσεις του συμβουλίου προσφυγών του ECHA, επιτρέπεται ο διπλός έλεγχος, ήτοι, αρχικώς από το συμβούλιο προσφυγών και, εν συνεχεία, από το Γενικό Δικαστήριο.

57      Κατά τέταρτον, διαπιστώνεται ότι προσέγγιση κατά την οποία το συμβούλιο προσφυγών δεν είναι αρμόδιο για να εξετάζει ισχυρισμούς που προβάλλονται για να αποδειχθεί η ύπαρξη ουσιωδών σφαλμάτων που θίγουν απόφαση του ECHA δεν θα ήταν ικανή να διασφαλίσει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

58      Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 263, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι πράξεις για τη σύσταση των λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης μπορούν να προβλέπουν ειδικές προϋποθέσεις ή πρακτικές ρυθμίσεις όσον αφορά τις προσφυγές που ασκούνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα κατά πράξεων των εν λόγω οργάνων ή οργανισμών, οι οποίες προορίζονται να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι των εν λόγω προσώπων. Το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006 προβλέπει ότι, όταν προβλέπεται δικαίωμα προσφυγής στο συμβούλιο προσφυγών, ενώπιον του δικαστή της Ένωσης μπορεί να ασκηθεί μόνο προσφυγή ακυρώσεως της απόφασης του συμβουλίου προσφυγών.

59      Επομένως, η προσφυγή ακυρώσεως απόφασης του συμβουλίου προσφυγών αφορά τη νομιμότητα της απόφασης αυτής.

60      Πάντως, σε περίπτωση άσκησης προσφυγής κατά απόφασης του ECHA με την οποία ζητούνται περαιτέρω πληροφορίες στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσιών, το συμβούλιο προσφυγών περιορίζεται να εξετάσει, στο πλαίσιο κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας, αν τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν ενώπιόν του είναι ικανά να αποδείξουν την ύπαρξη πλάνης θίγουσας την εν λόγω απόφαση (πρβλ. σημερινή απόφαση BASF Grenzach κατά ECHA, T‑125/17, σκέψεις 59 έως 86).

61      Επομένως, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, στο μέτρο που το συμβούλιο προσφυγών δεν αποφάνθηκε επί εκτιμήσεων που περιέχονται στην απόφαση του ECHA, οι εκτιμήσεις αυτές αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του συμβουλίου προσφυγών και μπορούν, συνεπώς, να ελεγχθούν στο πλαίσιο προσφυγής κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης.

62      Ως εκ τούτου, εάν εφαρμοζόταν η προσέγγιση κατά την οποία το συμβούλιο προσφυγών δεν είναι αρμόδιο για να ελέγξει τους ισχυρισμούς που προβάλλονται για να αποδειχθεί η ύπαρξη ουσιωδών σφαλμάτων που θίγουν την απόφαση του ECHA, οι ισχυρισμοί αυτοί δεν θα μπορούσαν να προβληθούν λυσιτελώς στο πλαίσιο προσφυγής κατά απόφασης του συμβουλίου προσφυγών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, αφενός, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεν θα ήταν δυνατόν να προσαφθεί βασίμως στο συμβούλιο προσφυγών ότι δεν εξέτασε ισχυρισμούς τους οποίους δεν ήταν αρμόδιο να εξετάσει. Αφετέρου, ακόμη και σε περίπτωση που η απόφαση του ECHA ενέχει ουσιώδες σφάλμα, το σφάλμα αυτό δεν θα ήταν ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της απόφασης του συμβουλίου προσφυγών.

63      Εν πάση περιπτώσει, έστω και αν υποτεθεί ότι, όπως υποστηρίζει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκτιμήσεις οι οποίες περιέχονται σε απόφαση του ECHA και επί των οποίων δεν αποφάνθηκε το συμβούλιο προσφυγών αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του συμβουλίου προσφυγών, η προσέγγιση που υποστηρίζει αυτό το κράτος μέλος θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια να πρέπει να ασκηθούν ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών ανώφελες προσφυγές. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το άρθρο 263, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και από το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006, όταν είναι δυνατόν να ασκηθεί προσφυγή κατά απόφασης του ECHA ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, προσφυγή κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου είναι απαράδεκτη. Επομένως, εάν επιθυμεί την ακύρωση της απόφασης του ECHA μόνο για λόγους σχετικούς με ουσιώδη σφάλματα που ενέχει η απόφαση αυτή, ο προσφεύγων θα μπορεί μόνο να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, ενώ τέτοια προσφυγή θα είναι, στην περίπτωση αυτή, κατ’ ανάγκην καταδικασμένη να απορριφθεί.

64      Από τις παρατηρήσεις που προεκτέθηκαν συνάγεται ότι, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το συμβούλιο προσφυγών ήταν αρμόδιο, εν προκειμένω, να εξετάσει τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν για να αποδειχθεί η ύπαρξη ουσιωδών σφαλμάτων που έθιγαν την απόφαση του ECHA.

2.      Επί των λοιπών επιχειρημάτων που προέβαλε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

65      Τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας πρέπει να εξεταστούν λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων που εκτέθηκαν στις σκέψεις 48 έως 64 ανωτέρω.

66      Κατά πρώτον, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι, κατά τη διαδικασία έκδοσης απόφασης στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας, τα κράτη μέλη ή η επιτροπή των κρατών μελών διαδραματίζουν πρωταρχικό ρόλο. Αντιθέτως, κατ’ αυτήν, ο ρόλος του ECHA είναι περιορισμένος. Στο πλαίσιο αυτό, ο ECHA περιορίζεται να δώσει απαντήσεις σε νομικά ζητήματα ή σε απλά επιστημονικά ζητήματα. Δεδομένου ότι ο ECHA δεσμεύεται από τη συναίνεση που έχει επιτευχθεί μεταξύ των κρατών μελών ή στην επιτροπή των κρατών μελών, το συμβούλιο προσφυγών δεν είναι αρμόδιο για να εξετάσει την εν λόγω συναίνεση, αλλά πρέπει να τη σεβαστεί. Σε αντίθετη περίπτωση, ο ιδιαίτερος ρόλος των κρατών μελών ή της επιτροπής των κρατών μελών εντός του ECHA στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολόγησης ουσιών θα παρακαμφθεί.

67      Ο ECHA, η Επιτροπή και οι παρεμβαίνουσες εταιρίες αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά.

68      Στο πλαίσιο αυτό, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, όταν εκτιμά ότι απαιτούνται περαιτέρω πληροφορίες, δυνάμει του άρθρου 46, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006, η ορισθείσα αρχή καταρτίζει σχέδιο απόφασης εντός δώδεκα μηνών από τη δημοσίευση του κοινοτικού κυλιόμενου προγράμματος δράσης στον διαδικτυακό τόπο του ECHA για τις ουσίες που πρέπει να αξιολογηθούν εντός του έτους αυτού. Η απόφαση λαμβάνεται τότε βάσει της διαδικασίας των άρθρων 50 και 52 του εν λόγω κανονισμού.

69      Το άρθρο 50 του κανονισμού 1907/2006 ρυθμίζει τα δικαιώματα των καταχωριζόντων και των μεταγενέστερων χρηστών. Η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού προβλέπει ότι ο ECHA κοινοποιεί το σχέδιο απόφασης στους ενδιαφερόμενους καταχωρίζοντες ή μεταγενέστερους χρήστες. Εάν επιθυμούν να διατυπώσουν σχόλια, οι ενδιαφερόμενοι καταχωρίζοντες ή οι μεταγενέστεροι χρήστες διαβιβάζουν τα σχόλιά τους στον ECHA εντός τριάντα ημερών από την παραλαβή του σχεδίου απόφασης. Εν συνεχεία, ο Οργανισμός ενημερώνει αμέσως την ορισθείσα αρχή για την υποβολή των σχολίων. Η εν λόγω αρχή λαμβάνει υπόψη κάθε παραληφθέν σχόλιο και μπορεί να τροποποιήσει ανάλογα το σχέδιο απόφασης.

70      Δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006, η ορισθείσα αρχή κοινοποιεί το σχέδιο απόφασής της μαζί με τα τυχόν σχόλια του καταχωρίζοντος ή του μεταγενέστερου χρήστη στον ECHA και στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών.

71      Βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006, οι διατάξεις του άρθρου 51, παράγραφοι 2 έως 8, του εν λόγω κανονισμού, οι οποίες αφορούν τη διαδικασία λήψης απόφασης στο πλαίσιο της αξιολόγησης φακέλων, εφαρμόζονται mutatis mutandis στην έκδοση αποφάσεων στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας.

72      Δυνάμει του άρθρου 51, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006, τα κράτη μέλη μπορούν να προτείνουν τροποποιήσεις του σχεδίου απόφασης εντός τριάντα ημερών από την κοινοποίησή του. Εάν δεν διαβιβαστεί καμία πρόταση τροποποίησης στην ορισθείσα αρχή, δυνάμει του άρθρου 51, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, όπως εφαρμόζεται δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, ο ECHA εκδίδει την απόφαση όπως που κοινοποιήθηκε.

73      Εάν λάβει προτάσεις τροποποίησης, η ορισθείσα αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο απόφασης κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 51, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1907/2006, όπως εφαρμόζεται δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού. Εντός δεκαπέντε ημερών από τη λήξη της περιόδου των τριάντα ημερών που προβλέπεται για την υποβολή σχολίων, η εν λόγω αρχή παραπέμπει το σχέδιο απόφασης, μαζί με τις τυχόν προτεινόμενες τροποποιήσεις, στην επιτροπή των κρατών μελών και στον ECHA, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 51, παράγραφος 4, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού αυτού, όπως εφαρμόζεται δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού. Δυνάμει του άρθρου 51, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, όπως εφαρμόζεται δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, η ορισθείσα αρχή διαβιβάζει το σχέδιο απόφασης και σε κάθε ενδιαφερόμενο καταχωρίζοντα ή μεταγενέστερο χρήστη, ο οποίος μπορεί να υποβάλει σχόλια. Εάν, εντός 60 ημερών από την παραπομπή του σχεδίου απόφασης, η επιτροπή των κρατών μελών καταλήξει σε ομόφωνη απόφαση επ’ αυτού, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 51, παράγραφος 6, του κανονισμού αυτού, όπως εφαρμόζεται δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, ο ECHA αποφασίζει αναλόγως.

74      Αντιθέτως, εάν η επιτροπή των κρατών μελών δεν καταλήξει σε ομόφωνη απόφαση, δυνάμει του άρθρου 51, παράγραφος 7, του κανονισμού 1907/2006, όπως εφαρμόζεται δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, η Επιτροπή καταρτίζει σχέδιο απόφασης η οποία λαμβάνεται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 133, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού.

75      Επομένως, ορθώς η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι τα κράτη μέλη και η επιτροπή των κρατών μελών διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο κατά τη διαδικασία έκδοσης απόφασης στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας.

76      Εντούτοις, καίτοι τα κράτη μέλη και η επιτροπή των κρατών μελών παρεμβαίνουν στη διαδικασία έκδοσης απόφασης στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι την απόφαση αυτή εκδίδει ο ECHA. Επομένως, απόφαση η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 51, παράγραφος 3 ή 6, του κανονισμού 1907/2006, το οποίο εφαρμόζεται mutatis mutandis δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, δεν είναι ούτε απόφαση των κρατών μελών ούτε απόφαση της επιτροπής των κρατών μελών.

77      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι αντικείμενο προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών είναι απόφαση του ECHA και όχι απλώς τα μέτρα που έλαβε ο διευθυντής του ECHA ή η γραμματεία του στο πλαίσιο της διαδικασίας η οποία κατέληξε στην έκδοση της απόφασης αυτής.

78      Επομένως, στο πλαίσιο προσφυγής κατά απόφασης του ECHA, ο έλεγχος του συμβουλίου προσφυγών δεν αφορά μόνο τα μέτρα που έλαβε ο διευθυντής του ECHA ή η γραμματεία του, αλλά μπορεί, αντιθέτως, να αφορά κάθε στοιχείο της εν λόγω απόφασης.

79      Ως εκ τούτου, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας κατά απόφασης εκδοθείσας στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας, τίποτα δεν εμποδίζει το συμβούλιο προσφυγών να εξετάσει τους ισχυρισμούς με τους οποίους τίθενται υπό αμφισβήτηση οι εκτιμήσεις που περιέχονται στην απόφαση αυτή και ως προς τις οποίες επιτεύχθηκε ομόφωνη συμφωνία στην επιτροπή των κρατών μελών και οι οποίες συνιστούν, δυνάμει του άρθρου 51, παράγραφος 6, του κανονισμού 1907/2006, το οποίο εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογικών δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, την πραγματική βάση της απόφασης αυτής. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το άρθρο 76, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού αυτού, στο πλαίσιο αυτό, η επιτροπή των κρατών μελών παρεμβαίνει ως όργανο του ECHA.

80      Οι εκτιμήσεις αυτές δεν αναιρούνται από τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των κρατών μελών και του μέλους τους στην επιτροπή των κρατών μελών, τα οποία αντλούνται από τη σημασία της επιτροπής των κρατών μελών και το γεγονός ότι, δυνάμει του άρθρου 76, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 1907/2006, η επιτροπή των κρατών μελών είναι αρμόδια για τη διευθέτηση της τυχόν διάστασης απόψεων σχετικά με σχέδια αποφάσεων που προτείνονται κατ’ εφαρμογήν του τίτλου VI του εν λόγω κανονισμού.

81      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας τα οποία αφορούν τον σημαντικό ρόλο των κρατών μελών και της επιτροπής των κρατών μελών κατά τη διαδικασία έκδοσης απόφασης στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας.

82      Τρίτον, πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ότι υπάρχει κίνδυνος παράκαμψης της διαδικασίας που προβλέπεται για την έκδοση των αποφάσεων στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσιών, η οποία αναγνωρίζει σημαντικό ρόλο στα κράτη μέλη εκτός και εντός της επιτροπής των κρατών μελών, εάν το συμβούλιο προσφυγών είναι αρμόδιο να ελέγχει τις εκτιμήσεις που περιέχονται σε απόφαση του ECHA οι οποίες στηρίζονται σε ομόφωνη απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 3 ή 6, του κανονισμού 1907/2006, το οποίο εφαρμόζεται mutatis mutandis δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.

83      Στο πλαίσιο αυτό, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι το άρθρο 93, παράγραφος 3, του κανονισμού 1907/2006 δεν μπορεί να αναιρέσει ούτε τον λειτουργικό «δυϊσμό» μεταξύ του ECHA, αφενός, και των κρατών μελών ή της επιτροπής των κρατών μελών, αφετέρου, ούτε τον πραγματικό περιορισμό των εξουσιών λήψης αποφάσεων του ECHA όσον αφορά τη διαδικασία αξιολόγησης. Υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι ο ECHA δεν είναι αρμόδιος να εκδώσει απόφαση χωρίς τη συναίνεση των κρατών μελών ή απόφαση αντίθετη προς τη συναίνεση αυτή, το ίδιο ισχύει επίσης για το συμβούλιο προσφυγών. Συναφώς, κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, τυχόν σύγκριση με τους άλλους οργανισμούς της Ένωσης δεν είναι λυσιτελής, καθόσον κανένας άλλος οργανισμός δεν διαθέτει ανάλογους διαδικαστικούς κανόνες και παρόμοια επιτροπή των κρατών μελών, διά της οποίας τα κράτη μέλη συμμετέχουν με τόσο σημαντικό τρόπο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, εξαρτώντας από τη βούλησή τους την ίδια την εξουσία λήψης αποφάσεων.

84      Αφενός, είναι απορριπτέο το επιχείρημα που προβάλλει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ότι, εάν το συμβούλιο προσφυγών μπορούσε να εξετάσει το βάσιμο των ισχυρισμών που προβάλλονται για να αποδειχθεί η ύπαρξη ουσιωδών σφαλμάτων που θίγουν απόφαση του ECHA, θα υπήρχε κίνδυνος να αναιρεθεί ο ρόλος των κρατών μελών ή της επιτροπής των κρατών μελών κατά την προβλεπόμενη διαδικασία λήψης αποφάσεων στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσιών.

85      Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο αυτό υπενθυμίζεται ότι, όταν επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης που ελήφθη στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας, το συμβούλιο προσφυγών δεν προβαίνει το ίδιο σε αξιολόγηση της ουσίας αυτής, αλλά περιορίζεται να ελέγξει αν η απόφαση αυτή ενέχει πλάνη.

86      Εξάλλου, όταν το συμβούλιο προσφυγών ελέγχει απόφαση του ECHA, δεν προβαίνει σε εξέταση ανάλογη προς εκείνη που διενήργησαν τα αρμόδια όργανα του Οργανισμού κατά τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της απόφασης αυτής και δεν εφαρμόζει τους ίδιους διαδικαστικούς κανόνες με εκείνους που εφαρμόζονται όταν ο ECHA αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό, αλλά περιορίζεται να εξετάσει, στο πλαίσιο κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας, αν η εν λόγω απόφαση ενέχει πλάνη (πρβλ. σημερινή απόφαση BASF Grenzach κατά ECHA, T‑125/17, σκέψεις 59 έως 86).

87      Αντιθέτως, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 48 έως 64 ανωτέρω, δεν μπορεί να συναχθεί από τις κρίσιμες διατάξεις ότι πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να μην είναι το συμβούλιο προσφυγών αρμόδιο να εξετάσει το βάσιμο των ισχυρισμών που προβάλλονται για να αποδειχθεί η ύπαρξη ουσιωδών σφαλμάτων που θίγουν απόφαση του ECHA.

88      Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 93, παράγραφος 3, του κανονισμού 1907/2006, όταν η ενώπιόν του ασκηθείσα προσφυγή είναι βάσιμη, το συμβούλιο προσφυγών μπορεί, ασφαλώς, να ασκήσει τις εξουσίες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του ECHA ή να παραπέμψει την υπόθεση στον αρμόδιο φορέα του Οργανισμού προς περαιτέρω ενέργειες.

89      Εντούτοις, το άρθρο 93, παράγραφος 3, του κανονισμού 1907/2006 αναγνωρίζει στο συμβούλιο προσφυγών διακριτική ευχέρεια (σημερινή απόφαση BASF Grenzach κατά ECHA, T‑125/17, σκέψη 119). Πάντως, στο πλαίσιο της άσκησης αυτής της διακριτικής ευχέρειας, το συμβούλιο προσφυγών πρέπει όχι μόνο να εξακριβώσει αν, κατόπιν εξέτασης της προσφυγής, διαθέτει τα στοιχεία που του παρέχουν τη δυνατότητα να εκδώσει τη δική του απόφαση, αλλά πρέπει επίσης να λάβει υπόψη τους κανόνες που ρυθμίζουν την προβλεπόμενη διαδικασία για την έκδοση της απόφασης του ECHA όταν αυτός αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό. Επομένως, καίτοι η διαδικασία αυτή αναγνωρίζει σημαντικό ρόλο σε ορισμένους παράγοντες, ανάλογο προς αυτόν που προβλέπει, για τα κράτη μέλη και την επιτροπή των κρατών μελών, η διαδικασία για την έκδοση αποφάσεων στο πλαίσιο της αξιολόγησης φακέλων και ουσιών (βλ. σκέψεις 68 έως 74 ανωτέρω), το συμβούλιο προσφυγών πρέπει να εξετάσει αν η έκδοση τελικής απόφασης στο επίπεδό του συνάδει προς τους σκοπούς που επιδιώκει ο κανονισμός 1907/2006 ή αν η τήρηση των κανόνων που ρυθμίζουν τη διαδικασία ενώπιον του ECHA, όταν αυτός αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό. και ο σεβασμός των σκοπών που αυτοί επιδιώκουν επιβάλλουν την παραπομπή της υπόθεσης ενώπιον του αρμόδιου φορέα του Οργανισμού. Στο πλαίσιο αυτό, το συμβούλιο προσφυγών πρέπει να λάβει επίσης υπόψη την αιτιολογική σκέψη 67 του εν λόγω κανονισμού, από την οποία προκύπτει ότι η προβλεπόμενη για την αξιολόγηση ουσιών και φακέλων διαδικασία βασίζεται στην αρχή ότι η ομόφωνη απόφαση των κρατών μελών ή στην επιτροπή των κρατών μελών επί των σχεδίων απόφασης θα πρέπει να συνιστά τη βάση ενός αποτελεσματικού συστήματος που σέβεται την αρχή της επικουρικότητας (πρβλ. σημερινή απόφαση BASF Grenzach κατά ECHA, T‑125/17, σκέψεις 115 έως 120).

90      Επομένως, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, προσέγγιση σύμφωνα με την οποία το συμβούλιο προσφυγών είναι αρμόδιο να ελέγχει τις εκτιμήσεις που περιέχονται σε απόφαση του ECHA όταν αυτός αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό οι οποίες στηρίζονται σε ομόφωνη απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 3 ή 6, του κανονισμού 1907/2006, το οποίο εφαρμόζεται mutatis mutandis δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τον σημαντικό ρόλο που αναγνωρίζουν οι διατάξεις αυτές στα κράτη μέλη ή στην επιτροπή των κρατών μελών κατά την έκδοση αποφάσεων στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσιών.

91      Κατά δεύτερον, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι κάθε τροποποίηση απόφασης εκδοθείσας στο πλαίσιο αξιολόγησης ουσίας ισοδυναμεί με εκ νέου κατάρτιση της απόφασης, καθόσον ακόμη και η τροποποίηση ή η εν μέρει ακύρωση της απόφασης αυτής έχει ως αποτέλεσμα να μεταβάλλεται η «συνολική στρατηγική» της αξιολόγησης. Επομένως, κάθε τροποποίηση της απόφασης αυτής απαιτεί τη λήψη απόφασης από τα κράτη μέλη, δεδομένου ότι, δυνάμει του άρθρου 76, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 1907/2006, η επιτροπή των κρατών μελών είναι αρμόδια για τη διευθέτηση της τυχόν διάστασης απόψεων μεταξύ κρατών μελών κατά τη διαδικασία αξιολόγησης. Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το συμβούλιο προσφυγών δεν μπορεί να μεταβάλει τη «στρατηγική δοκιμών» που προέβλεψαν τα κράτη μέλη ή η επιτροπή των κρατών μελών.

92      Ο ECHA, η Επιτροπή και οι παρεμβαίνουσες εταιρίες αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά.

93      Συναφώς, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 84 έως 87 ανωτέρω, κατά την εξέταση προσφυγής κατά απόφασης που ελήφθη στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας, το συμβούλιο προσφυγών δεν προβαίνει σε αξιολόγηση της επίμαχης ουσίας, αλλά περιορίζεται στο να ελέγξει αν η εν λόγω απόφαση ενέχει πλάνη.

