Language of document : ECLI:EU:C:2014:2407

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 2ας Δεκεμβρίου 2014 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγίες 75/442/ΕΟΚ, 91/689/ΕΟΚ και 1999/31/ΕΚ — Διαχείριση των αποβλήτων — Απόφαση του Δικαστηρίου διαπιστώνουσα παράβαση — Μη εκτέλεση — Άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ — Χρηματικές κυρώσεις — Χρηματική ποινή — Κατ’ αποκοπήν ποσό»

Στην υπόθεση C‑196/13,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 16 Απριλίου 2013,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις D. Recchia, A. Alcover San Pedro και E. Sanfrutos Cano, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. Fiengo, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, K. Lenaerts, αντιπρόεδρο, A. Tizzano, R. Silva de Lapuerta, T. Von Danwitz, A. Ó Caoimh (εισηγητή), C. Vajda και S. Rodin, προέδρους τμήματος, A. Borg Barthet, J. Malenovský, E. Levits, E. Jarašiūnas, C. G. Fernlund, J. L. da Cruz Vilaça και F. Biltgen, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Ιουνίου 2014,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να διαπιστώσει ότι, μη έχοντας λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα τα οποία προϋποθέτει η εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑135/05, EU:C:2007:250), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 4, 8 και 9 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων (EE ειδ. έκδ. 15/001, σ. 86), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 91/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991 (EE L 78, σ. 32, στο εξής: οδηγία 75/442), από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για τα επικίνδυνα απόβλητα (EE L 377, σ. 20), και από το άρθρο 14, στοιχεία α΄ έως γ΄, της οδηγίας 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999, περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων (EE L 182, σ. 1), το ως άνω κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ·

–        να υποχρεώσει την Ιταλική Δημοκρατία να καταβάλει στην Επιτροπή χρηματική ποινή ύψους 256 819,20 ευρώ ανά ημέρα καθυστερήσεως στην εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250), από της εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως·

–        να υποχρεώσει την Ιταλική Δημοκρατία να καταβάλει στην Επιτροπή κατ’ αποκοπήν ποσό το ύψος του οποίου προκύπτει με πολλαπλασιασμό ημερήσιου ποσού 28 089,60 ευρώ επί τον αριθμό των ημερών εξακολουθήσεως της παραβάσεως, από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250) έως την ημερομηνία εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως, καθώς και

–        να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Το νομικό πλαίσιο

Η οδηγία 75/442

2        Το άρθρο 4 της οδηγίας 75/442 έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι η διάθεση ή η αξιοποίηση των αποβλήτων θα πραγματοποιείται χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η υγεία του ανθρώπου και χωρίς να χρησιμοποιούνται διαδικασίες ή μέθοδοι που ενδέχεται να βλάψουν το περιβάλλον [...]

[...]

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν εξάλλου τα αναγκαία μέτρα για την απαγόρευση της εγκατάλειψης, της απόρριψης και της ανεξέλεγκτης διάθεσης των αποβλήτων.»

3        Το άρθρο 8 της ως άνω οδηγίας επέβαλλε στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου κάθε κάτοχος αποβλήτων είτε να τα παραδίδει σε ιδιωτικό ή δημόσιο φορέα συλλογής ή σε επιχείρηση που πραγματοποιεί τις προβλεπόμενες στα παραρτήματα II A ή II B της εν λόγω οδηγίας εργασίες είτε να προβαίνει ο ίδιος σε αξιοποίηση ή διάθεσή τους τηρώντας τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.

4        Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 75/442 προέβλεπε ότι, για τους σκοπούς της εφαρμογής, ιδίως, του άρθρου 4 της ως άνω οδηγίας, κάθε εγκατάσταση ή κάθε επιχείρηση που πραγματοποιούσε εργασίες διαθέσεως αποβλήτων έπρεπε να λαμβάνει άδεια της επιφορτισμένης με την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας αρμόδιας αρχής. Το άρθρο 9, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας διευκρίνιζε ότι οι άδειες αυτές μπορούσαν να χορηγούνται για καθορισμένη διάρκεια, να ανανεώνονται, να εξαρτώνται από όρους και υποχρεώσεις ή να απορρίπτονται, ιδίως αν η σχεδιαζόμενη μέθοδος διαθέσεως ήταν απαράδεκτη από απόψεως προστασίας του περιβάλλοντος.

5        Η οδηγία 75/442 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2006/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2006, περί των στερεών αποβλήτων (EE L 114, σ. 9), η οποία καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε και αυτή από την οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών (EE L 312, σ. 3). Οι διατάξεις των άρθρων 4, 8 και 9 της οδηγίας 75/442 επαναλαμβάνονται, κατ’ ουσίαν, στα άρθρα 13, 15, 23 και 36, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98.

Η οδηγία 91/689

6        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/689 όριζε τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να απαιτείται η καταγραφή και η αναγνώριση των επικίνδυνων αποβλήτων σε κάθε τοποθεσία όπου γίνεται η απόθεση (απόρριψή) τους.»

7        Η εν λόγω οδηγία καταργήθηκε με την οδηγία 2008/98. Η διάταξη του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/689 επαναλαμβάνεται, κατ’ ουσίαν, στο άρθρο 35, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2008/98.

Η οδηγία 1999/31

8        Το άρθρο 14, στοιχεία α΄ έως γ΄, της οδηγίας 1999/31 προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για να διασφαλίζουν ότι η συνέχιση της λειτουργίας χώρων υγειονομικής ταφής για τους οποίους έχει χορηγηθεί άδεια ή οι οποίοι λειτουργούν ήδη κατά το χρόνο ενσωμάτωσης της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο επιτρέπεται μόνον εφόσον [...]

α)      εντός ενός έτους μετά την ημερομηνία που ορίζεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1, [δηλαδή το αργότερο στις 16 Ιουλίου 2002], ο φορέας εκμετάλλευσης χώρου ταφής καταρτίζει και υποβάλλει προς έγκριση στην αρμόδια αρχή σχέδιο διευθέτησης του χώρου, το οποίο περιλαμβάνει τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 8 καθώς και όλα τα επανορθωτικά μέτρα τα οποία κρίνει ότι θα απαιτηθούν προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις [της] παρούσας οδηγίας, εξαιρουμένων των απαιτήσεων του παραρτήματος I σημείο 1·

β)      μετά την υποβολή του σχεδίου διευθέτησης, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν οριστική απόφαση σχετικά με τη συνέχιση της λειτουργίας βάσει του εν λόγω σχεδίου και της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την παύση της λειτουργίας το συντομότερο δυνατόν, βάσει του άρθρου 7 στοιχείο στ) και του άρθρου 13, των χώρων ταφής που δεν έχουν λάβει, σύμφωνα με το άρθρο 8, άδεια συνέχισης της λειτουργίας·

γ)      βάσει του εγκεκριμένου σχεδίου διευθέτησης του χώρου, οι αρμόδιες αρχές χορηγούν άδεια για την εκτέλεση των αναγκαίων έργων και καθορίζουν μεταβατική περίοδο για την ολοκλήρωση του σχεδίου. Όλοι ανεξαιρέτως οι υφιστάμενοι χώροι υγειονομικής ταφής αποβλήτων τηρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, εξαιρουμένων των απαιτήσεων του παραρτήματος I σημείο 1, εντός οκτώ ετών [από] την ημερομηνία που ορίζεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 [δηλαδή το αργότερο στις 16 Ιουλίου 2009].»

9        Δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας, τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς αυτήν το αργότερο στις 16 Ιουλίου 2001, ήτοι δύο έτη μετά την έναρξη ισχύος της, και πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

 Η απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας

10      Στην απόφασή του Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250) της 26ης Απριλίου 2007, το Δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή λόγω παραβάσεως την οποία είχε ασκήσει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ αφού διαπίστωσε ότι η Ιταλική Δημοκρατία είχε υποπέσει, γενικώς και κατ’ εξακολούθηση, σε παράβαση των σχετικών με τη διαχείριση των αποβλήτων υποχρεώσεών της βάσει των άρθρων 4, 8 και 9 της οδηγίας 75/442, του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/689, καθώς και του άρθρου 14, στοιχεία α΄ έως γ΄, της οδηγίας 1999/31 καθόσον δεν είχε λάβει όλα τα μέτρα που ήταν αναγκαία για την εκτέλεση των διατάξεων αυτών.

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

11      Στο πλαίσιο ελέγχου της εκτελέσεως της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250), η Επιτροπή, με έγγραφο της 8ης Μαΐου 2007, ζήτησε από τις ιταλικές αρχές περιγραφή των μέτρων που είχαν λάβει για την εκτέλεση της ως άνω αποφάσεως. Στις 11 Ιουνίου 2007 πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες συνάντηση μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των ιταλικών αρχών, κατά την οποία οι ιταλικές αρχές δεσμεύθηκαν να προσκομίσουν στην Επιτροπή τον ενημερωμένο κατάλογο των μέτρων που ήταν αναγκαία για τη συμμόρφωση προς την εν λόγω απόφαση.

12      Με έγγραφα της 10ης Ιουλίου 2007, της 26ης Σεπτεμβρίου 2007, της 31ης Οκτωβρίου 2007 και της 26ης Νοεμβρίου 2007, οι ιταλικές αρχές παρουσίασαν μεταξύ άλλων το εθνικό κατασταλτικό νομοθετικό σύστημα όσον αφορά τη διαχείριση των αποβλήτων και ορισμένες πρωτοβουλίες σχετικά με τη διαχείριση αυτή, καθώς και συνοπτική παρουσίαση, ανά περιφέρεια, της καταστάσεως των χώρων που καταγράφονταν στην έκθεση την οποία είχε καταρτίσει το Corpo Forestale dello Stato (Εθνική Αρχή Δασών, στο εξής: CFS) το 2002.

13      Εκτιμώντας ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν είχε προβεί σε πλήρη κοινοποίηση προς την ίδια των μέτρων που είχε λάβει για την εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250), η Επιτροπή απέστειλε στην Ιταλική Δημοκρατία την 1η Φεβρουαρίου 2008 έγγραφο οχλήσεως, με το οποίο την κάλεσε να υποβάλει τις σχετικές παρατηρήσεις της εντός δύο μηνών. Κατά το διάστημα μεταξύ 10 Απριλίου 2008 και 26 Μαΐου 2008, το ως άνω κράτος μέλος κοινοποίησε επανειλημμένως στην Επιτροπή νέα στοιχεία για καθεμία από τις ιταλικές περιφέρειες και για τις αυτόνομες επαρχίες του Trento και του Bolzano, καθώς και στοιχεία για το νέο εθνικό σύστημα επιτηρήσεως της επικράτειας.

