Language of document : ECLI:EU:T:2005:304

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 8ης Σεπτεμβρίου 2005 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως − Κανονισμοί (ΕΚ) 864/2004 και 865/2004 − Καθεστώς στήριξης στον τομέα του ελαιόλαδου − Φυσικά και νομικά πρόσωπα − Ανυπαρξία ατομικού επηρεασμού − Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑287/04,

Lorte, SL, με έδρα τη Σεβίλλη (Ισπανία),

Oleo Unión, Federación empresarial de organizaciones de productores de aceite de oliva, με έδρα τη Σεβίλλη,

Unión de organizaciones de productores de aceite de oliva (Unaproliva), με έδρα τη Jaén (Ισπανία),

εκπροσωπούμενες από τον δικηγόρο R. Illescas Ortiz, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσες,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενου από την M. Balta και τον F. Gijón,

καθού,

που έχει ως αντικείμενο αίτημα μερικής ακυρώσεως του κανονισμού (ΕΚ) 864/2004 του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003 για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς, και για την προσαρμογή του λόγω της προσχώρησης της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λεττονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 161, σ. 48), καθώς και του κανονισμού (ΕΚ) 865/2004 του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την κοινή οργάνωση της αγοράς ελαιόλαδου και επιτραπέζιων ελιών και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 827/68 (ΕΕ L 161, σ. 97),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger, Πρόεδρο, J. Azizi και E. Cremona, δικαστές,

γραμματέας: H. Jung,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Νομικό πλαίσιο

1        Στις 22 Σεπτεμβρίου 1966, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό 136/66/ΕΟΚ, περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/002, σ. 33, στο εξής: βασικός κανονισμός). Ειδικότερα, με τον βασικό κανονισμό δημιουργήθηκε κοινή οργάνωση των αγορών ελαιολάδου έχουσα ως βάση ένα σύστημα τιμών παρεμβάσεως, συμβάσεων αποθεματοποιήσεως και ενισχύσεων στην παραγωγή και την κατανάλωση.

2        Στη συνέχεια, αυτοί οι συσταθέντες με τον βασικό κανονισμό μηχανισμοί τροποποιήθηκαν επανειλημμένως, ιδίως με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1915/87 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουλίου 1987 (ΕΕ L 183, σ. 7), με τον κανονισμό (ΕΚ) 1638/98 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998 (ΕΕ L 210, σ. 32) και με τον κανονισμό (ΕΚ) 1513/2001 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2001, με τον οποίο τροποποιήθηκε επίσης ο κανονισμός 1638/98, όσον αφορά την παράταση του καθεστώτος ενισχύσεων και τη στρατηγική για την ποιότητα του ελαιολάδου (ΕΕ L 201, σ. 4).

3        Οι τροποποιήσεις αυτές, που διαπνέονταν από τις αρχές της μεταρρύθμισης που είχε ξεκινήσει το 1992 στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ), σκοπούσαν, κατ’ ουσία, στην αντικατάσταση του καθεστώτος στηρίξεως των τιμών και της παραγωγής από ένα καθεστώς στηρίξεως των εισοδημάτων των γεωργών. Η μεταρρύθμιση αυτή κατέληξε, όσον αφορά ορισμένα γεωργικά προϊόντα, στην έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 2019/93, (ΕΚ) 1452/2001, (ΕΚ) 1453/2001, (ΕΚ) 1454/2001, (ΕΚ) 1868/94, (ΕΚ) 1251/1999, (ΕΚ) 1254/1999, (ΕΚ) 1673/2000, (ΕΟΚ) 2358/71 και (ΕΚ) 2529/2001 (ΕΕ L 270, σ. 1).

4        Ομοίως, για την προσαρμογή των κοινών οργανώσεων αγορών στους τομείς του ελαιολάδου, του ακατέργαστου καπνού, του λυκίσκου και του βάμβακος στη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ, το Συμβούλιο εξέδωσε, στις 29 Απριλίου 2004, τον κανονισμό (ΕΚ) 864/2004, για την τροποποίηση του κανονισμού 1782/2003 και για την προσαρμογή του λόγω της προσχώρησης της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λεττονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (διορθωτικό κείμενο ΕΕ L 206, σ. 20). Την ίδια ημέρα, το Συμβούλιο εξέδωσε επίσης τον κανονισμό (ΕΚ) 865/2004, σχετικά με την κοινή οργάνωση της αγοράς ελαιόλαδου και επιτραπέζιων ελιών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 827/68 (διορθωτικό κείμενο ΕΕ L 206, σ. 37) (στο εξής: προσβαλλόμενοι κανονισμοί).

5        Με τον κανονισμό 864/2004 καταργήθηκε το παλαιό καθεστώς ενισχύσεων στην παραγωγή ελαιολάδου προκειμένου να εισαχθεί ένα σύστημα γνωστό ως «ενιαία ενίσχυση» ή «αποσυνδεδεμένη ενίσχυση», δηλαδή ενίσχυση μη συνδεόμενη με την πράγματι παραχθείσα ποσότητα ελαιολάδου. Ωστόσο, όσον αφορά ορισμένες κατηγορίες παραγωγής, διατηρήθηκε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις και εντός ορισμένων ορίων, ένα καθεστώς ενισχύσεων γνωστό ως «συνδεδεμένο» ή σχετιζόμενο με την παραγωγή.

6        Όσον αφορά το ελαιόλαδο, το άρθρο 1, σημείο 7, του κανονισμού 864/2004 τροποποίησε το άρθρο 37, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003, προβλέποντας ως ποσό αναφοράς για τον υπολογισμό του ποσού της αποσυνδεδεμένης ενισχύσεως «τον τετραετή μέσο όρο των συνολικών ποσών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στον γεωργό δυνάμει του καθεστώτος στήριξης του ελαιολάδου που αναφέρεται στο παράρτημα VI [του κανονισμού 1782/2003], υπολογιζόμενο και προσαρμοσμένο σύμφωνα με το παράρτημα VII [του κανονισμού 1782/2003], κατά τις περιόδους εμπορίας 1999/2000, 2000/2001, 2001/2002 και 2002/2003».