94      Δεύτερον, λόγω των παρατηρήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 48 έως 64 ανωτέρω, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να μην μπορεί το συμβούλιο προσφυγών να εξετάσει ισχυρισμούς οι οποίοι προβάλλονται κατά σφαλμάτων που θίγουν την ουσία απόφασης ληφθείσας κατά την αξιολόγηση ουσίας. Ως εκ τούτου, το συμβούλιο προσφυγών δικαιούται να ακυρώσει την απόφαση αυτή στο μέτρο που ενέχει τέτοια σφάλματα, ακόμη και αν η ακύρωση αυτή αναιρεί εν μέρει ή εν όλω τη συνολική στρατηγική που εφάρμοσε η επιτροπή των κρατών μελών κατά την εν λόγω αξιολόγηση. Εξάλλου, τίποτα δεν εμποδίζει το συμβούλιο προσφυγών να περιορίσει την έκταση της ακύρωσης της απόφασης αυτής, όταν κάποιο από τα αιτήματα παροχής περαιτέρω πληροφοριών που περιέχονται σε αυτήν μπορεί να διαχωριστεί από τα λοιπά αιτήματα. Το ίδιο ισχύει επίσης για τα στοιχεία αιτήματος παροχής περαιτέρω πληροφοριών των οποίων η ακύρωση δεν μεταβάλλει την ουσία του αιτήματος αυτού.

95      Τρίτον, όσον αφορά τις συνέπειες της ακύρωσης απόφασης ληφθείσας στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας, αφενός, στην περίπτωση που, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 93, παράγραφος 3, του κανονισμού 1907/2006, το συμβούλιο προσφυγών παραπέμψει την υπόθεση στον αρμόδιο φορέα του ECHA προς περαιτέρω ενέργειες, απόκειται στον εν λόγω φορέα να αποφασίσει αν πρέπει να εκδοθεί νέα απόφαση. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, ο προβλεπόμενος στο άρθρο 51, παράγραφος 3 ή 6, του εν λόγω κανονισμού ρόλος των κρατών μελών ή της επιτροπής των κρατών μελών δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση, με την επιφύλαξη της εκπλήρωσης της υποχρέωσης που απορρέει από το άρθρο 18 του κανονισμού 771/2008, κατά την οποία ο φορέας αυτός δεσμεύεται από το σκεπτικό της απόφασης του συμβουλίου προσφυγών, εκτός περιπτώσεως μεταβολής των συνθηκών. Πάντως, η υποχρέωση αυτή συνιστά απλώς τη συνέπεια της αρμοδιότητας του συμβουλίου προσφυγών να εξετάσει τους ισχυρισμούς που προβάλλονται κατά σφαλμάτων που θίγουν την ουσία απόφασης ληφθείσας στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας.

96      Αφετέρου, όσον αφορά το ενδεχόμενο που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 3, του κανονισμού 1907/2006 να εκδώσει το ίδιο το συμβούλιο προσφυγών τελική απόφαση ασκώντας τις εξουσίες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του ECHA, υπενθυμίζεται ότι, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 89 ανωτέρω, στο πλαίσιο της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας που του αναγνωρίζει το άρθρο 93, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, το συμβούλιο προσφυγών πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους κανόνες που ρυθμίζουν τη διαδικασία που προβλέπεται για την έκδοση απόφασης του ECHA όταν αυτός αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό, τον ρόλο που η διαδικασία αυτή αναγνωρίζει στα διάφορα όργανα και την αιτιολογική σκέψη 67 του κανονισμού αυτού, από την οποία προκύπτει ότι η προβλεπόμενη για την αξιολόγηση ουσιών και φακέλων διαδικασία βασίζεται στην αρχή ότι η ομόφωνη απόφαση των κρατών μελών ή στην επιτροπή των κρατών μελών επί των σχεδίων απόφασης θα πρέπει να συνιστά τη βάση ενός αποτελεσματικού συστήματος που σέβεται στην αρχή της επικουρικότητας.

97      Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων αυτών, είναι απορριπτέο το επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κατά το οποίο κάθε τροποποίηση απόφασης εκδοθείσας στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας ισοδυναμεί με εκ νέου κατάρτιση της απόφασης αυτής, πράγμα που θα αντέβαινε στις διατάξεις του κανονισμού 1907/2006.

98      Κατά τρίτον, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η απαρτία η οποία πρέπει να επιτευχθεί στο συμβούλιο προσφυγών είναι πολύ χαμηλότερη εκείνης που πρέπει να επιτευχθεί για την έκδοση απόφασης στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσιών δυνάμει του άρθρου 51, παράγραφος 3 ή 6, του κανονισμού 1907/2006. Προσθέτει ότι, κατά το άρθρο 20, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 771/2008, η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών λαμβάνεται με απλή πλειοψηφία των μελών του. Επομένως, για την έκδοση απόφασης, η απαιτούμενη απαρτία στο συμβούλιο προσφυγών είναι πολύ χαμηλότερη εκείνης που απαιτείται για τη λήψη απόφασης στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας. Εξάλλου, κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, προβληματίζει το γεγονός ότι δύο πρόσωπα τα οποία συμμετέχουν στη λήψη της απόφασης και δεν διαθέτουν καμία τεχνική κατάρτιση μπορούν να υποκαταστήσουν τη μη ειδική κρίση τους με την κρίση ειδικών η οποία διατυπώθηκε στην επιτροπή των κρατών μελών.

99      Ο ECHA, η Επιτροπή και οι παρεμβαίνουσες εταιρίες αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά.

100    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 20, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 771/2008, οι αποφάσεις του συμβουλίου προσφυγών λαμβάνονται κατά πλειοψηφία.

101    Εντούτοις, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το γεγονός ότι απόφαση ληφθείσα στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας μπορεί να εκδοθεί στο επίπεδο του ECHA μόνο σε περίπτωση ομόφωνης απόφασης κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 3 ή 6, του κανονισμού 1907/2006 ενώ το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει κατά πλειοψηφία, δεν δικαιολογεί περιορισμό της αρμοδιότητας του συμβουλίου προσφυγών όσον αφορά τους ισχυρισμούς που προβάλλονται κατά σφαλμάτων που θίγουν την ουσία της απόφασης αυτής.

102    Συγκεκριμένα, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 82 έως 89 ανωτέρω, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι, κατά την άσκηση προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, υπάρχει κίνδυνος αναίρεσης του ρόλου των κρατών μελών κατά τη διαδικασία που καταλήγει στην έκδοση απόφασης στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας.

103    Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων αυτών, το επιχείρημα που αντλείται από τη διαφορά στην απαρτία που πρέπει να επιτευχθεί κατά τη διαδικασία ενώπιον του ECHA και εκείνη που πρέπει να επιτευχθεί κατά τη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών πρέπει να απορριφθεί.

104    Κατά τέταρτον, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι ο αριθμός των μελών του συμβουλίου προσφυγών είναι περιορισμένος και ότι μόνο ένα μέλος του διαθέτει τεχνική κατάρτιση. Βάσει του άρθρου 89 του κανονισμού 1907/2006 και του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 771/2008, το συμβούλιο προσφυγών απαρτίζεται από τρία μέλη, εκ των οποίων τουλάχιστον ένα διαθέτει νομική κατάρτιση και τουλάχιστον ένα τεχνική κατάρτιση.

105    Ο ECHA, η Επιτροπή και οι παρεμβαίνουσες εταιρίες αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά.

106    Συναφώς, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά την εξέταση της προσφυγής που ασκείται κατά απόφασης ληφθείσας στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας, δεν απόκειται στο συμβούλιο προσφυγών να προβεί σε εκ νέου αξιολόγηση της εν λόγω ουσίας. Υπενθυμίζεται επίσης ότι δεν απόκειται στο συμβούλιο προσφυγών, κατά την αξιολόγησή του, να εξετάσει το ίδιο αν πρέπει να ζητηθούν περαιτέρω πληροφορίες όσον αφορά την ουσία αυτή. Συγκεκριμένα, κατά την εξέταση της προσφυγής αυτής, το συμβούλιο προσφυγών περιορίζεται στο να εξετάσει αν τα επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων είναι ικανά να αποδείξουν την ύπαρξη πλάνης θίγουσας την εν λόγω απόφαση.

107    Επομένως, ο φόρτος εργασίας του συμβουλίου προσφυγών δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνον της εθνικής αρχής που ορίζεται στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας.

108    Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, λόγω των παρατηρήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 48 έως 64 ανωτέρω, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί από τις διατάξεις που εφαρμόζονται στις προσφυγές που ασκούνται ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών ότι πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να περιορίσει την αρμοδιότητα του συμβουλίου προσφυγών όσον αφορά ισχυρισμούς οι οποίοι προβάλλονται κατά σφαλμάτων που θίγουν την ουσία απόφασης ληφθείσας κατά την αξιολόγηση ουσίας. Αντιθέτως, επισημαίνεται ότι καίτοι, δυνάμει του άρθρου 89, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006, καταρχήν, το συμβούλιο προσφυγών απαρτίζεται από τρία μέλη, από την παράγραφο 3, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω άρθρου προκύπτει ότι το διοικητικό συμβούλιο του ECHA μπορεί να διορίζει επιπλέον μέλη και τους αναπληρωτές τους, βάσει συστάσεως του εκτελεστικού διευθυντή, με την ίδια διαδικασία, εάν αυτό είναι αναγκαίο για να εξασφαλισθεί η διεκπεραίωση των προσφυγών με ικανοποιητικό ρυθμό. Εξάλλου, τίποτα δεν εμποδίζει τη σύσταση πλειόνων συμβουλίων προσφυγών, όπως συμβαίνει σε άλλους οργανισμούς της Ένωσης.

109    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το επιχείρημα ότι ο αριθμός των μελών του συμβουλίου προσφυγών είναι περιορισμένος δεν είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι το συμβούλιο προσφυγών είναι αρμόδιο να εξετάσει ισχυρισμούς που προβάλλονται κατά σφαλμάτων που θίγουν την ουσία της απόφασης που ελήφθη στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα αυτό της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας πρέπει επίσης να απορριφθεί.

110    Κατά πέμπτον, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι, δυνάμει του άρθρου 91, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006, οι προσφυγές που ασκούνται ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Επομένως, προσέγγιση η οποία παρέχει τη δυνατότητα στο συμβούλιο προσφυγών να ασκεί ουσιαστικό έλεγχο επί των εκτιμήσεων που περιέχονται στην απόφαση του ECHA πριν από τον έλεγχο που διενεργεί ο δικαστής της Ένωσης θα συνεπάγεται περιττές καθυστερήσεις και δυσλειτουργίες, και τούτο θα αντιβαίνει προς τους σκοπούς προστασίας της υγείας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος που επιδιώκει ο εν λόγω κανονισμός δυνάμει του άρθρου του 1, παράγραφος 1, και την αρχή της προφύλαξης η οποία μνημονεύεται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού. Πάντως, κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, σκοπός της δυνατότητας που παρέχεται στον ECHA να εκδίδει αποφάσεις στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσιών είναι η ελάφρυνση και η επιτάχυνση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Οι αποφάσεις αυτές συνιστούν απλώς προκαταρκτικό στάδιο. Η παροχή στο συμβούλιο προσφυγών της δυνατότητας ελέγχου απόφασης του ECHA επί της ουσίας θα υπονόμευε τον σκοπό αυτό, δεδομένου ότι η καθυστέρηση θα είναι ακόμη μεγαλύτερη στην περίπτωση που την επίμαχη απόφαση θα λάβει η Επιτροπή. Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας προσφυγής αντιβαίνει επίσης στο άρθρο 3, παράγραφος 1, και στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

111    Ο ECHA, η Επιτροπή και οι παρεμβαίνουσες εταιρίες αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά.

112    Συναφώς, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, λόγω των παρατηρήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 48 έως 64 ανωτέρω, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να μην μπορεί το συμβούλιο προσφυγών να επισημάνει σφάλματα που θίγουν την ουσία απόφασης ληφθείσας κατά την αξιολόγηση ουσίας.

113    Δεύτερον, όσον αφορά τους σκοπούς που επιδιώκει ο κανονισμός 1907/2006, επισημαίνεται ότι, ασφαλώς, όπως προκύπτει μεταξύ άλλων από το άρθρο του 1, παράγραφος 1, σκοπός του είναι να εξασφαλίζει υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος. Εντούτοις, δεν είναι αυτοί οι μόνοι σκοποί που επιδιώκει ο εν λόγω κανονισμός. Συγκεκριμένα, σκοπός του είναι επίσης η προαγωγή εναλλακτικών μεθόδων αξιολόγησης των κινδύνων ουσιών, καθώς και η ελεύθερη κυκλοφορία των ουσιών εντός της εσωτερικής αγοράς, με παράλληλη ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της καινοτομίας. Εξάλλου, όπως μπορεί να συναχθεί μεταξύ άλλων από την αιτιολογική σκέψη του 47, σκοπός του κανονισμού αυτού είναι η αποφυγή της διεξαγωγής δοκιμών σε ζώα. Επιπλέον, σκοπός της δυνατότητας άσκησης προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών κατά ορισμένων αποφάσεων του ECHA, με ανασταλτικό αποτέλεσμα, είναι επίσης η αποφυγή κάθε παρεμπόδισης της επιχειρηματικής ελευθερίας, κατά την έννοια του άρθρου 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, συνδεόμενης με εσφαλμένες αποφάσεις. Επομένως, όσον αφορά ειδικότερα τις αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας, με τις οποίες ζητούνται περαιτέρω πληροφορίες, σκοπός του ανασταλτικού αποτελέσματος είναι να αποφευχθεί η εκπόνηση μελετών που συνεπάγονται έξοδα για τους καταχωρίζοντες και που ενδέχεται να απαιτούν δοκιμές στα ζώα, τις οποίες ο ECHA δεν δικαιούνταν να ζητήσει.

114    Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ότι σκοπός της δυνατότητας που παρέχεται στον ECHA να εκδίδει αποφάσεις στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσιών είναι να ελαφρυνθεί και να επιταχυνθεί η διαδικασία λήψης αποφάσεων, επισημαίνεται ότι από το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006 προκύπτει ότι ορισμένες πράξεις του ECHA είναι απρόσβλητες ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών. Συγκεκριμένα, η προβλεπόμενη διαδικασία για τον προσδιορισμό των υποψήφιων ουσιών δυνάμει των άρθρων 57 και 59 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει επίσης ότι η απόφαση αυτή μπορεί να εκδοθεί στο επίπεδο του ECHA όταν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των κρατών μελών ή στην επιτροπή των κρατών μελών και ότι, σε αντίθετη περίπτωση, η απόφαση εκδίδεται στο επίπεδο της Επιτροπής. Αντιθέτως, όμως, προς τα προβλεπόμενα για τις αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας, δεν επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής, με αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα, κατά τέτοιας πράξης του συμβουλίου προσφυγών. Δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, οι πράξεις αυτές μπορούν, αντιθέτως, να προσβληθούν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, πλην όμως η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν έχει αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα.

115    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η πρόβλεψη της δυνατότητας άσκησης προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, με αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα, κατά ορισμένων πράξεων του ECHA, αλλά όχι όλων, συνιστά ηθελημένη επιλογή του νομοθέτη της Ένωσης.

116    Τέταρτον, στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται επίσης ότι, δυνάμει του άρθρου 89, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1907/2006, το διοικητικό συμβούλιο του ECHA μπορεί να διορίζει επιπλέον μέλη στο συμβούλιο προσφυγών εάν αυτό είναι αναγκαίο για να εξασφαλισθεί η διεκπεραίωση των προσφυγών με ικανοποιητικό ρυθμό (βλ. σκέψη 108 ανωτέρω).

117    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το επιχείρημα που αφορά το ενδεχόμενο καθυστερήσεων λόγω του αυτόματου ανασταλτικού αποτελέσματος των προσφυγών που ασκούνται ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών δεν είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση την αρμοδιότητα του συμβουλίου προσφυγών να εξετάσει ισχυρισμούς που προβάλλονται κατά σφαλμάτων που θίγουν την ουσία της απόφασης η οποία ελήφθη στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα αυτό της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας πρέπει επίσης να απορριφθεί.

118    Κατ’ έκτον, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η δυνατότητα ελέγχου, από το συμβούλιο προσφυγών, των εκτιμήσεων του ECHA επί της ουσίας θα οδηγούσε σε μη συνεπή αποτελέσματα όσον αφορά τον έλεγχο που διενεργεί ο δικαστής της Ένωσης. Αφενός, όταν το συμβούλιο προσφυγών ελέγχει απόφαση του ECHA, η δικαστική προστασία είναι περιορισμένη. Ο ECHA δεν δύναται να προσβάλλει απόφαση με αίτηση αναιρέσεως ή άλλως. Από την πλευρά τους, τα κράτη μέλη πρέπει να αρκούνται στον διενεργούμενο από το συμβούλιο προσφυγών έλεγχο που αφορά την ύπαρξη πλάνης εκτίμησης. Αφετέρου, όταν απόφαση εκδίδεται από την Επιτροπή, ο έλεγχος διενεργείται από το Γενικό Δικαστήριο.

119    Ο ECHA, η Επιτροπή και οι παρεμβαίνουσες εταιρίες αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά.

120    Συναφώς, πρώτον, επισημαίνεται ότι η ένταση του ελέγχου που διενεργεί ο δικαστής της Ένωσης επί απόφασης του συμβουλίου προσφυγών που αφορά προσφυγή ασκηθείσα κατά απόφασης που ελήφθη στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας δεν διαφέρει από εκείνη του ελέγχου που διενεργεί επί απόφασης της Επιτροπής εκδοθείσας στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας. Συγκεκριμένα, πρόκειται για έλεγχο νομιμότητας. Κατά τη νομολογία, ο έλεγχος αυτός είναι περιορισμένος όταν πρόκειται για την εκτίμηση ιδιαίτερα περίπλοκων πραγματικών γεγονότων επιστημονικής και τεχνικής φύσεως. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τέτοιες εκτιμήσεις, ο δικαστής της Ένωσης περιορίζεται να ελέγξει αν ο συντάκτης της απόφασης υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη ή σε κατάχρηση εξουσίας ή αν υπερέβη προδήλως τα όρια της διακριτικής ευχέρειάς του (βλ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Etimine, C‑15/10, EU:C:2011:504, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

121    Δεύτερον, όταν ελέγχει απόφαση της Επιτροπής ληφθείσα στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας, το Γενικό Δικαστήριο διενεργεί πράγματι άμεσο έλεγχο της εκδοθείσας στο πλαίσιο της αξιολόγησης της ουσίας απόφασης, ενώ στο πλαίσιο προσφυγής κατά απόφασης του συμβουλίου προσφυγών, περιορίζεται να ελέγξει την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών. Επομένως, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 60 έως 62 ανωτέρω, στο πλαίσιο αυτό, ο έλεγχος του Γενικού Δικαστηρίου αφορά τον έλεγχο που διενήργησε το συμβούλιο προσφυγών.

122    Εντούτοις, όπως προκύπτει από το άρθρο 91, παράγραφος 1, και το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006, αυτή είναι η συνέπεια ηθελημένης επιλογής του νομοθέτη της Ένωσης. Συγκεκριμένα, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 114 και 115 ανωτέρω, ορισμένες πράξεις του ECHA είναι δυνατόν να προσβληθούν απευθείας ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Πάντως, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, αυτή η ηθελημένη επιλογή δεν μπορεί να θεωρηθεί μη συνεπές αποτέλεσμα ικανό να δικαιολογήσει περιορισμό της αρμοδιότητας του συμβουλίου προσφυγών όσον αφορά την εξέταση των ισχυρισμών που προβάλλονται κατά σφαλμάτων που θίγουν την ουσία απόφασης ληφθείσας στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας.

123    Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων αυτών, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει επίσης να απορριφθούν.

124    Κατ’ έβδομον, είναι απορριπτέο το επιχείρημα που προβάλλει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως ότι ο έλεγχος που αφορά την ύπαρξη πλάνης εκτίμησης είναι αποκλειστικό καθήκον των δικαστηρίων. Συγκεκριμένα, αφενός, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 54 έως 56 ανωτέρω, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε ότι, για ορισμένες αποφάσεις του ECHA, όπως αυτές που λαμβάνονται στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, οπότε το συμβούλιο προσφυγών εξετάζει αν τα επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων είναι ικανά να αποδείξουν την ύπαρξη πλάνης θίγουσας την απόφαση του Οργανισμού όταν αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό. Αφετέρου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι κανένα επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας δεν είναι ικανό να στηρίξει τη δήλωση ότι ο έλεγχος της ύπαρξης πλάνης εκτίμησης θα πρέπει να διενεργείται αποκλειστικά από τα δικαστήρια.

125    Κατ’ όγδοον, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 67 του κανονισμού 1907/2006, απόφαση ληφθείσα στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας βασίζεται σε ομόφωνη απόφαση των κρατών μελών ή της επιτροπής των κρατών μελών σχετικά με τα σχέδια αποφάσεών τους. Ο ρόλος του ECHA περιορίζεται στον συντονισμό και στην υποστήριξη της διαδικασίας λήψης αποφάσεων των κρατών μελών. Εκδίδοντας αντί του ECHA αυτοτελή απόφαση επί της ουσίας της αξιολόγησης, το συμβούλιο προσφυγών παραβίασε, κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, την αρχή της επικουρικότητας και την αρχή της δοτής αρμοδιότητας. Ειδικότερα, όσον αφορά την αρχή της δοτής αρμοδιότητας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι, καταρχάς, εάν ο νομοθέτης της Ένωσης ήθελε να αναγνωρίσει την αρμοδιότητα αυτή στον ECHA, θα είχε αναθέσει ρητώς σε αυτόν την ευθύνη, όπως το έπραξε μεταξύ άλλων για την οριστική απόρριψη καταχώρισης. Περαιτέρω, το άρθρο 51, παράγραφοι 3 και 6, του κανονισμού 1907/2006 καθορίζει, κατ’ αυτήν, τις αρμοδιότητες του ECHA. Τέλος, από το γράμμα του άρθρου 93, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού δεν προκύπτει ότι το συμβούλιο προσφυγών διαθέτει πιο εκτεταμένη αρμοδιότητα. Στο μέτρο που η διάταξη αυτή παρέχει τη δυνατότητα στο συμβούλιο προσφυγών να ασκήσει κάθε εξουσία που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του ECHA, θα πρόκειται για τις περιορισμένες αρμοδιότητες που προβλέπονται στο άρθρο 51 του κανονισμού αυτού. Το συμβούλιο προσφυγών δύναται επίσης να επιλέξει να παραπέμψει την υπόθεση στον αρμόδιο φορέα του Οργανισμού προς περαιτέρω ενέργειες.

126    Ο ECHA, η Επιτροπή και οι παρεμβαίνουσες εταιρίες αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά.

