Language of document : ECLI:EU:T:2013:449

Υπόθεση T‑380/10

Wabco Europe κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Βελγική, γερμανική, γαλλική, ιταλική, ολλανδική και αυστριακή αγορά ειδών υγιεινής – Απόφαση με την οποία η Επιτροπή διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ – Συντονισμένη αύξηση τιμών και ανταλλαγή εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών – Στρέβλωση του ανταγωνισμού – Απόδειξη – Υπολογισμός του προστίμου – Συνεργασία κατά τη διοικητική διαδικασία – Ανακοίνωση του 2002 για τη συνεργασία – Μη επιβολή προστίμου – Μείωση του προστίμου – Σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία – Κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων – Αρχή της μη αναδρομικότητας»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)
της 16ης Σεπτεμβρίου 2013

1.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης – Περιεχόμενο – Συνεκτίμηση των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων – Όρια – Τήρηση των γενικών αρχών του δικαίου

(Άρθρα 261 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

2.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Άρθρα 101 § 1 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ)

3.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Θεμελιώδη δικαιώματα – Τεκμήριο αθωότητας – Διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού – Δυνατότητα εφαρμογής του

(Άρθρο 6 § 2 ΕΕ· άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 47 και 48 § 1)

4.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση – Τρόπος αποδείξεως – Χρήση δέσμης ενδείξεων – Απαιτούμενος βαθμός αποδεικτικής ισχύος για καθεμία από τις μεμονωμένες ενδείξεις

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

5.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως ως προς τη διάρκεια της παραβάσεως – Περιεχόμενο της έννοιας του βάρους αποδείξεως

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

6.      Συμπράξεις – Εναρμονισμένη πρακτική – Έννοια – Συντονισμός και συνεργασία που δεν συνάδουν με την υποχρέωση κάθε επιχειρήσεως να καθορίζει αυτόνομα τη συμπεριφορά της στην αγορά – Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών – Αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο ή αποτέλεσμα – Τεκμήριο – Προϋποθέσεις – Πληροφορίες σχετικές με προϊόν το οποίο κυκλοφορεί σε αγορά που δεν αφορά τους ανταγωνιστές – Δεν υφίσταται τεκμήριο

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

7.      Συμπράξεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές οι οποίες στοιχειοθετούν ενιαία παράβαση – Έννοια – Γενική σύμπραξη – Κριτήρια – Ενιαίος σκοπός – Προϋπόθεση – Ύπαρξη στρεβλώσεως του ανταγωνισμού σε καθεμία από τις αγορές προϊόντων τις οποίες αφορά η εν λόγω ενιαία παράβαση

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

8.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Θεραπεία μιας πλημμέλειας στην αιτιολογία κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας – Προϋποθέσεις – Εξαιρετικές περιστάσεις

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ)

9.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μείωση του προστίμου σε αντάλλαγμα της συνεργασίας της κατηγορουμένης επιχειρήσεως – Προϋποθέσεις – Σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία των στοιχείων που προσκομίζει η οικεία επιχείρηση – Περιεχόμενο – Συνεκτίμηση του χρονικού σημείου κατά το οποίο παρασχέθηκε η συνεργασία – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Περιεχόμενο

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 18 και 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 20 έως 23)

10.    Ένδικη διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Υπόμνημα αντικρούσεως – Τυπικά στοιχεία – Προσδιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων λόγων ή ισχυρισμών – Έγγραφα συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής ή στο υπόμνημα αντικρούσεως – Παραδεκτό – Προϋποθέσεις

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

11.    Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Μη αναδρομικότητα των ποινικών διατάξεων – Πεδίο εφαρμογής – Πρόστιμα που έχουν επιβληθεί λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού – Εμπίπτουν – Ενδεχόμενη παραβίαση της ως άνω αρχής λόγω εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων σε παράβαση προγενέστερη της εκδόσεώς τους – Προβλέψιμος χαρακτήρας των τροποποιήσεων που επέφεραν οι κατευθυντήριες γραμμές – Δεν συντρέχει περίπτωση παραβιάσεως

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 49· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοινώσεις 98/C 9/03 και 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 28, 140, 186, 195, 196)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 42-44)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 45, 46)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 47-52, 94)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 53)