14      Σε συνάντηση η οποία πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες στις 24 Σεπτεμβρίου 2008 και με έγγραφο της 12ης Νοεμβρίου 2008, η Επιτροπή διατύπωσε επικρίσεις κατά του περιεχομένου των στοιχείων που είχαν κοινοποιηθεί από την Ιταλική Δημοκρατία. Αφού εξέτασε τα διάφορα έγγραφα που της υπέβαλε κατόπιν το ως άνω κράτος μέλος, η Επιτροπή απέστειλε στο κράτος αυτό, στις 26 Ιουνίου 2009, αιτιολογημένη γνώμη επί τη βάσει του άρθρου 228, παράγραφος 2, EK, στην οποία έκρινε ότι η γενική παράβαση που είχε διαπιστωθεί από το Δικαστήριο στην απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250) εξακολουθούσε να υφίσταται.

15      Κατόπιν αιτήσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας, η προθεσμία που της είχε τάξει η Επιτροπή για να απαντήσει στην ως άνω αιτιολογημένη γνώμη παρατάθηκε μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2009. Η απάντηση του ως άνω κράτους μέλους περιήλθε στην Επιτροπή την 1η Οκτωβρίου 2009. Μετά την απάντηση αυτή, το εν λόγω κράτος μέλος κοινοποίησε στην Επιτροπή, μεταξύ 13ης Οκτωβρίου 2009 και 19ης Φεβρουαρίου 2013, άλλα ενημερωμένα έγγραφα σχετικά με την εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250).

16      Πρώτον, βάσει των στοιχείων που διαβιβάσθηκαν από την Ιταλική Δημοκρατία, η Επιτροπή εκτίμησε ότι το ως άνω κράτος μέλος δεν είχε λάβει ακόμη όλα τα μέτρα που απαιτούνται για την εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250), στο μέτρο που 218 χώροι οι οποίοι ευρίσκονταν σε 18 από τις 20 ιταλικές περιφέρειες δεν συμμορφώνονταν προς τα άρθρα 4 και 8 της οδηγίας 75/442. Δεύτερον, από την ύπαρξη των ως άνω 218 παράνομων χώρων ταφής η Επιτροπή συνήγαγε ότι υπήρχαν οπωσδήποτε χώροι που λειτουργούσαν χωρίς άδεια, κατά παράβαση του άρθρου 9 της ως άνω οδηγίας. Τρίτον, η Επιτροπή έκρινε ότι 16 από τους ως άνω 218 μη συμμορφωθέντες χώρους περιείχαν επικίνδυνα απόβλητα χωρίς να τηρούν τις προδιαγραφές του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/689. Τέλος, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν είχε αποδείξει, ως προς πέντε από τους υφιστάμενους στις 16 Ιουλίου 2001 χώρους ταφής, ότι είχε καταρτισθεί για τους χώρους αυτούς σχέδιο διευθέτησης ή ότι είχε ληφθεί οριστικό μέτρο για την παύση της λειτουργίας τους σύμφωνα με το άρθρο 14 της οδηγίας 1999/31.

17      Εκτιμώντας ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν είχε λάβει, εντός της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, όπως η προθεσμία αυτή είχε παραταθεί από την Επιτροπή, όλα τα μέτρα που απαιτούνται για την εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250), η Επιτροπή άσκησε στις 16 Απριλίου 2013 την υπό κρίση προσφυγή.

 Οι εξελίξεις που εχώρησαν κατά τη διάρκεια της παρούσας δίκης

18      Με επιστολή της 10ης Απριλίου 2014, το Δικαστήριο ζήτησε από την Ιταλική Δημοκρατία και την Επιτροπή να παράσχουν, το αργότερο στις 16 Μαΐου 2014, επικαιροποιημένες πληροφορίες όσον αφορά την εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250). Έπρεπε επίσης να προσδιορισθούν οι νέοι χώροι ταφής που είχαν καταγραφεί μετά το 2002 και οι οποίοι μνημονεύονταν από τους διαδίκους στα υπομνήματά τους.

19      Στο υπόμνημά της απαντήσεως, η Ιταλική Δημοκρατία παρουσίασε μια ενημερωμένη με νέα στοιχεία συγκεφαλαίωση των παρεμβάσεων που είχαν πραγματοποιηθεί στους 218 χώρους για τους οποίους έκανε λόγο η Επιτροπή στο δικόγραφο της προσφυγής της. Το ως άνω κράτος μέλος προσκόμισε επίσης κατάλογο με 71 νέους χώρους τους οποίους, κατά τη γνώμη του, αφορούσαν οι αιτιάσεις της Επιτροπής μολονότι οι χώροι αυτοί δεν κατονομάζονταν στην έκθεση την οποία κατήρτισε το CFS το 2002.

20      Η δε Επιτροπή υποστήριξε, καταρχάς, στην απάντησή της στην αίτηση παροχής πληροφοριών του Δικαστηρίου και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι, με τα πιο πρόσφατα στοιχεία που διέθετε, 198 χώροι δεν συμμορφώνονται ακόμη προς το άρθρο 4 της οδηγίας 75/442 και ότι, από τους χώρους αυτούς, δύο δεν συμμορφώνονται ούτε προς τα άρθρα 8 και 9 της ως άνω οδηγίας και δεκατέσσερις δεν συμμορφώνονται προς το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/689. Έπειτα, από τις πληροφορίες που αντηλλάγησαν σε συνάντηση των ιταλικών αρχών με την Επιτροπή που πραγματοποιήθηκε στις 23 Μαΐου 2014 προκύπτει ότι απομένουν μόνο δύο χώροι υγειονομικής ταφής οι οποίοι δεν συμμορφώνονται προς το άρθρο 14 της οδηγίας 1999/31. Τέλος, κανένας νέος χώρος τον οποίο έχουν καταγράψει οι ιταλικές αρχές δεν αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής.

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής

 Επιχειρηματολογία των διαδίκων

21      Η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει αντιρρήσεις ως προς το παραδεκτό της υπό κρίση προσφυγής, πρώτον, υποστηρίζοντας ότι οι πηγές πληροφοριών στις οποίες στηρίζεται η Επιτροπή προς θεμελίωση της προσφυγής της, ιδίως οι εκθέσεις του CFS και οι δηλώσεις τις οποίες πραγματοποίησε το ως άνω κράτος μέλος σε ανεπίσημες συναντήσεις με την Επιτροπή, δεν μπορούν να αποτελέσουν έρεισμα προσφυγής δυνάμει του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ καθόσον οι χρηματικές κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας αφορούν παραβάσεις που συνδέονται ειδικά με τον κάθε παράνομο χώρο ταφής.

22      Δεύτερον, το ως άνω κράτος μέλος προσάπτει στην Επιτροπή ότι διεύρυνε το πεδίο της υπό κρίση προσφυγής λαμβάνοντας υπόψη, κατά την εκτίμηση των μέτρων τα οποία όφειλαν να λάβουν οι ιταλικές αρχές δυνάμει του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, νέους χώρους μη περιλαμβανόμενους στην έκθεση του CFS.

23      Τρίτον, με σημείωμα της 14ης Ιουνίου 2011 το οποίο απηύθυνε στην Ιταλική Δημοκρατία, η Επιτροπή συγκεφαλαίωσε το αντικείμενο της διαφοράς κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνον που είχε ακολουθήσει για τη σύνταξη της αιτιολογημένης γνώμης, οπότε έπρεπε να είχε εκδώσει νέα αιτιολογημένη γνώμη.

24      Τέταρτον, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250) ουδόλως αναφέρεται σε ανεπάρκειες της ιταλικής νομοθεσίας, η δε Επιτροπή δεν υπέδειξε ποιες συγκεκριμένες διατάξεις της νομοθεσίας αυτής θεωρεί ανεπαρκείς. Χωρίς τα στοιχεία αυτά, η Ιταλική Δημοκρατία αδυνατεί να αμυνθεί και η προσφυγή είναι απαράδεκτη. Εν πάση περιπτώσει, η εφαρμογή της επίδικης εθνικής νομοθεσίας έχει καταστεί δυσχερής εξαιτίας της πολυπλοκότητας της καταστάσεως που πρέπει να εξυγιανθεί.

25      Πέμπτον, η Ιταλική Δημοκρατία φρονεί ότι ανέκαθεν επέδειξε την πλέον μεγάλη επιμέλεια προκειμένου να θεραπεύσει την παράβαση την οποία διαπίστωσε το Δικαστήριο στην απόφασή του Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250). Το ως άνω κράτος μέλος ζητεί κατά συνέπεια την απόρριψη της υπό κρίση προσφυγής.

26      Η Επιτροπή από την πλευρά της υπενθυμίζει, πρώτον, ότι το Δικαστήριο έκρινε, στην απόφασή του Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250), ότι η έκθεση του CFS μπορούσε να θεωρηθεί ως έγκυρη πηγή πληροφοριών για τους σκοπούς της κινήσεως διαδικασίας λόγω παραβάσεως και ότι οι σχετικές συζητήσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τις συναντήσεις της Επιτροπής με τις ιταλικές αρχές στηρίχθηκαν στο ως άνω έγγραφο.

27      Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι είναι απολύτως θεμιτό να λαμβάνονται υπόψη, κατά το στάδιο της εκτελέσεως της αποφάσεως, και άλλοι μη σύμφωνοι προς τη νομοθεσία χώροι ταφής οι οποίοι είναι γνωστοί στις αρμόδιες διοικητικές αρχές, στο μέτρο που οι χώροι αυτοί εμπίπτουν κατά λογική συνέπεια στην έχουσα γενικό και εξακολουθητικό χαρακτήρα παράβαση η οποία διαπιστώθηκε με την απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250).

28      Τρίτον, το σημείωμα της 14ης Ιουνίου 2011 εκθέτει απλώς την κατάσταση όπως εξελίχθηκε μετά την αποστολή της αιτιολογημένης γνώμης. Δεν ήταν συνεπώς απαραίτητο να απευθυνθεί στην Ιταλική Δημοκρατία νέα αιτιολογημένη γνώμη.

29      Τέταρτον, είναι σημαντικό να διαθέτει η Ιταλική Δημοκρατία κατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο για την ορθή διαχείριση των αποβλήτων. Συναφώς, οι ίδιες οι ιταλικές αρχές εκτίμησαν ότι η τροποποίηση της νομοθεσίας θα καθιστούσε δυνατή την εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250).

30      Πέμπτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι ιταλικές αρχές άρχισαν να της υποβάλουν στοιχεία με συνεπή και αξιόπιστο χαρακτήρα μόνο μετά την αποστολή της αιτιολογημένης γνώμης.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

31      Εφόσον δεν αφορά το παραδεκτό της προσφυγής της Επιτροπής, το επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας σχετικά με την αποδεικτική ισχύ των στοιχείων επί των οποίων στηρίχθηκε η Επιτροπή στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, ιδίως της εκθέσεως του CFS και των δηλώσεων του ως άνω κράτους μέλους, πρέπει να απορριφθεί.