7        Επιπλέον, το άρθρο 1, σημείο 11, του κανονισμού 864/2004 τροποποίησε το άρθρο 44, παράγραφος 2, του κανονισμού 1782/2003 ορίζοντας ως επιλέξιμο εκτάριο για τη χορήγηση της αποσυνδεδεμένης ενισχύσεως κάθε έκταση φυτεμένη με ελαιόδενδρα πριν από την 1η Μαΐου 1998, με εξαίρεση όσον αφορά την Κύπρο και τη Μάλτα κάθε έκταση καλυμμένη από ελαιόδενδρα που αντικαθιστούν τα υφιστάμενα ή κάθε φυτεία ελαιοδένδρων που έχουν φυτευθεί στο πλαίσιο εγκριθέντων προγραμμάτων και των οποίων η ύπαρξη έχει καταχωρισθεί σε σύστημα γεωγραφικών πληροφοριών.

8        Εξάλλου, το άρθρο 1, σημείο 20, του κανονισμού 864/2004 προσθέτει το άρθρο 110ζ στον κανονισμό 1782/2003, προβλέποντας τη χορήγηση ενισχύσεως στους ελαιώνες της οποίας ο γεωργός μπορεί να τυγχάνει ως συνεισφορά στη διατήρηση ελαιώνων με περιβαλλοντική ή κοινωνική αξία. Ωστόσο, η ενίσχυση αυτή εξαρτάται από την τήρηση ορισμένων όρων, ιδίως από το ότι οι εκτάσεις με ελαιόδενδρα πρέπει να έχουν φυτευθεί πριν από την 1η Μαΐου 1998, με εξαίρεση τις περιπτώσεις της Κύπρου και της Μάλτας, ή ότι πρόκειται για εκτάσεις καλυπτόμενες από ελαιόδενδρα που έχουν αντικαταστήσει άλλα ελαιόδενδρα ή για εκτάσεις εμπίπτουσες σε εγκριθέν από την Επιτροπή πρόγραμμα.

9        Τέλος, το παράρτημα του κανονισμού 864/2004, που συμπληρώνει το παράρτημα VI του κανονισμού 1782/2003, προβλέπει ότι οι παραγωγοί ελαιολάδου που έχουν τύχει ενισχύσεως για την παραγωγή, βάσει του άρθρου 5 του βασικού κανονισμού, μπορούν να υπαχθούν στο καθεστώς της ενιαίας ενισχύσεως.

10      Ο κανονισμός 865/2004 ισχύει από την περίοδο εμπορίας 2005/2006, από της οποίας η θεσπισμένη με τον βασικό κανονισμό κοινή οργάνωση των αγορών λιπαρών ουσιών καθώς και η ενίσχυση στην παραγωγή ελαιολάδου και οι συνδεόμενες σχετικώς εγγυημένες εθνικές ποσότητες καταργούνται.

11      Ωστόσο, ως μεταβατική διάταξη, το άρθρο 22 του κανονισμού 865/2004 προβλέπει τη διαγραφή του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 1638/98, με το οποίο καταργήθηκε το άρθρο 5 του βασικού κανονισμού περί θεσπίσεως ενισχύσεως για την παραγωγή ελαιολάδου. Ως εκ τούτου, η ενίσχυση στην παραγωγή ελαιολάδου ισχύει κατά την περίοδο εμπορίας 2004/2005.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

12      Προσφεύγουσες είναι, αφενός, η Lorte SL, εταιρία ισπανικού δικαίου, υπό την ιδιότητά της ως παραγωγού ελαιολάδου και μέλους της ενώσεως Oleo Unión, Federación empresarial de organizaciones de productores de aceite de oliva (στο εξής: Oleo Unión) και, αφετέρου, δύο ενώσεις παραγωγών ελαιολάδου, οι Oleo Unión και Unión de organizaciones de productores de aceite de oliva (Unaproliva).

13      Η Oleo Unión είναι μια μη κερδοσκοπική ένωση του ισπανικού δικαίου, συσταθείσα, σύμφωνα με το καταστατικό της, για την προάσπιση των οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων της καθώς και αυτών των επιχειρήσεων, ενώσεων επιχειρήσεων και παραγωγών ελαιολάδου που παράγουν ή μεταποιούν το προϊόν εντός της Comunidad autónoma de Andalucía (Αυτόνομη Περιφέρεια της Ανδαλουσίας).

14      Η Unaproliva αποτελεί επίσης μη κερδοσκοπική ένωση ισπανικού δικαίου, με αντικείμενο, ειδικότερα, την κατάλληλη κατανομή των χορηγουμένων από την Κοινότητα επιδοτήσεων και ενισχύσεων, ιδίως αυτών για την παραγωγή ελαιολάδου. Για τον σκοπό αυτό, η Unaproliva μπορεί να συνάπτει, σύμφωνα με το καταστατικό της, κάθε δικαιοπραξία που συντελεί στην πραγματοποίηση των σκοπών της και να προστατεύει τα συμφέροντα των μελών της ή του οικείου οικονομικού τομέα, έστω και αν μια τέτοια δικαιοπραξία δεν προβλέπεται ρητώς στο καταστατικό της.

15      Οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 13 Ιουλίου 2004.

16      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 14 Οκτωβρίου 2004, το Συμβούλιο προέτεινε, δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ένσταση απαραδέκτου.

17      Με τις κατατεθείσες στις 29 Νοεμβρίου 2004 παρατηρήσεις τους σχετικά με την ένσταση απαραδέκτου, οι προσφεύγουσες ζητούν την απόρριψη της εν λόγω ενστάσεως.

18      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 2 Δεκεμβρίου 2004, η Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει υπέρ του Συμβουλίου.

19      Η προσφεύγουσα και το καθού κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί της αιτήσεως παρεμβάσεως της Επιτροπής, αντιστοίχως, στις 24 Ιανουαρίου 2005 και στις 16 Δεκεμβρίου 2004.

