Language of document : ECLI:EU:C:2013:136

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 6ης Μαρτίου 2013 (1)

Υπόθεση C‑144/12

Goldbet Sportwetten GmbH

κατά

Massimo Sperindeo

[αίτηση του Oberster Gerichtshof (Αυστρία)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Διεθνής δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία του επιληφθέντος δικαστηρίου με βάση το ότι παρέστη ο εναγόμενος – Αίτηση εκδόσεως ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής»





1.        Η παρούσα υπόθεση αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1896/2006 (2) το οποίο προβλέπει ότι, για τους σκοπούς εφαρμογής αυτού, η δικαστική αρμοδιότητα προσδιορίζεται σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες κοινοτικού δικαίου, ιδίως του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 (3).

2.        Ειδικότερα, το ζητούμενο εν προκειμένω είναι αν δήλωση αντιρρήσεων υποβληθείσα κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ισοδυναμεί με παράσταση, κατά την έννοια του άρθρου 24 του κανονισμού 44/2001, και, συνεπώς, με αποδοχή της αρμοδιότητας του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της υπόθεσης κατά την τακτική αστική διαδικασία η οποία έπεται της διαδικασίας που προβλέπεται στον κανονισμό 1896/2006.

3.        Με τις παρούσες προτάσεις θα εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους θεωρώ ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1896/2006 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η υποβολή δηλώσεως αντιρρήσεων κατά αιτήσεως εκδόσεως ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής δεν ισοδυναμεί με παράσταση, κατά την έννοια του άρθρου 24 του κανονισμού 44/2001, στην τακτική αστική διαδικασία που έπεται της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαταγής πληρωμής.

4.        Θα εξηγήσω επίσης γιατί, κατά τη γνώμη μου, το γεγονός ότι το πρόσωπο που υποβάλλει δήλωση αντιρρήσεων κατά της εν λόγω αιτήσεως εκδόσεως ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ανέπτυξε επιχειρήματα επί της ουσίας της υποθέσεως στο πλαίσιο των εν λόγω αντιρρήσεων ουδόλως επηρεάζει την απάντηση στο ζήτημα αυτό.

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Α       Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Ο κανονισμός 1896/2006

5.        Ο κανονισμός 1896/2006 καθιερώνει ευρωπαϊκή διαδικασία διαταγής πληρωμής. Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι «[αυτός] αποσκοπεί στην απλούστευση, επιτάχυνση και μείωση των εξόδων της εκδίκασης διαφορών για διασυνοριακές υποθέσεις όσον αφορά μη αμφισβητούμενες χρηματικές αξιώσεις, με τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής».

6.        Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού:

«Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η δικαστική αρμοδιότητα προσδιορίζεται σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες κοινοτικού δικαίου, ιδίως του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001.»

7.        Το άρθρο 16 του κανονισμού 1896/2006 ορίζει τα εξής:

«1.      Ο καθού μπορεί να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων κατά της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ενώπιον του δικαστηρίου προέλευσης χρησιμοποιώντας το τυποποιημένο έντυπο F που παρατίθεται στο παράρτημα VI, το οποίο του παρέχεται μαζί με την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής.

2.      Η δήλωση αντιρρήσεων πρέπει να αποστέλλεται εντός 30 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης της διαταγής στον καθού.

3.      Ο καθού δηλώνει στη δήλωση αντιρρήσεων ότι αμφισβητεί την αξίωση, χωρίς να πρέπει να προσδιορίζει τους σχετικούς λόγους.

[…]»

8.        Το άρθρο 17 του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι:

«1.      Σε περίπτωση υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων εντός της προβλεπομένης στο άρθρο 16, παράγραφος 2, προθεσμίας, η διαδικασία συνεχίζεται ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων του κράτους μέλους προέλευσης σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες πολιτικής δικονομίας, εκτός εάν ο αιτών έχει ζητήσει ρητά να λήξει η διαδικασία σε αυτή την περίπτωση.

Όταν ο αιτών επεδίωξε την ικανοποίηση της αξίωσής του με τη διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, καμία διάταξη του εθνικού δικαίου δεν θίγει τη θέση του σε μεταγενέστερες τακτικές αστικές διαδικασίες.

2.      Η μετάβαση σε τακτική αστική διαδικασία κατά την έννοια της παραγράφου 1 διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης.

3.      Ο αιτών ενημερώνεται για την τυχόν υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων εκ μέρους του καθού και για τυχόν μετάβαση σε τακτικές αστικές διαδικασίες.»