32      Όσον αφορά τον προβληθέντα από την Ιταλική Δημοκρατία λόγο απαραδέκτου, ο οποίος αντλείται από μνεία, στο δικόγραφο της προσφυγής της Επιτροπής, νέων μη συμμορφούμενων προς τη νομοθεσία χώρων ταφής, επισημαίνεται ότι η διαδικασία του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ πρέπει να θεωρείται ως ειδική ένδικη διαδικασία εκτελέσεως των αποφάσεων του Δικαστηρίου, δηλαδή ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο αυτής μπορούν να εξετασθούν μόνον οι αθετήσεις των υποχρεώσεων του κράτους μέλους από τις Συνθήκες τις οποίες το Δικαστήριο έκρινε, βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, ως «αποδεδειγμένες» (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑95/12, EU:C:2013:676, σκέψη 23).

33      Εντούτοις, εν προκειμένω υπενθυμίζεται ότι, στην απόφασή του Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250), το Δικαστήριο διαπίστωσε την ύπαρξη παραβάσεως με γενικό και εξακολουθητικό χαρακτήρα βασιζόμενο όχι μόνο στην έκθεση του CFS του 2002, αλλά και σε άλλα πληροφοριακά στοιχεία, όπως οι εκθέσεις που καταρτίσθηκαν από εθνικές κοινοβουλευτικές εξεταστικές επιτροπές ή επίσημα έγγραφα που προέρχονταν ιδίως από περιφερειακές αρχές. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, στο μέτρο που η Ιταλική Δημοκρατία απλώς αιτιάται την Επιτροπή για το ότι αναφέρθηκε σε χώρους ταφής στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής μολονότι οι χώροι αυτοί δεν περιλαμβάνονται στην έκθεση του CFS, το εν λόγω επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί, εφόσον οι χώροι αυτοί πρέπει να θεωρηθούν ως συμπεριλαμβανόμενοι αναγκαστικώς στην έχουσα γενικό και εξακολουθητικό χαρακτήρα παράβαση που διαπιστώθηκε στο πλαίσιο της πρώτης προσφυγής που ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ (νυν άρθρου 258 ΣΛΕΕ) (βλ., κατ’ αναλογίαν, στο πλαίσιο προσφυγής δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, C‑494/01, EU:C:2005:250, σκέψεις 37 έως 39).

34      Σε ό,τι αφορά το συμπέρασμα το οποίο συνάγει η Ιταλική Δημοκρατία από το σημείωμα της 14ης Ιουνίου 2011, ότι δηλαδή η Επιτροπή διεύρυνε το αντικείμενο της διαφοράς σε σύγκριση με το αντικείμενο της αιτιολογημένης γνώμης, συνιστά πάγια νομολογία ότι, εφόσον η Επιτροπή, στην αιτιολογημένη γνώμη την οποία εκδίδει κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 228, παράγραφος 2, EK, υποχρεούται να προσδιορίσει τα σημεία κατά τα οποία το οικείο κράτος μέλος δεν έχει συμμορφωθεί προς την απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση, το αντικείμενο της διαφοράς δεν μπορεί να επεκταθεί σε υποχρεώσεις για τις οποίες δεν γινόταν λόγος στην αιτιολογημένη γνώμη, διότι τούτο θα συνιστούσε παράβαση ουσιώδους τύπου, η οποία θα έθιγε το νομότυπο της διαδικασίας (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C‑457/07, EU:C:2009:531, σκέψη 60).

35      Εν προκειμένω όμως, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 35 των προτάσεών της, διαπιστώνεται ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν αποδεικνύει ότι οι υποχρεώσεις στις οποίες αναφερόταν η εκδοθείσα στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως αιτιολογημένη γνώμη τροποποιήθηκαν από το εν λόγω σημείωμα. Συνεπώς, η ένσταση απαραδέκτου που αφορά το ως άνω σημείωμα πρέπει να απορριφθεί.

36      Επιπλέον, καθόσον υποστηρίζει ότι είναι αναγκαίο η Ιταλική Δημοκρατία να μεταβάλει τη νομοθεσία της προκειμένου να εκτελέσει την απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250), η Επιτροπή δεν επικαλείται υποχρέωση της οποίας η παράβαση δεν διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο στην ως άνω απόφαση, αλλά περιορίζεται στο να υποδείξει, προς απόδειξη της προσαπτόμενης παραβάσεως, τη φύση των μέτρων τα οποία οφείλει, κατά την Επιτροπή, να λάβει το ως άνω κράτος μέλος προκειμένου να συμμορφωθεί προς την εν λόγω απόφαση.

37      Σε ό,τι αφορά το επιχείρημα ότι η Ιταλική Δημοκρατία συνεργάσθηκε με την Επιτροπή καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, αρκεί να διαπιστωθεί ότι, μολονότι το γεγονός αυτό, εφόσον αληθεύει, μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση χρηματικών κυρώσεων, εντούτοις δεν μπορεί να επηρεάσει το παραδεκτό της προσφυγής.

38      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή.

 Επί της παραβάσεως

 Επιχειρηματολογία των διαδίκων

39      Η Επιτροπή εκτιμά, βάσει των στοιχείων που διαβιβάσθηκαν από τις ιταλικές αρχές στην από 1ης Οκτωβρίου 2009 απάντησή τους και βάσει των συμπληρωματικών στοιχείων που περιλαμβάνονταν σε σημείωμα της 30ής Οκτωβρίου 2009, ότι, κατά τη λήξη της παρατάσεως που είχε χορηγηθεί στην ταχθείσα με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμία, ολόκληρη η επικράτεια της Ιταλικής Δημοκρατίας, με εξαίρεση την περιφέρεια της Val d’Aoste, αριθμούσε 368 ή, ορθότερα, 422 χώρους που δεν συμμορφώνονταν προς τα άρθρα 4, 8 και 9 της οδηγίας 75/442. Δεκαπέντε από τους χώρους αυτούς, ή, ορθότερα, εικοσιτρείς, οι οποίοι περιέχουν επικίνδυνα απόβλητα, αντιβαίνουν επίσης στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/689. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, βάσει των στοιχείων αυτών, οι εργασίες εξυγιάνσεως ή αποκαταστάσεως ήταν, αναλόγως του κάθε χώρου ταφής, είτε ανολοκλήρωτες, είτε απλώς προγραμματισμένες, είτε δεν είχαν ακόμη προβλεφθεί. Άλλοι χώροι ταφής είχαν τεθεί υπό καθεστώς δεσμεύσεως.

40      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Ιταλική Δημοκρατία όφειλε να θεσπίσει διαρθρωτικά μέτρα με γενικό και διαρκή χαρακτήρα προκειμένου να άρει την έχουσα γενικό και εξακολουθητικό χαρακτήρα παράβαση που διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο στην απόφασή του Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250). Η διαπίστωση μιας παραβάσεως τέτοιας φύσεως καταδεικνύει ότι το προβλεπόμενο από την εθνική νομοθεσία σύστημα καταστολής ήταν ακατάλληλο και οδήγησε άλλωστε τις ιταλικές αρχές στο να προβλέψουν μεταρρύθμιση του συστήματος αυτού προκειμένου να εκτελέσουν την ως άνω απόφαση.

41      Η Επιτροπή διευκρίνισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η διαφωνία μεταξύ των διαδίκων αφορά τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 4 της οδηγίας 75/442 και όχι τον αριθμό των παράνομων χώρων ταφής. Δυνάμει του ως άνω άρθρου 4, πρώτο εδάφιο, η Ιταλική Δημοκρατία υποχρεούται όχι μόνο να απομακρύνει τα απόβλητα και να παύσει να χρησιμοποιεί τους εν λόγω χώρους ως χώρους ταφής, αλλά και να εκτιμήσει, ως προς τον κάθε χώρο, αν είναι απαραίτητα μέτρα αξιοποιήσεως. Ειδικότερα, ενώ το άρθρο 4 της ως άνω οδηγίας επιβάλλει, στο δεύτερο εδάφιό του, στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λαμβάνουν αναγκαία μέτρα για την απαγόρευση της εγκατάλειψης, της απόρριψης και της ανεξέλεγκτης διάθεσης των αποβλήτων, τέτοια μέτρα δεν αρκούν για την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το πρώτο εδάφιο του άρθρου αυτού. Βάσει όμως των στοιχείων που ήταν διαθέσιμα κατά την ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, οι εργασίες εξυγιάνσεως και/ή αποκαταστάσεως των χώρων αυτών, που ευρίσκονται στο σύνολο σχεδόν των ιταλικών περιφερειών, είναι ακόμη υπό εξέλιξη.

42      Ως προς το άρθρο 14, στοιχεία α΄ έως γ΄, της οδηγίας 1999/31, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατά τη λήξη της παρατάσεως που είχε χορηγηθεί στην ταχθείσα με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμία, τουλάχιστον 93 χώροι ταφής οι οποίοι υφίσταντο στις 16 Ιουλίου 2001 και οι οποίοι ευρίσκονταν σε περισσότερες από δέκα περιφέρειες δεν ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις του ως άνω άρθρου. Σύμφωνα με την απάντηση των ιταλικών αρχών στην αιτιολογημένη γνώμη, ως προς ορισμένους χώρους ταφής δεν είχε υποβληθεί ούτε εγκριθεί κάποιο σχέδιο διευθετήσεως ούτε είχε ληφθεί ακόμη οριστική απόφαση για κλείσιμο ή παύση της λειτουργίας τους. Ως προς κάποιους άλλους χώρους ταφής, τα παρασχεθέντα στοιχεία δεν ήταν πλήρη ή εμφάνιζαν ασάφειες, κατά τρόπον ώστε, επί παραδείγματι, ως προς ορισμένους χώρους ταφής, δεν αποδεικνυόταν ότι είχαν κλείσει ή ότι είχε παύσει η λειτουργία τους κατά την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που τασσόταν στην αιτιολογημένη γνώμη. Για άλλους χώρους ταφής πάλι δεν είχε διαβιβασθεί κανένα στοιχείο.

43      Η Ιταλική Δημοκρατία θεωρεί αντιθέτως ότι έλαβε όλα τα μέτρα που απαιτούνταν για την εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250).