20      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1, σημεία 7, 11 και 20, του κανονισμού 864/2004, καθώς και το παράρτημα του εν λόγω κανονισμού·

–        να ακυρώσει το άρθρο 22 του κανονισμού 865/2004·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

21      Με την ένσταση απαραδέκτου το Συμβούλιο ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

22      Με τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου, οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προταθείσα από το Συμβούλιο ένσταση απαραδέκτου·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επιχειρήματα των διαδίκων

23      Το Συμβούλιο προβάλλει το απαράδεκτο της υπό κρίση προσφυγής για τον λόγο ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις δεν αφορούν τις προσφεύγουσες ατομικώς.

24      Συναφώς, το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι ένας ιδιώτης μπορεί να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως βάσει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ κατά κανονισμού μόνον εφόσον ο εν λόγω κανονισμός τον αφορά άμεσα και ατομικά λόγω ορισμένων ιδιοτήτων που του προσιδιάζουν ή λόγω μιας καταστάσεως που τον χαρακτηρίζει σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, τον εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο όπως αυτόν του αποδέκτη μιας αποφάσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 937, ειδικότερα, σ. 942, και της 22ας Νοεμβρίου 2001, C-452/98, Nederlandse Antillen κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. Ι-8973, σκέψη 60).

25      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις την αφορούν ατομικώς. Ευθύς εξαρχής, τονίζουν ότι το Συμβούλιο δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι οι εν λόγω διατάξεις τις αφορούν άμεσα.

26      Σε μια πρώτη φάση, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν το γενικό πεδίο εφαρμογής των προσβαλλομένων διατάξεων. Κατ’ αυτές, οι διατάξεις αυτές αποτελούν, λόγω των ιδιαιτέρων ή εξατομικευμένων αποτελεσμάτων που παράγουν όσον αφορά ορισμένους αποδέκτες, μέτρα έχοντα τον χαρακτήρα αποφάσεως. Το ότι οι διατάξεις αυτές αφορούν ατομικώς τις προσφεύγουσες απορρέει από τη μη παραγωγή, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς που έχει ορισθεί για τον υπολογισμό της «αποσυνδεδεμένης ενισχύσεως», των φυτεμένων ελαιώνων, ιδίως, μεταξύ 1995 και 1998, λαμβανομένων υπόψη βιολογικών και βοτανικών παραγόντων. Κατά συνέπεια, η Lorte δεν είναι επιλέξιμη για την εν λόγω ενίσχυση.

27      Σε μια δεύτερη φάση, οι προσφεύγουσες προβάλλουν διάφορα επιχειρήματα προς απόδειξη του ότι, εν πάση περιπτώσει, οι προσβαλλόμενες διατάξεις τις αφορούν ατομικώς, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

28      Πρώτον, η Lorte διατείνεται ότι δεν θίγεται από τις προσβαλλόμενες διατάξεις υπό την εξ αντικειμένου ιδιότητά της ως παραγωγού ελαιολάδου, δεδομένου ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, και όσον αφορά τους ελαιώνες που έχουν φυτευθεί μεταξύ 1995 και 1998, δεν είχε καμία παραγωγή λόγω βιολογικών και βοτανικών περιστάσεων.

29      Έτσι, ενόψει της μη-παραγωγής κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, η Lorte βρίσκεται σε μια πραγματική κατάσταση που τη χαρακτηρίζει σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Εξάλλου, δεύτερον, η ίδια παρατηρεί ότι αυτή η κατάσταση ήταν γνωστή στις εθνικές και κοινοτικές αρχές μέσω των ετησίων δηλώσεων που η ίδια είχε κάνει σχετικά με την παραγωγή ελαιολάδου.

30      Τρίτον, οι προσβαλλόμενες διατάξεις παράγουν διαφορετικά αποτελέσματα έναντι της Lorte σε σχέση με τους λοιπούς παραγωγούς ελαιολάδου, αποκλείοντάς την από το ευεργέτημα της χορηγήσεως της ενισχύσεως του ελαιολάδου που οι εν λόγω διατάξεις θεσπίζουν. Έτσι, η Lorte βρίσκεται εντός ενός κλειστού και στενού κύκλου παραγωγών ελαιολάδου, εξαιτίας, αφενός, βιολογικών και βοτανικών λόγων που αποτελούν την αιτία της μη-παραγωγής των φυτεμένων ελαιώνων μεταξύ, ιδίως, 1995 και 1998, και, αφετέρου, της ορισθείσας από τις προσβαλλόμενες διατάξεις περιόδου αναφοράς. Όμως, η υπαγωγή σ’ αυτόν τον κλειστό κύκλο δεν προκύπτει από συμφυείς με αυτόν τούτον τον στόχο των προσβαλλομένων κανονισμών περιστάσεις (διάταξη του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1999, T‑11/99, Van Parys κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑2653, σκέψη 48). Κατά συνέπεια, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις αφορούν τη Lorte ατομικά. Η Lorte επικαλείται επίσης, προς στήριξη του επιχειρήματος αυτού, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 1988, 120/86, Mulder (Συλλογή 1988, σ. 2321), και 170/86, von Deetzen (Συλλογή 1988, σ. 2355).

31      Η Oleo Unión θεωρεί ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι παραδεκτή καθώς αυτή έχει ενεργήσει προς το συμφέρον των μελών της, τα οποία, όπως η Lorte, μπορούν να ασκήσουν παραδεκτώς προσφυγή δεδομένου ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις τα αφορούν άμεσα και ατομικά.

32      Η Unaproliva περιορίζεται στη διευκρίνιση ότι, δυνάμει της ευρύτατης ευχέρειας που της παρέχει το καταστατικό της, είναι εξουσιοδοτημένη να αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα των μελών της, όσον αφορά, κατά κύριο λόγο, τις κοινοτικές ενισχύσεις προς τους παραγωγούς ελαιολάδου και, κατά συνέπεια, η υπό κρίση προσφυγή είναι παραδεκτή.

