Language of document : ECLI:EU:T:2012:333

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 29ης Ιουνίου 2012 (*)

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Γερμανική και γαλλική αγορά του φυσικού αερίου — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ — Κατανομή της αγοράς — Διάρκεια της παραβάσεως — Πρόστιμα»

Στην υπόθεση T‑370/09,

GDF Suez SA, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τον J. ‑P. Gunther και την C. Breuvart, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους V. Di Bucci, A. Bouquet και R. Sauer,

καθής,

με αντικείμενο, κυρίως, αίτημα περί μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως Ε(2009) 5355 τελικό της Επιτροπής, της 8ης Ιουλίου 2009, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 [ΕΚ] (Υπόθεση COMP/39.401 — E.ON/GDF), και, επικουρικώς, αίτημα περί ακυρώσεως ή μειώσεως του προστίμου που επιβάλλεται στην προσφεύγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα (εισηγητή), πρόεδρο, V. Vadapalas και K. O’Higgins, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Σεπτεμβρίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1.     Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1        Η οδηγία 98/30/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου (ΕΕ L 204, σ. 1, στο εξής: πρώτη οδηγία για το αέριο), θέσπιζε κοινούς κανόνες για τη μεταφορά, τη διανομή, την προμήθεια και την αποθήκευση του φυσικού αερίου. Προσδιόριζε τους όρους σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία του τομέα του φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένου του υγροποιημένου φυσικού αερίου (ΥΦΑ), την πρόσβαση στην αγορά, την εκμετάλλευση των δικτύων και τα κριτήρια και τις διαδικασίες χορηγήσεως αδειών μεταφοράς, διανομής, προμήθειας και αποθήκευσης φυσικού αερίου.

2        Η πρώτη οδηγία για το αέριο υποχρέωνε τα κράτη μέλη να ανοίξουν σταδιακά στον ανταγωνισμό την αγορά της προμήθειας φυσικού αερίου στους καταναλωτές μεγάλης κλίμακας και να επιτρέψουν την πρόσβαση τρίτων στο υφιστάμενο δίκτυο μεταφοράς.

3        Κατά το άρθρο 29, παράγραφος 1, και το άρθρο 30 της πρώτης οδηγίας για το αέριο, τα κράτη μέλη όφειλαν να θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την οδηγία το αργότερο στις 10 Αυγούστου 2000.

4        Η πρώτη οδηγία για το αέριο καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από 1ης Ιουλίου 2004 από την οδηγία 2003/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 98/30 (ΕΕ L 176, σ. 57).

2.     Τα εθνικά δίκαια

 Γαλλικό δίκαιο

5        Το άρθρο 1 του νόμου 46-628, της 8ης Απριλίου 1946, για την εθνικοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας και του αερίου (sur la nationalisation de l’électricité et du gaz) (JORF της 9ης Απριλίου 1946, σ. 2651, στο εξής: νόμος του 1946), όριζε, πριν την κατάργησή του με το διάταγμα 2011-504, της 9ης Μαΐου 2011, περί κωδικοποιήσεως του νομοθετικού τμήματος του ενεργειακού κώδικα (portant codification de la partie législative du code de l’énergie) (JORF της 10ης Μαΐου 2011, σ. 7954), τα εξής:

«Από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου, εθνικοποιούνται:

[…]

2°      Η παραγωγή, μεταφορά, διανομή, εισαγωγή και εξαγωγή καύσιμου αερίου.

[…]»

6        Πριν την τροποποίησή του με τον νόμο 2004-803, της 9ης Αυγούστου 2004, σχετικά με τη δημόσια υπηρεσία ηλεκτρικής ενέργειας και αερίου και τις επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας και αερίου (relative au service public de l’électricité et du gaz et aux entreprises électriques et gazières) (JORF της 11ης Αυγούστου 2004, σ. 14256), το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, του νόμου του 1946 όριζε τα εξής:

«Η διαχείριση των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων αερίου ανατίθεται σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με βιομηχανικό και εμπορικό χαρακτήρα, το οποίο καλείται Gaz de France (GDF), Service National».

7        Μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου 2003-8, της 3ης Ιανουαρίου 2003, για τις αγορές του αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας και τη δημόσια υπηρεσία ενέργειας (relative aux marchés du gaz et de l’électricité et au service public de l’énergie) (JORF της 4ης Ιανουαρίου 2003, σ. 265, στο εξής: νόμος του 2003), ο νόμος του 1946 παρείχε στην Gaz de France το μονοπώλιο των εισαγωγών και των εξαγωγών αερίου.

8        Ο νόμος του 2003, ο οποίος είχε τον σκοπό να μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο την πρώτη οδηγία για το αέριο, άνοιξε τη γαλλική αγορά του αερίου στον ανταγωνισμό. Ιδίως ο νόμος αυτός παρέσχε στους επιλέξιμους πελάτες πρόσβαση στα δίκτυα και στην προμήθεια φυσικού αερίου και κατήργησε το μονοπώλιο εισαγωγής και εξαγωγής αερίου.

9        Η Gaz de France μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία με τον νόμο 2004-803.

 Γερμανικό δίκαιο

10      Ο Energiewirtschaftsgesetz (νόμος για την εξασφάλιση του εφοδιασμού σε ενέργεια, στο εξής: EnWG του 1935) της 13ης Δεκεμβρίου 1935 (RGBl. [Εφημερίδα Κυβερνήσεως του γερμανικού Ράιχ] I, σ. 1451), προέβλεπε σύστημα εγκρίσεως και εποπτείας των δραστηριοτήτων των γερμανικών εταιριών φυσικού αερίου από τις δημόσιες αρχές.

11      Δυνάμει του άρθρου 103 του Gesetz gegen Wettbewerbsbeschränkungen (νόμου κατά των περιορισμών του ανταγωνισμού, στο εξής: GWB) της 27ης Ιουλίου 1957 (BGBl. I, σ. 1081), ορισμένες συμφωνίες που συνάπτονταν μεταξύ εταιριών διανομής ενέργειας καθώς και μεταξύ των εταιριών αυτών και των δήμων και κοινοτήτων εξαιρούνταν από την απαγόρευση συνάψεως συμφωνιών που νόθευαν τον ανταγωνισμό. Η εξαίρεση αυτή κάλυπτε μεταξύ άλλων τις καλούμενες συμφωνίες οριοθετήσεως, με τις οποίες οι επιχειρήσεις συμφωνούσαν να μην προμηθεύουν ηλεκτρική ενέργεια ή αέριο η καθεμία στην εδαφική περιοχή της άλλης, καθώς και τις καλούμενες συμφωνίες αποκλειστικής παραχωρήσεως, με τις οποίες ο δήμος ή η κοινότητα παραχωρούσε αποκλειστικό δικαίωμα χρήσεως σε μια εταιρία, επιτρέποντάς της να χρησιμοποιεί δημόσια ακίνητα για την κατασκευή και την εκμετάλλευση δικτύων διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και αερίου. Οι συμφωνίες αυτές έπρεπε, προκειμένου να εφαρμοσθούν, να κοινοποιηθούν στην αρμόδια αρχή ανταγωνισμού, που είχε την εξουσία να τις απαγορεύσει εφόσον εκτιμούσε ότι συνιστούσαν κατάχρηση της νόμιμης εξαιρέσεως.

12      Ο Gesetz zur Neuregelung des Energiewirtschaftsrechts (νόμος για την αναθεώρηση του ενεργειακού δικαίου) της 24ης Απριλίου 1998 (BGBl. 1998 I, σ. 730) κατήργησε, με άμεσο αποτέλεσμα, την εξαίρεση που ίσχυε για τις συμφωνίες οριοθετήσεως και αποκλειστικής παραχωρήσεως βάσει του άρθρου 103 του GWB. Ο ως άνω νόμος αντικατέστησε επίσης τον EnWG του 1935 με τον Gesetz über die Elektrizitäts- und Gasversorgung — Energiewirtschaftsgesetz (νόμος για την ορθολογική διαχείριση της ενέργειας, στο εξής: EnWG του 1998).

13      Ο Erstes Gesetz zur Änderung des Gesetzes zur Neuregelung des Energiewirtschaftsrechts (νόμος για την τροποίηση του νόμου για την αναθεώρηση του ενεργειακού δικαίου) της 20ής Μαΐου 2003 (BGBl. 2003 I, σ. 685), τροποποίησε τον EnWG του 1998 με σκοπό την εφαρμογή της πρώτης οδηγίας για το αέριο.

 Ιστορικό της διαφοράς

1.     Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις

14      Η προσφεύγουσα, GDF Suez SA, που προέκυψε από τη συγκέντρωση μεταξύ Gaz de France και Suez SA στις 22 Ιουλίου 2008, είναι γαλλική επιχείρηση με παρουσία σε ολόκληρη την ενεργειακή αλυσίδα, στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου, από την παραγωγή μέχρι τη διάθεση της ενέργειας. Αποτελεί τον παραδοσιακό φορέα και τον πρώτο προμηθευτή φυσικού αερίου στη Γαλλία. Είναι επίσης ένας από τους πρώτους προμηθευτές φυσικού αερίου στην Ευρώπη.

15      Η E.ON είναι γερμανική επιχείρηση παραγωγής, μεταφοράς, διανομής και προμήθειας ενέργειας, και ιδίως φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας.

16      Η E.ON Ruhrgas AG, η οποία προήλθε από τη συγκέντρωση μεταξύ E.ON και Ruhrgas AG και ανήκει, από τις 31 Ιανουαρίου 2003, σε ποσοστό 100 % στην E.ON, είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής φυσικού αερίου στη Γερμανία και ένας από τους κυριότερους παράγοντες της ευρωπαϊκής αγοράς. Με απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2002 με την οποία επέτρεψαν την ως άνω συγκέντρωση, οι γερμανικές αρχές υποχρέωσαν την E.ON Ruhrgas να εφαρμόσει πρόγραμμα αποδεσμεύσεως αερίου που αφορούσε συνολική ποσότητα 200 τεραβατωρών (TWh). Η ποσότητα αυτή θα μεταβιβαζόταν σε έξι πλειστηριασμούς ετησίως, καθένας εκ των οποίων αφορούσε ποσότητα 33,33 TWh, ενώ οι πρώτες παραδόσεις θα άρχιζαν την 1η Οκτωβρίου 2003.

2.     Η συμφωνία MEGAL

17      Με συμφωνία της 18ης Ιουλίου 1975 (στο εξής: συμφωνία MEGAL), οι Gaz de France και Ruhrgas αποφάσισαν να κατασκευάσουν και να εκμεταλλευθούν από κοινού τον αγωγό φυσικού αερίου MEGAL. Ο αγωγός αυτός, ο οποίος ευρίσκεται σε πλήρη λειτουργία από την 1η Ιανουαρίου 1980, είναι ένας από τους κυριότερους αγωγούς για την εισαγωγή αερίου στη Γερμανία και στη Γαλλία. Διασχίζει τη νότια Γερμανία και καλύπτει απόσταση 461 χιλιομέτρων συνδέοντας τα σύνορα Γερμανίας-Τσεχίας με τα σύνορα Γαλλίας-Γερμανίας μεταξύ Waidhaus (Γερμανία) και Medelsheim (Γερμανία).

18      Στο παράρτημα 2 της συμφωνίας MEGAL καθορίστηκαν τα σημεία εισόδου και εξόδου του αερίου το οποίο αγόραζαν αντιστοίχως οι Gaz de France και Ruhrgas. Για τη Ruhrgas καθορίστηκε ένας συγκεκριμένος αριθμός σημείων εξόδου του αγωγού MEGAL, ενώ αν υπήρχε ανάγκη μπορούσαν να προστεθούν και επιπλέον σημεία εξόδου. Ως προς την Gaz de France, επισημάνθηκε ότι το σημείο εξόδου του εν λόγω αγωγού για όλες τις ποσότητες αερίου που επρόκειτο να μεταφερθούν μέσω του αγωγού αυτού για την ως άνω εταιρία θα ήταν ένα σημείο ευρισκόμενο στα σύνορα μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας, πλησίον του Habkirchen (Γερμανία), εκτός αν οι μετέχοντες στη συμφωνία MEGAL συμφωνούσαν διαφορετικά.

19      Βάσει της συμφωνίας MEGAL, οι Gaz de France και Ruhrgas ίδρυσαν την κοινή επιχείρηση MEGAL GmbH Mittel-Europäische Gasleitungsgesellschaft, μετατραπείσα σε MEGAL Mittel-Europäische Gasleitungsgesellschaft mbH & Co. KG (στο εξής: MEGAL), στην οποία ανέθεσαν την κατασκευή και την εκμετάλλευση του αγωγού MEGAL, καθώς και τη μεταφορά του αερίου μέσω του αγωγού αυτού. Η κυριότητα επί του εν λόγω αγωγού μεταβιβάσθηκε και αυτή στη MEGAL.

20      Οι Gaz de France και Ruhrgas ίδρυσαν επίσης, κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας MEGAL, την κοινή επιχείρηση MEGAL Finance Co. Ltd (στο εξής: MEGAL Finco), που είχε ως αποστολή την εξεύρεση και τη διαχείριση των αναγκαίων κεφαλαίων για την κατασκευή του αγωγού MEGAL.

21      Στις 18 Ιουλίου 1975, οι Ruhrgas και Gaz de France υπέγραψαν επίσης δεκατρία έγγραφα (στο εξής: συνοδευτικά έγγραφα) με σκοπό τη διευκρίνιση ορισμένων τεχνικών, οικονομικών και λειτουργικών πτυχών της διαχειρίσεως του αγωγού MEGAL. Σε αυτά περιλαμβάνονται δύο έγγραφα που επονομάζονται, αντιστοίχως, «Direktion I» και «Direktion G».

22      Το έγγραφο Direktion G έχει ως εξής:

«[…]

Η δυναμικότητα μεταφοράς που, βάσει συμβάσεως, έχει παραχωρηθεί ή πρόκειται να παραχωρηθεί στην Gaz de France για τη μεταφορά αερίου αφορά αέριο το οποίο έχει αγοράσει ή πρόκειται να αγοράσει η Gaz de France και το οποίο θα παραδοθεί στη [MEGAL] και/ή στη [MEGAL Finco] με σκοπό τη διαμετακόμιση για λογαριασμό της Gaz de France προς τη Γαλλία και προορίζεται για κατανάλωση στη Γαλλία.

Η δυναμικότητα μεταφοράς που, βάσει συμβάσεως, έχει παραχωρηθεί ή πρόκειται να παραχωρηθεί στην Ruhrgas για τη μεταφορά αερίου αφορά τη μεταφορά για κάθε άλλο σκοπό διαμετακομίσεως, καθώς και αέριο το οποίο μεταφέρεται από τον αγωγό και απορροφάται από αυτόν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και προορίζεται για κατανάλωση στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ή έχει αγορασθεί από τη Ruhrgas με σκοπό τη διαμετακόμιση μέσω της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

[…]»

23      Το έγγραφο Direktion I έχει ως εξής:

«[…]

Η Gaz de France δεσμεύεται να μην παραδώσει ούτε να προμηθεύσει αέριο, αμέσως ή εμμέσως, στο πλαίσιο της συμφωνίας [MEGAL], σε πελάτες στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

[…]»

24      Στις 22 Ιουνίου 1976, οι Ruhrgas και Gaz de France κοινοποίησαν την ίδρυση της MEGAL και της MEGAL Finco στην Bundeskartellamt (Γερμανική Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Συμπράξεων).

25      Με συμφωνία της 13ης Αυγούστου 2004 (στο εξής: συμφωνία του 2004), οι Gaz de France και E.ON Ruhrgas επιβεβαίωσαν ότι θεωρούσαν εδώ και καιρό τα έγγραφα Direktion G και Direktion I ως «άκυρα και χωρίς έννομα αποτελέσματα», η δε συμφωνία αυτή καταργεί αναδρομικώς τα εν λόγω έγγραφα.

26      Στις 5 Σεπτεμβρίου 2005, οι Gaz de France και E.ON Ruhrgas υπέγραψαν συμφωνία κοινοπραξίας (στο εξής: συμφωνία του 2005), τεθείσα σε ισχύ στις 13 Οκτωβρίου 2005, με την οποία αναδιαμόρφωσαν τη συμβατική τους σχέση όσον αφορά τη MEGAL. Η συμφωνία κοινοπραξίας προβλέπει ότι καθένας από τους εταίρους της MEGAL διαθέτει «δικαιώματα επωφελούς χρήσεως [beneficial use]» για το δικό του μερίδιο δυναμικότητας του αγωγού MEGAL. Η συμφωνία αυτή συμπληρώθηκε από μεταβατική συμφωνία της 9ης Σεπτεμβρίου 2005 (στο εξής: μεταβατική συμφωνία).

27      Στις 23 Μαρτίου 2006, οι Gaz de France και E.ON συνήψαν συμφωνία με την οποία έπαυσαν να ισχύουν όλες οι άλλες μεταξύ τους συμφωνίες για τη MEGAL τις οποίες είχαν συνάψει πριν τη συμφωνία του 2005.

3.     Διοικητική διαδικασία

28      Στις 5 Μαΐου 2006, η Επιτροπή εξέδωσε αποφάσεις με τις οποίες διέτασσε την Gaz de France και την E.ON, καθώς και όλες τις θυγατρικές τους, να υποβληθούν σε έλεγχο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1). Οι έλεγχοι πραγματοποιήθηκαν στις 16 και 17 Μαΐου 2006.

29      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή απηύθυνε διάφορες αιτήσεις παροχής πληροφοριών στην Gaz de France, στην E.ON και στην E.ON Ruhrgas (στο εξής, από κοινού: εμπλεκόμενες επιχειρήσεις).

30      Στις 18 Ιουλίου 2007, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003.

31      Στις 9 Ιουνίου 2008, η Επιτροπή απηύθυνε ανακοίνωση των αιτιάσεων στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις αυτές υπέβαλαν σε απάντηση γραπτές παρατηρήσεις και γνωστοποίησαν τις απόψεις τους κατά τη διάρκεια ακροάσεως που πραγματοποιήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2008.

32      Στις 27 Μαρτίου 2009, η Επιτροπή ενημέρωσε τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ότι είχε λάβει υπόψη πρόσθετα πραγματικά στοιχεία μετά την ανακοίνωση των αιτιάσεων και τις κάλεσε να απαντήσουν εγγράφως στα στοιχεία αυτά. Τους παρέσχε επίσης πρόσβαση στη μη εμπιστευτική εκδοχή της απαντήσεως της καθεμίας στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, καθώς και στα έγγραφα που είχε συγκεντρώσει μετά την έκδοση της εν λόγω ανακοινώσεως. Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις απέστειλαν τις παρατηρήσεις τους, η μεν προσφεύγουσα στις 4 Μαΐου 2009, οι δε E.ON και E.ON Ruhrgas στις 6 Μαΐου 2009.

 Προσβαλλόμενη απόφαση

33      Στις 8 Ιουλίου 2009, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση Ε(2009) 5355 τελικό, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 [ΕΚ] (Υπόθεση COMP/39.401 — E.ON/GDF) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), περίληψη της οποίας είναι δημοσιευμένη στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Οκτωβρίου 2009 (ΕΕ C 248, σ. 5).

34      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επισήμανε ότι η ληφθείσα υπόψη συμπεριφορά ήταν η συμφωνία και/ή η εναρμονισμένη πρακτική, κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, η οποία συνίστατο στη μη διείσδυση —ή στην περιορισμένη μόνο διείσδυση— της καθεμίας στην εθνική αγορά της άλλης και στην προστασία έτσι των εθνικών τους αγορών μέσω της αποχής από την πώληση στην εθνική αγορά της άλλης μετέχουσας επιχειρήσεως του αερίου που μεταφερόταν μέσω του αγωγού MEGAL.

35      Η Επιτροπή διαπίστωσε ιδίως ότι η συμφωνία MEGAL, το παράρτημα 2 αυτής καθώς και τα έγγραφα Direktion G και Direktion I αποτελούσαν συμφωνίες κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, εφόσον οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν εκφράσει την κοινή τους βούληση να συμπεριφέρονται στην αγορά καθ’ ορισμένο τρόπο. Κατά την Επιτροπή, οι συμφωνίες αυτές δέσμευαν την εμπορική συμπεριφορά των εν λόγω επιχειρήσεων, υποβάλλοντας αυτές σε περιορισμό όσον αφορά τη χρήση του αερίου που μεταφερόταν μέσω του αγωγού MEGAL.

36      Η Επιτροπή επισήμανε ακόμη ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν επανειλημμένες συσκέψεις για να συζητήσουν τις στρατηγικές που αμοιβαίως ακολουθούσαν στη Γερμανία και στη Γαλλία για την πώληση αερίου μεταφερόμενου μέσω του αγωγού MEGAL και για να ενημερωθούν η καθεμιά για τη στρατηγική της άλλης. Κατά την Επιτροπή, οι επαφές αυτές και η ανταλλαγή ευαίσθητων από εμπορικής απόψεως πληροφοριών είχαν σκοπό να επηρεάσουν την εμπορική συμπεριφορά των εν λόγω επιχειρήσεων, να εφαρμόσουν τα έγγραφα Direktion G και Direktion I και να προσαρμόσουν το περιεχόμενό τους στις νέες συνθήκες της αγοράς κατόπιν της απελευθερώσεως των ευρωπαϊκών αγορών του αερίου (στο εξής: απελευθέρωση), χωρίς πάντως να άρουν τους περιορισμούς που περιείχαν τα έγγραφα αυτά.

37      Η Επιτροπή εκτίμησε συνεπώς ότι η συμπεριφορά των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, που συνίστατο σε αρχική συμφωνία περί κατανομής των αγορών και σε εναρμονισμένες πρακτικές που είχαν τη μορφή περιοδικών συναντήσεων με σκοπό τη συνεννόηση και την εφαρμογή της συμφωνίας αυτής επί 25 και πλέον έτη, συνιστούσε ενιαία και διαρκή παράβαση και «περιορισμό του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου».

38      Όσον αφορά την έναρξη της παραβάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι στη Γερμανία η παράβαση άρχισε από την ημερομηνία ενάρξεως λειτουργίας του αγωγού MEGAL, ήτοι την 1η Ιανουαρίου 1980. H Επιτροπή θεώρησε ότι στη Γαλλία η παράβαση άρχισε από την ημερομηνία κατά την οποία έπρεπε να είχε γίνει η μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της πρώτης οδηγίας για το αέριο, ήτοι στις 10 Αυγούστου 2000. Λόγω του μονοπωλίου εισαγωγής και προμήθειας αερίου που ίσχυε βάσει του νόμου του 1946, η Επιτροπή εκτίμησε ειδικότερα ότι η επίμαχη συμπεριφορά δεν περιόριζε τον ανταγωνισμό πριν την απελευθέρωση. Συναφώς, έστω και αν η πρώτη οδηγία για το αέριο μεταφέρθηκε στο γαλλικό δίκαιο το 2003, η Επιτροπή επισήμανε ότι ο περιορισμός του ανταγωνισμού υφίστατο από τις 10 Αυγούστου 2000, καθόσον, από την ημερομηνία αυτή, ανταγωνιστές της προσφεύγουσας θα μπορούσαν να εφοδιάζουν επιλέξιμους πελάτες στη Γαλλία.

39      Όσον αφορά τη λήξη της παραβάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι, έστω και αν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις κατήργησαν τυπικώς τα έγγραφα Direktion G και Direktion I στις 13 Αυγούστου 2004, δεν έπαυσαν να εφαρμόζουν τους περιορισμούς που εμπόδιζαν την προσφεύγουσα να χρησιμοποιήσει τα σημεία εξόδου του αγωγού MEGAL στη Γερμανία, εξαιρουμένων των όγκων που αγόραζε στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου, παρά μόνον στα τέλη Σεπτεμβρίου 2005. Η Επιτροπή θεώρησε ακόμη ότι το γεγονός ότι, από το 2004, η προσφεύγουσα αγόραζε όγκους αερίου της E.ON Ruhrgas που προέρχονταν από τον αγωγό MEGAL προκειμένου να τους παραδώσει στη Γερμανία δεν σηματοδοτούσε τη λήξη της παραβάσεως, δεδομένου ότι, μέχρι τον Οκτώβριο του 2005, οι πωλήσεις αερίου προερχόμενου από τον αγωγό MEGAL τις οποίες πραγματοποιούσε η προσφεύγουσα στη Γερμανία αντιστοιχούσαν στους όγκους τους οποίους αγόραζε στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου.

40      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η παράβαση για την οποία ευθύνονταν η προσφεύγουσα και η E.ON Ruhrgas είχε διαρκέσει τουλάχιστον από την 1η Ιανουαρίου 1980 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2005 όσον αφορά την παράβαση που διαπράχθηκε στη Γερμανία και τουλάχιστον από τις 10 Αυγούστου 2000 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2005 όσον αφορά την παράβαση που διαπράχθηκε στη Γαλλία. Η E.ON, καθόσον απέκτησε τον έλεγχο της E.ON Ruhrgas στις 31 Ιανουαρίου 2003, ευθύνεται, κατά την Επιτροπή, «αλληλεγγύως και εις ολόκληρον» με την E.ON Ruhrgas για παράβαση η οποία διήρκεσε από τις 31 Ιανουαρίου 2003 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2005.

41      Η Επιτροπή επέβαλε στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις πρόστιμα δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Προς τούτο, εφάρμοσε τη μέθοδο που περιγράφεται στις κατευθυντήριες γραμμές της για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, σημείο α΄, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006).

42      Έτσι, η Επιτροπή θεώρησε ότι οι πωλήσεις τις οποίες αφορούσε η παράβαση ήταν οι πωλήσεις αερίου το οποίο μετέφεραν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις χρησιμοποιώντας τον αγωγό MEGAL και οι οποίες γίνονταν προς πελάτες στη Γερμανία και προς επιλέξιμους πελάτες στη Γαλλία, εξαιρουμένων των πωλήσεων που πραγματοποιούνταν στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου.

43      Βάσει της σοβαρότητας της παραβάσεως, η Επιτροπή εφάρμοσε αρχικό ποσοστό που ανερχόταν στο 15 % των εν λόγω πωλήσεων.

44      Όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως που ελήφθη υπόψη για τον καθορισμό του προστίμου, η Επιτροπή δέχθηκε, ως προς τη Γαλλία, το διάστημα από τις 10 Αυγούστου 2000 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2005, ήτοι 5 έτη, 1 μήνα και 20 ημέρες. Η Επιτροπή θεώρησε ότι, όσον αφορά τη Γερμανία, η περίοδος για την οποία έπρεπε να επιβληθεί το πρόστιμο έπρεπε να περιορισθεί στο χρονικό διάστημα από 24 Απριλίου 1998, ημερομηνία κατά την οποία ο Γερμανός νομοθέτης κατήργησε το εκ των πραγμάτων μονοπώλιο που υφίστατο στη χώρα αυτή λόγω της εξαιρέσεως που ίσχυε για τις συμφωνίες οριοθετήσεως, έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2005, ήτοι 7 έτη και 5 μήνες.

45      Βάσει του είδους της επίδικης παραβάσεως, η Επιτροπή εφάρμοσε εξάλλου στη σύμπραξη ποσοστό επιπρόσθετου ποσού που ανερχόταν στο 15 % των εν λόγω πωλήσεων.

46      Η Επιτροπή εκτίμησε ότι, βάσει των ιδιαίτερων περιστάσεων της υποθέσεως, έπρεπε να καθορισθεί, κατ’ εξαίρεση, το ίδιο βασικό ποσό και για τις δύο εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Για να μην αδικήσει τη μία εξ αυτών, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ως βασικό ποσό του προστίμου το ποσό που αντιστοιχούσε στη χαμηλότερη αξία πωλήσεων. Καθόρισε έτσι το ίδιο βασικό ποσό του προστίμου για όλες τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, ήτοι 553 εκατομμύρια ευρώ.

47      Μη διαπιστώνοντας κάποια επιβαρυντική ή ελαφρυντική περίσταση, η Επιτροπή δεν αναπροσάρμοσε το ως άνω βασικό ποσό.

48      Η Επιτροπή επέβαλε έτσι πρόστιμο 553 εκατομμυρίων ευρώ στην E.ON και στην E.ON Ruhrgas («αλληλεγγύως και εις ολόκληρον») και ισόποσο πρόστιμο στην προσφεύγουσα.

49      Τα άρθρα 1 και 2 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως έχουν ως εξής:

«Άρθρο πρώτο

[Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις] παρέβησαν το άρθρο 81, παράγραφος 1, [ΕΚ] μετέχοντας σε συμφωνία και σε εναρμονισμένες πρακτικές στον τομέα του φυσικού αερίου.

Η διάρκεια της παραβάσεως ήταν για την [προσφεύγουσα] και την E.ON Ruhrgas […] τουλάχιστον από την 1η Ιανουαρίου 1980 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2005, όσον αφορά την παράβαση στη Γερμανία, και τουλάχιστον από τις 10 Αυγούστου 2000 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2005, όσον αφορά την παράβαση στη Γαλλία. Η διάρκεια της παραβάσεως για την E.ON […] ήταν από τις 31 Ιανουαρίου 2003 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2005.

Άρθρο 2

Για την παράβαση ή τις παραβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1, επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:

α)      στην E.ON Ruhrgas […] και στην E.ON […], αλληλεγγύως και εις ολόκληρον: 553 000 000 EUR

β)      [στην προσφεύγουσα]: 553 000 000 EUR

[…]».

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

50      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 18 Σεπτεμβρίου 2009, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

51      Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 25 Σεπτεμβρίου 2009, η προσφεύγουσα ζήτησε να τύχουν εμπιστευτικής μεταχειρίσεως έναντι των τρίτων ορισμένα αποσπάσματα του δικογράφου της προσφυγής.

52      Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 8 Ιουλίου 2010, η προσφεύγουσα ζήτησε να τύχουν εμπιστευτικής μεταχειρίσεως έναντι των τρίτων ορισμένα αποσπάσματα των παραρτημάτων του δικογράφου της προσφυγής, του υπομνήματος αντικρούσεως και του υπομνήματος απαντήσεως.

53      Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 2 Σεπτεμβρίου 2010, η προσφεύγουσα ζήτησε να τύχουν εμπιστευτικής μεταχειρίσεως έναντι των τρίτων ορισμένα αποσπάσματα του υπομνήματος ανταπαντήσεως.

54      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας κατά το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν σε μία ερώτηση και να υποβάλουν ορισμένα έγγραφα. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν εμπροθέσμως στο αίτημα αυτό.

55      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που έλαβε χώρα στις 21 Σεπτεμβρίου 2011. Ακόμη, κατόπιν αιτήματος του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα κατέθεσε ένα έγγραφο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

56      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει, εν όλω ή εν μέρει, το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέτρο που κρίνει ότι η προσφεύγουσα ευθύνεται για παράβαση των διατάξεων του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ καθόσον μετέσχε σε συμφωνία και σε εναρμονισμένες πρακτικές στον τομέα του φυσικού αερίου, τουλάχιστον από την 1η Ιανουαρίου 1980 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2005, όσον αφορά την παράβαση στη Γερμανία, και τουλάχιστον από τις 10 Αυγούστου 2000 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2005, όσον αφορά την παράβαση στη Γαλλία και, κατά συνέπεια, να ακυρώσει επίσης το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέτρο που διατάσσει την προσφεύγουσα να θέσει τέρμα στις παραβάσεις για τις οποίες κάνει λόγο το άρθρο 1 ή στις παραβάσεις που έχουν το ίδιο ή παρεμφερές αντικείμενο ή αποτέλεσμα·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει σημαντικά το πρόστιμο που της επιβάλλεται με το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

57      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

58      Με τα αιτήματά της, η προσφεύγουσα ζητεί, κυρίως, τη μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και, επικουρικώς, την κατάργηση ή τη μείωση του προστίμου που της επιβάλλεται με την εν λόγω απόφαση.

 Α — Επί του αιτήματος περί μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

59      Προς στήριξη του αιτήματός της περί μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερεις λόγους, ο πρώτος εκ των οποίων αντλείται από πλάνη περί τα πράγματα και περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ όσον αφορά την ύπαρξη συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής πριν τον Αύγουστο του 2000, ο δεύτερος από πλάνη περί τα πράγματα και περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ όσον αφορά την ύπαρξη συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής μετά τον Αύγουστο του 2000, ο τρίτος από πρόδηλη έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά την ύπαρξη συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής με σκοπό να περιοριστεί η χρησιμοποίηση στη Γαλλία από την E.ON και την E.ON Ruhrgas (οι οποίες στο εξής θα αναφέρονται αδιακρίτως, καθώς και η Ruhrgas, ως E.ON) του αερίου που μεταφερόταν μέσω του αγωγού MEGAL και ο τέταρτος από πλάνη περί τα πράγματα και περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ όσον αφορά την ύπαρξη συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων μετά τον Αύγουστο του 2004.

1.     Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πλάνη περί τα πράγματα και περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ όσον αφορά την ύπαρξη συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής πριν τον Αύγουστο του 2000

60      Ο λόγος αυτός, στο πλαίσιο του οποίου η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ κρίνοντας ότι τα συνοδευτικά έγγραφα αντέβαιναν στο ως άνω άρθρο πριν τον Αύγουστο του 2000, περιλαμβάνει τρία σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο αντλείται από παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ λόγω του ότι τα έγγραφα αυτά δεν είχαν αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο ή αποτέλεσμα (έστω και δυνητικό) πριν τον Αύγουστο του 2000, το δεύτερο από παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ λόγω του ότι το ενδοκοινοτικό εμπόριο δεν επηρεάστηκε πριν τον Αύγουστο του 2000 και το τρίτο από παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, των κανόνων περί αποδείξεως και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως λόγω του ότι δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη της προβαλλομένης παραβάσεως μεταξύ Ιανουαρίου 1980 και Φεβρουαρίου 1999.

 Επί του πρώτου σκέλους

61      Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ διότι τα συνοδευτικά έγγραφα δεν είχαν ούτε ως αντικείμενο ούτε ως αποτέλεσμα (έστω και δυνητικό) τον περιορισμό του ανταγωνισμού στη γερμανική και στη γαλλική αγορά του αερίου πριν τον Αύγουστο του 2000.

62      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς.

63      Το επιζήμιο για τον ανταγωνισμό αντικείμενο και αποτέλεσμα μιας συμφωνίας αποτελούν όχι σωρευτικές αλλά διαζευκτικές προϋποθέσεις για να εκτιμηθεί αν μια τέτοια συμφωνία εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Κατά πάγια όμως νομολογία, ο διαζευκτικός χαρακτήρας αυτής της προϋποθέσεως, που εκφράζεται με τη χρήση του συνδέσμου «ή», επιβάλλει να εξετασθεί καταρχάς το αντικείμενο της συμφωνίας, λαμβανομένου υπόψη του οικονομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται. Αν πάντως από την ανάλυση του περιεχομένου της συμφωνίας δεν προκύψει ότι είναι αρκούντως επιζήμια για τον ανταγωνισμό, πρέπει να εξετασθούν τα αποτελέσματά της, προς επιβολή δε της απαγορεύσεως πρέπει να συντρέχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι πράγματι ο ανταγωνισμός είτε παρεμποδίστηκε είτε περιορίστηκε είτε νοθεύτηκε αισθητά. Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι παρέλκει η εξέταση των αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας εφόσον έχει αποδειχθεί το επιζήμιο για τον ανταγωνισμό αντικείμενο αυτής (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Οκτωβρίου 2009, C‑501/06 P, C‑513/06 P, C‑515/06 P και C‑519/06 P, GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑9291, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

64      Για να εκτιμηθεί ο επιζήμιος για τον ανταγωνισμό χαρακτήρας μιας συμφωνίας πρέπει να λαμβάνονται ιδίως υπόψη το περιεχόμενο των διατάξεών της, οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει, καθώς και το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται. Εξάλλου, μολονότι η πρόθεση των μερών δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της εξακριβώσεως του περιοριστικού χαρακτήρα μιας συμφωνίας, τίποτε δεν εμποδίζει την Επιτροπή ή τα δικαιοδοτικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να λαμβάνουν υπόψη την πρόθεση αυτή (βλ. απόφαση GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ., σκέψη 63 ανωτέρω, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

65      Επιπλέον, μια συμφωνία μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει περιοριστικό αντικείμενο ακόμη και αν δεν έχει ως αποκλειστικό σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού, αλλά επιδιώκει και άλλους, θεμιτούς, σκοπούς (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Απριλίου 2006, C‑551/03 P, General Motors κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑3173, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

66      Επισημαίνεται τέλος ότι κατ’ επανάληψη το Δικαστήριο έχει χαρακτηρίσει συμφωνίες που αποσκοπούν στη στεγανοποίηση των εθνικών αγορών με βάση τα εθνικά σύνορα ή δυσχεραίνουν την οικονομική αλληλοδιείσδυση των εθνικών αγορών, και ιδίως εκείνες που έχουν σκοπό την απαγόρευση ή τον περιορισμό των παράλληλων εξαγωγών, ως συμφωνίες που έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ (βλ., επ’ αυτού, απόφαση GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ., σκέψη 63 ανωτέρω, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

67      Υπό το φως των ως άνω εκτιμήσεων πρέπει να εξετασθούν οι δύο αιτιάσεις τις οποίες προέβαλε η προσφεύγουσα προς στήριξη του υπό κρίση σκέλους, οι οποίες αντλούνται, αφενός, από πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα και, αφετέρου, από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

68      Κατά πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα καθόσον εκτίμησε ότι τα συνοδευτικά έγγραφα είχαν αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο μεταξύ Ιανουαρίου 1980 και Αυγούστου 2000. Συναφώς, προβάλλει δύο σειρές επιχειρημάτων, εκ των οποίων η πρώτη αφορά τη μη συνεκτίμηση του νομικού και οικονομικού πλαισίου που υφίστατο κατά το χρονικό σημείο της υπογραφής των συνοδευτικών εγγράφων (βλ. σκέψεις 76 έως 111 κατωτέρω) και η δεύτερη τη μη συνεκτίμηση του σκοπού του αγωγού MEGAL και των εν λόγω εγγράφων (βλ. σκέψεις 73 έως 75 κατωτέρω).

69      Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι το γεγονός ότι δεν πραγματοποίησε πωλήσεις στη Γερμανία μεταξύ 1980 και 2000 ήταν απόρροια της συμπράξεως που προέκυπτε από τα συνοδευτικά έγγραφα. Συναφώς, προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τρεις σειρές επιχειρημάτων, εκ των οποίων η πρώτη αφορά αντικρουόμενες τοποθετήσεις της Επιτροπής (βλ. σκέψη 71 κατωτέρω), η δεύτερη τον απρόσφορο χαρακτήρα των παραδειγμάτων της Wingas και της Mobil (βλ. σκέψεις 102 και 103 κατωτέρω) και η τρίτη το γεγονός ότι με το να εστιάσει μόνο στη γερμανική αγορά και με το να μην αποδείξει την ύπαρξη ανταγωνισμού, έστω και δυνητικού, στη γαλλική αγορά το 1975, ή ακόμη και πριν το 2000, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι αυτό καθαυτό το αντικείμενο των συνοδευτικών εγγράφων, που υποτίθεται ότι ήταν να προστατεύσει η κάθε εμπλεκόμενη επιχείρηση την εγχώρια αγορά της, στοιχειοθετούσε αντιβαίνουσα στον ανταγωνισμό συμφωνία κατανομής αγορών (βλ. σκέψη 70 κατωτέρω).

70      Είναι εκ προοιμίου απορριπτέα ως αβάσιμα τα επιχειρήματα της τρίτης σειράς επιχειρημάτων που προβλήθηκε προς στήριξη της δεύτερης αιτιάσεως, τα οποία διατυπώθηκαν για πρώτη φορά κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, χωρίς να είναι καν αναγκαία η διατύπωση κρίσεως ως προς το παραδεκτό τους. Ειδικότερα, το γεγονός ότι, λόγω του μονοπωλίου που υφίστατο στη γαλλική αγορά, η προκύπτουσα από τα συνοδευτικά έγγραφα συμφωνία αφορούσε, μέχρι τις 10 Αυγούστου 2000, μόνο τη γερμανική αγορά του αερίου και συνεπώς στερούνταν αμοιβαιότητας μέχρι την ημερομηνία αυτή, δεν εμποδίζει να κριθεί ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις είχαν συνάψει συμφωνία έχουσα ως αντικείμενο την κατανομή αγορών. Έτσι, έστω και έχουσα τη μορφή μονοπωλίου, η γαλλική αγορά του αερίου υφίστατο πράγματι, εφόσον η μη ύπαρξη ανταγωνισμού στην αγορά αυτή λόγω ενός υφιστάμενου μονοπωλίου δεν σήμαινε ότι δεν υπήρχε αγορά. Η επίμαχη συμφωνία μπορούσε έτσι να αποσκοπεί, όπως επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 244 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην ενίσχυση των ως άνω μονοπωλίων πριν την απελευθέρωση της αγοράς και στην παρέλκυση των αποτελεσμάτων της απελευθερώσεως. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ορθώς έκρινε η Επιτροπή ότι τα συνοδευτικά έγγραφα αποτελούσαν συμφωνία κατανομής αγορών. Επιπλέον, όσον αφορά την ύπαρξη της παραβάσεως, είναι αδιάφορο αν η σύναψη της συμφωνίας που περιεχόταν στα συνοδευτικά έγγραφα ήταν εμπορικώς συμφέρουσα για τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, εφόσον αποδεικνύεται, βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον φάκελο της Επιτροπής, ότι οι επιχειρήσεις αυτές όντως συνήψαν την εν λόγω συμφωνία (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑67/00, T‑68/00, T‑71/00 και T‑78/00, JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2501, σκέψη 185), όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Έτσι, το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο της επίμαχης συμφωνίας δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι, λόγω του μονοπωλίου που υφίστατο στη γαλλική αγορά του αερίου, η E.ON αρχικώς δεν μπορούσε να ωφεληθεί από την ως άνω συμφωνία ή δεν είχε συμφέρον στη σύναψή της.

71      Είναι απορριπτέα επίσης τα επιχειρήματα της πρώτης σειράς επιχειρημάτων που προβλήθηκε προς στήριξη της δεύτερης αιτιάσεως, με την οποία η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η θέση της Επιτροπής ότι η γερμανική αγορά του αερίου ήταν ανοιχτή στον ανταγωνισμό μεταξύ 1980 και 2000 έρχεται σε αντίφαση με την εκ μέρους της παραδοχή ότι υπήρχαν πολυάριθμα προσκόμματα για την είσοδο στην εν λόγω αγορά πριν την απελευθέρωση και την εκτίμηση ότι τα συνοδευτικά έγγραφα δεν μπορούσαν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό πριν τα έτη 1998-2000. Ειδικότερα, μια αγορά μπορεί να είναι ανοιχτή στον ανταγωνισμό ενώ παρουσιάζει φραγμούς εισόδου, το δε γεγονός ότι μια συμφωνία έχει σημαντικές επιπτώσεις μόνο από ορισμένη ημερομηνία και μετά δεν σημαίνει ότι πριν την ημερομηνία αυτή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα.

72      Πρέπει κατόπιν να γίνει εξέταση των επιχειρημάτων τα οποία εκτίθενται στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως, προς απόδειξη του ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα εκτιμώντας ότι τα συνοδευτικά έγγραφα είχαν αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο μεταξύ Ιανουαρίου 1980 και Αυγούστου 2000.

73      Σε ό,τι αφορά, κατά πρώτον, τον σκοπό του αγωγού MEGAL και των συνοδευτικών εγγράφων, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

74      Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά, αφενός, τον σκοπό του αγωγού MEGAL, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 65 ανωτέρω, μια συμφωνία μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει περιοριστικό αντικείμενο ακόμη και αν δεν έχει ως αποκλειστικό σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού, αλλά επιδιώκει και άλλους, θεμιτούς, σκοπούς. Έτσι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η κατασκευή του αγωγού MEGAL αποσκοπούσε στο να εξασφαλίσει και να διαφοροποιήσει τον εφοδιασμό της Γαλλίας σε αέριο, τούτο δεν αποκλείει να είχε παρ’ όλ’ αυτά η οικεία συμφωνία αντικείμενο ή αποτελέσματα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό και κατά συνέπεια δεν αρκεί ώστε να καταστήσει την ως άνω συμφωνία θεμιτή βάσει του άρθρου 81 ΕΚ. Πρέπει να απορριφθεί, για τον ίδιο λόγο, το επιχείρημα της προσφεύγουσας σχετικά με τη συμφωνία την οποία συνήψε με τη MEGAL Finco στις 20 Ιουλίου 1981 και η οποία είχε κατά την προσφεύγουσα, βάσει του σκοπού της εξασφαλίσεως και της διαφοροποιήσεως του εφοδιασμού, νομική φύση παρόμοια προς εκείνη μιας συμφωνίας διαμετακομίσεως και, ως εκ τούτου, θεμιτή. Άλλωστε, η ως άνω συμφωνία δεν αποτελεί αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως και η Επιτροπή δεν θεώρησε ότι στοιχειοθετούσε σύμπραξη ή ότι αποτελούσε μέρος της εν προκειμένω διαπιστωθείσας συμπράξεως.

75      Όσον αφορά, αφετέρου, τον σκοπό των συνοδευτικών εγγράφων, αρκεί η διαπίστωση ότι, ακόμη και αν υποτεθεί, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ότι ο σκοπός τους ήταν να [απόρρητο] (1), το γεγονός αυτό δεν αποκλείει να είχαν τα έγγραφα αυτά επίσης και ένα αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο ή αποτέλεσμα. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν παρέσχε άμεση απόδειξη, χρονολογούμενη από την εποχή της υπογραφής των εγγράφων αυτών, που να τεκμηριώνει ότι τα συνοδευτικά έγγραφα είχαν τον σκοπό να [απόρρητο]. Ειδικότερα, τα έγγραφα στα οποία αναφέρθηκε συναφώς η προσφεύγουσα, στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και στα δικόγραφά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, χρονολογούνται από το 2004 και το 2006, ενώ το τελευταίο εξ αυτών αναφέρεται σε [απόρρητο]. Επιπλέον, τίποτε στο κείμενο των εγγράφων Direktion G ή Direktion I δεν παρέχει τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι τα έγγραφα αυτά ανταποκρίνονταν σε [απόρρητο].

76      Όσον αφορά, κατά δεύτερον, το νομικό και οικονομικό πλαίσιο που υφίστατο κατά το χρονικό σημείο της υπογραφής των συνοδευτικών εγγράφων, η προσφεύγουσα στηρίζεται στο ότι δεν υπήρχαν προοπτικές απελευθερώσεως και στο ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να αποτελούν ανταγωνιστές στη γερμανική και στη γαλλική αγορά του αερίου πριν το 2000.

77      Όσον αφορά, αφενός, τις προοπτικές απελευθερώσεως κατά την υπογραφή των συνοδευτικών εγγράφων, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας κατά την οποία δεν υπήρχαν τέτοιες προοπτικές.

78      Βεβαίως, τίποτε δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι η απελευθέρωση της αγοράς μπορούσε, κατά το χρονικό εκείνο σημείο, να προβλεφθεί βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα. Ιδίως, τα στοιχεία που επικαλέσθηκε η Επιτροπή στα δικόγραφά της δεν μπορούν να αποδείξουν ότι έτσι είχαν τα πράγματα. Ειδικότερα, η Επιτροπή δηλώνει ότι οι πρώτες βάσεις για την απελευθέρωση τέθηκαν κατά τη δεκαετία του 1980 και αναφέρεται συναφώς σε διάφορα κείμενα, από τα οποία το παλαιότερο είναι η λευκή βίβλος της 14ης Ιουνίου 1985 για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς. Το έγγραφο αυτό όμως όχι μόνο είναι μεταγενέστερο κατά δέκα έτη της υπογραφής των συνοδευτικών εγγράφων, αλλά επιπλέον δεν ασχολείται καν με τον τομέα της ενέργειας. Συναφώς, σε ό,τι αφορούσε τις βραχυπρόθεσμες ή μεσοπρόθεσμες προοπτικές, δεν ευσταθεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι, από τις απαρχές του σχεδίου κατασκευής του αγωγού MEGAL, μπορούσε να θεωρείται, βάσει της ως άνω λευκής βίβλου, ότι ήταν αναμενόμενη η απελευθέρωση σε νέα πεδία. Τα άλλα έγγραφα στα οποία αναφέρθηκε η Επιτροπή είναι ακόμη πιο πρόσφατα από την εν λόγω λευκή βίβλο και χρονολογούνται, αντιστοίχως, από το 1990 [οδηγία 90/377/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1990, σχετικά με μια κοινοτική διαδικασία για τη διαφάνεια των τιμών αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας για τον τελικό βιομηχανικό καταναλωτή (ΕΕ L 185, σ. 16)], από το 1991 [οδηγία 91/296/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 1991, για τη διαμετακόμιση φυσικού αερίου μέσω των μεγάλων δικτύων (ΕΕ L 147, σ. 37)] και από το 1994 [οδηγία 94/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, για τους όρους χορήγησης και χρήσης των αδειών αναζήτησης, εξερεύνησης και παραγωγής υδρογονανθράκων (ΕΕ L 164, σ. 3)]. Η πρόταση οδηγίας που κατέληξε στην έκδοση της πρώτης οδηγίας για το αέριο χρονολογείται από το 1992.

79      Εντούτοις, πρέπει να γίνει η ίδια επισήμανση στην οποία προέβη και η Επιτροπή, ότι δηλαδή η κατασκευή ενός αγωγού φυσικού αερίου όπως ο αγωγός MEGAL αποτελεί επένδυση ενόψει μιας πολύ μακροχρόνιας χρήσεως. H Επιτροπή έτσι βεβαίωσε, χωρίς να διαψεύδεται από την προσφεύγουσα, ότι η περίοδος εκμεταλλεύσεως ενός αγωγού φυσικού αερίου είναι γενικώς από 45 έως 65 έτη. Διαπιστώνεται ακόμη ότι, βάσει των άρθρων 2 ΕΚ και 3 ΕΚ, όπως ίσχυαν κατά την υπογραφή των συνοδευτικών εγγράφων, η Ένωση είχε ήδη κατά την ημερομηνία εκείνη ως σκοπό τη δημιουργία κοινής αγοράς, ο δε σκοπός αυτός συνεπαγόταν μεταξύ άλλων την άρση, μεταξύ των κρατών μελών, των ποσοτικών περιορισμών κατά την εισαγωγή και την εξαγωγή εμπορευμάτων, καθώς και όλων των άλλων μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος. Εξάλλου, το Δικαστήριο τότε είχε ήδη τονίσει ότι η απομόνωση των εθνικών αγορών ερχόταν σε σύγκρουση με έναν από τους κύριους σκοπούς της Συνθήκης, που ήταν η συγχώνευση των εθνικών αγορών σε μια ενιαία αγορά (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 1974, 192/73, Van Zuylen, Συλλογή τόμος 1974, σ. 371, σκέψη 13).

80      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να θεωρηθεί ότι, κατά τον χρόνο της υπογραφής των συνοδευτικών εγγράφων, η απελευθέρωση της αγοράς δεν μπορούσε να αποκλεισθεί μακροπρόθεσμα και αποτελούσε μια ευλόγως αναμενόμενη προοπτική. Τούτο εξάλλου επιβεβαιώθηκε κατ’ ουσίαν από την E.ON, η οποία ανέφερε στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 245 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το έγγραφο Direktion I καταρτίσθηκε «ως προληπτικό μέτρο […] για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να εκτεθεί το σχέδιο σε, έστω και καθαρά θεωρητικούς, κινδύνους, συνδεόμενους με μεταβολές των νομικών και οικονομικών συνθηκών οι οποίες ήταν αδύνατον να αποκλεισθούν πλήρως». Μολονότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα δεν συμφώνησε με την εν λόγω δήλωση, αυτή αποδεικνύει το λιγότερο ότι, για μια από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, δεν αποκλειόταν πλήρως μια νομική και οικονομική μετεξέλιξη και ότι το έγγραφο Direktion I είχε σκοπό την προφύλαξη από τις εξελίξεις αυτές.

81      Όσον αφορά, αφετέρου, την προβαλλόμενη απουσία ανταγωνισμού στη γερμανική και στη γαλλική αγορά του αερίου πριν το 2000, επισημαίνεται ότι το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ ισχύει αποκλειστικά στους τομείς που είναι ανοικτοί στον ανταγωνισμό, λαμβανομένων υπόψη των όρων που διατυπώνονται στη διάταξη αυτή, σχετικά με τις επιπτώσεις επί του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών και τις επιπτώσεις επί του ανταγωνισμού (βλ., κατ’ αναλογίαν, σχετικά με τους όμοιους όρους του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2000, T‑298/97, T‑312/97, T‑313/97, T‑315/97, T‑600/97 έως T‑607/97, T‑1/98, T‑3/98 έως T‑6/98 και T‑23/98, Alzetta κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2319, σκέψη 143).

82      Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι η εξέταση των όρων του ανταγωνισμού γίνεται όχι μόνο βάσει του νυν υφιστάμενου ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων που είναι ήδη παρούσες στην επίμαχη αγορά, αλλά και βάσει του δυνητικού ανταγωνισμού, προκειμένου να διαπιστωθεί αν, λαμβανομένης υπόψη της διαρθρώσεως της αγοράς και του οικονομικού και νομικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία της, υφίστανται πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες ανταγωνισμού μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων ή αν ένας νέος ανταγωνιστής μπορεί να διεισδύσει στην επίμαχη αγορά και να ανταγωνισθεί τις ήδη εγκατεστημένες επιχειρήσεις (απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Φεβρουαρίου 1991, C‑234/89, Δηλιμίτης, Συλλογή 1991, σ. I‑935, σκέψη 21· απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, T‑374/94, T‑375/94, T‑384/94 και T‑388/94, European Night Services κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑3141, σκέψη 137, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Απριλίου 2011, T‑461/07, Visa Europe και Visa International Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑1729, σκέψη 68).

83      Προκειμένου να εξακριβώσει αν μια επιχείρηση αποτελεί δυνητικό ανταγωνιστή σε μια αγορά, η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει αν, σε περίπτωση που δεν εφαρμοζόταν η επίμαχη συμφωνία, η επιχείρηση αυτή θα είχε πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες να διεισδύσει στην εν λόγω αγορά και να ανταγωνισθεί τις ήδη εγκατεστημένες σε αυτήν επιχειρήσεις. Η απόδειξη αυτή δεν μπορεί να βασίζεται σε απλή υπόθεση, αλλά πρέπει να τεκμηριώνεται από πραγματικά στοιχεία ή από ανάλυση των δομών της οικείας αγοράς. Έτσι, μια επιχείρηση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δυνητικός ανταγωνιστής αν η είσοδός της στην αγορά δεν ανταποκρίνεται σε βιώσιμη εμπορική στρατηγική (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Visa Europe και Visa International Service κατά Επιτροπής, σκέψη 82 ανωτέρω, σκέψεις 166 και 167).