2.      Ο κανονισμός 44/2001

9.        Ο κανονισμός 44/2001 αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Το άρθρο 5, σημείο 1, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:

1.      α)     ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή·

β)      για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης, και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι:

–      […]

–      εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών·

[…]».

10.      Το άρθρο 24 του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 22.»

 Β       Το αυστριακό δίκαιο

11.      Το άρθρο 252 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Zivilprozessordnung), το οποίο αφορά την ευρωπαϊκή διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής, προβλέπει ότι, εφόσον δεν ορίζει άλλως ο κανονισμός 1896/2006, πρέπει να εφαρμόζονται οι δικονομικοί κανόνες που διέπουν το αντικείμενο της διαφοράς. Η διάταξη αυτή διευκρινίζει ότι η εφαρμογή της ευρωπαϊκής διαδικασίας για την έκδοση διαταγής πληρωμής υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Bezirksgericht für Handelssachen Wien (Αυστρία). Εξάλλου, πάντα σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, εφόσον παραλάβει δήλωση αντιρρήσεων υποβληθείσα εμπροθέσμως, το δικαστήριο την κοινοποιεί στον αιτούντα, καλώντας τον συγχρόνως να προσδιορίσει, εντός προθεσμίας 30 ημερών, το αρμόδιο για την εκδίκαση της διαφοράς κατά την τακτική διαδικασία δικαστήριο. Ο καθού πρέπει να προτείνει την ένσταση ελλείψεως δικαιοδοσίας του δικαστηρίου πριν παραστεί κατά τη συζήτηση επί της ουσίας.

II – Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12.      Η Goldbet Sportwetten GmbH (στο εξής: αιτούσα), επιχείρηση εδρεύουσα στην Αυστρία, οργανώνει αθλητικά στοιχήματα. Ο M. Sperindeo (στο εξής: καθού) είναι κάτοικος Ιταλίας. Είχε αναλάβει, δυνάμει συμβάσεως παροχής υπηρεσιών, την οργάνωση και την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της αιτούσας στην Ιταλία. Ανέλαβε ιδίως την υποχρέωση να συγκεντρώνει τα στοιχήματα στα κατά τόπους σημεία συλλογής και να αποστέλλει τα χρήματα στην αιτούσα, μετά την αφαίρεση των κερδών των παικτών.

13.      Η αιτούσα, εκτιμώντας ότι ο καθού δεν είχε εκπληρώσει τις συμβατικές υποχρεώσεις του, ζήτησε στις 29 Δεκεμβρίου 2009 και επέτυχε στις 17 Φεβρουαρίου 2010 την έκδοση από το Bezirksgericht für Handelssachen Wien, αρμόδιο δικαστήριο όσον αφορά την ευρωπαϊκή διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής, ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής για την καταβολή ποσού 16 406 ευρώ, προσαυξημένου με τόκους και έξοδα, δίκην αποζημιώσεως.

14.      Στις 19 Απριλίου 2010 ο καθού υπέβαλε εμπροθέσμως δήλωση αντιρρήσεων κατά της εν λόγω ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, μέσω του δικηγόρου του. Προς στήριξη των αντιρρήσεών του, ισχυρίστηκε ότι η προβαλλόμενη απαίτηση ήταν αβάσιμη και δεν είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη.

15.      Με διάταξη της 2ας Ιουλίου 2010, το Bezirksgericht für Handelssachen Wien παρέπεμψε την υπόθεση στο Landesgericht Innsbruck (Αυστρία), αποφαινόμενο ότι το τελευταίο ήταν το αρμόδιο δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1896/2006.

16.      Ενώπιον του Landesgericht Innsbruck, ο καθού προέβαλε για πρώτη φορά την έλλειψη αρμοδιότητας του εν λόγω δικαστηρίου, επικαλούμενος το γεγονός ότι ήταν κάτοικος Ιταλίας. Του ζήτησε, κατά συνέπεια, να κηρύξει εαυτό κατά τόπον αναρμόδιο και να απορρίψει την αίτηση. Κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, το Landesgericht Innsbruck είναι το αρμόδιο, κατά το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 44/2001, δικαστήριο, ως δικαστήριο του τόπου εκπληρώσεως της σχετικής με την ένδικη χρηματική οφειλή παροχής. Σε κάθε περίπτωση, το εν λόγω δικαστήριο είναι, κατ’ αυτήν, αρμόδιο δυνάμει του άρθρου 24 του κανονισμού αυτού, καθόσον ο αναιρεσίβλητος παρέστη ενώπιόν του, δεδομένου ότι προέβαλε ισχυρισμούς επί της ουσίας στο πλαίσιο της δηλώσεως αντιρρήσεων κατά της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, χωρίς να προβάλει ένσταση ελλείψεως αρμοδιότητας κατά τη φάση εκείνη.