33      Τέλος, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι αν το Πρωτοδικείο κηρύξει απαράδεκτη την προσφυγή τους, θα τις στερήσει του δικαιώματός τους για αποτελεσματική ένδικη προστασία. Η δυνατότητα ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως, προτάσεως ενστάσεως περί ελλείψεως νομιμότητας ή υποβολής προδικαστικού ερωτήματος για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, έστω και αν υποτεθεί εφικτή, δεν μπορεί να άρει αυτήν την προσβολή του δικαιώματός της για αποτελεσματική ένδικη προστασία.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

34      Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας, εάν ένας διάδικος το ζητήσει, το Πρωτοδικείο μπορεί να κρίνει επί του απαραδέκτου χωρίς να υπεισέλθει στην ουσία. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου, η διαδικασία συνεχίζεται, πλην αντιθέτου αποφάσεως, προφορικώς. Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι από την εξέταση των στοιχείων της δικογραφίας έχει επαρκώς διαφωτιστεί και αποφασίζει να αποφανθεί επί του απαραδέκτου χωρίς να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

35      Δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται [...] να ασκεί προσφυγή κατά των αποφάσεων που απευθύνονται σε αυτό, καθώς και κατά αποφάσεων που, αν και εκδίδονται ως κανονισμοί ή αποφάσεις που απευθύνονται σε άλλο πρόσωπο, το αφορούν άμεσα και ατομικά».

36      Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, που παρέχει στους ιδιώτες το δικαίωμα να προσβάλλουν κάθε απόφαση η οποία, καίτοι έχει εκδοθεί ως κανονισμός, τους αφορά άμεσα και ατομικά, σκοπεί, μεταξύ άλλων, στο να αποφεύγεται ώστε να μπορούν τα κοινοτικά όργανα, επιλέγοντας τον τύπο του κανονισμού, να αποκλείουν την εκ μέρους ιδιώτη προσφυγή κατά αποφάσεως που τον αφορά άμεσα και ατομικά, διευκρινίζοντας έτσι ότι η επιλογή του τύπου δεν μπορεί να μεταβάλλει τη φύση μιας πράξεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 1980, 789/79 και 790/79, Calpak και Società emiliana lavorazione frutta κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980 II, σ. 311, σκέψη 7· διατάξεις του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 1997, T‑122/96, Federolio κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑1559, σκέψη 50, και της 23ης Νοεμβρίου 1999, T‑173/98, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. II‑3357, σκέψη 34).

37      Από τη νομολογία προκύπτει, επίσης, ότι το κριτήριο της διακρίσεως μεταξύ κανονισμού και αποφάσεως πρέπει να αναζητείται στη γενική ή μη ισχύ της σχετικής πράξεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1962, 16/62 και 17/62, Confédération nationale des producteurs de fruits et légumes κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 829, ειδικότερα 834· της 6ης Οκτωβρίου 1982, 307/81, Alusuisse κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 3463, σκέψη 19, και διάταξη του Δικαστηρίου της 23ης Νοεμβρίου 1995, C-10/95 P, Asocarne κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1995, σ. I-4149, σκέψη 28). Έτσι, μια πράξη είναι γενικής ισχύος εάν εφαρμόζεται επί αντικειμενικώς καθοριζόμενων καταστάσεων και παράγει τα νομικά αποτελέσματά της έναντι προσώπων θεωρουμένων κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο (βλ. τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1989, C-244/88, Usines coopératives de déshydratation du Vexin κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 3811, σκέψη 13, και της 31ης Μαΐου 2001, C-41/99 P, Sadam Zucchrifici κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I-4239, σκέψη 24· τη διάταξη του Πρωτοδικείου της 2ας Απριλίου 2004, T-231/02, Gonnelli και AIFO κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 29, καθώς και την σχετικώς παρατιθέμενη νομολογία).

38      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις εμπεριέχονται σε πράξεις γενικής ισχύος. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι με τις προσβαλλόμενες διατάξεις ορίζονται τα κριτήρια υπολογισμού της ενισχύσεως στον τομέα του ελαιολάδου στο πλαίσιο του κανονισμού 1782/2003 (βλ., ανωτέρω, σκέψη 6).

39      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα κριτήρια αυτά καθορίζονται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο. Πράγματι, ο τρόπος υπολογισμού των ποσών αναφοράς και του ποσού της ενισχύσεως γίνεται χωρίς καθόλου να λαμβάνεται υπόψη, στις προσβαλλόμενες διατάξεις, η ειδική κατάσταση κάθε οικείου παραγωγού ελαιολάδου, αλλά μόνον κατ’ εφαρμογή αντικειμενικών και γενικών κριτηρίων.

40      Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι προσβαλλόμενες διατάξεις εφαρμόζονται επί αντικειμενικώς προσδιοριζομένων καταστάσεων και παράγουν τα έννομα αποτελέσματά τους έναντι κατηγοριών προσώπων θεωρουμένων κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι θεωρείται ότι οι διατάξεις μιας πράξεως εφαρμόζονται επί αντικειμενικώς προσδιοριζομένων καταστάσεων εφόσον η εφαρμογή τους γίνεται δυνάμει μιας αντικειμενικής νομικής ή πραγματικής καταστάσεως που καθορίζεται από την πράξη σε σχέση με τον σκοπό της (προπαρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 36 διάταξη Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψη 40).

41      Εν προκειμένω, οι προσβαλλόμενες διατάξεις αφορούν τις προσφεύγουσες λόγω ακριβώς μιας αντικειμενικής πραγματικής καταστάσεως. Όντως, οι προσφεύγουσες θίγονται από τις προσβαλλόμενες διατάξεις ως ένωση της οποίας τα μέλη έχουν παραγάγει ελαιόλαδο κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς και τύχει ενισχύσεως βάσει ενός από τα προβλεπόμενα από τη νομοθεσία καθεστώτα ενισχύσεων. Πάντως, η κατάσταση αυτή καθορίζεται σε σχέση με τον ίδιο τον σκοπό των κανονισμών που περιέχουν τις προσβαλλόμενες διατάξεις, δηλαδή τη θέσπιση ενός νέου καθεστώτος ενισχύσεων στον τομέα του ελαιολάδου.

42      Κατά τα λοιπά, κανένα στοιχείο δεν επιτρέπει να χαρακτηριστούν οι προσβαλλόμενες διατάξεις ως αποφάσεις ληφθείσες υπό το ένδυμα κανονισμού. Το προβαλλόμενο από τις προσφεύγουσες επιχείρημα δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της εκτιμήσεως αυτής.

