Language of document : ECLI:EU:T:2007:363

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

της 3ης Δεκεμβρίου 2007 (*)

«Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων – Απόφαση περί ανακτήσεως χρηματοδοτικής συνδρομής – Αίτηση αναστολής εκτελέσεως – Άρθρο 105 του κανονισμού διαδικασίας – Παραδεκτό – Έλλειψη επείγοντος»

Στην υπόθεση T‑312/07 R II,

Δήμος Περάματος (Ελλάδα), εκπροσωπούμενος από τους Γ. Γεραπετρίτη και Π. Πετρόπουλο, δικηγόρους,

αιτών,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τις M. Κοντού-Durande και A.-M. Rouchaud-Joët,

καθής,

με αντικείμενο αίτηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως C (2005) 5361 της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2005, για την ανάκτηση χρηματοδοτικής συνδρομής η οποία καταβλήθηκε στο πλαίσιο επιχορήγησης προς τον Δήμο Περάματος με την απόφαση C 97/1997/τελικό/29, της 17ης Ιουλίου 1997,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Περιστατικά, διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

1        Με την απόφαση C 97/1997/τελικό/29, της 17ης Ιουλίου 1997, η Επιτροπή επιχορήγησε τον αιτούντα ελληνικό δήμο με 666 614,54 ευρώ, για τη χρηματοδότηση της φυτεύσεως δένδρων στο βόρειο Πέραμα.

2        Εντούτοις, δεδομένου ότι τεχνικά προβλήματα και κλιματολογικές αντιξοότητες, προκάλεσαν την εξασθένιση πολλών δένδρων, η Επιτροπή υιοθέτησε στις 7 Δεκεμβρίου 2005 την απόφαση C (2005) 5361 για την ανάκτηση χρηματοδοτικής συνδρομής η οποία καταβλήθηκε στο πλαίσιο επιχορήγησης προς τον αιτούντα (στο εξής : προσβαλλόμενη απόφαση).

3        Στις 17 Μαΐου 2007, ο αιτών παρέλαβε επιταγή προς εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Με την επιταγή αυτή εκαλείτο να καταβάλει κεφάλαιο 466 627,05 ευρώ, τόκους υπερημερίας 19 872,94 ευρώ, καθώς και 62,08 ευρώ ανά ημέρα καθυστερήσεως από την 1η Ιανουαρίου 2006.

4        Υπό τις περιστάσεις αυτές, τον Ιούλιο του 2007, ο αιτών απέστειλε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου τηλεομοιοτυπία δικογράφου προσφυγής με αίτημα την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

5        Με χωριστό δικόγραφο, το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 6 Σεπτεμβρίου 2007, υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζήτησε από τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

6        Με τις έγγραφες παρατηρήσεις που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, η Επιτροπή ζήτησε από τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου να απορρίψει την αίτηση αναστολής εκτελέσεως.

7        Με διάταξη της 16ης Νοεμβρίου 2007, Δήμος Περάματος κατά Επιτροπής (Τ‑312/07 R, μη δημοσιευμένη στη Συλλογή), ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου απέρριψε την αίτηση αναστολής εκτελέσεως ελλείψει επείγοντος, δεδομένου ότι ο αιτών δεν απέδειξε ότι η λειτουργία του ως δήμου θα υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη αν το ποσό που οφείλει να καταβάλει βάσει της προσβαλλομένης αποφάσεως προστεθεί στις λοιπές ληξιπρόθεσμες οφειλές του. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων απέρριψε, ιδίως, το επιχείρημα περί επικείμενης πτώχευσης με το αιτιολογικό ότι, κατά το ελληνικό δίκαιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και οι δημόσιοι οργανισμοί δεν κηρύσσονται σε πτώχευση.

8        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 29 Νοεμβρίου 2007, ο αιτών υπέβαλε νέο αίτημα αναστολής εκτέλεσης και, σε απάντηση ερωτήσεων του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, παρέσχε συμπληρωματικές πληροφορίες στις 30 Νοεμβρίου 2007. Προς στήριξη της εν λόγω αίτησής του επικαλείται τα ακόλουθα νέα πραγματικά περιστατικά.

9        Ο αιτών υποστηρίζει ότι, με έκθεση κατασχέσεως εις χείρας τρίτου της 14ης Νοεμβρίου 2007, η Επιτροπή κατέσχε εις χείρας της Τράπεζας Πειραιώς το περιεχόμενο δύο τραπεζικών λογαριασμών του συνολικού ύψους 504 230,07 ευρώ (83 888,48 + 420 343,59). Τα εν λόγω ποσά προορίζονταν αποκλειστικά για την πληρωμή μισθών των δημοτικών υπαλλήλων, για την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών των μηνών Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2007 καθώς και για την πληρωμή του επιδόματος Χριστουγέννων του 2007. Ο αιτών βρίσκεται λοιπόν σε αδυναμία να εκπληρώσει τις χρηματικές υποχρεώσεις του έναντι των 219 δημοτικών υπαλλήλων.