17.      Με διάταξή του, το Landesgericht Innsbruck έκανε δεκτό το αίτημα του καθού και νυν αναιρεσιβλήτου, κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και απέρριψε την αίτηση. Η αιτούσα άσκησε έφεση κατά της διατάξεως αυτής ενώπιον του Oberlandesgericht Innsbruck (Αυστρία). Η έφεση απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι τα αυστριακά δικαστήρια είναι, κατ’ αρχήν, αναρμόδια, δεδομένου ότι τα αιτήματα της αιτούσας στηρίζονται σε σύμβαση παροχής υπηρεσιών και ότι ο συμφωνηθείς κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 44/2001, τόπος εκπληρώσεως ήταν στην Ιταλία. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο προσέθεσε ότι η έλλειψη αρμοδιότητας του δικαστηρίου στο οποίο υποβλήθηκε η διαφορά δεν είχε θεραπευθεί διά της παραστάσεως του καθού, σύμφωνα με το άρθρο 24 του κανονισμού 1896/2006.

18.      Κατά της αποφάσεως του Oberlandesgericht Innsbruck η αιτούσα άσκησε ενώπιον του Oberster Gerichtshof (Αυστρία) «αναίρεση», με την οποία ζητεί την εξαφάνιση των προγενεστέρων αποφάσεων και τη συνέχιση της διαδικασίας ενώπιον του Landesgericht Innsbruck.

19.      Το Oberster Gerichtshof, διατηρώντας αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 6 του κανονισμού 1896/2006 […] την έννοια ότι στη διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής πρέπει επίσης να έχει εφαρμογή το άρθρο 24 του κανονισμού 44/2001 […], κατά το οποίο το επιληφθέν δικαστήριο ενώπιον του οποίου παρίσταται ο εναγόμενος αποκτά διεθνή δικαιοδοσία;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα:

Έχει το άρθρο 17 του κανονισμού 1896/2006, σε συνδυασμό με το άρθρο 24 του κανονισμού 44/2001, την έννοια ότι η υποβολή δηλώσεως αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ισοδυναμεί με παράσταση, όταν με τη δήλωση αυτή δεν αμφισβητείται η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου προελεύσεως;

3)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα:

Έχει το άρθρο 17 του κανονισμού 1896/2006, σε συνδυασμό με το άρθρο 24 του κανονισμού 44/2001, την έννοια ότι η υποβολή δηλώσεως αντιρρήσεων θεμελιώνει ενδεχομένως διεθνή δικαιοδοσία λόγω παραστάσεως, όταν με τη δήλωση αυτή προβάλλονται ισχυρισμοί επί της ουσίας, όχι όμως και ισχυρισμός ως προς την έλλειψη της διεθνούς δικαιοδοσίας του επιληφθέντος δικαστηρίου;»

III – Ανάλυση

20.      Με τα προδικαστικά ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1896/2006 έχει την έννοια ότι η υποβολή δηλώσεως αντιρρήσεων κατά αιτήσεως για την έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ισοδυναμεί με παράσταση, κατά την έννοια του άρθρου 24 του κανονισμού 44/2001, στην τακτική αστική διαδικασία που έπεται της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαταγής πληρωμής και αν το γεγονός ότι το πρόσωπο που αντιτίθεται στην εν λόγω αίτηση εκδόσεως ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής προέβαλε ισχυρισμούς επί της ουσίας της υποθέσεως στο πλαίσιο των αντιρρήσεών του αυτών επηρεάζει την απάντηση στο ζήτημα αυτό.

21.      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1896/2006, η αρμοδιότητα του δικαστηρίου προσδιορίζεται, για τους σκοπούς της εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες κοινοτικού δικαίου, ιδίως του κανονισμού 44/2001. Το δε άρθρο 24 του τελευταίου προβλέπει σιωπηρή παρέκταση της αρμοδιότητας του επιληφθέντος δικαστηρίου στις περιπτώσεις όπου ο εναγόμενος παρίσταται ενώπιόν του, χωρίς να αμφισβητήσει την αρμοδιότητά του.