43      Πράγματι, το γεγονός ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις είναι δυνατόν να έχουν ιδιαίτερα αποτελέσματα όσον αφορά ορισμένους παραγωγούς ελαιολάδου και, ειδικότερα, αυτό τον αποκλεισμό τους από το ευεργέτημα της ενισχύσεως λόγω των κριτηρίων που έχουν ορισθεί για τον υπολογισμό της, δεν μπορεί να στερήσει αυτομάτως τις προσβαλλόμενες διατάξεις της γενικής ισχύος τους, εφόσον αυτές εφαρμόζονται επί όλων των οικείων επιχειρήσεων που βρίσκονται στην ίδια πραγματική ή νομική κατάσταση που καθορίζεται κατά τρόπο αντικειμενικό. Πάντως, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις δεν εφαρμόζονταν κατά τον τρόπο αυτό (βλ., υπό την έννοια αυτή, την προπαρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 36 διάταξη Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψη 39).

44      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις αποτελούν στο σύνολό τους, ως εκ της φύσεως και του περιεχομένου τους, πράξεις γενικής ισχύος και όχι αποφάσεις κατά την έννοια του άρθρου 249 ΕΚ.

45      Παρ’ όλα αυτά, έχει επανειλημμένως κριθεί ότι το γεγονός ότι μια προσβαλλόμενη πράξη είναι, ως εκ της φύσεώς της, γενικής ισχύος και δεν αποτελεί απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 249 ΕΚ δεν αρκεί από μόνο του για να αποκλειστεί η δυνατότητα που έχει ένας ιδιώτης να ασκήσει κατ’ αυτής προσφυγή ακυρώσεως (βλ. τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Μαΐου 1994, C-309/89, Codorniu κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. I-1853, σκέψη 19, και της 22ας Νοεμβρίου 2001, C-451/98, Antillean Rice Mills κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I-8949, σκέψη 49· την προπαρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 37 διάταξη Gonnelli και AIFO κατά Επιτροπής, σκέψη 31, καθώς και την παρατιθέμενη σχετικώς νομολογία).

46      Πράγματι, υπό ορισμένες περιστάσεις, ακόμη και μια γενικής ισχύος πράξη που εφαρμόζεται επί όλων γενικώς των επιχειρήσεων μπορεί να αφορά άμεσα και ατομικά ορισμένες από αυτές (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 1991, C-358/89, Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. Ι-2501, σκέψη 13, και προπαρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 45 απόφαση Codorniu κατά Συμβουλίου, σκέψη 19· διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Σεπτεμβρίου 2002, Τ-223/01, Japan Tobacco και JT International κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-3259, σκέψη 29, και προπαρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 37 διάταξη Gonnelli και AIFO κατά Επιτροπής, σκέψη 32).

47      Για να συμβαίνει κάτι τέτοιο, πρέπει ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο να θίγεται κατά τρόπο άμεσο και ατομικό από την επίμαχη πράξη λόγω ορισμένων ιδιοτήτων που του προσιδιάζουν ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως που το χαρακτηρίζει σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, το εξατομικεύει κατά τρόπον ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη μιας αποφάσεως (προπαρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 24 απόφαση Plaumann κατά Επιτροπής και διάταξη του Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2003, C-258/02 P, Bactria κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. Ι-15105, σκέψη 34· προπαρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 37 διάταξη Gonnelli και AIFO κατά Επιτροπής, σκέψη 35).

48      Μη συντρέχουσας της προϋποθέσεως αυτής, κανένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν μπορεί να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιουλίου 2002, C-50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. Ι-6677, σκέψη 37, και προπαρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 37 διάταξη Asocarne κατά Συμβουλίου, σκέψη 26).

49      Κατά συνέπεια, πρέπει να εξετασθεί το ζήτημα αν, εν προκειμένω, οι προσβαλλόμενες διατάξεις θίγουν τις προσφεύγουσες λόγω ορισμένων ιδιοτήτων που τους προσιδιάζουν ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως που τις χαρακτηρίζει σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.

50      Έτσι, πρέπει, πρώτον, να εξεταστεί το παραδεκτό της προσφυγής της Lorte υπό την ιδιότητά της ως παραγωγού ελαιολάδου.

51      Συναφώς, και αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Lorte, οι προσβαλλόμενες διατάξεις αφορούν την τελευταία λόγω της εξ αντικειμένου ιδιότητάς της ως παραγωγού ελαιολάδου, κατά τη διάρκεια της περιόδου που αυτή ήταν επιλέξιμη για ένα από τα προβλεπόμενα από την προγενέστερη νομοθεσία καθεστώτα ενισχύσεων, όπως ακριβώς θα συνέβαινε και με οποιονδήποτε άλλον παραγωγό ή επιχειρηματία που θα δραστηριοποιούνταν στον τομέα που αφορούν οι προσβαλλόμενες διατάξεις. Πάντως, το ότι μια πράξη γενικής ισχύος θίγει τη νομική κατάσταση ενός ιδιώτη δεν μπορεί να θέτει υπό αμφισβήτηση τη φύση και το περιεχόμενο της πράξεως αυτής (βλ., υπό την έννοια αυτήν, την προπαρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 37 διάταξη Gonnelli και AIFO κατά Επιτροπής, σκέψη 38).

52      Εξάλλου, όπως ορθώς υποστηρίζει το Συμβούλιο, οι προσβαλλόμενες διατάξεις, που ορίζουν τις προϋποθέσεις καθώς και τα κριτήρια υπολογισμού της ενισχύσεως στον τομέα του ελαιολάδου, εφαρμόζονται αδιακρίτως επί όλων των παραγωγών ελαιολάδου, ανεξαρτήτως όχι μόνον της πράγματι παραχθείσας από αυτούς ποσότητας, αλλά και κάθε παραγωγής κατά την περίοδο αναφοράς. Πράγματι, τα κριτήρια του υπολογισμού της ενισχύσεως έχουν ορισθεί ανεξαρτήτως της ιδιαιτέρας καταστάσεως κάθε παραγωγού ελαιολάδου.