127    Πρώτον, είναι απορριπτέο το επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας το οποίο αφορά παραβίαση της αρχής της δοτής αρμοδιότητας κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 2, ΣΕΕ, σύμφωνα με την οποία η Ένωση ενεργεί μόνον εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που της απονέμουν τα κράτη μέλη με τις Συνθήκες για την επίτευξη των στόχων που οι Συνθήκες αυτές ορίζουν και κατά την οποία κάθε αρμοδιότητα η οποία δεν απονέμεται στην Ένωση με τις Συνθήκες ανήκει στα κράτη μέλη.

128    Συγκεκριμένα, ο κανονισμός 1907/2006 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 95 ΣΕΚ (άρθρο 114 ΣΛΕΕ) και ο κανονισμός 771/2008 βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 4, και του άρθρου 132 του κανονισμού 1907/2006.

129    Όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 48 έως 124 ανωτέρω, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα ικανό να αποδείξει ότι, εξετάζοντας τους ισχυρισμούς οι οποίοι αφορούσαν σφάλματα που έθιγαν την ουσία απόφασης ληφθείσας στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας, το συμβούλιο προσφυγών ενήργησε καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων που του αναγνωρίζουν οι κανονισμοί 1907/2006 και 771/2008.

130    Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων αυτών, το επιχείρημα που αφορά την αρχή της δοτής αρμοδιότητας πρέπει επίσης να απορριφθεί.

131    Δεύτερον, είναι απορριπτέο το επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ότι το συμβούλιο προσφυγών παραβίασε την αρχή της επικουρικότητας.

132    Αφενός, στο μέτρο που το επιχείρημα αυτό αφορά την αιτιολογική σκέψη 67 του κανονισμού 1907/2006, υπενθυμίζεται ότι προκύπτει από αυτήν ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θεώρησε ότι το σύστημα που θεσπίζεται με τον κανονισμό αυτό, κατά το οποίο οι αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας και εκδίδονται στο επίπεδο του ECHA βασίζονται σε ομόφωνη απόφαση της επιτροπής των κρατών μελών, συνάδει προς την αρχή της επικουρικότητας.

133    Πάντως, όπως εκτέθηκε μεταξύ άλλων στις σκέψεις 82 έως 103 ανωτέρω, η αρμοδιότητα του συμβουλίου προσφυγών να εξετάσει τους ισχυρισμούς με τους οποίους τίθεται υπό αμφισβήτηση η ουσία της απόφασης αξιολόγησης συνάδει προς την αιτιολογική σκέψη 67 του κανονισμού 1907/2006. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, στο μέτρο που αφορά την εν λόγω αιτιολογική σκέψη.

134    Αφετέρου, στο μέτρο που το επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας αφορά την αρχή της επικουρικότητας κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 3, ΣΕΕ, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει της αρχής αυτής, στους τομείς οι οποίοι δεν υπάγονται στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, η Ένωση παρεμβαίνει μόνο εφόσον και κατά τον βαθμό που οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, αλλά μπορούν, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης.

135    Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν προβάλλει τεκμηριωμένα επιχειρήματα ικανά να αποδείξουν ότι παραβιάστηκε η αρχή της επικουρικότητας κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 3, ΣΕΕ. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα που αφορά την εν λόγω αρχή και, επομένως, το σύνολο των επιχειρημάτων που αφορούν παραβίαση της αρχής της επικουρικότητας.

136    Κατ’ ένατον, στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι το συμβούλιο προσφυγών παραβίασε τις αρχές που διατύπωσε το Δικαστήριο στο πλαίσιο της νομολογίας σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή δεν μπορεί να αναθέτει στους οργανισμούς της Ένωσης αρμοδιότητες έκδοσης αποφάσεων κατά διακριτική ευχέρεια (αποφάσεις της 13ης Ιουνίου 1958, Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής, 9/56, EU:C:1958:7, και της 13ης Ιουνίου 1958, Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής, 10/56, EU:C:1958:8). Βάσει της εν λόγω νομολογίας, κάθε ανάθεση εξουσιών από την Επιτροπή στους οργανισμούς πρέπει να είναι οριοθετημένη και να πληροί αντικειμενικά κριτήρια. Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η νομολογία αυτή θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την εφαρμογή του κανονισμού 1907/2006 όσον αφορά την ανάθεση των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής στον ECHA σε σχέση με τις αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο της αξιολόγησης. Αυτή η ανάθεση αρμοδιοτήτων αφορά όχι μόνον τεχνικά ζητήματα, αλλά και ζητήματα που ανάγονται στην ελευθερία εκτίμησης κατά την έννοια της ως άνω νομολογίας. Στον εν λόγω κανονισμό, ο νομοθέτης της Ένωσης έλαβε υπόψη την απαγόρευση ανάθεσης αρμοδιοτήτων καθώς και την έλλειψη a priori ταξινόμησης των αποφάσεων στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσιών, προβλέποντας ότι οι αποφάσεις αξιολόγησης ουσιών που εκδίδονται στο επίπεδο του ECHA πρέπει να βασίζονται σε ομόφωνη συναίνεση των αρμόδιων ειδικών των κρατών μελών όσον αφορά την αναγκαιότητα διενέργειας συγκεκριμένης αξιολόγησης για μια ουσία. Συγκεκριμένα, συναίνεση μπορεί να επιτευχθεί μόνο σε δύο περιπτώσεις. Στην πρώτη περίπτωση, πρόκειται για απόφαση η οποία λαμβάνεται κατά δέσμια αρμοδιότητα, όταν η απόφαση είναι προφανής λαμβανομένης υπόψη της επίμαχης κατάστασης. Στη δεύτερη περίπτωση, πρόκειται για απόφαση η οποία λαμβάνεται κατά διακριτική ευχέρεια, όταν η επιστημονική και τεχνική κατάσταση είναι κάπως λιγότερο προφανής, αλλά μπορεί να διευθετηθεί κατά τρόπο προφανή λαμβανομένων υπόψη των τεχνικών ζητημάτων πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσεως. Στην περίπτωση αυτή, η επίσημη συναίνεση των κρατών μελών διασφαλίζει, κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, την ουσιαστική ορθότητα της απόφασης και παρέχει, ταυτόχρονα, ευρεία νομιμοποίηση στον ECHA μέσω των εκπροσώπων των κρατών μελών οι οποίοι δεσμεύονται από οδηγίες και νομιμοποιούνται δημοκρατικώς. Λόγω του ομόφωνου χαρακτήρα της απόφασης μπορεί επίσης να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή μπόρεσε, και αυτή, να λάβει την απόφαση αυτή με τη συμμετοχή των κρατών μελών ταχέως και χωρίς δυσχέρειες στο πλαίσιο διαδικασίας επιτροπής. Η μεσολάβηση της Επιτροπής συνιστά τότε απλή διατύπωση. Ελλείψει τέτοιας συναίνεσης, ο ECHA στερείται την εξουσία λήψης απόφασης και εφαρμόζεται τότε η συνήθης διαδικασία λήψης αποφάσεων της Επιτροπής βάσει του άρθρου 51, παράγραφος 7, και του άρθρου 133, παράγραφος 3, του κανονισμού 1907/2006. Εάν το συμβούλιο προσφυγών μπορούσε να αντικαταστήσει απόφαση ληφθείσα κατά διακριτική ευχέρεια βασισμένη σε ομόφωνη απόφαση στην επιτροπή των κρατών μελών με τη δική του απόφαση, θα διαταρασσόταν η πολύπλοκη θεσμική ισορροπία που υφίσταται μεταξύ των κρατών μελών, του ECHA και της Επιτροπής. Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στην περίπτωση αυτή, κατά παράβαση της προμνησθείσας νομολογίας, ο Οργανισμός θα εξέδιδε απόφαση κατά διακριτική ευχέρεια αυτοτελώς και αποκλείοντας κάθε τυπική εγγύηση.

137    Ο ECHA, η Επιτροπή και οι παρεμβαίνουσες εταιρίες αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά.

138    Κατά πρώτον, στο μέτρο που η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παραπέμπει στις αποφάσεις της 13ης Ιουνίου 1958, Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (9/56, EU:C:1958:7), και της 13ης Ιουνίου 1958, Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (10/56, EU:C:1958:8), υπενθυμίζεται ότι οι αποφάσεις αυτές αφορούσαν περίπτωση στην οποία η Επιτροπή είχε αναθέσει εξουσίες της. Επομένως, η νομολογία αυτή δεν έχει εν προκειμένω άμεση εφαρμογή. Συγκεκριμένα, αφενός, οι επίμαχες εν προκειμένω εξουσίες που διαθέτουν ο ECHA και το συμβούλιο προσφυγών του δεν είναι αποτέλεσμα ανάθεσης από την Επιτροπή. Πρόκειται για εξουσίες τις οποίες τους ανέθεσε ο νομοθέτης της Ένωσης στο πλαίσιο του κανονισμού 1907/2006. Αφετέρου, ο ECHA δεν είναι οργανισμός ιδιωτικού δικαίου, αλλά οργανισμός της Ένωσης, ο οποίος δημιουργήθηκε από τον νομοθέτη της Ένωσης.

139    Κατά δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά οργανισμό της Ένωσης, ο οποίος δημιουργήθηκε από τον νομοθέτη της Ένωσης, στη νομολογία διευκρινίστηκε ότι ανάθεση εξουσιών σε τέτοιο οργανισμό συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις των Συνθηκών, εφόσον δεν πρόκειται για πράξεις που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα και αν οι ανατεθείσες εξουσίες είναι σαφώς οριοθετημένες και μπορούν να ελεγχθούν δικαστικώς (πρβλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑270/12, EU:C:2014:18, σκέψεις 41 έως 55 και 63 έως 68).

140    Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα ικανό να αποδείξει ότι η ανάθεση στον ECHA της αρμοδιότητας έκδοσης αποφάσεων στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσιών υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 51, παράγραφος 3 ή 6, του κανονισμού 1907/2006 παραβίασε τις αρχές αυτές. Συγκεκριμένα, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας περιορίζεται να υποστηρίξει ότι, κατά την εξέταση των ισχυρισμών οι οποίοι προβλήθηκαν κατά σφαλμάτων που έθιγαν την ουσία της αξιολόγησης της benpat, το συμβούλιο προσφυγών παραβίασε τις προμνησθείσες αρχές.

141    Επιπλέον, στο μέτρο που τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας αφορούν το συμβούλιο προσφυγών, υπενθυμίζεται ότι τόσο η επιτροπή των κρατών μελών όσο και το συμβούλιο προσφυγών είναι μέρη του ECHA. Επομένως, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ακυρώνοντας απόφαση του ECHA λόγω ουσιωδών σφαλμάτων που έθιγαν την απόφαση αυτή, το συμβούλιο προσφυγών δεν υπερέβη τις εξουσίες που ανατέθηκαν στον ECHA ως οργανισμό.

142    Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται επίσης ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006, οι αποφάσεις του συμβουλίου προσφυγών μπορούν να ελεγχθούν από το Γενικό Δικαστήριο.

143    Κατά τρίτον, στο μέτρο που με τα επιχειρήματά της η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επιδιώκει να αποδείξει ότι το συμβούλιο προσφυγών υπεισήλθε στις αρμοδιότητες της επιτροπής των κρατών μελών, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 85 και 86 ανωτέρω, στο πλαίσιο της εξέτασης του βασίμου προσφυγής ασκηθείσας ενώπιόν του, το συμβούλιο προσφυγών εξετάζει μόνον αν η προσβαλλόμενη ενώπιόν του απόφαση ενέχει πλάνη. Ελέγχει, επομένως, αν ο ECHA υπέπεσε σε πλάνη όσον αφορά την εφαρμογή διατάξεων που ρυθμίζουν την έκδοση αποφάσεων στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας.

144    Δεύτερον, όσον αφορά τις εξουσίες που διαθέτει το συμβούλιο προσφυγών δυνάμει του άρθρου 93, παράγραφος 3, του κανονισμού 1907/2006, όταν η ενώπιόν του ασκηθείσα προσφυγή είναι βάσιμη, δεν μπορεί, καταρχάς, να θεωρηθεί ότι το συμβούλιο προσφυγών υπερέβη την εξουσία του παραπέμποντας την υπόθεση στον αρμόδιο φορέα του ECHA.

145    Εν συνεχεία, όταν το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει να ασκήσει το ίδιο κάθε εξουσία εμπίπτουσα στην αρμοδιότητα του ECHA, δυνάμει του άρθρου 93, παράγραφος 3, του κανονισμού 1907/2006, υπενθυμίζεται ότι, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 89 ανωτέρω, στο πλαίσιο της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας που του αναγνωρίζει η διάταξη αυτή, το συμβούλιο προσφυγών πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους κανόνες που ρυθμίζουν τη διαδικασία που προβλέπεται για την έκδοση απόφασης του ECHA όταν αυτός αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό, τον ρόλο που η διαδικασία αυτή αναγνωρίζει στα διάφορα όργανα και την αιτιολογική σκέψη 67 του εν λόγω κανονισμού, από την οποία προκύπτει ότι η προβλεπόμενη για την αξιολόγηση ουσίας και του φακέλου διαδικασία βασίζεται στην αρχή ότι η ομόφωνη απόφαση των κρατών μελών ή της επιτροπής των κρατών μελών επί των σχεδίων απόφασης θα πρέπει να συνιστά τη βάση ενός αποτελεσματικού συστήματος που σέβεται την αρχή της επικουρικότητας.

146    Τέλος, στο μέτρο που, με τα επιχειρήματά της, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει εκ νέου ότι η εξέταση ισχυρισμών που αφορούν την ουσία της απόφασης που ελήφθη στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας δεν συνάδει προς την αιτιολογική σκέψη 67 του κανονισμού 1907/2006, την αρχή της δοτής αρμοδιότητας ή την αρχή της επικουρικότητας, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 89 και 125 έως 135 ανωτέρω.

147    Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα αυτά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας πρέπει επίσης να απορριφθούν.

148    Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων που προεκτέθηκαν, τα επιχειρήματα που προέβαλε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στο πλαίσιο του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως καθώς και του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέα στο σύνολό τους.

2.      Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

149    Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το συμβούλιο προσφυγών παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης. Κατ’ αυτήν, λαμβανομένων υπόψη της ασαφούς κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των διάφορων οργάνων του ECHA και της απειλούμενης διατάραξης της ισορροπίας που επιβάλλει το σύστημα του κανονισμού 1907/2006, το συμβούλιο προσφυγών έπρεπε να εκθέσει αναλυτικώς τις αρμοδιότητές του όσον αφορά τον έλεγχο της ουσίας των αποφάσεων που λαμβάνονται στο πλαίσιο της αξιολόγησης. Αυτή η υποχρέωση αιτιολόγησης δεν είναι δυνατόν να εκπληρωθεί διά παραπομπής σε αποφάσεις που εξέδωσαν τα δικαστήρια της Ένωσης σε σχέση με τη δική τους αρμοδιότητα σε διαφορετικές καταστάσεις.

150    Ο ECHA, η Επιτροπή και οι παρεμβαίνουσες εταιρίες αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά.

151    Κατά το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι νομικές πράξεις αιτιολογούνται και αναφέρονται στις προτάσεις, πρωτοβουλίες, συστάσεις, αιτήσεις ή γνώμες που προβλέπονται από τις Συνθήκες. Όσον αφορά ειδικότερα τις αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει του κανονισμού 1907/2006, το άρθρο του 130 προβλέπει ότι αυτές πρέπει να είναι αιτιολογημένες.

152    Από τη νομολογία προκύπτει ότι η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να επιτρέπει να διαφανεί κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ούτως ώστε οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολόγησαν τη λήψη του μέτρου, το δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του. Εντούτοις, η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας απόφασης ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Crosfield Italia κατά ECHA, T‑587/14, EU:T:2016:475, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

153    Όσον αφορά την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, πρώτον, διαπιστώνεται ότι προκύπτει σαφώς από αυτήν ότι το συμβούλιο προσφυγών θεώρησε ότι ήταν αρμόδιο για να εξετάσει τους ισχυρισμούς της ενώπιόν του ασκηθείσας προσφυγής οι οποίοι αφορούσαν σφάλματα που έθιγαν την ουσία της αξιολόγησης της benpat. Δεύτερον, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων που μνημονεύονται στις σκέψεις 43 έως 148 ανωτέρω, οι λόγοι για τους οποίους το συμβούλιο προσφυγών διαθέτει τέτοια αρμοδιότητα προκύπτουν σαφώς από τις διατάξεις των κανονισμών 1907/2006 και 771/2008 που εφαρμόζονται σε αυτό. Τρίτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν υποστηρίζει ότι, κατά την ενώπιόν του διαδικασία, το συμβούλιο προσφυγών δεν απάντησε επαρκώς σε ορισμένα επιχειρήματα που αφορούσαν την αρμοδιότητά του.

154    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, διαπιστώνεται ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης παρείχε τη δυνατότητα στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να γνωρίζει τους λόγους που δικαιολόγησαν την προσβαλλόμενη απόφαση και παρέχει τη δυνατότητα στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του, και ήταν, επομένως, επαρκής.

155    Συνεπώς, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

3.      Επί του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως και του έκτου λόγου ακυρώσεως που σκοπούν να αποδείξουν ότι το συμβούλιο προσφυγών υπέπεσε σε περιπτώσεις πλάνης στο πλαίσιο της εξέτασης των ισχυρισμών που προβλήθηκαν ενώπιόν του

156    Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως και του έκτου λόγου ακυρώσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι, κατά την εξέταση ισχυρισμών που αφορούσαν ζητήματα ουσίας σχετικά με τη διαδικασία αξιολόγησης, το συμβούλιο προσφυγών υπέπεσε πλάνη.

157    Ειδικότερα, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μνημονεύει σφάλματα τα οποία θίγουν εκτιμήσεις του συμβουλίου προσφυγών στο πλαίσιο της εξέτασης του πρώτου και του τρίτου ισχυρισμού της ασκηθείσας ενώπιόν του προσφυγής και στο σημείο 3 του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης.

158    Καταρχάς, πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα που αφορούν την εξέταση του πρώτου ισχυρισμού της ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών ασκηθείσας προσφυγής, εν συνεχεία, εκείνα που αφορούν την εξέταση του δεύτερου ισχυρισμού της εν λόγω προσφυγής και, τέλος, τα επιχειρήματα που αφορούν την εξέταση του τρίτου ισχυρισμού της προσφυγής αυτής και το σημείο 3 του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης.

1.      Επί των επιχειρημάτων που αφορούν την εξέταση του πρώτου ισχυρισμού της ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών ασκηθείσας προσφυγής

159    Στις αιτιολογικές σκέψεις 24 έως 155 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών εξέτασε τον πρώτο ισχυρισμό της ενώπιόν του ασκηθείσας προσφυγής, κατά τον οποίο τα αιτήματα διενέργειας δοκιμών βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309 και της μεθόδου υπ’ αριθ. 308 παραβίασαν την αρχή της αναλογικότητας.

160    Ο πρώτος ισχυρισμός της ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών ασκηθείσας προσφυγής περιελάμβανε τέσσερα σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορούσε την έλλειψη αναγκαιότητας διενέργειας περαιτέρω δοκιμών σχετικά με την ανθεκτικότητα της benpat, το δεύτερο ότι η δοκιμή που έπρεπε να διενεργηθεί βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309 δεν ήταν κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, το τρίτο ότι η δοκιμή που έπρεπε να διενεργηθεί βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308 δεν ήταν κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και το τέταρτο ότι οι δοκιμές δεν συνιστούσαν ούτε την καταλληλότερη ούτε τη λιγότερο επαχθή επιλογή.

161    Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως και στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως της υπό κρίση προσφυγής, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλει επιχειρήματα με τα οποία επιδιώκει να θέσει υπό αμφισβήτηση τις εκτιμήσεις που διατύπωσε το συμβούλιο προσφυγών κατά την εξέταση των τριών πρώτων σκελών του πρώτου ισχυρισμού της ενώπιόν του ασκηθείσας προσφυγής.

1)      Επί των επιχειρημάτων που αφορούν την εξέταση του πρώτου σκέλους του πρώτου ισχυρισμού της ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών ασκηθείσας προσφυγής

162    Στις αιτιολογικές σκέψεις 39 έως 88 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών εξέτασε και απέρριψε το πρώτο σκέλος του πρώτου ισχυρισμού της ενώπιόν του ασκηθείσας προσφυγής, κατά το οποίο, όσον αφορά την ανθεκτικότητα της benpat, δεν ήταν αναγκαία η διενέργεια περαιτέρω δοκιμών. Κατόπιν εξέτασης των επιχειρημάτων που προέβαλαν συναφώς οι παρεμβαίνουσες εταιρίες, το συμβούλιο προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτά δεν ήταν ικανά να αποδείξουν ότι ήταν εσφαλμένο το συμπέρασμα του ECHA ότι τα αιτήματα παροχής περαιτέρω πληροφοριών σχετικά με την ανθεκτικότητα της benpat δικαιολογούνταν λαμβανομένου υπόψη του δυνητικού κινδύνου της ουσίας αυτής για την υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον.

163    Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι, στην αιτιολογική σκέψη 41 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη, ασκώντας υπερβολικής έντασης έλεγχο. Κατ’ αυτήν, το συμβούλιο προσφυγών έπρεπε να αρκεστεί να ελέγξει τα επιστημονικά όρια των εκτιμήσεων που περιέχονταν στην απόφαση του ECHA. Το συμβούλιο προσφυγών υπεισήλθε, όμως, στον ρόλο της επιτροπής των κρατών μελών και υπερέβη τοιουτοτρόπως τα όρια της εξουσίας ελέγχου που διαθέτει.

164    Ο ECHA, η Επιτροπή και οι παρεμβαίνουσες εταιρίες αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά.

165    Τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 34 ανωτέρω, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζητεί να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο μέτρο που το συμβούλιο προσφυγών ακύρωσε εν μέρει την απόφαση του ECHA. Η αιτιολογική σκέψη 41 της προσβαλλόμενης απόφασης εντάσσεται, όμως, σε μέρος της απόφασης αυτής στο οποίο το συμβούλιο προσφυγών απέρριψε το πρώτο σκέλος του πρώτου ισχυρισμού που προβλήθηκε ενώπιόν του.

166    Επομένως, τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας που αφορούν την εξέταση του πρώτου σκέλους του πρώτου ισχυρισμού της ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών ασκηθείσας προσφυγής είναι απορριπτέα στο σύνολό τους.

2)      Επί των επιχειρημάτων που αφορούν την εξέταση του δεύτερου και του τρίτου σκέλους του πρώτου ισχυρισμού της ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών ασκηθείσας προσφυγής

167    Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως και στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως της υπό κρίση προσφυγής, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλει επιχειρήματα με τα οποία επιδιώκει να θέσει υπό αμφισβήτηση την εξέταση, από το συμβούλιο προσφυγών, του δεύτερου και του τρίτου σκέλους του πρώτου ισχυρισμού της ασκηθείσας ενώπιόν του προσφυγής.

