Language of document : ECLI:EU:T:2007:345

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

της 16ης Νοεμβρίου 2007 (*)

«Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων – Απόφαση περί ανακτήσεως χρηματοδοτικής συνδρομής – Αίτηση αναστολής εκτελέσεως – Παραδεκτό – Έλλειψη επείγοντος»

Στην υπόθεση T‑312/07 R,

Δήμος Περάματος (Ελλάδα), εκπροσωπούμενος από τους Γ. Γεραπετρίτη και Π. Πετρόπουλο, δικηγόρους,

αιτών,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τις M. Κοντού-Durande και A.-M. Rouchaud-Joët,

καθής,

με αντικείμενο αίτηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως C (2005) 5361 της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2005, για την ανάκτηση χρηματοδοτικής συνδρομής η οποία καταβλήθηκε στο πλαίσιο επιχορήγησης προς τον Δήμο Περάματος με την απόφαση C 97/1997/τελικό/29, της 17ης Ιουλίου 1997,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Περιστατικά, διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

1        Με την απόφαση C 97/1997/τελικό/29, της 17ης Ιουλίου 1997, η Επιτροπή επιχορήγησε τον αιτούντα ελληνικό δήμο με 666 614,54 ευρώ, για τη χρηματοδότηση της φυτεύσεως 70 000 δένδρων –ο αριθμός αυτός μειώθηκε στη συνέχεια στις 60 000– στο βόρειο Πέραμα, για την προστασία από την ατμοσφαιρική ρύπανση, τον έλεγχο της ηλιακής ακτινοβολίας και τη δημιουργία «πνεύμονα πρασίνου» και ζώνης αναψυχής για τους κατοίκους της πόλης.

2        Εντούτοις, λόγω τεχνικών προβλημάτων και κλιματολογικών αντιξοοτήτων, η φύτευση είχε περιορισμένη αποτελεσματικότητα και πολλά δέντρα δεν επιβίωσαν.

3        Τον Μάρτιο του 2003, η Επιτροπή ζήτησε από τον αιτούντα να επιστρέψει 167 772,61 ευρώ, ποσό το οποίο κατόπιν μειώθηκε σε 146 220,61 ευρώ. Με έγγραφο της 23ης Ιουνίου 2003, τον ενημέρωσε ότι προέβη σε νέο υπολογισμό, διότι το ποσοστό επιβίωσης των φυτευθέντων δέντρων ήταν μόλις 10 % περίπου.

4        Στις 7 Δεκεμβρίου 2005, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C (2005) 5361, για την ανάκτηση χρηματοδοτικής συνδρομής η οποία καταβλήθηκε στο πλαίσιο επιχορήγησης στον αιτούντα (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Οι διάδικοι διαφωνούν σχετικά με τη ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στον αιτούντα.

5        Στις 17 Μαΐου 2007, εστάλη στον αιτούντα επιταγή προς εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Με την επιταγή αυτή εκαλείτο να καταβάλει κεφάλαιο 466 627,05 ευρώ, τόκους υπερημερίας 19 872,94 ευρώ, καθώς και 62,08 ευρώ ανά ημέρα καθυστερήσεως από την 1η Ιανουαρίου 2006. Την 1η Ιουνίου 2007, ο αιτών άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, δυνάμει του ελληνικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ανακοπή κατά αυτής της επιταγής προς εκτέλεση, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έπρεπε να του είχε επιδοθεί χωριστά, κατά το πρώτο στάδιο της διαδικασίας, ώστε να έχει τη δυνατότητα να την προσβάλει βάσει του άρθρου 230 ΕΚ.

6        Υπό τις περιστάσεις αυτές, τον Ιούλιο του 2007, ο αιτών απέστειλε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου τηλεομοιοτυπία δικογράφου προσφυγής με αίτημα την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Το πρωτότυπο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 25 Ιουλίου 2007.