84      Αναγκαστικά επομένως, μολονότι η πρόθεση της επιχειρήσεως για διείσδυσή της σε αγορά αποτελεί ενδεχομένως στοιχείο κρίσιμο προκειμένου να εξακριβωθεί αν μπορεί να θεωρηθεί δυνητικός ανταγωνιστής στην εν λόγω αγορά, εντούτοις το βασικό στοιχείο επί του οποίου πρέπει να στηρίζεται ένα τέτοιο συμπέρασμα είναι η ικανότητά της να διεισδύσει στην εν λόγω αγορά (απόφαση Visa Europe και Visa International Service κατά Επιτροπής, σκέψη 82 ανωτέρω, σκέψη 168).

85      Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της καταστάσεως της γαλλικής και της καταστάσεως της γερμανικής αγοράς του αερίου.

86      Σε ό,τι αφορά τη γαλλική αγορά, δεν αμφισβητείται ότι το μονοπώλιο εισαγωγής και προμήθειας αερίου το οποίο είχε η προσφεύγουσα από το 1946 καταργήθηκε μόλις την 1η Ιανουαρίου 2003, μολονότι η προθεσμία για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της πρώτης οδηγίας για το αέριο έληγε στις 10 Αυγούστου 2000. Επομένως, τουλάχιστον μέχρι τις 10 Αυγούστου 2000, δεν υφίστατο στη γαλλική αγορά του αερίου ανταγωνισμός, έστω και δυνητικός, και, ως προς την αγορά αυτή, η επίμαχη συμπεριφορά δεν ενέπιπτε στο άρθρο 81 ΕΚ. Η δε κατάσταση που υπήρχε μετά την εν λόγω ημερομηνία θα εξετασθεί στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

87      Όσον αφορά τη γερμανική αγορά, η Επιτροπή διέψευσε, στην αιτιολογική σκέψη 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τη θέση ότι η προσφεύγουσα ουδέποτε αποτέλεσε δυνητικό ανταγωνιστή της E.ON πριν την απελευθέρωση της αγοράς. Υπογράμμισε συναφώς ότι το γερμανικό δίκαιο ουδέποτε απαγόρευσε την είσοδο νέων προμηθευτών στην αγορά, αλλά επέτρεπε απλώς στους παραδοσιακούς προμηθευτές να θέσουν σημαντικούς φραγμούς εισόδου διά της συνάψεως συμφωνιών οι οποίες εξαιρούνταν από την εφαρμογή της νομοθεσίας για τον ανταγωνισμό. Εξάλλου, η Επιτροπή ανέφερε ότι η εξαίρεση των συμφωνιών αυτών δεν είχε απόλυτη εφαρμογή, αλλά εξαρτιόταν από ορισμένες προϋποθέσεις. Οι συμφωνίες για τις οποίες γινόταν επίκληση της εξαιρέσεως έπρεπε να κοινοποιηθούν στην αρμόδια αρχή ανταγωνισμού, η οποία είχε τη δυνατότητα να απαγορεύσει μια συμφωνία αν θεωρούσε ότι συνιστούσε κατάχρηση της νόμιμης εξαιρέσεως. Τέλος, βρίσκοντας έρεισμα στις περιπτώσεις της Wingas και της Mobil, η Επιτροπή επισήμανε ότι η δυνατότητα ασκήσεως ανταγωνισμού, παρά τους πολύ σημαντικούς φραγμούς εισόδου, δεν ήταν απλώς θεωρητική. Συμπέρανε εξ αυτού ότι η προσφεύγουσα μπορούσε να πωλήσει αέριο στην παραδοσιακή ζώνη εφοδιασμού της E.ON, παρά τους σημαντικούς φραγμούς εισόδου, οπότε μπορούσε να θεωρηθεί ως δυνητικός ανταγωνιστής της E.ON καθ’ όλο το επίμαχο χρονικό διάστημα. H Επιτροπή ανέφερε επίσης, στην αιτιολογική σκέψη 240 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν αμφισβητούσε ούτε την ύπαρξη φραγμών εισόδου ούτε το γεγονός ότι δεν υπήρχε παρά ελάχιστος διασυνοριακός ανταγωνισμός μεταξύ των παραδοσιακών φορέων. Υπογράμμισε ακόμη, στην αιτιολογική σκέψη 294 της εν λόγω αποφάσεως, ότι νόμιμο μονοπώλιο της E.ON ή οποιουδήποτε άλλου παραδοσιακού φορέα εντός της Γερμανίας δεν προβλεπόταν ούτε από τον EnWG του 1935 ούτε από το άρθρο 103 του GWB.

88      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τις ως άνω εκτιμήσεις, υποστηρίζοντας ότι η γερμανική αγορά του αερίου ήταν τελείως κλειστή στον ανταγωνισμό λόγω νομοθετικών και κανονιστικών εμποδίων, λόγω της δομής της και λόγω της απουσίας προσβάσεως τρίτων στο δίκτυο (στο εξής: ΠΤ), οπότε δεν μπορούσε να αποτελεί ανταγωνιστή της E.ON στην εν λόγω αγορά.

89      Πρέπει συναφώς να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, του χρονικού διαστήματος από 1980 μέχρι 1998 και, αφετέρου, του χρονικού διαστήματος από 1998 μέχρι 2000.

90      Όσον αφορά, κατά πρώτον, το χρονικό διάστημα από 1980 μέχρι 1998, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1990, το άρθρο 103, παράγραφος 5, του GWB προέβλεπε ότι κατά κανόνα η άρνηση παροχής προσβάσεως στο δίκτυο ήταν εύλογη εφόσον η αίτηση αυτή παροχής προσβάσεως αφορούσε την προμήθεια αερίου σε πελάτη ο οποίος ευρισκόταν εντός της γεωγραφικής περιοχής την οποία εξυπηρετούσε ο πάροχος προς τον οποίον απευθυνόταν η αίτηση. Βεβαίως, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, αυτό το είδος τεκμηρίου περί νομιμότητας της αρνήσεως παροχής προσβάσεως στο δίκτυο ίσχυε μόνο κατά γενικό κανόνα και υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Εντούτοις, όπως υποστήριξε η προσφεύγουσα χωρίς να αντικρουσθεί από την Επιτροπή, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία), σε απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 1994 (NJW 1995, σ. 2718), υπογράμμισε ότι, βάσει του άρθρου 103 του GWB, όπως ίσχυε πριν το 1990, στην πράξη αποκλειόταν ο έλεγχος της καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως όσον αφορά ζεύξεις διασυνδέσεως με το δίκτυο μεταφοράς.

91      Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι αναμφισβήτητα, μέχρι τις 24 Απριλίου 1998, το άρθρο 103, παράγραφος 1, του GWB εξαιρούσε από τις διατάξεις του εν λόγω νόμου με τις οποίες απαγορεύονταν οι θίγουσες τον ανταγωνισμό συμφωνίες, αφενός, τις συμφωνίες οριοθετήσεως, ήτοι τις συμφωνίες με τις οποίες οι παρέχουσες δημόσια υπηρεσία εταιρίες συνήπταν μεταξύ τους συμφωνία για τη μη προμήθεια αερίου σε μια συγκεκριμένη εδαφική περιοχή και, αφετέρου, τις συμφωνίες αποκλειστικής παραχωρήσεως, ήτοι τις συμφωνίες με τις οποίες ένας οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης παραχωρούσε αποκλειστικό δικαίωμα χρήσεως σε μια εταιρία η οποία παρείχε δημόσια υπηρεσία, επιτρέποντάς της να χρησιμοποιεί δημόσια ακίνητα για την κατασκευή και την εκμετάλλευση δικτύων διανομής αερίου.

92      Ασφαλώς, από την αιτιολογική σκέψη 23 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, για να εφαρμοσθούν, οι συμφωνίες αυτές έπρεπε να κοινοποιηθούν στο Bundeskartellamt που είχε την εξουσία να τις απαγορεύσει εφόσον εκτιμούσε ότι η επίμαχη συμφωνία συνιστούσε κατάχρηση δικαιώματος. Ομοίως, όπως εξέθεσε η Επιτροπή, καμία επιχείρηση δεν ήταν υποχρεωμένη να μετάσχει στις συμφωνίες οριοθετήσεως, οι δε συμφωνίες αυτές δέσμευαν μόνο τους συμβαλλομένους, οπότε δεν μπορούσαν να απαγορεύσουν σε τρίτο, όπως η προσφεύγουσα, την πώληση αερίου.

93      Εντούτοις, από την αιτιολογική σκέψη 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η σωρευτική χρήση των συμφωνιών οριοθετήσεως και των συμφωνιών αποκλειστικής παραχωρήσεως είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργείται εκ των πραγμάτων ένα σύστημα αποκλειστικών ζωνών εφοδιασμού εντός των οποίων μία και μόνο επιχείρηση φυσικού αερίου μπορούσε να εφοδιάζει πελάτες με αέριο, χωρίς πάντως να υπάρχει εκ του νόμου απαγόρευση προς άλλες εταιρίες να προμηθεύουν αέριο.

94      Η Επιτροπή δέχεται εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 371 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι Γερμανοί παραδοσιακοί προμηθευτές είχαν εκ των πραγμάτων μονοπώλιο ο καθένας στη ζώνη εφοδιασμού του. Επιβεβαιώνει το γεγονός αυτό και στα δικόγραφά της, όπου δέχεται την ύπαρξη, μεταξύ 1980 και 1998, «εκ των πραγμάτων εδαφικών μονοπωλίων» ή «απλώς εν τοις πράγμασι μονοπωλίων».

95      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να θεωρηθεί ότι, τουλάχιστον μέχρι τις 24 Απριλίου 1998, η γερμανική αγορά του αερίου χαρακτηριζόταν από την ύπαρξη εκ των πραγμάτων εδαφικών μονοπωλίων. Αυτή η στεγανοποίηση της γερμανικής αγοράς του αερίου ενισχυόταν επιπλέον, κατά την περίοδο εκείνη, από τις περιστάσεις στις οποίες αναφέρθηκε η προσφεύγουσα, οι οποίες συνίσταντο αφενός στο ότι η εν λόγω αγορά ήταν διαρθρωμένη σε τρία επίπεδα τα οποία αποτελούσαν ισάριθμες διαφορετικές αγορές, με συνέπεια να είναι απαραίτητη η σύναψη περισσοτέρων συμβάσεων μεταφοράς μέχρι την άφιξη στον τελικό πελάτη και, αφετέρου, στο ότι δεν υπήρχε καμία διάταξη για την ΠΤ.

96      Διαπιστώνεται ότι η κατάσταση αυτή, που υφίστατο στη γερμανική αγορά του αερίου μέχρι τις 24 Απριλίου 1998, μπορούσε να οδηγήσει σε πλήρη απουσία ανταγωνισμού, όχι μόνο πραγματικού, αλλά και δυνητικού, στην ως άνω αγορά. Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι έχει κριθεί ότι το γεωγραφικό μονοπώλιο τοπικών επιχειρήσεων διανομής αερίου εμπόδιζε οποιονδήποτε πραγματικό μεταξύ τους ανταγωνισμό (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Σεπτεμβρίου 2005, T‑87/05, EDP κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑3745, σκέψη 117).

97      Ούτε όμως στην προσβαλλόμενη απόφαση ούτε στη δικογραφία περιέχονται στοιχεία που να αποδεικνύουν επαρκώς κατά νόμο ότι, σε περίπτωση μη εφαρμογής της επίμαχης συμφωνίας και παρά τα χαρακτηριστικά της γερμανικής αγοράς του αερίου που εκτίθενται στις σκέψεις 90 έως 95 ανωτέρω, υφίστατο, μέχρι τις 24 Απριλίου 1998, για την προσφεύγουσα πραγματική και συγκεκριμένη δυνατότητα να διεισδύσει στη γερμανική αγορά του αερίου και να ανταγωνισθεί τις ήδη εγκατεστημένες επιχειρήσεις, όπως επιτάσσει η νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 82 και 83 ανωτέρω.

98      Έτσι, το γεγονός για το οποίο κάνει λόγο η αιτιολογική σκέψη 294 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δηλαδή δεν υπήρχε στη Γερμανία μονοπώλιο εκ του νόμου, δεν ασκεί επιρροή. Ειδικότερα, για να κριθεί αν υπάρχει σε μια αγορά δυνητικός ανταγωνισμός, η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει τις πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες όσον αφορά την ύπαρξη ανταγωνισμού μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων ή όσον αφορά το κατά πόσον ένας νέος ανταγωνιστής μπορεί να διεισδύσει στην ως άνω αγορά και να ανταγωνισθεί τις ήδη εγκατεστημένες επιχειρήσεις. Η ως άνω εξέταση της Επιτροπής πρέπει να διενεργείται λαμβανομένων υπόψη αντικειμενικώς των δυνατοτήτων αυτών, με συνέπεια να μην ασκεί επιρροή το αν οι ως άνω δυνατότητες αποκλείονται λόγω ενός μονοπωλίου το οποίο ανάγεται ευθέως στην εθνική νομοθεσία ή το οποίο ανάγεται εμμέσως στην πραγματική κατάσταση που προκύπτει από την εφαρμογή της εν λόγω νομοθεσίας.

99      Εξάλλου, η διαπίστωση, στην αιτιολογική σκέψη 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσφεύγουσα όχι μόνο είχε το δικαίωμα, από νομικής απόψεως, να πωλήσει αέριο στην παραδοσιακή ζώνη εφοδιασμού της E.ON, αλλά αυτό ήταν και στην πράξη δυνατόν (παρά τους σημαντικούς φραγμούς εισόδου), δεν μπορεί να αποτελέσει, αυτή καθεαυτή, επαρκή απόδειξη της υπάρξεως δυνητικού ανταγωνισμού. Ειδικότερα, η καθαρά θεωρητική δυνατότητα εισόδου της προσφεύγουσας στην αγορά δεν είναι αρκετή για να αποδείξει την ύπαρξη τέτοιου ανταγωνισμού. Επιπλέον, η ως άνω διαπίστωση στηρίζεται σε απλή υπόθεση και δεν αποτελεί απόδειξη στηριζόμενη σε πραγματικά στοιχεία ή σε ανάλυση των δομών της οικείας αγοράς, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 83 ανωτέρω, αφού μάλιστα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 102 και 103 κατωτέρω, τα παραδείγματα που παρατέθηκαν προς στήριξή της είναι αλυσιτελή.

100    Το ίδιο ισχύει για τις συνθήκες που επισημαίνονται στην αιτιολογική σκέψη 240 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δηλαδή οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αποτελούσαν σημαντικούς συντελεστές του ευρωπαϊκού τομέα του φυσικού αερίου και η καθεμία τους έπρεπε να θεωρηθεί ως νέος φυσικός ανταγωνιστής στην αγορά της άλλης, ή ότι ήταν ισχυροί ανταγωνιστές, οι οποίοι καταρχήν είχαν κάθε δυνατότητα να επιτύχουν να διεισδύσουν στη γειτονική αγορά, ή τέλος ότι η Γερμανία και η Γαλλία αποτελούσαν στενά συνδεδεμένες γειτονικές αγορές πράγμα το οποίο αυξάνει τις πιθανότητες επιτυχίας. Ειδικότερα, τέτοια γενικά και αφηρημένα στοιχεία δεν παρέχουν τη δυνατότητα να αποδειχθεί ότι, παρά την κατάσταση του ανταγωνισμού που επικρατούσε στη γερμανική αγορά του αερίου, η προσφεύγουσα θα ήταν σε θέση, σε περίπτωση μη εφαρμογής της επίμαχης συμφωνίας, να διεισδύσει στην ως άνω αγορά.

101    Τα ανωτέρω ισχύουν, για τους ίδιους λόγους, και ως προς τα στοιχεία, τα οποία υπενθυμίζονται στην αιτιολογική σκέψη 240 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με τα οποία οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν την αναγκαία ισχύ, τα αναγκαία πλεονεκτήματα και την αναγκαία υποδομή ώστε να μπορέσουν να διεισδύσουν στην αγορά, οι δε θυγατρικές EEG και PEG της προσφεύγουσας, καθώς και η μειοψηφική συμμετοχή της στην GASAG και στη VNG, αποτελούσαν ισχυρά πλεονεκτήματα για την ενίσχυση της θέσεώς της στην ως άνω αγορά.

102    Τα παραδείγματα της Wingas και της Mobil, που υπενθυμίζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 30 και 243 της προσβαλλομένης αποφάσεως προς απόδειξη του ότι ήταν δυνατή η διείσδυση στη γερμανική αγορά του αερίου, δεν είναι κατάλληλα για να στηρίξουν τον συλλογισμό της Επιτροπής, όπως υποστηρίζει κατ’ ουσίαν η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της δεύτερης σειράς επιχειρημάτων την οποία προβάλλει προς στήριξη της δεύτερης αιτιάσεως του υπό κρίση σκέλους. Ειδικότερα, αφενός, από την αιτιολογική σκέψη 30 της εν λόγω αποφάσεως προκύπτει ότι η Wingas είναι κοινοπραξία της BASF και της Gazprom η οποία πέτυχε να διεισδύσει στη γερμανική αγορά του αερίου στη δεκαετία του 1990 χάρη στον εφοδιασμό σε αέριο στον οποίο προέβαινε η τελευταία επιχείρηση και στην κατασκευή ενός τεράστιου δικτύου νέων αγωγών φυσικού αερίου που αναπτύσσονταν παράλληλα προς τους αγωγούς της E.ON και άλλων παραδοσιακών προμηθευτών. Όπως όμως υποστήριξε η προσφεύγουσα, η Επιτροπή έκρινε στην από 29 Σεπτεμβρίου 1999 απόφασή της στην υπόθεση IV/M.1383, Exxon/Mobil (στο εξής: απόφαση Exxon/Mobil), ότι η εμπειρία της Wingas είχε ελάχιστες πιθανότητες να επαναληφθεί, δεδομένου ότι η ως άνω επιχείρηση ήταν ένας επιτυχημένος συνδυασμός ενός πολύ μεγάλου (πιθανόν και του μεγαλύτερου) Γερμανού βιομηχανικού καταναλωτή φυσικού αερίου και ενός πολύ μεγάλου Ρώσου παραγωγού (βλ. αιτιολογική σκέψη 100 της αποφάσεως Exxon/Mobil). Επιπλέον, από την έκθεση σχετικά με την έρευνα της Επιτροπής στον τομέα της ενέργειας (SEC/2006/1724), στην οποία αναφέρθηκε η προσφεύγουσα, προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της εν λόγω εκθέσεως, η Wingas εθεωρείτο ως «ήδη εγκατεστημένη» και όχι ως «νεοεισερχόμενη», λόγω της μοναδικής θέσεως που κατείχε στη γερμανική αγορά. Αφετέρου, η Mobil εισήλθε στη γερμανική αγορά του αερίου επίσης κατά τη δεκαετία του 1990, διαπραγματευόμενη την πρόσβαση στα δίκτυα των παραδοσιακών φορέων εκμεταλλεύσεως των δικτύων μεταφοράς. Διαπιστώνεται όμως ότι η ίδια η Επιτροπή επισήμανε ότι η Mobil ευρισκόταν σε κάπως ασυνήθιστη θέση στη Γερμανία (βλ. αιτιολογική σκέψη 251 της αποφάσεως Exxon/Mobil). Υπογράμμισε ιδίως ότι η ως άνω επιχείρηση παρήγε σημαντικό μερίδιο του γερμανικού αερίου και ανήκε στις κατεστημένες επιχειρήσεις στον τομέα του φυσικού αερίου στη Γερμανία, αναμφίβολα δε αυτός ήταν ο λόγος, κατά την Επιτροπή, για τον οποίο μπόρεσε να εισαγάγει αέριο στη Γερμανία χωρίς να διαθέτει ιδιόκτητο δίκτυο αγωγών φυσικού αερίου υψηλής πιέσεως, αλλά μέσω ΠΤ. Η Επιτροπή ανέφερε και για τη Mobil ότι ευρισκόταν σε μοναδική θέση (βλ. αιτιολογική σκέψη 219 της αποφάσεως Exxon/Mobil).

103    Βεβαίως, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η προσφεύγουσα διέθετε και αυτή πλεονεκτήματα και η περίπτωσή της δεν ήταν συνηθισμένη. Εντούτοις, δεδομένου του μοναδικού και ιδιάζοντος χαρακτήρα των περιπτώσεων της Wingas και της Mobil, τον οποίο αναγνώρισε και η Επιτροπή, οι περιπτώσεις αυτές δεν μπορούν από μόνες τους να αποδείξουν πραγματική και συγκεκριμένη δυνατότητα, για ένα νεοεισερχόμενο, να διεισδύσει στη γερμανική αγορά του αερίου και να ανταγωνισθεί τις ήδη εγκατεστημένες επιχειρήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι, όπως υποστήριξε η προσφεύγουσα, επιχειρήσεις, ειδικότερα [απόρρητο], που ευρίσκονταν στην ίδια με εκείνη θέση, δηλαδή επιχειρήσεις που κατείχαν δεσπόζουσα θέση σε όμορη χώρα και διέθεταν αγωγό φυσικού αερίου στη Γερμανία δεν μπόρεσαν να εισέλθουν στη γερμανική αγορά του αερίου, πράγμα που αναγνωρίζει άλλωστε η Επιτροπή, υπενθυμίζοντας πάντως ότι η Mobil και Wingas εισήλθαν στην εν λόγω αγορά.

104    Εν πάση περιπτώσει, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει κανένα στοιχείο, έστω και γενικό, που να αποδεικνύει ότι, κατά το διάστημα μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1980 και 24ης Απριλίου 1998, παρά το γεγονός της υπάρξεως περιφερειακών μονοπωλίων στη γερμανική αγορά του αερίου, η κατασκευή αγωγών για τη διέλευση του αερίου ή η σύναψη συμβάσεων για την πρόσβαση στο δίκτυο με παραδοσιακό φορέα στο δρομολόγιο του αγωγού MEGAL δεν ανταποκρινόταν σε βιώσιμη εμπορική στρατηγική, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 83 ανωτέρω, και αντιπροσώπευε πραγματική και συγκεκριμένη δυνατότητα, για φορέα όπως η προσφεύγουσα, που ήταν συνιδιοκτήτρια του αγωγού MEGAL, να διεισδύσει στην ως άνω αγορά και να ανταγωνισθεί τις ήδη εγκατεστημένες σε αυτήν επιχειρήσεις. Ειδικότερα, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο βάσει του οποίου θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η είσοδος της προσφεύγουσας στην αγορά μπορούσε να πραγματοποιηθεί, με αυτά τα μέσα, αρκετά γρήγορα ώστε η απειλή της ενδεχόμενης εισόδου να δημιουργεί πίεση στη συμπεριφορά των φορέων που δραστηριοποιούνται στην αγορά ή με οικονομικά ανεκτό κόστος. Διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει κανένα στοιχείο βάσει του οποίου θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή προέβη σε εξέταση της υπάρξεως δυνητικού ανταγωνισμού σύμφωνα με τις απαιτήσεις της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 83 ανωτέρω.

105    Βάσει των ανωτέρω, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού στη γερμανική αγορά του αερίου από την 1η Ιανουαρίου 1980 μέχρι τις 24 Απριλίου 1998.

106    Εξάλλου, υπογραμμίζοντας, στην αιτιολογική σκέψη 372 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, με την κατάργηση, στις 24 Απριλίου 1998, της εξαιρέσεως από το δίκαιο του ανταγωνισμού η οποία ίσχυε για τις συμφωνίες οριοθετήσεως, ο Γερμανός νομοθέτης όρισε σαφώς ότι ο τομέας του αερίου θα ήταν ανοικτός στον ανταγωνισμό από την ημερομηνία αυτή και στο εξής, η Επιτροπή δέχεται, εμμέσως τουλάχιστον, ότι, πριν από την ως άνω ημερομηνία, ο Γερμανός νομοθέτης εκτιμούσε ότι ο τομέας του αερίου δεν ήταν ανοικτός στον ανταγωνισμό και, κατά συνέπεια, δεν υφίστατο δυνητικός ανταγωνισμός.

107    Όσον αφορά, κατά δεύτερον, το διάστημα μεταξύ 24ης Απριλίου 1998 και 10ης Αυγούστου 2000, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι περιορισμοί που απέρρεαν από το τεκμήριο περί νομιμότητας της αρνήσεως παροχής προσβάσεως στο δίκτυο και από την εξαίρεση που ίσχυε για τις συμφωνίες οριοθετήσεως και αποκλειστικής παραχωρήσεως είχαν παύσει να ισχύουν κατά το εν λόγω διάστημα, λόγω των νομοθετικών μεταβολών που είχαν προηγηθεί.

108    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει πάντως ότι, μέχρι το 2000, δεν ίσχυε στη Γερμανία καμία διάταξη για την ΠΤ, ενώ οι πρώτες συμφωνίες που προέβλεπαν ΠΤ υπογράφηκαν από το έτος αυτό και μετά.

109    Συναφώς, επισημαίνεται καταρχάς ότι η μη ύπαρξη κανόνων για την ΠΤ όσον αφορά τη μεταφορά και τη διανομή αερίου αντιπροσωπεύει μεν φραγμό εισόδου στη γερμανική αγορά του αερίου, αλλά δεν μπορεί να συνεπάγεται πλήρη αδυναμία προσβάσεως, πολλώ μάλλον διότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 90 ανωτέρω, από την 1η Ιανουαρίου 1990 είχε καταργηθεί το τεκμήριο περί νομιμότητας της αρνήσεως παροχής προσβάσεως στο δίκτυο. Έτσι, το γεγονός ότι, ελλείψει κανόνων για την ΠΤ στη Γερμανία κατά την επίμαχη περίοδο, ο ιδιοκτήτης που εκμεταλλευόταν δίκτυο δεν εξαναγκαζόταν να παράσχει πρόσβαση σε κάποιον από τους ανταγωνιστές του δεν σημαίνει ότι αποκλειόταν η δυνατότητα διαπραγματεύσεως μιας τέτοιας προσβάσεως. Εν πάση περιπτώσει, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, από την 1η Ιανουαρίου 1999, το δικαίωμα της ΠΤ απορρέει από το άρθρο 19, παράγραφος 4, σημείο 4, του GWB, που αφορά την πρόσβαση στην αναγκαία υποδομή, πράγμα που δεν αμφισβήτησε η προσφεύγουσα.

110    Όσον αφορά τη διάρθρωση της γερμανικής αγοράς, έστω και αν μπορούσε επίσης να αποτελέσει φραγμό εισόδου στην ως άνω αγορά κατά το διάστημα μεταξύ 24ης Απριλίου 1998 και 10ης Αυγούστου 2000, εντούτοις κανένα στοιχείο δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι, κατά το εν λόγω διάστημα, που είναι μεταγενέστερο των νομοθετικών μεταβολών οι οποίες επήλθαν το 1998, η ως άνω διάρθρωση μπορούσε αφεαυτής ή σε συνδυασμό με την έλλειψη κανόνα για τις ΠΤ να αποκλείσει πλήρως την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού στη γερμανική αγορά. Άλλωστε, η προσφεύγουσα αρκείται να υποστηρίξει ότι η εν λόγω διάρθωση αποτελούσε σημαντικό φραγμό εισόδου, ενισχυόμενο από την κάθετη ολοκλήρωση των επιχειρήσεων χονδρικής οι οποίες είχαν διαπεριφερειακή εμβέλεια. Δεν υποστηρίζει όμως ότι η διάθρωση αυτή εμπόδισε κάθε διείσδυση στην αγορά.

111    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, διαπιστώνεται ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι εσφαλμένως συνήγαγε η Επιτροπή ότι υφίστατο δυνητικός ανταγωνισμός στη γερμανική αγορά του αερίου μεταξύ 24ης Απριλίου 1998 και 10ης Αυγούστου 2000.

112    Βάσει όλων των ανωτέρω, το πρώτο σκέλος πρέπει να γίνει δεκτό κατά το μέτρο που αφορά το διάστημα μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1980 και 24ης Απριλίου 1998 και να απορριφθεί κατά το μέτρο που αφορά το διάστημα μεταξύ 24ης Απριλίου 1998 και 10ης Αυγούστου 2000.

113    Εφόσον το πρώτο σκέλος έγινε εν μέρει μόνο δεκτό, πρέπει να εξετασθούν και τα λοιπά σκέλη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως στο μέτρο που αφορούν το διάστημα μεταξύ 24ης Απριλίου 1998 και 10ης Αυγούστου 2000.

 Επί του δευτέρου σκέλους

114    Στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την εκτίμηση της Επιτροπής κατά την οποία η σύμπραξη είχε αισθητό αποτέλεσμα, πραγματικό ή δυνητικό, στο εμπόριο αερίου μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας πριν τον Αύγουστο του 2000.

115    Συναφώς, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δύο αιτιάσεις, εκ των οποίων η πρώτη αντλείται από πλημμελή αιτιολογία και η δεύτερη από πλάνη περί τα πράγματα και περί το δίκαιο.

–       Επί της πρώτης αιτιάσεως

116    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει πλημμελή αιτιολογία καθόσον δεν κατέδειξε σε ποιον βαθμό η σύμπραξη επηρέασε το εμπόριο αερίου μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας από την 1η Ιανουαρίου 1980 και ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ συνέτρεχαν κατά το χρονικό εκείνο σημείο.

117    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 67, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Ιουλίου 2006, T‑304/02, Hoek Loos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1887, σκέψη 54). Κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία βλαπτικής αποφάσεως πρέπει να επιτρέπει την αποτελεσματική άσκηση του ελέγχου της νομιμότητάς της και να παρέχει στον ενδιαφερόμενο τα στοιχεία που του είναι αναγκαία προκειμένου να κρίνει αν η απόφαση είναι βάσιμη ή όχι. Η επάρκεια της αιτιολογίας αυτής πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της επίμαχης πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως προς παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 28ης Απριλίου 1994, T‑38/92, AWS Benelux κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑211, σκέψη 26, και της 14ης Μαΐου 1998, T‑310/94, Gruber + Weber κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1043, σκέψη 209).

118    Εν προκειμένω, η Επιτροπή υπενθύμισε, στην αιτιολογική σκέψη 261 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά τη νομολογία, για να μπορεί μια συμφωνία να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, πρέπει να προκύπτει από ένα σύνολο αντικειμενικών νομικών ή πραγματικών στοιχείων σημαντική πιθανότητα να μπορέσει να επιφέρει άμεσες ή έμμεσες, πραγματικές ή δυνητικές επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Στην αιτιολογική σκέψη 262 της εν λόγω αποφάσεως η Επιτροπή πρόσθεσε ότι, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την έννοια του επηρεασμού του εμπορίου των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2004, C 101, σ. 81), οι συμφωνίες κατανομής αγορών οι οποίες καλύπτουν περισσότερα του ενός κράτη μέλη δύνανται από την ίδια τη φύση τους να εναρμονίσουν τους όρους του ανταγωνισμού και να επηρεάσουν την αλληλοδιείσδυση του εμπορίου, εφόσον εκτρέπουν τα εμπορικά ρεύματα από τον παραδοσιακό τους προσανατολισμό, και να επηρεάσουν έτσι το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Κατόπιν επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 263 της ως άνω αποφάσεως, ότι η εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ σε συμφωνία κατανομής αγορών και σε εναρμονισμένη πρακτική δεν περιορίζεται μόνο στο τμήμα των πωλήσεων των μετεχόντων σε αυτές το οποίο πράγματι συνεπαγόταν τη μεταφορά εμπορευμάτων από ένα κράτος μέλος σε άλλο και ότι το γεγονός ότι τα προϊόντα, ως εκ της φύσεώς τους, μπορούν εύκολα να αποτελέσουν αντικείμενο διασυνοριακού εμπορίου παρέχει σαφή ένδειξη για το αν το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο μπορεί να επηρεασθεί. Στην ίδια αιτιολογική σκέψη, η Επιτροπή δέχθηκε ότι, εν προκειμένω, επιδιώκοντας τη διατήρηση αμετάβλητης της καταστάσεως από πλευράς ανταγωνισμού πριν την απελευθέρωση της αγοράς, με περιορισμό της προμήθειας αερίου μεταφερόμενου μέσω του αγωγού MEGAL, που αποτελεί την κύρια οδό για την εισαγωγή φυσικού αερίου στη Γερμανία και στη Γαλλία, και παρεμποδίζοντας συνεπώς τον διασυνοριακό ανταγωνισμό στη γερμανική και στη γαλλική αγορά του αερίου, η αντιβαίνουσα στον ανταγωνισμό συμφωνία και συμπεριφορά των εμπλεκομένων επιχειρήσεων εμπόδισαν τις επιχειρήσεις αυτές να επιδιώξουν τη δραστηριοποίησή τους η καθεμιά στην εθνική αγορά της άλλης και επομένως είχαν ή τουλάχιστον ήταν ικανές να έχουν αισθητή επίδραση στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

119    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή εξέθεσε επαρκώς κατά νόμο τους λόγους για τους οποίους εκτιμούσε ότι η σύμπραξη μπορούσε να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας από την 1η Ιανουαρίου 1980 και ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επίσης αναφέρεται ρητώς στην κατάσταση «πριν την απελευθέρωση», δηλαδή πριν τις 10 Αυγούστου 2000, οπότε εσφαλμένως υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι οι αποδείξεις που παρέσχε η Επιτροπή περιορίζονται στο διάστημα που έπεται του χρονικού εκείνου σημείου.

120    Η πρώτη αιτίαση πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθεί.

–       Επί της δευτέρας αιτιάσεως

121    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση πάσχει πλάνη περί τα πράγματα και περί το δίκαιο. Κατά την προσφεύγουσα, τα συνοδευτικά έγγραφα δεν μπορούσαν να έχουν αισθητή, πραγματική ή δυνητική, επίδραση στο εμπόριο μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας πριν τον Αύγουστο του 2000, δεδομένου ότι, πριν από την ημερομηνία εκείνη, η γερμανική και η γαλλική αγορά ήταν, εκ των πραγμάτων ή εκ του νόμου, κλειστές στον ανταγωνισμό, οπότε η κατάσταση του εμπορίου φυσικού αερίου μεταξύ των ως άνω χωρών δεν θα ήταν διαφορετική χωρίς τις επίμαχες πρακτικές.

122    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ εφαρμόζεται μόνο στις συμφωνίες που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Κατά πάγια νομολογία, για να μπορεί μια απόφαση, συμφωνία ή πρακτική να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, πρέπει να προκύπτει από ένα σύνολο αντικειμενικών νομικών ή πραγματικών στοιχείων σημαντική πιθανότητα να επιφέρει άμεσες ή έμμεσες, πραγματικές ή δυνητικές επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, τούτο δε κατά τρόπο δυνάμενο να εμποδίσει την υλοποίηση ενιαίας αγοράς μεταξύ κρατών μελών (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Νοεμβρίου 2006, C‑238/05, Asnef-Equifax και Administración del Estado, Συλλογή 2006, σ. I‑11125, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

123    Έτσι, η ύπαρξη επιπτώσεων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο προϋποθέτει εν γένει τη συνδρομή πολλών παραγόντων, οι οποίοι, εκτιμώμενοι μεμονωμένα, δεν θα ήταν κατ’ ανάγκην καθοριστικοί. Για να διαπιστωθεί αν μια σύμπραξη επηρεάζει αισθητά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, πρέπει να εξετάζεται εντός του οικονομικού και του νομικού της πλαισίου (βλ. απόφαση Asnef-Equifax και Administración del Estado, σκέψη 122 ανωτέρω, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συναφώς, ελάχιστη σημασία έχει το αν η επιρροή μιας συμπράξεως επί του εμπορίου είναι δυσμενής, ουδέτερη ή ευνοϊκή. Ειδικότερα, ο περιορισμός του ανταγωνισμού είναι ικανός να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών όταν μπορεί να εκτρέψει τα εμπορικά ρεύματα από την κατεύθυνση που θα είχαν άλλως λάβει (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Οκτωβρίου 1980, 209/78 έως 215/78 και 218/78, van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 207, σκέψη 172).

124    Εξάλλου, η ικανότητα μιας συμπράξεως να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, ήτοι το δυνητικό αποτέλεσμά της, αρκεί για να υπαχθεί η εν λόγω σύμπραξη στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθεί η ύπαρξη πραγματικών επιπτώσεων επί του εμπορίου (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Ιανουαρίου 1999, C‑215/96 και C‑216/96, Bagnasco κ.λπ., Συλλογή 1999, σ. I‑135, σκέψη 48, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑259/02 έως T‑264/02 και T‑271/02, Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑5169, σκέψη 166). Είναι πάντως αναγκαίο το δυνητικό αποτέλεσμα της συμπράξεως επί του διακρατικού εμπορίου να είναι αισθητό, ή, με άλλα λόγια, να μην είναι επουσιώδες (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 1998, C‑306/96, Javico, Συλλογή 1998, σ. I‑1983, σκέψεις 12 και 17).

125    Εξάλλου, σύμπραξη η οποία εκτείνεται στο σύνολο του εδάφους κράτους μέλους συνεπάγεται, ως εκ της φύσεώς της, την εδραίωση στεγανοποιήσεων εθνικού χαρακτήρα, εμποδίζοντας με τον τρόπο αυτό την οικονομική αλληλοδιείσδυση που επιδιώκει η Συνθήκη ΕΚ (απόφαση Asnef-Equifax και Administración del Estado, σκέψη 122 ανωτέρω, σκέψη 37).

126    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, εφόσον δεν απέδειξε την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού στη γερμανική αγορά του αερίου από την 1η Ιανουαρίου 1980 μέχρι τις 24 Απριλίου 1998 (βλ. σκέψη 104 ανωτέρω) και εφόσον δεν αμφισβητείται ότι η γαλλική αγορά ήταν κλειστή στον ανταγωνισμό τουλάχιστον μέχρι τον Αύγουστο του 2000, εσφαλμένως δέχθηκε η Επιτροπή ότι η επίμαχη συμφωνία και οι επίμαχες πρακτικές ήταν ικανές να έχουν αισθητή επίδραση στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών πριν τις 24 Απριλίου 1998.

127    Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον η Επιτροπή στήριξε μεταξύ άλλων το σχετικό συμπέρασμά της, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 263 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο γεγονός ότι η ως άνω συμφωνία και οι ως άνω πρακτικές εμπόδιζαν τον διασυνοριακό ανταγωνισμό στη γερμανική και στη γαλλική αγορά του αερίου. Εφόσον όμως δεν υπήρχε ανταγωνισμός στις δύο αυτές αγορές, δεν μπορούσε να υπάρξει παρεμπόδιση του ανταγωνισμού και κατά συνέπεια, το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών δεν μπορούσε να επηρεασθεί.

128    Αντιθέτως, ως προς το διάστημα μεταξύ 24ης Απριλίου 1998 και 10ης Αυγούστου 2000, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε βασίμως την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού στη γερμανική αγορά του αερίου (βλ. σκέψη 111 ανωτέρω), ο δε περιορισμός του εν λόγω ανταγωνισμού μπορούσε έτσι να έχει αισθητή επίδραση στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

129    Οι εκτιμήσεις αυτές δεν αναιρούνται από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που στηρίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την κατά τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ έννοια του επηρεασμού του εμπορίου. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τα εκτιθέμενα στην αιτιολογική σκέψη 262 της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψη 118 ανωτέρω) υποστηρίζοντας ότι η απουσία προοπτικής για απελευθέρωση και υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς του αερίου πριν (το λιγότερο) τον Αύγουστο του 2000 αποτελεί αντικειμενικό στοιχείο, κατά την έννοια της νομολογίας, βάσει του οποίου μπορεί να αποκλεισθεί με αρκετή βεβαιότητα το ενδεχόμενο η επίμαχη συμφωνία κατανομής αγορών να άσκησε αισθητή επίδραση στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Όπως όμως επισημάνθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου σκέλους, κατά την ημερομηνία υπογραφής των συνοδευτικών εγγράφων, η προοπτική της απελευθερώσεως δεν μπορούσε να αποκλεισθεί μακροπρόθεσμα (βλ. σκέψη 80 ανωτέρω). Επιπλέον, αυτή καθεαυτή η μη υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς του αερίου δεν απέκλειε την ύπαρξη ενδοκοινοτικού εμπορίου αερίου το οποίο μπορούσε να επηρεασθεί, εφόσον τέτοιο εμπόριο μπορούσε όντως να υπάρχει παρά τη μη ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς. Οι αντιρρήσεις της προσφεύγουσας είναι κατά συνέπεια απορριπτέες. Πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα που αντλείται από το ότι στις ως άνω κατευθυντήριες γραμμές δηλώνεται ότι «αν υπάρχουν απόλυτα, αλλά μη απορρέοντα από τη συμφωνία ή πρακτική, εμπόδια στις διασυνοριακές συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, το εμπόριο μπορεί να επηρεαστεί μόνο εάν είναι πιθανό ότι τα εμπόδια αυτά θα εξαλειφθούν στο αμέσως προσεχές μέλλον», εφόσον η εξάλειψη των εμποδίων αυτών δεν αποκλειόταν μακροπρόθεσμα.

130    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η δεύτερη αιτίαση που προβάλλεται στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους και, κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό το σκέλος αυτό, κατά το μέτρο που αφορά το διάστημα μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1980 και 24ης Απριλίου 1998. Το ως άνω σκέλος πρέπει αντιθέτως να απορριφθεί κατά το μέτρο που αφορά το διάστημα μεταξύ 24ης Απριλίου 1998 και 10ης Αυγούστου 2000.

 Επί του τρίτου σκέλους

131    Στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στο άρθρο 81 ΕΚ, στους κανόνες περί αποδείξεως και στην υποχρέωση αιτιολογήσεως, λόγω ελλείψεως αποδεικτικών στοιχείων για την ύπαρξη της προβαλλομένης παραβάσεως μεταξύ Ιανουαρίου 1980 και Φεβρουαρίου 1999.

132    Συναφώς, επισημαίνεται καταρχάς ότι, από τη στιγμή που η Επιτροπή δεν δέχθηκε την ύπαρξη παραβάσεως που διαπράχθηκε στη Γαλλία πριν τις 10 Αυγούστου 2000 και από τη στιγμή που από την εξέταση του πρώτου σκέλους προκύπτει ότι εσφαλμένως δέχθηκε την ύπαρξη παραβάσεως που διαπράχθηκε στη Γερμανία μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1980 και 24ης Απριλίου 1998, η εξέταση του υπό κρίση σκέλους πρέπει να περιορισθεί στο διάστημα μεταξύ 24ης Απριλίου 1998 και του Φεβρουαρίου του 1999.

133    Κατόπιν, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο σύνθετης παραβάσεως, στην οποία εμπλέκονται πλείονες παραγωγοί επί πολλά έτη, με σκοπό την από κοινού ρύθμιση της αγοράς, δεν είναι δυνατό να απαιτείται από την Επιτροπή να χαρακτηρίσει επακριβώς την παράβαση ως συμφωνία ή ως εναρμονισμένη πρακτική ως προς κάθε επιχείρηση και σε κάθε δεδομένη στιγμή, εφόσον, εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 81 ΕΚ αφορά αμφότερες τις μορφές παραβάσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Απριλίου 1999, T‑305/94 έως T‑307/94, T‑313/94 έως T‑316/94, T‑318/94, T‑325/94, T‑328/94, T‑329/94 και T‑335/94, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑931, σκέψη 696).

134    Έτσι, η Επιτροπή δύναται να χαρακτηρίσει μια τέτοια σύνθετη παράβαση ως συμφωνία «και/ή» εναρμονισμένη πρακτική, στο μέτρο που η παράβαση αυτή ενέχει στοιχεία που πρέπει να χαρακτηρισθούν ως «συμφωνία» και στοιχεία που πρέπει να χαρακτηρισθούν ως «εναρμονισμένη πρακτική» (απόφαση Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 133 ανωτέρω, σκέψη 697).

135    Σε μια τέτοια περίπτωση, ο διττός χαρακτηρισμός πρέπει να νοηθεί όχι ως χαρακτηρισμός που προϋποθέτει ταυτόχρονα και σωρευτικά την απόδειξη του ότι καθένα από τα πραγματικά αυτά στοιχεία εμφανίζει τα συστατικά στοιχεία και της συμφωνίας και της εναρμονισμένης πρακτικής, αλλά ως προσδιορίζων ένα σύνθετο όλον, που περιέχει πραγματικά στοιχεία από τα οποία ορισμένα χαρακτηρίσθηκαν ως συμφωνία και άλλα ως εναρμονισμένη πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, το οποίο δεν προβλέπει κάποιον ειδικό χαρακτηρισμό γι’ αυτού του είδους τη σύνθετη παράβαση (απόφαση Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 133 ανωτέρω, σκέψη 698).

136    Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑105/04 P, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8725, σκέψεις 94 και 135 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

137    Από τέτοια στοιχεία και τέτοιες συμπτώσεις αποκαλύπτονται όχι μόνον η ύπαρξη αντίθετων προς τον ανταγωνισμό μορφών συμπεριφοράς ή συμφωνιών, αλλά και η διάρκεια μιας αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συνεχούς συμπεριφοράς και η περίοδος εφαρμογής μιας συμφωνίας που συνήφθη κατά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού (απόφαση Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, σκέψη 136 ανωτέρω, σκέψη 95).

138    Υπενθυμίζεται τέλος ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου, στην οποία πρέπει να μπορούν να στηρίζονται οι επιχειρηματίες, σημαίνει ότι, όταν υπάρχει διαφορά σχετικά με την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, η Επιτροπή, η οποία φέρει το βάρος της αποδείξεως των παραβάσεων που διαπιστώνει, πρέπει να προσκομίζει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την παράβαση. Όσον αφορά ειδικότερα τη διάρκεια μιας παραβάσεως, η ίδια αρχή της ασφάλειας δικαίου επιβάλλει στην Επιτροπή, όταν δεν έχει αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει άμεσα η διάρκεια της παραβάσεως, να επικαλείται, τουλάχιστον, στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά χωρίς μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους, ώστε να μπορεί λογικά να γίνει δεκτό ότι η παράβαση συνεχίστηκε αδιάλειπτα μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών (απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουλίου 1994, T‑43/92, Dunlop Slazenger κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑441, σκέψη 79).

139    Εν προκειμένω, η Επιτροπή εκτίμησε, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 211 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η συμπεριφορά των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, που συνίστατο σε αρχική συμφωνία περί κατανομής των αγορών και σε εναρμονισμένες πρακτικές που είχαν τη μορφή περιοδικών συναντήσεων με σκοπό τη συνεννόηση και την εφαρμογή της συμφωνίας αυτής επί 25 και πλέον έτη, συνιστούσε ενιαία και διαρκή παράβαση και «περιορισμό του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου». Υπογράμμισε ότι θα ήταν τεχνητή η κατάτμηση αυτής της διαρκούς συμπεριφοράς, που διαπνεόταν από ένα μοναδικό σκοπό, σε περισσότερες χωριστές παραβάσεις, ενώ επρόκειτο αντιθέτως για ενιαία παράβαση που προοδευτικά εξειδικεύθηκε τόσο με συμφωνίες όσο και με εναρμονισμένες πρακτικές.

140    Όπως όμως υποστήριξε η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν επικαλέσθηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο για την επίμαχη παράβαση όσον αφορά το διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου του 1980 και 4ης Φεβρουαρίου 1999. Τούτο δεν αμφισβητείται από την Επιτροπή, η οποία αναγνωρίζει, στο υπόμνημα αντικρούσεως, ότι, με την εξαίρεση των συνοδευτικών εγγράφων, δεν προσκόμισε ad hoc αποδείξεις προγενέστερες του 1999. Συναφώς, πρέπει καταρχάς να απορριφθούν οι εξηγήσεις τις οποίες παρέσχε η Επιτροπή, ότι δηλαδή δεν έκρινε αναγκαίο, αφού είχε κατασχέσει κατά τη διάρκεια των ελέγχων της έγγραφα μεταγενέστερα του 1999, να ζητήσει προγενέστερα έγγγραφα από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Ειδικότερα, είναι απαράδεκτο να στηρίζεται η Επιτροπή σε δική της παράλειψη κατά τη διεξαγωγή των αποδείξεων για να μην εκπληρώσει τις σχετικές υποχρεώσεις της.

141    Εντούτοις, το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη διαρκούς παραβάσεως ως προς ορισμένα χρονικά διαστήματα δεν εμποδίζει να γίνει δεκτό ότι η παράβαση διαπράχθηκε επί χρονικό διάστημα συνολικά μεγαλύτερο από αυτά, όταν τούτο στηρίζεται σε αντικειμενικά και συγκλίνοντα στοιχεία (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, σκέψη 136 ανωτέρω, σκέψη 98).

142    Πρέπει όμως να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις συνήψαν το 1975 έγγραφη συμφωνία κατανομής αγορών, που συνίστατο στη συμφωνία MEGAL, στα παραρτήματά της και στα συνοδευτικά έγγραφα και είχε ως αντικείμενο τη μη διείσδυση —ή την περιορισμένη μόνο διείσδυση— της καθεμίας στην εθνική αγορά της άλλης και την προστασία έτσι των εθνικών τους αγορών διά της αποχής από την πώληση στην εθνική αγορά της άλλης μετέχουσας επιχειρήσεως του αερίου που μεταφερόταν μέσω του αγωγού MEGAL. Όπως προκύπτει από ολόκληρη την παρούσα απόφαση, κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αναιρέσει τη διαπίστωση αυτή. Η ως άνω συμφωνία δεν συνήφθη για ορισμένο χρόνο, εφόσον σε καμία από τις διατάξεις της δεν αναγραφόταν ημερομηνία λήξεώς της.

143    Από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι υπήρξε καταγγελία της συμφωνίας MEGAL, των παραρτημάτων της και των συνοδευτικών εγγράφων πριν το 1999. Η προσφεύγουσα δεν επικαλέσθηκε άλλωστε, προκειμένου να το αποδείξει, κανένα στοιχείο προγενέστερο του χρονικού αυτού σημείου. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να διευκρινισθεί ότι αυτό καθεαυτό το γεγονός ότι, κατόπιν της εξετάσεως του πρώτου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο ακυρώνει το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που διαπιστώνει την ύπαρξη παραβάσεως η οποία διαπράχθηκε στη Γερμανία πριν το 1998 δεν ανατρέπει αυτή καθεαυτή την ύπαρξη της συμφωνίας κατανομής αγορών, αλλά την ημερομηνία κατά την οποία η συμφωνία αυτή άρχισε να συνιστά παράβαση. Το δε γεγονός ότι στη συμφωνία του 2004 αναγράφεται ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις θεωρούσαν «εδώ και καιρό» τα συνοδευτικά έγγραφα του 1975 ως «άκυρα και χωρίς έννομα αποτελέσματα» δεν παρέχει ακριβή ένδειξη ώστε να θεωρηθεί ότι υπήρξε καταγγελία της επίμαχης εν προκειμένω συμφωνίας πριν το 1999. Αντιθέτως, από έγγραφα μεταγενέστερα του χρονικού εκείνου σημείου, και ιδίως από τις από 9 και 17 Φεβρουαρίου 2000 ηλεκτρονικές επιστολές της νομικής υπηρεσίας της προσφεύγουσας, οι οποίες παραπέμπουν ρητώς στα έγγραφα Direktion G και Direktion I και των οποίων η αποδεικτική αξία εξετάζεται στη σκέψη 163 κατωτέρω, προκύπτει ότι η προσφεύγουσα εξακολουθούσε να επικαλείται την εν λόγω συμφωνία, πράγμα που δείχνει ότι δεν είχε γίνει καταγγελία της το 2000.

144    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η συμφωνία MEGAL, τα παραρτήματά της και τα συνοδευτικά έγγραφα έπρεπε να θεωρούνται ως έχοντα ισχύ μεταξύ 1975 και 1999, και επομένως κατά τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου για τους σκοπούς της εξετάσεως του υπό κρίση σκέλους, όπως η περίοδος αυτή καθορίζεται στη σκέψη 132 ανωτέρω, ήτοι μεταξύ 1998 και 1999, οπότε παρείλκε η περαιτέρω απόδειξη από την Επιτροπή της εφαρμογής τους κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου. Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι η επίμαχη εν προκειμένω περίπτωση διαφέρει από εκείνη που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως Dunlop Slazenger κατά Επιτροπής, σκέψη 138 ανωτέρω, στην οποία αναφέρθηκε η προσφεύγουσα. Ειδικότερα, στην υπόθεση εκείνη, η Επιτροπή διαπίστωσε μεταξύ άλλων την ύπαρξη δύο εγγράφων, χρονολογούμενων αντιστοίχως από το 1977 και το 1985, με τα οποία η εν λόγω επιχείρηση δεσμευόταν για τη μη πραγματοποίηση εξαγωγών. Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Επιτροπή, μη προσκομίζοντας αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει η διαρκής τέλεση, μεταξύ 1977 και 1985, της παραβάσεως την οποία προσήπτε στην εν λόγω επιχείρηση, δεν είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι η έναρξη της παραβάσεως ανέτρεχε στο 1977. Εντούτοις, σε αντίθεση με την παρούσα υπόθεση, το έγγραφο του 1977 αφορούσε, όπως προκύπτει από τη σκέψη 45 της εν λόγω αποφάσεως, μια ad hoc προσφορά και δεν αποτελούσε μέτρο το οποίο ίσχυε για αόριστο χρόνο όπως συμβαίνει στην περίπτωση της συμφωνίας MEGAL και των συνοδευτικών εγγράφων.

145    Εξ αυτού συνάγεται ότι το τρίτο σκέλος πρέπει να απορριφθεί.

146    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτά και ότι το τρίτο σκέλος πρέπει να απορριφθεί.

147    Συνεπώς, πρέπει να ακυρωθεί το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέτρο που διαπιστώνει την ύπαρξη παραβάσεως που διαπράχθηκε στη Γερμανία μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1980 και 24ης Απριλίου 1998.