168    Καταρχάς, θα εξεταστούν τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας που αφορούν την εξέταση του δεύτερου σκέλους του πρώτου ισχυρισμού της ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών ασκηθείσας προσφυγής και, εν συνεχεία, τα επιχειρήματά της που αφορούν την εξέταση του τρίτου σκέλους τους πρώτου ισχυρισμού της προσφυγής αυτής.

1)      Επί των επιχειρημάτων που αφορούν την εξέταση του δεύτερου σκέλους του πρώτου ισχυρισμού της ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών ασκηθείσας προσφυγής

169    Στην απόφασή του, ο ECHA ζήτησε από τους καταχωρίζοντες να διενεργήσουν δοκιμή προσομοίωσης για την τελική αποδόμηση στα επιφανειακά ύδατα βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309, κάνοντας χρήση του συστατικού R‑898 αντί της benpat, όπως προσδιορίζεται στο τμήμα III.3 του αιτιολογικού της απόφασης αυτής. Στο πλαίσιο του αιτιολογικού αυτού, στις σελίδες 8 έως 10 της εν λόγω απόφασης, ο ECHA διευκρίνισε ότι, κατά την εκτέλεση της δοκιμής αυτής, ήταν σημαντικό να προσδιοριστούν οι μεταβολίτες ώστε να καταδειχθεί ότι είχε παρατηρηθεί αποδόμηση στο σύστημα δοκιμής. Κατά τον ECHA, προς τούτο έπρεπε να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Μία εκ των προϋποθέσεων ήταν να ανιχνευθούν και να προσδιοριστούν οι μεταβολίτες που αντιπροσώπευαν κρίσιμα στάδια των οδών μετατροπής (βασικοί μεταβολίτες) μέσω «ποσοτικών σχέσεων δομής-δραστηριότητας» και να διασφαλιστεί, μέσω πρότυπων διαλυμάτων, ότι η ανίχνευση και η ποσοτικοποίηση των βασικών αυτών μεταβολιτών ήταν εφικτές.

170    Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του πρώτου ισχυρισμού της ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών ασκηθείσας προσφυγής, οι παρεμβαίνουσες εταιρίες υποστήριξαν ότι η δοκιμή που έπρεπε να διενεργηθεί βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309 δεν ήταν κατάλληλη για τη λήψη των ζητούμενων αποτελεσμάτων. Στο πλαίσιο της τρίτης αιτίασης του σκέλους αυτού, υποστήριξαν μεταξύ άλλων ότι η χαμηλή υδατοδιαλυτότητα της benpat θα είχε ως συνέπεια να παραγάγει η δοκιμή αυτή μεταβολίτες σε ποσότητες τόσο μικρές ώστε δεν θα ήταν δυνατόν να προσδιοριστούν.

171    Το συμβούλιο προσφυγών εξέτασε την αιτίαση αυτή στις αιτιολογικές σκέψεις 118 έως 125 της προσβαλλόμενης απόφασης.

172    Στην αιτιολογική σκέψη 119 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών επισήμανε ότι, στην απόφασή του, ο ECHA είχε απαιτήσει όχι μόνο να διενεργηθεί δοκιμή βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309, προκειμένου να καθοριστεί ο χρόνος υποδιπλασιασμού της benpat στα πελαγικά ύδατα, αλλά επίσης να προσδιοριστούν, κατά τη δοκιμή αυτή, οι μεταβολίτες που σχηματίζονται από την benpat.

173    Στην αιτιολογική σκέψη 121 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών διαπίστωσε ότι από την κατευθυντήρια γραμμή 309 του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για τις δοκιμές χημικών προϊόντων προκύπτει ότι, λόγω των αναλυτικών περιορισμών, είναι συχνά αδύνατον να μετρηθεί η συγκέντρωση της ελεγχόμενης ουσίας με την απαιτούμενη ακρίβεια όταν η ελεγχόμενη ουσία εμφανίζεται σε συγκέντρωση κατώτερη ή ίση των 100 μg/l. Από τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές προκύπτει επίσης ότι υψηλότερες συγκεντρώσεις της ελεγχόμενης ουσίας (άνω των 100 μg/l και ενίοτε άνω του 1 mg/l) μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό και την ποσοτικοποίηση των κύριων προϊόντων μετατροπής ή όταν δεν είναι διαθέσιμη καμία συγκεκριμένη αναλυτική μέθοδος με χαμηλό όριο ανίχνευσης. Κατά τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, όταν η δοκιμή διεξάγεται με υψηλές συγκεντρώσεις ελεγχόμενης ουσίας, τα αποτελέσματα δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό της σταθεράς αποδόμησης πρώτης τάξεως και του χρόνου υποδιπλασιασμού, δεδομένου ότι, πιθανότατα, η κινητική της αποδόμησης δεν θα είναι πρώτης τάξεως.

174    Στην αιτιολογική σκέψη 122 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών εξέτασε αν ήταν ρεαλιστικό να προσδιοριστούν οι μεταβολίτες κατά τη δοκιμή που έπρεπε να διενεργηθεί βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309. Θεώρησε ότι δεν ήταν ρεαλιστικό να αναμένεται ότι η δοκιμή αυτή θα παρείχε τη δυνατότητα προσδιορισμού των μεταβολιτών της ουσίας, δεδομένου ότι αυτή εμφάνιζε μέγιστη διαλυτότητα 45 μg/l, ενώ η απαιτούμενη συγκέντρωση για τον προσδιορισμό των κύριων προϊόντων μετατροπής ήταν ανώτερη των 100 μg/l και ενίοτε ανώτερη του 1 mg/l. Εξάλλου, σε αυτή την αιτιολογική σκέψη, το συμβούλιο προσφυγών επισήμανε ότι ούτε ο ECHA ούτε οι παρεμβαίνουσες εταιρίες μπόρεσαν να προσδιορίσουν κατάλληλη μέθοδο για τον προσδιορισμό των κύριων προϊόντων μετατροπής τα οποία θα παράγονταν κατά πάσα πιθανότητα κατά τη διενέργεια της δοκιμής βάσει της εν λόγω μεθόδου.

175    Στην αιτιολογική σκέψη 123 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών επισήμανε ότι ο ECHA και η ορισθείσα αρχή είχαν υποστηρίξει ότι οι παρεμβαίνουσες εταιρίες έπρεπε να επιχειρήσουν να προσδιορίσουν στη μελέτη τους μεταβολίτες που θα σχηματίζονταν, καίτοι δεν ήταν βέβαιο ότι θα μπορούσαν να επιτύχουν κάτι τέτοιο. Το συμβούλιο προσφυγών παρατήρησε ότι τα επιχειρήματα αυτά δεν αποδείκνυαν ότι η απαιτούμενη μέθοδος υπ’ αριθ. 309 ήταν κατάλληλη για τον προσδιορισμό των μεταβολιτών της benpat και ότι είχαν ως σκοπό να μεταθέσουν στις παρεμβαίνουσες εταιρίες την ευθύνη για τον σχεδιασμό και την αξιολόγηση της μελέτης κατά τρόπο που να καταστεί εφικτός ο προσδιορισμός των μεταβολιτών.

176    Στην αιτιολογική σκέψη 124 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ECHA δεν είχε αποδείξει επαρκώς ότι η διενέργεια δοκιμής βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309 θα μπορούσε να επιτύχει τον σκοπό της, στο μέτρο που ο Οργανισμός υποχρέωνε τις παρεμβαίνουσες εταιρίες να προσδιορίσουν τους μεταβολίτες της benpat στο πλαίσιο της δοκιμής αυτής. Στηριζόμενο στο συμπέρασμα αυτό, το συμβούλιο προσφυγών έκανε δεκτή την τρίτη αιτίαση του δεύτερου σκέλους του πρώτου ισχυρισμού της ενώπιόν του ασκηθείσας προσφυγής και ακύρωσε την απόφαση του ECHA στο μέτρο που είχε ζητήσει από τις εν λόγω εταιρίες να προσδιορίσουν, κατά τη δοκιμή βάσει της ως άνω μεθόδου, τους μεταβολίτες της benpat.

177    Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως και στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του έκτου λόγου ακυρώσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι οι εκτιμήσεις αυτές του συμβουλίου προσφυγών είναι εσφαλμένες.

178    Καταρχάς, πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας με τα οποία αυτή επιδιώκει να αποδείξει ότι το συμβούλιο προσφυγών δεν έπρεπε να διαπιστώσει την ύπαρξη αυτοτελούς και ανεξάρτητης απόφασης σχετικής με τον προσδιορισμό των μεταβολιτών, εν συνεχεία, τα επιχειρήματα τα οποία αφορούν την αρμοδιότητα του συμβουλίου προσφυγών, έπειτα, τα επιχειρήματα που αφορούν την υπέρβαση, από το συμβούλιο προσφυγών, των ορίων της εξουσίας ελέγχου που διαθέτει, ακολούθως τα επιχειρήματα με τα οποία η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επιδιώκει να αποδείξει τον εσφαλμένο χαρακτήρα του συμπεράσματος του συμβουλίου προσφυγών, κατά το οποίο, εν αντιθέσει προς τις διαπιστώσεις του ECHA, δεν ήταν αδύνατον να προσδιοριστούν οι μεταβολίτες της benpat, εν συνεχεία, τα επιχειρήματα κατά τα οποία ο προσδιορισμός των μεταβολιτών συνιστά ένα από τα στοιχεία της μεθόδου υπ’ αριθ. 309, κατόπιν, το επιχείρημα ότι η μέθοδος αυτή μπορεί να διευκρινιστεί περαιτέρω, ακολούθως, το επιχείρημα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντιφατική, περαιτέρω, το επιχείρημα που αφορά παραβίαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης και, τέλος, το επιχείρημα ότι το συμβούλιο προσφυγών παρέβη το κρίσιμο κριτήριο που αφορά την αρχή της αναλογικότητας.

i)      Επί των επιχειρημάτων που σκοπούν να αποδείξουν ότι το συμβούλιο προσφυγών δεν έπρεπε να διαπιστώσει την ύπαρξη αυτοτελούς και ανεξάρτητης απόφασης σχετικής με τον προσδιορισμό των μεταβολιτών

179    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του έκτου λόγου ακυρώσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι, εν αντιθέσει προς τις διαπιστώσεις του συμβουλίου προσφυγών στην αιτιολογική σκέψη 119 της προσβαλλόμενης απόφασης, οι προδιαγραφές στην απόφαση του ECHA σχετικά με τον προσδιορισμό των μεταβολιτών δεν συνιστούσαν απόφαση αυτοτελή και ανεξάρτητη του αιτήματος σχετικά με τη δοκιμή που έπρεπε να διενεργηθεί βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309. Κατά κανόνα, οι αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας όχι μόνο υποδεικνύουν τις δοκιμές που πρέπει να διενεργηθούν, αλλά περιέχουν επίσης λεπτομέρειες σχετικά με τη συγκεκριμένη εκτέλεση των δοκιμών αυτών προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα αποτελέσματα χρησιμοποιούνται με βέλτιστο τρόπο λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου σκοπού πληροφόρησης. Το γεγονός και μόνο ότι περιγράφηκαν τα διάφορα στάδια που έπρεπε να τηρηθούν για την επίτευξη του αποτελέσματος υποδηλώνει ότι η μόνη επιβληθείσα υποχρέωση ήταν να καταβληθεί κάθε προσπάθεια για την τήρησή τους. Επομένως, η κατευθυντήρια γραμμή 309 του ΟΟΣΑ για τις δοκιμές χημικών προϊόντων συγκεκριμενοποιεί τις προσπάθειες που πρέπει να καταβληθούν για τον προσδιορισμό των προϊόντων μετατροπής. Από την απόφαση του ECHA δεν προκύπτει καμία υποχρέωση επίτευξης ορισμένου αποτελέσματος. Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εάν ο ECHA ήθελε όντως να επιβάλει υποχρέωση επίτευξης ορισμένου αποτελέσματος, η υπόδειξη των ενεργειών αυτών δεν θα είχε κανένα νόημα, δεδομένου ότι οι καταχωρίζοντες θα όφειλαν τότε να προβούν σε κάθε είδους ενέργειες. Από τη φράση στην απόφαση του ECHA, κατά την οποία, όσον αφορά τη benpat, θα πρέπει να ανιχνευθούν και να προσδιοριστούν οι μεταβολίτες, δεν είναι επίσης δυνατόν να συναχθεί ότι επιβλήθηκε οποιαδήποτε υποχρέωση επίτευξης ορισμένου αποτελέσματος. Απαιτούνταν μόνο η παρουσίαση ανεπεξέργαστων δεδομένων, και τούτο σήμαινε ότι έπρεπε να παρασχεθούν όχι μόνο τα ενδεχόμενα αποτελέσματα σχετικά με τους μεταβολίτες, αλλά και τα διαθέσιμα δεδομένα τα οποία κατέστησαν εφικτή τη λήψη τους. Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, οι πληροφορίες αυτές επιδέχονταν διαφορετικές ερμηνείες και μπορούσαν να συνιστούν κρίσιμη βάση επιχειρημάτων για τον προσδιορισμό της benpat ως ανθεκτικής ουσίας, και τούτο ακόμη και σε περίπτωση αποτυχίας της δοκιμής, καθόσον τα δεδομένα θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν τότε για να ζητηθεί η διενέργεια άλλων δοκιμών ή για να συμπληρωθούν άλλες πληροφορίες.

180    Ο ECHA, η Επιτροπή και οι παρεμβαίνουσες εταιρίες αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά.

181    Συναφώς, κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 119 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών δεν διαπίστωσε ότι ο προσδιορισμός των μεταβολιτών συνιστούσε απόφαση αυτοτελή και ανεξάρτητη του αιτήματος διενέργειας δοκιμής βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309, αλλά περιορίστηκε να διευκρινίσει ότι, στην απόφασή του, ο ECHA είχε απαιτήσει όχι μόνο να διενεργηθεί η δοκιμή αυτή προκειμένου να καθοριστεί ο χρόνος υποδιπλασιασμού της benpat στα πελαγικά ύδατα, αλλά επίσης να προσδιοριστούν, στο πλαίσιο της δοκιμής αυτής, οι μεταβολίτες που σχηματίζονται από την benpat.

182    Κατά δεύτερον, στο μέτρο που με τα επιχειρήματά της η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επιδιώκει να αποδείξει ότι η απόφαση του ECHA δεν επέβαλε στους αποδέκτες της την υποχρέωση να προσδιορίσουν τους μεταβολίτες που σχηματίζονται από την benpat, πρώτον, επισημαίνεται ότι, κατά το διατακτικό της απόφασης αυτής, οι αποδέκτες της όφειλαν να διενεργήσουν δοκιμή προσομοίωσης για την τελική αποδόμηση στα επιφανειακά ύδατα βάσει των προδιαγραφών που εκτίθενται στο σημείο III.3 της απόφασης αυτής.

183    Δεύτερον, όπως προκύπτει από το σημείο III.3 της απόφασης του ECHA, στο πλαίσιο της επίμαχης δοκιμής, οι μεταβολίτες που αντιπροσωπεύουν κρίσιμα στάδια των οδών μετατροπής (βασικοί μεταβολίτες) έπρεπε να προσδιοριστούν μέσω της «ποσοτικής σχέσης δομής-δραστηριότητας». Εξάλλου, στο σημείο αυτό, ο ECHA επισήμανε ότι, όσον αφορά τη benpat, «[έπρεπε] να παρασχεθούν η ανίχνευση και ο προσδιορισμός των μεταβολιτών».

184    Λαμβανομένου υπόψη του γράμματος της απόφασης του ECHA, δεν είναι δυνατόν να προσαφθεί στο συμβούλιο προσφυγών ότι θεώρησε ότι, στην εν λόγω απόφαση, ο Οργανισμός δεν είχε υποδείξει μόνον τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να διενεργηθεί η δοκιμή βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309, αλλά είχε επίσης επιβάλει στους αποδέκτες την υποχρέωση να προσδιορίσουν τους μεταβολίτες που σχηματίζονται από την benpat.

185    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα με τα οποία η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επιδιώκει να αποδείξει ότι είναι εσφαλμένη η εκτίμηση του συμβουλίου προσφυγών στην αιτιολογική σκέψη 119 της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία, στην απόφασή του, ο ECHA είχε απαιτήσει να προσδιοριστούν, στο πλαίσιο της εν λόγω δοκιμής που έπρεπε να διενεργηθεί βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309, οι μεταβολίτες που σχηματίζονται από τη benpat.

ii)    Επί των επιχειρημάτων που αφορούν την αρμοδιότητα του συμβουλίου προσφυγών

186    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι το αν συγκέντρωση 45 μg/l benpat είναι κατώτερη του ορίου ανίχνευσης, το οποίο είναι 100 μg/l, είναι τεχνικό ζήτημα του τομέα της χημείας το οποίο δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του συμβουλίου προσφυγών. Κατ’ αυτήν, η επιτροπή των κρατών μελών είχε σχηματίσει την πεποίθηση ότι ο προσδιορισμός των μεταβολιτών ήταν εφικτός με την εφαρμογή της απαιτούμενης μεθόδου δοκιμής η οποία συνιστούσε την καλύτερη πιθανότητα για την επίτευξη πειστικών αποτελεσμάτων. Δεν απέκειτο στο συμβούλιο προσφυγών να ελέγξει το συμπέρασμα αυτό.

187    Τα επιχειρήματα αυτά είναι απορριπτέα, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 40 έως 148 ανωτέρω.

iii) Επί των επιχειρημάτων που σκοπούν να αποδείξουν ότι το συμβούλιο προσφυγών υπερέβη τα όρια της εξουσίας ελέγχου που διαθέτει

188    Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως και του πρώτου σκέλους του έκτου λόγου ακυρώσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι, στην αιτιολογική σκέψη 122 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών υπερέβη τα όρια της εξουσίας ελέγχου που διαθέτει. Κατ’ αυτήν, στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη, το συμβούλιο προσφυγών αποφάσισε αντίθετα προς την εμπειρογνωμοσύνη των κρατών μελών όσον αφορά το αν ο προσδιορισμός των μεταβολιτών ήταν εφικτός. Εντούτοις, πρέπει να αναγνωρίζεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στην επιτροπή των κρατών μελών λαμβανομένης υπόψη της λειτουργίας της ως επιτροπής ειδικών καθώς και της σύνθεσής της από μέλη που δεσμεύονται από τις οδηγίες των κρατών μελών τους. Ως εκ τούτου, κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το συμβούλιο προσφυγών διαθέτει μόνο περιορισμένη εξουσία ελέγχου, του οποίου η ένταση είναι ανάλογη αυτής του ελέγχου που ασκούν τα δικαστήρια επί των αποφάσεων που λαμβάνονται κατά διακριτική ευχέρεια.

189    Ο ECHA, η Επιτροπή και οι παρεμβαίνουσες εταιρίες αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά.

190    Συναφώς, κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο της εξέτασης του δεύτερου σκέλους του πρώτου ισχυρισμού της ενώπιόν του ασκηθείσας προσφυγής, το συμβούλιο προσφυγών ούτε αξιολόγησε τη benpat ούτε εξέτασε το ίδιο τις περαιτέρω πληροφορίες που έπρεπε να ζητηθούν για να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση της benpat ως προς τον ενδεχόμενο κίνδυνο να είναι η ουσία αυτή ανθεκτική. Το συμβούλιο προσφυγών περιορίστηκε να εξετάσει αν τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι παρεμβαίνουσες εταιρίες ήταν ικανά να αποδείξουν την ύπαρξη πλάνης θίγουσας την απόφαση του ECHA.

191    Κατά δεύτερον, είναι απορριπτέα τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ότι η ένταση του ελέγχου που διενήργησε το συμβούλιο προσφυγών ήταν υπερβολική και ότι αυτό έπρεπε να περιοριστεί να ελέγξει αν οι εκτιμήσεις του ECHA ενείχαν πρόδηλη πλάνη εκτίμησης.

192    Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι, ασφαλώς, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ο έλεγχος που διενεργεί ο δικαστής της Ένωσης είναι περιορισμένος όταν πρόκειται για την εκτίμηση ιδιαίτερα περίπλοκων πραγματικών γεγονότων επιστημονικής και τεχνικής φύσεως. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τέτοιες εκτιμήσεις, ο δικαστής της Ένωσης περιορίζεται να ελέγξει αν ο συντάκτης της απόφασης υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη ή σε κατάχρηση εξουσίας ή αν υπερέβη προδήλως τα όρια της διακριτικής ευχέρειάς του (βλ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Etimine, C‑15/10, EU:C:2011:504, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

193    Εντούτοις, η νομολογία αυτή δεν έχει εφαρμογή όσον αφορά τον έλεγχο που διενεργεί το συμβούλιο προσφυγών του ECHA. Συναφώς, όσον αφορά τα μέλη του οργάνου αυτού, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 771/2008, τουλάχιστον ένα μέλος διαθέτει νομική κατάρτιση και τουλάχιστον ένα μέλος διαθέτει τεχνική κατάρτιση, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1238/2007. Βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 1238/2007, τα μέλη με τεχνική κατάρτιση διαθέτουν πτυχίο πανεπιστημιακών σπουδών ή αντίστοιχο τίτλο, καθώς και ουσιαστική επαγγελματική πείρα στην εκτίμηση της επικινδυνότητας, στην εκτίμηση της έκθεσης και στη διαχείριση των κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου ή για το περιβάλλον ή σε σχετικούς τομείς. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο νομοθέτης θέλησε να παράσχει στο συμβούλιο προσφυγών του ECHA την αναγκαία εμπειρογνωμοσύνη ώστε να μπορεί να προβαίνει το ίδιο σε εκτιμήσεις που αφορούν ιδιαίτερα περίπλοκα πραγματικά γεγονότα επιστημονικής φύσεως.

194    Επομένως, ο έλεγχος, από το συμβούλιο προσφυγών, των εκτιμήσεων επιστημονικής φύσεως που περιέχονται σε απόφαση του ECHA δεν περιορίζεται στην επαλήθευση της ύπαρξης πρόδηλης πλάνης. Αντιθέτως, το συμβούλιο προσφυγών πρέπει, συναφώς, να εξετάζει, στηριζόμενο στις νομικές και επιστημονικές ικανότητες των μελών του, αν τα επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων είναι ικανά να αποδείξουν ότι οι εκτιμήσεις επί των οποίων στηρίζεται η εν λόγω απόφαση ενέχουν πλάνη.

195    Ως εκ τούτου, στην αιτιολογική σκέψη 122 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών δεν υπερέβη τα όρια της εξουσίας ελέγχου που διαθέτει.

196    Κανένα από τα άλλα επιχειρήματα που προέβαλε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως και του πρώτου σκέλους του έκτου λόγου ακυρώσεως δεν είναι ικανό να αναιρέσει το συμπέρασμα αυτό.

197    Πρώτον, στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι οι ουσιαστικοί περιορισμοί της εξουσίας λήψης αποφάσεων του ECHA απορρέουν από το άρθρο 51 του κανονισμού 1907/2006 και ότι η ένταση του ελέγχου που διενεργεί το συμβούλιο προσφυγών δεν είναι δυνατόν να τροποποιηθεί από τον κανονισμό 771/2008, ο οποίος εκδόθηκε βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 4, του κανονισμού 1907/2006.