53      Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι το γεγονός ότι είναι δυνατό μια πράξη γενικής ισχύος να παράγει διαφορετικά συγκεκριμένα αποτελέσματα για τα διάφορα υποκείμενα δικαίου επί των οποίων αυτή εφαρμόζεται δεν αρκεί για να τους χαρακτηρίσει σε σχέση με όλους τους λοιπούς οικείους επιχειρηματίες, εφόσον η εφαρμογή της πράξεως αυτής γίνεται δυνάμει αντικειμενικώς καθοριζομένης καταστάσεως (βλ. την απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Φεβρουαρίου 2000, Τ-138/98, ACAV κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-341, σκέψη 66, καθώς και την παρατιθέμενη σχετικώς νομολογία). Εν προκειμένω, έστω και αν οι προσβαλλόμενες διατάξεις είναι δυνατό να παράγουν αποτελέσματα που διαφέρουν ανάλογα με τον οικείο παραγωγό ελαιολάδου, τούτο δεν αρκεί για να καταδειχθεί ότι η Lorte έχει ιδιαίτερες ιδιότητες ή βρίσκεται σε μια πραγματική κατάσταση που τη χαρακτηρίζει σε σχέση με τους λοιπούς παραγωγούς ελαιολάδου.

54      Επιπλέον, έστω και εάν υποτεθεί ότι, κατ’ εφαρμογήν των προσβαλλομένων διατάξεων, η Lorte δεν είναι επιλέξιμη για την ενίσχυση στο ελαιόλαδο, δεν είναι δυνατόν οι προσβαλλόμενες διατάξεις να την αφορούν ατομικά. Πράγματι, δεν αρκεί ορισμένες επιχειρήσεις να θίγονται οικονομικώς από μια πράξη περισσότερο απ’ όσο οι λοιπές επιχειρήσεις του ιδίου τομέα για να θεωρηθεί ότι η επίδικη πράξη τις αφορά ατομικά (προπαρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 30 διάταξη Van Parys κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 50 και 51, και στην ανωτέρω σκέψη 37 διάταξη Gonnelli και AIFO κατά Επιτροπής, σκέψη 45).

55      Επιπλέον, έστω και εάν αποδεικνυόταν μια τέτοια μη επιλεξιμότητα, γεγονός, πάντως, είναι ότι, εν προκειμένω, παρόμοιες συνέπειες θα προέκυπταν για όλες τις λοιπές επιχειρήσεις ελαιολάδου που διαθέτουν ελαιώνες που έχουν φυτευθεί μεταξύ 1995 και 1998 (βλ., κατά την έννοια αυτή, την απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Απριλίου 2003, C-142/00 Ρ, Επιτροπή κατά Nederlandse Antillen, Συλλογή 2003, σ. Ι-3483, σκέψη 77).

56      Εξάλλου, η παραπομπή της Lorte, με την ανωτέρω σκέψη 30, στις αποφάσεις Mulder και von Deetzen είναι παντελώς άστοχη, στο πλαίσιο μιας προσφυγής που έχει ασκηθεί, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, βάσει του άρθρου 230, παράγραφος 4, ΕΚ, και τούτο στο μέτρο που, με τις αποφάσεις εκείνες, το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί προδικαστικού ερωτήματος.

57      Πρέπει να σημειωθεί ότι, με τις αποφάσεις εκείνες, το Δικαστήριο, δεδομένου ότι του είχε ζητηθεί να αποφανθεί επί του κύρους κοινοτικού κανονισμού σχετικού με συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος, διαπίστωσε παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εκ μέρους του συντάκτη της επίδικης πράξεως οργάνου για τον λόγο ότι ορισμένοι παραγωγοί γάλακτος είχαν αποκλεισθεί από το νέο καθεστώς που είχε θεσπιστεί με την πράξη αυτή, λόγω της μη-παραγωγής γάλακτος κατά τη διάρκεια της περιόδου που είχε καθορισθεί από την προσβαλλόμενη πράξη για τη χορήγηση ποσότητας αναφοράς. Η μη-παραγωγή γάλακτος κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς προέκυπτε από το γεγονός ότι οι εν λόγω παραγωγοί είχαν προηγουμένως δεσμευθεί, δυνάμει πράξεως της Κοινότητας, να αναστείλουν την εμπορία του προϊόντος για περιορισμένη περίοδο προς το γενικό συμφέρον και έναντι καταβολής πριμοδοτήσεως.

58      Το Δικαστήριο έκρινε ότι η προκύψασα από τον αμφισβητηθέντα από ορισμένους παραγωγούς γάλακτος κανονισμό συνέπεια, δηλαδή ο αποκλεισμός τους από το νέο καθεστώς συμπληρωματικής εισφοράς που ο κανονισμός θέσπιζε, συνιστούσε περιορισμό ο οποίος έθιγε ειδικώς τους παραγωγούς αυτούς λόγω ακριβώς του γεγονότος ότι είχαν κάνει χρήση της παρασχεθείσας από την προγενέστερη κοινοτική νομοθεσία δυνατότητας αναστολής της παραγωγής του οικείου προϊόντος.

59      Όντως, εν προκειμένω, είναι προφανές ότι τέτοιες θεωρήσεις εμπίπτουν στην εξέταση της ουσίας και ουδόλως επηρεάζουν το ζήτημα του ατομικού επηρεασμού της Lorte (βλ., υπό την έννοια αυτήν, την προπαρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 37 διάταξη Gonnelli και AIFO κατά Επιτροπής, σκέψη 43).

60      Εξάλλου, έστω και εάν ο ισχυρισμός της Lorte σχετικά με τις πολλαπλές συνέπειες των προσβαλλομένων διατάξεων αποδειχθεί βάσιμος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σε αντίθεση με τις πράξεις των οποίων η νομιμότητα αμφισβητήθηκε στο πλαίσιο των παρατεθεισών υποθέσεων, η εν λόγω πολλαπλότητα δεν οφείλεται σε πράξη της Κοινότητας.