2.     Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πλάνη περί τα πράγματα και περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ όσον αφορά την ύπαρξη συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής μετά τον Αύγουστο του 2000

148    Ο λόγος αυτός, με τον οποίο η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί τα πράγματα και περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ σε ό,τι αφορά την ύπαρξη συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής μετά τον Αύγουστο του 2000, διαιρείται σε τέσσερα σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο αντλείται από παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ λόγω του ότι δεν υπήρξε ενιαία και διαρκής παράβαση μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1980 και 30ής Σεπτεμβρίου 2005 και κατά συνέπεια επήλθε παραγραφή των συνοδευτικών εγγράφων, το δεύτερο από παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και των κανόνων περί αποδείξεως, λόγω του ότι δεν υπήρχε σύμπτωση βουλήσεων μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων για την εφαρμογή των συνοδευτικών εγγράφων μετά τον Αύγουστο του 2000, το τρίτο από παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ λόγω προδήλως εσφαλμένης εκτιμήσεως των συναντήσεων και των ανταλλαγών πληροφοριών στις οποίες προέβησαν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις μεταξύ 1999 και 2005 και το τέταρτο από παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως λόγω μη συνεκτιμήσεως της αυτόνομης συμπεριφοράς της προσφεύγουσας στη Γερμανία και της E.ON στη Γαλλία.

149    Το πρώτο σκέλος πρέπει να εξετασθεί τελευταίο.

 Επί του δευτέρου σκέλους

150    Στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον τη σύμπτωση βουλήσεων μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων για εφαρμογή των συνοδευτικών εγγράφων μετά τον Αύγουστο του 2000.

151    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει τις παραβάσεις που διαπιστώνει και να εξασφαλίσει τα στοιχεία που είναι ικανά να αποδείξουν, επαρκώς κατά νόμον, τη συνδρομή των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την παράβαση (βλ. απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψη 173 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

152    Επιπλέον, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως που ασκείται δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, στον δικαστή απόκειται μόνον ο έλεγχος της νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως (απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψη 174).

153    Επομένως, ο δικαστής που επιλαμβάνεται προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται η ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού και επιβάλλονται πρόστιμα στους αποδέκτες της έχει να εκτιμήσει αν οι αποδείξεις και τα λοιπά στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή με την απόφασή της επαρκούν προς απόδειξη της προσαπτομένης παραβάσεως (βλ. απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψη 175 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

154    Ακόμη, πρέπει να υπομνησθεί ότι ενδεχόμενη αμφιβολία του δικαστή πρέπει να αποβαίνει υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η απόφαση που διαπιστώνει παράβαση. Ο δικαστής δεν μπορεί να συμπεράνει έτσι ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της επίδικης παραβάσεως, εφόσον διατηρεί ακόμη αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό, ιδίως στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση αποφάσεως περί επιβολής προστίμου (βλ. απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψη 177 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

155    Έτσι, είναι απαραίτητο να προσκομίσει η Επιτροπή συγκεκριμένα και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει την αταλάντευτη πεποίθηση ότι η παράβαση όντως διαπράχθηκε (βλ. απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψη 179 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

156    Υπογραμμίζεται πάντως ότι δεν χρειάζεται οπωσδήποτε κάθε απόδειξη που προσκομίζει η Επιτροπή να ανταποκρίνεται στα κριτήρια αυτά σε σχέση με κάθε στοιχείο της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το θεσμικό όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή (βλ. απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψη 180 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

157    Εν προκειμένω, από την αιτιολογική σκέψη 163 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις συνήψαν το 1975 συμφωνία βάσει της οποίας η προσφεύγουσα δεν θα πωλούσε αέριο μεταφερόμενο μέσω του αγωγού MEGAL σε πελάτες στη Γερμανία και η E.ON δεν θα πωλούσε αέριο μεταφερόμενο μέσω του αγωγού MEGAL στη Γαλλία. Η Επιτροπή θεώρησε ότι, τη στιγμή που άνοιξαν οι ευρωπαϊκές αγορές του αερίου, οπότε και η συμφωνία κατανομής αγορών «μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην αγορά κατά τα έτη 1998/2000», οι επιχειρήσεις αυτές δεν έθεσαν επισήμως τέρμα στην ως άνω συμφωνία ούτε την κήρυξαν ρητώς ως στερούμενη πλέον αντικειμένου. Συναφώς, επισήμανε μεταξύ άλλων ότι προκύπτει τόσο από τα εσωτερικά έγγραφα των εμπλεκομένων επιχειρήσεων όσο και από τη μεταξύ τους ανταλλαγή πληροφοριών ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις θεωρούσαν ότι η απαγόρευση προς την προσφεύγουσα να χρησιμοποιεί τα σημεία εξόδου του αγωγού MEGAL στη Γερμανία και η απαγόρευση προς την E.ON να διοχετεύει αέριο μέσω του αγωγού αυτού στη Γαλλία είχαν δεσμευτικό χαρακτήρα.

158    Βάσει των στοιχείων αυτών πρέπει να γίνει η εξέταση των τριών αιτιάσεων τις οποίες προέβαλε η προσφεύγουσα προς στήριξη του υπό κρίση σκέλους, εκ των οποίων η πρώτη αντλείται από παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας και από έλλειψη αποδεικτικής αξίας των συνοδευτικών εγγράφων μετά τον Αύγουστο του 2000, η δεύτερη από έλλειψη αποδεικτικής αξίας των στοιχείων που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να αποδείξει ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις συμφώνησαν να θεωρούν τα εν λόγω έγγραφα ως δεσμευτικά μετά το χρονικό αυτό σημείο και η τρίτη από εκ μέρους της προσφεύγουσας προσκόμιση αποδείξεων από τις οποίες προκύπτει η «εγκατάλειψη» των συνοδευτικών εγγράφων μετά την απελευθέρωση της αγοράς.

159    Προς τούτο, είναι σκόπιμο να εξετασθεί πρώτα η δεύτερη, κατόπιν η τρίτη και τέλος η πρώτη αιτίαση.

–       Επί της δευτέρας αιτιάσεως

160    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή είναι ανακριβή και διφορούμενα και δεν αρκούν για να αποδείξουν σύμπτωση βουλήσεως ικανή να στοιχειοθετήσει την επίμαχη συμφωνία, εν προκειμένω την εφαρμογή των συνοδευτικών εγγράφων, μετά την απελευθέρωση της αγοράς.

161    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας ενός εγγράφου, πρέπει να ελέγχεται το ευλογοφανές των στοιχείων που περιέχονται σ’ αυτό και να λαμβάνεται υπόψη, ιδίως, η προέλευση του εγγράφου, οι περιστάσεις υπό τις οποίες καταρτίσθηκε και ο αποδέκτης του ώστε να εξετασθεί αν το έγγραφο είναι, βάσει του περιεχομένου του, εκ πρώτης όψεως λογικό και αξιόπιστο (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑44/02 OP, T‑54/02 OP και T‑56/02 OP, T‑60/02 OP και T‑61/02 OP, Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3567, σκέψη 121 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

162    Εν προκειμένω όμως, από κανένα στοιχείο δεν αναιρείται η αποδεικτική αξία των εγγράφων επί των οποίων στηρίχθηκε η Επιτροπή για να θεωρήσει τα συνοδευτικά έγγραφα ως δεσμευτικά μετά τον Αύγουστο του 2000.

163    Κατά πρώτον, όσον αφορά τα έγγραφα της νομικής υπηρεσίας της προσφεύγουσας, επισημαίνεται ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 64 και 65 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υπενθύμισε το περιεχόμενο ενός σημειώματος της 3ης Δεκεμβρίου 1999 και ηλεκτρονικών επιστολών της 9ης και της 17ης Φεβρουαρίου 2000. Αφενός, από το σημείωμα της 3ης Δεκεμβρίου 1999 προκύπτει κατ’ ουσίαν ότι η εν λόγω νομική υπηρεσία φρονούσε ότι η προσφεύγουσα δεν θα είχε τη δυνατότητα να επικαλεσθεί το νέο νομικό πλαίσιο σε σχέση με την απελευθέρωση της αγοράς για να εφοδιάσει πελάτες στη Γερμανία με αέριο διαμετακομιζόμενο μέσω του αγωγού MEGAL. Κατά το σημείωμα αυτό, αν η προσφεύγουσα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το υπό διαμετακόμιση αέριο προκειμένου να εφοδιάσει τέτοιους πελάτες, θα επέρχετο αλλοίωση των συμφωνιών που αφορούσαν τον ως άνω αγωγό. Αφετέρου, οι από 9 και 17 Φεβρουαρίου 2000 ηλεκτρονικές επιστολές, όπως επισήμανε η Επιτροπή, κάνουν ρητή αναφορά στα έγγραφα Direktion G και Direktion I. Ειδικότερα, αναγράφουν ότι το πρώτο από τα εν λόγω έγγραφα ισοδυναμεί με μια «τεράστια κατανομή της αγοράς» μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, «πράγμα που θέτει το ζήτημα της νομικής αξίας ενός τέτοιου εγγράφου (ακυρότητα!)» και ότι, με το δεύτερο από τα έγγραφα αυτά, το οποίο χαρακτηρίζεται ως «έξοχο», οι εν λόγω επιχειρήσεις συνεννοούνται ώστε η προσφεύγουσα να μην παραδίδει αέριο (αμέσως ή εμμέσως) σε πελάτες στη Γερμανία. Συναφώς, είναι απορριπτέο το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι εν λόγω ηλεκτρονικές επιστολές επιβεβαιώνουν τις δυσχέρειες ερμηνείας των συνοδευτικών εγγράφων. Βεβαίως, από τις ως άνω ηλεκτρονικές επιστολές προκύπτει ότι η νομική υπηρεσία της προσφεύγουσας διερωτώνταν αν η E.ON μπορούσε να μεταφέρει αέριο για τρίτους μέσω του αγωγού MEGAL και επισήμαινε ότι, κατά το παρελθόν, είχε προβεί σε ευνοϊκή για την E.ON ερμηνεία των επίμαχων εγγράφων, θεωρώντας ότι η E.ON μπορούσε να υποχρεώσει τρίτους οι οποίοι επιθυμούσαν να μεταφέρουν αέριο μέσω του αγωγού αυτού να συμβληθούν μαζί της. Εντούτοις, η εκτίμηση των οικείων συνοδευτικών εγγράφων στην οποία προέβη η νομική υπηρεσία της προσφεύγουσας, όσον αφορά τους περιορισμούς τους οποίους ενέχουν, είναι σαφής και μη διφορούμενη, όπως προκύπτει από το γράμμα των εγγράφων της εν λόγω νομικής υπηρεσίας. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ορθώς βασίστηκε η Επιτροπή στα τρία αυτά έγγραφα προκειμένου να εκτιμήσει, κατ’ ουσίαν, βάσει των εγγράφων αυτών, ότι η προσφεύγουσα γνώριζε τον παράνομο χαρακτήρα της συμφωνίας, αλλά εξακολουθούσε να την τηρεί, όπως αναφέρεται στο σημείο 4.2.2.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

164    Κατά δεύτερον, όσον αφορά τα πρακτικά που τήρησε η E.ON για τις συναντήσεις της 4ης Φεβρουαρίου και της 24ης Ιουνίου 1999, προκύπτει αφενός από τα πρακτικά της πρώτης από τις συναντήσεις αυτές ότι η E.ON σημείωσε με ανησυχία κάποιες παρατηρήσεις που είχαν γίνει σε προηγούμενες συναντήσεις περί του ότι ορισμένα από τα πρόσωπα που στελέχωναν την προσφεύγουσα έκαναν σκέψεις, τουλάχιστον, για χωριστή πώληση αερίου στη Γερμανία μέσω του αγωγού MEGAL. Κατά το έγγραφο αυτό, η προσφεύγουσα έδωσε την απάντηση ότι σκόπευε να βελτιστοποιήσει τη θέση της ως χρήστρια μεταφοράς και μέτοχος και ότι, όταν θα ετίθεντο σε ισχύ νέοι κανόνες για την ΠΤ, θα υπεράσπιζε τα συμφέροντά της, λαμβάνοντας όμως πάντοτε υπόψη τους στενούς παραδοσιακούς δεσμούς με την E.ON. Επίσης υποσχέθηκε να ενημερώνει διαρκώς την E.ON για τις σκέψεις της. Αφετέρου, από τα πρακτικά της δεύτερης συναντήσεως προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δήλωσε ότι προτίθετο να εξετάσει το ενδεχόμενο να εκμεταλλευθεί επιχειρηματικές ευκαιρίες στη Γερμανία, χωρίς όμως τούτο να στρέφεται κατά της E.ON. Σύμφωνα με τα πρακτικά αυτά, ανέφερε επίσης ότι, υπό το υφιστάμενο συμβατικό καθεστώς του αγωγού MEGAL, μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον αγωγό αυτό μόνον ως γραμμή διαμετακομίσεως και δεν είχε την άδεια να λαμβάνει αέριο στη Γερμανία, η δε E.ON αντέτεινε, συναφώς, ότι η δυνατότητα της προσφεύγουσας να λαμβάνει αέριο από τον αγωγό MEGAL θα σήμαινε γενική τροποποίηση του συμβατικού πλαισίου της MEGAL. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνουν όχι μόνο το γεγονός ότι η προσφεύγουσα προσπάθησε να καθησυχάσει την E.ON όσον αφορά τις προθέσεις της στη Γερμανία, αλλά και το γεγονός ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις θεωρούσαν ότι δεσμεύονταν από τις διατάξεις της επίμαχης συμφωνίας.

165    Συνεπώς, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη καθόσον επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 70 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι έστω και αν τα έγγραφα αυτά αποδεικνύουν ότι η E.ON θεωρούσε ότι ορισμένα από τα πρόσωπα που στελέχωναν την προσφεύγουσα σκέφτονταν τη διείσδυση στην αγορά της νότιας Γερμανίας, πάντως πιστοποιούν επίσης ότι η E.ON προσπάθησε να αποτρέψει σχετικώς την προσφεύγουσα και ότι η τελευταία υποσχέθηκε να λάβει υπόψη τους στενούς παραδοσιακούς δεσμούς με την E.ON και να την ενημερώνει διαρκώς για τις σκέψεις της. Ορθώς επίσης, βάσει του γράμματος των εγγράφων αυτών, θεώρησε η Επιτροπή ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν συμφωνήσει ότι τυχόν είσοδος της προσφεύγουσας στην αγορά εντός της ζώνης του αγωγού MEGAL θα έπρεπε να γίνει κοινή συναινέσει.

166    Βεβαίως, όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα, κανένα από τα δύο αυτά έγγραφα δεν αναφέρεται ρητώς στη διατήρηση των συνοδευτικών εγγράφων. Εντούτοις, από τα έγγραφα αυτά και ιδίως από το έγγραφο που αφορά τη συνάντηση της 24ης Ιουνίου 1999, προκύπτει σαφώς ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις θεωρούσαν ότι δεσμεύονταν ακόμη από το συμβατικό πλαίσιο του αγωγού MEGAL, του οποίου τα συνοδευτικά έγγραφα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος, και από τους περιορισμούς που ενείχαν τα συνοδευτικά έγγραφα όσον αφορά τη δυνατότητα της προσφεύγουσας να απορροφά αέριο στη Γερμανία από τον ως άνω αγωγό. Εν πάση περιπτώσει, παρά την εσφαλμένη εικόνα που δίνει η προσφεύγουσα, από τις αιτιολογικές σκέψεις 67 έως 70 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε τα έγγραφα αυτά προκειμένου να αποδείξει ότι οι επιχειρήσεις θεωρούσαν τα συνοδευτικά έγγραφα ως δεσμευτικά, εφόσον τα συμπεράσματα που περιλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 70 δεν κάνουν λόγο ούτε για παρωχημένο ούτε για δεσμευτικό χαρακτήρα τους. Τέλος, όσον αφορά το σημείο 4.2.2.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως όπου αναπτύσσεται ο συλλογισμός ότι «[η προσφεύγουσα] υπόσχεται να μην συγκρουσθεί με την [E.ON] στη Γερμανία», επισημαίνεται ότι, έστω και αν ένας τέτοιος συλλογισμός μπορεί να μοιάζει απλουστευτικός, παρ’ όλ’ αυτά δεν παρουσιάζει ουσιώδη σφάλματα, εφόσον τα επίμαχα έγγραφα αποδεικνύουν ότι η προσφεύγουσα προτίθετο να λάβει υπόψη τους συνδέσμους της με την E.ON και να την κρατά ενήμερη για τις σκέψεις της σχετικά με τυχόν πωλήσεις στη Γερμανία, καθώς και ότι οι επιχειρηματικές ευκαιρίες τις οποίες σχεδίαζε να εκμεταλλευθεί δεν θα στρέφονταν κατά της E.ON.

167    Κατά τρίτον, όσον αφορά το από 8 Ιουνίου 2001 εσωτερικό σημείωμα της E.ON που καταρτίσθηκε ενόψει συναντήσεως με την προσφεύγουσα στις 12 Ιουνίου 2001, η Επιτροπή συνάγει από το σημείωμα αυτό, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 77 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η E.ON είχε επίγνωση του γεγονότος ότι η απαγόρευση προς την προσφεύγουσα να λαμβάνει αέριο από τον αγωγό MEGAL έθιγε το δίκαιο του ανταγωνισμού. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι το ως άνω σημείωμα εντάσσεται στο πλαίσιο, μεταξύ άλλων, συζητήσεων για την αναδιάρθρωση του συμβατικού πλαισίου του αγωγού MEGAL. Εξ αυτού συνάγεται ότι, στο πλαίσιο του εξεταζόμενου νέου μοντέλου, προβλεπόταν ότι η προσφεύγουσα θα είχε δικαίωμα τροφοδοτήσεως και απορροφήσεως αερίου σε όλο το μήκος του αγωγού MEGAL, δικαίωμα το οποίο από νομικής απόψεως, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούσε να μην της αναγνωρισθεί στην πράξη σύμφωνα με τον GWB ή τον EnWG. Η E.ON είχε επομένως πράγματι επίγνωση του ότι η γερμανική νομοθεσία δεν επέτρεπε να μην αναγνωρισθεί στην προσφεύγουσα το δικαίωμα να λαμβάνει αέριο από τον αγωγό MEGAL. Μόνο όμως στο μελλοντικό πλαίσιο της επαναδιαπραγματεύσεως της συμφωνίας MEGAL, με τη δημιουργία της έννοιας της επωφελούς χρήσεως [beneficial use], προβλεπόταν η παραχώρηση τέτοιου δικαιώματος στην προσφεύγουσα. Εν πάση περιπτώσει, από το εν λόγω σημείωμα προκύπτει επίσης ότι η προσφεύγουσα απαιτούσε να της παρασχεθεί η δυνατότητα να διαθέτει σημεία εξόδου του αγωγού MEGAL στη Γερμανία, πράγμα που σημαίνει επομένως ότι δεν διέθετε τέτοια σημεία βάσει του υφιστάμενου συμβατικού πλαισίου. Κατά συνέπεια, εσφαλμένως υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι η Επιτροπή όφειλε να θεωρήσει ότι από το ως άνω σημείωμα προέκυπτε ότι τα συνοδευτικά έγγραφα είχαν παύσει να ισχύουν.

168    Τέταρτον, όσον αφορά τις επιστολές που αντήλλαξαν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις στις 13 και 21 Μαΐου 2002, η Επιτροπή εκτίμησε, στην αιτιολογική σκέψη 81 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι επιβεβαίωναν το γεγονός ότι η E.ON θεωρούσε ότι το έγγραφο Direktion G ήταν δεσμευτικό και ότι καμία από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεν είχε αφήσει να εννοηθεί ότι το έγγραφο αυτό και το έγγραφο Direktion I ήταν παρωχημένα. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η επιστολή την οποία απέστειλε η E.ON στην προσφεύγουσα στις 21 Μαΐου 2002, σε απάντηση της από 13 Μαΐου 2002 επιστολής της, παραπέμπει ρητώς στο έγγραφο Direktion G, επισημαίνοντας ότι η μεταφορά που πραγματοποιήθηκε για άλλη επιχείρηση από τον αγωγό MEGAL είναι απολύτως σύμφωνη προς το εν λόγω έγγραφο. Αν όμως το έγγραφο αυτό θεωρούνταν ως παρωχημένο και ως μη δεσμεύον τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, η E.ON δεν θα είχε δηλώσει ότι η επίμαχη μεταφορά ήταν σύμφωνη προς αυτό. Το γεγονός, το οποίο επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα, ότι δεν παρέπεμψε στο έγγραφο Direktion G ή στο έγγραφο Direktion I στην από 13 Μαΐου 2002 επιστολή της δεν έχει σημασία για την απόδειξη του παρωχημένου των ως άνω διατάξεων ή της ελλείψεως συμπτώσεως βουλήσεων. Ειδικότερα, μολονότι η προσφεύγουσα στην εν λόγω επιστολή πράγματι δεν αναφέρθηκε στα έγγραφα αυτά, εντούτοις, όπως υποστήριξε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η E.ON δεν θα είχε στηριχθεί στο έγγραφο Direktion G για να υποστηρίξει ότι είχε το δικαίωμα να πραγματοποιήσει τη μεταφορά για λογαριασμό πελάτη της αν δεν είχε γίνει προηγουμένως επίκληση του εγγράφου Direktion G ως εισάγοντος απαγόρευση γι’ αυτό το είδος μεταφοράς. Εν πάση περιπτώσει, έστω και αν υποτεθεί ότι η E.ON επικαλέσθηκε μονομερώς το ως άνω έγγραφο, τούτο, αφενός, δεν θα επηρέαζε το συμπέρασμα ότι το εν λόγω έγγραφο είχε δεσμευτικό χαρακτήρα τουλάχιστον για την ως άνω επιχείρηση και, αφετέρου, δεν θα επέτρεπε να θεωρηθεί ότι τα συνοδευτικά έγγραφα είχαν παύσει να έχουν δεσμευτική ισχύ για την προσφεύγουσα. Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η E.ON επικαλείται το έγγραφο Direktion G προκειμένου να ενισχύσει τη διαπραγματευτική της θέση έναντι της προσφεύγουσας όσον αφορά το δικαίωμα της να πραγματοποιεί μεταφορά για τρίτους, το επιχείρημα αυτό εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να αναιρέσει τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Επιτροπή. Τέλος, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι αυτή η ανταλλαγή επιστολών αφορά τους όρους μεταφοράς για τρίτους και όχι την κατανομή αγορών δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι εν λόγω επιστολές αποκαλύπτουν επίσης τον δεσμευτικό χαρακτήρα, τουλάχιστον για την E.ON, του εγγράφου Direktion G, ούτε επιτρέπει να κριθεί ότι η προσφεύγουσα θεωρούσε τα συνοδευτικά έγγραφα ως παρωχημένα. Άλλωστε, βάσει του γράμματός τους, από τις εν λόγω ανταλλαγείσες επιστολές μπορούσε να συναχθεί, όπως επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσφεύγουσα θεωρούσε ότι η συμφωνία MEGAL, όπως ίσχυε κατά την περίοδο εκείνη, απαγόρευε στην E.ON να παραδίδει αέριο στη Γαλλία μέσω του αγωγού MEGAL, έστω και για λογαριασμό τρίτων. Η θέση αυτή είναι άλλωστε σύμφωνη προς την ερμηνεία του εγγράφου Direktion G στην οποία προέβη για την προσφεύγουσα η νομική της υπηρεσία και η οποία εκτίθεται στις από 9 και 17 Φεβρουαρίου 2000 ηλεκτρονικές επιστολές.

169    Κατά πέμπτον, όσον αφορά τα πρακτικά της E.ON για συνάντηση της 23ης Μαΐου 2002, την ηλεκτρονική επιστολή της E.ON της 27ης Φεβρουαρίου 2003 και τα πρακτικά της E.ON για συνάντηση της 19ης Φεβρουαρίου 2004, επισημαίνεται καταρχάς ότι, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, κανένα από τα έγγραφα αυτά δεν αναφέρεται ειδικώς στα συνοδευτικά έγγραφα. Η Επιτροπή δεν υποστήριξε όμως, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι έτσι είχαν τα πράγματα.

170    Επισημαίνεται κατόπιν ότι, όπως σαφώς προκύπτει από τα πρακτικά της E.ON περί συναντήσεως της 23ης Μαΐου 2002 μεταξύ των υπευθύνων της προσφεύγουσας και της E.ON, η προσφεύγουσα παρέσχε τη διαβεβαίωση, κατά την ως άνω συνάντηση, ότι δεν είχε τότε την πρόθεση να πωλήσει αέριο από τον αγωγό MEGAL στη Νότια Γερμανία. Επίσης, από ηλεκτρονική επιστολή της 27ης Φεβρουαρίου 2003, την οποία απέστειλε υπεύθυνος της E.ON στη Γαλλία σε διευθυντή της E.ON στη Γερμανία, προκύπτει ότι πραγματοποιήθηκε ιδιωτικής φύσεως συνάντηση μεταξύ αυτού και ενός υπευθύνου της προσφεύγουσας. Από την επιστολή αυτή συνάγεται ότι κατά την ως άνω συνάντηση ο υπεύθυνος της προσφεύγουσας τόνισε μεταξύ άλλων ότι η προσφεύγουσα είχε προφανώς την πεποίθηση ότι έπρεπε να επιδείξει σωστή συμπεριφορά κατά την προσέγγισή της στη γερμανική αγορά. Προκύπτει ακόμη ότι, μολονότι η προσφεύγουσα μπορεί να δοκίμαζε να πωλήσει αέριο στη ζώνη της E.ON, σκοπός της θα ήταν μάλλον η συγκέντρωση πληροφοριών για την αγορά παρά η απευθείας κατά μέτωπον επίθεση. Τέλος, από τα πρακτικά της E.ON περί συναντήσεως της 19ης Φεβρουαρίου 2004 μεταξύ υπευθύνων της προσφεύγουσας και της E.ON προκύπτει ότι, κατά την ως άνω συνάντηση, η προσφεύγουσα δήλωσε στην E.ON ότι αντιλαμβανόταν ότι η E.ON αποτελούσε, και ήθελε να παραμείνει, ο κατεξοχήν προμηθευτής για [απόρρητο] και ότι σκόπευε να σεβαστεί τις υφιστάμενες συμβάσεις προμήθειας της E.ON.

171    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, διαπιστώνεται ότι από τον συνδυασμό των τριών αυτών εγγράφων προκύπτει σαφώς ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αντήλλαξαν στοιχεία σχετικά με τις αναπτυξιακές στρατηγικές τους και, ειδικότερα, ότι η προσφεύγουσα γνωστοποίησε την πρόθεσή της να μην προβεί σε μετωπική επίθεση κατά της E.ON στη γερμανική αγορά και να μην πωλήσει αέριο στη Νότια Γερμανία. Έτσι, μολονότι δεν αναφέρονται ευθέως στα συνοδευτικά έγγραφα, τα έγγραφα αυτά πιστοποιούν ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σεβάστηκαν την κατανομή αγορών η οποία προέκυπτε από τη συμφωνία MEGAL και από τα συνοδευτικά έγγραφα. Πρέπει επομένως να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι δηλώσεις που παρατίθενται στα έγγραφα αυτά δεν έχουν καμία σχέση με τη φερόμενη παράβαση.

172    Όσον αφορά την αποδεικτική αξία των εγγράφων αυτών, υπογραμμίζεται, σχετικά με την επισήμανση της προσφεύγουσας ότι πρόκειται για εσωτερικά έγγραφα της E.ON που δεν επιβεβαιώνονται από αλληλογραφία μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, ότι η σημασία του γεγονότος αυτού θα αντικρουσθεί στις σκέψεις 224 έως 226 κατωτέρω. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι τα ως άνω έγγραφα καταρτίσθηκαν από τις υπηρεσίες της E.ON κατόπιν συναντήσεων ή διασκέψεων που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των εκπροσώπων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Έχουν ακόμη ως αποδέκτες υπεύθυνους της E.ON. Επιπλέον, τα στοιχεία που περιέχουν, τα οποία είναι ακριβή και όχι αόριστα όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, σε πολλά σημεία συμπίπτουν και επιβεβαιώνουν την ύπαρξη κατανομής αγορών. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, τα έγγραφα αυτά πρέπει να θεωρούνται ως σοβαρά και αξιόπιστα και όχι, όπως προβάλλει η προσφεύγουσα, ως έχοντα ανύπαρκτη ή αμελητέα αποδεικτική αξία. Όσον αφορά το γεγονός ότι ένα από τα έγγραφα αυτά, συγκεκριμένα η ηλεκτρονική επιστολή της 27ης Φεβρουαρίου 2003, παραθέτει τα όσα ειπώθηκαν κατά τη διάρκεια ιδιωτικής συζητήσεως, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι εκθέτει πράγματα εσφαλμένα, εφόσον στην πραγματικότητα η ακρίβεια του κειμένου της συνηγορεί υπέρ της ορθότητας των όσων εκθέτει. Τέλος, από τίποτε δεν προκύπτει ότι εκείνοι που κατήρτισαν τα ως άνω έγγραφα, και ειδικότερα την ηλεκτρονική επιστολή της 27ης Φεβρουαρίου 2003, έδωσαν τη δική τους ερμηνεία στα πραγματικά περιστατικά ή είχαν ίδιο συμφέρον να ωραιοποιήσουν τα ως άνω πραγματικά περιστατικά ώστε να παρουσιάσουν στους προϊσταμένους τους αποτέλεσμα σύμφωνο με τις προσδοκίες τους, όπως συνέβη στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 161 ανωτέρω (σκέψη 132), στην οποία παραπέμπει η προσφεύγουσα.

173    Έκτον, όσον αφορά την ηλεκτρονική επιστολή της 16ης Μαρτίου 2004, υπενθυμίζεται ότι, με την επιστολή αυτή, ο υπεύθυνος πωλήσεων της E.ON στη Γαλλία πληροφόρησε δύο υπαλλήλους της E.ON στη Γερμανία για συνάντηση την οποία είχε με υπάλληλο της προσφεύγουσας (πρώην συμμαθητή του) με αντικείμενο τα ζητήματα αποδεσμεύσεως του φυσικού αερίου στη Γαλλία και το ενδεχόμενο συμφέρον της E.ON και της προσφεύγουσας για τη διερεύνηση λύσεων που θα επέτρεπαν ένα «λελογισμένο ανταγωνισμό». Από την επιστολή αυτή προκύπτει ότι, μολονότι η προσφεύγουσα δεν ήθελε να δώσει την εντύπωση ότι φοβόταν την πίεση την οποία ασκούσε η εθνική ρυθμιστική αρχή ενέργειας, πάντως την ελάμβανε υπόψη και δεν ήθελε να εκτεθεί σε ανοιχτές επικρίσεις, οπότε, αν ήταν δυνατόν να γίνει κάτι ώστε να φανεί ότι οι νεοεισερχόμενοι μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στη νότια Γαλλία, θα το έβλεπε ευνοϊκά. Προκύπτει ακόμη ότι, επειδή η προσφεύγουσα ήθελε να ικανοποιήσει την ως άνω ρυθμιστική αρχή, ο υπάλληλός της πρότεινε μια ανταλλαγή στο πλαίσιο της οποίας η προσφεύγουσα θα εφοδίαζε την E.ON Ruhrgas με αέριο στη νότια Γαλλία, έναντι ανταλλάγματος. Συναφώς, ο υπάλληλος αυτός ελάμβανε υπόψη του, σύμφωνα με την ηλεκτρονική επιστολή, ιδίως τα σχετικά με τον MEGAL ζητήματα. Από την ως άνω ηλεκτρονική επιστολή προκύπτει επίσης ότι ο υπάλληλος της προσφεύγουσας ανέφερε ότι, με βάση τις γνώσεις που είχε για τον MEGAL, όλο το δυναμικό του MEGAL που υπήρχε στο Medelsheim ήταν δεσμευμένο από την προσφεύγουσα, οπότε στην πραγματικότητα ακόμη και οι ποσότητες αερίου τις οποίους εισήγε η E.ON ήταν παράνομες κατά το χρονικό εκείνο σημείο.

174    Εν προκειμένω, πρώτον, παρά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, κανένα στοιχείο δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι η ως άνω ηλεκτρονική επιστολή αντανακλά απλώς προσωπικές εντυπώσεις του συντάκτη της. Ειδικότερα, από το γράμμα του ως άνω εγγράφου προκύπτει σαφώς ότι ο εν λόγω συντάκτης, ο υπεύθυνος πωλήσεων της E.ON στη Γαλλία, έχει την πρόθεση να εκθέσει στους Γερμανούς υπεύθυνους της E.ON τις πληροφορίες που έλαβε σε μια ιδιωτική συνάντηση με υπάλληλο της προσφεύγουσας και όχι τη δική του ερμηνεία των όσων ελέχθησαν εκατέρωθεν. Τα δε λεχθέντα αντανακλούν στην πραγματικότητα τη θέση της προσφεύγουσας και όχι τη θέση του υπαλλήλου της ο οποίος ήταν παρών κατά την επίμαχη συνάντηση. Η συνάντηση αυτή πραγματοποιήθηκε άλλωστε κατ’ αίτηση του υπαλλήλου της προσφεύγουσας, ο οποίος επιθυμούσε να διεξαγάγει μια συζήτηση πριν από μια συνάντηση υψηλού επιπέδου που θα πραγματοποιούνταν σε μεταγενέστερο χρόνο μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων· αφορούσε δε προβλήματα που ενδιέφεραν άμεσα την προσφεύγουσα, ήτοι τα ζητήματα της αποδεσμεύσεως αερίου στη Γαλλία και το ενδεχόμενο συμφέρον των εμπλεκομένων επιχειρήσεων για τη διερεύνηση λύσεων που θα επέτρεπαν ένα «λελογισμένο ανταγωνισμό». Επιπλέον, τα όσα φέρονται να ειπώθηκαν είναι αρκούντως σαφή και λεπτομερή, κατά τρόπον ώστε να μην υφίσταται καμία αμφιβολία ως προς την ερμηνεία τους. Επομένως, για να ληφθεί υπόψη το έγγραφο αυτό, δεν χρειαζόταν να κοινοποιηθεί στην προσφεύγουσα, ώστε αυτή να μπορέσει να αποστασιοποιηθεί από το περιεχόμενό του, ζήτημα που εξετάσθηκε στην απόφαση Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 161 ανωτέρω, την οποία επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα. Επιπλέον, όπως θα επισημανθεί στη σκέψη 225 κατωτέρω, εσφαλμένως υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι από την ως άνω απόφαση προκύπτει ότι τα πρακτικά συναντήσεως που συνίσταντο σε σημείωμα για καθαρά εσωτερική χρήση το οποίο δεν της κοινοποιήθηκε μέχρι τη διοικητική διαδικασία έχουν αμελητέα αποδεικτική αξία.

175    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι είναι αμφίβολο το ευλογοφανές των όσων φέρονται να ειπώθηκαν. Εντούτοις, στο δικόγραφο της προσφυγής δεν προβάλλει κανένα στοιχείο προς στήριξη της θέσεως αυτής και αρκείται να παραπέμψει στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Μολονότι το κύριο μέρος του δικογράφου της προσφυγής μπορεί να τεκμηριώνεται και να συμπληρώνεται, ως προς συγκεκριμένα σημεία, με παραπομπές σε ορισμένα αποσπάσματα συνημμένων εγγράφων, η γενική παραπομπή σε άλλα έγγραφα, ακόμα κι αν επισυνάπτονται στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας, τα οποία πρέπει να περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής (απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1992, C‑52/90, Επιτροπή κατά Δανίας, Συλλογή 1992, σ. I‑2187, σκέψη 17, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 21ης Μαΐου 1999, T‑154/98, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑1703, σκέψη 49). Εφόσον δεν τεκμηριώνονται από κανένα άλλο στοιχείο του δικογράφου της προσφυγής, τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθούν. Άλλωστε, βάσει της ιδιότητας εκείνου που προβαίνει στις δηλώσεις και εκείνου που τις μεταφέρει, καθώς και του περιεχομένου τους, και ιδίως της ακρίβειας που τις χαρακτηρίζει, οι δηλώσεις αυτές φαίνονται να είναι αληθείς, σοβαρές και αξιόπιστες.

176    Τρίτον, εν πάση περιπτώσει, το ως άνω έγγραφο, το οποίο άλλωστε αναφέρεται ρητώς στις «συμφωνίες MEGAL», επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα που αντλούνται από άλλα έγγραφα στα οποία στηρίζεται η Επιτροπή προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη συμφωνίας για την κατανομή της γερμανικής και της γαλλικής αγοράς του αερίου. Έτσι, παρά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, χωρεί επίκληση του ως άνω εγγράφου προς απόδειξη της επίμαχης παραβάσεως. Η σχετική με το έγγραφο αυτό επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας πρέπει επομένως να απορριφθεί.

177    Έβδομον, όσον αφορά τα επιπλέον έγγραφα τα οποία ελήφθησαν υπόψη μετά την ανακοίνωση των αιτιάσεων, η προσφεύγουσα αρκείται να υποστηρίξει ότι απέδειξε τον αόριστο και ασαφή χαρακτήρα τους, χωρίς πάντως να δηλώσει σε ποιο βαθμό η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία των εγγράφων αυτών. Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή περιορίστηκε να παραθέσει τα έγγραφα αυτά στην υποσημείωση υπ’ αριθ. 98 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εν είδει παραδειγμάτων τα οποία επίσης τεκμηρίωναν, όπως και μια ηλεκτρονική επιστολή της 21ης Ιουλίου 2004 την οποία παραθέτει στην αιτιολογική σκέψη 102 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τη διαπίστωσή της ότι εσωτερικά έγγραφα της προσφεύγουσας αποδεικνύουν ότι η τελευταία θεωρούσε ότι δεν είχε τη δυνατότητα να λαμβάνει αέριο από τον αγωγό MEGAL λόγω των συμφωνιών με την E.ON, μολονότι είχε εξετάσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Συνεπώς, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας σχετικά με τα πρόσθετα αυτά έγγραφα πρέπει επίσης να απορριφθεί.

178    Όγδοον, είναι απορριπτέα η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας ότι παρέσχε άλλη εύλογη εξήγηση για τα στοιχεία που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή ή ότι, από τη στιγμή που ένα αποδεικτικό στοιχείο στερείται σαφήνειας και χρήζει ερμηνείας, τα μέρη είναι ελεύθερα να αντιπροτείνουν μια εύλογη εξήγηση των πραγματικών περιστατικών αντί εκείνης την οποία δέχθηκε η Επιτροπή. Ειδικότερα, η επιχειρηματολογία αυτή βασίζεται σε νομολογία που αφορά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η Επιτροπή στηρίζεται αποκλειστικώς στη συμπεριφορά των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στην αγορά για να διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεως. Εν προκειμένω όμως, η Επιτροπή επικαλέσθηκε πολλά έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη της διαπιστώσεώς της περί υπάρξεως αντιβαίνουσας στον ανταγωνισμό συμφωνίας. Άλλωστε, τα στοιχεία αυτά δεν στερούνται σαφήνειας και είναι αρκετά συγκεκριμένα. Εξ αυτού συνάγεται ότι η νομολογία την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα δεν θα μπορούσε να ασκήσει επιρροή εν προκειμένω παρά μόνον στην περίπτωση που η Επιτροπή δεν θα είχε καταφέρει να αποδείξει την ύπαρξη της παραβάσεως βάσει των εγγράφων αποδείξεων τις οποίες επικαλείται (βλ., επ’ αυτού, απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψεις 186 και 187 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βάσει όμως των ανωτέρω, δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, εφόσον τα στοιχεία τα οποία προέβαλε η Επιτροπή, σε συνδυασμό με τη συμφωνία MEGAL, τα παραρτήματά της και τα συνοδευτικά έγγραφα, είναι αρκετά ώστε να δικαιολογήσουν την εκτίμησή της.

179    Εξ αυτού συνάγεται ότι κανένα από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν μπορεί να αναιρέσει το συμπέρασμα της Επιτροπής κατά το οποίο τόσο τα εσωτερικά έγγραφα των εμπλεκομένων επιχειρήσεων όσο και η μεταξύ τους ανταλλαγή πληροφοριών δείχνουν ότι θεωρούσαν ότι η απαγόρευση προς την προσφεύγουσα να χρησιμοποιεί τα σημεία εξόδου του αγωγού MEGAL στη Γερμανία και η απαγόρευση προς την E.ON να διοχετεύει αέριο μέσω του εν λόγω αγωγού στη Γαλλία είχαν δεσμευτικό χαρακτήρα. Άλλωστε, συνολικά εξεταζόμενες, οι ενδείξεις τις οποίες επικαλέσθηκε συναφώς η Επιτροπή αρκούν ώστε να δικαιολογήσουν την εκτίμησή της.

180    Εξ αυτού συνάγεται ότι η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της τρίτης αιτιάσεως

181    Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι απέδειξε, αφενός, ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν επισήμως και ρητώς κηρύξει τα συνοδευτικά έγγραφα ως παρωχημένα από το χρονικό σημείο της απελευθερώσεως της αγοράς και είχαν επανειλημμένως εκφράσει αυτή τη θέση και, αφετέρου, ότι οι επιχειρήσεις αυτές, ήδη από την ημερομηνία εκείνη, δεν θεωρούσαν ότι δεσμεύονταν από τα ως άνω έγγραφα. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τα ως άνω στοιχεία ή τα εκτίμησε κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο.

182    Κατά πρώτον, όσον αφορά τον προβαλλόμενο χαρακτηρισμό ως παρωχημένων των συνοδευτικών εγγράφων, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή εκτίμησε, στην αιτιολογική σκέψη 163 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο οι ευρωπαϊκές αγορές του αερίου άνοιξαν στον ανταγωνισμό, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεν έθεσαν τέρμα στην επίμαχη συμφωνία και δεν δήλωσαν ρητώς ότι τα εν λόγω έγγραφα είναι παρωχημένα.

183    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η E.ON τής απέστειλε τηλεομοιοτυπία στις 7 Ιανουαρίου 2002, στην οποία απαριθμούνταν οι συμφωνίες MEGAL και καθοριζόταν η αντιμετώπιση που θα έπρεπε να έχει η καθεμία. Στην τηλεομοιοτυπία αναφέρεται, ειδικότερα, ότι τα έγγραφα Direktion G και Direktion I έπρεπε να θεωρούνται ως «παρωχημένα», πράγμα που μαρτυρεί ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις θεωρούσαν επισήμως τα συνοδευτικά έγγραφα ως μη δεσμευτικά εντός του νέου κανονιστικού πλαισίου.

184    Συναφώς, επισημαίνεται καταρχάς ότι η τηλεομοιοτυπία την οποία απέστειλε η E.ON στην προσφεύγουσα στις 7 Ιανουαρίου 2002 έπεται μιας συναντήσεως μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων η οποία είχε λάβει χώρα στις 14 Δεκεμβρίου 2001 και η οποία, κατά την προσφεύγουσα, είχε σκοπό να προσαρμόσει τη συμφωνία MEGAL στο νέο κανονιστικό πλαίσιο. Επιπλέον, η πρώτη σελίδα της εν λόγω τηλεομοιοτυπίας αναφέρει ότι επισυνάπτεται σε αυτήν ένα σχέδιο του καταλόγου των υφιστάμενων συμφωνιών μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και της αντιμετωπίσεως που θα πρέπει να έχουν οι διατάξεις της καθεμίας στο πλαίσιο της έννοιας της «επωφελούς χρήσεως». Στο παράρτημα της εν λόγω τηλεομοιοτυπίας περιλαμβάνεται κατάλογος των διατάξεων της συμφωνίας MEGAL, των παραρτημάτων της και των συνοδευτικών εγγράφων, μεταξύ των οποίων και των εγγράφων Direktion G και Direktion I. Το ως άνω παράρτημα φέρει στην κεφαλίδα της κάθε σελίδας τη μνεία «Νέα διάρθρωση MEGAL — Μετατροπή της βασικής συμφωνίας και των σχετικών προς αυτή συμβάσεων σε νέα συμφωνία κοινοπραξίας». Περιγράφει το έγγραφο Direktion G ως έχον ως αντικείμενο τις «δεσμεύσεις χωρητικότητας» των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, ενώ θέτει το ζήτημα αν μπορούν ή όχι να υπάρξουν «συμφωνίες μεταφοράς μέσω του MEGAL με τρίτους». Το δε έγγραφο Direktion I περιγράφεται στο εν λόγω παράρτημα ως έχον ως αντικείμενο «τη μη διενέργεια παραδόσεων ή εφοδιασμού από την [προσφεύγουσα] στη Γερμανία». Όσον αφορά την αντιμετώπιση που θα πρέπει να έχουν τα έγγραφα αυτά, η εν λόγω τηλεομοιοτυπία θέτει, απέναντι από την παράθεση των εν λόγω εγγράφων, τον όρο «παρωχημένα».

185    Εφόσον εξετασθεί στο σύνολό της η τηλεομοιοτυπία την οποία η E.ON απέστειλε στην προσφεύγουσα στις 7 Ιανουαρίου 2002 και δεδομένου του πλαισίου της, πρέπει να κριθεί ότι, αντί να αναφέρει ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις θεωρούσαν ότι τα έγγραφα Direktion G και Direktion I ήταν πλέον παρωχημένα, η εν λόγω τηλεομοιοτυπία αναφέρει απλώς ότι οι επιχειρήσεις αυτές είχαν κατά νου να θεωρήσουν τα έγγραφα αυτά ως παρωχημένα στο πλαίσιο της νέας συμφωνίας που τελούσε υπό διαπραγμάτευση. Ειδικότερα, ο όρος «παρωχημένα» δείχνει ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις θεωρούσαν ότι δεν ήταν αναγκαίο να συμπεριλάβουν τέτοιες ρήτρες σε αυτή τη νέα συμφωνία. Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, για τις διατάξεις για τις οποίες αναφέρεται ότι αντιμετωπίζονται ως μη «παρωχημένες», δηλώνεται ρητώς ότι οι διατάξεις αυτές πρέπει να ενσωματωθούν, ενδεχομένως τροποποιημένες, στη νέα συμφωνία ή στα παραρτήματά της. Επιπλέον, από την πρώτη σελίδα της εν λόγω τηλεομοιοτυπίας προκύπτει ότι η τηλεομοιοτυπία αφορά «υφιστάμενες συμφωνίες». Ως εκ τούτου, ορθώς εκτίμησε η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 80 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ως άνω τηλεομοιοτυπία αναφερόταν στη σημασία που τα ως άνω συνοδευτικά έγγραφα θα είχαν κατά το μέλλον στο πλαίσιο της νέας συμφωνίας MEGAL και της έννοιας της «επωφελούς χρήσεως». Το γεγονός, το οποίο υπενθύμισε η προσφεύγουσα, ότι ο συνημμένος στην εν λόγω τηλεομοιοτυπία κατάλογος αναφέρει και άλλα συνοδευτικά έγγραφα τα οποία, κατά την προσφεύγουσα, ήταν παρωχημένα κατά την ημερομηνία την οποία φέρει η τηλεομοιοτυπία, δεν ασκεί συναφώς επιρροή. Επομένως, όπως εκτίμησε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 80 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορεί να συναχθεί από την εν λόγω τηλεομοιοτυπία ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις θεωρούσαν τα έγγραφα Direktion G και Direktion I ως παρωχημένα κατά την ημερομηνία αποστολής της τηλεομοιοτυπίας αυτής.

186    Κατόπιν, είναι απορριπτέο το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που είναι μεταγενέστερα της τηλεομοιοτυπίας την οποία απέστειλε η E.ON στην προσφεύγουσα στις 7 Ιανουαρίου 2002 και αφορούν την εφαρμογή των συνοδευτικών εγγράφων δεν έχουν επαρκή αποδεικτική αξία. Ειδικότερα, στο δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα αναφέρεται ρητώς, προς στήριξη του εν λόγω επιχειρήματος, μόνο στην επιστολή της E.ON της 21ης Μαΐου 2002. Τα επιχειρήματα όμως σχετικά με την επιστολή αυτή απορρίφθηκαν, όπως προκύπτει από τη σκέψη 168 ανωτέρω. Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, προς στήριξη του εν λόγω επιχειρήματος, η προσφεύγουσα προτίθεται να παραπέμψει και στα έγγραφα για τα οποία γίνεται λόγος στις σκέψεις 168 έως 178 ανωτέρω, αρκεί η διαπίστωση ότι τα όσα υποστήριξε σχετικώς απορρίφθηκαν στις εν λόγω σκέψεις.

187    Τέλος, παρά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις καθόσον υποστήριξε ότι η ερμηνεία της τηλεομοιοτυπίας την οποία απέστειλε η E.ON στην προσφεύγουσα στις 7 Ιανουαρίου 2002 δεν είναι απολύτως σαφής ενώ παρ’ όλ’ αυτά δέχθηκε μια δυσμενή για την προσφεύγουσα ερμηνεία. Ειδικότερα, η Επιτροπή αναγνώρισε μεν ότι η ερμηνεία της ως άνω τηλεομοιοτυπίας δεν ήταν απολύτως σαφής, αλλά παρ’ όλ’ αυτά εκτίμησε, βάσει του περιεχομένου της, ότι η εν λόγω τηλεομοιοτυπία δεν αποδείκνυε ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις θεωρούσαν τα συνοδευτικά έγγραφα ως παρωχημένα κατά το χρονικό εκείνο σημείο. Άλλωστε, δεν μπορεί να θεωρείται ότι, με το να μη δεχθεί την ερμηνεία που έδωσε η προσφεύγουσα στην τηλεομοιοτυπία και με το να εκτιμήσει ότι δεν όριζε σαφώς ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις θεωρούσαν τα συνοδευτικά έγγραφα ως παρωχημένα, η Επιτροπή προβαίνει σε δυσμενή για την προσφεύγουσα ερμηνεία του εγγράφου αυτού. Με τον τρόπο αυτό η Επιτροπή στην πραγματικότητα απλώς αντέκρουσε κατ’ ουσίαν την άποψη της προσφεύγουσας που επικαλούνταν το ως άνω έγγραφο προς υπεράσπισή της.

188    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση διαφόρων πραγματικών στοιχείων που επιβεβαίωναν τη δική της ερμηνεία της τηλεομοιοτυπίας της 7ης Ιανουαρίου 2002. Συναφώς, παραπέμπει, στο δικόγραφο της προσφυγής, σε εσωτερικό έγγραφο της 19ης Δεκεμβρίου 2002, που θέτει το ζήτημα αν η προσφεύγουσα είχε άνευ ετέρου το δικαίωμα να λαμβάνει αέριο από τον αγωγό MEGAL, έστω και χωρίς μεταβολή δομής, επισημαίνοντας ότι η E.ON επαναλαμβάνει συνεχώς ότι ο δικαιούχος βάσει συμβάσεως διαμετακομίσεως μπορεί να χρησιμοποιήσει το αέριό του καθ’ όλο το μήκος της διαδρομής της ως άνω διαμετακομίσεως, και στα πρακτικά συναντήσεως πραγματοποιηθείσας στις 23 Ιουνίου 2004, από τα οποία προκύπτει μεταξύ άλλων ότι η E.ON επιβεβαιώνει εκ νέου ότι η προσφεύγουσα διαθέτει ήδη δικαίωμα προσβάσεως σε οποιοδήποτε σημείο εξόδου του αγωγού MEGAL εφόσον υπάρχει διαθέσιμη δυναμικότητα.

189    Διαπιστώνεται όμως ότι τα έγγραφα αυτά δεν μπορούν να στηρίξουν την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας. Ειδικότερα, μολονότι από τα εν λόγω έγγραφα μπορεί να προκύπτει ότι η E.ON εξέφρασε, κατ’ ουσίαν, την άποψη ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ήταν δυνατόν να υπάρχουν δικαιώματα λήψεως αερίου από τον αγωγό MEGAL, εντούτοις από μεταγενέστερά τους έγγραφα, και ιδίως από ηλεκτρονική επιστολή της 21ης Ιουλίου 2004, προκύπτει ότι η προσφεύγουσα θεωρούσε ότι, κατά το χρονικό εκείνο σημείο, οι δυνατότητές της να λαμβάνει αέριο από τον εν λόγω αγωγό περιορίζονταν στις ποσότητες που αγόραζε στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου και ότι δεν διέθετε, πέραν των ποσοτήτων αυτών, σημεία εξόδου στον ως άνω αγωγό. Από την εν λόγω ηλεκτρονική επιστολή προκύπτει, ειδικότερα, ότι η προσφεύγουσα θεωρούσε ότι οι πωλήσεις μπορούσαν να γίνουν από οποιοδήποτε σημείο εξόδου του αγωγού αυτού εντός των ορίων των ποσοτήτων αερίου που αγοράζονταν στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου. Πέραν του ορίου αυτού, θεωρούσε ότι οι επιπλέον πωλήσεις δεν αφορούσαν πλέον τις ποσότητες αερίου που αγοράζονταν με το πρόγραμμα αποδεσμεύσεως αερίου και ότι για τις πωλήσεις αυτές, τα μόνα σημεία εισόδου που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ήταν [απόρρητο]. Στην ως άνω ηλεκτρονική επιστολή αναφερόταν ότι τα λοιπά σημεία εξόδου αποκλείονταν μέχρι τη σύναψη συνολικής συμφωνίας. Η εν λόγω ηλεκτρονική επιστολή επιβεβαιώνει άλλωστε τη θέση που εκφράστηκε σε διάφορα έγγραφα χρονολογούμενα από το πρώτο εξάμηνο του 2004 και κατά συνέπεια μεταγενέστερα του εγγράφου της 19ης Δεκεμβρίου 2002. Έτσι, από χειρόγραφες σημειώσεις που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια συναντήσεως της 28ης Ιανουαρίου 2004 προκύπτει ότι τα σημεία εξόδου του αγωγού MEGAL καθορίστηκαν μόνο για την E.ON, αφού η προσφεύγουσα απλώς διαμετακομίζει το αέριο και της ζητείται να πραγματοποιήσει επενδύσεις ώστε να μπορέσει να λαμβάνει αέριο. Από σημείωμα της προσφεύγουσας της 10ης Μαΐου 2004 προκύπτει επίσης ότι, όσον αφορά τα σημεία εισόδου και εξόδου του αγωγού MEGAL, η προσφεύγουσα είχε, κατά το χρονικό εκείνο σημείο, μόνο το δικαίωμα να λαμβάνει «αέριο προερχόμενο από τους πλειστηριασμούς», δηλαδή αέριο το οποίο αγόραζε στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου, σε οποιοδήποτε σημείο εισόδου και εξόδου του εν λόγω αγωγού. Στο ως άνω σημείωμα, αναφέρεται επίσης ρητώς ότι η μεταφορά αερίου [απόρρητο] μέχρι τους τελικούς πελάτες στη Γερμανία μέσω ενός σημείου εξόδου του αγωγού MEGAL δεν ήταν εφικτή κατά το χρονικό εκείνο σημείο, διότι η προσφεύγουσα δεν διέθετε τέτοια σημεία εξόδου στο δυτικό τμήμα του αγωγού αυτού. Ομοίως, στα πρακτικά μιας συναντήσεως με χαρακτήρα επισκόπησης της 27ης Μαΐου 2004, επισημαίνεται ότι ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας δήλωσε ότι δεν είχε γνώση του φακέλου, αλλά είχε ακούσει ότι η προσφεύγουσα ήθελε να παραδώσει αέριο από τον αγωγό MEGAL στη Νότια Γερμανία, πράγμα το οποίο δεν θα συνέβαινε αν διέθετε ήδη δικαιώματα λήψεως αερίου. Τέλος, όσον αφορά ειδικότερα το έγγραφο της 19ης Δεκεμβρίου 2002, από το σύνολο του ως άνω εγγράφου προκύπτει ότι κάνει λόγο για τις πιθανές εξελίξεις όσον αφορά τα δικαιώματα της προσφεύγουσας εντός του μελλοντικού συμβατικού πλαισίου του αγωγού MEGAL. Από το έγγραφο αυτό αντιθέτως δεν συνάγεται ότι η προσφεύγουσα ήταν βέβαιη ότι διέθετε δικαιώματα λήψεως αερίου από τον εν λόγω αγωγό, και ακόμη λιγότερο ότι θεωρούσε τα συνοδευτικά έγγραφα ως παρωχημένα.