198    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα αυτό στηρίζεται στην παραδοχή ότι από τις διατάξεις του κανονισμού 1907/2006 προκύπτει ότι ο έλεγχος που διενεργεί το συμβούλιο προσφυγών ως προς τις αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας περιορίζεται σε έλεγχο της ύπαρξης πρόδηλης πλάνης.

199    Συναφώς, αφενός, διαπιστώνεται ότι οι διατάξεις του κανονισμού 1907/2006 σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών δεν προβλέπουν περιορισμούς όσον αφορά την ένταση του ελέγχου που διενεργεί το συμβούλιο προσφυγών.

200    Αφετέρου, στο μέτρο που η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι ο έλεγχος του συμβουλίου προσφυγών περιορίζεται όσον αφορά τις αποφάσεις που εκδίδονται βάσει του άρθρου 51 του κανονισμού 1907/2006, αρκεί να υπομνησθεί ότι οι διατάξεις που ρυθμίζουν τη διαδικασία προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών δεν προβλέπουν ειδικούς κανόνες για τις αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο της αξιολόγησης φακέλου ή ουσίας (βλ. σκέψη 53 ανωτέρω).

201    Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων αυτών, διαπιστώνεται ότι είναι εσφαλμένη η παραδοχή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ότι από τις διατάξεις του κανονισμού 1907/2006 προκύπτει ότι ο έλεγχος που διενεργεί το συμβούλιο προσφυγών ως προς τις αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσιών περιορίζεται σε έλεγχο της ύπαρξης πρόδηλης πλάνης.

202    Επομένως, το επιχείρημα ότι ο κανονισμός 771/2008 δεν μπορεί να τροποποιήσει την περιορισμένη ένταση του ελέγχου που πρέπει να διενεργεί το συμβούλιο προσφυγών, όπως προβλέπει ο κανονισμός 1907/2006, στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή και πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

203    Δεύτερον, στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως και του πρώτου σκέλους του έκτου λόγου ακυρώσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι το συμβούλιο προσφυγών απαρτίζεται από τρία μόνο μέλη και ότι, κατά κανόνα, μόνον ένα εξ αυτών διαθέτει τεχνική κατάρτιση. Κατ’ αυτήν, συμβούλιο προσφυγών με τη σύνθεση αυτή δεν μπορεί να διασφαλίζει εξέταση ισοδύναμη εκείνης που διενεργείται κατά τη διαδικασία που καταλήγει στην έκδοση απόφασης στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας. Η διαδικασία προσφυγής δεν είναι κατάλληλη για τις αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο της αξιολόγησης φακέλου ή ουσίας. Οι δυνατότητες ανίχνευσης εξαρτώνται από πλήθος παραγόντων οι οποίοι πρέπει να εκτιμώνται κατά περίπτωση και να εξετάζονται επιμελώς. Ένα μόνο μέλος με κατάλληλη κατάρτιση στο συμβούλιο προσφυγών δεν είναι σε θέση να μελετήσει και να ταξινομήσει τις χιλιάδες σελίδες που περιέχει μια μελέτη. Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, αφενός, το συμβούλιο προσφυγών δεν διαθέτει ούτε τις απαιτούμενες επιστημονικές γνώσεις ούτε το κατάλληλα καταρτισμένο προσωπικό για να αποφανθεί επί πολύπλοκων τεχνικών ζητημάτων. Αφετέρου, δεν διαθέτει το σύνολο των επιστημονικών δεδομένων, για παράδειγμα πληροφορίες του φακέλου καταχώρισης και άλλες πληροφορίες που διαθέτουν ο ECHA και οι αρμόδιες αρχές σχετικά με μια ουσία.

204    Συναφώς, καταρχάς, γίνεται παραπομπή στις παρατηρήσεις που εκτέθηκαν στις σκέψεις 104 έως 109 ανωτέρω προς απόρριψη της προσέγγισης ότι η ένταση του ελέγχου που διενήργησε το συμβούλιο προσφυγών ως προς τους ισχυρισμούς που αφορούσαν σφάλματα που έθιγαν την ουσία της αξιολόγησης της benpat έπρεπε να περιοριστεί στον έλεγχο της ύπαρξης πρόδηλης πλάνης.

205    Εν συνεχεία, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας ενώπιόν του, το συμβούλιο προσφυγών δεν πρέπει ούτε να προβεί το ίδιο σε αξιολόγηση της επίμαχης ουσίας, ανάλογη αυτής που διενεργεί η ορισθείσα αρχή, ούτε να αποφασίσει σχετικά με τις περαιτέρω πληροφορίες οι οποίες είναι αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης αυτής. Συγκεκριμένα, κατά την εξέταση της προσφυγής αυτής, το συμβούλιο προσφυγών περιορίζεται να εξετάσει αν τα επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων είναι ικανά να αποδείξουν ότι απόφαση που ελήφθη στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας ενέχει πλάνη.

206    Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας περιορίζεται να υποστηρίξει ότι το μέλος ή τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών που διαθέτουν τεχνική κατάρτιση δεν είναι σε θέση να ελέγξουν το βάσιμο απόφασης του ECHA ληφθείσας στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας, πλην όμως δεν προβάλλει κανένα τεκμηριωμένο επιχείρημα ικανό να αποδείξει ότι, παρά την κατάρτιση που πρέπει να διαθέτουν τα μέλη αυτά δυνάμει του άρθρου 89, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1907/2006, του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 771/2008 και του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 1238/2007, αυτά δεν είναι ικανά να διενεργήσουν έλεγχο των τεχνικών εκτιμήσεων που περιέχονται σε απόφαση του ECHA στο πλαίσιο κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας.

207    Ειδικότερα, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση δεν διέθεταν την αναγκαία τεχνική κατάρτιση ώστε να μπορέσουν να προσδιορίσουν τα σφάλματα που ενείχε η απόφαση του ECHA τα οποία προσδιόρισαν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

208    Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 89, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1907/2006, το διοικητικό συμβούλιο του ECHA μπορεί να διορίζει επιπλέον μέλη στο συμβούλιο προσφυγών εάν αυτό είναι αναγκαίο για να εξασφαλισθεί η διεκπεραίωση των προσφυγών με ικανοποιητικό ρυθμό.

209    Τέλος, διαπιστώνεται ότι η προσέγγιση που προτείνει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν συνάδει προς την αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού 771/2008, από την οποία προκύπτει ότι η εμπειρογνωμοσύνη που διαθέτει το συμβούλιο προσφυγών σκοπεί να διασφαλίζει ισόρροπη εκτίμηση των προσφυγών από νομικής και τεχνικής απόψεως.

210    Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων αυτών, τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας όσον αφορά τη σύνθεση του συμβουλίου προσφυγών πρέπει να απορριφθούν.

211    Τρίτον, στο μέτρο που η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η διενέργεια ελέγχου υψηλότερης έντασης μπορεί να συνεπάγεται καθυστερήσεις της διαδικασίας, το επιχείρημα αυτό είναι απορριπτέο για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 110 έως 117 ανωτέρω.

212    Τέταρτον, το επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ότι τέτοια ένταση ελέγχου θα έχει ως αποτέλεσμα να εξετάζονται διαφορετικά οι αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας ανάλογα με τον αν εκδόθηκαν από τον ECHA ή από την Επιτροπή είναι απορριπτέο για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 118 έως 122 ανωτέρω.

213    Πέμπτον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η ένταση του ελέγχου που διενεργεί το συμβούλιο προσφυγών δεν είναι δυνατόν να εξαρτάται από τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβάλλει και τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζει ο προσφεύγων. Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο προσφεύγων μπορεί να αποφασίζει την ένταση του ελέγχου αυτού.

214    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, δεδομένου ότι, στο πλαίσιο της ενώπιόν του διαδικασίας, το συμβούλιο προσφυγών περιορίζεται να εξετάσει αν τα επιχειρήματα που προβάλλει ο προσφεύγων είναι ικανά να αποδείξουν πλάνη θίγουσα απόφαση του ECHA, η έκταση του ελέγχου που διενεργεί το συμβούλιο προσφυγών εξαρτάται από τα επιχειρήματα που προβάλλει ο προσφεύγων στο πλαίσιο της προσφυγής.

215    Εντούτοις, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός της έκτασης του ελέγχου που διενεργεί το συμβούλιο προσφυγών και, αφετέρου, της έντασης του ελέγχου αυτού. Πάντως, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η ένταση του ελέγχου δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί από τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβάλλει και τα αποδεικτικά μέσα που επικαλείται ο προσφεύγων.

216    Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω παρατηρήσεων, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα ότι η ένταση του ελέγχου δεν είναι δυνατόν να εξαρτάται από τα στοιχεία που προβάλλει ο προσφεύγων και, επομένως, το σύνολο των επιχειρημάτων με τα οποία η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επιδιώκει να αποδείξει ότι, στην αιτιολογική σκέψη 122 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών υπερέβη τα όρια της εξουσίας ελέγχου που διαθέτει.

iv)    Επί των επιχειρημάτων σύμφωνα με τα οποία, εν αντιθέσει προς τις διαπιστώσεις του συμβουλίου προσφυγών, δεν ήταν αδύνατον να προσδιοριστούν οι μεταβολίτες της benpat

217    Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η διαπίστωση του συμβουλίου προσφυγών σχετικά με την εικαζόμενη αδυναμία προσδιορισμού των μεταβολιτών είναι εσφαλμένη. Κατά πρώτον, η διαπίστωση αυτή στηρίζεται στην κατευθυντήρια γραμμή 309 του ΟΟΣΑ για τις δοκιμές χημικών προϊόντων. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν, όμως, μόνον ότι, γενικά, πρέπει να χρησιμοποιούνται συγκεντρώσεις 100 μg/l για να είναι εφικτή η ανίχνευση της παρουσίας μεταβολιτών. Δεν αποκλείουν, εντούτοις, να είναι εφικτή η ανίχνευση αυτή σε χαμηλότερο επίπεδο συγκέντρωσης. Κατά δεύτερον, κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το συμβούλιο προσφυγών δεν έλαβε υπόψη ότι η μέθοδος αυτή εγκρίθηκε το 2004 και ότι, έκτοτε, οι ικανότητες ανίχνευσης των αναλυτικών μεθόδων βελτιώνονται συνεχώς. Κατά τρίτον, η απόφαση του ECHA περιέχει απαιτήσεις σχετικές με την προσαρμογή των δοκιμών, με σκοπό ακριβώς να καταστεί εφικτός ο προσδιορισμός, με υψηλή πιθανότητα, των μεταβολιτών ουσίας χαμηλής διαλυτότητας. Κατά τέταρτον, οι «μέθοδοι δοκιμής του 2004» μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με υποδιπλάσια ποσότητα ουσίας, ήτοι διαλυτότητα 45 μg/l αντί 100 μg/l. Αυτό αληθεύει έτι περισσότερο λαμβανομένων υπόψη των τρεχουσών μεθόδων μέτρησης.

218    Ο ECHA, η Επιτροπή και οι παρεμβαίνουσες εταιρίες αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά.

219    Συναφώς, κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το συμβούλιο προσφυγών δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να μπορούν να προσδιοριστούν μεταβολίτες της benpat κατά τη δοκιμή που πρέπει να διενεργηθεί βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 123 της εν λόγω απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών περιορίστηκε να διαπιστώσει ότι δεν ήταν βέβαιο ότι οι αποδέκτες της απόφασης του ECHA θα κατόρθωναν να προσδιορίσουν τους μεταβολίτες που θα σχηματίζονταν από την benpat στο πλαίσιο της διενέργειας της εν λόγω δοκιμής. Ως εκ τούτου, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το συμβούλιο προσφυγών δεν διαπίστωσε ότι ήταν ανέφικτος ο προσδιορισμός μεταβολιτών σε συγκέντρωση χαμηλότερη των 100 μg/l.

220    Κατά δεύτερον, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το συμβούλιο προσφυγών δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση την υποχρέωση των αποδεκτών της απόφασης του ECHA να λάβουν υπόψη τους μεταβολίτες της benpat στην περίπτωση που αυτοί ήταν δυνατόν να προσδιοριστούν στο πλαίσιο της δοκιμής που έπρεπε να διενεργηθεί βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 125 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών θεώρησε ότι, βάσει της κατευθυντήριας γραμμής 309 του ΟΟΣΑ για τις δοκιμές χημικών προϊόντων, καταρχήν, οι εν λόγω αποδέκτες όφειλαν να καταβάλουν κάθε εύλογη προσπάθεια προκειμένου να προσδιορίσουν και να ποσοτικοποιήσουν τα κύρια προϊόντα μετατροπής κατά τη διενέργεια της εν λόγω δοκιμής και να καταγράψουν ανάλογα τις προσπάθειες αυτές στην έκθεση μελέτης. Επομένως, αμφισβήτησε μόνον ότι επιβλήθηκε υποχρέωση επίτευξης ορισμένου αποτελέσματος όσον αφορά τον προσδιορισμό μεταβολιτών της benpat στο πλαίσιο της δοκιμής αυτής.

221    Κατά τρίτον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι ο συμβούλιο προσφυγών υπέπεσε σε σφάλμα, δεδομένου ότι η κατευθυντήρια γραμμή 309 του ΟΟΣΑ για τις δοκιμές χημικών προϊόντων δεν απέκλειε το ενδεχόμενο να μπορεί να ανιχνευθεί η παρουσία μεταβολιτών σε επίπεδο συγκέντρωσης χαμηλότερο των 100 μg/l.

222    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το συμβούλιο προσφυγών δεν διαπίστωσε ότι ο προσδιορισμός της παρουσίας μεταβολιτών σε συγκέντρωση χαμηλότερη των 100 μg/l ήταν ανέφικτος. Αντιθέτως, επιβεβαίωσε την απόφαση του ECHA στο μέτρο που υποχρέωνε τους αποδέκτες της απόφασης αυτής να καταβάλουν κάθε εύλογη προσπάθεια προκειμένου να προσδιορίσουν και να ποσοτικοποιήσουν τα κύρια προϊόντα μετατροπής κατά τη διενέργεια της δοκιμής βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309 και να καταγράψουν ανάλογα τις προσπάθειες αυτές στην έκθεση μελέτης.

223    Το συμβούλιο προσφυγών θεώρησε, όμως, ότι, στο μέτρο που δεν ήταν βέβαιο ότι ο προσδιορισμός αυτός ήταν εφικτός, δεν ήταν δικαιολογημένη η υποχρέωση επίτευξης ορισμένου αποτελέσματος όσον αφορά τον προσδιορισμό των μεταβολιτών. Πάντως, το ενδεχόμενο να είναι εφικτός ο προσδιορισμός σε συγκέντρωση 45 μg/l δεν είναι ικανό να αναιρέσει το βάσιμο της εκτίμησης αυτής.

224    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα αυτό της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

225    Κατά τέταρτον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, με τα επιχειρήματά της, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επιθυμεί να προβάλει τον προδήλως εσφαλμένο χαρακτήρα της εκτίμησης του συμβουλίου προσφυγών σύμφωνα με την οποία δεν ήταν βέβαιο ότι οι μεταβολίτες της benpat μπορούσαν να προσδιοριστούν στο πλαίσιο δοκιμής που έπρεπε να διενεργηθεί βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει επίσης να απορριφθούν.

226    Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 121 έως 123 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών διαπίστωσε, κατ’ ουσίαν, ότι από την κατευθυντήρια γραμμή 309 του ΟΟΣΑ για τις δοκιμές χημικών προϊόντων προκύπτει ότι, λόγω των αναλυτικών περιορισμών, εάν η ελεγχόμενη ουσία εφαρμοζόταν σε συγκέντρωση 100 μg/l, δεν ήταν ρεαλιστικό να αναμένεται ότι η δοκιμή θα παρείχε τη δυνατότητα προσδιορισμού των μεταβολιτών της εν λόγω ουσίας, δεδομένου ότι αυτή εμφάνιζε μέγιστη διαλυτότητα 45 μg/l, και ούτε ο ECHA ούτε οι παρεμβαίνουσες εταιρίες μπόρεσαν να προσδιορίσουν κατάλληλη μέθοδο για τον προσδιορισμό των κύριων προϊόντων μετατροπής τα οποία θα παράγονταν κατά πάσα πιθανότητα κατά τη διενέργεια της εν λόγω δοκιμής.

227    Υπενθυμίζεται επίσης ότι στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ο έλεγχος που διενεργεί ο δικαστής της Ένωσης είναι περιορισμένος όταν πρόκειται για εκτίμηση ιδιαίτερα περίπλοκων πραγματικών γεγονότων επιστημονικής και τεχνικής φύσεως. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τέτοιες εκτιμήσεις, ο δικαστής της Ένωσης ελέγχει μόνον αν ο συντάκτης της απόφασης υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη ή σε κατάχρηση εξουσίας ή αν υπερέβη προδήλως τα όρια της διακριτικής ευχέρειάς του (βλ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Etimine, C‑15/10, EU:C:2011:504, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

228    Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας είναι ικανά να αποδείξουν ότι, όσον αφορά την επίμαχη εκτίμηση, το συμβούλιο προσφυγών υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη ή σε κατάχρηση εξουσίας ή αν υπερέβη προδήλως τα όρια της διακριτικής ευχέρειάς του.

229    Πρώτον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η μέθοδος υπ’ αριθ. 309 εγκρίθηκε το 2004 και ότι, έκτοτε, οι ικανότητες ανίχνευσης των αναλυτικών μεθόδων βελτιώνονται συνεχώς.

230    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 121 έως 123 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών όχι μόνον εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν βέβαιο ότι μπορούσαν να προσδιοριστούν μεταβολίτες της benpat στο πλαίσιο δοκιμής η οποία έπρεπε να πραγματοποιηθεί βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309, αλλά διαπίστωσε επίσης ότι ούτε οι παρεμβαίνουσες εταιρίες ούτε ο ECHA ούτε η ορισθείσα αρχή μπόρεσαν να προσδιορίσουν κατάλληλη μέθοδο για τον προσδιορισμό των κύριων προϊόντων μετατροπής που θα παράγονταν κατά πάσα πιθανότητα κατά τη διενέργεια της εν λόγω δοκιμής.

231    Υπό τις περιστάσεις αυτές, η μη τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σχετικά με τη συνεχή βελτίωση των ικανοτήτων ανίχνευσης των αναλυτικών μεθόδων δεν είναι ικανή να αποδείξει ότι η επίμαχη εκτίμηση του συμβουλίου προσφυγών είναι προδήλως εσφαλμένη.

232    Κατά δεύτερον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η απόφαση του ECHA περιείχε διευκρινίσεις σχετικές με την προσαρμογή των δοκιμών, με σκοπό ακριβώς να καταστεί εφικτός ο προσδιορισμός, με υψηλή πιθανότητα, των μεταβολιτών ουσίας χαμηλής διαλυτότητας.

233    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παραπέμπει απλώς στις διευκρινίσεις που περιέχονται στην απόφαση του ECHA, αλλά δεν τις προσδιορίζει και δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους οι διευκρινίσεις αυτές είναι ικανές να αποδείξουν ότι η εκτίμηση του συμβουλίου προσφυγών που μνημονεύεται στη σκέψη 226 ανωτέρω είναι προδήλως εσφαλμένη.

234    Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας περιορίζεται να υποστηρίξει ότι οι διευκρινίσεις που περιέχονται στην απόφαση του ECHA είχαν ως σκοπό να καταστεί εφικτός ο προσδιορισμός, με υψηλή πιθανότητα, των μεταβολιτών ουσίας χαμηλής διαλυτότητας, πλην όμως δεν αποδεικνύει ότι είναι βέβαιο ότι οι διευκρινίσεις αυτές καθιστούσαν εφικτό τον προσδιορισμό μεταβολιτών της benpat στο πλαίσιο δοκιμής διενεργηθείσας βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309.

235    Ως εκ τούτου, το επιχείρημα αυτό δεν είναι ικανό να αποδείξει ότι η επίμαχη εκτίμηση του συμβουλίου προσφυγών είναι προδήλως εσφαλμένη.

236    Τρίτον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι το επιστημονικό προσωπικό της υποθέτει ότι οι «μέθοδοι της δοκιμής του 2004» μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με υποδιπλάσια ποσότητα ουσίας, ήτοι διαλυτότητα 45 μg/l αντί 100 μg/l.

237    Συναφώς, αρκεί να επισημανθεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλει απλώς μια υπόθεση. Ως εκ της φύσεώς της, όμως, η υπόθεση δεν είναι ικανή να αποδείξει ότι η επίμαχη εκτίμηση του συμβουλίου προσφυγών είναι προδήλως εσφαλμένη.

238    Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν τεκμηριώνει τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται η υπόθεση αυτή.

239    Τέταρτον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η απόφαση του ECHA δεν υποχρέωσε στους καταχωρίζοντες να προσδιορίσουν το σύνολο των μεταβολιτών που θα σχηματίζονταν, αλλά μόνο τους κύριους μεταβολίτες, ήτοι τα κύρια προϊόντα αποδόμησης. Πάντως, αφ’ εαυτού, το επιχείρημα αυτό δεν είναι επίσης ικανό να αποδείξει την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης θίγουσας την επίμαχη εκτίμηση του συμβουλίου προσφυγών.

240    Είναι, συνεπώς, απορριπτέα στο σύνολό τους τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σύμφωνα με τα οποία, εν αντιθέσει προς τις διαπιστώσεις του συμβουλίου προσφυγών, δεν ήταν αδύνατον να προσδιοριστούν οι μεταβολίτες της benpat.

v)      Επί των επιχειρημάτων σύμφωνα με τα οποία ο προσδιορισμός των μεταβολιτών συνιστά ένα εκ των στοιχείων της μεθόδου υπ’ αριθ. 309

241    Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι ο προσδιορισμός των μεταβολιτών συνιστά ένα από τα στοιχεία της μεθόδου υπ’ αριθ. 309, την οποία επιβάλλουν συνήθως η κατευθυντήρια γραμμή 309 του ΟΟΣΑ για τις χημικές δοκιμές καθώς και η αντίστοιχη μεταφορά που περιέχεται στον κανονισμό (ΕΚ) 440/2008 της Επιτροπής, της 30ής Μαΐου 2008, για καθορισμό των μεθόδων δοκιμής κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 (ΕΕ 2008, L 142, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε, με σκοπό την προσαρμογή του στην τεχνική πρόοδο, με τον κανονισμό (ΕΚ) 761/2009 της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 2009 (ΕΕ 2009, L 220, σ. 1). Η αβεβαιότητα για το αν η δοκιμή θα καταστήσει όντως εφικτό τον προσδιορισμό των επίμαχων μεταβολιτών και η ανάθεση της λεπτομερούς διαχείρισης των μεταβολιτών στον καταχωρίζοντα είναι εγγενή στοιχεία της μεθόδου αυτής. Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν με σαφήνεια ούτε το αποτέλεσμα ούτε η εξέλιξη της δοκιμής βάσει της μεθόδου αυτής, κατά τη διάρκεια δε της δοκιμής αυτής, το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την αξιολόγηση ενδέχεται να πρέπει να λάβει και να εφαρμόσει άλλες αποφάσεις προκειμένου να εξυπηρετηθούν, όσο το δυνατόν καλύτερα, οι σκοποί της αξιολόγησης αυτής. Επομένως, οι προδιαγραφές όσον αφορά τη δοκιμή που διενεργείται βάσει της μεθόδου αυτής δεν μπορούν να θεωρηθούν υπερβολικές.

