Language of document : ECLI:EU:C:2005:362

Υπόθεση C-17/03

Vereniging voor Energie, Milieu en Water κ.λπ.

κατά

Directeur van de Dienst uitvoering en toezicht energie

(αίτηση του College van Beroep voor het bedrijfsleven για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας — Προνομιακή πρόσβαση στο διασυνοριακό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας — Επιχείρηση η οποία ήταν προηγουμένως επιφορτισμένη με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος — Μακροχρόνιες συμβάσεις που είχαν συναφθεί πριν από την απελευθέρωση της αγοράς — Οδηγία 96/92/ΕΚ — Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων — Αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Προδικαστικά ερωτήματα — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου — Όρια — Ερωτήματα προφανώς αλυσιτελή ή υποθετικά τιθέμενα σε πλαίσιο το οποίο αποκλείει μια χρήσιμη απάντηση

(Άρθρο 234 ΕΚ)

2.        Προσέγγιση των νομοθεσιών — Μέτρα για την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας — Οδηγία 96/92 — Κανόνας της άνευ διακρίσεων προσβάσεως στο δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας — Περιεχόμενο των άρθρων 7, παράγραφος 5, και 1 — Εφαρμόζονται επί κάθε μορφής δυσμενούς διακρίσεως — Δυνατότητα λήψεως μέτρων παρεκκλίσεως σύμφωνα με την κατά το άρθρο 24 διαδικασία

(Οδηγία 96/92 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 7 § 5, 16 και 24)

3.        Κοινοτικό δίκαιο — Αρχές — Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Όρια — Προνοητικός και ενημερωμένος επιχειρηματίας

4.        Κοινοτικό δίκαιο — Αρχές — Ασφάλεια δικαίου — Έννοια — Κανονιστική ρύθμιση δυσμενής για τους ιδιώτες — Απαίτηση σαφήνειας και ακρίβειας — Νομοθετικές τροποποιήσεις — Επιτρέπονται — Λαμβάνονται υπόψη ειδικές περιστάσεις

1.        Στο πλαίσιο της προβλεπομένης από το άρθρο 234 ΕΚ συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο δικαστήριο. Η εκ μέρους του Δικαστηρίου απόρριψη αιτήσεως εθνικού δικαστηρίου είναι δυνατή μόνο εφόσον προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που ζητείται δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή όταν το ζήτημα είναι αορίστου ή υποθετικού χαρακτήρα.

(βλ. σκέψη 34)

2.        Τα άρθρα 7, παράγραφος 5, και 16 της οδηγίας 96/92, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, που απαιτούν η δράση του διαχειριστή δικτύου και η δράση του κράτους στο πλαίσιο της υλοποιήσεως της προσβάσεως στο δίκτυο να είναι αμερόληπτες, δεν περιορίζονται στους τεχνικούς κανόνες, αλλά εφαρμόζονται επί όλων των περιπτώσεων δυσμενούς διακρίσεως.

Αποκλείουν εθνικά μέτρα που παρέχουν σε επιχείρηση, λόγω υποχρεώσεων αναληφθεισών προ της ενάρξεως ισχύος της οδηγίας, κατά προτεραιότητα ικανότητα διασυνοριακής μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, είτε τα μέτρα αυτά λαμβάνονται από τον διαχειριστή δικτύου είτε από τον ελεγκτή της διαχειρίσεως του δικτύου ή τον νομοθέτη, εφόσον η λήψη τέτοιων μέτρων δεν επετράπη στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 24 της εν λόγω οδηγίας διαδικασίας, η οποία προβλέπει τη δυνατότητα εφαρμογής, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ενός μεταβατικού συστήματος, προς μετριασμό ορισμένων συνεπειών της απελευθερώσεως.

(βλ. σκέψεις 45-47, 57, 71, διατακτ. 1-2)

3.        Η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης περιλαμβάνεται στις θεμελιώδεις αρχές της Κοινότητας. Τη δυνατότητα να προβάλλουν την αρχή αυτή έχουν όλοι οι επιχειρηματίες στους οποίους ένα κοινοτικό όργανο δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες. Εντούτοις, όταν ένας προνοητικός και ενημερωμένος επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη λήψη κοινοτικού μέτρου ικανού να βλάψει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή αυτή μετά τη λήψη ενός τέτοιου μέτρου.

(βλ. σκέψεις 73-74)

4.        Η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιβάλλει μια κανονιστική ρύθμιση που έχει δυσμενείς συνέπειες έναντι των ιδιωτών να είναι σαφής και επακριβής, η δε εφαρμογή της να μπορεί να προβλεφθεί από τους πολίτες.

Πάντως, δεν δικαιολογείται η εμπιστοσύνη ότι ουδόλως θα τροποποιηθεί η νομοθεσία, αλλά μόνον ότι μπορεί να αμφισβητηθεί ο τρόπος εφαρμογής μιας τέτοιας τροποποιήσεως. Ομοίως, η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν συνεπάγεται απουσία νομοθετικής τροποποιήσεως, αλλά μάλλον ότι ο νομοθέτης λαμβάνει υπόψη την ειδική κατάσταση των επιχειρηματιών και προβλέπει, ενδεχομένως, προσαρμογές κατά την εφαρμογή των νέων νομικών κανόνων.

(βλ. σκέψεις 80-81)