10      Ο αιτών υπογραμμίζει ότι, κατά το ελληνικό δίκαιο, απαγορεύεται η κατάσχεση μισθοδοτικών λογαριασμών. Η αίτηση χορηγήσεως προσωρινής διαταγής, στα πλαίσια ανακοπής και αιτήσεως αναστολής που ο αιτών κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς απορρίφθηκε, κατ’ αυτόν, με την αιτιολογία ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν αρμοδιότητα επί του θέματος, δεδομένου ότι αυτή ανήκε αποκλειστικά στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

11      Κατά τον αιτούντα, υφίσταται κατεπείγουσα ανάγκη δεδομένου ότι, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, η τράπεζα Πειραιώς θα προχωρήσει στις 4 Δεκεμβρίου 2007 στην πληρωμή του ποσού των 504 230,07 ευρώ στην Επιτροπή.

12      Ο αιτών ζητά από τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου:

–        να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης,

–        να εκδώσει προσωρινή διαταγή αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης βάσει του άρθρου 105, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού διαδικασίας του Πρωτοδικείου,

–        να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της εκθέσεως κατασχέσεως εις χείρας τρίτου της 14ης Νοεμβρίου 2007 καθώς και τη δυνατότητα ανάληψης χρημάτων από τους λογαριασμούς που αφορά η εν λόγω κατάσχεση.

 Σκεπτικό

13      Σε ό,τι αφορά, κατ’ αρχήν, το τρίτο αίτημα της σκέψης 12 ανωτέρω, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά τους όρους του άρθρου 256, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, ΕΚ, καίτοι αναστέλλεται μόνο με απόφαση του Δικαστηρίου, η αναγκαστική εκτέλεση διέπεται από τους κανόνες της πολιτικής δικονομίας που ισχύουν στο κράτος εντός της επικράτειας του οποίου διενεργείται, διευκρινιζομένου ότι ο έλεγχος της κανονικότητας των εκτελεστικών μέτρων ανήκει στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων.

14      Οι διατάξεις αυτές του άρθρου 256 ΕΚ επιχειρούν έναν λειτουργικό διαχωρισμό μεταξύ των αρμοδιοτήτων της Κοινότητας και των κρατών μελών.

15      Έτσι, τα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα είναι αρμόδια επί των αιτήσεων που αποσκοπούν στην αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης της κοινοτικής πράξης. Στα πλαίσια αυτά κρίθηκε ότι η χορήγηση αναστολής εκτέλεσης της κοινοτικής πράξης εμποδίζει ταυτόχρονα, προσωρινώς, και την αναγκαστική εκτέλεση αυτής (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 1999, Τ‑9/99 R, HFB κ.λπ κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. ΙΙ‑2429, σκέψη 18). Μπορεί να γίνει επίσης δεκτό ότι τα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα έχουν αρμοδιότητα να κρίνουν επί του αν μια κοινοτική απαίτηση της οποίας η εκτέλεση πρέπει να ανασταλεί εξακολουθεί να υφίσταται.

16      Αντιθέτως, τα εθνικά δικαστήρια είναι τα μόνα αρμόδια να κρίνουν επί των κατ’ ιδίαν πράξεων αναγκαστικής εκτελέσεως, δηλαδή των ζητημάτων που γεννώνται στα πλαίσια της τελευταίας (διάταξη του Δικαστηρίου της 11ης Ιανουαρίου 1977, 4/73, Nold κατά Ruhrkohle, Συλλογή σ. 1, σκέψη 3). Πρόκειται για τα ζητήματα που σχετίζονται με το επιτρεπτό, κατά την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, μιας κατάσχεσης εις χείρας τρίτου ενόψει των χαρακτηριστικών του κατεσχημένου ή των περιστάσεων της κατάσχεσης καθώς και για τα ζητήματα που αφορούν στο κύρος, υπό το φως του εθνικού δικαίου, των διαφόρων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης.

17      Το ζήτημα όμως που εγείρεται από τον αιτούντα εν προκειμένω, ήτοι το κατασχετό ή μη, δυνάμει του ελληνικού δικαίου, ενός τραπεζικού λογαριασμού ενός εργοδότη, που προορίζεται για την πληρωμή των μισθών των υπαλλήλων του καθώς και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, αφορά αποκλειστικά τις κατ’ ιδίαν πράξεις αναγκαστικής εκτελέσεως. Σύμφωνα με το άρθρο 256 ΕΚ, του ζητήματος αυτού μπορεί να επιληφθεί αποκλειστικά το αρμόδιο ελληνικό δικαστήριο. Το αυτό ισχύει κατ’ ανάγκη και σε ό,τι αφορά το αίτημα να διαταχθεί η δυνατότητα ανάληψης χρημάτων από τους λογαριασμούς που αφορά η επίμαχη κατάσχεση εις χείρας τρίτου.