6.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, η γνωστοποίηση εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών, όπως η ανταλλαγή στοιχείων για τις μελλοντικές αυξήσεις των τιμών, όταν γίνεται προς έναν ή περισσότερους ανταγωνιστές έχει αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα, υπό την έννοια ότι τίθεται πλέον ζήτημα αν οι οικείες επιχειρήσεις ενεργούν κατά τρόπο αυτόνομο στην αγορά. Οσάκις ανταγωνιστές εφαρμόζουν τέτοιες πρακτικές, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποδείξει τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματά τους επί της συγκεκριμένης αγοράς, αν πρόκειται για πρακτικές που είναι εν τοις πράγμασι ικανές, λαμβανομένου υπόψη του νομικού και οικονομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται, να παρακωλύσουν, να περιορίσουν ή να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό στο εσωτερικό της κοινής αγοράς.

Αντιθέτως, δεν υπάρχει αντίστοιχο τεκμήριο ότι συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική η οποία συνίσταται στην ανταλλαγή, μεταξύ επιχειρήσεων, πληροφοριών που είναι μεν εμπορικά ευαίσθητες αλλά αφορούν ένα προϊόν σχετικό με αγορά διαφορετική από εκείνη όπου ασκούν ανταγωνιστικές δραστηριότητες έχει αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο ή αποτέλεσμα στην τελευταία αυτή αγορά. Πράγματι, η πρακτική μιας επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται σε δύο χωριστές αγορές προϊόντων να διαβιβάζει σε ανταγωνίστριες επιχειρήσεις, οι οποίες ασκούν δραστηριότητες στην πρώτη από τις οικείες αγορές, εμπορικά ευαίσθητες πληροφορίες σχετικές με τη δεύτερη αγορά, όπου οι εν λόγω άλλες επιχειρήσεις ουδεμία δραστηριότητα ασκούν, δεν είναι κατ’ αρχήν δυνατό να επηρεάσει τον ανταγωνισμό στη δεύτερη αυτή αγορά.

(βλ. σκέψεις 78, 79)

7.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, υφίσταται ενιαία παράβαση όταν συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές που αφορούν μεν διαφορετικά προϊόντα, υπηρεσίες ή εδάφη εντάσσονται στο πλαίσιο συνολικού σχεδίου το οποίο οι οικείες επιχειρήσεις έθεσαν εν γνώσει τους σε εφαρμογή προκειμένου να επιτύχουν έναν κοινό, αντίθετο προς τον ανταγωνισμό σκοπό. Εντούτοις, η διαπίστωση ότι συντρέχει τέτοια παράβαση δεν σημαίνει ότι αίρεται η προκαταρκτική προϋπόθεση να έχει προκληθεί στρέβλωση του ανταγωνισμού σε καθεμία από τις αγορές προϊόντων τις οποίες αφορά η εν λόγω ενιαία παράβαση.

(βλ. σκέψη 92)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 107, 110)

9.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, η Επιτροπή καθόρισε, με την ανακοίνωσή της σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ), τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χωρεί, ως προς επιχειρήσεις που συνεργάζονται με αυτήν στο πλαίσιο της έρευνάς της για μια σύμπραξη, απαλλαγή από την επιβολή προστίμου ή μείωση του προστίμου που θα όφειλαν άλλως να καταβάλουν οι οικείες επιχειρήσεις.