44      Καταρχάς, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι εθνικές αρχές εγκαθίδρυσαν καθεστώς ασφαλείας σε όλους τους χώρους και ότι το άρθρο 4 της οδηγίας 75/442 δεν επιβάλλει υποχρέωση αποκαταστάσεως ή εξυγιάνσεως των χώρων ταφής. Έπειτα, δεν αποδεικνύεται παράβαση των άρθρων 8 και 9 της οδηγίας 75/442, εφόσον οι 218 χώροι ταφής που στο δικόγραφο της προσφυγής χαρακτηρίζονταν ως μη συμμορφωθέντες κατά την ημερομηνία υποβολής του δικογράφου αυτού στο Δικαστήριο ήταν στο σύνολό τους ανενεργοί κατά την ημερομηνία της λήξεως της προβλεπόμενης στην αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας. Επιπλέον, οι περισσότεροι από τους χώρους αυτούς έχουν εξυγιανθεί ή τελούν υπό διαδικασία για την επαναδιάθεσή τους σε παραδοσιακές έγγειες χρήσεις. Τέλος, εφόσον οι επισημανθέντες από την Επιτροπή ως μη ανταποκρινόμενοι στις προδιαγραφές του άρθρου 14, στοιχεία α΄ έως γ΄, της οδηγίας 1999/31 χώροι ταφής είχαν κλείσει, η ως άνω διάταξη είχε παύσει να ισχύει για τους χώρους αυτούς.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

45      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, δεδομένου ότι η Συνθήκη ΛΕΕ κατάργησε, στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το στάδιο της εκδόσεως αιτιολογημένης γνώμης, η ημερομηνία αναφοράς προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ είναι η ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που τάσσεται με το έγγραφο οχλήσεως το οποίο εκδίδεται δυνάμει της διατάξεως αυτής (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑184/11, EU:C:2014:316, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

46      Όταν όμως η διαδικασία λόγω παραβάσεως έχει κινηθεί επί τη βάσει του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ και έχει εκδοθεί αιτιολογημένη γνώμη πριν την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, που είναι η 1η Δεκεμβρίου 2009, η ημερομηνία αναφοράς προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη παραβάσεως είναι η ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που τάσσεται με την ως άνω αιτιολογημένη γνώμη (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, EU:C:2014:316, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47      Στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι η Επιτροπή εξέδωσε την αιτιολογημένη γνώμη στις 26 Ιουνίου 2009 επί τη βάσει του άρθρου 228, παράγραφος 2, EK, η ημερομηνία αναφοράς προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη της παραβάσεως είναι η ημερομηνία κατά την οποία έληξε, κατόπιν της παρατάσεώς της από την Επιτροπή, η προθεσμία που τασσόταν με την ως άνω αιτιολογημένη γνώμη, δηλαδή η 30ή Σεπτεμβρίου 2009.

48      Εξάλλου, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η Επιτροπή φέρει, στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας, το βάρος της προσκομίσεως στο Δικαστήριο των στοιχείων που είναι αναγκαία για να προσδιοριστεί ο βαθμός συμμορφώσεως ενός κράτους μέλους προς απόφαση περί διαπιστώσεως παραβάσεως. Εφόσον η Επιτροπή έχει προσκομίσει επαρκή στοιχεία εκ των οποίων προκύπτει εξακολούθηση της παραβάσεως, στο οικείο κράτος μέλος απόκειται να αμφισβητήσει, με εμπεριστατωμένα και λεπτομερή επιχειρήματα, τα προσκομισθέντα στοιχεία και τις συνέπειές τους (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑119/04, EU:C:2006:489, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

49      Πρώτον, σχετικά με τις αιτιάσεις της Επιτροπής περί μη τηρήσεως των διατάξεων της οδηγίας 75/442, πρέπει να εξετασθούν διαδοχικά τα επιχειρήματα που παραπέμπουν στα άρθρα 4, 8 και 9 της ως άνω οδηγίας.

50      Όσον αφορά, πρώτον, την αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 4 της οδηγίας 75/442, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η τήρηση του ως άνω άρθρου προϋποθέτει όχι μόνο το κλείσιμο ή τη διαφύλαξη της ασφάλειας των χώρων αλλά και την εξυγίανση των πρώην παράνομων χώρων ταφής.

51      Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθύμισε, στη σκέψη 37 της αποφάσεώς του Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250), ότι, καίτοι το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 75/442 δεν προσδιορίζει το συγκεκριμένο περιεχόμενο των μέτρων που πρέπει να ληφθούν προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι η διάθεση ή η αξιοποίηση των αποβλήτων πραγματοποιείται χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η υγεία του ανθρώπου και χωρίς να χρησιμοποιούνται διαδικασίες ή μέθοδοι που ενδέχεται να βλάψουν το περιβάλλον, εντούτοις η ανωτέρω διάταξη δεσμεύει τα κράτη μέλη ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, αφήνοντάς τους παράλληλα ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως κατά την αξιολόγηση της ανάγκης λήψεως των μέτρων αυτών (βλ. επίσης, επ’ αυτού, αποφάσεις Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, EU:C:2005:250, σκέψη 168· Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C‑37/09, EU:C:2010:331, σκέψη 35, και Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑600/12, EU:C:2014:2086, σκέψη 51). Άρα, καταρχήν, δεν μπορεί από την ασυμφωνία μιας πραγματικής καταστάσεως προς τους οριζόμενους στο άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, της ως άνω οδηγίας σκοπούς να συνάγεται άνευ ετέρου ότι το οικείο κράτος μέλος παρέβη κατ’ ανάγκη τις επιβαλλόμενες από την ανωτέρω διάταξη υποχρεώσεις. Πάντως, το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι σημαντική υποβάθμιση του περιβάλλοντος επί μακρό χρονικό διάστημα χωρίς την παρέμβαση των αρμοδίων αρχών καταδεικνύει, καταρχήν, ότι το οικείο κράτος μέλος υπερέβη το περιθώριο εκτιμήσεως το οποίο του παρέχει η ως άνω διάταξη (βλ. επίσης επ’ αυτού, ιδίως, αποφάσεις Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, EU:C:2005:250, σκέψη 169· Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, EU:C:2010:331, σκέψη 36, και Επιτροπή κατά Ελλάδας, EU:C:2014:2086, σκέψη 52).

52      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει, αφενός, ότι η υποβάθμιση του περιβάλλοντος είναι σύμφυτη προς την ύπαρξη αποβλήτων σε χώρο ταφής ανεξαρτήτως της φύσεως των εν λόγω αποβλήτων και, αφετέρου, ότι απλώς και μόνο το κλείσιμο ενός χώρου ταφής ή η κάλυψη αποβλήτων με χώμα και προϊόντα εκσκαφής δεν αρκεί για την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν ιδίως από το άρθρο 4 της οδηγίας 75/442 (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, EU:C:2010:331, σκέψη 37).

53      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας ότι τα μέτρα που συνίστανται στο κλείσιμο και στη διαφύλαξη της ασφάλειας των χώρων ταφής στους οποίους αναφέρεται η Επιτροπή στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, εφόσον αποδειχθεί ότι ελήφθησαν, αρκούν για τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του άρθρου 4 της οδηγίας 75/442. Αντιθέτως, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή και εκθέτει η γενική εισαγγελέας στα σημεία 65 και 66 των προτάσεών της, το κράτος μέλος υποχρεούται επίσης, δυνάμει του ως άνω άρθρου 4, να ελέγξει αν είναι αναγκαία η εξυγίανση των πρώην παράνομων χώρων ταφής και, εφόσον απαιτείται, να προχωρήσει στην εξυγίανσή τους.

54      Πρέπει να προστεθεί ότι οι επισκέψεις και οι επιθεωρήσεις των παράνομων χώρων ταφής στις οποίες προέβησαν οι ιταλικές αρχές καθώς και οι εξ αυτών προκύψασες συγκεφαλαιωτικές εκθέσεις καταδεικνύουν ότι η Ιταλική Δημοκρατία συνειδητοποιεί πλήρως την απειλή την οποία αντιπροσωπεύουν οι ως άνω χώροι ταφής για την υγεία του ανθρώπου και για το περιβάλλον. Ομοίως, όπως υπογραμμίζει η γενική εισαγγελέας στο σημείο 67 των προτάσεών της, η Ιταλική Δημοκρατία, όσο προχωρούσε η παρούσα υπόθεση, παρείχε πληροφορίες ως προς την εξυγίανση των χώρων ταφής. Το ως άνω κράτος μέλος δεν μπορεί επομένως να υποστηρίζει ότι δεν γνώριζε ότι η πλήρης εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250) προϋπέθετε και τη λήψη μέτρων εξυγιάνσεως των εν λόγω χώρων ταφής.

55      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, σε ορισμένους χώρους, οι εργασίες εξυγιάνσεως ευρίσκονταν ακόμη υπό εξέλιξη ή δεν είχαν αρχίσει κατά τη λήξη της παρατάσεως που είχε χορηγηθεί στην ταχθείσα με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμία. Ως προς άλλους χώρους, η Ιταλική Δημοκρατία δεν παρέχει στοιχεία που να επιτρέπουν να προσδιορισθεί το χρονικό σημείο εκτελέσεως των εργασιών εξυγιάνσεως, στις περιπτώσεις που απαιτούνταν τέτοιες εργασίες. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, διαπιστώνεται ότι οι εργασίες εξυγιάνσεως που απαιτούνταν για τους χώρους ταφής στους οποίους αναφέρεται η Επιτροπή δεν είχαν ολοκληρωθεί κατά τη λήξη της παρατάσεως που είχε χορηγηθεί στην ταχθείσα με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμία.

56      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αιτίαση της Επιτροπής περί εξακολουθήσεως της παραβάσεως του άρθρου 4 της οδηγίας 75/442 είναι βάσιμη.

57      Όσον αφορά, δεύτερον, την αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 8 της οδηγίας 75/442, υπενθυμίζεται ότι το ως άνω άρθρο, που εξασφαλίζει μεταξύ άλλων την εφαρμογή της αρχής της προληπτικής δράσεως, προβλέπει ότι απόκειται στα κράτη μέλη να βεβαιώνονται ότι ο κάτοχος αποβλήτων τα παραδίδει σε ιδιωτικό ή δημόσιο φορέα συλλογής ή σε επιχείρηση που πραγματοποιεί τις εργασίες διαθέσεως ή αξιοποιήσεως αποβλήτων ή ότι προβαίνει ο ίδιος σε αξιοποίηση ή διάθεσή τους τηρώντας τις διατάξεις της ως άνω οδηγίας (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, EU:C:2005:250, σκέψη 179 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

58      Το Δικαστήριο έχει κρίνει εξάλλου ότι η υποχρέωση αυτή δεν πληρούται όταν το κράτος μέλος απλώς διατάσσει τη θέση υπό καθεστώς δεσμεύσεως του παράνομου χώρου ταφής και κινεί ποινική δίωξη κατά του έχοντος την εκμετάλλευση του εν λόγω χώρου (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, EU:C:2005:250, σκέψη 182 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, EU:C:2010:331, σκέψη 55).

59      Στην υπό κρίση υπόθεση, η Ιταλική Δημοκρατία ουδόλως υποστηρίζει ότι, εφόσον τα επίμαχα απόβλητα δεν είχαν αξιοποιηθεί ή διατεθεί από τον κάτοχό τους, τα ως άνω απόβλητα παραδόθηκαν σε ιδιωτικό ή δημόσιο φορέα συλλογής ή σε επιχείρηση η οποία πραγματοποιεί τις εργασίες αυτές. Το ως άνω κράτος μέλος απλώς υποστηρίζει ότι οι επίμαχοι χώροι είχαν κλείσει κατά την ημερομηνία της λήξεως της παρατάσεως που χορηγήθηκε στην ταχθείσα με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμία και ότι οι σχετικές ποινικές κυρώσεις της ιταλικής νομοθεσίας είναι οι προσήκουσες.

60      Εξ αυτού συνάγεται ότι, κατά τη λήξη της παρατάσεως αυτής, η Ιταλική Δημοκρατία εξακολουθούσε να μην πληροί τη συγκεκριμένη υποχρέωση την οποία της επιβάλλει το άρθρο 8 της οδηγίας 75/442 και ότι η αιτίαση της Επιτροπής περί παραβάσεως του ως άνω άρθρου πρέπει να γίνει δεκτή.