22.      Συντασσόμενος με την άποψη και της Γερμανικής και της Αυστριακής Κυβερνήσεως καθώς και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, φρονώ ότι η υποβολή δηλώσεως αντιρρήσεων κατά της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής δεν ισοδυναμεί με παράσταση κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Το γεγονός ότι το πρόσωπο που υπέβαλε δήλωση αντιρρήσεων αιτιολόγησε τις αντιρρήσεις αυτές ουδεμία ασκεί, κατά τη γνώμη μου, επιρροή επί του ζητήματος αυτού.

23.      Πράγματι, μια πρώτη απάντηση στο τεθέν ζήτημα παρέχεται από το ίδιο το κείμενο των αιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού 1896/2006.

24.      Όπως διευκρινίζουν οι εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις με εξαιρετική σαφήνεια, η ευρωπαϊκή διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής την οποία καθιερώνει ο κανονισμός αυτός είναι μια διαδικασία που έχει ως γνώμονα την καθιέρωση ενός ταχέος και ομοιόμορφου μηχανισμού εισπράξεως των μη αμφισβητουμένων χρηματικών αξιώσεων στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (4).

25.      Υπό την έννοια αυτή, ο κανονισμός 1896/2006 ανταποκρίνεται στο πρόγραμμα μέτρων που υιοθέτησε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2000, με το οποίο προβλέπεται η δυνατότητα θέσπισης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα μιας «ομοιόμορφης ή εναρμονισμένης» διαδικασίας, «για την έκδοση δικαστικής απόφασης» (5), πρόγραμμα που επιβεβαιώθηκε το 2004 με το Πρόγραμμα της Χάγης, το οποίο εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 5 Νοεμβρίου 2004 (6).

26.      Την ιδιαιτερότητα αυτή υπενθύμισε, άλλωστε, το Δικαστήριο στη σκέψη 30 της αποφάσεως της 13ης Δεκεμβρίου 2012, C-215/11, Szyrocka (7), σύμφωνα με την οποία: «Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1896/2006, σκοπός του κανονισμού αυτού είναι, μεταξύ άλλων, η απλούστευση, επιτάχυνση και μείωση των εξόδων της εκδικάσεως διασυνοριακών διαφορών με αντικείμενο μη αμφισβητούμενες χρηματικές απαιτήσεις. Όπως αναφέρεται στην όγδοη, στη δέκατη και στην εικοστή ένατη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού, προς επίτευξη του σκοπού αυτού, ο κανονισμός θεσπίζει ενιαίο μηχανισμό εισπράξεως τέτοιων απαιτήσεων, θέτοντας σε ισχύ πανομοιότυπες προϋποθέσεις για πιστωτές και οφειλέτες σε όλη την Ένωση, χωρίς να αντικαθιστά ή να εναρμονίζει τους αντίστοιχους υφιστάμενους εθνικούς μηχανισμούς.»

27.      Ο διακηρυσσόμενος αυτός στόχος καθιστά απολύτως σαφές ότι πρόκειται για νομική ρύθμιση που έχει ως στόχο να αποτρέψει κάθε αμφισβήτηση επί της ουσίας και κάθε καθυστέρηση που προκαλείται, κατά κανόνα, από τις συνήθεις ένδικες διαδικασίες. Είναι μάλιστα δυνατό, η διαδικασία αυτή, αφιέμενη στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών, να χωρεί και ενώπιον διοικητικής αρχής.

28.      Πράγματι, για την επίτευξη, προφανώς, του επιδιωκόμενου σκοπού, το άρθρο 5, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού ορίζει με αυτόνομο τρόπο την έννοια του όρου «δικαστήριο» ως «οποιαδήποτε αρχή κράτους μέλους με αρμοδιότητα σχετική με τις ευρωπαϊκές διαταγές πληρωμής ή κάθε άλλο συναφές ζήτημα» (8). Με τον ορισμό αυτό, ο κανονισμός αποκλείει σαφώς το ενδεχόμενο να υπάγεται η διαδικασία αυτή μόνο σε δικαιοδοτικά ή δικαστικά όργανα ή και σε διοικητικά όργανα, εφόσον αυτά υφίστανται στο οικείο κράτος μέλος.

29.      Με βάση τα ανωτέρω, το σύστημα που καθιερώνει ο εν λόγω κανονισμός παρουσιάζει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά.