190    Επιπλέον, τα στοιχεία στα οποία αναφέρθηκε η προσφεύγουσα δεν συμβιβάζονται με τις συμβατικές διατάξεις του παραρτήματος 2 της συμφωνίας MEGAL το οποίο δεν παρείχε δικαίωμα λήψεως αερίου από τον αγωγό MEGAL στη Γερμανία, εκτός αν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις συμφωνούσαν διαφορετικά, χωρίς να υπάρχει κανένα στοιχείο από το οποίο να συνάγεται ότι, κατά το χρονικό εκείνο σημείο, οι διατάξεις αυτές είχαν καταργηθεί ή ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις είχαν συμφωνήσει επισήμως να τις τροποποιήσουν.

191    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας περί πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση διαφόρων πραγματικών στοιχείων που επιβεβαιώνουν τη δική της ερμηνεία της τηλεομοιοτυπίας της 7ης Ιανουαρίου 2002.

192    Κατά δεύτερον, όσον αφορά τη συμπεριφορά της προσφεύγουσας που αποδεικνύει ότι δεν θεωρούσε ότι δεσμευόταν από τα συνοδευτικά έγγραφα, υπογραμμίζεται ότι η Επιτροπή επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 163 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ούτε οι εσωτερικές στρατηγικές πωλήσεων των δύο επιχειρήσεων στην εθνική αγορά του άλλου μέρους, ούτε οι πραγματικές πωλήσεις αερίου στις αγορές αυτές, αποτελούσαν απόδειξη που ανατρέπει το συμπέρασμα ότι είχαν εμμείνει στη συμφωνία τους περί κατανομής αγορών.

193    Συναφώς, η προσφεύγουσα αντιτείνει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ καθώς και την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως, μη λαμβάνοντας υπόψη τις αποδείξεις περί προσφορών σε πελάτες στη Νότια Γερμανία για παραδόσεις αερίου από τον αγωγό MEGAL. Κατά την προσφεύγουσα, οι ως άνω προσφορές αποδεικνύουν την απουσία συμπτώσεως βουλήσεων μετά την απελευθέρωση της αγοράς.

194    Οι αντιρρήσεις αυτές είναι όμως απορριπτέες.

195    Ειδικότερα, όσον αφορά καταρχάς την αιτιολογία, επισημαίνεται ότι, για να καταλήξει στη διαπίστωση που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 163 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε μεταξύ άλλων, στην αιτιολογική σκέψη 73 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η προσφεύγουσα πώλησε αέριο στη Γερμανία μόνον από το 2001 και μετά και σε πολύ περιορισμένη έκταση. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον πίνακα που περιλαμβάνεται στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη, τα μερίδια αγοράς της προσφεύγουσας στη Γερμανία ήταν [απόρρητο]. Κατά τον ίδιο πίνακα, δεν πώλησε αέριο από τον αγωγό MEGAL παρά μόνον από το 2004 και μετά, για να εφοδιάσει [απόρρητο]. Ακόμη, η Επιτροπή επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 101 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο εφοδιασμός από τον εν λόγω αγωγό αντιστοιχούσε σε σχετικά ασήμαντο τμήμα των συνολικών πωλήσεων της προσφεύγουσας στη Γερμανία και ότι οι όγκοι αερίου που πωλούνταν από τον αγωγό αυτό στη Γερμανία μεταξύ του 2004 και του Σεπτεμβρίου του 2005 ήταν σχεδόν αποκλειστικά όγκοι αερίου τους οποίους αγόραζε η προσφεύγουσα από την E.ON στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αρκούντως αιτιολογημένη. Διαπιστώνεται πάντως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προβαίνει συναφώς σε ρητή αναφορά στις προσφορές τις οποίες έκανε η προσφεύγουσα σε πελάτες στη Νότια Γερμανία για παραδόσεις από τον αγωγό MEGAL. Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, μολονότι, δυνάμει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή οφείλει να αιτιολογεί τις αποφάσεις της, μνημονεύοντας τα πραγματικά και νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η νομιμότητα του μέτρου καθώς και τους λόγους που την ώθησαν στη λήψη της αποφάσεώς της, δεν απαιτείται ωστόσο να εξετάζει όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που τέθηκαν από τον κάθε ενδιαφερόμενο κατά τη διοικητική διαδικασία (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 1991, T‑8/89, DSM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑1833, σκέψη 257, και της 19ης Μαΐου 1994, T‑2/93, Air France κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑323, σκέψη 92).

196    Όσον αφορά κατόπιν το βάσιμο της διαπιστώσεως που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 163 της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ με το να μη λάβει υπόψη τις προσφορές της. Ειδικότερα, [απόρρητο]. Επιπλέον, βάσει των στοιχείων που αναφέρονται στη σκέψη 197 κατωτέρω, από τα οποία προκύπτει ότι, τουλάχιστον μέχρι το δεύτερο ήμισυ του 2003, η προσφεύγουσα απέφυγε να πραγματοποιήσει πωλήσεις από τον αγωγό MEGAL στη Νότια Γερμανία, δεν πρέπει να δοθεί μεγάλη βαρύτητα στις προσφορές στις οποίες αναφέρθηκε η προσφεύγουσα, στο μέτρο που αφορούν το ως άνω χρονικό διάστημα. Τέλος, ως αφορώσες μόνο τη Γερμανία, οι ως άνω προσφορές δεν θίγουν τη διαπίστωση της Επιτροπής, στο μέτρο που αναφέρεται στη γαλλική αγορά. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η ύπαρξη προσφορών της προσφεύγουσας δεν αποδεικνύει, αυτή καθεαυτή, ούτε το ανακριβές της διαπιστώσεως της Επιτροπής ούτε την απουσία συμφωνίας ή συμπτώσεως βουλήσεων μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

197    Κατά τρίτον, όσον αφορά τις δυσχέρειες που αντιμετώπισε η προσφεύγουσα για να λάβει αέριο από τον αγωγό MEGAL, επισημαίνεται καταρχάς ότι, παρά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν εκτίμησε [απόρρητο]. Ειδικότερα, η διαπίστωση αυτή, η οποία διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 144 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν περιλαμβάνεται στην εκτίμηση της Επιτροπής, αλλά στην ανακεφαλαίωση των επιχειρημάτων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Κατόπιν, υπογραμμίζεται ότι τα εμπόδια στην ανάπτυξη της προσφεύγουσας στη Νότια Γερμανία δεν ανάγονται αποκλειστικώς σε ζήτημα ΠΤ, [απόρρητο], αλλά και σε εκούσια συμπεριφορά της. Ειδικότερα, υπενθυμίζεται ότι, στα πρακτικά συναντήσεως που πραγματοποιήθηκε στις 23 Μαΐου 2002, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν σκόπευε να πωλήσει αέριο από τον αγωγό MEGAL στη Νότια Γερμανία. Ομοίως, από ενημερωτικό σημείωμα της προσφεύγουσας της 29ης Αυγούστου 2003 προκύπτει ότι από το 2001 δεν είχε εξετάσει το ενδεχόμενο να λαμβάνει αέριο από τον αγωγό MEGAL για να το διαθέσει εμπορικά στη Νότια Γερμανία, που ήταν η πιο αποδοτική αγορά της E.ON. Ομοίως, υπενθυμίζεται ότι από ηλεκτρονική επιστολή της 27ης Φεβρουαρίου 2003 προκύπτει ότι η προσφεύγουσα είχε προφανώς την πεποίθηση ότι έπρεπε να επιδείξει σωστή συμπεριφορά κατά την προσέγγισή της στη γερμανική αγορά και ότι έστω και αν μπορεί να δοκίμαζε να πωλήσει αέριο στη ζώνη της E.ON, σκοπός της θα ήταν μάλλον η συγκέντρωση πληροφοριών για την αγορά παρά η απευθείας κατά μέτωπον επίθεση. Τέλος, εν πάση περιπτώσει, το γεγονός [απόρρητο] δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη της επίμαχης παραβάσεως στο μέτρο που αυτή ανάγεται στη συμφωνία MEGAL, στα παραρτήματά της και στα συνοδευτικά έγγραφα. Το επιχείρημα που βασίζεται στη διαδικασία στο πλαίσιο της υποθέσεως COMP/39.317 — E.ON Gas, σχετικά με τη συμπεριφορά της E.ON, είναι συνεπώς αλυσιτελές. [απόρρητο]

198    Κατά τέταρτον, όσον αφορά την εξέλιξη των πωλήσεων της E.ON στη Γαλλία, από την αιτιολογική σκέψη 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η E.ON άρχισε να πωλεί αέριο στη Γαλλία μόλις το 2003 και σε πολύ περιορισμένη έκταση. Ειδικότερα, στον πίνακα που περιλαμβάνεται στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη, αναφέρεται ότι τα μερίδια αγοράς της E.ON στη Γαλλία ήταν 0,05 % το 2003, 0,21 % το 2004 και 0,5 % το 2005 και ότι κατά τα έτη αυτά ο αριθμός των πελατών ήταν αντιστοίχως 3, 4 και 8. Έτσι, μολονότι οι πωλήσεις της E.ON αυξάνονταν σταθερά από το 2003, εντούτοις οι πωλήσεις αυτές παρέμεναν σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο και αφορούσαν πολύ περιορισμένο αριθμό πελατών. Προκύπτει ακόμη από το εσωτερικό ενημερωτικό σημείωμα της E.ON, το οποίο συντάχθηκε ενόψει της συναντήσεως της 20ής Δεκεμβρίου 2001 που είχε χαρακτήρα επισκόπησης και το οποίο παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η E.ON ήθελε να επισημάνει στην προσφεύγουσα, κατά την ως άνω συνάντηση, ότι είχε ανοίξει στο Παρίσι (Γαλλία) ένα γραφείο πωλήσεων, ο ρόλος του οποίου ήταν να καταστήσει φανερή την παρουσία της στη Γαλλία και όχι η επιθετική εισχώρηση στη γαλλική αγορά. Επιπλέον, προκύπτει από ενημερωτικό σημείωμα της E.ON ενόψει της συναντήσεως της 2ας Ιουλίου 2004 που είχε χαρακτήρα επισκόπησης, ότι η E.ON υπήρξε σκόπιμα συγκρατημένη όσον αφορά τη δραστηριότητά της στη γαλλική αγορά μέχρι το καλοκαίρι του 2003. Προκύπτει επίσης από τα πρακτικά της προσφεύγουσας για τη συνάντηση της 27ης Μαΐου 2004 που είχε χαρακτήρα επισκόπησης ότι το δυτικό όριο για τη δραστηριότητα της E.ON στην ηπειρωτική Ευρώπη ήταν τα δυτικά σύνορα της Γερμανίας και ότι η E.ON δεν ενδιαφερόταν έντονα, μεταξύ άλλων, για τη Γαλλία. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι πωλήσεις της E.ON στη Γαλλία δεν αποδεικνύουν ότι η ίδια δεν θεωρούσε ότι δεσμευόταν από τα συνοδευτικά έγγραφα. Οι προβαλλόμενοι βιομηχανικής φύσεως λόγοι για την ασθενή ανάπτυξη της E.ON, η επίσης προβαλλόμενη επιθετική εμπορική πολιτική στη Γαλλία και τα αποτελέσματα που επετεύχθησαν ή το γεγονός ότι οι πωλήσεις αυτές γνώρισαν αδιάκοπη αύξηση από το 2005 και μετά δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τις έγγραφες αποδείξεις που πιστοποιούν ρητώς τη βούληση της E.ON για περιορισμό της εισόδου της στη γαλλική αγορά του αερίου.

199    Υπογραμμίζεται εντούτοις ότι το συμπέρασμα αυτό ισχύει, όσον αφορά τη γαλλική αγορά, μόνο μέχρι τη συμφωνία του 2004, με την οποία οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις διακήρυξαν ότι τα συνοδευτικά έγγραφα ήταν «άκυρα και χωρίς έννομα αποτελέσματα». Η κατάσταση όσον αφορά την περίοδο μετά το χρονικό αυτό σημείο θα εξετασθεί στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψεις 367 έως 378 κατωτέρω).

200    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, με την επιφύλαξη αυτή, η τρίτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της πρώτης αιτιάσεως

201    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κρίνοντας ότι τα συνοδευτικά έγγραφα εξακολουθούσαν να εφαρμόζονται μετά την απελευθέρωση της αγοράς, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή έπρεπε, αντιθέτως, να συναγάγει τεκμήριο περί «εγκαταλείψεως» των εγγράφων αυτών από τον Αύγουστο του 2000, χωρίς καν να αξιώσει απόδειξη περί επίσημης καταγγελίας τους από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις από την ημερομηνία αυτή.

202    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, όπως την καθιέρωσε ιδίως το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συμβάσεως για την Προστασiα των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, υπογραφείσας στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), εντάσσεται στα θεμελιώδη δικαιώματα που, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, προστατεύονται από την έννομη τάξη της Ένωσης. Λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των επιδίκων παραβάσεων καθώς και της φύσεως και του βαθμού αυστηρότητας των κυρώσεων τις οποίες επισύρουν, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας εφαρμόζεται και επί των διαδικασιών οι οποίες αφορούν παραβάσεις των ισχυόντων για τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψη 178, και της 5ης Απριλίου 2006, T‑279/02, Degussa κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑897, σκέψη 115 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

203    Το τεκμήριο αθωότητας συνεπάγεται ότι κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με τον νόμο (απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Οκτωβρίου 2005, T‑22/02 και T‑23/02, Sumitomo Chemical και Sumika Fine Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4065, σκέψη 106).

204    Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι, όπως υπογραμμίσθηκε ιδίως στη σκέψη 142 ανωτέρω, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις συνήψαν το 1975 έγγραφη συμφωνία κατανομής αγορών, που συνίστατο στη συμφωνία MEGAL, στα παραρτήματά της και στα συνοδευτικά έγγραφα και είχε ως αντικείμενο τη μη διείσδυση —ή την περιορισμένη μόνο διείσδυση— της καθεμίας στην εθνική αγορά της άλλης και την προστασία έτσι των εθνικών τους αγορών διά της αποχής από την πώληση στην εθνική αγορά της άλλης μετέχουσας επιχειρήσεως του αερίου που μεταφερόταν μέσω του αγωγού MEGAL. Όπως προκύπτει από ολόκληρη την παρούσα απόφαση, κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αναιρέσει τη διαπίστωση αυτή. Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 143 ανωτέρω, βάσει κανενός στοιχείου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε καταγγελία της ως άνω συμφωνίας πριν το 1999, αν όχι το 2000, και ότι το γεγονός ότι, κατόπιν της εξετάσεως του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο ακυρώνει το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που διαπιστώνει την ύπαρξη παραβάσεως η οποία διαπράχθηκε στη Γερμανία πριν το 1998 δεν ανατρέπει αυτή καθεαυτή την ύπαρξη της συμφωνίας κατανομής αγορών, αλλά την ημερομηνία κατά την οποία η συμφωνία αυτή άρχισε να συνιστά παράβαση.

205    Προκύπτει ακόμη από την εξέταση της δεύτερης και της τρίτης αιτιάσεως που υποβλήθηκαν προς στήριξη του υπό κρίση σκέλους ότι βάσει κανενός στοιχείου δεν μπόρεσαν να αμφισβητηθούν οι εκτιμήσεις οι οποίες περιλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 163 της προσβαλλομένης αποφάσεως και κατά τις οποίες, αφενός, κατόπιν της απελευθερώσεως της αγοράς, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεν έθεσαν επισήμως τέρμα στη συμφωνία τους ούτε την κήρυξαν ρητώς ως στερούμενη πλέον αντικειμένου και, αφετέρου, ούτε οι εσωτερικές στρατηγικές πωλήσεων των δύο επιχειρήσεων στην εθνική αγορά του άλλου μέρους, ούτε οι εκ μέρους τους πωλήσεις αερίου στις αγορές αυτές, αποτελούν απόδειξη που θα ανέτρεπε το συμπέρασμα ότι ενέμειναν στη συμφωνία τους περί κατανομής αγορών.

206    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να θεωρηθεί ότι, παρά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ορθώς η Επιτροπή δεν συνήγαγε τεκμήριο περί «εγκαταλείψεως» των συνοδευτικών εγγράφων από τον Αύγουστο του 2000.

207    Η δε νομολογία την οποία επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτιάσεως δεν ασκεί επιρροή. Ειδικότερα, σε αντίθεση με τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν στην έκδοση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 29ης Ιουνίου 1995, T‑30/91, Solvay κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. II‑1775), η Επιτροπή διέθετε, εν προκειμένω, άμεσες αποδείξεις για την ύπαρξη της φερόμενης συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής μετά τον Αύγουστο του 2000, από τις οποίες προέκυπτε ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις εξακολουθούσαν να θεωρούν ότι δεσμεύονται από τη συμφωνία κατανομής αγορών που είχαν συνάψει το 1975. Οι αποδείξεις αυτές εξετάσθηκαν μεταξύ άλλων στις αιτιολογικές σκέψεις 61 έως 136 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Οι ως άνω αποδείξεις, ορισμένες από τις οποίες αναφέρονται στα συνοδευτικά έγγραφα, ανάγονται ιδίως σε ανταλλαγές επιστολών ή σε πρακτικά συναντήσεων μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, καθώς και σε εσωτερικά έγγραφά τους, εκ των οποίων ορισμένα αναφέρονται σε συναντήσεις μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων. Όπως προκύπτει όμως από την εξέταση της δεύτερης και της τρίτης αιτιάσεως του υπό κρίση σκέλους, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ούτε την έλλειψη αποδεικτικής αξίας των ως άνω αποδεικτικών στοιχείων ούτε ότι κακώς εκτίμησε η Επιτροπή ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεν είχαν «εγκαταλείψει» τα συνοδευτικά έγγραφα μετά το 2000. Όσον αφορά τη μη απόδειξη της υπάρξεως αθέμιτης πρακτικής μεταξύ 1980 και 1999, η σημασία του γεγονότος αυτού αποκλείσθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Εξ αυτού συνάγεται ότι η Επιτροπή απέδειξε προσηκόντως την ύπαρξη της αρχικής συμφωνίας και τη μετέπειτα συνέχισή της, και ότι, σε αντίθεση με τις περιστάσεις της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Solvay κατά Επιτροπής, δεν επικαλέσθηκε τις προηγούμενες συμφωνίες ως αποδείξεις για την ύπαρξη μεταγενέστερης παραβάσεως.

208    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι η πρώτη αιτίαση πρέπει και αυτή να απορριφθεί.

209    Εφόσον καμία από τις αιτιάσεις που προβλήθηκαν προς στήριξη του δεύτερου σκέλους δεν είναι βάσιμη, το σκέλος αυτό πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου σκέλους

210    Στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή πραγματοποίησε εσφαλμένη ερμηνεία των συναντήσεων και των ανταλλαγών πληροφοριών στις οποίες προέβησαν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις μεταξύ 1999 και 2005 και ότι, ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

211    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η εναρμονισμένη πρακτική αφορά μια μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων η οποία, χωρίς να έχει φτάσει μέχρι του σημείου συνάψεως συμφωνίας κατά κυριολεξία, αντικαθιστά συνειδητά τους κινδύνους του ανταγωνισμού με πρακτική συνεργασία μεταξύ τους. Τα κριτήρια συντονισμού και συνεργασίας τα οποία αποτελούν συστατικά στοιχεία μιας εναρμονισμένης πρακτικής πρέπει να νοούνται υπό το πρίσμα της συνυφασμένης με τις περί ανταγωνισμού διατάξεις της Συνθήκης αντιλήψεως, σύμφωνα με την οποία κάθε επιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην κοινή αγορά (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1975, 40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 507, σκέψη 26· της 31ης Μαρτίου 1993, C‑89/85, C‑104/85, C‑114/85, C‑116/85, C‑117/85 και C‑125/85 έως C‑129/85, Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑1307, σκέψη 63, και της 28ης Μαΐου 1998, C‑7/95 P, Deere κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑3111, σκέψη 86).

212    Μολονότι η ως άνω επιβαλλόμενη αυτονομία δεν αποκλείει το δικαίωμα των επιχειρηματιών να προσαρμόζονται ευφυώς στη διαπιστούμενη ή αναμενομένη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους, εντούτοις απαγορεύει αυστηρώς κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών αυτών, η οποία θα ήταν ικανή είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά ενός υπαρκτού ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά, είτε να αποκαλύψει σε έναν τέτοιο ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που έχουν αποφασίσει ή σκέφτονται να ακολουθήσουν στην ως άνω αγορά, οσάκις οι εν λόγω επαφές έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού μη ανταποκρινόμενων στις κανονικές συνθήκες της επίμαχης αγοράς, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των προϊόντων ή των παρεχόμενων υπηρεσιών, της σπουδαιότητας και του αριθμού των επιχειρήσεων και του όγκου της συγκεκριμένης αγοράς (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 211 ανωτέρω, σκέψη 174, και Deere κατά Επιτροπής, σκέψη 211 ανωτέρω, σκέψη 87).

213    Από τη νομολογία προκύπτει ότι, σε ολιγοπωλιακή αγορά υψηλής συγκεντρώσεως, η ανταλλαγή πληροφοριών είναι ικανή να παράσχει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να λάβουν γνώση των θέσεων επί της αγοράς και της εμπορικής στρατηγικής των ανταγωνιστών τους και κατά τούτο να νοθεύσει αισθητά τον ανταγωνισμό που εξακολουθεί να υπάρχει μεταξύ των επιχειρηματιών (απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουνίου 2009, C‑8/08, T‑Mobile Netherlands κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑4529, σκέψη 34).

214    Εξ αυτού έπεται ότι η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών μπορεί να αντίκειται στους κανόνες περί ανταγωνισμού οσάκις μετριάζει ή εξαλείφει τον βαθμό αβεβαιότητας ως προς τη λειτουργία της επίμαχης αγοράς με αποτέλεσμα περιορισμό του μεταξύ επιχειρήσεων ανταγωνισμού (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου Deere κατά Επιτροπής, σκέψη 211 ανωτέρω, σκέψη 90, και της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑194/99 P, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑10821, σκέψη 81).

215    Υπενθυμίζεται τέλος ότι, κατά πάγια νομολογία, για να στοιχειοθετηθεί επαρκώς η συμμετοχή επιχειρήσεως σε σύμπραξη, αρκεί να αποδειχθεί ότι η εν λόγω επιχείρηση μετέσχε σε συναντήσεις κατά τις οποίες συνήφθησαν συμφωνίες θίγουσες τον ανταγωνισμό, χωρίς να αντιταχθεί σαφώς στις συμφωνίες αυτές. Όταν έχει αποδειχθεί η συμμετοχή σε τέτοιες συναντήσεις, στην επιχείρηση αυτή εναπόκειται να προβάλει στοιχεία ικανά να καταδείξουν ότι η συμμετοχή της στις εν λόγω συναντήσεις δεν στρεφόταν κατά του ανταγωνισμού, αποδεικνύοντας ότι είχε επισημάνει στους ανταγωνιστές της ότι μετείχε στις συναντήσεις αυτές υπό πρίσμα διαφορετικό απ’ ό,τι εκείνοι (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 81).

216    Βάσει των σκέψεων αυτών πρέπει να γίνει η εξέταση των δύο αιτιάσεων τις οποίες προβάλλει η προσφεύγουσα προς στήριξη του υπό κρίση σκέλους και οι οποίες έχουν κατ’ ουσίαν ως αντικείμενο την αμφισβήτηση της εκτιμήσεως της Επιτροπής περί υπάρξεως εναρμονισμένης πρακτικής, αφενός, για την κατανομή της γερμανικής και της γαλλικής αγοράς του αερίου σε συσχετισμό με τα συνοδευτικά έγγραφα και, αφετέρου, για την ανταλλαγή ευαίσθητων δεδομένων μεταξύ ανταγωνιστών.

–       Επί της πρώτης αιτιάσεως

217    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι συναντήσεις και η ανταλλαγή πληροφοριών στις οποίες προέβησαν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις μεταξύ 1999 και 2005 δεν παρέχουν τη δυνατότητα να αποδειχθεί η ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής για την κατανομή της γερμανικής και της γαλλικής αγοράς του αερίου σε συσχετισμό με τα συνοδευτικά έγγραφα.

218    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 163 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι συναντήσεις μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων επιδίωκαν τον ίδιο σκοπό με τα συνοδευτικά έγγραφα, δηλαδή την κατανομή των αγορών και τον περιορισμό της προσβάσεως στην οικεία αγορά στο κατά τη γνώμη τους απολύτως αναγκαίο μέτρο.

219    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη διαπίστωση αυτή υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή δεν την τεκμηρίωσε επαρκώς κατά νόμον. Συναφώς, προβάλλει κατ’ ουσίαν τέσσερα επιχειρήματα.

220    Κατά πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι τα έγγραφα στα οποία αναφέρθηκε η Επιτροπή προς στήριξη των λεγομένων της έχουν αμελητέα αποδεικτική αξία, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι ακόμη και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει στοιχεία τα οποία πιστοποιούν ρητώς παράνομες επαφές μεταξύ επιχειρηματιών, όπως τα πρακτικά συναντήσεως, τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διασκορπισμένα, οπότε είναι συχνά απαραίτητη η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών διά της επαγωγής. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 215 ανωτέρω, σκέψη 57). Υπενθυμίζεται ακόμη ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 161 ανωτέρω, για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας ενός εγγράφου, πρέπει να ελέγχεται το ευλογοφανές των στοιχείων που περιέχονται σ’ αυτό και να λαμβάνεται υπόψη, ιδίως, η προέλευση του εγγράφου, οι περιστάσεις υπό τις οποίες καταρτίσθηκε και ο αποδέκτης του ώστε να εξετασθεί αν το έγγραφο είναι, βάσει του περιεχομένου του, εκ πρώτης όψεως λογικό και αξιόπιστο.

221    Εν προκειμένω, πρώτον, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα περί του ότι δεν προσκομίσθηκε καμία «άμεση απόδειξη» της επίμαχης εναρμονισμένης πρακτικής. Ειδικότερα, δεδομένου ότι οι δραστηριότητες τις οποίες συνεπάγονται οι θίγουσες τον ανταγωνισμό πρακτικές και συμφωνίες αναπτύσσονται λαθραίως, οι συσκέψεις πραγματοποιούνται υπό καθεστώς μυστικότητας και τα συναφή έγγραφα περιορίζονται στο ελάχιστο (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 215 ανωτέρω, σκέψη 55), δεν μπορεί να αξιώνεται από την Επιτροπή να στηριχθεί οπωσδήποτε σε άμεσες αποδείξεις για τις ως άνω πρακτικές και συμφωνίες. Προκύπτει άλλωστε από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 220 ανωτέρω ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων περί ανταγωνισμού. Εν πάση περιπτώσει, τα ως άνω υποστηριζόμενα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε πολλά εσωτερικά σημειώματα ή πρακτικά συναντήσεων μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων οι συναντήσεις με χαρακτήρα επισκόπησης που ελάμβαναν χώρα επανειλημμένως κατά τη διάρκεια του έτους μεταξύ των διευθυντικών στελεχών των εν λόγω επιχειρήσεων, που πρέπει να θεωρούνται ως άμεσες αποδείξεις για τις εν λόγω πρακτικές. Ειδικότερα, από τα έγγραφα αυτά και ιδίως από τα έγγραφα που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 180 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, σε διάφορες συναντήσεις, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις συντόνιζαν τις δράσεις τους με σκοπό τη μεταξύ τους κατανομή της γερμανικής και της γαλλικής αγοράς του αερίου.

222    Δεύτερον, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας περί εγγράφων που μαρτυρούν την αυτοτέλεια των στρατηγικών των εμπλεκομένων επιχειρήσεων θα αντικρουσθεί στις σκέψεις 259 έως 269 κατωτέρω.

223    Τρίτον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι τα, συνήθως γενικόλογα, στοιχεία τα οποία προέβαλε η Επιτροπή δεν αφορούν, κατά «το μεγαλύτερο μέρος τους», την επίμαχη παράβαση δεν ευσταθεί. Ειδικότερα, είναι αλυσιτελές καθόσον η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει ότι κανένα από τα έγγραφα τα οποία επικαλέσθηκε η Επιτροπή δεν έχει σχέση με την επίμαχη παράβαση, περιοριζόμενη απλώς στο να αναφερθεί, συναφώς, «στα περισσότερα» από τα στοιχεία τα οποία προέβαλε η Επιτροπή. Εν πάση περιπτώσει, το ως άνω επιχείρημα δεν είναι βάσιμο. Ειδικότερα, υπενθυμίζεται ότι το γεγονός ότι ένα έγγραφο αναφέρεται μόνο σε ορισμένα από τα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύονται σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία δεν αρκεί ώστε να υποχρεώσει την Επιτροπή να μην περιλάβει το έγγραφο αυτό στη δέσμη των ενοχοποιητικών ενδείξεων που λαμβάνει υπόψη της (απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψη 238). Ακόμη, έστω και αν ορισμένα έγγραφα δεν αφορούν ευθέως την κατανομή αγορών στην οποία προβαίνουν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, παρέχουν εντούτοις τη δυνατότητα να επιβεβαιωθεί η ύπαρξη της ως άνω κατανομής και να καταστεί εναργέστερη η συμπαιγνία μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών. Εν πάση περιπτώσει, ορισμένα από τα έγγραφα τα οποία παρέθεσε η Επιτροπή έχουν άμεση σχέση με την επίμαχη παράβαση. Τούτο ισχύει ιδίως για τα πρακτικά της E.ON όσον αφορά τη συνάντηση της 23ης Μαΐου 2002 από τα οποία προκύπτει, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 197 ανωτέρω, ότι η προσφεύγουσα δήλωσε στην E.ON ότι δεν είχε την πρόθεση, κατά το χρονικό εκείνο σημείο, να πωλήσει αέριο από τον αγωγό MEGAL στη Νότια Γερμανία. Το ίδιο ισχύει και για πρακτικά εσωτερικής χρήσεως της E.ON όσον αφορά τη συνάντηση με χαρακτήρα επισκόπησης της 29ης Μαρτίου 2004, στα οποία αναφέρθηκε η προσφεύγουσα και από τα οποία προκύπτει ότι σχεδίαζε να μετάσχει στο πρόγραμμα αποδεσμεύσεως αερίου φοβούμενη μήπως το ρωσικό αέριο πέσει «στα λάθος χέρια» και αναπτυχθεί πρόσθετος ανταγωνισμός κατά μήκος του αγωγού MEGAL. Σε σχέση με τον γενικό χαρακτήρα των επίμαχων στοιχείων, υπογραμμίζεται ότι θα ήταν ιδιαίτερα εύκολο για μια επιχείρηση ευθυνόμενη για παράβαση να αποφύγει κάθε κύρωση, αν μπορούσε να αντλήσει επιχειρήματα από τον γενικόλογο χαρακτήρα των εκτιθέμενων στοιχείων σχετικά με τη λειτουργία μιας παράνομης συμφωνίας, παρότι η ύπαρξη της συμφωνίας και ο θίγων τον ανταγωνισμό σκοπός της έχουν επαρκώς αποδειχθεί (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψη 203), πράγμα που συμβαίνει εν προκειμένω.

224    Τέταρτον, το γεγονός ότι τα λοιπά στοιχεία πέραν των συνοδευτικών εγγράφων επί των οποίων βασίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελούν από κοινού συνταχθέντα έγγραφα των εμπλεκομένων επιχειρήσεων ή έγγραφα τα οποία αντηλλάγησαν μεταξύ τους, αλλά εσωτερικά τους έγγραφα, δεν ασκεί επιρροή. Ειδικότερα, επισημαίνεται καταρχάς ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επισήμανε ότι διέθετε και αποδείξεις «μη εσωτερικού χαρακτήρα», στις οποίες κάνει αναφορά στην υποσημείωση 199 και των οποίων τη λυσιτέλεια δεν αμφισβήτησε βασίμως η προσφεύγουσα. Εν πάση περιπτώσει, καμία διάταξη ή γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να επικαλείται κατά επιχειρήσεως δηλώσεις άλλων κατηγορουμένων επιχειρήσεων. Διαφορετικά, το βάρος της αποδείξεως των συμπεριφορών που αντιβαίνουν στα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, το οποίο φέρει η Επιτροπή, θα ήταν δυσβάστακτο και ασυμβίβαστο προς την αποστολή της επιβλέψεως της ορθής εφαρμογής των ως άνω διατάξεων, η οποία της ανατίθεται από τη Συνθήκη ΕΚ (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψη 192 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 8ης Ιουλίου 2008, T‑54/03, Lafarge κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Το ίδιο ισχύει για τα εσωτερικά έγγραφα μιας άλλης κατηγορούμενης επιχειρήσεως. Ειδικότερα, πρακτικά εσωτερικής χρήσεως τα οποία ανευρέθησαν σε έλεγχο που πραγματοποιήθηκε στα γραφεία κατηγορουμένης επιχειρήσεως μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως απόδειξη εις βάρος άλλης κατηγορούμενης επιχειρήσεως (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 24ης Οκτωβρίου 1991, T‑3/89, Atochem κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑1177, σκέψεις 31 έως 38, και της 11ης Δεκεμβρίου 2003, T‑59/99, Βεντούρης κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑5257, σκέψη 91). Περαιτέρω, δεδομένης της φύσεως των εν λόγω πρακτικών και των συνακόλουθων δυσκολιών όσον αφορά την προσκόμιση αποδείξεων, όπως υπομνήσθηκαν στη σκέψη 221 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποχρεωθεί να στηριχθεί οπωσδήποτε σε έγραφα τα οποία αντήλλαξαν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή τα οποία από κοινού συνέταξαν οι επιχειρήσεις αυτές. Μπορεί έτσι να στηριχθεί σε εσωτερικά έγγραφα των εν λόγω επιχειρήσεων, εφόσον τα έγγραφα αυτά παρέχουν τη δυνατότητα να αποδειχθεί η ύπαρξη παραβάσεως.

225    Όσον αφορά την απόφαση Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 161 ανωτέρω, στην οποία στηρίζεται η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας της, από την εν λόγω απόφαση δεν μπορεί να συναχθεί ότι, εν γένει, τα εσωτερικά έγγραφα μιας επιχειρήσεως που δεν έχουν κοινοποιηθεί σε άλλη επιχείρηση έχουν εξ αυτού του λόγου αμελητέα αποδεικτική αξία. Τούτο δεν προκύπτει ρητώς από την ως άνω απόφαση και εν πάση περιπτώσει διαψεύδεται από τις αποφάσεις Atochem κατά Επιτροπής και Βεντούρης κατά Επιτροπής, σκέψη 224 ανωτέρω. Έτσι, στην απόφαση Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 161 ανωτέρω, διαπιστώθηκε απλώς ότι τα επίδικα στην ως άνω υπόθεση πρακτικά ήταν ένα σημείωμα για καθαρά εσωτερική χρήση το οποίο δεν κοινοποιήθηκε στις προσφεύγουσες της εν λόγω υποθέσεως μέχρι τη διοικητική διαδικασία, οπότε δεν είχαν τη δυνατότητα να λάβουν αποστάσεις από το περιεχόμενό του. Το γεγονός αυτό δεν είναι όμως παρά μόνο ένα από τα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη στην ως άνω απόφαση προκειμένου να κριθεί ότι τα πρακτικά αυτά αποτελούσαν απλώς ένδειξη που δημιουργούσε υπόνοιες για την ύπαρξη συμπτώσεως βουλήσεων. Σε αντίθεση με την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση, η Επιτροπή προσκόμισε εν προκειμένω πολλά έγγραφα, προερχόμενα τόσο από την προσφεύγουσα όσο και από την E.ON, τα οποία επιβεβαίωναν σαφώς την ύπαρξη των εν λόγω πρακτικών.

226    Τέλος, όσον αφορά το γεγονός ότι η Επιτροπή βασίστηκε σε εσωτερικά έγγραφα, όπως τα ενημερωτικά σημειώματα προπαρασκευαστικού χαρακτήρα, για τα οποία δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι το περιεχόμενό τους συζητήθηκε κατά τις συναντήσεις στις οποίες αναφέρονται, επισημαίνεται ότι, μολονότι το στοιχείο αυτό ενδεχομένως μετριάζει την αποδεικτική αξία των ως άνω εγγράφων, πάντως δεν εμποδίζει την Επιτροπή να επικαλεσθεί τα έγγραφα αυτά ως επιβαρυντικά στοιχεία προς επιβεβαίωση των συμπερασμάτων της που βασίζονται σε άλλα έγγραφα. Ειδικότερα, το γεγονός ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν την πρόθεση να συζητήσουν ορισμένα θέματα σχετικά με τη μεταξύ τους κατανομή των αγορών συνιστά ένδειξη ότι η κατανομή αυτή πράγματι υφίστατο (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψη 231). Τα έγγραφα αυτά δεν στερούνται συνεπώς αποδεικτικής αξίας και είναι ως εκ τούτου χρήσιμα, παρά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα.

227    Πέμπτον, πρέπει να απορριφθούν τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα περί του ότι τα περισσότερα από τα έγγραφα επί των οποίων βασίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχουν μόνο προσωπικές και υποκειμενικές αναλύσεις και εκτιμήσεις, προερχόμενες από εργαζόμενους περισσότερο ή λιγότερο υψηλόβαθμους, οι οποίοι δεν ήταν σε όλες τις περιπτώσεις εξουσιοδοτημένοι να εκπροσωπούν ή να δεσμεύουν την επιχείρηση. Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε μόνο σε τέτοια έγγραφα, αλλά και σε πρακτικά συναντήσεων εχουσών χαρακτήρα επισκόπησης στις οποίες προσέρχονταν τα διευθυντικά στελέχη των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε αποκλειστικώς σε τέτοια έγγραφα, αλλά κάνει απλώς λόγο για «τα περισσότερα» εξ αυτών, χωρίς να παραθέτει συγκεκριμένα τα έγγραφα εκείνα στα οποία θέλει να αναφερθεί. Άλλωστε, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, με τα όσα προβάλλει, η προσφεύγουσα αναφέρεται στην ηλεκτρονική επιστολή της 16ης Μαρτίου 2004, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αποδεικτική αξία της επιστολής αυτής επικυρώθηκε στη σκέψη 174 ανωτέρω. Περαιτέρω, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι αναφέρεται στην ηλεκτρονική επιστολή της 27ης Φεβρουαρίου 2003, στην οποία περιγράφεται μια ιδιωτικής φύσεως συνάντηση μεταξύ ενός εκ των υπαλλήλων της και ενός υπαλλήλου της E.ON, από την επιστολή αυτή προκύπτει σαφώς ότι, κατά τη συνάντηση αυτή, ο υπάλληλος της προσφεύγουσας σκόπευε να παράσχει στον υπάλληλο της E.ON ορισμένα στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να παρουσιάζουν ενδιαφέρον, τόσο για την προσφεύγουσα όσο και για την E.ON, σε σχέση με τις φιλοδοξίες της προσφεύγουσας στη Γερμανία. Επιπλέον, οι δηλώσεις αυτές, οι οποίες εκτίθενται στην ως άνω ηλεκτρονική επιστολή, είναι εμφανώς, βάσει του λεπτομερούς χαρακτήρα, του περιεχομένου τους και της ιδιότητας εκείνου από τον οποίο προήλθαν, απολύτως ευλογοφανείς και αντικατοπτρίζουν αντικειμενικώς το περιεχόμενο της συζητήσεως. Τέλος, το ως άνω έγγραφο επιβεβαιώνει σαφώς την ύπαρξη κατανομής αγορών, δεδομένου ότι εξ αυτού προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι η προσφεύγουσα είχε προφανώς την πεποίθηση ότι έπρεπε να επιδείξει σωστή συμπεριφορά κατά την προσέγγισή της στη γερμανική αγορά και ότι μολονότι μπορεί να δοκίμαζε να πωλήσει αέριο στη ζώνη της E.ON, σκοπός της θα ήταν μάλλον η συγκέντρωση πληροφοριών για την αγορά παρά η απευθείας κατά μέτωπον επίθεση.

228    Έκτον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται η Επιτροπή είναι ασύνδετα μεταξύ τους πρέπει επίσης να απορριφθεί. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα αρκείται στο να υποστηρίξει ότι τα θέματα που προσεγγίζονται διαφέρουν από το ένα έγγραφο στο άλλο, χωρίς να προβάλλει στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να θεωρηθεί ότι η συνολική εξέταση την οποία πραγματοποίησε η Επιτροπή είναι προδήλως εσφαλμένη. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 220 ανωτέρω, η Επιτροπή χρειάζεται συχνά να στηριχθεί σε ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων. Δεν μπορεί όμως να απαιτείται τα έγγραφα στα οποία στηρίζεται συναφώς η Επιτροπή να έχουν συστηματικά θεματική σχέση μεταξύ τους. Ουσιώδες είναι επομένως το να είναι τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δέχεται η Επιτροπή αρκούντως ακριβή και συγκλίνοντα για να στηρίξουν την αταλάντευτη πεποίθηση περί υπάρξεως της προβαλλομένης παραβάσεως. Ειδικότερα, είναι αρκετό οι συμπτώσεις και οι ενδείξεις στις οποίες στηρίζεται το εν λόγω θεσμικό όργανο, συνολικά θεωρούμενες, να καθιστούν δυνατή την απόδειξη της παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού. Εν πάση περιπτώσει, όπως επισημάνθηκε, εν προκειμένω η Επιτροπή διέθετε όχι μόνο ενδείξεις και αποδεικτικά στοιχεία για τις εν λόγω πρακτικές, αλλά και για την έγγραφη συμφωνία που αποτελεί τη βάση τους και για την οποία η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι είχε καταγγελθεί.

229    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί αμελητέας αποδεικτικής αξίας των εγγράφων επί των οποίων βασίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση.

230    Κατά δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι συναντήσεις και η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων από το 1999 έως το 2005 δεν δείχνουν σύμπτωση των βουλήσεών τους για τη μεταξύ τους κατανομή της γερμανικής και της γαλλικής αγοράς του αερίου, υπό το πνεύμα των συνοδευτικών εγγράφων, υπενθυμίζεται ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας για τα έγγραφα που αφορούν τις συναντήσεις και την αλληλογραφία της 4ης Φεβρουαρίου 1999, της 24ης Ιουνίου 1999, της 23ης Μαΐου 2002, της 27ης Φεβρουαρίου 2003, της 19ης Φεβρουαρίου 2004 και της 16ης Μαρτίου 2004 αντικρούσθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Βάσει του περιεχομένου τους, όμως, τα στοιχεία αυτά καθιστούν από μόνα τους δυνατή την απόδειξη της υπάρξεως συμπτώσεως βουλήσεων μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων στο πλαίσιο της επίμαχης παραβάσεως. Εξ αυτού συνάγεται ότι η εν λόγω επιχειρηματολογία μπορεί να απορριφθεί επ’ αυτής της βάσεως και μόνο.

231    Επαλλήλως, διαπιστώνεται, εν πάση περιπτώσει, ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 232 έως 238 κατωτέρω, η επιχειρηματολογία με την οποία η προσφεύγουσα αμφισβητεί τις εκτιμήσεις της Επιτροπής οι οποίες περιλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 114 έως 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά τις οποίες οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεσμεύθηκαν να μην υιοθετήσουν επιθετική συμπεριφορά και διαμαρτύρονταν κάποιες φορές για τις πωλήσεις ή τις τιμές η μια της άλλης, δεν είναι βάσιμη.

232    Ειδικότερα, παρά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία των εγγράφων επί των οποίων στηρίχθηκε, ήτοι του ενημερωτικού σημειώματος της E.ON για τη συνάντηση με χαρακτήρα επισκόπησης της 20ής Δεκεμβρίου 2001, του εσωτερικού ενημερωτικού σημειώματος της προσφεύγουσας της 29ης Αυγούστου 2003 για τη συνάντηση της 2ας Σεπτεμβρίου 2003, των πρακτικών της E.ON για τη συνάντηση με χαρακτήρα επισκόπησης της 29ης Μαρτίου 2004, των πρακτικών της E.ON για τη συνάντηση με χαρακτήρα επισκόπησης της 27ης Μαΐου 2004 και του ενημερωτικού σημειώματος της E.ON για τη συνάντηση της 2ας Ιουλίου 2004. Ειδικότερα, κανένα από τα στοιχεία τα οποία προέβαλε η προσφεύγουσα δεν παρέχει τη δυνατότητα αμφισβητήσεως των διαπιστώσεων της Επιτροπής που βασίζονται στα έγγραφα αυτά.

233    Όσον αφορά, καταρχάς, τη διαπίστωση της Επιτροπής, η οποία περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 115 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία η συμφωνία κατανομής αγορών διατηρήθηκε, ενώ ταυτοχρόνως θεωρούνταν ότι η περιορισμένη και ελεγχόμενη είσοδος της κάθε επιχειρήσεως στην εθνική αγορά του άλλου μέρους ήταν προτιμότερη από τον ανταγωνισμό που θα ασκούνταν από νεοεισερχόμενους και συνιστούσε μέσο ώστε να αποδειχθεί έναντι των αρχών ότι αναπτυσσόταν κάποιος ανταγωνισμός στην αγορά, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να την αντικρούσει διατυπώνοντας επικρίσεις κατά των πρακτικών της συναντήσεως με χαρακτήρα επισκόπησης της 29ης Μαρτίου 2004. Ειδικότερα, τα πρακτικά αυτά δεν χρησίμευσαν στην Επιτροπή προς θεμελίωση της ως άνω διαπιστώσεως, εφόσον αυτή βασίστηκε, συναφώς, σε εσωτερικό σημείωμα της προσφεύγουσας της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, στο οποίο αναφέρεται μεταξύ άλλων, όπως προκύπτει από την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, ότι οι μεγάλοι γερμανικοί επιχειρηματικοί φορείς χρειάζονται προσχηματικά άλλοθι στη Γερμανία για να δείξουν ότι η αγορά είναι ανοικτή και ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ενδέχεται να έχουν κοινό συμφέρον για τη σύναψη «συμφωνίας» με έντονα στρατηγικό περιεχόμενο η οποία θα τους παρείχε τη δυνατότητα να ανταλλάσσουν θέσεις στην Ευρώπη. Ομοίως, παρά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν εκτίμησε ότι η βούληση της προσφεύγουσας να εξελιχθεί στη Γερμανία πρωτίστως μέσω εξωτερικής αναπτύξεως, πράγμα το οποίο πιστοποιούν τα επίμαχα πρακτικά, οφειλόταν στην ύπαρξη συμπράξεως με την E.ON. Η σχετική επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας είναι κατά συνέπεια αλυσιτελής.

234    Εν πάση περιπτώσει, η επιχειρηματολογία αυτή δεν είναι βάσιμη. Ειδικότερα, από τα πρακτικά της συναντήσεως με χαρακτήρα επισκόπησης της 29ης Μαρτίου 2004 προκύπτει ότι η προσφεύγουσα προτίθετο να μετάσχει στο πρόγραμμα αποδεσμεύσεως αερίου φοβούμενη ιδίως μήπως αναπτυχθεί πρόσθετος ανταγωνισμός κατά μήκος του αγωγού MEGAL, πράγμα που συνδέεται, παρά τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα, με την επίμαχη παράβαση. Όσον αφορά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα περί του ότι τα εν λόγω πρακτικά εκφράζουν τη βούλησή της να αναπτυχθεί στη Γερμανία χωρίς να λάβει υπόψη της τα συμφέροντα της E.ON, επισημαίνεται ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι έτσι έχουν τα πράγματα, πάντως τα ως άνω πρακτικά εκφράζουν επίσης τη βούλησή της να ελέγξει το επίπεδο του ανταγωνισμού. Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα εξέφρασε στην E.ON τη δυσαρέσκειά της κατόπιν της αποτυχίας της απόπειράς της για εξαγορά της συμμετοχής της E.ON στη [απόρρητο] και την πρόθεσή της να αναπτυχθεί στη Γερμανία με εξωτερικές συμμετοχές δεν μπορεί να αναιρέσει τη διαπίστωση αυτή. Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα καθόσον συνήγαγε από τα ως άνω πρακτικά, στην αιτιολογική σκέψη 98 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσφεύγουσα είχε επιχειρήσει να επιτύχει συμφωνία με την E.ON σχετικά με τον κοινό σκοπό που ήταν να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να αγορασθεί αέριο [απόρρητο] το οποίο πωλούνταν στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου από τρίτους ανταγωνιστές των εμπλεκομένων επιχειρήσεων κατά μήκος του αγωγού MEGAL.

235    Όσον αφορά, κατόπιν, τη διαπίστωση της Επιτροπής, η οποία περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η E.ON συνεχώς καθησύχαζε την προσφεύγουσα ότι δεν είχε την πρόθεση να επιδοθεί σε επιθετικό ανταγωνισμό στη γαλλική αγορά, επισημαίνεται, βάσει του ενημερωτικού σημειώματος της E.ON για τη συνάντηση με χαρακτήρα επισκόπησης της 20ής Δεκεμβρίου 2001 και των πρακτικών της E.ON για τη συνάντηση με χαρακτήρα επισκόπησης της 27ης Μαΐου 2004, στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή, ότι η εν λόγω διαπίστωση δεν είναι εσφαλμένη. Ειδικότερα, όσον αφορά το ενημερωτικό σημείωμα, το γεγονός ότι το ως άνω έγγραφο δεν επιβεβαιώνεται από ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων ή από εσωτερικό έγγραφο της προσφεύγουσας δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 224 ανωτέρω. Ακόμη, μολονότι τίποτε δεν αποδεικνύει ότι η E.ON πράγματι ανέφερε στην προσφεύγουσα ότι ο ρόλος του γραφείου πωλήσεων που μόλις είχε ανοίξει στο Παρίσι ήταν να υπογραμμίσει την παρουσία της και όχι η επιθετική εισχώρηση στην αγορά, εντούτοις το ως άνω προπαρασκευαστικό σημείωμα δείχνει σαφώς ότι η E.ON είχε την πρόθεση να καθησυχάσει την προσφεύγουσα σε σχέση με την εμπορική στρατηγική της στη Γαλλία. Το ως άνω σημείωμα αποτελεί επομένως σημαντική ένδειξη για να καθοριστεί αν υπήρχε συμπαιγνία μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Όσον αφορά τα πρακτικά της E.ON για τη συνάντηση της 27ης Μαΐου 2004, η προσφεύγουσα δέχεται ότι τα στοιχεία σχετικά με το γεγονός ότι η E.ON τής γνωστοποίησε ότι το δυτικό όριο για τη δραστηριότητά της στην ηπειρωτική Ευρώπη ήταν τα δυτικά σύνορα της Γερμανίας και ότι δεν ενδιαφερόταν έντονα, μεταξύ άλλων, για τη Γαλλία, αντικατόπτριζαν την εμπορική στρατηγική της E.ON στην Ευρώπη. Αμφισβητεί όμως ότι υπήρξε προηγούμενη συναίνεσή της για την ως άνω απόφαση. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν υποστήριξε ότι έτσι είχαν τα πράγματα. Απλώς υποστήριξε ότι η E.ON συνεχώς καθησύχαζε την προσφεύγουσα ότι δεν είχε την πρόθεση να επιδοθεί σε επιθετικό ανταγωνισμό στη γαλλική αγορά. Το γεγονός, στο οποίο αναφέρθηκε η προσφεύγουσα, ότι η E.ON δημοσιοποίησε τα στοιχεία αυτά, ακόμη κι αν υποτεθεί αποδεδειγμένο, δεν μπορεί να αναιρέσει την ως άνω εκτίμηση. Η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας σχετικά με τα έγγραφα αυτά πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθεί.

236    Όσον αφορά, τέλος, τη διαπίστωση της Επιτροπής, η οποία περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 117 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις διαμαρτύρονταν για τις πωλήσεις τις οποίες πραγματοποιούσε η καθεμιά στην εθνική αγορά της άλλης, η διαπίστωση αυτή δεν είναι εσφαλμένη λαμβανομένων υπόψη του εσωτερικού ενημερωτικού σημειώματος της προσφεύγουσας της 29ης Αυγούστου 2003 για τη συνάντηση της 2ας Σεπτεμβρίου 2003, των πρακτικών της συναντήσεως της 27ης Μαΐου 2004 και του ενημερωτικού σημειώματος της E.ON για τη συνάντηση της 2ας Ιουλίου 2004, στα οποία στηρίζεται.