242    Ο ECHA, η Επιτροπή και οι παρεμβαίνουσες εταιρίες αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά.

243    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι στη σκέψη 219 ανωτέρω εκτέθηκε ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το συμβούλιο προσφυγών δεν ακύρωσε την απόφαση του ECHA στο μέτρο που αυτή προέβλεπε υποχρέωση των αποδεκτών της να διενεργήσουν δοκιμή βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309, αλλά μόνο στο μέτρο που αυτή προέβλεπε υποχρέωση επίτευξης ορισμένου αποτελέσματος σχετικά με τον προσδιορισμό των μεταβολιτών στο πλαίσιο της διενέργειας της δοκιμής αυτής.

244    Ως εκ τούτου, με την επιφύλαξη της υποχρέωσης επίτευξης ορισμένου αποτελέσματος όσον αφορά τον προσδιορισμό των μεταβολιτών της benpat, το συμβούλιο προσφυγών δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση τις προδιαγραφές σχετικά με τη διεξαγωγή της δοκιμής που πρέπει να διενεργηθεί βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309.

245    Τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σύμφωνα με τα οποία ο προσδιορισμός των μεταβολιτών συνιστά ένα εκ των στοιχείων της μεθόδου υπ’ αριθ. 309 είναι απορριπτέα.

vi)    Επί των επιχειρημάτων κατά τα οποία η μέθοδος υπ’ αριθ. 309 είναι δυνατόν να διευκρινιστεί περαιτέρω

246    Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η μέθοδος υπ’ αριθ. 309 είναι δυνατόν να διευκρινιστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια. Στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσιών, οι μέθοδοι δοκιμής που προβλέπει η νομοθεσία μπορούν να διευκρινιστούν, ακόμη και να τροποποιηθούν εν μέρει, ώστε να βελτιστοποιηθούν τα αποτελέσματα, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, χάρη σε στοχευμένες προσαρμογές. Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ο προσδιορισμός των μεταβολιτών στο πλαίσιο δοκιμής διενεργηθείσας βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309 είναι επίσης χρήσιμος για την προετοιμασία ενδεχόμενης δοκιμής βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308. Στο πλαίσιο αυτό, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει επίσης ότι το συμβούλιο προσφυγών δεν έπρεπε να διαχωρίσει το αίτημα διενέργειας της δοκιμής βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309 από τον προσδιορισμό των μεταβολιτών. Η κατάργηση των προδιαγραφών σχετικά με τον προσδιορισμό των μεταβολιτών συνεπάγεται, αφενός, τεχνητές και περιττές καθυστερήσεις όσον αφορά τον προσδιορισμό καθώς και επιπλέον δαπάνες για τη συλλογή των αναγκαίων πληροφοριών. Αφετέρου, κατέστησε πιο πολύπλοκη την επακόλουθη διενέργεια και την επιτυχία δοκιμής βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308.

247    Ο ECHA, η Επιτροπή και οι παρεμβαίνουσες εταιρίες αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά.

248    Τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κατά τα οποία η μέθοδος υπ’ αριθ. 309 μπορεί να διευκρινιστεί περαιτέρω είναι απορριπτέα. Δεν είναι ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση της εκτιμήσεις του συμβουλίου προσφυγών.

249    Συγκεκριμένα, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 243 και 244 ανωτέρω, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το συμβούλιο προσφυγών δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση ούτε τη χρήση της μεθόδου υπ’ αριθ. 309 ούτε το ενδεχόμενο τροποποίησης της μεθόδου αυτής. Περιορίστηκε να ακυρώσει την απόφαση του ECHA στο μέτρο που προέβλεπε υποχρέωση επίτευξης ορισμένου αποτελέσματος όσον αφορά τον προσδιορισμό των μεταβολιτών, δεδομένου ότι δεν ήταν βέβαιον ότι οι αποδέκτες της απόφασης αυτής ήταν σε θέση να προσδιορίσουν τους μεταβολίτες της benpat βάσει της εν λόγω μεθόδου.

vii) Επί του επιχειρήματος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντιφατική

250    Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντιφατική. Αφενός, το συμβούλιο προσφυγών ακύρωσε την υποχρέωση προσδιορισμού των μεταβολιτών στο σημείο 1 του διατακτικού της εν λόγω απόφασης. Αφετέρου, στο αιτιολογικό της απόφασης αυτής, το συμβούλιο προσφυγών αναγνώρισε ότι δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να μην ληφθεί κανένα αξιοποιήσιμο αποτέλεσμα σχετικά με τους μεταβολίτες και διευκρίνισε ότι οι αποδέκτες της απόφασης του ECHA έπρεπε να καταβάλουν κάθε προσπάθεια ώστε να ποσοτικοποιήσουν τα κύρια προϊόντα μετατροπής κατά τη διενέργεια της δοκιμής βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309 και να παραθέσουν αναλυτικά τις προσπάθειες αυτές στην αντίστοιχη έκθεση μελέτης.

251    Ο ECHA, υποστηριζόμενος από την Επιτροπή, και οι παρεμβαίνουσες εταιρίες αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά.

252    Το επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σύμφωνα με το οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντιφατική είναι απορριπτέο.

253    Συγκεκριμένα, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 243 και 244 ανωτέρω, το συμβούλιο προσφυγών ακύρωσε την απόφαση του ECHA στο μέτρο που αυτή προέβλεπε υποχρέωση επίτευξης ορισμένου αποτελέσματος όσον αφορά τον προσδιορισμό των μεταβολιτών. Πάντως, στο πλαίσιο αυτό, το συμβούλιο προσφυγών δεν στηρίχθηκε στην εκτίμηση ότι ο προσδιορισμός αυτός ήταν ανέφικτος, αλλά μόνο στην εκτίμηση ότι δεν ήταν βέβαιο ότι ο προσδιορισμός αυτός ήταν εφικτός όσον αφορά τους μεταβολίτες της benpat.

254    Ως εκ τούτου, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η διαπίστωση του συμβουλίου προσφυγών στην αιτιολογική σκέψη 125 της προσβαλλόμενης απόφασης ότι, στο πλαίσιο της διενέργειας της δοκιμής βάσει της κατευθυντήριας γραμμής 309 του ΟΟΣΑ για τις δοκιμές χημικών προϊόντων, οι αποδέκτες της απόφασης αυτής όφειλαν να καταβάλουν κάθε εύλογη προσπάθεια προκειμένου να προσδιορίσουν και να ποσοτικοποιήσουν τα κύρια προϊόντα μετατροπής και να καταγράψουν ανάλογα τις προσπάθειες αυτές στην έκθεση μελέτης δεν μπορεί να θεωρηθεί αντιφατική προς την ακύρωση από το συμβούλιο προσφυγών της απόφασης του ECHA στο μέτρο που αυτή προέβλεπε υποχρέωση επίτευξης ορισμένου αποτελέσματος όσον αφορά τον προσδιορισμό των μεταβολιτών.

viii) Επί του επιχειρήματος που αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

255    Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι το συμβούλιο προσφυγών παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης. Οι λόγοι που μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν δικαιολογούν, κατ’ αυτήν, την ακύρωση της απαίτησης προσδιορισμού των μεταβολιτών, αλλά μάλλον τη διατήρηση της απαίτησης αυτής.

256    Ο ECHA, υποστηριζόμενος από την Επιτροπή, και οι παρεμβαίνουσες εταιρίες αντικρούουν το επιχείρημα αυτό.

257    Συναφώς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι η υποχρέωση αιτιολόγησης αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτή αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξης (απόφαση της 22ας Μαρτίου 2001, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑17/99, EU:C:2001:178, σκέψη 35). Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία με την οποία η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επιδιώκει να θέσει υπό αμφισβήτηση το βάσιμο των εκτιμήσεων του συμβουλίου προσφυγών καθόσον η επιχειρηματολογία αυτή προβάλλεται προς στήριξη της παράβασης της υποχρέωσης αιτιολόγησης.

258    Αφετέρου, στο μέτρο που, με την επιχειρηματολογία της, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ο προβαλλόμενος αντιφατικός χαρακτήρας της συλλογιστικής του συμβουλίου προσφυγών την εμποδίζει να κατανοήσει αν η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν βάσιμη ή ενδεχομένως πλημμελής, αρκεί να υπομνησθεί ότι, κατά τα προεκτεθέντα στις σκέψεις 252 έως 254 ανωτέρω, οι εκτιμήσεις του συμβουλίου προσφυγών που εκτίθενται στις σκέψεις 118 έως 125 της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είναι αντιφατικές.

259    Ως εκ τούτου, το επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας που αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης είναι επίσης απορριπτέο.

ix)    Επί του επιχειρήματος κατά το οποίο το συμβούλιο προσφυγών θέσπισε ουσιωδώς αόριστη και μη ποσοτικοποιημένη στάθμη πιθανότητας

260    Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η προσέγγιση του συμβουλίου προσφυγών δεν πληροί το σχετικό κριτήριο περί σεβασμού της αρχής της αναλογικότητας. Το κρίσιμο ζήτημα είναι αν, βάσει των σχετικών με την τοξικολογία απαιτήσεων της νομοθεσίας, είναι λυσιτελής και σκόπιμη η διενέργεια δοκιμής. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να καθοριστεί αν η δοκιμή αυτή είναι ικανή να προσδιορίσει έναν κίνδυνο, καίτοι η χρησιμότητά της δεν είναι βέβαιη στη συγκεκριμένη περίπτωση. Πάντως, κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το συμβούλιο προσφυγών θέσπισε ουσιωδώς αόριστη και μη ποσοτικοποιημένη στάθμη πιθανότητας.

261    Ο ECHA, υποστηριζόμενος από την Επιτροπή, και οι παρεμβαίνουσες εταιρίες αντικρούουν το επιχείρημα αυτό.

262    Συναφώς, κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι το συμβούλιο προσφυγών έκρινε, ασφαλώς, ότι ο ECHA δεν δικαιούνταν να προβλέψει υποχρέωση προσδιορισμού των μεταβολιτών της benpat εφόσον δεν ήταν βέβαιο ότι οι μεταβολίτες αυτοί μπορούσαν να προσδιοριστούν κατά τη δοκιμή που έπρεπε να διενεργηθεί βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309. Εντούτοις, δεν είναι δυνατόν να προσαφθεί στο συμβούλιο προσφυγών ότι έκρινε ότι ο ECHA δεν δικαιούνταν να προβλέψει υποχρέωση των αποδεκτών της απόφασης να επιτύχουν ορισμένο αποτέλεσμα, ενώ δεν ήταν βέβαιο ότι ο προσδιορισμός των μεταβολιτών της benpat μπορούσε να πραγματοποιηθεί βάσει της μεθόδου αυτής.

263    Κατά δεύτερον, όσον αφορά την υποχρέωση διενέργειας δοκιμής βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309, αρκεί να υπομνησθεί ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το συμβούλιο προσφυγών δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση την υποχρέωση αυτή. Επομένως, στην απόφαση αυτή, το συμβούλιο προσφυγών δεν τροποποίησε τον βαθμό πιθανότητας που απαιτούνταν προκειμένου να δικαιολογείται το αίτημα διενέργειας της εν λόγω δοκιμής. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 125 της εν λόγω απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών θεώρησε ότι, κατά την κατευθυντήρια γραμμή 309 του ΟΟΣΑ για τις δοκιμές χημικών προϊόντων, οι αποδέκτες της απόφασης του ECHA όφειλαν να καταβάλουν κάθε εύλογη προσπάθεια προκειμένου να προσδιορίσουν και να ποσοτικοποιήσουν τα κύρια προϊόντα μετατροπής στο πλαίσιο της διενέργειας της εν λόγω δοκιμής και να καταγράψουν ανάλογα τις προσπάθειες αυτές στην έκθεση μελέτης.

264    Ως εκ τούτου, είναι απορριπτέο το επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ότι το συμβούλιο προσφυγών θέσπισε ένα κατ’ ουσίαν αόριστο και μη ποσοτικοποιημένο όριο πιθανότητας και, επομένως, τα επιχειρήματα που αφορούν την εξέταση του δεύτερου σκέλους του πρώτου ισχυρισμού της ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών ασκηθείσας προσφυγής πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

2)      Επί των επιχειρημάτων που αφορούν την εξέταση του τρίτου σκέλους του πρώτου ισχυρισμού της ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών ασκηθείσας προσφυγής

265    Στην απόφασή του, ο ECHA περιέλαβε αίτημα παροχής περαιτέρω πληροφοριών στην περίπτωση που η διενεργηθείσα βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309 δοκιμή δεν παρείχε τη δυνατότητα να διαπιστωθεί αν η benpat είναι ανθεκτική ή άκρως ανθεκτική κατά την έννοια των σημείων 1.1.1. και 1.2.1. του παραρτήματος XIII του κανονισμού 1907/2006. Στην περίπτωση αυτή, προβλέφθηκε η διενέργεια δοκιμής προσομοίωσης σε ιζήματα βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308 με χρήση του συστατικού R‑898 αντί της benpat.

266    Στο πλαίσιο του σημείου III.4 του αιτιολογικού της απόφασής του, ο ECHA διευκρίνισε ότι τα ιζήματα αποτελούν επίσης ένα περιβάλλον που προκαλεί ανησυχίες. Η benpat είναι άκρως προσροφητική και, επομένως, προσροφάται ταχέως και σε υψηλό βαθμό στα ιζήματα. Κατά τον ECHA, ήταν επίσης πιθανό να παραχθεί υψηλό επίπεδο μη εκχυλίσιμων υπολειμμάτων στο πλαίσιο της δοκιμής βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308 και θα ήταν πιθανώς δυσχερές να διαχωριστεί η αποδόμηση από τις διαδικασίες διασποράς. Προκειμένου να διευκολυνθεί η ερμηνεία των στοιχείων, έπρεπε να τηρηθούν ορισμένες προϋποθέσεις. Προκειμένου να αξιολογηθεί η ανθεκτικότητα της benpat, ήταν αναγκαίο να γίνει διάκριση μεταξύ της απλής εξάλειψης και της αποδόμησης. Για τον σκοπό αυτό, η ανίχνευση και ο προσδιορισμός των μεταβολιτών συνιστούσαν θεμελιώδεις απαιτήσεις. Η υψηλή θερμοκρασία ευνοεί τη ζωτικότητα του εμβολίου, την πιθανότητα σχηματισμού μεταβολιτών και τη δυνατότητα προσδιορισμού των μεταβολιτών εν αντιθέσει προς τη χαμηλότερη θερμοκρασία. Ως εκ τούτου, η δοκιμή έπρεπε να διενεργηθεί στους 20°C, αλλά η θερμοκρασία αυτή έπρεπε να μειωθεί στους 12°C κάνοντας χρήση της εξίσωσης του Arrhenius. Αντί της benpat έπρεπε να χρησιμοποιηθεί το συστατικό R‑898.

267    Στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του πρώτου ισχυρισμού της ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών ασκηθείσας προσφυγής, οι παρεμβαίνουσες εταιρίες υποστήριξαν, κατ’ ουσίαν, ότι, λόγω των ιδιοτήτων της benpat, η διενέργεια δοκιμής βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308 δεν ήταν κατάλληλη για την εξέταση της ανθεκτικότητάς της.

268    Το συμβούλιο προσφυγών εξέτασε τα επιχειρήματα αυτά στις αιτιολογικές σκέψεις 133 έως 142 της προσβαλλόμενης απόφασης.

269    Στην αιτιολογική σκέψη 136 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών εξέθεσε τις ιδιαίτερες δυσχέρειες της διενέργειας δοκιμής βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308. Η benpat όχι μόνον μπορούσε να διέλθει από την υδατική φάση στη στερεά φάση του συστήματος δοκιμής, αλλά μπορούσε επίσης να σχηματίσει μη εκχυλίσιμα υπολείμματα στη στερεά φάση. Όπως επιβεβαίωσαν οι διάδικοι κατά την ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών ακρόαση, δεν είναι επί του παρόντος βέβαιο ότι μπορούν να προσδιοριστούν και να ποσοτικοποιηθούν τα μη εκχυλίσιμα υπολείμματα που σχηματίζει η ουσία στο πλαίσιο δοκιμής διενεργηθείσας βάσει της εν λόγω μεθόδου. Κατά το συμβούλιο προσφυγών, δεν ήταν βέβαιο ότι η δοκιμή αυτή μπορούσε να καταστήσει εφικτή στην πράξη τη μέτρηση της προσρόφησης ή της αποσύνθεσης της επίμαχης ουσίας.

270    Στην αιτιολογική σκέψη 137 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών παρατήρησε ότι σε έκθεση του σχεδίου μακροπρόθεσμης ερευνητικής πρωτοβουλίας του Conseil européen des fédérations de l’industrie chimique (Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Ομοσπονδίας Κατασκευαστών Χημικών Προϊόντων, CEFIC) εγείρονται ορισμένα ζητήματα όσον αφορά την καταλληλότητα της μεθόδου υπ’ αριθ. 308 για την αξιολόγηση ουσιών όπως η benpat. Το συμβούλιο προσφυγών επισήμανε επίσης ότι η ορισθείσα αρχή και ο ECHA είχαν επιβεβαιώσει κατά την ενώπιόν του ακρόαση ότι δεν υπήρχε κατά τον χρόνο εκείνο καμία γενικώς αποδεκτή προσέγγιση για την ένταξη των μη εκχυλίσιμων υπολειμμάτων στην περιβαλλοντική αξιολόγηση ουσίας.

271    Στην αιτιολογική σκέψη 138 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν και των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιόν του, δεν υπήρχε κατά τον χρόνο εκείνο επιστημονική συναίνεση όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να αξιολογηθούν τα αποτελέσματα δοκιμής η οποία διενεργείται βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308 όσον αφορά την ταυτότητα και τις ιδιότητες των μη εκχυλίσιμων υπολειμμάτων.

272    Στην αιτιολογική σκέψη 139 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών επισήμανε ότι η απόφαση του ECHA επέβαλε τη διενέργεια δοκιμής βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308 μόνο εάν η δοκιμή που έπρεπε να διενεργηθεί βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309, περιλαμβανομένου του προσδιορισμού των μεταβολιτών, δεν μπορούσε να αποδείξει την ανθεκτικότητα της benpat. Δεδομένου ότι η υποχρέωση μέτρησης των μεταβολιτών που θα σχηματίζονταν στο πλαίσιο της δοκιμής βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309 είχε ακυρωθεί, ο προσδιορισμός αυτός ήταν αβέβαιος. Το συμβούλιο προσφυγών επισήμανε επίσης ότι, μόλις θα ήταν διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τους μεταβολίτες, οι νέες αυτές πληροφορίες θα έπρεπε να αξιολογηθούν και θα μπορούσε ενδεχομένως να απαιτηθεί η εκπόνηση μελέτης βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308.

273    Στην αιτιολογική σκέψη 140 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ECHA δεν είχε αποδείξει ότι η διενέργεια δοκιμής βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308 ήταν κατάλληλη για τον καθορισμό της ανθεκτικότητας της benpat.

274    Στην αιτιολογική σκέψη 141 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο η διενέργεια δοκιμής βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308 να καταστήσει εφικτό τον καθορισμό της ανθεκτικότητας της benpat. Συγκεκριμένα, το συμβούλιο προσφυγών παρατήρησε ότι ο ECHA θα μπορούσε να είναι σε θέση να καταδείξει στο μέλλον ότι μια μελέτη που εκπονείται βάσει της μεθόδου αυτής, περιλαμβανομένης μιας μεθόδου προβλέπουσας την εξέταση της ταυτότητας και των ιδιοτήτων των μεταβολιτών της, είναι κατάλληλη για να εξεταστεί η ανθεκτικότητα της benpat. Εντούτοις, κατά το συμβούλιο προσφυγών, η δικαιολόγηση τέτοιας μελέτης από τον ECHA θα έπρεπε να λάβει υπόψη κάθε άλλη σχετική και νέα διαθέσιμη πληροφορία, όπως τα αποτελέσματα της δοκιμής που πρέπει να διενεργηθεί βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309.

275    Στην αιτιολογική σκέψη 142 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, για τους λόγους αυτούς, το τρίτο σκέλος του πρώτου ισχυρισμού της ενώπιόν του ασκηθείσας προσφυγής έπρεπε να γίνει δεκτό και η απόφαση του ECHA έπρεπε να ακυρωθεί στο μέτρο που ζητήθηκε με αυτήν η διενέργεια της δοκιμής βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308.

276    Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως και του δεύτερου σκέλους του έκτου λόγου ακυρώσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι οι εκτιμήσεις αυτές του συμβουλίου προσφυγών ενέχουν πλάνη.

277    Καταρχάς, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ότι το συμβούλιο προσφυγών υπερέβη τα όρια της εξουσίας ελέγχου που διαθέτει. Εν συνεχεία, θα αναλυθούν τα επιχειρήματα με τα οποία τίθεται υπό αμφισβήτηση το βάσιμο των εκτιμήσεων του συμβουλίου προσφυγών.

i)      Επί των επιχειρημάτων που σκοπούν να αποδείξουν ότι το συμβούλιο προσφυγών υπερέβη τα όρια της εξουσίας ελέγχου που διαθέτει

278    Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως και του δεύτερου σκέλους του έκτου λόγου ακυρώσεως της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι, στην αιτιολογική σκέψη 136 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών υπερέβη τα όρια της εξουσίας ελέγχου που διαθέτει. Κατ’ αυτήν, στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη, το συμβούλιο προσφυγών έκρινε αντίθετα προς την εμπειρογνωμοσύνη των κρατών μελών όσον αφορά το αν η δοκιμή που έπρεπε να διενεργηθεί βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308 ήταν κατάλληλη. Εντούτοις, πρέπει να αναγνωρίζεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στην επιτροπή των κρατών μελών λαμβανομένης υπόψη της λειτουργίας της ως επιτροπής ειδικών και της σύνθεσής της από μέλη που δεσμεύονται από τις οδηγίες των κρατών μελών τους. Ως εκ τούτου, κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το συμβούλιο προσφυγών διαθέτει μόνο περιορισμένη εξουσία ελέγχου, του οποίου η ένταση είναι ανάλογη αυτής του ελέγχου που ασκούν τα δικαστήρια επί των αποφάσεων που λαμβάνονται κατά διακριτική ευχέρεια.

279    Ο ECHA, η Επιτροπή και οι παρεμβαίνουσες εταιρίες αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά.