61      Εν πάση περιπτώσει, η Lorte ουδαμώς προσκόμισε αποδείξεις σχετικά με το πώς οι προσβαλλόμενες διατάξεις την έθιξαν κατά τρόπο διαφορετικό απ’ ό,τι τα λοιπά μέλη του «κλειστού και στενού κύκλου» των παραγωγών ελαιολάδου που δεν είχαν παραγάγει ελαιόλαδο εξαιτίας βιολογικών και βοτανικών λόγων σχετικών με τους ελαιώνες, καθώς και σχετικά με την περίοδο αναφοράς.

62      Ομοίως, το γεγονός, εφόσον θεωρηθεί ακριβές, ότι το Συμβούλιο είχε ενημερωθεί σχετικά με την κατάσταση των προσφευγουσών, πριν από τη θέσπιση των προσβαλλομένων διατάξεων, από τις αρμόδιες εθνικές αρχές καθώς και από την Επιτροπή δεν μπορεί να εξατομικεύσει τη Lorte από πλευράς των εν λόγω διατάξεων. Πράγματι, η Lorte ούτε προέβαλε ούτε, κατά μείζονα λόγο, απέδειξε την ύπαρξη υποχρεώσεως για το Συμβούλιο, βάσει διατάξεως κοινοτικού δικαίου, να λάβει ιδιαιτέρως υπόψη, στο πλαίσιο των προϋποθέσεων που απαιτούνταν για την παροχή του ευεργετήματος της «αποσυνδεδεμένης ενισχύσεως» στον τομέα του ελαιολάδου, τη συγκεκριμένη κατάσταση ορισμένων παραγωγών ελαιολάδου (βλ., κατά την έννοια αυτήν, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1985, 11/82, Πειραϊκή-Πατραϊκή κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 207, σκέψεις 21 και 28, και της 26ης Ιουνίου 1990, C‑152/88, Sofrimport κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑2477, σκέψη 11· την απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 1999, T‑158/95, Eridania κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. II‑2219, σκέψεις 58 και 59, και τη διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Μαΐου 2004, T‑391/02, Bundesverband der Nahrungsmittel- und Speiseresteverwertung και Kloh κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 55).

63      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Lorte δεν απέδειξε ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις την έθιγαν λόγω ορισμένων ιδιοτήτων που της προσιδίαζαν ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως που τη χαρακτήριζε σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση. Ως εκ τούτου, οι προσβαλλόμενες διατάξεις δεν είναι δυνατό να αφορούν ατομικά τη Lorte.

64      Δεύτερον, όσον αφορά τις ασκηθείσες από την Oleo Unión και την Unaproliva προσφυγές, πρέπει να υπομνησθεί ότι προσφυγές ακυρώσεως που ασκούνται από ενώσεις κρίνονται παραδεκτές σε τρία είδη καταστάσεων. Συγκεκριμένα, πρώτον, όταν μια νομική διάταξη ρητώς αναγνωρίζει στις επαγγελματικές ενώσεις μια σειρά δυνατοτήτων δικονομικού χαρακτήρα, δεύτερον, όταν η ένωση αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα επιχειρήσεων που και οι ίδιες θα μπορούσαν να ασκήσουν παραδεκτώς προσφυγή και, τρίτον, όταν η ένωση είναι εξατομικευμένη λόγω του επηρεασμού των δικών της, ως ενώσεως, συμφερόντων, ιδίως επειδή η διαπραγματευτική θέση της θίγεται από την πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση (προπαρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 36 διάταξη Federolio κατά Επιτροπής, σκέψη 61· διάταξη του Πρωτοδικείου της 8ης Δεκεμβρίου 1998, T-38/98, ΑΝΒ κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II-4191, σκέψη 25· προπαρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 36 διάταξη Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψη 47, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Δεκεμβρίου 2004, Τ-196/03, EFfCI κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 42).

65      Εν προκειμένω, οι Oleo Unión και Unaproliva δεν μπορούν να επικαλεστούν καμία από τις τρεις αυτές καταστάσεις προκειμένου να δικαιολογήσουν το παραδεκτό της υπό κρίσης προσφυγής τους ακυρώσεως.

66      Συναφώς, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει, πρώτον, ότι οι προσφεύγουσες αυτές δεν διεκδικούν κανένα δικονομικού χαρακτήρα δικαίωμα που τους αναγνωρίζει το σχετικό με την κοινή οργάνωση των αγορών ελαιολάδου κοινοτικό δίκαιο.

67      Το αυτό ισχύει όσον αφορά τη δεύτερη περίπτωση που συνεπάγεται το παραδεκτό μιας προσφυγής, στο μέτρο που, κατά πάγια νομολογία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ορισμένες διατάξεις αφορούν ατομικά μια ένωση που έχει συσταθεί για την προώθηση των συλλογικών συμφερόντων μιας κατηγορίας πολιτών, όταν οι εν λόγω διατάξεις δεν τους αφορούν ατομικώς (διάταξη του Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 1997, C‑409/96 P, Sveriges Betodlares και Henrikson κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I‑7531, σκέψη 45, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 29ης Απριλίου 1999, T‑78/98, Unione provinciale degli agricoltori di Firenze κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑1377, σκέψεις 36 και 37).

68      Εν προκειμένω, οι Oleo Unión και Unaproliva δεν έχουν προσκομίσει κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να προκύπτει ότι τα μέλη τους θίγονται από τις προσβαλλόμενες διατάξεις λόγω ορισμένων ιδιοτήτων που τους προσιδιάζουν ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως που τα χαρακτηρίζει σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.

69      Σχετικά με την τρίτη περίπτωση, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν μπορεί να συναχθεί ότι, από πλευράς των προσβαλλομένων διατάξεων, αυτές οι προσφεύγουσες έχουν εξατομικευτεί λόγω του ότι έχουν θιγεί ίδια συμφέροντά τους, όπως, παραδείγματος χάριν, επηρεασμός, από τις προσβαλλόμενες διατάξεις, της θέσεώς τους ως διαπραγματευομένων.

70      Επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις αφορούν τις Oleo Unión και Unaproliva ατομικά.