Από τη λογική της ως άνω ανακοινώσεως για τη συνεργασία συνάγεται ότι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα έγκειται στη δημιουργία αβεβαιότητας εντός των συμπράξεων, ώστε να ενθαρρύνονται οι μετέχουσες επιχειρήσεις να τις καταγγέλλουν ενώπιον της Επιτροπής. Η αβεβαιότητα αυτή απορρέει ακριβώς από το γεγονός ότι οι μετέχοντες στη σύμπραξη γνωρίζουν ότι μόνο σ’ έναν εξ αυτών μπορεί να χορηγηθεί πλήρης απαλλαγή από τα πρόστιμα, εφόσον καταγγείλει τους άλλους μετέχοντες στην παράβαση, εκθέτοντάς τους με τον τρόπο αυτόν στον κίνδυνο να τους επιβληθούν πρόστιμα. Στο πλαίσιο του συστήματος αυτού και σύμφωνα με την ίδια πάντοτε λογική, τα πρόστιμα τα οποία θα έπρεπε να καταβάλουν οι επιχειρήσεις που ενήργησαν ταχύτερα για την παροχή συνεργασίας στην Επιτροπή μειώνονται περισσότερο απ’ ό,τι εκείνα των επιχειρήσεων που υπήρξαν λιγότερο έτοιμες να συνεργαστούν. Επομένως, η χρονική σειρά και η ταχύτητα με την οποία συνεργάστηκαν τα μέλη της συμπράξεως αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία του συστήματος που τίθεται σε εφαρμογή με την εν λόγω ανακοίνωση για τη συνεργασία.

Συναφώς, αν και η Επιτροπή υποχρεούται να αιτιολογεί την εκτίμησή της ως προς το αν τα στοιχεία που προσκομίζουν οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ανακοινώσεως για τη συνεργασία αποτελούν συμβολή η οποία δικαιολογεί τη μείωση του επιβαλλόμενου προστίμου, αντιστρόφως, απόκειται στις επιχειρήσεις που επιθυμούν να αμφισβητήσουν τη σχετική απόφαση της Επιτροπής να αποδείξουν ότι, αν αυτές δεν είχαν παράσχει οικειοθελώς τέτοιες πληροφορίες, η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να αποδείξει τα ουσιώδη στοιχεία της παραβάσεως και, επομένως, να εκδώσει απόφαση περί επιβολής προστίμων. Λαμβανομένων υπόψη των λόγων για τους οποίους προβλέφθηκε η δυνατότητα μειώσεως των προστίμων, η Επιτροπή δεν είναι δυνατό να παραβλέψει τη χρησιμότητα των σχετικών πληροφοριών, η οποία αποτελεί αναγκαστικά συνάρτηση των αποδεικτικών στοιχείων που είχε ήδη στην κατοχή της.

Όταν μια επιχείρηση, στο πλαίσιο της συνεργασίας, απλώς επιβεβαιώνει, και μάλιστα με μικρότερη ακρίβεια και σαφήνεια, ορισμένα από τα πληροφοριακά στοιχεία που έχει ήδη προσκομίσει άλλη επιχείρηση στο ίδιο πλαίσιο, ο βαθμός συνεργασίας της πρώτης, μολονότι ενδέχεται να έχει κάποια χρησιμότητα για την Επιτροπή, δεν μπορεί να θεωρηθεί συγκρίσιμος με τον βαθμό στον οποίο συνεργάστηκε η επιχείρηση που πρώτη προσκόμισε τα στοιχεία αυτά. Πράγματι, μια δήλωση η οποία απλώς ενισχύει, σε ορισμένο βαθμό, μίαν άλλη δήλωση που ήδη ευρισκόταν στη διάθεση της Επιτροπής δεν διευκολύνει σημαντικά το έργο της Επιτροπής. Κατ’ επέκταση, δεν μπορεί να είναι ικανή να δικαιολογήσει μείωση του προστίμου λόγω συνεργασίας. Εξάλλου, η συνεργασία μιας επιχειρήσεως κατά την έρευνα δεν γεννά δικαίωμα σε μείωση του προστίμου όταν η συνεργασία αυτή δεν υπερέβη τα όρια των υποχρεώσεων που η εν λόγω επιχείρηση υπέχει από το άρθρο 18 του κανονισμού 1/2003.

Τέλος, μολονότι θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτίμηση της σημαντικής πρόσθετης αποδεικτικής αξίας των πληροφοριών που της παρέχουν οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ανακοινώσεως για τη συνεργασία, εντούτοις δεν επιτρέπεται το Γενικό Δικαστήριο, επαφιόμενο στη διακριτική αυτή ευχέρεια, να αρνηθεί να προχωρήσει σε διεξοδικό έλεγχο τόσο των νομικών όσο και των πραγματικών ζητημάτων που εγείρει η σχετική εκτίμηση της Επιτροπής.

(βλ. σκέψεις 142, 147-153)

10.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 162, 163)

11.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 175-179)