237    Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά, αφενός, το ενημερωτικό σημείωμα της 29ης Αυγούστου 2003, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το ως άνω έγγραφο περιέχει κρίσεις οι οποίες αντανακλούν αποκλειστικά την προσωπική και υποκειμενική άποψη των συντακτών του πρέπει να απορριφθεί από τη στιγμή που από το σημείωμα αυτό προκύπτει ότι πραγματοποιείται, κατ’ αντικειμενικό τρόπο, συγκριτική ανάλυση των δραστηριοτήτων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι τίποτε δεν αποδεικνύει ότι τα σημεία στα οποία κάνει αναφορά το εν λόγω ενημερωτικό σημείωμα πράγματι συζητήθηκαν ή αναπτύχθηκαν, επισημαίνεται ότι στο ως άνω ενημερωτικό σημείωμα εκτίθενται εν πάση περιπτώσει τα στοιχεία τα οποία η προσφεύγουσα προτίθετο να παρουσιάσει κατά την ως άνω συνάντηση. Κατόπιν, παρά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το ως άνω σημείωμα συνιστά ένδειξη για την ύπαρξη συμπράξεως, από τη στιγμή που από αυτό συνάγεται ότι η εμπορική δραστηριότητα της προσφεύγουσας στη Γερμανία εντάσσεται σε ένα αυστηρά ελεγχόμενο και λελογισμένο πλαίσιο αντισταθμίσεως, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, των μεριδίων αγοράς που χάνονται στη Γαλλία. Από το σημείωμα αυτό προκύπτει ακόμη ότι η E.ON ακολουθεί, εκ πρώτης όψεως, ένα μοντέλο κατά μέτωπον ανταγωνισμού στη γαλλική αγορά, ενώ η προσφεύγουσα κινείται αντιθέτως σε πνεύμα συνεργασίας, αποβλέποντας σε λελογισμένο ανταγωνισμό και στις δύο αγορές. Συναφώς, διευκρινιζόταν ότι τη βάση για τις συζητήσεις με την E.ON πρέπει να αποτελέσουν οι τιμές της αγοράς. Έτσι, βάσει του οικείου ενημερωτικού σημειώματος μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα εξέφραζε τη λύπη της για τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα των προσφορών της E.ON στη Γαλλία και προτίθετο να υιοθετήσει μια λελογισμένα ανταγωνιστική στάση και να προβεί σε διαβουλεύσεις με την ως άνω επιχείρηση για τις τιμές της αγοράς, πράγμα που δεν αποτελεί ανταγωνιστική συμπεριφορά, παρά τις προσφορές στις οποίες ενδεχομένως προέβη η προσφεύγουσα στη Γερμανία και τη δύσκολη συγκυρία που ενδεχομένως συνάντησε εκεί. Τέλος, ορθώς εκτίμησε η Επιτροπή, στηριζόμενη στο επίμαχο ενημερωτικό σημείωμα, ότι η προσφεύγουσα δεν έκανε πλήρη χρήση, προκειμένου να αντιμετωπίσει την προσφορά της E.ON για τον εφοδιασμό ενός πελάτη, του περιθωρίου χειρισμών που διέθετε. Ειδικότερα, από το ως άνω έγγράφο προκύπτει ότι, σε σχέση με την προσφορά αυτή, η προσφεύγουσα δεν εξάντλησε τα περιθώρια χειρισμών που της παρείχε το εμπορικό της πλαίσιο, ενώ είχε χρησιμοποιήσει τα περιθώρια αυτά σε μεγαλύτερο βαθμό όταν είχε να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό, παραδείγματος χάριν, της [απόρρητο]. Το γεγονός, στο οποία αναφέρθηκε η προσφεύγουσα, ότι, λόγω δικής της στρατηγικής, [απόρρητο] δεν δικαιολογεί την εκ μέρους της υιοθέτηση διαφορετικής συμπεριφοράς αναλόγως του ανταγωνιστή που αντιμετώπιζε.

238    Όσον αφορά, αφετέρου, τα πρακτικά της συναντήσεως της 27ης Μαΐου 2004 και το σημείωμα για τη συνάντηση της 2ας Ιουλίου 2004, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η ερμηνεία στην οποία προέβη η Επιτροπή είναι εσφαλμένη. Ειδικότερα, από τα εν λόγω πρακτικά προκύπτει ότι η προσφεύγουσα εξακολουθούσε να θεωρείται ότι είχε επιθετική και επικίνδυνη εμπορική συμπεριφορά στη γερμανική αγορά. Προκύπτει ακόμη από το εν λόγω σημείωμα ότι, στο πλαίσιο συζητήσεων μεταξύ της E.ON και της προσφεύγουσας, η θέση της E.ON ήταν ότι, εξαιτίας υπερβολικά επιθετικών προσφορών, η αξία του αερίου στη γερμανική αγορά είχε αποδομηθεί, ενώ η θέση της προσφεύγουσας ήταν ότι αναγκάστηκε να ενδώσει στην πίεση της Επιτροπής που επιθυμούσε διασυνοριακό ανταγωνισμό και ότι η γερμανική αγορά, λόγω του μεγέθους της και της γεωγραφικής της θέσεως, είχε γι’ αυτήν μεγάλη σημασία. H Επιτροπή μπορούσε έτσι να στηριχθεί στα έγγραφα αυτά προκειμένου να θεωρήσει ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις διαμαρτύρονταν για τις πωλήσεις τις οποίες πραγματοποιούσε η καθεμιά στην εθνική αγορά της άλλης. Άλλωστε, τα έγγραφα αυτά, έστω και αν αποδεικνύουν την ύπαρξη κάποιας μορφής ανταγωνισμού, πάντως καθιστούν επίσης εμφανές το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις αυτές αντήλλασσαν πληροφορίες σχετικά με την εμπορική στρατηγική της καθεμίας. Συνιστούν ακόμη ένδειξη για την ύπαρξη συμφωνίας κατανομής (ή εναρμονισμένης διεισδύσεως) όσον αφορά τις εθνικές αγορές, εφόσον συνάγεται από αυτά ότι, λόγω των δραστηριοτήτων της προσφεύγουσας στη Γερμανία, αυξήθηκαν οι δραστηριότητες πωλήσεων της E.ON στη Γαλλία, δεδομένου ότι αυτή η σύμμετρη διείσδυση είναι δυνατή μόνο όταν υπάρχει τέτοια συμφωνία. Έτσι, με βάση το γράμμα τους, ορθώς χρησιμοποίησε η Επιτροπή τα έγγραφα αυτά προκειμένου να διαπιστώσει την επίμαχη παράβαση.

239    Κατά τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι έγγραφα του φακέλου, τα οποία αγνοήθηκαν ή ερμηνεύθηκαν κατά τρόπο εσφαλμένο, αποδεικνύουν την απουσία εναρμονισμένης πρακτικής, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα έγγραφα αυτά καθιστούν εμφανή την αυτοτέλεια της στρατηγικής των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στη Γερμανία και στη Γαλλία, την ύπαρξη κατά μέτωπον ανταγωνισμού μεταξύ τους στην εγχώρια αγορά της καθεμίας και τη βούληση της προσφεύγουσας να ολοκληρώσει το ταχύτερο την αναδιάρθρωση της συμφωνίας MEGAL ώστε να καταστεί αυτοτελής μεταφορέας στη Γερμανία. Η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα, η ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής για την κατανομή αγορών η οποία απέρρεε από τις συναντήσεις και την ανταλλαγή πληροφοριών στις οποίες προέβησαν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις μεταξύ 1999 και 2005, με την επιφύλαξη των εκτιμήσεων για τη γαλλική αγορά κατά το διάστημα μετά τον Αύγουστο του 2004, που θα εξετασθούν στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, αποδεικνύεται επαρκώς κατά νόμον από την Επιτροπή, ειδικότερα μέσω των εγγράφων που αφορούν τις συναντήσεις και την αλληλογραφία της 4ης Φεβρουαρίου 1999, της 24ης Ιουνίου 1999, της 23ης Μαΐου 2002, της 27ης Φεβρουαρίου 2003, της 19ης Φεβρουαρίου 2004 και της 16ης Μαρτίου 2004. Κατόπιν, εξαιρουμένων των πρακτικών για εσωτερική χρήση της προσφεύγουσας της 19ης Ιανουαρίου 2004 και του επιχειρησιακού σχεδίου «Γερμανία» της GDF Deutschland της 30ής Απριλίου 2004, η προσφεύγουσα αρκείται στο να παραπέμψει, προς θεμελίωση του επιχειρήματός της, στα στοιχεία που παρέσχε με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και δεν διατυπώνει, στο δικόγραφο της προσφυγής, καμία επιχειρηματολογία που να αφορά ειδικώς τα έγγραφα αυτά. Έτσι, με την εξαίρεση των δύο τελευταίων εγγράφων, μια τέτοια παραπομπή σε έγγραφα συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορεί να γίνει δεκτή, για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 175 ανωτέρω. Ακόμη, όσον αφορά τα πρακτικά για εσωτερική χρήση της προσφεύγουσας της 19ης Ιανουαρίου 2004, αρκεί η επισήμανση ότι αφορούν μόνο δέκα συμβάσεις προμήθειας οι οποίες, επιπλέον, αφορούν πελάτες που ευρίσκονται αποκλειστικώς στο βορειοδυτικό τμήμα της Γερμανίας (και συνεπώς εκτός της ζώνης εφοδιασμού του αγωγού MEGAL), και ότι αναφέρουν ότι η προσέγγιση των άλλων τμήματων της επικράτειας καθίσταται δυσχερής από το υψηλό κόστος της ΠΤ ή την υφιστάμενη αδυναμία τροφοδοτήσεως από τον αγωγό MEGAL. Έτσι, αντί να αποδεικνύει την ύπαρξη κατά μέτωπον ανταγωνισμού μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το ως άνω έγγραφο επιβεβαιώνει την απουσία μεταξύ τους ανταγωνισμού στη ζώνη εφοδιασμού του αγωγού MEGAL καθώς και την αδυναμία της προσφεύγουσας να τροφοδοτηθεί από τον αγωγό αυτόν. Ο λόγος γι’ αυτήν την αδυναμία δεν αναφέρεται, αλλά από τα επίμαχα πρακτικά μπορεί να συναχθεί ότι είναι άλλος από τις σχετικές με την ΠΤ δυσχέρειες, για τις οποίες επίσης γίνεται λόγος. Τέλος, όσον αφορά το επιχειρησιακό σχέδιο «Γερμανία» της GDF Deutschland της 30ής Απριλίου 2004, στο σχέδιο αυτό αναφέρεται ότι η σύναψη νέων συμβάσεων επιταχύνθηκε σαφώς από το δεύτερο μισό του 2003 και ότι αποτελεί το αποτέλεσμα επιτόπιας παρουσίας επί δύο και πλέον έτη, [απόρρητο]. Από το έγγραφο αυτό προκύπτει επίσης ότι οποιαδήποτε παρουσία της προσφεύγουσας στη γερμανική αγορά τη φέρνει σε σύγκρουση με τους μεγάλους επιχειρηματικούς φορείς. Εντούτοις, το ως άνω έγγραφο δεν αναφέρει αν οι επίμαχες συμβάσεις αφορούν τη ζώνη εφοδιασμού του αγωγού MEGAL. Αντιθέτως, επιβεβαιώνει ότι η προσφεύγουσα επικέντρωσε τις προσφορές της στο βορειοδυτικό τμήμα της Γερμανίας, [απόρρητο]. Τα ως άνω έγγραφα δεν παρέχουν επομένως δυνατότητα αμφισβητήσεως της επιχειρηματολογίας της Επιτροπής.

240    Κατά τέταρτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από το ότι οι εν λόγω συναντήσεις δικαιολογούνταν από τους διαρθρωτικούς και εμπορικούς δεσμούς μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, επισημαίνεται ότι, μολονότι το θεμιτό των δεσμών αυτών δεν αμφισβητείται από την Επιτροπή, εντούτοις οι εν λόγω δεσμοί δεν δικαιολογούσαν συναντήσεις οι οποίες ταυτοχρόνως στοιχειοθετούσαν εναρμονισμένη πρακτική την οποία απαγορεύει το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Εν προκειμένω όμως, η Επιτροπή εκτίμησε, όπως προκύπτει ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 50, 63 και 158 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, έστω και αν πολλές από τις συναντήσεις αυτές αποσκοπούσαν στην εξέταση νόμιμων θεμάτων συζητήσεως, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις συχνά χρησιμοποιούσαν τις επαφές αυτές για να συζητήσουν την εφαρμογή της συμφωνίας κατανομής αγορών. Εφόσον κανένα στοιχείο του φακέλου δεν αντικρούει την εκτίμηση αυτή, το επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

241    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι εσφαλμένως υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι από τις συναντήσεις και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων από το 1999 έως το 2005 δεν συνάγεται η ύπαρξη πρακτικής η οποία συνίσταται στη μεταξύ τους ανταλλαγή ευαίσθητων δεδομένων, σε συσχετισμό με τα συνοδευτικά έγγραφα.

242    Η πρώτη αιτίαση πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθεί.

–       Επί της δευτέρας αιτιάσεως

243    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί τα πράγματα και περί το δίκαιο κρίνοντας ότι από τις συναντήσεις και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων από το 1999 έως το 2005 συναγόταν η ύπαρξη πρακτικής η οποία συνίστατο στην ανταλλαγή ευαίσθητων δεδομένων μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, είτε σε συσχετισμό με τα συνοδευτικά έγγραφα είτε ανεξάρτητα από αυτά.

244    Καταρχάς, στο μέτρο που, με την αιτίαση αυτή, η προσφεύγουσα αναφέρεται σε εναρμονισμένη πρακτική ανεξάρτητη από τα συνοδευτικά έγγραφα, διαπιστώνεται ότι η επιχειρηματολογία της είναι αλυσιτελής. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν προέβη ρητώς στην εκτίμηση ότι οι επαφές μεταξύ 1999 και 2005 συνιστούσαν παραβάσεις ανεξάρτητες από τα εν λόγω έγγραφα. Προκύπτει αντιθέτως από την προσβαλλόμενη απόφαση, εξεταζόμενη στο σύνολό της, ότι αντιμετώπιζε τις επίμαχες εναρμονισμένες πρακτικές ως συνδεόμενες με την εφαρμογή της συμφωνίας κατανομής αγορών που απέρρευσε από τη συμφωνία MEGAL και τα συνοδευτικά έγγραφα.

245    Ακολούθως, διαπιστώνεται ότι τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν από την προσφεύγουσα προς στήριξη της υπό κρίση αιτιάσεως δεν είναι βάσιμα, είτε αφορούν εναρμονισμένη πρακτική συσχετιζόμενη με τα συνοδευτικά έγγραφα είτε ανεξάρτητη από αυτά.

246    Κατά πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί αντιφατικότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 161 της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεν αντήλλαξαν λεπτομερή εμπορικά δεδομένα ως προς τις πωλήσεις, τις τιμές, το κόστος, τα περιθώρια κέρδους ή τους πελάτες και ότι μια τέτοια ανταλλαγή πληροφοριών δεν ήταν απαραίτητη εν προκειμένω προκειμένου να καταλήξουν σε συμφωνία για τη μη χρήση αερίου μεταφερόμενου μέσω του αγωγού MEGAL προς άσκηση ανταγωνισμού στην εθνική αγορά του άλλου μέρους και, γενικότερα, για την άσκηση ενός «περισσότερο λελογισμένου» ανταγωνισμού. Στην αιτιολογική σκέψη 186 της ως άνω αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αντήλλαξαν ευαίσθητα εμπορικά δεδομένα, δηλαδή δεδομένα που αφορούσαν τις τιμές και τις στρατηγικές, προέβησαν τακτικά σε συζητήσεις και σε προηγούμενη συνεννόηση όσον αφορά τις μελλοντικές στρατηγικές που η καθεμιά τους θα ακολουθούσε έναντι της άλλης και ενήργησαν σύμφωνα με τις προσδοκίες του άλλου μέρους. Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οι δύο αυτές διαπιστώσεις δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους. Ειδικότερα, το γεγονός ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεν αντήλλαξαν «λεπτομερή εμπορικά δεδομένα» δεν είναι ασυμβίβαστο με το γεγονός ότι αντήλλαξαν «ευαίσθητα εμπορικά δεδομένα». Ειδικότερα, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αντήλλαξαν δεδομένα τα οποία, χωρίς να είναι λεπτομερή, μπορούσαν να έχουν γενικό χαρακτήρα και να είναι παρ’ όλ’ αυτά σημαντικά για τον καθορισμό των εμπορικών στρατηγικών τους.

247    Κατά δεύτερον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας με το οποίο αμφισβητείται η εκτίμηση της Επιτροπής, η οποία περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 161 της προσβαλλομένης αποφάσεως και κατά την οποία η ανταλλαγή λεπτομερών δεδομένων δεν ήταν απαραίτητη, διότι ο κάθε κατεστημένος προμηθευτής κατείχε θέση οιονεί μονοπωλίου στην παραδοσιακή εθνική του αγορά και αρκούσε να πληροφορήσει το άλλο μέρος ότι δεν προβλεπόταν καμία (ενεργή) είσοδος στην εθνική αγορά του μέρους αυτού. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 213 ανωτέρω, σε ολιγοπωλιακή αγορά υψηλής συγκεντρώσεως, η ανταλλαγή πληροφοριών είναι ικανή να παράσχει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να λάβουν γνώση των θέσεων επί της αγοράς και της εμπορικής στρατηγικής των ανταγωνιστών τους και κατά τούτο να νοθεύσει αισθητά τον ανταγωνισμό που εξακολουθεί να υπάρχει μεταξύ των επιχειρηματιών. Από τη νομολογία αυτή δεν απαιτείται οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται να είναι λεπτομερείς. Έτσι, στο πλαίσιο ολιγοπωλιακής αγοράς, όπως η επίμαχη εν προκειμένω, η ανταλλαγή πληροφοριών, έστω και γενικής φύσεως, οι οποίες αφορούν ειδικότερα την εμπορική στρατηγική της επιχειρήσεως, είναι ικανή να θίξει τον ανταγωνισμό. Άλλωστε, μολονότι η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι στην πράξη μια τέτοια συγκυρία είναι εξαιρετικά σπάνια, εντούτοις αναγνωρίζει, στο υπόμνημα απαντήσεως, ότι η νομολογία δεν αποκλείει καταρχήν το ενδεχόμενο μια ανταλλαγή πληροφοριών «γενικής φύσεως» να είναι επίμεμπτη όταν αποσκοπεί στο να μετριάσει τον βαθμό αβεβαιότητας ως προς τη λειτουργία της επίμαχης αγοράς και να περιορίσει έτσι τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων. Πρέπει ακόμη να προστεθεί ότι στη νομολογία γίνεται δεκτό ότι, στον βαθμό που η μετέχουσα στη συνεννόηση επιχείρηση παραμένει δραστήρια στην επίμαχη αγορά, το τεκμήριο περί αιτιώδους συναφείας μεταξύ της συνεννοήσεως και της συμπεριφοράς της εν λόγω επιχειρήσεως στην αγορά εφαρμόζεται έστω και αν η συνεννόηση προκύπτει από μία και μόνο συνάντηση των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων (απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 213 ανωτέρω, σκέψη 62). Εν προκειμένω δε, η συνεννόηση προκύπτει από πολυάριθμες συναντήσεις.

248    Το αναφερθέν από την προσφεύγουσα γεγονός ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις διείσδυσαν σε περιορισμένο βαθμό η καθεμιά στην αγορά της άλλης δεν αναιρεί το ότι δεν ήταν απαραίτητη η ανταλλαγή λεπτομερών δεδομένων, δεδομένου ότι ο ανταγωνισμός εν πάση περιπτώσει μπορούσε να θιγεί από την ανταλλαγή πληροφοριών, εφόσον η συνεννόηση είχε άρει την αβεβαιότητα η οποία πρέπει να υφίσταται μεταξύ ανταγωνιζομένων επιχειρήσεων. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, εσφαλμένως υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι η εκτίμηση της Επιτροπής μειώνει τον βαθμό αποδεικτικής βεβαιότητας που απαιτείται για τη διαπίστωση παραβάσεως.

249    Κατά τρίτον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από το ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεν αντήλλαξαν απόρρητες και στρατηγικής φύσεως πληροφορίες κατά την έννοια της νομολογίας δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Ειδικότερα, το αναφερθέν από την προσφεύγουσα γεγονός ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεν αντήλλαξαν πληροφορίες σχετικά με το κόστος, τις τιμές, τα περιθώρια κέρδους, τις πωλούμενες ποσότητες αερίου ή τους πελάτες δεν ασκεί επιρροή, εφόσον είναι αρκετό, στο πλαίσιο ολιγοπωλιακής αγοράς υψηλής συγκεντρώσεως όπως η αγορά του αερίου, να υπάρχει ανταλλαγή πληροφοριών, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 213 ανωτέρω. Όπως όμως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τα έγγραφα που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 84, 87, 120, 121, ή 180 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπήρξαν διάφορες επαφές κατά τις οποίες αντηλλάγησαν πληροφορίες για τις στρατηγικές που ακολουθούσαν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, η καθεμιά στην εθνική αγορά της άλλης.

250    Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, διαπιστώνεται ότι οι συζητήσεις που έλαβαν χώρα μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων δεν συνιστούσαν «αόριστες διακηρύξεις προθέσεων». Παραδείγματος χάριν, από τα πρακτικά της 27ης Μαΐου 2002, σχετικά με συνάντηση της 23ης Μαΐου 2002, προκύπτει ότι, σε συνάντηση με την E.ON, η προσφεύγουσα διαβεβαίωσε ότι επί του παρόντος δεν προβλεπόταν η πώληση αερίου στη Γερμανία. Ομοίως, από τα πρακτικά της συναντήσεως της 27ης Μαΐου 2004 προκύπτει ότι το δυτικό όριο για τη δραστηριότητα της E.ON στη δυτική Ευρώπη ήταν τα δυτικά σύνορα της Γερμανίας και ότι η E.ON δεν ενδιαφερόταν έντονα, μεταξύ άλλων, για τη Γαλλία. Άλλωστε, η προσφεύγουσα δεν υποδεικνύει, στο δικόγραφο της προσφυγής, τη συγκεκριμένη συζήτηση στην οποία αναφέρεται και αρκείται στο να παραπέμψει στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

251    Κατά τέταρτον, είναι απορριπτέο το επιχείρημα της προσφεύγουσας με το οποίο αμφισβητεί την κρισιμότητα των εγγράφων στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή.

252    Όσον αφορά, αφενός, την ηλεκτρονική επιστολή της 27ης Φεβρουαρίου 2003, υπενθυμίζεται ότι στο ως άνω έγγραφο αναφέρεται ότι, μολονότι η προσφεύγουσα μπορεί να δοκίμαζε να πωλήσει αέριο στη ζώνη της E.ON, σκοπός της θα ήταν μάλλον η συγκέντρωση πληροφοριών για την αγορά παρά η απευθείας κατά μέτωπον επίθεση. Επιπλέον, η ένσταση της προσφεύγουσας που αντλείται από το ότι το ως άνω έγγραφο αφορά προσωπικές και υποκειμενικές απόψεις αντικρούσθηκε στη σκέψη 227 ανωτέρω. Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από το ότι δεν γνώριζε αυτήν την ιδιωτικής φύσεως συνάντηση, πρέπει να απορριφθεί, εφόσον από την εν λόγω ηλεκτρονική επιστολή προκύπτει ότι ο εκπρόσωπός της ζήτησε να συναντήσει τον εκπρόσωπο της E.ON στο πλαίσιο της προπαρασκευής μιας μεταγενέστερης συναντήσεως μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και ήθελε να παράσχει ορισμένα στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να παρουσιάζουν ενδιαφέρον, τόσο για την προσφεύγουσα όσο και για την E.ON. Ακόμη, παρά τα όσα αναφέρει η προσφεύγουσα, από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν αποδεικνύεται η απευθείας κατά μέτωπον επίθεσή της στη γερμανική αγορά, δεδομένου ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα αρκέστηκε στην πραγματικότητα, κατ’ ουσίαν, στην πώληση των ποσοτήτων αερίου που αγόραζε στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου.

253    Όσον αφορά, αφετέρου, την ηλεκτρονική επιστολή της 16ης Μαρτίου 2004, από την επιστολή αυτή συνάγεται ότι, σε συνάντηση με υπάλληλο της E.ON, υπάλληλος της προσφεύγουσας δήλωσε στην E.ON ότι η προσφεύγουσα θεωρούσε τις τιμές που εφάρμοζε η E.ON για ορισμένους πελάτες ως υπερβολικά χαμηλές. Από την επιστολή αυτή προκύπτει επίσης ότι οι υπάλληλοι των εμπλεκομένων επιχειρήσεων προχώρησαν σε συζητήσεις ως προς τις σχέσεις τους με ορισμένους πελάτες βάσει των τιμών που εφάρμοζαν για τους πελάτες αυτούς. Από την εν λόγω ηλεκτρονική επιστολή προκύπτει ακόμη ότι ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας δήλωσε στον εκπρόσωπο της E.ON ότι, στο ανατολικό τμήμα της Γαλλίας, η προσφεύγουσα δεν ήθελε να μεταβάλει το επίπεδο των τιμών της για τους μεσαίους και τους μικρούς πελάτες, ενώ για τους πιο σημαντικούς πελάτες θα προχωρούσε ενδεχομένως σε μείωση. Παρά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, τα στοιχεία αυτά μπορούσαν να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την E.ON η οποία, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, άρχισε να πωλεί αέριο στη Γαλλία το 2003. Ομοίως, καίτοι δεν είναι πολύ λεπτομερή, τα εν λόγω στοιχεία έδωσαν στην E.ON τη δυνατότητα να γνωρίζει τη γενική στρατηγική τιμών που προτίθετο να εφαρμόσει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της αφίξεως ανταγωνιστών στην εδαφική της περιοχή σε σχέση με διάφορα είδη πελατών. Όσον αφορά το γεγονός ότι [απόρρητο], το γεγονός αυτό δεν δικαιολογεί την ανταλλαγή πληροφοριών στην οποία αναφέρεται η ηλεκτρονική επιστολή της 16ης Μαρτίου 2004, η οποία, εν πάση περιπτώσει, μείωσε το επίπεδο αβεβαιότητας που πρέπει φυσιολογικά να υπάρχει μεταξύ ανταγωνιστών. Επιπλέον, όσον αφορά τον υποτιθέμενο υποκειμενικό χαρακτήρα της πραγματοποιηθείσας καταγραφής της συζητήσεως, η σχετική επιχειρηματολογία αντικρούσθηκε στις σκέψεις 174 και 227 ανωτέρω.

254    Επομένως, οι ηλεκτρονικές επιστολές της 27ης Φεβρουαρίου 2003 και της 16ης Μαρτίου 2004 συνιστούν αποδεικτικά στοιχεία περί ανταλλαγής στρατηγικών πληροφοριών.

255    Τέλος, αντιθέτως προς όσα αφήνει να εννοηθούν η προσφεύγουσα στο υπόμνημα απαντήσεως, η Επιτροπή δεν είχε την υποχρέωση να «απαριθμήσει» τις ανταλλαγείσες στρατηγικές πληροφορίες γενικής φύσεως, από τη στιγμή που από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι υπήρξε πράγματι ανταλλαγή τέτοιων πληροφοριών. Όσον αφορά το γεγονός ότι η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων έλαβε χώρα στο πλαίσιο της διαπραγματεύσεως της νέας συμφωνίας MEGAL, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να δικαιολογήσει ανταλλαγή πληροφοριών ικανή να θίξει τον ανταγωνισμό. Εν πάση περιπτώσει, οι εν λόγω πληροφορίες, και ιδίως αυτές που αναφέρθηκαν στα πρακτικά της 27ης Μαΐου 2002 ή στην ηλεκτρονική επιστολή της 27ης Φεβρουαρίου 2003, υπερβαίνουν τις συνδεόμενες με την αναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας MEGAL πληροφορίες.

256    Εξ αυτού συνάγεται ότι, παρά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οι ανταλλαγές πληροφοριών στις οποίες αναφέρθηκε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση μπορούσαν να καταστήσουν δυνατή τη μείωση της αβεβαιότητας των εμπλεκομένων επιχειρήσεων όσον αφορά τη λειτουργία της γερμανικής και της γαλλικής αγοράς του αερίου και τη μελλοντική συμπεριφορά της καθεμίας στις αγορές αυτές και, ως εκ τούτου, να νοθεύσουν αισθητά τον ανταγωνισμό που εξακολουθούσε να υπάρχει μεταξύ τους.

257    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας κατά την οποία από τις συναντήσεις και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων από το 1999 έως το 2005 δεν συνάγεται η ύπαρξη πρακτικής η οποία συνίσταται στην ανταλλαγή ευαίσθητων δεδομένων μεταξύ τους, είτε σε συσχετισμό με τα συνοδευτικά έγγραφα είτε ανεξάρτητα από αυτά.

258    Η δεύτερη αιτίαση είναι κατά συνέπεια επίσης απορριπτέα και επομένως και το τρίτο σκέλος στο σύνολό του.

 Επί του τετάρτου σκέλους

259    Στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει πλημμελή αιτιολογία και αντιβαίνει στο άρθρο 81 ΕΚ καθόσον χαρακτήρισε τις οικείες πρακτικές ως συμφωνία και/ή εναρμονισμένη πρακτική χωρίς εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία προς απόδειξη της αυτόνομης συμπεριφοράς της προσφεύγουσας στη Γερμανία και της E.ON στη Γαλλία. Ειδικότερα, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν εξέτασε τα οικονομικής φύσεως επιχειρήματα με τα οποία μπορούσε να αντικρουσθεί αυτή καθεαυτή η ύπαρξη της επίμαχης παραβάσεως.

260    Διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δύο σειρές επιχειρημάτων, από τις οποίες η πρώτη αφορά μη συνεκτίμηση στοιχείων που αποδείκνυαν την αυτόνομη συμπεριφορά της καθεμίας από τις δύο εμπλεκόμενες επιχειρήσεις στην αγορά της άλλης και η δεύτερη μη συνεκτίμηση των οικονομικής φύσεως αποδείξεων.

261    Κατά πρώτον, όσον αφορά τα στοιχεία που αποδεικνύουν αυτόνομη συμπεριφορά των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και τα οποία δεν εξετάσθηκαν από την Επιτροπή, επισημαίνεται ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν είναι βάσιμα.

262    Πρώτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που αντλούνται από αυτόνομη συμπεριφορά της, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι τα στοιχεία τα οποία προσκομίζει είναι γενικόλογα και δεν παρέχουν δυνατότητα για την απόδειξη αυτόνομης συμπεριφοράς όσον αφορά ειδικά την προμήθεια αερίου μεταφερόμενου μέσω του αγωγού MEGAL, δεδομένου ότι η διαπιστωθείσα εν προκειμένω παράβαση περιοριζόταν στον τομέα αυτό όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 199 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

263    Κατόπιν, όσον αφορά [απόρρητο], εσφαλμένως υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι διεξήγαγε [απόρρητο], από τη στιγμή που έγγραφα, όπως η ηλεκτρονική επιστολή της 27ης Φεβρουαρίου 2003, αποδεικνύουν ότι δεν είχε τέτοια πρόθεση. Ακόμη, η ύπαρξη [απόρρητο] διαψεύδεται από το χρονολογούμενο από τον Απρίλιο του 2005 εσωτερικό σημείωμα της προσφεύγουσας, που καταρτίσθηκε κατόπιν παραπόνων της E.ON [απόρρητο]. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι διεξήγαγε [απόρρητο], εντούτοις, όπως προκύπτει από τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία επικαλέσθηκε η Επιτροπή, πραγματοποιήθηκαν σχετικώς πολλές συζητήσεις με την E.ON, ενώ η καθεμία από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις εξέφρασε τη λύπη της για [απόρρητο] της άλλης κατά τις διάφορες συναντήσεις τους και προσπάθησαν να καθησυχάσουν η μια την άλλη συναφώς, όπως διαπιστώθηκε (βλ. σκέψη 164 ανωτέρω). Επιπλέον, όσον αφορά [απόρρητο] που απέκτησε η προσφεύγουσα, υπενθυμίζεται ότι από την αιτιολογική σκέψη 101 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η προσφεύγουσα άρχισε να πωλεί αέριο από τον αγωγό MEGAL μόλις τον Οκτώβριο του 2004 και ότι οι ποσότητες των εν λόγων πωλήσεων ήταν κατ’ ουσίαν παρόμοιες προς τις ποσότητες τις οποίες αγόραζε στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου τουλάχιστον μέχρι τον Οκτώβριο του 2005.

264    Τέλος, όσον αφορά [απόρρητο], η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας που αντλείται από το ότι [απόρρητο], δεν μπορεί να αποδείξει το αυτόνομο της συμπεριφοράς της και να αναιρέσει τις εκτιμήσεις της Επιτροπής με τις οποίες καταδεικνύεται η ύπαρξη της επίμαχης παραβάσεως. Ειδικότερα, από τη νομολογία προκύπτει ότι η απόδειξη της υπάρξεως περιστάσεων που φωτίζουν διαφορετικά τα αποδειχθέντα από την Επιτροπή γεγονότα και επιτρέπουν έτσι να υποκατασταθεί η εξήγηση που δέχτηκε η Επιτροπή για να διαπιστώσει παράβαση των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού με μια άλλη εύλογη εξήγηση των πραγματικών περιστατικών έχει νόημα μόνον όταν η Επιτροπή στηρίζεται αποκλειστικά στη συμπεριφορά των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στην αγορά για να διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψη 186 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Αυτό όμως δεν συμβαίνει εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Επιτροπή στηρίζεται σε πολυάριθμες έγγραφες αποδείξεις ως προς τις οποίες η προσφεύγουσα δεν μπόρεσε να αποδείξει, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, ότι δεν είχαν αποδεικτική αξία. Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά ειδικώς τους φραγμούς εισόδου [απόρρητο], οι περιστάσεις αυτές δεν είναι ικανές, αυτές καθεαυτές, να αποκλείσουν την ύπαρξη της επίμαχης παραβάσεως.

265    Δεύτερον, όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που αντλούνται από αυτόνομη συμπεριφορά της E.ON στη Γαλλία, επισημαίνεται, αφενός, ότι η επιχειρηματολογία που αντλείται από το ότι η E.ON προέβη στην επιλογή να υπερασπισθεί την εθνική της αγορά και να μην αναπτυχθεί παρά μόνο οριακά σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και από το ότι η E.ON ουδέποτε θεώρησε τη γαλλική αγορά ως προτεραιότητα δεν μπορεί, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη, να διαψεύσει τις εκτιμήσεις της Επιτροπής με τις οποίες διαπιστώνεται η ύπαρξη της παραβάσεως. Αφετέρου, σχετικά με το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, παρά το μικρό της ενδιαφέρον για τη γαλλική αγορά, η E.ON είχε επιθετική συμπεριφορά στη Γαλλία, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 198 ανωτέρω, οι πωλήσεις της E.ON στη Γαλλία δεν αποδεικνύουν ότι η ίδια δεν θεωρούσε ότι δεσμευόταν από τα συνοδευτικά έγγραφα.

266    Κατά δεύτερον, όσον αφορά τα οικονομικής φύσεως επιχειρήματα τα οποία δεν εξετάσθηκαν από την Επιτροπή, επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή στηρίχθηκε, κατά κύριο λόγο, στον περιοριστικό του ανταγωνισμού σκοπό της συμφωνίας και των εναρμονισμένων πρακτικών για τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις στο άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, η Επιτροπή επικαλέσθηκε πολυάριθμα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προέκυπτε, κατ’ αυτήν, τόσο η ύπαρξη της ως άνω συμφωνίας και των ως άνω εναρμονισμένων πρακτικών όσο και ο περιοριστικός σκοπός τους. Όσον αφορά την ειδική περίπτωση των συμφωνιών που, όπως εν προκειμένω, αποβλέπουν στον σεβασμό των εγχώριων αγορών, από τη νομολογία προκύπτει, αφενός, ότι έχουν αυτές καθαυτές ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού και εμπίπτουν σε μια κατηγορία συμφωνιών που απαγορεύεται ρητώς από το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και, αφετέρου, ότι ο σκοπός αυτός, ο οποίος αποδεικνύεται κατά τρόπο αναμφισβήτητο βάσει εγγράφων αποδεικτικών στοιχείων, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί μέσω αναλύσεως του οικονομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η επίμαχη αντιβαίνουσα στον ανταγωνισμό συμπεριφορά (βλ., επ’ αυτού, απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψη 184 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

267    Εν προκειμένω όμως, όπως προκύπτει από την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως και του δεύτερου και τρίτου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα δεν μπόρεσε να αμφισβητήσει τις έγγραφες αποδείξεις που έδωσαν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαπιστώσει την ύπαρξη της επίμαχης συμφωνίας και των επίμαχων εναρμονισμένων πρακτικών καθώς και το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενό τους, καθ’ όλη την περίοδο την οποία αφορά ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικρίνεται για το ότι δεν πραγματοποίησε μια συνολική και σε βάθος οικονομική εκτίμηση του τομέα και της συμπεριφοράς των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Η δε παραπομπή στην απόφαση Solvay κατά Επιτροπής, σκέψη 207 ανωτέρω, δεν είναι εύστοχη εν προκειμένω, δεδομένου ότι, σε αντίθεση με τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν στην έκδοση της ως άνω αποφάσεως, η Επιτροπή στηρίχθηκε στην υπό κρίση υπόθεση σε διάφορα έγγραφα σχετικά με την περίοδο την οποία αφορά ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως, υπό την επιφύλαξη των όσων θα εκτεθούν στο πλαίσιο του τελευταίου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως.

268    Τέλος, στο μέτρο που η προσφεύγουσα αιτιάται επίσης την Επιτροπή για το ότι δεν εξέτασε τα στοιχεία που αποδείκνυαν την αυτόνομη συμπεριφορά της ίδιας στη Γερμανία και της E.ON στη Γαλλία, αρκεί η παραπομπή στα ανωτέρω εκτιθέμενα, και ιδίως στις σκέψεις 259 έως 267 ανωτέρω, όπου αντικρούεται η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας σχετικά με την αυτονομία των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

269    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι το τέταρτο σκέλος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πρώτου σκέλους

270    Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι, εφόσον δεν υπήρχε ενιαία και διαρκής παράβαση καθ’ όλο το διάστημα από το 1980 έως το 2005, τα συνοδευτικά έγγραφα είχαν εν πάση περιπτώσει υποπέσει σε παραγραφή, σύμφωνα με το άρθρο 25 του κανονισμού 1/2003.

271    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 25 του κανονισμού 1/2003, η εξουσία της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου του ανταγωνισμού υπόκειται, κατ’ αρχήν, σε πενταετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από την ημέρα διαπράξεως της παραβάσεως ή από την ημέρα παύσεως της παραβάσεως, αν η παράβαση είναι διαρκής ή έχει διαπραχθεί κατ’ εξακολούθηση. Κατά τις παραγράφους 3 και 4 του ως άνω άρθρου, η παραγραφή διακόπτεται από κάθε πράξη της Επιτροπής η οποία αποβλέπει στη διερεύνηση ή στη δίωξη της παραβάσεως, η δε διακοπή της παραγραφής ισχύει, ως προς όλες τις επιχειρήσεις που μετείχαν στην παράβαση, από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της πράξεως σε μια τουλάχιστον από τις επιχειρήσεις αυτές. Τέλος, από την παράγραφο 5 του ως άνω άρθρου προκύπτει ότι η παραγραφή αρχίζει εκ νέου μετά από κάθε διακοπή, αλλά επέρχεται το αργότερο την ημέρα παρελεύσεως προθεσμίας ίσης με το διπλάσιο της προθεσμίας παραγραφής, υπό την προϋπόθεση ότι η Επιτροπή δεν έχει επιβάλει πρόστιμο ή κύρωση, η δε προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά χρονικό διάστημα ίσο με τον χρόνο αναστολής της παραγραφής.

272    Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι μια απόφαση περί διαπιστώσεως παραβάσεως δεν συνιστά κύρωση κατά την έννοια του άρθρου 25 του κανονισμού 1/2003 και, ως εκ τούτου, δεν καταλαμβάνεται από την παραγραφή που προβλέπει η ως άνω διάταξη (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Sumitomo Chemical και Sumika Fine Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 203 ανωτέρω, σκέψη 61). Ειδικότερα, το κεφάλαιο VI του κανονισμού 1/2003, το οποίο έχει ως αντικείμενο τις κυρώσεις, αφορά μόνο τα πρόστιμα και τις χρηματικές ποινές, ενώ καμία διάταξη του ως άνω κανονισμού δεν παρέχει τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο του 7 και με τις οποίες η Επιτροπή διαπιστώνει την ύπαρξη παραβάσεως των διατάξεων των άρθρων 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ εμπίπτουν στις κυρώσεις του εν λόγω κεφαλαίου. Έτσι, η απώλεια, λόγω παραγραφής, της εξουσίας επιβολής προστίμων και χρηματικών ποινών δεν συνεπάγεται την απώλεια, λόγω παραγραφής, της σιωπηρώς προβλεπόμενης εξουσίας διαπιστώσεως της παραβάσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Sumitomo Chemical και Sumika Fine Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 203 ανωτέρω, σκέψεις 62 και 63).

273    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει έννομο συμφέρον για τη διαπίστωση παραβάσεως την οποία στοιχειοθετούσαν τα συνοδευτικά έγγραφα και η οποία είχε παραγραφεί, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, η απώλεια, λόγω παραγραφής, της δυνατότητας επιβολής κυρώσεων δεν σημαίνει απώλεια και της δυνατότητας διαπιστώσεως της παραβάσεως. Εν πάση περιπτώσει, κατά τη νομολογία στην οποία παραπέμπει η προσφεύγουσα, μόνον όταν η Επιτροπή προτίθεται να λάβει απόφαση περί διαπιστώσεως παραβάσεως την οποία έχει ήδη τερματίσει η ενδιαφερόμενη επιχείρηση, οφείλει η Επιτροπή να αποδείξει συναφώς έννομο συμφέρον (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Sumitomo Chemical και Sumika Fine Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 203 ανωτέρω, σκέψη 37). Στο πλαίσιο όμως του υπό κρίση σκέλους, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας θεμελιώνεται σε παραγραφή της παραβάσεως —ή και, όπως επικαλείται στο υπόμνημα απαντήσεως, απλώς και μόνο στην ημερομηνία ενάρξεως της παραβάσεως— και όχι στο γεγονός ότι η παράβαση διαπράχθηκε κατά το παρελθόν.

274    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας είναι αλυσιτελής στο μέτρο που αφορά την παραγραφή των συνοδευτικών εγγράφων ή της παραβάσεως.

275    Στο μέτρο που η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας αναφέρεται στην απουσία ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, διαπιστώνεται ότι πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι τυχόν παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ ενδέχεται να είναι απόρροια όχι μόνο μεμονωμένης πράξεως αλλά και σειράς πράξεων ή ακόμη και διαρκούς συμπεριφοράς (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I‑4125, σκέψη 81). Στο πλαίσιο παραβάσεως εκτεινόμενης σε περισσότερα έτη, το γεγονός ότι οι εκφάνσεις της συμπράξεως ανάγονται σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, τα οποία παρουσιάζουν ασυνέχειες μακράς ή βραχύτερης διάρκειας, δεν έχει σημασία όσον αφορά την ύπαρξη της συμπράξεως, αρκεί οι διάφορες πράξεις που αποτελούν μέρος της παραβάσεως να έχουν ένα μόνο σκοπό και να εντάσσονται στο πλαίσιο ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως (απόφαση Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, σκέψη 136 ανωτέρω, σκέψη 98).

276    Εν προκειμένω, η Επιτροπή δέχθηκε, στην αιτιολογική σκέψη 203 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι συμφωνίες και οι εναρμονισμένες πρακτικές εντάσσονταν στο πλαίσιο ενός συνολικού σχεδίου που καθόριζε τις κατευθυντήριες γραμμές δράσεως των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στην αγορά και περιόριζε την εμπορική συμπεριφορά της καθεμίας προς επίτευξη ενός πανομοιότυπου θίγοντος τον ανταγωνισμό σκοπού και ενός μοναδικού οικονομικού σκοπού, δηλαδή του περιορισμού κάθε μεταξύ τους ανταγωνισμού όσον αφορά το αέριο που μεταφερόταν μέσω του αγωγού MEGAL. Η Επιτροπή έκρινε κατ’ ουσίαν, στην αιτιολογική σκέψη 211 της ως άνω αποφάσεως, ότι η συμπεριφορά των εμπλεκομένων επιχειρήσεων συνιστούσε ενιαία και διαρκή παράβαση και «περιορισμό του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου».

277    Όπως προκύπτει όμως ιδίως από την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψεις 142 και 143 ανωτέρω), η προσφεύγουσα δεν μπόρεσε ούτε να θέσει υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη, εν προκειμένω, της επίμαχης συμφωνίας κατανομής αγορών πριν το 2000 ούτε να αποδείξει την καταγγελία της εν λόγω συμφωνίας, έστω και αν διαπιστώθηκε ότι η ημερομηνία που δέχθηκε η Επιτροπή ως ημερομηνία κατά την οποία η συμφωνία άρχισε να αποτελεί παράβαση είναι εσφαλμένη όσον αφορά τη Γερμανία.

278    Επιπλέον, όπως προκύπτει ιδίως από την εξέταση του δευτέρου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, εσφαλμένως υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη συμπτώσεως βουλήσεων μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων για την εφαρμογή των συνοδευτικών εγγράφων μετά το 2000. Ομοίως, δεν έγινε δεκτό κανένα από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας κατά τα οποία οι συναντήσεις και η ανταλλαγή πληροφοριών που είχαν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις μεταξύ 1999 και 2005 δεν καθιστούσαν δυνατό να αποδειχθεί η ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής κατανομής αγορών σε συσχετισμό με τα συνοδευτικά έγγραφα και ανταλλαγής ευαίσθητων δεδομένων μεταξύ ανταγωνιστών.

279    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ορθώς εκτίμησε η Επιτροπή ότι οι επίμαχες συμπεριφορές συνιστούσαν ενιαία και διαρκή παράβαση και «περιορισμό του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου», έστω και αν η διάρκεια της εν λόγω παραβάσεως είναι εσφαλμένη σε ό,τι αφορά τη γερμανική αγορά.

280    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η απελευθέρωση επέφερε «μείζονα ρήξη» η οποία αναιρούσε τον κοινό σκοπό που επιδιωκόταν από το 1975, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι οι συμπεριφορές των εμπλεκομένων επιχειρήσεων δεν είχαν όλες τον ίδιο σκοπό, ήτοι να παρεμποδίσουν —ή να περιορίσουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό— οποιονδήποτε ανταγωνισμό ως προς τους πελάτες τους, δεχόμενες να μη διεισδύσουν στην παραδοσιακή εθνική αγορά η μια της άλλης για να προμηθεύσουν αέριο μέσω του αγωγού MEGAL, όπως επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 205 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Άλλωστε, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή καταδεικνύουν ότι, ακόμη και μετά την ημερομηνία που είχε ταχθεί με την πρώτη οδηγία για το αέριο για τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο, οι επιχειρήσεις αυτές επικαλούνταν τα συνοδευτικά έγγραφα και θεωρούσαν τα εν λόγω έγγραφα ως δεσμευτικά.

281    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι το τρίτο σκέλος πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να χρειάζεται να κριθεί το παραδεκτό του στο μέτρο που η προσφεύγουσα παρέπεμψε στα παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής.

282    Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

3.     Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πρόδηλη έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά την ύπαρξη συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής με σκοπό να περιοριστεί η χρησιμοποίηση στη Γαλλία από την E.ON του αερίου που μεταφερόταν μέσω του αγωγού MEGAL

283    Ο λόγος αυτός, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς και με τον οποίο η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι καμία παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ δεν μπορούσε να διαπιστωθεί όσον αφορά τη γαλλική αγορά, διαρθρώνεται σε τρία σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο αντλείται από παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ λόγω του ότι δεν υπήρχε παράβαση στη γαλλική αγορά απορρέουσα από το έγγραφο Direktion G, το δεύτερο από παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ λόγω προδήλως εσφαλμένης ερμηνείας των συναντήσεων και της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων όσον αφορά τη Γαλλία και το τρίτο, το οποίο προβάλλεται επικουρικώς, από παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ λόγω της εξαιρέσεως που αφορά τη δράση του κράτους στη Γαλλία πριν τον Ιανουάριο του 2003.

 Επί του πρώτου σκέλους

284    Στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι καμία παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ δεν μπορούσε να διαπιστωθεί όσον αφορά τη γαλλική αγορά επί τη βάσει του εγγράφου Direktion G. Συναφώς, προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τρεις αιτιάσεις όσον αφορά, πρώτον, ασάφεια του ως άνω εγγράφου και παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας, δεύτερον, προδήλως εσφαλμένη ερμηνεία του εν λόγω εγγράφου και, τρίτον, μη προσκόμιση αποδεικτικών εγγράφων από την Επιτροπή προς στήριξη της ερμηνείας που έδωσε στο ως άνω έγγραφο.

285    Κατά πρώτον, σχετικά με την αιτίαση της προσφεύγουσας που αντλείται από ασάφεια του εγγράφου Direktion G και παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας, η προσφεύγουσα επικαλείται αντιφάσεις μεταξύ της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τους περιορισμούς που επιβάλλονται από το ως άνω έγγραφο.

286    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή ανέφερε, στο σημείο 50 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, ότι, «μέχρι την έναρξη ισχύος της πρώτης οδηγίας […] για το αέριο το 2000, [τα συνοδευτικά] έγγραφα δεν επέβαλαν ρητούς περιορισμούς στην [E.ON], δεδομένου ότι [η προσφεύγουσα] κατείχε το μονοπώλιο της εισαγωγής αερίου στη Γαλλία». Από τη δε προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι το έγγραφο Direktion G περιείχε περιορισμούς όσον αφορά την E.ON. Έτσι, στην αιτιολογική σκέψη 222, η Επιτροπή εκτίμησε ότι το ως άνω έγγραφο «είχε ως σκοπό να εμποδίσει την E.ON […] να εφοδιάζει Γάλλους πελάτες με αέριο μεταφερόμενο μέσω [του αγωγού] MEGAL, που αποτελεί για την [E.ON], την κύρια δίοδο για την εισαγωγή αερίου, μέσω της Γερμανίας, στη γαλλική αγορά».

287    Εν προκειμένω, χωρίς να χρειάζεται να ληφθεί απόφαση για το κατά πόσον υπάρχει διαφωνία μεταξύ της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και της προσβαλλομένης αποφάσεως και χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν οι εξηγήσεις τις οποίες παρέσχε συναφώς η Επιτροπή, διαπιστώνεται ότι η σχετική επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας είναι, εν πάση περιπτώσει, αλυσιτελής. Ειδικότερα, από την εν λόγω επιχειρηματολογία και μόνο δεν προκύπτει ότι το έγγραφο Direktion G είναι ασαφές και ότι δεν ήταν δυνατόν να συναχθεί από το έγγραφο αυτό συμφωνία κατανομής αγορών χωρίς να παραβιάζεται η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας.

288    Ειδικότερα, η ανακοίνωση των αιτιάσεων συνιστά προπαρασκευαστικό έγγραφο, οι πραγματικές και νομικές εκτιμήσεις του οποίου έχουν καθαρώς προσωρινό χαρακτήρα. Η απόφαση που ακολουθεί δεν απαιτείται υποχρεωτικά να αποτελεί αντίγραφο της εκθέσεως των αιτιάσεων, δεδομένου ότι η Επιτροπή πρέπει να λάβει υπόψη της στοιχεία που προκύπτουν από τη διοικητική διαδικασία είτε για να αποσύρει αιτιάσεις που αποδείχθηκαν αβάσιμες είτε για να προσαρμόσει και να συμπληρώσει, τόσο από πραγματικής όσο και από νομικής απόψεως, τα επιχειρήματα που διατύπωσε προς στήριξη των αιτιάσεών της (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 14· της 17ης Νοεμβρίου 1987, 142/84 και 156/84, BAT και Reynolds κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 4487, σκέψη 70, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 215 ανωτέρω, σκέψη 67).

289    Κατά δεύτερον, όσον αφορά την αιτίαση της προσφεύγουσας που αντλείται από προδήλως εσφαλμένη ερμηνεία του εγγράφου Direktion G, επισημαίνεται, όσον αφορά, πρώτον, την ασυμμετρία ως προς το περιεχόμενο των συνοδευτικών εγγράφων, ότι η Επιτροπή δεν θεώρησε ότι υπήρχε συμμετρία ως προς το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων. Ακόμη, το γεγονός ότι το έγγραφο Direktion G δεν έχει το ίδιο ή συμμετρικό περιεχόμενο προς εκείνο του εγγράφου Direktion I δεν θίγει τη δυνατότητα της Επιτροπής να θεωρήσει ότι τα έγγραφα αυτά έχουν παρόμοιο σκοπό, ήτοι την κατανομή των εθνικών αγορών του αερίου και τον περιορισμό της προσβάσεως στην εθνική αγορά της καθεμίας εκ των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων.

290    Πρέπει επομένως να εξακριβωθεί, δεύτερον, αν, βάσει του περιεχομένου του εγγράφου Direktion G, η Επιτροπή ορθώς θεώρησε ότι το εν λόγω έγγραφο είχε ως σκοπό να απαγορεύσει στην E.ON να διαθέσει εμπορικά στη Γαλλία αέριο διαμετακομιζόμενο μέσω του αγωγού MEGAL.

291    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το έγγραφο Direktion G έχει το ακόλουθο περιεχόμενο:

«[…]

Η δυναμικότητα μεταφοράς που, βάσει συμβάσεως, έχει παραχωρηθεί ή πρόκειται να παραχωρηθεί στην [GDF] για τη μεταφορά αερίου αφορά αέριο το οποίο έχει αγοράσει ή πρόκειται να αγοράσει η [GDF] και το οποίο θα παραδοθεί στη [MEGAL] και/ή στη [MEGAL Finco] με σκοπό τη διαμετακόμιση για λογαριασμό της [GDF] προς τη Γαλλία και προορίζεται για κατανάλωση στη Γαλλία.

Η δυναμικότητα μεταφοράς που, βάσει συμβάσεως, έχει παραχωρηθεί ή πρόκειται να παραχωρηθεί στην [E.ON] για τη μεταφορά αερίου αφορά τη μεταφορά για κάθε άλλο σκοπό διαμετακομίσεως, καθώς και αέριο το οποίο μεταφέρεται από τον αγωγό και απορροφάται από αυτόν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και προορίζεται για κατανάλωση στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ή έχει αγορασθεί από την [E.ON] με σκοπό τη διαμετακόμιση μέσω της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

[…]»

292    Βεβαίως, διαπιστώνεται ότι, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου του, το έγγραφο Direktion G δεν απαγορεύει ρητώς στην E.ON να παραδίδει ή να προμηθεύει στη Γαλλία αέριο διαμετακομιζόμενο μέσω του αγωγού MEGAL.

293    Εντούτοις, όπως επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 198 της προσβαλλομένης αποφάσεως, από το έγγραφο Direktion G μπορεί να συναχθεί ότι, ενώ το αέριο το οποίο μεταφέρει η προσφεύγουσα μέσω του αγωγού MEGAL πρέπει να διοχετευθεί στη Γαλλία, το αέριο το οποίο μεταφέρει η E.ON μέσω του αγωγού αυτού πρέπει είτε να απορροφηθεί στη Γερμανία, είτε να μεταφερθεί για οποιονδήποτε άλλο σκοπό διαμετακομίσεως, πράγμα που σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται στην E.ON να διοχετεύσει στη Γαλλία αέριο μεταφερόμενο μέσω του αγωγού αυτού. Ειδικότερα, η φράση «μεταφορά για κάθε άλλο σκοπό διαμετακομίσεως» πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως της προηγούμενης παραγράφου, με την οποία παραχωρείται στην προσφεύγουσα δυναμικότητα μεταφοράς για το αέριο που παραδίδεται «με σκοπό τη διαμετακόμιση για λογαριασμό [της] προς τη Γαλλία». Η φράση αυτή σημαίνει επομένως ότι η E.ON δικαιούται δυναμικότητα μεταφοράς προκειμένου να παραδίδει υπό διαμετακόμιση αέριο που προορίζεται για άλλες χώρες πλην της Γαλλίας. Έτσι, σύμφωνα με το εν λόγω έγγραφο, το αέριο που μπορούσε να μεταφέρει η E.ON μέσω του αγωγού MEGAL έπρεπε να προορίζεται είτε για κατανάλωση στη Γερμανία είτε για διαμετακόμιση προς άλλες χώρες πλην της Γαλλίας.