30.      Πρώτον, δεν υπόκειται στην αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. Συγκεκριμένα, η αρμόδια εθνική αρχή προβαίνει στην έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ή στην απόρριψη της σχετικής αιτήσεως χωρίς προηγούμενη συζήτηση ενώπιόν της (9), καίτοι έχει τη δυνατότητα να ζητήσει εξηγήσεις ή αποδεικτικά στοιχεία από τον αιτούντα, γεγονός που εξηγείται αναμφισβήτητα από την ανάγκη εξακριβώσεως του ότι η προβαλλόμενη αξίωση ανταποκρίνεται, κατά τα φαινόμενα τουλάχιστον, στον χαρακτηρισμό της «μη αμφισβητούμενης αξίωσης». Στο στάδιο αυτό, ο οφειλέτης δεν έχει καμία δυνατότητα ακροάσεως και δεν μπορεί να προβάλει κανέναν ισχυρισμό.

31.      Δεύτερον, ο οφειλέτης εμφανίζεται μόνο στη φάση της εκτελέσεως της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, αφού δηλαδή αυτή έχει εκδοθεί. Στην πραγματικότητα, η διάταξη περί εκδόσεως της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής καθίσταται γνωστή για πρώτη φορά στον οφειλέτη με την κοινοποίησή της σ’ αυτόν, η οποία σηματοδοτεί την έναρξη προθεσμίας 30 ημερών για την εκ μέρους του υποβολή δηλώσεως αντιρρήσεων κατά της εν λόγω διατάξεως (10). Η δήλωση αντιρρήσεων υποβάλλεται είτε με τη χρησιμοποίηση ενός τυποποιημένου εντύπου το οποίο πρέπει να επισυνάπτεται στην κοινοποιούμενη διάταξη είτε χωρίς τήρηση ειδικού τύπου (11). Η εν λόγω υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων περατώνει από μόνη της την ευρωπαϊκή διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής (12). Η κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού αρχή, δεν ασχολείται πλέον με αυτήν. Κατά συνέπεια, η υπόθεση μπορεί πλέον να εκδικαστεί περαιτέρω σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες πολιτικής δικονομίας, που είναι πλέον και οι μόνοι εφαρμοστέοι κανόνες (13).

32.      Οι αρχές αυτές λειτουργίας του συστήματος αρκούν από μόνες τους για να δικαιολογήσουν την έναρξη, ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου, μιας εντελώς νέας διαδικασίας όπου όλα πρέπει να εκκινήσουν από μηδενική βάση, και τούτο ακόμη και στην περίπτωση που η αρμόδια για τη διαχείριση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής αρχή είναι συγχρόνως το αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της διαφοράς επί της ουσίας.

33.      Επισημαίνεται, πάντως, ότι αυτό δεν συμβαίνει στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, αφού αρμόδια δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 1896/2006 αρχή είναι το Bezirksgericht für Handelssachen Wien και το ορισθέν από αυτό δικαστήριο για την εξέταση της διαφοράς επί της ουσίας είναι το Landesgericht Innsbruck.

34.      Εν πάση περιπτώσει, το ερώτημα παραμένει αν το γεγονός ότι υποβλήθηκε δήλωση αντιρρήσεων κατά της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, όχι με αποστολή του τυποποιημένου εντύπου αλλά με την υποβολή λεπτομερούς εγγράφου, είχε ως συνέπεια να παρεκτείνει την αρμοδιότητα του δικαστηρίου που κλήθηκε να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης, οπότε η εν λόγω δήλωση αντιρρήσεων συνιστά παράσταση κατά την έννοια του άρθρου 24 του κανονισμού 44/2001.

35.      Στην άποψη κατά την οποία στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση, μπορεί να αντιταχθεί μια σειρά επιχειρημάτων.

36.      Καταφατική απάντηση θα σήμαινε ότι θα γινόταν δεκτό ότι η ευρωπαϊκή διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής και η τακτική εθνική αστική διαδικασία συνιστούν, στην πραγματικότητα, μία και την αυτή διαδικασία και ότι η μοναδική αυτή διαδικασία εκκίνησε, πράγματι, ενώπιον της αρμόδιας για την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής αρχής. Κάτι τέτοιο, δε, θα ήταν νοητό μόνον αν η έκφραση «η διαδικασία συνεχίζεται ενώπιον των», που χρησιμοποιείται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1896/2006, ερμηνευόταν υπό την έννοια ότι η διαδικασία που έπεται της υποβολής δηλώσεως αντιρρήσεων κατά της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής είναι η ίδια με τη διαδικασία που κινήθηκε ενώπιον της αρχικώς επιληφθείσης αρχής, αφού διαδικαστικά συμβάντα που έλαβαν χώρα στη φάση αυτή δεσμεύουν κατόπιν το δικαστήριο που εκδικάζει τη διαφορά επί της ουσίας.