61      Τρίτον, όσον αφορά την αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 9 της οδηγίας 75/442, υπενθυμίζεται εξαρχής ότι το ως άνω άρθρο επιβάλλει στα κράτη μέλη υποχρεώσεις αποτελέσματος οι οποίες διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και αναμφίβολο, δυνάμει των οποίων οι επιχειρήσεις ή οι εγκαταστάσεις που πραγματοποιούν εργασίες διαθέσεως αποβλήτων στο έδαφος των κρατών αυτών πρέπει να είναι κάτοχοι αδείας. Απόκειται κατά συνέπεια στα κράτη μέλη να βεβαιώνονται ότι το προβλεπόμενο καθεστώς αδειοδοτήσεως όντως εφαρμόζεται και τηρείται, ιδίως διενεργώντας κατάλληλους προς τούτο ελέγχους και φροντίζοντας για τη διακοπή των στερούμενων αδείας δραστηριοτήτων και για την πραγματική επιβολή σχετικών κυρώσεων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, EU:C:2005:250, σκέψεις 116 και 117).

62      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι το κατά το άρθρο 9 της ως άνω οδηγίας καθεστώς αδειοδοτήσεως έχει ως σκοπό, όπως προκύπτει από το γράμμα της ως άνω διατάξεως, να καταστήσει δυνατή την ορθή εφαρμογή του άρθρου 4 της οδηγίας αυτής, εξασφαλίζοντας ιδίως ότι οι εργασίες διαθέσεως οι οποίες πραγματοποιούνται βάσει τέτοιων αδειών πληρούν τις διάφορες προϋποθέσεις του ως άνω άρθρου 4 (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, EU:C:2005:250, σκέψεις 118 και 131).

63      Εξ αυτού συνάγεται ότι απλώς και μόνο το κλείσιμο ενός χώρου ταφής δεν αρκεί ούτε για την τήρηση της υποχρεώσεως που απορρέει από το άρθρο 9 της οδηγίας 75/442, όπως δεν αρκεί για την τήρηση των κατά τα άρθρα 4 και 8 της ως άνω οδηγίας υποχρεώσεων.

64      Στην υπό κρίση υπόθεση, η Ιταλική Δημοκρατία αρκείται να υποστηρίξει, επίσης και σε ό,τι αφορά την παράβαση του άρθρου 9 της οδηγίας 75/442 η οποία της προσάπτεται, ότι όλοι οι χώροι στους οποίους αναφέρεται η Επιτροπή είχαν κλείσει κατά τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας. Εξάλλου, το ως άνω κράτος μέλος δέχεται στα υπομνήματά του ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως ορισμένων από τους ως άνω χώρους ουδέποτε έλαβαν άδεια κατά την έννοια του άρθρου αυτού. Επομένως, κατά την ημερομηνία κατά την οποία έληξε η παράταση που είχε χορηγηθεί στην ταχθείσα με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμία, η Ιταλική Δημοκρατία εξακολουθούσε να μην τηρεί την υποχρέωση την οποία υπείχε από το εν λόγω άρθρο, οπότε η σχετική με το άρθρο αυτό αιτίαση της Επιτροπής πρέπει να γίνει δεκτή.

65      Δεύτερον, σε ό,τι αφορά την αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/689, τα κράτη μέλη οφείλουν, κατά την ως άνω διάταξη, να λάβουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να καταστεί υποχρεωτική η καταγραφή και η αναγνώριση των επικίνδυνων αποβλήτων σε κάθε τοποθεσία όπου γίνεται απόρριψή τους.

66      Από το γράμμα της ως άνω διατάξεως προκύπτει ότι τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να καταγράφουν και να αναγνωρίζουν με συστηματικό τρόπο κάθε επικίνδυνο απόβλητο που απορρίπτεται στο έδαφός τους, ώστε να επιτυγχάνουν με τον τρόπο αυτό, σύμφωνα με τον σκοπό που διακηρύσσεται στην έκτη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας, τον όσο το δυνατόν πληρέστερο έλεγχο της διαθέσεως και της αξιοποιήσεως των επικίνδυνων αποβλήτων (απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑163/03, EU:C:2005:226, σκέψη 63).

67      Εν προκειμένω, αρκεί να διαπιστωθεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν υποστήριξε, και πολλώ μάλλον δεν απέδειξε, ότι, κατά τη λήξη της παρατάσεως που είχε χορηγηθεί στην ταχθείσα με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμία, είχε προβεί σε εξαντλητική καταγραφή και ταυτοποίηση καθενός από τα επικίνδυνα απόβλητα που απορρίπτονταν στους χώρους ταφής ως προς τους οποίους, κατά την Επιτροπή, δεν έχει τηρηθεί το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/689. Κατά συνέπεια, κατά την ως άνω ημερομηνία, η Ιταλική Δημοκρατία εξακολουθούσε να μην εξασφαλίζει την τήρηση της υποχρεώσεως η οποία απέρρεε από την ως άνω διάταξη.

68      Τρίτον, σε ό,τι αφορά την αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 14, στοιχεία α΄ έως γ΄, της οδηγίας 1999/31, υπενθυμίζεται ότι, εφόσον επιτρέπει τη λειτουργία ενός χώρου ταφής χωρίς να έχει προηγουμένως υποβληθεί σχέδιο διευθετήσεως προς έγκριση στις αρμόδιες αρχές και χωρίς το σχέδιο αυτό να έχει εγκριθεί, το κράτος μέλος παραβαίνει τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από την ως άνω διάταξη (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Επιτροπή κατά Σλοβακίας, C‑331/11, EU:C:2013:271, σκέψεις 34 έως 39).

69      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η Ιταλική Δημοκρατία ουδόλως υποστηρίζει ότι έλαβε χώρα κατάθεση σχεδίων διευθετήσεως κατά την έννοια του άρθρου 14 της οδηγίας 1999/31 ενώπιον της αρμόδιας αρχής για τους εν λόγω χώρους. Το ως άνω κράτος μέλος αρκείται να υποστηρίξει ότι όλοι οι χώροι ταφής ως προς τους οποίους επισημάνθηκε παράβαση του ως άνω άρθρου είχαν κλείσει κατά τη λήξη της παρατάσεως που είχε χορηγηθεί στην ταχθείσα με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμία. Όπως όμως προκύπτει από τα υπομνήματα του εν λόγω κράτους μέλους, κάποιοι από τους εν λόγω χώρους ταφής είχαν ανοίξει χωρίς άδεια και δεν ελήφθη κανένα επίσημο μέτρο για το κλείσιμο των χώρων αυτών. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, διαπιστώνεται ότι, κατά την ως άνω ημερομηνία, η Ιταλική Δημοκρατία εξακολουθούσε να παραβαίνει επίσης τις υποχρεώσεις οι οποίες απέρρεαν από το άρθρο 14, στοιχεία α΄ έως γ΄, της ως άνω οδηγίας.

70      Βάσει του συνόλου των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι, μη έχοντας λάβει, κατά την ημερομηνία της λήξεως, κατόπιν της παρατάσεώς της από την Επιτροπή, της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, όλα τα μέτρα που απαιτούνται για την εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250), η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

 Επί των χρηματικών κυρώσεων

 Επιχειρηματολογία των διαδίκων

71      Η Επιτροπή ζητεί να επιβληθεί τόσο χρηματική ποινή όσο και κατ’ αποκοπήν ποσό με το σκεπτικό ότι η επιβολή μόνο χρηματικής ποινής δυνάμει του άρθρου 260 ΣΛΕΕ δεν αρκεί ώστε να παρακινήσει τα κράτη μέλη να εκπληρώσουν αμέσως τις υποχρεώσεις τους μετά τη διαπίστωση της τελέσεως παραβάσεων δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ.

72      Ως προς το ύψος της ως άνω χρηματικής ποινής και του ως άνω κατ’ αποκοπήν ποσού, η Επιτροπή στηρίζεται στην από 13 Δεκεμβρίου 2005 ανακοίνωσή της, η οποία φέρει τον τίτλο «Εφαρμογή του άρθρου [260 ΣΛΕΕ]» [SEC(2005) 1658], όπως ενημερώθηκε με την ανακοίνωση της Επιτροπής της 31ης Αυγούστου 2012, η οποία φέρει τον τίτλο «Ενημέρωση των δεδομένων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των κατ’ αποκοπήν ποσών και των χρηματικών ποινών που θα προτείνει η Επιτροπή στο Δικαστήριο στο πλαίσιο διαδικασιών λόγω παραβάσεως» [C(2012) 6106 τελικό].

73      Εν προκειμένω, η Επιτροπή εκτιμά ότι χρηματική ποινή ύψους 256 819,20 ευρώ ημερησίως είναι κατάλληλη βάσει των περιστάσεων. Το ποσό αυτό προκύπτει διά πολλαπλασιασμού ενός βασικού κατ’ αποκοπήν ποσού ύψους 640 ευρώ ημερησίως με συντελεστή σοβαρότητας 8 σε κλίμακα από το 1 έως το 20, συντελεστή διάρκειας 3 σε κλίμακα από το 1 έως το 3 και με πάγιο συντελεστή, τον καλούμενο συντελεστή «n», ο οποίος αντανακλά τόσο την ικανότητα πληρωμής της Ιταλικής Δημοκρατίας όσο και τον αριθμό ψήφων τις οποίες διαθέτει στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή 16,72.

74      Ως προς τη σοβαρότητα της παραβάσεως, η Επιτροπή υπενθυμίζει, πρώτον, τη σπουδαιότητα των εν λόγω διατάξεων, οι οποίες αποτελούν βασικό νομοθέτημα για τους σκοπούς της προστασίας της υγείας του ανθρώπου και της προστασίας του περιβάλλοντος. Δεδομένης της ιδιαίτερης σπουδαιότητας του άρθρου 4 της οδηγίας 75/442 (Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑387/97, EU:C:2000:356), το γεγονός ότι κάποιοι χώροι ταφής συμμορφώνονται πλέον προς τα άρθρα 8 και 9 της ως άνω οδηγίας δεν μπορεί να έχει παρά περιορισμένο αντίκτυπο επί της κυρώσεως την οποία οφείλει να επιβάλει το Δικαστήριο. Υπενθυμίζεται ακόμη ότι το Δικαστήριο διαπίστωσε, στην απόφασή του Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250), ότι η Ιταλική Δημοκρατία είχε παραβεί τις υποχρεώσεις της «εν γένει και επιμόνως».

75      Δεύτερον, η Επιτροπή υπογραμμίζει τα αποτελέσματα της παραβάσεως επί των δημόσιων και των ιδιωτικών συμφερόντων, ιδίως τη δυσοσμία και τον θόρυβο που συνοδεύουν την απόρριψη των αποβλήτων, τη μόλυνση του περιβάλλοντος χώρου, τους κινδύνους για αντίκτυπο της μολύνσεως αυτής στην ανθρώπινη υγεία και την αλλοίωση των φυσικών τοπίων.

