Language of document : ECLI:EU:F:2008:48

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 24ης Απριλίου 2008

Υπόθεση F-74/06

Παύλος Λογγινίδης

κατά

Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop)

«Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Τοποθέτηση σε νέα θέση – Επιτροπή προσφυγών – Σύνθεση και εσωτερικός κανονισμός – Ανέντιμη συμπεριφορά – Απόλυση – Αιτιολογία – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Κατάχρηση εξουσίας»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΑΕ, με την οποία ο Π. Λογγινίδης ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Διευθύνσεως του Cedefop της 30ής Νοεμβρίου 2005, περί τερματισμού της συμβάσεως εργασίας του ως εκτάκτου υπαλλήλου αορίστου χρόνου, της αποφάσεως της Διευθύνσεως του Cedefop της 10ης Μαρτίου 2006, περί απορρίψεως του αιτήματός του για αναστολή εκτελέσεως της ως άνω αποφάσεως, της αποφάσεως της Διευθύνσεως του Cedefop της 9ης Δεκεμβρίου 2005, περί τοποθετήσεώς του σε νέα θέση, ήτοι στη θέση συμβούλου της εν λόγω Διευθύνσεως, της αποφάσεως της επιτροπής προσφυγών του Cedefop της 24ης Μαΐου 2006, περί απορρίψεως της ενστάσεώς του με αίτημα την ακύρωση των ανωτέρω αποφάσεων περί απολύσεως και τοποθετήσεώς του σε νέα θέση, της αποφάσεως της Διευθύνσεως του Cedefop της 11ης Νοεμβρίου 2005, περί τροποποιήσεως της συνθέσεως της επιτροπής προσφυγών, της αποφάσεως της επιτροπής προσφυγών του Cedefop της 14ης Νοεμβρίου 2005, περί τροποποιήσεως του εσωτερικού της κανονισμού, της αποφάσεως της επιτροπής προσφυγών του Cedefop, της 10ης Μαρτίου 2006, περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεώς του κατά των δύο προηγουμένων αποφάσεων, της αποφάσεως της Διευθύνσεως του Cedefop της 28ης Απριλίου 2006, περί απορρίψεως του αιτήματός του για μη συμμετοχή του αναπληρωτή διευθυντή του Cedefop στη διοικητική έρευνα που τον αφορά, και της αποφάσεως της επιτροπής προσφυγών του Cedefop της 9ης Μαρτίου 2006, επί της διοικητικής ενστάσεως της C., έκτακτης υπαλλήλου του Cedefop.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη. Έκαστος των διαδίκων φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Καταγγελία συμβάσεως αορίστου χρόνου – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Έκταση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25, εδ. 2· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρα 11 και 47, στοιχείο γ΄)

2.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Καταγγελία συμβάσεως αορίστου χρόνου – Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρα 47, στοιχείο γ΄, και 49 § 1)

3.      Υπάλληλοι – Οργάνωση των υπηρεσιών – Υπηρεσιακή τοποθέτηση των υπαλλήλων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 7)

1.      Κανένας επιτακτικός λόγος δεν επιβάλλει τον αποκλεισμό των εκτάκτων υπαλλήλων από την προστασία έναντι των αδικαιολόγητων απολύσεων, ιδίως όταν αυτοί απασχολούνται με σύμβαση αορίστου χρόνου ή όταν, απασχολούμενοι με σύμβαση ορισμένου χρόνου, απολύονται προ της οριζόμενης ημερομηνίας λήξεώς της. Προκειμένου, όμως, να εξασφαλίζεται επαρκής προστασία, πρέπει να παρέχεται στους ενδιαφερομένους η δυνατότητα να εξακριβώνουν αν τα έννομα συμφέροντά τους εθίγησαν ή όχι και να εκτιμούν τη σκοπιμότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη, ενώ η δικαιοσύνη πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ασκεί τον έλεγχό της, δυνατότητα που συνεπάγεται την αναγνώριση υποχρεώσεως αιτιολογήσεως βαρύνουσας την αρμόδια αρχή.