37.      Επομένως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι ο καθού, εν προκειμένω ο οφειλέτης, δεν έχει καμία δυνατότητα να προβάλει την έλλειψη αρμοδιότητας του δικαστηρίου, αφού είναι εντελώς απών από την αρχική φάση της διαδικασίας, όπως προανέφερα στα σημεία 30 και 31 των παρουσών προτάσεων.

38.      Το πρόβλημα αυτό μπορεί να θεραπευθεί αν γίνει δεκτό ότι, για τον οφειλέτη, η διαδικασία αρχίζει με την κοινοποίηση σ’ αυτόν της διατάξεως περί εκδόσεως ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, ανακύπτει ζήτημα διαφορετικής μεταχείρισης το οποίο, κατά τη γνώμη μου, αποκλείει σαφώς την τελευταία αυτή ερμηνεία.

39.      Πράγματι, η δήλωση αντιρρήσεων που υποβάλλεται με χρησιμοποίηση του τυποποιημένου εντύπου αφήνει ακέραιο το ζήτημα της αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας, το οποίο εναπόκειται αποκλειστικά στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Αντίθετα, η υποβολή δηλώσεως αντιρρήσεων χωρίς τη χρησιμοποίηση του εντύπου, η οποία περιλαμβάνει ορισμένα επιχειρήματα ή ακόμη και πλήρη επιχειρηματολογία, ισοδυναμεί με παράσταση και, συνεπώς, σιωπηρή αποδοχή της αρμοδιότητας, ενώ ο κανονισμός, ο οποίος κάνει δεκτή τη μορφή αυτή ελεύθερης έκφρασης, εξαρτά το κύρος της δήλωσης από μια και μόνο προϋπόθεση: να συνιστά μια σαφώς διατυπωμένη ένσταση.

40.      Άλλως, ο οφειλέτης δεν θα είχε καμία δυνατότητα να προσβάλει μια εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά τη δικαιοδοσία της αρχής η οποία αποφαίνεται σχετικά με την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής, πράγμα που συμβαίνει, κατά το αιτούν δικαστήριο, στην περίπτωση της ενώπιόν του εκκρεμούσας διαφοράς. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο οφειλέτης μπορεί, ενδεχομένως, να βασιστεί μόνο στην εξουσία του εθνικού δικαστηρίου να διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως ότι είναι αναρμόδιο στο πλαίσιο της τακτικής αστικής διαδικασίας.

41.      Πώς μπορεί να δικαιολογήσει κανείς το ότι μπορεί να παραχθεί μια τέτοια συνέπεια ως αποτέλεσμα ευρωπαϊκής διαδικασίας εκδόσεως διαταγής πληρωμής η οποία δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο; Η αναιρεσείουσα υποστήριξε σχετικώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, παρά την έμμεση αποδοχή της αρμοδιότητας που συνάγεται από τη δήλωση αντιρρήσεων και μόνο που υποβάλλεται κατά της αιτήσεως για την έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, εξακολουθεί να είναι δυνατό να προβληθεί η έλλειψη αρμοδιότητας του τακτικού πολιτικού δικαστηρίου ενώπιον του τελευταίου. Αν γινόταν δεκτή η θεωρία αυτή, δεν αντιλαμβάνομαι για ποιό λόγο, υπό τις συνθήκες αυτές, θα πρέπει να θεωρείται η υποβολή δηλώσεως αντιρρήσεων ως παράσταση με τις έννομες συνέπειες που συναρτώνται με αυτήν.

42.      Πόσο λεπτομερής και ακριβής πρέπει να είναι η επιχειρηματολογία για να πρέπει να θεωρηθεί ότι η προβολή αντιρρήσεων που χωρεί σύμφωνα με τον τύπο αυτό ισοδυναμεί με παράσταση; Η ανάγκη της εκτιμήσεως αυτής δεν είναι γενεσιουργός αοριστίας, πηγή νομικής αβεβαιότητας, που αντίκειται στον επιδιωκόμενο από τον κοινοτικό νομοθέτη σκοπό, ο οποίος, υπενθυμίζω, έγκειται στο να απλουστεύσει ακριβώς την ευρωπαϊκή διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής;