294    Επομένως, έστω και αν το έγγραφο Direktion G δεν απαγορεύει ρητώς στην E.ON να πωλεί αέριο στη Γαλλία, παρ’ όλ’ αυτά περιορίζει τις δυνατότητές της να μεταφέρει αέριο προς τη χώρα αυτή μέσω του αγωγού MEGAL και, κατά συνέπεια, να πωλεί στη Γαλλία το αέριο που προέρχεται από τον αγωγό αυτόν. Το εν λόγω έγγραφο δεν μπορεί επομένως να θεωρείται απλώς ότι αποσκοπεί, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, στη διευκρίνιση των όρων μεταφοράς μέσω του αγωγού MEGAL για τους τρίτους.

295    Η ως άνω ερμηνεία επιβεβαιώνεται από τον συνδυασμό του εγγράφου Direktion G και του παραρτήματος 2 της συμφωνίας MEGAL. [απόρρητο] Επομένως, το αέριο που μεταφερόταν για την E.ON δεν μπορούσε να έχει διέξοδο στη Γαλλία και να πωληθεί έτσι στη χώρα αυτή. [απόρρητο].

296    Συνεπώς, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη καθόσον εκτίμησε, στην αιτιολογική σκέψη 222 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το έγγραφο Direktion G είχε σκοπό να εμποδίσει την E.ON να εφοδιάσει τους Γάλλους πελάτες με αέριο μεταφερόμενο μέσω του αγωγού MEGAL. Όσον αφορά την επιχειρηματολογία την οποία προέβαλε η προσφεύγουσα κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, κατά την οποία ήταν δυνατόν να υποκατασταθεί η εξήγηση την οποία δέχθηκε η Επιτροπή με μια εύλογη εξήγηση των πραγματικών περιστατικών, υπενθυμίζεται και πάλι ότι η νομολογία στην οποία θεμελιώνεται η επιχειρηματολογία αυτή αφορά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η Επιτροπή στηρίζεται αποκλειστικώς στη συμπεριφορά των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στην αγορά για να διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψη 186) και στις οποίες η Επιτροπή δεν διαθέτει έγγραφες αποδείξεις. Εν προκειμένω δεν συντρέχει όμως τέτοια περίπτωση. Ειδικότερα, βάσει της μορφής και του γράμματός του, το έγγραφο Direktion G πρέπει να θεωρηθεί ως έγγραφη απόδειξη, οπότε η εν λόγω νομολογία δεν έχει εφαρμογή. Το ίδιο ισχύει για τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν το περιεχόμενό του, δηλαδή για τη συμφωνία MEGAL και το παράρτημά της 2.

297    Τέλος, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της προσφεύγουσας περί του ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το έγγραφο Direktion G είχε ως σκοπό και/ή ως αποτέλεσμα να περιορίσει την ανάπτυξη της E.ON στη Γαλλία. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, η ερμηνεία του ως άνω εγγράφου από την Επιτροπή δεν βαρύνεται με πλάνη. Έτσι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα στοιχεία τα οποία επικαλέσθηκε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορούν να υποστηρίξουν την ερμηνεία της, τούτο δεν θίγει την εν λόγω ερμηνεία, η οποία άλλωστε επιβεβαιώνεται από τη συνδυασμένη ερμηνεία της συμφωνίας MEGAL και του παραρτήματος 2 αυτής.

298    Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται επαλλήλως ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 299 έως 303 κατωτέρω, με τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν μπορούν να αμφισβητηθούν τα στοιχεία τα οποία επικαλέσθηκε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση προς στήριξη της ερμηνείας της.

299    Πρώτον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι με το να δεχθεί, στην αιτιολογική σκέψη 198 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά την εποχή της υπογραφής των συνοδευτικών εγγράφων, ο ανταγωνισμός από την E.ON αποκλειόταν εκ του νόμου λόγω του μονοπωλίου που κατείχε η προσφεύγουσα, η Επιτροπή επιβεβαίωνε ότι το έγγραφο Direktion G δεν μπορούσε καταρχήν, βάσει του αντικειμένου και/ή του αποτελέσματός του, να αποβλέπει στον περιορισμό των πωλήσεων της E.ON στη Γαλλία, πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 70 ανωτέρω.

300    Δεύτερον, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας με τα οποία επιδιώκεται να αντικρουσθεί το εύστοχο της αναφοράς στο παράρτημα 2 της συμφωνίας MEGAL πρέπει να απορριφθούν για τους λόγους που εκτέθηκαν στη σκέψη 295 ανωτέρω.

301    Τρίτον, όσον αφορά τη διαπίστωση της Επιτροπής, η οποία περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 198 της προσβαλλομένης αποφάσεως και κατά την οποία οι επαφές τις οποίες διατηρούσαν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις από το 1999 αποδεικνύουν ότι υφίστατο σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς της E.ON στη γαλλική αγορά και της συμπεριφοράς της προσφεύγουσας στη γερμανική αγορά, επισημαίνεται καταρχάς ότι η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε ειδικώς στη διαπίστωση αυτή για να επιβεβαιώσει τον τρόπο με τον οποίο ερμήνευσε το έγγραφο Direktion G. Στην πραγματικότητα πρόκειται, όπως προκύπτει από την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, για ένα από τα στοιχεία που έλαβε υπόψη της προκειμένου να τεκμηριώσει γενικώς τη διαπίστωση ότι η συμφωνία και/ή η εναρμονισμένη πρακτική αφορούσαν επίσης τις πωλήσεις αερίου της E.ON στη Γαλλία από τον αγωγό MEGAL. Η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας σχετικά με την ως άνω διαπίστωση είναι συνεπώς αλυσιτελής στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους. Κατόπιν, διαπιστώνεται ότι από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι η διαπίστωση της Επιτροπής «βαρύνεται με πλημμέλεια», όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα. Άλλωστε η προσφεύγουσα δεν επικαλείται κάποια πλημμέλεια στο δικόγραφο της προσφυγής. Απεναντίας, η διαπίστωση της Επιτροπής επιβεβαιώνεται, μεταξύ άλλων, από ενημερωτικό σημείωμα που καταρτίσθηκε ενόψει της συναντήσεως με χαρακτήρα επισκόπησης της 2ας Ιουλίου 2004, στο οποίο αναφέρεται ότι η E.ON υπήρξε σκόπιμα συγκρατημένη όσον αφορά τη δραστηριότητά της στη γαλλική αγορά μέχρι το καλοκαίρι του 2003 και ότι, λόγω των δραστηριοτήτων της προσφεύγουσας στη Γερμανία, αυξάνονταν οι δραστηριότητες πωλήσεων της E.ON στη Γαλλία, πράγμα που αποδεικνύει την ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ των πωλήσεων της κάθε επιχειρήσεως στην αγορά της άλλης. Το ίδιο ισχύει και για το ενημερωτικό σημείωμα της E.ON της 5ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με συνάντηση της 11ης Οκτωβρίου 2005, από το οποίο προκύπτει ότι η E.ON άρχισε να πωλεί αέριο στη Γαλλία κατά τα τέλη του 2003 ως αντίδραση στις δραστηριότητες της προσφεύγουσας στη Γερμανία.

302    Τέταρτον, παρά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ορθώς εκτίμησε η Επιτροπή ότι η δική της ερμηνεία του εγγράφου Direktion G συνέπιπτε με την ερμηνεία της νομικής υπηρεσίας της προσφεύγουσας. Βεβαίως, από τις ηλεκτρονικές επιστολές της 9ης και της 17ης Φεβρουαρίου 2000 προκύπτει ότι η εν λόγω νομική υπηρεσία δεν ήταν βέβαιη αν η E.ON μπορούσε να προβεί σε μεταφορά αερίου για τρίτους μέσω του αγωγού MEGAL και επισήμαινε ότι, κατά το παρελθόν, είχε γίνει ευνοϊκή για την E.ON ερμηνεία του εγγράφου αυτού, στο πλαίσιο της οποίας θεωρήθηκε ότι η E.ON μπορούσε να υποχρεώσει τρίτο ο οποίος επιθυμούσε να μεταφέρει αέριο μέσω του αγωγού αυτού να συμβληθεί με την ίδια και όχι με τη MEGAL Finco. Εντούτοις, πέραν του προβληματισμού αυτού, η εν λόγω υπηρεσία βεβαίωνε ρητώς ότι το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου ισοδυναμούσε με μια «τεράστια κατανομή της αγοράς» μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Αυτό σημαίνει επομένως ότι η νομική υπηρεσία της προσφεύγουσας θεωρούσε ότι το ως άνω έγγραφο περιόριζε τη δυνατότητα της E.ON να διαθέσει εμπορικά στη Γαλλία αέριο από τον αγωγό MEGAL. Κατά συνέπεια, εσφαλμένως υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι οι ως άνω ηλεκτρονικές επιστολές επιβεβαιώνουν την ερμηνεία της.

303    Πέμπτον, είναι απορριπτέα τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας με τα οποία επιζητεί να αντικρούσει τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν από την Επιτροπή προς στήριξη των διαπιστώσεών της, ειδικότερα τις ανταλλαγείσες επιστολές της 13ης και 21ης Μαΐου 2002 και την ηλεκτρονική επιστολή της 16ης Μαρτίου 2004. Καταρχάς, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τα σημεία 81 και 96 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν χρησιμοποίησε τα έγγραφα αυτά προς επιβεβαίωση της δικής της ερμηνείας του εγγράφου Direktion G, αλλά, κατ’ ουσίαν, προκειμένου να κρίνει ότι η επίμαχη συμφωνία παρέμενε σε ισχύ. Κατόπιν, όσον αφορά τα επιχειρήματα σχετικά με τις ανταλλαγείσες επιστολές της 13ης και της 21ης Μαΐου 2002, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 168 ανωτέρω. Τέλος, όσον αφορά τα επιχειρήματα σχετικά με την ηλεκτρονική επιστολή της 16ης Μαρτίου 2004, αφενός τα επιχειρήματα αυτά είναι απορριπτέα στο μέτρο που αφορούν την αποδεικτική αξία της εν λόγω ηλεκτρονικής επιστολής, για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 174 ανωτέρω. Αφετέρου, τα εν λόγω επιχειρήματα είναι απορριπτέα στο μέτρο που με αυτά αμφισβητείται η σημασία της υπάρξεως διαθέσιμης δυναμικότητας η οποία δεν χρησιμοποιήθηκε. Ειδικότερα, η επιστολή της 16ης Μαρτίου 2004 χαρακτηρίζει τις εισαγωγές τις οποίες πραγματοποίησε η E.ON στη Γαλλία ως «παράνομες» κατά ρητή παραπομπή στις συμφωνίες MEGAL και βάσει της διαπιστώσεως ότι το σύνολο της δυναμικότητας ήταν δεσμευμένο από την προσφεύγουσα. Όσον αφορά [απόρρητο], η Επιτροπή δεν βασίστηκε σε αυτό το στοιχείο προς θεμελίωση της επιχειρηματολογίας της, οπότε τα όσα εκθέτει συναφώς η προσφεύγουσα δεν ασκούν επιρροή.

304    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους

305    Στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι καμία παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ δεν μπορούσε να διαπιστωθεί όσον αφορά τη γαλλική αγορά επί τη βάσει των συναντήσεων και της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Συναφώς, αμφισβητεί τη σημασία πέντε συναντήσεων στις οποίες στηρίχθηκε η Επιτροπή για να αποδείξει την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής.

306    Εφόσον απορρίφθηκαν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με τα έγγραφα που αφορούσαν τις πέντε αυτές συναντήσεις, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν αντιστοίχως στις 27 Φεβρουαρίου 2003, στις 2 Σεπτεμβρίου 2003, στις 16 Μαρτίου 2004, στις 27 Μαΐου 2004 και στις 2 Ιουλίου 2004 (βλ., ιδίως, σκέψεις 237, 238, 252 και 253 ανωτέρω), το υπό κρίση σκέλος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου σκέλους

307    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι, σύμφωνα με την αρχή της εξαιρέσεως από την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ λόγω της δράσεως του κράτους, η Επιτροπή δεν μπορούσε να τοποθετήσει την ημερομηνία ενάρξεως της παραβάσεως στη γαλλική αγορά πριν τον Ιανουάριο του 2003, χρονικό σημείο κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η μεταφορά της πρώτης οδηγίας για το αέριο στο γαλλικό δίκαιο και εκδόθηκε ο νόμος του 2003 ο οποίος έθετε τέρμα, από νομικής απόψεως, στο νόμιμο μονοπώλιο της προσφεύγουσας για την εισαγωγή και εξαγωγή αερίου και άνοιγε τη γαλλική αγορά στον ανταγωνισμό για τους επιλέξιμους πελάτες.

308    Συναφώς, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, όσον αφορά την παράβαση που διαπράχθηκε στη Γαλλία, η Επιτροπή εκτίμησε, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι διήρκεσε τουλάχιστον από τις 10 Αυγούστου 2000 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2005. Εξ αυτού συνάγεται ότι το υπό κρίση σκέλος πρέπει να απορριφθεί στο μέτρο που θα αφορούσε ενδεχομένως το διάστημα πριν τις 10 Αυγούστου 2000, δεδομένου ότι, για το ως άνω χρονικό διάστημα, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε την ύπαρξη παραβάσεως στη Γαλλία. Ειδικότερα, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν άντλησε τα κατάλληλα συμπεράσματα από τη διαπίστωσή της, την οποία διατύπωσε στο πλαίσιο της προσφυγής λόγω παραβάσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Οκτωβρίου 1997, C‑159/94, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1997, σ. I‑5815), κατά την οποία το νόμιμο μονοπώλιο εισαγωγής της προσφεύγουσας απαγόρευε τον οποιονδήποτε ανταγωνισμό εκ μέρους αλλοδαπών επιχειρηματιών στη Γαλλία, δεδομένου ότι η εν λόγω διαπίστωση προηγείται χρονικώς της επίμαχης εν προκειμένω περιόδου.

309    Πρέπει έτσι να εξετασθεί αν, σχετικά με το διάστημα μεταξύ 10ης Αυγούστου 2000 και Ιανουαρίου 2003, αποκλειόταν παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σε ό,τι αφορά τη Γαλλία.

310    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή ανέφερε, στην αιτιολογική σκέψη 289 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το νόμιμο μονοπώλιο της προσφεύγουσας επί των εισαγωγών δεν καταργήθηκε επισήμως στο γαλλικό δίκαιο παρά μόνο με την έναρξη ισχύος του νόμου του 2003. Υπογράμμισε όμως ότι, κατά το δίκαιο της Ένωσης, οι γαλλικές αρχές υποχρεούντο να θέσουν τέρμα στο ως άνω μονοπώλιο μετά τη λήξη της προθεσμίας που είχε ταχθεί για την εφαρμογή της πρώτης οδηγίας για το αέριο, δηλαδή στις 10 Αυγούστου 2000. Πρόσθεσε ότι, ως δημόσια επιχείρηση, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να επικαλεσθεί το γεγονός ότι οι γαλλικές αρχές δεν είχαν μεταφέρει εμπροθέσμως στο εθνικό δίκαιο την πρώτη οδηγία για το αέριο. Κατά συνέπεια εκτίμησε, στην αιτιολογική σκέψη 291, ότι, όσον αφορά την προμήθεια αερίου στη Γαλλία, η συμπεριφορά που αποτέλεσε αντικείμενο της έρευνας αντέβαινε στο άρθρο 81 της Συνθήκης ΕΚ τουλάχιστον από τις 10 Αυγούστου 2000 και μετά.

311    Η ως άνω εκτίμηση πρέπει να επικυρωθεί.

312    Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία, τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ αφορούν μόνον αντιβαίνουσες στον ανταγωνισμό συμπεριφορές τις οποίες υιοθετούν οι επιχειρήσεις με δική τους πρωτοβουλία. Αν η αντιβαίνουσα στον ανταγωνισμό συμπεριφορά επιβάλλεται στις επιχειρήσεις από την εθνική νομοθεσία ή αν η τελευταία διαμορφώνει ένα νομικό πλαίσιο το οποίο, από μόνο του, αποκλείει κάθε δυνατότητα ανταγωνιστικής συμπεριφοράς των επιχειρήσεων, τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ δεν έχουν εφαρμογή. Στην περίπτωση αυτή, ειδικότερα, ο περιορισμός του ανταγωνισμού δεν οφείλεται, όπως προϋποθέτουν οι διατάξεις αυτές, σε αυτόβουλη συμπεριφορά των επιχειρήσεων. Αντιθέτως, τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ μπορούν να εφαρμοσθούν αν προκύπτει ότι η εθνική νομοθεσία αφήνει περιθώρια ανταγωνισμού, ο οποίος ενδέχεται να εμποδίζεται, να περιορίζεται ή να στρεβλώνεται από αυτόβουλη συμπεριφορά των επιχειρήσεων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1997, C‑359/95 P και C‑379/95 P, Επιτροπή και Γαλλία κατά Ladbroke Racing, Συλλογή 1997, σ. I‑6265, σκέψεις 33 και 34, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑207/01, Altair Chimica, Συλλογή 2003, σ. I‑8875, σκέψεις 30 και 31).

313    Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι οι γαλλικές αρχές όφειλαν να αφήσουν ανεφάρμοστη, από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της πρώτης οδηγίας για το αέριο, σκοπός της οποίας ήταν η δημιουργία μιας ανταγωνιστικής αγοράς αερίου, οποιαδήποτε αντίθετη προς αυτήν διάταξη. Ιδίως δεν μπορούσαν να αντιτάξουν τις διατάξεις αυτές σε ανταγωνιστές της προσφεύγουσας που επιθυμούσαν να διεισδύσουν στη γαλλική αγορά του αερίου. Ειδικότερα, η υπεροχή του δικαίου της Ένωσης επιτάσσει να μην εφαρμόζεται οποιαδήποτε διάταξη εθνικού νόμου αντίθετη προς κανόνα του δικαίου της Ένωσης, ανεξαρτήτως του αν η εθνική διάταξη είναι προγενέστερη ή μεταγενέστερη του εν λόγω κανόνα (απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑198/01, CIF, Συλλογή 2003, σ. I‑8055, σκέψη 48).

314    Ακόμη, υπογραμμίζεται ότι μεταξύ των φορέων κατά των οποίων χωρεί επίκληση των διατάξεων οδηγίας δυνάμενων να έχουν άμεσο αποτέλεσμα καταλέγεται και φορέας στον οποίο, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής του, έχει ανατεθεί, δυνάμει πράξεως της δημοσίας αρχής, η παροχή υπηρεσίας δημοσίου συμφέροντος, υπό την εποπτεία της αρχής αυτής, και ο οποίος έχει, προς τούτο, εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με τους εφαρμοστέους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνες (απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1990, C‑188/89, Foster κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. I‑3313, σκέψη 18), τέτοια δε είναι η περίπτωση της προσφεύγουσας.

315    Εν συνεχεία, διαπιστώνεται, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 290 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, από τον Αύγουστο του 2000 και μετά, διείσδυσαν στη γαλλική αγορά προμηθευτές αερίου και ορισμένοι πελάτες χαρακτηρίσθηκαν ως επιλέξιμοι. Άλλωστε, η προσφεύγουσα δέχεται ότι ανέλαβε την πρωτοβουλία, από τον Αύγουστο του 2000, να θεσπίσει μεταβατικό σύστημα για την πρόσβαση τρίτων στο δίκτυο, που καθιστούσε δυνατό το σταδιακό άνοιγμα της γαλλικής αγοράς στον ανταγωνισμό. Οι γαλλικές αρχές δήλωσαν επίσης, στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Νοεμβρίου 2002, C‑259/01, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2002, σ. I‑11093, σκέψεις 12 και 13), ότι το μεταβατικό καθεστώς για την πρόσβαση στο δίκτυο μεταφοράς και διανομής αερίου, το οποίο ίσχυε από τις 10 Αυγούστου 2000, επέτρεπε στους επιλέξιμους πελάτες, κατά την έννοια του άρθρου 18 της πρώτης οδηγίας για το αέριο, την πρόσβαση στο δίκτυο αερίου μέσω συμβάσεων μεταφοράς με ελάχιστη διάρκεια ενός έτους. Η εφαρμογή του καθεστώτος αυτού επέτρεψε σε επιλέξιμους πελάτες την επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεών τους για την προμήθεια αερίου και ακόμη και την αλλαγή προμηθευτή. Ένα χρόνο μετά την εφαρμογή του εν λόγω καθεστώτος, το 14 % των επιλέξιμων πελατών στη γαλλική αγορά είχαν αλλάξει προμηθευτή και είχαν εμφανισθεί στην αγορά αυτή τέσσερις νέοι επιχειρηματίες.

316    Τέλος, όπως προκύπτει από το προπαρασκευαστικό σημείωμα της συναντήσεως με χαρακτήρα επισκόπησης της 20ής Δεκεμβρίου 2001, για το οποίο κάνει λόγο η αιτιολογική σκέψη 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η E.ON άνοιξε γραφείο πωλήσεων στη Γαλλία. Αυτό δεν θα είχε συμβεί αν η γαλλική αγορά ήταν εντελώς κλειστή στον ανταγωνισμό κατά το χρονικό εκείνο σημείο. Ομοίως, από ενημερωτικό σημείωμα ενόψει της συναντήσεως με χαρακτήρα επισκόπησης της 2ας Ιουλίου 2004 προκύπτει ότι η E.ON υπήρξε σκόπιμα συγκρατημένη όσον αφορά τη δραστηριότητά της στη γαλλική αγορά μέχρι το καλοκαίρι του 2003. Η αδράνειά της στη γαλλική αγορά δεν οφειλόταν επομένως, τουλάχιστον μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο, σε νομοθετικό καταναγκασμό.

317    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, διαπιστώνεται ότι, έστω και αν τυπικώς εξακολουθούσε να είναι σε ισχύ, από τις 10 Αυγούστου 2000 και μετά ο νόμος του 1946 δεν μπορούσε να θεωρείται, στην πράξη, ότι επέβαλλε την επίμαχη αντιβαίνουσα στον ανταγωνισμό συμπεριφορά ή δημιουργούσε νομικό πλαίσιο το οποίο ήρε οποιαδήποτε δυνατότητα ανταγωνιστικής συμπεριφοράς εκ μέρους των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 312 ανωτέρω. Κατά συνέπεια, εσφαλμένως υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να θεωρήσει, αφενός, ότι η φερόμενη παράβαση άρχισε στις 10 Αυγούστου 2000 και, αφετέρου, ότι, δυνάμει του νόμου του 1946, η προσφεύγουσα κατείχε νόμιμο μονοπώλιο εισαγωγής και προμήθειας αερίου και ότι η κατάσταση αυτή είχε παραμείνει αμετάβλητη. Άλλωστε, παρά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η κατάσταση αυτή της κατοχής ενός νομίμου μονοπωλίου δεν παρέμεινε αμετάβλητη μέχρι την έκδοση του νόμου του 2003, δεδομένου ότι, από τις 10 Αυγούστου 2000, οι γαλλικές αρχές όφειλαν να έχουν μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο την πρώτη οδηγία για το αέριο και δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δέχεται ότι ανέλαβε την πρωτοβουλία, από τον Αύγουστο του 2000, να θεσπίσει μεταβατικό σύστημα για την πρόσβαση τρίτων στο δίκτυο, που καθιστούσε δυνατό το σταδιακό άνοιγμα της γαλλικής αγοράς στον ανταγωνισμό.

318    Τα προηγούμενα συμπεράσματα δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι από την απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2002, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 315 ανωτέρω (σκέψη 21), προκύπτει ότι οι πρακτικές τις οποίες υιοθέτησαν οι επιχειρηματίες, και ειδικότερα η προσφεύγουσα, από τις 10 Αυγούστου 2000, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως έγκυρη εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη. Ειδικότερα, προκειμένου να εξακριβωθεί αν το άρθρο 81 ΕΚ έχει εφαρμογή, το μόνο κρίσιμο ερώτημα εν προκειμένω είναι το αν, από την ως άνω ημερομηνία, ο νόμος του 1946 επέβαλλε την επίμαχη αντιβαίνουσα στον ανταγωνισμό συμπεριφορά ή δημιουργούσε νομικό πλαίσιο το οποίο απέκλειε οποιαδήποτε δυνατότητα ανταγωνιστικής συμπεριφοράς. Εν προκειμένω όμως, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση. Εν πάση περιπτώσει, φορέας ο οποίος, όπως η προσφεύγουσα, υπόκειται σε κρατική εποπτεία, δεν μπορεί να στηριχθεί στη μη τήρηση από το κράτος των υποχρεώσεών του από τη Συνθήκη ΛΕΕ προκειμένου να δικαιολογήσει μια αντιβαίνουσα στον ανταγωνισμό συμπεριφορά, την οποία απαγορεύει η Συνθήκη.

319    Πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το εκ μέρους της «άνοιγμα» από τον Αύγουστο του 2000 δεν μπορεί να εξομοιωθεί προς τη λήξη του νομίμου μονοπωλίου ή το επιχείρημα που αντλείται από το ότι οι θεσπισθέντες μεταβατικοί κανόνες για την ΠΤ δεν επικυρώθηκαν από τον νομοθέτη. Ειδικότερα, η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει την κατάσταση της γαλλικής αγοράς του αερίου κατά τρόπο αντικειμενικό και όχι μόνο θεωρητικώς, ώστε να εξακριβώσει αν, παρά την τυπική διατήρηση του νομίμου μονοπωλίου εισαγωγής που προβλεπόταν από τον νόμο του 1946, ο νόμος αυτός μπορούσε να εμποδίσει την ύπαρξη οποιουδήποτε ανταγωνισμού στην αγορά. Η προέλευση και η φύση των μέτρων που επέτρεψαν αυτό το άνοιγμα δεν ασκούν επιρροή στην ως άνω διαπίστωση, η οποία διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 290 της προσβαλλομένης αποφάσεως και κατά την οποία ήταν πράγματι δυνατή η άσκηση ανταγωνισμού στη γαλλική αγορά.

320    Έτσι, παρά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, τίποτε το «παράδοξο» δεν υπάρχει στο γεγονός ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στο ότι οι ανταγωνιστές της προσφεύγουσας μπορούσαν να εφοδιάζουν επιλέξιμους πελάτες στη Γαλλία από τις 10 Αυγούστου 2000, ενώ η κατάσταση αυτή προέκυψε αποκλειστικώς από τη συμπεριφορά της προσφεύγουσας. Ομοίως, εσφαλμένως φρονεί η προσφεύγουσα ότι τούτο ισοδυναμεί με το να καταδικάζεται για τη συμμετοχή της στην απελευθέρωση της αγοράς και αντιβαίνει προς τους σκοπούς της Ένωσης και της πολιτικής ανταγωνισμού. Άλλωστε, η Επιτροπή επέβαλε εν προκειμένω κυρώσεις για την επίμαχη συμφωνία και τις επίμαχες εναρμονισμένες πρακτικές και όχι για τον λόγο ότι η προσφεύγουσα προέβη, από τις 10 Αυγούστου 2000, στη —μερική και περιορισμένη— εφαρμογή της πρώτης οδηγίας για το αέριο. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα όφειλε, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 313 ανωτέρω, να συνεισφέρει στην εφαρμογή της πρώτης οδηγίας για το αέριο, πράγμα που έπραξε, έστω και ατελώς, με τη συμπεριφορά της από τις 10 Αυγούστου 2000.

321    Επιπλέον, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, από τη νομολογία προκύπτει ότι, σύμφωνα με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, μια επιχείρηση δεν μπορεί να εκτίθεται σε κυρώσεις, ανεξαρτήτως του αν οι κυρώσεις αυτές είναι ποινικής ή διοικητικής φύσεως, για παρελθούσα συμπεριφορά, εφόσον η συμπεριφορά αυτή επιβλήθηκε από εθνική νομοθεσία που αποκλείει τη δυνατότητα ανταγωνισμού ο οποίος θα μπορούσε να παρεμποδίζεται, περιορίζεται ή στρεβλώνεται από αυτόβουλη συμπεριφορά των επιχειρήσεων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση CIF, σκέψη 313 ανωτέρω, σκέψη 53). Εντούτοις, η νομολογία αυτή δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, παρά την τυπική διατήρηση του νόμου του 1946, υφίστατο στην πράξη η δυνατότητα ανταγωνισμού ο οποίος μπορούσε να παρεμποδισθεί. Επιπλέον, ο ως άνω νόμος δεν επέβαλλε την επίμαχη εν προκειμένω συμπεριφορά.

322    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, πριν την εφαρμογή της πρώτης οδηγίας για το αέριο, το νομικό και κανονιστικό πλαίσιο δεν παρείχε επαρκή ασφάλεια δικαίου στους νέους ανταγωνιστές, πρέπει και αυτό να απορριφθεί δεδομένου ότι, όπως διαπιστώθηκε, παρά τη διατήρηση του νόμου του 1946, δεν αποκλειόταν κάθε δυνατότητά τους για ανταγωνιστική συμπεριφορά και η E.ON υπήρξε σκόπιμα συγκρατημένη όσον αφορά τη δραστηριότητά της στη γαλλική αγορά μέχρι το καλοκαίρι του 2003. Επιπλέον, από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 313 ανωτέρω προκύπτει σαφώς ότι, από τις 10 Αυγούστου 2000, οι διατάξεις του νόμου του 1946 δεν ήταν πλέον αντιτάξιμες στους αλλοδαπούς επιχειρηματίες που επιθυμούσαν να προμηθεύουν αέριο στη Γαλλία κατ’ εφαρμογήν των ανεπιφύλακτων και συγκεκριμένων διατάξεων της πρώτης οδηγίας για το αέριο. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να γίνει επίκληση μιας υποτιθέμενης ανασφάλειας δικαίου, που υφίστατο πριν την πραγματική μεταφορά της πρώτης οδηγίας για το αέριο, προς δικαιολόγηση της συμπεριφοράς των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Συναφώς, επισημαίνεται ακόμη ότι ένας επιχειρηματίας του μεγέθους της E.ON διέθετε τα αναγκαία μέσα ώστε να επωφεληθεί, από τις 10 Αυγούστου 2000, από την απελευθέρωση επικαλούμενος τις έχουσες άμεσο αποτέλεσμα διατάξεις της οδηγίας, έστω και χωρίς μεταφορά της στο γαλλικό δίκαιο. Άλλωστε, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 290 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η E.ON παρέδωσε αέριο στο Βέλγιο μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της πρώτης οδηγίας για το αέριο και πριν τη θέσπιση των μέτρων για τη μεταφορά της. Ομοίως, αντιθέτως προς όσα αφήνει να εννοηθούν η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας, η Επιτροπή δεν αιτιάται την E.ON για το ότι δεν αναπτύχθηκε στη γαλλική αγορά παρά μόνο μετά τον Ιανουάριο του 2003, αλλά προσάπτει απλώς στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις το ότι συνήψαν συμφωνία κατανομής αγορών αντίθετη προς το άρθρο 81 ΕΚ.

323    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορούσε να διαπιστώσει την παράβαση από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις του άρθρου 81 ΕΚ, όσον αφορά τη Γαλλία, κατά το διάστημα μεταξύ 10ης Αυγούστου 2000 και Ιανουαρίου του 2003. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν παρέβη την ως άνω διάταξη στο μέτρο που καθόρισε, εν προκειμένω, ως ημερομηνία ενάρξεως της παραβάσεως όσον αφορά τη γαλλική αγορά τις 10 Αυγούστου 2000.

324    Επομένως, το τρίτο σκέλος πρέπει να απορριφθεί καθώς και, συνακόλουθα, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

4.     Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πλάνη περί τα πράγματα και περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ όσον αφορά την ύπαρξη συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων μετά τον Αύγουστο του 2004

325    Ο λόγος αυτός, ο οποίος προβάλλεται όλως επικουρικώς και με τον οποίο η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων μετά τις 13 Αυγούστου 2004, διαιρείται σε τρία σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο αντλείται από παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ λόγω μη υπάρξεως συμπτώσεως βουλήσεων μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων για την εφαρμογή των συνοδευτικών εγγράφων μετά τον Αύγουστο του 2004, το δεύτερο από παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ λόγω προδήλως εσφαλμένης εκτιμήσεως των συναντήσεων και της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών μετά τον Αύγουστο του 2004 και το τρίτο, που προβάλλεται επικουρικώς, από παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, των κανόνων περί αποδείξεως και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως λόγω ελλείψεως αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με την ύπαρξη της παραβάσεως στη γαλλική αγορά μετά τον Αύγουστο του 2004.

326    Πριν την εξέταση των ως άνω σκελών, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το καθεστώς ανταγωνισμού που εισάγεται με τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ ενδιαφέρεται περισσότερο για τα οικονομικά αποτελέσματα των συμφωνιών ή οποιασδήποτε ανάλογης μορφής συνεννοήσεως ή συντονισμού, παρά για τον νομικό τους τύπο. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση συμπράξεων που έχουν παύσει να ισχύουν, για να έχει εφαρμογή το άρθρο 81 ΕΚ αρκεί να εξακολουθούν να παράγουν τα αποτελέσματά τους πέρα από την τυπική τους περάτωση. Επομένως, η διάρκεια μιας παραβάσεως δεν πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τη χρονική περίοδο κατά την οποία ισχύει μια συμφωνία, αλλά σε συνάρτηση με την περίοδο εκείνη κατά την οποία οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις επέδειξαν συμπεριφορά απαγορευόμενη από το άρθρο 81 ΕΚ (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑101/05 και T‑111/05, BASF και UCB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4949, σκέψη 187 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

327    Εν προκειμένω, η Επιτροπή εκτίμησε, στην αιτιολογική σκέψη 299 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η παράβαση έληξε όταν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις έπαυσαν πράγματι να εφαρμόζουν τα έγγραφα Direktion I και Direktion G, καθώς και τον συμβατικό περιορισμό που εμπόδιζε την προσφεύγουσα να χρησιμοποιήσει τα σημεία εξόδου του αγωγού MEGAL στη Γερμανία για να εφοδιάσει πελάτες με αέριο. Μολονότι τα έγγραφα αυτά καταργήθηκαν τυπικώς με συμφωνία του 2004, η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 300 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο επίμαχος συμβατικός περιορισμός έληξε, το νωρίτερο, κατά τα τέλη Σεπτεμβρίου του 2005. Έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η μεταβατική συμφωνία της 9ης Σεπτεμβρίου 2005 επέτρεψε στην προσφεύγουσα να προβεί στην εμπορική διάθεση δυναμικότητας μεταφοράς επί του αγωγού MEGAL από 1ης Οκτωβρίου 2005 και ότι η συμφωνία του 2005 τέθηκε σε ισχύ στις 13 Οκτωβρίου 2005. Επισήμανε εξάλλου, στην ίδια αιτιολογική σκέψη, ότι, παραλλήλως, οι πωλήσεις εκ μέρους της προσφεύγουσας αερίου προερχόμενου από τον αγωγό αυτό σε πελάτες εγκατεστημένους στη Γερμανία δεν υπερέβησαν σημαντικά τις ποσότητες τις οποίες αγόρασε στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου παρά μόνον από τον Οκτώβριο του 2005. Εκτίμησε συνεπώς ότι το άρθρο 81 ΕΚ είχε εφαρμογή, δεδομένου ότι η συνεννόηση εξακολούθησε να υφίσταται και μετά τον τερματισμό της συμφωνίας MEGAL και να παράγει τα αποτελέσματά της μέχρι την αντικατάσταση της εν λόγω συμφωνίας.

328    Εξ αυτού συνάγεται ότι η Επιτροπή έκρινε ότι η παράβαση εξακολούθησε μετά τη συμφωνία του 2004, στηριζόμενη όχι μόνο στα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προέκυπτε ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις συνέχισαν να εφαρμόζουν τα συνοδευτικά έγγραφα, παρά την τυπική κατάργησή τους, αλλά και στο γεγονός ότι οι συμβατικοί περιορισμοί του παραρτήματος 2 της συμφωνίας MEGAL, που εμπόδιζαν την προσφεύγουσα να χρησιμοποιήσει τα σημεία εξόδου του αγωγού MEGAL στη Γερμανία, συνέχισαν να ισχύουν και μετά τη συμφωνία του 2004.

329    Βάσει των σκέψεων αυτών πρέπει να γίνει η εξέταση των διαφόρων σκελών του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

 Επί του πρώτου σκέλους

330    Στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στο άρθρο 81 ΕΚ λόγω μη υπάρξεως συμπτώσεως βουλήσεων μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων για εφαρμογή των συνοδευτικών εγγράφων μετά τον Αύγουστο του 2004.

331    Συναφώς, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δύο αιτιάσεις, που αντλούνται, αφενός, από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και, αφετέρου, από έλλειψη αποδεικτικής αξίας των στοιχείων τα οποία επικαλέσθηκε η Επιτροπή.

–       Επί της πρώτης αιτιάσεως

332    Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τη συμμετοχή της στο πρόγραμμα αποδεσμεύσεως αερίου, ειδικότερα με το να κρίνει ότι το γεγονός ότι πώλησε αέριο στη Νότια Γερμανία το 2004 δεν αρκούσε για να αποδείξει τη μη ύπαρξη κατανομής αγορών.

333    Συναφώς, πρώτον, επισημαίνεται ότι, παρά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η ύπαρξη πωλήσεων αερίου στη Γερμανία από τον αγωγό MEGAL, από τον Οκτώβριο του 2004, δεν μπορεί, αυτή καθεαυτή, να αποτελέσει απόδειξη ότι τα συνοδευτικά έγγραφα είχαν παύσει να θεωρούνται ως δεσμευτικά. Ειδικότερα, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως, [απόρρητο]. Επομένως, η προσφεύγουσα, όπως επισήμανε η Επιτροπή, προέβη σε πωλήσεις αερίου στη Γερμανία από το 2003 σε περιορισμένο μόνο βαθμό. Ακόμη, οι πωλήσεις αερίου προερχόμενου από τον αγωγό MEGAL, οι οποίες δεν άρχισαν παρά το 2004, αντιπροσωπεύουν ένα σχετικά μικρό (ή, όπως ανέφερε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 101 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ένα «σχετικά ασήμαντο» τμήμα) των συνολικών πωλήσεων της προσφεύγουσας στη Γερμανία και δεν μπορούν να θεωρηθούν, όπως προβάλλει η προσφεύγουσα, ως σημαντικές. Ειδικότερα, το 2004 και το 2005, [απόρρητο]. Τέλος, από την αιτιολογική σκέψη 101 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι οι ποσότητες αερίου προερχόμενου από τον αγωγό MEGAL οι οποίες πωλήθηκαν από την προσφεύγουσα στη Γερμανία μεταξύ του 2004 και του Σεπτεμβρίου του 2005 είχαν σχεδόν αποκλειστικά αγορασθεί από την E.ON στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου, οι δε ποσότητες αυτές έπρεπε υποχρεωτικώς να παραχωρηθούν σύμφωνα με την απόφαση των γερμανικών αρχών που επέτρεπε τη συγχώνευση μεταξύ E.ON και Ruhrgas.

334    Βάσει όλων των ως άνω χαρακτηριστικών, από τις πωλήσεις αερίου προερχόμενου από τον αγωγό MEGAL αποδεικνύεται μεν, όπως υποστήριξε η προσφεύγουσα, η ύπαρξη δραστηριότητας σχετικής με την αναζήτηση πελατείας. Εντούτοις, η ως άνω δραστηριότητα, αυτή καθεαυτή, δεν αποδεικνύει την έλλειψη δεσμευτικής ισχύος των συνοδευτικών εγγράφων. Επιπλέον, από έγγραφα στοιχεία αποδεικνύεται κατ’ ουσίαν, όπως επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 102 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσφεύγουσα θεωρούσε ότι δεν μπορούσε να πωλήσει ποσότητες αερίου καθ’ υπέρβασιν των ποσοτήτων που αγόραζε στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου λόγω των συμφωνιών με την E.ON (βλ., ιδίως, σκέψεις 337 έως 339 κατωτέρω). Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη τις προσφορές που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα, υπενθυμίζεται ότι οι προσφορές αυτές δεν μπορούσαν, εν πάση περιπτώσει, να αποδείξουν από μόνες τους την ύπαρξη ανταγωνισμού (βλ. σκέψη 196 ανωτέρω), τούτο δε κατά μείζονα λόγο καθόσον η προσφεύγουσα δέχθηκε στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων ότι καμία από τις προσφορές που επικαλέσθηκε δεν καρποφόρησε. Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι παραδόσεις αερίου που πραγματοποιήθηκαν από τον Σεπτέμβριο του 2005 αντιστοιχούσαν εν μέρει σε συμβάσεις που είχαν αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεως από το 2004, γίνεται παραπομπή στα εκτιθέμενα στη σκέψη 350 κατωτέρω.

335    Δεύτερον, το επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν εξηγεί πώς το γεγονός ότι η προσφεύγουσα μετέσχε ενεργά στο πρόγραμμα αποδεσμεύσεως αερίου και χρησιμοποίησε τους όγκους αερίου που αγόραζε στο πλαίσιο αυτό για μεταπώληση στη Γερμανία δεν συνιστά απόδειξη της απουσίας συμπράξεως είναι αλυσιτελές, από τη στιγμή που η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει την ύπαρξη της παραβάσεως και όχι την απουσία της. Εν πάση περιπτώσει, η συμμετοχή στο πρόγραμμα αποδεσμεύσεως αερίου δεν είναι ικανή να αποδείξει την απουσία συμφωνίας για την κατανομή της αγοράς, το δε γεγονός ότι η προσφεύγουσα επέλεξε ελεύθερα να μετάσχει στο πρόγραμμα αποδεσμεύσεως αερίου και να χρησιμοποιήσει τις ποσότητες που αγόραζε στο πλαίσιο της συμμετοχής αυτής προκειμένου να αναπτυχθεί στη Νότια Γερμανία δεν ασκεί συναφώς επιρροή. Ειδικότερα, καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι το αέριο που πωλήθηκε στη Γερμανία από την προσφεύγουσα στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου δεν αποτελεί αντικείμενο της επίμαχης παραβάσεως, όπως προκύπτει από το σημείο 346 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατόπιν, από την εξέταση τόσο των πωλήσεων της προσφεύγουσας όσο και των εγγράφων αποδείξεων προκύπτει ότι η προσφεύγουσα περιόρισε, στην πράξη, τη δραστηριότητά της στις ποσότητες που αγόραζε στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου. Δεν προέβη σε πωλήσεις οι οποίες υπερέβαιναν σημαντικά τις ποσότητες αυτές. Τούτο δείχνει επομένως ότι, παρά τη συμμετοχή της στο πρόγραμμα αποδεσμεύσεως αερίου, εξακολουθούσε να τηρεί τους συμβατικούς περιορισμούς τους οποίους συνεπαγόταν η συμφωνία MEGAL. Επιπλέον, από τα πρακτικά εσωτερικής χρήσεως της E.ON για τη συνάντηση με χαρακτήρα επισκόπησης της 29ης Μαρτίου 2004 προκύπτει ότι η προσφεύγουσα προτίθετο να μετάσχει στο πρόγραμμα αποδεσμεύσεως αερίου, φοβούμενη μήπως το ρωσικό αέριο πέσει σε λάθος χέρια και δημιουργηθεί έτσι αυξημένος ανταγωνισμός.

336    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι πωλήσεις της από τον αγωγό MEGAL είχαν υπερβεί τις ποσότητες που αγόραζε στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε μεν το γεγονός αυτό, αλλά πάντως επισήμανε, όπως δέχεται η προσφεύγουσα, στην αιτιολογική σκέψη 113 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι εν λόγω πωλήσεις δεν είχαν υπερβεί σε σημαντικό βαθμό τις ποσότητες αυτές. Εν πάση περιπτώσει, μολονότι οι ποσότητες των πωλήσεων της προσφεύγουσας ήταν ελαφρώς μεγαλύτερες από τις ποσότητες που αγόραζε στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου, όπως προκύπτει από τον πίνακα που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 101 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τούτο δεν αποδεικνύει, δεδομένης της μικρής εκτάσεως της επίμαχης αποκλίσεως, ότι η προσφεύγουσα δεν θεωρούσε ότι δεσμευόταν από τα συνοδευτικά έγγραφα.

337    Τρίτον, από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι εσφαλμένως διαπίστωσε η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 102 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στηριζόμενη στην ηλεκτρονική επιστολή της προσφεύγουσας της 21ης Ιουλίου 2004, της οποίας το περιεχόμενο υπενθυμίζεται στη σκέψη 189 ανωτέρω, ότι η προσφεύγουσα θεωρούσε ότι δεν είχε τη δυνατότητα να λαμβάνει αέριο από τον αγωγό MEGAL λόγω των συμφωνιών με την E.ON. Έτσι, τίποτε δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι, όπως προβάλλει η προσφεύγουσα, η αδυναμία της να λαμβάνει αέριο από τον εν λόγω αγωγό με την εξαίρεση των ποσοτήτων που αγόραζε στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου δικαιολογούνταν [απόρρητο]. Ειδικότερα, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η ανάπτυξή της στη Νότια Γερμανία ανακόπηκε για τεχνικούς λόγους [απόρρητο], πράγμα το οποίο δεν ίσχυε στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου, επισημαίνεται ότι τέτοιοι λόγοι δεν αναφέρονται στην επίμαχη ηλεκτρονική επιστολή προς δικαιολόγηση της απόψεως την οποία εξέφρασε η προσφεύγουσα.

338    Στο πλαίσιο αυτό, υπογραμμίζεται ότι η μη αναφορά στην ως άνω ηλεκτρονική επιστολή στα συνοδευτικά έγγραφα δεν αποτελεί κρίσιμο στοιχείο, εφόσον άλλωστε η Επιτροπή δεν υποστήριξε ότι η ηλεκτρονική επιστολή περιείχε τέτοια αναφορά. Το γεγονός ότι στην εν λόγω ηλεκτρονική επιστολή αναφέρεται ότι, εν αναμονή μιας συνολικής συμφωνίας για τον αγωγό MEGAL, αποκλείεται η χρήση σημείων εξόδου του αγωγού αυτού πέραν εκείνων που απαριθμούνται στην επιστολή αυτή και το γεγονός ότι η ηλεκτρονική επιστολή περιγράφει τους όρους τροφοδοτήσεως των πελατών στη Νότια Γερμανία από τον εν λόγω αγωγό αποτελούν απεναντίας ένδειξη ότι η περιγραφόμενη κατάσταση αντιστοιχεί προς εκείνη που προέκυπτε από την υφιστάμενη συμφωνία MEGAL [απόρρητο].

339    Τέλος, επισημαίνεται ότι το σημείωμα της προσφεύγουσας της 10ης Μαΐου 2004, που αναφέρεται στην υποσημείωση 98 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επιβεβαιώνει τη διαπίστωση την οποία πραγματοποιεί η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 102. Ειδικότερα, από το σημείωμα αυτό συνάγεται ότι, όσον αφορά τα σημεία εισόδου και εξόδου του αγωγού MEGAL, η προσφεύγουσα έχει το δικαίωμα να λαμβάνει αέριο προερχόμενο από τους πλειστηριασμούς (και μόνο τέτοιο αέριο κατά το χρονικό εκείνο σημείο) από οποιοδήποτε σημείο εισόδου ή εξόδου του εν λόγω αγωγού. Το ως άνω σημείωμα αναφέρει επίσης ρητώς ότι η μεταφορά αερίου [απόρρητο] μέχρι τους τελικούς πελάτες στη Γερμανία μέσω σημείων εξόδου του αγωγού MEGAL δεν ήταν εφικτή κατά το χρονικό εκείνο σημείο, διότι η προσφεύγουσα δεν διέθετε τέτοια σημεία εξόδου στο δυτικό τμήμα του αγωγού αυτού.

340    Τέταρτον, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν θεώρησε ως κρίσιμο στοιχείο, προκειμένου να συναγάγει την ύπαρξη παραβάσεως, τη χώρα προελεύσεως του αερίου. Ειδικότερα, από την αιτιολογική σκέψη 199 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η επίμαχη παράβαση αφορά την προμήθεια αερίου μεταφερόμενου μέσω του αγωγού MEGAL, ενώ δεν αναφέρεται κανένα στοιχείο σχετικά με την προέλευση του αερίου. Ομοίως, στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει ότι οι πωλήσεις τις οποίες αφορά η παράβαση είναι οι πωλήσεις αερίου μεταφερόμενου από την E.ON και την προσφεύγουσα μέσω του αγωγού MEGAL, και πωλούμενου σε πελάτες στη Γερμανία και σε επιλέξιμους πελάτες στη Γαλλία, με την εξαίρεση των πωλήσεων αερίου τις οποίες πραγματοποιούσε η E.ON στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου για παραδόσεις στο Waidhaus, και των πωλήσεων αερίου το οποίο αγοραζόταν από την προσφεύγουσα στο πλαίσιο του εν λόγω προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου προκειμένου να παραδοθεί στο Waidhaus. [απόρρητο]. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή αντιφάσκει διαπιστώνοντας παράβαση [απόρρητο]. Το ίδιο ισχύει και για το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε σε ποιο βαθμό η προέλευση του αερίου μπορεί να ασκήσει επιρροή στη διαπίστωση της εν λόγω παραβάσεως.

341    Όσον αφορά, τέλος, τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα σχετικά με το ότι το σκεπτικό της Επιτροπής σημαίνει ότι τα συνοδευτικά έγγραφα αντιμετωπίζονται σαν να αποτελούσαν, το πολύ, ρήτρα προορισμού [απόρρητο], αρκεί να γίνει η ίδια διαπίστωση στην οποία προέβη και η Επιτροπή, ότι δηλαδή μια τέτοια ρήτρα αποτελεί κάθετη συμφωνία, η οποία συνάπτεται γενικώς μεταξύ ενός προμηθευτή και του πελάτη του στο πλαίσιο συμβάσεως προμήθειας αερίου και έχει ως σκοπό να απαγορεύσει στον πελάτη να επανεξαγάγει το αέριο που αγόρασε από τον προμηθευτή, ενώ η επίμαχη εν προκειμένω συμφωνία είναι οριζόντια συμφωνία, συναφθείσα μεταξύ δύο προμηθευτών στο πλαίσιο της κατασκευής υποδομών για τη μεταφορά αερίου και έχουσα ως σκοπό τον περιορισμό των πωλήσεων, από την καθεμιά στην εδαφική περιοχή της άλλης, αερίου το οποίο μεταφέρεται μέσω των υποδομών αυτών. Τα ως άνω υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθούν.

342    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της δευτέρας αιτιάσεως

343    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την αποδεικτική αξία των στοιχείων τα οποία επικαλέσθηκε η Επιτροπή προκειμένου να αποδείξει τη διατήρηση της απαγορεύσεως για την απορρόφηση αερίου από τον αγωγό MEGAL μετά τον Αύγουστο του 2004. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν επικαλέσθηκε ακριβείς και συγκλίνουσες αποδείξεις προς στήριξη της διαπιστώσεώς της ότι, παρά τη συμφωνία του 2004, τα συνοδευτικά έγγραφα είχαν εξακολουθήσει να εφαρμόζονται από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και μετά το χρονικό αυτό σημείο.

344    Πρώτον, όσον αφορά το παράρτημα 2 της συμφωνίας MEGAL, υπενθυμίζεται ότι, στο εν λόγω παράρτημα, καθορίζονταν τα σημεία εισόδου και εξόδου τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιούν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις στον αγωγό MEGAL. Το σημείο 2.1 του ως άνω παραρτήματος παραχωρούσε στην προσφεύγουσα μόνο ένα σημείο εξόδου για όλες τις ποσότητες αερίου που μεταφέρονταν γι’ αυτήν, το οποίο ευρισκόταν στα γαλλογερμανικά σύνορα, εκτός αν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις συμφωνούσαν διαφορετικά. Το παράρτημα δεν παρείχε επομένως στην προσφεύγουσα σημεία εξόδου στη Γερμανία και την εμπόδιζε έτσι να λαμβάνει από τον αγωγό MEGAL αέριο το οποίο προοριζόταν για Γερμανούς πελάτες. Βάσει κανενός στοιχείου όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι με τη συμφωνία του 2004 το επίμαχο παράρτημα καταγγέλθηκε ή κατέστη άνευ αντικειμένου, ούτε να αποδειχθεί ότι η συμφωνία αποτελούσε συμβατική τροποποίηση του ως άνω παραρτήματος την οποία συνομολόγησαν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Ειδικότερα, όπως επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 107 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η συμφωνία του 2004 δεν αναφέρει το ως άνω παράρτημα, πράγμα που δεν αμφισβητεί άλλωστε η προσφεύγουσα. Προκύπτει πράγματι ρητώς από το γράμμα της συμφωνίας του 2004 ότι αφορούσε μόνο ορισμένα από τα συνοδευτικά έγγραφα, εφόσον δεν γινόταν καμία αναφορά σε άλλες διατάξεις της συμφωνίας MEGAL ή στα παραρτήματά της. Η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει άλλωστε κανένα στοιχείο που να αντικρούει τη διαπίστωση στην οποία προβαίνει η Επιτροπή στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη και κατά την οποία αν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ήθελαν να θίξουν το ζήτημα του παραρτήματος 2 της συμφωνίας MEGAL στη συμφωνία του 2004, θα το είχαν πράξει ρητώς. Όσον αφορά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα περί του ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν αναγνωρίσει από το 2001, και κατόπιν με τη συμφωνία του 2004, τον «άκυρο και χωρίς έννομα αποτελέσματα» χαρακτήρα του εγγράφου Direktion I, το οποίο, κατά την προσφεύγουσα, περιείχε διάταξη παρόμοια προς το εν λόγω παράρτημα, εξ αυτού δεν συνάγεται, εφόσον δεν γίνεται ρητή σχετική μνεία όσον αφορά το ως άνω παράρτημα (ούτε και στην τηλεομοιοτυπία της 7ης Ιανουαρίου 2002 ή στη συμφωνία του 2004), ο παρωχημένος χαρακτήρας του παραρτήματος. Η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας όσον αφορά το εν λόγω παράρτημα πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθεί.