7        Με χωριστό δικόγραφο, το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 6 Σεπτεμβρίου 2007, υπέβαλε την υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητεί από τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

8        Με τις έγγραφες παρατηρήσεις που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, η Επιτροπή ζητεί από τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου:

–        να απορρίψει την αίτηση αναστολής εκτελέσεως ως προδήλως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη,

–        να καταδικάσει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

9        Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 242 και 243 ΕΚ, αφενός, και 225, παράγραφος 1, ΕΚ, αφετέρου, προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο δύναται, αν κρίνει ότι επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως ή τα αναγκαία προσωρινά μέτρα.

10      Το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου ορίζει ότι οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να προσδιορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris), τη λήψη του αιτούμενου προσωρινού μέτρου. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, πράγμα που σημαίνει ότι η αίτηση απορρίπτεται οσάκις ελλείπει μία απ’ αυτές [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1996, C‑268/96 P(R), SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑4971, σκέψη 30]. Επίσης, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει, κατά περίπτωση, σε στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων (βλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 2001, C‑445/00 R, Αυστρία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I‑1461, σκέψη 73, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

11      Εξάλλου, στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εξετάσεως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και μπορεί να καθορίσει ελεύθερα, υπό το πρίσμα των ιδιαιτεροτήτων της κάθε υποθέσεως, τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εξακριβωθεί αν συντρέχουν οι διάφορες αυτές προϋποθέσεις, καθώς και τη σειρά εξετάσεώς τους, δεδομένου ότι κανένας κανόνας κοινοτικού δικαίου δεν του επιβάλλει να ακολουθήσει προκαθορισμένο σχέδιο αναλύσεως κατά την εκτίμηση της αναγκαιότητας εκδόσεως προσωρινής αποφάσεως [διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 1995, C‑149/95 P(R), Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. I‑2165, σκέψη 23, και της 3ης Απριλίου 2007, C‑459/06 P(R), Vischim κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 25].

12      Βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων κρίνει ότι διαθέτει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, προκειμένου να αποφανθεί επί της υπό κρίση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, χωρίς να απαιτείται να ακούσει προηγουμένως τις προφορικές παρατηρήσεις των διαδίκων.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

 Επί του παραδεκτού

13      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφυγή επί της οποίας στηρίζεται η παρούσα αίτηση είναι προδήλως απαράδεκτη, διότι το πρωτότυπο αυτής κατατέθηκε μετά τη λήξη της δεκαήμερης προθεσμίας του άρθρου 43, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας. Συγκεκριμένα, το δικόγραφο της προσφυγής εστάλη με τηλεομοιοτυπία στις 12 Ιουλίου 2007, ενώ το υπογεγραμμένο πρωτότυπο περιήλθε στο Πρωτοδικείο στις 25 Ιουλίου 2007.

14      Όσον αφορά την ανωτέρα βία που επικαλείται ο αιτών, δηλαδή την απώλεια του πρωτοτύπου λόγω αμέλειας των ελληνικών ταχυδρομικών υπηρεσιών, η Επιτροπή τού προσάπτει ότι δεν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια. Αντί να αποστείλει το έγγραφο με σύστημα ταχείας αποστολής που θα διασφάλιζε την παράδοσή του με αποδεικτικό παραλαβής ακόμη και την επομένη ημέρα, ο αιτών το απέστειλε ως σύνηθες εμπόρευμα, το οποίο οι ταχυδρομικές υπηρεσίες διαχειρίστηκαν ως απλό εμπορικό δέμα. Δεν μπορεί, συνεπώς, να επικαλείται ανωτέρα βία.

15      Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής του άρθρου 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ είχε παρέλθει προ πολλού. Συγκεκριμένα, με την προσφυγή του, ο αιτών αμφισβήτησε, το 2007, τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία εκδόθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2005, μολονότι είχε λάβει γνώση της αποφάσεως αυτής από της ημερομηνίας κοινοποιήσεώς της, στις 9 Δεκεμβρίου 2005. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις ανταλλαγείσες μεταξύ της Επιτροπής και του αιτούντος επιστολές της 16ης Νοεμβρίου και 21ης Δεκεμβρίου 2006, ο αιτών γνώριζε ότι εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή ζητούσε την επιστροφή 466 627,05 ευρώ για το 2003.