18      Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δεν είναι αρμόδιος να επιληφθεί επί του αιτήματος που αποσκοπεί στην αναστολή εκτελέσεως της εκθέσεως κατασχέσεως των τραπεζικών λογαριασμών του αιτούντος ούτε επί του αιτήματος να διαταχθεί ότι ο τελευταίος δύναται να διαθέτει το περιεχόμενο των εν λόγω λογαριασμών. Τα αιτήματα αυτά πρέπει συνεπώς να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

19      Σε ό,τι αφορά, εν συνεχεία, το αίτημα αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλόμενης απόφασης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο αιτών ούτε τώρα στοιχειοθετεί την ύπαρξη επείγοντος με το να αποδείξει επαρκώς ότι, υπό τις περιστάσεις, η εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ικανή να προκαλέσει σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη στις δημόσιου χαρακτήρα υπηρεσίες που καλείται να εκτελέσει.

20      Ακόμη και υπό τις παρούσες περιστάσεις, ο αιτών ουδόλως απέδειξε ότι θα του ήταν αδύνατο να καταφύγει στον τραπεζικό δανεισμό ή σε κρατικές επιχορηγήσεις εφόσον επέστρεφε αμέσως το χρηματικό ποσό που του ζητείται με την προσβαλλόμενη απόφαση. Δεν δήλωσε, ιδίως, ότι δεν έχει ακίνητη ή άλλη περιουσία ικανή να χρησιμοποιηθεί ως ασφάλεια για την περίπτωση κατά την οποία θα υποχρεωνόταν να χρηματοδοτήσει μια τέτοια καταβολή μέσω δανεισμού.

21      Επιπλέον, απαντώντας σε ερώτημα του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, σχετικό με τη δυνατότητα πρόσβασης στους κατεσχημένους λογαριασμούς ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία το αίτημά του γίνει δεκτό, ο αιτών δήλωσε, χωρίς να περαιτέρω διευκρίνιση, ότι θα είχε πρόσβαση στους εν λόγω λογαριασμούς αν το αίτημά του γινόταν δεκτό, «ελλείψει άλλου τρόπου ανακοπής της διαδικασίας». Ωστόσο, η δήλωση αυτή δεν παρίσταται σύμφωνη με το άρθρο 984, παράγραφος 2, του ελληνικού κώδικα πολιτικής δικονομίας, διάταξη υπό το φως της οποίας ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων ζήτησε όπως λάβει τις παρατηρήσεις του αιτούντος. Πράγματι, κατά το άρθρο αυτό, απαγορεύεται και δεν παράγει έννομες συνέπειες για τον κατασχόντα η εξόφληση από τον τρίτο της κατεσχημένης απαίτησης ή ο συμψηφισμός της με μεταγενέστερη απαίτηση, καθώς και η απόδοση σε εκείνον κατά του οποίου έγινε η κατάσχεση ή η διάθεση σε τρίτους του κατασχεμένου, αφότου του επιδοθεί η κατασχετήρια έκθεση, έστω και αν αυτή δεν επιδόθηκε ακόμα σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η κατάσχεση.

22      Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 939, παράγραφος 2, του ελληνικού κώδικα πολιτικής δικονομίας, οι έννομες συνέπειες μιας διάταξης περί αναστολής εκτελέσεως δεν επέρχονται παρά μόνο από την επίδοσή της στα εκτελεστικά όργανα (αποφάσεις του Αρείου Πάγου αριθ. 33/1995, Ελληνική Δικαιοσύνη 1996.582 και αριθ. 1544/2000, Δίκη 2001.530).

23      Συνεπώς, ακόμη κι αν ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων έκανε δεκτή την παρούσα αίτηση, το γεγονός αυτό δε θα μπορούσε να συνεπάγεται την άρση μιας κατάσχεσης εις χείρας τρίτου που επιβλήθηκε σε χρονική στιγμή κατά την οποία δεν είχε χορηγηθεί οποιαδήποτε αναστολή εκτέλεσης. Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο αιτών δε θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να χρησιμοποιήσει τα κατεσχημένα ποσά προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Συναφώς, έχει κριθεί ότι προσωρινά μέτρα τα οποία δεν είναι πρόσφορα για να αποφευχθεί η σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία στην οποία αναφέρεται ο αιτών δεν μπορούν κατά μείζονα λόγο να είναι αναγκαία προς τον σκοπό αυτό (βλ. διάταξη του Πρωτοδικείου της 14ης Σεπτεμβρίου 2007, Τ‑211/07 R, AWWW/FEACTV, μη δημοσιευμένη στη Συλλογή, σκέψη 45 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

24      Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η επιχειρηματολογία με βάση την οποία ο αιτών επιδιώκει να στοιχειοθετήσει τον επείγοντα χαρακτήρα της ζητούμενης αναστολής δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

25      Συνεπώς, η παρούσα αίτηση πρέπει να απορριφθεί χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί αν πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις χορηγήσεως αναστολής εκτελέσεως και ιδίως η σχετική με το fumus boni juris.

Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

2)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 3 Δεκεμβρίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      M. Jaeger


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.