345    Δεύτερον, όσον αφορά το άρθρο που δημοσιεύθηκε στον Τύπο στις 23 Αυγούστου 2004, επίκληση του οποίου γίνεται στην αιτιολογική σκέψη 108 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι πρόκειται απλώς για ένα από τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων η Επιτροπή στήριξε την εκτίμησή της ότι η προσφεύγουσα θεωρούσε, μετά τη συμφωνία του 2004, ότι δεν μπορoύσε να λαμβάνει αέριο από τον αγωγό MEGAL λόγω των συμφωνιών της με την E.ON. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 111 και 112 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή στηρίχθηκε επιπλέον σε εσωτερικό σημείωμα της προσφεύγουσας του Ιανουαρίου του 2005, στο επιχειρηματικό πρόγραμμα της προσφεύγουσας για τη Γερμανία, καθώς και στη συμπεριφορά της προσφεύγουσας.

346    Κατόπιν, διαπιστώνεται ότι το άρθρο που δημοσιεύθηκε στον Τύπο στις 23 Αυγούστου 2004 προέρχεται από ειδικό περιοδικό, εκθέτει τα όσα δήλωσε ο διευθυντής πωλήσεων της προσφεύγουσας στη Γερμανία και περιέχει πολύ συγκεκριμένα στοιχεία όσον αφορά τους περιορισμούς των δυνατοτήτων της προσφεύγουσας να λαμβάνει αέριο από τον αγωγό MEGAL. Εξ αυτού συνάγεται επομένως ότι, κατά την ημερομηνία του εν λόγω άρθρου, η προσφεύγουσα δεν είχε ακόμη καταλήξει σε οριστικό διακανονισμό με την E.ON όσον αφορά την απορρόφηση αερίου από τον εν λόγω αγωγό και ότι υπήρχαν περιορισμένες δυνατότητες της προσφεύγουσας να λαμβάνει αέριο από τον αγωγό αυτό. Στο ως άνω άρθρο, διευκρινίζεται ότι η προσφεύγουσα μπορούσε να λαμβάνει αέριο παντού όπου υπήρχε τέτοια δυνατότητα βάσει κοινής ερμηνείας των υφιστάμενων κανόνων. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η αποδεικτική αξία του επίμαχου άρθρου δεν μπορεί να θεωρείται ως αμελητέα ή ανύπαρκτη και η Επιτροπή μπορούσε νομίμως να στηριχθεί στο ως άνω έγγραφο για να επιβεβαιώσει τη διαπίστωσή της ότι από ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι η προσφεύγουσα θεωρούσε ότι δεν μπορούσε να λαμβάνει αέριο από τον ως άνω αγωγό λόγω των συμβατικών της σχέσεων με την E.ON. Το δε γεγονός ότι το επίμαχο άρθρο είναι μόνο κατά δέκα ημέρες μεταγενέστερο της συμφωνίας του 2004 δεν ασκεί ευθέως επιρροή, από τη στιγμή που το πρόσωπο του οποίου παρατίθενται οι δηλώσεις αναγκαστικά είχε, βάσει των καθηκόντων του, ακριβή ενημέρωση για την κατάσταση που επικρατούσε σε σχέση με τον εν λόγω αγωγό.

347    Τέλος, εσφαλμένως υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι η Επιτροπή αρνήθηκε να λάβει υπόψη την επιστολή της 26ης Αυγούστου 2004 με την οποία η E.ON αντέδρασε στο επίμαχο άρθρο που δημοσιεύθηκε στον Τύπο και υπενθύμισε ότι το έγγραφο Direktion I ήταν παρωχημένο. Ειδικότερα, η Επιτροπή ανέφερε, στην αιτιολογική σκέψη 110 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το έγγραφο Direktion I θα εξεταζόταν στο σημείο 4.3.1 της εν λόγω αποφάσεως, στο γενικό πλαίσιο του επιχειρήματος της E.ON ότι επέτρεπε στην προσφεύγουσα να λαμβάνει αέριο από τον αγωγό MEGAL στη Γερμανία. Αντιστοίχως, στην αιτιολογική σκέψη 149 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο σημείο 4.3.1 αυτής, η Επιτροπή αναφέρει ότι η δήλωση ότι η E.ON δέχθηκε το δικαίωμα της προσφεύγουσας να λαμβάνει αέριο από τον αγωγό MEGAL διαψεύδεται από την απόδειξη του γεγονότος ότι η προσφεύγουσα φρονούσε, τόσο κατ’ ιδίαν όσο και στο πλαίσιο δημοσίων δηλώσεων, ότι δεν είχε το δικαίωμα να λαμβάνει αέριο από τον αγωγό πέραν των όγκων που αγόραζε στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου. Πρέπει υποχρεωτικά να θεωρηθεί ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο η Επιτροπή απαντά εμμέσως στην επιχειρηματολογία που βασίζεται στο από 26 Αυγούστου 2004 έγγραφο της E.ON. Όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας ότι η επιστολή της 26ης Αυγούστου 2004 αποδεικνύει την απουσία συμπτώσεως βουλήσεων μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, ότι η «εγκατάλειψη» των συνοδευτικών εγγράφων δεν είναι ταυτόχρονη με τη συμφωνία του 2005 και ότι η δυσχέρεια της προσφεύγουσας να διαθέσει εμπορικώς αέριο οφειλόταν σε φραγμούς ανεξάρτητους της θελήσεώς της, διαπιστώνεται ότι τα επιχειρήματα αυτά αντικρούονται από άλλα στοιχεία, μεταγενέστερα της εν λόγω επιστολής (βλ., ειδικότερα, τα έγγραφα για τα οποία γίνεται λόγος στις σκέψεις 349, 361 και 362 κατωτέρω) καθώς και από τη συμπεριφορά της προσφεύγουσας στην αγορά (βλ. σκέψη 350 κατωτέρω), η οποία αποδεικνύει την εξακολούθηση της επίμαχης παραβάσεως και μετά τη συμφωνία του 2004, και κατά συνέπεια τα εν λόγω επιχειρήματα είναι απορριπτέα. Επιπλέον, μολονότι από την εν λόγω επιστολή προκύπτει ότι η E.ON επιβεβαίωσε επανειλημμένως ότι η προσφεύγουσα μπορούσε να λαμβάνει αέριο από τον αγωγό MEGAL, [απόρρητο] πράγμα που δείχνει ότι, στην πράξη, οι δυνατότητες της προσφεύγουσας να λαμβάνει αέριο στη Γερμανία εξακολουθούσαν να είναι, κατά την ημερομηνία εκείνη, τουλάχιστον περιορισμένες. Τέλος, όπως επισήμανε η Επιτροπή, από το ως άνω έγγραφο προκύπτει σαφώς ότι η E.ON επισήμαινε στην προσφεύγουσα ότι δεν ήταν εποικοδομητική η δημοσιοποίηση μιας περιγραφής ή οι δημόσιες συζητήσεις όσον αφορά τις δυνατότητες απορροφήσεως αερίου από τον αγωγό MEGAL, πράγμα που δείχνει ότι ο σκοπός τον οποίο επεδίωκε η E.ON ήταν πρωτίστως να καταστήσει σαφές στην προσφεύγουσα ότι ήταν καλύτερο να μην προβεί σε δημόσιες δηλώσεις για το θέμα αυτό.

348    Πρέπει επομένως να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας όσον αφορά το επίμαχο άρθρο που δημοσιεύθηκε στον Τύπο.

349    Τρίτον, όσον αφορά το επιχειρηματικό πρόγραμμα της προσφεύγουσας για τη Γερμανία, όπως τροποποιήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2005, από το πρόγραμμα αυτό προκύπτει ότι, εξαιτίας συμβατικών δεσμεύσεων, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να λαμβάνει αέριο από τα διάφορα σημεία εξόδου του αγωγού MEGAL, ούτε να προβαίνει σε άμεση εμπορική διάθεση της δυναμικότητας μεταφοράς την οποία διέθετε. Η αναμενόμενη σύναψη νέας συμβάσεως με την E.ON για την εκμετάλλευση του συστήματος αγωγών θα μπορούσε να αλλάξει την κατάσταση αυτή. Συναφώς, ακόμη κι αν υποτεθεί αποδεδειγμένο, το γεγονός ότι το ως άνω επιχειρηματικό πρόγραμμα είχε απλώς τη μορφή σχεδίου, όπως προβάλλει η προσφεύγουσα, δεν αναιρεί την ακρίβεια του κειμένου του, το οποίο είχε καταρτισθεί από τις υπηρεσίες της προσφεύγουσας, και συνεπώς την αποδεικτική του αξία. Το ίδιο ισχύει και για τη δήλωση της προσφεύγουσας ότι δεν αποτέλεσε αντικείμενο εσωτερικής ενημερώσεως και επαληθεύσεως από πολλών ετών. Η δήλωση αυτή αντικρούεται άλλωστε προφανώς από το γεγονός ότι στο ως άνω έγγραφο αναγράφεται ρητώς ότι πρόκειται για την «εκδοχή της 2ας Σεπτεμβρίου 2005». Άλλωστε, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε οριστικό κείμενο, με περιεχόμενο το οποίο είχε ενημερωθεί και επαληθευθεί και το οποίο διέφερε από εκείνο το οποίο είχε επικαλεσθεί η Επιτροπή.

350    Τέταρτον, όσον αφορά τη διαπίστωση στην οποία προβαίνει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 300 της προσβαλλομένης αποφάσεως και κατά την οποία οι πωλήσεις από την προσφεύγουσα αερίου προερχόμενου από τον αγωγό MEGAL σε πελάτες εγκατεστημένους στη Γερμανία δεν υπερέβησαν σημαντικά τις ποσότητες τις οποίες αγόραζε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου παρά μόνον από τον Οκτώβριο του 2005, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως λαμβάνοντας υπόψη το στοιχείο αυτό προκειμένου να καθορίσει την ημερομηνία τερματισμού της παραβάσεως. Ειδικότερα, αν εξαιρεθεί το γεγονός ότι, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή απέρριψε χωρίς αποδεκτή αιτιολογία τις εναλλακτικές εξηγήσεις κατά τις οποίες οι πωλήσεις στη Γερμανία χαρακτηρίζονται από έντονη άνοδο τον Οκτώβριο, οι δε παραδόσεις που άρχισαν από τον Οκτώβριο του 2005 προήλθαν από συμβάσεις προμήθειας που είχαν συναφθεί πολύ πριν από την ημερομηνία αυτή, η προσφεύγουσα δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα προκειμένου να αποδείξει ότι συντρέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Για να κριθεί όμως ότι υπάρχει τέτοια πλάνη, η προσφεύγουσα οφείλει να προσκομίσει στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να θεωρηθεί ότι το σκεπτικό της Επιτροπής είναι εσφαλμένο, πράγμα που εν προκειμένω δεν έπραξε. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή απάντησε στις εξηγήσεις της προσφεύγουσας. Ειδικότερα, η Επιτροπή ανέφερε στην αιτιολογική σκέψη 302 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε απάντηση της εξηγήσεως που αφορούσε τη διάρθρωση του οικονομικού έτους όσον αφορά το φυσικό αέριο, ότι η προσφεύγουσα γνώριζε ότι όλες οι ετήσιες συμβάσεις προμήθειας ετίθεντο σε ισχύ τον Οκτώβριο και ότι μπορούσε λογικά να προετοιμασθεί, συνάπτοντας νέα συμφωνία με την E.ON. Η προσφεύγουσα δεν προέβαλε ρητώς επιχειρήματα προς αντίκρουση της διαπιστώσεως αυτής. H Επιτροπή ανέφερε ακόμη, στην αιτιολογική σκέψη 113 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, έστω και αν η προσφεύγουσα είχε υπογράψει συμβάσεις προμήθειας με πελάτες σε προγενέστερο χρόνο, εντούτοις δεν είχε λάβει πραγματικά αέριο από τον αγωγό πριν τον Οκτώβριο του 2005 και, ως εκ τούτου, είχε σεβαστεί την απαγόρευση απορροφήσεως αερίου από τον MEGAL στη Γερμανία. Η ως άνω εκτίμηση πρέπει να επιβεβαιωθεί, δεδομένου ότι, όπως επισημάνθηκε, μέχρι τον Οκτώβριο του 2005 οι όγκοι αερίου τους οποίους πωλούσε η προσφεύγουσα στη Γερμανία από τον αγωγό MEGAL αντιπροσώπευαν ένα απειροελάχιστο τμήμα της γερμανικής καταναλώσεως και δεν υπερέβαιναν παρά σε πολύ περιορισμένο βαθμό τις ποσότητες αερίου τις οποίες αγόραζε στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου και τις οποίες ήταν υποχρεωμένη να παραχωρήσει η E.ON.

351    Εξ αυτού συνάγεται ότι η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί, καθώς και, κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος.

 Επί του δευτέρου σκέλους

352    Στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τον τρόπο με τον οποίο εκτίμησε η Επιτροπή τις μεταγενέστερες της συμφωνίας του 2004 συναντήσεις και ανταλλαγές πληροφοριών. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή ερμήνευσε τις συναντήσεις και την ανταλλαγή πληροφοριών που εχώρησαν μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων μετά τη συμφωνία του 2004 κατά τρόπο εντελώς εσφαλμένο. Συναφώς, προβάλλει πέντε επιχειρήματα.

353    Κατά πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η E.ON συνέχισε, μετά τη συμφωνία του 2004, να παραπονείται για τον ανταγωνισμό που ασκούσε η προσφεύγουσα στη Γερμανία, επισημαίνεται καταρχάς ότι η Επιτροπή δεν εκτίμησε, όπως υπονοεί η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας, ότι λόγω του γεγονότος αυτού δεν μπορούσε να αποκλεισθεί η ύπαρξη συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής για τη συνέχιση της εφαρμογής των συνοδευτικών εγγράφων. Ειδικότερα, στις αιτιολογικές σκέψεις 130 έως 136 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή περιορίστηκε στο να λάβει υπόψη το στοιχείο αυτό, μαζί με άλλα, για να αποδείξει κατ’ ουσίαν την ύπαρξη μιας συνιστώσας συμπαιγνία συμπεριφοράς, και ειδικότερα την ύπαρξη, μετά τη συμφωνία του 2004, επαφών μεταξύ των επιχειρήσεων που είχαν μάλλον χαρακτήρα συνεννοήσεως παρά ανταγωνισμού.

354    Κατόπιν, διαπιστώνεται ότι η ύπαρξη των παραπόνων αυτών δεν αρκεί αφεαυτής για να αποκλείσει την ύπαρξη συμπράξεως. Απεναντίας, όπως υποστήριξε κατ’ ουσίαν η Επιτροπή, αν δεν προϋπήρχε αντιβαίνουσα στον ανταγωνισμό συμφωνία κατανομής αγορών μεταξύ δύο ανταγωνιζομένων επιχειρήσεων, δεν θα υπήρχε λόγος να παραπονείται η μία εκ των επιχειρήσεων αυτών, κατά τη διάρκεια τακτικών συναντήσεων, για τον ανταγωνισμό που ασκούσε στο έδαφός της η άλλη επιχείρηση. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 195 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι ad hoc αποδείξεις διαφωνίας σχετικά με ζητήματα που δεν θα έπρεπε να συζητώνται μεταξύ ανταγωνιστών σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον καταδεικνύουν ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ενήργησαν στο πλαίσιο συμφωνίας, έστω και αν, κάποιες φορές, αλληλοκατηγορούνταν για παρεκκλίσεις από τη συμφωνία αυτή.

355    Το αναφερθέν από την προσφεύγουσα γεγονός ότι ορισμένα στοιχεία αποδεικνύουν την ύπαρξη έντονου ανταγωνισμού δεν μπορεί να διαψεύσει τις προηγούμενες εκτιμήσεις. Ειδικότερα, η ύπαρξη μιας συμπράξεως ουδόλως μεταβάλλεται από το γεγονός ότι δεν τηρείται (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑71/03, T‑74/03, T‑87/03 και T‑91/03, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 74 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι υφίστατο τέτοιος ανταγωνισμός, εντούτοις οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις διαμαρτύρονταν η μια στην άλλη για τις πωλήσεις ή τις εφαρμοζόμενες τιμές και αντιδρούσαν στα παράπονα αυτά, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 123, 124 και 130 έως 136 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

356    Εξάλλου, μολονότι, όπως προκύπτει από σημείωμα της προσφεύγουσας της 9ης Φεβρουαρίου 2005, η E.ON κατηγορούσε την προσφεύγουσα ότι «αποδομούσε» την αξία του αερίου στη Γερμανία και ότι επωφελούνταν από την απόκλιση των τιμών [απόρρητο] για να κερδίσει νέους πελάτες, πράγμα το οποίο θα μπορούσε να αποδεικνύει την κατά κάποιο τρόπο ανταγωνιστική συμπεριφορά της προσφεύγουσας στη Γερμανία, εντούτοις η προσφεύγουσα θεωρούσε ότι έπρεπε να «εργασθεί πάνω σε αυτό το ζήτημα». Σε κανονικό όμως ανταγωνιστικό πλαίσιο, μια επιχείρηση δεν θα διανοούνταν να «εργασθεί» πάνω στις κατηγορίες εκ μέρους του ανταγωνιστή της όσον αφορά τις τιμές της. Τούτο επομένως αποδεικνύει ότι η προσφεύγουσα σκόπευε να δώσει απάντηση στους προβληματισμούς της E.ON.

357    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στην περίπτωση που ένας επιχειρηματίας αποδέχεται τα παράπονα που του απευθύνει άλλος επιχειρηματίας για τον ανταγωνισμό που υφίσταται από τα προϊόντα που διαθέτει ο πρώτος επιχειρηματίας, η συμπεριφορά των ενδιαφερομένων συνιστά εναρμονισμένη πρακτική (απόφαση Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 211 ανωτέρω, σκέψη 283). Εν προκειμένω όμως πρέπει να θεωρηθεί ότι, αναφέροντας ότι θα «εργασθεί πάνω σε αυτό το ζήτημα» που αφορούσε τα παράπονα της E.ON σχετικά με τις τιμές που εφάρμοζε στη Γερμανία και καταρτίζοντας, κατόπιν των παραπόνων της E.ON όσον αφορά τη διαμόρφωση των τιμών της στο πλαίσιο των πωλήσεων προς τις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, ένα σημείωμα, τον Απρίλιο του 2005, η προσφεύγουσα αποδέχθηκε τα παράπονα αυτά κατά την έννοια της εν λόγω νομολογίας, έστω και αν θεωρούσε, όπως προκύπτει ιδίως από το σημείωμα αυτό του Απριλίου του 2005, ότι δεν έπρεπε να δοθεί τόση βαρύτητα στην αντίληψη που είχε η E.ON.

358    Επισημαίνεται ακόμη ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι το γεγονός ότι σε κάποιες περιπτώσεις τα μέρη μιας συμφωνίας κατανομής αγορών δεν την τήρησαν ή ότι παραπονέθηκαν για μη τήρησή της από το άλλο μέρος ουδόλως αποδεικνύει ότι η ως άνω συμφωνία δεν εξακολούθησε να ισχύει και δεν εφαρμόσθηκε. Η προσφεύγουσα φρονεί όμως ότι η ως άνω αρχή δεν ισχύει εν προκειμένω, διότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δήλωσαν εκ νέου, με τη συμφωνία του 2004, ότι τα συνοδευτικά έγγραφα ήταν «άκυρα και χωρίς έννομα αποτελέσματα» και διότι η Επιτροπή δεν απέδειξε τη σύμπτωση βουλήσεων μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων μετά τον Αύγουστο του 2004.

359    Εντούτοις, αφενός, η επιχειρηματολογία με την οποία η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ύπαρξη συμπτώσεως βουλήσεων μετά το χρονικό αυτό σημείο αντικρούσθηκε στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Αφετέρου, μολονότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις διακήρυξαν, με τη συμφωνία του 2004, ότι θεωρούσαν τα συνοδευτικά έγγραφα ως «άκυρα και χωρίς έννομα αποτελέσματα», εντούτοις εξακολούθησαν να τηρούν τη συμφωνία κατανομής αγορών που απέρρεε από τα έγγραφα αυτά, εφόσον η E.ON συνέχιζε να διαμαρτύρεται για τις ενέργειες της προσφεύγουσας, η δε προσφεύγουσα προσπάθησε να υποβαθμίσει τη σημασία των παραπόνων της E.ON, όπως φαίνεται, μεταξύ άλλων, από τα σημειώματα της 9ης Φεβρουαρίου και του Απριλίου του 2005. Επιπλέον, ειδικώς η προσφεύγουσα δεν έλαβε, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2005, αέριο από τον αγωγό MEGAL σε έκταση που να υπερβαίνει σημαντικά τις ποσότητες που είχε αγοράσει στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 101 έως 103 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

360    Κατά δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα με το οποίο η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι οι φόβοι της E.ON σχετικά με την ανάπτυξη της προσφεύγουσας στη Γερμανία μετά τον Αύγουστο του 2004 ήταν απλώς φαινομενικοί, αρκεί η επισήμανση ότι η Επιτροπή δεν εκτίμησε ότι τα παράπονα αυτά ήταν απλώς «φαινομενικά» όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα. Εν πάση περιπτώσει, οι φόβοι αυτοί δεν μπορούν να αποδείξουν την έλλειψη συμφωνίας, για τους ίδιους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκαν τα επιχειρήματα σχετικά με τα παράπονα της E.ON (βλ. σκέψεις 353 έως 359 ανωτέρω). Στο πλαίσιο αυτό, υπογραμμίζεται ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 263 ανωτέρω, το σημείωμα της προσφεύγουσας του Απριλίου του 2005 δεν είναι ενδεικτικό μιας επιθετικής πολιτικής τιμών της προσφεύγουσας στη Γερμανία. Άλλωστε, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 357 ανωτέρω, σε ένα φυσιολογικό πλαίσιο ανταγωνισμού, είναι αδιανόητο μια επιχείρηση να αντιδρά στις επικρίσεις του ανταγωνιστή της όσον αφορά την πολιτική τιμών που ακολουθεί και να προσπαθεί να αμβλύνει τη δημιουργούμενη εντύπωση περί εκ μέρους της επιθετικής διαμορφώσεως των τιμών, όπως πράττει η προσφεύγουσα στο εν λόγω σημείωμα, το οποίο καταρτίσθηκε κατόπιν παραπόνων της E.ON. Το ως άνω σημείωμα δεν προσφέρεται επομένως για να αποδείξει την απουσία συμπράξεως. Στην πραγματικότητα, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, υπό τις συνθήκες τις παρούσας υποθέσεως, οι φόβοι τους οποίους εξέφραζε η E.ON αποδείκνυαν ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις μεριμνούσαν για την τήρηση της συμφωνίας, για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 354 ανωτέρω. Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, τούτο δεν ισοδυναμεί με ανατροπή του βάρους αποδείξεως, εφόσον η διαπίστωση αυτή πρέπει να ληφθεί υπόψη σε σχέση με τα λοιπά στοιχεία που αποδεικνύουν την εξακολούθηση της παραβατικής συμπεριφοράς μετά τον Αύγουστο του 2004.

361    Κατά τρίτον, παρά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ορθώς εκτίμησε η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 124 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσφεύγουσα είχε αντιδράσει στα παράπονα της E.ON όσον αφορά την πολιτική τιμών που ακολουθούσε στον τομέα των [απόρρητο] στη Γερμανία, στηριζόμενη στα σημειώματα της 9ης Φεβρουαρίου και του Απριλίου του 2005. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το σημείωμα της 9ης Φεβρουαρίου 2005 αναφέρει ότι απαιτείται εργασία πάνω στο ζήτημα των κατηγοριών της E.ON και ότι το σημείωμα του Απριλίου του 2005 καταρτίσθηκε κατόπιν παραπόνων της E.ON όσον αφορά τη διαμόρφωση των τιμών της προσφεύγουσας στο πλαίσιο πωλήσεων προς [απόρρητο] που θα κατέστρεφε την αξία του αερίου στη Γερμανία. Υφίσταται συνεπώς πράγματι σύνδεσμος μεταξύ των παραπόνων της E.ON σχετικά με την πολιτική της προσφεύγουσας και των αντιδράσεων της τελευταίας. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ερμηνεία της Επιτροπής είναι εσφαλμένη. Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν εκτίμησε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το σημείωμα του Απριλίου του 2005 συνιστούσε να μετριασθεί η επιθετικότητα της προσφεύγουσας στη Γερμανία. Διευκρινίζεται τέλος ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, δεν μπορεί να θεωρείται ότι μια τέτοια αντίδραση αποτελεί δείγμα ορθής διαχειρίσεως. Ειδικότερα, από το εν λόγω σημείωμα προκύπτει σαφώς ότι σκοπός ήταν να αμβλυνθεί η εντύπωση που είχε αποκομίσει η E.ON και όχι να διατηρηθεί το επίπεδο κερδοφορίας της προσφεύγουσας στη Γερμανία, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα.

362    Κατά τέταρτον, όσον αφορά τα έγγραφα για τη συνάντηση της 21ης Σεπτεμβρίου 2005, και ειδικότερα ένα ενημερωτικό σημείωμα της 20ής Σεπτεμβρίου 2005 που προετοιμάστηκε ενόψει της συναντήσεως αυτής και μια ηλεκτρονική επιστολή της 22ας Σεπτεμβρίου 2005 που περιείχε την ανακεφαλαίωσή της, τα οποία μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 132 και 133 της προσβαλλομένης αποφάσεως, διαπιστώνεται καταρχάς ότι η Επιτροπή, όπως και παραδέχθηκε τελικώς, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στηρίχθηκε στα έγγραφα αυτά προκειμένου να εκτιμήσει ότι η E.ON εξακολουθούσε να παραπονείται για τον ανταγωνισμό εκ μέρους της προσφεύγουσας στη Γερμανία και ότι οι συμπεριφορές των εν λόγω επιχειρήσεων είχαν μάλλον χαρακτήρα συνεννοήσεως παρά ανταγωνισμού. Τα έγγραφα αυτά ελήφθησαν συνεπώς υπόψη ως ενοχοποιητικά στοιχεία, παρά τα όσα υποστήριζε αρχικώς η Επιτροπή στα δικόγραφά της.

363    Κατόπιν, διαπιστώνεται ότι η σχετική επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα, χωρίς να απαιτείται εξέταση του ενημερωτικού σημειώματος της 20ής Σεπτεμβρίου 2005 που είχε προετοιμασθεί ενόψει της συναντήσεως της επομένης, αρκεί η διαπίστωση ότι, αντί να καθιστούν εμφανές ότι [απόρρητο], τα πρακτικά της συναντήσεως αυτής αποδεικνύουν ότι η συμπεριφορά των εμπλεκομένων επιχειρήσεων είχε τον χαρακτήρα συμπαιγνίας. Από τα πρακτικά αυτά προκύπτει ειδικότερα ότι η προσφεύγουσα δήλωσε ότι δεν θεωρούσε τη Γερμανία ως αγορά-κλειδί και ότι, προσφάτως, εννέα προσφορές είχαν αποφέρει μόνον ένα πελάτη. Δήλωσε επίσης ότι είχε μάλιστα χάσει και πελάτες. Έτσι, ακόμη και μερικές ημέρες πριν την ημερομηνία τερματισμού της παραβάσεως την οποία έλαβε υπόψη της η Επιτροπή, η προσφεύγουσα αντήλλασσε με την E.ON πληροφορίες σχετικά με την εμπορική πολιτική της στη Γερμανία. Τα στοιχεία αυτά ήταν ικανά να επηρεάσουν τη συμπεριφορά της E.ON στην αγορά, η οποία ήταν σε θέση να γνωρίζει την κατάσταση της προσφεύγουσας σε σχέση με τους Γερμανούς πελάτες, και αποκάλυπταν τη συμπεριφορά που η προσφεύγουσα προτίθετο να έχει στην αγορά αυτή. Η απαίτηση όμως περί αυτονομίας της πολιτικής κάθε επιχειρηματία, η οποία είναι εγγενής στις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με τον ανταγωνισμό, αντιτίθεται αυστηρώς σε κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών αυτών η οποία θα ήταν ικανή είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά ενός υπαρκτού ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά, είτε να αποκαλύψει σε έναν τέτοιο ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που έχουν αποφασίσει ή σκέφτονται να ακολουθήσουν στην ως άνω αγορά, οσάκις οι εν λόγω επαφές έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού μη ανταποκρινόμενων στις κανονικές συνθήκες της επίμαχης αγοράς. Συναφώς, πρέπει να τεκμαίρεται, πλην αποδείξεως του εναντίου που βαρύνει τους ενδιαφερομένους επιχειρηματίες, ότι οι μετέχουσες στη συνεννόηση επιχειρήσεις που εξακολουθούν να δρουν στην αγορά λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που έχουν ανταλλάξει με τους ανταγωνιστές τους για να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 275 ανωτέρω, σκέψεις 117 και 121). Βάσει της νομολογίας αυτής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η συνάντηση της 21ης Σεπτεμβρίου 2005 χρησίμευσε ως πλαίσιο σε συνεννόηση αντίθετη προς το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, εφόσον η προσφεύγουσα ούτε καν δοκίμασε να αποδείξει ότι τα επίμαχα στοιχεία δεν ελήφθησαν υπόψη.

364    Επομένως η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έλαβε υπόψη τα σχετικά με τη συνάντηση της 21ης Σεπτεμβρίου 2005 έγγραφα προκειμένου να θεωρήσει ότι οι δοσοληψίες μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων είχαν μάλλον χαρακτήρα συνεννοήσεως παρά ανταγωνισμού.

365    Τέλος, τα επιχειρήματα τα οποία προβάλλει η προσφεύγουσα προκειμένου να αμφισβητήσει την ύπαρξη ανταλλαγής πληροφοριών αντικρούσθηκαν στο πλαίσιο της εξετάσεως του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, στον οποίο γίνεται κατά συνέπεια παραπομπή. Υπενθυμίζεται ακόμη ότι από μόνα τους τα πρακτικά της συναντήσεως της 21ης Σεπτεμβρίου 2005 αποδεικνύουν ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αντήλλαξαν πληροφορίες ικανές να επηρεάσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά και να καταστήσουν γνωστή τη συμπεριφορά αυτή, ενώ μια τέτοια ανταλλαγή απαγορεύεται από το άρθρο 81 ΕΚ.

366    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι το δεύτερο σκέλος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου σκέλους

367    Στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και των κανόνων περί αποδείξεως, καθώς και πλημμελή αιτιολογία καθόσον δεν παρέχει καμία απόδειξη όσον αφορά την ύπαρξη της παραβάσεως στη γαλλική αγορά μετά τις 13 Αυγούστου 2004.

368    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι από το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η παράβαση διήρκεσε τουλάχιστον από την 1η Ιανουαρίου 1980 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2005, όσον αφορά τη διαπραχθείσα στη Γερμανία παράβαση, και τουλάχιστον από τις 10 Αυγούστου 2000 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2005, όσον αφορά την παράβαση που διαπράχθηκε στη Γαλλία.

369    Εντούτοις, διαπιστώνεται καταρχάς ότι η συνέχιση της επίδικης παραβάσεως μετά τις 13 Αυγούστου 2004, είτε υπό τη μορφή συμφωνίας είτε υπό τη μορφή εναρμονισμένης πρακτικής, δεν πιστοποιείται από καμία έγγραφη απόδειξη. Έτσι, το τελευταίο έγγραφο που αφορούσε τη γαλλική αγορά είναι το εσωτερικό ενημερωτικό σημείωμα της E.ON της 26ης Ιουνίου 2004, σχετικά με τη συνάντηση με χαρακτήρα επισκόπησης της 2ας Ιουλίου 2004, το οποίο είναι προγενέστερο της 13ης Αυγούστου 2004, ημερομηνίας συνάψεως της συμφωνίας του 2004. Όσον αφορά, ειδικότερα, τις συναντήσεις και τις επαφές κατά τις οποίες, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 307 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις συζητούσαν για τη στρατηγική της καθεμίας στην εθνική αγορά της άλλης μετά τον Αύγουστο του 2004, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή δεν αναφέρεται, στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη, σε κανένα συγκεκριμένο γραπτό στοιχείο σχετικό με συνάντηση που να αφορά τη γαλλική αγορά. Εξάλλου, τα έγγραφα για τις συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν μετά τις 13 Αυγούστου 2004, τα οποία παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 123, 124 και 130 έως 136 της εν λόγω αποφάσεως, αφορούν μόνο τη γερμανική αγορά του αερίου και όχι τη γαλλική αγορά.

370    Κατόπιν, η Επιτροπή δεν επικαλείται τη συμπεριφορά της E.ON στη γαλλική αγορά προκειμένου να αποδείξει την εξακολούθηση της συμπράξεως στην αγορά αυτή. Ιδίως, δεν αναφέρθηκε στις πωλήσεις της E.ON στη Γαλλία, ενώ αναφέρθηκε, στην αιτιολογική σκέψη 300 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις πωλήσεις της προσφεύγουσας στη Γερμανία.

371    Εξάλλου, όσον αφορά τους περιορισμούς σχετικά με τα σημεία εξόδου του αγωγού MEGAL οι οποίοι ενδεχομένως ίσχυαν για την E.ON στη Γαλλία, και ιδίως τους περιορισμούς εκείνους που μπορούσαν να απορρεύσουν από το παράρτημα 2 της συμφωνίας MEGAL, η Επιτροπή ούτε καν τους επικαλείται. Ειδικότερα, η Επιτροπή αναφέρεται, στις αιτιολογικές σκέψεις 299, 300 και 307 της προσβαλλομένης αποφάσεως, μόνο στους συμβατικούς περιορισμούς που εμπόδιζαν την προσφεύγουσα να χρησιμοποιήσει τα σημεία εξόδου του αγωγού MEGAL στη Γερμανία για να εφοδιάσει πελάτες. Εν πάση περιπτώσει, παρά τις διατάξεις του παραρτήματος 2 της συμφωνίας MEGAL οι οποίες την αφορούσαν, η E.ON ελάμβανε αέριο από τον αγωγό MEGAL για να το πωλήσει στη Γαλλία, έστω και αν οι πωλήσεις αυτές αντιπροσώπευαν μόνο ένα πολύ μικρό μερίδιο αγοράς και δεν αφορούσαν παρά ελάχιστους πελάτες, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 73 και 101 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

372    Τέλος, επισημαίνεται ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η διαπίστωση στην οποία προβαίνει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 304 της προσβαλλομένης αποφάσεως και κατά την οποία το γεγονός ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις διαπραγματεύθηκαν νέα συμφωνία δείχνει ότι εξακολουθούσαν να θεωρούν εαυτόν δεσμευμένο από την υπάρχουσα συμφωνία, ή η διαπίστωση της Επιτροπής ότι, ενόσω δεν υπήρχε νέα συμφωνία, εξακολουθούσε να ισχύει η παλαιά, τεκμηριώνουν επαρκώς κατά νόμον τα συμπεράσματά της σχετικά με τη γαλλική αγορά. Οι γενικές αυτές εκτιμήσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αρκούντως συγκεκριμένες και συγκλίνουσες αποδείξεις για τη συνέχιση της παραβάσεως στη Γαλλία μετά τη συμφωνία του 2004.

373    Διαπιστώνεται επομένως ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν προέβαλε κανένα στοιχείο από το οποίο να συνάγεται ότι η επίμαχη παράβαση συνεχίστηκε, μετά τη συμφωνία του 2004, στη γαλλική αγορά. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή δέχθηκε εξάλλου ότι δεν διέθετε αποδεικτικά στοιχεία για την κατάσταση της γαλλικής αγοράς αντίστοιχα προς εκείνα που αφορούσαν την κατάσταση στη γερμανική αγορά.

374    Από τη στιγμή όμως που το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως πραγματοποιεί διάκριση μεταξύ της διάρκειας της παραβάσεως στη γερμανική αγορά και της διάρκειας της παραβάσεως στη γαλλική αγορά, η Επιτροπή έπρεπε να τεκμηριώσει και το συμπέρασμά της όσον αφορά τη γαλλική αγορά. Με άλλα λόγια, καθόσον προσδιόρισε, στο άρθρο 1, διαφορετικές διάρκειες για την παράβαση στη γερμανική αγορά και στη γαλλική αγορά, η Επιτροπή έπρεπε να προσκομίσει τα αναγκαία στοιχεία που να αποδεικνύουν επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της παραβάσεως στις δύο αυτές αγορές για τις δύο αυτές προβαλλόμενες χρονικές διάρκειες. Ειδικότερα, η Επιτροπή φέρει το βάρος της αποδείξεως όσον αφορά την ύπαρξη της παραβάσεως και, ως εκ τούτου, όσον αφορά τη διάρκειά της (βλ. απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψη 341 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

375    Οι εκτιμήσεις αυτές δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι πρόκειται για ενιαία και διαρκή παράβαση. Ειδικότερα, το γεγονός αυτό, το οποίο άπτεται της φύσεως της διαπιστωθείσας παραβάσεως, δεν ασκεί επιρροή στο γεγονός ότι, από τη στιγμή που η Επιτροπή ενσυνείδητα παρέθεσε, στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, διαφορετική διάρκεια της παραβάσεως για τη γαλλική και τη γερμανική αγορά, είχε την υποχρέωση να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον τις διαπιστωθείσες διάρκειες.

376    Ομοίως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Επιτροπής ότι κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύει την πρόωρη λήξη της επίμαχης παραβάσεως στη γαλλική αγορά και μόνο, από τη στιγμή που δεν είναι δυνατόν να ανταποκριθεί στο βάρος αποδείξεως το οποίο υπέχει διαπιστώνοντας απλώς ότι δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η εν λόγω παράβαση δεν τερματίσθηκε, παρά τη συμφωνία του 2004.

377    Όσον αφορά εξάλλου τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η πρόωρη λήξη δεν συμβιβάζεται με συμφωνία κατανομής αγορών ή είναι τελείως παράλογη, αρκεί η επισήμανση ότι μια τέτοια διαπίστωση δεν μπορεί να αποδείξει τη συνέχιση της επίμαχης παραβάσεως και στις δύο οικείες αγορές. Άλλωστε, όπως επισήμανε η προσφεύγουσα, αντιφάσκει και προς τη διαπίστωση της ίδιας της Επιτροπής ότι η επίμαχη παράβαση δεν άρχισε κατά το ίδιο χρονικό σημείο. Συναφώς, δεν είναι πειστική η επιχειρηματολογία της Επιτροπής κατά την οποία η αναντιστοιχία όσον αφορά την ημερομηνία ενάρξεως της παραβάσεως δικαιολογείται από το γεγονός και μόνον ότι η επίμαχη συμφωνία δεν μπορούσε να παραγάγει αποτελέσματα στη γαλλική αγορά ενόσω η αγορά αυτή ήταν κλειστή στον ανταγωνισμό, η δε αναντιστοιχία όσον αφορά την ημερομηνία τερματισμού αποτελεί πραγματικό ζήτημα. Άλλωστε, η διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις συνέχισαν να τηρούν τα συνοδευτικά έγγραφα μετά τη συμφωνία του 2004, τόσο στη Γερμανία όσο και στη Γαλλία, ουδόλως τεκμηριώνεται σε ό,τι αφορά τη Γαλλία.

378    Εξ αυτού συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η επίμαχη παράβαση συνεχίστηκε στη Γαλλία κατά το διάστημα μεταξύ 13 Αυγούστου 2004 και 30 Σεπτεμβρίου 2005.

379    Το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει επομένως να ακυρωθεί καθόσον διαπιστώνει ότι η παράβαση εξακολούθησε στη Γαλλία κατά την περίοδο εκείνη.

 Β — Επί των αιτημάτων περί καταργήσεως ή μειώσεως του προστίμου

1.     Επί του αιτήματος περί καταργήσεως του προστίμου

380    Προς στήριξη του αιτήματός της περί καταργήσεως του προστίμου, η προσφεύγουσα προβάλλει ένα μοναδικό ισχυρισμό, ο οποίος αντλείται από παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως, της αναλογικότητας και της μη αναδρομικότητας.

381    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι με το να της επιβάλει η Επιτροπή πρόστιμο ενώ δεν το είχε πράξει σε προγενέστερες παρόμοιες υποθέσεις, παρέβη τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως, της αναλογικότητας και της μη αναδρομικότητας.

382    Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 έχει ως σκοπό να παράσχει στην Επιτροπή την εξουσία να επιβάλλει πρόστιμα, ώστε να μπορεί αυτή να εκπληρώνει την αποστολή επιβλέψεως που της έχει ανατεθεί από το δίκαιο της Ένωσης (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 288 ανωτέρω, σκέψη 105, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑224/00, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2597, σκέψη 105). Η αποστολή αυτή περιλαμβάνει το έργο της διερευνήσεως και καταστολής των ατομικών παραβάσεων, καθώς και το καθήκον ασκήσεως μιας γενικής πολιτικής με στόχο την εφαρμογή στον τομέα του ανταγωνισμού των αρχών που καθορίζονται στη Συνθήκη και τον προσανατολισμό της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων προς αυτή την κατεύθυνση. Εξ αυτού συνάγεται ότι η Επιτροπή πρέπει να μεριμνά για τον αποτρεπτικό χαρακτήρα των προστίμων (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 2010, T‑456/05 και T‑457/05, Gütermann και Zwicky κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1443, σκέψη 79).

383    Εν προκειμένω, η Επιτροπή εκτίμησε, στην αιτιολογική σκέψη 320 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επιβολή προστίμων δεν παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Κατά την Επιτροπή, οι περιστάσεις που οδήγησαν στην έκδοση των προγενέστερων αποφάσεων τις οποίες μνημόνευσαν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις κατά τη διοικητική διαδικασία διαφέρουν από τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, έτσι ώστε να μην υφίσταται παρόμοια κατάσταση η οποία να υποβλήθηκε σε διαφορετική αντιμετώπιση. Συναφώς, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τη φύση της επίμαχης παραβάσεως στην αιτιολογική σκέψη 321 της εν λόγω αποφάσεως, καθώς και το πλαίσιο, το πεδίο εφαρμογής και τη διάρκειά της στην αιτιολογική σκέψη 322 της ως άνω αποφάσεως. Τέλος, απέρριψε τα επιχειρήματα κατά τα οποία οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν τη θεμιτή προσδοκία ότι η Επιτροπή δεν θα επέβαλε πρόστιμο για τον λόγο ότι, πριν τις αποφάσεις επί των υποθέσεων GDF/ENI και GDF/ENEL, αγνοούσαν ότι διέπρατταν παράβαση ή για τον λόγο ότι κανένα πρόστιμο δεν επιβλήθηκε με την πρώτη απόφαση (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 323 έως 325 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

384    Βάσει των στοιχείων αυτών πρέπει να γίνει η εξέταση των αιτιάσεων τις οποίες προέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του υπό κρίση ισχυρισμού.

385    Όσον αφορά, κατά πρώτον, την αιτίαση που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη αποφάσεων δεν χρησιμεύει καθαυτή ως νομικό πλαίσιο των προστίμων στον τομέα του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι το νομικό αυτό πλαίσιο καθορίζουν αποκλειστικά ο κανονισμός 1/2003 και οι κατευθυντήριες γραμμές (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T‑203/01, Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑4071, σκέψη 254 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Έτσι, αποφάσεις επί άλλων υποθέσεων έχουν ενδεικτικό μόνο χαρακτήρα όσον αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη δυσμενών διακρίσεων, δεδομένου ότι είναι ελάχιστα πιθανό να είναι πανομοιότυπες οι ιδιαίτερες περιστάσεις των υποθέσεων εκείνων, όπως είναι οι σχετικές αγορές, τα σχετικά προϊόντα, οι σχετικές επιχειρήσεις και οι σχετικές περίοδοι (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2007, C‑76/06 P, Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑4405, σκέψη 60).

386    Πάντως, η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία απαγορεύει να αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά διαφορετικό τρόπο ή διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς, αποτελεί υποχρέωση της Επιτροπής, οσάκις αυτή επιβάλλει πρόστιμο σε επιχείρηση λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, όπως αποτελεί υποχρέωση κάθε θεσμικού οργάνου σε όλες του τις δραστηριότητες (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Ιανουαρίου 2004, T‑67/01, JCB Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑49, σκέψη 187 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

387    Οι προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής περί προστίμων μπορούν όμως να ασκήσουν επιρροή σχετικά με την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι τα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι άλλες αυτές αποφάσεις, όπως είναι οι σχετικές αγορές, τα σχετικά προϊόντα, οι σχετικές χώρες, οι σχετικές επιχειρήσεις και οι σχετικές περίοδοι, είναι παρόμοια προς τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑59/02, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3627, σκέψη 316 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

388    Εν προκειμένω όμως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 389 έως 396 κατωτέρω, τα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι προγενέστερες αποφάσεις τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα δεν είναι παρόμοια προς τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως, οπότε οι εν λόγω αποφάσεις δεν μπορούν να ασκήσουν επιρροή σε ό,τι αφορά την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 387 ανωτέρω.

389    Ειδικότερα, πρώτον, στις υποθέσεις Sonatrach, E.ON/Gazprom, OMV/Gazprom, ENI/Gazprom και NLNG, δεν επιβλήθηκε κανένα πρόστιμο λόγω του γεγονότος ότι η Επιτροπή περάτωσε τις υποθέσεις αυτές χωρίς να εκδώσει επίσημη απόφαση που να διαπιστώνει την ύπαρξη παραβάσεως, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των δεσμεύσεων που ανέλαβαν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις. Εν προκειμένω όμως, η κατάσταση είναι διαφορετική, εφόσον η Επιτροπή περάτωσε τη διαδικασία με απόφαση με την οποία διαπίστωνε παράβαση των διατάξεων του άρθρου 81 ΕΚ.

390    Δεύτερον, παρά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η κατάσταση στην υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από την κατάσταση που αποτελούσε αντικείμενο των υποθέσεων GDF/ENI και GDF/ENEL.

391    Ειδικότερα, καταρχάς, αυτό καθεαυτό το γεγονός ότι οι εν λόγω συμπεριφορές σημειώθηκαν στον τομέα του αερίου κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, το οποίο χαρακτηριζόταν από την απελευθέρωση των αγορών και επομένως από εκ βάθρων μεταβολές στον εν λόγω τομέα, δεν μπορεί να αποτελέσει απόδειξη ότι τα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων GDF/ENI και GDF/ENEL είναι παρόμοια προς εκείνα της υπό κρίση υποθέσεως.

392    Εν συνεχεία, στις υποθέσεις GDF/ENI και GDF/ENEL, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι επρόκειτο για την πρώτη απόφαση που αφορούσε εδαφικούς περιορισμούς στον τομέα του αερίου. Εν προκειμένω δεν συντρέχει πλέον τέτοια περίπτωση.

393    Εξάλλου, οι εν λόγω περιορισμοί διαφέρουν κατά τη φύση τους. Ειδικότερα, οι επίμαχοι στις υποθέσεις GDF/ENI και GDF/ENEL περιορισμοί είχαν κάθετο χαρακτήρα, καθόσον απέρρεαν, αφενός, από σύμβαση διαμετακομίσεως και, αφετέρου, από σύμβαση που μπορούσε να θεωρηθεί ως σύμβαση μεταφοράς ή ως σύμβαση πωλήσεως. Από την εξέταση εξάλλου που πραγματοποίησε στις υποθέσεις αυτές η Επιτροπή, όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, προκύπτει ότι και η ίδια θεωρούσε τους περιορισμούς αυτούς ως κάθετους. Τούτο όμως δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση στην οποία ο περιορισμός έχει οριζόντιο χαρακτήρα, δεδομένου ότι περιλαμβάνεται σε συμφωνία μεταξύ δύο προμηθευτών όσον αφορά τη χρήση αγωγού φυσικού αερίου και συνδέεται με τη δυνατότητα που έχει ο καθένας τους να πωλήσει αέριο στην αγορά του άλλου. Συναφώς, το γεγονός ότι η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ο τυχόν νομικός χαρακτηρισμός της συμβάσεως που αποτελούσε αντικείμενο της υποθέσεως GDF/ENEL ως συμβάσεως παροχής υπηρεσιών/μεταφοράς δεν εμποδίζει να θεωρηθεί η ρήτρα «για χρήση του αερίου στην Ιταλία» ως περιοριστική της μεταπωλήσεως δεν αναιρεί το γεγονός ότι η φύση των περιορισμών είναι διαφορετική. Ειδικότερα, η ως άνω διαπίστωση αφορά τα αποτελέσματά και όχι τη φύση των περιορισμών. Επιπλέον, οι υποθέσεις GDF/ENI και GDF/ENEL διαφέρουν από την υπό κρίση υπόθεση, όπως επισήμανε η Επιτροπή, δεδομένου ότι οι υποθέσεις εκείνες αφορούσαν συμβατική ρήτρα η οποία περιόριζε μονομερώς την εδαφική περιοχή στην οποία η ENI και η ENEL μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το αέριο το οποίο αποτελούσε αντικείμενο της συμβάσεως, ενώ αυτό δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, στην οποία ο περιορισμός αφορά τις εδαφικές περιοχές της καθεμίας εκ των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων. Συναφώς, διευκρινίζεται, αφενός, ότι η προσφεύγουσα δεν υποδεικνύει σε ποιον βαθμό η διαφορά αυτή δεν έχει σημασία και, αφετέρου, ότι τα επιχειρήματά της περί ασυμμετρίας των συνοδευτικών εγγράφων έχουν ήδη αντικρουσθεί.

394    Επιπλέον, σε αντίθεση με την προκειμένη περίπτωση, ουδεμία εναρμονισμένη πρακτική διαπιστώθηκε στις υποθέσεις GDF/ENI και GDF/ENEL. Η σημασία της διαφοράς αυτής δεν αναιρείται από το γεγονός, στο οποίο αναφέρθηκε η προσφεύγουσα, ότι, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, οι έννοιες της συμφωνίας και της εναρμονισμένης πρακτικής είναι ελαστικές και μπορούν να αλληλοεπικαλύπτονται, οπότε και δεν χρειαζόταν να γίνει ακριβής διάκριση μεταξύ των δύο αυτών εννοιών. Ειδικότερα, από το γεγονός ότι δεν είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση μεταξύ των ως άνω ειδών παραβάσεων δεν αναιρείται το ότι και οι δύο διαπιστώθηκαν εν προκειμένω, ενώ δεν συνέβη κάτι τέτοιο στις υποθέσεις GDF/ENI και GDF/ENEL. Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι δεν συνήχθη, από τις συναντήσεις και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων από το 1999 έως το 2005, η ύπαρξη αυτοτελούς παραβάσεως που συνίστατο στην ανταλλαγή ευαίσθητων δεδομένων, ανεξαρτήτως των συνοδευτικών εγγράφων, το επιχείρημα αυτό απορρίφθηκε, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 243 έως 258 ανωτέρω.

395    Τέλος, παρά τα σφάλματα που διαπιστώθηκαν, αφενός, όσον αφορά την ημερομηνία ενάρξεως της παραβάσεως στη Γερμανία και, αφετέρου, όσον αφορά την ημερομηνία τερματισμού της παραβάσεως στη Γαλλία, υπογραμμίζεται ότι η παράβαση στις υποθέσεις GDF/ENI και GDF/ENEL διαπράχθηκε σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, ήτοι περίπου 2 έτη, ενώ τα πράγματα δεν έχουν έτσι στην προκειμένη περίπτωση, στην οποία η παράβαση διήρκεσε τουλάχιστον επτά έτη στη Γερμανία και τέσσερα έτη στη Γαλλία. Τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα προκειμένου να αμφισβητήσει τη διαφορά αυτή είναι κατά συνέπεια επίσης απορριπτέα.

396    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι η αιτίαση που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να απορριφθεί.

397    Κατά δεύτερον, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που αντλείται από παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας των ποινών, εφόσον η προσφεύγουσα δεν προβάλλει, στο πλαίσιο αυτό, κανένα αυτοτελές επιχείρημα σε σχέση με τα επιχειρήματα που προέβαλε προς στήριξη της αιτιάσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Εν πάση περιπτώσει, η αιτίαση αυτή πρέπει υποχρεωτικώς να απορριφθεί από τη στιγμή που κάθε επιχείρηση που εμπλέκεται σε διοικητική διαδικασία, η οποία μπορεί να καταλήξει στην επιβολή προστίμου, πρέπει να λαμβάνει υπόψη το ενδεχόμενο να αποφασίσει η Επιτροπή, ανά πάσα στιγμή, να αυξήσει το ύψος των προστίμων σε σχέση με τα πρόστιμα που επέβαλλε κατά το παρελθόν (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 229) και από τη στιγμή που το γεγονός ότι η Επιτροπή μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να αναθεωρήσει το γενικό επίπεδο των προστίμων στο πλαίσιο της εφαρμογής άλλης πολιτικής ανταγωνισμού είναι, επομένως, ευλόγως προβλέψιμο για τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις. Η ως άνω εκτίμηση δεν αναιρείται από τη μνεία, την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, σε ανακοινωθέν Τύπου σχετικό με τις αποφάσεις GDF/ENI και GDF/ENEL, ότι η Επιτροπή θα επεδείκνυε πολύ λιγότερη επιείκια σε περίπτωση που, μετά την έκδοση των αποφάσεων αυτών, θα διαπίστωνε την ύπαρξη περιορισμών του ίδιου είδους σε άλλες συμβάσεις στον τομέα του φυσικού αερίου. Ειδικότερα, εξ αυτού δεν μπορεί να συναχθεί, εφόσον δεν γίνεται ρητή σχετική αναφορά, είτε στο εν λόγω ανακοινωθέν Τύπου είτε στις εν λόγω αποφάσεις, ότι η Επιτροπή δεν είχε την πρόθεση να επιβάλει κυρώσεις για παραβάσεις που είχαν αρχίσει πριν τις ως άνω αποφάσεις. Άλλωστε, έχει επισημανθεί ότι η κατάσταση στην υπό κρίση υπόθεση διέφερε από εκείνη που αποτελούσε αντικείμενο των υποθέσεων GDF/ENI και GDF/ENEL (βλ. σκέψεις 390 έως 396 ανωτέρω). Κατά συνέπεια, εσφαλμένως υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι, σύμφωνα με τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της μη αναδρομικότητας των ποινών, η Επιτροπή σημείωσε ότι η οποιαδήποτε μεταβολή επί το αυστηρότερον της πολιτικής της για την επιβολή κυρώσεων μπορούσε εν πάση περιπτώσει να επέλθει μόνο για πρακτικές μεταγενέστερες των εν λόγω αποφάσεων.