76      Η Επιτροπή υποστηρίζει, τρίτον, ότι η νομολογία του Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα της διαθέσεως των αποβλήτων είναι πάγια και ότι οι διατάξεις οι οποίες παραβιάσθηκαν έχουν κατά συνέπεια σαφές και μη διφορούμενο περιεχόμενο.

77      Τέταρτον, παρά το ότι η κατάσταση έχει σαφώς βελτιωθεί μετά την έναρξη της διαδικασίας, χρονικό σημείο κατά το οποίο είχαν καταγραφεί 5 301 παράνομοι χώροι ταφής, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας έχουν κινηθεί και άλλες διαδικασίες λόγω παραβάσεως αφορώσες τόσο τη διαχείριση των αποβλήτων όσο και άλλους τομείς, ορισμένες εκ των οποίων κατέληξαν στην έκδοση αποφάσεων περί διαπιστώσεως παραβάσεως.

78      Ως προς τη διάρκεια της παραβάσεως, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι μεταξύ της 26ης Απριλίου 2007, ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250), και της 24ης Οκτωβρίου 2012, ημερομηνίας κατά την οποία η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει ενώπιον του Δικαστηρίου την υπό κρίση προσφυγή, μεσολάβησε διάστημα 65 μηνών.

79      Η Επιτροπή προτείνει η χρηματική ποινή να απομειώνεται σε συνάρτηση με την πρόοδο που θα σημειώνει η Ιταλική Δημοκρατία για την εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250). Η μέθοδος υπολογισμού της ως άνω χρηματικής ποινής συνίσταται στην άθροιση των υφιστάμενων παράνομων χώρων ταφής, υπολογίζοντας δύο φορές τους χώρους ταφής εκείνους οι οποίοι περιέχουν επικίνδυνα απόβλητα, και κατόπιν στη διαίρεση του ύψους της χρηματικής ποινής με τον αριθμό ο οποίος προκύπτει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Το ύψος της χρηματικής ποινής μειώνεται έτσι για κάθε χώρο ως προς τον οποίο υπάρχει συμμόρφωση. Δεδομένης της συνεχούς εξελίξεως της καταστάσεως των παράνομων χώρων ταφής στην Ιταλία, η Επιτροπή προτείνει η χρηματική ποινή να υπολογίζεται σε εξαμηνιαία βάση.

80      Εξάλλου, σε απάντηση ερωτήματος που υποβλήθηκε από το Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με την αποτελεσματικότητα την οποία έχει μια απομειούμενη χρηματική ποινή στο πλαίσιο σημαντικής αποκλίσεως μεταξύ των απόψεων των διαδίκων, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η διαφωνία της με την Ιταλική Δημοκρατία αφορά το ζήτημα των μέτρων τα οποία το ως άνω κράτος μέλος υποχρεούται να λάβει προκειμένου να συμμορφωθεί προς το άρθρο 4 της οδηγίας 75/442. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή έχει την πεποίθηση ότι, σε περίπτωση που το Δικαστήριο επιβεβαιώσει, με την παρούσα απόφαση, την προταθείσα από την Επιτροπή ερμηνεία του ως άνω άρθρου 4, η Ιταλική Δημοκρατία θα τηρήσει την απόφαση αυτή και θα συνεχίσει να παρέχει στην Επιτροπή στοιχεία σχετικά με τα μέτρα τα οποία λαμβάνει για τον κάθε χώρο ταφής.

81      Όσον αφορά το ύψος του κατ’ αποκοπήν ποσού, η Επιτροπή προτείνει το ποσό αυτό να καθορισθεί με εφαρμογή της μεθόδου υπολογισμού η οποία συνίσταται σε πολλαπλασιασμό ενός βασικού ποσού το οποίο καθορίζεται στα 210 ευρώ ημερησίως, καταρχάς, με συντελεστή σοβαρότητας και με συντελεστή «n», οι αντίστοιχες τιμές των οποίων, 8 και 16,72, είναι οι ίδιες με εκείνες τις οποίες προτείνει για τον υπολογισμό της χρηματικής ποινής, και, σε δεύτερη φάση, με τον αριθμό των ημερών κατά τις οποίες συνεχίστηκε η παράβαση. Έτσι, το ύψος του κατ’ αποκοπήν ποσού πρέπει να είναι ίσο προς το γινόμενο του πολλαπλασιασμού του ποσού των 28 089,60 ευρώ επί τον αριθμό των ημερών που μεσολάβησαν μεταξύ της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250) και της ημερομηνίας εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως.

82      Η δε Ιταλική Δημοκρατία επισημαίνει ότι η επιβολή χρηματικών κυρώσεων θα μείωνε τους πόρους τους οποίους διαθέτουν οι περιφέρειες και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως για τη διαχείριση περιβαλλοντικών ζητημάτων.

83      Σχετικά με τη σοβαρότητα της παραβάσεως, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η βαρύτητα της παραβάσεως η οποία της προσάπτεται είναι αμελητέα σε σύγκριση με εκείνη της παραβάσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250). Επιπλέον, οι εθνικές αρχές δεν έχουν έλεγχο επί της προσαπτόμενης παραβάσεως, η οποία προκύπτει από πραγματική κατάσταση που αποτελεί συνέπεια συμπεριφορών του παρελθόντος, οπότε επιμηκύνεται το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την εξασφάλιση της συμμορφώσεως των επίμαχων χώρων ταφής.

84      Ως προς τη διάρκεια της παραβάσεως, η Ιταλική Δημοκρατία επισημαίνει ότι όλοι οι χώροι ως προς τους οποίους της προσάπτεται παράνομη λειτουργία τους έχουν προ πολλού παύσει να λειτουργούν.

85      Η Ιταλική Δημοκρατία διευκρίνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι δεν προτίθεται να υποβάλει παρατηρήσεις επί της προτάσεως της Επιτροπής για επιβολή απομειούμενης χρηματικής ποινής εφόσον αμφισβητεί αυτή καθεαυτήν την ύπαρξη της προσαπτόμενης παραβάσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

86      Υπενθυμίζεται ότι απόκειται στο Δικαστήριο να επιβάλλει, σε κάθε υπόθεση και ανάλογα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της ενώπιόν του διαφοράς, καθώς και ανάλογα με τον βαθμό πειθούς και αποτροπής που κρίνει απαραίτητο, τις κατάλληλες χρηματικές κυρώσεις προκειμένου ιδίως να προλάβει την επανάληψη αναλόγων παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, EU:C:2014:316, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 Επί της χρηματικής ποινής

87      Το Δικαστήριο, έχοντας διαπιστώσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν συμμορφώθηκε, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, προς την απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250), δύναται να επιβάλει στο ως άνω κράτος μέλος την καταβολή χρηματικής ποινής στο μέτρο που η παράβαση εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι την εξέταση των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑610/10, EU:C:2012:781, σκέψη 96 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

88      Προκειμένου να κριθεί αν η παράβαση η οποία προσάπτεται στην Ιταλική Δημοκρατία έχει εξακολουθήσει να υφίσταται μέχρι την ως άνω εξέταση, πρέπει να εκτιμηθούν τα μέτρα τα οποία, κατά το ως άνω κράτος μέλος, ελήφθησαν μετά τη λήξη της παρατάσεως που είχε χορηγηθεί στην προθεσμία η οποία ετάχθη με την αιτιολογημένη γνώμη.

89      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι υπάρχουν 200 χώροι οι οποίοι ευρίσκονται σε 18 από τις 20 ιταλικές περιφέρειες και οι οποίοι εξακολουθούν να μην συμμορφώνονται προς τις οικείες διατάξεις. Ειδικότερα, κατά το ως άνω θεσμικό όργανο, 198 χώροι δεν έχουν ακόμη συμμορφωθεί προς το άρθρο 4 της οδηγίας 75/442 και, από τους χώρους αυτούς, δύο δεν συμμορφώνονται ούτε προς τα άρθρα 8 και 9 της ως άνω οδηγίας και δεκατέσσερις, οι οποίοι περιέχουν επικίνδυνα απόβλητα, δεν είναι σύμφωνοι ούτε προς το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/689. Κατά τα λοιπά, απομένουν μόνο δύο χώροι ταφής για τους οποίους, κατά παράβαση του άρθρου 14, στοιχεία α΄ έως γ΄, της οδηγίας 1999/31, δεν έχει θεσπισθεί σχέδιο διευθετήσεως ή μέτρα για το οριστικό κλείσιμό τους. Η δε Ιταλική Δημοκρατία εξακολούθησε να αμφισβητεί την ύπαρξη οποιασδήποτε παραβάσεως των διατάξεων αυτών επαναλαμβάνοντας, κατ’ ουσίαν, επιχειρήματα τα οποία περιλαμβάνονται στο υπόμνημα αντικρούσεως και στο υπόμνημα ανταπαντήσεως, ιδίως το επιχείρημα ότι το άρθρο 4 της οδηγίας 75/442 δεν επιβάλλει υποχρέωση εξυγιάνσεως των παράνομων χώρων ταφής και το επιχείρημα ότι όλοι οι χώροι στους οποίους αναφέρεται η Επιτροπή έχουν προ πολλού παύσει να λειτουργούν. Το ως άνω κράτος μέλος υποστήριξε ακόμη ότι δεν είχε μπορέσει να εντοπίσει τον ένα από τους δύο χώρους οι οποίοι μνημονεύονταν ως μη συμμορφούμενοι προς τα άρθρα 8 και 9 της οδηγίας 75/442, ήτοι αυτόν της Altamura‑Sgarrone, ο οποίος ευρίσκεται στην πόλη Matera (Basilicata), διότι ο ως άνω χώρος είχε ταυτοποιηθεί κατά τρόπο εσφαλμένο από το CFS.

90      Συναφώς, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 50 έως 63 της παρούσας αποφάσεως και παρά τα όσα υποστηρίζει η Ιταλική Δημοκρατία, για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τα άρθρα 4, 8 και 9 της οδηγίας 75/442 δεν είναι αρκετό το κλείσιμο όλων των επίμαχων χώρων. Σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, τον χώρο της Altamura‑Sgarrone, επισημαίνεται ότι, στα έγγραφα τα οποία συνόδευαν το υπόμνημά της αντικρούσεως, η Ιταλική Δημοκρατία παρέσχε στοιχεία σχετικά με μέτρα εξυγιάνσεως τα οποία είχαν προβλεφθεί για τον ως άνω χώρο. Μόνο κατά το στάδιο του υπομνήματος ανταπαντήσεως το εν λόγω κράτος μέλος αναφέρθηκε σε σύγχυση μεταξύ του εν λόγω χώρου και ενός άλλου, προσθέτοντας ακόμη ότι ο δήμος της Altamura δεν ευρίσκεται στην περιφέρεια Basilicata αλλά στην περιφέρεια της Απουλίας. Τα στοιχεία όμως αυτά που προβάλλει η Ιταλική Δημοκρατία, ακόμη και αν αληθεύουν, δεν μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω την εξακολούθηση της παραβάσεως, εφόσον η παράβαση αυτή συνίσταται όχι στην ύπαρξη ορισμένου αριθμού μη εξυγιανθέντων χώρων, αλλά στη μη τήρηση, γενικώς και κατ’ εξακολούθηση, των υποχρεώσεων οι οποίες απορρέουν από τις προαναφερθείσες διατάξεις. Oι περιστάσεις στο πλαίσιο των οποίων ανέκυψε η αντιπαράθεση μεταξύ των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου ως προς αυτό το, καθαρά πραγματικό, ζήτημα δεν είναι ικανές να αποδείξουν τον τερματισμό της προσαπτόμενης παραβάσεως.