Προκειμένου περί απολύσεως υπαλλήλου απασχολουμένου με σύμβαση αορίστου χρόνου, είναι ιδιαιτέρως σημαντικό οι λόγοι της απολύσεως να εκτίθενται, κατά κανόνα, εγγράφως και με σαφήνεια, κατά προτίμηση μέσα στο ίδιο το κείμενο της οικείας αποφάσεως. Και τούτο διότι μέσω αυτής ακριβώς της πράξεως –η νομιμότητα της οποίας εκτιμάται κατά τον χρόνο εκδόσεώς της– υλοποιείται η απόφαση του οργάνου. Δύναται, πάντως, να θεωρηθεί ότι η υποχρέωση εκθέσεως των λόγων απολύσεως πληρούται και όταν ο μεν ενδιαφερόμενος ενημερώθηκε προσηκόντως, στο πλαίσιο συνομιλιών του με προϊσταμένους του, όσον αφορά τους λόγους αυτούς, η δε απόφαση της αρμόδιας για τη σύναψη συμβάσεων αρχής ελήφθη εντός σύντομου χρονικού διαστήματος από τις συνομιλίες αυτές. Η εν λόγω αρχή μπορεί επίσης, αν συντρέχει λόγος, να συμπληρώσει την αιτιολογία κατά το στάδιο της απαντήσεως στη διοικητική ένσταση του ενδιαφερομένου.

Η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στο πεδίο των απολύσεων και, συνεπώς, ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή περιορίζεται στην εξακρίβωση της υπάρξεως ή μη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως ή καταχρήσεως εξουσίας.

(βλ. σκέψεις 49, 51 και 84)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 12 Δεκεμβρίου 2000, T‑223/99, Dejaiffe κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑277 και II‑1267, σκέψη 53· 6 Φεβρουαρίου 2003, T‑7/01, Pyres κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑37 και II‑239, σκέψη 50

ΔΔΔ: 26 Οκτωβρίου 2006, F‑1/05, Landgren κατά ETF, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑123 και II‑A‑1‑459, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ασκηθείσα ενώπιον του Πρωτοδικείου (T‑404/06 P), σκέψεις 73 έως 75 και 79

2.      Δεδομένης της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή ουδόλως υποχρεούται, σε περίπτωση πταίσματος δυνάμενου να δικαιολογήσει την απόλυση εκτάκτου υπαλλήλου, να προκρίνει την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας αντί της μονομερούς καταγγελίας της συμβάσεως που προβλέπεται από το άρθρο 47, στοιχείο γ΄, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού. Μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή προτίθεται να απολύσει έκτακτο υπάλληλο, άνευ προειδοποιήσεως, λόγω σοβαρής εκ μέρους του αθετήσεως των υποχρεώσεων που υπέχει, μπορεί να κινηθεί, κατά το άρθρο 49, παράγραφος 1, του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, η πειθαρχική διαδικασία που προβλέπεται από το παράρτημα IX του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (ΚΥΚ) για τους υπαλλήλους και η οποία εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στους εκτάκτους υπαλλήλους. Επιπλέον, η Διοίκηση έχει την ευχέρεια να κινήσει πειθαρχική διαδικασία ακόμη και μετά την καταγγελία της συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου, με προειδοποίηση, αν εκ των υστέρων προκύπτει ότι οι πράξεις που προσάπτονται στον ενδιαφερόμενο είναι αρκούντως σοβαρές ώστε να κινηθεί η διαδικασία αυτή.

(βλ. σκέψεις 115 και 116)

3.      Σε περίπτωση μεταβολής των καθηκόντων υπαλλήλου, ο κανόνας της αντιστοιχίας μεταξύ βαθμού και θέσεως δεν επιτάσσει σύγκριση μεταξύ των νέων και των προηγουμένων καθηκόντων του ενδιαφερομένου, αλλά μεταξύ των νέων καθηκόντων του και του βαθμού του στην ιεραρχία. Επιπλέον, προκειμένου να θεωρηθεί ότι απόφαση περί τοποθετήσεως σε άλλη θέση αντιβαίνει προς τον κανόνα της αντιστοιχίας μεταξύ βαθμού και θέσεως, δεν αρκεί αλλαγή, ακόμη δε και συρρίκνωση των καθηκόντων του υπαλλήλου, αλλά πρέπει τα νέα αυτά καθήκοντα, στο σύνολό τους, να υπολείπονται σαφώς αυτών που αντιστοιχούν στον βαθμό του και τη θέση του, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως, της σημασίας και του εύρους τους.

(βλ. σκέψεις 142 και 143)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 23 Μαρτίου 1988, 19/87, Hecq κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 1681, σκέψη 7

ΠΕΚ: 10 Ιουλίου 1992, T‑59/91 και T‑79/91, Eppe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑2061, σκέψη 49· 28 Μαΐου 1998, T‑78/96 και T‑170/96, W κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑239 και II‑745, σκέψη 104· 16 Απριλίου 2002, T‑51/01, Fronia κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑43 και II‑187, σκέψη 53· 21 Σεπτεμβρίου 2004, T‑325/02, Soubies κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑241 και II‑1067, σκέψη 55