16      Ο αιτών τονίζει ότι απέστειλε το δικόγραφο της προσφυγής του στις 13 Ιουλίου 2007 από το ταχυδρομείο Πειραιά ως συστημένο και επείγον. Εν συνεχεία, αφού η Γραμματεία του Πρωτοδικείου τον ενημέρωσε, στις 24 Ιουλίου 2007, ότι το πρωτότυπο δεν είχε περιέλθει στην έδρα του Πρωτοδικείου, απέστειλε αυθημερόν το δικόγραφο της προσφυγής, το οποίο παραδόθηκε στις 25 Ιουλίου 2007.

 Επί του επείγοντος

17      Ο αιτών διατείνεται ότι η οικονομική κατάστασή του είναι δυσχερέστατη. Οι οφειλές του, οι οποίες ανάγονται ως επί το πλείστον στην περίοδο της προηγούμενης δημοτικής αρχής, ανέρχονται σε 33 431 457 ευρώ και περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, οφειλές προς προμηθευτές και επιχειρήσεις δημοσίων έργων. Οι ανελαστικές μηνιαίες δαπάνες λειτουργίας του δήμου και των εξηρτημένων εξ αυτού νομικών προσώπων ανέρχονται σε 830 000 ευρώ, ενώ τα τακτικά έσοδα του δήμου δεν υπερβαίνουν τις 350 000 ευρώ το μήνα, εκ των οποίων 170 000 ευρώ είναι η τακτική επιχορήγηση από τον κρατικό προϋπολογισμό.

18      Προσθέτει ότι ο δήμος αντιμετωπίζει σοβαρά κοινωνικά και οικιστικά προβλήματα, όπως υψηλό ποσοστό ανεργίας και υποβάθμιση του αστικού και περιαστικού περιβάλλοντος, ιδίως λόγω της απουσίας κοινωνικών, πολιτιστικών, αθλητικών και λοιπών υποδομών. Η εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως θα είχε ως άμεση συνέπεια την πτώχευση του αιτούντος και την απαξίωσή του.

19      Κατά την Επιτροπή, τα οικονομικά προβλήματα που προβάλλει ο αιτών δεν οφείλονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά σε μη επιμελή διαχείριση του προϋπολογισμού εκ μέρους του δήμου. Συγκεκριμένα, ο δήμος παρουσιάζει προβλήματα διαχείρισης από πολλών ετών, οι δε οφειλές του είναι απόρροια της δικής του συμπεριφοράς και όχι της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πάντως, η ανάγκη επιβολής προσωρινού μέτρου πρέπει να προκύπτει από τα αποτελέσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως και όχι από έλλειψη επιμέλειας του αιτούντος το εν λόγω μέτρο (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 1ης Φεβρουαρίου 2001, T‑350/00 R, Free Trade Foods κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑493, σκέψη 59).

20      Εξάλλου, η Επιτροπή ζήτησε από τον αιτούντα κατ’ επανάληψη, από το 2003, να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό των 466 627,05 ευρώ. Ειδικότερα, με έγγραφο της 20ής Οκτωβρίου 2003, η Επιτροπή ενημέρωσε τον αιτούντα ότι κίνησε τη διαδικασία ανακτήσεως του ποσού αυτού και του απέστειλε δύο χρεωστικά σημειώματα, με ημερομηνία 22 Δεκεμβρίου 2003 και 27 Φεβρουαρίου 2004. Επομένως, ο αιτών γνώριζε τα προβλήματα αυτά, αλλά δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα, ώστε να αποτρέψει εγκαίρως την κατάσταση που περιγράφει.

 Εκτίμηση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων

 Επί του παραδεκτού

21      Δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 104, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η αίτηση προσωρινών μέτρων είναι παραδεκτή μόνον αν έχει υποβληθεί από διάδικο υποθέσεως εκκρεμούς ενώπιον του Πρωτοδικείου. Ο κανόνας αυτός συνεπάγεται ότι η προσφυγή επί της οποίας στηρίζεται η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων μπορεί πράγματι να τεθεί υπό την κρίση του Πρωτοδικείου.

22      Κατά πάγια νομολογία, το ζήτημα του παραδεκτού της προσφυγής δεν ερευνάται, κατ’ αρχήν, στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, διότι άλλως προδικάζεται η έκβαση της υποθέσεως. Πλην όμως, όταν προβάλλεται το προδήλως απαράδεκτο της προσφυγής επί της οποίας στηρίζεται η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, μπορεί να κριθεί απαραίτητο να ερευνηθεί η ύπαρξη ορισμένων στοιχείων που επιτρέπουν να κριθεί εκ πρώτης όψεως το παραδεκτό της προσφυγής [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 12ης Οκτωβρίου 2000, C‑300/00 P(R), Federación de Cofradías de Pescadores de Guipúzcoa κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I‑8797, σκέψη 34· διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 15ης Ιανουαρίου 2001, T‑236/00 R, Stauner κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑15, σκέψη 42, και της 8ης Αυγούστου 2002, T‑155/02 R, VVG International κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑3239, σκέψη 18].

23      Η εξέταση αυτή του παραδεκτού της προσφυγής είναι κατ’ ανάγκη συνοπτική, λαμβανομένου υπόψη του επείγοντος χαρακτήρα της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων (προπαρατεθείσα στη σκέψη 22 διάταξη Federación de Cofradías de Pescadores de Guipúzcoa κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 35).

24      Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, το παραδεκτό της προσφυγής επί της οποίας αυτή στηρίζεται μπορεί να εκτιμηθεί μόνον εκ πρώτης όψεως, δεδομένου ότι σκοπός της εκτιμήσεως αυτής είναι να εξεταστεί αν ο αιτών προσκόμισε επαρκή στοιχεία τα οποία δικαιολογούν, εκ των προτέρων, το συμπέρασμα ότι το παραδεκτό της προσφυγής δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων οφείλει να κρίνει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων απαράδεκτη μόνον αν αποκλείσει εντελώς το παραδεκτό της προσφυγής. Άλλως, η έκδοση αποφάσεως επί του παραδεκτού της προσφυγής στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το παραδεκτό αυτό δεν αποκλείεται, εκ πρώτης όψεως, εντελώς, θα προδίκαζε την απόφαση του Πρωτοδικείου επί της προσφυγής (διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 17ης Ιανουαρίου 2001, Τ-342/00 R, Petrolessence και SG2R κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. ΙΙ-67, σκέψη 17, της 19ης Δεκεμβρίου 2001, Τ-195/01 R και Τ-207/01 R, Κυβέρνηση του Γιβραλτάρ κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. ΙΙ-3915, σκέψη 47, και της 7ης Ιουλίου 2004, T-37/04 R, Região autónoma dos Açores κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2004, σ. II-2153, σκέψη 110).

25      Εν προκειμένω, η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό της προσφυγής στην υπόθεση T‑312/07. Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν υπάρχουν στοιχεία που εκ πρώτης όψεως αποκλείουν εντελώς το παραδεκτό της προσφυγής στην υπόθεση αυτή.

26      Όσον αφορά την ένσταση απαραδέκτου που αντλείται από παρέλευση της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, επειδή ο αιτών γνώριζε την προσβαλλόμενη απόφαση από της κοινοποιήσεώς της στις 9 Δεκεμβρίου 2005, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού, η Επιτροπή προσκόμισε έγγραφο απευθυνόμενο στον αιτούντα, με ημερομηνία 9 Δεκεμβρίου 2005, υπογεγραμμένο από υπάλληλο της Επιτροπής, το οποίο περιέχει τις ενδείξεις «για αποστολή» και «κοινοποίηση δυνάμει του άρθρου 254 ΕΚ» και στο οποίο αναφέρεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επισυνάπτεται στο παράρτημά του. Κατά την Επιτροπή, από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτούντα στις 9 Δεκεμβρίου 2005.

27      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι μια απόφαση έχει προσηκόντως κοινοποιηθεί, κατά την έννοια του άρθρου 254, παράγραφος 3, ΕΚ, εφόσον έχει ανακοινωθεί στον αποδέκτη της και αυτός είναι σε θέση να λάβει λυσιτελώς γνώση του περιεχομένου της (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Μαΐου 1989, 193/87 και 194/87, Maurissen και Union syndicale κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1989, σ. 1045, σκέψη 46, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑338/94, Finnboard κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-1617, σκέψη 70).

28      Εν προκειμένω, μολονότι από το έγγραφο που επικαλείται η Επιτροπή, προκύπτει ότι αυτή προέβη στις δέουσες ενέργειες για την αποστολή της προσβαλλομένης αποφάσεως, εντούτοις δεν αποδεικνύεται, εκ πρώτης όψεως, ότι η Επιτροπή πράγματι κοινοποίησε την απόφαση αυτή στον αιτούντα, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να λάβει συναφώς γνώση πριν τις 17 Μαΐου 2007. Ερωτηθείσα επ’ αυτού από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, η Επιτροπή δεν μπόρεσε, μεταξύ άλλων, να προσκομίσει αποδεικτικό παραλαβής, δεόντως υπογεγραμμένο από εκπρόσωπο του αιτούντος, το οποίο να πιστοποιεί ότι το έγγραφο της 9ης Δεκεμβρίου 2005 του επιδόθηκε. Πάντως, με τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η αποστολή εγγράφου χωρίς αποδεικτικό παράδοσης και παραλαβής εντός των επιθυμητών χρονικών ορίων δεν διασφαλίζει την τήρηση των ορίων αυτών.

29      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι την ημερομηνία κοινοποιήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως οφείλει να την αποδείξει ο διάδικος που επικαλείται το εκπρόθεσμο της προσφυγής (προπαρατεθείσα στη σκέψη 27 απόφαση Maurissen και Union syndicale κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, σκέψη 46). Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτούντα πριν τις 17 Μαΐου 2007, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δεν μπορεί παρά να στηριχθεί στις δηλώσεις του αιτούντος και να θεωρήσει ότι αυτός έλαβε γνώση της αποφάσεως το πρώτον την ημερομηνία αυτή (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Φεβρουαρίου 1992, T‑16/90, Παναγιωτοπούλου κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. II‑89, σκέψη 20).

30      Πρέπει να προστεθεί ότι η Επιτροπή, ενώ επικαλείται τις επιστολές που αντάλλαξε με τον αιτούντα στο τέλος του 2006, προκειμένου να αποδείξει ότι αυτός γνώριζε το αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως πολύ πριν λάβει τη διαταγή εκτελέσεώς της, εντούτοις δεν προσκόμισε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο αιτών όντως έλαβε αντίγραφο της προσβαλλομένης αποφάσεως και, ως εκ τούτου, είχε λάβει γνώση του πλήρους περιεχομένου της πριν τις 17 Μαΐου 2007 (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Οκτωβρίου 2007, C‑403/05, Κοινοβούλιο κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 35 και 36).

31      Όσον αφορά την ένσταση απαραδέκτου που αντλείται από παρέλευση της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, λόγω μη τηρήσεως της δεκαήμερης προθεσμίας του άρθρου 43, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αλυσιτελής.

32      Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται, αφενός, ότι ο αιτών έλαβε την επιταγή προς εκτέλεση, στην οποία ήταν συνημμένη η προσβαλλόμενη απόφαση, στις 17 Μαΐου 2007 και, αφετέρου, ότι το πρωτότυπο του δικογράφου της προσφυγής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 25 Ιουλίου 2007. Κατά συνέπεια, η προσφυγή ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ασκήθηκε, σε κάθε περίπτωση, εντός της προθεσμίας του άρθρου 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ, συνυπολογιζομένης της παρεκτάσεώς της κατά δέκα ημέρες λόγω αποστάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

33      Κατόπιν των προεκτεθέντων, εν προκειμένω διαπιστώνεται ότι, εκ πρώτης όψεως, δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποκλείουν προδήλως το παραδεκτό της προσφυγής. Πρέπει, επομένως να εξεταστεί εν συνεχεία το επείγον της αιτούμενης αναστολής.

 Επί του επείγοντος

34      Κατά πάγια νομολογία, το επείγον πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την αναγκαιότητα εκδόσεως προσωρινής αποφάσεως, προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία του αιτούντος το προσωρινό μέτρο. Το ότι επίκειται ζημία δεν είναι ανάγκη να αποδεικνύεται με απόλυτη βεβαιότητα· αρκεί, ιδίως όταν η επέλευση της ζημίας εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου παραγόντων, να πιθανολογείται σε σημαντικό βαθμό (βλ. διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουνίου 2007, T‑346/06 R, IMS κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 121 και 123, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ωστόσο, ο αιτών υποχρεούται να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που ισχυρίζεται ότι στοιχειοθετούν το ενδεχόμενο σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1999, C‑335/99 P(R), HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-8705, σκέψη 67· διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 15ης Νοεμβρίου 2001, T-151/01 R, Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑3295, σκέψη 188, και της 25ης Ιουνίου 2002, T‑34/02 R, B κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑2803, σκέψη 86].

35      Μολονότι μια χρηματική ζημία δεν μπορεί, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη ή έστω δυσχερώς επανορθώσιμη, εφόσον μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μεταγενέστερης χρηματικής αντισταθμίσεως [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 11ης Απριλίου 2001, C‑471/00 P(R), Επιτροπή κατά Cambridge Healthcare Supplies, Συλλογή 2001, σ. I‑2865, σκέψη 113, διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2001, T‑339/00 R, Bactria κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑1721, σκέψη 94], εντούτοις η λήψη προσωρινού μέτρου δικαιολογείται αν προκύπτει ότι, σε αντίθετη περίπτωση, ο αιτών διάδικος θα περιέλθει σε κατάσταση ικανή να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή του πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της προσφυγής (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 3ης Δεκεμβρίου 2002, T‑181/02 R, Neue Erba Lautex κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑5081, σκέψη 84).

36      Η υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων υποβλήθηκε από έναν δήμο, δηλαδή από οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης. Πάντως, ένας τέτοιος οργανισμός δημοσίου δικαίου υποχρεούται, εκ της φύσεώς του, να παρέχει δημόσιες υπηρεσίες, στο πλαίσιο των οποίων οφείλει να υπηρετεί οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά συμφέροντα, καθώς και να διαφυλάσσει τις υποδομές σε τοπικό επίπεδο. Μπορεί, επομένως, να προβάλει, στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, ότι η οικονομική κατάστασή του είναι τέτοια, ώστε να επηρεάζει την εκπλήρωση της αποστολής αυτής, εφόσον ένα αμφισβητούμενο κοινοτικό μέτρο θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την εκπλήρωση των σκοπών δημοσίου συμφέροντος που υπηρετεί.

37      Δεδομένου ότι η προβαλλόμενη από τον αιτούντα ζημία συνίσταται σε μια τέτοια κατάσταση, πρέπει να εξεταστεί αν οι περιστάσεις που επικαλείται θεμελιώνουν το επείγον, αποδεικνύοντας ότι, όπως έχουν τα πράγματα, πιθανολογείται σε μεγάλο βαθμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα θίξει σοβαρά και ανεπανόρθωτα τους σκοπούς δημοσίου συμφέροντος που ο δήμος οφείλει να υπηρετεί σε τοπικό επίπεδο.

38      Επιβάλλεται, συναφώς, η διαπίστωση ότι η οικονομική κατάσταση του αιτούντος δήμου μπορεί να χαρακτηριστεί ως αρκετά δυσχερής. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία που προσκόμισε ο αιτών, χωρίς η Επιτροπή να τα αμφισβητήσει, οι οφειλές του αιτούντος ανέρχονται σε περισσότερα από 33 εκατομμύρια ευρώ και οι μηνιαίες ανελαστικές δαπάνες του σε 830 000 ευρώ, ενώ τα τακτικά μηνιαία έσοδα δεν υπερβαίνουν τις 350 000 ευρώ.

39      Ωστόσο, αυτή η υπερχρέωση του αιτούντος, και ιδίως η δομική ελλειμματική σχέση μεταξύ μηνιαίων δαπανών και εσόδων, δεν φαίνεται να τον εμποδίζει να εκπληρώνει τους σκοπούς δημοσίου συμφέροντος που υπηρετεί, δεδομένου μάλιστα ότι ο αιτών δεν ισχυρίζεται ότι αιφνιδιάστηκε από μια δραματική επιδείνωση της οικονομικής καταστάσεώς του. Η κατάσταση αυτή είναι προφανώς αποτέλεσμα σταδιακής επιδείνωσης, η οποία έχει αρχίσει από μακρού χρόνου. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η εκπλήρωση των σκοπών δημοσίου συμφέροντος του αιτούντος καθίσταται δυνατή μόνο με τη συστηματική προσφυγή σε τραπεζικές πιστώσεις ή κρατικές επιχορηγήσεις, που του παρέχουν τη δυνατότητα να καλύπτει τις δαπάνες του.

40      Πάντως, ο αιτών δεν ισχυρίστηκε ούτε, βέβαια, απέδειξε ότι δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αυτά τα μέσα χρηματοδοτικής υποστήριξης προς άμεση επιστροφή του ποσού που ζητείται με την προσβαλλόμενη απόφαση. Ιδίως, δεν δήλωσε ότι δεν διαθέτει ακίνητα ή άλλες αξίες, τα οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως ασφάλεια σε περίπτωση που υποχρεωνόταν να καλύψει το ποσό της επιστροφής με πιστώσεις.

41      Άλλωστε, το ποσό των 466 627,05 ευρώ, προσαυξημένο με τόκους υπερημερίας, που οφείλει να καταβάλει βάσει της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι σχετικά μικρό σε σχέση τόσο με το συνολικό χρέος του αιτούντος (33 000 000 ευρώ), όσο και με το μηνιαίο έλλειμμά του (480 000 ευρώ).

42      Επομένως, ο αιτών δεν απέδειξε ότι η λειτουργία του δήμου θα υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη αν το ποσό που οφείλει να καταβάλει βάσει της προσβαλλομένης αποφάσεως προστεθεί στις λοιπές ληξιπρόθεσμες οφειλές του ύψους 18 301 139 ευρώ, ιδίως προς τους προμηθευτές του και τους επιχειρηματίες δημοσίων έργων.

43      Τέλος, κατά το μέτρο που ο αιτών ισχυρίζεται ότι η εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως θα είχε ως άμεση συνέπεια την πτώχευσή του, το επιχείρημά του είναι προδήλως εσφαλμένο από νομικής απόψεως. Συγκεκριμένα, το άρθρο 2, παράγραφος 2, του ελληνικού νόμου 3588/2007, της 10ης Ιουλίου 2007, περί πτωχευτικού κώδικα (ΦΕΚ A΄ 153/10.7.2007) ορίζει ότι δεν κηρύσσονται σε πτώχευση τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και οι δημόσιοι οργανισμοί.

44      Από το σύνολο των προηγουμένων σκέψεων προκύπτει ότι δεν αποδείχθηκε το επείγον της αιτούμενης αναστολής.

45      Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να απορριφθεί ελλείψει επείγοντος, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί αν πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις της αναστολής εκτελέσεως, ιδίως η σχετική με το fumus boni juris.

Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

2)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 16 Νοεμβρίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      M. Jaeger


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.