91      Εν συνεχεία, η Επιτροπή υποστήριξε, τόσο στη γραπτή απάντησή της στα ερωτήματα του Δικαστηρίου όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η Ιταλική Δημοκρατία εξακολουθεί να μην προβαίνει σε καταγραφή και αναγνώριση των επικίνδυνων αποβλήτων σε δεκατέσσερις χώρους. Ελλείψει οποιουδήποτε στοιχείου της δικογραφίας από το οποίο θα μπορούσε να συναχθεί η ύπαρξη ενός τέτοιου καταλόγου καταγραφής, πρέπει να διαπιστωθεί ότι το εν λόγω κράτος μέλος εξακολουθεί, ως προς τους χώρους αυτούς, να μη συμμορφώνεται, επίσης, προς την υποχρέωση η οποία απορρέει από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/689.

92      Τέλος, ως προς τους δύο χώρους ταφής οι οποίοι μνημονεύονται ως μη ακόμη συμμορφωθέντες προς το άρθρο 14, στοιχεία α΄ έως γ΄, της οδηγίας 1999/31, επισημαίνεται ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν επικαλέσθηκε υποβολή ή έγκριση, για τους χώρους αυτούς, σχεδίων διευθετήσεως ή οριστικές αποφάσεις για το κλείσιμό τους.

93      Βάσει των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι μεγάλος αριθμός χώρων ταφής οι οποίοι ευρίσκονται στο σύνολο σχεδόν των ιταλικών περιφερειών δεν έχουν ακόμη καταστεί σύμφωνοι προς τις επίμαχες διατάξεις και ότι, κατά συνέπεια, η παράβαση η οποία προσάπτεται στην Ιταλική Δημοκρατία εξακολουθεί κατά τον χρόνο εξετάσεως των πραγματικών περιστατικών της παρούσας υποθέσεως από το Δικαστήριο.

94      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο κρίνει ότι η επιβολή υποχρεώσεως στην Ιταλική Δημοκρατία να καταβάλει χρηματική ποινή συνιστά πρόσφορο οικονομικής φύσεως μέσο προκειμένου το κράτος μέλος αυτό να παρακινηθεί σε λήψη των αναγκαίων μέτρων ώστε να θέσει τέλος στη διαπιστωθείσα παράβαση και να εξασφαλίσει την πλήρη εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250).

95      Σε ό,τι αφορά το ύψος και τη μορφή της ως άνω χρηματικής ποινής, απόκειται στο Δικαστήριο, κατά την άσκηση της εξουσίας του εκτιμήσεως, βάσει παγίας νομολογίας, να καθορίζει το ύψος της χρηματικής ποινής κατά τρόπον ώστε να είναι, αφενός, προσαρμοσμένο στις περιστάσεις και, αφετέρου, ανάλογο προς τη διαπιστωθείσα παράβαση και την ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, C‑576/11, EU:C:2013:773, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Οι προτάσεις της Επιτροπής ως προς τη χρηματική ποινή δεν μπορούν να δεσμεύσουν το Δικαστήριο και αποτελούν απλώς μια χρήσιμη βάση αναφοράς. Ομοίως, κατευθυντήριες γραμμές όπως αυτές που περιέχονται στις ανακοινώσεις της Επιτροπής δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο, αλλά συμβάλλουν στην εξασφάλιση της διαφάνειας, της προβλεψιμότητας και της ασφάλειας δικαίου κατά τη δράση της Επιτροπής όταν το εν λόγω θεσμικό όργανο υποβάλλει προτάσεις στο Δικαστήριο (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, EU:C:2012:781, σκέψη 116 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ειδικότερα, στο πλαίσιο διαδικασίας βάσει του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η οποία αφορά εξακολούθηση της παραβάσεως κράτους μέλους παρά το γεγονός ότι η ως άνω παράβαση διαπιστώθηκε με μια πρώτη απόφαση εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ ή του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει ελευθέρως χρηματική ποινή σε ύψος και με τη μορφή που κρίνει ως κατάλληλα προκειμένου να παρακινηθεί το ως άνω κράτος μέλος να παύσει τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχει από την ως άνω πρώτη απόφαση του Δικαστηρίου.

96      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η κύρωση αυτή πρέπει να είναι ανάλογη προς τον βαθμό πιέσεως που απαιτείται ώστε το μη συμμορφούμενο κράτος μέλος να εκτελέσει την απόφαση περί διαπιστώσεως της παραβάσεως και να μεταβάλει τη συμπεριφορά του, θέτοντας τέρμα στην προσαπτόμενη παράβαση (απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, EU:C:2012:781, σκέψη 117 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

97      Επομένως, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του Δικαστηρίου, τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ώστε να διασφαλίζεται ο χαρακτήρας της χρηματικής ποινής ως μέτρου εξαναγκασμού, με σκοπό την ομοιόμορφη και αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, είναι, καταρχήν, η διάρκεια της παραβάσεως, ο βαθμός της σοβαρότητάς της και η ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους. Για την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών, το Δικαστήριο καλείται να συνεκτιμά ιδίως τις συνέπειες που έχει η μη εκτέλεση επί των δημοσίων και ιδιωτικών συμφερόντων καθώς και τον βαθμό στον οποίο υπάρχει επείγουσα ανάγκη να παρακινηθεί το οικείο κράτος μέλος να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις του (απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, EU:C:2012:781, σκέψη 119 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

98      Ως προς τη σοβαρότητα της παραβάσεως, διαπιστώνεται ότι η υποχρέωση διαθέσεως των αποβλήτων χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η υγεία του ανθρώπου και χωρίς να βλάπτεται το περιβάλλον συγκαταλέγεται στους σκοπούς της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος, όπως συνάγεται από το άρθρο 191 ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, η μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 4 της οδηγίας 75/442 μπορεί, ως εκ της φύσεως των υποχρεώσεων αυτών, να θέσει άμεσα σε κίνδυνο την υγεία του ανθρώπου και να βλάψει το περιβάλλον, οπότε πρέπει να θεωρείται ως ιδιαιτέρως σοβαρή (βλ., επ’ αυτού, ιδίως, απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, EU:C:2000:356, σκέψη 94).

99      Η μη τήρηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/689 υποχρεώσεως να απαιτείται, σε κάθε τοποθεσία στην οποία έχουν απορριφθεί επικίνδυνα απόβλητα, καταγραφή και αναγνώριση των αποβλήτων αυτών, πρέπει επίσης να θεωρείται ως σοβαρή στο μέτρο που η τήρηση της ως άνω υποχρεώσεως συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για την πλήρη υλοποίηση των κατά το άρθρο 4 της οδηγίας 75/442 στόχων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, EU:C:2000:356, σκέψη 95), πολλώ δε μάλλον καθόσον, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, τα απόβλητα αυτά ενέχουν, ως εκ της φύσεώς τους, μεγαλύτερους κινδύνους για την υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον.

100    Εξάλλου, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, το γεγονός ότι η παρούσα υπόθεση έχει ως αντικείμενο τη μη εκτέλεση αποφάσεως αφορώσας μια γενικού και εξακολουθητικού χαρακτήρα πρακτική επιτείνει τη σοβαρότητα της επίμαχης παραβάσεως.

101    Μολονότι είναι αληθές ότι η Ιταλική Δημοκρατία έχει πραγματοποιήσει, όπως υποστηρίζει, σημαντικές προόδους κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250) για τη μείωση του αριθμού των χώρων οι οποίοι δεν συμμορφώνονται προς τις οικείες διατάξεις, εντούτοις, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η πρόοδος που διαπιστώνεται μετά τη λήξη της παρατάσεως που χορηγήθηκε στην ταχθείσα με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμία έχει πραγματοποιηθεί με πολύ βραδείς ρυθμούς, διατηρείται δε ακόμη μεγάλος αριθμός παράνομων χώρων ταφής οι οποίοι ευρίσκονται στο σύνολο σχεδόν των ιταλικών περιφερειών.

102    Η δε διάρκεια της παραβάσεως πρέπει να υπολογίζεται με βάση τον ακριβή χρόνο κατά τον οποίο το Δικαστήριο εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά και όχι εκείνον της ασκήσεως της προσφυγής της Επιτροπής (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, EU:C:2012:781, σκέψη 120 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

103    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 90 έως 93 της παρούσας αποφάσεως, η Ιταλική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι η παράβαση η οποία διαπιστώθηκε με την απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250) τερματίσθηκε πράγματι. Πρέπει επομένως να θεωρηθεί ότι η ως άνω παράβαση εξακολουθεί πλέον των επτά ετών, οπότε η διάρκειά της είναι σημαντική.

104    Ως προς την ικανότητα πληρωμής της Ιταλικής Δημοκρατίας, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πρόσφατη εξέλιξη του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος ενός κράτους μέλους όπως έχει κατά την ημερομηνία της εξετάσεως των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, C‑279/11, EU:C:2012:834, σκέψη 78).

105    Για τον καθορισμό της μορφής της χρηματικής ποινής η οποία επιβάλλεται δυνάμει του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, απόκειται στο Δικαστήριο να λάβει υπόψη διάφορους παράγοντες σχετικούς τόσο με τη φύση της εν λόγω παραβάσεως όσο και με τις περιστάσεις της οικείας υποθέσεως. Όπως εκτίθεται στη σκέψη 95 της παρούσας αποφάσεως, η μορφή της χρηματικής ποινής, όπως και το ύψος των χρηματικών κυρώσεων, εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο, το οποίο ουδόλως δεσμεύεται από τις σχετικές προτάσεις της Επιτροπής.

106    Σε ό,τι αφορά την πρόταση της Επιτροπής για την επιβολή απομειούμενης χρηματικής ποινής, επισημαίνεται ότι, μολονότι για την εξασφάλιση της πλήρους εκτελέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου πρέπει να απαιτείται η καταβολή του συνόλου της χρηματικής ποινής μέχρις ότου ληφθούν από το κράτος μέλος όλα τα αναγκαία μέτρα για τον τερματισμό της διαπιστωθείσας παραβάσεως, εντούτοις, σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, είναι δυνατή η επιβολή κυρώσεως που λαμβάνει υπόψη τις ενδεχόμενες προόδους του κράτους μέλους στην εκτέλεση των υποχρεώσεών του (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑278/01, EU:C:2003:635, σκέψεις 43 έως 51· Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑496/09, EU:C:2011:740, σκέψεις 47 έως 55, και Επιτροπή κατά Βελγίου, C‑533/11, EU:C:2013:659, σκέψεις 73 και 74).