280    Τα επιχειρήματα με τα οποία η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επιδιώκει να αποδείξει ότι το συμβούλιο προσφυγών υπερέβη τα όρια της εξουσίας ελέγχου που διαθέτει είναι απορριπτέα για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 190 έως 216 ανωτέρω.

ii)    Επί των επιχειρημάτων με τα οποία τίθεται υπό αμφισβήτηση το βάσιμο των εκτιμήσεων του συμβουλίου προσφυγών

281    Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του έκτου λόγου ακυρώσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλει επιχειρήματα με τα οποία επιδιώκει να θέσει υπό αμφισβήτηση το βάσιμο των εκτιμήσεων επί των οποίων το συμβούλιο προσφυγών στήριξε το συμπέρασμα ότι δεν καταδείχθηκε η ακαταλληλότητα της δοκιμής προσομοίωσης σε ιζήματα η οποία έπρεπε να διενεργηθεί βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308 και της οποίας τη διενέργεια ζήτησε ο ECHA στην απόφασή του. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αναγνωρίζει ότι μέρος της benpat συνδέεται κατά τρόπο μη αναστρέψιμο με στοιχεία του περιβάλλοντος και δεν είναι, επομένως, δυνατόν να ανιχνευθεί σε αυτά, πράγμα το οποίο μπορεί να συνεπάγεται δυσχέρειες όσον αφορά την πειραματική αξιολόγηση της κατανομής της ουσίας στο σύστημα δοκιμών και της εκατοστιαίας αποδόμησης που πρέπει να δηλωθεί. Εντούτοις, κατ’ αυτήν, ορθώς η επιτροπή των κρατών μελών εκτίμησε ότι υπήρχε πραγματική πιθανότητα να καταλήξει η δοκιμή που έπρεπε να διενεργηθεί βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308 σε ρεαλιστικά και αξιοποιήσιμα αποτελέσματα, παρά τα προβλήματα που σχετίζονταν με τα μη εκχυλίσιμα υπολείμματα.

282    Κατά πρώτον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η προσέγγιση του συμβουλίου προσφυγών δεν πληροί το σχετικό κριτήριο περί σεβασμού της αρχής της αναλογικότητας. Το κρίσιμο ζήτημα είναι αν, βάσει των σχετικών με την τοξικολογία απαιτήσεων της νομοθεσίας, είναι λυσιτελής και σκόπιμη η διενέργεια δοκιμής. Με άλλα λόγια, θα έπρεπε να διαπιστωθεί αν η δοκιμή αυτή είναι ικανή να προσδιορίσει έναν κίνδυνο, αν και η χρησιμότητά της δεν είναι βέβαιη στη συγκεκριμένη περίπτωση. Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανία, τα αιτήματα παροχής περαιτέρω πληροφοριών δεν θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στην εμπορική αξία της benpat, αλλά θα συνιστούν απλώς ενδιάμεσο στάδιο πριν από τα ενδεχόμενα μέτρα διαχείρισης των κινδύνων. Λαμβανομένων υπόψη του σκοπού του κανονισμού 1907/2006 να εξασφαλίζει υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος και της αρχής της προφύλαξης, ο προσδιορισμός των κινδύνων έπρεπε να είναι ιδιαίτερα ευχερής και σε μεγάλο βαθμό εφικτός. Επομένως, δεν μπορεί να απαιτείται υπερβολικά υψηλός βαθμός πιθανολόγησης όσον αφορά την ικανότητα των δοκιμών να προσδιορίσουν συγκεκριμένη ιδιότητα δεδομένου ότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα επιτρέπονται μόνο οι δοκιμές των οποίων τα αποτελέσματα είναι σχετικώς προβλέψιμα. Εντούτοις, μόνον όλως κατ’ εξαίρεση είναι δυνατόν να προβλεφθεί, πριν από τη διενέργεια δοκιμής, ότι αυτή μπορεί όντως να παραγάγει τη ζητούμενη πληροφορία ή ότι απαιτούνται περαιτέρω δοκιμές για τον προσδιορισμό του υφιστάμενου κινδύνου. Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το συμβούλιο προσφυγών έπρεπε να ελέγξει μόνον αν το μέτρο εξυπηρετούσε τον επιδιωκόμενο σκοπό και αν ήταν ικανό να τον επιτύχει, εξετάζοντας αν οι εκτιμήσεις της επιτροπής των κρατών μελών ήταν προδήλως εσφαλμένες.

283    Κατ’ αυτήν, η στρατηγική δοκιμής που προβλεπόταν στην απόφαση του ECHA πληρούσε το κριτήριο αυτό. Αντιθέτως, η στρατηγική αυτή, όπως τροποποιήθηκε από το συμβούλιο προσφυγών, δεν πληρούσε το κριτήριο αυτό. Οι τροποποιήσεις που επέφερε το συμβούλιο προσφυγών βασίζονταν στην ιδέα ότι η διενέργεια δοκιμής μπορεί να απαιτηθεί μόνο εάν είναι δυνατόν να προεξοφληθεί με επαρκή βεβαιότητα ότι αυτή θα μπορέσει να αποδώσει πειστικά αποτελέσματα όσον αφορά την εξεταζόμενη ιδιότητα. Ενεργώντας τοιουτοτρόπως, το συμβούλιο προσφυγών έθεσε ένα κατ’ ουσίαν αόριστο και μη ποσοτικοποιημένο όριο πιθανολόγησης. Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, είναι δύσκολο να προβλεφθεί σε ποιο βαθμό θα παράσχει εν τέλει η δοκιμή τη δυνατότητα αξιολόγησης της παρουσίας ή της απουσίας της εξεταζόμενης ιδιότητας. Λόγω του ορίου αυτού μειώθηκαν αισθητά οι δυνατότητες λήψης πληροφοριών μέσω του κανονισμού 1907/2006. Η προσέγγιση αυτή δεν συνάδει προς τους σκοπούς που επιδιώκει ο εν λόγω κανονισμός. Μεταξύ άλλων, παραβιάζει την αρχή της προφύλαξης, η οποία απαιτεί να συλλέγονται όλες οι σχετικές με τους κινδύνους πληροφορίες. Τα αιτήματα διενέργειας δοκιμών που διατηρήθηκαν μετά την προσβαλλόμενη απόφαση είναι λιγότερο κατάλληλα για τον προσδιορισμό του κριτηρίου της ανθεκτικότητας από ό,τι ήταν η απόφαση του ECHA. Εν κατακλείδι, η στρατηγική δοκιμών, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, έχει ως αποτέλεσμα να παρεμποδίζει τον σκοπό της αποσαφήνισης.

284    Ο ECHA, η Επιτροπή και οι παρεμβαίνουσες εταιρίες αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά.

285    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι σκοπός του κανονισμού 1907/2006 είναι ασφαλώς, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006, να εξασφαλίζει υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος και ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού αυτού, οι διατάξεις του στηρίζονται στην αρχή της προφύλαξης.

286    Εντούτοις, ο κανονισμός 1907/2006 δεν μπορεί να ερμηνευθεί μόνο με γνώμονα τον σκοπό που συνίσταται στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος και την αρχή της προφύλαξης. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, σκοπός του είναι επίσης να εξασφαλισθούν η προαγωγή εναλλακτικών μεθόδων αξιολόγησης των κινδύνων ουσιών, καθώς και η ελεύθερη κυκλοφορία των ουσιών εντός της εσωτερικής αγοράς, με παράλληλη ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της καινοτομίας. Εξάλλου, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η επιχειρηματική ελευθερία κατά την έννοια του άρθρου 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και, ενδεχομένως, ο σκοπός που συνίσταται στην αποφυγή των δοκιμών στα ζώα, ο οποίος προκύπτει μεταξύ άλλων από την αιτιολογική σκέψη 47 του κανονισμού 1907/2006.

287    Το κρίσιμο κριτήριο ως προς την αρχή της αναλογικότητας είναι το αποτέλεσμα της στάθμισης των διάφορων σκοπών που επιδιώκει ο κανονισμός 1907/2006 και της εφαρμογής της αρχής της προφύλαξης. Κατ’ εφαρμογήν του κριτηρίου αυτού, για να δικαιολογήσει αίτημα διενέργειας δοκιμής ο ECHA πρέπει όχι μόνο να αποδείξει την ύπαρξη δυνητικού κινδύνου για την υγεία του ανθρώπου ή το περιβάλλον και την αναγκαιότητα αποσαφήνισης του κινδύνου αυτού, αλλά και να καταδείξει ότι υπήρχε ρεαλιστικό ενδεχόμενο η ζητούμενη πληροφορία να καταστήσει εφικτή τη λήψη βελτιωμένων μέτρων διαχείρισης των κινδύνων.

288    Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων αυτών, δεν είναι δυνατόν να προσαφθεί στο συμβούλιο προσφυγών ότι θεώρησε κατάλληλο το αίτημα διενέργειας δοκιμής το οποίο προβλεπόταν σε απόφαση ληφθείσα στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας εφόσον υπήρχε ρεαλιστικό ενδεχόμενο να παραγάγει η δοκιμή αυτή αποτελέσματα χρήσιμα για την αξιολόγηση αυτή.

289    Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων αυτών, δεν είναι δυνατόν να προσαφθεί στο συμβούλιο προσφυγών ότι θεώρησε ότι, εφόσον, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της ουσίας, υπήρχαν βάσιμες αμφιβολίες όσον αφορά το αν η προβλεφθείσα από τον ECHA μέθοδος δοκιμής θα μπορούσε να παραγάγει αποτελέσματα χρήσιμα για την αξιολόγηση ουσίας, απέκειτο στον ECHA να καταδείξει ότι, παρά τις αμφιβολίες αυτές, υπήρχε ρεαλιστικό ενδεχόμενο να μπορέσει η μέθοδος να παραγάγει χρήσιμα αποτελέσματα.

290    Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων αυτών, είναι απορριπτέα τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ότι το συμβούλιο προσφυγών δεν έλαβε υπόψη το κρίσιμο κριτήριο ως προς την αρχή της αναλογικότητας θέτοντας υπερβολικά υψηλό όριο πιθανολόγησης.

291    Κατά δεύτερον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλει επιχειρήματα με τα οποία επιδιώκει να αποδείξει τον εσφαλμένο χαρακτήρα της εκτίμησης του συμβουλίου προσφυγών κατά την οποία ο ECHA δεν κατέδειξε την ύπαρξη ρεαλιστικού ενδεχομένου να παραγάγει η δοκιμή που έπρεπε να διενεργηθεί βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308 αποτελέσματα χρήσιμα για την αξιολόγηση της benpat.

292    Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι η επίμαχη εκτίμηση στηρίζεται στην εκτίμηση ιδιαίτερα περίπλοκων πραγματικών γεγονότων επιστημονικής και τεχνικής φύσεως και υπενθυμίζεται ότι, λαμβανομένων υπόψη των ορίων του ελέγχου του δικαστή της Ένωσης συναφώς, πρέπει να εξεταστεί αν τα επιχειρήματα που προέβαλε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είναι ικανά να αποδείξουν ότι, όσον αφορά την εκτίμηση αυτή, το συμβούλιο προσφυγών υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη ή σε κατάχρηση εξουσίας ή αν υπερέβη προδήλως τα όρια της διακριτικής ευχέρειάς του (βλ. σκέψη 227 ανωτέρω).

293    Πρώτον, είναι απορριπτέο το επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ότι όλα τα κράτη μέλη στην επιτροπή των κρατών μελών θεώρησαν ότι υπήρχε πραγματική πιθανότητα να καταλήξει η δοκιμή που έπρεπε να διενεργηθεί βάσει της μεθόδου 308 σε ρεαλιστικά και αξιοποιήσιμα αποτελέσματα παρά τα προβλήματα που σχετίζονταν με τα μη εκχυλίσιμα υπολείμματα της benpat. Συγκεκριμένα, το επιχείρημα αυτό δεν είναι καθεαυτό ικανό να αποδείξει την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης όσον αφορά την επίμαχη εκτίμηση.

294    Δεύτερον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι το αίτημα διενέργειας της δοκιμής βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308, το οποίο διατυπώθηκε στην απόφαση του ECHA, αντιστοιχούσε στις σχετικές με την τοξικολογία απαιτήσεις της νομοθεσίας όσον αφορά τη διαδικασία που έπρεπε να εφαρμοστεί για την αξιολόγηση του κριτηρίου της ανθεκτικότητας, όπως προβλεπόταν στην κατευθυντήρια γραμμή 308 του ΟΟΣΑ για τις δοκιμές χημικών προϊόντων. Κατ’ αυτήν, οι εκτιμήσεις του συμβουλίου προσφυγών έθεσαν υπό αμφισβήτηση τη μέθοδο αυτή καθεαυτήν και, επομένως, δεν συνάδουν προς τον κανονισμό 440/2008.

295    Συναφώς, αφενός, επισημαίνεται ότι, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το συμβούλιο προσφυγών δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση τη μέθοδο υπ’ αριθ. 308 καθεαυτήν. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 141 της εν λόγω απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών θεώρησε ότι η διενέργεια δοκιμής βάσει της μεθόδου αυτής μπορούσε να είναι κατάλληλη στο μέτρο που ο ECHA μπορούσε να καταδείξει ότι, παρά τα προβλήματα που σχετίζονταν με τα μη εκχυλίσιμα υπολείμματα της benpat, η δοκιμή αυτή ήταν ικανή να παραγάγει αποτελέσματα χρήσιμα για την αξιολόγηση της ανθεκτικότητας της benpat σε περιβάλλον ιζημάτων.

296    Αφετέρου, λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων που εκτέθηκαν στις σκέψεις 285 έως 290 ανωτέρω, δεν είναι δυνατόν να προσαφθεί στο συμβούλιο προσφυγών ότι δεν περιορίστηκε να εξετάσει αφηρημένα αν η μέθοδος υπ’ αριθ. 308 ήταν κατάλληλη για την αξιολόγηση της ανθεκτικότητας ουσιών στα ιζήματα, αλλά εξέτασε το ζήτημα αυτό με πιο συγκεκριμένο τρόπο όσον αφορά την benpat, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της ουσίας αυτής.

297    Ως εκ τούτου, είναι απορριπτέο το επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ότι οι εκτιμήσεις του συμβουλίου προσφυγών έθεσαν υπό αμφισβήτηση τη μέθοδο υπ’ αριθ. 308 καθεαυτήν και, επομένως, δεν συνάδουν προς τον κανονισμό 440/2008.

298    Τρίτον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι το συμβούλιο προσφυγών δεν αμφισβητεί ότι είναι εφικτή η λήψη πειστικών αποτελεσμάτων διά της εφαρμογής της μεθόδου υπ’ αριθ. 308.

299    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 141 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών, ασφαλώς, δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να μπορεί η μέθοδος υπ’ αριθ. 308 να παραγάγει ρεαλιστικά και αξιοποιήσιμα αποτελέσματα, παρά τα προβλήματα που σχετίζονταν με τα μη εκχυλίσιμα υπολείμματα. Εντούτοις, στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη, το συμβούλιο προσφυγών εξέθεσε ότι, προκειμένου να καταδείξει ότι υπήρχε ρεαλιστικό ενδεχόμενο να παραγάγει η δοκιμή που έπρεπε να πραγματοποιηθεί βάσει της μεθόδου αυτής αποτελέσματα χρήσιμα για την αξιολόγηση της benpat, απέκειτο στον ECHA να καταδείξει ότι, παρά τα προβλήματα αυτά, το ενδεχόμενο αυτό ήταν ρεαλιστικό.

300    Κατ’ ουσίαν, καίτοι δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να μπορεί να αποδειχθεί ότι υπάρχει ρεαλιστικό ενδεχόμενο να παραγάγει η δοκιμή που έπρεπε να διενεργηθεί βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308 αποτελέσματα χρήσιμα για την αξιολόγηση της benpat, παρά τα προβλήματα που σχετίζονται με τον σχηματισμό μη εκχυλίσιμων υπολειμμάτων, το συμβούλιο προσφυγών έκρινε ότι, στο στάδιο εκείνο, ο ECHA δεν είχε αποδείξει κάτι τέτοιο.

301    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ότι το συμβούλιο προσφυγών δεν αμφισβητεί ότι είναι εφικτή η λήψη πειστικών αποτελεσμάτων δια της εφαρμογής της μεθόδου υπ’ αριθ. 308.

302    Τέταρτον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η συλλογιστική που εφάρμοσε το συμβούλιο προσφυγών στην προσβαλλόμενη απόφαση είναι διάλληλη, στο μέτρο που το συμβούλιο προσφυγών αποδίδει την έλλειψη προοπτικής επιτυχίας δοκιμής διενεργούμενης βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308 στο γεγονός ότι το συμβούλιο προσφυγών κατάργησε τις προδιαγραφές που αφορούσαν τον προσδιορισμό των μεταβολιτών στο πλαίσιο δοκιμής διενεργούμενης βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309. Σκοπός της θεσπισθείσας στρατηγικής δοκιμής ήταν ακριβώς να καταστεί εφικτή η αξιοποίηση των πληροφοριών που θα λαμβάνονταν για τους μεταβολίτες, ενδεχομένως, κατά τη δοκιμή που έπρεπε να διενεργηθεί βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309 στο πλαίσιο της δοκιμής που έπρεπε να διενεργηθεί βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308, η οποία ενείχε δυσχέρειες συναφώς. Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εξ αυτού προκύπτει, επομένως, σαφέστατα ο βαθμός στον οποίο έχουν σημασία οι δηλώσεις σχετικά με τον όσο το δυνατόν ευρύτερο προσδιορισμό των μεταβολιτών στο πλαίσιο δοκιμής που έπρεπε να διενεργηθεί σύμφωνα με τη μέθοδο υπ’ αριθ. 309 για την επιτυχία των στρατηγικών για τον προσδιορισμό του κριτηρίου ανθεκτικότητας.

303    Συναφώς, καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι το συμβούλιο προσφυγών ακύρωσε, βεβαίως, την επιβολή υποχρέωσης επίτευξης ορισμένου αποτελέσματος για τον προσδιορισμό των μεταβολιτών στο πλαίσιο της δοκιμής που έπρεπε να διενεργηθεί βάσει της μεθόδου 309, επειδή δεν ήταν βέβαιο ότι ο προσδιορισμός αυτός ήταν εφικτός. Πάντως, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 169 έως 264 ανωτέρω, κανένα εκ των επιχειρημάτων που προέβαλε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν είναι ικανό να θέσει βασίμως υπό αμφισβήτηση τις εκτιμήσεις του συμβουλίου προσφυγών που δικαιολογούν την απόφαση αυτή.

304    Εν συνεχεία, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισήμανε το συμβούλιο προσφυγών στην αιτιολογική σκέψη 125 της προσβαλλόμενης απόφασης, η ακύρωση της επιβολής της υποχρέωσης επίτευξης ορισμένου αποτελέσματος όσον αφορά τον προσδιορισμό των μεταβολιτών στο πλαίσιο δοκιμής που έπρεπε να διενεργηθεί βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 309 δεν αναίρεσε την υποχρέωση των παρεμβαινουσών εταιριών να καταβάλουν κάθε εύλογη προσπάθεια προκειμένου να προσδιορίσουν και να ποσοτικοποιήσουν τα κύρια προϊόντα μετατροπής στο πλαίσιο της διενέργειας της δοκιμής αυτής και να καταγράψουν τις προσπάθειες αυτές ανάλογα στην έκθεση μελέτης. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το συμβούλιο προσφυγών περιόρισε αδικαιολόγητα την εν λόγω δοκιμή και, συνεπώς, δεν είναι επίσης δυνατόν να προσαφθεί σε αυτό ότι περιόρισε αδικαιολόγητα την προοπτική επιτυχίας της δοκιμής που έπρεπε να διενεργηθεί βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308.

305    Τέλος, επισημαίνεται ότι το συμβούλιο προσφυγών ακύρωσε το αίτημα του ECHA περί διενέργειας της δοκιμής βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308 επειδή ο Οργανισμός δεν είχε καταδείξει ότι, παρά τα προβλήματα που σχετίζονταν με το γεγονός ότι η benpat παρήγαγε μη εκχυλίσιμα υπολείμματα, υπήρχε ρεαλιστικό ενδεχόμενο να παραγάγει η δοκιμή που έπρεπε να διενεργηθεί βάσει της εν λόγω μεθόδου αποτελέσματα χρήσιμα για την αξιολόγηση της ουσίας αυτής.

306    Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων αυτών, το επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας περί διάλληλης συλλογιστικής του συμβουλίου προσφυγών στην προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να απορριφθεί.

307    Πέμπτον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι ούτε η δυσχέρεια διενέργειας της δοκιμής που έπρεπε να διενεργηθεί βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308 ούτε το γεγονός ότι δεν ήταν βέβαιο ότι η δοκιμή αυτή θα απέδιδε επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τα μη εκχυλίσιμα ιζήματα και τους μεταβολίτες εμπόδιζαν να ζητηθεί η διενέργεια της δοκιμής αυτής. Σε διαφορετική περίπτωση, οι ουσίες των οποίων η μελέτη ενέχει δυσχέρειες δεν θα μπορούσαν να υποβληθούν σε καμία δοκιμή.

308    Συναφώς, αφενός, επισημαίνεται ότι το συμβούλιο προσφυγών δεν στηρίχθηκε στην εκτίμηση ότι ήταν δυσχερής η διενέργεια δοκιμής βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308, αλλά στην εκτίμηση ότι ο ECHA δεν είχε καταδείξει ότι υπήρχε ρεαλιστικό ενδεχόμενο να παραγάγει η εν λόγω δοκιμή αποτελέσματα χρήσιμα για την αξιολόγηση της benpat.

309    Αφετέρου, επισημαίνεται ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 136 και 138 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών επίσης δεν στηρίχθηκε στην εγγενή σε κάθε πειραματική έρευνα αβεβαιότητα. Αντιθέτως, επισήμανε ότι, όσον αφορά την benpat, υπήρχε ένα ιδιαίτερο πρόβλημα ως προς την εφαρμογή της μεθόδου υπ’ αριθ. 308, το οποίο αναγόταν στο γεγονός ότι η ουσία αυτή ήταν ικανή όχι μόνο να διέλθει από την υδατική φάση στη στερεά φάση του συστήματος δοκιμής, αλλά μπορούσε επίσης να σχηματίσει μη εκχυλίσιμα υπολείμματα στη στερεά φάση. Εξάλλου, το συμβούλιο προσφυγών εξέθεσε, κατ’ ουσίαν, ότι, κατά την ενώπιόν του διαδικασία, ο ECHA δεν μπόρεσε να καταδείξει ότι, παρά το πρόβλημα αυτό, η διενέργεια δοκιμής βάσει της εν λόγω μεθόδου μπορούσε να καταστήσει εφικτή τη μέτρηση της προσρόφησης και της αποδόμησης της ουσίας αυτής. Επομένως, στην εν λόγω απόφαση, το συμβούλιο προσφυγών στηρίχθηκε στην εκτίμηση ότι υπήρχαν βάσιμες αμφιβολίες όσον αφορά το αν, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της εν λόγω ουσίας, υπήρχε ρεαλιστικό ενδεχόμενο η δοκιμή που έπρεπε να διενεργηθεί βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308 να καταλήξει σε συμπεράσματα όσον αφορά την ανθεκτικότητα της ουσίας αυτής σε περιβάλλον ιζημάτων. Πάντως, λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων που εκτέθηκαν στις σκέψεις 282 έως 290 ανωτέρω, η προσέγγιση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί προδήλως εσφαλμένη.