43.      Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ασφάλειας δικαίου απαιτεί η νομοθεσία της Ένωσης να είναι σαφής και η εφαρμογή της προβλέψιμη για τους ενδιαφερομένους. Κατά συνέπεια, η αρχή αυτή επιβάλλει μια ρύθμιση του δικαίου της Ένωσης –και συγκεκριμένα, στην εν προκειμένω εξεταζόμενη περίπτωση, οι εφαρμοστέες διατάξεις των κανονισμών 1896/2006 και 44/2001–, η οποία επάγεται έννομα αποτελέσματα έναντι των πολιτών, να είναι σαφής και ακριβής, ώστε οι τελευταίοι να είναι σε θέση να γνωρίζουν με βεβαιότητα το χρονικό σημείο έναρξης επελεύσεως των εν λόγω αποτελεσμάτων.

44.      Όμως, το να γίνεται δεκτό ότι η προβολή αντιρρήσεων κατά αιτήσεως για την έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής μπορεί να ισοδυναμεί με παράσταση, κατά την έννοια του άρθρου 24 του κανονισμού 44/2001, ανάλογα με το αν με τις αντιρρήσεις προβλήθηκαν ισχυρισμοί επί της ουσίας της υποθέσεως, συνεπάγεται ακριβώς τη δημιουργία νομικής αβεβαιότητας, καθόσον θα πρέπει να εκτιμάται κάθε φορά αν η επιχειρηματολογία είναι εκτενής ή όχι και αν η επιχειρηματολογία αυτή ενέχει, ρητά ή σιωπηρά, τοποθέτηση όσον αφορά την αρμοδιότητα του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου θα διεξαχθεί η τακτική αστική διαδικασία, στο οποίο, υπενθυμίζεται, δεν έχει ακόμη υποβληθεί η διαφορά στη φάση αυτή.

45.      Η τοποθέτηση αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργήσει πολυπλοκότητα, όταν ο κανονισμός 1896/2006 σκοπεί ακριβώς να απλοποιήσει την ευρωπαϊκή διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής.

46.      Πώς είναι δυνατό να γίνει δεκτή η ιδέα της ενότητας μεταξύ της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαταγής πληρωμής και της τακτικής αστικής διαδικασίας όταν, για παράδειγμα, η αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής αρχή είναι διοικητική αρχή και η αρμόδια για την εκδίκαση της ουσίας αρχή είναι δικαστική; Ή ακόμη, όταν η αρχή αυτή δεν είναι καν δικαστήριο; Πώς, επομένως, μπορεί να δικαιολογηθεί το γεγονός ότι ένα συμβάν που έλαβε χώρα ενώπιον μιας τέτοιας αρχής θα έχει κατόπιν τέτοιου είδους συνέπειες; Υπενθυμίζω, απλώς, πόσο μεγάλη σημασία έχουν στην εξέλιξη της ένδικης διαδικασίας οι κανόνες περί δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας.

47.      Τέλος, η ανάγνωση του άρθρου 16 του κανονισμού 1896/2006, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 23 αυτού, αρκεί προφανώς για να αρθεί η αμφιβολία. Συγκεκριμένα, το άρθρο 16, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού δεν επιβάλλει, στην πραγματικότητα, κάποιον ιδιαίτερο τύπο για την υποβολή δηλώσεως αντιρρήσεων. Αναφέρει απλώς ότι «[ο] καθού μπορεί να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων […] χρησιμοποιώντας το τυποποιημένο έντυπο». Η παράγραφος 3 της εν λόγω διατάξεως συμπληρώνει τη ρύθμιση διευκρινίζοντας ότι ο οφειλέτης δεν υποχρεούται να προσδιορίσει τους λόγους για τους οποίους αμφισβητεί την αξίωση.

48.      Επομένως, δεν απαγορεύεται στον οφειλέτη να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους αμφισβητεί την αξίωση, αλλά σε καμία περίπτωση αυτό δεν πρέπει να επάγεται για τον ίδιο συγκεκριμένες και δυσμενείς συνέπειες που δεν προβλέπονται ρητά από τον εν λόγω κανονισμό, για τον απλό λόγο ότι, στη φάση αυτή, σημασία έχει μόνο το αν η αξίωση αμφισβητείται ή όχι. Ο λόγος αμφισβήτησης είναι εντελώς περιττός. Το μόνο στοιχείο που έχει σημασία στο πλαίσιο αυτό είναι αν η αξίωση αμφισβητείται ή όχι.