107    Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως και βάσει, ιδίως, των πληροφοριών που παρασχέθηκαν στο Δικαστήριο από την Ιταλική Δημοκρατία και από την Επιτροπή, το Δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να προσδιορισθεί απομειούμενη χρηματική ποινή. Επομένως, είναι απαραίτητος ο καθορισμός του τρόπου υπολογισμού της ως άνω χρηματικής ποινής, καθώς και της συχνότητας της επιβολής της.

108    Ως προς το ζήτημα της συχνότητας επιβολής της χρηματικής ποινής, πρέπει, σύμφωνα με την πρόταση της Επιτροπής, να υπολογισθεί το ύψος της απομειούμενης χρηματικής ποινής σε εξαμηνιαία βάση, προκειμένου το ως άνω θεσμικό όργανο να έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει την πρόοδο των μέτρων για την εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250), βάσει της καταστάσεως που ισχύει κατά τη λήξη της οικείας περιόδου (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας, EU:C:2011:740, σκέψη 54).

109    Πρέπει ακόμη, όπως προτείνει η Επιτροπή, να επιβληθεί η καταβολή χρηματικής ποινής το ύψος της οποίας μειώνεται προοδευτικώς αναλόγως του αριθμού των χώρων ως προς τους οποίους εξασφαλίζεται συμμόρφωση προς την απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250), υπολογίζοντας δύο φορές εκείνους τους χώρους οι οποίοι περιέχουν επικίνδυνα απόβλητα (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις Επιτροπή κατά Ισπανίας, EU:C:2003:635, σκέψη 50, και Επιτροπή κατά Ιταλίας, EU:C:2011:740, σκέψη 52).

110    Βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο, στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας του εκτιμήσεως, να προβλέψει εξαμηνιαία χρηματική ποινή ποσού 42 800 000 ευρώ από το οποίο θα αφαιρείται ποσό που θα αναλογεί προς τον αριθμό των χώρων ως προς τους οποίους θα εξασφαλίζεται συμμόρφωση προς την απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250) κατά τη λήξη του οικείου εξαμήνου, υπολογιζομένων δύο φορές εκείνων των χώρων οι οποίοι περιέχουν επικίνδυνα απόβλητα.

111    Για τους σκοπούς του υπολογισμού της μειώσεως της επιβλητέας χρηματικής ποινής για το κάθε εξάμηνο που θα συμπληρώνεται από την ημερομηνία εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως, η Επιτροπή υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη αποδεικτικά στοιχεία για τη λήψη των μέτρων τα οποία είναι αναγκαία για την εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250) μόνον εφόσον της έχουν διαβιβασθεί πριν τη λήξη του οικείου εξαμήνου.

112    Βάσει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, η Ιταλική Δημοκρατία πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στην Επιτροπή, στον λογαριασμό «Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης», από την έκδοση της παρούσας αποφάσεως και μέχρι την εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250), εξαμηνιαία χρηματική ποινή η οποία υπολογίζεται, για το πρώτο εξάμηνο που ακολουθεί την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως και κατά τη λήξη του εξαμήνου αυτού, βάσει ενός αρχικού ποσού το οποίο καθορίζεται σε 42 800 000 ευρώ, από το οποίο αφαιρείται ποσό 400 000 ευρώ για τον καθένα από τους περιέχοντες επικίνδυνα απόβλητα χώρους ως προς τον οποίο εξασφαλίζεται συμμόρφωση προς την ως άνω απόφαση και ποσό 200 000 ευρώ για τον καθένα από τους λοιπούς χώρους ως προς τον οποίο εξασφαλίζεται συμμόρφωση προς την εν λόγω απόφαση. Σε όλα τα επόμενα εξάμηνα, η οφειλόμενη για το κάθε εξάμηνο χρηματική ποινή θα υπολογίζεται, κατά τη λήξη του οικείου εξαμήνου, με βάση το ποσό της χρηματικής ποινής που είχε καθοριστεί για το προηγούμενο εξάμηνο, ενώ θα αφαιρούνται τα ίδια ποσά αναλόγως της συμμορφώσεως που σημειώνεται, κατά τη διάρκεια του εν λόγω εξαμήνου, ως προς τους χώρους τους οποίους αφορά η διαπιστωθείσα παράβαση.

 Επί του κατ’ αποκοπήν ποσού

113    Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι το Δικαστήριο έχει την εξουσία, κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει στον συγκεκριμένο τομέα, να επιβάλλει σωρευτικώς χρηματική ποινή και κατ’ αποκοπή ποσό (απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, EU:C:2012:781, σκέψη 140 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

114    Η επιβολή της υποχρεώσεως καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού και ο καθορισμός του ύψους του ποσού αυτού πρέπει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να αποφασίζονται βάσει του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων που συνδέονται τόσο με τα χαρακτηριστικά της διαπιστωθείσας παραβάσεως όσο και με τη συμπεριφορά του κράτους μέλους το οποίο αφορά η διαδικασία που κινήθηκε δυνάμει του άρθρου 260 ΣΛΕΕ. Συναφώς, η εν λόγω διάταξη παρέχει στο Δικαστήριο ευρεία εξουσία εκτιμήσεως προκειμένου να κρίνει αν πρέπει να επιβάλει μια τέτοια κύρωση και, σε καταφατική περίπτωση, ποιο πρέπει να είναι το ύψος αυτής (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, EU:C:2014:316, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

115    Στην υπό κρίση διαφορά, πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των νομικών και πραγματικών στοιχείων που συνέτειναν στη διαπιστωθείσα παράβαση και ιδίως ο μεγάλος αριθμός χώρων οι οποίοι δεν έχουν ακόμη συμμορφωθεί προς το δίκαιο της Ένωσης. Εξάλλου, όπως επισημαίνει η γενική εισαγγελέας στο σημείο 188 των προτάσεών της, εκτός από την παρούσα υπόθεση που ανέκυψε συνεπεία της μη εκτελέσεως της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250), το Δικαστήριο έχει επιληφθεί 20 και πλέον υποθέσεων σχετικών με απόβλητα, στις οποίες έχει διαπιστώσει παράβαση από το ως άνω κράτος μέλος των υποχρεώσεών του βάσει του δικαίου της Ένωσης.

116    Αυτή, όμως, η επαναλαμβανόμενη παραβατική συμπεριφορά κράτους μέλους, σε έναν ειδικό τομέα δράσεως της Ένωσης, αποτελεί στοιχείο υπέρ της απόψεως ότι η αποτελεσματική πρόληψη στο μέλλον ανάλογων παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης θα απαιτούσε τη λήψη αποτρεπτικού μέτρου όπως είναι η επιβολή της υποχρεώσεως καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, EU:C:2014:316, σκέψη 78 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

117    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, είναι έργο του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας του εκτιμήσεως, να καθορίσει το ύψος του ως άνω κατ’ αποκοπήν ποσού κατά τρόπον ώστε να είναι, αφενός, κατάλληλο για την περίσταση και, αφετέρου, ανάλογο προς τη διαπραχθείσα παράβαση (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑369/07, EU:C:2009:428, σκέψη 146).

118    Μεταξύ των κρίσιμων στο πλαίσιο αυτό παραγόντων καταλέγονται στοιχεία όπως η σοβαρότητα της διαπιστωθείσας παραβάσεως και το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η παράβαση αυτή εξακολούθησε να υφίσταται μετά την απόφαση περί διαπιστώσεώς της (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας, EU:C:2011:740, σκέψη 94), καθώς και η ικανότητα πληρωμής του εμπλεκόμενου κράτους μέλους (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, EU:C:2014:316, σκέψη 80).

119    Σχετικά με τους παράγοντες αυτούς, οι περιστάσεις οι οποίες πρέπει να συνεκτιμηθούν προκύπτουν ιδίως από τα όσα αναπτύσσονται στις σκέψεις 98 έως 104 της παρούσας αποφάσεως. Συναφώς, υπενθυμίζεται ιδίως ότι η επίμαχη παράβαση έχει γενικό και εξακολουθητικό χαρακτήρα, ότι οι χώροι τους οποίους αφορά ευρίσκονται στο σύνολο σχεδόν των ιταλικών περιφερειών και ότι ορισμένοι από τους ως άνω χώρους περιέχουν επικίνδυνα απόβλητα τα οποία ενέχουν αυξημένους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία και για το περιβάλλον.

120    Βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο εκτιμά ότι, κατ’ ορθή εκτίμηση των περιστάσεων της υποθέσεως, το κατ’ αποκοπήν ποσό που θα πρέπει να καταβάλει η Ιταλική Δημοκρατία πρέπει να καθοριστεί σε 40 εκατομμύρια ευρώ.

121    Κατά συνέπεια, η Ιταλική Δημοκρατία πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στην Επιτροπή, στον λογαριασμό «Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης», κατ’ αποκοπή ποσό 40 εκατομμυρίων ευρώ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

122    Δυνάμει του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικασθεί η Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα και δεδομένου ότι διαπιστώθηκε η ύπαρξη παραβάσεως, η Ιταλική Δημοκρατία πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

1)      Η Ιταλική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα τα οποία προϋποθέτει η εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑135/05, EU:C:2007:250), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

2)      Υποχρεώνει την Ιταλική Δημοκρατία να καταβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στον λογαριασμό «Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης», από την έκδοση της παρούσας αποφάσεως και μέχρι την εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας (EU:C:2007:250), εξαμηνιαία χρηματική ποινή η οποία υπολογίζεται, για το πρώτο εξάμηνο που ακολουθεί την έκδοση της παρούσας αποφάσεως και κατά τη λήξη του εξαμήνου αυτού, βάσει ενός αρχικού ποσού το οποίο καθορίζεται σε 42 800 000 ευρώ, από το οποίο αφαιρείται ποσό 400 000 ευρώ για τον καθένα από τους περιέχοντες επικίνδυνα απόβλητα χώρους ως προς τον οποίο εξασφαλίζεται συμμόρφωση προς την ως άνω απόφαση και ποσό 200 000 ευρώ για τον καθένα από τους λοιπούς χώρους ως προς τον οποίο εξασφαλίζεται συμμόρφωση προς την εν λόγω απόφαση. Σε όλα τα επόμενα εξάμηνα, η οφειλόμενη για το κάθε εξάμηνο χρηματική ποινή θα υπολογίζεται, κατά τη λήξη του οικείου εξαμήνου, με βάση το ποσό της χρηματικής ποινής που είχε καθοριστεί για το προηγούμενο εξάμηνο, ενώ θα αφαιρούνται τα ίδια ποσά αναλόγως της συμμορφώσεως που σημειώνεται, κατά τη διάρκεια του εν λόγω εξαμήνου, ως προς τους χώρους τους οποίους αφορά η διαπιστωθείσα παράβαση.

3)      Υποχρεώνει την Ιταλική Δημοκρατία να καταβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στον λογαριασμό «Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης», κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 40 εκατομμυρίων ευρώ.

4)      Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.