71      Εξάλλου, όσον αφορά τον ισχυρισμό των προσφευγουσών ότι τυχόν αποδοχή της προταθείσας από το Συμβούλιο ενστάσεως απαραδέκτου θα της στερούσε το δικαίωμα για πραγματική ένδικη προστασία, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Συνθήκη ΕΚ, αφενός, με τα άρθρα της 230 ΕΚ και 241 ΕΚ και, αφετέρου, με το άρθρο της 234 ΕΚ έχει θεσπίσει ένα πλήρες σύστημα μέσων ένδικης προστασίας και διαδικασιών που σκοπεί στη διασφάλιση του ελέγχου των πράξεων των κοινοτικών οργάνων, αναθέτοντας τον έλεγχο αυτό στον κοινοτικό δικαστή. Στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν μπορούν, λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων παραδεκτού του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, να προσβάλουν ευθέως κοινοτικές πράξεις γενικής ισχύος έχουν τη δυνατότητα, κατά περίπτωση, να επικαλεστούν το ανίσχυρο τέτοιων πράξεων είτε παρεμπιπτόντως, δυνάμει του άρθρου 241 ΕΚ, ενώπιον του κοινοτικού δικαστή είτε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, ωθώντας τα τελευταία, που δεν είναι αρμόδια για να διαπιστώνουν τα ίδια το ανίσχυρο τέτοιων πράξεων, να υποβάλλουν συναφώς σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο (προπαρατεθείσα στη ανωτέρω σκέψη 48 απόφαση Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψη 40).

72      Το Δικαστήριο έχει, επίσης, κρίνει ότι στα κράτη μέλη απόκειται να προβλέψουν ένα πλήρες σύστημα μέσων ένδικης προστασίας και διαδικασιών που να επιτρέπουν τη διασφάλιση του σεβασμού του δικαιώματος για αποτελεσματική ένδικη προστασία και ότι αποκλείεται ερμηνεία των κανόνων του άρθρου 230 EΚ περί του παραδεκτού, σύμφωνα με την οποία μια προσφυγή ακυρώσεως θα έπρεπε να κηρύσσεται παραδεκτή όταν, ύστερα από συγκεκριμένη εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή εξέταση των εθνικών δικονομικών κανόνων, αποδεικνύεται ότι οι τελευταίοι δεν επιτρέπουν σε έναν ιδιώτη την άσκηση ενδίκου μέσου το οποίο να του επιτρέπει να αμφισβητήσει το κύρος της προσβαλλομένης κοινοτικής πράξεως (προπαρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 48 απόφαση Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψη 43). Δεν είναι δυνατή η άσκηση ευθείας προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, έστω και αν μπορούσε να καταδειχθεί, ύστερα από συγκεκριμένη εκ μέρους του εξέταση των εθνικών δικονομικών κανόνων, ότι οι τελευταίοι δεν επιτρέπουν σε ιδιώτη την άσκηση ενδίκου βοηθήματος το οποίο να του επιτρέπει να αμφισβητήσει το κύρος της προσβαλλομένης κοινοτικής πράξεως. Πράγματι, ένα τέτοιο σύστημα θα απαιτούσε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ο κοινοτικός δικαστής να εξετάζει και να ερμηνεύει το εθνικό δικονομικό δίκαιο, πράγμα που θα συνιστούσε υπέρβαση των ορίων δικαιοδοσίας του στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων (προπαρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 47 διάταξη Bactria κατά Επιτροπής, σκέψη 58).

73      Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο έχει σαφώς κρίνει, προκειμένου περί της επιβαλλομένης από το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ προϋποθέσεως του άμεσου επηρεασμού, ότι, μολονότι είναι ακριβές ότι η εν λόγω διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και ενόψει των περιστάσεων που μπορούν να εξατομικεύσουν τον προσφεύγοντα, μια τέτοια ερμηνεία δεν μπορεί να καταλήγει στη μη λήψη υπόψη της εν λόγω προϋποθέσεως, που ρητώς προβλέπεται από τη Συνθήκη, διότι άλλως υφίσταται υπέρβαση των αρμοδιοτήτων που αυτή αναγνωρίζει στα κοινοτικά ένδικα όργανα (προπαρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 48 απόφαση Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψη 44).

74      Εξάλλου, μολονότι θα μπορούσε να υπάρξει ένα σύστημα ελέγχου της νομιμότητας των γενικής ισχύος κοινοτικών πράξεων διαφορετικό του θεσπισθέντος από την ιδρυτική Συνθήκη και ουδέποτε τροποποιηθέντος ως προς τις αρχές του συστήματος, στα κράτη μέλη εναπόκειται, ενδεχομένως, σύμφωνα με το άρθρο 48 ΕΕ, η μεταρρύθμιση του ισχύοντος σήμερα συστήματος (προπαρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 48 απόφαση Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψη 45).

75      Επομένως οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να ισχυρίζονται ότι, σε περίπτωση που η προσφυγή τους ακυρώσεως επρόκειτο να κηρυχθεί απαράδεκτη, θα στερούνταν οποιουδήποτε ένδικου βοηθήματος για την προάσπιση ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου των δικαιωμάτων τους, πράγμα που, άλλωστε, δεν αποδεικνύουν (βλ., κατά την έννοια αυτή, την προπαρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 37 διάταξη Gonnelli και AIFO κατά Επιτροπής, σκέψεις 52 έως 56).

76      Κατά συνέπεια, η επιταγή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις δεν αφορούν ατομικά τις προσφεύγουσες. Ως εκ τούτου η προσφυγή τους πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

77      Εξάλλου, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της αιτήσεως παρεμβάσεως της Επιτροπής (βλ., κατά την έννοια αυτή, την απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Ιουλίου 2001, C‑341/00 P, Conseil national des professions de l’automobile κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑5263, σκέψεις 35 έως 37).

 Επί των δικαστικών εξόδων

78      Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει αυτές να καταδικαστούν στα έξοδα της δίκης, συμπεριλαμβανομένων και αυτών του Συμβουλίου, σύμφωνα με τα αιτήματα του τελευταίου.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Οι προσφεύγουσες φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα, καθώς και αυτά του Συμβουλίου.

3)      Παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της αιτήσεως παρεμβάσεως της Επιτροπής.

Λουξεμβούργο, 8 Σεπτεμβρίου 2005.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

H. Jung

 

       M. Jaeger


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.