310    Κατά συνέπεια, είναι απορριπτέο το επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ότι ούτε η δυσχέρεια διενέργειας της δοκιμής που έπρεπε να διενεργηθεί βάσει της μεθόδου υπ’ αριθ. 308 ούτε το γεγονός ότι δεν ήταν βέβαιο ότι με τη δοκιμή αυτή θα μπορούσαν να ληφθούν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τα μη εκχυλίσιμα ιζήματα και τους μεταβολίτες εμπόδιζαν να ζητηθεί η διενέργεια της δοκιμής αυτής.

311    Επομένως, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους τα επιχειρήματα με τα οποία η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επιδιώκει να θέσει υπό αμφισβήτηση το βάσιμο των εκτιμήσεων του συμβουλίου προσφυγών και, συνεπώς, το σύνολο των επιχειρημάτων που αφορούν την εξέταση του τρίτου σκέλους του πρώτου ισχυρισμού της ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών ασκηθείσας προσφυγής.

2.      Επί των επιχειρημάτων που αφορούν την εξέταση του δεύτερου ισχυρισμού της ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών ασκηθείσας προσφυγής

312    Το συμβούλιο προσφυγών εξέτασε και απέρριψε τον δεύτερο λόγο της ενώπιόν του ασκηθείσας προσφυγής στις αιτιολογικές σκέψεις 156 έως 161 της προσβαλλόμενης απόφασης.

313    Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως της υπό κρίση προσφυγής, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι, στο μέρος αυτό της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη. Κατ’ αυτήν, στην αιτιολογική σκέψη 159 της εν λόγω απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών άσκησε υπερβολικής έντασης έλεγχο και υπεισήλθε στον ρόλο της επιτροπής των κρατών μελών.

314    Ο ECHA, η Επιτροπή και οι παρεμβαίνουσες εταιρίες αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά.

315    Τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας που αφορούν πλάνη θίγουσα τις αιτιολογικές σκέψεις 156 έως 161 της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 34 ανωτέρω, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζητεί να ακυρωθεί η εν λόγω απόφαση στο μέτρο που το συμβούλιο προσφυγών ακύρωσε εν μέρει την απόφαση του ECHA. Η αιτιολογική σκέψη 159 της προσβαλλόμενης απόφασης εντάσσεται, όμως, στο τμήμα εκείνο απόφασης αυτής στο οποίο το συμβούλιο προσφυγών απέρριψε τον δεύτερο ισχυρισμό που προβλήθηκε ενώπιόν του.

316    Επομένως, τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας που αφορούν την εξέταση του δεύτερου ισχυρισμού της ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών ασκηθείσας προσφυγής είναι απορριπτέα.

3.      Επί των επιχειρημάτων που αφορούν τον τρίτο ισχυρισμό της ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών ασκηθείσας προσφυγής και το σημείο 3 του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης

317    Στη σελίδα 7 της απόφασής του, ο ECHA διαπίστωσε ότι υπήρχαν τεκμηριωμένα στοιχεία τα οποία έδειχναν ότι η benpat ήταν βιοσυσσωρεύσιμη και τοξική και ότι, δεδομένου ότι πληρούνταν τα κριτήρια της βιοσυσσώρευσης και της τοξικότητας, έπρεπε να αξιολογηθεί το κριτήριο της ανθεκτικότητας.

318    Στο πλαίσιο του τρίτου ισχυρισμού της ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών ασκηθείσας προσφυγής, οι παρεμβαίνουσες εταιρίες υποστήριξαν ότι οι εκτιμήσεις του ECHA όσον αφορά τον βιοσυσσωρεύσιμο χαρακτήρα της benpat περιείχαν σφάλματα.

319    Το συμβούλιο προσφυγών εξέτασε τα επιχειρήματα αυτά στις αιτιολογικές σκέψεις 166 έως 171 της προσβαλλόμενης απόφασης.

320    Στην αιτιολογική σκέψη 166 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών επισήμανε ότι οι εκτιμήσεις αυτές του ECHA εντάσσονταν στο τμήμα της απόφασής του στο οποίο είχε εκθέσει τους λόγους που δικαιολογούσαν τα αιτήματα παροχής περαιτέρω πληροφοριών σχετικά με την ανθεκτικότητα της benpat. Κατά το τμήμα προσφυγών, στο πλαίσιο αυτό, οι πληροφορίες σχετικά με τον βιοσυσσωρεύσιμο χαρακτήρα της ουσίας αυτής δεν ήταν χρήσιμες.

321    Στις αιτιολογικές σκέψεις 167 έως 169 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών επισήμανε ότι η διαπίστωση του ECHA ότι η benpat ήταν βιοσυσσωρεύσιμη δεν έπρεπε να περιληφθεί στην εν λόγω απόφαση. Αφενός, οι παρεμβαίνουσες εταιρίες δεν εξέφρασαν την άποψή τους επί του ζητήματος αυτού, επειδή η διαπίστωση αυτή εντάχθηκε στο τροποποιημένο σχέδιο απόφασης κατόπιν των σχολίων των εν λόγω εταιριών επί του σχεδίου απόφασης και δεν υποβλήθηκε συναφώς καμία πρόταση τροποποίησης. Αφετέρου, η επίμαχη διαπίστωση δεν ήταν λυσιτελής στο πλαίσιο της συλλογιστικής που ανέπτυξε ο ECHA για να δικαιολογήσει το αίτημα παροχής περαιτέρω πληροφοριών σχετικά με τον ενδεχόμενο κίνδυνο να είναι η benpat ανθεκτική.

322    Στις αιτιολογικές σκέψεις 169 έως 171 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών εξέθεσε ότι η επίμαχη διαπίστωση του ECHA έπρεπε να απαλειφθεί από την απόφασή του. Εντούτοις, κατ’ αυτό, η πλάνη αυτή δεν είχε αντίκτυπο στο διατακτικό της απόφασης του ECHA, ήταν αλυσιτελής και, επομένως, δεν δικαιολογούσε την ακύρωση της ίδιας απόφασης.

323    Στο σημείο 3 του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών «αποφάσισε» ότι η δήλωση περί βιοσυσσώρευσης έπρεπε να απαλειφθεί από το αιτιολογικό της απόφασης του ECHA.

324    Στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του έκτου λόγου ακυρώσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι το συμβούλιο προσφυγών δεν έπρεπε να αποφασίσει, στο σημείο 3 του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η διαπίστωση σχετικά με τη βιοσυσσώρευση στο αιτιολογικό της απόφασης του ECHA έπρεπε να απαλειφθεί. Αντιθέτως, το συμβούλιο προσφυγών έπρεπε να απορρίψει τον τρίτο ισχυρισμό της ενώπιόν του ασκηθείσας προσφυγής. Κατά πρώτον, θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του αιτιολογικού της απόφασης αυτής, το οποίο αντικατοπτρίζει, κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, την άποψη των αρχών των κρατών μελών, και του διατακτικού της ίδιας απόφασης. Το αιτιολογικό δεν αποτελούσε αφεαυτού πρόκριμα για διαδικασία βάσει του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006, στην οποία θα αξιολογούνταν η ύπαρξη των ιδιοτήτων ανθεκτικότητας, βιοσυσσώρευσης και τοξικότητας της ουσίας και στην οποία θα εξέφραζαν τις απόψεις τους και θα συμμετείχαν εκ νέου οι καταχωρίζοντες. Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η δήλωση περί βιοσυσσώρευσης του ECHA δεν είχε δεσμευτικό χαρακτήρα. Νομικά δεσμευτική διαπίστωση όσον αφορά τον βιοσυσσωρεύσιμο χαρακτήρα της benpat θα ήταν δυνατή μόνο στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας, για παράδειγμα διαδικασίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 59 του εν λόγω κανονισμού. Η δήλωση αυτή δεν ήταν δυνατόν να παρερμηνευθεί από τους αποδέκτες της απόφασης του ECHA. Εξάλλου, ο ECHA δεν υποχρεούται εκ του νόμου να περιορίζει την αιτιολογία των αποφάσεών του στην απολύτως αναγκαία. Κατά δεύτερον, η προσβαλλόμενη απόφαση παραμένει αόριστη. Το εν λόγω διατακτικό δεν προβλέπει την ακύρωση της απόφασης του ECHA, αλλά συνιστά να απαλειφθεί μέρος του αιτιολογικού, χωρίς να υποδεικνύει σαφώς ούτε με ποιον τρόπο ούτε από ποιον θα πρέπει να γίνει αυτό. Κατά τρίτον, κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ήταν αβάσιμη η εκτίμηση του συμβουλίου προσφυγών ότι η απαλοιφή της διαπίστωσης του ECHA σχετικά με τον βιοσυσσωρεύσιμο χαρακτήρα της benpat ήταν δικαιολογημένη επειδή οι παρεμβαίνουσες εταιρίες δεν είχαν εκφράσει την άποψή τους επί του ζητήματος αυτού. Στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του ECHA, οι εταιρίες αυτές προέβαλαν το επιχείρημα ότι τα αιτήματα παροχής περαιτέρω πληροφοριών σχετικά με το κριτήριο της ανθεκτικότητας ήταν υπερβολικά, επειδή το κριτήριο της βιοσυσσώρευσης δεν είχε ακόμη καθοριστεί μετά βεβαιότητας. Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η επίμαχη διαπίστωση απάντησε στο επιχείρημα αυτό.

325    Ο ECHA, υποστηριζόμενος από την Επιτροπή, αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά. Υποστηρίζει ότι η δήλωση στην απόφαση του ECHA ότι η benpat είναι βιοσυσσωρεύσιμη ήταν άτοπη και ότι υπήρχε κίνδυνος να γίνει μνεία στη δήλωση αυτή σε άλλα πλαίσια, όπως σε εθνικές διαδικασίες ή σε μεταγενέστερες διαδικασίες για τον καθορισμό των ουσιών που προκαλούν πολύ μεγάλη ανησυχία κατά την έννοια του τίτλου VII του κανονισμού 1907/2006. Συνεπώς, οι παρεμβαίνουσες εταιρίες έπρεπε να έχουν τη δυνατότητα να προσβάλουν τη δήλωση αυτή. Εξάλλου, αν η επίμαχη δήλωση δεν ασκούσε καμία επιρροή στην υπόλοιπη απόφαση του ECHA, όπως υποστήριξε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ούτε η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης από το Γενικό Δικαστήριο ως προς το μέρος αυτό θα ασκήσει επιρροή στην υπόλοιπη απόφαση αυτή.

326    Από την πλευρά τους, οι παρεμβαίνουσες εταιρίες υποστηρίζουν, κατά πρώτον, ότι η δήλωση του ECHA ότι η benpat είναι βιοσυσσωρεύσιμη στηριζόταν σε αναλυτικά σφάλματα. Κατά δεύτερον, υποστηρίζουν ότι ήταν δικαιολογημένη η απαλοιφή της επίμαχης δήλωσης. Υποστηρίζουν ότι είχαν το δικαίωμα να ζητήσουν την ακύρωση του μέρους αυτού της απόφασης του ECHA. Επισημαίνουν ότι, χωρίς την απαλοιφή αυτή, δεν θα είχαν τη δυνατότητα να εκφράσουν λυσιτελώς την άποψή τους όσον αφορά το κριτήριο της βιοσυσσώρευσης το οποίο δεν είχε θέση στην εν λόγω απόφαση. Κατά τρίτον, οι παρεμβαίνουσες εταιρίες υποστηρίζουν ότι, εάν υποτεθεί ότι η δήλωση περί βιοσυσσώρευσης στην αρχική απόφαση δεν είναι οριστική, η ακύρωσή της δεν έχει καμία συνέπεια. Επομένως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν έχει κανένα συμφέρον από την ακύρωση του μέρους αυτού της προσβαλλόμενης απόφασης.

327    Κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν προβάλει κανένα επιχείρημα ικανό να αποδείξει τον εσφαλμένο χαρακτήρα του συμπεράσματος του συμβουλίου προσφυγών, στην αιτιολογική σκέψη 169 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η δήλωση κατά την οποία η benpat είναι βιοσυσσωρεύσιμη δεν έπρεπε να περιληφθεί στη σελίδα 7 της απόφασης του ECHA.

328    Συγκεκριμένα, τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας δεν είναι ικανά να θέσουν βασίμως υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση του συμβουλίου προσφυγών, στην αιτιολογική σκέψη 166 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η δήλωση σχετικά με τον βιοσυσσωρεύσιμο χαρακτήρα της benpat ήταν άτοπη στο μέρος του αιτιολογικού της απόφασης του ECHA στο οποίο ο Οργανισμός είχε εκθέσει τους λόγους για τους οποίους δικαιολογούνταν το αίτημα παροχής περαιτέρω πληροφοριών σχετικά με την ανθεκτικότητα της benpat.

329    Τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας δεν είναι επίσης ικανά να θέσουν βασίμως υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση του συμβουλίου προσφυγών, στην αιτιολογική σκέψη 168 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, κατά την έκδοση απόφασης ληφθείσας στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας, δεν είναι αναγκαίο να εξαχθεί οριστικό συμπέρασμα όσον αφορά τον βιοσυσσωρεύσιμο χαρακτήρα της ουσίας αυτής. Συγκεκριμένα, καίτοι, για τον χαρακτηρισμό ουσίας ως ουσίας προς εγγραφή στο παράρτημα XIV δυνάμει των άρθρων 57 και 59 του κανονισμού 1907/2006, πρέπει να εξαχθεί οριστικό συμπέρασμα όσον αφορά το κριτήριο που δικαιολογεί την εγγραφή αυτή, όπως ο ανθεκτικός, βιοσυσσωρεύσιμος, τοξικός, άκρως βιοσυσσωρεύσιμος ή άκρως τοξικός χαρακτήρας της ουσίας, αυτό δεν είναι αναγκαίο στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας προκειμένου να δικαιολογηθεί το αίτημα παροχής περαιτέρω πληροφοριών σχετικά με την ουσία. Στο πλαίσιο αυτό, αρκεί να καταδειχθεί η ύπαρξη ενδεχόμενου κινδύνου.

330    Κατά δεύτερον, επισημαίνεται ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το συμβούλιο προσφυγών δεν περιορίστηκε να εκθέσει, στο πλαίσιο του αιτιολογικού, ότι ο ECHA δεν έπρεπε να δηλώσει στην απόφασή του ότι η benpat είναι βιοσυσσωρεύσιμη. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το γράμμα του σημείου 3 του διατακτικού της απόφασης αυτής, το συμβούλιο προσφυγών «αποφάσισε» ότι η δήλωση περί βιοσυσσώρευσης έπρεπε να απαλειφθεί από την απόφαση του ECHA. Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται επίσης ότι, στα λοιπά σημεία του εν λόγω διατακτικού, το συμβούλιο προσφυγών ακύρωσε εν μέρει την απόφαση του ECHA, απέρριψε κατά τα λοιπά την προσφυγή, καθόρισε την ημερομηνία κατά την οποία έπρεπε να παρασχεθούν οι ζητηθείσες πληροφορίες και αποφάνθηκε επί των εξόδων της διαδικασίας.

331    Πρώτον, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος του σημείου 3 της προσβαλλόμενης απόφασης και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, το σημείο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί στοιχείο του αιτιολογικού της απόφασης αυτής, αλλά πρέπει να θεωρηθεί μέρος του διατακτικού της εν λόγω απόφασης.

332    Δεύτερον, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ενδεχόμενη αποδοχή των επιχειρημάτων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, σύμφωνα με τα οποία το συμβούλιο προσφυγών δεν έπρεπε να αποφασίσει, στο σημείο 3 του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η διαπίστωση περί βιοσυσσώρευσης στο αιτιολογικό της απόφασης του ECHA έπρεπε να απαλειφθεί, δεν θα παραγάγει αποτελέσματα. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι το σημείο αυτό είναι μέρος του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, εάν τα επιχειρήματα αυτά γίνονταν δεκτά, η προσβαλλόμενη απόφαση θα έπρεπε να ακυρωθεί εν μέρει.

333    Τρίτον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των παρεμβαινουσών εταιριών ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν έχει έννομο συμφέρον όσον αφορά τη μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

334    Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι το άρθρο 263 ΣΛΕΕ διακρίνει σαφώς μεταξύ του δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως των ενωσιακών οργάνων και των κρατών μελών, αφενός, και των φυσικών και νομικών προσώπων, αφετέρου, δεδομένου ότι το δεύτερο εδάφιο του άρθρου αυτού παρέχει, μεταξύ άλλων, σε κάθε κράτος μέλος το δικαίωμα να αμφισβητήσει, με προσφυγή ακυρώσεως, τη νομιμότητα απόφασης οργανισμού της Ένωσης, χωρίς η άσκηση του δικαιώματος αυτού να εξαρτάται από τη δικαιολόγηση εννόμου συμφέροντος. Κατά συνέπεια, για να είναι παραδεκτή η προσφυγή των κρατών μελών, δεν χρειάζεται αυτά να αποδείξουν ότι η πράξη οργανισμού την οποία προσβάλλουν παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι αυτών (πρβλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2008, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, T‑233/04, EU:T:2008:102, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

335    Τέταρτον, πρέπει να γίνουν δεκτά τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κατά τα οποία το συμβούλιο προσφυγών δεν έπρεπε να αποφασίσει, στο σημείο 3 του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η διαπίστωση περί βιοσυσσώρευσης στο αιτιολογικό της απόφασης του ECHA έπρεπε να απαλειφθεί. Συγκεκριμένα, όπως εξέθεσε το συμβούλιο προσφυγών στην αιτιολογική σκέψη 170 της προσβαλλόμενης απόφασης, τα σφάλματα τα οποία είχε προσδιορίσει στις αιτιολογικές σκέψεις 166 έως 169 της απόφασης του ECHA δεν ήταν ικανά να αναιρέσουν το διατακτικό της απόφασης αυτής και ο τρίτος ισχυρισμός της ενώπιόν του ασκηθείσας προσφυγής ήταν, επομένως, ατελέσφορος. Υπό τις περιστάσεις αυτές, στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών έπρεπε να περιοριστεί στην απόρριψη του ισχυρισμού αυτού.

336    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα του ECHA ότι οι παρεμβαίνουσες εταιρίες έπρεπε να έχουν τη δυνατότητα να προσβάλουν τη δήλωση του Οργανισμού περί βιοσυσσώρευσης, λόγω του κινδύνου να γίνει μνεία αυτής σε άλλες διαδικασίες.

337    Συγκεκριμένα, αφενός, δεδομένου ότι η απόφαση του ECHA αφορούσε μόνο τα αιτήματα παροχής περαιτέρω πληροφοριών, τις οποίες ο Οργανισμός θεωρούσε αναγκαίες για να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση της benpat όσον αφορά τον ενδεχόμενο κίνδυνο να είναι η ουσία αυτή ανθεκτική, η δήλωση σχετικά με τον βιοσυσσωρεύσιμο χαρακτήρα της benpat δεν ήταν στοιχείο του αιτιολογικού της εν λόγω απόφασης στο οποίο βασίστηκε το διατακτικό της απόφασης αυτής. Υπό τις περιστάσεις αυτές, τίποτα δεν εμπόδιζε να τεθεί υπό αμφισβήτηση αυτό το στοιχείο του αιτιολογικού στο πλαίσιο επακόλουθης διαδικασίας. Επομένως, εάν ο ECHA ή η Επιτροπή στηρίζονταν στην επίμαχη δήλωση σε τέτοια διαδικασία, για παράδειγμα σε διαδικασία με αντικείμενο τον χαρακτηρισμό της benpat ως βιοσυσσωρεύσιμης ουσίας, δυνάμει των άρθρων 57 και 59 του κανονισμού 1907/2006, τίποτα δεν εμπόδιζε τις παρεμβαίνουσες εταιρίες να προσβάλουν τη δήλωση αυτή στην εν λόγω διαδικασία ή, ενδεχομένως, στο πλαίσιο προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών ή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Το ίδιο θα ίσχυε επίσης σε διαδικασίες ενώπιον των εθνικών αρχών.

338    Αφετέρου, διαπιστώνεται ότι τίποτα δεν εμποδίζει το συμβούλιο προσφυγών να αποφανθεί, στο πλαίσιο της αιτιολόγησης απόφασης, επί επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιόν του. Εντούτοις, όταν τα επιχειρήματα αυτά είναι αλυσιτελή, αυτό δεν μπορεί να έχει αντίκτυπο στο διατακτικό της απόφασής του.

339    Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό το τρίτο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί των επιχειρημάτων με τα οποία η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επιδιώκει να αποδείξει ότι, στην αιτιολογική σκέψη 167 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών δεν έπρεπε να διαπιστώσει προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των παρεμβαινουσών εταιριών.

340    Επομένως, το σημείο 3 του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να ακυρωθεί και η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

341    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

342    Εν προκειμένω, το σημείο 3 του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει, ασφαλώς, να ακυρωθεί για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 330 έως 340 ανωτέρω. Εντούτοις, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 327 έως 329 ανωτέρω, το συμβούλιο προσφυγών μπορούσε κατά νόμον να διαπιστώσει, στο αιτιολογικό της εν λόγω απόφασης, ότι ο ECHA δεν έπρεπε να δηλώσει ότι η benpat είναι βιοσυσσωρεύσιμη. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η ακύρωση του σημείου 3 του εν λόγω διατακτικού δεν μπορεί να θεωρηθεί σημαντική όσον αφορά την κατανομή των δικαστικών εξόδων. Δεδομένου ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ηττήθηκε ως προς τα βασικά αιτήματά της, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν ο ECHA και οι παρεμβαίνουσες εταιρίες, συμφώνως προς το σχετικό αίτημα αυτών.

343    Βάσει του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα θεσμικά όργανα που παρενέβησαν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση A-026-2015 του συμβουλίου προσφυγών του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ECHA), της 8ης Σεπτεμβρίου 2017, στο μέτρο που, στο σημείο 3 του διατακτικού αυτής, το συμβούλιο προσφυγών αποφάσισε ότι η δήλωση περί βιοσυσσώρευσης στο αιτιολογικό της απόφασης του ECHA της 1ης Οκτωβρίου 2015, με την οποία επιβλήθηκε η διενέργεια περαιτέρω δοκιμών σχετικά με την ουσία benpat (CAS 68953-84-4), έπρεπε να απαλειφθεί.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα δικαστικά έξοδα του ECHA, της Envigo Consulting Ltd και της Djchem Chemicals Poland S.A.

4)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Γρατσίας

Labucka

Dittrich

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 20 Σεπτεμβρίου 2019.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα



*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.