398    Τέλος, όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, είναι απορριπτέα ως αλυσιτελής εν προκειμένω η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας που αντλείται από το ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να επιβάλει, χωρίς να παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, πρόστιμο για παράβαση έχουσα χαρακτηριστικά βάσει των οποίων, σε προγενέστερη παρόμοια υπόθεση, κρίθηκε ότι θα ήταν δυσανάλογο να επιβληθεί οποιαδήποτε χρηματοοικονομική κύρωση. Ειδικότερα, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν επέβαλε πρόστιμο σε ένα πρόσωπο που διέπραξε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού δεν μπορεί από μόνο του να εμποδίσει την επιβολή προστίμου σε πρόσωπο που διαπράττει παράβαση της ιδίας φύσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Φεβρουαρίου 2002, T‑86/95, Compagnie générale maritime κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1011, σκέψη 487). Επιπλέον, οι συνθήκες των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι λοιπές αποφάσεις τις οποίες επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα δεν είναι παρόμοιες προς εκείνες της υπό κρίση υποθέσεως (βλ. σκέψεις 389 έως 396 ανωτέρω). Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή εμμέσως εκτίμησε ότι θα αντέβαινε στην ως άνω αρχή το να επιβληθούν χρηματοοικονομικές κυρώσεις για συμπεριφορές όπως οι επίμαχες εν προκειμένω σε μια περίοδο κατά την οποία το νομικό καθεστώς δεν είχε ακόμη αποσαφηνισθεί, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα, τέτοια θέση της Επιτροπής δεν συνάγεται, όπως φαίνεται να υποστηρίζει η προσφεύγουσα, από το γεγονός ότι ανέφερε, σε ανακοινωθέν Τύπου σχετικό με την υπόθεση GDF/ENEL, ότι επιθυμούσε να αποσαφηνίσει το νομικό καθεστώς, προς όφελος όχι μόνον των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στις υποθέσεις αυτές, αλλά και όλων των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον εν λόγω τομέα. Ειδικότερα, στο ως άνω ανακοινωθέν Τύπου, η Επιτροπή αναφέρθηκε στην περίσταση αυτή που αφορά την ανάγκη αποσαφηνίσεως του νομικού καθεστώτος, μόνο για να τεκμηριώσει το ενδιαφέρον της να λάβει επίσημη απόφαση όσον αφορά παράβαση που διαπράχθηκε κατά το παρελθόν. Η ως άνω περίσταση δεν ασκεί αντιθέτως επιρροή στο πλαίσιο του καθορισμού του προστίμου στην προκειμένη περίπτωση. Τα ίδια ισχύουν και για τη διαπίστωση της Επιτροπής, στις αποφάσεις GDF/ENI και GDF/ENEL, ότι πρέπει να αποφευχθεί το ενδεχόμενο οι επιχειρήσεις του τομέα να θεωρήσουν ή να εξακολουθήσουν να θεωρούν, εσφαλμένως, ότι πρακτικές όπως οι παρατηρηθείσες εν προκειμένω είναι σύμφωνες προς το δίκαιο της Ένωσης. Η αιτίαση που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας είναι συνεπώς επίσης απορριπτέα.

399    Τέλος, κανένας άλλος λόγος δεν δικαιολογεί τη μεταρρύθμιση της προσβαλλομένης αποφάσεως από το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά το ύψος του προστίμου, υπό το πρίσμα των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως, της αναλογικότητας και της μη αναδρομικότητας.

400    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι ο μοναδικός προβληθείς ισχυρισμός προς στήριξη του αιτήματος περί καταργήσεως του προστίμου πρέπει να απορριφθεί.

401    Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει κατά τα λοιπά ότι δεν συντρέχουν λόγοι δημοσίας τάξεως, τους οποίους οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 2011, C‑389/10 P, KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. I‑12789, σκέψη 131), και βάσει των οποίων θα δικαιολογούνταν η χρήση, για την κατάργηση του προστίμου, της εξουσίας μεταρρυθμίσεως που διαθέτει.

2.     Επί του αιτήματος περί μειώσεως του προστίμου

402    Προς στήριξη του αιτήματός της περί μειώσεως του προστίμου, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατόπιν μερικής παραιτήσεως κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, πέντε ισχυρισμούς, εκ των οποίων ο πρώτος αντλείται από το ότι η φερόμενη παράβαση όσον αφορά τη γαλλική αγορά του αερίου δεν αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμον και από το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει συναφώς πλημμελή αιτιολογία, ο δεύτερος από εσφαλμένη εκτίμηση της διάρκειας της παραβάσεως, ο τρίτος από εσφαλμένη εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, ο τέταρτος από εσφαλμένη εκτίμηση της ανάγκης εφαρμογής ποσοστού επιπρόσθετου ποσού ύψους 15 % και ο πέμπτος από εσφαλμένη εκτίμηση των ελαφρυντικών περιστάσεων.

 Επί του πρώτου ισχυρισμού, που αντλείται από το ότι η φερόμενη παράβαση όσον αφορά τη γαλλική αγορά του αερίου δεν αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμον και από το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει συναφώς πλημμελή αιτιολογία

403    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη παραβάσεως όσον αφορά τη γαλλική αγορά του αερίου και δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει συναφώς πλημμελή αιτιολογία, το πρόστιμο που της επιβλήθηκε πρέπει να μειωθεί κατά το ποσοστό που αντιστοιχεί στις πωλήσεις της στη Γαλλία.

404    Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σε σχέση με την απόδειξη της υπάρξεως παραβάσεως όσον αφορά τη γαλλική αγορά του αερίου και τη σχετική αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως απορρίφθηκαν στο πλαίσιο της εξετάσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως, και ότι ο υπό κρίση ισχυρισμός δεν παρουσιάζει αυτοτέλεια έναντι των εν λόγω επιχειρημάτων.

405    Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι κανένας άλλος λόγος δεν δικαιολογεί την εκ μέρους του χρήση της εξουσίας μεταρρυθμίσεως που διαθέτει όσον αφορά το ύψος του προστίμου υπό το πρίσμα της υπάρξεως της παραβάσεως στη γαλλική αγορά.

406    Επομένως, ο πρώτος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου ισχυρισμού, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση της διάρκειας της παραβάσεως

407    Με τον υπό κρίση ισχυρισμό, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εκτίμησε εσφαλμένως τη διάρκεια της παραβάσεως. Κατά την προσφεύγουσα, δεν υπήρχε παράβαση πριν τον Αύγουστο του 2000 στη Γερμανία και πριν τον Ιανουάριο του 2003 στη Γαλλία. Ακόμη, δεν υπήρξε συνέχιση της παραβάσεως μετά τον Αύγουστο του 2004 στη Γαλλία και στη Γερμανία ή, επικουρικώς, μετά τον Αύγουστο του 2004 στη Γαλλία. Η προσφεύγουσα φρονεί ότι πρέπει να μειωθούν αναλόγως η διάρκεια και η αξία των πωλήσεων που συνδέονται με τη φερόμενη παράβαση και να επέλθει και αντίστοιχη μείωση του προστίμου.

408    Συναφώς, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, όπως προκύπτει από την εξέταση του τρίτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η επίμαχη παράβαση συνεχίστηκε μετά τις 10 Αυγούστου 2004, και μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2005, στο μέτρο που αφορά τη γαλλική αγορά του αερίου. Είναι επομένως σκόπιμο να μειώσει το Γενικό Δικαστήριο, κάνοντας χρήση της εξουσίας μεταρρυθμίσεως που διαθέτει, το επιβληθέν στην προσφεύγουσα πρόστιμο, ώστε να λάβει υπόψη τη διάρκεια της παραβάσεως στην εν λόγω αγορά. Οι συγκεκριμένες συνέπειες της ασκήσεως της εξουσίας αυτής θα διευκρινισθούν στις σκέψεις 458 έως 466 κατωτέρω.

409    Κατόπιν, από τη στιγμή που τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας προς απόδειξη του ότι, αφενός, καμία παράβαση δεν μπορούσε να διαπιστωθεί στη γερμανική αγορά πριν τον Αύγουστο του 2000 και στη γαλλική αγορά πριν τον Ιανουάριο του 2003 και, αφετέρου, ότι καμία παράβαση δεν μπορούσε να διαπιστωθεί μετά τον Αύγουστο του 2004 στη γερμανική αγορά απορρίφθηκαν στο πλαίσιο της εξετάσεως των λόγων ακυρώσεως, ο υπό κρίση ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί, στο μέτρο που αφορά τα εν λόγω επιχειρήματα, δεδομένου ότι ότι δεν παρουσιάζει, κατά το μέτρο αυτό, καμία αυτοτέλεια έναντι των εν λόγω επιχειρημάτων.

410    Τέλος, είναι απορριπτέο το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε με το σκεπτικό ότι η Επιτροπή δεν κατέδειξε τον λόγο για τον οποίο η συλλογιστική που την οδήγησε να λάβει υπόψη μόνο το χρονικό διάστημα μετά τον Απρίλιο του 1998 για να υπολογίσει το πρόστιμο σε σχέση με τη γερμανική αγορά (ενώ η παράβαση είχε αρχίσει από την 1η Ιανουαρίου 1980), δεν μπορούσε να ισχύσει για το διάστημα μεταξύ του τέλους Απριλίου 1998 και του Αυγούστου του 2000, παρά την έλλειψη ΠΤ κατά το διάστημα εκείνο. Ειδικότερα, στην αιτιολογική σκέψη 372 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε, όσον αφορά την περίοδο από το 1998 έως το 2000, ότι, με την κατάργηση, στις 24 Απριλίου 1998, της εξαιρέσεως από το δίκαιο του ανταγωνισμού η οποία ίσχυε για τις συμφωνίες οριοθετήσεως, ο Γερμανός νομοθέτης όρισε ότι ο τομέας του αερίου θα ήταν ανοικτός στον ανταγωνισμό από την ημερομηνία αυτή και στο εξής. Ακόμη, στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως, κανένα στοιχείο δεν παρέσχε τη δυνατότητα να συναχθεί ότι κακώς η Επιτροπή θεώρησε ότι υφίστατο στη Γερμανία δυνητικός ανταγωνισμός μετά το 1998.

411    Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι κανένας λόγος δεν δικαιολογεί την εκ μέρους του χρήση της εξουσίας μεταρρυθμίσεως που διαθέτει, όπως υποδεικνύει η προσφεύγουσα, όσον αφορά το ύψος του προστίμου βάσει της διάρκειας της παραβάσεως, πέραν των συνεπειών που αναφέρθηκαν στη σκέψη 408 ανωτέρω.

412    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, με εξαίρεση το μέρος που αφορά τη λήξη της παραβάσεως στη γαλλική αγορά, ο υπό κρίση ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου ισχυρισμού, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως

413    Με τον υπό κρίση ισχυρισμό, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω πλάνης και παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας όσον αφορά τον καθορισμό της σοβαρότητας της παραβάσεως. Επικαλούμενη τη φύση καθώς και τη μη εφαρμογή και την απουσία αποτελεσμάτων της παραβάσεως, υποστηρίζει ότι το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων το οποίο έλαβε υπόψη της η Επιτροπή για να καθορίσει το βασικό ποσό του προστίμου, ειδικότερα το 15 %, είναι υπερβολικό και πρέπει να μειωθεί από το Γενικό Δικαστήριο.

414    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, το ύψος των προστίμων πρέπει να κλιμακώνεται αναλόγως των περιστάσεων υπό τις οποίες διαπράχθηκε η παράβαση και της σοβαρότητάς της και ότι η εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, προς τον σκοπό του καθορισμού του ύψους του προστίμου, πρέπει να γίνεται λαμβανομένης ιδίως υπόψη της φύσεως των περιορισμών που η παράβαση συνεπάγεται για τον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Φεβρουαρίου 1994, T‑39/92 και T‑40/92, CB και Europay κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑49, σκέψη 143 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

415    Έτσι, για να εκτιμήσει τη σοβαρότητα των παραβάσεων των κανόνων περί ανταγωνισμού που προσάπτονται σε επιχείρηση, προκειμένου να καθορίσει το ανάλογο ύψος του προστίμου, η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει υπόψη την ιδιαιτέρως μακρά διάρκεια ορισμένων παραβάσεων, τον αριθμό και την ποικιλία των παραβάσεων, οι οποίες αφορούσαν το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των προϊόντων της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως, ορισμένες δε εξ αυτών επηρέασαν όλα τα κράτη μέλη, την ιδιαίτερη σοβαρότητα παραβάσεων που εντάσσονται σε προμελετημένη και παρουσιάζουσα εσωτερική συνοχή στρατηγική, η οποία αποσκοπεί, με διάφορες πρακτικές εξοβελισμού των ανταγωνιστών και με πολιτική δημιουργίας πιστών πελατών, στο να διατηρήσει τεχνητώς ή να ενισχύσει τη δεσπόζουσα θέση της επιχειρήσεως σε αγορές όπου ο ανταγωνισμός ήταν ήδη περιορισμένος, τα ιδιαιτέρως αρνητικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα των καταχρηστικών εκμεταλλεύσεων και το όφελος που άντλησε η επιχείρηση από τις παραβάσεις της (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Οκτωβρίου 1994, T‑83/91, Tetra Pak κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑755, σκέψεις 240 και 241).

416    Δυνάμει των παραγράφων 19 και 21 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, το βασικό ποσό του προστίμου συνδέεται με ορισμένο ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων, το οποίο μπορεί να ανέλθει μέχρι το 30 % και το οποίο θα καθορίζεται σε συνάρτηση με τον βαθμό σοβαρότητας της παραβάσεως, πολλαπλασιαζόμενο με τον αριθμό των ετών της παραβάσεως. Ακόμη, κατά την παράγραφο 20 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, η εκτίμηση της σοβαρότητας γίνεται κατά περίπτωση για κάθε είδος παραβάσεως, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες της υποθέσεως.

417    Εν προκειμένω, για να καθορίσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως, η Επιτροπή έλαβε μεταξύ άλλων υπόψη, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 364 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το ότι οι συμφωνίες κατανομής αγορών αποτελούν, ως εκ της φύσεώς τους, ένα από τα σοβαρότερα είδη παραβάσεως των διατάξεων του άρθρου 81 ΕΚ, ότι οι επιχειρήσεις συνεννοήθηκαν για να καταρτίσουν, με τακτικές συναντήσεις, ένα μυστικό και θεσμικά οργανωμένο σχέδιο για τον περιορισμό του ανταγωνισμού στον τομέα του αερίου, ότι η συμφωνία και οι εναρμονισμένες πρακτικές σχεδιάστηκαν, διευθύνονταν και ενθαρρύνονταν στα πλέον υψηλά κλιμάκια της κάθε επιχειρήσεως και εφαρμόσθηκαν αποκλειστικά προς το συμφέρον των επιχειρήσεων αυτών και εις βάρος των πελατών τους και, σε τελική ανάλυση, των τελικών καταναλωτών, καθώς και ότι η παράβαση κάλυπτε το αέριο που μεταφερόταν προς τη Γαλλία και τη Γερμανία μέσω του αγωγού MEGAL, ήτοι σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς. Η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 365 της εν λόγω αποφάσεως, ότι έπρεπε να εφαρμοσθεί ποσοστό ίσο με το 15 % των οικείων πωλήσεων, δεδομένης της φύσεως της παραβάσεως.

418    Κανένα από τα στοιχεία που προβλήθηκαν από την προσφεύγουσα δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την ως άνω εκτίμηση.

419    Ειδικότερα, η εξέταση των λόγων ακυρώσεως δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση τη συμμετοχή των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, η οποία διαπιστώθηκε στην αιτιολογική σκέψη 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε σύνθετη, ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, έχουσα ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην εθνική αγορά της καθεμίας, και συνεπαγόμενη, ειδικότερα, την κατανομή αγορών και την ανταλλαγή απόρρητων πληροφοριών σχετικά με την προμήθεια φυσικού αερίου μεταφερόμενου μέσω του αγωγού MEGAL. Συναφώς, επισημαίνεται ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας περί της φύσεως της παραβάσεως κατά τα οποία, αφενός, τα συνοδευτικά έγγραφα δεν αποτελούσαν σαφή περίπτωση οριζόντιας συμφωνίας κατανομής αγορών, αλλά ενέπιπταν το πολύ στην κατηγορία της ρήτρας προορισμού και, αφετέρου, από τις συναντήσεις και λοιπές επαφές μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, έστω και εξεταζόμενες ανεξάρτητα από τα συνοδευτικά έγγραφα, δεν προέκυπτε κάποιος από τους σοβαρότερους περιορισμούς του ανταγωνισμού, απορρίφθηκαν στο πλαίσιο της εξετάσεως των λόγων ακυρώσεως (βλ., ιδίως, σκέψεις 243 έως 258 και 341 ανωτέρω). Άλλωστε, η νομική υπηρεσία της προσφεύγουσας δέχθηκε, στις από 9 και 17 Φεβρουαρίου 2000 ηλεκτρονικές επιστολές της, ότι το έγγραφο Direktion G ισοδυναμούσε με μια τεράστια «κατανομή αγορών», πράγμα που αποδεικνύει ότι η προσφεύγουσα είχε πλήρη επίγνωση του αντιβαίνοντος στον ανταγωνισμό χαρακτήρα του εγγράφου αυτού.

420    Μια τέτοια όμως καταφανής παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού είναι, ως εκ της φύσεώς της, ιδιαιτέρως σοβαρή. Η παραβίαση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τους πλέον θεμελιώδεις σκοπούς της Ένωσης και, ειδικότερα, με την υλοποίηση της ενιαίας αγοράς (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Απριλίου 1993, T‑9/92, Peugeot κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑493, σκέψη 42). Τούτο επιβεβαιώνεται από την παράγραφο 23 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, στην οποία διευκρινίζεται ότι οι οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού τιμών, κατανομής αγορών και περιορισμού της παραγωγής, που είναι κατά κανόνα μυστικές, είναι, από την ίδια τη φύση τους, μεταξύ των πλέον επιζήμιων περιορισμών του ανταγωνισμού.

421    Στην παράγραφο 23 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 αναφέρεται επίσης ότι, ως ζήτημα πολιτικής, οι συμφωνίες αυτές θα τιμωρούνται με βαριά πρόστιμα και ότι, ως εκ τούτου, το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που θα λαμβάνεται υπόψη για τέτοιου είδους παραβάσεις κατά κανόνα θα ορίζεται στα υψηλότερα όρια της κλίμακας η οποία κινείται, σύμφωνα με την παράγραφο 21 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, μεταξύ 0 και 30 %.

422    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ορθώς εκτίμησε η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι έπρεπε να εφαρμοσθεί ποσοστό ίσο με το 15 % των οικείων πωλήσεων δεδομένης της φύσεως της παραβάσεως.

423    Είναι επίσης απορριπτέα τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με την εφαρμογή και τα αποτελέσματα της παραβάσεως, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 23 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, η Επιτροπή μπορούσε να καθορίσει ένα ποσό με μόνο κριτήριο τη φύση της παραβάσεως. Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά, αφενός, την εφαρμογή, από την αιτιολογική σκέψη 228 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις εφάρμοσαν επί πολλά έτη την επίμαχη συμφωνία καθώς και εναρμονισμένη πρακτική, διαπίστωση η οποία δεν αναιρέθηκε κατά την εξέταση του αιτήματος περί ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεως. Όσον αφορά, αφετέρου, τα αποτελέσματα της παραβάσεως στην αγορά, η Επιτροπή εκτίμησε, στην ίδια αιτιολογική σκέψη, ότι δεδομένου ότι είχαν εφαρμοσθεί, μπορούσε να συναχθεί το τεκμήριο ότι οι συμπαιγνίες παρήγαγαν εν συνεχεία συγκεκριμένα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα στην αγορά, υπό την έννοια ότι η παράβαση ενίσχυσε τα μονοπώλια τα οποία υπήρχαν πριν την απελευθέρωση και καθυστέρησε τα αποτελέσματα της απελευθερώσεως.

424    Τέλος, κανένα άλλο στοιχείο δεν δικαιολογεί την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου χρήση της εξουσίας μεταρρυθμίσεως που διαθέτει όσον αφορά το ύψος του προστίμου με βάση τη σοβαρότητα της παραβάσεως.

425    Εξ αυτού συνάγεται ότι ο τρίτος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου ισχυρισμού, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση της ανάγκης για εφαρμογή ενός ποσοστού επιπρόσθετου ποσού ύψους 15 %

426    Με τον υπό κρίση ισχυρισμό, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να επιβάλει ποσοστό επιπρόσθετου ποσού ύψους 15 % με το σκεπτικό ότι οι συμφωνίες κατανομής αγορών δικαιολογούν γενικώς, ως εκ της φύσεώς τους, την εφαρμογή ποσοστού επιπρόσθετου ποσού ύψους τουλάχιστον 15 %.

427    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά την επιμέτρηση των προστίμων, η παράγραφος 25 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 προβλέπει ότι, ανεξαρτήτως της διάρκειας της συμμετοχής μιας επιχειρήσεως στην παράβαση, η Επιτροπή περιλαμβάνει στο βασικό ποσό ένα ποσό που κυμαίνεται μεταξύ 15 % και 25 % της αξίας των πωλήσεων, προκειμένου να αποτρέπονται οι επιχειρήσεις από το να εισέρχονται σε οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού των τιμών, κατανομής της αγοράς και περιορισμού της παραγωγής. Η Επιτροπή μπορεί επίσης να επιβάλει τέτοιο επιπρόσθετο ποσό και σε περιπτώσεις άλλων παραβάσεων.

428    Για τον καθορισμό του ποσοστού επί της αξίας των πωλήσεων που θα ληφθεί υπόψη σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, το εν λόγω σημείο διευκρινίζει ότι η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της διάφορους παράγοντες και ιδίως εκείνους που προβλέπονται στην παράγραφο 22 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, ήτοι το είδος της παραβάσεως, το συνολικό μερίδιο αγοράς όλων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, τη γεωγραφική έκταση της παραβάσεως και το εάν η παράνομη συμπεριφορά έχει εκδηλωθεί στην πράξη ή όχι.

429    Εν προκειμένω, η Επιτροπή υπογράμμισε, στην αιτιολογική σκέψη 375 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι συμφωνίες κατανομής αγορών δικαιολογούν γενικώς, ως εκ της φύσεώς τους, την εφαρμογή ποσοστού επιπρόσθετου ποσού ύψους τουλάχιστον 15 % και ότι, εν προκειμένω, δεν ήταν απαραίτητη η εφαρμογή ποσοστού επιπρόσθετου ποσού άνω του 15 %. Η ως άνω εκτίμηση πρέπει να επικυρωθεί.

430    Ειδικότερα, υπενθυμίζεται ότι ορθώς εκτίμησε η Επιτροπή ότι οι εν λόγω συμπεριφορές συνιστούσαν οριζόντια συμφωνία κατανομής αγορών (βλ., ιδίως, σκέψη 419 ανωτέρω), εφόσον δεν συνιστούν ρήτρα εδαφικού περιορισμού, την οποία δεν έχει χαρακτηρίσει ως επίμεμπτη η Επιτροπή παρά μόνο προσφάτως, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα (βλ., ιδίως, σκέψεις 341 και 393 ανωτέρω). Γι’ αυτό το είδος παραβάσεως, οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 προβλέπουν όμως την προσθήκη στο βασικό ποσό του προστίμου ενός ποσού που κυμαίνεται μεταξύ 15 και 25 % της αξίας των πωλήσεων. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα καθόσον επέβαλε ποσοστό επιπρόσθετου ποσού ύψους 15 %.

431    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η επίμαχη παράβαση δεν έχει οριζόντιο χαρακτήρα, διαπιστώνεται ότι η παράγραφος 25 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να εφαρμόσει επιπρόσθετο ποσό και για άλλες παραβάσεις πέραν των παραβάσεων αυτού του τύπου.

432    Επίσης απορριπτέα είναι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας ότι θα αντέβαινε στις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας το να επικυρώνεται ένα τέτοιο επιπρόσθετο ποσό, ενώ υποθέσεις παρόμοιας φύσεως περατώθηκαν χωρίς να εκδοθεί επίσημη απόφαση. Ειδικότερα, σε αντίθεση με την προκειμένη περίπτωση, στις υποθέσεις τις οποίες επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα η Επιτροπή δεν διαπίστωσε την ύπαρξη παραβάσεως. Κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να επιβάλει κύρωση και να εφαρμόσει ένα τέτοιο επιπρόσθετο ποσό. Επιπλέον, οι υποθέσεις τις οποίες επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα αφορούσαν, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 389 ανωτέρω, περιορισμούς με κάθετο και όχι με οριζόντιο χαρακτήρα όπως εν προκειμένω.

433    Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι κανένας άλλος λόγος δεν δικαιολογεί την εκ μέρους του χρήση της εξουσίας μεταρρυθμίσεως που διαθέτει όσον αφορά το ύψος του προστίμου με βάση το ποσοστό επιπρόσθετου ποσού που εφαρμόσθηκε.

434    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο τέταρτος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου ισχυρισμού, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των ελαφρυντικών περιστάσεων

435    Με τον υπό κρίση ισχυρισμό, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα καθόσον δεν της αναγνώρισε ελαφρυντικές περιστάσεις λόγω του γεγονότος, αφενός, ότι είχε μειωμένη συμμετοχή στην επίμαχη παράβαση και, αφετέρου, ότι η συμπεριφορά της επιτράπηκε ή ενθαρρύνθηκε από τις δημόσιες αρχές ή από τη νομοθεσία.

436    Συναφώς, επισημαίνεται ότι από την παράγραφο 29 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 προκύπτει ότι το βασικό ποσό του προστίμου θα μπορεί να μειωθεί ιδίως όταν η αντιβαίνουσα στον ανταγωνισμό συμπεριφορά επιτράπηκε ή ενθαρρύνθηκε από τις δημόσιες αρχές ή με νομοθετικά μέτρα, ή όταν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση αποδεικνύει ότι η συμμετοχή της στην παράβαση είναι ιδιαίτερα περιορισμένη και, κατά συνέπεια ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία συμμετείχε στη συμφωνία από την οποία προέκυψε η εν λόγω παράβαση, απείχε κατ’ ουσίαν από την εφαρμογή αυτής, ακολουθώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά.

437    Κατά πρώτον, όσον αφορά την ελαφρυντική περίσταση λόγω μειωμένης συμμετοχής στην επίμαχη παράβαση, η Επιτροπή εκτίμησε, στην αιτιολογική σκέψη 383 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία διέψευδαν την άποψη των εμπλεκομένων επιχειρήσεων ότι δεν είχε γίνει εφαρμογή της συμφωνίας κατανομής αγορών και των εναρμονισμένων πρακτικών.

438    Η προσφεύγουσα αντιτείνει όμως ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη τα στοιχεία που αποδείκνυαν ότι είχε υιοθετήσει ανταγωνιστική συμπεριφορά.

439    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, για να της αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση που αφορά μειωμένη συμμετοχή στην επίμαχη παράβαση, η προσφεύγουσα οφείλει να αποδείξει ότι, κατά την περίοδο κατά την οποία συμμετείχε στη συμφωνία από την οποία προέκυψε η εν λόγω παράβαση, απέφυγε πράγματι να την εφαρμόσει υιοθετώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά ή, τουλάχιστον, ότι παρέβη σαφώς και σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις που αποσκοπούσαν στην εφαρμογή της εν λόγω συμπράξεως, μέχρι σημείου ώστε να διαταράξει την ίδια τη λειτουργία της συμπράξεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2006, T‑26/02, Daiichi Pharmaceutical κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑713, σκέψη 113). Οφείλει δηλαδή να αποδείξει ότι δεν εφάρμοσε τις επίδικες συμφωνίες, έχοντας συναφώς συμπεριφορά στην αγορά ικανή να αντιστρατευθεί τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα της διαπιστωθείσας παραβάσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Απριλίου 2007, T‑109/02, T‑118/02, T‑122/02, T‑125/02, T‑126/02, T‑128/02, T‑129/02, T‑132/02 και T‑136/02, Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑947, σκέψη 629).

440    Διαπιστώνεται όμως ότι τα προβληθέντα από την προσφεύγουσα στοιχεία δεν αποδεικνύουν τέτοια συμπεριφορά.

441    Ειδικότερα, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι μια επιχείρηση η οποία, παρά τη συνεννόηση με τους ανταγωνιστές της, ακολουθεί, κατά το μάλλον ή ήττον, ανεξάρτητη πολιτική στην αγορά ενδέχεται απλώς να επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τη σύμπραξη προς όφελός της (απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑308/94, Cascades κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑925, σκέψη 230). Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το γεγονός ότι η Επιτροπή δέχθηκε ότι η προσφεύγουσα είχε επιχειρήσει να παρακάμψει τον επίμαχο περιορισμό δεν αποδεικνύει συμπεριφορά στην αγορά ικανή να αντιστρατευθεί τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα της διαπιστωθείσας παραβάσεως. Το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε αντίφαση καθόσον δέχθηκε ότι η προσφεύγουσα είχε επιχειρήσει να παρακάμψει τον επίμαχο περιορισμό πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθεί.

442    Δεύτερον, κανένα από τα στοιχεία τα οποία προέβαλε η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει σημαντικά μειωμένη συμμετοχή στην επίμαχη παράβαση ή ύπαρξη συμπεριφοράς στην αγορά ικανής να αντιστρατευθεί τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα της εν λόγω παραβάσεως. Ειδικότερα, λόγω των χαρακτηριστικών τους, που υπενθυμίζονται στις σκέψεις 194 και 333 ανωτέρω, και ιδίως του γεγονότος ότι ξεκίνησαν μόλις τον Οκτώβριο του 2004, του περιορισμένου όγκου τους και του γεγονότος ότι δεν αντιστοιχούν σε όγκους σημαντικά μεγαλύτερους εκείνων που είχαν αποκτηθεί στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου, οι πωλήσεις αερίου τις οποίες πραγματοποίησε η προσφεύγουσα από τον αγωγό MEGAL δεν είναι ικανές να παράσχουν τέτοια απόδειξη. Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα μετέσχε ελεύθερα στο πρόγραμμα αποδεσμεύσεως αερίου δεν ασκεί επιρροή στις εκτιμήσεις αυτές, όπως προκύπτει από τη σκέψη 335 ανωτέρω. Ομοίως, η ύπαρξη προσφορών, δραστηριότητας αναζητήσεως πελατείας ή αιτήσεων παροχής προσβάσεως στο δίκτυο δεν είναι, αυτή καθεαυτή, ικανή να αποδείξει την ύπαρξη ανταγωνιστικής συμπεριφοράς, από τη στιγμή που δεν συνεπαγόταν ουσιώδεις πωλήσεις αερίου από τον αγωγό MEGAL, και ιδίως πέραν των όγκων που αγοράζονταν στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου. Επιπλέον, [απόρρητο], διαψεύδεται από το εσωτερικό της σημείωμα του Απριλίου του 2005 στο οποίο αναγνωρίζει ότι δεν πρέπει να δοθεί τόση βαρύτητα στην αντίληψη [απόρρητο] όσον αφορά το μερίδιό της στη γερμανική αγορά. Τέλος, όπως επισημάνθηκε, προκύπτει από έγγραφα στοιχεία του φακέλου, μεταξύ άλλων, ότι η προσφεύγουσα προτίθετο να διερευνήσει από κοινού με την E.ON λύσεις που θα επέτρεπαν λελογισμένο ανταγωνισμό ή ότι φοβόταν μήπως το ρωσικό αέριο έπεφτε ενδεχομένως σε λάθος χέρια και καθιστούσε δυνατό τον επιπλέον ανταγωνισμό γύρω από τον αγωγό MEGAL, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με μειωμένη συμμετοχή της προσφεύγουσας στη σύμπραξη. Επιπλέον, από κανένα στοιχείο δεν φαίνεται ότι η λειτουργία της συμπράξεως διαταράχθηκε από τις ενέργειες της προσφεύγουσας.

443    Τρίτον, εσφαλμένως υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι η Επιτροπή αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως. Ειδικότερα, εφόσον η Επιτροπή απέδειξε την ύπαρξη της επίμαχης παραβάσεως, απέκειτο στην προσφεύγουσα να αποδείξει, σύμφωνα με την παράγραφο 29 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, ότι η συμμετοχή της στην παράβαση ήταν σημαντικά μειωμένη και, ως εκ τούτου, ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία συμμετείχε στη συμφωνία από την οποία προέκυψε η εν λόγω παράβαση, απείχε κατ’ ουσίαν από την εφαρμογή αυτής, ακολουθώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά. Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από το ότι υποχρεούται να αποδείξει ότι η συμπεριφορά της είναι ικανή να αντιστρατευθεί τα αποτελέσματα συμπράξεως στην αγορά ενώ η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη των αποτελεσμάτων αυτών, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα, έστω και αν δεν υπεχρεούτο να αποδείξει τα αποτελέσματα της επίμαχης παραβάσεως, πράγμα που της επιτρέπει εξάλλου η νομολογία, η Επιτροπή εκτίμησε πάντως ότι, εφόσον είχε αποδειχθεί ότι οι θίγουσες τον ανταγωνισμό συμφωνίες και η εναρμονισμένη πρακτική εφαρμόσθηκαν επί πολλά έτη, μπορούσε κατά τεκμήριο να συναχθεί ότι οι συμπαιγνίες παρήγαγαν συγκεκριμένα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα στην αγορά, υπό την έννοια ότι η παράβαση ενίσχυσε τα μονοπώλια τα οποία υπήρχαν πριν την απελευθέρωση και καθυστέρησε τα αποτελέσματα της απελευθερώσεως.

444    Κατά δεύτερον, όσον αφορά την ελαφρυντική περίσταση λόγω του ότι η αντιβαίνουσα στον ανταγωνισμό συμπεριφορά επιτράπηκε ή ενθαρρύνθηκε από τις δημόσιες αρχές ή τη νομοθεσία, η Επιτροπή εκτίμησε, στην αιτιολογική σκέψη 384 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν μπορούσε να ισχύσει για την περίοδο που ακολούθησε την έναρξη της απελευθερώσεως της αγοράς, δεδομένου ότι, θεσπίζοντας και εφαρμόζοντας την πρώτη οδηγία για το αέριο, οι αρχές της Ένωσης και τα κράτη μέλη έδειξαν την πρόθεσή τους να καταστούν ανταγωνιστικοί στις αγορές του αερίου. H Επιτροπή προσθέτει ότι, μολονότι οι γαλλικές αρχές δεν τήρησαν την προθεσμία μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της ως άνω οδηγίας, δεν εμπόδισαν τον εφοδιασμό επιλέξιμων πελατών από νέους ανταγωνιστές από τις 10 Αυγούστου 2000, οπότε τούτο δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως μέτρο των γαλλικών αρχών το οποίο επιτρέπει ή ενθαρρύνει μια παράνομη συμφωνία κατανομής αγορών. Στην αιτιολογική σκέψη 385 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, εφόσον έπρεπε να θεωρηθεί ως δικαιολογημένη η διαπίστωση ότι οι δημόσιες αρχές επέτρεψαν ή ενθάρρυναν την παράβαση καθ’ όλη την περίοδο που προηγήθηκε της εκδόσεως της πρώτης οδηγίας για το αέριο, η διαπίστωση αυτή ελήφθη εν πάση περιπτώσει δεόντως υπόψη, στο μέτρο που η περίοδος της παραβάσεως που ελήφθη υπόψη για την επιμέτρηση των προστίμων δεν αρχίζει παρά τον Απρίλιο του 1998 για τη Γερμανία και στις 10 Αυγούστου 2000 για τη Γαλλία.

445    Συναφώς, η προσφεύγουσα αντιτείνει ότι η Επιτροπή όφειλε να δεχθεί ότι η συμπεριφορά της είχε επιτραπεί ή ενθαρρυνθεί από τις δημόσιες αρχές ή τη νομοθεσία.

446    Όσον αφορά, πρώτον, τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα περί του ότι η γερμανική και η γαλλική νομοθεσία επέτρεπαν, μέχρι την πραγματική μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της πρώτης οδηγίας για το αέριο, τη στεγανοποίηση των αγορών του αερίου, υπενθυμίζεται, ως προς τη Γερμανία, ότι το νομικό πλαίσιο δεν απέκλειε, όπως προκύπτει από την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως, την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού μετά τις 24 Απριλίου 1998.

447    Όσον αφορά τη Γαλλία, από τις σκέψεις 312 έως 323 ανωτέρω προκύπτει ότι όχι μόνο το γαλλικό νομικό πλαίσιο δεν ήταν πλέον δυνατόν, από τις 10 Αυγούστου 2000 και μετά, να επιτρέψει ή να ενθαρρύνει τη στεγανοποίηση της αγοράς, αλλά και ότι, επιπλέον, τα ληφθέντα στη Γαλλία μέτρα συνέβαλαν (σε περιορισμένο βέβαια βαθμό) στην άρση των φραγμών της αγοράς από την ως άνω ημερομηνία. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, παρά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι οι γαλλικές αρχές δεν παρεμπόδισαν τον εφοδιασμό πελατών από νέους ανταγωνιστές δεν ισοδυναμεί με το να αναγνωρίζεται η επίμαχη ελαφρυντική περίσταση μόνο στην περίπτωση που το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό καθεστώς επιβάλλεται (και όχι απλώς επιτρέπεται) από την εθνική νομοθεσία. Τούτο δείχνει πράγματι ότι οι γαλλικές αρχές δεν ήθελαν πλέον να αφήνουν να διαιωνίζεται η στεγανοποίηση της γαλλικής αγοράς και κατά συνέπεια δεν ήθελαν πλέον να την επιτρέπουν.

448    Επισημαίνεται ακόμη ότι, εν πάση περιπτώσει, ως δημόσια επιχείρηση, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να επικαλείται μετά τις 10 Αυγούστου 2000 την κατάσταση στη Γαλλία εφόσον περιλαμβάνεται μεταξύ των φορέων κατά των οποίων είναι αντιτάξιμες οι έχουσες άμεσα αποτελέσματα διατάξεις μιας οδηγίας, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 314 ανωτέρω. Παρά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η νομολογία αυτή δεν αποβλέπει στο να στερήσει από αυτήν, υπό την ιδιότητά της ως δημόσιας επιχειρήσεως, τη δυνατότητα να επικαλείται την επίμαχη ελαφρυντική περίσταση, αλλά αποδεικνύει ότι, υπ’ αυτή την ιδιότητα, δεν μπορούσε να εκδηλώνει συμπεριφορά αντίθετη προς τον σκοπό της οδηγίας και ότι συνεπώς το γαλλικό νομικό πλαίσιο δεν επέτρεπε ούτε ενθάρρυνε την επίμαχη εν προκειμένω συμπεριφορά.

449    Όσον αφορά τις προσφυγές λόγω παραβάσεως τις οποίες άσκησε η Επιτροπή κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας στις υποθέσεις C‑159/94 έως C‑259/01, δεν μπορεί να συναχθεί από αυτές ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε αντιφάσεις με το να μην αναγνωρίσει στην προσφεύγουσα την επίμαχη εν προκειμένω ελαφρυντική περίσταση. Ειδικότερα, από τις ανωτέρω προσφυγές δεν μπορεί να συναχθεί ότι το γαλλικό νομικό πλαίσιο επέτρεπε ή ενθάρρυνε την επίμαχη εν προκειμένω συμφωνία, αλλά, το πολύ, ότι η Επιτροπή εκτιμούσε ότι οι γαλλικές αρχές είχαν παραβεί τις υποχρεώσεις τους από τα άρθρα 30, 34 και 37 της Συνθήκης ΕΚ καθιερώνοντας αποκλειστικά δικαιώματα εισαγωγής και εξαγωγής για το αέριο και τον ηλεκτρισμό, όσον αφορά την πρώτη υπόθεση, ή τις υποχρεώσεις τους από την πρώτη οδηγία για το αέριο, μη εφαρμόζοντας ορθώς την οδηγία αυτή, όσον αφορά τη δεύτερη υπόθεση. Άλλωστε, η προσφυγή στην υπόθεση C‑159/94 δεν έγινε δεκτή. Τέλος, δεν μπορεί να συναχθεί, από τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι το γερμανικό κανονιστικό πλαίσιο δεν επέτρεπε τον πραγματικό ανταγωνισμό από αλλοδαπούς νεοεισερχόμενους φορείς, ότι το εν λόγω πλαίσιο επέτρεπε ή ενθάρρυνε την αντιβαίνουσα στον ανταγωνισμό συμπεριφορά.

450    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να θεωρηθεί ότι η επίμαχη αντιβαίνουσα στον ανταγωνισμό συμπεριφορά δεν επιτράπηκε ούτε ενθαρρύνθηκε από τις δημόσιες αρχές ή τη νομοθεσία.

451    Όσον αφορά, δεύτερον, το γεγονός ότι ο τομέας του αερίου ευρισκόταν σε φάση απελευθερώσεως κατά την περίοδο της παραβάσεως και ότι υφίστατο αβεβαιότητα ως προς τους εφαρμοστέους κανόνες, αρκεί η επισήμανση ότι τούτο ουδόλως αποδεικνύει ότι η αντιβαίνουσα στον ανταγωνισμό συμπεριφορά επιτράπηκε ή ενθαρρύνθηκε από τις δημόσιες αρχές ή τη νομοθεσία. Μολονότι οι γερμανικές και οι γαλλικές αρχές είχαν αφήσει να παραμείνει σημαντική αβεβαιότητα στις επιχειρήσεις όσον αφορά τη νομιμότητα της συμπεριφοράς τους όχι μόνο πριν, αλλά και μετά την απελευθέρωση της αγοράς, το γεγονός αυτό δεν αποδεικνύει ότι επέτρεψαν ή ενθάρρυναν τις επίμαχες εν προκειμένω συμπεριφορές. Κακώς επομένως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι σε μια τέτοια διαπίστωση μπορεί να στηριχθεί η συνεκτίμηση, ως ελαφρυντικής περιστάσεως, του αντικτύπου του κανονιστικού πλαισίου στην επιμέτρηση του προστίμου.

452    Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, με την επιχειρηματολογία της, η προσφεύγουσα θέλει να υποστηρίξει ότι, δεδομένου του πλαισίου της απελευθερώσεως και της εξ αυτής απορρέουσας αβεβαιότητας, διέπραξε την παράβαση εξ αμελείας, αρκεί η επισήμανση ότι οι από 9 και 17 Φεβρουαρίου 2000 ηλεκτρονικές επιστολές της νομικής της υπηρεσίας αποδεικνύουν σαφώς ότι η προσφεύγουσα είχε επίγνωση του παραβατικού χαρακτήρα τουλάχιστον του εγγράφου Direktion G.

453    Τέλος, είναι απορριπτέο το επιχείρημα της προσφεύγουσας το οποίο θεμελιώνεται στην απόφαση C (2004) 4030 τελικό, της 20ής Οκτωβρίου 2004 σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 [ΕΚ] (Υπόθεση COMP/C.38.238/B.2 — Ακατέργαστος καπνός — Ισπανία). Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από τις εκτιμήσεις στις οποίες προέβη προηγουμένως (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑125/07 P, C‑133/07 P, C‑135/07 P, Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8681, σκέψη 123 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και, εν πάση περιπτώσει, η κατάσταση των Ισπανών παραγωγών καπνών δεν μπορεί να συγκριθεί με την κατάσταση επιχειρήσεων του μεγέθους των εμπλεκομένων εν προκειμένω επιχειρήσεων, που αποτελούν κύριους συντελεστές στην ευρωπαϊκή αγορά του αερίου και τελούσαν σε καθεστώς ολιγοπωλίου κατά τον κρίσιμο χρόνο των πραγματικών περιστατικών.

454    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, κανένα στοιχείο δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα με το να μη δεχθεί την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων.

455    Επιπλέον, κανένα άλλο στοιχείο δεν δικαιολογεί την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου χρήση της εξουσίας μεταρρυθμίσεως που διαθέτει όσον αφορά το ύψος του προστίμου με βάση ελαφρυντικές περιστάσεις.

456    Πρέπει επομένως να απορριφθεί ο πέμπτος ισχυρισμός καθώς και, κατά συνέπεια, όλοι οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν προς στήριξη του αιτήματος περί μειώσεως του προστίμου, με την εξαίρεση του δεύτερου ισχυρισμού που γίνεται εν μέρει δεκτός, πράγμα που σημαίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο κάνει χρήση της εξουσίας μεταρρυθμίσεως που διαθέτει (βλ. σκέψη 408 ανωτέρω).

457    Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει κατά τα λοιπά ότι δεν συντρέχουν λόγοι δημοσίας τάξεως, τους οποίους οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 401 ανωτέρω, σκέψη 131), και βάσει των οποίων θα δικαιολογούνταν η χρήση, για τη μείωση του ύψους του προστίμου, της εξουσίας μεταρρυθμίσεως που διαθέτει.

 στ) Επί του καθορισμού του τελικού ποσού του προστίμου που επιβάλλεται στην προσφεύγουσα

458    Όπως προκύπτει από τη σκέψη 378 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η επίμαχη παράβαση συνεχίστηκε μετά τις 10 Αυγούστου 2004 και μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2005, κατά το μέτρο που αφορούσε τη γαλλική αγορά του αερίου.

459    Η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει κατά συνέπεια να μεταρρυθμιστεί προκειμένου να ληφθεί υπόψη, κατά τον καθορισμό του τελικού ποσού του προστίμου που επιβάλλεται στην προσφεύγουσα, η διάρκεια της παραβάσεως που διαπράχθηκε στη γαλλική αγορά, ειδικότερα από τις 10 Αυγούστου 2000 (βλ. σκέψη 323 ανωτέρω) έως τις 13 Αυγούστου 2004 (βλ. σκέψη 378 ανωτέρω).

460    Συναφώς, αν εφαρμοζόταν η μέθοδος την οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή για την επιμέτρηση του προστίμου, η οποία προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 358 έως 391 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι (αρχικό ποσοστό που εφαρμόζεται στον μέσο όρο των ετήσιων πωλήσεων στη Γαλλία x διάρκεια της παραβάσεως στη Γαλλία) + (ποσοστό επιπρόσθετου ποσού που εφαρμόζεται στον μέσο όρο των ετήσιων πωλήσεων στη Γαλλία) + (αρχικό ποσοστό που εφαρμόζεται στον μέσο όρο των ετήσιων πωλήσεων στη Γερμανία x διάρκεια της παραβάσεως στη Γερμανία) + (ποσοστό επιπρόσθετου ποσού που εφαρμόζεται στον μέσο όρο των ετήσιων πωλήσεων στη Γερμανία), χρησιμοποιώντας διορθωμένα στοιχεία όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως στη Γαλλία (4 έτη αντί για 5,5) και τον μέσο όρο των πωλήσεων που συνδέονται με την παράβαση στη γαλλική αγορά [απόρρητο] το πρόστιμο της προσφεύγουσας θα ανερχόταν σε 267 εκατομμύρια ευρώ [απόρρητο].

461    Υπενθυμίζεται όμως ότι η πλήρης δικαιοδοσία την οποία απονέμει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 229 ΕΚ, το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 στο Γενικό Δικαστήριο παρέχει σε αυτό την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, που του επιτρέπει μόνο να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως ή να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατά συνέπεια, να μεταρρυθμίζει την προσβαλλόμενη πράξη, έστω και χωρίς να την ακυρώνει, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις πραγματικές περιστάσεις, μεταβάλλοντας ιδίως το ύψος του επιβληθέντος προστίμου όταν το ζήτημα του ύψους αυτού έχει τεθεί στην κρίση του (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Φεβρουαρίου 2007, C‑3/06 P, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑1331, σκέψεις 61 και 62, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑534/07 P, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑7415, σκέψη 86 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

462    Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν δεσμεύεται ούτε από τους υπολογισμούς της Επιτροπής ούτε από τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής όταν αποφασίζει δυνάμει της πλήρους δικαιοδοσίας του (βλ., επ’ αυτού, απόφαση BASF και UCB κατά Επιτροπής, σκέψη 326 ανωτέρω, σκέψη 213 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), αλλά οφείλει να προβεί σε δική του εκτίμηση, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως.

463    Εν προκειμένω όμως, με την εφαρμογή της μεθόδου την οποία ακολούθησε η Επιτροπή για την επιμέτρηση του προστίμου, όπως αυτή περιγράφεται στη σκέψη 460 ανωτέρω, δεν λαμβάνονται υπόψη όλες οι κρίσιμες περιστάσεις.

464    Ειδικότερα, η εφαρμογή της ως άνω μεθόδου στα διορθωμένα στοιχεία όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως στη Γαλλία και τον μέσο όρο των πωλήσεων σε σχέση με την παράβαση στη γαλλική αγορά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου οδηγεί σε μείωση του προστίμου που επιβάλλεται στην προσφεύγουσα εξαιρετικά δυσανάλογη προς τη σχετική σημασία του διαπιστωθέντος σφάλματος. Ειδικότερα, ενώ το σφάλμα της Επιτροπής αφορά μόνο τη γαλλική αγορά και μόνο δωδεκάμισι μήνες από τα 5 έτη και τον ενάμιση μήνα που προσδιόρισε αρχικώς η Επιτροπή ως διάρκεια της παραβάσεως που διαπράχθηκε στην εν λόγω αγορά, η εφαρμογή της μεθόδου της Επιτροπής θα οδηγούσε σε μείωση του προστίμου υπερβαίνουσα το 50 %.

465    Περαιτέρω, η εφαρμογή της μεθόδου της Επιτροπής θα οδηγούσε, στο πλαίσιο της επιμετρήσεως του προστίμου, σε υποβάθμιση της σχετικής σημασίας της παραβάσεως που διαπράχθηκε στη γερμανική αγορά σε σχέση με την παράβαση που διαπράχθηκε στη γαλλική αγορά.

466    Κατά συνέπεια, μετά από ακρόαση των διαδίκων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, όσον αφορά τα συμπεράσματα που πρέπει ενδεχομένως να αντληθούν από τη μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως σε ό,τι αφορά την επιμέτρηση του προστίμου βάσει της διάρκειας της παραβάσεως στη γαλλική αγορά και κατόπιν των όσων έχουν εκτεθεί, και ιδίως των σκέψεων 464 και 465 ανωτέρω, πρέπει, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως και ιδίως της διάρκειας και της σοβαρότητας της επίμαχης παραβάσεως, να καθοριστεί το τελικό ποσό του προστίμου που επιβάλλεται στην προσφεύγουσα σε 320 εκατομμύρια ευρώ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

467    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εντούτοις, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Κανονισμού, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

468    Δεδομένου ότι κάθε διάδικος ηττήθηκε εν μέρει, πρέπει να αποφασισθεί ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 1 της αποφάσεως Ε(2009) 5355 τελικό της Επιτροπής, της 8ης Ιουλίου 2009, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 [ΕΚ] (Υπόθεση COMP/39.401 — E.ON/GDF), αφενός, κατά το μέτρο που διαπιστώνει ότι η παράβαση διήρκεσε τουλάχιστον από την 1η Ιανουαρίου 1980 έως τις 24 Απριλίου 1998 όσον αφορά τη Γερμανία και, αφετέρου, κατά το μέτρο που διαπιστώνει την ύπαρξη παραβάσεως που διαπράχθηκε στη Γαλλία μεταξύ 13ης Αυγούστου 2004 και 30ής Σεπτεμβρίου 2005.

2)      Καθορίζει το πρόστιμο που επιβάλλεται στην GDF Suez SA με το άρθρο 2, στοιχείο β΄, της αποφάσεως Ε(2009) 5355 τελικό σε 320 εκατομμύρια ευρώ.

3)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

4)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Παπασάββας

Vadapalas

O’Higgins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 29 Ιουνίου 2012.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Το νομικό πλαίσιο

1.  Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

2.  Τα εθνικά δίκαια

Γαλλικό δίκαιο

Γερμανικό δίκαιο

Ιστορικό της διαφοράς

1.  Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις

2.  Η συμφωνία MEGAL

3.  Διοικητική διαδικασία

Προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Α — Επί του αιτήματος περί μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

1.  Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πλάνη περί τα πράγματα και περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ όσον αφορά την ύπαρξη συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής πριν τον Αύγουστο του 2000

α) Επί του πρώτου σκέλους

β) Επί του δευτέρου σκέλους

–  Επί της πρώτης αιτιάσεως

–  Επί της δευτέρας αιτιάσεως

γ) Επί του τρίτου σκέλους

2.  Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πλάνη περί τα πράγματα και περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ όσον αφορά την ύπαρξη συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής μετά τον Αύγουστο του 2000

α) Επί του δευτέρου σκέλους

–  Επί της δευτέρας αιτιάσεως

–  Επί της τρίτης αιτιάσεως

–  Επί της πρώτης αιτιάσεως

β) Επί του τρίτου σκέλους

–  Επί της πρώτης αιτιάσεως

–  Επί της δευτέρας αιτιάσεως

γ) Επί του τετάρτου σκέλους

δ) Επί του πρώτου σκέλους

3.  Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πρόδηλη έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά την ύπαρξη συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής με σκοπό να περιοριστεί η χρησιμοποίηση στη Γαλλία από την E.ON του αερίου που μεταφερόταν μέσω του αγωγού MEGAL

α) Επί του πρώτου σκέλους

β) Επί του δευτέρου σκέλους

γ) Επί του τρίτου σκέλους

4.  Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πλάνη περί τα πράγματα και περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ όσον αφορά την ύπαρξη συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων μετά τον Αύγουστο του 2004

α) Επί του πρώτου σκέλους

–  Επί της πρώτης αιτιάσεως

–  Επί της δευτέρας αιτιάσεως

β) Επί του δευτέρου σκέλους

γ) Επί του τρίτου σκέλους

Β — Επί των αιτημάτων περί καταργήσεως ή μειώσεως του προστίμου

1.  Επί του αιτήματος περί καταργήσεως του προστίμου

2.  Επί του αιτήματος περί μειώσεως του προστίμου

α) Επί του πρώτου ισχυρισμού, που αντλείται από το ότι η φερόμενη παράβαση όσον αφορά τη γαλλική αγορά του αερίου δεν αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμον και από το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει συναφώς πλημμελή αιτιολογία

β) Επί του δευτέρου ισχυρισμού, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση της διάρκειας της παραβάσεως

γ) Επί του τρίτου ισχυρισμού, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως

δ) Επί του τετάρτου ισχυρισμού, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση της ανάγκης για εφαρμογή ενός ποσοστού επιπρόσθετου ποσού ύψους 15 %

ε) Επί του πέμπτου ισχυρισμού, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των ελαφρυντικών περιστάσεων

στ) Επί του καθορισμού του τελικού ποσού του προστίμου που επιβάλλεται στην προσφεύγουσα

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


1 –      —      Απόρρητα στοιχεία που δεν παρατίθενται.