49.      Αυτό επιβεβαιώνεται από το κείμενο της αιτιολογικής σκέψης 23 του κανονισμού 1896/2006, όπου αναφέρεται ότι «[ο] καθού μπορεί να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων χρησιμοποιώντας το τυποποιημένο έντυπο που περιέχεται στον παρόντα κανονισμό. Ωστόσο, τα δικαστήρια θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη οιαδήποτε άλλη γραπτή μορφή αντιρρήσεων, αν είναι διατυπωμένη με σαφήνεια». Δήλωση αντιρρήσεων η οποία περιέχει επιχειρήματα αποτελεί γραπτή μορφή αντιρρήσεων διατυπωμένη με σαφήνεια. Επομένως, είναι έγκυρη και έχει ως μόνο αποτέλεσμα την παραγωγή των ιδίων συνεπειών με εκείνη της δήλωσης αντιρρήσεων που υποβάλλεται με χρησιμοποίηση του τυποποιημένου εντύπου, δηλαδή, την περάτωση της διαδικασίας εκδόσεως ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής. Το να προστεθούν άλλες συνέπειες θα συνιστούσε όχι υπέρβαση αλλά αντίθεση προς τη βούληση του νομοθέτη.

50.      Για όλους τους προεκτεθέντες λόγους, φρονώ ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1896/2006 έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι υποβλήθηκε δήλωση αντιρρήσεων κατά αιτήσεως για την έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής δεν ισοδυναμεί με παράσταση, κατά την έννοια του άρθρου 24 του κανονισμού 44/2001, στην τακτική αστική διαδικασία που έπεται της ευρωπαϊκής διαδικασίας για έκδοση διαταγής πληρωμής. Το γεγονός ότι το πρόσωπο που αντιτίθεται στην εν λόγω αίτηση για έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής διατύπωσε επιχειρήματα επί της ουσίας της υποθέσεως κατά την υποστήριξη των εν λόγω αντιρρήσεων ουδεμία ασκεί συναφώς επιρροή.

IV – Πρόταση

51.      Βάσει του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Oberster Gerichtshof ως εξής:

«Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1896/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 936/2012 της Επιτροπής, της 4ης Οκτωβρίου 2012, έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι υποβλήθηκε δήλωση αντιρρήσεων κατά αιτήσεως για την έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής δεν ισοδυναμεί με παράσταση, κατά την έννοια του άρθρου 24 του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, στην τακτική αστική διαδικασία που έπεται της ευρωπαϊκής διαδικασίας εκδόσεως διαταγής πληρωμής. Το γεγονός ότι το πρόσωπο που αντιτίθεται στην εν λόγω αίτηση για έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής διατύπωσε επιχειρήματα επί της ουσίας της υποθέσεως κατά την υποστήριξη των εν λόγω αντιρρήσεων ουδεμία ασκεί συναφώς επιρροή.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 –      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής (ΕΕ L 399, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 936/2012 της Επιτροπής, της 4ης Οκτωβρίου 2012 (ΕΕ L 283, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1896/2006).


3 –      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1 και διορθωτικό στην ΕΕ 2001, L 307, σ. 28).


4 –      Βλ., ιδίως, τις αιτιολογικές σκέψεις 4, 9 και 29 του εν λόγω κανονισμού.


5 –      Η υπογράμμιση δική μου.


6 –      Βλ. αιτιολογική σκέψη 4 του ιδίου κανονισμού.


7 –      C‑215/11.


8 –      Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού, κατά την οποία η εξέταση της αιτήσεως για την έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής δεν είναι ανάγκη να πραγματοποιείται από δικαστή.


9 –      Σύμφωνα με τα άρθρα 5, παράγραφος 3, 7, παράγραφος 3, και 8 έως 12 του κανονισμού 1896/2006, η αίτηση για την έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής υποβάλλεται, πράγματι, με πρωτοβουλία του αιτούντος, ο οποίος υποβάλλει την αίτηση ενώπιον της αρμόδιας εθνικής αρχής. Η αρχή αυτή βασίζεται αποκλειστικά στις πληροφορίες που της παρέχει ο αιτών για να εξετάσει την αίτηση και είτε να την απορρίψει είτε να προβεί στην έκδοση της διαταγής πληρωμής.


10 –      Βλ. άρθρο 16, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.


11 –      Βλ. άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού, καθώς και αιτιολογική σκέψη 23 αυτού.


12 –      Βλ. αιτιολογική σκέψη 24 του κανονισμού 1896/2006.


13 –      Βλ. άρθρο 17, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού, καθώς και αιτιολογική σκέψη 24 αυτού.