Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 17 Απριλίου 2014 η AC-Treuhand AG κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 6ης Φεβρουαρίου 2014 στην υπόθεση T-27/10, AC-Treuhand AG κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση C-194/14 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: AC-Treuhand AG (εκπρόσωποι: C. Steinle και I. Bodenstein, δικηγόροι)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να ακυρώσει την απόφαση C(2009) 8682 τελικό της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2009 (υπόθεση COMP/38589 – Σταθεροποιητές θερμότητας), στο μέτρο που αυτή αφορά την αναιρεσείουσα·

επικουρικώς, να μειώσει το ποσό των προστίμων που επιβλήθηκαν στην αναιρεσείουσα δυνάμει του άρθρου 2, σημεία 17 και 38, της προαναφερθείσας αποφάσεως·

επικουρικώς σε σχέση προς το αίτημα που διατυπώθηκε πιο πάνω στο σημείο 2, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για να αποφανθεί το τελευταίο σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου· και

εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας στη δίκη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η αναίρεση ασκείται κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 6 Φεβρουαρίου 2014 στην υπόθεση T-27/10. Με την απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή που άσκησε η αναιρεσείουσα στις 27 Ιανουαρίου 2010 κατά της αποφάσεως C(2009) 8682 τελικό της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38589 – Σταθεροποιητές θερμότητας).

Η αναιρεσείουσα προβάλλει συνολικώς τέσσερις λόγους αναιρέσεως.

Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο ερμηνεύοντας τοσούτον διασταλτικώς το άρθρο 81 ΕΚ (νυν άρθρο 101 ΣΛΕΕ), κατά παραβίαση της αρχής της νομιμότητας (nullum crimen sine lege και nulla poena sine lege) που καθιερώνει το άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), ώστε ο βαθμός ακρίβειας και προβλεψιμότητας που απαιτείται από το κράτος δικαίου όσον αφορά τα στοιχεία της παραβάσεως που προβλέπει το άρθρο 81 ΕΚ δεν υφίσταται πλέον στην προκειμένη περίπτωση. Υπό την έννοια αυτή, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ και το άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη.Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο όταν απέρριψε τον τέταρτο λόγο προσφυγής, παραβαίνοντας τα όρια που οι αρχές της νομιμότητας (άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη) και της ίσης μεταχειρίσεως επέβαλλαν εν προκειμένω στη διακριτική εξουσία της Επιτροπής για τον υπολογισμό των προστίμων.Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 23, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1/2003 και τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων. Κατ’ αυτήν, τα πρόστιμα που της επιβλήθηκαν δεν έπρεπε να καθοριστούν κατ’ αποκοπή αλλά βάσει των αμοιβών που εισπράχθηκαν για την παροχή των υπηρεσιών που συνδέονται με τις παραβάσεις, σύμφωνα με τη μεθοδολογία που εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2006. Το Γενικό Δικαστήριο κακώς απέρριψε το επιχείρημα αυτό και έκρινε κατάλληλο το ποσό των προστίμων.Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 261 ΣΛΕΕ, του άρθρου 23, παράγραφος 3, και του άρθρου 31 του κανονισμού 1/2003, διότι το Γενικό Δικαστήριο άσκησε την πλήρη δικαιοδοσία του ανεπαρκώς και εσφαλμένως. Επιπλέον, στο πλαίσιο της ασκήσεως της δικαιοδοσίας του αυτής, το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε τις αρχές της νομιμότητας (άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη), της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας.